Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

«ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΟΙΗΤΕΣ!»

-Πώς λέγεται ο πελάτης σας;
-Ιησούς.
-Κι ο τόπος του καταγωγής;
-Η Ναζαρέτ.
-Τ' όνομα του πατέρα του;
-Ιωσήφ.
-Και επαγγέλλεται;
-Ποιητής.
-Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Έχουνε τόσο διάφορες συνήθειες από μας...
Καλά είμαστε τακτοποιημένοι
με τα εργοστάσια...
με τα όπλα...
με τις μηχανές μας...

Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Έχετε τόσα εναντίον σας...
Θέλετε ν' αγαπάει ένας τον άλλο.
Πώς θ' αγαπήσω κάποιον
που θέλει να μου πάρει τα λεφτά
(αλήθεια επισκεφτήκατε ποτέ σας ψυχολόγο);
Ακόμα λέτε...για να δω...
Α! Ναι! Μακάριοι οι πτωχοί...
με συγχωρείτε που γελώ-
συνήθως ξέρετε είμαστε ευγενέστατοι εδώ…

Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε..
Δε θέλουμε ποιητές.
Πάρτε τον!
Ο στρατιώτης
θα σας διαβάσει τα δικαιώματά σας-
σε μας
και οι φυλακισμένοι έχουν, κύριε, δικαιώματα.
Πηγαίνετε.

Περνώντας από τη Γεθσημανή μπορείτε αν θέλετε
να κάνετε ένα τηλεφώνημα.

Δε θέλουμε ποιητές.

                        -----
 

Καλή Ανάσταση και καλό Πάσχα σε όλους και ιδιαίτερα στους ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥΣ έλληνες.

 Ο δε άνθρωπος κατεμάνθανεν αυτήν και παρεσιώπα του γνώναι ει ευώδοκε Κύριος την οδόν αυτού ή ου.
(ΓΕΝΕΣΗ 24. 21)

Το μάτι του Ελιέζερ το ασκημένο
Για τη στιγμή επλάστη λες εκείνη.
Έτσι στην κόρη πάνω ήταν πεσμένο
των καμηλών τη δίψα τους που σβήνει.

«Πρόθυμη, εργατική, καλοντυμένη,
Ομορφη και σεμνή, γεμάτη ευγένεια,
Ας ήτανε αυτή προορισμένη
Για του κυρίου μου την οικογένεια!..

Γιατί ο κύριός μου πριν πεθάνει
Να δει το γιό του θέλει παντρεμμένο.
Και τι ο δούλος του μπορεί να κάνει
Χωρίς να τι ’χει ο Κύριος ορισμένο.

Ετι αυτού λαλούντος αυτοίς και ιδού Ραχήλ
(ΓΕΝΕΣΗ 29.9)

Να η Ραχήλ με την υδρία στον ώμο.
Να κι ο Ιακώβ πιό κει με την αγκλίτσα.
Και να η στιγμή στης φύσεως το νόμο
Που υπακούοντας, θέλουν τα κορίτσα.

Πόσην αξία η στιγμή παίρνει όμως
Και αιωνιότητα πώς αποκτάει
Οταν ο θείος την ορίζει νόμος
Κι ενός λαού την πίστη αυτή γεννάει…
 

 ΩΣ ΙΜΑΤΙΟΝ
«Συ κατ' αρχάς, Κύριε, την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί. Αυτοί απολούνται, συ δε διαμένεις, και πάντες ως ιμάτιον
παλαιωθήσονται. Και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς, και αλλαγήσονται. Συ δε ο αυτός ει και τα έτη σου ουκ εκλείψουσιν.»
(ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ, Ι, 10-12)

Θα ’ρθει καιρός που απ' την πολλή τη χρήση
Οι ουρανοί σα ρούχο θα παληώσουν
κι έτσι γλυκά η πνοή Σου θα φυσήσει
και σα νιογέννητοι θα ξανανιώσουν.

Τη φωτεινή θαυματουργή Σου πέννα
στα πανταρκή κρατώντας μέσα χέρια
πουλιά θα ζωγραφίζεις φτερωμένα
τους Γαλαξίες, τους Ήλιους και τ’ Αστέρια.

Και κείνα μες στ’ ατέρμονα τα χάη
θα λάμνουνε της σφαίρας της ουράνιας,
απλά κι αβίαστα, καθώς κυλάει
το πυρωμένο δάκρυ της μετάνοιας.

Και στην αφεύγατη διάτα όλα τούτα
μιας μόνο σκέψης Σου θα πειθαρχούνε
σαν όπως ωριμάζουνε τα φρούτα
όταν του θέρους τ' άγγιγμα δεχτούνε.

Έτσι γι ατέλειωτο διάστημα χρόνου
Πλάσες θα φτιάχνονται και θα χαλιούνται,
καθώς στο δάγκαμα του Νόστιου Πόνου
Θλίψες θεριεύουνε κι ελπίδες σβηούνται.

Σα φόρεμα η Πλάση που φοράει
Οι ουρανοί της έτσι θα παληώνουν
Κι έτσι γλυκά η πνοή σου θα φυσάει
Και σα νιογέννητοι θα ξανανιώνουν.

Και Συ για πάντα ο ίδιος θα υπάρχεις
καθώς προ των αιώνων ήσουν πάντων,
κι ευδαίμων κι εύχαρις επάνω θ' άρχεις
στη δυσστονία του Νου και των Συμπάντων.
 

ΙΩΣΗΦ ΚΑΙ ΦΑΡΑΩ
«Είπε δε Φαραώ προς Ιωσήφ ενύπνιον εώρακα»

Στον θρόνο του επάνω καθισμένος
στο χέρι ακουμπώντας το κεφάλι του
άκουγε ο φαραώ μες στη μεγάλη του
την αγωνία πλήρως βυθισμένος.

Ο Ιωσήφ ορθός απέναντί του
και Φαραώ και αυλικούς κατέπλησσε
γιατί του Φαραώ τον γρίφο έλυσε
σώζοντας έτσι και λαό και γη του.

Και νου και πράξεις και των δυο οδηγώντας
από ψηλά ο Αιώνιος τους έβλεπε
και τ’ όραμά τους άφατα Τον έτερπε
και συγκατάνευε χαμογελώντας.
 

«Εστίν Κύριος εν τω τόπω τούτω και εγώ ουκ ήδειν.»
(ΓΕΝΕΣΗ 28.16)

Σε κάθε βήμα μας και μία σκάλα
Και κάθε τόπος τόπος θεϊκός.
Ομως προβλήματα γήινα άλλα
Τη θέα τους μας στερούν οριστικώς:

Αγάπες που γεμίζουν άδειες ώρες,
Μέρες γεμάτες κοσμο, λαμπερές,
Νύχτες υπνώττουσες και υπνοφόρες
Που τις παραγεμίζουμε "χαρές".

Ομως την όψη για να δεις τη Θεία
πρέπει όλοι κι όλα να σε κυνηγούν.
Πρέπει να είναι νύχτα κι ερημία
Και της ψυχής τα ματιά ν' αγρυπνούν.
 

 ΠΥΡΓΟΣ ΒΑΒΕΛ

«Και είπεν άνθρωπος τω πλησίον αυτού δεύτε πλινθεύσωμεν πλίνθους...»
(ΓΕΝΕΣΗ 11.3)

Ψηλώνει  ο πύργος  της Βαβέλ
Ως  το  θεό να φτάσει.
Όμως  του λόγου η  σύγχυση
Τον πύργο  θα χαλάσει.

Ο λόγος  έφθειρε ο σκληρός
Το έργο  τόσου κόπου:
Λόγος-είτε έτσι είτε αλλιώς
Η δυστυχιά τ' ανθρώπου.
 

Η ΠΑΛΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ
«Υπελείφθη δε Ιακώβ μόνος και επαλαιεν άνθρωπος μετ' αυτού έως πρωΐ.»
(ΓΕΝΕΣΗ  32.24)

Πάλη ανθρώπου με θεό
Και του ανθρώπου η νίκη.
Κατόρθωμα όπως αυτό
Σ' όλο τον κόσμο ανήκει.

Κι έννοια βαθιά ποιας λογικής
Η απόφασή του δείχνει
Του νικημένου ο νικητής
Το θρόνο να μη ρίχνει!
 

Η ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΠΟΜΠΗ

«Δεύτε αποδώμεθα αυτόν τοις ισμαηλίταις τούτοις..»
(ΓΕΝΕΣΗ  37.27)

Και η καμήλα έπεσε στα γόνατα
ο Ιωσήφ επάνω της ν’ ανέβει
από τ’ αδελφικά κάτω τα σκώμματα
και των εμπόρων της Γαλαάδ τη χλεύη.

Και η πομπή η παράξενη ξεκίνησε.
εκείνος που πουλάει πουλημένος,
αιχμάλωτος εκείνος που ενίκησε
και ο που λευτερώνει σκλαβωμένος.
 

ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Όχι πως κάνω κριτική Θεέ μου στη βουλή Σου,
μα έχω μια διαπίστωση τα χρόνια τούτα κάνει:
κάθε χρονιά και πιο αργεί να έρθει η γέννησή Σου
ενώ όλο και πιο γρήγορα η σταύρωσή Σου φτάνει.
 

ΕΝΟΧΕΣ

Κάθε το χέρι μου ή ο νους
που σ' αμαρτία απλώνει
θαρρείς καρφί κρατεί Χριστέ
και Σε ξαναοταυρώνει.

Και τότε τρέμω σύγκορμος
και σιωπηλά σπαράζω
και νοερά κάθε φορά
τη Θεία Σου Χάρη κράζω

και, ή την ψυχή μου, της ζητώ
απ' το σώμα να χωρίσει,
ή να την κάνει τους φρικτούς
φονείς Σου ν' αγαπήσει.
 

«ΑΝD ΝΟΕΜΙΝ SΕΕΙΝG ΤΗΑΤ SΗΕ WΑS  DEΤΕRΜΙΝΕD ΤΟ  GO WIΤΗ ΗΕR, CΈΑSED ΤΟ SΡΕΑΚ  ΤΟ HER ANY ΜΟRΕ»
(Βιβλος)


                     ΡΟΥΘ

Μια επιμονή... Μία κουβέντα ακόμα…
την Ιστορία ν' αλλάξουν θα μπορούσαν-
αν της Νοεμίν τα χείλη δε σιωπούσαν…
αν δε της σφράγιζε ο Θεός το στόμα…

Μα τι ωφελούν τα «αν»... η Ιστορία
γράφτηκε όπως Αυτός έχει θελήσει:
η Ρουθ την ίδια ακλούθησε πορεία
και τον Βοόζ επήγε να γνωρίσει.

Μετά Ωβήδ... Ιεσσαί... κι ο Προφητάναξ!
Χωρίς της Ρουθ και της Νοεμίν τη φίλια
του αγέννητου θα έθαφτε η λάρναξ
τα που καλά στον κόσμο ήρθαν χίλια.

Κι η ευλογία δε θα είχε υπάρξει
της Ρουθ, που αιώνες πριν την Πηνελόπη
του Σύμπαντος εχάραξε την Τάξη-
κι ας τήνε χάλασαν ξανά οι ανθρώποι.
 

"ΕΞΕΓΕΡΘΗΤΙ ΒΟΡΡΑ, ΚΑΙ ΕΡΧΟΥ ΝΟΤΕ,
ΚΑΙ ΔΙΑΠΝΕΥΣΟΝ ΚΗΠΟΝ ΜΟΥ,
ΚΑΙ ΡΕΥΣΑΤΩΣΑΝ ΑΡΩΜΑΤΑ ΜΟΥ."
(Άσμα, 3,16)

Για πόσους ο Βορράς δεν εξεγείρεται…
Για πόσους δεν προσέρχεται ο Νότος…
Κι αξέχυτα απομένουνε και άρρευστα
και αχρησίμευτα τ' αρώματα τους…

Α! Πιο καλά κανείς πέτρα να ήτανε
και όχι ρόδου χάρη μες στον κόσμο-
βαριά τ' αρώματα που δε σκορπίζονται'
της αχρηστίας αφόρητη ειν'  η γνώση.

Βαριά τ’ αρώματα όταν τριγύρω σου
απ' ασιτία η όσφρηση πεθαίνει
κι αφόρητη ειν’ η γνώση πως η άπνοια
τη δυστυχιά στον κόσμο μας πληθαίνει.
 

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
(δράμα σε πέντε πράξεις)


«Είναι αναμφισβήτητος κανόνας πως ο έρωτας αντιπληρώνεται με μια περιφρόνηση οικεία και κρυμμένη. Γι αυτό οι άνθρωποι πρέπει να φυλάγονται απ' αυτό το πάθος που καταστρέφει το παν και αυτοκαταστρέφεται.»
(Φραγκίσκος Βάκων, Φιλοσοφικά Ηθικά και Πολιτικά Δοκίμια)


ΧΡΟΝΟΣ: μυθικός
ΤΟΠΟΣ: Οι πρώτη, δεύτερη, τέταρτη και
πέμπτη πράξεις διαδραματίζονται στη
Σικελία. Η τρίτη στον Όλυμπο.

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
Γαλάτεια
Γλαύκη
Νηρηίδες (η φωνή τους)
Πολύφημος
Γλαύκος
Δίας
Ερμής
Αφροδίτη
Άκις.

ΠΡΑΞΗ
ΠΡΩΤΗ
(παραλία)

(μπαίνει η Γαλάτεια)
ΓΑΛΑΤΕΙΑ

Τι θάμα είναι σήμερα που εγίνη!
Ο σκοτεινός πώς εφωτίστη ο κόσμος!
Γεμάτη με γητέματα και μάγια
η φύση πώς γλυκάστραψε μπροστά μου!
Κι ούτε γεννήθηκα πριν από χρόνια.
Τo σήμερα εμένα έχει γεννήσει.
Και του Νηρέα εγώ παιδί δεν είμαι-
ο Έρως μάννα μου κι αυτός πατέρας.
Σήμερα ο Άκις μού ’πε μ’ αγαπάει-
ότι κι αυτόν τον χτύπησαν τα βέλη
Τον φτερωτού Θεού για με. Αχ! Έρω!
Διπλά σ’ ευχαριστώ απ' την καρδιά μου.

Η κάθε λύπη μου πια έχει φύγει
κι αλάφρυνα που λες και θα πετάξω.
Αχ! Έρωτα! Σε φίλτρο ποιό βυθίζεις
τα βέλη σου και όποιονε χτυπήσουν
την ευτυχία τον κάνουνε να νιώσει…
Πριν ήμουνα μια Νύμφη όπως όλες.
Τώρα είμαι μια Νύμφη που αγαπάει
και, Ερωτα, μια Νύμφη που αγαπιέται.
Τo σώμα μου μια γλύκα το κατέχει.
Χαρά μια χύθηκε μες στην ψυχή μου-
χαρά και γλύκα μου τα μάτια τον Άκι.

Τι κι αν αθάνατη τάχατες ήμουν!
Και τι να το ’κανα της ζωής το δώρο
αν μακριά μου έμενε η αγάπη;
Μα έχω απ' αγάπη πλημμυρίσει.
Θεοί! Αυτό λοιπόν το μυστικό σας!
Θεά είμαι κι εγώ κοντά σας τώρα.
Τώρα κι εμέ της ευτυχίας ο ήλιος
με φέγγει όλη. Κι είναι και δικιά μου
η γνώση όλη κι όλη η δύναμή σας.

Πριν σαν τη Γη την προγιαγιά μου ήμουν,
ως ήσαν oι Θεοί πριν την καρπίσουν.
Όπως εκείνην τα θεριά σπαράζαν
κι άγριοι δράκοντες την μακελλεύαν,
έτσι κι εμέ η θλίψη με κρατούσε.
Και τα θεριά του πόνου με ξεσκίζαν.
Κι όπως αυτή στολίστηκε με ρυάκια,
και με δεντρά και με πουλιά και μ’ άνθη
έτσι και 'γω 'μαι τώρα στολισμένη
με μύρια δώρα. Και λαλώ-κι ανθίζω.

Σ’ αυτά τα μέρη η ζήση μου περνούσε.
Με τις πολλές παρέα τις αδερφές μου
έπαιζα όλη μέρα και γελούσα.
Καμιά η θάλασσα της Σικελίας
κρυφή απ' τις χάρες της δε μου κρατούσε.
Και των βυθών της τη χρυσή μαγεία
και των νερών της τις τερπνές εικόνες
και τον φωτόλουστο τον λευκαφρό της
όλα για μάς λες τα ’χε φυλαγμένα.
Μα κι αν δεν τα ’χε ποιός τήνε ρωτούσε;
ποιος στα τρελά της νιότης μας παιχνίδια
κάποιον φραγμό να βάλει θα μπορούσε;..
Όμως σαν νιό κι εκείνη κοριτσάκι
γελούσε και χαιρότανε μαζί μας
μ’ όποιο ξεφάντωμα νεανικό μας.

Αλλ' άψυχη χαρά ήταν εκείνη
και στη σπηλιά μας βράδυ σα γυρνούσα
οι πέτρες της βαραίναν την ψυχή μου
κι ένιωθα τη χαρά μου προδομένη.
Κι εγώ, η αθάνατη, μες στου θανάτου
τα βρόχια ήμουνα παγιδεμένη.
Κενό ένα μέγιστο ένιωθα εντός μου
σα να μη γίνανε όσα είχαν γίνει
και σαν αυτά που ήτανε να γίνουν
αξία μέσα τους καμιά δεν κλείναν.
Και μέσα βυθιζόμουνα στον πόνο
που η έλλειψη μαζί της πάντα φέρνει.
Πόσες ευχές δεν έκανα στο Δία
θνητή παρακαλώντας να με κάνει
ώστε ο θάνατος να με λυτρώσει
απ’ όσους η ζωή μού ’δινε πόνους...
Ή πάλι του ’λεγα: «Δία Πατέρα
κάνε με μια πετρούλα-εν' ανθάκι
Κάνε με ένα ρυάκι, ένα πουλάκι
τον πόνο της αγάπης να μη νιώθω».

Αλλά ο Δίας δε μ’ άκουγε. Και τώρα
βλέπω γιατί- Θεέ, Μεγάλε Δία,
μ’ άφησες όπως ήμουν γιατί άλλο
σχεδιάζανε τα φρένα σου για μένα.
Μ’ άφησες όπως ήμουν για να νιώσω
την πιο μεγάλη απ’ όλες ευτυχία.
Και να! Μες στη ζωή μου όλα αλλάξαν
κι όλα της τα κενά έχουν γεμίσει
απ' της αγάπης τη γλυκιά τη χάρη.
Νερά, τώρα σα μέσα σας θα μπαίνω
σαν άγνωστη έτσι να ’μαι θα σας μοιάζω-
σαν κάποιο άλλο να κρατείτε σώμα.
Και σεις, συντρόφισσες των παιχνιδιών μου,
θα με κοιτάζετε σα να ’μουν ξένη.

(Μπαίνει η Γλαύκη, βλέπει τη Γαλάτεια να μιλάει και κάθεται παράμερα, αθέατη από αυτήν).

Είναι που τώρα μόνη μου δεν είμαι.
Είναι που τώρα όπου και να πάω
του Άκι την ψυχή έχω μαζί μου
σφιχτά με τη δικήνε μου πλεγμένη.
Είναι που του Άκι μου η κάθε σκέψη
και σκέψη έγινε γλυκιά δική μου.
Είναι σ’ αιώνιο ένα φιλί που δέσαν
οι δυο υπάpξεις μας, καθώς δεμένο
το ακρογιάλι με το κύμα είναι.
Μ’ ας πάω τώρα στις καλές μου φίλες
τον νέο μου εαυτό να τους γνωρίσω.
Ας πάω για να δουν οι αδερφές μου
Την αλλαγή που μού ’φερε η αγάπη.
Και να στολίσω ας πάω το κορμί μου
όπως να κάνουν ξέρουν οι γυναίκες,
γιατ’ η ομορφιά θαρρώ μαγνήτης είναι
που την αγάπη τη γλυκιά τραβάει.

(Βγαίνει η Γαλάτεια)

ΓΛΑΥΚΗ
Ας ήτανε κι εγώ να τραγουδήσω
για την αγάπη όπως η Γαλάτεια.
Ο Άκις δεν τη διώχνει από κοντά του
και δείχνει να του αρέσει. Κάποια μέρα
θα τους ενώσει σίγουρα η Αγάπη.
Αλλ’ αν εγώ το στόμα μου θ’ ανοίξω
κατάρες και βρισιές θα ’χω για κείνην:
για χρόνια τον Πολύφημο αγαπάω
κι ούτε αυτός που με προσέχει διόλου.
Τo πάθος που γι αυτόν έχω με τρώει.
Η γλύκα τον μονάχου του ματιού του
με λιώνει. Κι όπου αν πάω κι αν γυρίσω
η θύμησή του όλην με κατέχει.
Μα εκείνος τον αγύριστο το νου του
Τον έχει στη Γαλάτεια όλον δοσμένο.

