Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

     ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ

Θέλω στα ράφια μιας μικρής
φτηνής βιβλιοθήκης
καθώς στον τοίχο θ'  ακουμπά
φτενούλα κι επιμήκης,

κάποιος στην τύχη ψάχνοντας
του μέλλοντος μια μέρα
ένα βιβλίο μου να βρει
βαλμένο εκεί πέρα.

Κι αφού διαβάσει κάτι τι
και πάλι ξανακλείσει
τα κίτρινα τα φύλλα του,
θέλω να το αφήσει

όχι αδιάφορα καθώς
αφήνουν κάτι ξένο
μα με μια κίνηση στοργής
σαν κάτι αγαπημένο.

      ΤΟ  ΡΟΔΟ

Καιρόν αγαπούσα
μ`  αγάπη μεγάλη
αγόρι με μύριες
τις χάρες, τα κάλλη.

Του το  `κρυβα όμως
του το  'πε τ'  αστέρι
και να  'το  που φτάνει
τ'  αγνό μου το ταίρι.

Πηδάει το φράχτη
στον κήπο μου μπαίνει
σφιχτά μ'  αγκαλιάζει   
μαζί του με παίρνει.

Στο δρόμο αποσταίνει
μ'  αφήνει απαλά
μου πιάνει το χέρι
γλυκά μου μιλά:

"Καλή μου τι θέλεις
κι εγώ θα το κάνω! "
Του δείχνω η έρμη
στο βράχο επάνω:

"Εκείνο το ρόδο
να πας να μου φέρεις".
Κι αμέσως τον χάνω-
τι τάχος δεν ξέρεις.

Ανέβηκε, κόβει
τ'  ολόδροσο ρόδο
τρελλός στη χαρά του
μου γνέφει να το  'δω.

Κατάρα στη γνέψη
στο ρόδο κατάρα
κατάρα στην τόση
που μου  'χε λαχτάρα.

Μια πέτρα κυλάει
το πόδι γλυστρά
και πέφτει ο καλός μου
στο ρέμα βαθιά.

Τον φτάνω. Στο χέρι
το ρόδο κρατούσε
και στ'  άλικα χείλη
χαμόγελο ανθούσε.

Φιλώ του το στόμα
σφαλίζω τα μάτια
και παίρνω τα ίδια
κι εγώ μονοπάτια.
            ΣΑΝ  ΨΙΘΥΡΟΣ

Δε θέλω μέσα στη βοή να ζω του αθλίου κόσμου
στ'  αυτιά μου κύμβαλα κενά ν'  ακούω να χτυπάν.
Άλλος μου έχει οριστεί ο κόσμος ο δικός μου
άλλοι ουρανοί με παίρνουνε κι άλλοι καιροί με παν.

Σκιές δε θέλω δολερές να μου κρατούν το φως μου
στις λίμνες των ονείρων μου φαύλοι να κολυμπάν.
Τις υψηλές βουνοκορφές όπου φυλάω εντός μου
δε θέλω αλλοπρόσαλλα βέβηλοι να πατάν.

Θέλω να φτάνει ως σ' εμέ σαν ψίθυρος σβησμένος
σαν μακρινός αντίλαλος του κόσμου ο αχός
κι εγώ με όλα μακρινός κι απ'  όλα ξεχασμένος
σ' ένα καινούργιο θάνατο να δίνομαι καθώς
πάνω σε κίτρινα χαρτιά ολημερίς σκυμμένος
θα συνταιριάζω τους σβηστούς τους ήχους μοναχός.
          ΟΙ  ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

Επικινδύνως έκυπτεν απ'  το παράθυρον
(μόνο έτσι φαίνονταν ο δρόμος).

Κι είχε το λόγον του για ν’ ανυπομονεί:
απόψε θα της πρότεινε να παντρευθούν.

Η στάσις της είχεν πολύ αλλάξει τελευταίως.
Όπως την ήθελεν είχε επιτέλους γίνει.

Πολύ δεν εμιλούσε.
Το κάπνισμα είχε παύσει.
Να διακρίνει είχε μάθει
ένα ωραίον πίνακα, και το κυριότερον
της ήρεσε κι αυτής
ώρα να μένει άφωνη κι εκστατική
μετά την κάθε αναζήτησιν χαράς
και στην υπέροχον εκείνην είχε μάθει την σιωπήν
κάθε λεπτό και πιο βαθιά να μπαίνει
καθώς εις μίαν στάσιν πλήρους χαλαρώσεως
κι οι δυο εις το κρεβάτι εξάπλωναν.
Κι όταν σε τέτοιες ώρες εμιλούσαν
εγίνονταν κι αυτό τόσον σιγά κι ωραία
που αντί να διαλύει εμεγάλωνε
την πλήρη εκστάσεως σιωπήν-α!  
νιώθονταν απολύτως τις στιγμές εκείνες!

Η άλλη τώρα για τηλέφωνο έψαχνε.
Θα του  'λεγε να μη την περιμένει.
Πως άλλο δεν μπορούσε να τον ανεχθεί.
Να μη μιλά!  πού ακούστηκε!
Να μη καπνίζει!  φοβερόν!
Κι ούτε μπορούσε όρθια να μένει
και να βλέπει ζωγραφιές.

Μπορεί να μη τον έπαιρνε και διόλου.
Πολύ του πήγαιναν οι εξηγήσεις.
         ΘΑ  ΜΑΣ  ΠΑΙΔΕΥΕ

Κι αν το  'βλεπα που στην ουσία ήταν κλοπή
μα ν'  αντιδράσω δεν μπορούσα.
Στα τέτοια το Συμβούλιον ήτο ανένδοτον.

"Η μάννα μου η άρρωστη...
τα φάρμακα... οι γιατροί..."
όλο αυτά αράδιαζε.

Αυτά είναι υποθέσεις καθαρά ιδιωτικές.
Εμάς το ανεξόφλητο γραμμάτιο μας πονά.
Όσοι δεν έχουν να πληρώσουν τέτοια λένε 
κι αν τους ακούγαμε, τώρα κι εμάς
κάποιο ανεξόφλητο γραμμάτιο θα μας παίδευε.
          Ο  ΜΙΣΘΟΣ

Όταν στο κρύο θα σέρνεσαι κρεβάτι
με άσβεστη την πεθυμιά στο μάτι
η ψεύτικη αγωνιώντας μη χαλάσει
παράσταση που έχεις ετοιμάσει,

τότε η μνήμη σου σε μένα θα γυρίζει
και το μαρτύριο φοβερότερο θ'  αρχίζει
καθώς τις νύχτες μας τις πια χαμένες
θ'  αναθυμάσαι, τις περασμένες.

Μα πιο πολύ γελώ κι ευχαριστιέμαι
πως θα φοβάσαι να του πεις-μήπως γελιέμαι;-
γι αυτές τις νύχτες. Θα θυμώσει
και το μισθό σου δε θα σου δώσει.
ΣΙΣΥΦΩΝ

Μη και δεν είμαστε Ταντάλων
και των Σισύφων μεις οι γόνοι;
Μη και μια μοίρα σαν και κείνων
πάνω μας μαύρη δεν απλώνει;

Βράχους πελώριους δεν κινάμε
για ν'  ανεβάσουμε ψηλά
και ο καθένας τους μ'  αντάρα
και πάλι κάτω δεν κυλά;               

Και να γλιτώσουμε όταν θέμε
από της δίψας την πληγή
μη δε στερεύει κάθε μία
που λαχταρίζουμε πηγή;

Ή μήπως άσαρκες φιγούρες
και μεις δε ζούμε σ'  έναν Άδη
και σαν και κείνους δεν τυλίγει
κι εμάς το τρίσβαθο σκοτάδι;
                 ΜΑΡΙΑ

Οι μέρες φύγαν όμορφες κι απλές.
Κανείς δε ρώτησε για τη Μαρία.
Αυτές οι νύχτες για διαχύσεις τολμηρές
μόνο, και γι αγκαλιές ειν'  ευκαιρία.

Σαν όλοι να  'ξεραν που έχει πάει
σαν να μην έφυγε ποτέ ακόμα
και σαν το χώμα να μη σφαλάει
το λουλουδένιο της το στόμα.

Χάρμα οι μέρες στο καταφύγιο.
Κεφάτη κι εύθυμη η παρέα.
Τα βράδια ένα κηροπήγιο
δημιουργεί ατμόσφαιρα ωραία.

Κι αν κάποιος ρώταγε: "Τι έγινε η Μαρία;"
θα τιναζόμασταν ξαφνιασμένοι
και μετά για την αυριανή πεζοπορία
θα κουβεντιάζαμε μουδιασμένοι.
Ξ

