Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Μια σφαίρα στο μυαλό είν' ό,τι πρέπει.
Σβηέται η Φύση απ' την τεχνολογία.
Το τελευταίο σημείωμα στην τσέπη
 η τελευταία φτηνή φιλολογία.

Μια σφαίρα στο μυαλό-εκεί στη ράχη
του «Αντίλαλου», που μία βοσκοπούλα
μες στα δυο χέρια της κρατεί μονάχη
το βράδυ μια και μία την αυγούλα.

Κι ως με φιλί ξυπνάει πότε τη μία
πότε το άλλο, εκεί, σε δύο αναμέσο
φιληματα, στην πλήρη ηρεμία,
η πιστολιά να ηχήσει και να πέσω.
Ετούτα τα γίδια, τα πρόβατα ετούτα
πώς σαν παιχνιδάκια στα λόγια υπακούν
ενός κοριτσιού και σαν μητερούλα
το βλέπουνε όλα γλυκιά κι ακριβή!..

Και κείνο πώς ξέρει του ζώου καθενός
τον τρόπο, το νου, την ψυχή, τη συνήθεια,
και πώς καταφέρνει σα μάγισσα να 'ταν
να κάνουνε όλα εκείνη ό,τι πει;

Χαϊδεύει το ένα, μαλώνει το άλλο
ταγίζει το τρίτο και όλα φιλεί
και κει, μες στη στάνη γι αυτά η ύπαρξή της
σα μες σε παράδεισο είναι θεός.

...Παιχνίδια της Φύσης που μέσα στα μίση
και μέσα στις φαύλες γυναίκες της γης
φορές, μια γεννάει που όλα αγαπάει,
για όλα φροντίζει-για όλα πονεί.
Απ΄ τους Πετσάκους τρία βέρτσια ο "Αντίλαλος".
Απ΄τη ζωή μου τρεις χιλιάδες μίλια η Λέτα.

Άϊντε κατσίκια μου κι αρνιά τραβάτε
και πάρτε από το χέρι της το χάδι.

Πολλά μαστάρια από το χέρι ετούτο
περνούν κι αρμέγονται την κάθε μέρα
καθώς απ΄τις κοιλιές κρεμιούνται κάτω
των πρόβατων με το παχύ μαλλί
και των λειότριχων των κατσικιών.

Μόνο τα στήθια τα δικά της τριπλοκλείδωτα
κάτω απ΄ τις δίπλες τυχερής μιας μπλούζας.

Αϊντε και σεις λεβέντες του χωριού και των περίχωρων
εβγάτε
στο δρόμο που στα στήθη της τελειώνει-
που είθε ποτέ να μη τα φτάσετε, παρά
ή άψυχοι να πέσετε, ή παράλυτοι
στου δρόμου τα μισά να μείνετε όλοι.
Πες μου, τι χρώμα έχουν τα μάτια σου;

Γαλάζια είναι; Μαύρα; Πράσινα;
Δεν ξέρω.
Την πρώτη τη στιγμή που τα 'δα
τόση απ' τη γλύκα τους ένιωσα μέθη
και τόσο αυτή ακόμα με κρατεί
που νου δεν έχω χρώματα να ξεχωρίσω.

Του χαμού μου τη θωριά πως έχουν
μόνο ξέρω.
Πες μου, τι χρώμα έχουν τα μάτια σου;

Τρέμω στο μέρος μου όταν γυρίζουν
και στρέφω τα δικά μου αλλού-
να μην ιδώ την καταδίκη μου εντός τους.

Όμως να μάθω θέλω ποιο το χρώμα τους-
θέλω να ξέρω
τι χρώμα είναι τα μάτια που για χάρη τους
νέος τόσο
και τόσο βιαστικά
στον Κάτω Κόσμο πάω.

Τι χρώμα έχουν τα μάτια σου;
"Αντίλαλος"! Δύο πολύκορφοι
πράσινοι λόφοι
ένας στον άλλον αντικρύ
κι αναμεσό τους ένα πλάτωμα
που βέβηλη διασχίζει δημοσιά.

Μικροχαράδρες-
ρυτιδούλες σε ωραίο πάνω πρόσωπο
που γελά-
χαράζουν τις πλαγιές κάθε λοφίσκου.

Κοιτάς τ' απόγεμα
από 'να λόφο απέναντι τον άλλο
και βλέπεις σαν μες σε καθρέφτη
λουσμένη μόλις λες μία θεσπέσια Φύση
να τήνε στέφει φως ερυθρωπό.
Κι η φύση αυτή σε προσκαλεί-
κι ας είσαι μέσα της-
βαθιά ως την ψυχή της μέσα να 'μπεις.

"Αντίλαλος"!
Φωνές που πολλαπλασιάζονται
καθώς σε τραγωδία.

Κι όμως
Αντίλαλος παράξενος και μισητός:
λες τ' όνομα της πολυπόθητης
κι ακούς "όχι... όχι... όχι..."
λες "τληνε θέλω"
κι ακούς "χα χα!... χα χα!..."

Μόνο μια σφαίρα αν ρίξεις
η σφυριχτή βουή της θα ξανακουστεί
ίδια καθάρια και αλύπητα ηχηρή.
Δε θα χάνω συνέχεια στο παιχνίδι μαζί σου.
Κάποια μέρα θα πάρω το γλυκό το φιλί σου.
Κι αν ως τότε θα 'μ' έχεις ένα ερείπιο αφήσει
το φιλί σου παλάτι από κείνο θα χτίσει.
- Ορίστε ο ζυγός εδώ κύριέ μου,
κι ορίστε το κορίτσι αυτό.
Τ' αρνιά και τα κατσίκια του σας ζάλισαν
και διόλου δεν τη βγάζετε απ’ τη σκέψη;
Ιδού! Τα βάζω επάνω στον δικό σας δίσκο.
Κλίσις καμία!
Τόσο αξίζουνε.
Εγώ στον άλλο δίσκο πάνω
την αδιαφορία της για όλα βάζω.
Βλέπετε πόσο γέρνει η ζυγαριά!
Τι έχετε σεις άλλο να προσθέσετε;
- Βάζω το νύχι του μικρού δαχτύλου της.
- Καλή επιλογή βεβαίως-
κι η αλλαγή απρόσμενη...
έγειρε η ζυγαριά πολύ ομολογώ
κατά το μέρος σας.
Μα να! βάζω τον πάγο που 'χει στην καρδιά της.
Κοιτάξτε αλλαγή!
Πάλι κερδίζω.
Σειρά σας!
- Λοιπόν μια κι έξω, να-
Για να τελειώνουμε!
τον πόθο μου για κείνην καταθέτω.
Σωριάστε ό,τι θέλετε και σείς πάνω στο δίσκο σας
κι όταν τελειώστε
ανακοινώστε μου πως νίκησα. 
Στο μεταξύ εγώ θα πάρω έναν υπνάκο.
Να πεθάνεις στον "Αντίλαλο" με μια σφαίρα
την ώρα που ο Αλμπέρ κι η Νικολίτσα
τα γίδια αρμέγουνε.

Να πεθάνεις στον «Αντίλαλο»...

Τα δεκατέσσερα σκυλιά
στον κρότο θ΄ αλαφιάσουνε. Κι όταν συνέλθουν
θα γλείψουν το αίμα πρώτα κι ύστερα
θ' αρχίσουνε να με σπαράζουν.
Οι γίδες θα γυρίσουν το κεφάλι ξαφνιασμένες προς τα κει.
Ο γερο-Γιάννης θα σταθεί αποσβολωμένος. Ο Αλμπέρ
με τα σπασμένα ελληνικά του
"σκότωσε ρε!.." θα πει.

Όσο για κείνην
αφού με το τηλέφωνο καλέσει το χωριό
θα συνεχίσει το άρμεγμα
διατάζοντας και τον Αλμπέρ:
"Άρμεγε Αλμπέρ! Νυχτώσαμε!"

Και όλα αυτά εγώ θα τα κοιτάζω
λυτρωμένος πια
κι από τα μάτια κι από το χαμόγελό της,
και : "τι να έτρεξε;"
θ' αναρωτιέμαι.
Κείνες οι δύο στην αυλή σου οι συκιές...
ούτε ένα σύκο φέτος...

Αν τόσο δεν αδιαφορείς για μένα
μιας και το ξέρεις πως μ' αρέσουνε τα σύκα
πες τους ένα λόγακι σου...
άγγιξέ τες...
μια ματιά σου ρίξε τους
από αυτές τις μαγικές σου τις ματιές
τέλος... ξέρεις εσύ...
να συνεφέρουν
και καρπό να πλημμυρίσουνε.

Αν τόσο δεν αδιαφορείς για μένα.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Ο σιδεράς χτυπάει πάνω στ' αμόνι
κι ομορφοτραγουδάει το σφυρί.
-Γερές μην κάνεις σιδερά
τις άλυσες του δούλου,

για να μπορέσει μια και δυο
να τις κατασυντρίψει
και λευτεριά έτσι να βρει
μες στην πικρή ζωή του…

Κι ο σχοινοπλέχτης γέρνοντας
στον πάγκο του επάνω
χοντρά χοντρά φκάνει σχοινιά
και διπλοκαμαρώνει.

-Χοντρά μην κάνεις τα σχοινιά
γιατί τους σκλάβους δένουν
κι εύκολα πια δε λύνονται
-τα χέρια δε χωρίζουν.

Και με την πέννα του ο γραφιάς
γράμματα ωραία γράφει
που νόμους λεν και που μ’ αυτούς
τους δούλους φυλακίζουν.

-Σπάσε γραφιά την πέννα σου
παρά να δίνεις νόμους
που δυστυχούνε το λαό
και το θεό σκοτώνουν.

Μα δεν ακούει κανένας τους.
Και όλοι τους δουλεύουν
με τις δουλειές τους φέρνοντας
τον ίδιο το χαμό τους.

Στης λίμνης τα δέντρα
πουλιά κελαδούνε.
-Πού πας εσύ νιέ μου;
ρωτούν σα με δούνε.

-Στο πάρκο πηγαίνω
το κόμμα μου να 'δω
που πέντε αφεντεύει
χρονιές του’ τη χώρα.

-Αυτός αρχηγεύει-
ο πρωθυπουργός;
-Αυτός-ναι ο ίδιος
του λαού εκλεκτός.

-Επήρε απ' τους πλούσιους
στη φτώχια να δώσει;
Επήρε απ' τους κλέφτες
τα που 'χαν κλεμμένα;

-Πουλιά μου δεν είναι
τόσο εύκολα όλα.
Υπάρχει το σχέδιο
μα θέλει δουλειά.

-Επήρε απ' το θειό του
τα δυο που 'χει φάει
τρισεκατομμύρια
δραχμές του λαού;

-Παλιές ιστορίες
καλά μου πουλάκια.
Τα νέα γυρεύουν
προβλήματα λύση.

-Μην έκλεισε μέσα
στα σίδερα εκείνους
το χρήμα που εφάγαν
με τους γερμανούς;

-Τα ξέρετε όλα
καλά μου πουλάκια!
Μα όλα να γίνουν
γυρεύουν καιρό…

-Τις βίλλες που υψώσαν
κλεμμένα λεφτά
τις πήρε απ' όσους
παράνομα εχτίσαν;

-Πουλιά μου δεν είναι
τόσο εύκολα όλα.
Υπάρχουνε νόμοι
-του κράτους ψυχή.

-Εκρέμασε κλέφτες;
Ντουφέκισε κείνους
που πίναν το αίμα
του δόλιου λαού;

-Μα όχι καλά μου...
Αυτοί αν δολοφόνοι
και άνομοι, όμως
δεν είμαστε εμείς…

Η δημοκρατία
που λάμπει στη χώρα
τα τέτοια δε στέργει-
ελεύτερη αυτή…

-Η ψεύτρα διαβάτη,
η δημοκρατία
σε ζάλισε κι ούτε
δεν ξέρεις τι λες.

Μα φεύγουμε τώρα.
Με ανόητους ανθρώπους
πουλιά που όλα βλέπουν
δεν έχουν δουλειά.

Κακόμοιροι ανθρώποι
φριχτά γελασμένοι!
Φριχτά υποταγμένοι
σ’ ανόμων βουλές!

-Μην πάτε πουλάκια-
χωρίς σας ο τόπος
νεκρός θ’ απομείνει
και άχαρος πια,

μιας και η δικιοσύνη
μαζί σας θα έρθει
τα ολάσπρα ακλουθώντας
δικά σας φτερά.

-Την είχαμε φέρει
τη λιώσατε κάτου
τη ζήσαμε πάλι,
μαζί μας θα ’ρθεί.

Και πήγαν. Και φύγαν.
Και όπως τραβούσα
στο μέρος το κόμμα
πoυ είχε γιορτή

φτερά στις χοντρές μου
τις πλάτες φυτρώσαν
και δύναμη μία
με σήκωσε πάνω

και μου 'πε: «συ φύγε
δεν πρέπει σου εδώ»΄
και τ’ άγια πουλάκια
επήγα να βρω.
-Πρωθυπουργέ πρωθυπουργέ
θα μας δώσεις ψωμί να ζήσουμε και μεις;
-Αν περισσέψει από τις αποθήκες μου…
-Κλέφτες υπουργοί
ένα κομματάκι απ' το χρυσάφι σας
θα δώστε στο φτωχό λαό;
-Αν μας το πει η Ευρώπη…
-Κλέφτες βουλευτές
θα μας δώστε πίσω
το ένα στα εκατό που μας εκλέψατε;
-Αν μας αφήσουν οι ερωμένες μας…
-Πρωθυπουργέ πρωθυπουργέ
θα μας θάψεις όταν πεθάνουμε;
Ναι, γιατί δεν αντέχει η ντελικάτη μύτη μου τη βρώμα.
-Εγώ, η γριά χελώνα
χιλιάδες χρόνια σέρνομαι στη γη ετούτη
την ελληνική.
Στο καύκαλό μου σπάζουν οι αιώνες
απείραχτην αφήνοντάς με.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα, πώς ο κόσμος άρχισε;
-Με χαρές και με τραγούδια
και με γιορτές των τζιτζικιών στις γέρικες ελιές.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα, πώς η πατρίδα μου γεννήθηκε;
-Όπως oι πατρίδες όλες-
απ’ το νερό το στάρι και το πρόβατο.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα
πώς η πατρίδα μου θα τελειώσει;
-Η πατρίδα σου νεκρή.
Kαι συ ένας ίσκιος
που στου ηλιού το γέρμα θα χαθείς.
Στα βορινά τα κρύα της Ευρώπης μέρη
δυο λύκοι έχοντας φάει ένα αρνί
στον κρύο ήλιο συζητάνε των πατρίδων τους.
-Τα νότια αρνιά πιο τρυφερά από τα δικά μας είναι, λέει ο ένας.
Μέσα στις σάρκες τους
ο ήλιος της πατρίδας τους κυλάει.
Kαι στις φλέβες τους
το αίμα τρέχει γρηγορότερα.
Μας χρειάζεται η ζωντάνια και η θέρμη τους.
-Τα ελληνικά τ’ αρνιά είναι τα καλλίτερα.
Κι αρώτητα μας υπακούνε, είπε ο άλλος.
-Τελειώνουν όμως όπου να 'ναι.
Τώρα βουλγάρικα, ρουμάνικα,
και γιουγκοσλαβικά έχουν σειρά.
-Αυτά σκληρό έχουνε κόκκαλο
και αντιστέκονται, λένε οι φήμες,
στων λύκων τα καλέσματα.
-To 'χω ακούσει.
Α! Πρόβατα ελληνικά!
πρόβατα που ακόμα και ακάλεστα
την πείνα μας για να προλάβετε
σερνόσαστε κοντά μας...
-…Που κοπαδιαστά οι τσοπαναραίοι σας σάς έφερναν…
ίσα στο στόμα το δικό μας μέσα...
-Και με αντάλλαγμα λίγο χορτάρι μόνο...
-Θα μας λείψουνε τα ελληνικά τ' αρνιά.
-Ας ελπίσουμε
με τέτιο φαί
να είναι νόστιμοι και τρυφεροί
και οι τσοπάνηδές τους...
Τι λες, πάμε για ύπνο;
Τα κουρασμένα σέρνοντας τα βήματά τους
δυό άλογα στην πόρτα φτάνουνε του Χρόνου.
«Κυρ-Χρόνε την πορτίτσα σου άνοιξε
βγες απ’ τα βάθια σου
και κάνε μας τη χάρη να μας πεις
ποιος την πατρίδα των αλόγων ρήμαξε;»

«Μεγαλομάτικα άλογα
ξέρετε ότι δεν υπάρχω πια
κι όμως ζητάτε από μένα πράγματα να σας ειπώ.
Εγώ είμαι του Χρόνου το χοντρό νεκρό το σώμα.
Τα χέρια ετούτα έχουνε ρημάξει όχι μια,
παρά πατρίδες μετρημένες σε χιλιάδες.
Διασχίστε το τεράστιο το κορμί μου,
απάνου σε πατρίδων πτώματα πατώντας,
και στην ουρά μου τη μακριά όταν θα φτάσετε
εκεί δε θα ρωτείστε μα θα δείτε
ποιος την πατρίδα σας ετούτη τη στιγμή ρημάζει.
Ένα νεκρόν ξυπνήσατε.
Στο ζωντανό κομμάτι μου τραβάτε.»

