Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Δευτέρα, 26 Ιανουαρίου 2015
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΑ

Πατέρα έχουμε κουμουνιστή πρωθυπουργό.
Έτσι λένε όλοι.

Εσύ που τη σημαία κράταγες του ΕΑΜ
Πες μου
Ο Λένιν ζήτησε την άδεια από ποιον
Για να επαναστατήσει;
Εσύ που έβλεπες το Μπούρτζι απ’ την Ακροναυπλία
Πες μου
Οι επαναστάσεις γίνονται με νόμους;
Εσύ που σ’ απολύσανε γιατ’ ήσουνα κουμουνιστής
Πες μου
Οι κουμουνιστές
Ζητούσαν τις ευχές αρχιεπίσκοπων;

Θα σου τα πω από κοντά όταν έρθω
Μα αν ήσουνα κι εσύ εδώ
Θα διασκεδάζαμε με τα τερτίπια
Και του "κουμουνιστή" πρωθυπουργού
Και κάποιων πολιτών που τριγυρνάνε
Ονειρευόμενοι κολχόζ
Και μπαϊράκια κόκκινα ανεμίζοντας.
Γιατί να διασκεδάζουμε μπορούμε μόνο
Με τέτοιες φιοριτούρες. 

Τρίτη, 27 Ιανουαρίου 2015
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

Τόπος: παιδική χαρά
Χρόνος: 26 Γενάρη 2015, μεσημέρι.
Πρόσωπα:
Μικρός Αλέξης (ΜικΑλ)
Μικρός Αντωνάκης (ΜικΑν)
Μπαμπάς Λαός (ΜπΛ, μπαμπάς τους)
Μαμά Δεξιά (ΜαΔ, μαμά τους)
Άνθρωποι γύρω.

(Ο Μπαμπάς Λαός ανεβάζει και κουνάει τον Μικρό Αλέξη στη μοναδική κούνια της Παιδικής Χαράς, ενώ ο Μικρός Αντωνάκης κλαίει στην αγκαλιά της μητέρας του)

ΜικΑν
Σέλω την κούνια μου…

ΜαΔ
(με λατρεία και ρίχνοντας άγριες ματιές στον Μπαμπά Λαό)
Δικιά σου είναι η κούνια μωράκι μου. Αλλά ας κουνηθεί λίγο και το αδερφάκι σου. Ναι;

ΜικΑν
Όσι. Σέλω μόνον εγώ…

ΜπΛ
(που παρακολουθεί από μακριά τον Μικρό Αντωνάκη. Δυνατά)
Έλα και συ μωρό μου να κουνήσεις τον αδερφούλη σου Έλα!... Κοίτα…Ωωωωωπ… Κοίτα πόσο ψηλά πάει… Έλα… Ωωωωωπ…

ΜικΑν
(κλαίγοντας γοερά, κλωτσώντας τον αέρα και χτυπώντας με τα χέρια του το στήθος της μητέρας του)
Όσι! Εγώ μόνο σέλω! Ζικιά μου κούνιαααα…

ΜπΛ
Μην κλαίς γιατί θα τις φας.
( ο Μικρός Αντωνάκης στριγγλίζει)

ΜαΔ
(ξεσπώντας, στον Μπαμπά Λαό)
Για τόλμα! Δε βλέπεις πώς σπαράζει το καημενούλι; Πατέρας είσαι συ;
(στον ΜικΑν)
Σώπα μωράκι μου, δικιά σου είναι η κούνια. Θα τον κάνω ντα εγώ τον μπαμπά. Μην μου κλαις μωράκι μου…
(γονείς από γύρω έχουν στρέψει την προσοχή τους στο κλάμα του ΜικΑν και παρακολουθούν τη λογομαχία των γονιών του)

ΜπΛ
(αφήνει τον Μικρό Αλέξη να κουνιέται και πηγαίνει προς τη μητέρα χαμογελώντας στον Μικρό Αντωνάκη καθώς πλησιάζει)
Έλα το παιδάκι μου εμένα, έλα το μωράκι μου, έλα στον μπαμπά μωρό μου να πάμε να κουνήσουμε μαζί τον αδερφούλη σου. Έλα αγαπούλα μου…
(απλώνει τα χέρια προσκαλώντας τον Μικρό Αντωνάκη στην αγκαλιά του)

ΜικΑν
Ζε σέλω. Εγώ σέλω κούνια. Όσι αζεφούλη  μου. Εγώ εγώ εγώ…
(δίνει μια με το χέρι του στο πρόσωπο του πατέρα του)

ΜαΔ
Κοίτα πώς το κατάντησες το παιδί… Θα μου σκάσει από το κλάμα το μωρό μου. Πατέρας είσαι συ;

ΜπΛ
Όχι, εσύ είσαι μητέρα. Δώστου μια στον κόλο να δεις πώς σταματάει.

ΜαΔ
Να το χτυπήσω; Να χτυπήσω εγώ τον Μικρό Αντωνάκη μου;
(στρέφει με το ελεύθερο χέρι της το πρόσωπο του Μικρού Αντωνάκη προς τον Μπαμπά Λαό)
Κοίτα! Σπυράκια έβγαλε στο προσωπάκι του το μωρό μου. Από το κλάμα κι από τη σκασίλα του…

ΜπΛ
Καλά καλά. Θα τα συζητήσουμε στο σπίτι αυτά. Σταμάτα το τώρα να κλαίει. Γίναμε ρεζίλι στον κόσμο… Μόνο ο Αντωνάκης να κουνηθεί δηλαδή; Ο Αλέξης δεν είναι παιδί σου;
(στον Μικρό Αντωνάκη)
Έλα μωρό μου. Να μην κουνηθεί λίγο και ο αδερφούλης σου; Έλα μωρό μου, κάνε τη χάρη στον μπαμπάκα που σε αγαπάει πολύ και πάμε να δώσεις ένα φιλάκι στο αδερφάκι σου. Έλα στον μπαμπά μωρό μου και θα σου αγοράσω εγώ μια μικρή κούνια να είναι μόνον δικιά σου. Να φτάνουνε τα ποδαράκια σου στο χώμα και να κουνιέσαι μόνος σου. Αυτή κοίτα… είναι μεγάλη για σένα και μπορεί να πέσεις κάτω και να χτυπήσεις το κεφαλάκι σου. Έλα μωρό μου…

ΜικΑν
Ζε σέλω μική κούνια. Σέλω τη μεζάλη.
(δίνει μια στο πρόσωπο του πατέρα του και χώνεται όπως πρώτα στην αγκαλιά της μητέρας του ουρλιάζοντας. Ο Μπαμπάς Λαός πηγαίνει στον Μικρό Αλέξη)

ΜικΑλ
Ζε σα έσει;

ΜπΛ
Όχι μωρό μου, δε θα έρθει. Θα πάει στο σπίτι με τη μαμά. Θα παίξουμε μόνοι μας.
 

ΕΛΛΗΝΕΣ-ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ ΣΗΜΕΙΩΣΑΤΕ ΔΥΟ

Κάποτε, ένας Σουλτάνος, μια φορά,
έβαλε έναν τελάλη να φωνάξει
και σ’ όληνε τη χώρα να ειπεί
πως αποφάσισε ο Σουλτάνος, όποιος
κάτι σπουδαίο έμαθε στη ζωή του
να ’ρθει και στο Σουλτάνο εμπροστά
επίδειξη της γνώσης του να κάνει
κι απ’ όλους στον καλλίτερο εκείνος,
την κόρη του θα δώσει για γυναίκα.

Τρεις ήρθανε. «Σουλτάνε μου», ο πρώτος,
«φωτιά όταν θα πιάσει ένα καράβι
μπορώ σε ώρα μισή να τήνε σβήσω.»
Φουντώνουνε λοιπόν ένα καράβι,
κι ως από θάμα, ο άνθρωπος εκείνος
αυτό που είπε το ’χε αλήθεια κάνει-
σε μισή ώρα η φωτια εσβήστη.

Ο δεύτερος «Σουλτάνε, η μπόρεσή μου
είναι έναν άρρωστο βαριά που είναι
εγώ στα συγκαλά του να τον φέρω.»
Επίδειξη έκανε λοιπόν κι εκείνος
γιαίνοντας του Σουλτάνου ένα φίλο
που όλοι τον είχαν ότι θα πεθάνει.

«Εγώ», λέει ο τρίτος, «έχω μάθει,
είκοσι όλα χρόνια προσπαθώντας,
σπυρί σπυρί μια χούφτα από ρύζι
από απόσταση τριάντα μέτρων,
σε μια μικρή τρυπούλα να το ρίχνω,
χωρίς ούτε σπυρί να πέσει έξω.
Κι αφού έκανε κι αυτός μπρος στο Σουλτάνο
αυτό που στην εντέλεια είχε μάθει,
οι τρεις  σταθήκανε σεβάσμια εμπρός του
τη δίκια του την κρίση για ν’ ακούσουν.

Και ο Σουλτάνος μίλησε: «Εκείνος
που τη φωτιά έσβησε απ’ το καράβι
την κόρη μου θα πάρει για γυναίκα.
Αυτός καλά που κάνει τους αρρώστους,
θα ’ναι από σήμερα ο σύμβουλός μου.
Του τρίτου να του πάρτε το κεφάλι.»

Κι έτσι έγινε. Και όλα όταν τελειώσαν,
ρώτησαν τον Σουλτάνο οι κοντινοί του:
«Γιατί Σουλτάνε πολυχρονεμένε
εδιάταξες να πάρουν το κεφάλι
σ’ αυτόν που χρόνια τόσα είχε κοπιάσει
και τόσο τέλεια είχα καταφέρει
σπυρί ουτ’ ένα από το ρύζι όλο
να μην ξεφύγει έξω από την τρύπα;»
«Γιατι αυτός πέρασε τη ζωή του
μαθαίνοντας κάτι άχρηστο που είναι
και για τον ίδιο και για τους ανθρώπους.»

Κι ολόκληρο εδώ βγήκε ένα έθνος
και πέρφανο κι ολόχαρο δηλώνει
για κάποιους που αφιερώσαν τη ζωή τους
να μάθουν όσο πιο καλά μπορούνε
μια μπάλα φουσκωμένη να περνάνε
ανάμεσα σε όρθια δύο ξύλα.
 


ΓΙΑΤΡΟΣ ΠΗΡΕ ΦΑΚΕΛΑΚΙ
ΓΙΑ ΝΑ ΧΕΙΡΟΥΡΓΗΣΕΙ ΑΣΘΕΝΗ
(έσταξε η ουρά του γαϊδάρου στο πηγάδι…)

Πήγα προχτές την αναδεξιμιά μου
σ’ ένα νοσοκομείο εδώ κοντά μου
για μια σκωληκοειδίτιδα εκεί χάμου.

Και επειδή τυχαία είμαι γιατρός
(αλλά χωρίς να ειμ’ έμπορος καλός)
νόμιζα εξαιρούμαι ασφαλώς.

Μα μου ψιθύρισε ένα γιατρουδάκι
(δείχνοντας πάντως και ντροπή λιγάκι)
…πως κι από μένα θέλουν φακελάκι…

Το ’δωσα. Γιατί διάκριση έστω μία,
θα ισοδυναμούσε με ατιμία:
Έχουμε ή όχι Δημοκρατία;..
 

Νατέλα, ξέρεις την ιστορία της ξαδέρφης σου που για να φύγει από την οικογένεια στην οποία δούλευε εφηύρε την αιτιολογία ότι παντρεύεται και ο γαμπρός δεν την αφήνει να δουλέψει; Θα στην έχει ίσως πει. Όμως έλα που η «κυρία» της της ζητούσε να γνωρίσει το γαμπρό…Από την άλλη μεριά πάλι η Νατέλα ήθελε να φύγει χωρίς να «τα σπάσει» με την «κυρία» της… Βάλθηκε λοιπόν να ψάχνει για…γαμπρό! Μου ζήτησε κι εμένα να έβρισκα κάποιον νεαρό που θα παρουσιαζόταν για λίγο ώστε να ησυχάσει η «κυρία». Τέλος έφυγε από εκεί με την κυρία να επιμένει (με καλή διάθεση ίσως η καημένη) να δει τον γαμπρό, και την Νατέλα μνα το αποφεύγει εφευρίσκοντας διαφορες προφάσεις…
Το άγχος της Νατέλας λιγόστεψε και το χείλι της γέλασε όταν της έγραψα αυτούς τους στίχους. Και αν ξέρεις την όλη ιστορία-αν στην έχει πει η Νατέλα, δεν ξέρεις όμως αυτούς τους στίχους που γράφτηκαν στα γρήγορα με την Νατέλα δίπλα μου να περιμένει να τους δει, λες και αυτοί θα της έκαναν μικρότερη τη στενοχώρια. Και ίσως να της την έκαναν. Τουλάχιστον γέλασε!

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΑΜΠΡΟΣ;

Έτοιμα όλα για το γάμο                                         
μόνο λείπει ο γαμπρός.
Θέλουμε να δούμε γάμο;
Ας τον βρούμε! Πάμε-εμπρός!

Το κρεβάτι στολισμένο-
με ροδόφυλλα στρωμένο.
Ο παπάς μες στα χρυσά
να φυσά να ξεφυσά.

Κι ο γαμπρός πού έχει πάει
κι έχει απ’ όλους μας χαθεί;
Θα ’ρθει τώρα ή θ’ αργήσει;
Ή ποτέ δε θα βρεθεί;

Στο πανέρι οι μπομπονιέρες,
στο κουτάκι μέσα οι βέρες.
Γλύκα κι ομορφιά γεμάτη
η μικρή νυφούλα να ’τη.

Το φεγγάρι τη ζηλεύει
και ο ήλιος την ποθεί.
Το ξερό κλαδί τη βλέπει
και το πνίγουν οι ανθοί.

Κι ο γαμπρός να ’ναι χαμένος!
Και καλά να ’ν’ ο καημένος,
ή μην έχει κάτι πάθει
και κανείς δεν το ’χει μάθει;

Μη τον πάτησε η κλώσα;
Μη τον έφαγε η γάτα;
Μη στραμπούλιξε το πόδι
καθώς γρήγορα επερπάτα;

Μη φταρνίστη το μερμήγκι
και τον πέταξε μακριά;
Μη τον έκανε η κεντήστρα
η αράχνη μια χαψιά;

Μη τον πήρε ο μαϊστρος;
Μη τον πήρα ο βοριάς;
 Μη τον τσίμπησε ο σπουργίτης;
Μη τον έθαψε ο χιονιάς;

Βρε γαμπρέ πού έχεις πάει;
Κι από τι έχεις κρυφτεί;
Από αστέρια δυο ματάκια;
Από κοχυλένιο αυτί;

Κρύφτηκες τώρα που ήβρες
στόμα θείο, πόδι χυτό,
κι αγαλμάτινο κορμάκι
και γελάκι δροσερό;

Βρε γαμπρέ δεν είναι ώρα
για να παίξεις το κρυφτό-
κι αν θες έτσι: φτού και βγαίνω-
φανερώσου στο λεφτό…

Βρε γαμπρέ συφοριασμένε
βρε γαμπρέ παραλοϊσμένε
πού στο διάσελο έχεις πάει
και σκοτάδι σ’ έχει φάει;

Σε προσμένει το αγγελούδι
σε προσμένει ο λωτανθός
και συ πας και κόβεις λάσπη-
και συ γίνεσαι μπουχός;

Έλα βρε γαμπρέ! Την ώρα
τούτη βρήκες να χαθείς
που για τέτοια μία τύχη
θα βρισκόνταν ο καθείς;

Α! Να μου χαθείς γαμπρέ!
Έτσι κάνουνε μωρέ;
Έτσι πάνε να κρυφτούν
και το γάμο παραιτούν;

Όλοι εμπρός οι καλεσμένοι!
Ψάξτε! Ψάξτε! δεν μπορεί,
κάπου θα ’ναι τρυπωμένος-
κάποιος μας θα τόνε βρει.

Ψάξτε όλοι! Ψάξτε όλοι!
Ψάξτε όλοι να τον βρείτε
και στη νύφη να τον φέρ’ τε
γάμο αν θέλετε να δείτε!

Θα τον βρείτε! Εκτός πια
κι αν η μοίρα η κακιά
καμωμένα έτσι τα ’χει…
που… γαμπρός να μην υπάρχει…
 

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

ΜΕ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΥ ΤΟ ΜΝΗΜΑ
Ο ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΘΥΜΑ.

-Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα;
-Γιατί βρήκαν κάτι τάφους στη Μακεδονία πέρα
και μπορεί λέν του Αλεξάνδρου από κείνους κάποιος να ’ναι.  
-Και οι έλληνες θα πάψουν πια οι δόλιοι να πεινάνε;
-Όχι. Ίδια θαν’ και τότε για τους έλληνες η πείνα.
-Μήπως δε θα ξαναέρθει πια η τρόϊκα στην Αθήνα;
-Θα ’ρθει. Τίποτα στο θέμα των Μνημόνιων δε θ’ αλλάξει.
-Μη τη φτώχεια μας ο τάφος του Αλέξανδρου θα πάψει;
-Αντιθέτως. Μείωση κι άλλη θα ιδούνε οι συντάξεις,
οι πολιτικές και πάλι θα μαλώνουν παρατάξεις,
πάλι σόμπα δε θα έχεις και βιβλία στο σχολείο
και δε θα ’χει ούτε γάζες κάθε μας νοσοκομείο.
-Αφού πάλι δε θα δούνε οι έλληνες καλή μια μέρα,
γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα;
-Δε γελάει παιδί μου ο κόσμος μα η κυβέρνηση μονάχα
και αυτή μονάχα  λέει πως θ’ αλλάξει κάτι τάχα,
κι όσοι αυτή έχει διατάξει ν’ ασχολούνται με το θέμα,
μ’ άλλα λόγια όσοι μαζί της του λαού πίνουν το αίμα:
Βουλευτές, εφημερίδες, μεγαλόσχημοι, κανάλια,
Κι όλοι όσοι διαιωνίζουν της πατρίδας μας τα χάλια.
-Μα η δασκάλα στο σχολείο μάς μιλούσε για μια ώρα
τι καλό θα είναι ο τάφος-αν βρεθεί-για όλη τη χώρα.
-Σας μιλούσε γιατί αν όχι, ήξερε καλά η καημένη
πως την άλλη κιόλας μέρα θα ’τανε απολυμένη.
Ο καθείς δεν πρέπει πίσω να κοιτάζει, μα μπροστά.
Στον εαυτό του αυτό και σ’ όλους τους ανθρώπους το χρωστά.
Και λαός που γι άλλο κάτι να περφανευτεί δεν έχει,
μόνο στους προγόνους του ύμνους αποχαυνωμένος πλέκει,
σαν φυτό μοιάζει πατάτας κίτρινο και μαραμένο,
που ότι έχει να παινέσει μες στη γης είναι θαμμένο.