ΝΟΜΑΣ 2

Καταλαβαίνω ότι ζω μόνον όταν πρέπει να κόψω τα νύχια μου ή να ξυριστώ. Αν και πάλι έχω αμφιβολίες πηγαίνω μέχρι τη γωνία και ψάχνω για το όνομά μου στα αγγελτήρια θανάτου, στην κολόνα. Ως και το κουδούνισμα από το τηλεφώνημα που παίρνω κάθε βράδυ δεν είναι παρά η καμπάνα του ναού του νεκροταφείου όπου είμαι θαμμένος και που καλεί στον εσπερινό. Αφού όμως μου λες κάθε τόσο ότι με διαβάζεις, φαίνεται ότι γράφω, ότι δηλαδή μου συμβαίνει αυτό που λενε ζωή, ακόμα και όταν εγώ δεν το καταλαβαίνω.
Επί χούντας Γιωργία όλοι σχεδόν οι στρατιωτικοί πήραν δάνειο με ευνοϊκούς όρους για να αγοράσουν σπίτι. Και καλώς, επειδή οι προηγούμενες κυβερνήσεις βοηθούσαν οικονομικά μόνο τους πολίτες δημόσιους υπαλλήλους. Μου έλεγαν οι φίλοι να πάρω δάνειο κι εγώ, και ότι αν δεν έπαιρνα θα ήμουν κουτός. Δεν πήρα. Να έχω δικό μου σπίτι, ποτέ δεν με απασχόλησε το πράγμα.  Ακόμα δεν ήθελα να μπλέξω με αιτήσεις, υπογραφές χαρτιών, να μπλέξω με το Νόμο με μια λέξη, έστω και αν ο νόμος αυτός με ευνοούσε. Πάντοτε απεχθανόμουν και απεχθάνομαι να ρυθμίζουν τη ζωή μου οι νόμοι ενός κράτους που σε όλες τις συναλλαγές του με τους πολίτες ήταν αφερέγγυο. Ένας άλλος λόγος ήταν ότι δεν ήθελα να ωφεληθώ από ένα καθεστώς που ήμουν ενάντιός του. Μου έμοιαζε σαν μια συνθηκολόγηση μαζί του. Ακόμα σκεφτόμουν: κι αν συμβεί κάτι και δεν είμαι σε θέση να πληρώνω τη δόση του δανείου;
Και μία μόνον από αυτές τις σκέψεις ήταν αρκετή για να μην αποκτήσω σπίτι.
Δεν πήρα σπίτι λοιπόν και ούτε απόκτησα ποτέ σπίτι. Προτιμούσα πάντοτε να ζω σε σπίτια που είχαν χτίσει άλλοι. Είμαι ένας ανθρώπινος κούκος λοιπόν. Και ευγνωμονώ τους εκάστοτε σπιτονοικοκύρηδές μου, γιατί αν δεν υπήρχαν αυτοί θα ΄ήμουν άστεγος και θα πέθαινα από το κρύο.
Σε όσους με ρωτούσαν γιατί κι εγώ δεν παίρνω δάνειο, έβρισκα διάφορες άλλες απαντήσεις να πω. Γιατί ήμουν σίγουρος πως αν τους έλεγα τους πραγματικούς λόγους, ούτε θα στέκονταν να τους ακούσουν, αλλά και αν τους άκουγαν, θα με κοίταζαν παράξενα και θα έφευγαν οικτίροντάς με χωρίς να τους συζητήσουν, χώρια τα επίθετα με τα οποία θα με στόλιζαν είτε μπροστά μου είτε από πίσω μου. Πάλι, δεν είναι καλλίτερο να διαλέγεις το σπίτι που επιθυμείς κάθε φορά που πρέπει να μείνεις σε μια πόλη, παρά να μένεις στο δικό σου σπίτι, και αν ακόμα δεν σου αρέσει; Και αφού δεν έμενα στην ίδια πόλη για περισσότερο από δυο-τρία χρόνια, θα έπαιρνα μαζί μου το σπίτι μου σε κάθε μετακόμιση;
Σου έγραψα λοιπόν και γιατί δεν πήρα δάνειο. Τι να γράψω άλλο παρά μνήμες; Ο άνθρωπος δεν είναι όλα όσα είπε ή έκανε στη ζωή του, αλλά ότι σκέφτηκε. Από όσα έκανε μένουν μόνον εκείνα που έχουν σχέση με την ψυχοσύνθεσή του, που δόνησαν κάποιες χορδές της ιδιοπροσωπίας του και ο απόηχός τους τον κατέχει ως τα σήμερα.
Ούτε ήμουν πολιτικός για να γράψω τα ιστορικά γεγονότα τα εποχής μου στα οποία συμμετείχα, ούτε αμιγώς ιστορικός ώστε να γράψω ιστορία.
Μα μήπως και όσοι γράφουν ιστορία γράφουν την ιστορία;
Οι ιστορικοί πιάνουν έναν πόλεμο και αρχίζουν να γράφουν για την αιτία  του και για την αφορμή του. Και λένε ότι ο πρωθυπουργός άλφα, επειδή η χώρα του υπέφερε από τον ασφυκτικό οικονομικό κλοιό στον οποίο την είχαν καταδικάσει, κήρυξε πόλεμο κατά εκείνων που της είχαν επιβάλει αυτό τον κλοιό. Και ξεμπερδεύουν. Λες και ξύπνησε ο πρωθυπουργός ένα πρωί, είδε ξαφνικά ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά και έκανε αυτό που έκανε. Πόσες όπως ήσαν οι συνιστώσες της συνισταμένης που ανάγκασε τον πρωθυπουργό να κάνει πόλεμο; Όσοι ιστορικοί περιγράφουν τα αίτια του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου, έγραψαν ότι στις τρεις του Ιουλίου του χίλια εννιακόσια τριάντα ο πατέρας σου είχε πονοκέφαλο; Ή ότι η θεία σου, την προηγούμενη ημέρα των γενεθλίων της έχασε το δαχτυλίδι της; Τι εύκολο είναι να λες γράφω ιστορία! Σαν να λέει ένας κτηνίατρος ότι η αγελάδα γέννησε επειδή ήταν έγκυος.
Πόσο αλήθεια οι ιστορικοί εξαπατούν ο ένας τον άλλο αλλά και τον εαυτό τους! Και το ίδιο κάνουν και οι μαθηματικοί που η δουλειά τους όλη είναι να βαζουν προβλήματα στον ίδιο τους τον εαυτό και μετά να κάθονται να τα λύνουν.
Το ίδιο και οι φιλόσοφοι, οι αντίποδες των μαθηματικών, που φτιάχνουνε λέξεις που τους δίνουν νοήματα που οι ίδιοι μόνο καταλαβαίνουν και γι αυτό μεταξύ τους μόνο τις χρησιμοποιούν.
Και γράφουν ένα σωρό δυσνόητα για το λαό βιβλία. Αλλά αυτός που έχει κάτι να πει δεν έχει ανάγκη να το στολίζει με επιτηδευμένες εκφράσεις, δύσκολες λέξεις και σκοτεινούς υπαινιγμούς. Μπορεί να το εκφράσει απλά, με τρόπο σαφή και καθαρό, και να είναι βέβαιος πως δεν θα αποτύχει στο σκοπό του. Γιατί η απλότητα υπήρξε πάντα προσόν όχι μόνο της αλήθειας, αλλά και αυτής ακόμα της μεγαλοφυϊας. Αν οι φιλόσοφοι αρκούνταν να γράφουν και να κοινοποιούν με τιμιότητα τις ιδέες τους, όπως ακριβώς τις συνέλαβαν και που είναι πραγματικά δικές τους, θα τους διάβαζαν πολλοί και θα τις δίδασκαν και στο περιβάλλον τους, όπως έκαναν με τις δικές τους ιδέες οι ιδρυτές θρησκειών ή οι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς.  Αλλά αντί γι αυτό βιάζουν τον εαυτό τους να κάνουν πιστευτό ότι σκέφτηκαν πολύ περισσότερο και πιο βαθιά, κι αυτό ακριβώς είναι το σφάλμα τους.  Αν κάποιος μπορεί να διαβάσει το βιβλίο του σύμπαντος και δεν μπορεί να εκφράσει τι είδε, ας σιωπήσει καλλίτερα όπως κάνουν οι απλοϊκοί άνθρωποι μπροστά σε ένα θαύμα ή σε μπροστά μια βαθιά κατανόηση.
Στην ουσία φιλόσοφοι και μαθηματικοί δεν διαφέρουν από έναν κατασκευαστή βαρελιών ή από έναν τσαγκάρη. Κι αυτοί έχουν λέξεις που χρησιμοποιούν μόνον μεταξύ τους και που κανένας άλλος δεν τις καταλαβαίνει. Αναρωτιέμαι: Γιατί να υπάρχουν οι μαθηματικοί και οι φιλόσοφοι; Τι προσφέρουν στον κόσμο μας; Ο τσαγκάρης ξέρει τουλάχιστο να μετράει και ξέρει να παίρνει τα μέτρα του παπουτσιού που θέλει να κατασκευάσει. Και αυτός που φτιάχνει βαρέλια φτιάχνει κάτι χρήσιμο για τους άλλους. 
Ο άνθρωπος αναρωτιέται και χωρίς να είναι φιλόσοφος τι να είναι τα αστέρια, ποιος δημιούργησε τον κόσμο, γιατί αλλάζουν οι εποχές. Βρίσκει δηλαδή για τον εαυτό του με τη συνείδησή του όλες τις φιλοσοφικές αλήθειες. Αν οι φιλόσοφοι θέλουν να τις εκφράσουν σε γνώση αφηρημένη, να τις υποβάλουν στη σκέψη, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους, ας το κάνουν με τρόπο που να ωφελείται η ανθρωπότητα και όχι μόνο για να αναιρεί ο ένας τους τον άλλο ή για να πάρουν μια έδρα πανεπιστημιακή ή για να μαλώνουν μεταξύ τους ποιος έκανε την μεγαλοφυέστερη σκέψη.     Αποτέλεσμα, η ζωή και ο θάνατος ίδιο μυστήριο κρύβουν από τότε που ο πρώτος άνθρωπος αναρωτήθηκε γι αυτά. Οι φιλόσοφοι και οι μαθηματικοί δεν τολμούν να παραδεχτούνε πως ότι κάνουν είναι μόνο ένα εύρημα για να περνάνε το χρόνο τους πάνω στη γη. Όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι.
Ο κόσμος έχει γίνει καλλίτερος με την βοήθεια των μαθηματικών; Κατηγορηματικά όχι. Δεν θεωρώ καλλίτερο τον κόσμο επειδή οι άνθρωποι σήμερα έχουν αυτοκίνητο, γιατί έχουν και ατομικές βόμβες. Και αν ακόμη τα μαθηματικά μας έδιναν μόνον αυτοκίνητα και όχι ατομικές βόμβες, πάλι δεν θα ήτανε καλλίτερος ο κόσμος μας. Το αυτοκίνητο θέλει χρήματα για την αγορά του και θέλει και δούλο τον αγοραστή του για να το περιποιείται και να το φροντίζει.
Ή μήπως οι φιλόσοφοι ωφέλησαν τον κόσμο; Κατηγορηματικά όχι. Δεν έδωσαν καμία απάντηση στα ερωτήματα του ανθρώπου.
Μας λένε οι φιλόσοφοι ότι η φιλοσοφία δείχνει προς το άπειρο, που παρόλο ότι υπάρχει, δεν το ξέρουμε. Πως η επιστήμη και ο κοινός νους επιδιώκουν να ξεδιαλύνουν όλες τις απορίες, η φιλοσοφία όμως αφήνει στην πραγματικότητα την τελευταία λέξη, γιατί η φιλοσοφία διερωτάται για το άγνωστο, το οποίο όμως έχει τον πρώτο λόγο ως άγνωστο. Και φέρνουν οι φιλόσοφοι για παράδειγμα των όσων λένε, την έννοια του απείρου. Στην έννοια του απείρου, η νοηματοδοσία της οποίας είναι η απάντηση στο οντολογικό πρόβλημα, καθίσταται σαφές ότι μία έννοια φιλοσοφική μπορεί, περιέχοντας τα πάντα να μην περιέχει τίποτε από την πραγματικότητα, αλλά να περιέχει τα πάντα, επειδή ακριβώς δείχνει προς την πραγματικότητα. Η έννοια του απείρου κυριολεκτικά αναφέρεται στο άπειρο, δηλαδή στο άγνωστο, και καταφέρνει χωρίς να λέει τίποτα, να εννοεί τα πάντα. Το σημαντικό που πετυχαίνεται με τη φιλοσοφική έννοια του απείρου, είναι να δείχνουμε πρις την ύπαρξη, προς το Είναι ως άπειρο, και να γνωρίζουμε έτσι κάτι που, παρόλο ότι υπάρχει, δεν το ξέρουμε. Μπορούμε να γνωρίσουμε έτσι την ύπαρξη ως άπειρη, παρόλο που δεν μπορούμε να την ξέρουμε. Για τον επιστημονικό νου άπειρο μπορεί να σημαίνει άπειροι κόσμοι, ή ακόμη μπορεί να σημαίνει μια έκταση του σύμπαντος ιλιγγιωδών διαστάσεων. Ο κοινός νους πάλι μπορεί να λέει άπειρο και να εννοεί το σύμπαν μέχρι τον Άρη. Και στις δυο περιπτώσεις και ο επιστημονικός και ο κοινός νους, νομίζουν ότι γνωρίζουν το άπειρο, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν την παραμικρή ιδέα για το άπειρο. Για τη φιλοσοφική σκέψη το άπειρο δεν είναι γνωστό, αλλά χάρις σ’ αυτήν, μαθαίνουμε ότι υπάρχει.
Δεν με πείθουν οι φιλόσοφοι με ο,τι λένε. Κατά τη γνώμη μου δεν χρειαζόνταν οι φιλόσοφοι για να μου πουν τι στο τέλος; Ότι μιλάνε για κάτι που τους είναι άγνωστο. Και ισχυρίζονται ότι ξέρουν πως το άπειρο υπάρχει. Λες και δεν το ξέρουν αυτό και οι επιστήμονες (καλλίτερα μάλιστα από τους φιλοσόφους), αλλά και ο κοινός νους-ότι το άπειρο υπάρχει. Εγώ μάλιστα θα προχωρούσα πέρα από αυτούς, σαν μηδενιστής που είμαι. Θα τους ζητούσα να μου πουν πώς γνωρίζουν ότι το άπειρο υπάρχει. Και είμαι σίγουρος ότι δεν θα μπορούσαν να μου απαντήσουν. Αλλά τώρα που είμαι μηδενιστής, τους πληροφορώ ότι πολλοί άνθρωποι, είτε επιστήμονες είτε άνθρωποι με κοινό νου, έτσι φαντάζονται το άπειρο, δηλαδή γνωρίζουν πως υπάρχει και ας μην το γνωρίζουν. Μου κάνει επίσης εντύπωση ότι οι φιλόσοφοι, ταυτίζουν το άπειρο με το Είναι. Έτσι όμως διαγράφουν τον Πλάτωνα και ταυτίζονται με τους υλιστές ή τουλάχιστον με τον Σπινόζα. Και όταν φέρνουν σαν παράδειγμα της αγνοίας τους τη ρήση του Σπινόζα «κανείς δεν ξέρει τι μπορεί το σώμα», δεν είναι σαν να παραδέχονται ότι αγνοούν τι μπορεί και το άπειρο;
Όσα βιβλία φιλοσοφικά κι αν διάβασα δεν αιστάνθηκα να με βοηθάει σε κάτι η φιλοσοφία. Στην ίδια άγνοια βρίσκομαι όπως ήμουν και πριν τα διαβάσω. Ίσως γιατί, τηρουμένων των αναλογιών των μεγάλων φιλοσοφικών νοών με αυτές του φιλοσοφικά μικρού δικού μου, εντούτοις ποτέ δεν θεώρησα το άπειρο να φτάνει μέχρι τον Άρη, ούτε ότι εξαντλείται σε κάποιες ιλιγγιώδεις έστω διαστάσεις του.
Σου έλεγα Γιωργία ότι στις Κλινικές που εργαζόμουν, είχα το άγχος της αντιμετώπισης ενός αγνώστου μου περιστατικού.Το ίδιο όμως συνέβαινε και κατά τη διάρκεια της νομαδικής μου ζωής όταν υπηρετούσα σε μεγάλα νοσοκομεία. Να ξέρεις πως από σένα εξαρτάται η ζωή ενός ανθρώπου. Τι αβάσταχτο φορτίο! Γιατί ποιος γιατρός μπορεί να πει πως είναι ενήμερος όλων των πιθανών ασθενειών ή κακώσεων που αφορούν στον άνθρωπο;
Και όταν έκανα καλά τη δουλειά μου σαν γιατρός, ευχαριστούσα την τύχη μου που μου είχε κάνει αυτό το δώρο.
Ο γιατρός σώζει ζωές. Σωστά. Και αυτή είναι η δουλειά του. Τις ζωές τις σώζει με πρόγραμμα και με ωράριο, εφαρμόζοντας γνώσεις που είχε αποκτήσει στη δουλειά του Και όταν σώζεις ζωές προγραμματισμένα, κάνεις την εργασία που κάνει και ο ράφτης που σου φτιάχνει ένα παλτό και σε γλιτώνει από την πνευμονία, ή ο παντοπώλης που σε προμηθεύει τρόφιμα που χωρίς τους δεν θα ζούσες. Άμεσα θυμάμαι πως έσωσα τη ζωή ενός στρατιώτη που μου τον έφεραν μελανιασμένο και μόλις να αναπνέει. Οι ανάσες που έπαιρνε όταν τον είδα ήσαν οι τελευταίες του. Είναι ευτύχημα που το νοσοκομείο είχε διαθέσιμες αμινοφυλλίνες και μάλιστα σε πρώτη ζήτηση από τον εκάστοτε εφημερεύοντα. Μία ενδοφλέβια ένεση αμινοφυλλίνης έκανε το θαύμα της. Ο άρρωστος, προτού ακόμα τελειώσω την έγχυση όλου του φαρμάκου στη φλέβα του, άνοιξε τα μάτια του, άρχισε να αναπνέει ξανά, το σώμα του πήρε πάλι το ροδαλό του χρώμα. Μαζί του ανάπνευσα κι εγώ. Και εις επίρρωσιν του «θαύματος» αυτού, ήρθαν οι πρώτες λέξεις στο στόμα του νεαρού διασωθέντα, που όπως αποδείχτηκε ήταν και ελαφρώς μάγκας, και που τις είπε με τόση δόση θαυμασμού που λίγο έλειψε να τον πιστέψω: «Γιατρέ, είσαι παίδαρος!»! 
Καλές και κακές στιγμές του επαγγέλματος, τραγικές άλλες, άλλες πάλι εύθυμες αφού είχαν καλό τέλος. Θυμάμαι που ένας πενηντάρης μου ήρθε με συμπτώματα σκωληκοειδίτιδος και στην σκωληκοειδή του όταν τον άνοιξα βρήκα σφηνωμένο ένα αγκίστρι από ψάρια που είχε φάει πριν τρεις ημέρες. Θυμάμαι που χειρούργησα έναν νεαρό ψυχοπαθή που είχε καταπιεί μια αρμαθιά κλειδιά. Την μεθεπομένη της εγχείρησης, κατάπιε έναν ονυχοκόπτη. Αυτόν του τον αφαίρεσε ο εφημερεύων της ημέρας εκείνης. Θυμάμαι έναν νεαρό από τα Καλάβρυτα με διάτρηση στομάχου. Όταν άνοιξα την κοιλιά του ήταν γεμάτη με τραχανά που είχε φάει την προηγούμενη ημέρα. Ο καημένος, του άρεσε ο τραχανάς και είχε φάει, όπως μου είπε, τρία πιάτα. Θυμάμαι και την τραγική περίπτωση ενός πλούσιου άραβα που περνώντας απρόσεχτα τις γραμμές του τρένου στην Κομοτηνή, έχασε αμέσως με την πρόσκρουση με το τρένο τα δύο από τα τρία παιδιά του που κάθονταν στο πίσω κάθισμα, ενώ το τρίτο μου το προσκόμισαν βαριά τραυματισμένο. Το παιδί σώθηκε. Θυμάμαι τον πατέρα να κάθεται στην καρέκλα του γραφείου των γιατρών με το κεφάλι χωμένο στις παλάμες του να μονολογεί: «Ήρθα με τρία παιδιά στην Ελλάδα, και θα γυρίσω πίσω με ένα…» Πώς να τον παρηγορούσα; Αυτός και η γυναίκα του δεν έπαθαν τίποτα. Και θυμάμαι πως ελλείψει ιατροδικαστή στην Κομοτηνή τότε, έκανα νεκροψία-νεκροτομή κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα. Οι πρώτες και οι τελευταίες νεκροτομές μου έκανα. Θυμάμαι και ακόμα τρέμω, πως όταν εφημέρευα σε μεγάλο νοσοκομείο συνέβη να χρειαστεί να επέμβω και να κάνω δυο σπληνεκτομές. Στο σινάφι των χειρουργών όταν ένας γιατρός κάνει την εγχείρηση αυτή θεωρείται πλέον πεπειραμένος και ότι μπορούν να του εμπιστευτούν και τη διεύθυνση Κλινικής. Εγώ ξέρω όμως με τι φόβο τις έκανα. Και ευτυχώς έφυγα από το στρατό πριν ερχόταν στο μυαλό κάποιου να μου αναθέσει μια τέτοια θέση.   Αναρωτιέμαι καμιά φορά όλοι οι χειρουργοί αισθάνονται αυτό τον τρόμο όταν επιχειρούν μία εγχείρηση για πρώτη φορά; Αλλά αυτά τα πράγματα ούτε ρωτιούνται, ούτε απαντιούνται αν ερωτηθούν. 
Ύστερα από τόσο άγχος που υπέφερα στην ιατρική μου ζωή θεωρώ ότι χρωστώ ένα μεγάλο ευχαριστώ στην καρδιά μου που δεν επηρεάστηκε δυσμενώς από αυτό.
Μιας και μίλησα για την Κομοτηνή, έχω δυο περιστατικά να σου εξιστορήσω, που δεν τα ξεχνώ και που θα αφήσω σε σένα να αποφασίσεις ποιο από τα δύο θα χαρακτηρίσεις σαν το δεύτερο θαύμα, από τα τρία για τα οποία σου μίλησα πιο πάνω. Εγώ δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιο ήταν το μεγαλύτερο από τα δύο.
Μια μέρα, όταν υπηρετούσα στην Κομοτηνή, με κάλεσε ένας φίλος τούρκος για να μου πει ότι πρέπει να πάμε σε ένα τούρκικο χωριό για να δω έναν άρρωστο. Δεν ήξερα τι δρόμο για το χωριό και με συνόδεψε ο ίδιος. Ύπαιθρος χώρος της Κομοτηνής, χωρίς δρόμους εύκολα βατούς. Μπήκαμε στο αυτοκίνητό μου, ένα φίατ 850, εγώ οδηγός και ο φίλος μου συνοδηγός, και πηγαίναμε. Βρεθήκαμε σε λίγο σε ένα χωράφι θερισμένο, όπου διαφαίνονταν στο χώμα το καλυμμένο με ξερά αγριόχορτα  ίχνη από ρόδες αυτοκινήτου. Ήταν ο «δρόμος» που μου υπέδειξε ο φίλος μου για να φτάσουμε νωρίτερα στο χωριό. Συζητούσαμε ξέγνοιαστα πηγαίνοντας και μάλιστα ο φίλος κάπνιζε. Φτάσαμε κάποτε σε ένα σημείο του χωραφιού όπου μπροστά μας και κάθετα προς την πορεία μας ήσαν οι ράγες τρένου, υπερυψωμένες όπως συνήθως είναι, είκοσι τριάντα πόντους πάνω από το γύρω έδαφος. Σταμάτησα φυσικά τελείως το αυτοκίνητο μπροστά τους, έβαλα πρώτη ταχύτητα για να ανέβω το υψωματάκι όπου πάνω του κάθονταν οι γραμμές του τρένου, και πάτησα το γκάζι. Αμέσως τότε, ακούω τον φίλο δίπλα μου να μουγκρίζει μην μπορώντας να αρθρώσει εκείνη την ώρα κάποια λέξη, να γυρνάει και να με βλέπει με τρομαγμένο βλέμμα και να μου δείχνει ταυτόχρονα με απεγνωσμένες κινήσεις των χεριών του πρις τα αριστερά μας. Προσπαθώντας να καταλάβω τι συνέβαινε και φερόταν έτσι, κοίταζα προς αυτόν προσπαθώντας να καταλάβω τι ήθελε να μου πει. Σημειωτέον ότι δεν μιλούσε καλά τα ελληνικά και εγώ δεν ήξερα διόλου τούρκικα. Κάποτε (όλα αυτά έγιναν σε κλάσματα του δευτερολέπτου), και ενώ συνέχιζα το μαρσάρισμα, γυρνώ προς τα εκεί που μου έδειχνε με χέρια, με μάτια, και με όλο του το είναι.  Και βλέπω το τρένο να έρχεται προς εμάς με μεγάλη ταχύτητα. Πάτησα το φρένο αμέσως κόβοντας τη φόρα που είχε καταφέρει να πάρει το φιατάκι και κοκκαλώνοντάς το έτσι σε λίγων εκατοστών απόσταση από τη δεξιά πλευρά του τρένου που ήδη περνούσε με την μεγάλη του ταχύτητα δίπλα μας. Το τρένο δεν είχε σφυρίξει. Δεν μας είχε δει και μας είδε την τελευταία στιγμή ο οδηγός μόνον; Ποιος ξέρει. Και ούτε είχε ακουστεί ο θόρυβός του που συνήθως ακούγεται από μακριά. Αυτό το δεύτερο το εξηγήσαμε κατόπιν γιατί η φορά του ανέμου ήταν αντίθετη. Και για να μη νομίσουμε ότι όλα αυτά ήταν ιδέα μας και ότι τίποτε αξιόλογο δεν είχε συμβεί, ο κακομοίρης ο μηχανοδηγός είχε βγάλει το μισό του κορμί από το παράθυρο της μηχανής του και χειρονομώντας και φωνάζοντας προς εμάς, μας έλουζε ποιος ξέρει με τι βρισιές και τι επίθετα. Καθίσαμε για λίγο εκεί που είχαμε μείνει, χωρίς να λέμε τίποτα, ώσπου καταλάβαμε πως ότι κι αν έγινε έπρεπε να συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Και αλήθεια, ευχαριστήσαμε καθένας το θεό του που μας γλίτωσε-εγώ το Θεό κι αυτός τον Αλλάχ πριν συνεχίσουμε.
Να και το δεύτερο θαύμα της Κομοτηνής.
Νύχτα δύο η ώρα παίρνω ένα τηλεφώνημα πως ένας κάτοικος ενός χωριού χρειάζεται άμεσα γιατρό γιατί «σβήνει». Εμένα ξέρανε, εμένα πήρανε. Να τους πω να τον πάνε στο νοσοκομείο; Πώς θα τον μετακινούσαν χωρίς τον κίνδυνο να τους μείνει στο δρόμο; Τους είπα να καλέσουν το νοσοκομείο, το κάλεσαν, μου λένε, και τους είπαν ότι το ασθενοφόρο είναι χαλασμένο. Γιωργία μιλάμε για δεκάδες χρόνια πίσω, που και μόνον ότι μια επαρχιακή πόλη διέθετε νοσοκομειακό ήταν επίτευγμα.
Ξεκινάω να πάω.
Μαζί μου για συντροφιά ήρθε και ο πατέρας μου που για λίγες μέρες είχε έρθει να με δει.
Ήτανε χειμώνας, κρύο και αέρας βοριάς βορειοελλαδίτικος. Σκοτάδι πίσσα γύρω που οι αναιμικοί φανοί ενός παλιού φίατ 850 πώς να διαπεράσουν… Το χωριό άγνωστο σε μένα, και μόνο από αυτόν που με κάλεσε πήρα μερικές πληροφορίες για το από πού θα πάω, άσχετος με την γεωγραφία της πόλης και των περιχώρων της. Προχωρούσαμε με το σκοτάδι γύρω μας μέσα σε άγνωστα μέρη, ακολουθώντας έναν στενό επαρχιακό δρόμο που ίσα χωρούσε ένα αυτοκίνητο. Ξάφνω βλέπω μπροστά μου τα κάγκελα μιας γέφυρας που σχημάτιζε μα τον δρόμο στον οποίο βρισκόμασταν γωνία ενενήντα μοιρών. Κάτω της, με βάθος περίπου τριάντα μέτρων έχασκε ένας γκρεμός, τον  πυθμένα του οποίου κάποτε θα κάλυπταν τρεχούμενα νερά και που τώρα ήταν ξερός. Αυτά τα διαπίστωσα μετά. Γιατί τη στιγμή που είδα τη γέφυρα, μέλημά μου ασυναίσθητο ήταν να σωθώ κι εγώ και ο πατέρας μου. Πηγαίνοντας λοιπόν προς το θάνατο, που δεδομένης της μικρή διεισδυτικής ικανότητας των φαναριών του παλιού μικρού μου αυτοκινήτου δεν απείχε πολλά μέτρα, άρχισα να δουλεύω πόδια και χέρια στα πεντάλια και στο τιμόνι αντίστοιχα, με σειρά και ταχύτητα που εκείνη τη στιγμή αποφασίζονταν ερήμην της λογικής, από κάποιο ένστικτο, από κάποιο ορμέμφυτο. Ένιωθα μόνο το αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών μου πάνω στο αυτοκίνητο, το οποίο πήγαινε μια δεξιά, μια αριστερά, μια έκοβε, μια προχωρούσε, πηγαινοφέρνοντάς μας κι εμάς ανάλογα μέσα στον χώρο του, ως το τέλος της πορείας του. Εκείνο που θυμάμαι καλά είναι ότι το τέλος αυτό ήτανε ακριβώς εκεί που άρχιζαν τα κάγκελα της  γέφυρας, που όπως είδα δεν θα άντεχαν να κρατήσουν ούτε το τόπι παιδιών που παίζοντας θα χτυπούσε πάνω τους.
Καμιά φορά σκέπτομαι για αυτήν ή παρόμοιες περιπτώσεις που ακούω από άλλους, ότι ίσως σε κάποια άλλη ζωή να έχουμε εκπαιδευτεί για την αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων, που σε εκείνη τη  ζωή να ήσαν καθημερινότητα, αλλιώς πώς να εξηγηθεί μια χωρίς τη χρήση της λογικης σωτήρια αντίδραση; Μήπως λέγοντας έτσι μιλάω με άλλα λόγια για το ένστικτο, ή μήπως το ένστικτο μας οδηγεί ολημερίς στην καθημερινή ζωή μας, και το αναγνωρίζουμε μόνον όταν μας προφυλάσσει από αντιληπτό από πριν κίνδυνο; Θεωρίες και σκέψεις ανώφελες… Η ουσία είναι ότι σωθήκαμε. Υπολογίσαμε ότι αν πέφταμε εκεί μέσα θα έβρισκαν τα σώματά μας ποιος ξέρει μετά πόσες μέρες, δεδομένου ότι από το μέρος εκείνο περνούσαν μόνον αυτοκίνητα, και ότι μέσα από το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να δει κανείς στο βάθος του πάλαι ποτέ ποταμιού και νυν ρέματος. Αφού συνήλθαμε από το συμβάν και πριν ξαναξεκινήσουμε, ο πατέρας μου είπε μόνο: «τυχερός ήταν ο….» και ανάφερε το όνομα προσώπου που υπολόγιζε ότι θα μου ήταν αγαπητό.