Τ’ άλογα χλιμιντρίσανε
προχώρησαν
κι όταν στο ζωντανό κομμάτι εβρέθηκαν του Χρόνου,
αυτό μια τα εφύσησε
και στο χοντρό κορμί του Χρόνου του χαμένου
ευθύς τα πέταξε
μαζί με τ’ άλλα.

Ο Χρόνος κλείνοντας την πόρτα του
εχασμουρήθηκε τεράστιο ένα στόμα ανοίγοντας
και με τα χείλια του πρησμένα εμουρμούρισε:
Άλογα… τι περιμένεις...  απορίες όλο…
έλληνες νομίζω ήσαν...
-Αυτό κυρα-πατρίδα το ανθρωπομάνι
που 'ρχετει κατά δω, τι είναι;
-Πάρε παιδί μου τ' όπλο αυτό.
Και άκου.
Αυτόν εκεί στα δεξιά Καραμανλή τον λένε.
Είναι ο μπροστάρης.
Τ’ άγριο λεφούσι πίσω του που σέρνει
είναι οι ληστές και oι φονιάδες μου.
Είναι οι καταχραστές και οι βασανιστές μου.
Αυτός ο ένας σωρός.

Αριστερά βλέπεις το άλλο πλήθος
με τις προβιές αρνιών φορώντας
που στάζουν αίματα;
Που πάει μπροστά τους κείνος ο ψηλός
που Παπαντρέου τιν λένε;
Αυτοί παιδί μου με καταματώσαν
κομμάτια κόβοντας και τρώγοντας τις σάρκες μου
αφού τα ρούχα που φορούσα πρώτα επούλησαν.

Τους δυο ετούτους τους σωρούς στόχο θα βάλεις.
Και δύσκολο να τόνε βρεις δεν είναι.
Κι όπου να ρίξεις,
εμένα σώζεις απ' τα νύχια τους παιδί μου, νέε μου,
που όμορφη με θέλεις και κυρά στον τόπο μου
δίπλα σου σοβαρή να στέκω,
και να μην ντρέπεσαι για μένα όταν
στις συντροφιές με σεργιανάς του κόσμου.
Εμπρός παιδί μου.
Μάθε να χτυπάς.
Όσο λιγότερους αφήσεις
τόσο περσότερο καλό μου κάνεις.
Χτύπα παιδί μου.
Τ' όπλο σταθερό.
Αετίσιο μάτι.
Απόφαση για λεφτεριά.
Χτύπα παιδί μου!
-Κυρα-πατρίδα ποιος χτυπάει την πόρτα μας;
-Αυτοί παιδί μου είναι!
Ήρθαν εδώ για να σε πάρουνε και σένα στην παρέα τους
επάνω μου και συ αντάμα τους να πέσεις
και να πεθάνω και να σβήσω μια ώρα αρχύτερα.
Χτύπα παιδί μου!
-Σύντροφε ρίξε τ' όπλο!
Και κοίτα!
Να ένα ξεροκόμματο!
Πάρε να φας!
Μαλάκωσέ το λίγο στο νερό και φάε να ζήσεις.
Με ξεροκόμματα οι αληθινοί πατριώτες ζούνε.
Κι έλα κοντά μας στη μεγάλη μας παράταξη.
Για μία λεύτερη πατρίδα σύντροφε!
-Έλα με μας καλό παιδί μας.
Αυτοί ρημάξαν την πατρίδα.
Εμείς θα τήνε σώσουμε.
Και κοίτα! Πάρε αυτό το ξεροκόμματο
κα μέτρα το με κείνο
του Παπαντρέου-το δικό μας
θα δεις πως είναι-φως φανάρι-μεγαλύτερο.

-Χτύπα παιδάκι μου!
Μπρος σου τους έχεις…
Η τελευταία σου ευκαιρία είναι πριν και σένα φάνε!
Μη!.. Μη το κομμάτι παίρνεις που σου πέταξαν.
Φρέσκα καρβέλια τρων αυτοί βουτυρωμένα
που εσένανε θα βάλουν να τους ψήνεις.
Χτύπα παιδί μου!
Χτύπα τους!
-Ε σεις, δικός σας είμαι.
Λίγο νερό μονάχα να ’βρω
το ξεροκόμματο να βρέξω.
-Παιδί μου αχ!
Πάει κι αυτή η γενιά μου!
Μες στη χελιδονοφωλιά,
ψηλά,
λέει το χελιδονάκι στον πατέρα του.
-Πατέρα τί είναι κλέφτης;
που όλοι λέει στη χώρα ετούτη κλέφτες είναι;
-Είναι αυτός που παίρνει τα λεφτά του αλλουνού.
-Και τ' είναι τα λεφτά πατέρα;
-Είναι ο ιδρώτας κι η υγεία κι η χαρά
και η διασκέδαση και το φαί και το πιοτί του ανθρώπου.
-Ό,τι είναι τα έντομα για μας
είναι και τα λεφτά για τους ανθρώπους;
-Ναι παιδάκι μου καλό. Έτσι είναι.
-Δυστυχισμένοι ανθρώποι να είναι κλέφτες...
Πατέρα μου, δε θέλω να τους βλέπω.
Την άλλη τη χρονιά να μην ερθούμε ’δω.
-Εδώ μας έχει τάξει ο θεός παιδί μου για να ζούμε.
-Δυστυχισμένα χελιδόνια εμείς…
με κλέφτες δίπλα μας να ζούμε...
To σχολείο σκόλασε. Βγαίνουν τα παιδιά.

-Εγώ σα μεγαλώσω θα γινώ μηχανικός
να χτίζω σπίτια.

-Πού θα πας το απόγεμα; Έλα σπίτι
να παίξουμε κρυφτό και αμάδες.

-Θέλω να διαβάσω να γίνω μηχανικός.
Αν όλο παίζω δε θα γίνω μηχανικός.

-Ο πατέρας μου λέει πως ό,τι και κανείς να γίνει
χαμένα όλα παν στη χώρα αυτή.
Καλά θα ζήσεις μόνο αν κλέψεις.
Εγώ θα μάθω να κλέβω.

-Kαι γιατί όλα πάνε χαμένα στη χώρα αυτή;

-Δεν ξέρει λέει κι αυτός, μα έτσι είναι.
Ίσως, λέει, το ’χει η μοίρα μας.

-Ο πατέρας σου είναι σοβαρός άνθρωπος.
Για να το λέει έτσι θα ’ναι.

-Και βέβαια έτσι είναι.

-Θα 'ρθω να παίξουμε τότε.
Θα μάθεις και σε μένανε να κλέβω;
Πήγαινε μόνος του στο δάσος ο γεωργός.
Στα δέντρα έριχνε το κρύο φεγγάρι αχτίδες παγωμένες.
Δυο λάφια τον κοιτάζανε τρεμάμενα απ' το κρύο
να κουβαλάει τ' άθλιο κορμί του στην καλύβα του.
-Κοίτα σε χώρα ποιαν έχουμε γεννηθεί.
Χειρότεροι από μας οι ανθρώποι.
-Χειρότεροι... χειρότεροι…
-Κι εμάς μας τρώει το λιοντάρι
μα είναι που εμείς όπλα δεν έχουμε.
-Δεν έχουμε... δεν έχουμε…
-Ενώ αυτοί μυαλά ίδια κι ίδια χέρια ας έχουνε,
και ίδια όπλα και oι δυό ας κρατάνε.
μα δε σηκώνουνε τα όπλα τους
ενάντια στα λιοντάρια τους-γιατί;
-Γιατί.;.. Γιατί;..
-Κοίτα τον πώς δουλεύει γι άλλους...
Κοίτα τον πώς σκυμμένο το κεφάλι του κρατεί...
Κι αύριο με το δρεπάνι του
θα πάει στάρι να θερίσει
αντίς μ’ αυτό να πάρει τα κεφάλια τους...
-Τα κεφάλια τους…Τα κεφάλια τους...
-Ογδόντα δυο νεκροί σ' ένα ναυάγιο
τι κάνουνε στον υπουργό της Ναυτιλίας έλληνα;
-Προαγωγή από Κράτος κι από Κόμμα.
-Η εκκόλαψη κλεφτών
κι η κάλυψή τους από αυτόν
τι δίνουνε σ' έναν πρωθυπουργό έλληνά μου;
-Σίγουρη κι άλλη μια τετραετία.
-Κι αν ξέρεις πως με τα δικά σου αν τα λεφτά
ζούνε καλά όσοι σε κλέψανε
ενώ συ απ' την ανέχεια σου πεθαίνεις,
τι κάνεις τότε αδέρφι εσύ
την τελευταία σου πνοή προτού ν’ αφήσεις;
-Την ψήφο μου τους δίνω πάλι.

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

-Οι Kαραμανλήδες μόνο,
κλέψανε δέκα δισεκατομμύρια.
Πού βρήκαν τα λεφτά αυτά
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Στη δυστυχία του ανάπηρου
στο θάνατο του τραυματία
και στην πορνεία της γυναίκας.

-Οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ μόνο
κλέψανε πέντε δισεκατομμύρια.
Πού τα λεφτά βρήκαν αυτά
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Απ' τους μιστούς και τις συντάξεις,
από την τύφλα της Παιδείας
κι απ' των βιομήχανων τις μίζες.

-Ο «Άκης» πού εβρήκε τα λεφτά
και βίλλες χτίζει κι αγοράζει νυφικό
για τη γυναίκα του εκατό χιλιάδες
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Απ’ την κλοπή στην αγορά των όπλων
κι από των θεσσαλονικιών την πεθυμιά
να 'χουνε υπουργό έναν δικό τους.

-Κι οι έλληνες τι κάνανε γι αυτό
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Άλλους τους ξαναψήφισαν
κι άλλους τους στείλανε στο σπίτι τους
ήσυχα για να φάνε τα κλεμμένα.

-Μέτρησες των ελλήνων το μυαλό
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Έψαξα-
τίποτα δε βρήκα τέτοιο να μετρήσω.
-Και η αντρεία
και το φιλελεύθερο
κι η εξυπνάδα των ελλήνων
που όλοι τους γι αυτά καυχιώνται,
τι έγινε-πού πήγε;
-To καύχημα έχουν μόνο κι όχι τ' άλλα.
-Κι ένας λαός χωρίς μυαλό
το τέλος του πoιo θα 'ναι
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Ο γρήγορος αφανισμός.
Τα κρύσταλλα της τηλεόρασης-
μικρές πυγολαμπίδες-
μαζεύτηκαν στη χλόη του δάσους
έξω απ’ του Ύπνου την καλύβα.

"Εγώ»,
η έξυπνη πυγολαμπίδα είπε,
«θα φύγω στον Βορρά!» 
Και συνέχισε να τρώει το ταίρι της.

«Έγώ στο Νότο θα πετάξω! Μόνον πρώτα
την μπαταρία μου να γεμίσω!" 
είπε η σοφή πυγολαμπίδα.
Και ξάπλωσε στο φύλλο ενός νούφαρου.

Και κάθε μια εδιάλεξε το δρόμο που θα ήθελε να πάρει.

Ο γυμναστής πυγολαμπίδων
το βράδυ εκείνο είχε βγει
χωρίς ελπίδα πως θα έβρισκε ούτε μια.
Kαι να μπροστά του όλες μαζεμένες!
Τις μάζεψε όλες, τις εγύμνασε,
κι όλες μαζί τις πούλησε ακριβά
στο μέγαρο Μαξίμου.
Kαι το γύμνασμά τους
να κάνουν είναι ό,τι
το αφεντικό του μέγαρου κάθε φορά τους λέει.
Η Δείλια των Συμπάντων
και ο Ανεύθυνος των Ουρανών
βρεθήκανε πάνω στη γης μια μέρα.
Εκείνη τρέμοντας σε κάθε αγεροφύσημα
κι Εκείνος έχοντας ξεχάσει και γιατί ήρθε.
"Έτσι ως τρέμουνε μ' αρέσουνε τα στήθια σου" της είπε κείνος.
«Φοβάμαι», είπε αυτή,
"ως και τις μύγες που πετάνε.
Πάρε με στην αγκάλη σου και 'σύχασέ με."

"Έτσι όπως σ' έχω εδώ κλεισμένη
κι έτσι που τίποτα να κάνουμε δεν έχουμε άλλο
τι θα 'λεγες ν' αφήσουμε παιδί ένα 'δώ;"
"Αν έτσι θέλεις ναι. Μα φύλαγέ με
από τις σκιές κι από της χλόης το πράσινο"
Και τήνε σφιχταγκάλιασε αυτός
πόθο γεμάτος τέτοιον,
που οι φοβισμένες οι γυναίκες
στον άντρα τον ανεύθυνο γεννούνε.

Και μήνες ύστερα εννιά
γεννήθηκε το έθνος των ελλήνων.
Τα ζώα ακούσαν φασαρία από την πόλη.
Τράβα καλή αλεπού να μας ειπείς τι τρέχει.
Επήγε, γύρισ' η αλεπού.
-Και τ’ είδες αλεπού αλεπουδίτσα; της κάνει το λιοντάρι.
-Είδα μιλιούνια ανθρώπους να φωνάζουνε
σε είκοσι άλλους:
"Μας κλέβετε το φαί μας και πεινάμε!"
-Μετά; Πέσαν στους κλέφτες πάνου να τους φάνε;
-Oxι. Διαλύθηκαν ησύχως.
-Λοιπόν αξίζουνε την πείνα.
Κάπου κάπου
μέσα στη νύχτα
να σκάζουνε ακούς γκαζάκια.
Οι εμπρηστές μετά
’συχάζουν ότι κάναν το καθήκον τους
και πάνε και κοιμούνται ήσυχοι.