Για χρόνια τώρα υποφέρω έτσι.
Κι ολόκληρη η ζωή μου έχει φύγει
Σ’ αυτόν τον πόνο μέσα βουτηγμένη.
Πόσο προσπάθησα να τόνε κάνω
κι εμένα λίγο έστω να προσέξει…
Χαμένη πήγε κάθε μου προσπάθεια.
Γι αυτόν υπάρχει λες στον κόσμο
μον' η Γαλάτεια κι άλλη πια καμία.
Και κάθε τόσο ένα απ’ τα μεγάλα
σφάζει τα πρόβατά του και θυσία
στην Αφροδίτη τη θεά προσφέρει,
δική του να του δώσει τη Γαλάτεια.
Κνίσες γεμίζει όλος γύρω ο τόπος
κι όλο λιγαίνουνε τα πρόβατά του.
Μα η Γαλάτεια γνώμη δεν αλλάζει.

Για μένα βέβαια καλό αυτό ’ναι
γιατί μ’ αφήνει μια μικρή ελπίδα
πως κάποτε ο Πολύφημος θα πάψει
να θέλει εκείνη που τον αποφεύγει
και στη δική μου αγκαλιά θε να ’ρθει.

(Μικρή σιωπή. Σκεπτική)

Πολύ χαρούμενη ήταν η Γαλάτεια.
Εύχομαι η αιτία της χαράς της
αρχή και για χαρά δική μου να ’ναι.
Αλλά σα ν’ άργησε απόψε ο ύμνος
που ψάλλουν κάθε βράδυ οι αδερφές μου-
που τους καημούς τους στα φτερά του παίρνει
και τους σκορπά στο βραδυνόν αγέρα
κι αυτός, όπου ψυχή, τήνε σπαράζει.

(Μπαίνει ο Πολύφημος. Η Γλαύκη πάει κοντά του και με τα δυο της χέρια αγκαλιάζει τα χέρια του με λαχτάρα).

Καλώς τον τόν Πολύφημο. Τι κάνεις;

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ

Καλά κι εγώ 'μαι και τα πρόβατά μου.
Καλά κι η μέρα πήγε ως τα τώρα.
Τέσσερα αρνιά οι προβάτες μου γεννήσαν.
Τ’ άφησα στη σπηλιά με τις μανάδες.
Τ’ άλλα τ’ απόλυσα εδώ πιο πέρα
να βόσκουν στο παχύ της γης χορτάρι
κι ήρθα να δω για λίγο τη Γαλάτεια
και για ν’ ακούσω τ’ όμορφο τραγούδι
που όλες αντάμα λέτε κάθε βράδυ.

ΓΛΑΥΚΗ
Αχ! αν τα λόγια σου ήτανε μαχαίρια
χίλιες φορές θα μ’ είχανε σκοτώσει
έτσι όπως ίσια μπαίνουν στην καρδιά μου.
Κι έτσι αθώα ως βγαίνουν σου απ' τα χείλη
απόδειξη καθένα είναι ότι
πιο εύστοχο το βέλος ειναι ’κείνο
που ρίχνεται χωρίς να σημαδεύει.

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Τα λόγια σου δεν τα καταλαβαίνω,
Γλαύκη, και δεν μπορώ να σου απαντήσω.
Μα πες μου πούθε πήγε η Γαλάτεια;
Και μήπως ήρθα αργά για το τραγούδι;

ΓΛΑΥΚΗ
Εδώ τριγύρω κάπου είν’ η Γαλάτεια.
Eίναι καλά. Την είδα εγώ πριν λίγο.
Kι ακόμα το τραγούδι οι αδερφές μου
δεν το ’πανε. Σαν να σε περιμέναν.

(Ακούγεται μια γλυκιά μουσική
και ύστερα το τραγούδι)

Μα να που το τραγούδι αρχινάει.

(Ο Πολύφημος της κάνει νόημα να σωπάσει.
Kαι οι δύο κάθονται αμίλητα ακούγοντας)  

ΝΗΡΗΙΔΕΣ
Έρωτα συ , ασπροφτέρουγο αγόρι
εσύ μάς γέννησες-δε μας λυπάσαι;
Ρίξε τα βέλη σου τα πυρωμένα
και φέρε στο κρεβάτι μας τον άντρα.
Έλα και δος μας ό,τι δίχως κείνο
η νύχτα Τάρταρα κι Άδης η μέρα.
Έλα και τα κορμιά έχουν ανοίξει
σαν τα πολύσπερμα ώριμα ρόδια.
Έλα και τάισε, μέρεψε το λύκο
που κλείνουμε ανάμεσα στα πόδια.
Έλα στα ζαρκαδένια μας τα στήθια
να φέρεις το τραχύ αντρίκιο χέρι.
Εσύ που την Ψυχή είχες αγαπήσει
κι ωσότου να τη βρεις πονούσες τόσο,
εσύ την πυρκαγιά μπορείς να νιώσεις
βαθιά μέσα στα στήθη μας που καίει.
Εσύ που γέννησες Θεούς κι ανθρώπους,
Έρωτα, μη μονάχες μάς αφήνεις
και φέρε στο κρεβάτι μας τον άντρα.
Κι αν, Έρωτα, ζωή μάς έχεις δώσει-
μα είναι θάνατος χωρίς αγάπη.
Δίχως τον άντρα είναι το κορμί μας
έρημος που ανήλεα την καίει
ο φλογερός της πεθυμιάς ο ήλιος.
Έρωτα στείλε μπόρες, καταιγίδες…
Στείλε θεέ τον άντρα-πότισέ μας.
Στείλε θεέ ένα χέρι να χαδέψει
Τ' αχάδευτο κι αφίλητό μας τ’ άνθος.
Είμαστε ατρύγητα μικρά δεντράκια
και μάς βαραίνουν οι πολλοί καρποί μας.
Διαφεντευτές ζητάμε πεινασμένους.
Να δώσουμε-να δώσουμε ποθούμε.
Έρωτα δος μας τη γλυκιάν αγάπη.
Εσύ μάς γέννησες-δε μάς λυπάσαι;

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Μόνες εδώ να πλένε στ’ ακρογιάλι
κανείς να τις λυπάται είναι αλήθεια…
Θυσίες κάνουνε στην Αφροδίτη;

ΓΛΑΥΚΗ
Κάνουν μα η θεά δεν τις ακούει.
Αλλά εγώ ανάγκη δεν την έχω.
Εκείνο που ζητούσα εγώ το βρήκα.
Και είσαι εσύ Πολύφημε ο άντρας
που αγαπώ. Μ’ αρέσει η δύναμή σου.
Μ’ αρέσει το αντρίκιο το κορμί σου.
Μ’ αρέσει η μυρωδιά σου η τραγίσια.
Μ’ αρέσουν όσα λες και όσα κάνεις.
Γιατί και συ δεν μ’ αγαπάς λιγάκι;
Και δε με νοιάζει αν πετώντας βράχια
βουλιάζεις τ’ ανεμόφτερα καράβια.
Και δε με νοιάζει αν τρως ανθρώπων κρέας.
Kαι δε με νοιάζει αν έτρωγες και μένα
τα χέρια σου αφού πρώτα θα με κλείσουν.

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Έχω καράβια να βουλιάξω χρόνια
σα μου ’πε η Γαλάτεια πως δεν πρέπει.
Κι όταν μου είπε πως καλό δεν είναι
να τρώω ανθρώπους, έχω σταματήσει.
Ο,τι μου είπε όλα τα ’χω κάνει.
Όμως αυτή και πάλι δε με θέλει.
Ακόμα τα μαλλιά μου τα χτενίζω
και τώρα δε γυρνώ με βρώμια ρούχα.
Μα τίποτα δεν άλλαξε. Τι άλλο
να κάνω πρέπει για να μ’ αγαπήσει;
Kαι τελευταία την είδα να μιλάει
με το βρωμιάρη :αυτόν-το γιο του Πάνα.
Τον Άκι. Και την είδα να γελάει
όπως μαζί με μένα δε γελάει.
Μ’ εμε γελάει για να κοροϊδέψει
κάτι που πάνω μου δεν της αρέσει
Μ’ αυτόν γελούσε μες απ' την καρδιά της
σα να ’θελε να τον ευχαριστήσει.
Αλλά μπορεί και να μου φάνηκε έτσι.
Δεν είναι σίγουρο αν δε δει το μάτι
κι αν δεν ακούσουνε τ’ αυτιά καθάρια
τις πράξεις και τα λόγια, που υποψία
καμία στην ψυχή μας δεν αφήνουν.

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Πολύφημε γιατί να τυραννιέσαι
για κάποια που εκείνη δε σε θέλει
αφού υπάρχω εγώ που η καρδιά μου
δική σου είναι δίχως να ζητάει
τίποτα απ' όσα σου ζητά η Γαλάτεια;
Σε μένα αρέσεις έτσι όπως είσαι
και δε ζητώ καθόλου να σ’ αλλάξω.
Πέτα όσες θέλεις πέτρες΄ και καράβια
βούλιαζε όσα μπορείς. Και τα μαλλιά σου
μην τα χτενίζεις . Φόρα βρώμια ρούχα
και μη μιλάς μ’ ευγένεια και με χάρη.
Δε με πειράζουν όλα αυτά εμένα.
Έτσι σε θέλω: αρρενωπόν κι αγροίκο
καθώς οι άντρες οι αληθινοί είναι.
Να ’χεις στο νου σου τη Γαλάτεια πάψε
και πάρε εμένανε στην αγκαλιά σου.
Γιατί Πολύφημε να υποφέρεις;
Γιατί κι εμένα να με βασανίζεις;

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Γλαύκη είσαι όμορφη και συ σαν κείνη
και σ’ αγαπώ και σένανε στ’ αλήθεια.
Μα όπως έχω μες στα πρόβατά μου
για μια προβάτα πιότερη αγάπη
από τις άλλες, που αν θα με ρωτούσαν
"θάθελες να σου πάρουμε τη μία,
εκείνη την προβάτα, ή άλλες δέκα;"
τις δέκα αντίς της θα ’δινα τις άλλες,
έτσι και τώρα –το γιατί δεν ξέρω -
στο νου μου έχω πάντα τη Γαλάτεια.
Θυσίες στην Αφροδίτη όσες κι αν κάνω
όλες ως τώρα πάνε στα χαμένα.
Κι αφότου ήρθ' εδώ αυτός ο ξένος
τα πρόβατά μου δύο δυό τα σφάζω
διπλά η χάρη της να με προστρέξει.

ΓΛΑΥKΗ
Κι αν δε μου το ’λεγες όμως το ξέρω
από τις κνίσες που τον γύρω αέρα
διπλά με μυρωδιές βαριές γεμίζουν.
Και δίλημμα μεγάλο την ψυχή μου
στα δυο χωρίζει. Από τη μία θέλω
να κάνει ότι ζητάς η Αφροδίτη,
μ’ από την άλλη "όχι" λέω πάλι
"γιατί για πάντα έτσι θα τον χάσω."
Δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω.
Μα μήπως επερίμενα ποτέ μου
εγώ, η Γλαύκη η όμορφη, η κόρη
του κραταιού και δίκαιου Νηρέα
να γίνω πεpιγέλιο της αγάπης;..
Γη κι Ουρανέ και συ Ωκεανέ μου
και Χάος και Νύχτα κι Έρεβος κι Αιθέρα,
προπάτορές μου κραταιοί, σάς κράζω
ελπίδα μες στην τόση απελπισιά μου:
δώστε μου του Πολύφημου το χάδι.

(Τέλος της πρώτης πράξης)


ΣΚΗΝΗ
ΔΕΥΤΕΡΗ
(παραλία)


(Στο βάθος αριστερά η σπηλιά του Πολύφημου. Μπροστά της βωμός της Αφροδίτης με πάνω του να καίγονται στη φωτιά κρέατα από τα πρόβατα που έσφαξε ο Πολύφημος).

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Του Θείου Ποσειδώνα εγώ παιδί 'μαι.
Τόσο παλιά κρατιέται η γενιά μου.
Στα Τάρταρα με είχε κλείσει ο Κρόνος
Και μένα και τους άλλους αδερφούς μου.
Σκοτάδι ήταν πηχτό. Και φύλακάς μας
Ο Κάμπης-ένας όνος τερατώδης.
Αγόγγυστα υπόφερα τα πάντα.
Και όταν με λευτέρωσε ο Δίας
Μ’ όλη βοήθησα τη δύναμή μου
Για να νικήσουν οι θεοί εκείνους
Που θέλαν το χαμό τους-τους Τιτάνες.
Εγώ κι οι Κύκλωπες οι αδερφοί μου
Τους κεραυνούς εδώσαμε στο Δία,
Τις αστραπές και τις βροντές κι ακόμα
Μια σιδερένια φτιάξαμε κουρτίνα,
Τις λάμψεις για να κρύβει απ' τους Τιτάνες
Και να μη βλέπουνε να τους χτυπάνε.
Και την Κυνή εδώσαμε στον Άδη
Για να ’ναι αόρατος σαν πολεμάει.
Και στων νερών το θεό, τον Ποσειδώνα
Τη φοβερή την Τρίαινα γι ακόντιο.
Και χάρη στα γερά εκείνα μας όπλα
Στον Όλυμπο από τότε κυβερνάνε.
Γενναία επολέμησα κοντά τους
Κι ανταμοιβή δε ζήτησα καμία.
Αρκέστηκα να ζω εδώ στους κάμπους
Της Σικελίας, με τα πρόβατα μου,
Κι όταν με είχε ο Οδυσσέας τυφλώσει
Ένας θνητός, το γιο Θεών, εμένα-
Αυτοί το είχαν τούτο επιτρέψει-
Τυφλός εγώ τα πρόβατα εβοσκούσα,
Τυφλός εφύλαγα από κάθε ξένο
Του γερο-Ηφαιστου το εργαστήρι.
Κι αν για τον τότε που είχα δείξει ζήλο
Δε μου χαρίζανε πάλι το μάτι
Τυφλός θα ήμουνα μέχρι τα τώρα.
Γιατί εγώ ποτέ μου δε ζητούσα.
Και να ’μαι τώρα εγώ σα να ’μουν ένας
Απ' τους θνητούς ασήμαντους ανθρώπους
Σ' εσέ να θυσιάζω Αφροδίτη.
Αθάνατος εγώ. Μα όμως τρέμω
Μπροστά σε μια μικρούλα κοπελίτσα.
Κι εγώ, που δε μ’ ανοίξανε τα χείλη
Ποτέ για να ζητήσω κάποια χάρη
Ούτε από Θεό ούτε απ' ανθρώπους
Μπροστά σου στέκω τώρα και ζητάω
Για πρώτη μου φορά κι εγώ μια χάρη.
Και να από σένα τι ζητώ: να δώσεις
Να  γίνει σύντροφός μου η Γαλάτεια.
Ζητάω από σε θεά Αφροδίτη
Την έγνοια σου επάνω μου να στρέψεις
Και ταίρι μου να κάνεις τη Γαλάτεια.
Και τους Θεούς εσύ μπορείς ακόμα
Να κάνεις ν’ αγαπήσουνε σα θέλεις.
Τη δίχως όρια τώρα δύναμή σου
Βαλ’ την να οδηγήσει τη Γαλάτεια
Στην πλούσια να κοπιάσει τη σπηλιά μου.
Στείλε τον Έρωτα να τη σαϊτέψει
Και να την κάνει μόνο εμέ να θέλει.
Κι εγώ διπλά, τριπλά θα θυσιάζω
Τα πρόβατά μου απάνω στους βωμούς σου.
Κι εκείνον που έχει έρθει τελευταία
Στα μέρη μας, τον Άκι, γιό του Πάνα,
Στην Αρκαδία Θεά στείλ’ τονε πάλι
Χωρίς να καταφέρει αυτό που θέλει:
Στα χέρια του να κλείσει τη Γαλάτεια.
Και τοτ' εγώ για σένανε Αφροδίτη
Εκτός απ’ τις θυσίες που σου κάνω
Θα χτίσω με τα ίδια μου τα χέρια
Ένα ναό εδώ στη Σικελία
στο ιερό όνομα σου αφιερωμένον.

(Ο Πολύφημος βγαίνει στη σπηλιά του. Μπαίνουν η Γαλάτεια και η Γλαύκη)

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Τσίκνα εγέμισε πάλι ο τόπος
Πάλι ο Πολύφημος κάνει θυσία
Για την αγάπη μου, στην Αφροδίτη.
Μακάρι να μπορούσα να τον πείσω
ότι ποτέ δε θα τον αγαπήσω.
Γιατί να κατοικούμε στα ίδια μέρη;
Γιατί με τόσο πάθος να με θέλει;
Φόβο μου φέρνει αδερφή μου αλήθεια.
Κι αυτός ο φόβος μου μου λιγοστεύει
Την ευτυχία που μου δίνει ο Άκις.
Όπου και να βρεθούμε εγώ κι εκείνος
Πάντα το φόβο έχω μη μπροστά μας
Φανεί ο Πολύφημος και μήπως κάτι
Κακό σε μένα ή στον Άκι κάνει.

ΓΛΑΥΚΗ

Πως τα ’χουν οι αθάνατοι έτσι κάνει!
Πως άδικα τα έχουν μοιρασμένα
Τα δώρα της ωραίας της αγάπης…
Εγώ γιά τον Πολύφημο να λιώνω
Αυτός για την αγάπη σου να σβήνει
Κι εσύ λαχτάρα να ’χεις για τον Άκι…
Η μόνη που μπορείς να ευτυχήσεις
Εσύ 'σαι αδερφή μου γιατί ο Άκις
Ελεύτερη κρατάει την καρδιά του
Και κάποια μέρα θα σου την χαρίσει.
Μα εμέ και του Πολύφημου οι καρδιές μας
κρατάνε μέσα τους άλλου εικόνα
Και δεν μπορούν μετάξυ τους να σμίξουν.
Τι έγινε αλήθεια δε μου είπες
Χτες με τον Άκι-τ' είπες…τι σου είπε;  

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Χτες έγινε αυτό που καρτερούσα.
Ότι πολύ μου είπε μ’ αγαπάει  
Και στον θεό πατέρα του τον Πάνα
Ορκίστηκε παντοτινή πως θα ’ναι  
Αυτή του η αγάπη.

(Ξαφνικά, τρομαγμένη)

Αδερφή μου
Μη κάτι στον Πολύφημο από τούτα
Τώρα που σου ’πα πάει και σου ξεφύγει-
Θεριό θα γίνει τότε και ποιός ξέρει
Τι το μυαλό του θα του πει να κάνει.

ΓΛΑΥΚΗ
Θα ’θελα να χαιρόμουν αδερφούλα
Γι αυτή την τύχη σου όπως της αξίζει.  
Μα δε σου κρύβω ότι τη χαρά μου
Τήνε μετριάζει η λύπη που θα πάρει
Του άτυχου Πολύφημου η ψυχούλα
Σα μάθει κάποτε αυτό που εγίνη.
Τώρα τα στήθια του μία ελπίδα
Του τα θερμαίνει και ζωή του δίνει.
Μα δίχως της, μονάχος στη σπηλιά του
Σε ποιόν τον πόνο του θα πει; Με ποιόνε
Θα μοιραστεί την τόση δυστυχιά του;
Ψυχή λεπτούλα και μεγάλη τόσο
Μεγάλος και ο πόνος που χωράει.
Θεοί! Πώς θα βαστάξει τέτοιο βάρος…
Όχι αδερφή μου, τίποτα  από μένα
Δεν πρόκειται ο Πολύφημος να μάθει.
Θα ’τανε τότε σαν να τον σκοτώνω.
Κι εύχομαι τίποτα κακό αν το μάθει
Να μη τον σπρώξει ο πόνος του να κάνει.  

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Αχ! Πόσο θα ’θελα κι εσύ αδερφή μου
Του Έρωτα τις χάρες να γνωρίσεις…
Κι ας έχεις τον Πολύφημο διαλέξει
Για ταίρι σου, χωρίς την ασχήμια του
Να την προσέχεις. Τούτο δε μετράει.
Ίδια τα δώρα πάντα της αγάπης.

