Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

Από και προς την Catherine Holiastos


ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Το μάτι θαμπώνει.
Ο Χρόνος λυγίζει το βάρος του πάνω στην πλάτη μας.
Φεύγει ο χορός των ανεύθυνων χρόνων ανεμίζοντας
κενά τα μαντήλια στην άλλη τους άκρη.
Τσιμπάει ο Πολυδέγμονας τ' ακροδάχτυλα του ποδαριού μας που ή να φωνάξουμε ή να παραδοθούμε.
Μα πού φωνή.
Πού νάμπει αέρας μες στα οκνά  πνεμόνια και να ηχήσει.
Τα βήματα πια δεν οδηγάνε πουθενά παρά τόνα στάλλο. Μπροστά μας όλα στέκουν φανερά, σίγουρα πως δεν θα ενοχληθούν.
Ο κόσμος φεύγει σαν δέντρο που το βλέπεις από τραίνο που τρέχει.  
Και δέντρο άλλο στην παγωμένη στέπα δεν ορθώνεται.
Κλήμα φαγωμένο μέχρι τη ρίζα του από τον σκούρκο.
Εληά δακοχτύπητη.
Κυπαρίσσι κεραυνισμένο.
Βράχος στην πτώση του η ζωή μας.

Η νύχτα έρχεται για πάντα κάθε βράδυ.
Και το πρωί, και η μέρα, και το δείλι, σταγόνες του νύχτιου ωκεανού πάνω από τον αφρό των μαύρων κυμάτων του.
Η επίπεδη επιφάνεια του Τώρα σκεπασμένη από τη μαυριδερή γλίτσα του Πριν μην έχοντας μεινεσμένη ούτε μια ξέσκεπη γωνιά. Ολες οι σκόνες από αμέτρητες ταραχές εκεί μαζεύονται.
Οι αρμοί των ποδιών έχουν πάψει να ονειρεύονται άλματα.
Οι κλειδώσεις των χεριών δεν προσδοκούν ανατάσεις.
Πρόσεξε το γέρικο Λόγο: φεύγει λίγο λίγο προς τη Σιωπή ταξιδεύοντας πολυπληγωμενος από αγκάθια αδιαφορίας και καμένος από φλόγες Κρυφής φωτιάς.
Ενας αντίλαλος μένει μόνο σαν ηχώ σε σπήλαιο αρχέγονο αζωικό.

Κλειστά όλα τα πριν ανοιχτά.
Σκοτεινά όλα τα πριν φωτισμένα.
Αχρωμα όλα τα πριν ερυθρά.
Και δεν προφταίνεις να πεις αντίο.
Και δε βολεί να γνέψεις γεια σας φεύγω.
Γιατί το χέρι ακόμα δεν έχει κατέβει από το γνέψιμο καλώς σας ήβρα.

Μα ο Χρόνος δεν έχει μετερίζι.
Δεν έχει λημέρι και φωλιά.
Οταν σε πολεμάει δεν το νιώθεις.
Οταν σε διαπερνάει το αγνοείς.
Σπαθισμένος από αόρατα σπαθιά πέφτεις.
Και τότε ένα ερειπωμένο καλύβι χωράει όλα τα Ονειρα.
Μια Πικρή Λέξη χωράει κάθε Νόημα.
Ενας φακός ηλεκτρικός κλείνει το φως όλο.

Και πού είναι ο χτεσινός δρόμος;
Πού είναι ο χτεσινός διαβάτης;
Τι έγινε η πρωινή δροσιά;
πού είναι το πυρρό ηλιοβασίλεμα;
Πού είναι η κορδέλλα που έσπαζε καρδιές;

Λάβα σκέπασε τη μικρή χλόη.
Νέκρα σκέπασε τη μικρή ζωή.
"Ελατε κύματα των Κρυφών Πόθων!"
"Ελάτε αυγές Τολμηρών Νυχτών!"
"Ελάτε δειλινά Καθαρών βροχών!"
Ποιος άκουει; Κανείς. Και ποιος μιλάει Ω! θεέ μου-ποιος μιλάει; Κανείς!Κανείς!Κανείς!

Να πάρεις το μονοπάτι ν' ανέβεις στην κορυφή.
Να πάρεις τον ανήφορο να φτάσεις ως την ελπίδα.
Κορυφές κι ελπίδες όμως τώρα τα φτάνει κανείς κατεβαίνοντας. Εστω.
Αφού αυτό έμεινε μόνο.

Βρέθηκε στην αμμουδιά.
Κύματα βαλσαμωμένα.
Φέρετρα επέπλεαν ακίνητα πάνω τους.
"Πες μου πότε θαρθείς" της έλεγε" Και γω θα κρατήσω το φεγγάρι αναμμένο ως τότε."
Εκείνη κοίταξε τους αστερισμούς, τα πόδια της που έτρεμαν από το κρύο. Είπε: "Δεν μπορώ να ξέρω. Δεν μπορούμε να ξέρουμε. "

Ομως ετούτο…
Ομως ετούτο…
Ομως ετούτο το χρώμα είναι κόκκινο;
Ομως ετούτο το κύμα είναι Φως;
Ομως ετούτο το δέντρο είναι πράσινο;
Ομως θεέ μου-ετούτο το κορίτσι είναι Χολιαστίτσα;
Ω! Αγνωστο Κορίτσι εσύ κομμάτι του κορμιού μας!
Ω! Άγνωστο Κορίτσι εσύ κομμάτι της ψυχής μας!
Ω! Άγνωστο Κορίτσι ναι του ναι μας κι όχι του όχι μας.
Ω! που οι λόγοι σου χτυπάν κατάστηθα τη μοναξιά.
Άγνωστο Κορίτσι που τα φύλλα σου ανοίγουνε πριν της Αυγής.
Άγνωστο Κορίτσι εσύ χρυσή σταγόνα στο ασημένιο τάσι μας.  
Άγνωστο Κορίτσι σύγνεφο εσύ κατάφορτο.
Άγνωστο Κορίτσι που όλα τα φιλόξενα κρατείς.
Που λες Οχτώβρης κι αρχινάν τα πρωτοβρόχια.
Που γράφεις αύρα και δροσίζει η έρημος!
Που κλαις και οι καρδιές συννεφιάζουν.
Άγνωστο Κορίτσι δάκρυ των ματιών μας συ.
Κατάνυξη της προσευχής μας!
Των λογισμών μας μονοπάτι!
Της βούλησης μας χορηγέ!
Του πόνου μας εσύ αγκάθι και γιατρειά!
Άγνωστο Κορίτσι εσύ άλλο Μισό της ύπαρξης μας!
Είδωλο στον καθρέφτη του Είναι μας!
Πηγή γεννήτρα και θάλασσα του ποταμιού μας!

Υφάδι η αθωότη σου στο πέπλο της ζωής μας.
Τ' αντρίκιο θάρρος μας στο ίδιο αυλάκι  
Με το δικό σου παιδιακίσιο πείσμα ρυακίζει.
Τ' άνθη του γέλιου σου παιδιά των σοβαρών μας ρόδων.
Ιδιος σφυγμός μας τραγουδάει και τους δυο.
Ιδιο μας συντροφεύει καρδιοχτύπι.  

Όταν πονώ χωρίς αιτία-ξέρω-κάπου επόνεσες εσύ.
Ω! Αδερφή! Ανηψούλα! Μάνα! Εξαδέλφη!
Αίμα ίδιο σμίγει αχώριστα.
Για κείνο ανύπαρκτες των τόπων οι αποστάσεις.
Κι αν ένας σ' έπαιρνε αητός στα ύψη τα δικά του
Τότε η φωληά του θάταν η κοινή μας ρίζα.
Κι αν ένα αστέρι μακρινό σε κέρδιζε στο χώμα του
Τ' αστέρι θάταν η γενηά μας
και το χώμα του
Το λίπασμα για να θεριέψει.
Κι αν σ' έπαιρνε ο αγέρας στα φτερά του
Φτερά του θάταν της γενιάς μας τα φτερά
Που ταξιδεύουν Πάνω, κι Εξω, και Μακριά.
Που φτάνουν ως τα μάκρη των Συμπάντων.  
Που φτάνουν ως τα σύνορα που το Μηδέν απ’ το Είναι ξεχωρίζουν.  

Ανηψούλα, τα ποδαράκια σου τ' αβρά
Τ' αντρίκια μας τα βήματα οδηγάνε.
Μιλάμε με το στόμα σου
Και βλέπουμε με τα δικά σου τα υγρά τα μάτια.
Το κάθε τι σου είναι και δικό μας.
Κι ό,τι ορίζουμε, την εδική σου πρώτα κατοχή γνωρίζει.
Και τόσο είσαι ανηψούλα μακριά μας
Οσο ειν' ο ήλιος μακριά 'π' το φως του
θαμμένος μέσα στης αβύσσου τις υγρές πτυχές.

Η είδηση της ύπαρξής σου στον κόσμο αυτό έλαχε να μας βρει.
Τα παγωμένα βρύα που βαρύ απάνω τους το σώμα μας κειτόνταν
Νιώσαν το καινούργιο.
Γιατί ζεστό το αίμα πάλι άρχισε κατω απ' το δέρμα μας να ρέει. Ας σηκωθούμε το λοιπόν!
Κάτι γίνεται κει πάνω.
Στα τόσα ξένα ένα δικό!
Κάτι γεμάτο μες στα τόσα άδεια.
Μια συγχορδία αιμάτινη στην ξέρα μέσα-ένα ποτάμι ζωηρό
Και παραπόταμοι που αρδεύουν κύτταρα, ιστούς, Συστήματα και όργανα
Φτιάχνοντας ένα σύνολο γλυκάκουστο και γλυκοθώρητο και γλυκοαίσθητο
απ' ό,τι πιο βαθύ απ' ό,τι πιο ανέγγιχτο η ευτυχία στο διάβα της αφήνει.

Εσκυβα στη γη κι όπως λιοντάρι σ' έρωτα μουγκρίζοντας
Και σκούζοντας ρωτούσα:
Πού είναι οι δικές μου προοπτικές;
Πού είναι οι δικοί μου ορίζοντες;
Πού είναι τα δικά μου ερείσματα;
Κι η γη μου έστελνε κατάρες και πληγές
Κι απόκριση δε μούδινε.
Ιδια κι ο ουρανός.  
Τα πουλιά του μόνο με ονείδιζαν
Η βροχή του μόνο μ' έδερνε
Και τ' αστραπόβροντά του με καρβούνιαζαν κάθε φορά.  

Χρόνια περάσαν έτσι.
Αιώνες.
Μια ζωή.

Και χάθηκα στη μοναξιά όπως αυτός που για ύστατη φορά
Της ερωμένης αφού το γλυκό στήθος γαληνέψει
Αποτραβιέται ύστερα παράμερα νεκρικά ήσυχος.
Κι όπως τότε τη θέση τους αφήνουνε τα λάγνα στήθη στη Σοφία Κι ο εραστής σ' Αυτήν τον Αληθινό Ερωτα βρίσκει,
Ετσι βαριά βαριά και σίγουρη η απάντηση
Ηρθε τώρα και σε μένα,
Σα βέλος της Φιλίας τους Κήπους δείχνοντας μου
Και το άγαλμα του νικητή της Λέρνας.

Και θαμπωμένος βρέθηκα απ’ το φως.
Κι άξαφνα σπάσαν όλα τα δεσμά
Που τόση ελευθερία τη φοβήθηκα.
Κι όλα για μένα αλλάξανε όπως για κάποιον
Που βρίσκεται απ’ την όχθη που πενθεί
Στου ποταμού την άλλη όχθη που έχει γάμο.

 Ω! Αν η αλήθεια έχει πρόσωπο
αυτό είναι η πυρά του αίματος
που ρέει μες στα ζωντανά συγγενικά κορμιά.
Κι αν η Ορθοφροσύνη έχει ψυχή, τότε αυτή
Στο Χολιαστέικο μέσα  γιγαντώνει.
Και δε μπορεί κανένας Χολιαστός κι ας θέλει,
Να βγάλει ετούτα τα θεριά από μέσα του
Που καίνε κάθε Ψεύτικο και κάθε Ανόητο συντρίβουν Ορθώνοντας στον καθαρόν αέρα λάβαρο ατίμητο
Την Ανθρωπιά του Ανθρώπου.   

Ετσι το όρισε η Μεγάλη Ωρα.
Ετσι το όρισε η Πρώτη Αρχή.
Ετσι τ’ ορίσαμε οι δυο μας Κατερίνα.  

Θυμάσαι αλήθεια όταν ήμασταν κλεισμένοι
Μες στης Φωτιάς το πυρωμένο Στόμα,
Θυμάσαι τότε ουρανός και γης που δεν υπήρχαν παρά μια μαύρη μόνο Νύχτα που κι Αυτή
Ούτε ακόμα Ονομα δεν είχε;
Θυμάσαι που όλα ήταν μέσα μας και μέσα τους εμείς-
Τότε που εμείς ήμασταν ένα ανηψούλα,
Και μέσα μας πλαντάζοντας εχόρευαν
Στην ίδια τη φωτιά κι αυτά παραδομένα
Οι ομοαίματοι αδερφοί: το Φως, η Υπομονή, τα Πράγματα, τα Ζώα;

Κι ήταν τα Στόματά μας ένα με το Στόμα της Φωτιάς.
Και η Φωτιά ήταν όλη ένα Στόμα.
Και μόνο Αυτό το Στόμα τότε Ητανε.
Θυμάμαι που παθιάζονταν όλα να υπάρξουν.
Θυμάμαι τη φωνή της τίγρης που ικέτευε.
Θυμάμαι την πολύβουη απαιτητικότητα των αστεριών;  
Και τα πουλιά σε παίδεψαν πολύ να τα υποτάξεις.
Και πείσμωνες που ξέφευγε το χέλι από τα χέρια σου μισοπλασμένο.  
Και όταν έπλαθες τ’ αστέρια τόσο σου άρεσαν
Που τα στερούσες για καιρούς από τα Συμπαντα
Στολίδι στα μαλλιά σου βάζοντας τα.
Και πόσο είχες κέφι όταν έφτιαχνες θεούς-
Γιατ’ ήταν τόσο εύκολοι και βολικοί
Κι υπάκουοι οι καημένοι.
 
Όλα Δικά μας τότε.
Κι όλα Ίδια.
Κι όλα Σύμφωνα.

Θάλασσες αδιάβατες τότε όχι.
Ενα πέλαγο Ευτυχίας Αγάπης και Χαράς μονάχα.
Τι Καιροί!

..Και όταν τη Σελήνη έπλαθα θυμάσαι που με βόηθησες να τηνε
Στρογγυλέψω;
Η ευκολία που τόκανες προσδιόριζε τη Θηλυκότητά σου.
Μα ποιος τα πρόσεχε τότε αυτά;
...Αλήθεια πώς, από ένα τίποτα πες,
Ολόκληρη την Πλάση ανηψούλα μαστορέψαμε;
Εχ! Μικρή μου, κάναμε άραγε καλή δουλειά;

Και τώρα είμαστε εδώ.
Στη γη αυτή.
Και σπέρνουμε και δε θερίζουμε.
Και μιλάμε και δεν ακουγόμαστε.
Μοιάζουμε σαν κάποτε ένδοξη και ισχυρή μια πόλη
που όλο και βαθύτερα στο χώμα θάβεται
από του Χρόνου τις φερτές ύλες.
Και δε μένει
παρά να πέσει τέλος πάνω της και το άψυχο κουφάρι μας-
λίθος Επιτάφιος ή πέτρα Αναθέματος.  

Και είμαστε εδώ.
Στη χώρα αυτήνε-στην Αμερική.
Στη χώρα των ρομποτανθρώπων.
Στη χώρα που το κάθε σπίτι είναι μικρή μια φυλακή.
Στον τόπο που η Πορνεία είναι το Καύχημα των γυναικών.
Στον τόπο όπου θάλλει η Επαιτεία.
Στον τόπο που η Χαρά ψάχνει στα σκουπίδια της Καταστροφής για να τραφεί.
Στον τόπο όπου το Χαμόγελο ντυμένο με κουρέλια ζητιανεύει. Στον τόπο που η Δουλεία δίνει πάρτυ κάθε μέρα.
Στον τόπο όπου η Αγάπη κοιτάζει φοβισμένη απ' τον κρυψώνα Της.
Στον τόπο όπου η Κατανόηση ρισκάρει κάθε μέρα τη ζωή Της. Που η ανθρωπιά κυκλοφορεί με ματωμένους πάντα επιδέσμους τυλιγμένη.
Στον τόπο που η Συμπόνοια δε συχνάζει.
Στον τόπο που το άγαλμα της Ελευθερίας συντηρείται από σκλάβους,
Στον τόπο όπου οι αποθήκες όπλων είναι χτισμένες πάνω στα γκρεμίσματα της Καλοσύνης.
Στον τόπο που θα πρέπει για να μείνεις να πουληθείς.
Στον τόπο που ο Πόλεμος είναι επιχείρηση.
Στη χώρα που Τρομοκρατεί την Οικουμένη.

Και είμαστε εδώ.
Στη χώρα αυτήνε-στην Αμερική.
Που από τη Φιλία
Τα λευκά της κόκκαλα μονάχα έχουν απομείνει.
Που οι άνθρωποι φοβούνται τους ανθρώπους.
Που η σκέψη ούτε σαν σκέψη δεν περνάει από νου.
Που οι πωλητές ασφυκτιούν ανάμεσα στο αφεντικό και στον πελάτη.
Που αν δεν το πληρώσεις. ούτε μίσος δε θα βρεις.
Που ξέρουν με πεντακόσες λέξεις βολεύεται ο καθένας
Και που οι παραπανίσιες θα τους ήταν άχρηστες.  
Που κάθε απόφαση του Αρχηγού τους
είναι μαχαίρι στην καρδιά κάποιου Λαού.

Και τώρα είμαστε εδώ.
Στη χώρα αυτήνε-στην Αμερική.
Στον τόπο που η Τέχνη είναι τα σκύβαλα της Τέχνης μας.
Στον τόπο που η δυστυχία φοράει μάσκα γέλιου.
Στον τόπο που άμπορα η ευγένεια προσπαθεί να κρύψει πίσω της τη Βία.
Στον τόπο που όλα γίνονται με γραμμή αλύγιστη.
Στον τόπο που το σώμα της Ευαισθησίας κρέμεται λεπτό κι αόρατο πάνω στην αστερόεσσα αγχόνη.
Στον τόπο που μπερδεύεις μηχανές μ' ανθρώπους.
Στον τόπο που η Αλληλεγγύη είναι διαμαρτία ασυμβίβαστη με τη ζωή.
Στον τόπο όπου φτερωτά μπορούν τ' αεροπλάνα νάναι μόνο.

Και είμαστε εδώ.
Στη χώρα αυτήνε-στην Αμερική.
Ετοιμοι, λίγες μέρες κιόλας πριν
να πέσουμε στο Βάραθρο Των Συμβαινόντων.
 
Μα η Βουλή αλλιώς εψήφισε η Μεγάλη
Και  μες σ'  αυτή  την Εφιαλτική τη χώρα
Μας έφερε να Σε γνωρίσουμε-
Κάλλιο να μάθουμε πως κάπου υπάρχεις.
Και να υπάρξουμε για λίγο ακόμα.
Κατερίνα.

Και ολ' αυτά δεν είναι λόγια ποιητικά.
Είναι η Κληρονομιά μας.
Κι αν για τους άλλους Χολιασταίους μπορεί ακόμα
Η Ωρα να μην ήρθε να τα νιώσουν
Ομως, εγώ, αλαφροϊσκιωτος,
ολόβολα τα ένιωσα
και Ζωή τα κάνω και Σκοπό μου  
και μόνη μου περιουσία και Τιμή.

Και σαν κυρίαρχος τα υπηρετώ.

Κι αν Κατερίνα οι μικρές καθημερνές Σου ασχολίες
Σου κρύβουν τώρα τον Προορισμό Σου
όπως τα φύλλα κρύβουν τον γερό και αψηλό κορμό που τα ταγίζει,
Μα κάποτε κάποιος αγέρας θα φυσήσει
Και θα μεριάσουν φύλλα και κλαδιά και τότε θάδεις.

Κι αν δε φυσήσει το Ακριβό το θέαμα να Σου δείξει,
Το Αγιο Φθινόπωρο θα Σου το φέρει τότε
Ρίχνοντας κάτω καθε εμπόδιο
Για να δεις
Να θυμηθείς ξανά
Και τη Μεγάλη Απόφαση να πάρεις,  
Κατερίνα εξαδέλφη,
Κατερίνα αδελφή,
Κατερίνα μάνα,
Κατερίνα Πνοή Χρυσού,
Δροσού,
Φίλιου Ζωής Αγέρα.
Κατερίνα Χολιαστίτσα
Μοναδικό στην ήπειρο αυτή ευγενικό κλωνάρι του σογιού μας.

Μόνο
ή τώρα ή τότε,
όποτε,
και συ αν μάθεις πως υπάρχω,
μην έρθεις να με βρεις.

Άσε με να σε υποθέτω όπως η Άνοιξη
Τα λούλουδα Εκείνη που γεννά υποθέτει:
Πως έτσι άσπιλα κι ανέγγιχτα
Καθώς Αυτή τα έπλασε,
Έτσι και για όλη τη ζωή τους θε να μείνουν.
 


Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ

ΠΡΟΣΩΠΑ
Τζιόρτζιο
Έλενα


Δωμάτιο του Τζιόρτζιο. Ακατάστατο. Χαρτιά σαν πεταμένα πάνω στο τραπέζι. Αργά το βράδυ. Ο  Τζιόρτζιο διαβάζει εφημερίδα. Δειλοί χτύποι στην πόρτα. Ο Τζιόρτζιο την ανοίγει. Μπρος του στέκει η Έλενα με τα μάτια να βλέπουν χαμηλά.
Στέκουν έτσι και οι δύο για λίγη ώρα. Τέλος η Έλενα μπαίνει με μικρά, σιγανά βήματα και στέκει δίπλα στην πόρτα.
Ο Τζιόρτζιο κλείνει την πόρτα.
Ο Τζιόρτζιο της δείχνει μια καρέκλα.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Παρακαλώ καθίστε.
(Η Έλενα κάθεται.  ο Τζιόρτζιο  κάθεται σε μιαν άλλη καρέκλα απέναντί της. Σιωπή.)
Η Έλενα κοιτάζοντας διστακτικά γύρω και ο Τζιόρτζιο δείχνοντας αμηχανία.