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

ΜΟΝΑΧΟΙ  ΤΟΥΣ
(Κομοτηνή, 1974, ομιλία Τρυπάνη με θέμα:Παλαμάς)

Ας παμε. Θα γελάσουμε πολύ.
Θα  `ναι και κείνος ο ψηλός
που του διπλώνει ο αφαλός
καθώς σε κάποιονε μιλεί
και η κοιλιά του σκύβει.

Θα ομιλήσει ο υπουργός
με θέμα  "Παλαμάς"
θα  `ναι καλά για μας
της Τέχνης ήταν λεπτουργός
νοήματα μεγάλα κρύβει.

Φουστάνια καλά θα φορέσουν
μετά την μπουγάδα οι κυρίες
(δε χάνουνε ευκαιρίες)
από τη βέρα θα πονέσουν
τα πρησμένα τους χέρια.

Οι ορισμένοι αξιωματικοί
τελευταίοι θα φτάσουν
και μπροστά θα κάτσουν
γίγαντες μικρονοϊκοί
με τα χοντρά τους ταίρια.

Μα πολύ θα κάνουμε χάζι
όσους μονάχοι τους πάνε
και γύρω τους κοιτάνε
με ντροπή και με νάζι
κάποιον γνωστό να χαιρετίσουν.

Όμως άγνωστοι καθώς είναι
γιατί αυτά δεν τ`  αντέχουν
και οι καημένοι δεν έχουν
πού την κεφαλήν κλίναι,
μοναχοί τους κι εδώ θα καθήσουν.
          ΠΡΑΒΙ

Τέσσερους μήνες έχω εδώ
τέσσερους μαύρους μήνες.
Μακριά  'πο χάδι και φιλί
κι από αγκαλιά και φίλο.

Σκελετωμένα χέρια-άσαρκο κορμί
ώρες βαριές-πικρό ψωμί
στον τόπο αυτό τον έρημο
στον τόπο αυτό τον ξένο
που χάνεται η προσευχή
πριν φτάσει στο Θεό
που ο Διάβολος τον ρήμαξε
με τ'  αγκαλιάσματά του-
με τα φριχτά του χέρια-
στον τόπο αυτό τον έρημο
στον τόπο αυτό τον ξένο
τέσσερους μήνες έχω εδώ
τέσσερους μαύρους μήνες..
            Ο  ΜΟΝΑΧΟΣ

Τα χείλη του ματαίως ψάλλουν υμνωδίας.
Aνίερα φιλήματα τω όντι επιθυμούν.
Kι αντί του οίνου της Θείας  Κοινωνίας
θα  ’θελε το ποτήριον να  ’ναι πλήρες ηδονής.

Μα δεν τον έστειλε κανείς-
μόνος του επήγε-μάλιστα άνευ εμφανούς αιτίας-
και εμόνασε. Φαίνεται ανήκει εις αυτούς που προτιμούν
μόνο όταν είναι λίαν επικίνδυνοι τας αμαρτίας.
        ΛΙΛΙΑΝ

Σπανίας τέχνης ήσαν οι Ερινύες του.
Την φοβεράν μορφήν των
την εκδικητικήν των μανίαν
το διατιτραίνον βλέμμα των-
όλα θαυμάσια τα είχεν αποδώσει.

Τόσον που ο αστυνόμος
πρόσθεσε στο καρνέ του όταν τις είδε:
"Δεύτερον: Ερινύες".
Στο  "πρώτον"  έγραφε: "Λίλιαν"
και πιο πάνω: "Στοιχεία ενοχής ζωγράφου
δολοφονία γυναίκας του".
(Η Λίλιαν ήταν μια μικρή απ' τις συνηθισμένες-
ένα πορνίδιο).
Ν' ΑΓΚΑΛΙΑΖΑΝ

Πεύκων δάση, αγριοπούλια,
ψηλοκόρυφα βουνά,
λαμπροήλιε, αστέρια, πούλια,
χίλια θάματ' αυγινά,

λάλο ρυάκι, θεία δύση
άνοιξή μου γιορτινή,
φθινοπώρου εσύ μεθύσι,
καταγάλανοι ουρανοί,

τι κι αν είστε ωραία τόσο
είστε τόσο αλαργινά..
Α! Να γίνονταν ν' απλώσω
τα δυο χέρια τα ορφανά

και πιο τέλεια-και πιο πλέρια
να σας νιώσω-πιο βαθιά…
Α! Ν' αγκάλιαζαν τα χέρια
όσα χαίρεται η ματιά!..
ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Το φως του λαμπτήρα, ξάφνου
την εξουσία του χάνει.
Φέγγει ακόμα, μα νιώθει.
Ο βασιλιάς έρχεται. Και θαμπωμένο
μπροστά του αναπότρεπτα θα υποκλιθεί.

Θορυβώδη ποδοβολητά στρατιών ακτίνων
που από μακριά γρήγορα φτάνουν
κάνουν να τρέμει
και πελιδνό να γίνεται κάθε αναμμένο.

Από το μέτωπο της φωτιάς
το στέμμα κατρακυλάει
ψυχρό κιόλας.

Λίγο ακόμα, και όλα θα νήχωνται
μέσα στην πηχτή, απρόσμενη
αστραφτερή θάλασσα, μέχρις ότου
η ξαφνική, παράλογη κατοχή πάψει,
και τ’ αστέρια,
το τρεμοφέγγισμα και την ωχρότητά τους
πάλι φανερώσουν.
Ο ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ

Όταν του μιλούν απ’ το παράθυρο
σαν να μιλούν σε νεκρόν είναι.
Kαι σε αρρώστους ακόμα
αλλιώς τις λέξεις-με απαίτηση-συλλαβίζουν.

Από σπλαχνιά μπορεί και να το κάνουν
για τους ίδιους
να μην του δώσουν την οδύνη τους να καταλάβει
που τόσα πράγματα τους λείπουν.

Εκείνος
θαρρετά τους κοιτάζει
και ό,τι αυτοί θα ’θελαν
με ενα άπλωμα του χεριού του αυτός έχει.

Και όταν τον πληρώνουν
σαν έναν οβολό να του δίνουν είναι
για να τους περάσει απέναντι
στο δικό του βασίλειο.
        ΣΠΙΘΑ

Έχω ένα σκυλί.
Μες στον κόσμο αυτό
τον εχθρό και το σάπιο
έχω κάποιον.

Σα με δει κουνά
χαρωπά
την ουρά του.

Αν φανεί ντορής
ρίχνει ευθύς
τ’ αυτιά κάτου.

Κότα ή πουλί
σε βολή
δεν αφήνει

κι "έλα!" σαν του πω
τρέχει εδώ
με βιασύνη.

Βόλτα όταν πεζοί
οι δυο μαζί
κάπου πάμε

γλώσσα ίδια μια
μοναχά
δεν μιλάμε.

Μα αίσθησες και νους
με κοινούς
ρυθμούς τρέχουν

κι ούτε μια στιγμή
βαρετή
τα δυο έχουν.

Έχω ένα σκυλί.
Μες στον κόσμο αυτόν
τον εχθρό κι το σάπιον
έχω κάποιον.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ  ΠΟΛΟ

Οι άνθρωποι πιάνουν τη ζωή και τη σκαλίζουνε
και τη διϋλίζουνε... την κοσκινίζουνε... την αναλύουν...
και βρίσκουν μέσα της μονάχα πίτουρα
και περιττώματα
και σάπια φλούδια.

Ύστερα
λίγο έκπληκτοι, όμως αποφασιστικά
παίρνουν απ’ το μπακάλικο χρυσές μπογιές κι αρώματα
και με πολλή πολλή επιμέλεια
ντύνουν τα πίτουρα χρυσάφι κι ευωδιές τη βρώμα.
Ας ειν’ καλά.  Σ’ ένα μασκάρεμα καθώς αυτό
οι ανεύθυνοι αρέσκονται-ο κόσμος όλος.

Ομως τ’ Ωραίο
το Ιδανικό
το Αληθινό
το Απροσποίητο
βρίσκεται-απροσπέλαστο γι αυτούς-
στον άλλο πόλο.
Η ΚΥΟΦΟΡΟΣ

Γι αυτήν
ξαφνικά όλα πιο μεστά είναι. Το Αϊδιο
όρμησε μέσα της
σφιχτά κρατώντας όλα τα πρόσκαιρα
στα νοητά του χέρια και προετοιμαζόμενο
γι άλλη μια φορά
τις βαριές του ν' ανοίξει κουρτίνες.

Κολυμπώντας στο αίμα
και σε βελούδινους πάνω κροσσούς κοιμώντας
θα ενοικήσει εκεί
ώσπου σε μία γνώριμη να δεθεί μορφή-
που κιόλας απ' τους έξω είναι αναμενόμενη-
γνώριμη τόσο που προτού
με όλες τις ιδιοτυπίες της φανεί
καλυπτήρια έκτυπα του σώματος και των μελών της
η κυοφόρος ετοιμάζει.

Και από τα μέσα της μαστορέματα ζάλη μόνο
από την Αντίθετη Πορεία θα νιώθει
και θα εμέσσει από το Αδιαχώρητο
που κι αυτά όμως
λέγοντας απλά "είμαι έγκυος"
σαν δήθεν επαϊουσα
θ' αντιπερνά.
ΦΟΡΩΝΤΑΣ

Φορώντας το πράσινο
φορώντας το κίτρινο
φορώντας το μπλε
μας κόπιασες Άνοιξη.

Σαν νύμφη χορεύοντας
σαν κόρη ερωτεύοντας
σαν νια τραγουδώντας
μας κόπιασες Άνοιξη,
κρατώντας τ' αστέρι
κρατώντας τ’ αγέρι
κρατώντας φιλί.

Και κραδαίνοντας
την ανυπομονησία
τον παραλογισμό
και την ασπλαχνιά μας ήρθες.
Ο ΠΑΝΙΚΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Πατά γυμνός σε πετρώδη εδάφη
μακριά 'πο ήλιου φως
και κύκλους μέσα στο σκότος γράφει
σαν λύκος μοναχός.