ΓΛΑΥΚΗ
Πώς τη μετράς την ομορφιά Γαλάτεια;
Με των ποδιών και των χεριών το μάκρος;
Ή με της μύτης τη μεγαλωσύνη;
Μην οι Θεοί σου δώσαν κάποιο μέτρο
Για να μετράς την ομορφάδα αλήθεια;
Αν ναι, δόστο και μένα να μετρήσω.
Κι αν ήταν η ομορφιά μία μονάχα
Γιατί οι θεοί πολλές έχουνε όψεις;
Γιατί και να μην ειν' όμορφοι όλοι;
Η μήπως η ομορφιά υπολογίζεις
Πως πρέπει να ’ναι σαν και τη δική σου;
Τότε ο Άκις σου όμορφος δεν είναι.
Τι ξέρεις παραπάνω από μένα
Κι άσχημο λες αυτό που εμένα αρέσει;
Λέω, αν η ομορφιά είναι στο σώμα
Πως δαίμονας κακός μας έχει πλάσει
Κι όχι ο Δίας που όλους αγαπάει.
Γιατί ο Δίας θα ’δινε ίδια όψη
Σε όλους τους ανθρώπους, και καθένας
Όμορφος ίδια θα ’ταν με τον άλλο
Και δε θα βασανίζονταν ο κόσμος
Με ψεύτικες και ομορφιές κι αγάπες.
Κι αν με μαχαίρι κάποιος καταστρέψει
Το πρόσωπο του Άκι που σ’ αρέσει    
Ομορφος τότε πια δε θα ’ναι εκείνος;
Τόσο η ομορφιά εφήμερη είναι;
Εγώ την ομορφιά σού λέω Γαλάτεια
Πως δε τη φτιάχνουνε αυτιά και μύτες.
Ό,τι να δουν τα μάτια μας μπορούνε
Κι ότι ν’ ακούσουνε μπορούν τα’ αυτιά μας,
Είναι ένα ψέμα. Μόνη αλήθεια είναι  
Ό,τι τα μάτια της ψυχής μας βλέπουν
Κι ό,τι ακούνε μοναχά τ’ αυτιά της.
Πρέπει κανείς τ’ ανείδωτα να βλέπει
Και πρέπει όμορφους να λέει εκείνους
Πού ’χουν καλή ψυχή. Που όποια ασχήμια
Το σώμα κι αν κρατεί, μα δε φελάει
Στην ομορφιά που στην ψυχή ανθίζει.
Γι αυτό και τον Πολύφημο αγαπάω.
Γιατί στο μάτι του μέσα διαβάζω
Τις καλοσύνες όλες της ψυχής του
Κι όληνε βλέπω τη χρυσή καρδιά του.

ΓΑΛΑΤΕΙΑ

Και πώς να μάθεις μπόρεσες συ Γλαύκη
Την ψυχική ομορφιά να ξεχωρίζεις
Και τόση να της δίνεις σημασία
Που να μετράς με κείνη τη ζωή σου;
Ποιος σού ’δωσε Θεός αυτή τη χάρη;

ΓΛΑΥΚΗ

Καλά κι εγώ δεν ξέρω. Ισως οι πράξεις
Των άλλων να μου δίνουνε το μέτρο.
Κι ίσως μια δύναμη να κλείνω εντός μου
Να βλέπω κάποιος όταν κάνει κάτι
Ποιό κίνητρο τον έσπρωξε σε τούτο.
Κι αυτά όταν τα δυο τα συνταιριάξω
Και δω ακόμα πόσο ταιριασμένα
Αυτά που γίναν είναι μ’ όλα γύρω
Τότε   μπορώ  θαρρώ  σωστά να κρίνω.
Πάλι   τα  μάτια μου   ίσως   βλέπουν  κάτι
Που  άλλων   μάτια  δεν μπορούν  να δούνε.
Μες  σε  μια κίνηση, μες  σ’ ένα  βλέμμα
Μπορεί  εγώ να βλέπω χίλιες άλλες
Κινήσεις που  δεν  μπόρεσαν  να γίνουν,
Βλέμματα που αγέννητα έχουν  μείνει
Αλλά που κλείνονται  σ’ αυτό  το  μάτι…
Αλλά που  κρύβουνε  αυτά τα χέρια…

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Και   στον Πολύφημο  ποιο   ειν'   εκείνο
Που  σ’ έχει  κάνει  να τον αγαπήσεις;
Πώς  εξηγείς  που  τρώει  ανθρώπου κρέας;
Και πώς  τα αθώα που   βουλιάζει  πλοία;

ΓΛΑΥΚΗ

Νομίζει  πως  καθήκον   του  είναι   τούτο.
Νομίζει   ότι   έτσι   προστατεύει
Του Ήφαιστου   το  υπόγειο  εργαστήρι.
Ειν'  αγαθός κι  απλός. Και  το  μυαλό  του
Μονάχα ως  εκεί  μπορεί  να φτάσει.
Κι   αν  τρώει ανθρώπου κρέας, δε χωρίζει
Ανθρώπους, ζώα, ψάρια και νεράιδες.
Γι   αυτόν  αξία  ίδια έχουν  όλα.
Παιδιά όλα γι αυτόν  της μάνας Φύσης.
Κι αν  άσχημον εσύ  τον  λες, μα είναι
Ο  πιο όμορφος  για με στον κόσμο άντρας.
Κι   αν  μ’ έβαζαν  κριτή   της  ομορφάδας    
Σ’ αυτόν   θα ’δινα εγώ  την  πρώτη   θέση.    
Όμως ακούω   βήματα.  Και   είναι
Σίγουρα ο Πολύφημος. Το  δείχνει
Το   βήμα το   βαρύ και   το  αργό   του.

(Μπαίνει ο Πολύφημος. Η Γλαύκη τον χαιρετάει αγκαλιάζοντας τον κι ακουμπώντας το μάγουλό της στο χέρι του)
Καλώς  τον. Σε   σκεφτόμουν  όλη   μέρα.        '
Έλα να μοιραστείς τη συντροφιά μας.

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
(Στη  Γαλάτεια)

Πώς  έτσι  και   μακριά εισ'   από  κείνον
Μη  γύρισε  στα μέρη   του  και  πάλι;

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Θα  μείνει εδώ  για πάντοτε  ο Άκις.
Έφυγε  από κει. Δεν  ξαναπάει.
Της  Σικελίας  τ’ αρέσουν  τα λιβάδια
Παρά της Αρκαδίας  τ’ άγρια βράχια.

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Παράξενο   μου   μοιάζει   γιος  του Πάνα
Που   στ’ άγρια  βουνά έχει   μεγαλώσει
Να μείνει στ’ ακρογιάλια. Όμως ακόμα
Κι αν είν’ αυτό αλήθεια, πάλι όμως  
Η σκέψη κι η ψυχή του θα πετάνε
Στα μέρη που ’χει αφήσει εδώ για νάρθει.
Αταίριαστο ζευγάρι να το ξέρεις
Θαλασσινή μ’ ένα βουνήσιο κάνουν.
Δεν ήρθε για να μείνει, αλλά μόνο
Ήρθε για να σε πάρει από κοντά μου.
Αφότου ήρθε εκείνος σ’ έχω χάσει.

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Και πότε λες πως ήμουνα δική σου;

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Δεν ήσουν. Γρήγορα όμως θα γινόσουν.
Τόσες θυσίες μου στην Αφροδίτη
Δε θα πηγαίνανε χαμένες λέω.
Μα ηρθε αυτός και πήρε τα μυαλά σου.
Και τι περσότερο έχει από μένα;

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Θεού είναι γιος. Του Πάνα που ορίζει
Δάση και ύπαιθρο και βοσκοτόπια.

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Κι εγώ είμαι γιος του μέγα Ποσειδώνα
Δεύτερου στων Θεών μέσα την τάξη.
Δικά του θάλασσες, ποτάμια, λίμνες.
Κι ορίζω αυτούς τους τόπους από τότε
Που η Γη κι ο Ποσειδώνας με γεννήσαν.
Ας πάει στα δικά του αυτός τα μέρη
Να βρει ό,τι ήρθε 'δω να πάρει απ' άλλους.
Κι αν μοναχός του πίσω δε θα πάει
Εγώ θα τόνε στείλω με τη βία.
Αυτά να του μηνύσεις. Κι αν τον τύχω
Κάπου, καλλίτερα ν’ αλλάξει δρόμο.
Γιατί στο χέρι μου θα τόνε σφίξω
Και θα τον λιώσω έτσι, σαν σκουλήκι.
(Η Γαλάτεια φεύγει ξεσπώντας σε κλάματα)

ΓΛΑΥΚΗ

Είδες τι έκανες με τους θυμούς σου;
Είμαστε και οι τρεις μπλεγμένοι έτσι
Στα δίχτυα της αγάπης π' ουτε η ίδια
Μπορεί να μας ξεμπλεξει. Αχ και νάταν  
Κάποιος Θεός ναρχότανε βοηθός μας
Και λύση νάδινε στο πρόβλημα μας…

(Από τα κύματα βγαίνει ο Γλαύκος)

ΓΛΑΥΚΟΣ
Ακούω πως κάποιονε ζητάτε νάρθει
Θεό, που να βοηθήσει και τους τρεις σας.
Ο Γλαύκος είμαι, ο καλός γεράκος

Θεός της θάλασσας και των κυμάτων.

(Στον Πολύφημο)

Με τον πατέρα σου τον Ποσειδώνα
Μαζί ανοίξαμε στη ζωή τα μάτια.
Είμαι καλός. Βοηθάω τους ψαράδες.
Καμιά φορά από τα νερά βγαίνω έξω
Και στους μοναχικούς κάνω παρέα.
Βοηθώ σ’ ό,τι  μπορώ. Κι όταν προβλέπω
Πως τρικυμία φτάνει, τότε αμέσως
Το λέω στους ψαράδες να προσέχουν.
Μ’ αρέσει το γλαυκό, το ήρεμο κύμα.
Και θέλω καθισμένος να το βλέπω
Σ’ ένα βραχάκι πάνω. Κι όταν κάποιος
Πονάει από τους ανθρώπους, κλαίω μαζί του.
Πέστε μου ποιος καημός σας βασανίζει
Κι ό,τι μπορώ θα κάνω να βοηθήσω.

(στη Γλαύκη)

Του Ποσειδώνα αυτός, σεις του Νηρέα
Παιδιά, όλα μου είστε αγαπητά μου.
Εμπρός λοιπόν. Μα πρώτα εδώ νάρθει
Και η Γαλάτεια πρέπει. Και το κλάμα
αφού θα πάψει να σταθεί μαζί μας
Και να μιλήσει στη σειρά κι εκείνη.

ΓΛΑ

Πάω να της το πω. Γιά κάτι τέτοιο
Αντίρρηση καμία δε θα έχει.
Στη θέση που είναι να πιαστεί γυρεύει
Απ' ό,τι στήριγμα θα μπόρειε νάβρει.

(Βγαίνει η Γλαύκη)

ΓΛΑΥΚΟΣ
Μπορεί να είμαι γέρος ασπρομάλλης
Μα μη με βλέπει τόνα σου το μάτι
με περιφρόνηση και ειρωνεία:
Μάθε πως γέρος πριν και Θεός να γίνω
Σαν νέος έλαβα μέρος στο ταξίδι
Πούκανε η "Αργώ"-ειμαι Αργοναύτης.
Κι αυτό και για Θεούς έπαινος είναι.
Απ' την παλληκαριά έχω περάσει.
Θυμούς εγώ ποτέ όμως δεν είχα.
Είδα μονάχα εκείνους που θυμώνουν
Και παλληκάρι μου, στο βεβαιώνω,
Με τους θυμούς τους τίποτα δε βγάλαν.

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Μια λύση ξέρω εγώ μονάχα γέρο.
Κι αυτή 'ναι η δύναμη μου η μεγάλη.
Θάχα σκοτώσει τώρα τη Γαλάτεια
Μα η αγάπη που γι αυτήνε νιώθω
Μου σταματάει το χέρι. Κι όχι μόνο
Μα για την ίδια αιτία έχω γίνει
Αρνί αντί για λύκος τελευταία.
Ο Έρωτας αν ήσουν τότε μόνο
Βοήθεια θα μπορούσες να μου δώσεις.

(Μπαίνουν η Γαλάτεια και η Γλαυκή)

ΓΛΑΥΚΗ
(στη Γαλάτεια)
Σήκωσ' τα μάτια σου τα υγρά μικρή μου
Και πες μου γιατί κλαις. Ίσως μπορέσω
Το δάκρυ σου εγώ να σταματήσω.

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Εισ' άντρας και θα ειν' η απόφαση σου
Ευνοϊκή μονάχα για τους άντρες.

ΓΛΑΥΚΟΣ

Δεν είμαι δικαστής. Δε θα δικάσω.
Μ' από το γέρο εμένανε θ’ ακούστε
Μια συμβουλή τουλάχιστο. Μια γνώμη.
Κι αν θέτε την κρατείτε. Κι αν δε θέτε
Δεν έχετε και τίποτα να χάστε.
Εσύ στα κλάματά σου πας και πάλι
Στο πείσμα τους και στην απελπισία τους
Ετούτοι οι δυό. Λοιπόν σακούω. Λέγε.
Μόνο που την αλήθεια να μου πείτε
αλλιώς αξία η γνώμη μου δε θα ’χει.

ΓΑΛΑΤΕΙΑ

Το γιο του Πάνα εγώ αγαπώ-τονΆκι
Και ο Πολύφημος με φοβερίζει
Τον έρωτά μου αυτόν να καταστρέψει.

ΓΛΑΥΚΟΣ

Τι έχεις Πολύφημε να πεις; Ακούω.

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ

Την αγαπάω πριν από τον Ακι.
Κι ό,τι μου ζήτησε της τόχω κάνει.
Όμως αυτή και πάλι δε με θέλει.

ΓΛΑΥΚΟΣ
Γλαύκη ποιο είναι το παράπονο σου;

ΓΛΑΥΚΗ
Σε δύσκολο ένα δρόμο θα σε βάλω.
Για του Πολύφημου εγώ την αγκάλη
Λιώνω.

ΓΛΑΥΚΟΣ


               Και τώρα έλα πες Γαλάτεια
Γιατί δεν δέχεσαι τον ερωτά του;

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Γιατί…

ΓΛΑΥΚΟΣ
Εμπρός  λοιπόν! Και την αλήθεια!

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Γιατί είναι άσχημος!

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Θεοί! Τι λόγος!..

ΓΛΑΥΚΟΣ

Γιατί  Πολύφημε δε θες τη Γλαύκη;

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
(Γιατί αγαπώ, σου  τόπα… τη  Γαλάτεια!

ΓΛΑΥΚΟΣ

Ακούστε τώρα τι   θα πω  παιδιά μου.
Πάει   πολύς  καιρός. Σαν  παραμύθι
Θυμάμαι   τον  καιρό  που  είχα αγαπήσει
Μία νεράιδα όπως   εσάς: τη  Σκύλλα.
Παραμυθένια ήταν  η   ομορφιά  της.
Και όπως όλες οι νεραϊδοπούλες
με  βλέπανε  και  φεύγαν   μακριά μου,
Ίδια περίμενα κι  από   τη  Σκύλλα.
Μα εκείνη   συμπονάει τα γερατειά μου
Και τη γλυκιά αγάπη της μου δίνει.
Κι   ας  ήξερε  γι   αυτό  πως   θα πληρώσει
και  πως  η  Κίρκη   τέρας   θα την κάνει.
Θυμάμαι  πάλι  και   τον  Ποσειδώνα-
ναι, τον  πατέρα  σου Πολύφημε   μου,
Σαν   ειχε   ερωτευτεί την  Αμφιτρίτη.
Εκείνη   δεν   τον  ήθελε  γιατ'   ήταν
άσχημος  λέει. Ποιός ; Ο  Ποσειδώνας…

(Ο  Πολύφημος  παίρνει υπεροπτική
έκφραση  και  κοιτάζει   προς   τη  Γαλάτεια)

Μα όμως   το  καλόγνωμο   δελφίνι
Της  άλλαξε   τη  γνώμη  και   στο  τέλος,
Οι   δύο  τους   εγίνανε  ζευγάρι.
Παιδιά μου  να ποια ειν' η συμβουλή μου:
Πολύφημε, συμπάθησε   τη  Γλαύκη
Που  τόσο   σ’ αγαπά. Κι   εσύ Γαλάτεια
άνοιξ'   τα  μάτια σου  καλά και  κοίτα.
Δες   του Πολύφημου  τις   ομορφάδες
Και   δος  του   τη  γλυκιά σου  την  αγάπη.
Κι   άκου  και   τούτο  που   θα πω ακόμα.
Μην  αρνηθείς   του  Άκι   την αγάπη.
Το   ίδιο και   τους   δυο  αγάπησε  τους.
Καθόλου  άσχημο κάτι   δεν   είναι
Σε   δυο  ανθρώπους  αν  χαρά θα δώσει.
Δείχνει   εγωισμό  η   μόνη  αγάπη.
Ειν'   η  ψυχή   μεγάλη  και  χωράει
Αγάπες   όχι   μια  παρά  μυριάδες.
Και   πώς   μπορείς  να  είσαι   ευτυχισμένη
Όταν  η   ευτυχία σου  θα κάνει
Δυστυχισμένο άλλο κάποιο πλάσμα;
Κάντε   το   ακρογιάλι   σας  παιδιά  μου
|Κόσμο χαράς κι αγάπης-όχι μίσους.
Βοηθείστ’ ένας τον άλλονε παιδιά μου
Ο Πόνος που η ζωή μαζί της φέρνει
να νικηθεί. Τα χέρια σας απλώστε
Κι ένας τον άλλο σφίξτε στην αγκάλη.
Καθένα χωριστά όταν σας βρίσκει
σας κομματιάζει το θεριό. Σάς τρώει.
Μα όταν θα σας δει αγαπημένους
Από μακριά κι αδύναμα μουγκρίζει.
Φοβάται την αγάπη. Αγάπηθείτε.
Αυτά είχα να σας πω. Και μην ξεχνάτε
Πως σας τα ειπε ένας Θεός που ξέρει.
Κι οι τρεις σας Θεϊκές έχετε ρίζες.
Σε τούτες τις στιγμές που σας χωρίζουν
Φερθείτε σαν Θεοί-όχι σαν ανθρώποι.
 Γειά σας. Και να θυμώσαστε τον Γλαύκο.

(Μπαίνει στο νερό)

ΠΟΛ
Ωραία συμβουλή! Να τη μοιράζω!

(Γυρίζει στη Γαλάτεια)

Άσχημος! Κι είναι όμορφος ο Ακις!
Αν κρίνει απ' τον πατέρα του τον τράγο
Κανείς φαντάζεται την ομορφιά του.
Γαλάτεια μόνο εγώ σε αγαπάω.
Ταίρι μου γίνε. Στη σπηλιά μου έλα
και όπως σ’ αγαπώ αγάπησέ με.

(Δυνατά και θυμμωμένα)

Κι ας πάει ο τράγος σου στην Αρκαδία.
Εδώ είναι ο τόπος ο δικός μου
Κι ό,τι είναι πάνω του σε μενα ανήκει

(Βγαίνει)

ΓΛΑΥΚΗ
Σωστά εμίλησε ο γερο-Γλαύκος.
Η μόνη  λύση   είναι  που  μας   μένει.
Ό,τι   μας  πρότεινε  δέξου Γαλάτεια.
Αν ο Πολύφημος  στην  αγκαλιά του
Για μια φορά μονάχα σε κρατήσει
Και   μοίρασμα θα στέρξει  κι   ό,τι  άλλο.
Εγώ  είμαι  έτοιμη   να τον   μοιράσω
Κ ι   αυτόν κι   εμένα μ’ όποιον   μ’ αγαπάει.

ΓΑΛΑΤΕΙΑ

Ούτε κι εγώ δε θέλω να μοιράσω
Τον Άκι μου με άλλονε κανένα.
Καλή η αγάπη σου μα την αλήθεια.
Πρόσεχε μοναχά μήπως η Κίρκη
Τέρας κι εσένα φοβερό σε κάνει.

ΓΛΑΥΚΗ
Κι αν τέρας θα γινώ για την αγάπη
Κι άλλες θυσίες της πρέπουνε ακόμα.
Γέροντα Γλαύκο, μ’ άρεσαν όσα είπες.

Τέλος της δεύτερης πράης



ΠΡΑΞΗ
ΤΡΙΤΗ

(Όλυμπος. Υπνοδωμάτιο του Δία)

ΔΙΑΣ  (ΔΙΑ)
Ερμή  ξημέρωσε. Κοιμάσαι ακόμα;
Αντί   ελόγου  σου  να με   σηκώνεις
Εγώ  σηκώνω  εσέ; Σήκω  σου  λέω.

ΕΡΜΗΣ (ΕΡΜ)
(Σηκώνεται)
Αφεντικό με συμπαθάς. Ο ύπνος
Λίγο πιο πάνω σήμερα με πήρε.
Μα όλα θα γίνουνε κατά πως πρέπει.
Όλα θα τα προλάβω καθώς πάντα...

ΔΙΑΣ
Φέρε τα ρούχα μου. Εμπρός, κουνήσου!
Και κοίταξε τι λέει το βιβλίο.
Πιο γρήγορα σου λέω…

(Ο Ερμής κάνει πιο γρήγορα)

Έτσι μπράβο.
(Ο Ερμής δίνει τον μανδύα στον Δία, απλώνει γρήγορα τα στρωσίδια των κρεβατιών, πηγαίνει στον τοίχο, πατάει ένα αόρατο για τους θεατές κουμπί και ένα παραθυράκι ανοίγει. Βάζει μέσα το χερι του και βγάζει ένα χοντρό χρυσόδετο βιβλίο. Το ανοίγει.)   