ΈΛΕΝΑ
(Κοιτάζοντας  την ανοιχτή εφημερίδα πάνω στο τραπέζι. Σιγά)
Τι γράφει η εφημερίδα;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
 (Παίρνοντας την εφημερίδα στα χέρια του και αφήνοντας την πάλι στο τραπέζι. Το ίδιο σιγά κι αυτός, λες και οι δύο προσέχουν να μη σπάσουν με μια δυνατότερη φωνή ένα πολύτιμο, λεπτό κρύσταλλο) Ακρίβεια, κλοπές... τα ίδια...
(Σιωπή. Σαν δύο άνθρωποι που τα έχουν πει όλα και δε μένει τίποτε άλλο να μιλήσουν γι αυτό.)  
Είναι ακατάστατα εδώ μέσα...

ΈΛΕΝΑ
(Σαν να μην το άκουσε, σχεδόν ψιθυριστά)
 Δεν παίρνω πια τα βιβλία σας.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Ναι. Δεν σας τα στέλνω.
(Μεγάλη σιωπή)

ΈΛΕΝΑ
(μιλώντας σιγά και σαν διστακτικά)
Τι είναι η αγάπη;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Ό,τι μόνο μπορεί να είναι δικό μας.

ΈΛΕΝΑ
Δικό μας-τίνος;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Εκείνου που είμαστε-ό,τι είμαστε.
(Μεγάλη σιωπή)

ΈΛΕΝΑ
Μου αρέσουν τα ποιήματά σας.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Γι αυτό τα έγραφα.

ΈΛΕΝΑ
Τι είναι η ποίηση;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Να προσπαθείς να βάλεις τα αισθήματα σου στο χαρτί.
   
ΈΛΕΝΑ
Γιατί η ψυχή να προμοιάζεται με ένα μικρό αγνό μπουμπουκάκι; Και γιατί να της ταιριάζει αυτό το παρόμοιασμα;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Γιατί έτσι τη θέλουμε να είναι.

ΈΛΕΝΑ
Στο "Χιόνι" σας λέτε πως θα μπορούσατε να κάνετε έρωτα με τις νιφάδες του χιονιού.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Αν ήξερα πως αυτές μ’ αγαπούν, ναι.

ΈΛΕΝΑ
Δεν το ξέρετε;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Αν το ήξερα δεν θα ζητούσα τον ερωτά σας. Θέλω να ξέρω πως εκείνο που θα κάνω έρωτα μαζί του με θέλει κι αυτό. Και σαν άνθρωπος που είμαι, μόνο για άλλους ανθρώπους μπορώ να το καταλάβω.

ΈΛΕΝΑ
(Σηκώνεται. Πηγαίνει στο παράθυρο. Παραμερίζει την κουρτίνα, έχοντας γυρισμένη την πλάτη της προς τον Τζιόρτζιο.
Βλέποντας έξω)
…Εγώ;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Τι εσείς;

ΈΛΕΝΑ
Εγώ-σας αγαπώ;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Όχι.

ΈΛΕΝΑ
(Κάθεται στην καρέκλα της με κάποια άνεση τώρα. Τρίβοντας το βραχίονα του ενός χεριού της με την παλάμη του άλλου)
Κρυώνω...

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Ξεχάστηκα. Εχω μια σόμπα...

ΈΛΕΝΑ
Την ανάβετε σας παρακαλώ;
(Ο Τζιόρτζιο ανάβει τη σόμπα και την τοποθετεί κοντά στην 'Έλενα. Η Έλενα ζεσταίνει τα χέρια της. Σε λίγο, κοιτάζοντας τον Τζιόρτζιο)
Κι όμως μ’ άγγιζαν τα ποιήματα σας. Επεφτα σε μια γλυκειά νάρκη όταν τα διάβαζα... Έλεγα "όλα αυτά είμαι εγώ;"… Πόσο διαφορετικό είναι να μου πει κάποιος ότι τα μάτια μου είναι ωραία, και πόσο πιο όμορφα μου το είπε εκείνο σας το ποίημα... Κι όταν με κάματε να είμαι εγώ οι νόμοι του Σύμπαντος, ένιωσα σαν πράγματι εγώ να έδινα την εντολή για το κάθε τι που γίνεται. Και τα λουλούδια που στείλατε ποιητικά με τον φίλο σας, αλήθεια τα γέμισα με χίλια φανταστικά φιλιά, τόσο πολύ όσο θα θέλατε.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Η χαρά μου είναι τόσο μεγάλη ακούγοντας σας να μου λέτε για τα ποιήματα μου τέτοια λόγια, καθισμένη εδώ, δίπλα μου, όσο μεγάλη ήτανε η θλίψη μου όταν τα έγραφα, όντας σεις μακριά μου.

ΈΛΕΝΑ
Είναι αλήθεια ότι κοιτάζατε αν βγαίνει φως από τη χαραμάδα της πόρτας μου και ησυχάζατε αν το δωμάτιο είχε φως, αλλιώς βασανιζόσασταν όλη τη νύχτα να σκέφτεστε πού βρίσκομαι;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
 Αλήθεια είναι.

ΈΛΕΝΑ
Αξίζει να ζείτε μόνο για να με βλέπετε, λέτε αλλού. Πως τα λόγια που κάποτε σας είπα είναι το μόνο ποτό που πίνετε... τι να πρωτοθυμηθώ...  Από ένα "ευχαριστώ" που σας είπα κάποτε, χτίσατε ολόκληρο κάστρο μ’ αυτό.
Τι βρήκατε σε κείνο το "ευχαριστώ" μου που να σας εμπνεύσει αυτό το ωραίο ποίημα για μένα;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Ήταν δικό σας. Και σας αγαπώ.

ΈΛΕΝΑ
Είμαι τόσο ωραία όσο λέτε στα ποιήματά σας;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Είστε ωραιότερη.

ΈΛΕΝΑ
Γιατί μόνο για σας; Τόσοι άλλοι που με βλέπουν δε μου έχουν πει κάτι παρόμοιο. Μου φέρονται σαν μια γυναίκα όπως όλες.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Γιατί σας αγαπώ.

ΈΛΕΝΑ
Και γιατί με αγαπάτε;.. ναι.ξέρω, δεν υπάρχει απάντηση...
(Μεγάλη σιωπή. Σαν να μιλάει στον εαυτό της)
Τι ωραίοι στίχοι!
(Σηκώνεται και κινείται αργά μέσα στο δωμάτιο. Σηκώνει ένα ραδιόφωνο ακουμπισμένο στο πάτωμα)

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Σας ζητώ συγνώμη για την ακαταστασία.

ΈΛΕΝΑ
Έτσι το περίμενα το δωμάτιο σας. Δεν είναι αυτό που μ’ ενδιαφέρει.
(Στηρίζεται σε μια γωνία του δωματίου κοντά στο παράθυρο. Χωρίς να κοιτάζει τον Τζιόρτζιο)
Γράφετε για μένα ποιήματα τόσον καιρό και μου τα στέλνετε σε βιβλία. Τι περιμένατε από μένα στέλνοντας μου τα ποιήματα σας;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Να με αγαπήσετε.

ΈΛΕΝΑ
(Με μια κίνηση δυσφορίας. Απότομα και έντονα)
Ουφ! Να σας αγαπήσω! Αγάπη! Που δεν ξέρει κανείς ούτε τι είναι!
(Καταληκτικά)
Να σας αγαπήσω.
(Με ήρεμο πάθος)
Αγαπώ τα ποιήματα σας. Με μεθούνε. Με βυθίζουν σε μια πρωτόγνωρη απόλαυση. Με πονούν θα έλεγα. Τόσο βαθιά τα νιώθω. Μα αγάπη...
 
ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Είμαι μεγαλύτερος σας. Καταλαβαίνω. Γι αυτό και δεν τόλμησα να σας πω ποτέ τίποτε.

ΈΛΕΝΑ
(Σοβαρά, ήσυχα, σαν σκέψη)
Μη το ξαναπείτε. Όποιος γράφει τέτοια ποιήματα είναι και νέος και όμορφος.
(Μια απρόσμενη σιωπή, όπως όταν πρέπει να ειπωθεί κάτι σημαντικό που όμως δεν είναι μπορετό να ειπωθεί. Ενα αυτοκίνητο ακούγεται να παρκάρει στον δίπλα από την πολυκατοικία χώρο. Ήρεμα, σαν θυμωμένη με το αυτοκίνητο)
Μας έχουν ζαλίσει κι αυτά...
(Μεγάλη σιωπή. Κάθεται πάλι στην καρέκλα)
Ωραία η πολυκατοικία μας, καθαρή. Κουράστηκα ν’ ανέβω όμως τρία πατώματα χωρίς ασανσέρ.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Αν με ειδοποιούσατε θα σας έβλεπα κάπου έξω.

ΈΛΕΝΑ
Δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό χωρίς να μας δει κάποιος. Ύστερα θα έλεγαν ό,τι ήθελαν.
(Κοιτάζει πάνω στο τραπέζι. Χαμογελώντας)
Πώς ξεχωρίζετε το χαρτί που θέλετε ανάμεσα σε τόσα ανακατωμένα χαρτιά;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
(με ίδια διάθεση)
Είναι θέμα υπολογισμού. Στο μυαλό μου οι σωροί των χαρτιών αυτών έχουν χωριστεί σε κατηγορίες. Μία κατηγορία ας πούμε διαμορφώνεται ανάλογα με το πόσο μακριά είναι από το απλωμένο προς αυτά χέρι μου ή πόσο κοντά σ’ αυτό. Άλλη από την πιθανότητα να χρειαστώ σύντομα ένα χαρτί ή άλλο. Ανάλογα με την πιθανότητα αυτή, τα τοποθετώ κοντά μου ή τα πετώ μακρύτερα πάνω στο τραπέζι όταν δε φτάνω να τα βάλω εκεί.

ΈΛΕΝΑ
Δεν μπερδεύεστε με τόσες πιθανότητες;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Πολές φορές είναι η αλήθεια, όμως το ρισκάρω παρά να σηκώνομαι κάθε φορά να τοποθετώ ένα χαρτί στη θέση του ή να πάρω ένα αλλο...

ΈΛΕΝΑ
Τα χαρτιά με τα ποιήματα μου πόσο μακριά σας τα έχετε;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Ω! Μπορεί και κει πέρα...
(δείχνει ένα τραπεζάκι)
...δεν μετριέται έτσι η αγάπη.

ΈΛΕΝΑ
(σοβαρά)  
Πάλι η αγάπη!

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Δε θα θέλατε να λέμε αυτή τη λέξη;

ΈΛΕΝΑ
Μα όλους τους ανθρώπους τους αγαπώ. Γιατί να μη λέμε τη λέξη αγάπη… μα για την αγάπη εκείνη που έχει μέσα της τον έρωτα, αυτήνε... Γιατί από ό,τι διαβάζω στα ποιήματα σας για μένα,αυτή την αγάπη εννοείτε.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Δεν ξέρω να υπάρχει κι άλλη αγάπη ανάμεσα σε έναν άντρα και σε μια γυναίκα.

ΈΛΕΝΑ
Σωστά.
(Σηκώνεται και πηγαίνει προς τον τοίχο, ακουμπάει σ’ αυτόν με την πλάτη)

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
…Μήπως υπάρχει κάτι που σας ενοχλεί εδώ μέσα κυρία;

ΈΛΕΝΑ
(γρήγορα)  
Όχι...όχι...
(Κάθεται.)
Πώς ξέρατε ότι θα μου αρέσει και μένα ο έρωτας;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Δεν ξέρω πώς να απαντήσω....Το θεωρώ δεδομένο... Τον έχετε γνωρίσει. Ήσασταν παντρεμμένη. Έχετε δυο παιδιά...

ΈΛΕΝΑ
(με μια χροιά ειρωνίας)
Δεν παντρεύονται όλοι από έρωτα, αυτό θα το ξέρετε.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Και βέβαια το ξέρω. Υπάρχουν και τα συνοικέσια.

ΈΛΕΝΑ
(ίδια)
Δεν εννοώ αυτό. Πολλές γυναίκες παντρεύονται όχι για να έβρουν μόνιμο εραστή, αλλά για να κάνουν οικογένεια, σπιτικό, παιδιά, για να αποκτήσουν μια οντότητα, μια υπόσταση, που στις επαρχιακές πόλεις αλλιώς δεν την αποκτούν.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Ετσι είναι, όμως αυτά πάνε μαζί. Ο έρωτας, θέλει κανείς ή δε θέλει, είναι το επακόλουθο ενός γάμου.

ΈΛΕΝΑ
Αν με έρωτα εννοείτε την απόκτηση παιδιών,ναι.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Με έρωτα εννοώ τον έρωτα.

ΈΛΕΝΑ
(πιο δυνατά, επιθετικά, σχεδόν εχθρικά)
Εννοείτε το πέσιμο σ’ ένα κρεβάτι όπου αγκομαχώντας από τον πόθο δυο κορμιά, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό κυλιούνται νιώθοντας τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση που μπορεί να νιώσει άνθρωπος!;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Με βγάλατε από τη δύσκολη θέση να το πω εγώ. Ναι, αυτό εννοώ.

ΈΛΕΝΑ
(ψυχρά και χωρίς δισταγμό)
Κύριε Περτίνι, δεν έχω γνωρίσει τον έρωτα.
(Σιωπή. Ο Τζιόρτζιο δεν αντιδρά)
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, αγάπησα για ένα διάστημα τον άντρα μου, πολλές φορές έπεσα μαζί του στο κρεβάτι, όμως έρωτα δεν ένιωσα.
Στο κτήνος που μούγκριζε υπόκωφα δίπλα μου ποτέ δεν έγινα σύντροφος.
Τα παιδιά γίνανε χωρίς να ξέρω κι εγώ πώς.
Το παράπονο του άντρα μου ήτανε πως δεν του είπα ποτέ ότι τον αγαπώ. Ήξερα τι σήμαινε το αγαπώ που θα λεγόταν τις ώρες του έρωτα-του ερωτά του-και δεν μπορούσα να το πω. Με διάφορες δικαιολογίες απόφευγα να το λέω-πώς θα μπορούσα να κορόιδευα όχι εκείνον, αλλά τον εαυτό μου για ένα τέτιο σοβαρό θέμα; Άκουγα τις άλλες γυναίκες να μιλάνε για τις χαρές του έρωτα, συζητούσαν μαζί μου γι αυτές στις γυναικείες συντροφιές μας, κι εγώ συμφωνούσα σε όλα μαζί τους δείχνοντας έτσι πως ίδια ήταν τα πράγματα και για μένα. Δεν τολμούσα να τους ομολογήσω πως δεν είχα βιώσει αυτό που για κείνες ήτανε όπως λέγανε μια μεγάλη-η μεγαλύτερη χαρά στη ζωή τους μέσα.
Έχω άλλες χαρές κι εγώ, ίδιες αυτές με κείνες που ακούω να έχουν οι άλλες γυναίκες, όμως ποτέ δεν είχα τον έρωτα-ούτε τι εννοούν ξέρω λέγοντάς το. Ένα ξένο σώμα έμπαινε μέσα μου σε κάθε επαφή μου με τον άντρα μου. Μια ενόχληση ήτανε για μένα κάθε φορά ό,τι για τους άλλους ήταν ο ωραίος έρωτας. Σε κανέναν δεν μιλούσα γι αυτό.
(Σιωπή. Σταθερά, κοιτάζοντάς τον στα μάτια)
Αγαπήσατε μια γυναίκα που δεν είναι γυναίκα κύριε Περτίνι!
(Σιωπή. Με ψεύτικη ειρωνία)
Τι λάθος μεγάλο! Φυσικά δεν μπορούσατε να ξέρετε. Τόσο πάθος, τόση επιθυμία, χωρίς αντίκρισμα…
 (Σιωπή. Η Έλενα περιμένει μιαν αντίδραση του Τζιόρτζιο. Εκείνος δε μιλά)
Δεν μιλάτε λοιπόν; Δεν έχετε τίποτε να πείτε; Θα θέλατε να φύγω ίσως;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
(σταθερά)
Είμαι γιατρός. Έχω δει αρκετές ψυχρές γυναίκες. Δεν είσαστε ο τύπος της ψυχρής γυναίκας κυρία. Και ως για να φύγετε… Ξέρετε τι είστε για μένα. Αν, τώρα που ήρθατε, φεύγατε, θα ήμουν πιο δυστυχής από πρώτα. Μιλάτε σε έναν άντρα που σας λατρεύει. Μη το ξεχάσετε ποτέ αυτό.

ΈΛΕΝΑ
Που λατρεύει τι; Ένα κομμάτι πάγο;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Κυρία, μη γίνεστε κακή με τον εαυτό σας-δεν το αξίζετε.

ΈΛΕΝΑ
Ναι. Έχετε δίκιο. Ούτε αυτό δεν αξίζω... Αφού όμως ακόμα δεν με διώχνετε, θα συνεχίσω να μιλώ.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Ξέρετε πως η μεγαλύτερη απόλαυση για μένα είναι να ακούω τη φωνή σας.

ΈΛΕΝΑ
(πιο ήρεμα και σαν να περίμενε να ακούσει αυτό για να συνεχίσει.)  
Με πείραζε πολύ η κατάσταση αυτή. Όχι γιατί στερούμουν κάτι τόσο όμορφο, αφού δεν ήξερα ούτε τι είναι αυτό. Μα επειδή ήμουν μια γυναίκα που διέφερε από τις άλλες. Ένιωθα σαν να πρόδινα το φύλο μου. Ένιωθα παρακατιανή, ήταν σα να ήμουν μια πριγκίπισσα που όμως για κάποιο λόγο που δεν εξαρτιόταν από αυτήν, ποτέ δε θα φορούσε το βασιλικό στέμμα. Έβλεπα τις φίλες μου με τους άντρες τους, έβλεπα τις ερωτικές σκηνές στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση και υπόφερα. Εγώ, που αν έβλεπα τον άντρα μου σε ένα κρεβάτι με άλλη γυναίκα δε θα ζήλευα, εγώ ένιωθα δυστυχής κάθε φορά που άκουγα μόνο τη λέξη έρωτας. Διάβασα βιβλία που να μιλούνε για την ψυχρότητα των γυναικών. Δεν μπορούσα να ταιριάσω τα αίτια που περιγράφανε σαν αιτία της στη δική μου περίπτωση. Μα και κανέναν δεν άφηνα να νιώσει τη δύσκολη ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Ήμουν σε όλες μου τις υποχρεώσεις εντάξει. Μόνον εμένα έτρωγε το σαράκι. Σας κουράζω μήπως;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Καθόλου κυρία. Και μιας και διακόψατε για να μου κάνετε αυτή την ερώτηση θέλω να σας πω ότι υπάρχουν γυναίκες που δέχονται αυτή την κατάσταση σαν φυσιολογική και δεν αντιδρούν καθόλου σ’ αυτήν. Και πιστέψτε με, εκτιμώ πολύ την αγωνία σας και τις προσπάθειες που κάνατε για να αλλάξετε αυτή την κατάσταση. Δείχνει αυτό πως τα συναισθήματα που μου γέννησε η παρουσία σας στη γειτονιά μας και η πίστη μου στην ανωτερότητα σας έχουν δίκαια δημιουργηθεί. Παρακαλώ συνεχίστε.
ΈΛΕΝΑ
(Με μια ήρεμη ευχαρίστηση να διαγράφεται στο πρόσωπο της)
Ευχαριστώ. Μου δίνετε θάρρος να σας πω τα χειρότερα.
Γιατί έφτασα σε σημείο να σκεφτώ πως δεν έφταιγα εγώ για ό,τι γινόταν, αλλά ο άντρας μου.
'Ετσι, όταν, για λόγους άλλους, χωρίσαμε, σκέφτηκα να δοκιμάσω μήπως με κάποιον άλλον άντρα τα πράγματα
θα ήσαν διαφορετικά. Μήπως όταν βρισκόμουν μέσα στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα, έπαυα να νιώθω την ψύχρα εκείνη που σφράγιζε κάθε μου επαφή μαζί με τον άντρα μου.
Υπήρχε κάποιος πελάτης του πριν άντρα μου που έδειχνε από καιρό να του αρέσω. Ήτανε στην ηλικία μου και με παρουσιαστικό που θα τραβούσε κάθε άλλη γυναίκα. Με κριτήρια αυτά, που θα χρησιμοποιούσε μια γυναίκα για
να αποκτήσει έναν άντρα, με αυτά τα ξένα κριτήρια αποφάσισα κι εγώ να δοκιμάσω για δεύτερη και τελευταία φορά.
Κανόνισε να βρεθούμε μια μέρα στο ξενοδοχείο μιας γειτονικής πόλης.
Τα χέρια μου άτονα κρέμονταν κάτω όταν με φιλούσε. Το θεώρησε σαν ένα είδος ντροπής από μέρους μου και  έβαλε αυτός τα χέρια μου πάνω στους ώμους του.
Τον δέχτηκα μέσα μου με την ίδια ψυχρότητα-μπορώ να πω απέχθεια-με την οποία δεχόμουν τον άντρα μου.
Με μια πρόφαση δεν τον ξαναείδα.
Αυτή είναι κύριε Περτίνι η αγαπημένη σας.
Ύστερα ήρθατε εσείς.
(Γυρίζει και τον βλέπει. Με συγκίνηση)
Γιατί να διαλέξετε εμένα από όλες τις γυναίκες της πόλης κύριε Περτίνι;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Δεν έχετε την απάντηση διαβάζοντας τους τόσους στίχους μου τους για σας γραμμένους;

ΈΛΕΝΑ
Αυτό είναι αλήθεια. Ναι, δεν ξέρω τι έχει μείνει που να μην έχετε πει που να δικαιολογεί την αγάπη σας για μένα. Εσείς, ο ποιητής, θα έχετε οπωσδήπτε κι άλλα να πείτε, όμως για μένα αυτά ήσαν αρκετά για να με συγκινήσουν. Ναι, αυτή είναι η λέξη-να με συγκινήσουν. Όχι βέβαια ερωτικά, όμως συγκίνηση είναι να ταράζεται η ψυχή σου από κάτι. Συγκίνηση είναι να νιώθεις χαρά βλέποντας απέξω από την πόρτα σου ένα βιβλίο που μιλάει για σένα σαν να ήσουν μια φυσιολογική γυναίκα. Μια φυσιολογική γυναίκα! Χαιρόμουν από τη μια, μα λυπόμουν όταν σκεφτόμουνα ότι όλα αυτά δεν ταιριάζουν σε μένα. Ότι ένα λάθος ήτανε η συνύπαρξη μας-εμένα και εκείνων των γραφτών. Οτι σε κάποιαν άλλη έπρεπε να είχανε πάει.
Όλα εκείνα τα χαριτωμένα λόγια σας, όλα τα υμνητικά της ομορφιάς μου ποιητικά εφευρήματα σας, εκείνες οι παρομοιώσεις σας που μ’ έκαναν να νιώθω πουλί τη μια φορά, αγεράκι την άλλη, μήτρα του Σύμπαντος μετά, θέληση που κάνει τη γη να γυρίζει, όλες εκείνες οι λεπτές σας παρατηρήσεις για τον ψυχισμό της γυναίκας, τα γεμάτα υψηλό ερωτικό περιεχόμενο νοήματα που στριμώχνατε τόσο ταιριαστά μέσα σε λίγες γραμμές, όλα αυτά με έκαναν να νιώθω σαν μια μικρή μάγισσα, αφού εγώ τα είχα καταφέρει, αφού εγώ έκανα να υπάρξουν. Μια μάγισσα που όμως-αλλίμονο-δεν μπορούσε να κάνει τον εαυτό της ανεκτά ευτυχισμένον.
Όμως, μ’ αυτά ζούσα ό,τι μου είχε στερήσει η Φύση. Μ’ αυτά γινόμουν γυναίκα. Στη φαντασία μου πάντοτε, όμως πόσο δυνατή ήτανε αυτή η φαντασία!  Ό,τι μου είχε στερήσει η ζωή, μου το χάριζαν τα ποιήματα σας. Γινόμουν μια γυναίκα που ένας άντρας βρίσκει σ’ αυτήν τόσα πράγματα που εκείνη δεν ήξερε πως είχε. Και πιο πολύ, βρίσκει μια θερμή γυναίκα. Μια γυναίκα που τα φιλιά της θα τον έκαναν ευτυχισμένο. Τα δικά μου φιλιά... (γελάει πικρά) που αν τα έδινα σε κανένα, θα τον πάγωνα...  Είναι φοβερό να μην αγαπάς!