25-5-15                                 
                                              -----
 

ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΤΑΜΙΑ
Το νέο πως είχε γίνει λάθος κατά την πληρωμή του μισθού του του το έφερε ένας συνάδελφος. «Και τώρα;» τον ρώτησε ο Γιούρι. Αυτός του απάντησε ότι έπρεπε να πάει «σε κείνο το κτίριο». Εκείνο το κτίριο όμως, που ο συνάδελφος του το έδειχνε με ακατέβατο το χέρι του, κινούνταν συνέχεια δεξιά-αριστερά και πάνω-κάτω. Περισσότερο μάλιστα έμενε επάνω και αυτό ήταν το πιο παράξενο μιας και έτσι καταλούσε το νόμο της βαρύτητας. Ο Γιούρι σκέφτηκε ότι έπρεπε κι αυτός να μετακινείται ανάλογα με το κτίριο καθώς θα πήγαινε προς την πόρτα του, ώστε να μπορέσει να μπει. Έτσι πράγματι έκανε και σε λίγο ήταν μέσα του. Ένας λακές του πρόσφερε ένα γλυκό λέγοντάς του: «για την επιτυχία σας».
Για να πάει στον δεύτερο όροφο ήταν τέτοια η κατασκευή του κτιρίου ώστε πρώτα έπρεπε να περάσει από τον έκτο και από τον πέμπτο όροφο. Στην αίθουσα του ταμείου ήσαν όλοι οι καθηγητές του γυμνασίου του οι οποίοι τώρα ήσαν υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών. Ο υπεύθυνος για τη διόρθωση του λάθους ήταν ο καθηγητής του των μαθηματικών ο οποίος έβγαινε από την αίθουσα όταν αυτός μπήκε. Όταν ο καθηγητής είδε τον Γιούρι, γύρισε στη θέση του λέγοντας «Σε περιμέναμε.Τι βαθμό είχες πάρει στο μάθημά μου;» «Πέντε» του απάντησε ο Γιούρι. «Πέντε επί τριακόσια τριάντα;» ρωτάει. Όταν είδε ότι ο Γιούρι δυσκολευόταν στην απάντηση, «χίλια εξακόσα πενήντα» του λέει. «Χίλια εξακόσα πενήντα καπίκια σου κρατήσαμε κατά λάθος. Πάρτα». Χάρηκε που το λάθος δεν ήταν δικό του και τα λεφτά αυτά ήταν παραπάνω από όσα είχε κανονίσει για να περάσει το μήνα.
Με τα λεφτά στο χέρι έτρεξε προς το σπίτι του. Εκεί βρήκε τη γυναίκα του καρφωμένη στον τοίχο του χωλ με ένα καρφί μπηγμένο ακριβώς στο μέσο του μετώπου της. Φορούσε ένα φουστάνι άσπρο με μαύρες βούλες και αιωρούνταν δεξιά και αριστερά πάνω στον τοίχο σαν εκκρεμές. Της έδωσε χίλια ευρώ για να πάρει ένα φουστάνι και άλλα εκατόν πενήντα για να αγοράσει ένα μαγιό για το κοριτσάκι τους, που εκείνη την ώρα μάθαινε κολύμβηση σε μια μπανιέρα δίπλα στη μητέρα της.
Κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο, όπου σε μια γωνία του η μητέρα του με δυο φίλες της παίζανε χαρτιά. Ξάπλωσε στο κρεβάτι χωρίς να κοιμηθεί. Δίπλα του ήταν το τηλέφωνο. Χωρίς να μπορεί να εξηγήσει γιατί το έκανε αυτό, όμως πήρε στο τηλέφωνο ένα φίλο και τον παρακάλεσε να παίρνει τον αριθμό του κάθε δέκα λεπτά και να μην απαντάει αν κάποιος το σηκώσει. Ύστερα γύρισε το πρόσωπό του προς το μέρος του τοίχου και έκανε τον κοιμισμένο. Το τηλέφωνο χτυπούσε κάθε δέκα λεπτά και η μητέρα του το σήκωνε όλο και πιο νευριασμένη κάθε φορά. Τέλος ο Γιούρι κοιμήθηκε πραγματικά. Στον ύπνο του ένοιωσε έναν έντονο διαξιφιστικό πόνο στην έξω επιφάνεια του δεξιού του ταρσού, κάτω από το κότσι. Ο πόνος ήταν συνεχής και έμοιαζε σαν κάποιος να του χάραζε το δέρμα. Παρότι πονούσε δεν κατάφερε να ξυπνήσει παρά μόνον όταν ο πόνος είχε πια περάσει. Και τότε είδε την αιματηρή επιμήκη πληγή στο μέρος όπου πριν ένοιωθε τον πόνο. Τα χείλη του τραύματος έχαιναν υπερβολικά και άφηναν να φαίνεται ο πυθμένας του και τα τοιχώματά του, κατακόκκινα από το αίμα. Σκέφτηκε ότι ήταν μεγάλη η ζημιά και ότι θα έκανε καιρό να γιατρευτεί. Και ενώ αναρωτιόταν ποιος του είχε ανοίξει εκείνη την πληγή, όρμησε μέσα στο δωμάτιο η μητέρα του κρατώντας ακόμα ματωμένο ένα μαχαίρι και ουρλιάζοντας προς το μέρος του: «Νόμισες ότι δεν κατάλαβα τη μηχανή σου; Έβαλες να σε παίρνουν τηλέφωνο για να με αφήνεις ξάγρυπνη…» «Με κατάλαβε», είπε μέσα του ο Γιούρι. Και αμέσως, κουτσαίνοντας και πονώντας έτρεξε πίσω της γιατί αυτή βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Δεν την πρόλαβε παρά αφού για να βγει είχε κάνει κομμάτια την εξώπορτα του σπιτιού με ένα απότομο τράβηγμά της. Την πληγή του να κοίταζε η την πόρτα; Πριν ο Γιούρι προλάβει καν να αποφασίσει, η μητέρα του πήγε στο χολ και άρχισε να μαζεύει ρούχα που νόμιζε για δικά του. Έφτιαξε ένα μπόγο και τον πέταξε μπροστά στα πόδια του. «Φύγε. Στα κομμάτια», του είπε.
Ο Γιούρι κατευθύνθηκε με τον μπόγο στα χέρια προς την πλατεία όπου μοίραζαν τρόφιμα και κουβέρτες στους άστεγους και τους πεινασμένους. Εκεί τον ρώτησαν πόσα λεφτά του έδωσαν από το ταμείο, και όταν τους είπε, πήγαν προς μια πόρτα που έγραφε  απέξω τον αριθμό 1650 την άνοιξαν και έβγαλαν από μέσα τρεις μεγάλες νταμιζάνες γεμάτες με γάλα και πολλά μέτρα ενός μεταλλικού σωλήνα λυγισμένου για να μην πιάνει πολύν χώρο και του τα έδωσαν. Ανάμεσα στα σιδερικά γυρίσματα του σωλήνα βρισκόταν η κόρη του, που φορούσε ποδιά νοσοκόμας και τον κοίταζε συνέχεια στα μάτια. Πήγανε για ταξί. Επειδή τα ταξί πετούσαν τρία μέτρα από πάνω τους, δεν τους έβλεπαν αν δεν τους κάνανε νόημα όταν ακόμα τα ταξί ήταν πολλά μέτρα μακριά τους. Ώσπου κάποιο ταξί να σταματήσει πέρασε πολλή ώρα.
Φτάσανε στο σπίτι. Η γυναίκα του κρεμόταν ακόμα στον τοίχο. Στην άκρη του δωματίου ο αδερφός του σκαρφαλωμένος σε μια σκάλα παιδευόταν να εγκαταστήσει ένα αιρ-κοντίσιον, αδιάφορος για όλα γύρω του. Η μητέρα τους τον βοηθούσε συμβουλεύοντάς τον. Έριξε στον Γιούρι αγριεμένο βλέμμα. Ο Γιούρι πήρε μια κανάτα με γάλα και την άδειασε στο στόμα μιας κούκλας που βρισκόνταν πάνω στο τραπέζι ώσπου αυτή άρχισε να βγάζει γάλα από τα στήθη της. «Έτοιμη!» φώναξε ο Γιούρι. Όλοι οι μέσα στο σπίτι μπήκαν στη σειρά για να πιουν.
Ξάφνου έγινε σκοτάδι. Από μακριά φάνηκε ο άρχοντας του σκότους που διακρίνονταν γιατί ήτανε πιο σκοτεινός από το σκοτάδι. Μεγαλοπρεπής σαν άραβας εμίρης πλησίασε, άρπαξε τη μητέρα του Γιούρι από τα μαλλιά και την πέταξε πέρα. «Τώρα δεν έχεις εχθρό» του είπε. Ο Γιούρι βγήκε έξω με τον άρχοντα του σκότους, περπατώντας οι δυο τους σ’ έναν μακρύ και στενό διάδρομο. Ένα παιδάκι έπαιζε πιο πέρα. Πάρτο και μάθε του τα παιχνίδια του Ισλάμ, είπε ο άρχοντας του σκότους στον Γιούρι. Έπιασε το μικρό παιδάκι από το χέρι. Εκείνο του είπε «Πρώτα θα καθαρίσουμε το σπίτι του μπαμπά».
Το σπίτι του άρχοντα του σκότους ήταν δίπλα από το σπίτι του Γιούρι. Μπήκαν μέσα. Καθαρίστριες είχαν αναλάβει την καθαριότητα του πατώματος. Ο Γιούρι ανέβηκε στο περβάζι ενός ψηλού παράθυρου, και με ένα τεράστιο ξυράφι ξυρίσματος που έμοιαζε με το εργαλείο που οι υαλοκαθαριστές καθαρίζουν τα τζάμια των καταστημάτων, καθάριζε τα τζάμια. Στο εξωτερικό πεζούλι του ανοιχτού παράθυρου εμφανίστηκε μια τραγουδίστρια η οποία διαμαρτυρήθηκε γιατί ο Γιούρι  είχε ξυρίσει μαζί με τα τζάμια του παράθυρου και τα οπίσθιά της. Ο Γιούρι προσπάθησε να θυμηθεί αν οι γυναίκες έχουν τρίχες στα οπίσθιά τους. Μα πριν το καταφέρει, ο γιος του άρχοντα του σκότους του είπε: «Μην της δίνεις σημασία. Με όλους έτσι κάνει». Και χαμογελώντας του με κατανόηση τον έπιασε απαλά από το χέρι  και βγήκαν μαζί στον μαύρο διάδρομο. Οδηγώντας τον έτσι μέσα από υπόγειες στοές, τέλος ανέβηκαν στην επιφάνεια. Εκεί περίμενε ο συνάδελφος που του είχε πει για το λάθος των χρημάτων του μισθού του. Ήταν ακόμα ορθός και εξακολουθούσε να έχει το χέρι υψωμένο και δείχνοντας προς το κτίριο όπου έπρεπε να πάει ο Γιούρι. Κοιτάζοντας προς τα εκεί, είδε ότι ακόμα το κτίριο κινούνταν συνέχεια δεξιά-αριστερά και πάνω-κάτω. Ο Γιούρι πλησίασε τον συνάδελφο και του είπε: «Πήγα».                   

                                                 ---   

                           ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ

Στο κάτασπρο το στήθος της το ποθοπλανταγμένο
ένας σταυρός κρεμότανε με τον Εσταυρωμένο.
Κι αναρωτήθηκα γιατί στους τόσους του μπελάδες
να τον παιδεύουν το Χριστό τώρα κι οι συμπληγάδες.

Μα όταν έσκυψα να δω επάνω στο σταυρό Του
να 'ναι αναψοκόκκινο είδα το πρόσωπό Του.
Κι αντί να ειναι η όψη Του άφατα πονεμένη
την είδα με αγαλλίαση να 'ναι στεφανωμένη.

Τα μάτια είχε μισόκλειστα κι εσειόταν το κορμί Του
σαν ο σεισμός να έγινε προτού από τη θανή Του.
Κι οι βόγγοι που εβγαίνανε απ' τα φρυγμένα χείλη
γι άλλην μιλούσανε παρά για την Ουράνια Πύλη.

Και μέσα κει στα στήθη της τα παντοβόρα είδα
να 'ναι πιασμένος ο Χριστός στην ίδια την παγίδα
στην ίδια να φλογίζεται φωτιά που τον καθένα
καίει στη γη επάνω αυτήν ως έκαψε και μένα.

Για μένα ετούτος ήτανε ο πλάστης και θεός μου
κι αυτόνε ξέρω μόνο εγώ για ποιητή του κόσμου.
Εκείνου εικόνα είμαστε όλοι κι ομοίωσή του
στον ίδιο σταυρωνόμαστε σταυρό κι εμείς μαζί του.

Και όρκο παίρνω πως μετά το κορμομάχημά Του
λίγο πριν πάψει να χτυπά για πάντα η καρδιά Του-
και όρκο παίρνω λέω ξανά-δεν είναι εικασία
πως είχε το "τετέλεσται" μιαν άλλη σημασία.
 

ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΚΑΝΑΠΕ

Στο μικρό καναπέ καθισμένη
σαν φλογίτσα μικρή αναμμένη
και τρεμίζανε τ’ άσπρα της κρέατα
’πό το κρύφιο καρτέρεμα του έρωτα.

Στο μικρό καναπέ ξαπλωμένη
πυρκαγιά τρομερή φουντωμένη
πόδια μάγουλα στήθη της έκαιγαν
και τα χείλια δεν ήξεραν τι έλεγαν.

…Στο μικρό καναπέ κοιμισμένη.
Σαν φωτιά που 'ναι μόλις σβυσμένη.
Που και που κάτι σπίθες τινάζονται,
και τα κρέατα τ’ άσπρα τραντάζονται.
 

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021





ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ  




Χρόνος: τρία εκατομμύρια χρόνια πριν.
Τόπος: Κάπου στον Γαλαξία μας.

Πρόσωπα:
ΖΩΗ
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
ΧΑΡΩΝΑΣ
ΒΟΗΘΟΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ
ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ (ΑΘΑΝΑΣΙΑ)
ΤΟ ΣΚΥΛΑΚΙ ΤΗΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΡΙΑ (ΑΝΑΓΚΗ)


Ένα γραφείο με μόνο τα απαραίτητα. Δεξιά
των θεατών ένα έπιπλο-γραφείο, ογκώδες, με
σκαλιστή καρέκλα. Όποιος κάθεται σ’ αυτήν
έχει αριστερά του τους θεατές. Αριστερά
και στο βάθος ένα μικρότερο γραφείο με
καρέκλα. Δίπλα στο γραφείο
πόρτα. Κάποιο παράθυρο. Ακόμα στο δωμάτιο
τραπεζάκι με δύο καρέκλες, βιβλιοθήκη. Στους
τοίχους φωτογραφίες ζώων και φυτών και
ανατομικοί πίνακες. Πάνω στο μεγάλο
γραφείο υδρόγειος σφαίρα με διαφοροποιημένα όρια ξηράς και θάλασσας. Το μεγάλο γραφείο
είναι της Ζωής. Το μικρό του Χάρωνα. Όταν
ανοίγει η αυλαία στη σκηνή βρίσκεται η
Ζωή. Νέα, αδύνατη, συμπαθητική. Φοράει
ζωηρόχρωμα ρούχα. Περπατάει νευρικά.
Πηγαίνει στο παράθυρο. Σηκώνει την
κουρτίνα. Βλέπει έξω. Περπατάει. Κοιτάζει το
ρολόϊ της. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η
Γραμματέας κρατώντας χαρτιά στα χέρια της.


ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τα εισερχόμενα.

ΖΩΗ
(πλησιάζει στο γραφείο της)
Τι έχουμε σήμερα;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(αφήνει το πρώτο χαρτί επάνω στο γραφείο)
Απειλητική αύξηση των μυρμηγκιών.
(περιμένει σχόλιο για να προχωρήσει στο επόμενο
χαρτί)

ΖΩΗ
Προχώρα.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(αφήνοντας ένα ένα τα χαρτιά)
Αίτηση από το Τμήμα Θαλάσσης για την ενίσχυση των μέσων
άμυνας των χταποδιών... η Μηνιαία Στατιστική του Πεδινού Τμήματος... πρόταση της Γραμματείας Φυτών για τη σμίκρυνση των πεύκων... η μελέτη του Γραφείου Ερήμων για την επίδραση της πτώσεως της θερμοκρασίας στην ομοιόσταση των αρθροπόδων... δύο αιτήσεις αδείας.

ΖΩΗ
Καλά. Άφησέ τα. Θα τα δω αργότερα. Φάνηκε ο Παρατηρητής;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Όχι ακόμα.

ΖΩΗ
Όταν έρθει να τον δω αμέσως.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μάλιστα!
(πηγαίνει προς την πόρτα)

ΖΩΗ
Έτοιμη για την επιθεώρηση;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Όλα εντάξει.
(βγαίνει)

ΖΩΗ
(Κοιτάζει το ρολόϊ της. Βηματίζει. Πηγαίνει στο
παράθυρο. Σηκώνει την κουρτίνα. Την ίδια στιγμή χτύποι στην
πόρτα. Αφήνει την κουρτίνα να πέσει.)
Εμπρός!
(μπαίνει ο Παρατηρητής)

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
(Κουρασμένος)
Ουφ!..

ΖΩΗ
Λέγε!

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
(πειραγμένος από το απότομο της Ζωής)
Να κάτσω πρώτα;

ΖΩΗ
Κάτσε αλλά λέγε.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
(Κάθεται).
Οι πληροφορίες είναι όλες σωστές. Στο Τμήμα Σχεδιασμών είναι κοινό μυστικό. Κανείς δε μιλάει γι αυτό, όμως όλοι το ξέρουν. Ο μηχανικός έχει σχεδιάσει την παραμικρή λεπτομέρεια και πιστεύει πως τα σχέδιά του θα πετύχουν.

ΖΩΗ
Τι ακριβώς σχεδιάζει; Έμαθες; Τι ακριβώς επιδιώκει;

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ

Δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς. Μίλησα με δυο τρεις φίλους από τοΤμήμα του. Αλλά ξέρεις, αυτά τα πράγματα θέλουν ώρα. Δεν πας και ρωτάς: "κρύβει κα ’να μυστικό το αφεντικό σου;"  Πας, κάθεσαι, μιλάς για τον καιρό, για την οικονομική κατάσταση, για τα προσωπικά σου, κάνεις τον άλλο να σιγουρευτεί ότι πήγες εκεί μόνο και μόνο για να τον δεις ή επειδή ήθελες να συζητήσεις απλά μαζί του. Και όταν αυτό γίνει αρχίζεις με τρόπο να μπαίνεις στο θέμα που σε ενδιαφέρει. Ρωτάς τάχα αδιάφορα για κάτι που έγινε..

ΖΩΗ
(Τον διακόπτει)
Δε θέλω να μάθω πώς δουλεύεις. Θέλω να μου πεις τι έμαθες.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
Πρώτα επιβεβαίωσα όλες τις πληροφορίες που είχες μέχρι
τώρα. Έμαθα ότι κάτι μεγάλο σκαρώνεται, ότι αυτό το κάτι είναι έτοιμο στα χαρτιά, ότι έχει αρχίσει να μπαίνει σε πράξη και ότι αφορά αποκλειστικά στους πιθήκους. Μέσα σε μιαν ώρα πολλά είναι κι αυτά που έμαθα. Αν μου δώσεις χρόνο θα σου φέρω ως και τα σχέδια που έχει στο συρτάρι του.

ΖΩΗ
(Με αδημονία)
Χρόνο… Χρόνο…
(καταβάλλει προσπάθεια να ηρεμήσει)
 Έχεις δίκιο. Ξέρω πως σου ζητάω πολλά. Όμως το πράγμα επείγει. Μην ξεχνάς πως σήμερα έχουμε επιθεώρηση. Πρέπει το θέμα να ξεκαθαρίσει σήμερα. Είναι ευκαιρία. Με την αλληλογραφία η διευθέτησή του θα καθυστερήσει με
φοβερές συνέπειες. Έστειλες κάτω για αποδείξεις;

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
Έστειλα τον ικανότερο βοηθό μου. Είναι εκεί από πρωί
πρωί. Όπου να ’ναι έρχεται. Θα σε ενημερώσω αμέσως όταν φτάσει.
(ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Χάρωνας)

ZΩΗ
(στον παρατηρητή)
Να έρθει ο ίδιος σε μένα.

ΧΑΡΩΝΑΣ
Καλημέρα.

ΖΩΗ
Καλημέρα

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
(απρόθυμα)
Καλημέρα.
(σηκώνεται)

ΧΑΡΩΝΑΣ
(Με ύφος ειρωνικό)
Μήπως διακόπτω καμία ενδιαφέρουσα συζήτηση;

ΖΩΗ
Τελειώσαμε Χάρωνα. Ο Παρατηρητής έφευγε.
(στον παρατηρητή)
Να ’ρθει αμέσως ο ίδιος εδώ-ναι;

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
Εντάξει.
(θυμωμένο βλέμμα στο Χάρωνα. Στη Ζωή)
Αντίο
(βγαίνει)

ΧΑΡΩΝΑΣ
(Κάθεται)
Απορώ πώς αντέχεις αυτόν το σπιούνο.

ΖΩΗ
(Μιλώντας περισσότερο στον εαυτό της)
Αν "αυτόν το σπιούνο" τον είχα χρησιμοποιήσει νωρίτερα, θα
είχα μάθει πρωτύτερα τι συμβαίνει και δε θα είχα βρεθεί προ απροόπτου.

ΧΑΡΩΝΑΣ
Ποιο είναι το απρόοπτο; Συμβαίνει τίποτα;

ΖΩΗ
Δεν είναι κάτι που αφορά εσένα άμεσα. Ίσως και να μη σε αφορά ούτε έμμεσα.

ΧΑΡΩΝΑΣ
Ξέρω, είμαι μικρός και δεν έχω δικαίωμα να μάθω… Όμως είμαι υφιστάμενός σου μόνο γιατί ακόμα δεν δημιουργήθηκε η Διεύθυνση Αποσύρσεως. Το ξέρεις πως έχω κάνει αίτηση με πλήρη δικαιολόγηση του αιτήματος και ότι είναι ζήτημα χρόνου η δημιουργία της νέας Διεύθυνσης. Τότε θα ’χω δικό μου γραφείο όπως εσύ και σε βεβαιώνω (ρίχνει μια ματιά γύρω του) πως θα είναι καλλίτερο από αυτό.

ΖΩΗ
Δε θ' ασχοληθούν καθόλου με το αίτημά σου. Ως εκεί έχουν
μυαλό. Όλοι ξέρουν πως η δουλειά σου δε χρειάζεται ιδιαίτερες
ικανότητες κι ακόμα περισσότερο ιδιαίτερο γραφείο. Όλο που έχεις να κάνεις είναι να κουβαλάς νεκρές κούκλες.

ΧΑΡΩΝΑΣ
(Μιμείται τη φωνή της)
"Όλο που έχεις να κάνεις είναι να κουβαλάς νεκρές κούκλες"... Πόσες φορές το ’χω ακούσει αυτό... Έτσι νομίζετε όλοι, πως είναι απλή δουλειά. Ξέρεις τι συντονισμός οχημάτων χρειάζεται για να μεταφερθούν τόσα πτώματα κάθε μέρα στο εργοστάσιο; Ξέρεις τι προεργασία απαιτείται για να μη γίνει λάθος και μπερδευτούν νεκροί με ζωντανούς; Και για πήγαινε συ να κουβαλήσεις έναν ελέφαντα! Η φόρτωση παίρνει περισσότερο χρόνο από τη μεταφορά. Τις περισσότερες φορές πρέπει να
τον διαλύσω για να τον μεταφέρω. Εσύ που βλέπεις πόσο κοπιάζω για να γίνουν αυτά στην εντέλεια, δεν έπρεπε να πεις αυτά που είπες.