Τα μαχαίρια, οι δυναμίτες, οι μπόμπες,
κοιμούνται μές στις αποθήκες.

Και τα μαχαίρια ονειρεύονται λαιμούς πολιτικών.
Κι οι μπόμπες ονειρεύονται Βουλή, υπουργεία, βίλες.
Κι οι δυναμίτες τζάκια γκρεμισμένα.

Οι γκαζάκηδες κοιμούνται ήσυχοι
πως το καθήκον τους το κάνανε.
Οι νεκροί των δρόμων-
οι νεκροί των κλεμμένων χρημάτων-
οι νεκροί των σκανδάλων
τις νύχτες γίνονται ένα
με του φεγγαριού το κλάμα
και στα γύρω γυμνά χωράφια θρηνούν.

Ο κρύος άνεμος της νύχτας
τις φωνές τους παίρνει
και τις αναπνιές μ' αυτές γεμίζει εκείνων
που θυμούνται ακόμα τους χαμένους.

Εκατομμύρια στρογγυλά χρυσά νομίσματα
κυλούνε μ' ένα θόρυβο δαιμονικό
από των αδικοχαμένων τις παλάμες
και παν και γίνονται γιοτ υπουργών,
και βίλες εργολάβων
και καταθέσεις βουλευτών σε τράπεζες.

Οι αδικοχαμένοι ξυπνούνε.
Χώμα στα μαλλιά τους. 
Σκοτάδι στις τρύπες των ματιών.
Ξυπνούν και βλέπουν την κατάντια των παιδιών τους
κι ακούν τον άγγελο της προδοσίας να σαλπίζει:
"Υπομονή! Υπομονή!
Όλα αύριο θα διορθωθούν…"
Και φριχτά ηχούνε προδομένα
τα κόκαλά τους.

Ο δολοφόνοι κοιμούνται στ' απαλά τους μαξιλάρια.
-Από του φεγγαριού τους κύκλους
ο πρώτος είναι της αγάπης μου.
Ο δεύτερος της αγριοτριανταφυλλιάς
κι ο τρίτος του πελάγου.
-To πέλαγο ανέμελε τραγουδιστή
δε θέλει ούτε να σε βλέπει
που αφήνεις να σε λοιδορούν οι βουλευτές σου.
-Σκοτούρα μου το πέλαγο.
Μα ο κύκλος της αγριοτριανταφυλλίτσας μου
για μένα τη στροφή του γράφει.
-Εγώ νέε μου ανέμυαλε και χιλιοπροδομένε
ούτε τ’ αγκάθια μου δε χαραμίζω
για όποιον αφήνεται όμορφα άμορφα
στους υπουργούς του το αίμα να του πίνουν.
-Σκοτίστηκα για τ' άνθη σου.
Τ' άνθη δικά μου όμως όλα της καλής μου-
το γέλιο, το κελάδημα, ο κόρφος
και τ' άνθος το κρυφό της το ανοιγμένο.
-Καλλίτερα στον εγκρεμό να ρίξω τ' άνθια μου όλα
παρά σε σκλάβο ένανε το μύρο τους να δώσω.

-Φεύγω και όπλο ζώνομαι και βλήματα τυλιέμαι
και υπουργούς και βουλευτές στον Άδη κατεβάζω.
Κι αν το ’χει η μοίρα μου η καλή πάω κι εγώ μαζί τους.
Κάλλιο, παρά να ντρέπεται για μένανε η καλή μου.
-Μικρό δεντράκι
μικρό δεντράκι
πότε καρπό θα δώσεις;
-Σ’ αυτό τον κήπο εγώ δε θα καρπίσω.
Γιατί ψηλά στου λόφου την κορφή ο κήπος μου είναι
και από δω βλέπω απλήρωτη δουλειά.
-Μικρό δεντράκι
μικρό δεντράκι
οι μίσχοι των φύλλων σου τρυφεροί
τ’ άνθη σου ολόκληρο σε σκέπασαν.
-Θα ρίξω τ’ άνθη μου άκαρπα
και φύλλα και κλαριά μου θα ξεράνω.
-Μικρό δεντράκι
μικρό δεντράκι
άσε στη μοίρα του τον άνθρωπο.
Πιες το ρυάκι
ανάσανε τον άνεμο
δώσε καρπούς σε κείνον που σε φύτεψε.

-Εκείνος που με φύτεψε
είναι που τη δουλειά σου κλέβει.
Και τα δεντράκια όπως εγώ
η ψυχούλα τους σπαράζει
να βλέπει ανθρώπους δύστυχους.
Στην ακρογιαλιά η αχάιδευτη μικρούλα.
Τα ποδάκια της στο νερό πλέκουν.
-Άνοιξε το βήμα σου παιδόπουλο της άνοιξης.
Κάποιονε σαν εσένα καρτερεί και λαχταράει.
-Βαριά η καρδιά μου κι άβουλο το χέρι
Εχτές ο φίλος μου αρρώστησε και πέθανε.
Θέση δεν είχε στο νοσοκομείο.

Αχ! Τα ποδάκια αχάιδευτα θα μείvουνε
του κοριτσιού με το νερό που παίζει;
Μα όχι-να, εκείνος,
που το σπίτι του
με τα κρεβάτια των νοσοκομείων έφτιαξε
τραβάει στην ακροθαλασσιά.

-Φύγε μικρούλα απ' το νερό.
Τρέξε στο σπίτι σου μικρούλα.
-Εγώ θέλω στ’ αυτιά μου σκουλαρίκια
και φόρεμα η μάνα μου καινούργιο.
Και ο πατέρας
από ταβέρνα οε ταβέρνα τριγυρνάει χωρίς δουλειά.
-Φύγε μικρούλα. Κάτι θα βρεθεί.
-Βρέθηκε κιόλας. Βιαστικός
έρχεται κατά μένα ο πλούσιος. Κι εγώ
τον κόρφο τον μικρό μου
τον αμεγάλωτον ακόμα ετοιμάζω.
Ο Πρωθυπουργός κλέβει.
Μικρή καμπανούλα του αγρού
ο Πρωθυπουργός κλέβει.
-Ο αγέρας με φυσά και δεν ακούω.
Πιο δυνατά καλέ μου.
-Ο Πρωθυπουργός κλέβει
μικρή καμπανούλα του αγρού!.
O Πρωθυπουργοοοοος, κλέβειειειειειειει..
-Αχ! ο αγέρας παίρνει τη φωνή σου-
τίποτα δεν ακώ κι ας βάζεις
τις απαλάμες σου γύρω απ' το στόμα.
Μα συ μ' ακούς παλληκαράκι του Βουνού.
Άκου λοιπόν τί ο αγέρας που φυσάει μου λέει:
"Ο Πρωθυπουργός κλέβει" μου φωνάζει.
Άκου και κάνε κάτι
συ του λαού παλληκαράκι.
Ο Πρωθυπουργός κλέβει.

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

ΚΑΤΑΡΑ

Άν ο εθνικός μας ύμνος άραγε
σκοπό και λόγια είχε άλλα
πάλι η ψυχή έτσι μεγάλα
ακούγοντάς τον θα λαχτάραγε;

Πάλι το δέντρο εντός μας θα ΄κανε
του έθνους σύγκορμο να τρέμει
σα με μανία να το χτυπάγανε
χίλιων Αιόλων οι ανέμοι;

Και πάλι οι ρίζες του θα τράνταζαν
σα να γυρεύαν να πετάξουν;
Πάλι οι χυμοί του θ΄αφροπλάνταζαν
να βυζαχτούνε... να διδάξουν;

Και ζούδια εμείς δεντρού πρωτάκουστου
που λογιζόμαστε παιδιά του,
θα ροκανίζαμε τους κλάδους του
σωριάζοντάς το πάλι κάτου;
31 ΜΑΗ-ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΜΑΤΟΣ
(ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ)
Ο ΚΑΠΝΙΣΤΉΣ

Για βρογχίτιδα ψοφώ!
Λαχταρώ καρκίνο!
Το τσιγάρο φίλοι μου
όχι-δεν το σβήνω!

Καθαρός αέρας στοπ!
Στοπ στην ευεξία!
Σύνθημά μου σταθερό:
Κάτω η υγεία!

Άγιο μου τσιγάρο εσύ!
Λατρευτέ μου Χάρε!
Έλα και καπνίζοντας
τη ζωή μου πάρε!
9 Αυγούστου, ημέρα αυτοχθόνων λαών
(ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ)

Αφού τους έχουμε όλους καθαρίσει,
ή τους στριμώξαμε σε μια γωνία,
τώρα τους θυμηθήκαμε! μα η λύση,
να μη μας τρώει γι αυτούς η αγωνία,

θα ΄τανε να τους δίναμε τη γη τους
που με το ζόρι έχουμε παρμένη,
και πάλι να ΄ναι πλέον αυτή δική τους,
και κει να ζουν, σαν πρώτα ειρημεμένοι.

Μα, σκέφτομαι, κι αυτοί, πως από άλλον
κάποιον θα πήρανε τα εδάφη που έχουν,
καθώς στων αλλαγών μέσα το σάλο
ανέκαθεν οι άνθρωποι όλο τρέχουν.

Μα ποιος  ποιος είναι αυτόχθων θα ορίσει;
Γι αυτό η λύση λέω είναι άλλη:
να ζούνε όλοι οι ανθρώποι μες στη φύση
χωρίς όποιας πρωτιάς καμία ζάλη.
ΜΆΙΚΛ ΤΖΆΚΣΟΝ
ΠΕΘΑΝΕ 25-6-09

Με φιγούρες κομψές, γεωμέτρισσες
το τραγούδι-τις νότες σου έντυσες.
Και ψόγος από κάποιον πριν σε βρει
σε πήρε ο που αεί γεωμετρεί.
9 ΜΑΗ-ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗΣ ΓΙ ΑΥΤΟΥΣ
ΠΟΥ ΕΧΑΣΑΝ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
(ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ)

Τόσων νεκρών μέχρι τα τώρα μνήμες
σε τι την ανθρωπότητα ωφελήσανε;
Οι αμέτρητοι νεκροί της Ιστορίας
πόλεμοι να μη γίνονται βοηθήσανε;

Όχι. Λοιπόν να βράσω και «Συμφιλιώσεις»
και «Μνήμες» ηχηρές-λόγια μεγάλων
που να τους δικαιώνουμε ζητούνε
πολέμους νέους όταν ξεκινούνε.
21 ΑΠΡΙΛΗ-ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ
(ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ)

Υπείκοντας στο κέλευσμα της σημερνής ημέρας
και μιας υποδηλώνοντας κατάστασης το πέρας,
το αριστερό το πόδι του ο έλλην κατεβάζει
και στην καρέκλα το δεξί δημιουργικά ανεβάζει.
20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΗΜΕΡΑ ΚΙΝΕΖΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
(ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ)

的形容词。那么希腊朋友们,
如果你想要学习或者正在学习
中文普通话,或者你对中
中国文化很感兴趣,这里是资料

们倾心为你打造的网站。
我们乐于在此分享 我们对中
文及中国的了解与喜爱,
并且提供中文字典及书籍的连接

地址。美中不足的是,
由于希腊语汉语参考资料
有限,开始我们将使用英语。
如果你就是中国人而且愿意

帮  改
18-4: ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
(ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ)

Πολιτισμό εμείς; Γεμάτοι!
Μας ξεχειλάει απ’ τα μπατζάκια.
΄Οπου σταθείς κι όπου γυρίσεις
«δρώμενα» και πανηγυράκια!

Φουστανέλα και χορός-
τσάμικος είτε συρτός-
να! ο πολιτισμός μας όλος
ο παγκόσμια φεγγοβόλος!  
16 ΑΠΡΙΛΗ-ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΦΩΝΗΣ
(ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ)

Ημέρα της Φωνής.
Γιορτάζει ο Άδωνις.

Γιορτάζει ο Άδωνις.
Και δε μιλάει κανείς.
12 ΑΠΡΙΛΗ, ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ
   ΠΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
          ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ
(ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ)

Αυτή βέβαια η μέρα
για μεγάλα είναι κράτη
που διασχίζουν τον αέρα
και στα ουράνια παν τα πλάτη.

Μα κι εμείς, αν και πεινάμε,
κι αν και ζούμε και δε ζούμε,
χαμηλά έστω, μα πετάμε-
δηλαδή… αεροβατούμε…
30 ΜΑΡΤΗ
ΗΜΕΡΑ ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗΣ
(ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ)

Ίχνος χωρίς επάρσεως ή μεγαληγορίας
λέω πως στης ανθρώπινης της γης μας ιστορίας
βραβείο αντισύλληψης εις την Ελλάδα πρέπει-
τιμή όπου καθ’ έλληνος βεβαίως την κούτρα τέρπει…

Και να πώς δικαιολογεί αυτή του την απόφανση
ο νους που οι γονέοι μου αθέλητα μου εδώκασι,
πώς δηλαδή η πατρίδα μας-πράγμα μοναδικό-
ειν’ η ίδια ενα αξεπέραστο αντισυλληπτικό!

Συνέλαβε κανένανε ποτέ της «τρομοκράτη»
(πλην όσων κάρφος μπήκανε στο ίδιο της το μάτι);
Συνέλαβε ποτέ υπουργό ή βουλευτή, τουτέστι
εκείνους που ληστεύοντας κάνουν Χριστός Ανέστη;

Συνέλαβε ποτέ αυτή καναν καταχραστή
όπου του κράτους το ψαχνό έχει σφετεριστεί;
Τους κλέφτες μη συνέλαβε Βατοπεδίου και Ζήμενς
που αποτρόπαιες ξυπνούν, σ’ όσους γνωρίζουν, μνήμες;

Τους αίτιους συνέλαβε των αυτοκτονιών
που αιτία θρήνου έγιναν παιδιών τε και γονιών,
ή εκείνους που μας έβαλαν στο φονικό Μνημόνιο-
να τους στριμώξει στη στενή να τους ποτίσει κώνειο;

Ή μη καμιά συνέλαβε της προκοπής ιδέα
που στον εαυτό της να ’δινε κάποια ελπίδα νέα-
ή σχέδιο ένα μακρόπνοο που να υπόσχεται ότι
της Μέρκελ δεν θα ήτανε πικρό το καταπότι;

Τους φοροκλέφτες τσίμπησε να τους ταρακουνήσει
κλέψιμο φόρων άλλοτε κανείς να μην τολμήσει;
…Και βέβαια δεν συνέλαβε τον ίδιο τον εαυτό της
για να μην ντρέπεται γι αυτήν η δόλια η ανθρωπότης!..
8 απρίλη, ημερα του εθνους των ρομα
(ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ)

           Τσιγγάνες-οι ελεύθερες
Για σπίτι σκηνή που γοργά τη μαζεύουν
σε κάποιο άλλο τόπο να παν σα γυρεύουν
χωρίς αίμα να ’χουν σαν άλλους να φτύσουν
η ώρα σα θα  ’ρθει να μετακομίσουν.

Εδώ το τσουκάλι, εδώ τα φουστάνια,
εκεί τα πολύχρωμα, ωραία γιορντάνια,
τα ξόρκια, τα ντέφια, οι χάντρες, η φούστα
κι αντίς γι αυτοκίνητο, να! και η σούστα.