ΕΡΜΗΣ
(διαβάζει)
Θα έρθει η Αφροδίτη. Θα ζητήσει χάρη για τον Πολύφημο να τον ερωτευτεί η Γαλάτεια και να διώξει τον Άκι, το γιο του Πάνα με τον οποίο αυτή τώρα είναι ερωτευμένη.  Η Γαλάτεια θα αγνοήσει τον Πολύφημο.
(κλείνει το βιβλίο, το ξαναβάζει στην κρύπτη και κλείνει πάλι το άνοιγμα του τοίχου)
Πάει κι αυτό λοιπόν. Εντάξει τώρα;

ΔΙΑΣ
Ναι. Αλλά νέο πρόβλημα γεννιέται.
Γιατί θα πρέπει πιστευτό ένα ψέμα
Να ’βρω για ν’ αρνηθώ στην Αφροδίτη.
Πολλές φορές μου έχει κάνει πλάτες
Και με βοήθησε στα ερωτικά μου.
Και να τη χρειαστώ μπορεί και πάλι.
Δεν πρέπει άγρια να τήνε διώξω.
Τη χάρη που θα ’ρθεί να μου ζητήσει
να της την αρνηθώ με τρόπο πρέπει.

ΕΡΜΗΣ
Καλά το λες αφεντικό. Ας σκεφτούμε.

(Σκέφτονται)
Τι να της πεις… τ ι να της πεις...
((Χαρούμενος)    
Το βρήκα!
Πες της ερωτικά πως δεν ταιριάζουν
Ο γίγας κι η μικρόσωμη Γαλάτεια.

ΔΙΑΣ
Πώς  φαίνεται  η  πείρα ότι   σου  λείπει.
Όλα Ερμή ο Έρως τα ταιριάζει.
Άλλο! Και  γρήγορα! Περνά η  ώρα…
(Σκέφτονται)

ΕΡΜΗΣ
Πες   της  πως  σήμερα δεν  έχεις  κέφια.

ΔΙΑΣ
Χαζέ! Τότε   θα μου ’ρθει άλλη μέρα.

ΕΡΜΗΣ
Καλά το  λες.

ΔΙΑΣ
(Αλαζονικά)
Βέβαια καλά το λέω.. .
Για στάσου λίγο , μου ’ρθε μια ιδέα.
Θυσίες ο Πολύφημος μας κάνει;

ΕΡΜΗΣ
 Μπα, έχουμε απ' αυτόν να δούμε τσίκνα
Εδώ κι εγώ δεν ξέρω πόσα χρόνια.
Όλο στη ν Αφρ ο δ ί τη θ υ σ ιάζει.

ΔΙΑΣ
Αυτό είναι! Πώς καλό θα κάνω κάτι
Σε κάποιον που θυσίες δε μου κάνει;
Παλιό το κόλπο, πάντα όμως πιάνει.
(Ανακουφισμένος)
Τώρα ησύχασα. Και τούτη η μέρα
Καλά όπως κι οι άλλες θα περάσει.
Τι λες  κι   εσύ;   Καλά  τα καταφέρνω;

ΕΡΜΗΣ
(Διστάζοντας)
Δε λέω…

ΔΙΑΣ
Μπα! Γιατί αυτό το ύφος;
Δε συμμερίζεσαι την άποψή μου;
Και συ πιο ήσυχος δεν είσαι τώρα;

ΕΡΜΗΣ
Τη συμμερίζομαι βέβαια Πατέρα,
Μα όχι να τρέμουμε κι ένα βιβλίο…

ΔΙΑΣ
Μου φαίνεται ώρες-ώρες πως καθόλου
Δεν ξέρεις τι σου γίνεται, κι ας είσαι
Μεγάλος έμπορος και πρώτος κλέφτης.
Φαίνεται ως εκεί πάει το μυαλό σου
Και δε μπορεί να νιώσει τίποτ' άλλο.
Σου το ’χω ξαναπεί, στο ξαναλέω:
Ετούτο το βιβλίο ειν' ο Θεός μας.
Τι χοντροκέφαλος Θεός που είσαι.
Και θα σου ξαναπώ ετούτο πάλι.
Άλλος κανείς δεν πρέπει από τους δυο μας
(Αφού με σε το ίδιο το βιβλίο
Μου ’πε να μοιραστώ το μυστικό του)
Να ξέρει πως υπάρχει ένα βιβλίο
Που όλα τα μελλούμενα εντός του
Τα γράφει, κι όλα γίνονται όπως λέει.
Ούτε και θέλω υπόσχεση να δώσω
Που ύστερα να μη τηνε τηρήσω.  
Γιατί έτσι η θεϊκή υπόσταση μου
Παίγνιο θα γίνει των θεών των άλλων.
Τ’ όνειδος σε θνητούς αυτό αφήνω.
Και μάλιστα σε κάποιον που απ’ του Πύρρου
Την Ιλλυρία καταγωγή θα έχει-
Βάρβαρος μ’ άλλα λόγια- και σε τούτους
Τους τόπους που εμείς τώρα διοικούμε
Θα ’ρθεί και αρχηγό θα τόνε κάνουν
Οι έλληνες που εδώ τότε θα ζούνε.
Αυτός λοιπόν με ψέματα και δόλους
Σε εφτά μονάχα μήνες την Ελλάδα
Ολοσχερώς θα τήνε καταστρέψει.
Θέλεις κι εγώ ίδια να κάνω ίσως;
Εγώ την αγαπάω την Ελλάδα.
Κι εξάλλου πάλι δε θα κάνω κάτι
Που ύστερα γι αυτό θα μετανιώσω.
Σαν τότε που υποσχέθηκα στους Τρώες
Πως σίγουρα εκείνοι θα νικούσαν
Κι οι Αχαιοί νικήσανε στο τέλος.
Κι αυτό γιατί εσύ είχες στο μυαλό σου
Την Πολυμήλη πώς να συγκινήσεις.
Δυο τρεις ακόμα τέτοιες μου προγνώσεις
Στραβές, κι όλοι θα μάθουν πως ο Δίας
Δεν κάνει ό,τι θέλει μες στον κόσμο.
Και τότε τα θεϊκά παν μεγαλεία.
Και πάει το νέκταρ, πάει κι η αμβροσία.
Και παν και τα δικά σου τα οφίτσια
Καταφερτζή μικροαπατεώνα.
Κι ούτε τα φτερωτά σου τα σαντάλια
Δε θα μπορέσουν τότε να σε σώσουν.

ΕΡΜΗΣ
Εμένα μου αρκεί μόνο να ξέρω
Πως όσο συ ακόμα είσαι στο θρόνο
Κι η θέση σίγουρη η δική μου είναι.
Και την αξίζω αλήθεια αυτή τη θέση.
Γιατί ακριβά γι αυτήν έχω πληρώσει-
Πολέμησα στη Γιγαντομαχία.
Και μάλιστα πολέμησα γενναία
(Εγώ είχα τον Ιππόλυτο σκοτώσει).
Και σε λευτέρωσα εγώ-θυμάσαι;-
Απ' την αιχμαλωσία του Τυφωέα…
Και πάντα σε βοηθούσα στις δουλειές σου.
Με την Ιώ όταν έμπλεξες, εμένα
Τον Άργο μ’ είχες στείλει να σκοτώσω…

ΔΙΑΣ

Ωραία τάπες όλα μέχρι τώρα.
Δεν προχωράς και παραπέρα όμως.
Δε λες πως στην Ομφάλη είχες πουλήσει
Τον Ηρακλή τον ήρωα, σα να ’ταν
Εμπόρευμα από κείνα που αγοράζεις
Και που πουλάς σαν έμπορος που είσαι.
Και πως σαν έμπορος τον κόσμο κλέβεις.
Ούτε για τα ιερά μιλάς τα βόδια
Πού ’κλεψες του Απόλλωνα, σαν ήσουν
Βρέφος ακόμα,   δείχνοντάς μας έτσι
Τι μούργος θα γινόσουνα μεγάλος.
Ένα καλό 'κανες και συ-τη λύρα.
Μα εμπόρευμα την έκανες κι εκείνη
Και τήνε πούλησες στον αδερφό σου
Μ’ αντάλλαγμα της προφητείας τάχα
Το χάρισμα. Δεν ήξερες ακόμα
Άλλοι για μας πως είχαν προφητέψει.

ΕΡΜΗΣ
Κι όμως, το χάρισμα μου έχει φέρει
λεφτά με ουρά. Γιατί αυτός ο κόσμος
Και από μένανε βλακείες ακούει,
Και με πληρώνει κιόλας από πάνω.
Αλλά το λόγο σου μου δίνεις-πες μου
πως δίπλα σου για πάντοτε θα μ’ εχεις
Βοηθό και πρώτον σου θεληματάρη;

ΔΙΑΣ
Λόγο δεν έχω μούργο να σε διώξω.
Καλά με υπηρετείς. Και στις βρωμιές μου
Και   στις  καλές  που  σπάνια κάνω  πράξεις.
Μονάχα κακομοίρη   μου  να τρέμεις
Τη   μέρα που   θ’ ανοίξεις  το   βιβλίο
και   θα διαβάσεις  ότι   πιάνοντάς   σε
Από το πόδι, θα σε σφεντονίσω
 Να πας  απ’ όπου  ήρθες. Μέχρι   τότε
ναι φτεροπόδη , δίπλα μου θα  σ’ έχω.

ΕΡΜΗΣ
Αυτό  θέλω κι   εγώ. Όσο  για τ’ άλλο
Ποιος  ξέρει… Κι   αν  αυτό  γραμμένο   είναι
Ίσως   με  λυπηθείς  και   με  γλιτώσεις.

ΔΙΑΣ

Να  εύχεσαι   ν’ αργήσει   αυτή  η   μέρα.
Μα όταν θα ’ρθει κοκορόμυαλέ μου
Τότε ό,τι πιάνω πόδι σου θα είναι
Και χέρι μου θα είναι ό,τι αγγίζεις.
(Σιωπή. Ο Ερμής κατσουφιάζει)

ΕΡΜΗΣ
Δε θέλω ν’ ανατείλει εκείνη η μέρα.

ΔΙΑΣ
Θέλεις δε θέλεις δε θα σε ρωτήσει.
Κα σήμερα το είδες το βιβλίο.
Και τέτοιο κάτι σήμερα δε γράφει.
Λοιπόν τι άλλο θέλεις; Μα ναι, ξέρω.
Νέκταρ ορέγεσαι και αμβροσία.
Το βράδυ ετούτο-μη στενοχωριέσαι-
 Μέγα ξεφάντωμα έχω ετοιμάσει
Και θα ξεδώσουμε απόψε πάλι.


ΕΡΜ
Μπορώ να φέρω και την Ιππολύτη;

ΔΙΑΣ
Φερ’ την. Μα ακούω βήματα. Λες να ’ναι
Η Αφροδίτη; Στάσου ορθός δεξά μου.  
Κι εγώ την πρέπουσα τη στάση ας πάρω.
Είμαι ο  παντοδύναμος   ο  Δίας
Που   μόνο  αν   τα φρύδια  του κινήσει
Τρέμουν  και  Γη  και Ουρανός  αντάμα.
Κι   είσαι ο θεός  Ερμής-ο  ακόλουθός  μου.
(χτύποι στην πόρτα)
Εμπρός λοιπόν. Το θέατρο αρχίζει.
(Ο Ερμής ανοίγει. Μπαίνει   η  Αφροδίτη. Κλίνει   το  κεφάλι σε  χαιρετισμό  στο  Δία)

ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Δία σε ξέρω και καλά με ξέρεις.
Χαρές και σού ’κανα και μου ’χεις κάνει.
Και τώρα σου ζητάω κι άλλη μια.
Κι ας είναι και ντροπή μου, μα το λέω,
Δεν έπρεπε να φτάσω να ζητάω
Χάρη για κάτι, που δουλειά δικιά μου
Και του παιδιού μου του Έρωτα λογιέται.
Να! Ο Πολύφημος έχει μια Νύμφη
Μ’ αγάπη μια μεγάλη αγαπήσει.
Και ειν' αυτή η Γαλάτεια, θυγατέρα
Του άρχοντα της θάλασσας Νηρέα.
Εκείνη όμως είναι ερωτευμένη
Με κάποιονε του Πάνα γιό-τον Ακι.
Έτσι τα εκατάφερε ο γιος μου
Χωρίς εμένα πρώτα να ρωτήσει.
Και τίποτα κι εγώ δεν ήξερα ώσπου
Μεγάλες ο Πολύφημος θυσίες
Σε μένα είχε αρχίσει να προσφέρει
Και δακρυσμένος να με ικετεύει
Κοντά του να του φέρω τη Γαλάτεια.
Μα μόνο  η  χάρη   σου   μπορεί   ν’ αλλάξει
Ό,τι ο Έρωτας στραβό έχε ι κάν ε ι.
Δώσε παρακαλώ σε Θείε Δία,
Πατέρα των Θεών, να γίνει εκείνο
Με δάκρυα  που ο Πολύφημος ζητάει.
Είναι καλόψυχος. Τον αγαπάω
Και πάντα όπου μπορώ τόνε βοηθάω.
Και βέβαια κι εσύ θυμάσαι πόσο
Μας  βόηθησε στη Γιγαντομαχία.
Κάνε το αυτό, σοφέ, μεγάλε Δία.

ΔΙΑΣ
Χαίρομαι που σε βλέπω Αφροδίτη
Έστω κι αν έρχεσαι για να ζητήσεις.
Γιατί θυμάμαι αλήθεια τις ωραίες
Τις μέρες που άλλοτε είχαμε ζήσει.
Θυμάμαι την Ιώ και τη Δανάη.
Θυμάμαι τη Λητώ και την Αλκμήνη
Κι ακόμα τη Σεμέλη… και τη Λήδα…
Συνεργαστήκαμε καλά οι δυο μας.
Γι αυτό και μέχρι τώρα καμιά χάρη
Σχεδόν δεν σου αρνήθηκα. Και πρέπει
Μ’ αυτό να σύμφωνήσε ις. Αλλά τώρα
Αυτό που μου ζητάς δε θα το κάνω.
Γιατί ο Πολύφημος μπορεί εσένα
Να σε υμνεί και να σε μνημονεύει
Αλλά εμέ τελείως μ’ έχει ξεχάσει.
Και τελευταία καυχιότανε μπρος σ’ όλους
Ότι  Θεούς αυτός δε λογαριάζει
Παρά εσένα. Και τους άλλους όλους
Τους θεωρεί κατώτερούς του λέει.
Και κνίσα έχουν οι Θεοί να δούνε
Απ' τον Πολύφημο, χρόνια και χρόνια.
Λοιπόν ας μάθει ο αγαπητός σου-
Και ειν' αυτή θαυμάσια ευκαιρία-
Πως τους Θεούς να λησμονά δεν πρέπει
Γιατί κι εκείνοι θα τον λησμονήσουν.
Και σε παρακαλώ μην επιμένεις.
Είμαι πολύ μαζί του θυμωμένος.
Στην τάξη των Θεών είμαι ο πρώτος
Και σεβασμό σε μένα όλοι δείχνουν.
Θεοί και άνθρωποι. Μόνον εκείνος
Μου φέρεται απ’ όλους με ασέβεια.
Λοιπόν αυτό δε θα το επιτρέψω.
Λυπάμαι Αφροδίτη, αλλ' αυτή ’ναι
Στο αίτημα σου η απόφασή μου.


ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Αφού έτσι αποφάσισες Πατέρα
Και βέβαια άλλο δε θα επιμείνω.
Όσο για τώρα, μόνη θα κοιτάξω
Γι αυτόνε τι καλό μπορώ να κάνω.
Σ’ ευχαριστώ που εδέχτης να μ’ ακούσεις
Πατέρα των Θεών, Μεγάλε Δια»
(Κλίνει το κεφάλι και βγαίνει)

Τέλος της τρίτης πράξης


ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤH

(H σπηλιά του Πολύφημου. Ο πολύφημος κάθεται πάνω σένα κορμό δέντρου, παίζοντας συλλογισμένος στα χέρια του ένα λουλούδι. Μπαίνει η Γλαύκη)

ΓΛΑΥΚΗ
Πολύφημε κοντά σου ήρθα πάλι
Για να σου πω ένα όνειρο που είδα.
Ήρθε στον ύπνο μου η Αφροδίτη
Και μου ’πε να σου πω τα λόγια ετούτα.
Ο Δίας είναι μαζί σου χολωμένος
Γιατί έχεις πάψει να του θυσιάζεις
Και γιατί θεωρείς τον εαυτό σου
Σαν παραπάνω απ’ αυτόν να στέκει.
Και γιατί κράζεις για βοηθό σου μόνο
στις προσευχές σου εσύ την Αφροδίτη.
Εκείνη πάλι, ύστερ' από τούτο,
Λέει ότι τον Έρωτα το γιο της
Πρόσταξε να τοξέψει τη Γαλάτεια
Και σ’ έρωτα μεγάλο να τη ρίξει
Για σένα. Μα όταν έριχνε τα βέλη
Αυτά γυρνούσανε κι έρχονταν πίσω
Γιατί η αγάπη που ’χει για τον Άκι
έχει ασπίδα γίνει γι άλλα βέλη.
Και σου ζητάει και σε να προσπαθήσεις
Και τη Γαλάτεια να τήνε ξεχάσεις
Γιατί αφού ο Δίας δε σε βοηθάει
Καμιά ελπίδα πια γι αυτήν δεν έχεις.
Μ’ αυτής κι εγώ ενώνω τη φωνή μου.
Γιατί Πολύσημε να επιμένεις
Και τη Γαλάτεια όλο να γυρεύεις;
Τι θες Πολύφημε από μια αγάπη
Που δεν μπορεί να δει τα μύρια που ’χεις
Χαρίσματα-τα μύρια που ’χεις δώρα;
Τυφλή Πολύφημε αλήθεια θα ’ναι
Για να μη βλέπει το πλατύ σου στήθος
Που μέσα του θα φώλιαζε σαν κύκνος
για μη βλέπει το γλυκό σου μάτι
Που όλα τα θωρεί με καλοσύνη;     
Τι θες Πολύφημε από μια γυναίκα
Που μέσα στης καρδούλας σου τους χτύπους
Το κάλεσμα του πόθου δεν ακούει;
Τι θες Πολύφημε από τη Γαλάτεια
Που αψηφάει τη γλυκεία σου αγάπη-
Που μέσα στης φλογέρας σου τους ήχους
Την ομορφιά δε νιώθει της ψυχής σου;
Τι θες Πολύφημε με μια γυναίκα
Που οι μυρωδιές των ρόδων δεν της φέρνουν
Τ’ άρωμα της γαλήνης της ψυχής σου;
Που όταν σ’ αγγίζει πιάνει σου το δέρμα
Κι όχι τα σπλάχνα σου τα πυρωμένα΄
Που κάθε που στη σκέψη της σε φέρνει
Δε νιώθει την καρδιά της να ραγίζει΄
Τι θες Πολύφημε από τη Γαλάτεια
Που αψηφάει τη γλυκεία σου αγάπη;
Πάρε Πολύφημε τους λογισμούς σου
'Πο μες απ’ το πηγάδι που ’χουν πέσει
Και στο μικρό γιαλό μου χάρισε τους.
Κι εκεί θα βρουν αντίς πηχτά σκοτάδια
Γαλάζους ουρανούς και χρυσαστέρια.
Σπάσε τις άλυσες που σ’ εχουν δέσει
Σε Καύκασο καθώς τον Προμηθέα
Κι έλα στην απαλή την αγκαλιά μου
Που έρμη κι άφωτη χωρίς εσένα
Και που η ζέστα της χωράει μαζί σου
Και τα θεόρατα τα πρόβατα σου.
Έλα και η αθάνατη ζωή μας
Μαρτύριο είναι δίχως την αγάπη.
Πες μου Πολύφημε-πες μου το λόγο
Που την καρδιά μου θα τήνε δροσίσει
Πες μου η κλίνη σου σε μια γωνιά της
Ότι μια θέση της κρατεί για μένα.
Πες μου Πολύφημε πως η σπηλιά σου
Θα δει απ' τα χέρια μου τάξη και λάτρα.
Ξέχασε κείνη που δε σου ταιριάζει
Κι έλα Πολύφημε κοντά σε μένα.