ΖΩΗ
(ειρωνικά)
Ναι, πολύ κοπιάζεις.
(αποφασιστικά)
Ότι και να λες, η Διεύθυνσή σου και αν ποτέ γίνει, θα έχει
είκοσι φορές λιγότερη δουλειά από τη δική μου.

ΧΑΡΩΝΑΣ
Μπράβο υπολογισμός! Πώς το μέτρησες; Εκείνο που θα ’πρεπε να πεις είναι ότι άλλη η δουλειά η δική σου και άλλη η δική μου. Τότε θα μιλούσες σωστά. Δεν μπορούν να συγκριθούν δυο ανόμοια πράγματα.

ΖΩΗ
Νομίζω ότι μπορούν στην περίπτωσή μας: εγώ δημιουργώ κι εσύ είσαι ένας μεταφορέας.

ΧΑΡΩΝΑΣ
Με συγχωρείς. Αλλά εγώ κουβαλάω πίσω στο εργοστάσιο
όσα δημιουργήματά σου καταστρέφονται κι εγώ δεν ξέρω από ποιαν αιτία. Σίγουρο είναι ότι δεν καταστρέφονται όλα από την πολυκαιρία, αλλά και σε πολύ μικρότερο χρόνο και από διάφορες αιτίες. Και αυτή η πρόωρη καταστροφή έχει βέβαια να κάνει με την ποιότητα της δουλειάς που γίνεται στη Διεύθυνσή σου…

ΖΩΗ
(Εκνευρισμένη αλλά και με διάθεση να δώσει τέλος στη
συζήτηση)
Δεν είσαι εσύ ικανός ούτε και αρμόδιος να κρίνεις τη
Διεύθυνσή μου. Αλλά, Χάρωνα, ας μη συνεχίσουμε τον καυγά. Με περιμένει μια δύσκολη μέρα. Και ας μην ξεχνάμε την επιθεώρηση. Συγνώμη αν σου μίλησα άσχημα.

ΧΑΡΩΝΑΣ
Α! Ναι! Επιθεώρηση! Μα εμένα όλη σχεδόν η δουλειά γίνεται
έξω από το εργοστάσιο.
(Ταχτοποιεί τα χαρτιά του πάνω στο γραφείο του)
Τα χαρτιά μου είναι έτοιμα. Εσύ έχεις ετοιμαστεί;

ΖΩΗ
Και ναι και όχι. Έχω ετοιμαστεί σε ό,τι θα μπορούσα να
ετοιμαστώ. Αλλά αυτή η επιθεώρηση δε μ' ενδιαφέρει όπως οι άλλες. Το ενδιαφέρον της βρίσκεται αλλού.

ΧΑΡΩΝΑΣ
Τι εννοείς;

ΖΩΗ

Χάρωνα έχω μπλεξίματα. Ο Λογοθέτης κάνει του κεφαλιού του.

ΧΑΡΩΝΑΣ
Εμένα μου το λες; Δεν το ξέρω; Προχτές έστειλε δικούς του
και μάζεψαν όλες τις αντιλόπες πριν πάμε εμείς. Ο επικεφαλής του συνεργείου μου μού είπε πως δεν υπάρχουν αντιλόπες. Ενώ ξέραμε πως ήταν εκατόν τριανταπέντε. Όλη τη μέρα σκεφτόμασταν τι μπορεί να ’γινε. Και την
επομένη τυχαία ανακάλυψα ότι τις είχε μαζέψει ο Λογοθέτης, γιατί τις χρειαζόταν, λέει, για τα πειράματά του. Καλά, του λέω, γιατί δε μου το ’λεγες ότι θα τις μαζέψεις;
Νομίζεις ότι μου απάντησε; Γελούσε σαν χαζός.
(Χτυπάει η πόρτα)
Εμπρός!
(Μπαίνουν ο Βοηθός Παρατηρητή και ο Παρατηρητής)

ΒΟΗΘΟΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ
Καλημέρα.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
(Στο βοηθό του)
Πες στην κυρία προϊσταμένη τι είδες.

ΒΟΗΘΟΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ
Είδα κάτι που ούτε έχω ακούσει ούτε έχω ξαναδεί. Είδα
πράματα που με τρόμαξαν. Είδα πιθήκους να περπατάνε σχεδόν όρθιοι. Άλλους να ’ναι μαζεμένοι γύρω από φωτιά και να ζεσταίνονται. Όταν πλησίασα μου πέταξαν πέτρες. Τις κρατούσαν μέσα στα χέρια τους όπως εμείς... Να, έτσι!.
(Δείχνει τη γροθιά του)

ΖΩΗ
(Κάνει μια κίνηση απογνώσεως. Αμέσως μετά με συγκρατημένα
ήρεμο ύφος)
Εντάξει. Αρκετά. Πες στη γραμματέα μου πού θα βρίσκεσαι
γιατί ίσως σε χρειαστώ αργότερα.
(Στον παρατηρητή)
Ευχαριστώ. Μπορείτε να πηγαίνετε.
(Βγαίνουν ο Παρατηρητής και ο βοηθός του. Η Ζωή πατάει ένα
κουμπί στο τηλέφωνο που βρίσκεται πάνω στο γραφείο της)

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(από το τηλέφωνο)
Μάλιστα!

ΖΩΗ
Να έρθει αμέσως ο Λογοθέτης. Είναι επείγον.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(απέξω)
Μάλιστα!

ΧΑΡΩΝΑΣ
Μα τι συμβαίνει;

ΖΩΗ
Συμβαίνει ότι ο Λογοθέτης ενεργεί χωρίς την έγκρισή μου.
Προχτές το βράδυ είχα στο σπίτι μου τον Επόπτη Εργασίας. Μου είπε πως κάτι ψιθυρίζεται στο Τμήμα Μηχανικού  Σχεδιασμού για μια καινούργια ιδέα του μηχανικού, που άρχισε κιόλας να την εφαρμόζει στους πιθήκους. Δεν ήξερε κάτι συγκεκριμένο. Αμέσως ειδοποίησα τον Παρατηρητή να μάθει και να με ενημερώσει το συντομότερο. Ταυτόχρονα του είπα να στείλει κάτω κάποιον να δει τι γίνεται. Τα νέα τα άκουσες μόνος σου. Όμως θέλω ν’ ακούσω από τον ίδιο τι προσπαθεί να κάνει και πού έχει φτάσει το πράγμα. Μα προ παντός θέλω να τον
σταματήσω. Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για κάτι φοβερό. Θα ’θελα να μην ήταν έτσι, όμως όσα άκουσα εκεί οδηγούν.

ΧΑΡΩΝΑΣ
Έχω τα ίδια αισθήματα με σένα για το Λογοθέτη. Μα τώρα δε
βλέπω τι φοβερό μπορεί να συμβαίνει. Μη χαρακτηρίζεις από πριν άσχημο ότι κάνει. Μπορεί να πρόκειται για κάτι αθώο.

ΖΩΗ
Αν ήταν αθώο δε θα κρατιόταν μυστικό. Ούτε ήταν αθώα όσα
ακούστηκαν πριν λίγο εδώ μέσα.

ΧΑΡΩΝΑΣ

Εγώ απ' ότι άκουσα συμπέρανα πως ο Λογοθέτης προσπαθεί να
βελτιώσει τη δουλειά του. Και επειδή εδώ μέσα πρόκειται να δοθεί μάχη όταν αυτός έρθει, εγώ θα φύγω. Ύστερα έχω να ελέγξω τις σημερινές αφίξεις. Αφού έχουμε επιθεώρηση πρέπει να είναι όλα εντάξει. Τι ώρα αλήθεια αρχίζει η επιθεώρηση;

ΖΩΗ
(Παίρνει και συμβουλεύεται ένα χαρτί από το γραφείο της)
Το πρόγραμμα λέει στις δέκα. Όμως πότε ακολουθήθηκε το
πρόγραμμα; Γι αυτό ας είμαστε έτοιμοι νωρίτερα.

ΧΑΡΩΝΑΣ

Αν με ζητήσουν θα είμαι στο Τμήμα Παραλαβών.
(Τεντώνεται στην καρέκλα του)
Σήμερα δεν αισθάνομαι καλά. Θα κρύωσα το βράδυ.
(Χτύποι στην πόρτα. Ο Χάρωνας σηκώνεται)
Αυτός θα ’ναι. Εγώ φεύγω.

ΖΩΗ
Εμπρός!
(Μπαίνει ο Λογοθέτης)

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
(Στο Χάρωνα που του ανοίγει την πόρτα)
Γεια σου Χάρωνα.

ΧΑΡΩΝΑΣ
(Στο Λογοθέτη)
Γεια σου. Εγώ έφευγα. Πέρνα μέσα.
(Στη Ζωή)
Γεια.

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
(Κλείνει την πόρτα. Είναι γελαστός μα και ανήσυχος)
Καλημέρα.

ΖΩΗ
Καλημέρα. Κάτσε.

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
(Κάθεται)
Η γραμματέας σου μου είπε πως είναι επείγον.

ΖΩΗ
Ναι Λογοθέτη, πρόκειται για κάτι επείγον και σοβαρό. Τι
συμβαίνει με τους πιθήκους;

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ

(σοβαρεύεται)
Ώστε αυτό ήταν... Αυτό ήθελε ο Παρατηρητής πρωί πρωί στο
Τμήμα μου...

ΖΩΗ
Λογοθέτη, είμαι η προϊσταμένη της Διεθύνσεως Παραγωγής και
είναι μέσα στα καθήκοντά μου να γνωρίζω τι γίνεται μέσα στη Διεύθυνσή μου. Έμαθα λοιπόν πως κάνεις κάτι κρυφά από μένα. Πώς το έμαθα δεν ενδιαφέρει. Σημασία έχει πως εσύ δε με ενημέρωσες σχετικά. Απαιτώ να μάθω από σένα τι ακριβώς συμβαίνει. Ακούω.

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Τα λόγια σου και το ύφος σου δείχνουν πως με αντιμετωπίζεις
σαν να έκανα κανένα έγκλημα. Το πράγμα είναι απλό και δε βλέπω γιατί το αντιμετωπίζεις έτσι. Σαν επιστήμονας που είμαι, προσπαθώ να βελτιώσω τη δουλειά μου. Μελετώ, πειραματίζομαι, παρατηρώ.

ΖΩΗ
Αυτό είναι υποχρέωσή σου. Για να πειραματιστείς όμως στις
κούκλες μας πρέπει να έχεις την έγκρισή μου. Εκτός από επιστήμονας είσαι και υπάλληλος. Έχεις προϊστάμενο που συμβαίνει να είμαι εγώ.

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Οτιδήποτε κρίνω ότι χρειάζεται να τεθεί υπόψη σου θα το
θέσω αμέσως. Και αν χρειαστεί να κάνω κάποια σοβαρή αλλαγή θα ζητήσω οπωσδήποτε την έγκρισή σου.

ΖΩΗ
Μιας κι είσαι λοιπόν εδώ ενημέρωσέ με για ότι σκοπεύεις να κάνεις, αλλά κύρια για ότι έκανες ως τώρα. Και εννοώ ό,τι καινούργιο εφάρμοσες στις κούκλες μας. Γιατί σαν προϊσταμένη της Διευθύνσεως μόνο αυτό με ενδιαφέρει: τι έκανες στις κούκλες μας. Στις κούκλες του εργοστασίου μας.

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Δεν ξέρω τι σου είπαν. Η αλήθεια είναι ότι ασχολούμαι από
καιρό πειραματικά με την οικογένεια των πιθήκων. Παρατήρησα ότι πολλαπλασιάζοντας τις συνάψεις των εγκεφαλικών κυττάρων μεταξύ τους, είχα αποτελέσματα ικανοποιητικότερα παρά αν τα εφάρμοζα στις άλλες κούκλες. Οι πίθηκοι ανταποκρίνονται γρηγορότερα και πιο αποτελεσματικά στις μεταβολές αυτές. Η πρόσληψη των παραστάσεων δεν είναι προσωρινή, αλλά κατά κάποιον τρόπο εντυπώνεται και παραμένει μέσα στα εγκεφαλικά κύτταρα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά σε μερικές περιπτώσεις επανέρχεται σαν ένα είδος ανάμνησης όταν οι εξωτερικές συνθήκες και τα ερεθίσματα που δέχεται ο πίθηκος είναι παρόμοια με εκείνα που του δημιούργησαν την πρώτη εντύπωση. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο και προσπαθώ να το αξιοποιήσω όσο γίνεται.

ΖΩΗ
Συνέχισε.

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Αυτό είναι όλο το θέμα. Πήρα την πρωτοβουλία και στις δύο
τελευταίες αποστολές πιθήκων εφάρμοσα αυτές τις αλλαγές.

ΖΩΗ
Αυτό είναι το όλο θέμα λοιπόν! Και το θεωρείς μικρό!
Πίθηκοι ανάβουν φωτιά και ζεσταίνονται. Πίθηκοι χρησιμοποιούν πέτρες για όπλο. Πίθηκοι περπατούν όρθιοι. Βλέπεις ότι ξέρω.

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Δε θα σου ’κρυβα τίποτα. Πράγματι συμβαίνουν όλα αυτά, όχι σε μεγάλη κλίμακα όμως ακόμα. Όσον αφορά στις πέτρες που πιάνουν, η βελτίωση αυτή είναι συνέπεια της πρώτης.
Παρατήρησαν ότι ο εχθρός έτσι φοβάται και φεύγει. Μια μικρή μετατόπιση του αντίχειρα έτσι ώστε να είναι τοποθετημένος αντίθετα στ' άλλα δάχτυλα, διευκόλυνε το κράτημα της πέτρας. Όσο για τη σχεδόν όρθια στάση, απλά έδωσα μεγαλύτερη ελαστικότητα στους συνδέσμους μεταξύ των σπονδύλων. Νομίζω πως όλα αυτά είναι μια πρόοδος-και όποια πρόοδος
βγαίνει από τη Διεύθυνσή μας, τιμά όλη τη Διεύθυνση.

ΖΩΗ
Λογοθέτη, έχεις αθώο ύφος χωρίς να είσαι αθώος. Η δουλειά
σου σ’ αυτό το εργοστάσιο είναι η παραγωγή αντιτύπων από πρότυπα που σου έχουν δοθεί και η σωστή κατανομή των ενστίκτων σ' αυτά. Είναι μια σοβαρή δουλειά. Κι αν περιοριζόσουν σ' αυτήν, τώρα δε θα βρισκόσουν σ’ αυτή
τη δυσάρεστη θέση. Οτιδήποτε πέρα απ’ αυτά τα καθήκοντά σου είναι κάτι που δε θα το αποφασίσεις εσύ αλλά εγώ. Σου δίνω την προφορική εντολή που σήμερα κιόλας θα την πάρεις και γραπτή, να πάψεις να εφαρμόζεις τις ιδέες σου στις κούκλες μας. Και να επαναφέρεις στην προηγούμενη κατάσταση τους πιθήκους. Αν είναι δύσκολο να επαναφέρεις τους ήδη
αλλαγμένους, να επαναφέρεις τα παλιά χαρακτηριστικά στις επόμενες αποστολές. Αυτό θα βοηθήσει να κριθείς επιεικώς για την απειθαρχία σου.

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Σωστά είπα πως είμαι κατηγορούμενος λοιπόν. Βέβαια, έπρεπε να σε ενημερώσω. Δεν το ’κανα έγκαιρα. Το ’μαθες από αλλού. Όμως πρόκειται για κάτι καλό. Για μια πρόοδο…

ΖΩΗ
Καλό; Πρόοδο; Πραγματικά το πιστεύεις αυτό; Άκουσα καλά;
Πρόοδο;

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Ναι, καλά άκουσες. Πιστεύω ότι καθήκον κάθε εργαζόμενου και ιδιαίτερα κάθε επιστήμονα είναι η κατά τον καλλίτερο τρόπο αξιοποίηση των ικανοτήτων του ώστε να προσθέσει ένα λιθαράκι κι αυτός στο οικοδόμημα της επιστήμης του. Αυτό έκανα κι εγώ. Δε σε ενημέρωσα εγκαίρως. Σε ενημερώνω τώρα. Νομίζω δεν είναι αργά.
ΖΩΗ
(στον εαυτό της)
Ελπίζω κι εγώ να μην είναι αργά.
(στο μηχανικό)
Λογοθέτη, να επαναφέρεις τα πράγματα στην κανονική τους
σειρά. Πράγματι αυτό είναι το καθήκον κάθε εργαζόμενου, όμως στην περίπτωσή μας κάθε πρόοδος της επιστήμης πρέπει να αξιοποιείται στα πλαίσια των απαιτήσεων του εργοστασίου και εν πάσει περιπτώσει όχι χωρίς την έγκριση των υπευθύνων. Και στη δική μας περίπτωση όχι χωρίς τη δική μου έγκριση. Να επαναφέρεις τους πιθήκους στην προηγούμενη κατάστασή τους.

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ

Μα Ζωή… για σκέψου... Είμαστε ένα εργοστάσιο πρωτοπόρο στον τομέα μας. Από το μηδέν φτάσαμε να δημιουργήσουμε μια στρατιά όντων. Από ένα μικρό κύτταρο φτάσαμε στους δεινόσαυρους και στα τεράστια φυτά. Από τον πρωτογονισμό της αμοιβάδας φτάσαμε στο νευρικό σύστημα των σπονδυλωτών. Από τα πρώτα ψευδοπόδια προχωρήσαμε στη δημιουργία ποικίλου τύπου μετακινήσεων. Οι κούκλες μας σήμερα βαδίζουν, πετούν, κολυμπάνε. Κι όλα αυτά τα κάναμε μαζί εμείς όλοι, μέσα σ' αυτό το εργοστάσιο. Με μόχθο και έχοντας να πολεμήσουμε με αντίξοες κάθε φορά συνθήκες. Και σ’ όλα βγήκαμε νικητές γιατί παλέψαμε αδερφωμένοι χέρι χέρι. Και επειδή τολμούσαμε να εφαρμόζουμε κάθε φορά καινούργιες ιδέες και ανακαλύψεις. Και είσαι συ που πρωτοστατούσες στην όποια καινοτομία για τη βελτίωση της δουλειάς μας-πρέπει να το παραδεχτώ αυτό. Και φτάσαμε τώρα στο εντελώς αντίθετο σημείο, εμείς οι ίδιοι, εσύ προϊσταμένη, να βάζεις φραγμό στην εξέλιξη που μέχρι τώρα μόνον οφέλη στις κούκλες μας έφερνε και φήμη στο εργοστάσιό μας. Βέβαια πολλές φορές είχαμε διαφωνίες, πολλές φορές είχαμε διαφορές απόψεων-θυμήσου μόνο την υπόθεση των δελφινιών-όμως εκείνος που υπερίσχυε πάντοτε δεν ήμουν εγώ ή εσύ αλλά η επιστήμη και η πρόοδος.
Πιστεύω ότι και τώρα το ίδιο θα γίνει. Σε παρακαλώ ν' αφήσεις κατά μέρος τις τυπικότητες και να δεις την ουσία. Παρατύπησα. Δε στο είπα. Μα η ουσία παραμένει. Και είναι αυτή ένα βήμα ακόμα εμπρός. Και τώρα συ μου λες αντί εμπρός να πάω πίσω. Ε, λοιπόν όχι. Αρνούμαι να υπακούσω όποιες κι αν θα είναι οι συνέπειες.

ΖΩΗ
(θλιμμένα)
Είναι λυπηρό να φτάνει η συζήτηση μεταξύ μας σε τέτοιο
σημείο. Είναι λυπηρό να σου δίνω μια εντολή και συ ν' αρνείσαι να την εκτελέσεις. Χειρότερο όμως είναι που αποκαλείς πρόοδο αυτά σου τα επιτεύγματα. Έχεις δίκιο, πολλά περάσαμε, πολλά καταφέραμε.
(αποφασιστικά)
Αυτό όμως όχι! Αυτό δεν είναι πρόοδος. Αυτό πρέπει να
ξαναγυρίσει εκεί που ήταν. Και να ξεχάσεις τις ανακαλύψεις σου πάνω στο θέμα. Να κάψεις τις σημειώσεις σου.

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
(Σηκώνεται. Οπισθοχωρεί)
Να κάψω τις σημειώσεις μου; Να ξεχάσω ό,τι έκανα ως τώρα πάνω σ’ αυτό;
(στέκει για λίγο σαν άνθρωπος που δεν πιστεύει ό,τι άκουσε)
Τουλάχιστον ας είχα μια πειστική αιτία για να το κάνω.
(βλέπει προς τη Ζωή ερωτηματικά)

ΖΩΗ
(Σκύβοντας προς το μέρος του και κοιτάζοντάς τον στα
μάτια. Σιγά) Δεν καταλαβαίνεις λοιπόν; (με φωνή που τρέμει)
Έτσι αρχίσαμε κι εμείς.
(ο μηχανικός στέκει για λίγο μετέωρος, σαν χαμένος. Η Ζωή συνεχίζει περπατώντας αργά)
Το χέρι που κράτησε την πέτρα... η φωτιά... η όρθια στάση... η νόηση... ύστερα η ομαδική ζωή, οι θρησκείες, οι πρώτες κοινωνίες, το χρήμα...