Κι ιδού τες στο δρόμο! Λυγώντας τη μέση
λυγώντας το σώμα που λες και θα πέσει,
τραβάνε στου ήλιου τους όλα τα μέρη
κανείς απ’ τους σκλάβους εμάς που δεν ξέρει.

Και λεύτερες πάντα κι απ’ όλα κομμένες
κι η μία την άλλη μονάχα δεμένες
τραβούν μ’ αξιοπρέπεια το δρόμο του Ανθρώπου
που εμείς καταλούμε στα νύχια όποιου τόπου. 
31 Οχτώβρη, ημέρα αποτεμίευσης
(για παιδιά)    

Πριν είχαν οι παλιοί τον κουμπαρά τους.
Τον εγεμίζανε σωρό δεκάρες
και όταν τον ανοίγανε, με κείνες
κάναν μικρές του εαυτού τους χάρες.

Τώρα στην Τράπεζα το χρήμα πάει-
σ΄αυτές το δίνουμε να το φυλάνε.
Κι όταν το χρειαστούμε, τοτε εκείνες
μας δίνουν το ποσό που τους ζητάμε.

Σήμερα όλο και πιο δύσκολο είναι
στην πάντα χρήματα να μπαίνουν όμως.
Οι μέρες δύσκολες όπου περνούμε
και της ζωής τραχύς έγινε ο δρόμος.

Κι όλοι δανείζονται σήμερα μόνον.
Κανείς γι ανάγκη δε φυλάει στην πάντα.
Και πώς αλλιώς αφού λεφτά δεν έχει
ούτε το πορτοφόλι ούτε η τσάντα...

                           ------
17 Οχτώβρη,ημέρα κατά της φτώχειας
(για παιδιά)

Στον κόσμο εκατομμύρια οι φτωχοί,
που ή σπίτι, ή φαϊ ή δουλειά δεν έχουν,
και που αμόρφωτοι και άρρωστοι είναι
και που να ζούνε μόλις που αντέχουν.

Κι όλοι τούς συμπαθούμε τους καημένους
καθώς του βλέπουμε μέρες ή βράδια
να ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρούνε
πράγμα ένα χρήσιμο, ή αποφάγια.

Μα φίλοι μου νομίζω συμφωνείτε
πως δε θα υπήρχε ο θόρυβος ετούτος
της φτώχειας η ντροπή που ξεσηκώνει,
αν δεν υπήρχε κάπου αλλού ο πλούτος.
4 Οχτώβρη, ημέρα των ζώων
(για παιδιά)

Πουλάκια που λαλούν πάνω στα κλώνια,
ελάφια που τον ίσκιο τους φοβούνται,
μύγες, ελέφαντες, λιόντες, γατούλες,
αρκούδες που ολοχείμωνα κοιμούνται...

Τι πλήθος ποικιλόμορφο τα ζώα!
Τόσα δε θα ΄πλαθε όποια φαντασία:
κραυγές και τιτιβίσματα, φωνούλες,
ενστίκτων και χρωμάτων πανδαισία…

Ένα τεράστιο τσίρκο η γη μας μοιάζει
και μια μεγάλη κιβωτός του Νώε,
την τίγρη μέσα του που κλει΄ του Ρίλκε,
και το κοράκι το φριχτό του Πόε.

Κι είναι τα ζώα το μέτρο των ανθρώπων,
γιατί αν στη γη μας ζώα δεν υπήρχαν,
θα ΄λεγαν πως τα μόνα είναι όντα
κι οίηση πιότερη γι αυτό θα δείχναν.
26 Σεπτέμβρη,ημέρα ναυτιλίας
(για παιδιά)

Αφόντας στο νερό ένα ξύλο ρίξαν,
πάνω του ανέβηκαν και είχαν πλεύσει,
το θάμα κατορθώθηκε-την πρώτη
οι άνθρωποι ναυτιλίας πήραν γεύση.

Κι όταν ανοίχτηκαν μες στα πελάγη,
κι ο νους ανοίχτη έτσι των ανθρώπων.
Κι εμπορευτήκαν, κι έθιμα γνωρίσαν
και ήθη καινούργια, σ’όποιον πλεαν’ τόπον.

Η ναυτιλία! Της οικονομίας
χωρών παραθαλάσσιων στυλοβάτις!
Η ανθρωπότητα άλλαξε με κείνην,
κι ο κόσμος του νερού έγινε πελάτης...

Ας τη γιορτάσουμε λοιπόν κι αυτήνε.
Μα κι αν εμείς την είχαμε ξεχάσει,
θα μας τη θύμιζαν τα τόσα πλοία
που τρέχουνε στις θάλασσες με βιάση.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

8 Σεπτέβρη,ημέρα κατά του αναλφαβητισμού
(για παιδιά)

Βου και α βα… που και ι πι. Γελάτε...
αυτό ήθελα κι εγώ.  Λοιπόν αστείο
δεν είναι, άνθρωποι ούτε αυτό να ξέρουν
που έναν πολύχρονο έχουν κιόλας βίο;

Μα όμως δυστυχώς για κλάμματα είναι
κι όχι για γέλια τέτια μια κατάντια-
άνθρωπος δίχως γράμματα ζει σάμπως
να παίζει μποξ κανένας δίχως γάντια.

Η ανθρωπότητα δε θα προοδέψει
αν γράμματα όλοι οι άνθρωποι δεν μάθουν.
Αλλιώς, όπως και τώρα το παθαίνουν,
θα τους αξίζει κι ό,τι άλλο αν πάθουν-

οι δυνατοί τους κάνουν ό,τι θέλουν
και οι εγγράμματοι τους αγνοούνε,
στο περιθώριο ζουν της κοινωνίας
και δε μιλάνε ούτε λαλούν: βοούνε.

Αλλ’ αν γραμματισμένοι όλοι γίνουν,
τότε θα πάψει πια η δυστυχία,
που τώρα, πάνω της, για να ψηλώσει,
των λιγοστών πατάει η ευτυχία.
9 Αυγούστου,ημέρα αυτοχθόνων λαών
(για παιδιά)

Αφού τους έχουμε όλους ξελκηρίσει
ή τους στριμώξαμε σε μια γωνία,
τώρα τους θυμηθήκαμε! μα η λύση,
να μη μας τρώει γι αυτούς η αγωνία,

θα ΄τανε να τους δίναμε τη γη τους
που με το ζόρι έχουμε παρμένη,
και πάλι να ΄ναι πλέον αυτή δική τους,
και κει να ζουν, σαν πρώτα ειρημεμένοι.

Μα, σκέφτομαι, κι αυτοί, πως από άλλον
κάποιον, τα εδάφη πήραν που κατέχουν,
καθώς μέσα στων πόλεμων το σάλο
μερίδιο οι άνθρωποι πάντα όλοι έχουν,

και δεν μπορεί κανείς πρωτιά να ορίσει.
Γι αυτό η λύση λέω είναι άλλη:
να ζούνε όλοι οι ανθρώποι μες στη φύση
χωρίς όποιας πρωτιάς καμία ζάλη.
21 Ιούνη,ημέρα μουσικής
(για παιδιά)

Από το χτύπημα ενός ταμπούρλου
μέχρι την πολυόργανη ορχήστρα,
ίδια η μουσική μαγεία έχει
κι όμοια για όλους είναι ξεμυαλίστρα.

Κι ας ειν΄καλά οι συνθέτες οι τρανοί μας
που της εμπνεύσεις τους ήχους τους κάνουν
τέτιους, που κι όταν όλα θα χαθούνε,
οι μελωδίες-αυτές!-δε θα πεθάνουν.
4 Ιούνη,ημέρα κατά της κακοποίησης παιδιών
(για παιδιά)

Σωστά. Να μη χτυπάμε τα παιδιά.
Πρέπει και κείνα όμως να προσέχουν
και να μαθαίνουν γρήγορα, χωρίς
κάποιοι να χρειάζεται να τους τις βρέχουν.

Σωστά. Να μη χτυπάμε τα παιδιά
τ΄άδολα και τ΄αθώα καθώς τα κρίνα.
Μα κάποιος ας τα μάθει πως καλά
θα ΄ταν να μη μας δέρνουνε και κείνα...

Όπου βρεθώ εγώ το λέω αυτό.
Τους λέω «μη τα παιδάκια τα χτυπάτε!»
Μα μια φορά ένα φίλο είχα δει
πολύ απ΄όσα είπα να λυπάται.

Τον ρώτησα γιατί, και, «αλήθεια», μου ΄πε,
«τέτια δεν πρέπει-αλλί-να κάνουμε έργα,
γιατί έδειρα εχτές ένα παιδί
και-τι κακό!-μού έσπασε η βέργα...
18 Μάη,ημέρα μουσείων
(για παιδιά)

Όλο το παρελθόν της ανθρωπότης
βρίσκεται αλήθεια μέσα στα μουσεία-
μέσα εκεί καλά είναι φυλαγμένο
στη γη επάνω αυτό που έχει αξία.

Του ανθρώπου εκεί υπάρχει η ιστορία.
Κι αν χίλιες λέξεις λέει μια εικόνα,
μα κάθε άγαλμα, κάθε εργαλείο,
μιλάει, μόνο αυτό, για έναν αιώνα.

Κάθε μια πόλη, κάθε χωριουδάκι,
πρέπει και το μουσείο του να έχει,
και όποιος για επίσκεψη εκεί πάει
πρώτα προς το μουσείο αυτό να τρέχει.

Μα δυστυχώς εμείς, αν και η Ελλάδα
χιλιάδες κρύβει θησαυρούς στο χώμα,
μουσεία δεν έχουμε ούτε για όσα
στο φως του ήλιου εβγήκανε ως τώρα.
24 Απρίλη,ημέρα κατάργησης πειραμάτων στα ζώα
(για παιδιά)

Εδώ δεν ξέρω φίλοι τι να πω.
Κι εγώ πολύ τα ζώα τ΄αγαπώ.
Μα όμως αγαπώ και τους ανθρώπους.
Ν΄αποφασίσω-όχι-δεν έχω τρόπους.

Καθείς ας απαντήσει μοναχός του
στο μέγα θέμα αυτό που στέκει εμπρός του.
Μη με ρωτήσετε-δεν έχω γνώμη.
Ίσως Θεός αν γίνω... μα όχι ακόμη…
22 Απρίλη,ημέρα της Γης
(για παιδιά)

Της μάνας Γης ημέρα.
Της Γης που όλους μάς κρατεί
καθώς στα χάη κρεμαστή
όλο πηγαίνει πέρα.

Να πούμε τι γι αυτήνε
παρά ότι πρέπει της φιλί
φιλί γλυκό γλυκό πολύ
κι αυτό λίγο θα είναι;

Ανάγκη λέτε να ΄ναι
όπως τα μάτια μας τα δυο
να πούμε πως-κι ακόμα πιο-
πρέπει να την φυλάμε;

Γιατί καθείς γνωρίζει
πως αν κακό σ΄αυτήν συμβεί,
ή κάποια γίνει αλλαγή
καθώς στριφογυρίζει,

τότε και κείνη πάει,
αλλά μαζί μ΄αυτήνε πια
και μάς-κακότροπα παιδιά-
ο Άδης θα μας φάει.

Λοιπόν η τρύπα ας κλείσει
του όζοντος, ώστε να μη,
πέσει στην τρύπα μέσα η Γη,
κι όλους μάς αφανίσει.
7 Απρίλη, ημέρα υγείας
(για παιδιά)

«Γεια σου», λέμε χαιρετώντας.
Κι όταν πίνουμε, «εις υγείαν».
Λέτε σχέση ετούτα να ΄χουν
με τη μέρα αυτή καμμία;

Βέβαια κι έχουν. Η υγεία
ειν΄αυτή που τη ζωή μας
να την αγαπάμε κάνει
σαν την πιο τρανή γιορτή μας.

Ναι! Αλήθεια! Ένα παιδάκι
που το πόδι του έχει σπάσει,
τρέχει; χαίρεται μαζί σας;
και μπορεί να διασκεδάσει;

Και παιδί που άρρωστο είναι
και που ο πυρετός το ψήνει
δε θα πρέπει ώσπου να γιάνει
στο κρεββάτι του να μείνει;

Προσοχή λοιπόν παιδάκια
στην υγεία την ακριβή σας.
Άβλαβη να την κρατάτε.
Κι η ευθύνη είναι δική σας:

ό,τι οι δάσκαλοι σας λένε
για το θέμα ν΄ακλουθείστε
έτσι που ίσως και ποτέ σας
να μην έρθει κι αρρωστείστε.

Όμως κι ούτε ο φόβος πρέπει
της αρρώστιας να της πιάσει
γιατί, ό,τι κι αν σας έβρει...
πού θα πάει-θα περάσει!
27 Μάρτη,ημέρα θεάτρου
(για παιδιά)

Τόσο, οι μεγάλοι, ειν’ όλοι τους
μικροί και θλιβεροί,
που αφότου ανακαλύψανε
τη γλώσσα οι καψεροί,

να κρύψουνε γυρεύουνε
μ΄αυτήν, κάθε δικό τους,
από γειτόνους, φίλους τους,
...μα κι απ΄τον εαυτό τους...

Και σιχασιά όταν νιώσουνε
απ΄αυτό τους το κρυφτό,
στο θέατρο πηγαίνουνε,
να βλέπουνε σ΄αυτό

τον εαυτό τους μ΄όλα του
τ΄άσχημα και στραβά του,
κι έτσι να καταφέρουνε
να ΄ρθούνε πιο κοντά του...

Κι όταν μας παίρνουνε μαζί
κι εμάς εκεί οι μεγάλοι,
εμείς-και ας μην ξέρουμε
το έργο τι θα βγάλει,

μα κερδισμένοι βγαίνουμε
από τα έργα όλα
γιατί σε κάθε διάλειμμα
πίνουμε κόκα-κόλα!..
22 Μάρτη, ημέρα του νερού
(για παιδιά)

Ρυάκια γλυκομούρμουρα,
θάλασσα εσύ γαλάζια-
ρυάκια με τη χάρη σας,
θάλασσα με τα νάζια,

ποιος δε σας αγαπάει αφού
μες στο αίμα μας κυλάτε;
ποιος τάχα σας εχθρεύεται
χαρά αφού μας μεθάτε;

Και ή σαν βροχούλα σιγανή
και ή σαν μεγάλη μπόρα,
να ξέρατε πώς θα ΄θελα
να πέφτατε και τώρα...

Κυλήστε, τρέξτε, βρέξετε.
Τη γη βαθιά ποτίστε.
Κι εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ,
ποτέ να μη μας λείψτε.
21 Μάρτη,ημέρα δασοπονίας
(για παιδιά)

Πρεπει να τα προσέχουμε τα δάση.
Αυτά μας δίνουν οξυγόνο, ξύλο,
και το νερό κρατούν μη μας χαλάσει.
Στα δάση εγώ αντικρύζω ένα φίλο.

Ας τα περποιούμαστε λοιπόν με ζήλο.
Ό,τι μας έπλασε κι αυτά έχει πλάσει.
Κι αν δε μας δίνουνε σύκο ή μήλο,
μα της ζωής μας δίνουν το γιορτάσι.

Μετά, σκέφτομαι λίγο και ρωτάω:
δεν είναι τάχα υποχρέωσή μου
στη γη ότι υπάρχει να το αγαπάω
αφού η μοίρα του είναι και δική μου;

Κι ακόμα λέω πως δάση αν δεν υπήρχαν,
το άχρωμο κι η θλίψη θα μας είχαν.