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Αχ! Να μου τα ’λεγε τα λόγια ετούτα
Όχι το στόμα σου μα της Γαλάτειας…
Και στη σπηλιά μου να ’τανε φερμένη
Η αφεντιά της τώρα αντίς για σένα…
Η ας γινότανε αντίς για κείνην
Εσέ να είχα Γλαύκη, αγαπήσει…
Μα τι να κάνω εγώ για να τ’ αλλάξω
Τ’ αγέρι που με πήρε και με πάει
Δε διάλεξα εγώ τη συφορά μου.
 Εκείνη ήρθε και «σ’ αρπάζω» μου ’πε.
Και μέσα μου εμπήκε και δεν ξέρω
Τι από με ειμ' εγώ και τι εκείνη.
Κι ούτε με θάνατο από την κατάρα
Δεν θα μπορέσω αυτήνε να ξεφύγω,
Να ’τανε πρόβατο και να το σφάξω,
Να ’τανε δέντρο να το ξεριζώσω"
Να ’τανε βράχος να τόνε συντρίψω.
 Μα είναι τιμόνι και με κυβερνάει.
Είναι φτερό και πάνω του με πάει.
Γλαύκη χρυσή 'σαι και γλυκοχυμένη.
Και λέω σα σε θωρώ τώρα μπροστά μου
Να ’τανε η καρδιά που ’χω δικιά μου
Μέσα της σαν πουλάκι να σε βάλω…
Και λέω να όριζα του’ το σαρκί μου
Κι ένα να το ’κανα με το δικό σου…
...Μα όλα μου σε κείνη χαρισμένα…

(μεγάλη σιωπή. Ο Πολύφημος σηκώνεται)
    
Όμως τι κάθομαι και λέω τώρα;
Το όνειρο που σου ’φερε ο Ύπνος
Ο αδερφός του ο Θάνατος το στέλνει.
Αίμα και θάνατο φέρνει μαζί του.
Το νέο που μου ’φερες σήμερα Γλαύκη
Λύνει τα χέρια μου για να δουλέψουν.
Το μήνυμα που πήρα είναι καθάριο.
Αβοήθητος ν’ αγωνιστώ μου μένει.
Κι έναν τα χέρια μου αγώνα ξέρουν:
Μ’ όλη τη δύναμη τους να σκοτώνουν.

(Πηγαίνοντας με αποφασιστικά βήματα προς την έξοδο της σπηλιάς)
Ή θα τον διώξω ή θα τον σκοτώσω!

(Η Γλαυκή τρέχει πίσω του).

ΓΛΑΥΚΗ
Όχι Πολύφημε! Όχι! Δεν πρέπει…
(Φτάνει τον Πολύφημο και προσπαθεί να τον συγκρατήσει. Εκείνος τη σπρώχνε και τη ρίχνει στο χώμα. Βγαίνει).

(Τέλος της τέταρτης πράξης)



ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ
(Βραχώδης παραλία)

(Μπαίνουν ο Άκις και η Γαλάτεια)

ΑΚΙΣ (ΑΚΙ)
Ετούτο είναι λοιπόν το βασίλειό σου;
Ετούτο το ακρόγιαλο; Και που ’ναι
Τα ολόχρυσα παλάτια που ορίζεις;


ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Μες στο βυθό κι ακόμα πιο βαθιά του.
Σκαμμένα μες σε πέτρες κοραλλένιες.
Μια μέρα θα σε πάω να στα δείξω.
Θα βάλεις πρώτα τον ιερό μανδύα
Που θα σε κάνει ν’ αναπνέεις σαν ψάρι
Και θα κατέβουμε αγκαλιά οι δυο μας
Για να χαρούμε του έρωτα τη γέψη
και στο νερό καθώς και στον αέρα.

ΑΚΙΣ

Και ζεις μες στο νερό σα να ’σουν ψάρι;

ΓΑΛΑΤΕΙΑ

Θα δεις όταν θα ’ρθείς εκεί μαζί μου
ωραία πόσο του νερού η ζωή 'ναι.
Και δε θα θέλεις από κει να φύγεις.

ΑΚΙΣ
Δε θ’ άλλαζα για όλο το χρυσάφι
Τα πράσινα πευκόφυτα βουνά μου
Που με παρέα Σειλινούς, Σατύρους,
Με των δασών τις Νύμφες ξαγρυπνάμε
Έχοντας ταίρι άλλο κάθε βράδυ.
Παχύ το στρώμα που οι πευκοβελόνες
Στρώνουν για να δεχτούν τους έρωτες μας.
Και η Σελήνη από ψηλά που βλέπει
Άλλοτε σαστισμένα μας κοιτάζει
Κι άλλοτε ντρέπεται με ό,τι βλέπει
Και κρύβεται στα σύννεφα από πίσω.
Κι από νερά να πεις δεν ξέρουμε άλλα
Παρά πηγές μονάχα που αναβλύζουν
Από βουνοπλαγιές και που κυλάνε
Σε γλυκομούρμουρα μικρά ρυάκια.
Ας είναι όμως. Τόσο αφού το θέλεις
Ας παμε εκεί στα μέρη τα δικά σου.
Να λέω ύστερα θα ’χω στους συντρόφους
Και στις συντρόφισσες των παιχνιδιών μου
πως μπήκα μέσα στων νερών τις στράτες
Και μέσα τους 'ρωτεύτηκα μια Νύμφη.

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Μια Νύμφη μόνο κι όχι τη Γαλάτεια;
Και πάλι εκεί θα πάς; Ώστε θα φύγεις;
Για πάντοτε μαζί μου δε θα μείνεις;
Και η μεγάλη αγάπη σου για μένα;
Ψέματα ήταν όλα όσα μούπες;

ΑΚΙΣ
Εγώ να κάτσω εδώ; Στο περιγιάλι;
Και μέσα στο νερό να ’μαι για πάντα;
Εγώ είμαι του βουνού χιονάτη πέτρα
Εγώ είμαι ακροκλώναρο του πεύκου
Εγώ 'μαι ο αητός ο κυνηγάρης
Δεν είμαι εγώ για τα νερά Γαλάτεια.
Κι ούτε κανένα ψέμα δε σου είπα.
Μεγάλη ειν’ η αγάπη μου για σένα
Όπως για όλες τις συντρόφισσες μου.
Και όσα λόγια σούλεγα εκεί κάτω
Πριν το φιλί σου πάρω, ή την ώρα
Που σ’ έσφιγγα γλυκά στην αγκαλιά μου
Αλήθεια όλα. Και να πάρω κι όρκο
Μπορώ γι αυτά που λέω. Κι όταν πάλι
Θα ’ρθεί του Θείου Έρωτα η ώρα
Τα ίδια πάλι λόγια θα σου λέω.
Κι ίδια πολύ θα τα πιστεύω πάλι.
Πότε σου είπα όμως πως κοντά σου
Θα ’μενα;

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
 Μα δεν ήθελα άλλο λόγο
Απ’ όσους μου ’χες πει για να πιστέψω
Πως μία τέτοια αγάπη δεν αντέχει
Ούτε στου χωρισμού τη σκέψη ακόμα.

ΑΚΙΣ  
Πόσο διαφέρει απ' τη δική σου η γνώμη
Που εμείς στα δάση μας τα λαγγεμένα
έχουμε για τους τόσους έρωτες μας !
Αλλ’ άκου να σου πω τι ’ναι να γίνει.
Δε θα χωρίσουμε! Όχι! Μαζί μου
Στης Αρκαδίας τα μέρη θα σε πάρω.
Οι Νύμφες των βουνών και των δεντρών τους
 Οι αγαπημένες σου οι ξαδερφούλες
θα σε δεχτούνε πρόθυμα κοντά τους
σα να ’σουνα και συ Αμαδρυάδα.
Και, αγαπημένη μου πάντα κοντά μου
θα σ’ έχω και θα έχεις συ εμένα.

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Για χάρη της αγάπης μου ν’ αφήσω
Και τ’ όμορφο το νεροπάλατό μου
Και τις αγαπημένες αδερφές μου.
Και ας θυμώσουν οι θεοί μαζί μου
Που το νερό προδίνω τ’ αρμυρό μας
Και ας με τιμωρήσουνε για τούτο.
Όμως… πώς να το πω… καλέ μου Ακι
Πώς θα μπορώ να σε μοιράζω μ’ άλλες;

ΑΚΙΣ
Ω! Στις γλυκές τις νύχτες των βουνών μας
Τέτοια ρωτήματα σκοπό δεν έχουν.
Και ούτε συ-θα δεις-θα τα ρωτήσεις.
Τόσο κι οι σύντροφοι μου θα σ’ αρέσουν
Που θα ξεχάσεις ως και τ’ όνομά μου.
Και   θα βρεθείς  μαζί   μου  πάλι   μόνο
Όταν  η   τύχη  πάλι   θα μας  σμίξει.


ΓΑΛΑΤΕΙΑ    
Βαρύ  το  τίμημα που  μου  γυρεύεις.

ΑΚΙΣ       
Αν   τόσο  μ’ αγαπάς, θα το πληρώσεις.
Και  δε  θα σε κακίσω κι  α-δεν  έρθεις.
Ξέρω πως δύσκολο για σένα θα ’ναι
Μα πρέπει μιαν απόφαση να πάρεις
Σε δύο μέρες, με ή χωρίς εσένα
Έχω στους τόπους μου να πάω πίσω.


ΓΑΛΑΤΕΙΑ     
(στον εαυτό της)

Έτσι λοιπόν στα δάση αγαπάνε;
Την ορμηνιά λοιπόν του γερο-Γλαύκου
Όσο κι αν τη μισώ θα την ακούσω…
Δεμένη στης αγάπης τα πλοκάμια
Την ύπαρξη μου μέσα θα τη σύρω
Στου Πάνα και στου Διόνυσου τα όργια…
Μακριά 'π' τις αδερφούλες μου μού γράφει
Τον πόνο η αγάπη να γνωρίσω.
Γιατί καθημερνός θα είναι πόνος
Η  ζήση   μακριά από    τ’ ακρογιάλι
Που  μ’ έθρεφε και   νιώθω για δικό  μου.
Μαύρη   η  ζωή   εδώ χωρίς  εκείνον.
Και  η   ζωή  κοντά του  που  θα ζήσω
Θάνατος  ζωντανός   θα ’ναι. Μα όμως
Θα είναι θάνατος ένας κοντά του.
(Στον Ακι)
Μαζί σου  θα ’ρθω κι   όλα θα τ’ αφήσω.
Θα ’ρθω. Αρκεί   μονάχα ν’ αντικρίζω
Αυτά τα μάτια σου κι   αυτά τα χείλια.
Αφότου  σ’ είδα δεν γνωρίζω άλλη
Χαρά παρά κοντά  μου  να σε  νιώθω.
Μα τώρα αγκάλιασέ   με  αγαπημένε
Για  να ’λαφρύνει   λίγο  η  ψυχή   μου
Από  το   βάρος  που   της  έχεις  δώσει.  
Δος   μου  τη   δύναμη  να σ’ ακλουθήσω
Αλλάζοντας   την  άπελπη  ζωή   μου
μ’ αγάπη μία πιο απελπισμένη.

(Αγκαλιάζονται. Μπαίνει ο Πολύφημος και τους   βλέπει   από  μακριά. Δυνατά για να τον ακούσουν)

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Α!   Σάτυρε! Βρήκες ακόμα μία
Παρέα για τις  άνομές   σου  αγάπες.
Δεν  πρόλαβα Γαλάτεια  να σ’ αρπάξω
Προτού πιαστείς  στα μαύρα του  τα δίχτυα
Που   τα ’χει η   δυστυχιά κι  η  πίκρα πλέξει.
Για πάντα σ’ έχασα  όμορφη Γαλάτεια.
Μα  δε   θ’ αφήσω και   κανέναν άλλο
Ό,τι   για  μένα επλάστηκε  να κλέψει.
Και   μα  την  Αφροδίτη, τώρα κιόλας
Ετούτον ξεριζώνοντας  το  βράχο
Και   ρίχνοντάς   τόνε  στον  σύντροφό σου
Αυτό   θα κάνω  το  αγκάλιασμα σας
Το   τελευταίο  που  ζήσατε  να είναι.
(Ο  Άκις  προχωρεί  λίγα  βήματα προς την κατεύθυνση   του Πολύφημου).

ΑΚΙΣ     
Πολύφημε  γυναίκα εγώ  δεν  είμαι
Και   δε  φοβάμαι   όσο κι  αν  θυμώνεις.
Του  Πάνα  είμαι   ο  γιός…

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ    
…Ναι Σιχαμένε!
Κι   από   μακριά η βρώμα σου μυρίζει.
Την πληρωμή θα πάρεις που σου αξίζει
Προτού  τη   δυστυχιά και   σ’ άλλους φέρεις.
 (Αρπάζει μια μεγάλη πέτρα και την πετάει στον Άκι. Ο Άκις χτυπημένος πέφτει στην άμμο νεκρός.  Η Γαλάτεια βγάζοντας μια σπαρακτική κραυγή τρέχει προς τον πεσμένο Άκι και αγκαλιάζει το άψυχό του σώμα.
Ο Πολύφημος στέκει αμήχανος κοιτάζοντας τη σκηνή)

ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
(σιγά, στον εαυτό του)
Να! Φίλα πάλι τώρα τη Γαλάτεια!..

(Μπαίνει η Γλαύκη τρέχοντας. Βλέποντας τι έχει γίνει κάθεται απελπισμένη και σαν χαμένη σε μια πέτρα, κρύβοντας το πρόσωπό στα χέρια της . Ο Πολύφημος, ενώ η Γαλάτεια θρηνεί πάνω από το σώμα του Άκι, με ένα χοντρό ξύλο χαράζει τυχαίες γραμμές στην άμμο, κοιτάζοντας ένοχα πότε προς τη Γαλάτεια και τον Άκι και πότε προς τη Γλαύκη.
Ακούγεται η μουσική του τραγουδιού των Νηρηίδων προς τον Θεό Έρωτα)

ΓΑΛΑΤΕΙΑ
(σηκώνοντας προς τον ουρανό το κεφάλι, δυνατά μέσα από τους λυγμούς της)
Όχι αδερφούλες μου! Όχι! Αααααχ! Όχι!..

(τα λόγια της πνίγονται από τα λόγια του τραγουδιού που με πάθος τραγουδιέται από τις αδερφές της Νηρηίδες)

ΝΗΡΗΙΔΕΣ

Αγάπη ό,που πας το φως σκορπίζεις.
Διώχνεις τα νέφη τη ζωή που σκιάζουν.
Θωπεύεις την ψυχή την τρομαγμένη
Και γαληνεύει αυτή και ξαλαφρώνει.
Τα δώρα σου Αγάπη τα περίσσια
Ω! Δώστα και σε μας που καρτερούμε
Ανέραστες εδώ και λυπημένες.
Αγάπη, όποιος βαθιά πολύ σε νιώσει
Αστείρευτο γι αυτόνε πια ποτάμι
Γίνετ' η ευτυχία και τον πνίγει.
Και δεν αφήνεις παραπονεμένο
Κανένα πλάσμα Σου Κυρά μεγάλη:
Σ’ όλους το χέρι Σου το ευλογημένο
Τ’ απλώνεις και ακράτηγα χαρίζεις
Ό,τι καλό καθένας περιμένει.
Ω! Έλα και σε μας χρυσή Αγάπη
Και νόημα δώσε στην κενή ζωή μας.
Ω! Μόνη Συ ελπίδα! Έλα! Έλα!
Όλα μας ανοιχτά να Σε δεχτούμε.
Αγάπη όσους ύμνους κι αν Σού πούνε
Τα διψασμένα μας για Σένα χείλια
Λίγοι στη χάρη Σου και πάλι θα ’ναι.
Ω! Αγάπη!  Τυχεροί όσοι Σε νιώσουν.
Ευτυχισμένοι όσοι θα  Σε βρούνε.
Κάθε τους πόνος-κάθε λύπη παύει
Και σ’ ουρανούς  χαράς ’λαφροπετάνε.
Αγάπη τα φτερά Σου άνοιξέ τα
Και σκέπασε και μας που στο ζητούμε.
Σαν απροστάτευτα μικρά παιδάκια
Είμαστε δίχως Σου. Έλα κοντά μας.
Έλα και δίωξε μας τον κάθε πόνο
Κι ομόρφηνε την άχαρη ζωή μας
Όπως Εσύ θεά μονάχα ξέρεις.

 ΑΥΛΑΙΑ
 


ΔΙΝΑ
ή
ΔΕΙΝΑ



ΣΚΗΝΉ ΠΡΩΤΗ

Μονοπάτι  στην εξοχή, μακριά από την κατασκήνωση του Ιακώβ.
Πρόσωπα:
ΡΟΝΙ-υπηρέτρια
ΔΙΝΑ-κόρη του Ιακώβ
ΣΥΧΕΜ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ  ΤΟΥ.





ΡΟΝΙ
Δίνα ας γυρίσουμε. Η μητέρα σου εμένα θα μαλώσει αν αργήσουμε.

ΔΙΝΑ
Έλα Ρόνι, μη  θέλεις να χαλάσεις αυτό το όμορφο περπάτημα.  Πώς μπορείς να συλλογίζεσαι  το    γυρισμό  μια τέτοιαν ώρα; Μόνο το αεράκι αυτό που κατεβαίνει απ’ τό βουνό απέναντι και μας δροσίζει    ως  μέσα την  ψυχή, αυτό και  μόνο θα ήταν αρκετό για να με κρατήσει εδώ. Μα είναι και  τα λουλούδια. Κοίτα. Κοίτα τους κρόκους! Τους αγριονάρκισσους! Τους υάκινθους! Μακρύναμε από το πατρικό μας σπίτι αλλά τουλάχιστο    βρεθήκαμε σ’ ένα ωραίο μέρος.

ΡΟΝΙ      
Μ’ αρέσουνε και μένα όλα αυτά Δίνα. Όμως ποτέ δεν απομακρυνθήκαμε τόσο από το σπίτι. Το ξέρεις πως ο άρχοντας περνάει απ’ αυτό το δρόμο με τ’ αμάξι του;

ΔΙΝΑ
Που να το ξέρω… Και ούτε με νοιάζει για τον άρχοντα.

ΡΟΝΙ
Κι αν  τόνε νοιάζει    αυτόν;

ΔΙΝΑ
Τί θα μας κάνει Ρόνι, θα μας φάει;

ΡΟΝΙ
Τόσο μακριά δεν πήγαμε άλλοτε Δίνα.

ΔΙΝΑ
Ούτε άλλοτε ήταν τόσο όμορφα. Κοίτα ένα χρυσοκίτρινο πουλί! Ω! Να μπορούσα να τ’ αγγίσω! Να το κλείσω στα χέρια μου! Να το χαϊδέψω, να το φιλήσω…
(πλησιάζει το πουλί, αυτό φεύγει.)
Γιατί φοβούνται τα πουλιά Ρόνι;
(βλέπει τη Ρόνι που είναι σκεπτική)
Έλα Ρόνι, Χάρου και συ μαζί μου. Αν όλα τ’ άλλα δεν μπορούν να σε κάνουν να ξεχάσεις το σπίτι και τη μητέρα μου, τουλάχιστον αυτό σκέψου: Είμαστε σ’ ένα μέρος που πρώτη φορά το βλέπουμε. Μια καινούργια πόλη. Ποιός ξέρει πόσα ωραία πράγματα θα ’χει μέσα της… Ας τη δούμε κι ας είναι από μακριά. Δε θα ’θελες να δεις κι άλλη μια πόλη εκτός απ’ τή Χαρράν;

ΡΟΝΙ
Θέλω. Μα βλέπεις  εκείνο το δέντρο  εκεί  πέρα; Όταν φτάσουμε εκεί  θα γυρίσουμε. Ναι;

ΔΙΝΑ
Ω! Εσύ είσαι χειρότερη από τη μητέρα μου.

ΡΟΝΙ
Γι αυτό και μ’ έχουνε για συντροφιά σου-γιατί είμαι μεγαλύτερη και ξέρω πράγματα περισσότερα. Όλοι  με  μένα θα τα  βάλουνε που αργήσαμε.

ΔΙΝΑ
Κουτή! Και τι μπορεί να γίνει;
(κοιτάζει γύρω της)
Τι ομορφιά! Εκείνο το βουνό εκεί πέρα δε μοιάζει σα να το’ βαλαν εκεί οι άγγελοι του θεού του πατέρα μου, γεμάτο έτσι με δέντρα ολάνθιστα και με ό,τι αγριολούλουδο φανταστείς, μόνο και μόνο για μας;


ΡΟΝΙ
Το βουνό αυτό το λένε Εβάλ και τ’ αντικρυνό του Γε
ζερίμ.
Ακουσα τον πατέρα σου που τόλεγε όταν ερχόμασταν.

ΔΙΝΑ
Ω: Δε με νοιάζει πως το λένε, αρκεί που είναι όμορφο.

ΡΟΝΙ
Και δεν είναι μόνον ο πατέρας σου. Θα μου φωνάζουν και τ’ αδέρφια σου.

ΔΙΝΑ
Ουφ! Άσε με πιά! Αν θέλεις φύγε. Θα προχωρήσω μόνη μου…

ΡΟΝΙ
Οχι. Δε φεύγω.

ΔΙΝΑ
Τότε σταμάτα. Να, φτάνουμε στο δέντρο, θα γυρίσουμε, μην κάνεις έτσι.
(τη βλέπει)
Πώς το μπορείς να πας και να κλειστείς μέσα σε μια σκοτεινή σκηνή μια λαμπρή μέρα σαν και τούτη; Όμως είσαι κουτή. Τ’ αδέρφια μου ότι και να κάνω δε θα με μαλώσουν. Έντεκα αγόρια θα μαλώσουνε μιαν αδερφούλα; Έτσι και με δούνε λίγο λυπημένη θα μου συχωρέσουνε την πιο μεγάλη μου αταξία
(Σιωπή)
Ξέρεις πως τον παλιό καιρό παντρεύονταν αδέρφια με αδέρφια; Ξέρεις ποιον θα ’παιρνα εγώ; Τον Συμεών.