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
(Ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία του)
Δε θα σπρώξω εγώ σ’ όλα αυτά τις κούκλες μας. Εγώ θα τις
εφοδιάσω με λογική. Εκείνες θ’ αποφασίσουν για ό,τι τις αφορά.

ΖΩΗ
(συνεχίζει σαν να μην άκουσε τον μηχανικό, ή σαν να μην είναι
αυτός στο γραφείο)
...η φτώχεια, η αθλιότητα, η εκμετάλλευση, ο φόβος...

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Θα 'χουνε λογική. Θ' αποφασίζουν. Θα πάρουν τις τύχες τους
στα χέρια τους, Θα ζήσουν όπως οι ίδιες διαλέξουν.

ΖΩΗ
(όπως πριν)
Η μοναξιά... η θλίψη... ο πόνος... και οι νύχτες! οι νύχτες
τους... γεμάτες ερημιά, φαντάσματα, γεμάτες ατέλειωτη οδύνη… γεμάτες αναίτια ενοχή που το δάκρυ δε θα ξεπλένει (λέγοντας αυτά έχει φτάσει στο γραφείο της. Ξαναβρίσκει τον εαυτό της. Κοιτάζει τον μηχανικό. Κάθεται άτονα στην καρέκλα)

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Όλα αυτά τα βρίσκω υπερβολικά. Δε βρίσκω τίποτα κακό να
ζεσταίνονται οι πίθηκοι. Ούτε είναι άσχημο να διώχνουν με πέτρες εκείνον που θα ήθελε να τους κάνει κακό. Έχω κάνει πολλή δουλειά. Γι αυτό υπάρχω εδώ. Γι αυτό πληρώνομαι. Για να κάνω το καλλίτερο που μπορώ. Θέλω να δημιουργήσω κάτι Να κάνω αισθητή την παρουσία μου. Τουλάχιστον προσπαθώ. Στο κάτω κάτω στη χειρότερη περίπτωση, οι πίθηκοι θα έχουν πολιτισμό, ανέσεις, διασκεδάσεις, θα καταπολεμούν τις αρρώστιες…

ΖΩΗ
(Λυπημένη και απογοητευμένη που δεν μπορεί να τον πείσει)
Όλα αυτά δε θα ’ναι παρά μια αποτυχημένη προσπάθεια να
ξεφύγουν από τον πόνο. Ώσπου να δουν πως τίποτε δεν μπορεί να τους απαλλάξει απ’ αυτόν. Και τότε τον πόνο τους θα τον συντροφεύει και η αυτοπεριφρόνησή τους για ό,τι μηχανεύτηκαν μέσα στην απελπισία τους.
(μικρή παύση)
Βλέπω ότι είσαι αποφασισμένος να σπρώξεις στη δυστυχία το γένος των πιθήκων. Παραβλέπεις το γεγονός πως καμιά κούκλα μας δεν πόνεσε ποτέ μέχρι σήμερα τον πόνο που θα πονάνε οι πίθηκοι μετά τις παράνομες επεμβάσεις σου.
Το ένστικτο! Το ένστικτο! Σ’ αυτό μόνο έπρεπε να
περιοριστείς. Αυτό και μόνο έπρεπε να ’ναι η φροντίδα σου.
(Σηκώνεται. Ζωηρά)
Αλλά η υπεύθυνη της Διεύθυνσης είμαι εγώ. Δεν εγκρίνω αυτές τις ενέργειές σου κύριε Λογοθέτη και θα τις σταματήσω θέλεις δε θέλεις. Για το καλό του εργοστασίου μας, για το καλό των πιθήκων, για το καλό όλων μας, έστω κι αν εσύ δεν συμφωνείς ή δεν μπορείς να καταλάβεις.
Είναι λοιπόν αυτή η τελευταία σου λέξη;

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

ΖΩΗ
Τότε θα ζητήσω την επέμβαση της κυρίας Διευθύντριας... Και
θα το κάνω πριν έρθει η κυρία ιδιοκτήτρια για επιθεώρηση, έτσι ώστε αν η κυρία Διευθύντρια δε δώσει τη σωστή λύση, να θέσω το θέμα στην κυρία ιδιοκτήτρια.

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Θα υπερασπίσω τη θέση μου όπου χρειαστεί. Όσο για την
κυρία Διευθύντρια βέβαια και δε θα χρειαστεί, αυτό είναι βέβαιο
(Μπαίνει η Διευθύντρια. Έχει ακούσει τα τελευταία λόγια του
μηχανικού. Γριά απροσδιορίστου ηλικίας. Αναμαλλιασμένη, ντυμένη παρδαλά. Κρατάει στην αγκαλιά της ένα μηχανικό σκυλάκι που γαυγίζει όποτε το οριζοντιώνει. Χαδεύει συνεχώς το σκυλάκι)

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Άκουσα να λέτε για μένα. Θα σας μαλώσω πάλι. Σας είπα να με
λέτε με τ’ όνομά μου: Αθανασία. Όχι "κυρία". Δε μου ταιριάζει (γελάει δυνατά)
Το λέει και το σκυλάκι μου. Τι λες σκυλάκι μου; Μου ταιριάζει;
(γέρνει το σκυλάκι και ακούγεται ένα "γαβ-γαβ")
 Όχι, το λέει και το σκυλάκι μου. Ούτε «Διευθύντρια». Αθανασία. Σκέτο Αθανασία.
(στη Ζωή)
Χρυσή μου τα μαλλάκια σου είναι θαύμα. Πώς σε λένε;

ΖΩΗ
Ζωή κυρία Διευθύντρια

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Όχι "κυρία Διευθύντρια". Αθανασία! Πες μου πάλι: "Ζωή
Αθανασία"!

ΖΩΗ
Ζωή Αθανασία.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Α! Ναι! Ζωή. Θυμάμαι. Σε τοποθέτησα εδώ για να φας ένα
κομμάτι ψωμί.
(γελάει)
Περνάς καλά;

ΖΩΗ
Καλά κυρία Διευθύντρια.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Όχι "κυρία Διευθύντρια". Πες μου: "Καλά Αθανασία!'

ΖΩΗ
...Καλά Αθανασία.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Έτσι μπράβο. Και αυτό είναι το Τμήμα σου; Ποιο Τμήμα έχεις;

ΖΩΗ
Τη Διεύθυνση Παραγωγής Αθανασία.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Μπράβο. Πολύ καλά. Όμως εγώ γιατί βρίσκομαι εδώ παιδί μου;

ΖΩΗ
Δεν ξέρω Αθανασία

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Βέβαια. Πώς να ξέρεις; Έξω από την πόρτα βρίσκεται μια
κοπέλα. Φώναξέ την. Αυτή ξέρει.
(στο σκυλάκι της)
Τι λες και συ σκυλάκι μου; Ξέρει;
(γέρνει το σκυλάκι της και ακούγεται "γαβ-γαβ". Θριαμβευτικά)
Ξέρει λέει το σκυλάκι μου.
(Η Ζωή πατάει ένα κουμπί στο τηλέφωνο)

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(από το τηλέφωνο)
Μάλιστα!

ΖΩΗ
Έλα σε παρακαλώ. (ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται η
γραμματέας. Στέκει στο άνοιγμα της πόρτας)

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
(Στη γραμματέα)
Γιατί ήρθα εδώ παιδί μου; Πες στην κυρία.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η Αθανασία είναι εδώ για να σας πει ότι η επιθεώρηση από την
κυρία ιδιοκτήτρια άρχισε κιόλας και ότι το πρώτο Τμήμα που θα επιθεωρήσει θα είναι το δικό σας.
(χειρονομία πίσω από την πλάτη της Διευθύντριας. Βγαίνει)

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Μπράβο! Γι αυτό ήρθα!
(γυρίζει στο σκυλάκι της)
Γι αυτό δεν ήρθα σκυλάκι μου;
(γαύγισμα του σκυλιού όπως πριν. Στη Ζωή)
Το λέει και το σκυλάκι μου. Γι αυτό ήρθα.
(Γελάει. Στο μηχανικό που όλη αυτή την ώρα
καθόταν στην καρέκλα του Χάρωνα)
Εσύ ποιος είσαι;

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
(χωρίς να σηκωθεί)
Ο Λογοθέτης Αθανασία.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Α! Ο Λογοθέτης! Που παίζει με τα πιθηκάκια…
ΖΩΗ
Ώστε ξέρετε σχετικά Αθανασία;

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Πώς δεν ξέρω… Καλά κάνει το παιδί. Να παίζει... να
παίζει...(τσιμπάει το μάγουλο του Λογοθέτη) Να παίζει το παιδί. Καλά κάνει. Καλά δεν κάνει σκυλάκι μου;.. ναι λέει το σκυλάκι μου, καλά κάνει.

ΖΩΗ
Αθανασία μπορώ να σας μιλήσω για λίγο;

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Μα ναι παιδί μου, γιατί όχι; (γελάει)

ΖΩΗ
Αθανασία το θέμα είναι σοβαρό.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
(Το πρόσωπό της παίρνει μιαν έκφραση αθέλητα προσποιητής
σοβαρότητας)
Ω!

ΖΩΗ
Πολύ σοβαρό. Υπάρχει διάσταση απόψεων ανάμεσα σε μένα και στο Λογοθέτη για το ζήτημα των πιθήκων.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
(Κοιτάζει αφηρημένα τον Λογοθέτη)
Να παίζει με τα πιθηκάκια…

ΖΩΗ
Αθανασία, μετά από μένα εσείς είστε εκείνη που πρέπει να
λάβει γνώση και να δώσει λύση. Είστε η Διευθύντρια.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Είμαι η Αθανασία.

ΖΩΗ
Είσαι η Αθανασία αλλά είσαι και η Διευθύντρια αυτού του
εργοστασίου.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
(Με σοβαροφάνεια)
Ναι.

ΖΩΗ
Σε παρακαλώ να με προσέξεις. Το παιχνίδι του Λογοθέτη με τους πιθήκους είναι πολύ επικίνδυνο.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Να μην παίζει τότε το παιδί με τα πιθηκάκια. Μπορεί να πάθει
κακό. Να μην παίζει.

ΖΩΗ
Δεν κατάλαβες τι θέλω να πω.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
(Πειραγμένη)
Πώς δεν κατάλαβα... Δε θέλεις να παίζει το παιδί με τα
πιθηκάκια.
(με νάζι)
Τι με πέρασες να μην καταλαβαίνω;

ΖΩΗ
Δεν πρόκειται για παιχνίδι Αθανασία. Πρόκειται για ενέργειες
που θα στοιχίσουν τη δυστυχία σε εκατομμύρια-σε δισεκατομμύρια πιθήκους.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Παιχνίδι είναι, παιχνίδι.
(Στο μηχανικό)
Σ' αρέσει αυτό το παιχνίδι παιδί μου;

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
(Που παρακολουθεί αδιάφορα όλη αυτή την ώρα, ξέροντας το
άσκοπο των αιτήσεων της Ζωής στην Αθανασία)
Ναι Αθανασία.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Ε, τότε παίζε παιδί μου.
(Στο σκυλάκι της)
Να παίζει; Πες κι εσύ σκυλάκι μου
(ακούγεται το μηχανικό γαύγισμα του σκυλιού. Θριαμβευτικά:) Να παίζει. Το λέει και το σκυλάκι μου.
(Στον Λογοθέτη:)
Παίζε παιδί μου.
(Γελάει. Στη Ζωή)
Τελείωσαν τα σοβαρά;

ΖΩΗ
(απελπισμένη)
Τελείωσαν Αθανασία.
(Μονολογεί;)
Κι όμως κάτι πρέπει να γίνει… κάτι πρέπει να γίνει…

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
(Γελάει)
Θα γίνει... θα γίνει...
(χαϊδεύει το σκυλάκι της)

ΖΩΗ
(Στο μηχανικό)
Θα θέσω το θέμα στην ιδιοκτήτρια.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
(Θορυβημένη)
Πού είναι; Πού είναι;

ΖΩΗ
Δεν είναι εδώ Αθανασία.
(Η Αθανασία ησυχάζει)

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Το καλλίτερο που έχεις να κάνεις. Είναι η μόνη αρμόδια και
ικανή να αποφασίσει.

ΖΩΗ
Το καλλίτερο θα ήτανε να υπακούς στις εντολές των προϊσταμένων σου. Είμαι σ΄ αυτή τη θέση επειδή έχω πείρα, ευαισθησία και ορθή κρίση

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Κι εγώ είμαι σ' αυτή τη θέση επειδή είμαι ικανός μηχανικός.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Εγώ γιατί είμαι εδώ παιδί μου;

ΖΩΗ
Για την επιθεώρηση Αθανασία.
(Κάθεται απογοητευμένη)

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Και ποιος θα κάνει επιθεώρηση παιδί μου;

ΖΩΗ
Η κυρία Ιδιοκτήτρια.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Ω!
(Συμμαζεύεται. Παύση)

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Αθανασία, κάθε μέρα ο Χάρωνας κουβαλάει σωρούς νεκρές
κούκλες. Πώς η Αθανασία επιτρέπει να πεθαίνουνε κούκλες στην επικράτειά της;

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Να πεθαίνουνε; Ποιος είπε ότι πεθαίνουνε;
(Στο σκυλάκι της:)
Πεθαίνει τίποτα σκυλάκι μου;
(Ακούγεται το γαύγισμα του σκυλιού)
Όχι, τίποτα δεν πεθαίνει. Το λέει και το σκυλάκι μου.

(Απέξω ακούγονται βαριά χτυπήματα, σαν όπως χτυπάει κάτι βαρύ πάνω σε ξύλινο πάτωμα. Η Ζωή και ο Λογοθέτης σηκώνονται και διορθώνουν την εμφάνισή τους. Η Αθανασία προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται. Ανοίγει η πόρτα και η γραμματέας εμφανίζεται θορυβημένη. Με σιγανή, συνωμοτική φωνή:)

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έρχεται. Ανεβαίνει τις σκάλες.
(Βγαίνει και κλείνει την πόρτα πίσω της. Τα βαριά βήματα
πλησιάζουν. Κανείς δε μιλάει. Σε λίγο η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται η Ανάγκη. Φοράει μια βαριά πανοπλία που αφήνει να φαίνονται μόνο δυο λαμπερά και σκληρά μάτια. Μπαίνει στο δωμάτιο με αργά, βαριά βήματα και στέκεται στη μέση ώστε να βλέπει και τους τρεις).

ΑΝΑΓΚΗ
Γεια σας.

ΖΩΗ
ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
(Όλοι μαζί:)
Χαίρετε κυρία Ιδιοκτήτρια.

ΑΝΑΓΚΗ
(Στη Ζωή)
Όλα καλά;

ΖΩΗ
Υπάρχει ένα πρόβλημα κυρία ιδιοκτήτρια…

ΑΝΑΓΚΗ
(Χωρίς να δείχνει ότι ακούει τι της λέει η Ζωή, στο μηχανικό)
Όλα καλά;

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Μάλιστα κυρία ιδιοκτήτρια.

ΑΝΑΓΚΗ (Στη Ζωή)
Ποιο είναι το πρόβλημα;

ΖΩΗ
...Θα καθίσετε;

ΑΝΑΓΚΗ
Και να το ’θελα, δεν μπορώ. Αλλά δεν υπάρχει λόγος. Είμαι άνετα εδώ μέσα. Ποιο είναι το πρόβλημα;

ΖΩΗ
Θα σας το θέσω με δυο λόγια. Πρόκειται για τους πιθήκους. Ο
μηχανικός θέλει να τους δώσει εκτός από ένστικτο και λογική. Σαν υπεύθυνη της Διευθύνσεως Παραγωγής κρίνω ότι κάτι τέτοιο θα ήτανε πηγή δυστυχίας για τους πιθήκους. Σας παρακαλώ…

ΑΗΑΓΚΗ
Αρκετά. Να προχωρήσει ο μηχανικός.

ΖΩΗ
… Κυρία ιδιοκτήτρια ξέρετε καλλίτερα από μένα τις φοβερές
συνέπειες που θα είχε μια τέτοια ενέργεια. Ξέρετε καλλίτερα από μένα τα μειονεκτήματα μιας τέτοιας εξέλιξης, καθώς και την κακή φήμη που θα αποκτήσει το εργοστάσιό μας, αφού αυτό θα θεωρηθεί υπεύθυνο για τα τόσα δεινά που περιμένουν έτσι τους δυστυχείς πιθήκους…
(Η Ζωή λέει τα παραπάνω ακολουθώντας από πίσω την Ανάγκη, η οποία με αργά, σταθερά και βροντερά βήματα κατευθύνεται προς το γραφείο της Ζωής. Όταν φτάνει εκεί, σηκώνει το δεξί της χέρι και το αφήνει να πέσει βαρύ πάνω στο γραφείο. Το γραφείο γίνεται κομμάτια και ό,τι βρίσκεται πάνω
του σκορπίζεται στο πάτωμα. Η τελευταία λέξη της Ζωής εκφέρεται όταν η Ανάγκη έχει σηκώσει το χέρι της πάνω από το γραφείο της Ζωής. Η Ζωή που καταλαβαίνει τι πρόκειται να επακολουθήσει παύει να μιλά και οπισθοχωρεί ένα βήμα.)

ΑΝΑΓΚΗ
(Αμέσως ύστερα από το χτύπημα στο γραφείο της Ζωής:)
Να προχωρήσει ο μηχανικός.
(Όλοι μένουν εμβρόντητοι. Η Ανάγκη κάνει μεταβολή και κατευθύνεται προς την πόρτα. Πριν βγει στρέφει όσο της επιτρέπει η πανοπλία της και απευθύνεται στη Ζωή)
Και να πάρεις άλλο γραφείο.
(Βγαίνει).
                                            ΑΥΛΑΙΑ

 

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

Παιδιά του «ΕΛΕΥΣΙΣ»,
τον Δημήτρη τον παρακάλεσα να σας πει ότι λόγοι προσωπικοί με κάνουν να μην έρχομαι πια στο «ΕΛΕΥΣΙΣ».
 
Και προφανώς ο Δημήτρης σας το είπε.

Παρόλαυτά τις προάλλες ο Δημήτρης μού είπε πως του παραγγείλατε να μου μεταβιβάσει τη «δυσαρέσκειά» σας επειδή δεν έρχομαι να σας δω.
(Μιας και το θέσατε το θέμα, εσείς, γιατί δεν ήρθατε να με δείτε;)

Η αλαζονεία των νέων.
Όπως η μωρία των μικρών παιδιών,που τους δυσαρεστεί ο ενήλικας που τους δίνει το πικρό φάρμακο.
Ραντεβού στο χείλος του γκρεμού. Να βλέπει ο ένας τον άλλο  καθώς ένας ένας και μία μία θα πέφτουμε στον γκρεμό.
Έτσι κι αλλιώς όμως ένιωσα χαρά μεγάλη για τη γνωριμία σας,γιατί κάνετε καλή χρήση της ζωής που σας δόθηκε.

Γεια σε όλους.

Γ. Χ.







Λήδα γεια σου

Ο Δημήτρης μού είπε ότι στενοχωρήθηκες που δεν έρχομαι στην «ΕΛΕΥΣΗ».
Όμως ο λόγος γι αυτό είναι-κι ας μη με ρώτησες ευθέως-,ότι απόρησες όταν σου είπα ότι δε θα ξαναπάω στο σπίτι του κυρ-Γιάννη. Όταν λοιπόν εσύ,ένα πρόσωπο άμεσα εμπλεκόμενο στην όλη υπόθεση,δεν συμφωνείς με την απόφασή μου αυτή,αυτό είναι «μείζον» ζήτημα.
Σκέψου τον εαυτό σου να πηγαίνει σε ένα φιλικό σπίτι,αλλά με τον περιορισμό να πηγαίνει σ΄αυτό μόνο Δευτέρα Τετάρτη και Παρασκευή. Θα πήγαινες;
Σκέψου τον εαυτό σου να είσαι στο φιλικό αυτό σπίτι μια από τις ημέρες «σου»,και ξάφνω να μπει μέσα ο άνθρωπος εξαιτίας του οποίου υπάρχει ο παραπάνω περιορισμός.
Και φαντάσου εμένα να έρχωμαι στην «ΕΛΕΥΣΗ» και να είσαι απέναντί μου και να σκέφτεσαι μέσα σου: «τι παράξενος άνθρωπος!Τι στραβόξυλο! Να μην πηγαίνει σ΄ένα σπίτι γιατί πηγαίνει και κάποιος άλλος εκεί!»,ή  κάτι τέτιο,πράγμα που φάνηκε από την αντίδρασή σου την ημέρα που είχε έρθει εκεί η κυρα-Θοδώρα.
Περίμενα από σένα να καταλάβεις τη θέση μου και να με δικαιώσεις στην απόφασή μου. Αντί γι αυτό εσύ δεν συμφώνησες με αυτήν

Όμως το θέμα δεν έχει πια ουσιαστικήν αξία,επειδή φεύγω από την Τρίπολη.