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

21 Μάρτη, ημέρα ύπνου
(για παιδιά)

Για σκέψου να υπάρχει ημέρα ύπνου!
Και όμως, του αξίζει τέτια μέρα-
γιατί όλοι, απ΄τα στρωσίδια μας του λίκνου,
κανείς τον ύπνο δεν τον διώχνει πέρα.

Γι αυτό και σήμερα όλοι τιμούμε
το δώρο αυτό της φύσης της σοφής μας.
Κι ας το τιμήσουμε πριν... κοιμηθούμε
κάτω απ΄το βάρος όποιας κούρασής μας.

Γιατί αν ο ύπνος δεν μάς αναπάψει
θα είμαστε συνέχεια κουρασμένοι
κι η νύστα που δε θα ΄λεγε να πάψει
όλη μας τη χαρά θα ΄χε παρμένη.
21 Μάρτη,ημέρα της Ποίησης
(για παιδιά)

Μέρα της Ποίησης είν’ η κάθε μέρα
γιατί όλοι είμαστε λίγο ποιητές-
δε νιώθετε την Ποίηση στον αέρα
και σήμερα να πλέει καθώς εχτές;

Κι αλλιώτικα να γίνει δεν μπορούσε
αφού και ο μεγάλος ο Κριτής,
όταν τον κόσμο έφτιαχνε,«εποιούσε»:
είναι κι Εκείνος δηλαδή Ποιητής.

Λοιπόν αυτή τη μέρα τ΄αγοράκια
«σε αγαπάω!» ας πουν στα κοριτσάκια-
το ποίημα τ΄ομορφότερο θαρρώ
είναι απ΄όλα τους το «σ΄αγαπώ»!
15 Μάρτη,παγκόσμια ημέρα καταναλωτή.
(για παιδιά)

Καταναλώνουμε.   Και αγοράζουμε.
Παίρνουμε το μικρό και το μεγάλο,
κι ότι ακόμα θέλουμε φωνάζουμε
αυτό, ετούτο, το άλλο, το παράλλο.

Παίρνουμε πράγματα και όλο παίρνουμε
από τον έμπορο που τα πουλάει,
κι όταν στο σπίτι ολα αυτά τα φέρνουμε
από χαρά η καρδιά χοροπηδάει.

Μα σαν τα δούμε λίγο, όταν τα παίξουμε,
όταν τα φάμε ή μ΄αυτά χαρούμε,
τ΄αφήνουμε και θέλουμε να τρέξουμε
και νέα ν΄ αγοράσουμε ζητούμε.

Και βέβαια πρέπει να καταναλώνουμε,
μα φίλοι μου καλοί με μέτρο κάποιο.
Αλλιώς παιδιά μου, αν το παραξηλώνουμε,
η κατανάλωσή μας κάτι σάπιο.
3 Δεκέμβρη,ημέρα για άτομα με αναπηρίες

Όλη η αγάπη μας στους αναπήρους.
Κι όλη η βοήθεια μας για να μπορέσουν
να ξεπεράσουν την αναπηρία
και με την κοινωνία μας να δέσουν.

Μα μέλημά μας πρέπει να ’ναι κύριο
μες στης ζωής τους άπονους τους γύρους-
όσο από ανθρώπους εξαρτάται-
να μη δημιουργούμε αναπήρους.
24 Οχτώβρη,ημέρα του ΟΗΕ
(για παιδιά)

Έχει πολύ τον κόσμο μας βοηθήσει
με όση δύναμη του ’χουμε δώσει.
Σε διαφορές κρατών μια λύση δίνει
κι οι πόλεμοι δεν είναι τώρα τόσοι.

Με ειδικότητες που ’χει μοιράσει
σ’ άξια και μυαλωμένα όργανά του,
στης ζωής τις δυσκολίες επεμβαίνει
και κάνει τα προβλήματα δικά του.

Δύναμη λίγη αν είχε παραπάνου
δε θα υπήρχε φτώχεια κι αδικία.
Βοήθα τον σ΄αυτό. Και πριν απ΄όλα
και τη δική σου δώσε του φιλία.
5 Ιούνη, ημέρα περιβάλλοντος
(για παιδιά)

Περιβάλλον είναι αυτή η γειτονιά μου,
και ο χώρος είναι ακόμα ο κοσμικός.
Είναι η πόλη μου, η χώρα μου, ο κόσμος,
είναι ο κήπος του σπιτιού μου ο μικρός.

Και μεγάλη προσοχή πρέπει να δείχνω
για να μη λερώνω δρόμους, και να μη
στου πικ νικ που πάω φεύγοντας αφήνω
τα σκουπίδια που ΄χω κάνει εγώ εκεί.

Όμως όσο κι αν εγώ πολυπροσέχω,
να το κάνουν πρέπει αυτό κι οι μεγάλοι,
γιατί αν λερώνω εγώ ένα δρόμο μόνο
όλην κάνουνε τη γη αυτοί ένα χάλι.
6 Μάη, ημέρα γέλιου
(για παιδιά)

Ξέρετε τι τον άνθρωπο τον κάνει
από τα ζώα αυτός να ξεχωρίζει;
Το γέλιο! Τ΄ άλλα και τα ζώα τα ’χουν,
κανένα όμως το γέλιο δεν γνωρίζει.

Όλοι αυτό οι σοφοί της γης το λένε.
Κι ακόμα λένε ότι με το γέλιο
μακραίνει η ζήση μας-για μακροζωϊα
φάρμακο πως το γέλιο είναι τέλειο.

Αντίρρηση ποιος γίνεται να έχει;
Όλα το γέλιο δεν τα καταφέρνει;
Κι αν κάποιος να γελάσουμε μάς κάνει
και λύπη αυτός και πόνο δε μάς παίρνει;

Γελάτε το λοιπόν και σεις παιδιά μου.
Με ανέκδοτα και μ’ έξυπνες ταινίες,
με πλάκες που σκαρώνετε, με αστεία,
με κόμικς και μ’ ωραίες γελοιογραφίες.

Γελάτε. Η ζωή ζητάει το γέλιο,
αλλά και κείνο τη ζωή ζητάει.
Παντρέψτε τα τα δυο. Και για κουμπάρα
Η αθώα σας χαρά να στέκει πλάϊ.
29 Απρίλη,ημέρα χορού
(για παιδιά)

Χορός! Το σώμα γίνεται αγέρας
κι νότα χαρωπή στο φως της μέρας.
Και στρέφει, και λυγίζει, και πετάει.
κι η Λευτεριά του νου μαζί του πάει.

Χορός! Ο χορευτής τα σκότη σχίζει
και άϋλος-σαν πνεύμα φτερακίζει!
Χορός! Του Θεού ένα δώρο στους ανθρώπους
που πέρα κάνει βάσανα και κόπους!

Και το χορό αν χορεύει νιος λεβέντης
της γης και της’ ουρανού ειν’ της αφέντης.
Κι αν λυγερή κοπέλλα τον χορεύει,
της άντρες όλους γύρω της παιδεύει.
23 Απρίλη,ημέρα του βιβλίου
(για παιδιά)

Βιβλία μικρά, βιβλία μεγάλα,
βιβλία έξυπνα ,βιβλία κουτά,
βιβλία χαρούμενα ή λυπημένα,
βιβλία για μεγάλους και παιδιά.

Διαλέξτε φίλοι μου-πλήθος βιβλίων.
Πάρτε στα χέρια σας να τα κοιτάξτε.
Άλλα απ΄αυτά ωφελουν και άλλα βλάπτουν.
Πάρτε και όποιο θέλετε διαβάστε.

Κι ό,τι διαβάστε κρίνετε μονάχοι:
καλό είναι; ταιριάζει στο μυαλό σας;
Αν όχι, κάποιο άλλο βιβλίο βρέστε
ή γράψτε σεις ένα βιβλίο δικό σας.

Κι αν κάποιος κάποτε για ένα βιβλίο
σας έλεγε καλό ή άσχημο κάτι,
μη βγάλτε σεις απόφαση αν πρώτα,
δεν το  ’ξετάσει το δικό σας μάτι.
2 Απρίλη,ημέρα παιδικού βιβλίου
(για παιδιά)

Αυτό,ναι! μάλιστα! Σωστά οι μεγάλοι το εβρήκανε
και βιβλιαράκια και για μας να γράψουνε σκεφτήκανε-
βιβλία για μάγισσες καλές, για κοντορεβυθούληδες,
για φασολιές, για βάτραχους, για πρίγκηπες μικρούληδες.

Βιβλία ακόμα που εξηγούν όσα οι μεγάλοι ξέρουνε,
ώστε αυτά σιγά σιγά κι εμείς να τα μαθαίνουμε-
βιβλία που γράψαν συγγραφείς σπουδαίοι και μεγάλοι,
μα κι άλλοι που, κι ας ειν’ μικροί, σε μας αρέσουν πάλι.

Ευχαριστούμε όλους σας λοιπόν που εργαστήκατε
βιβλία να φτιάξετε για μας-για μας που κουραστήκατε.
Και τόσο τα βιβλία αυτά αγαπάμε τα δικά μας,
που άλλα θα φτιάξουμε κι εμείς, παρόμοια, στα παιδιά μας.
23 Μάρτη,ημέρα Μετεωρολογίας
(για παιδιά)

Βαριέμαι ομπρέλλα πάντοτε να κουβαλώ μαζί μου.
Μα θέλω πάντα και στεγνό να έχω το κορμί μου.
Γι αυτό μετεωρολόγοι μου κάνετε τη δουλειά σας,
και τα παιδιά όλα εμείς θα είμαστε κοντά σας.

Δουλειά τους νόμους έχετε της φύσης σεις να βρείτε.
Παρατηρήσετε λοιπόν, μετρήστε, κι ό,τι δείτε
ζυμώστε το, δουλέψτε το,ταξινομήσετέ το,
και κάθε τι για τον καιρό ανακοινώνετέ το,

ώστε βοηθοί να γίνεστε σε γεωργό, βαρκάρη,
μα και σ΄αυτούς που ορέγονται ταξείδια στο φεγγάρι.
Κι αν κάτι θέ ’τε κι από μας... μα σας το δώσαμε ήδη:
σήμερα εχάσαμε για σας λίγη ώρα απ’ το παιχνίδι!..
21 Μάρτη,ημέρα κατά των φυλετικών διακρίσεων
(για παιδιά)

Κι αν είναι εβραίος κάποιος είτε γάλλος
τι με νιάζει;
Κι αν είναι αλβανός ή πορτογάλος
τι πειράζει;

Και κείνος άνθρωπος τάχα δεν είναι
σαν και μένα,
ή μήπως άλλο κάτι εκείνος γίνε-
ται στα ξένα;

Και κείνος ίδ ια,κάτω αν θα πέσει,
Δεν πονάει;
Και ίδια, κλαίει κι αυτός όταν πονέσει-
δε γελάει...

Γι αυτό-κι ας είναι από άλλα μέρη,
σας το λέω,
πως όταν κάποιος ξένος υποφέρει,
κι εγώ κλαίω.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

ΟΤΑΝ

Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού το δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς στ’ αυτιά σου να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές 
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή,
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι.
Για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.

Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ' αφήνουνε να μένεις.

Για δίκαιον μη μιλήσεις
για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στην μάχην.
Τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τόνε θυμώσει τον εχθρόν
που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.

Και ξέρεις δα οι νικητές τι εύκολα θυμώνουν.
Νύχτα

Από τις άκρες των βλεφάρων κρατημένη
ανακλάται σε κάτοπτρα ματιών
που γι αυτά αθέατη είναι
γιατί στην ψυχή τους έχει αυτή
από άρνηση γενεών σβηστεί.

Σκύλου αλύχτισμα που αρχή δεν έχει.
Πράγματα του δωματίου μεταποιημένα
στα πρώτα τους πρόσωπα: δέντρο,
φλέβα της γης, όνειρο.

Μία θάλασσα μαύρου,
που δεν ξέρει τι-
με τον εαυτό της παίζοντας-
δώρο στον εαυτό της να κομίσει.

Νύχτα. Που μ’ ένα νεύμα χαριστικό
του πεθαμένου κεφαλιού της 
επιτρέπει κάποτε σε ήλιους 
κάποιαν από τις ερήμους της
σερνάμενοι να διασχίσουν.
Το βήμα του θανάτου

Ηχεί σιγά ηχεί απαλά ηχεί απελπισμένα
μέσα στης νύχτας τη σιγή του θανάτου το βήμα
που νικητήρια περπατεί κι έρχεται κατά μένα
καθώς αφέντρας θάλασσας γλύφει γιαλό ένα κύμα.

Έρχεται και μυρίζει με-και με καλοξετάζει
να δει αν κιόλας πέθανα ή ανασαίνω ακόμα.
Τέλος από την τσέπη του το καθρεφτάκι βγάζει,
και με κινήσεις ήρεμες μου το κολλάει στο στόμα.

Κι αμέσως πάλι το τραβά και μια ματιά του ρίχνει.
Κι ως βλέπει της ανάσας μου πάνω του τη θαμπάδα
που στις στρατιές των ζωντανών ότι μετρώ του δείχνει
τραβάει το άπονο σπαθί με την ψυχρή γυαλάδα,

και μες στον κρύο κι έρμο μου με σαβουρντάει τον τάφο.
Και πεθαμένος από κει αυτούς τους στίχους γράφω.
Ανέτοιμους

Ανέτοιμους μας βρήκε ο χειμώνας
με δίχως ξύλα για τη ζεστασιά 
κι η νύχτα να μετράει για αιώνας
με μόνη μας παρέα τη μοναξιά.

Έρμους των γερατειών μας ήβρε η δίνη
χωρίς το ψέμα ενός παραμυθιού.
Μονή μας προσδοκία η γαλήνη
ύπνου ενός αιώνιου και βαθιού.
Ο ωκεανός

Αγάπη χίμαιρα που υπάρξεις λοιδορείς
που οι φτωχές προσμένουνε από σένα λυτρωμό-
αγάπη χίμαιρα φριχτή, αλήθεια πώς μπορείς
και τέτοιο ένα φέρσιμο κρατείς σκληρό κι ωμό;

Ζωή που πλέκεις φαντασιές για τους θνητούς
πολλές
γιατί τη μεγαλύτερη, τόσο λαχταριστή,
και ποθητή την έκανες που όλοι τη θέλουν, λες
ότι μαζί της κι η χαρά σ' αυτούς θα χαριστεί;

Και πόνε συ, γιατί φορές γελιέσαι τάχα εμπρός
σε κάτι μέγα, που θαρρείς πως ειν' η αγάπη, ενώ
αυτό ειν' ενός κύματος ο ταπεινός αφρός
Που ο βύθιος της λαχτάρας μας σηκώνει ωκεανός;
Στον εαυτό μου

Θεέ γιατί να μη με κάνεις ψεύτη
στις πράξεις, στις ιδέες, στη θεωρία
ανήλεα η φωνή μου η στεντορεία
σ' ανθρώπους και σε πράγματα να πέφτει…

Γιατί σ' απύθμενα να πέφτω βάθη
κάθε φορά το στόμα που θ' ανοίξω
ζητώντας την αλήθεια να μη θίξω
ούτε με αθέλητα του λογού λάθη;

Γιατί τις πράξεις μου να θέλω δίκιο
και δράση αψεγάδιαστη να διέπει
γιατί το νου μου εμένα να μην τέρπει
λόγος κακός κι ύφος ανοίκειο;

Κι αφού των άλλων κουβαλώ τις τύψεις
αμνός εγώ εν μέσω των λεόντων
κι αφού με στέρησες άλλων προσόντων
και δεν εδέησες να μου χαρίσεις   

χαρίσματα αδίστακτου ατόμου,
τουλάχιστο ας γινόνταν να μπορούσα
το ψέμα το γλυκό να ιστορούσα
όχι σε άλλους μα στον εαυτό μου.
Το τρίτο

Με εκπομπές πνευματικού περιεχομένου
το τρίτο πρόγραμμα μας προσκαλεί
ν' ανοίξουμε του ραδιοφώνου του καημένου
το προδομένο απ' την τι-βι κουμπί,

και να γευτούμε κάτι πιο ωραίο
που την ψυχή θα τέρπει αληθινά.
Αλλά και το προσκάλεσμα το νέο
τίποτα το καλό δεν προμηνά.