ΡΟΝΙ
Στην Αίγυπτο και τώρα παντρεύονται αδέρφια με αδέρφια.

ΔΙΝΑ
Εσύ ποιον θα διάλεγες αν τ’ αδέρφια μου ήταν αδέρφια σου;

ΡΟΝΙ
Τον Λευί.

ΔΙΝΑ (Γελάει)
Εσύ ψηλή ψηλή κι αυτός κοντούτσικος ωραίο ζευγάρι θα κάνατε…

ΡΟΝΙ
Είναι δουλευτής. Μια μέρα θα γίνει πλούσιος σαν τον πατέρα του. Τίποτα δε θα του λείπει.

ΔΙΝΑ
Τα πλούτη κοιτάζεις καημένη κι όχι την αγάπη;

ΡΟΝΙ
Τα πλούτη που δεν έχω. Αν είχα κι εγώ πλούσιο πατέρα, τότε θα σκεφτόμουν κι εγώ τις αγάπες.
(Δυο άμαξες εμφανίζονται στη στροφή του δρόμου. Φοβισμένα)
Κάποιοι έρχονται. Πάμε να φύγουμε!

ΔΙΝΑ
Άνθρωποι είναι. Θα περάσουνε.

ΡΌΝΙ
Μπορεί να ’ναι ο άρχοντας. Πάμε να φύγουμε.

ΔΙΝΑ
Όποιοι και να ’ναι δεν κρύβομαι. Είμαι η κόρη του Ιακώβ. Κι έχω έντεκα αδέρφια. Κάτσε εδώ. Άρματα είναι, θα περάσουν.

(Μεριάζουν κάνοντας τόπο στις άμαξες. Οι άμαξες σταματάνε δίπλα τους. Κατεβαίνει ο Συχέμ)

ΣΤΧΕΜ
Χαιρετίζω τα όμορφα κορίτσια.

ΔΙΝΑ
Και  μεις σε χαιρετίζουμε.

ΣΥΧΕΜ (Κάνει ένα γύρο γύρω από τα κορίτσια. Στέκεται  μπροστά στη Δίνα)
Πώς και δε σ’ έχω ξαναδεί στα μέρη μου; Ξένη είσαι;

ΔΙΝΑ
Πριν δυο φεγγάρια ήρθα εδώ με την οικογένεια μου. Αγόρασε ο πατέρας  μου γης από τον άρχοντα της χώρας και μένουμε. Ιακώβ τον λένε τον πατέρα μου.

ΣΥΧΕΜ
Κάτι άκουσα για κάτι ξένους από τον πατέρα μου. Τον έχεις δει τον άρχοντα;

ΔΙΝΑ
Δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με τον άρχοντα. Εγώ μένω στο σπίτι. Βγήκα με τη φίλη μου για μια βόλτα. Κι είναι η ώρα μου να γυρίσω.
(κάνει να φύγει. Ο Συχέμ της κλείνει το δρόμο).

ΣΥΧΕΜ
Αφού δεν ξέρεις τον άρχοντα δε θα ξέρεις και μένα-είμαι ο γιος του ο Συχέμ, που τ’ όνομά μου έχει η χώρα που μέσα της μένεις. Και είμαι ο πρωτότοκος, και είμαι ο κληρονόμος της χώρας τούτης μ' ότι και μ' όποιον έχει μέσα της.

ΔΙΝΑ
Δεν έτυχε να σ’ έχω ακουστά. Κι εγώ είμαι η κόρη του Ιακώβ με τα χιλιάδες ζώα και τις κατοσταριές τους δούλους. Και τώρα πρέπει να γυρίσω γιατί θα με ψάχνει.

ΣΥΧΕΜ
Τέτοια κορμοστασιά σαν της γαζέλας των βουνών και δυο τέτοια μαύρα μάτια μεγάλα το καθένα σαν τη νύχτα και γλυκά σαν το μέλι του Ελάμ, δεν έχω ξαναδεί σ’ όλη τη χώρα.

ΔΙΝΑ
Καλά τα λόγια σου, όμως με περιμένουν οι δικοί μου.

ΣΥΧΕΜ
(Μη δίνοντας σημασία σ’ ότι λέει η Δίνα)
Όταν, πρωί, έρθεις εδώ, θα δεις ομίχλη να σκεπάζει τον κάμπο πέρα πέρα. Τ’ αγριολούλουδα τότε και τα δέντρα φαντάζουν ομορφότερα καθώς μισοκρύβονται μέσα στην πάχνη. Έτσι και συ με το βέλο να σκεπάζει το πρόσωπό σου γίνεσαι ομορφότερη.
Βγαλ’ το. Ίσως δω κάποιαν ασχήμια πάνω του, και τότε θα σ’ αφήσω να πας στο σπίτι σου.

ΔΙΝΑ
Το βέλο του κορίτσι από σπίτι δεν το βγάζει.

ΣΥΧΕΜ
Κορίτσι από σπίτι δεν τριγυρίζει  μονάχο του στις ερημιές.

ΡΟΝΙ (Προσκυνάει ως το χώμα)
Άρχοντά μου, χίλια να είναι τα χρόνια σου και όλους τους εχθρούς σου να νικάς. Άκου και με τη δούλη σου. Όσα είπε η κυρά μου είναι αλήθεια. Για ένα περίπατο βγήκαμε. Και μ’ έστειλαν μαζί της για να την προσέχω σα μεγαλύτερη που είμαι. Οι  ομορφιές του τόπου μάς μάγεψαν κι αργήσαμε λιγάκι. Κύριέ μου, θα με σκοτώσουνε αν πειραχτεί μια τρίχα μόνον από τα μαλλιά της. Άφησέ μας να γυρίσουμε στο σπίτι μας και ο κύριός μου θα σου στείλει δώρο πενήντα πρόβατα. Εγώ θα του το πω.

ΣΪΧΕΜ (Κάνει νόημα σε δυο άντρες που είναι στ’ αμάξια κι αυτοί παίρνουν από μπροστά του τη Ρόνι. Στη Δίνα) Ανέβα στ’ αμάξι μου!

ΔΙΝΑ
Οχι. Κι άσε με να φύγω γιατί έχω έντεκα αδέρφια και θα μ’ αναζητάνε.

ΣΙΧΕΜ
Ο πόθος που μου άναψες δε σβήνει ούτε με τα παρακάλια της δούλας σου ούτε με τις δικές σου απειλές. Κι αν ένας άρχοντας δεν κάνει ό,τι θέλει μέσα στη χώρα του, τότε άρχοντας δεν είναι. Έλα μαζί μου κι αύριο σε πηγαίνω όπου θέλεις.

ΔΙΝΑ
Δεν έχω μάθει να με διατάζουν. Κι ούτε είμαι δούλα σου. Δούλα είμαι στον πατέρα και στ’ αδέρφια μου. Κι ούτε που με θαμπώνουν τα πλούτη. Μες στο ασήμι και στο χρυσάφι μεγάλωσα.

ΣΪΧΕΜ
Μάρτυρα τον Βεδ βάζω πως δε μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να σε πάρω μαζί μου με το ζόρι. Μαρτυρά μου το θεό τον Ήλιο βάζω πως και η κόρη του Φαραώ να ήσουνα η ίδια, πάλι θα σ’ έπαιρνα μαζί μου. Κι αν ήξερα ακόμα πως θα πληρώσω με τη ζωή μου την αγκαλιά σου, πάλι δα θα έκανα πίσω.

ΔΙΝΑ
Άρχοντα άσε με να φύγω.
(Ο Συχέμ την αρπάζει και τη βάζει πάνω στο άρμα του ενώ η Δίνα προσπαθεί να του ξεφύγει)

Τέλος της πρώτης σκηνής



ΣΚΗΝΉ ΔΕΎΤΕΡΗ
Σκηνή του Ιακώβ.

Πρόσωπα:
ΙΑΚΩΒ, ο πατέρας της Δίνας
 ΖΕΛΦΑ, υπηρέτρια  
ΛΕΙΑ, γυναίκα του Ιακώβ
ΑΡΑΧΕΜ Επιστάτης


ΖΕΛΦΑ
Ρώτησα μια γυναίκα της πόλης. Μου είπε πως υπάρχει στην πόλη μια γριά που ξεγεννάει.

ΙΑΚΩΒ
Να την πάρουμε όταν έρθει η ώρα. Η Ραχήλ είναι αδύνατη. Θα χρειαστεί  βοήθεια.

ΖΕΛΦΑ
Όταν ξαναπεράσει η γυναίκα θα της  το πω. Με το ζόρι  την κατάφερα να μου  μιλήσει.  Δε  στέκονται…

ΛΕΙΑ
(Γνέθοντας)
Μας αποφεύγουν οι  ντόπιοι.

ΙΑΚΩΒ
Είναι  νωρίς ακόμα. Πρέπει να μας μάθουν, να δουν πως είμαστε καλοί και νοικοκυραίοι άνθρωποι κι ύστερα θα ξανοιχτούνε.

ΛΕΙΑ
Ήρθε ο Φαρέν από τα κοπάδια. Τρεις αγελάδες γεννήσανε σήμερα.

ΙΑΚΩΒ
Δοξασμένο να είναι το όνομα του Κυρίου. Όλα καλά μας τα κάνει. Αν βρούμε και νερό στα καινούργια πηγάδια, τότε θα ’μαστε καλλίτερα.
(Στη Ζελφά)
Φώναξε μου τον Αραχέμ.
(Η Ζελφά βγαίνει).

ΛΕΙΑ
Η Δίνα άργησε. Στείλε κάποιον να δει.

ΙΑΚΩΒ
Μόνη της πήγε;

ΛΕΙΑ
Με  τη  Ρόνι.

ΙΑΚΩΒ    
Είναι  μεγάλη και μυαλωμένη κοπέλα. Όταν είναι  αυτή  μαζί  με τη Δίνα μη φοβάσαι.

ΛΕΙΑ
Είναι πολλή ώρα που φύγανε. Βγήκα έξω να δω και δεν τις πήρε το μάτι μου.

ΙΑΚΩΒ
Ο ήλιος είναι ψηλά ακόμα.

ΛΕΙΑ
Αν αργούσε ο Ιωσήφ θα ’χες στείλει δέκα ανθρώπους να τον βρούνε…

ΙΑΚΩΒ
Ο Ιωσήφ είναι  μικρός ακόμα. Μη με κακοπαίρνεις Λεία. Όλα τα παιδιά μου  τ’ αγαπάω.

ΛΕΙΑ
Αυτό που σου λέω εγώ.

ΙΑΚΩΒ
Καλά, θα πω του Αραχέμ να στείλει κάποιον. Ησύχασε .
(Μπαίνει ο Αραχέμ και προσκυνάει)

ΑΡΑΧΈΜ
Προσκυνώ αφέντη.

ΙΑΚΩΒ
Πώς  τα βλέπεις τα πηγάδια Αραχέμ; Θα δώσουνε νερό;

ΑΡΑΧΕΜ
Πρέπει αφέντη. Ο γείτονας στην Ανατολή έχει τρία γεμάτα. Ο βορεινός τα ίδια. Φαίνεται πως η περιοχή έχει νερό. Κι ο γερο-Ιωβήλ αυτό λέει.

ΙΑΚΩΒ
Ο Φαρέν λέει γεννήσανε τρεις αγελάδες. Τις είδες;

ΑΡΑΧΕΜ
Ναι αφέντη. Καλά είναι τα ζώα. Η μία δυσκολεύτηκε, είπαμε δε θα το βγάλει ζωντανό όμως τα κατάφερε.

ΙΑΚΩΒ
Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Κυρίου. Κι ας δώσει να γεννήσει καλά και η Ραχήλ. Τράβα να ησυχάσεις Αραχέμ. Προτού, στείλε κάποιον να φέρει τη Δίνα.

ΑΡΑΧΈΜ
Πάω αφέντη. Μόνο ένα πράγμα να σου πω για να το ξέρεις. Δεν είναι σπουδαίο, αλλά μη σου κάνει κανείς τίποτα παράπονα…

ΙΑΚΩΒ
Τι;

ΑΡΑΧΕΜ
Να, αρπαχτήκανε οι προβατάδες μας με τους ντόπιους για δυό ζώα.

ΙΑΚΩΒ
Δε σας είπα να μην πιανόσαστε-να προσέχετε; Είμαστε ξένοι εδώ Αραχέμ!

ΑΡΑΧΕΜ
Δεν προχώρησε το πράγμα αφεντικό. Μπροστά στους ξένους μάλωσα τους δικούς μας. Ησύχασαν τα πράγματα. Μόνο για να το ξέρεις στο είπα.
(Απέξω ακούγεται θόρυβος και κλάματα γυναικεία.)

ΛΕΊΑ
Τι να συμβαίνει; (Αφήνει το γνέσιμο και βγαίνει)

ΙΑΚΩΒ
Θα τσακώθηκαν τίποτα γυναίκες.
(Περιμένει να δει τι έγινε. Μπαίνει η Λεία. Από πίσω της έρχεται η Μελχά σπρώχνοντας μπροστά της τη Ρόνι, που για προστασία έχει κολλήσει πάνω της.)

ΛΕΙΑ
(θρηνώντας)
Πάει  το παιδί  μου! Πάει  το κορίτσι μου! Μου  το πήρανε. Πάει το μοναχοκόριτσό  μου!

ΙΑΚΩΒ
Τ’ είναι αυτά που λες; Τι Θα πει… Ποιός το πήρε;
(Στη Μελχά)
Τι έγινε;

ΜΕΛΧΑ
Ο γιος του Εμώρ άρπαξε τη Δίνα.

ΙΑΚΩΒ
Ο γιος του άρχοντα-ποιος; Ο Συχέμ;
(Η Μελχά κοιτάζει ερωτηματικά τη Ρόνι. Εκείνη γνέφει ναι).
Πώς έγινε; Πότε; Πες μου.

ΛΕΊΑ
Πάει το κορίτσι μου. Το ’λεγα εγώ.
(Στη Ρόνι)
Και συ που είχες τα μυαλά σου; Ω! Δυστυχία μου!

ΙΑΚΩΒ
(Βάζει τη Λεία να καθίσει)
Σώπασε να δούμε τι έγινε.
(Στη Ρόνι)
Λέγε επιτέλους κορίτσι, τί έγινε;
(Η Ρόνι κλαίγοντας πέφτει μπροστά στα πόδια του Ιακώβ. Δυνατά)
Σταμάτα τα κλάματα και μίλα.

ΡΟΝΙ
Εγώ της  έλεγα να γυρίσουμε αφέντη. Δε  μ’ άκουγε.

ΑΡΑΧΕΜ
(Πλησιάζει,  τη Ρόνι)
Μη φοβάσαι. Άσε τα κλάματα και  μίλα.  Λέγε.

ΡΌΝΙ
Εκεί που περπατούσαμε ήρθανε δύο άρματα. Στο ένα ήτανε ο Συχέμ ο άρχοντας. Κατέβηκε και μας μίλησε .Είπε της Δίνας να πάει μαζί του. Εκείνη δεν πήγαινε και την άρπαξε ο ίδιος. Την έβαλε στο άρμα του και φύγανε.

ΛΕΙΑ
(κλαίγοντας)
Κορίτσι μου!

ΙΑΚΩΒ
Δε μπορώ να το πιστέψω. Ο Εμώρ να το κάνει αυτό σε μένα;.. Ήξερε ποια είναι η Δίνα;

ΡΟΝΙ
Του το είπε. Του είπε για τ’ αδέρφια της, του είπε για σένα αφέντη, τίποτα εκείνος. Την πήρε. Του μίλησα κι εγώ αφέντη. Έπεσα στα πόδια του. Τον παρακάλεσα. Μ’ έκανε πέρα. Δε φταίω κυρά μου... της έλεγα να γυρίσουμε.., δε μ’ άκουγε. Τί να ’κανα;

ΙΑΚΩΒ (στη Ρόνι)
Πήγαινε.
(Η Ρόνι οπισθοχωρεί κλαίγοντας και προσκυνώντας και βγαίνει. Η Ζελφά βγαίνει πίσω της)
Το παλιόσκυλο!

ΛΕΙΑ
Σαν τα μάτια μου τη φύλαγα. Σα λουλουδάκι τη μεγάλωνα. Γιατί; Για να τη χαρεί ένας αγριάνθρωπος
(Κλαίγοντας κρύβει το κεφάλι στις παλάμες της)

ΑΡΑΧΕΜ
Αφεντικό, να ετοιμάσω τους άντρες; Θα ’χουμε φασαρίες;

ΙΑΚΩΒ
Όχι. Αυτό όχι. Πήγαινε για την ώρα Αραχέμ. Και να μην πείτε σε κανέναν τίποτα.
(Ο Αραχέμ βγαίνει).

ΛΕΙΑ
Στείλε να το μηνύσεις στ’ αδέρφια της μήπως αυτά κάτι κάνουν. Γιατί να μ’ ακούσεις θεέ μου και να μου το δώσεις κορίτσι το παιδί αυτό; Στο ζήτησα για να μην είναι αγόρι πάλι και ζηλεύει η αδερφή μου, και συ μ’ άκουσες. Ας μη μιλούσα καθόλου. Τώρα δε θα μ’ έβρισκε τούτο το κακό.

ΙΑΚΩΒ
Δεν το ’ξερα αυτό.

ΛΕΙΑ
Το ξέρεις τώρα. Και τι αλλάζει; Ω! Δυστυχία!

ΙΑΚΩΒ
Έτσι ήθελε ο Κύριος έτσι έγινε. Μην αμαρταίνεις. Μόνο μπορούσα πες να την είχα δώσει του Ησαύ. Για χάρη σου όμως δεν το ’κανα -δε θα περνούσε καλά το κορίτσι μαζί του.

ΛΕΙΑ
Θα στείλω να το μηνύσω στα παιδιά. Αυτά κάτι θα κάνουν.

ΙΑΚΩΒ
Κοίταξε πώς θα τους το πεις. Μη τους αγριέψεις. Και να μην κάνουν τίποτα αν πρώτα δε μιλήσουν μαζί μου.
(Η Λεία βγαίνει)

Τέλος της δεύτερης σκηνής






ΣΚΗΝΗ ΪΡΙΤΗ
Χωράφια του Ιακώβ.
ΣΥΜΕΩΝ, ΛΕΥΊ, ΡΟΥΒΊΝ, ΙΟΥΔΑΣ, ΙΣΣΑΧΑΡ, ΔΑΝ, ΖΑΒΟΥΛΏΝ, ΝΕΦΘΑΛΕΙΜ,
ΓΑΔ, ΑΣΉΡ.-γιοί του Ιακώβ


ΣΥΜΕΩΝ
Τ’ ακούσατε  όλοι  αδέρφια. Ο Συχέμ ατίμασε  την αδερφή  μας. Θ’ αφήσουμε ανεκδίκητη  την  τιμή  της; Και πώς  θ’ αντικρύσουμε αύριο  τον κόσμο που θα λέει «τι  τα ’θελε τόσα αδέρφια αφού άφησαν το Συχέμ να τους  την πάρει»;

ΛΕΥΙ
Και τί να κάνουμε; Ο Συχέμ είναι ο άρχοντας της χώρας. Έχει άντρες και όπλα. Εμείς τί έχουμε;

ΣΥΜΕΩΝ
Έχουμε τα σπαθιά μας. Κι  έχουμε κι  εμείς άντρες. Κι η Δίνα είναι αδερφή  μας. Μην περιμένετε απ’ τον πατέρα μας  να δράσει. Εκείνος όλα τα θέλει να γίνουν ήσυχα. Ησυχία ησυχία, να τώρα που ο Συχέμ ατίμασε την αδερφή  μας. Σα να ήτανε  μια πόρνη  της  φέρθηκε. Είμαστε όλοι αδέρφια της εδώ. Μα εμείς  οι έξη είμαστε αδέρφια της κι απ’ την  ίδια κοιλιά. Λοιπόν  τι λες αδέρφι Ρουβήν;

ΡΟΥΒΗΝ
Λέω να βρούμε ένα τρόπο να πάρουμε πίσω τη Δίνα χωρίς να χυθεί αίμα. Γιατί θα χυθεί το δικό μας αίμα.

ΣΥΜΕΩΝ
Αδερφέ μου σε σέβομαι γιατί είσαι μεγαλύτερος. Όμως-και να με συμπαθάς, κι αν μας δώσει μόνος του πίσω το κορίτσι φεύγει και η ντροπή;

ΡΟΥΒΙΝ
Είναι  πολλοί οι Συχεμίτες.

ΣΥΜΕΩΝ
Είναι  πολλοί αλλά μας ατίμασαν.

ΡΟΥΒΗΝ
Και  τι λες να κάνουμε Συμεών;  Ορίστε, πες μας  το σχέδιο σου.

ΣΥΜΕΩΝ
Το σχέδιο μου είναι να πάρουμε πίσω την τιμή μας. Δεν ξέρω ακόμα πώς. Και σας ρωτάω: θα με βοηθήσετε σ’ αυτό το σκοπό; Είμαστε άντρες πια. Μπορούμε και πιάνουμε όπλα στα χέρια μας. Στύβουμε την πέτρα και βγάζει νερό.