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Φοβερότερο είναι ν’ αγαπάς.

ΈΛΕΝΑ
Ίσως. Δεν μπορώ να πω. Εσείς τα έχετε γνωρίσει και τα δυο.
Εγώ λοιπόν, εγώ η ανέραστη, ζούσα έναν, ψεύτικο έστω, έρωτα στα ποιήματα σας μέσα.
Κοιμόμουν μαζί τους. Τα κουβαλούσα στην τσάντα μου. Είχα αρχίσει να φοβάμαι μήπως τα χάσω. Σκεφτόμουν να κάνω αντίγραφα τους που να τα φυλάξω σε ένα άλλο μέρος, πιο ασφαλές. Και από τότε που αγάπησα έστω με αυτή την αγάπη τα ποιήματά σας, από τότε που γνώρισα αυτή τη μικρή και παράξενη αγάπη, άρχισα να καταλαβαίνω τι στερούμαι και τι σε όλη μου τη ζωή δεν είχα νιώσει ποτέ.
Κι έτσι σκέφτηκα... είπα... πως σας ώφειλα μιαν εξήγηση για τη στάση μου απέναντι σας όλον αυτό τον καιρό που εσείς μου στέλνατε τα βιβλία σας.
Θα έπρεπε να σας είχα πει κάτι, ένα όχι έστω, θα έπρεπε να σας έχω δείξει ότι ναι, σας καταλαβαίνω, ναι, εγώ είμαι αυτή, αλλά ξέρετε κύριε Περτίνι, σας ευχαριστώ για τις ωραίες στιγμές που μου χαρίσατε, σας ευχαριστώ για την αγάπη που μου δείξατε, σας ευχαριστώ που διαλέγοντας εμένα να πείτε όλα αυτά τα ωραία πράγματα με κάνατε πολύ χαρούμενη, όμως... και να έβρισκα ένα ψέμμα που να σκότωνε κάθε ελπίδα ίσως σε σας, και κάθε χαρά για μένα. Ένιωθα ένοχη να παίρνω όλα αυτά τα χαριτωμένα και να μη λέω ούτε ένα ευχαριστώ. Ήταν σαν να τα έκλεβα. Και είπα να έρθω να σας δω. Κι ακόμα για έναν άλλο λόγο όμως ήρθα. Ήθελα να δω από κοντά και να μιλήσω μαζί σας, μαζί με τον άνθρωπο που είχα καταφέρει άθελα μου να κοροίδέψω, δηλαδή να κάνω να με αγαπήσει. Δεν έπρεπε να είχε συμβεί αυτό. Είναι πολύ άδικο για σας. Ποια μοίρα φέρνει σε μια γειτονιά δυο ανθρώπους σαν και μας και τους κάνει να γνωριστούνε; Πόσο φρικτή είναι η ζωή με τέτοιες άστοχες πράξεις της!
Και μαζί είχα την περιέργεια να δω πώς θα αντιμετωπίζατε το αντικείμενο της αγάπης σας όταν αυτό θα σας αποκάλυπτε την αλήθεια για την κατάσταση του. Γιατί από τη στιγμή που αποφάσισα να σας αντικρίσω ούτε για μια σιγμή δεν μου ξανάρθε στη σκέψη να σας πω ψέμματα. Θα ήτανε σαν να έριχνα μια σκοτεινή αχτίδα στον ήλιο, σαν να έγραφα ένα όχι σε χίλια ναι ανάμεσα.
Και είδα.
Σας είδα και βρήκα να ταιριάζουν όσα λέτε με ό,τι είστε. Ετσι ακριβώς φανταζόμουν τη συνάντηση μας καθώς ερχόμουν εδώ πάνω για να σας δω. Τα ήξερα όλα σαν να είχαν ξαναγίνει κάποτε, παλιά, και απλά τώρα τα έφερνα στη μνήμη μου πάλι. Κάθε γραμμή των γραφτών σας ταιριάζει με κάθε λέξη σας. Κάθε στροφή των ποιημάτων σας είναι μια μικρή κίνησή σας. Κάθε σας βλέμμα είναι κι ένα από τα ποιήματα σας. Αιστάνομαι σαν να κρατώ ένα αντίγραφο σας έχοντας τα ποιήματα σας στο σπίτι μου.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Μιλάτε ποιητικά.

ΈΛΕΝΑ
(πικρά χαμογελώντας)
Ίσως να έμαθα κάτι μετά από τόσες φορές που διαβάζω τόσα ποιήματα.

(σιωπή)

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Κυρία, είπατε όσα είχατε να πείτε;

ΈΛΕΝΑ
Όχι. Ένα ευχαριστώ μεγάλο θέλω να σας πω και μια συγνώμη να σας ζητήσω. Τώρα ναι, τελείωσα. Και νομίζω πως πρέπει πια να πηγαίνω.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Κυρία, ήρθε η ώρα να μιλήσω κι εγώ. Και σας παρακαλώ να μη φύγετε αν πρώτα δεν με ακούσετε.
Μου λέτε πως είπατε ό,τι είχατε να πείτε και ότι θα έπρεπε ίσως να πηγαίνετε.

ΈΛΕΝΑ
Ναι, δεν έχω να σας πω άλλο τίποτε, και όσο για να σας ζητήσω κάτι ούτε λόγος να γίνεται...
Έκανα το καθήκον μου νομίζω απέναντί σας. Δεν ήθελα να σας αφήνω να πονάτε για κάτι που δεν αξίζει πόνος γι αυτό. Συγχωρέστε με που άργησα, δείξτε την κατανόηση που θα
απάλυνε τον δικό μου πόνο, και διατηρείστε την ανάμνηση μιας γυναίκας που αγαπήσατε κάποτε χωρίς να τη χαρείτε, όχι
επειδή δε θα το ήθελε η ίδια, μα επειδή η Πλάση δεν το θέλει.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Η Πλάση κυρία δεν είναι κάτι έξω από σας και από μένα. Είμαστε και μεις κομμάτι της. Είμαστε σάρκα από τη σάρκα της και αίμα από το αίμα της. Αν κάτι παράξενο ή άσχημο συμβαίνει στον καθένα, τούτο δεν είναι παράξενο ή άσχημο, ή ό,τι άλλο. Εμείς είμαστε που το ονομάζουμε έτσι. Αυτό είναι απλά και ξεκάθαρα ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι αυτου που λέμε Φύση, Κόσμο, Πλάση, Δημιουργία-όπως θέλετε πέστε το-και τίποτε άλλο. Και ο Κόσμος αυτός κυρία ποτέ δεν μένει ο ίδιος. Βλέπετε μέσα σε μια μέρα πόσο διαφορετικά πράγματα μας δίνει, βλέπετε ακόμα πόσες μορφές κάνει να παίρνει ένα και το ίδιο πράγμα ανάλογα με την ώρα της ημέρας. Ή, σκεφτείτε ακόμα πως το ίδιο πράγμα αλλάζει και ανάλογα με τη διάθεση εκείνου που το βλέπει.
Ο ήλιος είναι αυτός που το πρωί είναι κόκκινος και όχι πολύ ζεστός, ο ίδιος ήλιος είναι που το μεσημέρι καίει και είναι ολόλευκος, και που το απόγεμα και το βράδυ το χρυσοκόκκινρ χρώμα του μας μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο, σε άλλον πλανήτη λες, ολότελα διαφορετικό από τον πρωινό μόλις.
Αυτή η Πλάση είναι που κάνει το λουλουδάκι να
πρωτοφαίνεται σαν μπουμπούκι την άνοιξη, και μετά λίγες μέρες να μας παρουσιάζεται σε όλη του την άνθιση.
Αυτή είναι που φτιάχνει το κουκούλι που μέσα του θα πλαστεί η χρυσαλίδα που η ίδια χρυσαλίδα αργότερα, όταν η άνοιξη θα στείλει τη ζωοδότρα πνοή της να φυσήξει πάνω από στεριές και θάλασσες, πάνω από βουνά και πεδιάδες, πάνω από κήπους και βραγιές-η ίδια αυτή χρυσαλίδα θα γίνει η ωραία πεταλούδα, το στολίδι αυτό της άνοιξης, κυρία. Μήπως, κυρία, είστε η χρυσαλίδα και το μπουμπουκάκι, μήπως είστε ο πρωινός ήλιος, και προσμένετε την άνοιξη για να ανοίξετε τα φτερά σας, και προσμένετε την άνοιξη για να ανθίσετε, και προσμένετε το δείλι για να φλογίσετε-το σκεφτήκατε ποτέ;

ΈΛΕΝΑ
Ωραία όλα αυτά κύριε Περτίνι και πολύ όμορφα ακούγονται. Μακάρι να είχε η Άνοιξη έγνοια και για μένα, μακάρι το μεσημέρι να φρόντιζε και για τη λαύρα μου.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Δεν είστε λουλουδάκι και ήλιος. Είστε γυναίκα. Και για τη γυναίκα ο ήλιος είναι ο άντρας και η Άνοιξη είναι η αγάπη του. Δεν ταιριάζουν;

ΈΛΕΝΑ
Ναι, και ίσως ο άντρας για μένα να ήσασταν εσεις... Μα είναι αργά πια για μένα. Δεν είμαι χρυσαλίδα πια κύριε Περτίνι, και δεν είμαι ο πρωινός ήλιος, είμαι στο μεσημέρι μου.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Τόσο μικρή ιδέα έχετε για τη Φύση; Τόσο την υποτιμάτε; Υπάρχει αργά και νωρίς γι αυτήν; Υπάρχει αδύνατο κάτι για την παντοδυναμία της; Είναι δυνατό σ’ αυτή να σας δημιουργήσει και της είναι αδύνατο να σας φέρει όποτε αυτή θέλει την Άνοιξη; Και το νωρίς και το αργά με τι μέτρα τα μετράτε κυρία; Έχουμε μέτρα εμείς για το μεγαλείο της;

ΈΛΕΝΑ
Πόσο θα ήθελα να πιστέψω σε θαύματα κύριε Περτίνι… Και τότε πόσο εύκολο θα ήτανε να πειστώ ότι όλα μπορούνε να γίνουν στον κόσμο αυτό! Και τότε... τότε... πώς θα έλπιζα!

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
(Όσο ο Τζιόρτζιο μιλάει, η 'Έλενα τον παρακολουθεί με ενδιαφέρον στην αρχή, με συγκίνηση προς το τέλος)
Αφού μιλήσατε για θαύματα κυρία, ακούστε κάτι που θα σας διηγηθώ, και πιστέψτε ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο για τη δύναμη που μας κυβερνά, όταν κάτι πολύ το ζητάει, όταν η ίδια δηλαδή το θέλει. Με άλλα λόγια θα σας διηγηθώ ένα θαύμα που έγινε σε μένα κυρία. Βρισκόμουν στην εξορία. Το σπίτι που καθόμουν, το χώριζε από το απέναντι σπίτι ένας στενός δρομάκος. Στον κήπο του απέναντι σπιτιού φύτρωνε ένα μεγάλο δέντρο, που ένα από τα κλαδιά του έφτανε, περνώντας σαν μεγάλη αψίδα πάνω από το δρόμο, ως το παράθυρο μου. Κάθε Άνοιξη το δέντρο γέμιζε με καταπράσινα και πεντατρύφερα φύλλα, και τα νέα πρασινωπά κλαδάκια της μεγάλης κλάρας που στόλιζε το παράθυρό μου, γέμιζε με πουλιά, που λαλούσανε τόσο γλυκά ώστε διώχνανε κάθε λύπη.
Εκείνη η χρονιά που έγινε το θάμα που γι αυτό σας μιλώ, ήτανε μια δύσκολη χρονιά για μένα. Όλα πήγαιναν στραβά. Οι σχέσεις μου με την πολιτεία, η σχέση μου με τους φίλους και με τη φιλενάδα μου, τα οικονομικά μου... Μόνη παρηγοριά μου ήταν το φυλλοβόλημα του δέντρου, και άραγε μαζί και της κλάρας μου, η οποία κάλυπτε με τον ευεργετικό όγκο της όλο το πλάτος και μήκος του παραθύρου μου.
Και κάθε πρωί-ήτανε καιρός της Άνοιξης-άνοιγα, πρώτη μου δουλειά ξυπνώντας, το παράθυρο μου, για να δω το πρώτο φυλλαράκι, προπομπό των υπόλοιπων. Ήταν το μόνο που θα μου έδινε μια ανακούφιση από τις στενοχώριες της περιόδου εκείνης. Ήταν το μόνο που θα μου έφερνε το μήνυμα της αναγέννησης, της επίδας ότι όπως τα ξερά κλαριά άνθιζαν, έτσι θα άνθιζε και η ζωή μου πάλι.
Και όλο παρακαλούσα την Άνοιξη να στέρξει να μου κάνει γρήγορα τη χάρη να δω εκείνα τα φυλλαράκια που θα μου έδιναν τη δύναμη ν’ αντέξω.
Μα τίποτε. Και όλο περισσότερο με πλήγωνε η έλλειψη του φυλλοβοληματος, καθώς αυτό θα ήτανε το μήνυμα, από κείνη σταλμένο, που θα μου έλεγε: μη φοβάσαι τίποτα και για τίποτα μη λυπάσαι, εγώ είμαι εδώ, και είμαι μαζί σου. Να! σου έστειλα τον αγγελιαφόρο μου. Χάρου! Δε σε ξέχασα.
Και όσο αργούσε το άνθισμα του δέντρου, τόσο η θλίψη μου με έσπρωχνε όλο και περισσότερο να βρω άπρεπες και καταστροφικές λύσεις στα προβλήματά μου που όλο και διογκώνονταν απειλώντας με πνίξουν.
Το βράδυ το προηγούμενο του θαύματος, είχα ξαπλώσει με συντροφιά μου τις πιο πένθιμες σκέψεις. Και ο ύπνος μου δεν ήτανε ύπνος παρά εφιάλτες, τρομαγμένα ξυπνήματα και άσκοπα στριφογυρίσματα πάνω στο κρεβάτι.
Σηκώθηκα το πρωί σαν μελλοθάνατος που ήρθε η μέρα της εκτέλεσής του. Χωρίς ελπίδα καμμία πια για χάρη, από συνήθεια και μόνο άνοιξα το πραθυρο εκείνο το πρωί.
Και, κυρία, μη βιαστείτε να πείτε ότι το δέντρο είχε επιτέλους ανθίσει. Όχι κυρία. Δεν είχε ανθίσει οόκληρο το δέντρο. Ολάνθιστη και καταπράσινη στεκόταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου μόνο η κλάρα που φιλούσε το παράθυρο μου.
Το υπόλοιπο δέντρο κυρία, άνθισε όταν άνθισαν και όλα τα άλλα δέντρα μαζί.

ΈΛΕΝΑ
(με έκπληξη)
Συγκλονιστικό! Θεέ μου!

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
(σιγά)
Ήρθε νωρίς για μένα. Γιατί να μην έρθει αργά για σας;
(Η Έλενα σηκώνεται, κάνει δυο βήματα μέσα στο δωμάτιο. Στέκει με την πλάτη γυρισμένη προς τον Τζιόρτζιο)

ΈΛΕΝΑ
(σιγά)
Νομίζετε... πως θα έπρεπε... να δοκιμάσουμε;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα ενώ μπορούμε όλα να κερδίσουμε.
(Ο Τζιόρτζιο σηκώνεται και πλησιάζει την Έλενα. Μένουν έτσι για λίγο. Τέλος η Έλενα στρέφει αργά και βρίσκεται αντιμέτωπη με τον Τζόρτζιο. Κοιτάζει κάτω. Ο Τζιόρτζιο την πλησιάζει και με τα χείλη του ακραγγίζει τα δικά της. Κάνει ένα βήμα πίσω. Η Έλενα μένει ακίνητη και ταραγμένη. Αργά φέρνει το δεξί της χέρι στα χείλη της και τα αγγίζει με τα δάχτυλά της. Βλέπει κατόπιν για πολλή ώρα τα δάχτυλα της, σαν να περίμενε να δει κάτι εκεί, απορώντας που δεν το βλέπει. Βλέπει προς τον Τζιόρτζιο με μια παράξενη έκφραση. Τέλος απλώνει το χέρι της προς αυτόν, πιάνει το χέρι του και με τα μάτια της λάμποντας από προσμονή τον έλκει απαλά προς το μέρος της. Τα χείλη τους ενώνονται. Τα χέρια της Έλενας αργά αργά υψώνονται και τυλίγονται γύρω από τον λαιμό του Τζιόρτζιο. Τέλος χωρίζουν)

ΈΛΕΝΑ
(Χωρίς να βλέπει προς αυτόν, εκστασιασμένη ακόμα)
Τζιόρτζιο, εσύ που είσαι ποιητής και βλέπεις ό,τι δεν βλέπουν άλλοι, είδες μόλις πριν να βγαίνουν από μέσα μου η λύπη, η κατάρα, η κακοτυχιά, η δυστυχία, η ντροπή τόσων χρόνων;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Όχι. Γιατί εκείνη την ώρα έβλεπα να μπαίνουν μέσα σου η χαρά, η ευλογία, η ευτυχία, η περηφάνεια.

ΈΛΕΝΑ
Τζιόρτζιο...

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Ναι Έλενα...

ΈΛΕΝΑ
Τζιόρτζιο...
(τον κοιτάζει φανερώνοντας ένα πρόσωπο ευτυχισμένο, νεανικό, έτοιμο να εκραγεί από χαρά. Ψιθυριστά)
...σ’ αγαπώ!
(Ο Τζιόρτζιο την σηκώνει, την αγκαλιάζει και φιλιούνται μ’ ένα ατελείωτο παθιασμένο φιλί.
Όλα από δω και πέρα γίνονται και από τους δυο πολύ γρήγορα και με ζωντάνια, σαν να σήμανε η ώρα να γίνει κάτι που για χρόνια περίμεναν)
Θα φύγουμε από δω. Θα πιάσουμε ένα μεγαλύτερο σπίτι. Ως τότε θα μετακομίσω εδώ.

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
(την τραβάει προς την πόρτα)
Τώρα. Πάμε!

ΈΛΕΝΑ
(Τον συγκρατεί)
Ορκίσου μου ότι ούτε θα κοιτάξεις ποτέ σου άλλη γυναίκα!
(Πριν προλάβει ο Τζιόρτζιο να απαντήσει, χαρούμενα έκπληκτη, μιλώντας στον εαυτό της)
Ζηλεύω! Ζηλεύω!
(σηκώνοντας τα χέρια και το κεφάλι ψηλά. Δυνατά)
Ζηλεύω!
(ξάφνω γυρίζει προς τον Τζιόρτζιο)
Δεν πειράζει αυτό. Μου το ορκίζεσαι;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Ορκίζομαι.

ΈΛΕΝΑ
Πιο δυνατά!

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
(δυνατά)
Ορκίζομαι.

ΈΛΕΝΑ
(Κάνοντας αέρα με τα χέρια της στο πρόσωπο της)
Και σβήσε αυτή τη σόμπα επιτέλους-πώς
την αντέχεις...

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
(Με μια κίνηση συγκρατημένης προσποιητής αγανάκτησης σβήνει τη σόμπα)
Πάμε για τα πράγματά σου!
(πιάνει την Έλενα από το χέρι και την πηγαίνει προς την πόρτα. Εκείνη τον σταματά)

ΈΛΕΝΑ
Ε, φίλε, δεν μου λες, τα πράγματα έχουν πόδια;    

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Πόδια... τα πράγματα... όχι βέβαια.