Πάλι ο εργάτης καιρό δε θα 'χει
πάλι ο υπάλληλος θα βαριεστά
κι ο γεωργός πάλι θα ψάχει
να δει ο σπόρος του αν βαστά.

Και οι γυναίκες οι καημενοΰλες
μια με την άλληνε θα συζητούν
ή, κουρασμένες νοικοκυρούλες,
θα ψευτοπλέκουν και θα κεντούν.

Έτσι το τρίτο θα παραμένει
σαν απροσπέλαστη βουνοκορφή
που θα 'χει μέσα της βαθιά θαμμένη
χρυσή μια φλέβα, όμως κρυφή.
Δερματοπάθεια

Οι ωκεανοί δεν έχουνε νερό μα αίμα
και τα φαράγγια είναι βαθιές πληγές
στης γης το σώμα.
Σπυριά κακόφορμα τα όρη και οι λόφοι.

Μια στρογγυλή αρρώστια όλη η γη μας
που απέλπιδα γυρνάει μες στα χάη
μάταια ζητώντας γιατρειά
γι ανίατη μιά αρρώστια.
Εμείς μικρόβια πάνω της
με τ’ άλλα ζώα-τ' αδέρφια μας μικρόβια-
εμείς μικρόβια πάνω της
το αίτιο του κακού.

Και κορτιζόνη αφού συμπαντική
το φαρμακείο δεν έχει,
μαζί της ταξιδεύοντας το μόνο βέβαιο είναι
πως η γιατρειά η οριστική θα έρθει
όταν χαθούμε και οι δυο μαζί-
και μείς και κείνη.
DONT GIVE UP!

-Dont give up!
–Τι εννοείς;
-Dont give up!
–Μα πώς;..
 Τα κρυφά

Δε θα φύγω τη μοίρα των κοινών των ανθρώπων
κι η κατάληξη θα !ναι της αθλίας ζωής μου
και θα είναι η ύστατη ζωοδότρα ελπίς μου
να ταφώ σ' αναπαύσεως χλοερό ένα τόπον.

Των μικρών των ανθρώπων δε θα φύγω τη μοίρα
ξεχασμένος απ’ όλους μες στο τέρμα του βίου
σ’ ενός βρώμιου θα στέκω και στενού καφενείου
κάποια θέση ενώ θα 'ναι όλες άδειες τριγύρω.

Των άσημων ανθρώπων θ' ακλουθήσω τα ίχνη
το μικρό μου το βήμα δίχως αύριο θα σέρνω
κάθε μέρα το σώμα πιο πολύ θα το γέρνω
ως να γίνει ένας δείχτης προς το χώμα να δείχνει.

Των μυριάδων χιλιάδων κι εγώ θα 'χω την τύχη
σαν κι εγώ να ’χω ζήσει μια χαμένη ζωή
και θ’ αφήσω σαν όλους τη στερνή μου πνοή
με τον ίδιο εκείνων μετρημένο τον πήχυ.

Απ' τα δίχτυα του ολέθρου ίσως μόνο με σώσουν
κάποιοι ανώριμοι, στείροι και παρείσακτοι στίχοι
που θα χτίσουνε γύρω μου κάτι απόρθητα τείχη
τα κρυφά νοήματα τους αφού πριν φανερώσουν.

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Της εκκινήσεως

Κι άλλη μια στάσις.
Πόσο τάχα θα κρατήσει;
Πόσο θα τριγυρίζω άσκοπα κι επώδυνα
ανάμεσα σ’ ενός σταθμού
που δεν είναι ο προορισμός μου
τους θορυβώδεις μικροπωλητές;

Ως πότε μ' άγνωστους ανθρώπους
άγνωστες κουβέντες θ’ ανταλλάσσω;

Πότε ο σταθμάρχης μου
θα πει απ' το μεγάφωνο πως φεύγουμε;
Πότε το τράνταγμα θα νιώσω
της εκκινήσεως;
Συ τρύπησες το χέρι σου στ' αγκάθια
επόνεσε το χέρι μου ευθύς.
Παθαίνω του κορμιού σου όλα τα πάθια
όπου είσαι κι όπου ήθελε βρεθείς.

Αλλ' αν είναι δικοί μου οι πόνοι σου όλοι
δεν είναι του κορμιού σου οι χαρές
ξεραίνεις της χαράς το περιβόλι
τις πίκρες σου μου δίνεις καθαρές.

Σε άλλονε χαρίζεις το φιλί σου
σε άλλον τις γλυκές σου τις ματιές
για κείνον οι χαρές του παραδείσου
της κόλασης για μένα οι φωτιές.
Χτες το βράδυ ο ύπνος δε μ' έπαιρνε,
στη σκέψη μου είχες χωθεί
ο πόνος στο πλάι μου έγερνε
ολόκληρος του είχα δοθεί.

Επάνω σερνόμουν στο στρώμα μου
σαν κάποιος που κρίμα βαρύ
παιδεύει. Και ήταν το στρώμα μου
βαριά φυλακή τρομερή.

Και είναι αλήθεια. Αμάρτησα.
Στο δείλι εχτές το μελί
τις πίκρες σου όλες τις άρτυσα
και δε σου επήρα φιλί.
 Τζούλια

Με ξεβαμμένο μπλε
και τσιγάρο στο στόμα,
γριά
κι αγαπιέσαι ακόμα.
-Πουλί λαλείς και κελαδείς
για της αγάπης πάθη.
Μα έλα, ξέρεις να μου πεις
τι είναι η αγάπη;

-Ειν' εν' απότομο, βαθύ,
αγύριστο φαράγγι
μέσα όποιος έμπει θα χαθεί-
μαύρο τον τρώει κοράκι.
«O Carsilago de la Vega, ποιητής (1503-1536), παντρεμένος με τη Donna Elena, αλλά πάντοτε ερωτευμένος με την πορτογαλίδα κυρία
επί των τιμών της βασιλίσσης donna Isabel Freire…»

O Carsilago de la Vega
όπου αξίωμα είχε μέγα
είχε για νόμιμη γυναίκα
τη Donna Elena.

Μα ήταν πάντα ερωτευμένος
 με τη ’sabela ο καημένος
που 'λειπε πάντοτε στα ξένα-
τα πικραμένα.

Κύριε Vega τι απαίσια,
τι φοβερή υποκρισία-
ποιητής εσύ πώς το μπορούσες
και απιστούσες;

Και πάλι πες μου σε καλό σου
τι σκαρφιζόταν το μυαλό σου
τόσο μακριά που τις κρατούσες
όταν αργούσες;
Τώρα που μέσα βρίσκομαι στη θέρμη και στην
κάψα
του θέρους, αν μου μίλαγε κανένας για το χιόνι
για νύχτες χειμωνιάτικες, για της βροχής την
κλάψα,
αρρώστια κάποια του σ’ αυτό θα 'λεγα πως τον σπρώχνει.

Θα 'λεγα πως μου μίλαγε για κάποιο παραμύθι
που η αρρωστημένη του έπλασε φαντασία,
ή που νεκρό τ' ανάσυρε απ' των καιρών τα βύθη
ώστε δεν κλείνει μέσα του καμία πια αξία.

Έτσι συμβαίνει και με σε. Προτού να σε γνωρίσω
δε ζούσα. Δεν υπήρξανε για μένα ώρες άλλες.
Ύπαρξη μου ειν' αδύνατο δίχως σου να νοήσω
 κι άλλες από τα δάκρια μου να υποθέσω στάλες.
Ωραία που ’ν’ η αγάπη μου γεμάτη καλοκαίρι!
Δεμάτι το κορμάκι της και δρέπανο το χέρι
κι ο λίβας της ανάσας της δε στέλνει κατά μένα
τα ολόχρυσα μαλλάκια της μα στάχυα μεστωμένα.

Τα ποδαράκια της γυμνά σαν κρίνα σε γλαστρούλες.
Τα μπράτσα ολαξεσκέπαστα να καίνε τις καρδούλες.
Κι ο κόρφος της-α! ο κόρφος της!-δυο φρέσκες θυμωνίτσες
μ' ακόμα εντός τους τις μικρές πρωινές δροσοσταλίτσες.

Το φουστανάκι μια κολλά στο σώμα και με λιώνει
μια πλαταγίζει και πετά, μια πέφτει και διπλώνει-
βρε αγεράκι πονηρό τι πρόφαση ήβρες πάλι
για να χαρείς της θερινής κοπέλας μου τα κάλλη;..

Το κεφαλάκι της γυρνά και στα ουράνια νεύει.
Βλέπει τον ήλιο και γελά, τ' αστέρια και χορεύει.
Τη βλέπει ο ήλιος και γελά και πιότερο φλογίζει
βλέπει να νταβραντίζεται κι ο πόθος τον ζαλίζει.

Στων λογισμών μου τα νερά, στου νου μου τ’
ακρογιάλια
στιλβώνει το κορίτσι μου τα κρύφια του τα
οπάλια.
Εκεί βουτάει αποβραδίς και λούζεται το γιόμα
εκεί ομορφαίνει το καυτό και ρόδινό της στόμα.

Ωραία που ’ν' η αγάπη μου τώρα το καλοκαίρι!
Σαν σε μιαν έρμη εκκλησία το μοναχό αγιοκέρι.
Σαν πεταλούδα, σαν ανθός, σαν νύφη στολισμένη.
Ωραία πουν' η αγάπη μου στα θερινά ντυμένη!
«Cancers need lot of affection…»
(zodiac signs)

Κι αν δεν την έχουν τι τους μένει;
Και τι θα πρέπει πια να κάνουν;
Αν δεν την έχουν ένα μένει:
(without affection) να πεθάνουν.
Το σάλι σου είναι ζωντανό
κι ερχότανε κοντά μου.
Κι ας μου ερχόταν ορφανό
ζέσταινε την καρδιά μου.
Κάθε μου 'λεγε νιο μυστικό σου
Μ’ αγαπούσε κι ας ήταν δικό σου.

Μου 'λεγε ποιόνε αγαπάς
πότε είσαι λυπημένη
πού κάθε βράδυ θε να πας
και ποιος σε περιμένει.
Και μαζί του όταν συ είχες φύγει
της μονάξας μας δέρναν τα ρίγη.

Μα τώρα μου 'φυγε κι αυτό
και δίχως του θα μείνω.
Τώρα-για σένα τι κακό-
δε σ' αγαπάει εκείνο.
Και ξεφεύγει απ' τους άσπρους σου ώμους
και μονάχο του παίρνει τους δρόμους.
Δε θα ξανάρθω να σε δω
και ας το θέλω τόσο.
Την τελευταία εικόνα σου
δεν θέλω να προδώσω.

Θέλω ως εκείνη τη νυχτιά
σ' είδα να σε κρατήσω
όταν στα χρόνια που θα' ρθουν
γυρνά η μνήμη πίσω.

Πάνω στον σκούρο καναπέ 
πίσω μισογερμένη.
Σε κάμψη κνήμες και μηροί.
Γύρω τους κλειδωμένη

η ποθαγκάλη των χεριών.
Να διίστανται λιγάκι
οι θείες κνήμες, κι από κει
σα δροσερό ανθάκι

να ξεπροβάλει θριαμβικό
το τρυφερό σου αιδοίο
σπαργούν, αυθάδες, καφτερό
και σαν βελούδο λείο.

Και με καλούσε ως με καλεί
στη μνήμη μου και τώρα
να τ' αλαφρώσω απ' τα βαριά
και ακριβά του δώρα.

Όχι. Δε θα 'ρθω να σε δω
και τ' όνειρο να σβήσει-
Η μνήμη ως 'κείνη τη βραδιά
σ’ είδα θα σε κρατήσει.
(Στη μνήμη του Γουσταύου Φλωμπέρ)

Πενήντα δύο σφαίρες δέχτηκε
και δεν τον πλήγωσε καμία.
Μα σ' άλλου είδους φασαρία
ο γερο-αρκούδος τώρα μπλέχτηκε.

Μια μαχαιριά κάτω τον ξάπλωσε.
Κι αν τώρα ξέρω για τις σφαίρες
ειν' επειδή στις δυο του χέρες
πάνω πεθαίνοντας τις άπλωσε.
Όπως με μια μονάχα γέννηση
γεννάει πολύδυμα μια μήτρα,
από μεγάλη λεν μια έκρηξη
δημιουργήθηκε το σύμπαν.

Και με τεράστιες, λεν, ταχύτητες,
απομακρύνονται αλλήλων
αστέρες νάνοι, αστέρες γίγαντες
και τα συστήματα των ήλιων.

Και στη ζωή τα ίδια γίνονται. 
Μετά τη γέννα τους, καθένα
τ' αδέρφια όλο απομακρύνονται
ώσπου μια μέρα να 'ναι ξένα.
Χτες τέτοια ώρα ήσουν εδώ.
Τα μάτια σου κοιτάζαν
τα μάτια μου και τα ’καιγαν,
τα λιώναν και τα σφάζαν.

Καταλαβαίνεις βέβαια
πως χτες δεν εγινόταν
να σου μιλήσω. Ασφαλώς
αυτό θα το 'κανα όταν

σ’ έβρισκα μόνη, ή, το πολύ,
με μια σου φιλενάδα.
Αλλ’ από χτες που έφυγες
πάλι δε σε ξανάδα.

Κι ίσως να μη σε ξαναδώ.
Άλλα μου έλεγε όμως
καθώς τ’ αυτί σου έψαυε
ο αλάθητός σου ώμος.

Άλλο μου βροντοφώναζαν
καθώς ηχούσαν τέλεια
τη χλαλοή σκεπάζοντας
τα πρόστυχα σου γέλια.   

Άλλα μηνύματα εχτές
μου 'στελνε το κορμί σου
τ' ώριμο αυτό κι αδάγκωτο
μήλο του παραδείσου.

Μ' άλλες μου λέγανε φωνές
τ' αναίσχυντα σου πόδια
πως είναι η στράτα που φρουρούν
ελεύτερη από 'μπόδια,

επιζητώντας εύσαρκα,
με λιγωμένη αυθάδεια
όσα μες στ’ άδεια χέρια μου
φτεροκοπούσαν χάδια.

Κι όλη ακκιζόσουν, σειόσουνα,
τανυόσουνα, ελυγούσες,
λες και σ’ αόρατης χαράς
τα δίχτυα σπαρταρούσες.

