Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

 ΤΑ ΧΡΕΗ

Ήταν ένα βράδυ στην πλατεία του Αγίου Νικολάου. Παιδιά παίζανε στην πλατεία, γεμίζοντας χαρούμενες φωνές τον αέρα και μεγάλοι, καθισμένοι στα τραπεζάκια των καφενείων της πλατείας κουβεντιάζανε πίνοντας την πορτοκαλάδα τους. Οι μουριές, φυτεμένες ανάμεσα στις πλάκες του δαπέδου, γεμάτες φύλα, στέκονταν ακίνητες χαζεύοντας τη βραδινή κίνηση της πλατείας και των γύρω δρόμων. Πού και πού άπλωναν τα κλαδιά τους και φυλάκιζαν την μπάλα των αγοριών. Τότε ο πιο αδύνατος και ευέλικτος από τους παίχτες σκαρφάλωνε και την κατέβαζε, αφού πρώτα έψαχνε να τη βρει μέσα στο πυκνό φύλλωμα. Τα παιδιά παίζανε ποδόσφαιρο. Δίτερμα. Τρία αγόρια από δω, τρία αγόρια από κει. Οι πελάτες των καφενείων παρακολουθούσαν τον αγώνα σαν να είχαν έρθει εκεί γι αυτό τον λόγο και όχι για να βρεθούν με φίλους ή να βρουν λίγη δροσιά. Και κάθε που έμπαινε ένα γκολ, οι κουβέντες σταματούσαν και τα βλέμματα γύριζαν προς το γήπεδο, δηλαδή προς το κέντρο της πλατείας, βλέποντας εκείνον που έβαλε το γκολ και παρακολουθώντας τις αντιδράσεις των παιχτών-χαρά από τα παιδιά της ομάδας που έβαλε to τέρμα, μουρμούρα και κατήφεια στην αντίπαλη ομάδα.
Όλα τούτα διαρκούσαν ώσπου η μπάλα, από το δρόμο που είχε βρεθεί τρυπώντας τα υποθετικά δίχτυα, έρθει και πάλι στο κέντρο του γηπέδου. Τότε ακολουθούσε η "σέντρα" και οι γύρω θεατές συνέχιζαν την κουβέντες τους ώσπου να μπει το επόμενο τέρμα.
Οι καφετζήδες της πλατείας γκρίνιαζαν γιατί η μπάλα καμιά φορά χτυπούσε πάνω στα τραπεζάκια, τρομάζοντας για μια στιγμή τους ανύποπτους πελάτες και σπάζοντας κανένα ποτήρι Και η γκρίνια αυτή όμως ήτανε ήπια και ποτέ ο καφετζής δεν έφτανε να πραγματοποιήσει την απειλή που είχε πρόχειρη πολλές φορές την κάθε βραδιά στο στόμα του: "Θα πάρω τη μπάλα και θα την ξεφουσκώσω!" Ήξερε κατά βάθος πως χωρίς παιδιά η πλατεία θα ήτανε άψυχη και ίσως άδεια και από πελάτες.
Ως και τα κορίτσια που παίζανε τα δικά τους ήρεμα παιχνίδια στο κεφαλόσκαλο της εκκλησίας, ένιωθαν πως το κέντρο της ζωντάνιας ήτανε η πλατεία με το ποδόσφαιρο και ότι τα δικά τους παιχνίδια γινόνταν στο περιθώριο του παιχνιδιού των αγοριών. Ενώ λοιπόν το παιχνίδι είχε ανάψει και κείνο το βράδυ, κάποιος, που παρακολουθούσε το παιχνίδι από ένα παγκάκι της πλατείας, φώναξε έναν παίχτη και κάτι του είπε. Εκείνος διάταξε τους υπόλοιπους να σταματήσουν το παιχνίδι και να πάνε εκεί. Και μπροστά στον κύριο που είχε κάνει την προσφορά των χρημάτων, τους είπε: "Ρε σεις, αυτός θα δώσει είκοσι χιλιάδες στην ομάδα που θα νικήσει". Ζητωκραυγές ακολούθησαν τα λόγια του κι αμέσως το παιχνίδι ξανάρχισε με μεγαλύτερη προσοχή και επιθετικότητα, μιας και η νίκη θα είχε τώρα σαν αποτέλεσμα, εκτός από τη δόξα και είκοσι χιλιάρικα, δηλαδή περίπου εφτά για τον κάθε παίχτη της νικήτριας ομάδας.
Σαν όριο πέρατος του αγώνα ορίστηκε από τον χρηματοδότη η εντεκάτη, δηλαδή έμενε μισής ώρας παιχνίδι ακόμη.
To σκορ εκείνη τη στιγμή ήτανε δύο ένα. Στη συνέχεια άλλαξε συχνά υπέρ της μιας ή της άλλης ομάδας, για να καταλήξει στο τέλος του παιχνιδιού εννέα οχτώ.
Όταν το ρολόι της εκκλησίας έδειξε έντεκα, οι νικητές σταμάτησαν αμέσως/ro παιχνίδι και όρμησαν προς τον κύριο που τους είχε υποσχεθεί τις είκοσι χιλιάδες.