ΈΛΕΝΑ
Λοιπόν δεν πρόκειται να φύγουν ως αύριο!
(βλέπει προς το κρεβάτι)
Το κρεβάτι όμως έχει. Ας το κουράσουμε ώστε να μην μπορεί να κινηθεί. Έλα!
(Πέφτει στο κρεβάτι και ανοιγοκλείνει τον δείκτη του δεξιού της χεριού προς το μέρος του Τζιόρτζιο. Εκείνος την κοιτάζει, πηγαίνει στο κρεββάτι και προσποιητά σκεφτικός κάθεται δίπλα στην ξαπλωμένη Έλενα)
Τι σκέφτεσαι;

ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Πως πρέπει να γραφτώ στο βιβλίο του Γκίννες. Είμαι ο πρώτος άντρας που θα κάνω γυναίκα μία γυναίκα!
(Η Έλενα τραβώντας τον τον ρίχνει στο κρεβάτι δίπλα της, ενώ την ίδια στιγμή πέφτει, κοκκινίζοντας ακόμα πιο πολύ, η κόκκινη

                                    ΑΥΛΑΙΑ)


 

Κυριακή 30 Μαΐου 2021

Ο ΘΡΗΝΟΣ

Τόπος: Λος Άντζελες, σπίτι του Άρβάζ (δωμάτιο με κουζίνα)
Χρόνος:1996.
Πρόσωπα του έργου: Λέσλυ, Αρβάζ.  

ΑΡΒΑΖ
(ανοίγοντας την πόρτα)
Πέρασε.
ΛΕΣΛΥ
(περνάει)
Ευχαριστώ.
ΑΡΒΑΖ
Βολέψου. Κάθισε.
ΛΕΣΛΥ
Δε θα ξαπλώσουμε;
ΑΡΒΑΖ
(ήρεμα, σοβαρά)
Όχι.
ΛΕΣΛΥ
Να γδυθώ;
ΑΡΒΑΖ
Όχι. Κάθισε.
(Η Λέσλυ κάθεται)
Πόσων χρονών είσαι;
ΛΕΣΛΥ
Εικοσιοχτώ.
ΑΡΒΑΖ
Ρώτησέ με κι εμένα πόσων χρονών είμαι.
ΛΕΣΛΥ
Δε μ’ ενδιαφέρει. Και ογδόντα να ήσουνα μ’ αρέσεις. Ειδικότητά μου είναι οι μεγάλοι άντρες.
(Πάει κοντά του και τον χαϊδεύει)
Έλα μωρό μου, πάμε στο κρεβάτι, είμαι καλή, θα δεις…
ΑΡΒΑΖ
Όχι, κάθισε σε παρακαλώ.
ΛΕΣΛΥ
Έλα… έλα…
ΑΡΒΑΖ
Σε παρακαλώ, δε σε θέλω γι αυτό.
ΛΕΣΛΥ
(έκπληκτη)
Δε με θέλεις γι αυτό;…
ΑΡΒΑΖ
Όχι.
ΛΕΣΛΥ
Δεν καταλαβαίνω. Τότε γιατί με θέλεις;
ΑΡΒΑΖ
Θα σου πω. Αλλά δε μου δίνεις την ευκαιρία. Κάτσε. Ησύχασε.
ΛΕΣΛΥ
(Κάθεται)
Άκου φίλε, εγώ θα κάτσω αφού το θέλεις. Όμως έχει περάσει κιόλας ένα τέταρτο της ώρας. Δε θέλω να μου λες ύστερα πως δεν έκανες τίποτα και δεν πληρώνεις.
ΑΡΒΑΖ
Πώς σε λένε;
ΛΕΣΛΥ
Λέσλυ. Το άκουσες αυτό που σου είπα;
ΑΡΒΑΖ
Το άκουσα. Το ήξερα όμως. Μη φοβάσαι, τα λεφτά σου θα τα πάρεις με το παραπάνω.
ΛΕΣΛΥ
Έτσι είναι καλλίτερα. Λοιπόν… τι θέλεις;
ΑΡΒΑΖ
Εκείνο που θέλω μπορεί και να κρατήσει πάνω κι από μιαν ώρα. Έχεις καιρό;
ΛΕΣΛΥ
Άκου φίλε…
ΑΡΒΑΖ
Δε θέλεις να μάθεις τ’ όνομά μου;
ΛΕΣΛΥ
Τι σημασία έχει..
ΑΡΒΑΖ
Έχει. Ρώτησέ με τ’ όνομά μου.
ΛΕΣΛΥ
Μα γιατί;..
ΑΡΒΑΖ
Πρέπει, για τη δουλειά μας. Σε παρακαλώ, ρώτησε τ’ όνομά μου.
ΛΕΣΛΥ
Πώς σε λένε;
ΑΡΒΑΖ
Αρβάζ. Λοιπόν σε παρακαλώ να μη με ξαναπείς «φίλε». Να με λες Αρβάζ.
ΛΕΣΛΥ
Σύμφωνοι. Λοιπόν Αρβάζ, εγώ καιρό έχω, αλλά για κάθε ώρα παίρνω διακόσα δολάρια.
ΑΡΒΑΖ
Λέσλυ, σου είπα, θα πληρωθείς.
ΛΕΣΛΥ
Εντάξει Αρβάζ. Όμως πολύ μυστηριώδης είσαι. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα κάνουμε εδώ μέσα αν όχι αυτό.
ΑΡΒΑΖ
Άκου Λέσλυ. Είναι κάτι που δεν έχει σχέση με το επάγγελμά σου. Λίγη υπομονή σε παρακαλώ. Ας γίνουν όλα όπως τα θέλω εγώ, μιας και… μιας και… μιας και σε πληρώνω. Τι λες:
ΛΕΣΛΥ
Εντάξει. Ό,τι πεις μωρό μου.
ΑΡΒΑΖ
Αρβάζ!
ΛΕΣΛΥ
Ό,τι πεις Αρβάζ. Μήπως είσαι ζωγράφος και με θέλεις για να ποζάρω;
ΑΡΒΑΖ
Όχι, δεν είναι αυτό.
ΛΕΣΛΥ
Καλά. Δεν ξαναρωτάω. Αλλά μιας και καθόμαστε ας πιούμε ένα ποτό. Θέλεις;
ΑΡΒΑΖ
Καλή ιδέα. Θα έχει κάτι στην κουζίνα.
ΛΕΣΛΥ
Ό,τι να ’ναι… μια κόκα κόλα…
ΑΡΒΑΖ
Κι εγώ θα ’θελα κάτι.
(Πηγαίνει στην κουζίνα)
ΛΕΣΛΥ
Από πού είσαι;
ΑΡΒΑΖ
Από το Ιράν.
ΛΕΣΛΥ
Πότε ήρθες εδώ;
ΑΡΒΑΖ
Έχω δέκα χρόνια.
ΛΕΣΛΥ
Σου αρέσει η Αμερική;
ΑΡΒΑΖ
Και ναι και όχι.
ΛΕΣΛΥ
Είναι διαφορετικά στο Ιράν;
ΑΡΒΑΖ
Ω! Πολύ!
(Φέρνει τα ποτά)
Πες μου Λέσλυ, γιατί μου τα ρωτάς όλα αυτά;
ΛΕΣΛΥ
Δεν ξέρω… για να πούμε κάτι…
ΑΡΒΑΖ
Έχεις δίκιο. Όμως πρέπει αυτά που λέμε να τα νιώθουμε. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό: να σε καίει μέσα σου ο πόθος να πεις αυτό που έχεις να πεις. Όταν με ρωτάς κάτι να το κάνεις όχι γιατί είσαι κοντά μου επειδή πληρώνεσαι, αλλά γιατί πραγματικά θέλεις να μάθεις. Σαν να ’σαι κοντά μου χρόνια και είδες κάτι ασυνήθιστο σε μένα και ρωτάς όλο ενδιαφέρον και ανησυχία.
ΛΕΣΛΥ
Σαν να ήμασταν παντρεμένοι;
ΑΡΒΑΖ
Όχι, όχι, κάθε άλλο εκτός απ’ αυτό. Σαν να ήμασταν εραστές.
ΛΕΣΛΥ
Εραστές χωρίς έρωτα;
ΑΡΒΑΖ
Σου είπα-σαν να είμαστε.
ΛΕΣΛΥ
Τότε και το ενδιαφέρον μου θα είναι σαν να ήταν ενδιαφέρον.
ΑΡΒΑΖ
Ναι. Αυτό αρκεί. Ναι. Όμως έτσι που αν κάποιος μας έβλεπε να μην μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά. Να νομίζει πως αισθάνεσαι βαθιά ό,τι λες και κάνεις.
ΛΕΣΛΥ
(Γελώντας)
Ο πελάτης έχει πάντοτε δίκιο.
ΑΡΒΑΖ
Και ξέχασε ότι είμαι πελάτης. Ξέρεις τίποτα από ηθοποιία;
ΛΕΣΛΥ
Πήρα μαθήματα για ένα φεγγάρι…
ΑΡΒΑΖ
Ωραία. Μπράβο. Αυτό θα μας βοηθήσει πολύ.
ΛΕΣΛΥ
Μα γιατί όλα αυτά; Πες μου…
ΑΡΒΑΖ
Είπαμε-όλα με τη σειρά τους.
ΛΕΣΛΥ
Έχεις δίκιο. Λοιπόν… πού μείναμε;
ΑΡΒΑΖ
Έλεγα πως όταν μου μιλάς πρέπει να μου μιλάς με ενδιαφέρον και με πόνο. Και με αλήθεια.
ΛΕΣΛΥ
Μα είπαμε πως όλα αυτά είναι ψέματα.
ΑΡΒΑΖ
Την αλήθεια μπορείς να τη βρεις μόνο μέσα στο ψέμα.
ΛΕΣΛΥ
(με ενδιαφέρον)
Πώς το είπες αυτό;
ΑΡΒΑΖ
Είπα πως η αλήθεια βρίσκεται μέσα στο ψέμα.
ΛΕΣΛΥ
Τι μου θύμισες…
ΑΡΒΑΖ
ΤΙ;
ΛΕΣΛΥ
Χρόνια πολλά πριν, μπορεί και δεκαοχτώ, ο πατέρας ενός φίλου πήγε στο θέατρο με το γιο του και με μένα. Απ’ όλη την παράσταση μου ’μεινε μια φράση που είπε ο μάγος στην πριγκίπισσα: «Αλήθεια είναι το ψέμα». Τι κουταμάρα, είχα σκεφτεί τότε. Αρβάζ, έχεις προσέξει πως μερικά πράγματα για να τα νιώσουμε πρέπει να περάσουν χρόνια και χρόνια;
ΑΡΒΑΖ
Ναι. Με την προϋπόθεση πως θα τριγυρνάνε όλο αυτό το διάστημα συνέχεια στο μυαλό μας.
ΛΕΣΛΥ
Ναι…
ΑΡΒΑΖ
Λοιπόν με μεγαλύτερη κατανόηση θα κάνεις τώρα αυτά που σου είπα. Αίσθημα λοιπόν, πάθος, πόνος, ανθρωπιά.
ΛΕΣΛΥ
Με μια λέξη αλήθεια.
ΑΡΒΑΖ
Αλήθεια. Με μια λέξη.
ΛΕΣΛΥ
Μην ξεχνάς όμως πού είσαι. Εδώ είναι Αμερική. Μη ζητάς πολλά.
ΑΡΒΑΖ
Δεν μπορεί το ψέμα σας να φτάσει ως την αλήθεια;
ΛΕΣΛΥ
Δν ξέρω. Μα να, τώρα, τη στιγμή ακριβώς αυτή, κάτι μου φωνάζει μέσα μου πως έγινε κιόλας. Ήρθαν όλα τόσο απότομα… δεν ξέρω…
(Σιωπή)
Γιατί έφυγες από το Ιράν;
ΑΡΒΑΖ
Γιατί ρωτάς;
ΛΕΣΛΥ
Έτσι, από περιέργεια.
ΑΡΒΑΖ
Σωστά, μ’ αυτήν αρχίζουν όλα.
ΛΕΣΛΥ
Γιατί έφυγες από το Ιράν;
ΑΡΒΑΖ
Δε θυμάμαι πια.
ΛΕΣΛΥ
Κάτι σοβαρό πρέπει να σε ανάγκασε να ξενιτευτείς.
ΑΡΒΑΖ
Τώρα πρόσεξε: καλλίτερα όταν λες αυτό να μην κρατάς στο χέρι το ποτό. Έτσι… Μάζεψε λίγο τις γωνίες του στόματος. Ξέρω, από το να γελάς κάθε τόσο όπως όλοι στην Αμερική, έχουν πάρει αυτή τη θέση. Όμως προσπάθησε!.. Ακόμα λίγο… έτσι μπράβο. Ξαναρώτησέ με τώρα.
ΛΕΣΛΥ
Γιατί έφυγες από το Ιράν; Κάτι σοβαρό θα σε ανάγκασε.
ΑΡΒΑΖ
Ναι, καλλίτερα έτσι. Πολύ καλλίτερα. Τώρα: το σώμα σου καθώς θα με ρωτάς θα πρέπει να το γείρεις λίγο μπροστά, προς το μέρος μου. Και τα μάτια σου να βλέπουνε ίσα μέσα στα δικά μου, πασκίζοντας να διαβάσουνε μέσα τους την απάντηση προτού την ακούσουνε τ’ αυτιά. Γείρε λοιπόν λίγο προς εμένα. Κοίταξέ με. Και τώρα ρώτησέ με πάλι.
ΛΕΣΛΥ
(κάνει όπως του είπε)
Γιατί έφυγες από το Ιράν; Κάτι σοβαρό θα σε ανάγκασε.
ΑΡΒΑΖ
Ναι. Έτσι. Απ’ όλα μόνο το στόμα θέλω λίγο πιο σοβαρό, το μέτωπο λίγο ζαρωμένο από το ενδιαφέρον. Και τώρα όλα μαζί: τα πυρωμένα μάτια, το σκύψιμο του κορμιού, το ζάρωμα του μετώπου, η σοβαρότητα του στόματος, το τρέμουλο της φωνής. Εμπρός. Ναι, καλά κάνεις και σφίγγεις με το χέρι σου το χέρι της πολυθρόνας. Λοιπόν…
ΛΕΣΛΥ
(Τρυφερά, δακρυσμένη)
Γιατί…
ΑΡΒΑΖ
Ναι…
ΛΕΣΛΥ
Γιατί…
ΑΡΒΑΖ
Μα όχι δάκρυα, δεν είναι απαραίτητα. Δε βλάφτουν όμως. Λοιπόν!..
ΛΕΣΛΥ
(Σηκώνεται και κάθεται στο πάτωμα, δίπλα στα πόδια του Αρβάζ. Του παίρνει το χέρι και το ακουμπάει στο μάγουλό της. Κλαίγοντας)
Γιατί έφυγες από το Ιράν;
(Του αγκαλιάζει τα πόδια)
ΑΡΒΑΖ
(έντονα και σαν κάποιος που ξαφνικά βρέθηκε σε δύσκολη θέση και αμύνεται)
Δεν ξέρω. Σου λέω αλήθεια. Δεν ξέρω. Δε θυμάμαι…
ΛΕΣΛΥ
Ποιος ξέρει;
ΑΡΒΑΖ
(ξαναβρίσκοντας τον εαυτό του. Σιγανά και ήρεμα)
Κανείς… κανείς…
(Τη σηκώνει και την καθίζει στα γόνατά του)
Αμερικανίδα που κλαίει!..Τι δε θα ’χα να δω ακόμη… Έλα, σταμάτησε να κλαις-μα γιατί κλαις…
ΛΕΣΛΥ
Πρέπει να υπόφερες εδώ.
ΑΡΒΑΖ
Όπως όλοι στη κατάστασή μου.
ΛΕΣΛΥ
Η ίδια μαχαιριά δίνει άλλο πόνο στον καθένα.
(Σηκώνεται. Σιγά)
Τι να κάνω για σένα;
ΑΡΒΑΖ
Θα το μάθεις σε λίγο.
ΛΕΣΛΥ
Όχι αυτό. Εννοώ τι θέλεις να σου φτιάξω, να σου δώσω να φας ή να πιεις κάτι. Τι;
ΑΡΒΑΖ
Ε! Δε σε πληρώνω για υπηρέτριά μου. Κάτσε. Δε θέλω τίποτα.
ΛΕΣΛΥ
(τον αγκαλιάζει)
Κάνε μου τη χάρη: μην ξαναμιλήσεις για λεφτά. Πες μου, θέλεις κάτι;
ΑΡΒΑΖ
Ένα ποτήρι νερό μόνο. Είναι στο ψυγείο κάτω δεξιά.
(Η Λέσλυ φέρνει το νερό. Ο Αρβάζ το παίρνει και το αφήνει πάνω στο τραπέζι)
Ευχαριστώ.
ΛΕΣΛΥ
Δε θα πιεις;
ΑΡΒΑΖ
Όχι ακόμα.
ΛΕΣΛΥ
(Κοιτάζει γύρω προσπαθώντας να φαίνεται χαρούμενη)
Ξέρω ένα φτηνό μαγαζί που πουλάει έπιπλα φτηνά και όμορφα. Θα πάμε μια μέρα μαζί ν’ αγοράσουμε μερικά. Ετούτος ο καναπές δε στέκει καλά. Και το κρεβάτι θα ’ναι μεγαλύτερο σε ηλικία από μένα. Ένα τραπέζι της προκοπής, δυο τρεις καρέκλες και όλα θα γίνουν διαφορετικά.
ΑΡΒΑΖ
Δεν χρειάζεται τίποτα Λέσλυ.
ΛΕΣΛΥ
Και κουρτίνες καινούργιες για τα παράθυρα. Μερικά καλά ποτήρια…
ΑΡΒΑΖ
Καλά είναι κι έτσι Λέσλυ.
ΛΕΣΛΥ
(συνεχίζει σαν να μη τον άκουσε)
…Και θα ’ρχομαι να σε βλέπω όταν θα ’χουμε καιρό ελεύθερο κι οι δυο μας. Μ’ αρέσει εδώ.
ΑΡΒΑΖ
Κι εγώ θα ’θελα να σε βλέπω. Μα δε γίνεται. Ξέχασέ το. Ας γυρίσουμε στη δουλειά μας.
ΛΕΣΛΥ
(το ίδιο)
Τα μισά λεφτά θα τα δώσω εγώ αφού θα είναι λίγο σαν σπίτι μου το σπίτι σου.
ΑΡΒΑΖ
(Ήρεμα και αποφασιστικά)
Όχι Λέσλυ.
ΛΕΣΛΥ
…Θα φύγεις! Θα φύγεις από δω γι αυτό δε θέλεις να φτιάξεις το διαμέρισμά σου! Το βρήκα-ναι;
ΑΡΒΑΖ
Το βρήκες Λέσλυ. Θα φύγω.
ΛΕΣΛΥ
Γι αυτό είπες πριν «τι δε θα ’χα να δω ακόμα»… μα δε θα δεις… Για πού; Για την πατρίδα;
ΑΡΒΑΖ
Για την πατρίδα. Γι αυτό έλα. Έχουμε λίγη δουλειά ακόμα οι δυο μας. Μη μου ξεφεύγεις.
ΛΕΣΛΥ
(σιγά)
Δεν ξεφεύγω-πού θα πήγαινα;
ΑΡΒΑΖ
(σηκώνεται)
Φεύγοντας κάποιος από την πατρίδα του χάνει όλα όσα είχε εκεί πέρα. Ακόμα κι όσα πήρε μαζί του ελπίζοντας πως θα τα έχει δικά του. Μνήμες, περιπέτειες, χαρές, λύπες… Ακόμα και τα πράγματα. Λες κι όταν φύγανε κι αυτά από τον τόπο τους άλλαξαν τ’ όνομά τους. Όταν κανείς το καταλάβει αυτό, η πρώτη του κίνηση είναι να ξαναχτίσει καινούργια ζωή στην ξενιτιά, γεμίζοντάς την με ό,τι σ’ αυτήν μάζεψε, χάρηκε, δούλεψε, έκλαψε, πόθησε. Μάταιος κόπος. Η ζωή που ζει τώρα δεν είναι η δική του. Κάποιος άλλος κλαίει, χαίρεται, ποθεί γι αυτόν. Πολλοί δέχονται την καινούργια κατάσταση. Μερικοί, όπως εγώ, δεν μπορούν ν’ αφήσουν τον παλιό τους εαυτό. Και πεθαίνουν μαζί του όπως ο καπετάνιος στους αλλοτινούς καιρούς πνίγονταν με το καράβι του μαζί.
ΛΕΣΛΥ
Μη μιλάς για θάνατο. Μια γυναίκα θα σε βοηθήσει να φτιάξεις πάλι τη ζωή σου.
ΑΠΒΑΖ
Πώς;
ΛΕΣΛΥ
Με την αγάπη της. Δεν ξέρω… έτσι λένε όλοι…
ΑΡΒΑΖ
Αν μια γυναίκα ερχόταν στην αρχή της εξορίας μου, τότε ίσως να βοηθούσε. Τότε, πριν σπάσει η συνέχεια. Θα με βύθιζε στο τέλμα της υποταγής και της ρουτίνας και θα πέθαινα ένα ευτυχισμένο μηδενικό που δεν έχει ιδέα για τη μηδενικότητά του. Όμως δεν ήρθε. Και ποια γυναίκα θα πλησίαζε έναν ξένο;
Έτσι έμεινα μόνος. Μη νομίσεις πως στενοχωριέμαι ή λυπάμαι γι αυτό. Όχι. Όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν. Μάλιστα χρωστώ χάρη στην ξενιτιά. Μ’ έκανε να γνωρίσω τον εαυτό μου.
ΛΕΣΛΥ
Μαθαίνοντάς σου την απελπισία;
ΑΡΒΑΖ
Ναι. Το κατάλαβες.
ΛΕΣΛΥ
Το είδα με τα καινούργια μάτια που μου έδωσες.
ΑΡΒΑΖ
Σ’ ευχαριστώ που μαθαίνεις εύκολα. Και τώρα στη δουλειά.
ΛΕΣΛΥ
Μη τη λες δουλειά πια. Ό,τι και αν κάνουμε μαζί οι δυο μας θα είναι η εκπλήρωση ενός καθήκοντος. Σ’ ακούω.
ΑΡΒΑΖ
Λοιπόν, απ’ όλα που είχα στην πατρίδα, πιο πολύ μου έχει λείψει το κλάμα. Εδώ όλοι γελάνε. Στην πατρίδα μου το γέλιο είναι ακριβό. Γι αυτό σε θέλω: να κλάψεις για μένα.
ΛΕΣΛΥ
(ανήσυχη και απορημένη)
Αρβάζ!
ΑΡΒΑΖ
Ναι. Αυτό θέλω. Άκου Λέσλυ. Στην πατρίδα μου όταν πεθαίνει κάποιος, τόνε κλαίνε. Κυρίως γυναίκες. Δηλαδή γνωστές και συγγένισσες μαζεύονται γύρω από το φέρετρο του νεκρού και τον κλαίνε για ολόκληρη μια νύχτα. Για σκέψου! Κλάμα τόσες ώρες από τόσους ανθρώπους… Αυτό μια φορά μετράει. Δείχνει πως ο πεθαμένος έλειψε από κάποιον. Πως νιώσαν ότι έφυγε. Κι αν κανείς δεν υπάρχει για να κλάψει το νεκρό, τότε νοικιάζουν γυναίκες, μιαν ή περισσότερες, που η δουλειά τους είναι ακριβώς αυτή: να κλάψουν τον νεκρό. Γι αυτό σε θέλω. Όταν πεθάνω θέλω να με κλάψεις. Αυτός είναι ο λόγος που σ’ έφερα εδώ.
ΛΕΣΛΥ
Όταν πεθάνεις;.. Να κλάψω;..
ΑΡΒΑΖ
Ναι Λέσλυ. Καταλαβαίνω, το βλέπεις γελοίο. Όμως για μένα είναι σημαντικό. Θα έχω έτσι την ψευδαίσθηση πως σε κάποιον θα λείψω. Κι αυτός ο κάποιος θα είσαι συ. Ντρέπομαι γι αυτά που σου λέω. Και ίσως να μη με καταλαβαίνεις. Αν είναι έτσι πες το μου.
ΛΕΣΛΥ
Και βέβαια είναι γελοία ολα αυτά. Όχι. Δε θα πεθάνεις. Δε θα σε κλάψω. Θα γελώ. Και θα μάθω το γέλιο σε σένα κι όχι εσύ το κλάμα σε μένα. Κουταμάρες εκεί!.. Μ’ έκανες να σε νοιώσω, να ενδιαφερθώ για σένα, να πιστέψω σε σένα. Ήτανε λοιπόν μόνο και μόνο για να μου ζητήσεις αυτό; Για να μου πεις πως θα πεθάνεις; Όχι, δε θα κλάψω για σένα. Θα γελώ για σένα. Και συ για μένα. Κι οι δυο με τη ζωή. Αν έκλαιγα για σένα θα ’τανε γιατί μου έλειψες. Κι αφού θα μου είχες λείψει, θα πει πως σε χρειάζομαι. Κι αφού σε χρειάζομαι-αφού σε χρειάζεται κάποιος-δεν έχεις να πεθάνεις. Ζήσε λοιπόν. Και μόνο που μιλήσαμε γι αυτή τη λίγη ώρα, νιώθω πως κάτι άλλαξε σε μένα. Σαν με τα λόγια και με τη στάση σου να γέννησες έναν άλλο άνθρωπο μέσα μου. Κι ό,τι σου λέω από τότε, αυτός ο καινούργιος άνθρωπος είναι που τα λέει. Κι είναι ωραίος αυτός ο άνθρωπος. Και για να ζήσει σε χρειάζεται.
ΑΡΒΑΖ
Έτσι νομίζεις. Είναι μια εντύπωση της στιγμής. Νομίζεις ότι κάτι άλλαξε μέσα σου. Δεν άλλαξε. Και ευτυχώς. Γιατί αλλιώς θα ήταν ένα μαρτύριο η ζωή σου. Φαντάσου, ένα δυστυχισμένο πλάσμα -εμένα-είδες κι άρχισες να κλαις. Σκέψου τι θα γινόταν αν, ο καινούργιος άνθρωπος που λες πως γεννήθηκε μέσα σου έβλεπε όλη τη δυστυχία του κόσμου.
ΛΕΣΛΥ
Με κάνεις και μένα δυστυχισμένη με τα λόγια σου αυτά.
ΑΡΒΑΖ
Δεν είσαι δυστυχισμένη. Δυστυχία είναι να έχεις συναίσθηση της δυστυχίας σου. Εσύ πατάς γερά στον κόσμο της ύπαρξης, έναν κόσμο χάρτινο, που όμως μπορεί ν’ αντέξει το βάρος το μικρό της ζωής σου. Μα η δική μου ζωή, πατώντας πάνω στον χάρτινο αυτόν κόσμο, τον γκρεμίζει με το βάρος της. Και να ’μαι πεσμένος στην άβυσσο που κρύβεται από κάτω του.
ΛΕΣΛΥ
Μην είσαι εγωιστής. Μην κοιτάζεις το κακό που έγινε στον εαυτό σου. Κοίταξε το καλό που μπορείς να κάνεις εσύ στους άλλους. Και ζήσε. Δες με-είμαι εγώ ο ίδιος άνθρωπος που μπήκε εδώ μαζί σου πριν μια ώρα;
ΑΡΒΑΖ
Ο σπόρος της αλλαγής είναι που έπεσε μέσα σου Λέσλυ. Κι αλήθεια, χαίρομαι γι αυτό σαν να ’πλασα κιόλας όχι ένα νέον άνθρωπο, αλλά ένα ολόκληρο νέο κόσμο. Σε χρόνια, όταν θα φτάσεις κι εσύ στην ηλικία μου, τότε θα δεις κι εσύ τα πράγματα όπως τα βλέπω. Θα δεις πόσο η ζωή σου ήταν άδεια, θα δεις τι σημαίνει ξενιτιά, θα δεις πόσο στα ξένα σου έλειψαν τα δικά σου πράγματα, τα πράγματα της πατρίδας, θα δεις πόσο άλλος πρέπει να είσαι για να μπορέσεις να ζήσεις. Και μην μπορώντας να γίνεις αυτός ο άλλος άνθρωπος, θα σκεφτείς το θάνατο. Όπως τώρα εγώ.
ΛΕΣΛΥ
Ναι. Ο σπόρος σου κάπου εκεί θα με οδηγήσει. Το νιώθω. Όμως συχώρα με… μα εγώ δεν είμαι… δεν είμαι ξένη… είμαι στην πατρίδα μου…
ΑΡΒΑΖ
Όλοι είμαστε ξένοι στη γη. Κάποτε θα το καταλάβεις.
ΛΕΣΛΥ
Ίσως. Και ίσως κι εγώ να θέλω να πεθάνω. Και κάποιος να θέλει να με σταματήσει. Όπως θα σταματήσω τώρα εγώ εσένα.
(Κλαίει)
Δε θέλω να σε κλάψω. Δε θέλω να πεθάνεις. Δε θέλω…
ΑΡΒΑΖ
Μα, Λέσλυ, δεν πέθανα ακόμα.
ΛΕΣΛΥ
Όχι. Δε θα πεθάνεις. Δε θα κλάψω για σένα-όχι-δε θα κλάψω…
ΑΡΒΑΖ
Καλή μου, κάνε το-μου σαν μια χάρη. Είσαι η μόνη που μπορεί και που θέλω να κλάψει για μένα. Κλάψε με Λέσλυ. Μόνο έτσι θα φύγω ευχαριστημένος.
Δεν το θέλεις να φύγω ευχαριστημένος;
ΛΕΣΛΥ
Θα ’τανε σαν να σε σκοτώνω-όχι.
ΑΡΒΑΖ
(Την πλησιάζει, παίρνει τα χέρια της στα χέρια του και τα φιλεί)
Λέσλυ, δεν μπορείς να με σκοτώσεις. Είμαι κιόλας πεθαμένος. Μα… γιατί πάγωσαν τα χέρια σου ξαφνικά;
ΛΕΣΛΥ
(Ελευθερώνει τα χέρια της)
Βρήκα έναν άνθρωπο και είναι κι αυτός πεθαμένος;
ΑΡΒΑΖ
Είναι γιατί δεν υπάρχει ανθρωπιά. Γιατί όπου γεννηθεί, την ίδια στιγμή πεθαίνει. Σαν μια χιονονιφάδα που πριν προλάβεις να την αγγίσεις έχει λιώσει κιόλας. Σαν μια αστραπή που για μια στιγμή τη βλέπεις και τελείωσε. Μα εκείνη η στιγμή είναι που μετράει-αυτήν όταν γνωρίσεις τα έχεις γνωρίσει όλα. Και ύστερα όλα για σένα είναι ένα μεγάλο τίποτα.
ΛΕΣΛΥ
Αφού δε θέλεις να ζήσεις για σένα, ζήσε για τους άλλους… ζήσε για μένα…
ΑΡΒΑΖ
Για τους άλλους;.. Για σένα;.. Λέσλυ! Πώς να στο πω …πώς να στο πω χωρίς να με κοροϊδέψεις… πώς να στο πω και να με πίστευες… πώς να στο πω και να μη, ίσως, με μισήσεις…
ΛΕΣΛΥ
Πίστεψα σε σένα. Θα πιστέψω κι ό,τι μου πεις. Πώς μπορείς να σκεφτείς πως θα σε κορόϊδευα;
ΑΡΒΑΖ
(σιγά και πειστικά)
Λέσλυ, δεν υπάρχεις ούτε εσύ ούτε οι άλλοι.
(Η Λέσλυ μένει ακίνητη και σιωπηλή για λίγο. Ξαφνικά μια λάμψη περνάει από τα μάτια και από το μυαλό της και τα φωτίζει. Ύστερα ήρεμα, γλυκά, τρυφερά, υποτακτικά και αποφασιστικά)
ΛΕΣΛΥ
Έλα Αρβάζ. Έλα καλέ μου. Πες μου τι πρέπει να κάνω. Έλα.
(Τον φιλεί απαλά, σαν αέρινα, στα χείλη, στα μάτια, στα μαλλιά, στα χέρια, ενώ μιλεί)
Μίλα λατρευτέ μου. Διάταξέ με. Πες μου τι να πω και τι να κάνω θρηνώντας. Όλα θα γίνουν όπως μου πεις.
ΑΡΒΑΖ
Ας κλείσουμε το παράθυρο.
(Το κλείνει)
Αν άκουγε κανείς το θρήνο σου θα τρόμαζε.
ΛΕΣΛΥ
Πες μου.
ΑΡΒΑΖ
Όταν βγει και η τελευταία μου πνοή θ΄αρχίσεις το θρήνο. Θα κλαις σαν να πέθανες εσύ η ίδια. Ή σαν να έχασες ένα πολύ αγαπητό σου πρόσωπο. Ο θρήνος θα βγαίνει από το στόμα σου σαν χείμαρρος. Σαν μέχρι τώρα να τον συγκρατούσες για κάποια αιτία. Θα προσπαθείς, όσο μπορείς, οι κραυγές σου να φτιάχνουν λόγια, λέξεις, προτάσεις ολοκληρωμένες όσο είναι δυνατό-όσο σου επιτρέπει το κλάμα. Θα δαγκώνεις τα χείλη σου από την απελπισία. Θα τραβάς τα μαλλιά σου, θα ξεσχίζεις τα ρούχα σου, θα δέρνεις τα στήθη και τους μηρούς σου με τα χέρια σου. Το τι θα λες αποφάσισέ το εσύ η ίδια. Αν όμως αυτό σε δυσκολεύει, σου έχω αφήσει ένα μοιρολόγι. Έτσι λένε στην πατρίδα μου τα λόγια που λένε θρηνώντας επάνω από τους νεκρούς. Παραλλαγές και προσθαφαιρέσεις θα κάνεις μόνη σου, χωρίς να το καταλάβεις αφού πραγματικός πόνος θα σε οδηγεί. Η φωνή σου θα είναι δυνατή, πολύ πονεμένη, στριγκιά. Το κλάμα δύσκολα θ’ αφήνει τα λόγια να ξεχωρίζουν. Η φωνή σου θα ’χει ανεβάσματα και κατεβάσματα. Κάθε εκπνοή σου θα καταλήγει σε βογγητό ή σε άναρθρη στριγκιά κραυγή.
ΛΕΣΛΥ
Κατάλαβα. Θα γίνει όπως μου είπες. Πριν όμως θέλω κι εγώ κάτι από σένα. Ένα φιλί.
ΑΡΒΑΖ
Ο έρωτας είναι η δυστυχία του ανθρώπου.
ΛΕΣΛΥ
Ένα φιλί.
ΑΡΒΑΖ
Η επιθυμία είναι το δόλωμα της ζωής.
ΛΕΣΛΥ
Το θέλω.
ΑΡΒΑΖ
Η ηδονή είναι ο φονιάς της γνώσης.
ΛΕΣΛΥ
Είμαι γυναίκα.
ΑΡΒΑΖ
(Απλώνει τα χέρια του)
Έλα.
(Η Λέσλυ πλησιάζει. Φιλιούνται σ’ ένα παρατεταμένο, παθιασμένο φιλί. Μετά απ’ αυτό μένουν σφιχτά, απελπισμένα αγκαλιασμένοι, σαν να γυρεύουν να γίνουν ένα σώμα οι δυο τους. Τέλος χωρίζουν)
ΛΕΣΛΥ
Τι γλύκα! Ίδιος ο θάνατος!
(Κάθεται. Δακρύζει. Τα δάκρυα τρέχουν ασταμάτητα από τα μάτια της, αβίαστα, χωρίς αναφιλητά, σαν αυτό να είναι μία φυσιολογική κατάσταση όπως όταν μιλάμε ή ανασαίνουμε. Έτσι τα δέχεται και ο Αρβάζ. Και έτσι ως το θάνατο του Αρβάζ)
ΑΡΒΑΖ
Είχα σκοπό να σε αφήσω εδώ
(Βγάζει ένα άσπρο κουτάκι από την τσέπη του)
και να πάω στην κουζίνα για να πάρω αυτή τη σκόνη.
(Σκουπίζει τα δάκρυα της Λέσλυ)
Τώρα όμως δε χρειάζεται-έτσι δεν είναι;
ΛΕΣΛΥ
(Ψιθυριστά μέσα από τα αναφιλητά της)
Όχι, δε χρειάζεται…
ΑΡΒΑΖ
(Δείχνει έναν φάκελο στη Λέσλυ)
Μέσα εδώ βρίσκονται χρήματα-πέταξέ τα-, ένα μοιρολόγι κι ένα γράμμα για την περίπτωση που κάποιος θα ήθελε να σε συνδέσει με το θάνατό μου.
(Ρίχνει τη σκόνη μέσα στο ποτήρι με το νερό και πίνει. Ύστερα ξαπλώνει στο κρεβάτι. Σιωπή. Χωρίς να κοιτάζει τη Λέσλυ)
Σ’ ευχαριστώ.
ΛΕΣΛΥ
Εσύ εμένα;
(Κάθεται στην πολυθρόνα που βρίσκεται δίπλα στο κρεβάτι του Αρβάζ, κλείνει το χέρι του στα χέρια της και το φιλεί απαλά και το χαϊδεύει, ώσπου να νιώσει ότι αυτό παραλύει. Τότε ξεσπάζει σε γοερό θρήνο ξεσχίζοντας τα ρούχα και τα μάγουλά της)