Οσμήν εχάρισε μόνο η φύση
στο σώμα το σκυφτό
και όπου κάπου του Έρωτα ανθίσει
το ρόδο το γλυκό,

ταχύς πετά ο πανικός της Αγάπης
σαν σκότους αστραπή
και πριν χαρεί δροσιά ο διαβάτης
το άνθος θα κοπεί.
ΤΟ ΤΩΡΑ

Σκόνη χρυσή που κάθοντας
πάνω στα περασμένα
δίνεις το κάλλος στ' άσχημα
τη γεια στα πονεμένα,

που δίνεις πλούτο στα φτωχά
δίνεις στα γκρίζα χρώμα
και μέλι κάνεις γκυκερό
κάθε πικρό μας πιόμα,

σκόνη χρυσή που απόμεινες
η μόνη μας ελπίδα
έλα σε μας-το άπατο
του χρόνου ρυάκι πήδα

και μείνε μέσα στο Παρόν
τα μαγικά σου δώρα
ανάγκη έχει όχι το Χτες
μα πιο πολύ το Τώρα.
ΘΥΜΑΤΑΙ

Ερώτων παρανόμων ιστορίες
μακριά απ’ την κλίνην την συζυγικήν
θυμάται.
Τότε που νέα ήτο και την πρόσεχαν
και μέρα βαρετή καμιά δεν είχε.
(τι αλλαγαί κλινών! τι αλλαγαί σωμάτων!
τι πανδαισία μεθυόντων αρωμάτων!)

Και τώρα να πού έφθασε: έναν αλήτη έχει
κι αυτόν με δυσκολία τον κρατεί.
ΠΑΡΑΞΕΝΟ

"Αντίθετα από σε
εγώ έχω εμορφιάν
το σώμα όπως πρέπει καμωμένο
στα μέλη συμμετρίαν
και πρόσωπον ηδύ.
Παράξενο το βλέπω
το αγόρι το δικό μου να τραβήξεις".

"Κι αν έχεις εμορφιάν
και πρόσωπον ηδύ
για την αγάπην είσαι
ένα μικρό παιδί.
Δεν έχεις κοιμηθεί
όπως εγώ με τόσους
και ποιος θα σου την μάθει
του έρωτα την τέχνην;"

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

ΜΟΛΥΒΊ

Ξέρω: σε λίγο θα ροδίσεις τα σύννεφα
κι σ' όλα γύρω σου ένα πορτοκαλί θα δώσεις χρώμα.
Ύστερα κόκκινο, πιο κόκκινο,
που λίγο λίγο αναιμικά θ' αδυνατίζει,
κι όταν τελείως πια θα 'χεις βυθιστεί
ένα μολυβί βαρύ.

Και ξέρω,
τ' άλλο πρωί τα ίδια τώρα ανάποδα θα κάνεις
καθώς θα 'ρχεσαι:
μολυβί, κόκκινο, πορτοκαλί,
και πια άσπρο-αυτό το ανήλεο
εξονυχιστικά ερευνητικό
παμφάγο άσπρο.

Και κάθε μέρα πάλι τα ίδια... και τα ίδια... και τα ίδια.
Ίδιες ιδέες, ίδιες εικασίες, ίδια πράγματα.

Σε βαρέθηκα ήλιε.
Η ΠΡΩΤΗ

Απάνω στο βιβλίο μου
καθώς καθόμουνα στο ηλιοστάσι
μια μύγα ήρθε να διαβάσει.

Τα πόδια της ελύγισε
και 'στάθη λίγο έτσι διπλωμένη
στο διάβασμά της ξεχασμένη.

Κατόπι εσηκώθηκε
και το σοφό της ξύνοντας κεφάλι
"θεέ μου", είπε, "τέτοιο χάλι

ποτέ δεν το περίμενα:
οι άνθρωποι μοχθούν να μάθουν ό,τι
για μας η γνώση ήταν η πρώτη".
ΜΙΚΡΟ ΠΟΙΗΜΑ

Πάνω στο γράμμα γράμμα
το πρώτο θα σβηστεί
πάνω στο θάμα θάμα
το 'να θα ξεχαστεί.

Πάνω στον πόνο πόνος
πα 'στον καημό καημός
διπλά μετράει ο πόνος
διπλά μετρά ο καημός.
Η ΔΡΟΣΙΑ

Η δροσούλα την αυγή-
η καλή δροσιά
μες στη γειτονιά
στάλα στάλα πέφτει.

Μη της παίρνεις τη ζωή
όταν περπατάς
μη τήνε πατάς
κόσμε δροσοκλέφτη.
ΣΤΑΡΙ ΣΤΟ ΣΑΚΙ

Τόσο πολλά είναι μέσα στο μικρό χώρο
και τόσο κοντά το ένα στο άλλο, τα πριν
τόσο απλωμένα, που,
ασυνήθιστα σ' αυτό
ασφυκτιούν. Η μέσα τους ζωή
πιεσμένη έτσι, κινδυνεύει
όλη κλείσιμο να γίνει και υπομονή.

Ν' αγαπιούνται, όμως, έμαθαν εκεί,
χωρίς υπεκφυγές. Αλλιώς
θα ξέφευγαν από την ηρεμία του κέντρου τους,
και θα έμεναν χωρίς ελπίδα, κάποτε,
σε πεδίο πλατύ να ριχτούνε,
και με της γης την ευλογία, το πράσινο,
που τώρα σαν σε όνειρο κατέχουν,
να φανερώσουν.
ΝΑ ΦΟΒΗΘΟΥΝ

Το πλοίον τρέχει απτόητον απ' τα κύματα.
Η θάλασσα ας γυρεύει θύματα.
είναι καλά τριγύρω φυλαγμένο
με σίδερα φτιαγμένο.

Ο πλοίαρχος φλυαρεί με μια κυρίαν
οι ναύτες τραγουδούν στην πρύμνη
κι οι επιβάτες κάτω διασκεδάζουν.
Μ' αυτό το πλοίον τίποτα δεν έχουν
να φοβηθούν.
Είναι καλά τριγύρω φυλαγμένο
με σίδερα φτιαγμένο.

ΟΙ ΑΣΧΗΜΕΣ

Στις άσχημες γυναίκες που η μοίρα
τους όρισε αγέλαστη μια ζήση-
που μένουν τα όνειρά τους πάντα στείρα
κι ο ήλιος τους γνωρίζει μόνο δύση,

στις άσχημες γυναίκες που τον πόνο
για σύντροφο πιστό τους έχουν πάντα-
στις άσχημες γυναίκες αφιερώνω
αυτή τη λυπημένη την μπαλάντα.

Σ' αυτές κανείς δε στέλνει ωραία δώρα
και ποιήματα θερμά κανείς δε γράφει.
Φορέματα γι αυτές δε φτιάχνει η μόδα
κι είν' άφωτοι τα μάτια τους δυο τάφοι.

Ο πόθος τις θερίζει κάθε βράδυ.
προσεύχονται για έστω μια θωπεία,
ελπίζουν όμως άδικα, το χάδι
γι αυτές το ερωτικό μια ουτοπία.

Παράσιτα που ζουν λησμονημένα
σ' ανθένιο μοσχομύριστο φυτώριο.
Γράμματα με βιασύνη στριμωγμένα
σε κάποιου τετραδίου το περιθώριο.

Μπροστά τους ξεχωρίζουνε δυο δρόμοι:
αυτός της θλιβερής κι ανούσιας ζήσης
μακριά από τους ανθρώπους και ακόμη
μακριά απ' του έρωτα τις συγκινήσεις,

κι εκείνος της πικρής της επαιτείας
για χάδια που ποτέ τους δε θα βρούνε
ενώ τα σιγανά της ειρωνίας
τα γέλια, μες στ' αυτιά τους θα ηχούνε.

Ανέραστες και φρούδες ερωμένες
μια κρύα σαν τις άλλες θα πεθάνουν
νυχτιά, με τις παλάμες απλωμένες
προς έναν ουρανό που δε τον φτάνουν.

Και πάνε στην αφάνεια και στη λήθη-
κανένας μια κυρία δε θυμάται
που μόνη στη ζωή της εκοιμήθη
καθώς και τώρα αξύπνητα κοιμάται.

Κι αφού δεν τους εχάρισαν για δώρα
οι θείοι ποιητές αθάνατα έπη
οι άσχημες γυναίκες θα 'χουν τώρα
την άσχημη μπαλάντα που τους πρέπει.
ΟΤΑΝ

Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού το δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς ακόμα να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι,
για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.

Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ’ αφήνουνε να μένεις.

Για δίκαιο μη μιλήσεις-
για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στη μάχη.
Τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τόνε θυμώσει τον εχθρόν
που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.

Και ξέρεις δα οι νικητές τι εύκολα θυμώνουν.
ΝΑ ΧΩΡΙΖΟΥΝ

Του χωρισμού των έφθασεν η μέρα.
Αδύνατον να πάνε παραπέρα.
Το ένιωθαν καλά-το τέλος είχε φθάσει.

Χωρίσανε το βράδυ με αοριστίες
για τη συνάντησιν την επομένην
"τηλέφωνο θα πάρω κάποια μέρα..."
"θα περιμένω-ναι-εξάπαντος..."

Μα ήξεραν πως έλεγαν κενά-
ούτε αυτός θα έπαιρνε, ουτ' εκείνη
στ΄ ακουστικό θ' ανέμενε όπως πρώτα.

Είναι μια μέθοδος καλή κι αυτή
γι ανθρώπους ευαισθήτους
να χωρίζουν.

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ' ατσαλένια
και με το χέρι εχάιδεψε τ' ατσάλινά του γένια.
Τ' όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.

Κι ως το 'δε ο γίγας τ' ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσ' η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ' του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.
Η ΜΟΥΣΙΚΟΥΛΑ

Όταν το σούρουπο μεστώνει
και πριν ακόμα γίνει βράδυ
τις θείες νότες της απλώνει
μια μουσική γλυκιά σα χάδι.

Πέφτει απαλά σαν τη δροσούλα
μες στη σιωπή της γειτονιάς μου
όπως ανέγγιχτη νυφούλα
σε γιορτινό κρεβάτι γάμου.

Και με τρυπά σαν νοσταλγία
και με πονεί σαν ερωμένη
η μαγική της μελωδία
που στον αέρα είναι χυμένη.

Μήπως του Πάνα η φλογέρα
και του Απόλλωνα η λύρα
ξεπροβοδίζουν την ημέρα
χαρίζοντάς της τέτοια μύρα;

Μήπως σε με που δε με ξέρει
τη θαλπωρή από το θέρο
και τη γαλήνη απ’ τ' αστέρι
στέλνει η καλή που δεν την ξέρω;

Ή μην ο αγέρας απ' τα μάκρη
σοφός ως έρχεται του κόσμου
του ταξιδέματος το δάκρυ
και τη χαρά σταλάζει εντός μου;

Α! Του σπανίου τους του κάλλους
γνώστες δεν ειν' αυτοί οι ήχοι.
Από ποιητές φύγαν μεγάλους
κι ήρθαν σε με να γίνουν στίχοι.
ΕΝΟΣ ΓΥΜΝΟΥ

Η λερή επιφάνεια του τραπεζιού θυμίζει
πως κάποτε τρώγαν πάνω του.
Διακρίνω τον κύκλο του ποτηριού
τον κύκλο του ζεστού καρβελιού
και τον κύκλο ενός γυμνού κορμιού-
πρέπει να 'ναι της εξαδέλφης
που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα.
ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ

Αρίζωτοι στη νέα, κι απ' την παλιά τους
πατρίδα ολοσχερώς ξεριζωμένοι
χαμένοι, με χαμένη τη χαρά τους
περνούν οι μετανάστες εις την ξένη.

Και κάνουν συγκεντρώσεις οι καημένοι
και λεν: "η αγαπημένη μας πατρίδα…"
Όμως πολύ δεν είναι αγαπημένη
κι όλο λιγότερο είναι πατρίδα.
ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ


-Σύννεφο συννεφάκι μικρούλι, λευκωπό
πώς βρέθηκες μονάχο στον γαλανό ουρανό,
και πας με τ' αγεράκι που πνέει απαλό
και μια φτερά αγγέλου θυμίζεις, μια σταυρό;
Γωνιά καμιά δεν έχεις-σκιά για να σταθείς
ο ήλιος θα σε κάψει-θα σβήσεις-θα χαθείς.

-Αφού εν' αδέρφι βρήκα στης γης την απλωσιά
χαρά δε θέλω άλλη-δε θέλω άλλη δροσιά.
Και τόπο αν κανένα δε θα 'βρω να σταθώ
κι αν σβήσω κι αν διαλύσω, ποτέ δε θα χαθώ:
η έγνοια στη φωνή σου κι η ζέστα στη ματιά
παντοτινή μου ασπίδα στου χρόνου τα σπαθιά.
ΝΑ ΤΑ ΦΥΛΑΤΕ


Όταν δειτε ένα κομμένο
άνθος κάτω πεταμένο
μη καλοί μου το πατήστε
κι ούτε κάτω να τ' αφήστε.

Και τα δυο τα χέρια απλώστε
στοργικά να το σηκώστε
και να το 'χετε μαζί σας
σα χαρά και σα γιορτή σας.

Κι αν σας βρουν κακές ημέρες
κι αν η βάρκα βγει σε ξέρες
κι αν σας θλίβουν όλοι οι τόποι
κι αν σας διώχνουν οι ανθρώποι

τότε βγάλτε και μυρίστε
το λουλούδι-θ' απορήστε
πώς λησμόνια και γαλήνη
εν' ανθάκι τόση δίνει.

Και οι πόνοι σας θα γιάνουν
και οι θλίψες θα μαράνουν
και θα γίνουν ευωχία
τ' άσημά σας τα ψιχία.

Σημασία λίγη δώστε
κι ό,τι λέω φίλοι νιώστε:
τ’ άνθη μη-μην τα πετάτε-
στην ψυχή να τα φυλάτε.
ΤΟ ΚΕΡΙ

Θα πήγαινε ν' ανάψει ένα κερί.

Το ύφος του θα διόρθωνε εις συντετριμμένον 
με βήματα μικρά θα έμπαινε, διστακτικά
και με σκυφτό κεφάλι.
Θα έκανε μια κίνησιν φιλήματος
προς την εικόνα-
όμως χωρίς να ακουμπήσει στο γυαλί-
μετά δυο τρία βήματα οπίσω
κάμνοντας ταυτοχρόνως το σημείον του σταυρού.

Ύστερα ήταν το κερί. Για να τ’ ανάψει
σήκωμα του κεφαλιού
(να μην καούμε κιόλας),
στερέωσις του κεριού στο μανουάλι
κι υπόκλισις μετρία προς το ιερόν.
Σ' αυτή την στάσιν πέντε ως δέκα δευτερόλεπτα
με το σιαγόνι ν’ ακουμπά στο στέρνον
κι ύστερα έξοδος ως είχε μπει:
αθορύβως.

Μα το κυριότερον είναι το πρόσωπον να κρύβονταν.
Α! Να! Θα πήγαινε την ώρα
που το σκοτάδι πέφτει λίγο λίγο
ενώ τα φώτα δεν ανάβουνε ακόμα.
Στο μισοσκόταδο
το πρόσωπο
σχεδόν καθόλου δεν θα φαίνονταν.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

ΞΑΝΑ

Είχε δυο χρόνια να τη δει.
Είχε δυο χρόνια να τον δει.

Τυχαία συναντήθηκαν.

Εκείνη κάποιον άλλον εσυνόδευε.
Εκείνος κάποιαν άλλη κουβαλούσε.

Στη μνήμη των οι νύκτες ήλθαν
οι ατελείωτες
που πέρασαν μαζί
αναλλοίωτες.

Τους διώξαν και τους δυο το ίδιο βράδυ
κι ενώθηκαν ξανά το ίδιο βράδυ.
ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439

"Πόσο μας κούρασαν κι αυτοί οι Λατίνοι…
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!

Τίποτα αυτοί. Ανυποχώρητοι.

Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με τον Μουράτ απέξω από την Πόλη;

Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν...και συσκεφτόμασταν…
(κουράστηκα στο τέλος).

Και φύγαμε ατιμασμένοι απ' τη Φερράρα-
υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν…

Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε,
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτερα οι Τούρκοι απ΄τους παλιο-Λατίνους".
ΟΙ ΦΙΛΟΙ


"Τους φίλους τους μικρούς θα παραιτήσω
και συντροφιές μεγάλες θα ’βρω-
στο νουν και στην ευγένειαν και στα ήθη-
κι εις το εξής μ' ομοίους μου και μόνο θα μιλώ".
Έτσι σκεπτόταν, έτσι επάσκιζε
έτσι του 'πρεπε πραγματικά.

