Σάββατο 24 Απριλίου 2021

ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ

Βρίσκομαι στην Αθήνα.
Παίρνω ένα λεωφορείο δεν θυμάμαι για πού.
Κάθομαι σε ένα κάθισμα στην τύχη.

Τα μάτια μου τα έλκει ένα μελαψό ζευγάρι λοξά απέναντί μου-ένας άντρας και μια γυναίκα.
Μελαμψοί.
Πανέμορφοι και οι δυο.
Μετά από είκοσι χρόνια τους έχω ζωντανούς στη μνήμη μου και στην ψυχή μου.

Τσιγγάνοι διαφορετικοί από τους συνηθισμένους. Έξυπνοι, καθαροί, σοβαροί. Και κάτι πιο πάνω από Τσιγγάνους, Καυκάσιους, Κίτρινους ή Μαύρους: αριστοκρατικοί.
Αυτό ακριβώς.

Από τους τσιγγάνους έμενε σ’ αυτούς η αίσθηση της ελευθερίας και η  αδιαφορία για όλα τα άλλα πλην για ό,τι συνέβαινε μεταξύ τους την κάθε στιγμή.

Κατάμαυρα, λαμπερά, έξυπνα και ζωηρά μάτια και οι δυο.
Όμορφοι και οι δύο, με όποια ομορφιά ξέρει να ταιριάζει το σύμπαν στους διαλεχτούς του.
Άντρας ο άντρας, γυναίκα η γυναίκα.
Κάθονταν σε διπλανές θέσεις. Η γυναίκα στα αριστερά του άντρα. Ο άντρας δίπλα στο παράθυρο.
Όταν μπήκα, ο άντρας μιλούσε στη γυναίκα. Σε μια άγνωστή μου γλώσσα. Με μια φωνή ευπρεπή, κόσμια, καθαρή, αντρίκια. Με το πρόσωπο ελαφρά γυρισμένο προς αυτήν, χωρίς να την βλέπει , μα αρκετά για να είναι φανερό ότι  δεν την αγνοεί, ότι σ’ αυτήν και μόνον απευθύνεται. Κάποτε, για μια μικρή στιγμή κάθε φορά,  γύριζε ανεπαίσθητα το πρόσωπό του προς τα εμπρός, χωρίς να σταματήσει να μιλάει, σαν λες το έκανε για να σκεφτεί τι να πει πιο πέρα, ή σαν να διάβαζε ένα αόρατο για τους άλλους βιβλίο. «Σαν» να το έκανε. Γιατί ο λόγος του δεν σταματούσε διόλου ούτε τη στιγμή εκείνη και ούτε απολειπότανε η ζέστα της φωνής του, ούτε έπαυε να δείχνει ότι ξέρει που απευθύνει την ομιλία του.
Μιλούσε ήρεμα, με μέτριας έντασης φωνή.
Κρατούσε το κεφάλι ούτε ψηλά ούτε χαμηλά. Γεμάτος αυτοπεποίθηση, μετάδινε στην γυναίκα-τι; Πληροφορίες; Διαλογισμούς; Της διηγόταν κάτι; Ήρεμη, βαθιά, ζεστή αντρική φωνή. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση φιλική, ευχάριστα αδιάφορη. Πάνω από κάθε άλλο συναίσθημα όμως, το πρόσωπο αυτό ήξερε με βεβαιότητα, χωρίς να αφήνει αυτό να φαίνεται, πως έχει την απόλυτη προσοχή της γυναίκας.

Εκείνη είχε το πρόσωπό της γυρισμένο προς αυτόν, κοιτάζοντάς τον κατάματα.
Όσο έμεινα μέσα στο λεωφορείο και μέχρις ότου βγήκα από αυτό μετά είκοσι πέντε λεφτά, τίποτα δεν είχε αλλάξει στην στάση τους. Εκείνος να μιλάει και εκείνη να ακούει κοιτάζοντάς τον κατάματα.
Είχε ένα πρόσωπο που ακτινοβολούσε ευτυχία. Τον κοίταζε με τα ωραία κατάμαυρα μάτια της με λατρεία. Με αδιαφιλονίκητη προσήλωση Όποιος την έβλεπε, ένιωθε το βλέμμα της να φτιάχνει μια φωλιά που έκλεινε μέσα της τον δίπλα της άντρα από παντού, σαν κάτι πολύτιμο και μοναδικό.
Και ούτε για μια μόνο στιγμή δεν πήρε τα μάτια της από τον άντρα. Για είκοσι πέντε όλα λεφτά ήταν σαν σε έκσταση. Σαν να αποκαλύφτηκε μπροστά της και να της μιλούσε ο ίδιος ο καλός θεός.
 Άνθρωποι έμπαιναν και έβγαιναν στο και από το λεωφορείο, θέσεις άλλαζαν επιβάτες σε κάθε στάση. Ούτε έδειξαν και οι δυο τους ότι παρατήρησαν οτιδήποτε συνέβαινε δίπλα τους, τόσο κοντά τους.
Είπα ότι εκείνη τον κοίταζε με λατρεία. Δεν έχω άλλη λέξη για να χαρακτηρίσω το βλέμμα της αυτό. Βλέμμα που ούτε για ένα μικρούτσικο κλάσμα του δευτερολέπτου δεν στράφηκε κάπου αλλού.
Αυτή τη στάση των δύο μεταξύ τους, αν ήθελε κάποιος να την αξιολογήσει με μέτρο τον έρωτα, δεν θα έλεγε πως ήταν έρωτας. Ήταν ένα σκαλοπάτι πιο πάνω από τον έρωτα, όπως και αν θέλει να το ονομάσει κανείς.
Ήταν σαν να μιλούσε όχι αυτός μα η ψυχή του.
Και σαν εκείνη να είχε υπάρξει μόνο για να ακούει εκείνη τη φωνή από αυτόν τον άνθρωπο.
Όταν βλέπω έναν άντρα και μια γυναίκα μαζί, για να τους καταλάβω τους σκέπτομαι στο κρεβάτι.
Όποτε θυμάμαι αυτούς τους δυο, σκέφτομαι πόσο θα ευτελίζονταν η κοινωνία τους αυτή, αν ξάπλωναν σε ένα κρεβάτι!
Ας είναι ευλογημένο το αστέρι που τους γέννησε και η στιγμή που τους έφερε στο δρόμο μου.
Τώρα ξέρω ότι υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι, καλλίτεροι από τον δικό μας.