                                   ΑΥΛΑΙΑ
 

Σάββατο 29 Μαΐου 2021

ΑΡΝΑΓΕΔΩΝ

ΤΟΠΟΣ: Κάπου στον Γαλαξία.
ΧΡΟΝΟΣ: 2019 μ. Χ.
ΠΡΟΣΩΠΑ:
Υπέρτατος: Γαλαξιακός Υπεύθυνος.
Τοπαρχης: Διοικητής του Βραχίονα του Ωρίονα                                                                
Υπασπιστής: Υπασπιστής του Υπέρτατου.

Τεράστιο γραφείο με αστέρια στην οροφή και χάρτες διαστημικούς στους τοίχους. Ο Υπέρτατος όρθιος και θυμωμένος. Μιλάει δυνατά και το βλέμμα του είναι αγριεμένο.


ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Να καταστραφούν!

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
(κατευναστικά)
Υπέρτατε…

ΥΠΕΡ
…Όλοι! Να μη μείνει κανένας τους! Ούτε η στάχτη τους. Αυτό τους αξίζει.

ΥΠΑΣ
Υπέρτατε επιτρέψτε μου…

ΥΠΕΡ
Τι θέλεις να μου πεις; Μήπως θέλεις να μου τους δικαιολογήσεις;  Μήπως υπάρχουν ελαφρυντικά για τη συμπεριφορά τους κι εγώ δεν τα ξέρω; Δεν δέχομαι τίποτα. Είπα: να καταστραφούν. Τίποτα να μη μείνει από τον πλανήτη τους και από δαύτους.
(ξαφνικά)
Και γιατί δεν ήρθε ο ίδιος ο Τοπάρχης να μου τα πει; Δεν είχε μούτρα βέβαια. Κι έστειλε εσένα.  Τράβα να τους ξεκάνεις! Ούτε ένας να μη μείνει! Και ο πλανήτης ο ίδιος έχει μολυνθεί. Να καταστραφεί κι αυτός.
Αλλά όχι! Να μην πας εσύ. Να πας να μου φέρεις τον υπεύθυνο. Αυτός  φταίει για ότι έγινε.  Αυτός θα διορθώσει την κατάσταση καταστρέφοντας το βδελυρό έργο που άφησε να βλαστήσει στον Τομέα του. Πήγαινε να τον φέρεις.
(Ο Υπασπιστής κάνει κάτι να πει, βλέποντας το αγριεμένο πρόσωπο του Υπέρτατου μετανιώνει και βγαίνει. Ο Υπέρτατος μόνος  )
Αχρείε! Θα σε λιώσω! Θα σε αφανίσω!... Κατάντια… Ο Γαλαξίας μου μολυσμένος!... Ανάξιε!... Αυτός φταίει για όλα. Μπορώ εγώ να τα κάνω όλα μόνος μου; Όχι. Αυτός είναι ο υπεύθυνος και κανένας άλλος.
(Μπαίνει ο Υπασπιστής με τον Τοπάρχη. Στον Τοπάρχη)
Γιατί κρύφτηκες ; Γιατί δεν ήρθες ο ίδιος να μου μιλήσεις για το πρόβλημα;

ΤΟΠΑΡΧΗΣ
(σιγά, απολογητικά)
Φοβήθηκα την οργή σας Υπέρτατε…

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Αν φοβόσουν θα έπρεπε να προλάβεις να μην δημιουργηθεί αυτό το τέρας στη Περιοχή Ευθύνης σου.

ΤΟΠΑΡΧΗΣ
Όλη μέρα τρέχω Υπέρτατε. Δε στέκω άπρακτος. Καμιά φορά κάποιος πλανήτης πάει να ξεφύγει αλλά τον επαναφέρω αμέσως στην τάξη. Αυτός ξέφυγε. Ξέρω, δεν υπάρχει δικαιολογία.  Θα κάνω ό,τι μπορώ για να επανέλθουν τα πράγματα στο κανονικό. Θα αφιερώσω σ’ αυτό κάθε μου προσπάθεια.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Ώστε νομίζεις ότι υπάρχει σωτηρία; Ότι θα μπορέσεις να αλλάξεις τόσα μυαλά που άφησες να πάρουν τόσον αέρα μέχρι τώρα; Τόσο ανόητος είσαι; Με αυτούς έχει χαλάσει ολόκληρος ο πλανήτης! Να πας να τους χαλάσεις κι αυτούς κι εκείνον!

ΤΟΠΑΡΧΗΣ
Αν χαλαστεί ολόκληρος ο πλανήτης αυτή θα είναι και η δική μου καταστροφή Υπέρτατε. Μετά από κάτι τέτοιο ούτε εγώ δεν θα μπορώ να σταθώ.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Και λοιπόν; Ας το σκεφτόσουν αυτό πιο πριν. Ας μάθουν όλοι ότι στον Γαλαξία μας υπάρχει και ένας ανεύθυνος, ένας ανεπρόκοπος, ένας ανίκανος Τοπάρχης.

ΤΟΠΑΡΧΗΣ
Δεν είμαι ανεύθυνος Υπέρτατε. Ούτε αμελής καν.  Έχω τόσους πλανήτες να εποπτεύω. Πρώτη φορά έγινε αυτό.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Ώστε έχεις πολλή δουλειά; Αυτό μου λες; Μήπως θέλεις να σε απαλλάξω; Θέλεις να γίνεις ένας παρίας των Συμπάντων; Με μεγάλη μου χαρά να το κάνω. Αν δεν ήξερες εσύ τα κατορθώματα των ανθρώπων της γης-του πλανήτη για τον οποίο εσύ είσαι υπεύθυνος-ποιος έπρεπε να το ξέρει; Μήπως εγώ που έχω ολόκληρο Γαλαξία να συντονίζω; Οι Τοπάρχες τότε τι κάνουνε; Μασημένο φαί πρέπει να μου φέρνετε εμένα! Γι αυτό σας έχω. Και όχι να τα παρατάτε όλα και να μαθαίνω εγώ από τρίτους την κατάντια των πλανητών και των αστεριών μου.
(παίρνει από το γραφείο του ένα χαρτί και το βάζει μπροστά στα μάτια του Τοπάρχη.)
Ορίστε το αποτέλεσμα της επιθεώρησης στη Γη σου. Ή μήπως θα βγάλεις ψεύτη τον Επιθεωρητή;

ΤΟΠΑΡΧΗΣ
Όχι Υπέρτατε. Δεν ήθελα να πω αυτό.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Λοιπόν πήγαινε να χαλάσεις όλους τους ανθρώπους του και τον πλανήτη τους μαζί. Αύριο πρωί αυτή να είναι η πρώτη σου δουλειά. Να αφανιστεί αυτό το έκτρωμα, αυτό το βδέλυγμα των Ουρανών, αυτή η ντροπή των Συμπάντων που βλάστησε και ανδρώθηκε κάτω από τα μάτια σου.  
 