Μα όταν έφθανε της μοναξιάς το χάος
εις φίλους έτρεχε μικρούς να το πληρώσουν.
Και τα κοινότατα άρχιζαν-
οι γυναίκες
τα χαρτιά.

Αυτούς τους φίλους τότε τους ευγνωμονούσε.
Καλά που βρίσκονταν κι αυτοί.
Στις τέτοιες του στιγμές
ποιος θα τον δέχονταν
μεγάλος…
ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

Και πια δεν ξέρουν τι να κάνουν
και τι τεχνάσματα να επινοήσουν
και κάνουνε τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα
λιγάκι μόνο αλλάζοντας κάθε φορά
τις λέξεις, τις κινήσεις, τις εκφράσεις.

Οι άλλοι πάλι χειροκροτούν
σαν να ’τανε το θέαμα κάτι νέο
και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν
και γράφουν κριτικές επωφελείς
και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν
κι εκφράζουν "ανυπόκριτον χαράν"
και λεν: "αυτή
ήτο μια νέα ερμηνεία τω όντι"
και το επαινούν και το αινούν και το θαυμάζουν
γιατί τι άλλο να 'καναν
και πώς να πούνε
πως όλ' αυτά είναι μιαν άρνηση κι ένα κενό
που τότε το κενό θα ’παιρνε εκδίκηση
αποκαλύπτοντας αυτοστιγμεί
πως ούτε η τέχνη είναι καταφύγιο.
ΤΟ ΑΤΥΧΟ

Είχε ανοίξει ένα μαγαζί
κι αυτό πήρε φωτιά. Μαζί
κάηκαν όλα τα λεφτά του
που είχε πάντοτε κοντά του.

Αυτό στα εικοσιδύο του.
Μετά πήρε απ’ το θείο του
δάνειο χιλιάδες εκατό
κι άνοιξε άλλο. Μα κι αυτό

έπεσε έξω. Διόλου δουλειά.
Και το ’κλεισε. Ύστερα πουλιά
με κάποιον άλλον επουλούσε
όμως ο άλλος τον γελούσε.

Κάτι ψευτοεπαγγέλματα
κάτι ύποπτα μπερδέματα
εκαταπιάστηκε μετά
όμως δεν έβγαζε αρκετά.

Τώρα σαράντα ετών φυτοζωεί ν
πώς να την πεις αυτή ζωή…
και μια κυρά που 'χε γνωρίσει
τώρα κι αυτή τον έχει αφήσει.

Ο κύκλος φαίνεται έκλεισε.
Λίγο νωρίς αλλά έκλεισε.
Άνοδο πλέον δεν καρτερεί
αυτό το άτυχο παιδί.
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά.
Μέσα κανείς δε θα ’δει.
Ο σκύλος έξω ας αλυχτά
μέσα τ' αηδόνι ας άδει.

Έξω σκοτάδια είναι πηχτά
κι εδώ το φως πλαντάζει
μα ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά
κανείς δε μας κοιτάζει.

Οι άνθρωποι είναι βιαστικοί
και δεν τους μένει ώρα
ν’ αργοπορούν εδώ κι εκεί
με φώτα χρονοβόρα.

Άνοιξε διάπλατα λοιπόν.
Το σαρκοβόρο σμάρι
έξω ας βοά μαύρων γυπών
ας λάμνουν μέσα γλάροι.

Έργα έχουν άλλα, σοβαρά
οι άνθρωποι να πράξουν-
’σύχασε' ούτε μια φορά
εδώ δε θα κοιτάξουν.

Στο τέλος κάποιος κι αν δειλά
το βλέμμα εδώ γυρίσει
κι ό,τι να δει, ξέρεις καλά
πως δε θα εννοήσει.
ΤΑ ΧΑΡΤΑΚΙΑ

Ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια
που έβγαλε σωρό από την τσάντα.

Άσπρη ανάμεσα στις κόκκινες καρέκλες και σοβαρή
ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια.

Το BREAKFAST διπλωμένο πάνω στο τραπέζι
κι αυτή έβαζε σε τάξη τα χαρτιά.

Όταν τελείωσε ήρθε ένας εξηντάρης
κοκκινοπρόσωπος, 
μ' ένα καφέ ριγέ κουστούμι
κρατώντας στο 'να χέρι τον καφέ
και τ' άλλο έχοντάς το μες στην τσέπη
και την πήρε.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

THE BABY DANCE
(by Ann Taylor)
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΡΟΥ 
(μετάφραση από το αγγλικό)

Χόρευε μωρό μου-χόρευε μωρό.
Η μαμά σου-μη σε νοιάζει-είναι εδώ.
Φώναζε και κάνε συ ναζάκια
Χόρευε μωρό μου-ωπαλάκια!

Πήδα από το πάτωμα
μέχρι το ταβάνι
δε θα πέσεις η μαμά
ειν’ εδώ-σε πιάνει.

Χόρευε μικρό μωρό μου
κι η μαμά σού τραγουδά
ωπαλάκια ωπαλάκια
ωπαλάκια οπαλά.
12

THE CANARY
ΤΟ ΚΑΝΑΡΙΝΙ
(by Εlizabeth TURNER)
 (μετάφραση από το αγγλικό) 

Η Μαίρη είχε ένα καναρινάκι
με φτεράκια κίτρινα και λαμπερά
και λεπτούλι κάθε ποδαράκι.
Ήταν ένα καναρίνι μια χαρά.

Με χαρούμενες νότες τραγουδούσε
που έκαναν τη Μαίρη ευτυχισμένη.
Το κλουβάκι του όταν κρεμούσε
να τ’ ακούει καθόνταν μαγεμένη.

Ψίχουλα και νόστιμα σποράκια
κάθε μέρα τάιζε το πουλάκι.
Το κλουβί με φρέσκα χορταράκια
στόλιζε και το ’κανε παλάτι.

Αυτό λοιπόν μικρέ μου φίλε μάθε
και πια  κανόνας της ζωής σου ας γίνει:
μ’ ευγένεια και χαμόγελα πλήρωνε κάθε
φίλο που αγάπη αληθινή σου δίνει.
A WORM IN MY POCKET
(by Jodee Samano)
ΕΝΑ ΣΚΟΥΛΗΚΙ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΜΟΥ
(μετάφραση από το αγγλικό)

Γυρίζοντας απ’ το σχολειό μια βροχερή ημέρα
ένα σκουλήκι είχα δει που έμοιαζε να κρυώνει.

Ήταν μεγάλο. Το ’πιασα με το γυμνό μου χέρι,
το σήκωσα και θαύμαζα πόσο μεγάλο ήταν.

Και είχε τόση ομορφιά, τόση μεγαλοπρέπεια,
που το ’βαλα στην τσέπη μου για να το πάω στο σπίτι.

Σα δείξω στη μητέρα μου αυτό το εύρημά μου
ελπίζω πως θα μου ειπεί: «μπορείς να το κρατήσεις.»

Όταν της το ’δειξα έπλενε τα πιάτα στην κουζίνα.
Ετσίριξε: «Αδύνατον. Ασ’ το στο χώμα πάλι.»

Τότε πολύ εθύμωσα. Αυτή όλο «όχι» λέει.
Τώρα δε μένει πια παρά να φύγω από το σπίτι.

Εγώ και το σκουλήκι μου φτιάξαμε δύο σάντουιτς
την πόρτα ανοίξαμε κι ευθύς βρεθήκαμε στο δρόμο.

Στο πάρκο οι δυο μας πήγαμε, κάτσαμε σ’ ένα πάγκο
μα όταν απ’ την τσέπη μου το ’βγαλα, εβρωμούσε.

Έμοιαζε σαν παράλυτο. Μόλις κουνιόταν λίγο.
«Θεέ», είπα, «η ιδέα μου φαίνεται κάπου μπάζει».

Στο βρώμιο χώμα το ’βαλα και τ’ άφησα να πάει.
Δεν είναι οι τσέπες το σωστό για τα σκουλήκια μέρος.
PUPPY AND I
(by A. A. Milne)
ΤΟ ΣΛΥΛΑΚΙ ΚΙ ΕΓΩ
  (μετάφραση από το αγγλικό)

Έναν άντρα συνάντησα
καθώς περπατούσα
κι έτσι του μίλησα
του άντρα εγώ:
«Πού πας άντρα;» ρώτησα
(ρώτησα τον άντρα καθώς περνούσε).
«Στο χωριό για ψωμί.
Πάμε μαζί;» «όχι όχι»

Ένα άλογο συνάντησα
καθώς περπατούσα
κι έτσι του μίλησα
του άλογου εγώ:
«Πού πας άλογο;» ρώτησα
(ρώτησα το άλογο καθώς περνούσε).
«Στο χωριό για χορτάρι.
Πάμε μαζί;» «όχι όχι»

Συνάντησα μια γυναίκα
καθώς περπατούσα
κι έτσι της μίλησα
της γυναίκας εγώ:
«Πού πας γυναίκα;» ρώτησα
(ρώτησα τη γυναίκα καθώς περνούσε).
«Στο χωριό για λάδι.
Πάμε μαζί;» «όχι όχι»

Συνάντησα κάποια κουνέλια
καθώς περπατούσα
κι έτσι μίλησα
στα κουνέλια εγώ:
«Πού πάτε με την άσπρη σας γούνα;» ρώτησα
(ρώτησα τα κουνέλια καθώς περνούσαν).
«Στο χωριό για κριθάρι.
Πάμε μαζί;» «όχι όχι»

Συνάντησα ένα σκυλάκι
καθώς περπατούσα
κι έτσι μίλησα
στο σκυλάκι εγώ:
«Πού πας αυτή την όμορφη μέρα;»
(ρώτησα το σκυλάκι καθώς περνούσε).
«Στο λόφο για παιχνίδι»
«Έρχομαι μαζί σου σκυλάκι» είπα εγώ.
DRAGON IN MY BED
(pοet unknown)
ΕΝΑΣ ΔΡΑΚΟΣ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ
(μετάφραση από το αγγλικό)

Ήμουνα κουρασμένος και πήγα στο κρεβάτι.
Μα στρίγκλισα απ’ το φόβο μου γιατ’ είδα κάτι
να βρίσκεται απ’ τα σκεπάσματα από κάτω-
ένα κιτρινοκόκκινο πλάσμα, που διπλωμένο
σαν μπάλα ήταν. Με κοιτά και μου είπε ορεξάτο
πως Φριξ το λέγαν -όνομα όχι συνηθισμένο.
Και πιο καλά προσπάθησε μετά να βολευτεί.
Του είπα πως το κρεβάτι μου ήταν αυτό εδώ
και δεν μπορούσε άλλος κανείς εκεί να κοιμηθεί.
Εκείνο με αγνόησε και μ’ επιδεικτικό
ένα  ύφος, άρχισε μια δυο να τραγουδάει.
Μα ό,τι έλεγε, καλά δεν το ’λεγε καθόλου
και του είπα πως καλλίτερα βρώμη κανείς να φάει
παρά ν’ ακούει ένα ως αυτό τραγούδι του διαβόλου.
Μα όταν το τραγούδημά του αρχίνησε να μοιάζει
με τεντζερέδων χτύπημα που αυτιά γερά τα σπάζει,
άρπαξα κι έβαλα τις ωτασπίδες μου,
σε τέτοιο θόρυβο μόνες ελπίδες μου.
Κατσούφιασε και μου έκανε: «μην είσαι αγενής.»
Ίδια κατσούφης πια κι εγώ του λέω: «τώρα θα δεις».
Τοn άρπαξα από την ουρά ενώ αυτός ωρυόταν
τον βρόντηξα με δύναμη στο πάτωμα, οπόταν
αυτός σηκώνεται, ορμάει στην πόρτα την κλειστή
και μέσα σ’ ένα σύννεφο είχε εξαφανιστεί.
Και σα γιορτή επειδή απ’ αυτά είχα γλιτώσει όλα
επήγα ως το ψυγείο μας κι ήπια μια κόκα κόλα.
THE FISHERMAN
(by Abbie Farwell)
Ο ΨΑΡΑΣ
(μετάφραση από το αγγλικό)

Πρωί σηκώνεται ο ψαράς,
μ’ αναβροχιά ή αγιάζι 
κι απ’ το βυθό της θάλασσας
το φαί της μέρας βγάζει.

Ζει ο μισός στη θάλασσα
κι ο άλλος έξω-εδώ.
Δεν είναι ψάρι, αλλά δες…
ούτε όπως συ κι εγώ!

Έχει ματιά παράξενη
που αλλόκοτα θωρεί
σα να ’χει πράγματα πολλά
και φοβερά ιδεί-

ματιά σαν θάλασσα θολή:
μπλε ούτε, ούτε γκρι.
Και ιστορίες (αληθινές;
Ψεύτικες;) ιστορεί.

Ξέρει για θάλασσα πολλά!
Γι αέρα και ουρανό!
Μ’ αν τον ρωτήσεις για ξηρά,
βλέμμα έχει αδειανό!
DO NOT STAND BY MY GRAVE AND WEEP
(Mary Elizabeth Frye)
ΜΗΝ ΚΑΘΕΣΑΙ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΚΛΑΙΣ 
(μετάφραση από το αγγλικό)

Μην κάθεσαι στον τάφο μου και κλαις.
Δεν είμαι κοιμισμένη εκεί κι ας λες.
Είμαι άνεμοι χιλιάδες που φυσούν.
Είμαι οι χιονονιφάδες που πετούν.
Ο ήλιος είμαι πάνω από τα στάχια.
Είμαι νερό στα βρόχινα τ’ αυλάκια.
Είμαι η σιωπή του ωραίου πρωινού.
Είμαι άρωμα στα βούρλα του βουνού.
Είμαι το πέταγμα σε γύρους των πουλιών
κι είμαι το φως το ευγενικό των αστεριών.
Μην κάθεσαι στον τάφο μου και κλαις.
Δεν είμαι εκεί. Δεν πέθανα κι ας λες.
ΤΟΥΑΛΕΤΑ ΣΚΥΛΩΝ
(μετάφραση από το αγγλικό)

Στην πόλη σήμερα μια βόλτα έκανα
την ώρα μου ζητώντας να περάσω.
Πολλούς ανθρώπους είδα
που καθώς περπατούσαν
σ’ ένα σωρό πάνω πατούσαν
από ακαθαρσίες σκύλου.
Η σκέψη μου αμέσως γύρισε
στο τι να γίνει θα μπορούσε
ώστε οι δρόμοι μας να μη βρωμίζουν
από των σκύλων τα κακά.
Ίσως υπέροχο αλήθεια κάτι ν’ ανακάλυπτα,
πιο υπέροχο από σκούπα με φαράσι. Όπως
πήλινη μία τουαλέτα για σκύλους
σε κάθε δρόμου τη γωνιά βαλμένη
για την ανάγκη των τετράποδών μας φίλων.
Η εντυπωσιακή εφεύρεση αυτή
διάσημο θα με κάνει
και κάθε μήνα τ’ όνομά μου
στις συγκεντρώσεις θ’ αναφέρεται του Δήμου.
Κι ένα μεγάλο πάρτι
με χορούς στους δρόμους θα στηθεί
που τα παπούτσια μας πάλι ποτέ
από σκυλίσια κόπρανα δε θα ’ναι λερωμένα.
MY NAME IS PEARL
(by Becky Robbins)
Τ’ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΛ
  (μετάφραση από το αγγλικό)

Λέει στο σκίουρο το κουνέλι:
Είσαι αγόρι ή κορίτσι;
Είπε ο σκίουρος: κορίτσι.
Κι είναι τ’ όνομά μου Περλ.
Λέει η Περλ στο κουνελάκι:
τ’ όνομά σου εσέ ποιο είναι;
Είμαι ένα κορίτσι επίσης
κι έχω ίδιο τ’ όνομα.
Θες να γίνουμε και φίλες;
Βέβαια θέλω. Μου αρέσει
φίλες να ’μαστε οι δυο.
Τ’ όνομά μας έχουμε ίδιο 
πράγμα αστείο λιγουλάκι
τ’ όνομά μας έχουμε ίδιο 
και δεν είμαι κουνελάκι.
Τ’ όνομά μας είναι Περλ
κι είμαστε κι οι δυο κορίτσια.
Απ’ τις δυο όμως εμάς
μία είναι σκιουρίτσα.
SNOW DAY
(by Sam D.)
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΕ ΧΙΟΝΙ
(μετάφραση από το αγγλικό)

Το χιόνι πέφτει στο χώμα
και φτιάχνει μεγάλους σωρούς.
Σχολεία κλειστά. Των παιδιών
παιχνίδι γεμάτος ο νους.