Αυτά για το θέμα.
Και κάτι άλλο,μια συμβουλή ας την πούμε,από έναν μεγάλον σε ηλικία άνθρωπο,αν υποτεθεί ότι μπορεί μέσα στην οικουμένη αυτή να συμβουλέψει κάποιος κάποιον.
Πρώτα να μου προσέχεις το Μάκη,γιατί είναι ένα κεφάλαιο του πραγματικού κοινωνικοπνευματικού ιδεώδους που αξίζει πολλά, έστω και αν δεν τα διεκδικεί,ούτε ίσως θα τα διεκδικήσει ποτέ.
Ακόμα και αυτό,που αφορά σε σένα: είσαι μια γυναίκα έξυπνη,με βάθος σκέψης,με πλούσιον συναισθηματικό κόσμο,με ήθος, με πνευματικά και ψυχικά γνωρίσματα.
Άφησέ τα όλα αυτά να κυριαρχήσουν στη ζωή σου.
Τα μικρά γεγονότα,τις μικρές ανάγκες,τις μικρές ενοχλήσεις από τις επιοταγές της καθημερινότητας,τα «ψιλά» της ζωής,παράτα τα κάτω καθώς εσύ θα στέκεις πολύ ψηλότερα από αυτά. Άστα να τριγυρίζουν στα πόδια σου,άστα να φτάνουν μέχρι τον αστράγαλο ή μέχρι τις κνήμες σου,και μη τους δίνεις σημασία. Περπατώντας να τα πατάς. Αυτό τους αξίζει από γυναίκες σαν εσένα,και όχι να τριγυρίζουν στην καρδιά,στο στήθος,στο κεφάλι,στη σκέψη σου.
Είσαι φτιαγμένη για μια θέση στον κόσμο των Αξιών,στον κόσμο που ειναι το μεταίχμιο ανάμεσα στο Ψεύτικο και στο Αληθινό,ανάμεσα στον κόσμο τον γνωστόν και στον κόσμο τον άγνωστον-που από την ίδια τη φύση του δεν γίνεται να γνωσθεί.
Κατάκτησέ την με την τέτια στάση σου.
Και όλα αυτά όχι για να καθέξεις κάποιον στέφανο,μιαν αναγνώριση ίσως,ούτε καν για να κερδισεις μια «θέση»,αλλά για να αντέξεις
Πριν κλείσω,να σου πω ότι θεωρώ μεγάλη τύχη που γνώρισα το Μάκη και σένα. Και σαν ζευγάρι αλλά και ένας μία χωριστά, είστε όπως αν ήταν έτσι όλοι οι άνθρωποι,τότε ο κόσμος μας θα ήτανε πράγματι ανθρώπινος.
Από την Τρίπολη κρατώ τη γνωριμία της Γωγώς σαν ποιήτριας, και σας των δύο σαν ανθρώπων αντάξιων της ανθρώπινης ιδιότητάς τους.
Για τους λόγους αυτούς εύχομαι και στους δυο σας κάθε καλό.
Αληθινά θαυμάσια η συγκυρία και η «ΕΛΕΥΣΗ» και το σπίτι μου, και το σπίτι της κυρα-Θοδώρας να είναι τόσο κοντά το ένα στα άλλα-δίπλα δίπλα πες).

Με μεγάλη εκτίμηση και για τους δυο σας
Γιώργος




Κύριε Μπακομιχάλη,
αφήνοντας την Τρίπολη αιστάνομαι την ανάγκη να σας πω πόσο χάρηκα που γνώρισα στο πρόσωπό σας έναν πνευματικόν, δηλαδή έναν πρωτίστως ευρύνου άνθρωπο, και να σας ευχαριστήσω για όλα τα λόγια που ανταλλάξαμε. Λυπάμαι που δεν έγινε δυνατό,όπως είναι σήμερα οι κοινωνικές συνθήκες,να μιλήσουμε πιο πολύ και πιο συχνά οι δυο μας.
Δώστε σας παρακαλώ τους χαιρετισμούς μου στον κύριο Βλάση.
Αν αυτός ο άνθρωπος δεν ήτανε ενταγμένος μέχρις υποταγής στο Σύστημα,το λιγότερο που θα γινότανε θα ήτανε να είχαμε ένα τρίτο μέλος αντάξιο της παρέας μας-μια φωνή που και πάλι θα χάνονταν μέσα στων πολλών,μα που θα έμενε όταν αυτές θα έχουνε πάψει,για να γίνει μαζί με τις λίγες άλλες το πρότυπο του νέου Ωραίου και Αληθινού κόσμου,όποτε αυτός κι αν έρθει.
Θα σας θυμάμαι πάντοτε με αγάπη.
Χαιρετίσματα στην παλιά μου συμμαθήτρια.

Με εκτίμηση
Γιώργης Χολιαστός





Ντία γεια σου.
Φεύγοντας από την Τρίπολη θέλω να σου πω πόσο χάρηκα την παρέα μας,όποτε μας δόθηκε να συναντηθούμε. Γιατί λίγες ήτανε αυτές οι φορές.
Η ζωή πολλά δεν κάνει από εκείνα που θα έπρεπε να γίνωνται,όπως το να τα λέμε πιο συχνά.

Αλλά κάνει και πολλά που δε θα έπρεπε να γίνωνται.
Στη θέση σου ας πούμε,της κοπέλλας που εξυπηρετεί τις καθημερινότητες του ΦΟΤ,θα έπρεπε να είναι (αν και πάλι θα ήσαν ανεπαρκείς) κάποιος από τους περισσότερους από κείνους που κάθονται στις καρέκλες των μελών του στημένου ποιητικού τους συλλόγου. Και σένα θα σου άξιζε να είσαι (επάξια) από τους πρώτους στις θέσεις που κάθε Τετάρτη καταλαμβάνουν πομπώδικα και άπρεπα εκείνοι.

Αυτό για να ετηρούνταν το τυπικό του πράγματος. Γιατί η αξία που έχει κάθε άνθρωπος δε ζυγίζεται με κοινωνικές ή επαγγελματικές ζυγαριές,αντίθετα μάλιστα είναι αντιστρόφως ανάλογη του βάρους που ο τέτιος ζυγός δείχνει.

Ντία δώσε χαιρετίσματα στα παιδιά σου, στον αγαπητό συμμαθητή μου, το Γιώργο τον Μάγκλαρη, επίσης στην κυρία Ευγενία.

Τη Γωγώ θα τη χαιρετίσω με ένα παρόμοιο σημείωμα. Οι δια ζώσης αποχαιρετισμοί πάντοτε μού ήσαν δυσάρεστοι.

Σου στέλνω κι ένα βιβλίο όπου μέσα του θα δεις τους αποχαιρετιστήριους στίχους  για τη γυναίκα που την χρησιμοποίησα (με όλη την καλή έννοια που μπορεί να έχει η έκφραση) σαν «μούσα» μου,για να γράψω και δυο τρία ερωτικά (ή αν θέλεις αγάπη( ,καλά ποιήματα.  

Με εκτίμηση
Γιώργος



Γωγώ γεια σου.
Φεύγοντας από την Τρίπολη θέλω να σου πω πόσο χάρηκα που γνώρισα στο πρόσωπό σου μια ποιήτρια.
Δε θα σου γράψω πολλά γιατί τα έχουμε πει πολλές φορές.
 
Εμάς η αναγνώρισή μας δεν είναι του κόσμου τούτου. Είναι εκείνου στον οποίο ανήκουμε,και που το μόνο που δεν ξέρουμε γι αυτόν,είναι το πώς βρεθήκαμε μακριά του-τι,ποιος,γιατί μας έριξε εδώ. Για μας,όπως το λέει ορθά κοφτά ο Ρίλκε : «Το ζήτημα δεν είναι να νικήσεις,αλλά ν΄αντέξεις».

Όλα πήγανε καλά και στην Τρίπολη. Όλα έγιναν όπως έπρεπε. Να έλεγε κανείς το αντίθετο θα δήλωνε άγνοια του Υπέρτατου Νόμου.

Ελπίζω να έλαβες τα βιβλία που σου έστειλα στη διεύθυνση της κόρης σου.
Αν τα έστελνα σε οποιονδήποτε από τους «ποιητές» της πόλης,αυτός θα τα πέταγε-καλλίτερα να πω για σιγουριά θα τα πάταγε-επειδή αυτό το έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια να γίνεται. Εσύ όμως δε θα το κάνεις,και επειδή είσαι ποιήτρια χωρίς εισαγωγικά,αλλά και επειδή ξέρεις ότι η μοναξιά, όποιας κορυφής,είναι δυσβάσταχτη.

Γωγώ σου εύχομαι κάθε καλό.

Γιώργος





Αγαπητή Χαρούλα
Είναι τα τελευταία βιβλία που σου δίνω,γιατί αφήνω την Τρίπολη.
Κράτησε τα βιβλία που σου έχω δώσει. Κάποτε,όταν η Τρίπολη αποκτήσει πολλούς σαν και σένα,θα τα αναζητήσει. Τότε θα είσαι από τους ελάχιστους που θα έχεις τόσα.

Χάρηκα που σε γνώρισα,και που σου αρέσουν,και σε σένα και στην οικογένειά σου,τα βιβλία μου.
Σε χαιρετώ και σου εύχομαι όλα τα καλά στη ζωή σου.

Γεια σου
Γιώργος Χολιαστός


    


Αγαπητή Φανή γεια σου.
Ήρθε η ώρα και φεύγω από την Τρίπολη.

Κάποτε η Τρίπολη θα αναζητήσει τα βιβλία μου. Έτσι γίνεται πάντα. Πρέπει να περάσει πολύς καιρός ώσπου οι πολλοί να εκτιμήσουν εκείνο το γραφτό,που μερικοί το εκτιμούν αμέσως μόλις το διαβάσουν. Όταν θα έρθει αυτός ο καιρός,εσύ,όπως και η Χαρούλα,θα έχεις στα χέρια σου έναν μικρό μικρό λογοτεχνικό θησαυρό.
Θέλω να σου πω ένα ευχαριστώ για τη χαμογελαστή σου συμπεριφορά απέναντί μου. Πάντοτε όταν ερχόμουν και ήσουν στο κατάστημα,έβγαινα από αυτό με την καρδιά μου χαρούμενη και έτοιμος να αντιμετωπίσω όποια δυσκολία της ζωής. Τόσο μεγάλη σημασία έχει για μερικούς ανθρώπους, να βλέπουν να ανοίγεται μπροστά τους μια ψυχή γεμάτη πηγαία καλωσύνη και ανυπόκριτην αθωότητα.
Γεια σου




Κυρία Ρωρερκάρ,
ή Λιβιθώ, ή κυρία της οδού Διοτίμας, ή Ηδιξώ, ή Διοτίμας, ή Κευγώ, ας αποχαιρετιστούμε.
Παίξαμε καλά τους ρόλους μας και οι δύο. Εγώ «ερωτευμένος», κι εσύ «σεμνή, έκπληκτη και αμήχανη».
Το θέατρο τελείωσε, κάθε κατεργάρης στο καμαρίνι του.
Αυτό είναι το πρώτο-και συγχαρητήριά μας.

Και το δεύτερο:
Μια φορά ήτανε τρεις νέοι,ο Α,ο Β και ο Γ,που μια καλοκαιρινή νύχτα κοιμήθηκαν κάτω από την Ακρόπολη.
Κάποια παρέα νεαρών που πέρασε από κει τη νύχτα,για να διασκεδάσει έβαψε τα πρόσωπα και των τριών τους μαύρα,ενώ αυτοί κοιμόνταν.
Το πρωί που ξύπνησαν,άρχισαν να γελάνε και οι τρεις,καθένας με τα χάλια των προσώπων των άλλων δυο,νομίζοντας ότι ο καθένας από αυτούς ήτανε άσπρος.
Ώσπου ξάφνω,κάποιος από τους τρεις,σταμάτησε να γελάει,επειδή κατάλαβε ότι και αυτός ήτανε μαύρος.
Αυτό είναι ένα αίνιγμα. Και η ερώτηση είναι: πώς σκέφτηκε αυτός που σταμάτησε να γελάει,ώστε να φτάσει στο συμπέρασμα ότι και αυτός ήτανε μαύρος;
Δε θα σου πω εδώ τη λύση-δε θέλω να είμαι εγώ ο πιονέρος που θα βάλω σε σκέψεις αυτό το όμορφο κεφαλάκι.
Το θέμα είναι ότι ο ένας από τους τρεις κατάλαβε ότι είναι κι αυτός μαύρος,και σταμάτησε να γελάει.
Και αυτό έχει σημασία για εδώ.

Όπως λοιπόν αυτός σταμάτησε να γελάει, έτσι κι εγώ σταματάω να γράφω για σένα
Κατάλαβα.

Τελείωσε ο ύπνος,τελείωσαν τα γέλια,ήρθε η σκέψη,ήρθε η γνώση,
Δεν υπάρχει ούτε θέμα, ούτε ακροατήριο.

Κι αν το λέω αυτό εδώ σε σένα,είναι γιατί και συ έβαλες το χέρι σου για να καταλάβω όλα αυτά.-

Γεια σου





Γιώργο γεια σου.
Φεύγω από την Τρίπολη για Αθήνα μιας και βρήκα το κατάλληλο σπίτι.
Δεν είναι ανάγκη για αποχαιρετισμούς.
Η διαφορά μου με σένα Γιώργο, όπως και με άλλους παλιά συμμαθητές, είναι πως εγώ είμαι ακόμα δεκαοχτώ χρονών, ενώ εσείς-πώς μπορέσατε να το κάνατε αυτό;- μεγαλώσατε.
Γεια σου
Γιώργος
 

                  ΤΙ;

Να ΄χα ένα πάθος φορτικό σαν το πιοτί
τότε ίσως μπόρηγα να σε ξεχάσω.
Όμως μακριά σου δε θα ησυχάσω.
Και όμως φεύγω. Και λοιπόν,που φεύγω τι;

Να ΄χα εγώ κλείσει της Πανδώρας το κουτί
Και μέσα να ΄χε μείνει το φιλί σου
Και το για με που θα ΄λυωνε κορμί σου....
Δεν το ΄χα. Φεύγω! Και να είχα μείνει τι;

Να ΄μασταν κάπου έτσι οι δυο μας ξαπλωτοί
Και γω μεγάλος να ΄μουν-συ μικρούλα
Και την πραμμάτεια μου όλη να ξεπούλαα...
Τώρα...χωρίς εσέ να τηνε κάνω τι;
               
Κι αν πεις οι πόθοι μου οι θρασείς οι ανείπωτοι,
ζητούν μες στου φευγιού μου τη βαλίτσα
από τη λάβα σου μία φωτίτσα
Και τώρα πες μου εσύ: τι να τους πώ εγώ; ΤΙ;

Έλα μαζί μου. Του έρωτά μου οι λωτοί
που μια στιγμούλα δε θα σου απολείψουν
με λήθη ατέλειωτη θα σ΄ ανταμείψουν
για ό,τι άφησες για να ΄ρθεις-ξέρεις τι.

Τους δύο μαύρους κύκλους μου που ασορτί
Με τους δυο κύκλους σου τους άσπρους πάνε
Μακριά απ΄τους μεν οι δε δε θα πονάνε;
Τάχα με τι θα τους γελάσουμε-ΜΕ ΤΙ;


Αν η ζωή μας έμενε άγραφο χαρτί-
Θα πει ασυνάντητοι να ΄μασταν πάντα-
Θα ΄ταν καλά. Μα κάθε μια του πάντα
Γράφτηκε άσβηστα. Κι αν φεύγω, σβήνω τι;

Να ΄χα ένα πάθος φορτικό σαν το πιοτί
τότε θα μπόρηγα να σε ξεχάσω.
Τώρα φαρμάκι αν πιω θα ησυχάσω.
Μα εις υγείαν να το πιω-ποιανού; Για τι;

Φαίνεται λίγο «στριμωγμένο» για να βγει (για όσους ξέρουν) αυτό το ποιηματάκι και γι αυτό και δεν το συνεχίζω.

Μα τι πειράζει, όταν τόσα ωραία ποιήματα έγραψα για σένα;

Τώρα η ψυχή σου είναι ένα κομμάτι πάγος.
Σιγά σιγά,λυώνεις.
 
Και κάποτε θα νιώσεις.

Τότε θυμώντας τα όσα έζησες τα τρία αυτά χρόνια,και διαβάζοντας τα τόσα δικά σου  ποιήματά μου,θα νιώσεις όπως τώρα νιώθω εγώ.
Η καρδιά σου θα συγκινηθεί και το μυαλό σου θα δουλεύει με δυνάμεις που θα παίρνει από τις θύμησές σου που μιλάνε για μένα. Και κάθε ώρα και στιγμή θα είμαι στη σκέψη σου.
Μα τότε θα είναι αργά. Το χέρι σου,ούτε για να μου κλείσει τα μάτια δε θα είναι κοντά μου. Και στη σκέψη μόνον αυτή η ψυχή σου θα σπαράζει.

Καλλίτερα να μην είχα αγγίσει ποτέ το χέρι σου. Ούτε όταν σε συγχάρηκα για το ωραίο χωριό σου-πρόφαση που βρήκα για να σ΄ αγγίξω… Καλλίτερα να μην το είχα κάνει. Θα έφευγα καποια μέρα,οπως καληώρα τώρα,και όταν θα είχα εγκατασταθεί για τα καλά στη νέα μου πόλη,θα αναλογιζόμουν: «Τι ήτανε αυτό για το οποίο υπόφερα; Ήτανε πράγματι μια γυναίκα ή μια φαντασία;» Και θα κατάληγα στο δεύτερο,μιας και δε θα σε είχα ποτέ αγγίσει να δω ότι είσαι από σάρκα. Και θα σ΄έβαζα με τα υπόλοιπα φαντάσματά μου-ένα ακόμα μέσα στα τόσα.

Ναι. Κάποτε θα πονέσεις.
Ό,τι δίνεται ζητάει αντίδωρο.
Και μην υπολογίζεις στο που έχεις μια καρδιά πέτρα.  Όταν θα έρθει η ώρα σου,ο Καιρός θα  σε κάνει ευαίσθητη μόνο και μόνο για να υποφέρεις και συ με τη σειρά σου.

Όλες μας οι πράξεις ,και πιο πολύ όλα μας τα αισθήματα,ποτέ δε σπαταλιούνται στον βρόντο. Για ό,τι δίνεται σε κάποιον,κάτι άλλο του ζητιέται.
Ο χρόνος έχει το καθήκον να ξεπληρώσει με κάποιο άλλο δόσιμο το κάποτε,έστω και σε ανύποπτον χρόνο,δοσμένο.
 Δάκρυα έδωσες,δάκρυα θα πάρεις.
 Χαρά έδωσες,Χαρά θα πάρεις.
 Μόνο αν δεθείς με κάποιον σε ένα,τότε δίνεις και παίρνεις την ίδια στιγμή κι από σένα κι απ΄αυτόν,και τότε δε χρωστάς ούτε σου χρωστάει κανένας τίποτα.

Αυτή είναι η  πληρότης.
Δεν έστερξες σ΄αυτό.
Θα πληρώσεις μαζεμένα.
Είναι το τίμημα της συνάντησής μας πάνω σ΄αυτή τη γη.

Αν είχες εξισορροπήσει την επιθυμία μου για σένα με κάτι-με μια ολιγόλεπτη συνομιλία,με μια συνύπαρξη σε κάποιον κύκλο-,ίσως θα έμενα στην πόλη.
Μα τώρα μένοντας πρέπει να ισοφαρίζω την απώλειά σου με την ποίησή μου. Κάτι που δεν γίνεται να συνεχίσει.