ΤΟΠΑΡΧΗΣ
Με όλον το σεβασμό Υπέρτατε, όλα αυτά τα κοσμητικά επίθετα για τον πλανήτη για μια μικρή παρεκτροπή των ανθρώπων του;
 
ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
(εξαγριωμένος)
Μικρή; Για δες!
(δυνατά)
Και τα όπλα τι είναι;  Μικρή παρεκτροπή; Δεν είναι μόνον αυτό λόγος για την καταστροφή του πλανήτη;  Όπλα! Μα πως άφησες να συμβεί αυτό; Ή μήπως έγινε με την ανοχή σου; Αν εγώ το ήθελα δεν θα το είχα φτιάξει λες;  Θα περίμενα τους ανθρώπους να το φτιάξουν και σένα να το ανεχτείς;
ΤΟΠΑΡΧΗΣ
Υπέρτατε όλα γίνανε μετά την επίσκεψή μου στον πλανήτη  Γη. Στο διάστημα ανάμεσα στις δυο μεταβάσεις μου εκεί-την τότε και τη χτεσινή- έγινε ότι έγινε.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
(συνεχίζοντας σαν να μη τον άκουσε)
Και καλά εσύ!  Οι Παρατηρητές δεν σου αναφέρανε ποτέ τίποτα; Ή μήπως κατάργησες και τους Παρατηρητές;
(Ο Τοπάρχης δεν μιλάει)
Όπλα! Δεν τους έφταναν όσα είχε αποφασίσει η Αρχή για όλους τους: νύχια, δόντια, δηλητήριο, μύες;… Για να μην συνεχίσω και με τα άλλα κατορθώματά σου: τη γλώσσα, το χωρισμό σε κράτη, την πορνεία… Τόσοι άλλοι πλανήτες με τόσα πλάσματα πάνω τους κανένα δεν έφτιαξε τόσο αποκρουστικά, τόσο σιχαμερά, τόσο ολέθρια κατασκευάσματα.
Χαλασμός! Χαλασμός τέτοιος που ούτε η στάχτη της Γης και των ανθρώπων του όπως τα κατάντησες να μη μείνει. Αυτή θα είναι η τιμωρία τους. Όσο για τη δική σου θα αποφασίσω αργότερα.
(δυνατά)
Χαλασμός! Δεν ξέρω πώς θα το κάνεις. Ρίξε τη γη αν θέλεις πάνω σε κάποιον ήλιο, ανατίναξέ την, πέτα την μέσα σε κάποια μαύρη τρύπα, όμως ότι κάνεις να το κάνεις γρήγορα. Αύριο πρωί κιόλας.  Αυτή είναι η απόφασή μου. Αμ το άλλο; Το χρήμα;! Τι ήτανε πάλι αυτό; Πώς άφησες να γίνει κάτι τέτοιο; Ούτε εγώ δεν θα μπορούσα να το φανταστώ. Άκου χρήμα!..   Τι ψεύτικη δύναμη είναι αυτή! Τι παρά φύσιν κατάσταση! Φύγε! Φύγε και αύριο να μου δώσεις την αναφορά της καταστροφής των γελοίων σου έργων και του απ’ αυτά μολυσμένου πλανήτη σου. Φύγε!
(ο Τοπάρχης μένει)
Φύγε είπα!
(Ο Τοπάρχης βγαίνει. Ο Υπέρτατος στον εαυτό του)
Να τελειώνει πια κι αυτό. Υπομονή ως αύριο. Μα ο νους μου θα ησυχάσει μόνον όταν αφανιστεί αυτό το τερατούργημα.
(Στον Υπασπιστή, ηρεμότερος)
Μα καλά, εσύ είσαι πιο κοντά με αυτόν απ’ όσο εγώ-δεν είδες τίποτα; Τίποτα δεν άκουσες που να σε υποψιάσει;..

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Έχετε δίκιο. Δεν πήγε όμως το μυαλό μου σε κάτι τέτοιο. Ύστερα ο Τοπάρχης δεν μου έδινε την εντύπωση πως έχει παραμελήσει τη δουλειά του. Έχετε δίκιο. Κι εγώ αν ήμουν στη θέση σας το ίδιο θα έκανα.  Μα κι εγώ τότε θα είχα όπως εσείς έναν Υπασπιστή να κουβεντιάζω μαζί του τα προβλήματα του Γαλαξία μας…

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Λοιπόν; Κι εγώ έχω εσένα. Κουβεντιάσαμε. Τι μ’ αυτό; Τι να μου πεις κι εσύ… αυτά τα προβλήματα δεν λύνονται με λόγια…

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Δε θέλω να λύσω το πρόβλημα. Αυτό Υπέρτατε είναι δική σας ευθύνη και απόφαση. Θα ήθελα όμως να θέσω υπ’ όψιν σας μερικές παραμέτρους του ζητήματος.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Ακούω.

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Καταλαβαίνω την οργή σας, και η καταστροφή των ανθρώπων που δημιούργησαν ένα τέτοιο εξάμβλωμα είναι ένα δίκαιο μέτρο. Ταξίδια στις θάλασσες με τεράστια υπερπολυτελή πλεούμενα… φώτα που κάνουν μέρα τη νύχτα… άσκοπες ενέργειες με πάθος που σκοπό τους έχουν την αναζήτηση χαράς… Χαρά… τι κτηνωδία…

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
(επιδοκιμαστικά)
Χμμ…

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
…ρούφηγμα του λίπους της γης τους από τα υπόγεια βύθη του…

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
(που όλη αυτή την ώρα επιδοκιμάζει)
Και η γλώσσα!... Πού το ’χεις αυτό; Η γλώσσα! Για να μπορούν να λένε ψέματα ο ένας στον άλλο…

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Αλήθεια, η γλώσσα… Και ξέρετε, μάλλον από αυτήν άρχισαν όλα…  

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Είμαι σίγουρος γι αυτό!  

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Δίκαια η τιμωρία τους!

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Τίποτα λιγότερο δεν τους άξιζε…

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
(διστακτικά και σαν να σκέφτηκε κάτι τώρα)
Σκέπτομαι όμως Υπέρτατε…

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ  
Τι; Υπάρχει τίποτα χειρότερο από ότι διάταξα να γίνει. Βρήκες κάτι άλλο;

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Όχι Υπέρτατε. Σκέπτομαι όμως εμάς και τον Γαλαξία μας και όχι έναν απαίσιο πλανήτη όπως αυτός.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Τι σκέφτεσαι; Έλα, μίλα, τι θέλεις να πεις;

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Μήπως η τιμωρία τους είναι υπερβολική και…

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Υπερβολική;

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Όχι γι αυτούς Υπέρτατε. Για μας, για τον Γαλαξία μας-για το Σύμπαν μας…

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Δηλαδή τι;

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Να Υπέρτατε… πώς να το πω…

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Μίλα, τι εννοείς;

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Φοβάμαι μήπως το θέμα έχει κάποιον αντίκτυπο σε μας. Δηλαδή να: Δε λέω, αυτό τους αξίζει, όμως πώς θα φανεί στην Ανώτερη Αρχή η καταστροφή ενός πλανήτη;
ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Είναι στη δικαιοδοσία μου  κάτι τέτοιο.

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ  
Πώς θα το δικαιολογήσουμε όμως όταν μαθευτεί; Γιατί θα μαθευτεί-και αν εμείς το κρύβαμε οι καλοθελητές δε θα δίσταζαν να το μηνύσουν στην Ανώτερη Αρχή.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Η Αρχή θα καταλάβει. Κάποτε θα έτυχε και σ’ αυτήν κάτι τέτοιο όταν ήτανε στη θέση μας.  

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Ίσως, όμως δεν μπορεί να στηριχτούμε σε αυτό.  Ύστερα οι μεγάλοι ξεχνάνε τα δικά τους άσχημα και έχουν μάτια μόνο για τα ξένα. Θυμάστε Υπέρτατε όταν ένας πλανήτης της Ανδρομέδας τέσσερα, είχε εκδιωχτεί λίγο μόνο πιο μακριά από τον Ήλιο του τι σούσουρο είχε γίνει; Και ο Τοπάρχης της Περιοχής εκείνης διώχτηκε, αλλά και ο Υπέρτατος της Ανδρομέδας άκουσε τα εξ αμάξης από την Ανώτερη Αρχή.
ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
(θορυβημένος)
Πού το θυμήθηκες;..
ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Το θυμήθηκα γιατί βλέπω την ομοιότητα με τη δική μας κατάσταση. Γι αυτό σας λέω. Και οι άνθρωποι του πλανήτη εκείνου δεν είχαν φτάσει στον ξεπεσμό της Γης-μόλις είχαν αρχίσει να στέκονται στα δυο τους πόδια.  

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Θυμάμαι… Και η Αρχή επανάφερε τον πλανήτη στα παλιά του.

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Βλέπετε η δημιουργία ζωής σε κάθε πλανήτη δεν είναι εύκολο πράγμα. Παίρνει δισεκατομμύρια χρόνια. Και όσο να ’ναι η Αρχή υπολογίζει σ’ αυτήν…

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Μα εδώ κάνανε τα χείριστα. Τέτοια τιμωρία δεν τους αξίζει;

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Βέβαια τους αξίζει Υπέρτατε, όμως πώς θα δικαιολογήσουμε το γεγονός πως τους είχαμε αφήσει να φτάσουν εκεί που είχαν φτάσει-σε όλα αυτά τα φοβερά που έκαναν; Τι θα πούμε; Πως έχουμε βάλει σαν Διοικητή του Βραχίονα του Ωρίωνα έναν που μόνο κάθε ένα-δύο εκατομμύρια χρόνια θυμάται να ενδιαφερθεί για την Περιοχή της δικαιοδοσίας του;

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Αυτό δεν το είχα σκεφτεί.

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Δεν το σκεφτήκατε γιατί υπερίσχυσε μέσα σας η δίκαια οργή για το τρομερό που έγινε και ήσασταν όλος δοσμένος στην τιμωρία και του πλανήτη και των ανθρώπων του. Τη δίκαια τιμωρία να προσθέσω εγώ. Όμως ποια η δικαιολογία μας στην Ανώτερη Αρχή; Αυτό με βασανίζει. Η καταστροφή ενός πλανήτη είναι μεγάλο τόλμημα Υπέρτατε, όσο δίκαιο κι αν είναι. Είναι δικαίωμά σας και μπορείτε να το διατάξετε, μα…

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Όμως πιστεύω πως ούτε η Αρχή θα ήθελε να έχει στο Σύμπαν της έναν τέτοιο πλανήτη.  

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Όχι, αλλά φαντάζομαι ότι δεν θα ήθελε κατ’ αρχήν να έχει έναν τέτοιο Τοπάρχη στον Γαλαξία της.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
(σκέπτεται)
Και τι να κάνω; Να αφήσω ατιμώρητους ανθρώπους και πλανήτη;  

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Κοιτάξτε, έχω μια ιδέα. Δε σας την είπα νωρίτερα γιατί ήσασταν πολύ θυμωμένος.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Τι ιδέα; Να αφήσω τους ανθρώπους στα χάλια που βρέθηκαν και να συνεχίσουν να ρυπαίνουν με τα καμώματά τους  τον πλανήτη τους; Και ποιος ξέρει αν αυτό δεν θα είναι ένα κακό παράδειγμα και αρχίσουν να ξεφυτρώνουν κι άλλα τέτοια μορφώματα;

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Όχι Υπέρτατε. Ποιος θα το ήθελε αυτό;

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Τότε τι;

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Να τι σκέφτηκα. Όλοι κάνουν λάθη. Θέλεις αυτός ο αστείος Τοπάρχης, θέλεις εγώ που δεν είχα το νου μου σε δαύτον, το κακό έγινε.  Όλοι κάνουν λάθη. Μα καμιά φορά η αξία κάποιου κρίνεται από το αν είναι άξιος να διορθώσει ένα λάθος του. Η πρότασή μου είναι λοιπόν να μην καταστρέψετε τον πλανήτη.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Αλλά;

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Να επαναφέρουμε στην τάξη τους ανθρώπους του.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Τι εννοείς; Αυτό είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο. Τόσα μυαλά στραβά πώς θα τα διορθώναμε;

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Καταρχήν πώς βρίσκετε την ιδέα μου;

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Η ιδέα να μην τιμωρηθεί κάποιος για ένα τέτοιο σφάλμα δεν με βρίσκει σύμφωνο.

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Λέτε για τον Τοπάρχη;

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Πρώτα γι αυτόν. Αλλά και για κείνους που τόλμησαν τέτοιες ολέθριες πρωτοβουλίες.

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Τον Τοπάρχη τιμωρήστε τον με μια ποινή που να μην είναι τόσο βαριά ώστε να τραβήξει την προσοχή στο παράπτωμά του και αρχίσουν σχόλια. Ως για τους ανθρώπους, να τους γυρίσουμε στην πρωτινή τους σειρά σιγά σιγά. Χωρίς βιαστικές ενέργειες που θα αποκάλυπταν τι πράγματι επιδιώκουμε . Έχουμε αρκετόν καιρό μπροστά μας. Και ο τρόπος που θα τους φέρουμε στο κανονικό τους πάλι επίπεδο δεν θα είναι βέβαια διασκεδαστικός γι αυτούς. Θα διαλέξουμε μεθόδους που να πονάνε. Μα και όποιον τρόπο διαλέξουμε, πόνος θα είναι γι αυτούς με το μυαλό που έχουνε αφού θα τους γυρίσει πίσω.  
Σκεφτείτε Υπέρτατε, η Ανώτερη Αρχή ούτε που θα καταλάβει τι έγινε. Και αν μάθει κάτι, θα τους πούμε πως ναι, πήγαν να παραστρατήσουν οι άνθρωποι, αλλά εμείς, όντας καλοί επόπτες και καλοί φύλακες των κανόνων της Αρχής, δεν αφήσαμε την κατάσταση να προχωρήσει. Τι λέτε;

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Λέω πως εσύ έχεις στο μυαλό σου όλο το σχέδιό σου ως την τελευταία του λεπτομέρεια. Μα εξηγήσου επί τέλους-πώς θα γίνει αυτό; Έλα, λέγε…

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Όχι όλο το σχέδιο Υπέρτατε. Την αρχή του έχω μόνο.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Ενεργοποίηση ηφαιστείων;

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Όχι…

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Μετεωρίτη;

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Όχι.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Κατακλυσμό… παγετώνες;…

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Όχι. Το πρώτο στάδιο θα είναι ένας κορονοϊός.  

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Εξηγήσου.

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Να! Στον Μ22 που ήμουν πριν έρθω εδώ, έχουν αρχίσει μόλις τώρα να εμφανίζονται τα πρώτα κύτταρα. Μαζί με αυτά υπάρχουν και αναπτύσσονται όπως  ξέρετε και οι ιοί. Ένας ιός από αυτούς, ο κορονοϊός, θα είναι το πρώτο μας όπλο.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Τι διαφορά έχει αυτός από τους άλλους ιούς-ιοί υπάρχουν σε όλους τους πλανήτες με ζωή.  
ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Οι άλλοι ιοί πολεμιούνται και δεν σκοτώνουν. Αυτός σκοτώνει.  Και πηγαίνει από άνθρωπο σε άνθρωπο όπως οι χρυσόμυγες στα κόπρανα, τόσο εύκολα. Θα μείνουν οι μισοί. Και όσοι μείνουν θα κλειστούν στα καβούκια τους. Τέρμα τα ταξίδια και οι κρουαζιέρες, τέρμα ο πλούτος-το χρήμα-…

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
(ενθουσιασμένος)
Αλήθεια; Τέρμα στο χρήμα;



ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Εννοείται, Και μόνον το χρήμα; Σιγά σιγά πάνε τα όπλα, διαλύονται τα κράτη, τα αεροπλάνα και όλα τους τα μεταφορικά μέσα καθηλώνονται και εξουδετερώνονται. Όσοι ζήσουν θα ψάχνουν για φαί και δε θα βρίσκουν.  Καταλαβαίνετε ότι από εκεί και μετά δε θα θέλουν πολύ για να γυρίσουν πάλι στις σπηλιές. Και έτσι βρίσκουν πάλι την ευτυχία. Και από δω και πέρα θα έχουμε τα μάτια μας δέκα τέσσερα επάνω τους ώστε να μην ξανακάνουν τίποτα  παρόμοιο.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Και λέω ίσως να μην χρειαστεί μετά από αυτό καμία δική μας προσπάθεια. Ίσως βάλουν μυαλό οι εκεί άνθρωποι από ότι θα πάθουν και μόνοι τους ξαναγυρίσουν στα πρωτινά τους.

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Οι άνθρωποι Υπέρτατε την επόμενη μέρα της κρίσης που θα τους έβρει, θα αρχίσουν να σχεδιάζουν νέες  βρωμερές πράξεις και καταστάσεις. Όταν θέλουν να ξεχάσουν κάτι, δεν έχουν καν μνήμη…

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ  
Κακό δικό τους.

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Γι αυτό και δεν θα σταματήσουμε να τους χτυπάμε. Μόνο λέω, με την άδειά σας, να πάω εγώ ο ίδιος εκεί πέρα να τα κανονίσω, γιατί αυτός ο ανεπρόκοπος μπορεί να τα θαλασσώσει πάλι.

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Εντάξει. Και τακτοποίησέ τα όλα όπως είπες.
Προ παντός να μην ξανασηκώσουν κεφάλι!

ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ
Χαιρετώ Υπέρτατε.
(βγαίνει)

ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
(κάθεται βαριεστημένος)
Δουλειά κι αυτή η δική μου…
                                                

                         ΑΥΛΑΙΑ
 

Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

ΜΑΡΙΑ


ΤΟΠΟΣ: ΕΛΛΑΔΑ, ΧΩΡΙΟ, ΚΑΦΕΝΕΙΟ
 
ΧΡΟΝΟΣ: 1973 Μ. Χ.

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
ΚΑΦΕΤΖΗΣ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
ΝΤΙΝΟΣ (ΧΩΡΙΚΟΣ, ΦΙΛΟΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ)
ΜΑΡΙΑ
Ο ΣΥΖΥΓΟΣ (ΧΩΡΙΚΟΣ, ΦΙΛΟΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ)
Η ΣΥΖΥΓΟΣ (ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ)
ΣΤΑΘΗΣ (ΧΩΡΙΚΟΣ, ΦΙΛΟΣ ΤΗΣ MΑΡΙΑΣ )