Χιονόμπαλες πάει ο αέρας
κανείς δε θυμάται σχολειά
σ’ αυτή του χιονιού την ημέρα
διασκέδαση μόνο ζητά.

Οι χιονάνθρωποι ειν’ μεγάλοι.
Τα καπέλα τους ψηλά.
Και για να τους αγκαλιάσουν
τρία χρειάζονται παιδιά.

Και πολύ όπως κρύο κάνει,
τα καλούν μέσα οι μεγάλοι
για ζεστή μια σοκολάτα
έξω πριν να βγουν και πάλι.

Κι όταν τα παιδιά την πιούνε
έξω παν και, ή κυνηγιούνται
ή, αν έτσι τους αρέσει
στο απαλό λευκό κυλιούνται.

Φτιάχνουν άγγελους με χιόνι
κι αν ο σκύλος τους χαλάσει
τότε ο γλύπτης θυμωμένος
κυνηγάει να τόνε πιάσει.

Μα μετά από τους αγγέλους
μια τσουλήθρα θα σκαρώσουν
Κι απ’ το λόφο θα κυλάνε
Μέχρι ως μέσα να παγώσουν.

Αλλά πια  κι η μέρα φεύγει
και ο ήλιος πέφτει πια.
Και τραβούνε τα παιδάκια
στου σπιτιού τη ζεστασιά.      

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
 (μετάφραση από τό αγγλικό)

Γιατί τα έλατα-ξέρετε;-
στέκουν ψηλά και ίσια;
Γιατί τους κλάδους τους κρατούν
αλύγιστους περίσσια,

και δεν τους σκύβουνε ποτέ
όποιοι καιροί κι α’ ρθούνε;
Α! Ειν’ αυτό ένα μυστικό
Που αυτά δε θα το πούνε.

Σε μένα το είπε ο βοριάς
Κι εγώ το λέω και σε σας:
Γιατί ελπίζουν ότι πάντοτε
επάνω στο βουνό δε θ’ απομείνουν
μα θα ’ρθει η μέρα όπου κάποτε
δέντρα χριστουγεννιάτικα θα γίνουν.
ΠΕΝΤΕ ΜΙΚΡΑ ΕΛΑΤΑΚΙΑ
 (μετάφραση από τό αγγλικό)

Πέντε μικρούλια ελατάκια
Στέκουν έξω στη σειρά.
Λέει το πρώτο: «Ω! ελάτε
Να κοιτάξουμε το χιόνι.»
Λέει το δεύτερο: «Αχ αχ
Το κορμάκι μου κρυώνει.»
Λέει το τρίτο: «Δεν νομίζω
Τα Χριστούγεννα ν’ αργήσουν.»
Λέει το τέταρτο: «Α! Πώς θέλω
Κι εμάς όλα να στολίσουν!»
Λέει το πέμπτο: «Αχ! Μακάρι!
Ας ελπίζουμε-θα δούμε.»
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΗΡΘΑΝ
(μετάφραση από τό αγγλικό)

Γιατί τα μούρα είναι τόσο κόκκινα;
Γιατί το χιόνι τόσο είναι άσπρο;
Γιατί τα πεύκα είναι τόσο πράσινα;
Γιατί κάθε κερί λάμπει σαν άστρο;

Χριστούγεννα ήρθαν-δεν το μαντεύεις;
Γι αυτό τόσο φέγγει λαμπρά κάθε τι.
Γι αυτό οι καρδιές χαρά είναι γεμάτες.
Χριστούγεννα ήρθαν-εσύ δεν το ξέρεις;
ΜΑΝΤΕΨΕ
 (μετάφραση από τό αγγλικό)

Μάντεψε ποιανού τα γένια
Είναι άσπρα και μακριά;
Είναι άσπρα και μακριά;
Τ’ Αη-Βασίλη!
Τ’ Αη-Βασίλη! 

Μάντεψε ποιανού τα ρούχα
Κόκκινα είναι και λευκά;
Κόκκινα είναι και λευκά;
Τ’ Αη-Βασίλη!
Τ’ Αη-Βασίλη!

Μάντεψε των Χριστουγέννων
Ποιος θα έρθει τη νυχτιά;
Ποιος θα έρθει τη νυχτιά;
Ο Αη-Βασίλης!
Ο Αη-Βασίλης! 
ΜΑΝΤΕΨΕ
 (μετάφραση από τό αγγλικό)

Μάντεψε ποιανού τα γένια
Είναι άσπρα και μακριά;
Είναι άσπρα και μακριά;
Τ’ Αη-Βασίλη!
Τ’ Αη-Βασίλη! 

Μάντεψε ποιανού τα ρούχα
Κόκκινα είναι και λευκά;
Κόκκινα είναι και λευκά;
Τ’ Αη-Βασίλη!
Τ’ Αη-Βασίλη!

Μάντεψε των Χριστουγέννων
Ποιος θα έρθει τη νυχτιά;
Ποιος θα έρθει τη νυχτιά;
Ο Αη-Βασίλης!
Ο Αη-Βασίλης! 
ΚΡΥΜΕΝΟΣ
(μετάφραση από τό αγγλικό)

Σσσστ! Σσσστ! Έχω κρεμάσει
τις κάλτσες μου στο τζάκι
και κρύβομαι να δω όταν θα φτάσει
ο Αγιοβασίλης: θα τις γεμίσει
με δώρα (ήμουνα καλό παιδάκι),
ή δίχως δώρα φέτος θα με αφήσει;
ΑΝ
(μετάφραση από τό αγγλικό)

Αν ήμουν ένα έλατο
με φύλλα μυτερά
αν ήμουν ένα πεύκο
με πράσινα κλαδιά, 

ξέρετε τι θα ήθελα
να γίνω κάποια μέρα;
Ένα χριστουγεννιάτικο
δεντράκι για παιδιά.
ΟΧΤΩ ΜΙΚΡΟΙ ΤΑΡΑΝΔΟΙ
(μετάφραση από τό αγγλικό)

1,2,3,4,5 μικροί τάρανδοι
είναι έτοιμοι στην πόρτα μπρός.
«Αγιοβασίλη γρήγορα,
Θ’ αργήσουμε» λέει ο πιο μικρός.

«1,2,3,4,5 μικροί τάρανδοι
περιμένετε ένα λεφτό,
έρχονται ακόμα τρεις τάρανδοι
για να γίνετε οχτώ».
ΠΑΙΔΑΚΙ ΚΑΙ ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΗΣ
(μετάφραση από τό αγγλικό)

Μ’ αρέσει να πηγαίνω στον Αγιοβασίλη
όταν τα Χριστούγεννα είναι κοντά.
Διασκεδάζω να πηδώ στην αγκαλιά του
και στ’ αυτί του να μιλώ ψιθυριστά.

Μου λέει: «Καλώς το μου. Ήσουνα καλό παιδάκι;
Έκανες αυτό που σου ’λεγε η μητέρα;
Βούρτσιζες τα δόντια σου πρωί βράδυ;
Φερόσουν ευγενικά όλη τη μέρα;»

Ακούω την κάθε του ερώτηση
Και «ναι» σε κάθε μια τους απαντώ
αν και -ντρέπομαι πολύ γι αυτό-
σε κάποιες «όχι» θα ’πρεπε να πω.

Μα ο Αγιοβασίλης δε θυμώνει
ούτε καν που ενοχλείται.
Μόνο μου λέει: «αφού είσαι παιδάκι
πως είσαι καλό εννοείται.»

Μ’ αρέσει να πηγαίνω στον Αγιοβασίλη
όταν τα Χριστούγεννα είναι κοντά.
Διασκεδάζω να πηδώ στην αγκαλιά του
και στ’ αυτί του να μιλώ ψιθυριστά.
ΓΥΡΩ ΑΠ’ ΤΟ ΤΖΑΚΙ
(μετάφραση από τό αγγλικό)

Χριστούγεννα ήρθαν!
Ας ψάλλουμε όλοι.
Απ’ όλες του χρόνου
η πιο όμορφη σκόλη.

Κρεμάστε όλοι γκι
κουτάκια και δώρα
στολίστε το σπίτι
γιορτής είναι ώρα.

Χαράς είναι μέρα.
Τριγύρω απ’ το τζάκι
παππούς κι εγγονάκι,
πατέρας, μητέρα.
ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
(μετάφραση από τό αγγλικό)

Κοντεύει η μέρα να ερθεί
του χρόνου η πιο καλή.
Ω! Να ’τανε σήμερα αυτή
πώς θα ’θελα πολύ!

Κάθε ημέρα που περνά
στα δάχτυλα μετρώ
Σε πόσες τα Χριστούγεννα
βδομάδες θα ’ναι εδώ.

 Κι όταν οι πρώτες του χιονιού
πέφτουν αργά νιφάδες,
και ο βοριάς τις πια γυμνές
φυσάει των δέντρων κλάρες,

τα δάχτυλά μου δεν ψηφώ
που απ’ το κρύο μουδιάζουν
γιατί Χριστούγεννα ήρθανε-
φτάνουνε-πλησιάζουν!
ΤΟ ΜΙΚΡΟΦΩΝΟ
 (μετάφραση από τό αγγλικό)

Αν θέλεις τα Χριστούγεννα
να δώσεις γύρω σου χαρά
τα κάλαντα που τραγουδάς
πρέπει να ηχούνε δυνατά.

Και για ηχούνε δυνατά
πες τ’ Αηβασίλη να σου φέρει
ένα μικρόφωνο για φέτος
απ’ τα καλά-εκείνος ξέρει.
ONCE THEIR WAS A SNOWMAN
ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ
(μετάφραση από τό αγγλικό)

Ήταν ένας χιονανθρωπος.
Στεκόταν στην αυλή
και μες στο σπίτι να ’μπαινε
το ήθελε πολύ.
Να ζεσταθεί δίπλα ήθελε
στην κόκκινη φωτιά
και στα σεντόνια να χωθεί
κατόπιν τα λευκά.

Και γύρισε προς το νοτιά:
«Βόηθα παρακαλώ
γιατί εντελώς ξεπάγιασα
στέκοντας όλο εδώ.»
Και ο νοτιάς τον βόηθησε
και μες στο σπίτι μπήκε-
μ’ αν πάτε εκεί, αντίς γι αυτόν,
λίγο νερό θα βρείτε.
Η ΠΙΟ ΑΣΤΕΙΑ ΦΑΤΣΟΥΛΑ
(μετάφραση από τό αγγλικό)

Η πιο αστεία φατσούλα
με κοίταξε από μία
μπάλα των Χριστουγέννων
στο δέντρο πάνω.

Σαν του ελαφιού μου εφάνη.
Σκύβω να δω,
δεν ήταν το ελάφι:
ήμουν εγώ!
CHRISTMAS JOY
ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
(μετάφραση από τό αγγλικό)

Χριστούγεννα να είναι πράγματα πολλά μπορεί
ή τόσο λίγα που κανένας είναι να απορεί.
Για σένα είναι να έχεις το παιχνίδι που ονειρεύεσαι.
Για μένα είναι να σε βλέπω που τόσο χαίρεσαι.
I’M A LITTLE SNOWMAN
~ Anon
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ
(μετάφραση από το αγγλικό)

Χιονάνθρωπος είμαι
κοντός και παχύς.
Κασκόλ και καπέλο
φορώ σαν δανδής.

Και όταν το χιόνι
να πέφτει αρχινά
μ’ ακούς να φωνάζω
πολύ δυνατά:
«Παιδιά έξω βγέστε
Μαζί μου να παίξτε!»
THE DAY BEFORE CHRISTMAS
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
(μετάφραση από τό αγγλικό)

Βοηθήσαμε στο κέικ
γλύφοντας το ταψί,
τυλίξαμε όμορφα όμορφα
του δέντρου τα πακέτα,
κρεμάσαμε τις κάλτσες
στο τζάκι το ζεστό
και πια δεν έχουμε άλλο
παρά να περιμένουμε.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΗ
(μετάφραση από τα αγγλικά)

Τα Χριστούγεννα από το πολύ
ο Αηβασίλης φαγητό του
εβυθίστηκε στο χιόνι
κάθοντας στο έλκυθρό του.

Του Αγιοβασίλη ο τάρανδος
σε αυστηρό του είπε τόνο:
«Θα σε τραβήξω από το χιόνι έξω
Αν μου δώσεις λεφτά και μόνο.»

«Λεφτά δεν έχω. Άχυρα μονάχα.
Σε παρακαλώ εδώ μη μ’ αφήνεις.»
«Λυπάμαι πολύ άνθρωπέ μου
Αλλά τότε εκεί θα μείνεις.»

Η ΝΕΡΑΙΔΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
(μετάφραση από τα αγγλικά)

-Μικρή νεράιδα μικρή νεράιδα
Τι βλέπεις πες.
-Φωτάκια που λάμπουν
Σ’ ελάτων κορφές.

-Μικρή νεράιδα μικρή νεράιδα
Πες τι όμορφο ακούς;
- Γλυκά κουδουνάκια
Που φέρνουν ταράνδους.

-Μικρή νεράιδα μικρή νεράιδα
Μυρίζεις κάτι καλό;
-Κάτι στο φούρνο ψήνεται
Μα τι δε θα πω.

-Μικρή νεράιδα μικρή νεράιδα
Αιστάνεσαι κάτι;
-Γενειάδα Αη-Βασίλη
Μακριά και χιονάτη.

-Μικρή νεράιδα μικρή νεράιδα
Και τι μασουλάς;
-Γλυκό που σε λίγο
Και συ θα το φας.
ΔΩΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ
(μετάφραση από τα αγγλικά)

Δέκα δώρα στη σειρά όμορφα κι ωραία.
Τ’ αεροπλάνο παίρνει ο Ρόμπερτ κι έμειναν εννέα.

Εννιά δώρα μένουνε, αλλά στο λεφτό
Παίρνει ο Μπόμπης το τρενάκι κι έμειναν οχτώ.

Οχτώ δώρα που πολλά κάνανε λεφτά.
Παίρνει ο Ρόμπι το σουγιά κι έμειναν εφτά.

Εφτά δώρα-το ένα τους απ’ το θείο Αλέξη.
Παίρνει ο Μπόμπυ τα γλυκά κι απομείναν έξη.

Έξη δώρα στη σειρά-το ένα λέει κουβέντες.
Παίρνει το στρατιώτη ο Ρομπ κι έμειναν πια πέντε.

Πέντε δώρα ωραία τώρα έχουν μείνει στη σειρά.
Το σκυλάκι παίρνει ο Μπόμπιν  κι απομείναν τέσσερα.

Τέσσερα τα δώρα πια-το ένα είναι από τη θεία.
Το βιβλίο παίρνει ο Μπόμπετ κι έχουν μείνει τρία.

Τρία δώρα μείνανε-το ένα από το θείο.
Παίρνει ο Ρόμπιν τη στολή κι απομείναν δύο.

Δύο δώρα-το ένα τους απ’ τη θεία Λένα.
Παίρνει ο Μπόμπλες τον Ζορρό κι έμεινε μόνο ένα.

Ένα δώρα έχει μείνει: ένα έλκυθρο στην πέννα.
Παίρνει ο Μπόμπινετ κι αυτό και δεν έμεινε κανένα.

Και το ίδιο το παιδί πήρε κάθε παιχνιδάκι:
τόσα ονόματα χαϊδευτικά είχε το μικρό αγοράκι.
Ο ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΗΣ ΒΛΕΠΕΙ
(μετάφραση από τα αγγλικά)

Χριστούγεννα έρχονται. Είναι ώρα
πως είναι καλά να δείχνουν τα παιδιά
Γιατί ο Αγιοβασίλης βλέπει
Και τις αταξίες δεν ξεχνά.

Το δωμάτιο συγύρισμα
το αυτοκίνητο πλύσιμο
στη μαμά βοήθεια
στις παρέες όχι βρίσιμο.

Ησυχία χωρίς πολλές κουβέντες, 
βοήθεια στου σπιτιού τις δουλειές.
Αργότερα θα ’χουμε χρόνο
για τρέλες πολλές.
Ο ΝΤΡΟΠΑΛΟΣ ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΗΣ
(μετάφραση από τα αγγλικά)

Παράξενο δεν είναι πράγμα πως
ο Αγιοβασίλης είναι τόσο ντροπαλός;
Ποτέ μου δεν τον έχω συναντήσει
Και ας το έχω τόσο προσπαθήσει.
Και ούτε ωφελεί να ’μαι κρυμμένος
Γιατί ο μπαμπάς μου ο αγαπημένος
Μου είπε πως εκείνος πάντα φτάνει
-κρίμα δεν είναι;- όταν κάνω νάνι.
ΤΑ ΞΩΤΙΚΑ ΣΤΟΥ ΣΑΝΤΑ ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
(μετάφραση από τα αγγλικά)

Τα ξωτικά στου Σάντα το εργαστήρι
Δουλεύουνε σα να ’χουν πανηγύρι.
Και δεν ψηφούν τον κόπο της δουλειάς
Παιχνίδια για να φτιάξουνε για σας.