Σκέφτομαι (πριν φύγω μπορώ να σου αφιερώσω κάποιες σκέψεις)πώς θα είσαι γρηά και πώς θα φέρεσαι όταν φέρνεις στο μυαλό σου τα τωρινά ή όταν σε ρωτάνε για μένα τότε.
Η εγγονή σου, καθώς θα ντύνεται μια μέρα, θα σε ρωτήσει: “Γιαγιά σε αγάπησε κανένας;”  Εσύ θα της λες: «Kάποιος, μεγαλύτερος από μένα, μια φορά με ήθελε. Μα εγώ από ντροπή ούτε να με αγγίξει δεν τον άφησα.» Κaι αυτό θα το λες χωρίς να σου περνάει από το μυαλό ότι ντροπή σου φέρνει το ότι δεν έκανες αυτό.  Και η εγγονή σου θα τρέχει να βρει τον εραστή της της ημέρας,όπως επιτάσσουν και σήμερα κιόλας τα ήθη και οι ρυθμοί της εποχής,αφήνοντάς σε στην «ντροπή» σου.
Πάλι μπορεί να σκέφτεσαι: «Kαι γιατί να μην κάνω αυτό που μου ζητούσε; Μού ζήτησε να του αφιερώσω πέντε λεφτά για να κουβεντιάσουμε. Γιατί να μην το κάνω; Ποιος ξέρει τι θα μου έλεγε... ούτε αυτό δεν μπορώ να ξέρω πια. Και πάλι γιατί να μην έβρισκα τον τρόπο,όπως εμείς οι γυναίκες μονάχα ξέρουμε,να είχα μια συνάντηση μαζί του,και,γιατί όχι,να τον άφηνα να με αγγίσει,ακόμα ακόμα και να τον φιλούσα μια φορά...μπορεί και να μού άρεσε...Στο κάτω κάτω τι θα πάθαινα; Ύστερα μπορεί να ήτανε  μεγαλύτερός μου ,όμως ούτε του τρέχανε τα σάλια,ούτε έσερνε τα βήματά του. Κι ούτε θα πω ότι μου ήτανε αδιάφορος... Και η στάση μου,της αποφυγής του με κάθε τρόπο,δεν έδειχνε  ότι ήξερα πως αυτός ο κύριος δεν ήτανε  ξοφλημένος ερωτικά; Ψόφιο σκυλί κανένας δεν κλοτσάει. Ναι,θα μπορούσα να έχω μια συνάντηση μαζί του. Μα τώρα πια...ουφ...ας μη τα θυμάμαι...»
Όμως δεν θα μπορείς να μην τα θυμάσαι. Τότε...τότε που θα είσαι μόνη σου, χωρίς κανέναν και τίποτα κοντά σου από κείνα που σε εμπόδιζαν τότε να απιστήσεις στην καλή σου φήμη, αλλά και χωρίς-φεύ- ούτε την ικανότητα πια να το κάνεις.
Μα όλα αυτά που θα θυμάσαι,τα μικρά και τα ανεπαίσθητα τώρα,τότε θα θεριεύουν λίγο λίγο ώσπου να σου γίνουν τυραννικά.
Όπου κι αν εγώ βρίσκομαι τότε, θα έχω πάρει την «εκδίκησή» μου, με άλλα λόγια θα έχει δικαιωθεί η αγάπη μου για σένα.-
 

αποχαιρετισμοί


                  Φεύγοντας από την Τρίπολη θα αποχαιρετήσω τους ανθρώπους.
    Εκείνους δηλαδή που μου φερθήκανε όπως οι άνθρωποι φέρονται.
Θα αποχαιρετήσω εκείνους τους παλιούς γνωστούς που μου είπανε: πάμε να πιούμε ένα ποτήρι να θυμηθούμε τα παλιά.
Θα αποχαιρετήσω αυτούς που με προσκάλεσαν στο σπίτι τους για να μου κάνουν το τραπέζι,όπως από ανθρώπους συνηθίζεται για άλλους ανθρώπους.
Θα αποχαιρετήσω όλους αυτούς που στείλαν τα παιδιά τους να μου ειπούν τα κάλαντα πρωτοχρονιά και χριστούγεννα.
Θα αποχαιρετήσω με συγκινηση ολους εκείνους που όταν τους έδωσα βιβλία μου θυμήθηκαν να μου πουν κάτι γι αυτά όταν με ξαναείδαν.
Θα αποχαιρετήσω τους γιατρούς που με καλωσόρισαν στο ΙΚΑ σαν συνάδελφο και δεν ενέργησαν να απολυθώ.
Θα αποχαιρετήσω τους πνευματικούς ανθρώπους που ανάπτυξαν μαζί μου μιαν ιδιαίτερη πνευματική σχέση.
Θα αποχαιρετήσω τη γυναίκα που όταν την εκλιπαρούσα να μου αφιερώσει πέντε λεφτά συνομιλίας,το έκανε.
Θα αποχαιρετήσω το σπιτονοικοκύρη μου που μιαν από τις χίλιες εκατό ημέρες που έμεινα στο σπίτι του μου πρόσφερε ένα πιατο φαγητό από εκείνο που κάθε μέρα εμαγείρευε η γυναίκα του και μου έσπαζε τη μύτη με τις μυρωδιές του.
Θα αποχαιρετήσω καθέναν που με βοήθησε στην προσπάθειά μου να ανοίξω τη βιβλιοθήκη της Τρίπολης και να την κάνω ζωντανόν οργανισμό νεκρανασταίνοντάς την.
Θα αποχαιρετήσω όλους εκείνους που παρά τη γνώμη μου για τα πολιτικά και παρά την ανθρώπινη κοινωνία στην οποία ορκιζόμουν,επιζητούσαν την παρέα μου και δεν επάψανε να με συναναστρέφωνται όταν κατάλαβαν τι πρεσβεύω.
Θα αποχαιρετήσω όλους εκείνους που,όντας εγώ ξένος στην πόλη τους,με έκαναν να αιστάνωμαι δικός τους.
Θα αποχαιρετήσω εκείνους όλους που δεν αρκούνταν να με βλέπουνε μία φορά κάθε πέντε μήνες,παρά ένιωθαν την ανάγκη να κάνουμε παρέα κι άλλες ημέρες.
Θα αποχαιρετήσω όλους τους λογοτεχνοκαλλιτεχνοθεατρομουσικοφιλολογικούς συλλόγους,τους ομίλους,τις ομάδες της Τρίπολης,που όταν είδαν ότι είμαι ποιητής ,το καλοδέχτηκαν.
            Θα αποχαιρετήσω όλους τους ανθρώπους της Τρίπολης που δεν έχουν φασιστοταγματασφαλιτοχιτοχουντικά ένστικτα που τους εμποδιζουν να δουν έναν άνθρωπο σαν άνθρωπο.
Θα αποχαιρετήσω τους ποιητές της Τρίπολης.
Θα αποχαιρετήσω όλους τους κατοίκους της Τρίπολης που η απανθρωπιά του αιώνα δεν έχει κατακυριέψει.

Θα φύγω λοιπόν από την Τρίπολη μην έχοντας να αποχαιρετήσω κανέναν.
 

   ΕΤΣΙ ΝΑ ΤΗΣ ΦΕΡΕΣΑΙ BIBH

Φίλη Βιβή, στο μαγαζί σου σα θα μπει
και κάτι πρόχειρο στα ράφια σου ζητάει,
την άσπρη δος της την πικρία μου τη βουβή
που χρόνια τώρα ίδια σκια την ακλουθάει.

Αν θα τη δεις κάπως να είναι βιαστική
του μαγαζιού σου-όχι-μη η σειρά χαλάσει-
παρ’ την πνοή μου που δική της μένει εκεί,
και την που χάρη ξεχειλάει κάλυψε βιάση.

Αν σου ζητήσει για τον ήλιο μια σκιά,
κι αν σου ζητήσει λίγη ζέστα για το βράδυ,
δος της την άνυδρη των πόνων μου αρμαθιά-
δος της το άδοτο κι αχάϊδευτό μου χάδι.

Κι όταν τα χέρια της κρατώντας σταυρωτά
πάνω στο θείο.μαγικό,γλυκό της στήθος
στα ράφια μπρος αναποφάσιστη κυττά,
των προσευχών μου προς αυτήν δος της το πλήθος.

Κόκκινη μία σταγονίτσα θα χρειαστεί;
Να ΄το το αίμα τής που ερήμαξε καρδιάς μου!
Κι αν μια στιγμούλα για καυτό κάτι γνιαστεί
δος της τη φλόγα που βκρατεί έρωτάς μου.

Όταν «τι θέλεις ν΄αγοράσεις;» τη ρωτάς,
εκείνη «θέλω...» θα διστάσει κάποια μέρα,
το ¨θέλω¨ αυτό για σε Βιβή μην το κρατάς-
σε μένα στείλ’ το με το φύσημα του αγέρα.

Θα το ταιριάξω αυτό το ¨θέλω¨ της εγώ
με κάποιου πόθου μου γι αυτήν την αγονία,
και του έρωτά της τη Χαρά θ’ αχνοτρυγώ
στης ερημιάς μου μια μικρήν έστω γωνία.

Ίσως ξεχάσει τα λεφτά της μια φορά
κι ό,τι εδιάλεξε δεν έχει να πληρώσει;
Παρ’ την ψυχή μου πληρωμή ατην αγορά,
ψυχή που εκείνη έχει αγιάτρευτα πληγώσει.

Κι αν σου ζητήσει έναν έρωτα,Βιβή,
τον έρωτά μου πάρε που έτσι έχει μισήσει,
ρούχα άλλα ντύσε τη φωτιά του που δε σβει
και δος της τον, σπίθα του μια να τη μεθύσει.

Κι αφού δικό της και το ποίημα πάρει αυτό,
πια ας γελάει με την που μου ’χει δώσει θλίψη
η Μοίρα αφού  έτσι το  ’χει η Άτροπη γραφτό:
στο χώμα χάμου αυτή, κι εγώ στα ουράνια ύψη.  

                                   ---
 

                         ΗΤΑΝ Η ΧΑΡΑ ΜΟΥ

  Ήταν η χαρά μου
κι ήταν η ελπίδα.
Όταν με θωρούσε
μ’ έφεγγε μι’ αχτίδα.

Σα με συναντούσε
κι έλεε καλησπέρα,
χάνονταν το σκότος
κι έλαμπεν η μέρα.

Κι είτε με φορμίτσα
ή έβαζε φουστάνι,
λες για με ντυνοταν-
για να με τρελάνει.

Και τα σταυρωτά της
πάντοτε χεράκια
τη ζωή μου ήταν
που’τρωγαν γεράκια.

Σα μου εμιλούσε
άγγελοι με ζώναν΄
κι όταν μου γελούσε
μου ΄λυναν τα γόνα.

Στην καρδιά μου μέσα
ήτανε κλεισμένη-
κείνη τη χτυπούσε
ζωντανή να μένει.

Μου ΄λεε καλημέρα,
ζούσα για ένα μήνα.
Δε με χαιρετούσε,
μ’ έστελνε στο μνήμα.

Σαν απ’ του σπιτιού της
πέρναγα την πόρτα
τι να πρωταγγίξω
δε νογούσα πρώτα-

το χαλκωματένιο
πόμολο που λάμπει;
τ’ άπονο το ξύλο
με τα λάγνα θάμπη;

Κι ο κυρ-Παναγιώτης
να μου λέει γι αυτήνε
πως γυναίκα τάχα
καθώς όλες είναι.

Μα για μένα αθέρας
ήτανε και μέλι
κι ό,τι με τρυπούσε,
του έρωτά της βέλη.

Κι έτσι επερνούσε
η άχαρη ζωή μου
τη χαρά να παίρνει
και την εμπνοή μου

και να μη τα στέλλει
διόλου πάλι πίσω
μήπως και μπορέσω
λίγο για να ζήσω.

Και δεν εγνιαζόταν
για τα μένα διόλου.
Μα κι εγώ δε γρίκα΄α
το θεριό του δόλου

που ΄κρυβεν εντός της,
και γι αυτό θαρρούσα
πως να υπολογίζω
εις αυτήν μπορούσα:

να θαρρώ πως ίσως
είχε αυτή για μένα
μία στάλα αγάπης
κάπου φυλαγμένα.

Όμως μιαν ημέρα-
να μην είχε φέξει-
είδα πως με μένα
ήθελε να παίξει.

Ότι μου μιλάει
πόθο να μ’ ανάβει
και με ιμέρου αξίνα
μέσα μου να σκάβει,

για να με λιγώνει
και να διασκεδάζει,
άπνοον να στέκω
σα θα με κοιτάζει.

Τι της είχα κάνει
έτσι να με παίζει
ποντικόν σα γάτα
γύρω από τραπέζι;

Ποιος μπορεί να ξέρει;
Μόνο εκείνη η ίδια
που ΄χε την αγάπη
γι άστοχα παιχνίδια.

Και γι αυτό θα φύγω
από του’ την πόλη
που απ΄αυτήν στα μαύρα
βαριοεντύθη όλη.

Λυτρωμό θα έβρω
ίσως μακριά της-
μακριά ’π’ την κρύα
και πικρή καρδιά της.

Φεύγω να μη βλέπω
με τα μάτια στείρα
όσα μου ‘χει γράψει
να τραβήξω η μοίρα.

Γεια σου ρόδο κι άνθος
κι ευτυχία ξένη!
Γεια σου από μένα
τόσο αγαπημένη!

Γεια σου. Κι οι ευχές μου
θα σε συνοδεύουν
όσο οι αρές σου
εμένα θα παιδεύουν.

             -----

Αφήνοντας και την Τρίπολη, την αποχαιρετώ μιλώντας στη Βιβή, τη μπακάλισσα της γειτονιάς μου, που στάθηκε ουδέτερη απέναντί μου-επειδή κοίταζε μόνο τη δουλειά της.
Το μπακάλικό της ήταν εκείνο από όπου ψώνιζε και η κυρία Ρωρερκάρ.
(Τις εντός παρενθέσεως λέξεις αφήνω στους-ευφυείς πάντοτε- αναγνώστες μου να τις αποκωδικοποιήσουν)

Γεια σου Βιβή.

Πολύ καλά επέρασα στην Τρίπολη-δε λέω.
Κι αυτό για όσους ξέρουνε δεν είναι κάτι νέο.
Η Τρίπολη μ΄αγκάλιασε με θέρμη και με πάθος΄
κι όποιος τ΄αντίθετο θα πει κάνει μεγάλο λάθος.
Μονο που πρόσεξε καλά,πολύ να μη με σφίξει
και-χτύπα ξύλο-απ΄την πολλήν αγάπη της με πνίξει...
Α! Όλα κι όλα!δεν μπορώ να την κατηγορήσω-
κι ευγένεια έδειξε και τακτ-και μάλιστα περίσσιο.
Ας πούμε,όταν ήρθα εδώ,την ίδια κιόλας μέρα
στη βιβλιοθήκη θέλησα να πάω-εκεί πέρα,
που όταν ήμουνα μικρός ξημεροβραδιαζόμουν
και που μ΄αγάπη στην καρδιά πάντοτε τη θυμόμουν.
Όμως τη βρήκα θεόκλειστη. Τότε χωρίς ν΄αργώ
να την ανοίξω βάλθηκα μ΄ένα ρυθμό γοργό.
Όμως-και να της Τρίπολης για μένα η αγάπη-
όταν να τρέχω μ΄είδανε με βιάση μια βαρβάτη,
οι φίλοι,εμαζευτήκανε,κι είπανε, και μιλήσαν,
κι αυθημερόν  κι ομόθυμα  όλοι αποφασίσαν
πως να μ΄αφήσουν δεν μπορούν το πράγμα αυτό να κάνω,
γιατί έτσι-όπως μου ΄πανε-με χάνουν και τους χάνω.
Ήγουν τουτέτιν δηλαδή,με άλλους λόγους,ήτοι,
δεύτερο θα μου γίνονταν η βιβλιοθήκη σπίτι
και την παρέα μου έτσι αυτοί δια παντός πια χάνουν-
και,οι καϋμένοι,δίχως μου,δε θα ΄χαν τι να κάνουν.
Κι εμπόδια εβαλθήκανε όλοι τους να μου βάζουν
ώστε τα μάτια μου αυτούς μονάχα να κοιτάζουν
κι όχι βιβλία που το νου μπορεί να τον ευρύνουν,
μα της φιλίας τ΄ανοιχτά τα μονοπάτια κλείνουν.
Έτσι λοιπόν καθηγητές,δασκάλοι,προφεσόροι,
νομάρχες για τα κλάματα,δημάρχοι λαοβόροι,
όμιλοι φιλοτεχνικοί,συλλόγοι και ομάδες,
κυρίες γουνοτύλιχτες με δυο κιλά πομάδες,
κύριοι ευυπόληπτοι που τρώνε ολοένα
(και τα δικά τους φαγητά μα πιο πολύ τα ξένα),
και για να μην πολυλογώ της πόλης όλοι οι τύποι
με χαρωπή με κύτταζαν θα έλεγα μια λύπη,
καθώς και θέλαν να χαρούν τη σπάνια μου παρέα   
μα και με τα βιβλία μου να πέρναγα ωραία.
Και μη γνωρίζοντας το πώς αυτό να καταφέρουν,
σε τακτικές ωθήθησαν πολύ καλά που ξέρουν-
και ή με κόλπα ταπεινά με καταφέρναν,διάφορα,
ή κάτι αν τους έλεγα εσφύριζαν αδιάφορα.
Κι η βιβλιοθήκη στο άθλιο της ακόμα μένει χάλι,
μα όμως φίλους έχω εγώ πληθώρα πια-χαλάλι.

Και ήρθε,όταν έφτασα στην πολιτεία του Πάνα,
κάθε τριπολιτσώτισσα-θα πει κάθε «πανίδα»-
κι αφού κοντά μου εστάθηκαν και ταχτοποιηθήκαν
μου είπαν πως συλλογικώς όλες μ΄ερωτευτήκαν.
Κι ήτανε κοριτσόπουλα,κι ήταν γυναίκες ώριμες,
και ήτανε κι αλλοδαπές,και ήτανε κι εδώδιμες.
Και όχι νέες μοναχά μα και γρηές σκυμμένες,
στο πλήθος που με κύκλωνε μέσα ήτανε χωμένες.
Κι οι νέες ήρθαν πηδηχτές κι οι γρηούλες κούτσα κούτσα.
Και «όλες»,μου είπαν, «ήρθαμε  για τη δική σου «πίστη»».
Και ας μην είσαι όμορφος,και ας μην είσαι νέος,
μα το δικό σου θέλουνε μονάχα εμείς το «πλοίο»».
Και τι να πω δεν ήξερα ούτε και τι να κάνω
μέχρι στη σαστιμάρα μου που σκέφτηκα επάνω
να έπαιρνα μία γερή καλοβρεγμένη τάβλα
και να ΄σβυνα ευθύς μ΄αυτήν όποια τις έκαιε «κρίση».
Κι έχασα όση μου ΄δωσε ο θεός υπομονή,
και ας μπορούσα να ΄χα εγώ όποιο ήθελα «μισθό»,
τα χέρια εσήκωσα ψηλά,και «ακούστε με!»,τους είπα,
«ένας,να κλείσει όλων σας,αδύνατον την «τρύπα».
Και πιο όμορφος να ήμουνα,κι ακόμα και πιο νέος,
ένα μονάχα ο θεός μου έχει δώσει «πνεύμα»».
Γι αυτό εμπάτε στη σειρά η μια στην άλλη πίσω
και μία μια με τη σειρά εγώ θα σας «γελάσω».
Μεγάλη τότε ταραχή σε κείνες εσηκώθη
κι όχι ό,τι θα ’θελαν σε με οι βίαιοί των πόθοι.
Και πλέον εθεώρησαν πως δια παντός με χάνουν
και χέρι οι αφιλότιμες άρχισαν να μου βάνουν.
Κι ορμήσανε και μ΄άγγιζαν από παντού με λύσσαν
κι ηδονικά εβογγούσανε-και μερικές «εσπάσαν».
Μα όσες δεν «εσπάσανε» αυτές δεν ησυχάζαν
και πάνω μου όλες έπεσαν και,οι άθλιες,θα με σκάζαν,
αν δεν μου ερχόταν τη στιγμή εκείνη βοηθός μου
ο άλλος,ο σκληρός πολύ κι ανάλγητος εαυτός μου.
«Κυρίες, δεσποινίδες μου, γρηούλες μου», τους κάνω,
«ωραία-δίκιο έχετε-κερδίσατε και χάνω.
Τόσο τον πόθο νιώθω σας βαθιά μες στην καρδιά μου,
που ευθύς,κι αμέσως,κι εδωπά,και τώρα κι εδώ χάμου
διόλου χωρίς εγώ ν΄αργώ ή ίσως να κάνω πίσω,
τους πόθους τους μεγάλους σας θα ικανοποιήσω.
Μονάχα θέλω να σας πω κάτι που ως τώρα έκρυβα
για όσην ώρα εδωπά μαζί σας-οίμοι!-διέτριβα,
και πλέον σεις θα κρίνετε σαν άξιος κριτής-
και,ω! θήλεα της Τρίπολης,ιδού:είμαι ποιητής!..»
Οι πόθοι έσβυσαν ευθύς,φωνές-σπρωξιές επάψαν
λες κάποιος την που είχανε τους είχε σβύσει κάψαν,
και μ΄ένα στόμα όλες τους κάνανε με αηδία:
«ποιητής;;;...»-και όλα ξαφνικά γίναν εντός τους κρύα.
Κι αρχίσανε να φεύγουνε άγρια κυττάζοντάς με
και άλλες καταριώντας με και άλλες βρίζοντάς με.
Πού να ΄ξερα από την αρχή να τους το ανακοίνωνα
ώστε από τη μανία τους αμέσως να εγλίτωνα...
Κι ύστερα έφυγα κι εγώ τελείως ησυχασμένος
αλλά και πλέον ανένδοτος και αποφασισμένος
μία γυναίκα να εβρώ που όχι μόνο αιδοίο,
μα να ΄χει και γλυκύτητα-να τα ΄χει και τα δύο.

Αμ στην κοινωνικότητα ευγένεια που την έχουν
οι κάτοικοι της πόλης σου! Δε θέλουνε να τρέχουν-
δε θέλουνε να βιάζονται στις σχέσεις που θα κάνουν
γι αυτό και πριν τις κάνουνε στο στόχαστρο τις βάνουν.
Εκεί όμως δεν τις μελετούν μα τις πυροβολούνε
...αντίς για να ρισκάρουνε με αγένεια να φερθούνε.