Το εσωτερικό του καφενείου ενός χωριού με τραπεζάκια και καρέκλες. Στον τοίχο κορνίζες με φωτογραφίες λουλουδιών. Όταν ανοίγει η αυλαία, ο καφετζής ετοιμάζει τον καφέ του στρατιώτη, ρίχνοντας κάθε τόσο βλέμματα φοβισμένα προς αυτόν. Ο στρατιώτης με τη στολή του, φρεσκοξυρισμένος. Ένα πιστόλι κρέμεται στο δεξί μέρος της μέσης του. Είναι απασχολημένος να γυαλίζει με το δεξί μανίκι του χιτωνίου του τα κουμπιά της στολής του, που ήδη λάμπουν.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (ΚΑΦ)
Έτοιμος ο καφές…
(Τον σερβίρει. Ο στρατιώτης αφήνει αποφασιστικά το γυάλισμα των κουμπιών και πίνει μια γουλιά. Ξινίζει τα μούτρα του)
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ (ΣΤΡ)
Πολύ γλυκός!
ΚΑΦ
(στενοχωρημένος)
Πώς έγινε αυτό… κι αφού μού είπατε να προσέξω… θα φτιάξω άλλον.  
(περιμένει την αντίδραση του στρατιώτη, όμως εκείνος παραμένει ανέκφραστος. Αυτό ο καφετζής το ερμηνεύει σαν επιθυμία για καινούργιο καφέ, παίρνει το φλιτζάνι και πηγαίνει προς τον πάγκο)
Σ’ ένα λεφτό είναι έτοιμος.
(Ο στρατιώτης σηκώνεται και κάνει βόλτες μέσα στο καφενείο, κοιτάζοντας τις εικόνες που κρέμονται στον τοίχο. Βλέπει το ρολόϊ του. Στρέφει προς τον καφετζή)
ΣΤΡ
H ώρα είναι δέκα. Τι ώρα θα ’ρθεί;
ΚΑΦ
Όπου να ’ναι θα ’ρθει. Αλλά δεν έχει κανονική ώρα. Άλλοτε ξυπνάει αργά, άλλοτε νωρίς.
ΣΤΡ
Βέβαια. Το καταλαβαίνω πολύ καλά αυτό. Εξαρτάται με ποιον πέρασε τη νύχτα και τι ώρα κοιμήθηκε. Ένα χαμένο κορμί όπως αυτή δεν μπορεί να έχει ταχτικό ωράριο. Στην πόρτα της είδα ένα σημείωμα. Έγραφε: «Γλύκα έρχομαι. Περίμενε.»
(γκριμάτσα)
Άκου «γλύκα»…για ποιον το έγραψε;
ΚΑΦ
Για όλους. Δηλαδή για όποιον πάει στο σπίτι της να την ζητήσει.
ΣΤΡ
Κι αν πάει κάποια γυναίκα; Κι αν πάει ένας αξιοπρεπής άνθρωπος όπως εγώ;
ΚΑΦ
Δεν πάνε γυναίκες ποτέ. Όσο για τους άντρες, για τη Μαρία όλοι ίδιοι είναι. Γι αυτήν δεν υπάρχουν αξιοπρεπείς και όχι αξιοπρεπείς.
ΣΤΡ
Μπορώ να το καταλάβω καλά αυτό. Μπορώ να το καταλάβω πολύ καλά αυτό.
(ο καφετζής φέρνει τον καφέ.. Ο στρατιώτης πλησιάζει στο τραπέζι και πίνει μια γουλιά)
Καλός.
ΚΑΦ
(ικανοποιημένος)
Δόξα το θεό.
(πηγαίνει στον πάγκο)
ΣΤΡ
Δε βλέπω καμία φωτογραφία του πρωθυπουργού μας εδώ. Δεν μπορούσες να βάλεις μία; Ή είσαι κι εσύ μήπως εναντίον του Στρατού;
ΚΑΦ
(αυθόρμητα, με αγανάκτηση)
Εγώ έβαλα, αλλά οι πελάτες μού είπανε πως αν δε τη βγάλω δε θα ξαναπατήσουν εδώ μέσα. Τι να έκανα πια;
(δείχνει στον τοίχο)
Να, εκεί ήτανε.
ΣΤΡ
Αχάριστοι άνθρωποι!.. Τόσα καλά έκανε η κυβέρνηση γι αυτούς.
(Πίνει. Μπαίνει ο Ντίνος χτυπώντας τα χέρια του για να ζεσταθεί)
ΝΤΙΝΟΣ (ΝΤΙ)
Καλημέρα Φίλιππα.
(Βλέπει τον στρατιώτη στο διπλανό τραπεζάκι και του γυρίζει την πλάτη επιδεικτικά)
Κάνε μου ένα σάντουιτς
ΚΑΦ
Τα συνηθισμένα;
ΝΤΙ
Ναι. Και μπόλικο κασέρι.
(Ο στρατιώτης όλο αυτό το διάστημα παρακολουθεί με το βλέμμα το Ντίνο και δείχνει φανερά ενοχλημένος από τη στάση του απέναντί του)
ΣΤΡ
Θα μπορούσες να πεις καλημέρα και σε μένα…
ΝΤΙ
(Κοιτάζοντας προς το στρατιώτη)
Χαιρετάω όποιον θέλω. Νομίζω είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω-ή όχι;
ΣΤΡ
Ό,τι θέλατε κάνατε με την κυβέρνηση την πολιτική. Σήμερα κυβερνάει ο Στρατός και θα γίνεται ό,τι εκείνος διατάξει. Ο πρωθυπουργός μας έχει σε δύο ομιλίες του υπογραμμίσει τη μεγάλη σημασία που αποδίνει η κυβέρνησή μας στην ευγενική συμπεριφορά των πολιτών μεταξύ τους.
ΝΤΙ
Είμαι ευγενικός με όσους δεν κρατάνε όπλο. Όσοι κρατάνε όπλο μετράνε την ευγένεια για δουλοπρέπεια.
ΣΤΡ
Είναι μέσα στα καθήκοντά μου να κρατάω όπλο. Και αυτή την ώρα βρίσκομαι σε αποστολή. Είναι άσχημο να κάνει κανείς τη δουλειά του; Εσύ δεν κάνεις κάποια δουλειά;
ΝΤΙ
Κάνω τη σωστότερη δουλειά που υπάρχει. Καλλιεργώ τη γη και τρέφομαι με τους καρπούς που μου δίνει ποτισμένη με τον ιδρώτα μου.
ΣΤΡ
Ώστε σωστή είναι μόνο η δουλειά σου… και τι έχεις να πεις για τους στρατιώτες; Ποιος θα υπερασπίσει την πατρίδα δίνοντας το αίμα του για να μπορείς εσύ να οργώνεις το χωράφι σου
(μιμείται τη φωνή του Ντίνου)
και να τρέφεσαι με τους καρπούς του;
(συνεχίζοντας με την κανονική φωνή του)
Θα πρέπει εγώ να μη σε χαιρετάω επειδή κρατάς το αλέτρι σου-το εργαλείο της δουλειάς σου;
(Ο καφετζής φέρνει το σάντουιτς διπλωμένο, το αφήνει στο τραπέζι και παρακολουθεί ανήσυχος τη συζήτηση)
ΝΤΙ
(Σηκώνεται να φύγει. Στο στρατιώτη)
Το αλέτρι δε σκοτώνει και τα όπλα σας είναι καλά μόνον όταν στρέφονται εναντίον στον εχθρό και όχι εναντίον του λαού μας.
ΚΑΦ
Ντίνο, δε μιλάνε έτσι σ’ έναν εκπρόσωπο της κυβερνήσεώς μας.
(Εκμεταλλευόμενος μια στιγμή που ο στρατιώτης δεν τον κοιτάζει, κάνει νόημα στον Ντίνο να υποχωρήσει.)
Γιατί ένας στρατιώτης αυτό είναι. Αντιπροσωπεύει την κυβέρνηση παντού και πάντα. Και αν τώρα δε σε αναφέρει γι αυτά που είπες, αυτό θα είναι απόδειξη της ανοχής που δείχνει η κυβέρνησή μας στους αντίθετους όπως εσύ.
ΝΤΙ
Η κυβέρνησή σας
(υπογραμμίζει τι «σας»)
δεν είναι ανεκτική. Η κυβέρνησή σ α ς είναι έτοιμη να πέσει και γι αυτό κάνει τα στραβά μάτια. Η κυβέρνησή
σ α ς έχει χάσει όλα της τα στηρίγματα και δεν έχει δύναμη πια. Αλλιώς τώρα θα ήμουνα δεμένος χεροπόδαρα για ό,τι είπα.
ΣΤΡ
(σηκώνεται και στέκεται δίπλα στον Ντίνο. Δυνατά)
Η κυβέρνηση είναι «μας» και όχι «σας». Και δεν έχει χάσει κανένα στήριγμα. Στήριγμά της είναι η αγάπη όλων των φιλήσυχων πολιτών.
(σοβαρά)
Θα σε συνελάμβανα, έχεις δίκιο, γιατί κανείς δεν έχει το δικαίωμα να κατηγορεί την κυβέρνησή μας.
(υπεροπτικά)
Όμως έχω άλλην αποστολή τώρα.
(απειλητικά)
Θα αναφέρω βεβαίως το συμβάν στον κύριο Διοικητή.
ΝΤΙ
Και ο κύριος διοικητής θα σε γράψει στα παλιά του τα παπούτσια.
(με περιέργεια)
Και ποια είναι η αποστολή σου εδώ;
ΣΤΡ
(αυστηρά)
Δεν είμαι υποχρεωμένος να δώσω λογαριασμό σε κανέναν. Να είσαι βέβαιος όμως ότι η αποστολή μου θα εκτελεστεί στο ακέραιο όποια και αν είναι.
(Κοιτάζει το ρολόι του. Στον καφετζή)
Πού μπορώ να κάνω ένα τηλεφώνημα;
ΚΑΦ
Στο δεύτερο δρόμο αριστερά, στο κουρείο.
ΣΤΡ
Αν έρθει να με περιμένει. Γυρίζω αμέσως.
(βγαίνει)