Κουκλένια προσωπάκια χρωματίζουν
Τραινάκια βάζουν πάνω σε τροχιές
Με χάντρες λαμπερές ρούχα στολίζουν
Και βίδες σφίγγουν που είναι χαλαρές.

Ενώ εσείς κοιμόσαστε γλυκά
στο μαλακό σας πάνω το κρεβάτι
αυτά στα εργαστήρια του Βορρά
με κέφι, με χαρά και με μεράκι,

ό,τι μπορούνε κάνουν πιο καλό
έτσι που απ’ τα παιδάκια το καθένα
όπως και πέρσι, και το χρόνο αυτό
Χριστούγεννα να έχει ευτυχισμένα.
ΜΝΗΜΕΣ
(μετάφραση από τα αγγλικά)

Χριστούγεννα χαράς γιορτή
καιρός γι αγάπη αληθινή
για να φτιαχτούνε μνήμες
για δώδεκα όλους μήνες.
ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΗΣ
(μετάφραση από τα αγγλικά)

Ο Αγιοβασίλης είναι
Αψηλός και χοντρουλός
Και φοράει μαύρες μπότες
Κι ένα κόκκινο καπέλο. 

Έχει κόκκινη μια μύτη
Σαν την πιπεριά καυτή
Και με «χο! χο! χο!» γελάει
Απ’ τα νύχια ως την κορφή.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΑΚΙ
(μετάφραση από τα αγγλικά)

Είμαι ένα μικρούλι
Δέντρο Χριστουγέννων
Που η θωριά μου λάμπει
Πιότερο απ’ αγγέλων. 

Την κορφή μου εν’ άστρο
Φωτεινό στολίζει
Και στα πόδια δώρων
Πλήθος λαμπυρίζει.

Κι έχω φορτωμένα
Τα κλαδιά να πέσουν,
Με γλυκά καλούδια
Σ' όλους που αρέσουν.
ΣΤΟΛΙΖΟΥΜΕ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
(μετάφραση από τα αγγλικά)

Φτιάχνουμε μικρά στολίδια
Να κρεμάσουμε στο δέντρο.
Ψαλιδίζουμε, κολλάμε
Διόλου εμείς δεν σταματάμε 

Φτιάχνουμε χρυσές καμπάνες
Και χιονιού άσπρες νιφάδες,
Αηβασίληδες χοντρούς
Και αγγέλους χαρωπούς.

Και αντί για καπελάκι
Ασημί εν’αστεράκι
Για του δέντρου την κορφή
Να το βλέπουν όλοι εκεί.
GIFTS AT CHRISTMAS
(by Vivian Gouled)
(μετάφραση από τα αγγλικά)

ΔΩΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ

Υπάρχουν δώρα που αγοράζονται
Κι άλλα υπάρχουνε που φτιάχνονται.
Μα υπάρχουν κι άλλα δώρα πά’ στη γη
Που αξίζουν από κείνα πιο πολύ.
Να είσαι ευγενικός, να βοηθάς,
Έτοιμος πάντα να χαμογελάς,
Ευχάριστα να φέρεσαι και φιλικά.
Λοιπόν, το αποφάσισα οριστικά:
Τα Χριστούγεννα δώρα καθώς αυτά
Θα κάνω-που δε θέλουν και λεφτά.
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
(μετάφραση από τα αγγλικά)

Τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά.
Έτσι τουλάχιστο λένε όλοι.
Είναι η ώρα των μεγάλων έκπληκτων ματιών
Στη μαγική αυτή τη σκόλη,

Όπου γλυκά και μελόπιτες
Χαρά γεμίζουν το στομάχι
Και νυσταγμένα προσπαθούν παιδιά
Να μείνουν ξάγρυπνα το βράδυ.

Ναι, τα Χριστούγεννα γι αυτά είναι.
Και ξέρουνε καλά εκείνα πόσο-
Το αναβόσβημα των λαμπιονιών στο δέντρο
Κάνουν τα μάτια τους να λάμπουν τόσο!

Κάθε πακέτο και κάθε κάλτσα
Με χαρά αθώα πλησιάζεται
Κι εύθυμες ακούγονται τσιρίδες
Απ’ τα παιδιά που χαρωπά παθιάζονται.

Ναι, τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά.
Έτσι λένε όλοι πάλι και πάλι.
Και είναι ωραίο πως τα Χριστούγεννα
παιδιά γίνονται και οι μεγάλοι.
SECRETS
 (Elsie Melchert Fowler)
ΜΥΣΤΙΚΑ
(μετάφραση από τα αγγλικά)

Μυστικά ψιθυρίζει ο αέρας
Με φωνή απαλή σιγανή.
Μυστικά σαν το χιόνι το άσπρo
Που όλο πέφτει αβρά προς τη γη.

Μυστικά κρύβει ως και το βήμα
Των ανθρώπων γοργά που περνούν, 
Μυστικά και τα ωραία κουτάκια
Χαρωποί που στα χέρια κρατούν.

Κι οι γονείς μυστικά είναι γεμάτοι-
Δεν τα λένε, γελούν μονάχα.
Κι οι ματιές των παιδιών παιχνιδίζουν
Με κρυφή προσμονή και γλυκιά.

Μυστικά είναι ο κόσμος γεμάτος.
Στάσου ήσυχα κάπου εδωνά
Κι όλα τους θα φανούν σαν με μάγια
Όταν έρθουν τα Χριστούγεννα.
ΔΥΟ ΜΙΚΡΕΣ ΣΤΡΟΦΕΣ
(μετάφραση από το αγγλικό)

Τ’ Αγιοβασιλειού το χέρι
Δώρα αν θέλεις να σου φέρει  
Τότε μάθε και να λες
Δυο μικρές μικρές στροφές:

«Δώρα απ’ τον Αγιοβασίλη
Μη ζητάς και μη γυρεύεις
Αν βαθιά μες στην ψυχή σου
Πως υπάρχει δεν πιστεύεις».
ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
(μετάφραση από το αγγλικό)

Περίμενα Χριστούγεννα.
Κι η μέρα τους χαράζει!
Περίμενα Χριστούγεννα.
Κι ο άγιος να! Πλησιάζει…

Τα κουδούνια του έλκηθρου χτυπάνε
Οι τάρανδοι πετούν.
Τα παιδιά ενώ τραγουδάνε
Τον ουρανό κοιτούν.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΩΦΡΟΝΟΣ ΝΕΟΥ

Κι αν μηχανές η γη έχει γεμίσει
που ολημερίς μιλούν αντί για μας,
εγώ ανθρώπινη ποθώ μια ζήση-
Συ θέλω στην ψυχή μου να μιλάς.

Kι αν φτάσανε Θεέ μου στο φεγγάρι,.
ψηλότερα να φτάσω εγώ ζητώ:
εκεί που η χάρη Σου γλυκά μεθάει
το θείο Της δωρίζοντας ποτό.

Κι αν έχουνε βολάν κατευθυντήρια
κι οδήγησης συστήματα λογής,
στα γήινα θέλω εγώ τα ολετήρια
Εσύ το βήμα μου να οδηγείς.
ΈΛΕΟΣ 

Κύριε απόψε τα θεριά
ουρλιάζουν αγριεμένα.
Η γη δείχνει τα νύχια της.
Αίμα σταλάζουν τ' άστρα.

Κύριε απόψε τα βουνά
πλακώνουν την ψυχή μας
μάς σαβανώνει ο ουρανός
η θάλασσα μας πνίγει.

Έλεος Κύριε! Έλεος!
Είμαστε πλάσματά Σου!
Έλεος Κύριε! Δείξε μας
το άλλο πρόσωπό Σου.
ΠΛΗΣΙΣΤΙΟΣ

Την ώρα που θ’ αστράψεις μέσα μου και θα βροντήσεις
την τρέμω Κύριε.

Με κατοπτεύεις Κύριε
σα λέαινα το ζαρκάδι.
Φορές σου κρύβομαι. Με βλέπεις
μα περνάς αδιάφορα
σα να μην είσαι εκεί για μένα.

Παίζεις μαζί μου.

Την ώρα που θα γίνω παίγνιο της ισχύος σου
την τρέμω Κύριε.

Έπαψα πλέον ν’ αφαιρώ τις μάσκες των Πραγμάτων
μη και Σε δω σε κάποιο.
Ως πότε όμως; Κάποτε
θα εισβάλεις μέσα μου πλησίστιος
και θα μ’ εκμηδενίσεις. 
ΔΕΥΤΈΡΑ ΠΑΡΟΥΣΊΑ

«Λιόντας… στην Κόλαση κι αυτός…
άλλος… σειρά ποιος έχει;..
…εσύ... τι είσαι;..»
                             «Άνθρωπος!»
«Τι γνώρισες σα ζούσες;»
«Γνώρισα τ’ άδυτα του νου,
τα βύθη της θαλάσσης,
τ’ άσωστα ύψη τ’ ουρανού,
τα μυστικά της Πλάσης,
γνώρισα…»
                     «Φτάνει ως εδώ-
έχεις εμέ γνωρίσει;»
«Θεέ μου δεν επρόλαβα,
είχα πολλά να κάνω…»
«Στην Κόλαση κι ο άνθρωπος...
άλλος… σειρά ποιος έχει;..»

ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΟΙΗΤΕΣ!

-Πώς λέγεται ο πελάτης σας;
-Ιησούς.
-Κι ο τόπος του καταγωγής;
-Η Ναζαρέτ.
-Τ' όνομα του πατέρα του;
-Ιωσήφ.
-Και επαγγέλεται;
-Ποιητής.
-Κύριε Ιησού λυπάμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Έχουνε τόσο διάφορες συνήθειες από μας...
Καλά είμαστε τακτοποιημένοι
με τα εργοστάσια,
με τα όπλα,
με τις μηχανές μας.  

Κύριε Ιησού λυπάμαι-θα σας διώξουμε. 
Έχετε τόσα εναντίον σας...
Θέλετε ν' αγαπάει ένας τον άλλο.
Πώς θ' αγαπήσω κάποιον
που θέλει να μου πάρει τα λεφτά
(αλήθεια επισκεφτήκατε ποτέ σας ψυχολόγο);
Ακόμα λέτε... για να δω...
Α! Ναι! Μακάριοι οι πτωχοί...
με συγχωρείτε που γελώ-
συνήθως ξέρετε είμαστ' ευγενέστατοι εδώ…

Κύριε Ιησού λυπάμαι-θα σας διώξουμε..
Δε θέλουμε ποιητές.
Πάρτε τον!
Ο στρατιώτης
θα σας διαβάσει τα δικαιώματά σας-
σε μας
και οι φυλακισμένοι έχουν, κύριε, δικαιώματα.
Πηγαίνετε.

Περνώντας από τη Γεθσημανή
μπορείτε αν θέλετε
να κάνετε ένα τηλεφώνημα.
Δε θέλουμε ποιητές.
Η ΠΑΛΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ
«Υπελείφθη δε Ιακώβ μόνος και επαλαιεν άνθρωπος μετ' αυτού έως πρωΐ.»
(ΓΕΝ.,  32.24)

Πάλη ανθρώπου με θεό
Και του ανθρώπου η νίκη.
Κατόρθωμα όπως αυτό
Σ' όλο τον κόσμο ανήκει.

Κι έννοια βαθιά ποιας λογικής
Η απόφασή του δείχνει
Του νικημένου ο νικητής
Το θρόνο να μη ρίχνει!
ΘΑΥΜΑ
«Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου»
(Λουκ. 13, 12, της προκυπτούσης γυναικός)

Στα όνειρά μας και στα παραμύθια
βλέπαμε θάματα κι ακούαμε μάγια.
Κι ας ξέρουμε ότι δεν είναι αλήθεια
με κείνα γέμιζε η ψυχή μας η άδεια.

Κι η φαντασία όρθωνε παλάτια
κι ανήμερα θηρία ημερεύαν
κι αφρόλευκα με μας πάνω τους άτια
με δράκους νικηφόρα αντιπαλεύαν. 

Μα τώρα η ίδια η ζωή μιλάει
με του Χριστού το θεόηχο το στόμα.
Και τ’ όνειρο στην πέτρα πελεκάει.
Και ύπαρξης στα μάγια δίνει χρώμα.

Μέσα στο Λόγο και στα θάματά του
χεροπιαστή τώρα η αλήθεια λάμπει.
Και όπου μόνο ηχήσει τ’ όνομά του
ορθό το κύπτον, κρύσταλλο τα θάμπη.
ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ
«Η Αγία Βαρβάρα υπό του ιδίου πατρός ξίφει τελειούται.»
(Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης)

Θεέ, όταν στης γης τα σκότια βάθη
το σίδερο εδέησες να φανεί
ήξερες τάχα πως μια μέρα θα 'ρθει
που φονικό μαχαίρι θα γενεί;

Κι όταν τον άνθρωπο έδινες στην Πλάση
ήξερες πως ο ήλιος Σου θα δει
ότι  πατέρας κάποτε θα φτάσει
να μαχαιρώσει το ίδιο του παιδί;

Οι λέξεις μου δεν ψάχνουν κάλλιο ταίρι.
Απρόθυμη κι η ρίμα και φτωχή:
Με τι καρδιά πατέρας το μαχαίρι
στην ίδια του το στρέφει την ψυχή;

Θεέ μου, κι αν αντίχριστος κανένας
από πατέρα χέρι θα χαθεί
να είναι κάνε από τους λίγους ένας
που στα δεξά Σου, Τότε, θα σταθεί.
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ 

Καράβι ειν' η ζωή μας που το κύμα
μ' ασίγαστη μανία το χτυπάει. 
Στον τάφο λες μας πάει κάθε βήμα
και τ' άλλο στον αέρα μας ξερνάει.

Άγιε Νικόλα, της θαλάσσης Άγιε,
των ναυτικών προστάτη και σωτήρα
έλα την τρικυμία να κοπάσεις
και στης ξηράς την άξενην αρμύρα.

Άκου πώς βαριοτρίζουν οι αρμοί μας.
Δες τα πανιά μας τα κουρελιασμένα. 
Σε λίγο Άγιε η φτωχή ψυχή μας
ναυάγιο θα μετράει χωρίς εσένα.
ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΤΟΥ

«Θεέ γιατί πάνω στη γη
να ζήσω μ’ έχεις στείλει;»
Αυτό ασταμάτητα ρωτάν
τα δυο του ανθρώπου χείλη.

«Δικοί σου για να γίνουνε
οι πόνοι όλης της Πλάσης
και σαν και με να σταυρωθείς.
Γι αυτό: για να μου μοιάσεις.»

Κι ας του απαντάει ο Θεός
με όλες τις φωνές Του,
ο άνθρωπος μόνο τις φωνές
ακούει τις δικές του.
ΕΝΟΧΕΣ

Κάθε το χέρι μου ή ο νους
που σ' αμαρτία απλώνει
θαρρείς καρφί κρατεί Χριστέ
και Σε ξαναοταυρώνει.

Και τότε τρέμω σύγκορμος
και σιωπηλά σπαράζω
και νοερά κάθε φορά
τη Θεία Σου Χάρη κράζω

και, ή την ψυχή μου, της ζητώ
απ' το σώμα να χωρίσει,
ή να την κάνει τους φρικτούς
φονείς Σου ν' αγαπήσει.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

"Πατέρα γύρισα από κει που Συ με είχες στείλει-
κάλλιο από όπου μ' άφησες μονάχον μου να πάω.
Πρωί εκίνησα και να! ψυχομαχάει το δείλι
που νύχτωμα ένα προμηνά πολύδωρο και πράο.

Ολοζωής επήγαινα. Για λίγο αν σταματούσα
το χώμα επερπάταγε στα πόδι μου από κάτου'
σε μια ζωή αγιόρταστη και πολυτυραννούσα
μελετημένα κι άφευγα φέρναν τα βήματά του.

Κι ως προχωρούσα, δίπλα μου, όντα καθώς εμένα
βαδίζανε, μη ξέροντας κι αυτά για πού τραβάνε,
μόνο πηγαίνανε κι αυτά σαν έρμα και σαν ξένα
ή από πιόμα δυνατό σαν μεθυσμένα να 'ναι.

Καθένα μίλαγε άλληνε-δική του μία γλώσσα.
Κι άστοχη κάθε του βουλή και κάθε του ήταν πράξη.
Και «ποιος», αναρωτιόμουνα, «δύστυχα όντα τόσα,
ή θέλοντας ή άθελα τα 'χεν εκεί πετάξει;..»

Και όταν μέσα εκοίταζα στα μάτια τους ζητώντας
μια συνεννόησης σταλιά, μια σπίθα αδερφοσύνης,
εκείνα αντιθωρούσανε τα μάτια μου φρικιώντας
σαν αποτρόπαιο να 'τανε να παίρνεις και να δίνεις.