…Σήμερα επερίμενα
να ξαναδώ στη θέση
που τώρα στέκεται κενή
το σώμα που μ' αρέσει.

Μα δεν το βλέπω. Και βαριά
με κυβερνάει μια ζάλη:
όπως εχτές μου το 'ταζες
κρίμα-δεν ήρθες πάλι.

Δεν ήρθες-λίγο η χαρά
θα λυπηθεί η καμένη.
Δεν ήρθες-λίγο η λύπη μου
πιο θα 'ναι λυπημένη.

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

LE SURINTENDANT : En fait, chaque théâtre n' est bâti que pour une seule pièce, et le seul secret de sa direction est de découvrir laquelle. 
(JEAN GIRAUDOUX, ONDINE, ACTE 2, SCÈNE 1)

Κάθε δεντρί για ένα ειν' άνθος.
Κάθε κορμί για μια φωτιά.
Κάθε ψυχή για ένα πάθος.
Για έναν μόνον η πρωτιά.

Για ένα στόλισμα η γιρλάντα
για ένα αγρίμι η μονιά
για έναν Δόγη η Ινφάντα
για ένα λεφτό η νια χρονιά.

Γι ένα σύννεφο το δείλι
για ένα δάκρυο η αυγή
για ένα φίλημα τα χείλη
για ένα αντίο το πρωί.
Άθροισμα σαρκών και οστέων είμαι
δίχως τίποτε πάνω τους να τραβάει το μάτι.
Προεξοχές ανώμαλες που απωθούνε
εντυπώματα ανάρμοστα που ασχημαίνουν.

Ξένος προς ότι θυμίζει καλαισθησία
γέννημα και λεία ζοφερής ώρας
μέλη δυσανάλογα προς ό,τι αρέσει,
κορμί δυσανάλογο προς ό,τι ελπίζει.

Κόσμημα τέλειο ενός άλλου κόσμου
φλάμπουρο ανίκητο άλλης ιδέας,
ελπίδες και πάθη όπου δεν πρέπει,
ερείσματα όπου θέση δεν έχουν.

Μόνη μου ελπίδα εδώ που στέκω,
ξένες-βάρβαρες λέξεις εγώ να πλάσω,
κάτοχος να γίνω της εντόπιας αξίας
 και, σαν άλλος εγώ, να σ' αγοράσω.
Η Ισαβέλλα στον Φίλιππο

Σε βλέπω αντίκρυ και κινώ ν σ' ανταμώσω
μα ένας τοίχος αόρατος το δρόμο μου μου
φράζει.
Κι είναι ψηλός και δυνατός φτιαγμένος τόσο
που κάθε μου προσπάθεια πάνω του πάντα
σπάζει.

Και πιάνω εδώ πέτρες πολλές-μικρές συνήθειες
και πιάνω άσπρη άσβεστο-αυτές που 'χες
γνωρίσει-
και πιάνω πρόκες παρεκεί-αγωνίες βύθιες
τσιμέντο απροσπέλαστο-κάτι άγνωστα μου μίση.

Κι ένα κομμάτι πιο σκληρό κι από το ατσάλι-
οι προσδοκίες οι τρανές κι οι φαντασιές κι οι
πόθοι-
που όσες φορές κι αν ζήσουμε, πάλι και πάλι
καθείς με τρόπο απόλυτο τυραννικά θα νιώθει.
The rabble: “Laertes shall be king, Laertes king!”
(Shakespeare, HAMLET Act 4 Scene 5)

Μπορεί ένας δίκαιος βασιλιάς τη ζωή του ν'
αναλώσει
στην ευτυχία των πιστών, ως τους θωρεί, υπηκόων,
μα τέλος, όπως πάντοτε, τα φίδια αυτός θα νιώσει
να σφίγγουνε το σώμα του, σαν άλλος Λαοκόων.

Ακόμα κι αν στη χώρα του όλοι θα ευτυχούνε
πάντα απ’ αυτόνε το λαό θα βγει ένας εθνεγέρτης
κι οι άδικοί του αλαλαγμοί τ' αυτιά του θα τρυπούνε:
"Λαέρτης! Λαέρτης βασιλιάς! Για βασιλιάς Λαέρτης!..."
Αυτό που η αίσθηση μόνο κρατεί
κι αδύνατο είναι τα λόγια να εκφράσουν
αυτό πρέπει να 'ναι για ένα ποιητή
το ύψος που οι στίχοι του πρέπει να φτάσουν.

Κι ούτε είναι απαραίτητο Θριαμβική
υφή ή ουσία να έχει το ποίημα.
Μα ειν' απαραίτητη η μουσική-
κι αυτό είναι πάντα το δύσκολο βήμα.
Τα κρύα μας θυμώνουνε
μας τυραννούν τα χιόνια
οι νύχτες άγριες έρχονται
και λες κρατούν αιώνια.

Γλιστρήματα, σπασίματα
κι αρρώστιες χίλιες δύο
κάθε χειμώνα κάνουνε
το σπίτι φαρμακείο.

Χρήματα για τη θέρμανση
για ρούχα, για ομπρέλες
Α! Το χειμώνα χίλιες δυο
βυζαίνουν μας αβδέλλες.

Και όλοι ενώ πασκίζοντας
λίγο να ζεσταθούμε
το καλοκαίρι το καυτό
με λύσσα νοσταλγούμε,

όταν θα 'ρθει ανάποδον
αρχίζουμε αγώνα:
Αχού! Τι ζέστη φοβερή!
Ζητούμε το χειμώνα…

Άνθρωποι ρίξτε μια ματιά
τριγύρω σας και δείτε
όσα ο θεός απλόχερα
σας δίνει, και σκεφτείτε.

Λιμοί, σεισμοί, καταστροφές,
πείνα, κατολισθήσεις,
 αρρώστιες, πόνοι αβάσταγοι...
Κι αν κάτι θα ζητήσεις

που δε χωρούσε να σταθεί
 μέσα στο γύρω χώρο
ο θεός μες στην ανθρώπινη
ψυχή το 'δωσε δώρο.

Φόβος και άγχος μας κρατεί
κι απελπισιά μας δέρνει.
Της νύχτας τα φαντάσματα
τρώνε ό, τι η μέρα φέρνει.

Κακία, ψέμα κι αδικιά,
βία, συκοφαντία,
μίσος και περιφρόνηση,
απάτη, προδοσία,

και ολ’ αυτά κι άλλα πολλά
η θεϊκή η κρίση
στον λογικό τον άνθρωπο
έχει σοφά χαρίσει.

Έτσι λοιπόν πρέπει και σεις
στους άλλους τους ανθρώπους
με του θεού να φέρεστε
τους ταιριαστούς τους τρόπους.

Δώστε μαχαίρι και φωτιά
σ' όποιον θα δείτε μπρος σας
και μη φροντίζετε άλλονε
παρά τον εαυτό σας.

Πολέμους κάντε φονικούς
 και κάθε εχθρό αφανίστε
κι ύστερα το μαχαίρι σας
στο φίλο σας γυρίστε.

Κλέψτε του αδύναμου το βίος
και πάρτε του απ' το στόμα
ό, τι με δάκρυ έβγαλε
και κόπους απ' το χώμα.

Λεφτά αποκτήσετε πολλά
κι όσα μπορείτε πλούτη
κι ας έχετε για είκοσι
ζωές όπως ετούτη.

Όπως οι λύκοι ορμούν στ’ αρνιά
και σεις γινείτε λύκοι
αν θέτε να 'στε άτρωτοι
από τη Θεία Δίκη.

Κι έτσι συνέχεια πράττοντας
κι η ορμή αν δεν σας λείψει, 
ο θεός που σας τα δίδαξε
γενναία θα σας αμείψει.
Μια καλοκάμωτη έρχεται τα βράδια στα όνειρα
μου.
Χυμούς γεμάτη μια μικρή, λαχταριστή μικρούλα.
Σεμνή και χαμηλόβλεπη στριμώχνεται κοντά μου
και στέκει εκεί ολάνθιστη, ευώδης και γλυκούλα.

Κα σ' όλα ένα βάλσαμο σκορπά και μια αθωότη.
Και μπρος μου βλέπω ιδεατά, πυρέσσοντα δυο στήθια
δύο χειλάκια δροσερά στη λάμψη τους την πρώτη
κι ένα κορμί λαγνόπλαστο δώρα γεμάτο πλήθια.

Και βλέπω μες στο βλέμμα της το πάθος να 'χει
απλώσει.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τής ηδονής τ' αχνάρι.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τον πόθο για να δώσει.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τον πόθο για να πάρει.

Όλο το είναι της Φωτιά, Λαχτάρισμα και Ζήση.
Όλ’ η ύπαρξη της Πεθυμιά, και Δόσιμο και Μύρο.
Και ώσπου τ' όνειρο άλυπο κι ανάλγητο να
σβήσει
γεμάτος είμαι απ’ αυτό κι εγώ και όλα γύρω.

Μα ας με καλεί με όλα της εκτός απ' τη μιλιά της,
Κι εγώ τη σάρκα ορέγοντας τη ροδαλή ας λιώνω-
κάποιος αναίτιος δισταγμός με κάνει στης
δροσάτης
της μυγδαλίτσας τους γλυκούς καρπούς να μην
απλώνω.

Νομίζω του ονείρου μου ξέρω τη σημασία.
Λόγο δεν έχω άλλονε κανέναν να ρωτήσω.
Αυτή η ανείπωτα γλυκιά, ονειρώδης παρουσία,
ειν' Ζωή που με καλεί πάνω της ν’ ασελγήσω.
Μες στο δωμάτιο ήτανε πλήθη
οι επίδοξοι νυμφίοι. Εσύ
σκορπώντας χάρη κι ευωδιά,
μπήκες σαν άυλη και κρυστάλλινη-
σαν οπτασία.
Τους προσπέρασες όλους χαμογέλια σκορπώντας
και στο πλάι μου ήρθες κι εστάθης.
Και μου πήρες το χέρι
και το ύψωσες έτσι
σαν ιαχή νικητήρια.

Όλοι βλέπαν.

Και κρυστάλλινη έτσι και άϋλη
κι έτσι σαν οπτασία
αγκαλιά μου σε πήρα.
Και το πλήθος εμέριασε να διαβούμε.
Κι έτσι σαν ιαχή νικητήρια
το μυστήριο του έρωτα
σ' όλους μπρος ’φανερώθη.

Μόνο εγώ απορούσα
πώς τρισμέγιστος όντας
στις μικρές σου λεξούλες χωρούσα
που απαλά με εκύκλωναν
που απαλά με αναμέριζαν
που απαλά με δονούσαν.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Ναι Γιωργία, έχεις δίκιο.
Η Α μεγαλώνει.
Και εγώ είμαι που την μεγάλωσα.
Κι αυτήν και την αδερφή της.
Τις πήρα ανερμάτιστα κοριτσάκια στα χέρια μου και τώρα τις βλέπω να γίνονται υπεύθυνες γυναίκες. Το δημιούργημα αυτό, ναι, είναι δικό μου.
Και είναι απόλαυση για μένα να τις βλέπω να μεταμορφώνονται από κάμπιες σε πολύχρωμες πεταλούδες, γιατί βλέπω ότι δεν έζησα άσκοπα πάνω στη γη, ότι κάτι πρόσφερα κι εγώ στην καθημερινότητα. Γιατί ήμουν εγώ που τους έδωσα την  ικανότητα της κρίσης, εγώ που διαπότισα το κουκούλι τους με συμβουλές, με διδαχές, με παραινέσεις, με νουθεσίες, με δασκάλεμα, ώστε αυτό να θρέψει το μυαλό και την καρδιά τους με την καθαγιασμένη γνώση και τη σωφροσύνη, την απαραίτητη μέσα στην παλαίστρα για μια δυνατή και μεστή ζωή. Γιατί έτσι βγήκαν από το κουκούλι τους: έτοιμες να πετάξουν με τον σχεδιασμό που διαγράψανε με ότι τους έδωσα. Αυτές είναι παιδιά μου. Το αποψινό δείχνει αλήθεια ότι αναγνωρίζουν την καθοριστική συμβολή μου στη διαμόρφωσή τους. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού ήρθαν στα χέρια μου κυνηγημένα κοριτσάκια και είχαν εμένα για χρόνια πολλά πατέρα, αδερφό, προστάτη; Αφού στην πείρα μου δίνοντας σκοπό, την μετάπλασαν σε τρόπο ζωής; Έχεις δίκιο να λες πως είμαι δημιουργός. Διαμόρφωσα ένα κόσμιο περίγραμμα όπου μέσα του θα κινούνταν, έπλασα τα όνειρα και τις επιδιώξεις τους, φιλοτέχνησα δυο ελκυστικές και στέριες φιγούρες, αλλά μαζί και δυο ευαίσθητες ψυχές, εμφυσώντας εντός τους την ανθρωπιά.
ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΜΟΥ ΧΡΩΣΤΑΣ

Καθρέφτη μου χρωστάς ένα καθάριο βλέμμα.
Καθρέφτη μου χρωστάς πλούσια ξανθά μαλλιά.
Ένα κορμί λαμπάδα μου χρωστάς
κι αντίς για χέρια δυο φτερά πετάμενα.

Θυμάσαι πώς χαρά όλος ήσουνα
κι ανεμελιά
σα με κοιτούσες;
Πώς έλαμπες ολάκερος σα στέκοσουν εμπρός μου
κι όταν δε μ’ έβλεπες σκοτάδι εγέμιζες λες και δε ζούσες;

Καθρέφτη για φορά μιά μόνο
Φέρε μπροστά μου πάλι την εικόνα την παλιά.
Παιδάκι γίνε χαρωπό κι ευτυχισμένο.

Κι αφού δεν το μπορώ εγώ παιδί να μείνω
Στη μνήμη μέσα των ατέρμονων αιώνων,
Σου υπόσχομαι καλέ μου
Τη νιότη τη χρυσή την εδική σου
Με αθανασίας πέπλα να σκεπάσω:
Σου υπόσχομαι καθρέφτη να σε σπάσω.
Γιωργία
απόψε η Α φεύγοντας με αγκάλιασε με πάθος λέγοντάς μου «Σ΄αγαπώ πολύ Γιώργο. Δεν ξέρω τι θα γίνω χωρίς εσένα.»  Εσύ την ξέρεις καλλίτερα. Λες η διαίσθησή της να της λέει ότι γρήγορα δεν θα είμαι κοντά της; Θέλω τη γνώμη σου. Απάντησέ μου το γρηγορότερο στη σελίδα σου.
Η διήγησή μου μπορεί να αργεί κάποτε αλλά συνεχίζεται. Μην αδημονείς.
Για αγέρηδες σφοδρούς που πνέουν στις
ερήμους,
για ήρεμα μελτέμια,
για σκληρούς βοριάδες κρύους και τσουχτερούς,
για αύρες που η θάλασσα ξερνά,
για λίβες κοφτερούς έχω ακούσει.
Μα εμέ σε τούτονε τον κάμπο,
τον άχρωμο,
ο μόνος που με φυσάει αέρας
είναι ο αέρας που μου στέλνει αυτό το τραίνο
πελώριο και γοργό καθώς περνά.

