Στον φίλο Γιάννη της Roscoe Boulvard
Φίλε Γιάννη! Φίλε Γιάννη!
πού το ρέμα τάχα βγάνει;
πού μας πάει η ζωή
με την τόση της ορμή;
Ή με ήλιο η με αέρα
τρέχουμε όλη την ημέρα-
όλη μέρα στη δουλειά
και τα βάσανα ζαλιά.
To πρωί όταν ξυπνούμε
πρέπει κιόλας να βιαστούμε-
σηκωθήκαμε αργά
και η ώρα προχωρά.
Ξούρα, ντους, ντύσιμο, μάσα
δίχως ρέγουλο κι ανάσα'
και ορμάμε βιαστικοί
και σκορπάμε εδώ κι εκεί.
Και σπαρίλας του θανάτου
πάει καθένας στη δουλειά του.
και τ' ωράριο αρχινά
να τελειώσει που ξεχνά.
Ο πελάτης να γκρινιάζει
ν' απαιτεί και να φωνάζει'
και πιο κει σα μυστικός
χωροφύλακας ο boss.
Ο καθένας το δικό του
το μακρύ και το κοντό του
και μιλάν όλοι μαζί
και βοά το μαγαζί.
Κι όλο κάτι πάντα βγαίνει
και στη μύτη μας μας μπαίνει-
μια εκείνο και μια αυτό
δε στεκόμαστε λεφτό.
Κι αν γεμάτη θέμε τσέπη
σ' όλους "yes" να λέμε πρέπει
κι είδος σπάνιο το κοινό
εκατάντησε το "no".
Κι αποσταίνει το δολάριο
και τελειώνει το ωράριο
και το κάρο καβαλάς
και στο σπίτι πλέον πας.
Κι όπως συ κανείς αν λάχει
λογική γυναίκα να 'χει
τότε θα ξεκουραστεί
σα στο σπίτι του βρεθεί.
Μα οι κακόμοιροι οι άλλοι
και στο σπίτι το ίδιο χάλι:
ο αιώνιος πελάτης-
η γυναίκα- το χαβά της.
Μα και γκρίνια να μην έχεις,
και στο σπίτι πάλι τρέχεις.
Είναι του σπιτιού οι δουλειές
κι αναγκαίες και πολλές.
Να εχάλασε η βρύση,
να το τζάμι έχει ραϊσει,
να εγδάρθηκε ο σοβάς
και καιρός ούτε να φας.
Και με το 'να και με τ' άλλο
ή μικρό είτε μεγάλο
κάθε μέρα ξεψυχά
σα δελφίνι στα ρηχά.
Και απ' όλες τις ημέρες-
κάθε μια και δυο φοβέρες-
σαν εικόνα ελκυστική
μένει μόνο η Κυριακή.
Οι νεκροί έξω απ' την κάσσα!
Επιτέλους! Μια ανάσα!
Δεν μπορεί, όσο να πεις
κάπως θα ξεκουραστείς.
Μα κανείς προτού να κάτσει
πρέπει κάτι να κοιτάξει...
δύο μοναχά λεφτά...
έτσι...να...στα πεταχτά...
Να! Θα πρέπει να κουρέψει
το γρασίδι που 'χει αγριέψει
και τα δέντρα εκειδά
να κλαδέψει χαμηλά.
Την κουζίνα ν' ασβεστώσει
που οι καπνοί έχουν λερώσει
τη λαβή του καναπέ
να γυαλίσει και απέ...
Απέ χάραγμα το κλήμα.
Και τα λάχανα-τι κρίμα-
δεν εκάναν προκοπή'
λίγο θέλουνε φουσκί.
Και την πόρτα να στεριώσει
που 'χει εσχάτως χαλαρώσει
(βλέπεις αν δεν προσεχτεί
το τσαρδί θα ρημαχτεί...)
Ε! Αφού αυτά θα κάμει
κι έχει πλέον αποκάμει
όση μέρα μένει πια
του ανήκει οριστικά.
Α! Δουλειές και φασαρίες...
Μήπως στέκουμε κι αργίες;
Σα στη λεμονιά οι ανθοί
όλο κάτι θα βρεθεί.
Από το πρωί ως το βράδυ
ακλουθάμε το κοπάδι.
Κι απ' το βράδυ ως την αυγή
εφιάλτης η σφαγή.
Της πατρίδας νοσταλγός
(δέκα χρόνια μισεμός)
μακριά απ' τα ιερά
βράχια, χώματα, νερά.
Φίλε Γιάννη! Φίλε Γιάννη!
Πού το ρέμα τάχα βγάνει;
πού μας πάει η ζωή
με την τόση της ορμή;
Λος Άντζελες 1996