Κι όταν το χέρι μου άπλωνα ν' αγγίξω εν' άλλο χέρι
(για τι άλλο θα μου το 'δινες το χέρι μου πατέρα;)
αντίς για τ' άγγιγμα χεριού με χάραζε μαχαίρι
και ματωμένη κι αλγεινή κυλούσε η κάθε μέρα.

Τους μίλησα κι ανάκουστα τα λόγια μου ήρθαν πίσω.
Τους έδωσα κι ότι έδωσα πίσω άδοτο ερχόνταν.
Η ειρωνεία με δάγκωσε σαν ήρθε ν' αγαπήσω,
και όταν άναβα ένα φως από εκείνους σβηόνταν.

Τόπος δεν ήτανε αυτός σε μένα να ταιριάζει.
Έτσι ταιριάζει σε νερά πελάγου ίσκιος δάσου.
Τόπος δεν ήτανε αυτός σε μένα να ταιριάζει-
δεν είμαι-όχι-στον τόπο μου σα βρίσκομαι μακριά Σου".

Την άσπρη και την κρύα Του ντυμένος ερημία
δίχως μιλιά ο Μαρμάρινος στεκόνταν ο Πατέρας,
φωνή σαν να μην ήχησε τριγύρω Του καμία
ή μάρμαρο λες να 'τανε κι ο γύρω Του αγέρας.

Και η αμέτοχη ήτανε και σοβαρή θωριά Του
ασάλευτα παράξενη κι άγρια γαληνεμένη.
Και πέρα, πέρα, στο Άπειρο έβλεπε η ματιά Του
κι αμίλητα τα χείλια Του κι η γνώμη Του κρυμμένη.

Και το μαρμαροκάμωτο υφαίνοντάς Του δέρμα
πάνω Του συνωστίζονταν άπειρα πλήθη όντων-
όντων που θα τριγύριζαν αλλιώς μονάχα κι έρμα
στα ξερολίθια της στεριάς... στα κύματα των πόντων...

"Δέξου με στην αιώνια Σου Πατέρα αταραξία.
Κλέισε την ταραγμένη μου ψυχή μες στην ψυχή Σου.
Όλη όση εμοιράθηκε στην ύπαρξή μου αξία
είναι μικρό ένα μόριο να 'μαι της ύπαρξής Σου".

Ως απαντάει ο Βοριάς στ' αδύναμο πουλάκι
κι ως γνιάζονται για του γιαλού την πέτρα τ' άγρια
βύθη
έτσι κι ο Γίγας γνιάστηκε για κείνο τ' ανθρωπάκι
κι έτσι σε ότι εμίλησε Αυτός του αποκρίθη.

Και κείνο, με τα μάτια του να του θαμπώνουν όλο
το δρόμο προς του Γίγαντα πήρε το ποδονύχι
τον Μέγα όπως τ' Ουρανού τον Ατελείωτο Θόλο
κι Άσπρον καθώς το συνηθούν του Κοιμητήριου οι Τοίχοι.

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

ΑΙΩΝΙΟΤΗΣ

Κι αυτά που πέρασαν κι όσα θα 'ρθούνε
δεν εχαθήκανε.
To Πριν και το Ύστερα οτο Πνεύμα νήχονται
μέσα το Θείο Σου.
Κι ειν' αναρίθμητα κι όσα θα γίνουν
κι όσα γινήκανε-
η "ιστορία" μας σταγόνα αίματος
μες στο Σφαγείο Σου.
ΙΩΣΗΦ ΚΑΙ ΦΑΡΑΩ
«Είπε δε Φαραώ προς Ιωσήφ ενύπνιον εώρακα»

Στον θρόνο του επάνω καθισμένος
στο χέρι ακουμπώντας το κεφάλι του
άκουγε ο φαραώ μες στη μεγάλη του
την αγωνία πλήρως βυθισμένος.

Ο Ιωσήφ ορθός απέναντί του
και Φαραώ και αυλικούς κατέπλησσε
γιατί του Φαραώ τον γρίφο έλυσε
σώζοντας έτσι και λαό και γη του.

Και νου και πράξεις και των δυο οδηγώντας
από ψηλά ο Αιώνιος τους έβλεπε
και τ’ όραμά τους άφατα Τον έτερπε
και συγκατάνευε χαμογελώντας.
ΓΙΑ ΜΕΝΑΝΕ

Άφησες το θρόνο Σου
και το βασίλειό Σου,
άφησες τ’ αστέρια Σου
και τον ουρανό,

κι ήρθες και κατοίκησες
Θε, πάνω στη γη μας
κι ήρθες και γεννήθηκες
σε μικρή σπηλιά

Πες-πώς διάλεξες τη γη
μες σε τόσα αστέρια;
Τ’ ειν’ αυτό που Σ’ έκανε
να ’ρθεις κάτω εδώ;

Μην η δυστυχία της;
Μην η απονιά της;
Μη του ήλιου της το φως;
Μην η θάλασσά της;

Όχι. Δε Σε τράβηξε
τίποτε από τούτα
για να ΄ρθείς στον τόπο μας
τον εφιαλτικό.

Ως εδώ κατέβηκες
μοναχά για μένα-
μοναχά για χάρη μου
σήκωσες Σταυρό:

για ν’ ανοίξεις γύρω μου
μονοπάτια νέα
για ν’ ανοίξεις μέσα μου
Σωτηρίας οδό.
«Εστίν Κύριος εν τω τόπω τούτω και εγώ ουκ ήδειν.»
(ΓΕΝ., 28.16)

Σε κάθε βήμα μας και μία σκάλα
Και κάθε τόπος τόπος θεϊκός.
Ομως προβλήματα γήινα άλλα
Τη θέα τους μας στερούν οριστικώς:

Αγάπες που γεμίζουν άδειες ώρες,
Μέρες γεμάτες κοσμο, λαμπερές,
Νύχτες υπνώττουσες και υπνοφόρες
Που τις παραγεμίζουμε "χαρές".

Ομως την όψη για να δεις τη Θεία
πρέπει όλοι κι όλα να σε κυνηγούν.
Πρέπει να είναι νύχτα κι ερημία
Και της ψυχής τα ματιά ν' αγρυπνούν.
«Και είπεν άνθρωπος τω πλησίον-αυτού δεύτε πλινθεύσωμεν πλίνθους...»
(ΓΕΝ.,11.3)

Ψηλώνει  ο πύργος  της Βαβέλ
Ως  το  θεό να φτάσει
Όμως  του λόγου η  σύγχυση
Τον πύργο  θα χαλάσει.

Ο λόγος  έφθειρε ο σκληρός
Το έργο  τόσου κόπου:
Ο λόγος-έτσι  είτε αλλιώς
Η δυστυχιά τ' ανθρώπου.
Η ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΠΟΜΠΗ

«Δεύτε αποδώμεθα αυτόν τοις ισμαηλίταις τούτοις..»
(ΓΕΝ., 37.27)

Και η καμήλα έπεσε στα γόνατα
ο Ιωσήφ επάνω της ν’ ανέβει
από τ’ αδελφικά κάτω τα σκώμματα
και των εμπόρων της Γαλαάδ τη χλεύη.

Και η πομπή η παράξενη ξεκίνησε.
εκείνος που πουλάει πουλημένος,
αιχμάλωτος εκείνος που ενίκησε
και ο που λευτερώνει σκλαβωμένος.
"Εξεγέρθητι Βορρά, και έρχου Νότε, και διάπνευσον κήπον μου, και ρευσάτωσαν αρώματα μου."
(Άσμα, 3,16)

Για πόσους ο Βορράς δεν εξεγείρεται…
Για πόσους δεν προσέρχεται ο Νότος…
Κι αξέχυτα απομένουνε και άρρευστα
και αχρησίμευτα τ' αρώματα τους…

Α! Πιο καλά κανείς πέτρα να ήτανε
και όχι ρόδου χάρη μες στον κόσμο-
βαριά τ' αρώματα που δε σκορπίζονται,
της αχρηστιάς αφόρητη ειν'  η γνώση.

Βαριά τ’ αρώματα όταν τριγύρω σου
απ' ασιτία η όσφρηση πεθαίνει
κι αφόρητη η γνώση πως η άπνοια
τη δυστυχιά στον κόσμο μας πληθαίνει.
 ΩΣ ΙΜΑΤΙΟΝ
«Συ κατ' αρχάς, Κύριε, την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί. Αυτοί απολούνται, συ δε διαμένεις, και πάντες ως ιμάτιον
παλαιωθήσονται. Και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς, και αλλαγήσονται. Συ δε ο αυτός ει και τα έτη σου ουκ εκλείψουσιν.»
(ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ, Ι, 10-12)

Θα ’ρθει καιρός που απ' την πολλή τη χρήση
Οι ουρανοί σα ρούχο θα παληώσουν
κι έτσι γλυκά η πνοή Σου θα φυσήσει
και σα νιογέννητοι θα ξανανιώσουν.

Τη φωτεινή θαυματουργή Σου πέννα
στα πανταρκή κρατώντας μέσα χέρια
πουλιά θα ζωγραφίζεις φτερωμένα
τους Γαλαξίες, τους Ήλιους και τ’ Αστέρια.

Και κείνα μες στ’ ατέρμονα τα χάη
θα λάμνουνε της σφαίρας της ουράνιας,
απλά κι αβίαστα, καθώς κυλάει
το πυρωμένο δάκρυ της μετάνοιας.

Και στην αφεύγατη διάτα όλα τούτα
μιας μόνο σκέψης Σου θα πειθαρχούνε
σαν όπως ωριμάζουνε τα φρούτα
όταν του θέρους τ' άγγιγμα δεχτούνε.

Έτσι γι ατέλειωτο διάστημα χρόνου
Πλάσες θα φτιάχνονται και θα χαλιούνται,
καθώς στο δάγκαμα του Νόστιου Πόνου
Θλίψες θεριεύουνε κι ελπίδες σβηούνται.

Σα φόρεμα η Πλάση που φοράει
Οι ουρανοί της έτσι θα παληώνουν
Κι έτσι γλυκά η πνοή σου θα φυσάει
Και σα νιογέννητοι θα ξανανιώνουν.

Και Συ για πάντα ο ίδιος θα υπάρχεις
καθώς προ των αιώνων ήσουν πάντων,
κι ευδαίμων κι εύχαρις επάνω θ' άρχεις
στη δυσστονία του Νου και των Συμπάντων.
 ΡΟΥΘ
ΑΝD ΝΟΕΜΙΝ SΕΕΙΝG ΤΗΑΤ SΗΕ WΑS  DEΤΕRΜΙΝΕD ΤΟ  GO WIΤΗ ΗΕR, CΈΑSED ΤΟ SΡΕΑΚ  ΤΟ HER ANY ΜΟRΕ
(the BIBLE)

Μια επιμονή... μία κουβέντα ακόμα…
την Ιστορία ν' αλλάξουν θα μπορούσαν-
αν της Νοεμίν τα χείλη δε σιωπούσαν…
αν δε της σφράγιζε ο Θεός το στόμα…

Μα τι ωφελούν τα «αν»... η Ιστορία
γράφτηκε όπως Αυτός έχει θελήσει:
η Ρουθ την ίδια ακλούθησε πορεία
και τον Βοόζ επήγε να γνωρίσει.

Μετά Ωβήδ... Ιεσσαί... κι ο Προφητάναξ!
Χωρίς της Ρουθ και της Νοεμίν τη φίλια
του αγέννητου θα έθαφτε η λάρναξ
τα που καλά στον κόσμο ήρθαν μύρια,

κι η ευλογία δεν θα είχε υπάρξει
της Ρουθ, που αιώνες πριν την Πηνελόπη
του Σύμπαντος εχάραξε την Τάξη-
κι ας τήνε χάλασαν ξανά οι ανθρώποι.
TO ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ

Ο Ιωσήφ κοιμήθηκε. Σκέψεις θανατερές
το απλοικό παιδεύουνε μυαλό του.
Κι όταν αποκοιμήθηκε-πέθανε κάλλιο πες-
ήρθε ένας άγγελος μες στ' όνειρό του.

Κι ήταν του αγγέλου τα φτερά λευκότερα απ' το φως.
Κι ο Ιωσήφ στον ύπνο του εταράχτη.
Κι ήτανε σαν τρισμέγιστος ν' ανάτειλε λαμπρός
ήλιος κανείς από μια κρύα στάχτη.

Και σοβαρή μία φωνή εβγήκε απ' τα λεπτά
κι ευγενικά του άγγελου τα χεΐλη,
όπως το Μέγα Έλεος βγαίνει από τα σεπτά
τα χείλη Εκείνου που τον είχε στείλει:

«Μην τρέμεις. Έναν άγγελο βλέπεις Ιωσήφ εδώ.
Απ' το θεό στη γη στάλθηκα κάτου
κι ειν' έργο μου μοναδικό να λειάνω την οδό
για να διαβεί το Άγιο Θέλημά Του.

Και είναι Θείο Θέλημα, Ιωσήφ, να γεννηθεί
ο Λόγος του Θεού από τη Μαρία.
Είναι σε μήτρα μέσα μια θνητή να σαρκωθεί
του γένους των θνητών η σωτηρία.

Κι ειν’ η Μαρία η εκλεκτή που άξια έχει κριθεί
μέσα της το Άγιο Πνεύμα να καρπίσει.
Κι ειν' η Μαρία η εκλεκτή που άξια έχει κριθεί
τον μόνο του Θεού Γιο να γεννήσει.

Αυτός, το σπόρο που κρατεί για κάθε Αληθινό,
για κάθε ΩραΙο και για κάθε Μέγα,
Αυτός που όλα κυβερνάει από τον ουρανό-
Αυτός, το Άλφα όλων και τ' Ωμέγα,

Αυτός που εφύτεψε το Φως σrou Σκότους την καρδιά
και άνθίσανε οι Ήλιοι και οι Μέρες,
Αυτός που εσκόρπισε στης γης τη ράχη την πλατιά
ζώα κι ανθρώπους και φυτά κι αγέρες,

Αυτός το σπόρο εδιάλεξε να στείλει της Ζωής
μες στης Μαρίας τη μήτρα την αγία.
Κι αυτή 'ναι η ενανθρώπιση της Θείας της Πνοής
κι αυτή 'ναι η Ένσαρκος Οικονομία.

Σήκω και στη γυναίκα σου στάσου Ιωσήφ κοντά,
και όπως πριν σκεπτόσουν μη τη διώξεις-
στα σπλάχνα της των Προφητών μέσα η φωνή βοά
κι οι σάλπιγγες ηχούν της Θείας Δόξης.

Λοιπόν μη βασανίζεσαι. Μη σκέψεις αλγεινές
παιδεύουν το καθάριο το μυαλό σου.
Ειν' η Μαρία η Υψηλή μέσα στις ταπεινές-
ειν' αειπάρθενος η σύντροφός σου!»

Εξύπνησε ο Ιωσήφ. Και με φωνή απαλή
"Σ' ευχαριστώ Θεέ μου" φιθυρίζει.
και στη Μαρία πάει κοντά κι ένα φιλί
αβρό στα βλογημένα Της μαλλιά χαρίζει.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

TO ΒΟΔΙ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ

Σ' ευχαριστώ Θεέ μου που μ' αξίωσες
να δω το γιο Σου.
Και αν δεν έχει το γλυκό το βόδινο
το πρόσωπό Σου
και αν δεν έχει όπως περιμέναμε
τέσσερα πόδια
μα η ψυχή του ολόλευκη και πάναγνη
καθώς στα βόδια.

Πολύ Εσύ καλλίτερ' από μένανε
ξέρεις τι πρέπει.
Εσύ που η ματιά Σου η ολοκάθαρη
όλα τα βλέπει.
Και ξέρεις πως απάνω στο χωμάτινο
της γης το τόπι
τα πλάσματα που σωτηρία θέλουνε
ειν' οι ανθρώποι.
ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ

Τρανός καβαλάρης σε άλογο ολάσπρο
βοήθα να γίνω μια μέρα Χριοτέ μου.
Και μέσα να ζω σε πεντάμορφο κάστρο
που δε θα φοβάται ορμή όποιου ανέμου.

Και να 'ναι η ζωή μου το στέριο το κάστρο
και να 'ναι τα γκέμια ο άσφαλτος νους μου
και να 'ναι η ψυχή μου το άτι το αιθέριο
που δίνει φτερά στους θνητούς λογισμούς μου.

Και όταν η ώρα η άγια θε’ να 'ρθει
το άτι για πάντα το κάστρο ν' αφήσει,
σαν όνειρο να 'ναι παιδάκι που πλάθει
αφού χορτασμένο στον ύπνο βυθίσει.