ΙΟΎΔΑΣ
Όλοι θέλουμε να βοηθήσουμε. Όλοι λυπούμαστε και πονάμε για την αδερφή μας. Πρέπει να μάθουμε σ’ αυτόν τον χυδαίο ότι μπορεί να είναι άρχοντας, μα πρέπει να μας σέβεται. Αυτό πρέπει να ’ναι το μάθημά του. Και να ’ναι σκληρό μάθημα.

ΣΥΜΕΩΝ
Ισσάχαρ;..

ΙΣΣΑΧΑΡ
Ότι αποφασίστε κι εγώ μαζί σας.

ΣΥΜΕΩΝ
Εσύ Ζαβουλών είσαι μικρός κι εσύ όμως θα βοηθήσεις από κοντά. Εσείς οι άλλοι αδέρφια τί λέτε;

ΔΑΝ
Κι αν η Δίνα δεν είναι αδερφή μας από κοιλιά, όμως σε όλους έγινε η προσβολή. Ένας άπιστος να κλέψει την αδερφή μας… την κόρη του Ιακώβ... Αδέρφια, ξέρω μια κρυψώνα δίπλα στο δρόμο που περνάει ο Συχέμ. Αν μ’ αφήστε, αύριο κιόλας ο Συχέμ θα ’ναι νεκρός. Θα λουφάξω εκεί, κι όταν πλησιάσει το άρμα του, θα πεταχτώ και όπως δαγκώνει το φίδι, έτσι θα τον χτυπήσω. Και θα σπαρταράει σα σφαγμένο πρόβατο στο χώμα πάνω.

ΣΥΜΕΩΝ
Δαν αδέρφι, κράτα το θυμό σου για την ώρα που θα χρειαστεί. Αδέρφια, ακούστε με καλά. Ήρθαμε από έναν τόπο όπου ήμασταν ξένοι σ’ άλλον τόπο, όπου κι εδώ είμαστε ξένοι. Όπως ήταν κι ο πατέρας μας κι ο παππούς μας κι ο προπάππος μας. Και ξέρετε-γιατί να σας τα λέω-τη δυστυχία που τραβάει ο ξένος. Ως πότε αδέρφια; Ο θεός του πατέρα μας είπε σ’ αυτόν πως θα του δώσει αυτή τη γη δική του και στους απογόνους του, σε σας και σε μένα. Το ίδιο είπε και στον Ισαάκ, το ίδιο είπε και στον Αβραάμ. Αυτά μας λέει και μας ξαναλέει ο πατέρας μας για χρόνια τώρα. Ο θεός όμως δε θα διώξει έτσι ξαφνικά όλους τους Χαναναίους για να μας δώσει έτοιμη τη γη να την κάνουμε δική μας. Πρέπει να δουλέψουμε κι εμείς γι αυτό. Εγώ, αυτό που έγινε με τη Δίνα, το βλέπω σαν μια ευκαιρία να γίνουν αληθινά τα λόγια του θεού τώρα, από μας, για μας. Ας αρχίσουμε από τους Συχεμιτες αδέρφια.
(σιωπή)

ΓΑΔ
Εγώ είμαι πρώτος γι αυτό. Όμως πρώτα θέλω να μάθω τί ακριβώς έγινε. Η Δίνα είναι αδερφή σας και την ξέρετε καλλίτερα από εμάς -δεν μπορεί να της άρεσε ο Συχέμ και να πήγε θέλοντας μαζί του;

ΣΥΜΕΩΝ
Στην αδερφή μας ν’ αρέσει ένας αλλόπιστος; Δαν αδερφέ μου ούτε να το σκεφτείς πάλι αυτό. Ποτέ δε θα ’κανε η Δίνα κάτι τέτοιο.

ΓΑΔ
Παίρνω πίσω το λόγο μου αδέρφι. Και ξέρω πως εσύ πονάς περισσότερο απ’ όλους μας γιατί είσαι ο αγαπημένος της αδερφός. Γι αυτό δε δευτερώνω την κουβέντα μου. Είμαστε και μεις οι άλλοι μαζί σας. Όμως χρειάζεται περίσκεψη.

ΝΕΦΘΑΛΕΙΜ
Άκουσα ότι ο Συχέμ έχει κοντά του πάντοτε τρακόσους άντρες. Και ότι μπορεί να μαζέψει τρεις χιλιάδες μέσα σε μια μέρα.

ΔΑΝ
Κι έχουνε όπλα και χάλκινα σπαθιά. Πρέπει να τους πιάσουμε στον ύπνο. Και γρήγορα, πριν ξυπνήσουν.

ΑΣΗΡ
Αν  ζητήσουμε  να μας   βοηθήσει    κι ο  θείος  μας  ο Ησαύ;


ΣΥΜΕΩΝ
Οχι. Αυτός θα τα θέλει όλα δικά του. Θα τα καταφέρουμε μόνοι μας. Ας πάμε τώρα στην κατασκήνωση να δώσουμε θάρρος στις γυναίκες. Και κουβέντα στον πατέρα μας για τα σχέδια μας. Και να μη μάθει τίποτα ο Ιωσήφ γιατί θα του το προλάβει αμέσως. (Βγαίνουν όλοι ένας ένας και μένουν στο τέλος ο Συμεών με τον Λευί)

ΛΕΥΊ
Λες να ήρθε η ώρα να κάνουμε δική μας τη Χαναάν;

ΣΥΜΕΩΝ
Δεν ξέρω. Όμως αν δεν προσπαθήσουμε, όπως ήρθε θα φύγει.
(Βγαίνουν)

Τέλος της τρίτης σκηνής



ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Παλάτι του Εμώρ.
ΣΥΧΕΜ, ΔΙΝΑ, ΥΠΗΡΈΤΡΙΕΣ

ΣΥΧΕΜ
(Τελειώνει το ντύσιμό του. Η Δίνα στο κρεβάτι καθιστή)
Πενήντα στρατιώτες είναι πάντα έτοιμοι δίπλα μου να με προστατεύουν και να με υπηρετούν. Η χώρα μου είναι πλούσια. Ότι πεις, το δίνει το χώμα της. Με τους γείτονες μου καλά τα πάω. Όλοι μέσα στη χώρα με φοβούνται και με υπολογίζουν. ‘Όλα όσα έχω θα γίνουνε δικά σου. Θα είσαι η πρώτη ανάμεσα στις γυναίκες μου. Και τ’ αδέρφια κι ο πατέρας σου θα ’χουν ότι θέλουν. Μόνο να γίνεις γυναίκα μου. Θα στείλω τον πατέρα μου να σε ζητήσει από τον δικό σου.
(Την πλησιάζει)
Είσαι το ομορφότερο λουλούδι της χώρας μου. Μπροστά σου δε βάζω όλες τις παλλακίδες μου μαζί. Όταν γίνω άρχοντας εγώ στη θέση του πατέρα μου, εσύ θα είσαι η δεύτερη στη χώρα μετά από μένα.

ΔΙΝΑ
Αν με είχες ζητήσει από τον πατέρα μου, τότε όλα θα ήταν αλλιώς.  Τώρα είναι εχθρός σου. Εσύ τον έκανες κλέβοντάς με.

ΣΥΧΕΜ
Ο πατέρας σου δε θα πει όχι. Μου το είπε ο πατέρας μου. Τον έχει καταλάβει καλά. Φοβάται. Σ’ έκλεψα γιατί είμαι ο άρχοντας. Όποια γυναίκα θέλω, το ’χει τιμή να έρθει στο κρεβάτι μου.
(Χτυπάει ένα χάλκινο ηχείο κου βρίσκεται κρεμασμένο στον τοίχο. Εμφανίζεται ένας υπηρέτης που υποκλίνεται)
Φέρε τα φορέματα για τη βασίλισσα. Και να μου φωνάξεις τις καλλίτερες δούλες να τη ντύσουν
(ο υπηρέτης υποκλίνεται και βγαίνει)
Θα σού φέρουν τα καλλίτερα φορέματα που υπάρχουν στη χώρα, φερμένα από την Ασσυρία, από τη Χαλδαία, από την Αίγυπτο. Θα διαλέξεις όποια κι όσα θέλεις. Και θα διατάζεις τις κοπέλες αυτές-είναι δούλες σου. Θα πάω να βρω τον πατέρα μου να πάει να σε ζητήσει από τον δικό σου.

ΔΙΝΑ
Ανάποδα το έκανες. Πρώτα ζητάνε κι ύστερα παίρνουν.

ΣΥΧΕΜ
Είμαι ο άρχοντας.

ΔΙΝΑ
Και μένα δε με ρωτάς; Δεν είπα το ναι ακόμα.

ΕΥΧΙΜ
Σου αρέσω. Κι αφού σου αρέσω θα το πεις.
(Βγαίνει)

ΔΙΝΑ
(Σηκώνεται από το κρεβάτι. Μόνη)
Έπεσες στην παγίδα μου Συχέμ. Στην ώρα σου πέρασες από το μέρος όπου μ’ ήβρες. Και δεν μπόρεσες ν’ αντισταθείς στα κάλλη του κορμιού μου-και ποιος θ’ αντιστεκότανε σε τούτο το κορμί... Κι αν βγάλω όχι το βέλο μου μόνο, αλλά κι όλα τα ρούχα που το σκεπάζουν, ψεγάδι ουτ’ ένα δε θα βρεις στα τόξα του,. Όμως μακριά από μένα ο πόθος σου Συχέμ. Αν αλλόπιστος δεν ήσουνα κι αν άλλονε δεν αγαπούσα, τότε μπορεί και να γινόμουνα γυναίκα σου. Γιατί βλέπω πώς κάτω από την αγριάδα σου κρύβεται ένας ανόητος που θα μπορούσα να τον κάνω ότι θέλω. Όταν το κεφάλι σου θα πέφτει κάτω από το σπαθί του αγαπημένου μου, τότε θα δούμε πόσο είσαι άρχοντας. Πήγαινε φέρνε δούλους να με υπηρετούνε. Φέρνε δούλες να με συντροφεύουνε. Ντύσε με, φκιασίδωσέ με. Μ' αν τα κρατούσα ολ’ αυτά με αντίτιμο την προδοσία της φυλής μου, άξια θα ήμουνα για την πιο μεγάλη περιφρόνηση. Όμως είμαι έξυπνη. Θα κρατήσω και τα πλούτη σου και την τιμή μου.
(Μπαίνουν οι υπηρέτριες).

Α' ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ    
Κυρά μου προσκυνώ. Εγώ και οι τρεις συντρόφισσές μου είμαστε οι δούλες σου. Μας έστειλε ο άρχοντας για να σου φέρουμε φουστάνια. Διάλεξε όποιο θέλεις κυρά μου. Μα θαρρώ θα τα κρατήσεις όλα-στην ομορφιά σου ταιριάζει κάθε ρούχο.

ΔιΝΑ
Σ’ ευχαριστώ καλή μου και για τα καλά σου λόγια και για τα φορέματα. Βοήθησέ με να φορέσω αυτό.

Β΄ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ    
Αυτό κυρά μου είναι πράγματι ωραίο. Με σχέδια καμωμένα απ' τον καλλίτερο Φερεζαίο τεχνίτη. Κοίτα το πουλί αυτό που σκύβει για να τσιμπήσει κάτι. Δεν είναι σαν ζωντανό;

Γ' ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ    
Κι όταν θα το φορέσεις κυρά, θα ’ναι σα να βοσκάει στου στήθους σου το περιβόλι.

ΔΙΝΑ
θα βάλω κι αυτή  τη ζώνη  μαζί.  Πολύ  μου αρέσει.

Δ΄ ΥΠΗΡΈΤΡΙΑ    ,
Και  το βέλο τούτο κυρά-μαζί πάνε. Και τα σαντάλια. Πάλι  μπορείς να δοκιμάσεις και  τούτα…

ΔΙΝΑ
(Διαλέγει)
Θα κρατήσω αυτό. Κι  αυτά. Μη φύγετε όμως ακόμα. Καθίστε καλές μου, θέλω συντροφιά. Μου λείπουν  οι  δικοί  μου.

Α΄ ΥΠΗΡΈΤΡΙΑ    
Κυρά μου έτσι είναι στην αρχή. Μα συνηθίζεται. Και πολύ γρηγορότερα  σαν είσαι κυρά κι όχι δούλα όπως εμείς.

ΔΙΝΑ
Μετά  απο δω θέλω να βγω μαζί σας  μια βόλτα. Θέλω να μου  μάθετε το παλάτι, τον κήπο του και τα γύρω. Κι αν είσαστε καλές μαζί  μου δε θα έχετε να φοβηθείτε  τίποτα. Ο άρχοντας θα κάνει  για σας ό, τι του πω.

Α΄ ΥΠΗΡΈΤΡΙΑ
Κυρά μου, καμιά μας δε  θα σου πει  όχι σε ότι  ζητήσεις. Μόνο πες το και  θα γίνει.

Τέλος της τέαρτης σκηνής



ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΙΑΚΩΒ, ΛΕΥΊ, ΣΥΜΕΩΝ, ΡΟΥΒΗΝ, ΑΡΑΧΈΜ, ΕΜΩΡ.
Σκηνή του Ιακώβ στην Κατασκήνωση.

ΙΑΚΩΒ    
Έρχεται ο Εμώρ για να με δει. Δε θα του φερθούμε άσχημα. Είμαστε ξένοι!

ΛΕΥΙ
Ο γιός του δε φέρθηκε άσχημα στην αδερφή μας;

ΙΑΚΩΒ    
Έρχεται να μας δει. Ας δούμε τι θέλει.

ΣΥΜΕΩΝ
Ο, τι και  να πει και  ό τι και  να κάνει, μπορεί  να ξεπλύνει τέτοια προσβολή;

ΙΑΚΩΒ
Λοιπόν τι; Θα πρέπει να καταστραφούμε όλοι επειδή της Δίνας της αρέσει ο περίπατος; Τί θέλετε; Να πολεμήσουμε τον Αμώρ; Δεν έχουμε τις δυνάμεις. Βέβαια θα κάνουμε τον Αμώρ να καταλάβει πως αυτό που έκανε ο γιος του είναι άνομο. Κι ύστερα ανάλογα τι θα πει ο άρχοντας.

ΡΟΥΒΗΝ
(στα αδέρφια του)
Πάντοτε σέβομαι τη γνώμη του πατέρα. Και προχωρώ και δίνω κι ένα δίκιο στον Συχέμ. Είδε μπροστά του ένα όμορφο κορίτσι, άρχοντας είναι, το πήρε-ξέρουμε όλοι πως αυτά συνηθίζονται από τους άρχοντες. Και είμαστε άντρες και μεις και ξέρουμε τι σημαίνει να σ’ αρέσει μια γυναίκα και να μη μπορείς να την έχεις. Κι έπρεπε και μεις να κρατούμε το κορίτσι στο σπίτι αν δε θέλαμε να της συμβεί κάτι τέτοιο. Αυτά που λέω δε θα τα πω βέβαια μπροστά στον Αμώρ. Ούτε τον δικαιολογώ. Είναι φταίχτης απεναντί μας. Εκείνο που πρέπει νομίζω είναι, όπως λέει κι ο πατέρας, να περιμένουμε να δούμε τι θα πει ο Εμώρ-με τι διαθέσεις έρχεται και ανάλογα να πράξουμε.

ΣΥΜΕΩΝ
Με τι διαθέσεις  μπορεί  να έρχεται αδερφέ; Κι ακόμα κι αν  έπεφτε γονατιστός και ζήταγε συγνώμη , εμείς  θα τόνε συγχωρούσαμε;

ΡΟΥΒΗΝ
Όχι αδκρφέ, μα τί  να κάνουμε, πες.

ΣΥΜΕΩΝ
Δεν ξέρω, ότι μας φωτίσει ο θεός του πατέρα μας.

ΙΑΚΩΒ
Τώρα μίλησες σωστά παιδί μου. Ο θεός μου ποτέ δεν με άφησε ξεκρέμαστον. Πάντοτε με βοηθούσε στις δύσκολες ώρες. θα με βοηθήσει και τώρα.

ΡΟΥΒΉΝ
Πατέρα, ο θεός σου είναι και θεός μας. Κι αφού σε βοηθάει όλοι μας τον αγαπούμε. Είπες ότι σου είπε για τη Χαναάν πως θα γίνει δικιά μας. Μήπως ήρθε η ώρα πατέρα;

ΙΑΚΩΒ
Όχι παιδί μου. Όταν έρθει η ευλογημένη αυτή ώρα ο θεός θα μου το φανερώσει.
(Μπαίνει ο Αραχέμ)

ΑΡΑΧΕΜ  
Αφέντη έρχεται ο Εμώρ.
(βγαίνει)

ΙΑΚΩΒ
Καλώς να έρθει. Τον περιμένουμε.  
 (Σηκώνονται  όλοι  ορθοί. Μπαίνει  ο Εμώρ με δύο φρουρούς)

ΕΜΩΡ
Ιακώβ σε χαιρετάω και σένα και  τη συντροφιά σου.

ΙΑΚΩΒ   (υποκλινόμενος)
Κι εγώ σε χαιρετώ άρχοντα Εμώρ. Κι αυτά είναι  τρία από τα παιδιά μου.
Ο Ρουβήν, ο  Συμεών, ο Λευί.
(τα παιδιά υποκλίνονται)

ΕΜΩΡ
Εύχομαι ο θεός να δίνει σε σένα και στα παιδιά σου όλα τα καλά. Ιακώβ, Έρχομαι για να αλλάξω ένα κακό σε καλό. Ο γιός μου ο Συχέμ είναι νέος. Και τα ξέρεις τα νιάτα. Βράζει το αίμα τους. Και βέβαια ξέρεις πως η κόρη σου η Δίνα είναι μαζί του. Την άρπαξε. Ξέρω πόσο λυπάσαι κι ας μη το δείχνεις. Λυπάμαι κι εγώ μαζί σου. Είμαι πατέρας κι εγώ. Στενοχωριέμαι και σαν άρχοντας της χώρας και σαν γείτονας σας. Θα ήθελα να είμαστε καλοί γειτόνοι κι όχι να βλέπει ο ένας τον άλλο με μισό μάτι. Και θέλω όσοι μένουνε στη χώρα μου να μη με φοβούνται ούτε να με αποφεύγουν σα να ήμουνα εχθρός τους. Γι αυτό έχω να σας πω αυτά τα λόγια. Και σας λέω από πριν πως με ότι πω συμφωνεί κι ο γιός μου ο Συχέμ-αυτός μ’ έστειλε. Ο γιος μου έδωσε την καρδιά του στη θυγατέρα σου. Και δε θέλει να την κρατάει στο παλάτι χωρίς την έγκρισή σας. Θέλει να την παντρευτεί. Και θα την έχει πρώτη στη σειρά απ’ όλες τις γυναίκες του. Και όχι μόνον ο Συχέμ κι η  Δίνα, αλλά σου προτείνω να αρχίσουνε να συμπεθερεύουνε οι Συχεμίτες με σας. Γη πολλή έχουμε. Χωράμε κι εμείς κι εσείς κι άλλοι τόσοι. Και αν γίνει αυτό τότε θα είσαστε ισότιμοι με μας. Θα έχετε την άδεια να πηγαίνετε σε όποιο μέρος της Χαναάν θέλετε και θα εμπορεύεστε ελεύθερα. Κι αν συμφωνήσεις και δώσεις την κόρη σου στο γιό μου, για προίκα εγώ θα σου δώσω κι όσα κι ό,τι ζητήσεις. Μόνο πες το και θα γίνει. Ήρθα ο ίδιος εδώ γιατί και σένα σκέφτηκα και την ευτυχία του γιου μου. Αποφάσισε και πες μου Ιακώβ.

ΙΑΚΩΒ
Άρχοντα Εμώρ τι ν’ αποφασίσω και τι να πω. Ο γιός σου άρπαξε το κορίτσι μου. Πρόσβαλε και μένα και τη φυλή μου. Εκτιμάω που ήρθες εδώ εσύ ο ίδιος για να μας ζητήσεις το κορίτσι μας, όμως καλλίτερα θα ήταν αν ερχόσουν πριν ο γιός σου αρπάξει τη θυγατέρα μου. Τώρα τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Γιατί δεν είναι εσύ κι εγώ που μιλάμε. Τώρα έχουν λόγο και τα παιδιά μου. Είναι άντρες πια κι ας μιλήσουν. Κι ύστερα σου λέω κι εγώ το δικό μου λόγο.

ΡΟΥΒΗΝ
Άρχοντα, έτσι το ’χετε σεις εδώ; Ν’ αρπάζετε τα κορίτσια του κόσμου; Θα σου πω τούτο κι ας με μαλώσει ο πατέρας μου γι αυτή μου την ασέβεια. Άλλη φορά να εξετάζει πρώτα ο γιός σου ποια είναι η κοπέλα που αρπάζει προτού την αρπάξει. Όσο για τώρα, δεν ξέρω τι να πω. Θέλω πρώτα να ξαστερώσει το μυαλό μου κι υστέρα θα κουβεντιάσω με τ’ αδέρφια μου και θα σου πούμε.