Και να Βιβή τι εννοώ μιλώντας για ευγένεια
που δίχως της θα ήτανε η ζωή μας τιποτένια.
Στο σπίτι δε με κάλεσε κανένας τους για γεύμα.
Γιατί θαρρείς; Ιδού γιατί-και άκου τώρα πνεύμα
φιλοξενίας που έχουνε οι καλοί μας πατριώτες-
μιαν αρετή απ΄τις αρετές που έχουνε τις πρώτες:
Σου λέει πού θα βρούμε εμείς φαγιά που αυτός να τρώει;
Την αριστοκρατία αυτός την παίζει κομπολόϊ-
Αυτός απάνου απ΄αστακούς θα τρώει και γαρίδες,
και το χαβιάρι το ερυθρό θα το μετράει μερίδες.
Αυτός τι είναι το ψωμί στο νου δε θα το βάνει
γιατί θα τρώει μοναχά κέϊκς και παντεσπάνι.
Ή να του βγάλουμε αρνί ψημένο με πατάτες;
Αυτός τα τέτια κρέατα τα έχει για τις γάτες.
Λοιπόν θα τον καλέσουμε ίσα να ντροπιαστούμε
όταν ν΄αφήνει το φαϊ στο πιάτο του θα δούμε;
Ποτέ αυτό! Καλλίτερα για ζώα να μας πάρει
παρά σε απρέπεια τέτια μια να κάνουμε τη χάρη!
Είδες λοιπόν πώς σκέφτηκαν; Δεν είναι γλύκες-πες μου.
Από ανθρώπους πάλι αυτό δεν το ΄χω δει ποτές μου.

Κι ο σπιτονοικοκύρης μου σκεφτόμενος τα ίδια,
ποτέ του δε με κάλεσε. Τι να μου δώσει-αντίδια;
Αλλά καλά γνωρίζοντας πως κάτι μου οφείλει
σαν ξένου που στο σπίτι του η μοίρα μ΄έχει στείλει,
έναν μεγάλο αγόρασε πλατύν ανεμιστήρα,
και από κάτω φαγητού μου στέλνει αυτός τα μύρα,
το εργαλείο βάζοντας απέξω απ΄την κουζίνα.
«Μπορεί να μη του κόβει αυτό»,σου λέει, «όποια πείνα,
μα δεν μπορεί την Τρίπολη να την κατηγορήσει
αφού με τόσες μυρωδιές τον έχω εγώ ταϊσει.»

Πάλι ίσως είπαν μερικοί: «Καλλίτερα να λείπει
ενέργεια που θα πρόσθετε σ΄αυτόνε κι άλλα λίπη».
Και λέω αξίζουνε κι αυτοί έπαινο κι όχι ψόγο
γιατί αήθεις δείχτηκαν για σοβαρό ένα λόγο-
βοηθοί μου ήρθαν στην σκληρή της δίαιτάς μου μάχη:
δε θέλαν-πώς μ΄αγάπησαν!-να βάλω κι άλλα πάχη…
 
Μα κι οι καλοί συνάδελφοι,της πόλης οι ιπποκράτες,
καλλίτερα μου φέρθηκαν κι απ΄ό,τι σε πελάτες.
Σαν είδαν πως διορίστηκα στης πόλης τους το ΙΚΑ
αμέσως εμαζεύτηκαν,κι η ευγενής τους κλίκα
λυτούς-δεμένους έβαλε ως μέσα στο υπουργείο,
ώστε αυτό,σα να ΄τανε κανένα συνεργείο
που βγάζει ένα εξάρτημα και κάποιο βάζει άλλο,
να ΄κανε και για μένανε καλό ένα μεγάλο,
θα πει τον που ΄χα διορισμό να τον ανακαλέσει,
ώστε η κούραση για με να φύγει από τη μέση.
Τόσο πολύ μ΄αγάπησαν της πόλης οι ντοτόροι
που όσο εκείνοι τράβαγαν μαρτύριο και ζόρι
κι εγώ δε θέλαν να τραβώ-δε θέλαν να κουράζομαι-
αυτοί νοιαστήκανε για με, πιο εγώ απ΄ όσο νοιάζομαι.
Κι έτσι έμεινα χωρίς δουλειά και δίχως απασχόληση,
σαν έρμος αμφιβληστροειδής μετά την αποκόλληση.
Όμως το πνεύμα των γιατρών της Τρίπολης το πήρα:
στον ήλιο αφού δεν έχεις συ, εδώ θα είχες μοίρα;

Κατόπι των πολιτικών με άγγιξε η ευγένεια
που το φαϊ μονάχη τους είναι και πρώτη ένια.
Σαν είδαν ότι όλους τους τους έχω εγώ γραμμένους,
θέλανε που δε θέλανε στην πόλη τους τούς ξένους,
χωρίς εγώ για εγγραφή τέτια να δίνω φράγκο,
με εγγράψανε καθένας τους στου αλλουνού τον πάγκο,
και μεταξύ τους άρχισαν να ερίζουνε για μένα
λες κι όλα τ΄άλλα τα ΄χανε τα θέματα λυμένα.
Τι να τους πεις-δοσμένοι αυτοί σε μάσα και ρεμούλα
θέλουν τα όντα όλης της γης σ΄αυτούς να είναι δούλα
και όταν κάποιονε θα δουν τέτια να μη σηκώνει
για μόριο τόμε βλέπουνε στου δρόμου τους τη σκόνη.
Δεν ξέρουνε πως με καιρό η σκόνη θα πολλύνει
κι ανεμοστρόβιλος κακός και τάφος θα τούς γίνει...

Και μ΄είπανε κουμουνιστή κι αναρχικό με είπαν,
μα μ΄όλα αυτά εκάμανε εις το νερό μια τρύπαν.
Ο λιόντας τρέχει και αρπάει και τρώει το βουβάλι
χωρίς ιδέα να ΄χει τι ταμπέλλα θα του βάλει
ο ζωολόγος,και χωρίς γι αυτό παρά να δίνει.
Κι η νυχτερίδα ίδια κι αυτή των ζώων το αίμα πίνει,
χωρίς να ξέρει αν αυτό που πίνει λέγεται αίμα
ή πως την ώρα κείνη εκεί τη βλέπει κάποιο βλέμμα.
Έτσι κι εγώ,ω! θλιβεροί κι αιματοπότες τύποι,
κάνω αυτό που της καρδιάς με οδηγούν οι χτύποι.
Λέω ό,τι το ανθρώπινο μυαλό μου με προστάζει,
γράφω,μελάνι μου έχοντας το αίμα μου που στάζει,
κι όπου το πνεύμα μου τραβά πίσω του ακολουθάω
χωρίς τι λέν οι άθλιες σας οι γλώσσες να μετράω,
χωρίς να νιάζομαι αν εσείς έτσι ή αλλιώς με λέτε
ή αν μ΄αυτά που σούρνω σας γελάτε είτε κλαίτε.
Στον κόσμο αυτόν αν δεν ειπεί κανείς αυτό που νιώθει
τότε η γλώσσα πέστε μου για τί άλλο μας εδόθη;
Ανθρωπινά ο άνθρωπος στόν κοσμο αν δεν πράξει
πώς του Ανθρώπου τότε αυτός θα υπηρετεί την τάξη;
Κι αν κάτι κτήνη σαν εσάς φέρονται κτηνωδώς,
κι αν από σας έχει χαθεί το μέτρο κι η αιδώς,
πρέπει και όσοι άνθρωποι έχουνε απομείνει
έτσι κι εκείνοι-κτηνωδώς-να φέρωνται; Ε,κτήνη;
Βάλτε μου όποια θέλετε ταμπέλλα ή ετικέττα,
πιάστε με και τραντάχτε με απ΄του σακκακιού τα πέτα,
χτυπήστε με και βρίστε με΄και όσα μ΄αίμα γράφω
κατω απ΄το βρώμιο πόδι σας ας έχουν ένα τάφο.
Μα ό,τι και να κάνετε,όποια ιδέα γεννιέται,
αιώνια μες στου σύμπαντος τα χάη θα πλανιέται
αθάνατη,ολοζώντανη,ιλαρή και πάντα νέα
έτοιμη πάλι κάποτε ίδια ν΄ανθίσει Ωραία
σε κάποιου Ανθρώπου το «ξερό» κι «αγύριστο» κεφάλι,
ενώ εσείς θα σέρνεστε σε κάποιες λάσπες πάλι.
Τελειώνει εδώ το ποίημα μα τούτο δε σημαίνει
πως και μαζί σας τέλειωσα. Ό,τι στη γη με δένει
το ιερό καθήκον μου είναι,που θα εκτελέσω,
κι αν έτσι ακόμα όχι σε σας,μα ούτε σε μένα αρέσω.
Κάποιος θα πρέπει άσβυστη τη δάδα να κρατάει
στο δρόμο τον αξιόπρεπο του Ανθρώπου που οδηγάει.

Και κάτι όντα θλιβερά στην πόλη κατοικούνε
που τους εαυτούς τους ποιητές θρασέως αποκαλούνε.
Αν τραγωδία δεν ήτανε στη γη επάνω η ζήση
θα ΄λεγα πως για κλάμματα φτιαχτήκανε απ΄τη φύση.
...Μα μες στην τόση συφορά το πράγμα δένει τέλεια
πως είναι οι καραγκιόζηδες αυτοί,μόνο για γέλια.

Βιβή,θα σου ΄γραφα πολλά με μέτρο και με ρίμα
όμοια καθώς η θάλασσα μιλάει: κύμα κύμα.
Αλλά δεν ξέρω αν χρόνο συ-που είναι και χρήμα-έχεις
αφού συνέχεια για δουλειές όλη τη μέρα τρέχεις.
Γιατί,αναμετάξυ μας –πιο πέρα να μην πάει-
το ποίημα εύκολο ποτέ δεν ήτανε προσφάϊ΄
κι αν να το νιώσει θα ΄θελε κανείς,πρέπει όχι μόνο
ίσα για να το διάβαζε να δώσει λίγο χρόνο,
μα και στο νόημα να μπει που κλείνει κάθε ποίημα.
Και στίχο στίχο γίνεται αυτό,και βήμα βήμα.
Έτσι μονάχα θα γευτεί του ποιήματος τη χάρη
ο αναγνώστης που άξια τον τίτλο αυτό έχει πάρει.
Μα συ Βιβή μου,μόνη μου και ακριβή μου φίλη
από το βράδυ ως το πρωί κι απ΄το πρωί ως το δείλι
τρέχεις χωρίς σταματημό. Κι αυτό εγώ σεβόμενος
και τοις του νου μου ρήμασι αναφανδόν πειθόμενος,
το ποίημα εδώ το σταματώ,και ό,τι έχω άλλο
σε γράμμα ένα θα στο πω,μικρό ή και μεγάλο.
Γράμμα που αμέσως στο χαρτί αυτό θα συνεχίσω,
το αποχαιρετιστήριο ντελίριο μου πριν κλείσω.
Σ΄αυτό,θα λέω και γι αυτά που είπα παραπάνω,
μα κύρια για την αλλαγή στη ζήση μου που κάνω
φεύγοντας απ’ την Τρίπολη-με φράση μόνο μία:
να φύγω από την Τρίπολη ποια ήταν η αιτία.
 

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

ΤΡΙΤΟΓΕΝΕΙΑ


ΟΛΟΛΥΖΕΙΝ

"Άχου! Οι χαμένες μας πατρίδες!
Άχου! Οι χαμένες μας ζωές!"

Λες και τις πατρίδες τις είχαμε αποθέσει
σαν κύπελλα
πάνω σε γυμνές κοιλιές γυναικών
που γελώντας τα χύνουν
ή πως τις παίρναμε στο κρεβάτι μας όταν κοιμόμασταν-
μα μήπως και τότε θα ’ταν δικές μας;





ΤΑ ΧΑΡΤΑΚΙΑ

Ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια
που έβγαλε σωρό από την τσάντα.

Άσπρη ανάμεσα στις κόκκινες καρέκλες και σοβαρή
ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια.

Το BREAKFAST διπλωμένο πάνω στο τραπέζι
κι αυτή έβαζε σε τάξη τα χαρτιά.

Όταν τελείωσε ήρθ’ ένας εξηντάρης
κοκκινοπρόσωπος, μ’ ένα καφέ ριγέ κουστούμι
κρατώντας στο ’να χέρι τον καφέ
και τ’ άλλο έχοντάς το μες στην τσέπη
και την πήρε.








ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά.
Μέσα κανείς δε θα ’δει.
Ο σκύλος έξω ας αλυχτά
μέσα τ’ αηδόνι ας άδει.

Έξω σκοτάδια είναι πηχτά
κι εδώ το φως πλαντάζει
μ’ ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά
κανείς δε μας κοιτάζει.

Οι άνθρωποι είναι βιαστικοί
και δεν τους μένει ώρα
ν’ αργοπορούν εδώ κι εκεί
με φώτα χρονοβόρα.

Άνοιξε διάπλατα λοιπόν.
Το σαρκοβόρο σμάρι
έξω ας βοά μαύρων γυπών
ας λάμνουν μέσα γλάροι.

Έργα έχουν άλλα, σοβαρά,
οι άνθρωποι να πράξουν-
’σύχασε΄ ούτε μια φορά
εδώ δε θα κοιτάξουν.

Στο τέλος κάποιος κι αν δειλά
το βλέμμα εδώ γυρίσει
κι ό,τι να δει, ξέρεις καλά
πως δεν θα εννοήσει.






ΤΟ ΑΤΥΧΟ


Είχε ανοίξει ένα μαγαζί
κι αυτό πήρε φωτιά΄ μαζί
κάηκαν όλα τα λεφτά του
που είχε πάντοτε κοντά του.

Αυτό στα εικοσιδύο του.
Μετά πήρε απ’ το θείο του
δάνειο χιλιάδες εκατό
κι άνοιξε άλλο. Πάει κι αυτό.

Έπεσε έξω. Διόλου δουλειά.
Και το ’κλεισε. Ύστερα πουλιά
με κάποιον άλλον επουλούσε
όμως ο άλλος τον γελούσε.

Κάτι ψευτοεπαγγέλματα
κάτι ύποπτα μπερδέματα
εκαταπιάστηκε μετά
όμως δεν έβγαζε αρκετά.

Τώρα σαράντα ετών φυτοζωεί-
πώς να την πεις αυτή ζωή…
και μια κυρά που 'χε γνωρίσει
τώρα κι αυτή τον έχει αφήσει.

Ο κύκλος φαίνεται έκλεισε .
Λίγο νωρίς αλλά έκλεισε.
Άνοδο πλέον δεν καρτερεί
αυτό το άτυχο παιδί.





ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ


Και πια δεν ξέρουν τι να κάνουν
και τι τεχνάσματα να επινοήσουν
και κάνουνε τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα
λιγάκι μόνο αλλάζοντας κάθε φορά
τις λέξεις, τις κινήσεις, τις εκφράσεις.

Οι άλλοι πάλι χειροκροτούν
σαν να ’τανε το θέαμα κάτι νέο.
Και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν
και γράφουν κριτικές επωφελείς,
και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν
κι εκφράζουν "ανυπόκριτον χαράν"
και λεν: "αυτή
ήτο μια νέα ερμηνεία τω όντι"
και το επαινούν και το αινούν και το θαυμάζουν
γιατί τι άλλο να ’καναν
και πώς να πούνε
πως όλ' αυτά είναι μιαν άρνηση κι ένα κενό
που τότε το κενό θα ’παιρνε εκδίκηση
αποκαλύπτοντας αυτοστιγμεί
πως ούτε η τέχνη είναι καταφύγιο.






ΟΙ ΦΙΛΟΙ


"Τους φίλους τους μικρούς θα παραιτήσω
και συντροφιές μεγάλες θα ’βρω
στο νουν και στην ευγένειαν και στα ήθη
κι εις το εξής μ’ ομοίους μου και μόνο θα μιλώ".

Έτσι σκεπτόταν, έτσι επάσκιζε
έτσι του ’πρεπε πραγματικά.

Μα όταν έφθανε της μοναξιάς το χάος
εις φίλους έτρεχε μικρούς να το πληρώσουν.
Και τα κοινότατα άρχιζαν-
οι γυναίκες
τα χαρτιά…
Αυτούς τους φίλους τότε τους ευγνωμονούσε
καλά που βρίσκονταν κι αυτοί-
στις τέτοιες του στιγμές
ποιος θα τον δέχονταν
μεγάλος…










ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439

"Πόσο μας κούρασαν κι αυτοί οι Λατίνοι..
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!

Τίποτα αυτοί. Ανυποχώρητοι.

Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με το Μουράτ απέξω από την Πόλη;

Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν...και συσκεφτόμασταν…
(κουράστηκα στο τέλος).

Και φύγαμε ατιμασμένοι απ’ τη Φερράρα.
Υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν…

Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ΄τους παλιο-Λατίνους".







ΞΑΝΑ


Είχε δυο χρόνια να τη δει.
Είχε δυο χρόνια να τον δει.

Τυχαία συναντήθηκαν.

Εκείνη κάποιον άλλον εσυνόδευε.
Εκείνος κάποιαν άλλη κουβαλούσε.

Στη μνήμη των οι νύκτες ήλθαν
οι ατελείωτες
που πέρασαν μαζί
αναλλοίωτες.

Τους διώξαν και τους δυο το ίδιο βράδυ
κι ενώθηκαν ξανά το ίδιο βράδυ.













ΤΟ ΚΕΡΙ

Θα πήγαινε ν’ ανάψει ένα κερί.
Το ύφος του θα διόρθωνε εις συντετριμμένον
με βήματα μικρά θα έμπαινε, διστακτικά
και με σκυφτό κεφάλι.
Θα έκανε μια κίνησιν φιλήματος
προς την εικόνα-
όμως χωρίς να ακουμπήσει στο γυαλί-
μετά δυο τρία βήματα οπίσω
κάνοντας ταυτοχρόνως το σημείον του σταυρού.

Ύστερα ήταν το κερί. Για να τ’ ανάψει
σήκωμα του κεφαλιού (να μην καούμε κιόλας)
στερέωσις του κεριού στο μανουάλι
κι υπόκλισις μετρία προς το ιερόν.
Σ' αυτήν τη στάση πέντε ως δέκα δευτερόλεπτα
με το σιαγόνι ν’ ακουμπά στο στέρνον
κι ύστερα έξοδος ως είχε μπει
αθορύβως.


Μα το κυριότερον είναι το πρόσωπο να κρύβονταν.
Α! Να! Θα πήγαινε την ώρα
που το σκοτάδι πέφτει λίγο λίγο
ενώ τα φώτα δεν ανάβουνε ακόμα.
Στο μισοσκόταδο
το πρόσωπο
σχεδόν καθόλου δεν θα φαίνονταν.









ΕΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ


Εγνώρισα το θάνατο μέσα
στο ποδοβολητό των σπίνων του Ιουνίου.
Εγνώρισα το θάνατο
στις κρύες νύχτες του χειμώνα
στις ζεστές μέσα νύχτες του καλοκαιριού.
Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στα πράσινα φύτρα των πρώτων σκίνων
μέσα στα μάτια πληγωμένου ελαφιού
μέσα σε καλοκαίρια ολόκληρα βουτηγμένα σε άσκοπον ιδρώτα
μέσα σε νερά γαλήνια  
νύχτα ανάστερη
το σοβαρό και αμέτοχο πρόσωπό του μου γελούσε.

Εγνώρισα το θάνατο
στα επιφωνήματα των άστρων όταν πέφτουν
στο κρυφομίλημα παρθένων
στο γέλιο των πορνών.
Κατω από λέξεις χωματένιες
βαριές ακόμα από σίδερο και ιλύν
εγνώρισα το θάνατο.

Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στου πέπλου της σιωπής τις παχιές δίπλες
μέσα στην άτολμην οργή και την αμηχανία
μέσα στην πλήρη επάρσεως άρνηση
στην τυφλή μέσα κατάφαση και την υπακοή.

Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στων αηδονιών το γλυκολάλημα
μες στην καρδιά και μέσα μέσα
στις έλικες τις ευφυείς του εγκεφάλου.
Μέσα κι ανάμεσα σε δυο κορμιά αγκαλιασμένα
εγνώρισα το θάνατο.

Εγνώρισα το θάνατο μέσα στο μέγα άδειο
της ώρας που ο ύπνος του μεσημεριού
χωρίζει από το σώμα.

Μες στων παιδιών το βύζαγμα-στο δέσιμο χειλιών και ρόγας
εγνώρισα το θάνατο.









ΝΑ ΤΑ ΦΥΛΑΤΕ


Όταν δειτε ένα κομμένο
άνθος κάτω πεταμένο
μη καλοί μου το πατήστε
κι ούτε κάτω να τ’ αφήστε.

Και τα δυο τα χέρια απλώστε
στοργικά να το σηκώστε
και να το ’χετε μαζί σας
σαν χαρά και σα γιορτή σας.

Κι αν σας βρουν κακές ημέρες
κι αν η βάρκα βγει σε ξέρες
κι αν σας θλίβουν όλοι οι τόποι
κι αν σας διώχνουν οι ανθρώποι

τότε βγάλτε και μυρίστε
το λουλούδι-θ’ απορήστε
πώς λησμόνια και γαλήνη
ένα ανθάκι τόση δίνει.

Και οι πόνοι σας θα γιάνουν
και οι θλίψες θα μαράνουν
και θα γίνουν ευωχία
τ’ άσημά σας τα ψιχία.

Σημασία λίγη δώστε
κι ό,τι λέω φίλοι νιώστε:
τ’ άνθη μη-μην τα πετάτε-
στην ψυχή να τα φυλάτε.




ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ


-Σύννεφο συννεφάκι μικρούλι, λευκωπό
πώς βρέθηκες μονάχο στον γαλανό ουρανό
και πας με τ’ αγεράκι που πνέει απαλό
και μια φτερά αγγέλου θυμίζεις, μια σταυρό;
Γωνιά καμιά δεν έχεις-σκιά για να σταθείς
ο ήλιος θα σε κάψει-θα σβήσεις-θα χαθείς.