Εν' αγριόχορτο είμαι
χωρίς αξία καμιά.
Μα ενόμιζα πως όποιος άνεμος
τύχαινε να με δέρνει
δε θα ’ταν άνεμος συμμετρικός
μεταλλικός και ξένος
σαν τεχνητός.
Τώρα ένα χέρι σπλαχνικό ας με ξερριζώσει
αφού ο θάνατος αυτός ο προγραμματισμένος
που τέσσερες φορές τη μέρα μ' επισκέπτεται
αλλιώς δεν πρόκειται να σταματήσει-και το ξέρω.
Πέφτει η βροχούλα απαλά
πέφτει η βροχούλα σιγανή
και για τα σκότη μας μιλά
και μας μιλάει για τη θανή.

Πέφτει η βροχούλα απαλή
πέφτει η βροχούλα σιγανά,
τη διψασμένη γη φιλεί
κι αυτή ζωή και φως γεννά.
Η ζωή η λίγη ειν' ένας αγώνας
για να βρει καθείς κείνο το κρυφό
που όπως τ’ αβρό έαρ κρύβει ο χειμώνας
έτσι μες στη ζήση μας κρύβεται κι αυτό.

Μα ή το βρει κανείς κείνο το κρυμμένο
που πολύ ζητάει, είτε δεν το βρει,
ειν' αδιάφορο γιατί γύρω ειναι κλεισμένο
όπως μες στη μέλισσα είναι το κεντρί.
Απ' αυτό το τραπέζι λείπει η αγάπη.
Απ’ αυτή τη ζωή λείπει η χαρά.
Απ' ό,τι κανείς έχει πάντα λείπει κάτι
όπως απ' το βάτραχο λείπουν τα φτερά.
«Ποιος ειν’ αυτός που μ' αντικρίζει
μες απ' αυτόνε τον καθρέφτη;
Ποιος που η θλίψη του ορμίζει
μέσα στη νύχτα που αργοπέφτει;

Ποιος ειν’ αυτός που 'χει τα χέρια
σαν αποφόρια κρεμασμένα
και δυο σβησμένα που είν’ αστέρια
τα μάτια του τα κουρασμένα;

Ποιος ειν' αυτός μ' ένοχο βλέμμα
όπου τολμάει σαν τον κλέφτη
το μέγα του να στήνει ψέμα
σε με αντικρύ-σ' έναν καθρέφτη;»
Σκέψεις του Πλίνιου, πριν σηκωθεί απ' το κρεβάτι το πρωί.

Λοιπόν ας δούμε πώς έχει το πράγμα.
Είμαι ο Πλίνιος.
Πού βρίσκομαι;
Σ’ ένα κρεβάτι δανεικό
σ' ένα δωμάτιο μέσα
απ' όπου διώχνομαι στο τέλος του μηνός
γιατί δεν έχω να πληρώσω.

Φίλοι, κανείς.
Άνθρωποι
που θέλουν να με βλάψουν
εννέα-πρόχειρα μετρημένοι.
Αδιάφοροι για μένα; Όλοι οι άλλοι.

Κάτι ευχάριστο με περιμένει σήμερα;
Όχι.
Υπάρχει κάποιος που να μ’ αγαπά;
Κανένας και καμιά (στο διπλανό διαμέρισμα
πάλι τ' αντρόγυνο καυγαδίζει).
Εμπρός λοιπόν!
Ας σηκωθώ.
Μία καινούργια μέρα αρχίζει.
Οι διαλυμένοι γάμοι προμηθεύουν
τροφή σε όντα πεινασμένα
που τρέφονται με σάρκες ψοφιμιών.

Η μυρωδιά σαπίλας τα έλκει
μίλια μακριά.
Και πάνε κι επιπίπτουν με μανία
στο άψυχο το σώμα.

Και είναι απορίας άξιο πώς χορταίνουν
με σάρκες δίχως αίσθηση
μ' αίμα χωρίς ψυχή.

Μα ίσως η απορία περισσεύει.
Τι άλλο απ' αυτούς κανείς να περιμένει.
Ύαινες μονοσήμαντες.
Ερωτιδείς κενοί.
Αυτές οι καμπάνες του βραδιού
μες στην ψυχή μου λες χτυπούνe. 
Αυτές οι γλυκές καμπάνες του βραδιού
στων ήχων τους τα χάη με τραβούνε.
Αυτές οι καμπάνες της γλυκιάς βραδιάς
με λιώνουν, με σκοτώνουνε, με σβηούνε.
Στην ίδια θέση πάντα
και το σκοπό τον ίδιο
έπαιζε στο πιάνο κάθε μέρα.

Χρόνια έτσι.
Ώσπου χτες
αντί τα δάχτυλα του να χτυπούν τα πλήκτρα,
τα πλήκτρα είδα και σημάδευαν τα δάχτυλα του,
πάνω τους τα κολλούσαν,
και μαζί τους
σε κάθε νότα τα τραβούσαν.
Λεν "το γυμνό της το κορμί".
Μα το γυμνό εννοείται όταν λέμε "το κορμί".
Γιατί όταν το κορμί είναι ντυμένο
δεν είναι πια κορμί,
μα κάποιο φόρεμα
άλλοτε άλλου χρώματος, ποιότητος, μεγέθους.
Λοιπόν πως είναι το γυμνό της εννοείται
όταν μιλάμε για κορμί.
Αλλιώς θα έπρεπε να λέγαμε πι χι,
«την είδα επιτέλους χτες,
ήταν δυο εξώνυχα παπούτσια,
ένα άσπρο πανταλόνι,
μια μπλούζα κίτρινη με ασπρόμαυρα κουμπιά,
και πάνω απ' το φουστάνι ένα πρόσωπο
με μάτια σαν... και τα λοιπά,
με χείλη που… και τα λοιπά,
κι ένα καπέλο».
Αυτό θα έπρεπε να ήταν όλο
και ας αφήναμε στην πάντα το κορμί.
Μες στους αγρίους και βαρβάρους όπου ζω,
μες στους κακούς που όλη μέρα τριγυρίζω
βρήκα έναν άνθρωπο σεμνό κι ευγενικό
που είναι τιμή μου και χαρά να τον γνωρίζω.

Όταν ερώτησα ποιο ειν' το μυστικό
κι είχε απ' όλους τους εκείνος ξεχωρίσει
μου 'παν ευθύς, πως, στο κεφάλι του, μικρόν,
κάποιος τον είχε μ' ένα σίδερο χτυπήσει.

Λοιπόν στην πάντα οι θρησκείες οι χαζές
και της παιδείας τα συστήματα τα φρούδα.
Με μία μέθοδο εφεξής απ' τις πεζές
σπόρο ας σπείρουμε καλού στης γης τη φλούδα.

Καθείς επάνω του ας έχει ένα σφυρί
και μ' ένα αίσθημα αγαλλιάσεως αφάτου
στην κεφαλή με το σφυρί του ας βαρεί
όποιο παιδάκι τρυφερό βλέπει μπροστά του.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Μέσα στου εργοστάσιου
τον μέγα βρώμιο χώρο
ένα πουλάκι αδύναμο
μπήκε και τρομαγμένο.

Οι άλλοι εθαρρέψανε
γι αυτούς πως ήταν δώρο.
Μα ήταν για με. Ήταν αυτό
που χρόνια περιμένω.

Το εκυνήγησα και να!
τα χέρια μου το κλειούνε.
Μα όσο κι αν παθιάζεται
η ψυχή, και αν το θέλει,

άτεχνα αυτά κι αμάθητα
ως είναι να κρατούνε,
φεύγει από μέσα τους και πα'
σα γλιστερό ένα χέλι.

Κι ολημερίς εμέτραγα
τ' αμέτρητα πουλάκια
που απ' τη ζωή μου πέρασαν,
τα πόθησε η ψυχή μου,

μα κείνα δε σταθήκανε-
ανοίξαν τα φτεράκια
και πέταξαν και χάθηκαν
για πάντα απ' τη ζωή μου.

Κι ολημερίς εμέτραγα
μες στο πικρό μου δώμα
πόσο πολύ επλήγωσαν
τη ζήση μου τη λίγη

όσοι σταυροί εμπήχτηκαν
μες στο απαλό της χώμα,
σταυροί που ο καθένας τους
πουλάκι που 'χει φύγει.

Ψυχή μου όλο χασίματα
συ έχεις κερδισμένα.
Ότι λαχτάρισες, ποτέ
δεν το 'κανες δικό σου.

Όσα βαθιά τ' αγάπησες
σου έχουν γίνει ξένα
κι ειν' έξω εκείνα που 'θελες
να έκλεινες εντός σου.
Οι δύσκολοι καιροί δε θα 'ρθουν πάλι. 
Αφού η αγάπη αρκείται στο φιλί
η ευεργεσία στην ευγνωμοσύνη
 κι ο άνθρωπος σ’ ένα πιάτο φαγητό,
οι δύσκολοι καιροί δε θα 'ρθουν πάλι.
Ένα σκότος ο κόσμος
η ζωή ένα μάτι
γοργά ανοιγοκλείνει
και σφραγίζεται πάλι.
Ο γεωργός στη δεντρόφυτη κοιλάδα
στέκεται και λογαριάζει:
αν τούτη την κοιλάδα είχα σπαρμένη
χίλια κιλά σιτάρι
και κάθε του κιλό μου ’δινε άλλα χίλια
θ' αγόραζα μ' αυτά τα δυο της χείλια.
Ύπνε γλυκέ βασιλιά
στα παλάτια σου τ' άφωτα
πάρε με και πάλι απόψε.
Στα παλάτια σου τα χιλιοφωτισμένα
οδήγησε με.
Και φέρε στο θέατρό σου
τα πιο μαγευτικά σου σκηνικά,
τους πιο αστείους κλόουν και θεατρίνους σου
και τ' ομορφότερο κορίτσι του θιάσου.
Η μέρα ήτανε σκληρή. Μόνον εσύ
τη μνήμη της μπορείς να απαλύνεις.
Ω! Φωτεινή γραμμή που μες στο σκότιο δώμα
το ίχνος σου αφήνεις
σαν μία νότα απ' τη μεγάλη συναυλία
σαν μια πετρούλα απ’ την απέραντη οροσειρά,
σαν ένα φύλλο απ' το ατέλειωτο το δάσος!

Ω! Φωτεινή γραμμή!
Δε θέλω εγώ
δάσος κι οροσειρά και συναυλία.
Αρκείς εσύ γραμμούλα φωτεινή
που μες στο σκότιο δώμα μου το ίχνος σου αφήνεις-
αρκείς εσύ γραμμούλα φωτεινή
για να φλογίσεις τη μικρή ζωή μου.
Η καρδιά μου έσκυψε
και σήκωσε το μαντήλι σου.
Στους χρόνους της ειρήνης
οι κρότοι ήταν του κάρου
που έρχονταν πολύχρωμο πάνω στο καλντερίμι
με τραγουδώντας τους αρμούς του.
Στα χρόνια της ειρήνης οι καπνοί
ήταν απ' τις φωτιές του Αη-Γιαννιού
στ' αλώνια.
Στα χρόνια της ειρήνης , το αίμα
μας το θυμίζανε οι κόκκινες σημαίες.
Στα χρόνια της ειρήνης
οι πληγές ήταν αγάπης μόνο.

Μα ήταν οι πληγές τόσο βαθιές
και τόσο επονούσαν και δαγκώναν
που λέω καλώς τόνε τον πόλεμο
που καιρό για τέτοια δεν αφήνει.
Ποιος είναι ο πρώτος; Ποιος μπορεί να πει
ποιος είναι ο πρώτος που έφτιαξε
τα θαυμαστά μεγάλα έργα;
Ποιος είναι ο πρώτος  που επέταξε;
Που φώτισε με το ήλεκτρο τα πλήθη,
που εζωγράφισε, που έχτισε, που είπε-
πρώτος αυτός στην ιστορία της γης;

Ω! Αν τιμούμε ήρωες, σοφούς και πρωτοπόρους,
τιμούμε την ατίμητη μικρότητα μας μόνο
και τη ματαιοδοξία μας τιμούμε.
Γιατί κανείς δεν είναι πρώτος-όλα αυτά
έχουνε γίνει κι έχουν ξαναγίνει
σ' άλλους καιρούς,
σ' άλλους τόπους, σ' άλλες σφαίρες,
προτού οι άνθρωποι πλάσουν το χρόνο.
Και το γραφτό αυτό εδώ
έχει γραφτεί ποιος ξέρει πόσες πριν φορές
πριν τυπωθεί σε τούτο το χαρτί...
Όλα προϋπήρχαν΄-άνθρωποι
δημιουργοί και πλάστες δεν υπάρχουν.
Αυτά τα «ω! μακριά σου οι ώρες δεν περνάνε!»
αυτά τα «ω! δεν ξέρεις πόσο μου 'λειψες!»
αυτοί οι αβροί περίπατοι σε αλέες ανθισμένες, αυτοί οι γονυκλινείς ερωτικοί μονόλογοι,
πώς σβήνουν κι αφανίζονται-πώς λιώνουν
στο πρώτο χτύπημα της φτώχειας στην εξώπορτα…
Αυτά τα «σ' αγαπώ»
αυτές οι ανταλλαγές ανθέων και δώρων
πώς μια αρρώστια τα διαλύει-
πώς μία πτώχευση τα καταλεί...
αυτά τα ψέματα πώς σταματάνε τότε
κι οι άνθρωποι αυτοί
πηγαίνουνε καθένας στη δουλειά του...
Μέρα ηλιόλουστη, μέρα ηλιόχαρη, μέρα ωραία.
Κι είσαι κοντά μου-και είσαι όμορφη-και είσαι
νέα:
εγώ στο είκοσι, μικρό δωμάτιο αλλά με θέα,
κι εσύ μοιράζοντας με τη μαμά σου το δεκαεννέα.
Με τέτοια μπόρα, μ' αστραπές και με βροντές
ίσως δε βγαίνεις και λατρεύεις άλλα είδωλα.
Κι ίσως χαθούμε γιατί οι μέρες βροχερές.
Μα πες στη φίλη –δεν σου γράφω γι’ άλλο τίποτα-
που 'χες μαζί σου, πως οι γάμπες της κοντές
και, η καημένη, θα γεννήσει δύσκολα.

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018


ΑΝΑΖΗΤΉΣΕΙΣ

Σε αναζήτηση του χαμένου μου ονείρου φεύγω.

Τοπία οκνά θα περνάνε μπροστά μου
ανύποπτα και μεγαλοπρεπή.
Τη μεγάλη αψίδα για να διαβούν
θα σκύβουν ανεπαίσθητα το ισχνό τους κεφάλι.
Νεοπαγή πλοιάρια φθόνου θα διαπλέουν
το σοβαροφανές ποτάμι της υπομονής.
Πουλιά ακίνητα τα φτερά τους βιαίως θ'  ανοίγουν
σε κινήσεις πετάγματος.
Όλα από μια στιγμή μακριά
στον χαμένον ορίζοντα θα εκκινούν,
θα στρέφουν προς τα επάνω,
ύστερα πλατυνόμενα
θα παρελαύνουν μπροστά μου ακκιζόμενα
(η στιγμή θ'  αντιστοιχεί προς το νύχι
του μικρού δακτύλου μυθικού όντος).

Του έαρος το τοπίο θα βρίθει
θυελλών και χιονοστιβάδων διαρκών'
του τρύγου το τοπίο θα βασανίζεται από πολυδαίδαλα
μικρά, αλληλοσυμπλεκόμενα, ασύντακτα ρυάκια'
της αμφιβόλου παραδοχής θα είναι πλήρες ημιθανών
μόλις αναπνεόντων φρύνων.