Ιδρωμένοι και βαριανασαίνοντας ακόμα τις πήραν και αμέσως μετά έκαναν το γύρο της πλατείας όπως
κάνουν στα γήπεδα, ενώ τα κορίτσια, που δεν είχαν
καταλάβει τι είχε μεσολαβήσει, κοίταζαν τον
παράξενο γύρο του θριάμβου απορημένα.
Και όλα θα είχαν τελειώσει μαζί με το γύρο του
θριάμβου των παιδιών, αν δεν γίνονταν τα παρακάτω
ασυνήθιστα.
Οι τρεις παίχτες της νικημένης ομάδας, που ενώ οι
νικητές έφερναν γύρω την πλατεία αυτοί
συσκέπτονταν στη μέση του γηπέδου, πλησίασαν τον
χρηματοδότη και του ζήτησαν να πληρωθούν κι
εκείνοι.
«Έσείς; Γιατί;»,τους ρώτησε εκείνος
"Αν δεν υπήρχαμε εμείς δε θα γινότανε αγώνας και δε
θα υπήρχαν νικητές για vα πληρωθούν. Ύστερα και
μεις είμαστε δυνατοί-το είδατε καλά και σεις, η
διαφορά ήτανε ένα τέρμα, με λίγη τύχη η νίκη θα
ήτανε δική μας".
Ο κύριος είδε λογική τη σκέψη των τριών νικημένων
αγοριών και έδωσε και σ' αυτούς είκοσι χιλιάδες.
Φεύγοντας εκείνοι έρχονταν προς αυτόν η εκκλησία
του Αγίου Νικολάου. Στάθηκε μπροστά του, άναψε
όλα της τα φώτα, χτύπησε τις καμπάνες της και
του είπε ψέλνοντας: "Δική μου είναι η πλατεία.
Χωρίς αυτήνε πού θα 'παιζαν τα παιδιά; Δώσε και σε
μένα είκοσι χιλιάδες."
Ο χρηματοδότης έδωσε και στην εκκλησία είκοσι
χιλιάδες γιατί εκτίμησε την επιχειρηματολογία της.
Ύστερα ήρθε μπροστά του ο ελληνικός λαός: "Την
εκκλησία εγώ την έχτισα και τη συντηρώ. Και τα
παιδιά που έπαιζαν παιδιά δικά μου δεν είναι;"
Ο κύριος έβαλε το χέρι στην άλλη τσέπη του κι
έδωσε είκοσι χιλιάδες στον ελληνικό λαό.
Τότε ξαφνικά όλα εξαφανίστηκαν και για μια στιγμή
έμεινε μόνος. Μα αμέσως απέναντί του πήγε και
στάθηκε η γη στάζοντας τα νερά της: "Όπως όλοι οι
λαοί και τούτος δω που πριν επλήρωσες δική μου
γέννα και δικό μου θρέμμα. Άδικο έχω; Κι αποφάσισε
γρήγορα γιατί δεν μπορώ να στέκω για πολύ
ακίνητη".
"Ναι", της είπε ο κύριος, "δίκιο έχεις. Πάρε και συ τα
λεφτά που σίγουρα τ' αξίζεις".
Όταν και η γη πήρε τα λεφτά, όλα ήρθαν πάλι στη
θέση τους και ο κύριος βρέθηκε καθισμένος στη θέση
του στο παγκάκι με ακόμα είκοσι χιλιάδες λιγότερα στην τσέπη του.
Μα προτού να πάρει τη θέση του στο παγκάκι, να που
η νύχτα έγινε λαμπρή και καυτή. Ο ήλιος είχε
πλησιάσει για να του μιλήσει κι αυτός με τη σειρά
του: "Εγώ εγέννησα τη γη. Καταλαβαίνεις..."
"Καταλαβαίνω". Και έδωσε τις είκοσι χιλιάδες.
Και ο ήλιος έφυγε. Και μαζί του αφανίστηκαν και όλα
τ' άστρα και όλα τα φώτα και η Μεγάλη Νύχτα
ακούστηκε να μιλάει βραχνά μέσα στο απόλυτο
σκοτάδι: "Είμαι η μήτρα για όλα όσα υπάρχουνε.
Όλα εγώ τα γέννησα"
Έδωσε είκοσι χιλιάδες στη Μεγάλη Νύχτα που
αμέσως έδωσε τη θέση της στην εικόνα του βραδιού
της πλατείας του Αγίου Νικολάου.
Ο άγνωστος κύριος σηκώθηκε. Κοίταξε γύρω του.
Του έμεναν άλλες είκοσι χιλιάδες -οι τελευταίες του.
Τις έβγαλε από την τσέπη του και τις σκόρπισε γύρω
του λέγοντας: "Πάρε και συ που μου μιλάς αλλά δε
σ' ακούω". Γύρισε ύστερα στα παιδιά που έβλεπαν
έκπληκτα όλην αυτή την ώρα εκείνα που συνέβαιναν
και τους είπε: "Ξόφλησα όλα τα χρέη μου. Τι ώρα θα
παίξετε αύριο; Θα παίξω μαζί σας,"
Κι αφού συμφωνήθηκε η ώρα, πήρε καθένας το
δρόμο για το σπίτι του.