-Αφού εν’ αδέρφι βρήκα στης γης την απλωσιά
χαρά δε θέλω άλλη-δε θέλω άλλη δροσιά.
Και τόπο αν κανένα δε θα ’βρω να σταθώ
κι αν σβύσω κι αν διαλύσω, ποτέ δε θα χαθώ:
η έγνοια στη φωνή σου κι η ζέστα στη ματιά
παντοτινή μου ασπίδα στου χρόνου τα σπαθιά.






ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ

Αρίζωτοι στη νέα κι απ’ την παλιά τους
πατρίδα ολοσχερώς ξεριζωμένοι
χαμένοι, με χαμένη τη χαρά τους
περνούν οι μετανάστες εις την ξένη.

Και κάνουν συγκεντρώσεις οι καημένοι
και λεν: "η αγαπημένη μας πατρίδα…"
Όμως πολύ δεν είναι αγαπημένη
κι όλο λιγότερο είναι πατρίδα.





ΕΝΟΣ ΓΥΜΝΟΥ


Η λερή επιφάνεια του τραπεζιού θυμίζει
πως κάποτε τρώγαν πάνω του.
Διακρίνω τον κύκλο του ποτηριού
τον κύκλο του ζεστού καρβελιού
και τον κύκλο ενός γυμνού κορμιού-
πρέπει να ’ναι της εξαδέλφης
που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα.








ΤΑ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΑ

Έπιπλα δεν είχε το δωμάτιο
και όσο να πεις
ένα τραπέζι
απαραιτήτως χρειάζονταν.

Δε θα ’τρωγε καλά για λίγες μέρες
το κάπνισμα θα εμετρίαζε
το φως νωρίς θα το ’σβηνε
λίγο από δω-λίγο από κει
θα τα κατάφερνε στο τέλος.

Και όχι πολυτέλειες.
Δεν ήθελε
ξύλο καλό, ούτε μορφήν και στυλ θα εκοιτούσε.
Ένα απλό τραπέζι.
Λίγο γυαλιστερό μόνο στην επιφάνεια
και κάπως, όσο γίνονταν
τα πόδια του κομψά
(μπορεί να το ’ντυνε και με χαρτί
έτσι κι η φθήνεια του θα κρύβονταν
και τακτικός θα έλεγαν πως είναι).

Τώρα θα πεις:
μεγάλη ανάγκη ήταν το τραπέζι;
Ανάγκη όχι, μα είναι κάποια συντροφιά-
ένα δωμάτιο άδειο άσχημα χτυπάει. Πάλι
κάποιος μπορεί να ’ρχόταν
και την κατάντια του να δει δε θ’ ανεχόταν.
Και τέλος είναι κάτι όρθιο
μέσα σε τόσα γκρεμισμένα.







Η ΜΟΥΣΙΚΟΥΛΑ


Όταν το σούρουπο μεστώνει
και πριν ακόμα γίνει βράδυ
τις θείες νότες της απλώνει
μια μουσική γλυκιά σα χάδι.

Πέφτει απαλά σαν τη δροσούλα
μες στη σιωπή της γειτονιάς μου
καθώς ανέγγιχτη νυφούλα
σε γιορτινό κρεβάτι γάμου.

Και με τρυπά σα νοσταλγία
και με πονεί σαν ερωμένη
η μαγική της μελωδία
που στον αέρα είναι χυμένη.

Μήπως του Πάνα η φλογέρα
και του Απόλλωνα η λύρα
ξεπροβοδίζουν την ημέρα
χαρίζοντάς της τέτοια μύρα;

Μήπως σε με που δεν με ξέρει
τη θαλπωρή από το θέρο
και τη γαλήνη από τ’ αστέρι
στέλνει η καλή που δεν την ξέρω;

Ή μην ο αγέρας απ’ τα μάκρη
σοφός ως έρχεται του κόσμου
του ταξιδέματος το δάκρυ
και τη χαρά σταλάζει εντός μου;

Α! Του σπανίου τους του κάλλους
γνώστες αυτοί δεν ειν’ οι ήχοι
από ποιητές φύγαν μεγάλους
κι ήρθαν σε με να γίνουν στίχοι.





ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ’ ατσαλένια
και με το χέρι εχάιδεψε τ’ ατσάλινά του γένια.
Τ' όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.

Κι ως το ’δε ο γίγας τ’ ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσ' η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ’ του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.





ΝΑ ΧΩΡΙΖΟΥΝ

Του χωρισμού των έφθασεν η μέρα.
Αδύνατον να πάνε παραπέρα.
Το ένιωθαν καλά-το τέλος είχε φθάσει.

Χωρίσανε το βράδυ με αοριστίες
για τη συνάντησιν την επομένην
"τηλέφωνο θα πάρω κάποια μέρα..."
"θα περιμένω-ναι-εξάπαντος..."

Μα ήξεραν πως έλεγαν κενά-
ούτε αυτός θα έπαιρνε, ουτ’ εκείνη
στ΄ ακουστικό θ’ ανέμενε όπως πρώτα.

Είναι μια μέθοδος καλή κι αυτή
γι ανθρώπους ευαισθήτους
να χωρίζουν.





ΟΤΑΝ

Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού το δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς ακόμα να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι
για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.

Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ’ αφήνουνε να μείνεις.

Για δίκαιο μη μιλήσεις-
για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στη μάχη.
Τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τόνε θυμώσει τον εχθρόν που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.

Και ξέρεις δα οι νικητές τι εύκολα θυμώνουν.




ΟΙ ΑΣΧΗΜΕΣ


Στις άσχημες γυναίκες που η μοίρα
τους όρισε αγέλαστη μια ζήση-
που μένουν τα όνειρά τους πάντα στείρα
κι ο ήλιος τους γνωρίζει μόνο δύση…

στις άσχημες γυναίκες που τον πόνο
για σύντροφο πιστό τους έχουν πάντα-
στις άσχημες γυναίκες αφιερώνω
αυτή τη λυπημένη την μπαλάντα.

Σ’ αυτές ποτέ κανείς δε στέλνει δώρα
και ποιήματα θερμά κανείς δε γράφει.
Φορέματα γι αυτές δε φτιάχνει η μόδα
κι είν’ άφωτοι τα μάτια τους δυο τάφοι.

Ο πόθος τις θερίζει κάθε βράδυ
προσεύχονται για έστω μια θωπεία
ελπίζουν όμως άδικα-το χάδι
γι αυτές το ερωτικό μια ουτοπία.

Παράσιτα που ζουν λησμονημένα
σ’ ανθένιο μοσχομύριστο φυτώριο.
Γράμματα με βιασύνη στριμωγμένα
σε κάποιου τετραδίου το περιθώριο.

Μπροστά τους ξεχωρίζουνε δυο δρόμοι:
αυτός της θλιβερής κι ανούσιας ζήσης
μακριά από τους ανθρώπους και ακόμη
μακριά ’π’ του έρωτα τις συγκινήσεις,

κι εκείνος της πικρής της επαιτείας
για χάδια που ποτέ τους δε θα βρούνε
ενώ τα σιγανά της ειρωνίας
τα γέλια, μες στ’ αυτιά τους θα ηχούνε.

Ανέραστες και φρούδες ερωμένες
μια κρύα σαν τις άλλες θα πεθάνουν
νυχτιά, με τις παλάμες απλωμένες
προς έναν ουρανό που δε τον φτάνουν.

Και πάνε στην αφάνεια και στη λήθη-
κανένας μια κυρία δε θυμάται
που μόνη στη ζωή της εκοιμήθη
καθώς και τώρα αξύπνητα κοιμάται.

Αυτά τα λίγα λόγια τα θλιμμένα
στις άσχημες γυναίκες αφιερώνω.
Κι ας μη σκεφτούνε άδικα για μένα-
κι εγώ στον ίδιο πόνο αργολιώνω.

Κι αφού δεν τους εχάρισαν για δώρα
οι θείοι ποιητές αθάνατα έπη
οι άσχημες γυναίκες θα 'χουν τώρα
την άσχημη μπαλάντα που τους πρέπει.




ΝΑ ΦΟΒΗΘΟΥΝ


Το πλοίον τρέχει απτόητον απ’ τα κύματα.
Η θάλασσα ας γυρεύει θύματα-
είναι καλά τριγύρω φυλαγμένο
με σίδερα φτιαγμένο.

Ο πλοίαρχος φλυαρεί με μια κυρίαν
οι ναύτες τραγουδούν στην πρύμνη
κι οι επιβάτες κάτω διασκεδάζουν.
Μ’ αυτό το πλοίον τίποτα δεν έχουν
να φοβηθούν-
είναι καλά τριγύρω φυλαγμένο
με σίδερα φτιαγμένο.





ΣΤΑΡΙ ΣΤΟ ΣΑΚΚΙ

Τόσο πολλά είναι μέσα στον μικρό χώρο
και τόσο κοντά το ’να στ’ άλλο
τα πριν τόσο απλωμένα  
που, ασυνήθιστα σ’ αυτό
ασφυκτιούν.
Η μέσα τους ζωή πιεσμένη έτσι
κινδυνεύει
όλη κλείσιμο να γίνει και υπομονή.

Ν’ αγαπιούνται όμως έμαθαν εκεί
χωρίς υπεκφυγές. Αλλιώς
θα ξέφευγαν από την ηρεμία του κέντρου τους
και θα έμεναν χωρίς ελπίδα
κάποτε
σε πεδίο πλατύ να ριχτούνε,
και με της γης την ευλογία, το πράσινο
που τώρα σαν σε όνειρο κατέχουν
να φανερώσουν.




Η ΔΡΟΣΙΑ


Η δροσούλα την αυγή-
η καλή δροσιά
μες στη γειτονιά
στάλα στάλα πέφτει.

Μη της παίρνεις τη ζωή
όταν περπατάς-
μη τήνε πατάς
κόσμε δροσοκλέφτη.



ΜΙΚΡΟ ΠΟΙΗΜΑ

Πάνω στο γράμμα γράμμα
το πρώτο θα σβηστεί.
Πάνω στο θάμα θάμα
το ’να θα ξεχαστεί.

Πάνω στον πόνο πόνος
πα’ στον καημό καημός
διπλά μετράει ο πόνος
διπλά μετρά ο καημός.




Η ΠΡΩΤΗ

Απάνω στο βιβλίο μου
καθώς καθόμουνα στο ηλιοστάσι
μια μύγα ήρθε να διαβάσει.

Τα πόδια της ελύγισε
και ’στάθη λίγο έτσι διπλωμένη
στο διάβασμά της ξεχασμένη.

Κατόπιν εσηκώθηκε
και το σοφό της ξύνοντας κεφάλι
"θεέ μου", είπε, "τέτοιο χάλι

ποτέ δεν το περίμενα:
οι άνθρωποι μοχθούν να μάθουν ό,τι
για μας η γνώση ήταν η πρώτη".





ΜΟΛΥΒΊ

Ξέρω: σε λίγο θα ροδίσεις τα σύννεφα
κι σ’ όλα γύρω σου ένα πορτοκαλί θα δώσεις χρώμα.
Ύστερα κόκκινο, πιο κόκκινο,
που λίγο λίγο αναιμικά θ' αδυνατίζει,
κι όταν τελείως πια θα ’χεις βυθιστεί
ένα μολυβί βαρύ.

Και ξέρω,
τ’ άλλο το πρωί τα ίδια τώρα ανάποδα θα κάνεις
καθώς θα ’ρχεσαι:
μολυβί, κόκκινο, πορτοκαλί
και πια άσπρο-αυτό το ανήλεο
εξονυχιστικά ερευνητικό
παμφάγο άσπρο.

Και κάθε μέρα πάλι τα ίδια...και τα ίδια...και τα ίδια...
Ίδιες ιδέες, ίδιες εικασίες, ίδια πράγματα.

Σε βαρέθηκα ήλιε.




ΠΑΡΑΞΕΝΟ

"Αντίθετα από σε
εγώ έχω εμορφιάν
το σώμα όπως πρέπει καμωμένο
στα μέλη συμμετρίαν
και πρόσωπον ηδύ.
Παράξενο το βλέπω
το αγόρι το δικό μου να τραβήξεις".

"Κι αν έχεις εμορφιάν
και πρόσωπον ηδύ
για την αγάπην είσαι
ένα μικρό παιδί-
δεν έχεις κοιμηθεί
όπως εγώ με τόσους
και ποιος θα σου την μάθει
του έρωτα την τέχνην;.."







ΘΥΜΑΤΑΙ

Ερώτων παρανόμων ιστορίες
μακριά ’π’ την κλίνην την συζυγικήν
θυμάται.
τότε που νέα ήταν και την πρόσεχαν
και μέρα βαρετή καμιά δεν είχε.

(τι αλλαγαί κλινών! τι αλλαγαί σωμάτων!
τι πανδαισία μεθυόντων αρωμάτων!)

Και τώρα να πού έφθασε: έναν αλήτη έχει
κι αυτόν με δυσκολία τον κρατεί.







ΤΟ ΤΩΡΑ

Σκόνη χρυσή που κάθοντας
πάνω στα περασμένα
δίνεις το κάλλος στ’ άσχημα
τη γεια στα πονεμένα…

που δίνεις πλούτο στα φτωχά
δίνεις στα γκρίζα χρώμα
και μέλι κάνεις γκυκερό
κάθε πικρό μας πιόμα…

σκόνη χρυσή που απόμεινες
η μόνη μας ελπίδα
έλα σε μας-το άπατο
του χρόνου ρυάκι πήδα

και μείνε μέσα στο Παρόν.
Τα μαγικά σου δώρα
ανάγκη έχει όχι το Χτες
μα πιο πολύ το Τώρα.







ΘΑ ΚΟΠΕΙ

Πατά γυμνός σε πετρώδη εδάφη
μακριά ’πο ήλιου φως
και κύκλους μέσα στο σκότος γράφει
σαν λύκος μοναχός.

Οσμήν εχάρισε μόνο η φύση
στο σώμα το σκυφτό
και όπου κάπου του Έρωτα ανθίσει
το ρόδο το γλυκό

ταχύς πετά ο πανικός της Αγάπης
σαν σκότους αστραπή
και πριν χαρεί ευωδιά ο διαβάτης
το άνθος θα κοπεί.




ΦΟΡΩΝΤΑΣ


Φορώντας το πράσινο
φορώντας το κίτρινο
φορώντας το μπλε
μας κόπιασες Άνοιξη.

Σαν νύμφη χορεύοντας
σαν κόρη ερωτεύοντας
σαν νια τραγουδώντας
μας κόπιασες Άνοιξη
κρατώντας τ’ αστέρι
κρατώντας τ’ αγέρι
κρατώντας φιλί.

Και κραδαίνοντας την ανυπομονησία
τον παραλογισμό
και την ασπλαχνιά μας ήρθες.







ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ


Στην τελευταία ντυμένες μόδα
ωραίες, τρυφερές, χαριτωμένες
με μύρα στολισμένες και με ρόδα
κυρίες ιδανικές κι εκλεπτυσμένες.

Τις φωτισμένες κοσμούν βιτρίνες
μεγάλων και λαμπρών καταστημάτων.
Ποτέ τους δεν ξαπλώνουνε σε κλίνες
ερώτων ή σ’ ανάκλιντρα θανάτων-

για κείνες είναι ζωή τους όλη
μια στάση αυστηρά καθορισμένη
κι ουτ’ έχουνε ποτέ αργία ή σκόλη
και ώρα για ξεκούραση δοσμένη.

Μον' όταν βράδυ τα φώτα σβήνουν
κι η Νύχτα με το Θάνατο φιλιούνται
εκείνες απαλά τα μάτια κλείνουν
και, δίχως να τις βλέπουμε, κοιμούνται.




Η ΚΥΟΦΟΡΟΣ


Γι αυτήν
ξαφνικά όλα πιο μεστά είναι. Το Αϊδιο
όρμησε μέσα της
σφιχτά κρατώντας όλα τα πρόσκαιρα στα νοητά του χέρια και προετοιμαζόμενο
γι άλλη μια φορά
τις βαριές του ν’ ανοίξει κουρτίνες.

Κολυμπώντας στο αίμα
και σε βελούδινους πάνω κροσσούς κοιμώντας
θα ενοικήσει εκεί
ώσπου σε γνώριμη μια να δεθεί μορφή-
που κιόλας απ’ τους έξω είναι αναμενόμενη-
γνώριμη τόσο που προτού
με όλες τις ιδιοτυπίες της φανεί
καλυπτήρια έκτυπα του σώματος και των μελών της
η κυοφόρος ετοιμάζει.

Και από τα μέσα της μαστορέματα ζάλη μόνο
από την Αντίθετη Πορεία θα νιώθει
και θα εμέσσει από το Αδιαχώρητο
που κι αυτά όμως
λέγοντας απλά "είμαι έγκυος"
σαν δήθεν επαϊουσα
θ' αντιπερνά.




ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΑΣ


Οι ποιητές μας παίρνουν τη ζωή και τη σκαλίζουνε
και τη διϋλίζουνε, την κοσκινίζουνε, την αναλύουν…
και βρίσκουν μέσα της μονάχα πίτουρα
και περιττώματα και σάπια φλούδια.

Ύστερα
λίγο έκπληκτοι, όμως αποφασιστικά
παίρνουν απ’ το μπακάλικο χρυσές μπογιές κι αρώματα
και με πολλή πολλή επιμέλεια
ντύνουν τα πίτουρα χρυσάφι κι ευωδιές τη βρώμα.

Ας ειν’ καλά, σ’ ένα μασκάρεμα καθώς αυτό
οι ανεύθυνοι αρέσκονται-ο κόσμος όλος.

Ομως τ’ Ωραίο
το Ιδανικό
το Αληθινό
το Απροσποίητο
βρίσκεται-απροσπέλαστο γι αυτούς-
στον άλλο πόλο.







ΣΠΙΘΑ

Έχω ένα σκυλί. Μες στον κόσμο αυτόν
τον εχθρό και το σάπιον
έχω κάποιον

Σα με δει κουνά
χαρωπά
την ουρά του.

Αν φανεί ντορής
ρίχνει ευθύς
τ’ αυτιά κάτου.

Κότα ή πουλί
σε βολή
δεν αφήνει

κι "έλα!" σαν του πω
τρέχει εδώ
με βιασύνη.

Βόλτα όταν πεζοί
οι δυο μαζί
κάπου πάμε

γλώσσα ίδια μια
μοναχά
δεν μιλάμε.

Μα αίσθησες και νους
με κοινούς
ρυθμούς τρέχουν

κι ούτε μια στιγμή
βαρετή
τα δυο έχουν.

Έχω ένα σκυλί. Μες στον κόσμο αυτόν
τον εχθρό και τον σάπιον
έχω κάποιον.









Ο ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ

Όταν του μιλούν απ’ το παράθυρο
σαν να μιλούν σε νεκρόν είναι.
Και σε αρρώστους ακόμα, αλλιώς
τις λέξεις-με απαίτηση-συλλαβίζουν.

Από σπλαχνιά μπορεί και να το κάνουν
για τους ίδιους
να μην του δώσουν την οδύνη τους να καταλάβει
που τόσα πράγματα τους λείπουν.

Εκείνος
θαρρετά τους κοιτάζει
και ό,τι αυτοί θα ’θελαν
μ’ εν’ άπλωμα του χεριού του αυτός έχει.

Και όταν τον πληρώνουν
σαν έναν οβολό να του δίνουν είναι
για να τους περάσει απέναντι
στο δικό του βασίλειο.





ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Το φως του λαμπτήρα ξάφνου,
την εξουσία του χάνει.
Φέγγει ακόμα, μα νιώθει
ο βασιλιάς έρχεται, και θαμπωμένο
μπρος του αναπότρεπτα θα υποκλιθεί.

Θορυβώδη ποδοβολητά στρατιών ακτίνων
που από μακριά, γρήγορα φτάνουν
κάνουν να τρέμει
και πελιδνό να γίνεται κάθε αναμμένο.
Από το μέτωπο της φωτιάς  
το στέμμα κατρακυλάει
ψυχρό κιόλας.

Λίγο ακόμα και όλα θα νήχονται
μέσα στην πηχτή, απρόσμενη
ανηλεή θάλασσα, μέχρις ότου
η ξαφνική, παράλογη κατοχή, πάψει,
και τ’ αστέρια το τρεμοφέγγισμα
και την ωχρότητά τους πάλι φανερώσουν.





Ν' ΑΓΚΑΛΙΑΖΑΝ


Πεύκων δάση, αγριοπούλια,
ψηλοκόρυφα βουνά,
λαμπροήλιε, αστέρια, πούλια
χίλια θάματα αυγινά…

λάλο ρυάκι, θεία δύση
άνοιξή μου γιορτινή,
φθινοπώρου εσύ μεθύσι,
καταγάλανοι ουρανοί…

τι κι αν είστε ωραία τόσο
είστε τόσο αλαργινά…
Α! Να γίνονταν ν’ απλώσω
τα δυο χέρια τα ορφανά

και πιο τέλεια-και πιο πλέρια
να σας νιώσω-πιο βαθιά…
Α! Ν’ αγκάλιαζαν τα χέρια
όσα χαίρεται η ματιά!..