ΣΥΜΕΩΝ
Άρχοντα, έχουμε όλο το δίκιο. Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι πως ότι έγινε δεν ξεγίνεται. Πραγματικά δε βλέπω τι άλλο εκτός από το γάμο θα μπορούσε να γίνει. Ο γάμος αυτός κι εμάς θα μας ικανοποιήσει, έστω εκ των υστέρων, και το γιό σου, αφού αγάπησε την αδερφή μας. Ένα είναι όμως το μεγάλο εμπόδιο γι αυτό το γάμο. Πως εμείς όλοι έχουμε κάνει περιτομή και σεις είσαστε απερίτμητοι. Η περιτομή είναι βασικό στοιχείο της λατρείας μας και ποτέ μέχρι τώρα δε δώσαμε δικό μας κορίτσι σε άντρα που έρχεται από απερίτμητη φυλή. Μπορούνε να ταιριάξουνε τα πράγματα αν και της δικής σου φυλής οι άντρες κάνουνε περιτομή. Έτσι θα δείξετε πως δεν είσαστε εχθροί μας και  τότε  δεν  θα υπάρχει  εμπόδιο για  το γάμο. Αν  όμως  δεν κάνετε περιτομή, θα πάρουμε πίσω την αδερφή  μας  και  θα φύγουμε. Τί λέτε αδέρφια;

ΛΕΥI
Μόνο έτσι μπορούμε να δεχτούμε το γάμο.

ΙΑΚΩΒ
Σωστή κουβέντα.

ΕΜΩΡ
Είναι  σωστή η  γνώμη  σας. Και  σας ομολογώ πως  ταιριάζει και  με τη  δική  μου γνώμη. Η περιτομή  θα μας φιλιώσει και  με άλλους λαούς  που περιτέμνονται. Θα το  δεχτεί και ο Συχέμ γιατί  αγαπάει  τη Δίνα. Σας ευχαριστώ για την καλή λύση που δώσατε στο πρόβλημα μας. Και  τώρα να φύγω.

ΙΑΚΩΒ
Άρχοντα, το ’χουμε συνήθειο να φιλεύουμε τον ξένο που μπήκε στο σπίτι   μας. Κάτσε να φάμε.

ΕΜΩΡ
Θα πάω να πω τα χαρούμενα νέα στον Συχέμ. Θα φάμε και θα πιούμε όλοι  μαζί στο γάμο. Σας χαιρετώ.
(βγαίνουν)

Τέλος της πέμπτης σκηνής




ΣΚΗΝΗ ΈΚΤΗ    

Το σπίτι  ενός Συχεμίτη.

ΝΟΙΚΟΚΥΡA, Β' ΓΕΙΤOΝΙΣΣΑ, ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΧΕΜΙΤΗΣ

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ    (Κοπανίζοντας  στάρι  σ’ ένα γουδί)
 Και  θα την παντρευτεί;

Β' ΓΕΙΤΌΝΙΣΣΑ
Θα την  παντρευτεί . Πήγε ο  ίδιος ο άρχοντας στον πατέρα της και τη ζήτησε.

ΝΟΙΚ.
Είναι άρχοντας κι αυτός;

Β' Γ.
Λένε πως έχει πολλά ζώα και πολύν πλουτο. Άρχοντας όμως δεν είναι.

ΝΟΙΚ.
Ακούω πως είναι άπιστοι. Δεν πιστεύουν στον Μαρντάκ. Πώς θα πάρει ο γιός του άρχοντα γυναίκα άπιστη;

Β'Γ.
Ναι. Είναι άπιστοι. Κάνουνε  θυσίες σε δικό τους, ξένο  θεό.

ΝΟΙΚ. Ποιον;  

Β'Γ.
Δεν ξέρω. Και  δεν  του φτιάχνουν αγάλματα ούτε ζωγραφιές λέει.

ΝΟΙΚ.
Τότε πού πιστεύουν; Στον αέρα; Άλλο και τούτο…

Β'Γ.
Ο θεός τους παρουσιάζεται ο ίδιος λέει μπροστά τους.

ΝΟΙΚ.
Και με τέτοιους ανθρώπους κάνει συμπεθεριό ο άρχοντας;

Β'Γ.
Μη στενοχωριέσαι συ. Για να δέχτηκε τέτοιο πράγμα ο άρχοντας θα πει πως έχει ψωμί η υπόθεση. Θα κερδίσει πολλά.

ΝΟΙΚ.
Μακάρι  γιατί κάτι  θα μείνει και  για μας.

Β'Γ.
Ο θεός να δώσει. Σήμερα λέει θα τους εμίλαγε ο άρχοντας στην πύλη. Πήγε ο άντρας σου;

ΝΟΙΚ.
Πήγε.

Β' Γ.
Να δούμε τι νέα θα σου φέρει.
(Ακούγονται βήματα)

ΝΟΙΚ.
Αυτός είναι. Κατά φωνή.


Β' Γ.   (Βιαστικά)
Φεύγω φεύγω…
(Βγαίνει. Μπαίνει  ο άντρας  Συχεμίτης).

ΝΟΙΚ.
Καλώς τον. Σας μίλησε ο άρχοντας;

ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΧΕΜΙΤΗΣ
Μας μίλησε.

ΝΟΙΚ.        
Και τί σας είπε;

Α.Σ.
Μας είπε να κάνουμε περιτομή. Να τι μας είπε. Γιατί, λέει, έτσι θα κάνουμε φίλους τους τσοπάνηδες και θα ’χουμε δικά μας τα πρόβατά τους.

ΝΟΙΚ.
Πώς  θα τα ’χουμε δικά μας;

Α. Σ.
Δεν είπε. Θα τους σκοτώσει και θα τα πάρει. Πώς αλλιώς;  Ζωντανός άνθρωπος αφήνει να του πάρουνε τα ζώα του; Άκου  περιτομή! Σε λίγο θα μας πει και να μην έχουμε είδωλα των θεών μας. Και θα μας πει να πιστεύουμε σε ένα θεό μόνο, αρκεί να βρει κι άλλη ευκαιρία για πλιάτσικο.

ΝΟΙΚ
Άντρα μου, αν το πει, άρχοντας είναι, τι να κάνουμε;

Α.Σ.
Μα βρε γυναίκα, βάλε λίγο το μυαλό σου να δουλέψει. Εγώ μόνος μου μπορώ να κάνω παιδιά αν δεν είχα εσένα; Πώς ένας θεός μονάχα θα μπορούσε να γεννήσει όλους τους άλλους θεούς που βλέπουμε; Τον ήλιο, τη σελήνη, τη γη, τ’ αστέρια... Φαντάσου τον Αμσού-
μεγάλη η χάρη του-χωρίς την Τιαμά. Πώς θα μπορούσε να κάνει όλα όσα έκανε;

ΝΟΙΚ.
Δίκιο έχεις άντρα μου.

Α.Σ.
Έχω μα πού να το βρω…

ΝΟΙΚ
Και θα κάνεις περιτομή κι εσύ;

Α.Σ.    
Ξέρω κι εγώ τι θα κάνω; Πονάει κιόλας λένε. Και πρέπει για πέντε μέρες να μείνουμε στο σπίτι, μακριά από τις δουλειές μας.

ΝΟΙΚ.
Αφού το λέει ο άρχοντας κάνε το άντρα μου, ας μη του πάμε κόντρα.

Α.Σ.
Θα δω τι θα κάνω. Βάλε κάτι να φάω και να κοιμηθώ γιατί αύριο έχω χωράφι.

ΝΟΙΚ.
Πάω άντρα μου.
(βγαίνει)

Α.Σ.
(μόνος)
Άκου περιτομή! Αλλά και πάλι πώς να πας κόντρα στον άρχοντα; Ύστερα τόσες φυλές κάνουν περιτομή, γιατί όχι κι εμείς; Μα να την κάνουμε για το χατίρι του Συχέμ... Τέλος. Ας ξημερώσει και θα το σκεφτώ πάλι. Άκου περιτομή…

Τέλος της έκτης σκηνής




ΣΚΗΝΗ  ΕΒΔΟΜΗ
Παλάτι του Εμώρ. Κήπος.  βράδυ.
ΔΙΝΑ, ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ, ΣΥΜΕΩΝ

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Κυρά μου δυο μήνες είσαι μαζί μας κι είναι σα να σε ξέρουμε χρόνια.  Είσαι  καλή κι απλή σαν κι εμάς κι ας είσαι αρχόντισσα.

ΔΙΝΑ
Δεν είμαι ακόμα αρχόντισσα. Πρόσεξε μήπως όταν γίνει ο γάμος αλλάξω.
(Γελάει)
Όχι καλή μου. Πάντοτε θα είμαι όπως τώρα. Με τους καλούς είμαι καλή.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Το φόρεμα του γάμου κυρά μου δε φαίνεται από τα διαμάντια και το χρυσάφι που έχει πάνω του.

ΔΙΝΑ
Ναι, μου αρέσει και μένα. Ο άρχοντας γύρισε;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Ναι κυρά. Κουβεντιάζει με τον πατέρα του.

ΔΙΝΑ
Πήγαινε να του πεις πως είμαι εδώ και πως θ’ ανέβω σε λίγο να τον δω.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Κυρά μου είναι βράδυ. Πώς θα κάτσεις μόνη σου στον κήπο;

ΔΙΝΑ
Δεν είμαι μικρό παιδί να φοβάμαι . Θα έρθω σε λίγο. Πήγαινε.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Μάλιστα κυρά.
(Υποκλίνεται, βγαίνει)

ΔΙΝΑ
(Πηγαίνει προς την πόρτα του κήπου. Με προφύλαξη, σιγά)
Συμεών! Συμεών!
(Εμφανίζεται πίσω από την μάντρα του κήπου ο Συμεών. Πηδάει την μάντρα και μπαίνει. Αγκαλιάζει τη Δίνα. Φιλιούνται)

ΣΥΜΕΩΝ
Ω! Πόσο μου λείπεις αγαπημένη μου…

ΔΙΝΑ    .    
Κι εσύ αγαπημένε μου μου λείπεις. Δεν μπορώ άλλο εδώ μέσα.

ΣΥΜΕΩΝ    
Κάνε κουράγιο. Σε πέντε μέρες θα κάνουν περιτομή οι Συχεμίτες. Την δεύτερη μέρα μετά την περιτομή θα τελειώσουν τα βάσανα σου. Το βράδυ της ημέρας εκείνης να ’χεις κοντά σου τον Συχέμ. Έφτασε η ώρα να γίνω εγώ άρχοντας κι εσύ δίπλα μου αρχόντισσα τιμημένη. Έχεις τίποτα καινούργιο να μου πεις; Έμαθες τίποτε άλλο;

ΔΙΝΑ
Όχι κάτι συγκεκριμένο. Όμως να προσέχετε.
 Δυο φορές τις τελευταίες μέρες που μιλούσε με τον πατέρα του, όταν πλησίασα έκοψαν άξαφνα την κουβέντα τους. Να προσέχετε.

ΣΤΜΕΩΝ
Μήπως κατάλαβε τίποτα και  θέλει να μας προλάβει;

ΔΙΝΑ
Δεν ξέρω, ίσως και να μου φάνηκε. Θα σε ειδοποιήσω αν μάθω κάτι…

ΣΥΜΕΩΝ
Προσέχουμε αγαπημένη μου, προσέχουμε. Μήπως έφερε κι άλλους άντρες στο παλάτι;

ΔΙΝΑ
Οχι. Οι ίδιοι είναι. Εσείς είσαστε σύμφωνοι όλοι ή μήπως κανείς σου φέρνει αντιρρήσεις;

ΣΥΜΕΩΝ
Όλοι σύμφωνοι είναι. Όμως την αρχή θα την κάνω με το Λευί. Ύστερα θ’ ακολουθήσουν οι άλλοι.

ΔΙΝΑ
Με το Λευί; Ποτέ δεν τα πηγαίνατε καλά οι δυο, τώρα είναι  μαζί  σου;

ΣΥΜΕΩΝ
Είναι γιατί μυρίζεται ψητό.

ΔΙΝΑ
Κατάλαβε κανείς ότι τα είχαμε σχεδιάσει όλα;

ΣΥΜΕΩΝ
Οχι. Η Ρόνι με την περιγραφή της αρπαγής σου τους έχει πείσει όλους τελείως.
(Τη φιλάει)
Αγαπημένη μου να προσέχεις κι εσύ.
Δε μ’ άρεσαν αυτά που μου είπες για τον Συχέμ και τον πατέρα του.

ΔΙΝΑ    
Θα σου πω και κάτι άλλο που δε θα σου αρέσει Συμεών  αγάπη μου.

ΣΥΜΕΩΝ
Τι;

ΔΙΝΑ
Είμαι έγκυος.

ΣΥΜΕΩΝ
Απ’ αυτόν;

ΔΙΝΑ
Απ’ αυτόν.

ΣΥΜΕΩΝ
Έχω ένα φίλο στην Αίγυπτο. Θα στείλουμε εκεί το παιδί. Γνωρίζει έναν ιερέα στην Ηλιούπολη. Το ξέρει ο Συχέμ πως είσαι έγκυος;

ΔΙΝΑ
Όχι.

ΣΥΜΕΩΝ
Να του το πεις απόψε. Θα του αρέσει και θα μπορέσεις να το εκμεταλλευτείς για την υπόθεσή μας.

ΔΙΝΑ
Θα του το πω. Και πρέπει να φύγω γιατί με περιμένει.
(φιλιούνται)
Γεια σου

ΣΥΜΕΩΝ
Γεια σου.





ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ

Σκηνή του Ιακώβ.
ΙΑΚΩΒ, ΑΡΑΧΕΜ, ΛΕΙΑ, ΒΑΛΛΑ, ΜΕΛΧΑ, ΡΟΥΒΙΝ, ΛΕΥΙ, ΙΟΥΔΑΣ, ΔΑΝ.


ΙΑΚΩΒ
Παιδιά μεγάλωσα εγώ ή φίδια; Ω! Πώς πονάει η πληγή  που  μου άνοιξαν… Άμυαλοι. Με  το μαχαίρι  νομίζουνε πως  θα λύσουνε το πρόβλημά τους. Ανόητοι. Κι  η συμφωνία που κάναμε με  τον Αμώρ; Δεν τη λογάριασαν; Και είσαι  σίγουρος πως σκότωσαν και τους αρχόντους;

ΑΡΑΧΈΜ
Ναι αφέντη. Και τον Εμώρ και τον Συχέμ και τη φρουρά τους. Κι όλους τους άντρες της πόλης. Εκμεταλλεύτηκαν που οι Συχεμίτες κάνανε περιτομή και δεν ήτανε ικανοί για αντίσταση.

ΙΑΚΩΒ
Ω! Συφορά! Και  δεν  τους  έφτανε αυτό  μα λεηλάτησαν και  τα σπίτια τους…

ΑΡΑΧΕΜ
Και πήραν τις γυναίκες τους και τα ζωντανά τους κι ότι πολύτιμο είχαν στα σπίτια τους οι ανθρώποι.

ΙΑΚΩΒ
Καλά , εγώ είμαι γέρος, εμένα με κορόιδεψαν. Εσύ δεν κατάλαβες τίποτα;

ΑΡΑΧΈΜ
Ούτε εγώ ούτε κανένας από τους άντρες μου αφέντη. Κρυφό το κράτησαν από όλους τα παιδιά σου.

ΙΑΚΩΒ
Πού  είναι   τώρα;

ΑΡΑΧΕΜ
Ο Συμεών έμεινε εκεί, οι άλλοι κάπου εδώ τριγυρίζουν.

ΙΑΚΩΒ
Τι άλλο έχει στο μυαλό του ο Συμεών άραγε; Και τι σχεδία έχουν κι οι άλλοι; Φώναξε μου όποιον βρεις από δαύτους! Αμέσως. Τώρα!

(ο Αραχέμ βγαίνει.  Ο Ιακώβ δυνατά)

Λεία! Δάλλα! Μελχά!

(Προβαίνουν μία μία οι γυναίκες)
Τα μάθατε τα κατορθώματα των γιων σας; Μάθατε τις ντροπές που ρίξαν στο κεφάλι μου; Μάθατε τις έγνοιες που μου βάλανε; Φίδια μου γεννήσατε, όχι παιδιά. Να
’τοιμαστείτε για φευγιό. Δε γίνεται άλλο να σταθούμε εδώ. Θα μας ρημάξουν. Τι συφορά! Πάνω που είπαμε να ριζώσουμε δω χάμου, να ’μαστε πάλι για δρόμο!  Να μην πείτε τίποτα στη Ραχήλ. Θα της τα πω εγώ τα νέα όπως πρέπει. Αντέστε. Φύγετε. Συφορά μου!
(οι γυναίκες βγαίνουν)
Θεέ μου τί να κάνω; Εσύ στις δύσκολες στιγμές μου πάντοτε με βόηθησες. Βοήθα με και τώρα. Μου υποσχέθηκες να δώσεις σε μένα και στους απογόνους μου τη γη Χαναάν. Μην πάρεις πίσω το λόγο σου Κύριε για την απρέπεια των παιδιών μου. Και φανερώσου μου και πες μου τι να κάμω στις δύσκολες ώρες που περνώ.
(Μπαίνουν Ρουβήν, Ιούδας, Λευί, Δαν)
Πού είναι τα μαχαίρια σας; Φέρτε τα και σκοτώστε κι εμένα!..

ΡΌΥΒΙΝ
Πατέρα..

ΙΑΚΩΒ
..Αλλά μήπως δε μ’ έχετε κιόλας  σκοτώσει; Αθώους ανθρώπους εσκοτώσατε. Γιατί;

ΡΟΥΒΙΝ
Πατέρα, ατιμάσανε την αδερφή μας!

ΙΑΚΩΒ
Όλοι  την ατιμάσανε; Εσείς  ρημάζατε  την  πόλη  όλη. Εμένα δε με σκεφτήκατε; Όλος ο κόσμος τώρα θα λέει εμένα κακόν και ύπουλο.

ΛΕΥΙ
Πατέρα όλο μας λες πως τη Χαναάν θα μας τη δώσει δική μας ο θεός. Πώς θα μας τη δώσει αν δεν πολεμήσουμε; Πρέπει να βοηθήσουμε τη θέληση του θεού.

ΙΑΚΩΒ
Ωραία τη  βοηθήσατε. Σκοτώνοντας αθώους ανθρώπους. Θαρρείτε ανόητοι πως έτσι παίρνονται οι Χαναάν; Τώρα ξέρετε τι θα γίνει; Οι Χαναναίοι και  οι Φερεζαίοι  θα ξεσηκωθούν και θα μας λιώσουν. Θα χάσουμε  ό,τι έχουμε και  δεν έχουμε. Αν κανένας από μας γλιτώσει θα είναι τυχερός. Πού είναι ο Συμεών;

ΛΕΥΙ
Έμεινε στην πόλη.

ΙΑΚΩΒ
Η Δίνα;

ΛΕΥΙ
Κι αυτή μαζί.

ΙΑΚΩΒ
Γιατί έμεινε εκεί ο Ιακώβ;

ΛΕΥΙ
Θέλει να γίνει άρχοντας εκεί λέει……..

ΙΑΚΩΒ
Ω.' Τον ανόητο. Μήπως θέλει να πάρει και την Αίγυπτο; Ω! Τον ανόητο! Μα τι περίμενα απ’ αυτόνε  κι από σένα που για να διασκεδάσετε κόβατε τα νεύρα από τα πόδια των ταύρων και τους βλέπατε να σπαρταράνε και γελούσατε; Αφού για το γέλιο σας κάνατε τέτοια, τι δε θα κάνατε στο θυμό σας πάνω…

ΡΟΥΒΗΝ
Πατέρα δίκια είσαι θυμωμένος. Μα με τους Συχεμίτες δε θα μπορούσαμε μετά από ότι έγινε-την αρπαγή της αδερφής μας-να είμαστε φίλοι. Θα ήμασταν εχθροί. Κι οι Συχεμίτες ήσαν δυνατότεροι. Έτσι πάντοτε θα κάναμε ότι εκείνοι ήθελαν. Μόνο με δόλο μπορούσαμε να τους εξοντώσουμε. Πρέπει  να κοιτάξουμε το μέλλον μας. Αν το χειριστούμε το ζήτημα καλά, μπορούμε να ριζώσουμε στην πόλη της Συχέμ. Κι αυτή θα είναι μια καλή αρχή για να εκπληρωθεί η υπόσχεση του θεού σου-να πάρουμε τη Χαναάν.

ΙΑΚΩΒ
Άδικα αίματα δε θέλει ο Θεός μου. Φύγετε. Και τραβάτε πέστε σ’ αυτό τον ελαφρόμυαλο ναρθεί εδώ προτού πέσουν απάνω του οι Φερεζαίοι και τότε δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Τραβάτε. Και στείλτε μου τον Ιωσήφ. Θέλω να ημερέψω λίγο την ψυχή  μου.



                                    ΑΥΛΑΙΑ