ΚΑΦ
Τι κάνεις μωρέ; Θέλεις να μου κλείσεις το μαγαζί;
ΝΤΙ
Τι θέλει εδώ αυτός ο φασίστας;
ΚΑΦ
(φοβισμένος)
Σςςςς…
(πηγαίνει ως την πόρτα, κοιτάζει έξω, βεβαιώνεται ότι ο στρατιώτης είναι μακριά, γυρίζει)
Θέλει τη Μαρία.
ΝΤΙ
(έκπληκτος)
Τη Μαρία;
(γελάει αμήχανα)
Τι να την κάνει τη Μαρία;
ΚΑΦ
Ούτε που μου είπε ούτε που τονε ρώτησα. Φαίνεται όμως την ξέρει. Ξέρει πως ξενυχτάει και τι ζωή κάνει.
ΝΤΙ
Και τι μπορεί να ενδιαφέρει την κυβέρνηση τι κάνει η Μαρία; Μυστήριο πράμα. Είσαι σίγουρος πως θέλει τη Μαρία-τη δικιά μας Μαρία;
ΚΑΦ
Υπάρχει άλλη Μαρία Αποστολοπούλου στο χωριό;
ΝΤΙ
(σκεφτικός)
Όχι
(Μπαίνει η Μαρία. Κοντή. Μελαχρινή. Φοράει μαντήλι στο κεφάλι, κάκκινη μπλούζα με βαθύ ντεκολτέ, πράσινη μακριά φούστα. Παπούτσια με στρογγυλεμένη μύτη, κάλτσες μάλλινες, πλεχτές, που φτάνουν μέχρι πάνω από τη μέση της κνήμης. Κρατάει μια μικρή τσάντα. Σ’ όλο το έργο είναι ζωηρή χωρίς να είναι χυδαία, σοβαρή χωρίς να τραγικοποιεί τις καταστάσεις ή να φτάνει στην εκζήτηση. Είναι ειλικρινής. Είναι ελκυστική χωρίς να είναι προκλητική)
ΜΑΡΙΑ (ΜΑΡ)
Γεια χαρά σε όλους.
ΚΑΦ
Γεια σου Μαρία.
ΝΤΙ
Γεια σου Μαράκι.
(φιλιούνται)
ΜΑΡ
Γεια σου γλύκα.
(στον καφετζή)
Γεια σου ντροπαλέ. Πώς έτσι άδειος σήμερα;
ΝΤΙ
(μη δίνοντας την ευκαιρία στον καφετζή ν’ απαντήσει)
Μαράκι τι νταραβέρια έχεις με το Στρατό;
ΜΑΡ
(ξαφνιάζεται. Στον καφετζή)
Σε μένα το λέει;
ΚΑΦ
Σε σένα. Ένας στρατιώτης ήρθε και σε ζητάει.
ΜΑΡ
Πού είναι η γλύκα μου; Έχω καιρό να δω στρατιώτη.
ΝΤΙ
(γελώντας)
Και πώς το ξέρεις Μαράκι; Οι στρατιώτες γνωρίζονται μόνον ντυμένοι.
(Ο καφετζής χαμογελάει. Η Μαρία γυρίζει απορημένη προς αυτόν.)
Σήμερα δεν τον καταλαβαίνω-τι είπε;
ΚΑΦ
Λέει πως τους άντρες τους βλέπεις χωρίς ρούχα. Πώς θα καταλάβαινες αν είναι στρατιώτες ή όχι;
ΜΑΡ
(Καταλαβαίνει το αστείο και γελώντας πλούσια και από καρδιάς ρίχνεται στην αγκαλιά του Ντίνου και τον φιλάει όπου βρει)
Γλύκα μου… γλύκα μου… γλύκα μου…
ΝΤΙ
(την απωθεί απαλά)
Μαρία τι να θέλει ετούτος; Μου φάνηκε άγριος. Χαζός αλλά άγριος.
ΜΑΡ
Τι μπορεί να θέλει ένας άντρας από μια γυναίκα; Πόσο πρέπει να μεγαλώσεις ακόμα για να το μάθεις;
(κοιτάζει γύρω)
Και πού είναι-τος που με θέλει;
ΚΑΦ
Έχει πάει στο κουρείο για τηλέφωνο. Όπου να ’ναι θα ’ρθει.
ΝΤΙ
Μαράκι θα ’μαι στο αμπέλι. Αν χρειαστείς τίποτα φώναξέ με. Δε μ’ αρέσανε τα μούτρα του.
(Δείχνει τη Μαρία στον καφετζή)
Φίλιππα εντάξει;
ΚΑΦ
Εντάξει. Εγώ θα τρέξω ο ίδιος να σε φωνάξω αν χρειαστεί.
ΜΑΡ
(στον Ντίνο)
Δε θα χρειαστεί τίποτα γλύκα. Φύλα τη δύναμή σου για το κρεβάτι. Τ’ άλλα τα καταφέρνω μόνη μου.
ΝΤΙ
(Φιλάει τη Μαρία)
Γεια!
(Στον καφετζή, δείχνοντάς του το σάντουιτς)
Γράφτο.
(Βγαίνει)
ΚΑΦ
(Ανήσυχος)
Τι να σε θέλει Μαρία;
ΜΑΡ
Ε! Ντροπαλούλη! Εμένα θέλει, εσύ γιατί τρέμεις;
ΣΤΡ
Μ’ αυτούς δεν ξέρεις τι γίνεται.
(Μικρή παύση)
ΜΑΡ
(Σοβαρά)
Πέρασε ο Στάθης;
ΚΑΦ
Όχι ακόμα. Θέλεις να σου δώσω τίποτα;
ΜΑΡ
Δε θέλω τίποτα.
(Κάθεται. Σιωπή. Σιγοτραγουδάει)
Είπαν της κόρης να γδυθεί
κι έβγαλε το μαντήλι
είπαν της χήρας να γδυθεί
κι ήταν γυμνή ως το δείλι…
Ντροπαλέ!
ΚΑΦ
(Χωρίς ν’ αφήσει το συγύρισμα του πάγκου του)
Ναι…
ΜΑΡ
Ο Στάθης σου χρωστάει;
ΚΑΦ
Και σε ποιον δε χρωστάει. Αλλά εμένα δε με νοιάζει. Ούτε κείνον τονε νοιάζουνε αυτά που χρωστάει σε μένα. Είναι λίγα. Με τον πρωτευουσιάνο τι γίνεται… αν δεν τον πληρώσει θα του πάρει το χωράφι.
ΜΑΡ
Και πώς το ξέρεις; Μπορεί να του κάνει πίστωση.
ΚΑΦ
Αυτός; Δεν τον ξέρεις καλά.
(Ακούει βήματα. Κοιτάζει έξω. Σιγά)
Έρχεται.
ΜΑΡ
(Το πρόσωπό της φωτίζεται)
Ο Στάθης;
ΚΑΦ
Όχι μωρέ, ο στρατιώτης!
ΜΑΡ
Α!
(Φτιάχνεται. Μπαίνει ο στρατιώτης. Κοιτάζει τη Μαρία. Στον καφετζή)
ΣΤΡ
Αυτή είναι;
ΚΑΦ
Μάλιστα.
(Ο στρατιώτης πλησιάζει στο τραπέζι που κάθεται η Μαρία και περπατώντας διαγράφει έναν κύκλο γύρω της βλέποντάς την. Εκείνη, στο διάστημα αυτό, στρεφόμενη ανάλογα πάνω στην καρέκλα της παρακολουθεί αμίλητη και χαμογελαστή το στρατιώτη με το βλέμμα της)
ΜΑΡ
(γελώντας)
Κάτσε τώρα να μου πεις τις εντυπώσεις σου.
(Ο στρατιώτης εξακολουθεί να στέκει ορθός και αμίλητος)
Να σου πω εγώ λοιπόν. Η μύτη λίγο μεγάλη. Λαιμός κοντός. Κατά τα άλλα καλούτσικη. Δεν μπορείς να τα δεις και όλα όταν είμαι καθιστή.
(τραβάει ελαφρά τον στρατιώτη από το χέρι για να τον κάνει να καθίσει)
Κάτσε λοιπόν!
ΣΤΡ
(Ελευθερώνει απότομα το χέρι του. Στρώνει τη στολή του και παίρνει τη στάση της προσοχής)
Είσαι η Μαρία Αποστολοπούλου;
ΜΑΡ
Εγώ είμαι στρατιωτάκι. Ολόκληρη.
ΣΤΡ
Του Γεωργίου και της Αθανασίας;
ΜΑΡ
Έτσι όπως τα λες.
ΣΤΡ
Πρέπει να έρθεις μαζί μου.
ΜΑΡ
(σηκώνεται)
Μετά χαράς.
(Στον καφετζή)
Ντροπαλέ, αν έρθει ο Στάθης να με περιμένει. Δε θ’ αργήσω.
(Πιάνει αγκαζέ τον στρατιώτη)
Πάμε!
ΣΤΡ
(Αναστατωμένος. Ελευθερώνει το χέρι του, τινάζει και στρώνει τη στολή του.)
Ε! Για στάσου! Τι κάνεις εκεί; Πού νομίζεις ότι πάμε;
ΜΑΡ
Πού θέλεις να πηγαίνουμε; Σπίτι έχεις εδώ; Όχι! Άραγε το σπίτι μου είναι το μόνο μέρος όπου μπορούμε να πάμε.
ΣΤΡ
(Πειραγμένος)
Άκου εδώ! Δεν ήρθα εδώ από την Αθήνα για να σε πάρω και να σε πάω στο σπίτι σου. Ήρθα για να σε πάω στην Αθήνα…
ΜΑΡ
(Απορημένη)
Στην Αθήνα; Τι να κάνω στην Αθήνα;
ΣΤΡ
(Κοιτάζει μια τη Μαρία μια τον καφετζή)
Μη μου πείτε ότι δεν ξέρετε ποιος είμαι και τι θέλω.
(Βλέποντας την απορία και των δυο)
Καλά, δεν ακούτε ραδιόφωνο; Δε διαβάζετε εφημερίδα;
ΚΑΦ
Εφημερίδα έρχεται μια φορά την εβδομάδα στο χωριό. Και ραδιόφωνο δεν ακούει κανείς. Λένε ότι λέει βλακείες.
ΣΤΡ
Αφού είναι έτσι λοιπόν…
(Βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτί και το δίνει στη Μαρία)
Έχω μαζί μου τη διαταγή.
(Στη Μαρία)
Διάβασέ την.
ΜΑΡ
(Διαβάζει)
Εις εκτέλεσιν της υπ’ αριθ. εβδομηνταοχτώ γραμμή, τέσσερες χιλιάδες πεντακόσια εικοσιτέσσερα γραμμή, γάμμα έψιλον σίγμα
(Ο στρατιώτης, όταν η Μαρία προφέρει για πρώτη φορά τη λέξη «γραμμή» κάνει ένα μορφασμό. Τη δεύτερη επεμβαίνει)
ΣΤΡ
Όχι γραμμή. Κάθετος.
ΜΑΡ
(Σηκώνοντας τα φρύδια και κατασπώντας τις γωνίες του στόματος)
Κάθετος, κάθετος!
(Συνεχίζει το διάβασμα)
…γάμμα έψιλον σίγμα κάθετος…
(Τονίζει το «κάθετος» χαμογελώντας ταυτόχρονα προς τον στρατιώτη)
Πρώτον, έψιλον γάμμα, κάθετος
(Τονίζει και πάλι το «κάθετος». Στο στρατιώτη)
Δεν είναι όμως κάθετος.
ΣΤΡ
Έτσι διαβάζεται. Συνέχισε.
ΜΑΡ
Οκτώβριος χίλια εννιακόσια εβδομηντατρία Διαταγής του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης,όλαι αι ιερόδουλοι Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδος,πρέπει να ευρίσκονται την εικοσιδύο εντεκάτου εβδομηντατρία και ώραν ογδόην πρωινήν εις το εν Αθήναις και επί της οδού Αχαρνών αριθμός εννιακόσια εικοσιοχτώ υποκατάστημα του Υπουργείου κοινωνικών Υπηρεσιών. Σκοπός της συγκεντρώσεως είναι η παρακολούθησις διαλέξεως του στρατιωτικού Διοικητού Αθηνών με θέμα «Κράτος και ηθική». Εν συνεχεία και επί τετραήμερον, αι ιερόδουλοι θα παρακολουθήσουν ειδικόν διαφωτιστικόν πρόγραμμα και θα τους δοθούν οδηγίαι με σκοπόν την επάνοδόν των εις την οδόν της ηθικής και της προόδου,ώστε να συμβάλουν και αύται εις την ευημερίαν και την πρόοδον της πατρίδος. Αι ιερόδουλοι που δεν θα προσέλθουν οικειοθελώς, θα προσαχθούν βιαίως.
(Ανακουφισμένη)
Ουφ! Τελείωσε.
ΣΤΡ
(Παίρνει το χαρτί)
Βλέπεις; Δεν ήρθες μόνη σου και με στείλανε να σε πάρω.
ΜΑΡ
Εμένα; Και τι δουλειά έχω εγώ με αυτή την υπόθεση;
ΣΤΡ
Δεν είσαι π…-κοινή;
ΜΑΡ
Ναι. Είμαι κοινή.
ΣΤΡ
(Με νόημα, μιλώντας στον εαυτό του)
Αυτό μπορώ να το καταλάβω καλά. Αυτό μπορώ να το καταλάβω πολύ καλά.
(Στη Μαρία, θριαμβευτικά)
Ε λοιπόν, θα έρθεις μαζί μου. Αυτό λέει το χαρτί!
ΜΑΡ
Το χαρτί μιλάει για τις γυναίκες που έχουν σαν επάγγελμά τους να πηγαίνουν με τους άντρες.
ΣΤΡ
Και σένα ποιο είναι το επάγγελμά σου; Τώρα δεν παραδέχτηκες πως είσαι κοινή;
ΜΑΡ
Ναι. Είμαι κοινή. Αλλά αυτό δεν είναι το επάγγελμά μου Δεν πληρώνομαι γι αυτό.
ΣΤΡ
Δεν πληρώνεσαι γι αυτό;.. και πώς ζεις;
ΜΑΡ
Έχω το σπίτι μου, ένα περιβόλι, δυο χτήματα με πορτοκάλια… άκου εκεί…
ΣΤΡ
Και δεν πληρώνεσαι για να …για να πας με τους άντρες;
ΜΑΡ
Σου είπα όχι.
ΣΤΡ
Και τότε γιατί πας με τους άντρες αφού δεν το κάνεις για λεφτά;
ΜΑΡ
Γιατί αυτό είναι το καθήκον μου.
ΣΤΡ
(Κοιτάζει γύρω του σα να μην μπορεί να αντέξει αυτό που ακούει)
Και ποιο είναι το καθήκον σου παρακαλώ; Να είσαι κοινή;
ΜΑΡ
Το καθήκον της γυναίκας είναι να ικανοποιεί τις επιθυμίες του άντρα, να τον στηρίζει στις δύσκολες στιγμές του, να τον διασκεδάζει, μ’ ένα λόγο να σηκώνει λίγο από το φορτίο που ο άντρας κουβαλάει στους ώμους του, ή να τον κάνει να το νιώθει ελαφρότερο. Το καθήκον της γυναίκας είναι να δίνει τη χαρά στον άντρα.
ΣΤΡ
Και το κάνεις αυτό επειδή είσαι πονόψυχη;
ΜΑΡ
Σου είπα - γιατί είμαι γυναίκα.
ΣΤΡ
Θες να πεις ότι είσαι κοινή μόνο και μόνο επειδή είσαι γυναίκα;
ΜΑΡ
Και γιατί το να είσαι γυναίκα σημαίνει ν’ αγαπάς. Και ν’ αγαπάς σημαίνει να δίνεις.
ΣΤΡ
(με όλο και μεγαλύτερη απορία)
Και αγαπάς όλους τους άντρες που πηγαίνεις μαζί τους;
ΜΑΡ
Όλους. Κι εκείνους που ακόμα δεν έχω πάει μαζί τους. Και κείνους που δε θα προλάβω να γνωρίσω στη ζωή μου.
(Μπαίνει ένας άντρας και μια γυναίκα και κατευθύνονται προς τον πάγκο. Η γυναίκα βλέποντας τη Μαρία στρέφει το κεφάλι της προς την άλλη μεριά. Ο άντρας ενώ την είδε προσποιείται ότι δεν την έχει δει. Ο καφετζής, που μέχρι εκείνη την ώρα παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τη συζήτηση από τον πάγκο του, πηγαίνει προς το μέρος τους. Η Μαρία από την ώρα που το ζευγάρι μπήκε στο μαγαζί, έχει στραμμένη όλη της την προσοχή σ’ αυτό, σαν να μην υπήρχε ο στρατιώτης, σαν να μην είχε αφήσει μια συζήτηση στη μέση. Είναι εκστατική κι ευτυχισμένη και φαίνεται πως κάτι περιμένει.)
Η ΣΥΖΥΓΟΣ (Η ΣΥΖ)
(Ψυχρά)
Γεια σου Φίλιππα.
Ο ΣΥΖΥΓΟΣ
Γεια σου Φίλιππα.
ΚΑΦ
Καλώς τους. Τι ήθελες κυρα-Τασία;
Η ΣΥΖ
Δύο χαρτάκια βανίλια και μία ρέγγα. Δώσε μου το κουτί να διαλέξω.
(Όσο η σύζυγος είναι απασχολημένη με τα ψώνια, ο σύζυγος στρέφει ελαφρά το κεφάλι και βλέπει τη Μαρία. Εκείνη αυτό περίμενε. Φέρνει τη δεξιά παλάμη της στο στόμα, την κρατεί στα χείλη της για λίγο με τα μάτια της να λάμπουν μεγάλα προς το μέρος του συζύγου και ύστερα κρατώντας την παλάμη της οριζόντια φυσάει ελαφρά. Ο σύζυγος παίρνει μια έκφραση αγαλλίασης, φέρνει το χέρι του στο στήθος για μια στιγμή και γυρίζει αμέσως προς τη σύζυγό του και τον καφετζή. Ο καφετζής δίνει τα ψώνια διπλωμένα στη σύζυγο)
ΚΑΦ
Ορίστε. Τριάντα δραχμές.
(ο σύζυγος πληρώνει)
Τι κάνει το παιδί;
Η ΣΥΖ
Καλά είναι Φίλιππα.
(προς τον άντρα της)
Πάμε!
(βγαίνουν χωρίς να κοιτάξουν προς τη Μαρία. Ο στρατιώτης που έβλεπε όλα αυτά, στρέφει προς τη Μαρία που ακόμα, δοσμένη στα προηγούμενα, κοιτάζει προς την κατεύθυνση του ζευγαριού)
ΣΤΡ
Τι ήταν αυτό;
ΜΑΡ
(Συνέρχεται)
Ποιο αυτό;
ΣΤΡ
«Ποιο αυτό»! Αυτό! Να στέλνεις φιλιά σε παντρεμένον άνθρωπο πίσω από την πλάτη της γυναίκας του…
ΜΑΡ
Ω! Τον ξέρω καλά. Χτες το απόγεμα ήτανε μαζί μου.
ΣΤΡ
Ώστε έχεις και παντρεμένους φίλους;
ΜΑΡ
Και οι παντρεμένοι είναι άντρες-δεν είναι; Και οι παντρεμένοι νιώθουν την ανάγκη να έχουν για λίγο μια γυναίκα δίπλα τους-όχι;
ΣΤΡ
Αφού είναι παντρεμένοι δεν έχουν γυναίκα; Θέλουν κι άλλη;
ΜΑΡ
Είσαι ανύπαντρος και δεν ξέρεις στρατιωτάκι. Οι παντρεμένες γυναίκες δεν απαλλάσσουν τον άντρα από το φορτίο του. Του φορτώνουν κι άλλο. Του δημιουργούν, δεν του λύνουν προβλήματα. Τον βαραίνουν, δεν τον αλαφρώνουν. Οι παντρεμένες γυναίκες δεν είναι γυναίκες. Είναι σύζυγοι. Ξέρεις τι μου ’λεγε χτες ο Αντρέας για τη γυναίκα του;
ΣΤΡ
Στάσου-ποιος είναι ο Αντρέας;
ΜΑΡ
Ο Αντρέας-αυτός που βγήκε τώρα. Μου έλεγε λοιπόν πως η γυναίκα του τον γκρινιάζει κάθε μέρα να της πάρει καινούργιο φουστάνι. Τον βρίζει ανίκανο και τεμπέλη. Όταν θέλει λοιπόν αυτός να ξεκουραστεί, είναι φυσικό να μην απευθυνθεί στη γυναίκα του. Αυτή τον κουράζει μονίνως. Η επιμονή της για φουστάνι κρατάει εδώ και τρεις μήνες. Και ο άνθρωπος δεν έχει λεφτά ούτε για να φάει η οικογένειά του. Λοιπόν πού θα ’βρισκε λίγη κατανόηση; Λίγη φροντίδα; Γι αυτό είμ’ εγώ εδώ.
(Κλείνει τα μάτια και σηκώνει τα χέρια ψηλά)
Και είναι υπέροχος! Άντρας σωστός! Κατάλαβες;
ΣΤΡ
Εκείνο που κατάλαβα είναι πως πρέπει να έρθεις μαζί μου στην Αθήνα. Εκεί θα δώσεις λόγο γιατί δεν ήρθες νωρίτερα. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι δεν το ήξερες. Αυτό μπορώ να το καταλάβω πολύ καλά. Αλλά δεν είναι δουλειά δική μου ν’ αποφασίσω. Είναι του κυρίου Διοικητού.
ΜΑΡ
Δε θα σου χαλάσω το χατίρι στρατιωτάκι. Όμως εκεί που θα πάμε θα δεις ότι δεν κατάλαβες καλά τις διαταγές σου.
ΣΤΡ
Πάλι τα ίδια! Πάς ή δεν πάς με άντρες;
ΜΑΡ
Ναι. Πάω με όποιον με χρειάζεται. Μα δεν πληρώνομαι γι αυτό. Ιερόδουλες είναι οι γυναίκες που πληρώνονται για να δώσουν στους άντρες πληρωμένη ευχαρίστηση, δηλαδή όχι ευχαρίστηση. Δεν πρόκειται για δόσιμο, αλλά για ανταλλαγή προϊόντων, για αγοραπωλησία. Ο άντρας φεύγει από τις ιερόδουλες πιο φτωχός όχι μόνο στο πορτοφόλι του αλλά και στην ψυχή του. Γι αυτές τις γυναίκες μιλάει το χαρτί σου στρατιωτάκι.
ΣΤΡ
Να τώρα που θα μας κάνει μάθημα για την ψυχή και μια… Εγώ θα σου πω κάτι που κατάλαβα αμέσως. Ο φουκαράς αυτός-πώς τον λένε-δεν έχει ν’ αγοράσει φουστάνι στη γυναίκα του γιατί εσύ του έφαγες όλα τα λεφτά του.
ΜΑΡ
(Ήρεμα, με την ευχαρίστηση που της δημιουργεί το θέμα για το οποίο μιλάει)
Να σου πω. Όταν οι άντρες έρχονται σε μένα, μπορεί να φέρουν ένα μπουκάλι κρασί μαζί τους. Και το πίνουμε μαζί. Δηλαδή εγώ το πολύ να πιω ένα ποτηράκι για να μη τους χαλάσω το χατίρι-δε μ’ αρέσει το κρασί. Κι όχι μόνο δεν παίρνω λεφτά, αλλά και ποτέ κανείς δε διανοήθηκε να μου προσφέρει.
(Σκέφτεται για μια στιγμή την πιθανότητα και συνοφρυώνεται)
Για σκέψου!
(Σηκώνεται και βηματίζει κοιτάζοντας μακριά με μιαν έκφραση ευτυχίας στο πρόσωπο)
Μερικοί μού φέρνουν λουλούδια ή ένα χαρτάκι καραμέλες.
(Στέκει. Μικρή παύση)
Δεν είναι αξιαγάπητοι; Τέτοια είναι τα δώρα τους. Κι εγώ τους χαρίζω κανένα μαντηλάκι με καντημένα πάνω του τα αρχικά του ονόματός τους ή λίγο βασιλικό από τις γλάστρες μου. Μα πάμε στην Αθήνα αφού επιμένεις. Μόνο θα σου ζητήσω μια χάρη. Όπου να ’ναι έρχεται ο Στάθης μου. Να τον δω και μετά φεύγουμε.
ΣΤΡ
(Κοιτάζει το ρολόι του)
Μπορώ να σου κάνω αυτή τη χάρη. Και ποιος είναι αυτός ο Στάθης παρακαλώ; Άλλος ένας φίλος σου;
ΜΑΡ
(Κάθεται)
Ο Στάθης είναι ένας από τους άντρες μου. Όταν γύρισε από στρατιώτης αγόρασε με δανεικά λεφτά μια κομπίνα. Την έριξε σ’ ένα γκρεμό και πάει. Τώρα χρωστάει σ’ όλους γιατί μαζεύει λεφτά να ξεπληρώσει τη μηχανή. Αλλά δυσκολεύεται πολύ σ’ αυτή του την προσπάθεια. Τον συμβουλεύω. Τον παρηγορώ. Τον ενθαρρύνω. Ό,τι περνάει από το χέρι μου το κάνω. Είναι ένας από τους άντρες μου. Του δίνω αγάπη. Τον κάνω έτσι να καταλάβει ότι δεν είναι μόνος του σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Πως κάποιος πάνω στη γη αυτή ενδιαφέρεται πραγματικά για κείνον-τον φροντίζει. Όταν φεύγει από κοντά μου γεμάτος θάρρος κι ελπίδα, τότε η ψυχή μου γεμίζει χαρά. Προχτές έκλαιγα από τη χαρά μου. Με ρώτησε γιατί κλαίω. Του είπα έλα να δεις γιατί κλαίω. Πλησίασε και τότε τον αγκάλιασα και άρχισα να τον γεμίζω φιλιά. Να, έτσι…
(Σηκώνεται, αγκαλιάζει το στρατιώτη και αρχίζει να τον φιλάει τρελά παντού. Εκείνος προσπαθεί να την απομακρύνει. Δεν τα καταφέρνει. Όταν εκείνη σταματά να τον φιλά και να τον αγκαλιάζει, του ισιώνει τη στολή και του καθαρίζει το πρόσωπο από τα κοκκινάδια, συνεχίζοντας απλά)
Δεν ξέρω αν κατάλαβε. Δεν είπε τίποτα. Έφυγε ευτυχισμένος.
ΣΤΡ
(Ενώ φτιάχνεται)
Όπως και να ’χει το πράγμα, το όνομά σου είναι μέσα στα ονόματα αυτών που έπρεπε να ’ρθουν και δεν ήρθαν. Το Υπουργείο έστειλε στις Μονάδες διαταγή να φροντίσουν να τις πάνε όλες αυτές στην Αθήνα. Η δική μου Μονάδα έστειλε εμένα να σε πάρω. Και εγώ πρέπει να εκτελέσω τη διαταγή. Κι αν κανείς θελήσει να με εμποδίσει, θα χρησιμοποιήσω το όπλο μου. Έτσι λένε οι διαταγές.
ΜΑΡ
Οι άντρες εδώ μιλάνε άσχημα για την κυβέρνηση. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Μη με ρωτήσεις γιατί. Γιατί έτσι κάνουν εκείνοι που αγαπώ. Όμως σου είπα, θα έρθω μαζί σου. Ένα μικρό ταξίδι δε βλάφτει. Μόνο πριν φύγω να περάσω από το σπίτι να ετοιμαστώ.
ΣΤΡ
Εντάξει.
(Κινώντας το δάχτυλό του μπροστά στο πρόσωπο της Μαρίας. Δυνατά)
Αλλά όταν πας στο σπίτι σου θα έρθω μαζί σου για να μην το σκάσεις.
(Ακούγεται μια απαλή μουσική)
ΜΑΡ
Σύμφωνοι. Ωραίααα! Και τώρα που τα κανονίσαμε όλα, το στρατιωτάκι μου θα πιει ένα ουζάκι. Θα το φέρει ο ντροπαλούλης. Ντροπαλέ!
(Ο καφετζής εμφανίζεται γελαστός και λικνιζόμενος απαλά στο ρυθμό της μουσικής)
Φέρε ένα ούζο για το στρατιωτάκι.
(Ο καφετζής ετοιμάζει το ούζο με τις ίδιες χορευτικές κινήσεις. Στο στρατιώτη)
Και το στρατιωτάκι μου θα το πιει. Και θα ξεχάσει για λίγο αποστολές, Διοικητές και Κυβερνήσεις. Το στρατιωτάκι θα μεγαλώσει. Για λίγο μόνο. Ως να ’ρθει η ώρα να φύγουμε. Και όσο το στρατιωτάκι μου θα πίνει, εγώ θα κάτσω εδώ…
(Κάθεται στο πάτωμα, μπροστά στα πόδια του στρατιώτη)
…και θα του πω μια ωραία ιστορία.
ΣΤΡ
(σιγά)
Απαγορεύεται να πίνουμε σε ώρα υπηρεσίας.
ΜΑΡ
Λοιπόν ξεχνάμε και τις απαγορεύσεις.
(Ο καφετζής φέρνει το ούζο. Τα φώτα χαμηλώνουν. Η μουσική δυναμώνει. Η Μαρία γέρνει το κεφάλι της πάνω στα ενωμένα γόνατα του στρατιώτη ενώ με τα χέρια της αγκαλιάζει τις κνήμες του. Ο στρατιώτης πίνει μεμιάς το ούζο. Τα φώτα σβήνουν και μένουν σβηστά για λίγο. Η μουσική χαμηλώνει. Τα φώτα ανάβουν. Ο καφετζής βρίσκεται στον πάγκο του, ο στρατιώτης και η Μαρία είναι στις ίδιες θέσεις. Το όπλο του στρατιώτη κρέμεται στη ράχη της καρέκλας του)
ΣΤΡ
Ξέρεις κι άλλες τέτοιες ιστορίες;
ΜΑΡ
Αμέτρητες.
ΣΤΡ
Πού τις έμαθες;
ΜΑΡ
Είμαι γυναίκα.
(Μικρή παύση)
ΣΤΡ
Μπορούμε να μείνουμε για πάντοτε έτσι;
ΜΑΡ
(σηκώνεται)
Όχι. Πρέπει να πάμε στην Αθήνα. Ξέχασες;
ΣΤΡ
Όχι.
(Η μουσική παύει. Το χέρι του στρατιώτη πηγαίνει εκεί που έπρεπε να είναι το πιστόλι του. Βλέπει ότι λείπει. Σηκώνεται ορθός)
Το όπλο μου! Πού είναι το όπλο μου;
ΜΑΡ
(Του το δίνει)
Να ’το στρατιωτάκι
(Ο στρατιώτης το φορεί)
ΚΑΦ
Ο Στάθης!
(Ο στρατιώτης κάθεται. Μπαίνει ο Στάθης)
ΣΤΑΘΗΣ (ΣΤΑ)
Γεια σου Μαρία. Γεια σου Φίλιππα.
(Αγκαλιάζει απελπισμένα τη Μαρία και φιλιούνται)
ΜΑΡ
(στο στρατιώτη, ενώ κάθεται με το Στάθη στο διπλανό τραπεζάκι)
Με συγχωρείς για λίγο στρατιωτάκι.
(Πιάνει τα χέρια του Στάθη)
Είσαι παγωμένος. Θα πάρεις κάτι;
ΣΤΑ
Ένα ούζο Φίλιππα.
(Κοιτάζει προς τον στρατιώτη και μετά τη Μαρία)
ΜΑΡ
(Χαμογελάει προς το στρατιώτη και γυρίζει στο Στάθη καθησυχαστικά)
Είναι φίλος.
(Στρέφει πάλι προς το στρατιώτη και στρογγυλεύει τα χείλια της σε κίνηση φιλήματος. Ήχος γλυκού φιλιού)
ΣΤΑ
(Ησυχασμένος)
Μωρό μου δε θα μείνω. Βιάζομαι.
(Ο καφετζής φέρνει το ούζο)
Έχω ραντεβού με το δικηγόρο.
(Πίνει το ούζο)
ΜΑΡ
Άλλο ένα ντροπαλέ. Κι ένα για μένα.
ΣΤΑ
Από πότε πίνει το μωρό μου;
(Με ενδιαφέρον)
Συμβαίνει τίποτα;
ΜΑΡ
(Γελαστή)
Τι μπορεί να συμβαίνει στη Μαρία όταν την αγαπάνε τόσοι άντρες; Τι μπορεί άσχημο να συμβεί στη Μαρία; Ό,τι γίνεται είναι μέσα στο παιχνίδι. Και ό,τι γίνεται μέσα στο παιχνίδι είναι καλό. Είμαι γυναίκα. Τι κακό μπορεί να συμβεί σε μια γυναίκα; Αλλά είπες ότι βιάζεσαι. Μίλα λοιπόν. Αν πάλι δε βιάζεσαι τότε πάμε δίπλα να τα πούμε με την ησυχία μας.
(Στον καφετζή)
Ντροπαλέ, είναι ακόμα εκεί το κρεβάτι;
ΚΑΦ
Και μάλιστα προχτές το ’βαψα.
(Η Μαρία κοιτάζει ερωτηματικά το Στάθη)
ΣΤΑ
(πίνει και το δεύτερο ούζο)
Όχι Μαρία, αλήθεια βιάζομαι.
ΜΑΡ
Σε βλέπω. Τότε μίλα λοιπόν…
ΣΤΑ
Δεν ξέρω πώς να στο πω. Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι να σκέφτομαι και να σκέφτομαι. Όμως πρέπει να στο πω. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Πρέπει να κάνω ό,τι μπορώ για να γλιτώσω.
ΜΑΡ
Και τι μπορεί να ’χεις κρυφό από το Μαράκι; Από το Μαράκι σου; Που σ’ αγαπάει και το αγαπάς;..
(Του φιλεί το χέρι)
Και τι μπορεί να σε βασανίζει και να μη μου το πεις αμέσως;
ΣΤΑ
Μαρία…
(Η Μαρία τον βλέπει στα μάτια κινώντας το κεφάλι της ενθαρρυντικά)
Μαρία, ο πρωτευουσιάνος είναι ερωτευμένος μαζί σου. Θυμάσαι που είχε έρθει να με δει και συναντηθήκαμε οι τρεις μας στο σπίτι σου; Λέει πως τον έχεις ξετρελάνει και μου ζήτησε να μεσολαβήσω σε σένα και να του κλείσω ραντεβού μαζί σου. Μόνο έτσι λέει θ’ αποσύρει τη μήνυση. Περιμένει την απάντησή μου σήμερα. Αν του απαντήσω θετικά θα μου δώσει ένα χρόνο προθεσμία για τα χρωστικά.
(Σκύβει το κεφάλι και περιεργάζεται το ποτήρι του, στριφογυρίζοντάς το στο χέρι του)
ΜΑΡ
Λοιπόν;
ΣΤΑ
Λοιπόν…
(σηκώνει το κεφάλι και βλέπει τη Μαρία)
Τι λοιπόν;
ΜΑΡ
Αυτό ήταν όλο;
ΣΤΑ
Θέλεις κι άλλο;
ΜΑΡ
Αυτό ήτανε που σ’ έκανε να μένεις ξάγρυπνος όλη τη νύχτα; Σκέφτηκες έστω και για μια στιγμή πως το Μαράκι θα σου ’λεγε όχι σε ό,τι του ζητούσες;
(τον φιλάει)
Πες του λοιπόν του πρωτευουσιάνου μας ότι μιαν απ’ αυτές τις ημέρες θα του τηλεφωνήσω και θα πάω να τον βρω.
ΣΤΑ
(έκπληκτος)
Θα πας εσύ στην Αθήνα;
ΜΑΡ
Ναι. Εγώ θα πάω.
(στον εαυτό της)
Ταιριάζουν όλα.
(Σηκώνεται και περπατάει σκεφτική. Μετά λίγα βήματα:)
Ο καημενούλης μου ο πρωτευουσιάνος! Έτσι ασχημούλης που είναι δε θα τον πλησιάζει θηλυκό… πόσο θα υποφέρει… και τι δειλός θα πρέπει να είναι για να μην μπορεί να μου το πει ο ίδιος… α! τον καημενούλη!
ΣΤΑ
Μαράκι…
ΜΑΡ
Ναι γλύκα…
ΣΤΑ
Πρέπει να φύγω.
ΜΑΡ
Δώσε μου το τηλέφωνο του ασχημούλη μου και πήγαινε.
ΣΤΑ
(της δίνει μια κάρτα)
Να η κάρτα του.
ΜΑΡ
Τι κομψή καρτούλα! Δείχνει ευαισθησία.
(Βάζει την κάρτα στην τσάντα της)
Το ξέρεις πως κάνει κρύο; Χωρίς παλτό θα πουντιάσεις.
ΣΤΑ
Το έχω αφήσει στο Σταθμό. Θα το πάρω φεύγοντας.
ΜΑΡ
Άντε, πήγαινε.
(Ο Στάθης κοντοστέκεται)
Πήγαινε… θ’ αργήσεις.
ΣΤΑ
Ναι… πάω…(δε φεύγει)
ΜΑΡ
(δείχνει το Στάθη στον στρατιώτη)
Ορίστε! Κάτι σκέφτηκε, πάλι δεν το λέει και το βράδυ πάλι θα μείνει ξάγρυπνος…
(στο Στάθη)
Μίλα γλύκα…
ΣΤΑ
Πότε θα πας στην Αθήνα;
ΜΑΡ
Σήμερα. Γιατί;
ΣΤΑ
Μαράκι… η Αθήνα είναι μεγάλη. Μπορεί και να σ’ αρέσει. Μη μείνεις…
ΜΑΡ
(αγκαλιάζει το Στάθη)
Το κουτό μου! Το μικρό μου! Το φοβιτσιάρικό μου! Πήγαινε κουτέ και μη φοβάσαι. Το σπίτι μου είναι εδώ. Οι άντρες μου είναι εδώ. Εδώ μ’ αγαπούν. Εδώ θα μείνω για πάντα.
(Χαϊδευτικά προστατευτικά)
Φύγε… φύγε…
(τον φιλάει)
ΣΤΑ
Γεια!
(φεύγει τρέχοντας)
ΜΑΡ
Γεια!
(Στον εαυτό της)
Ο γλυκούλης μου ο Στάθης να ντρέπεται να μου το πει… ο ασχημούλης μου ο πρωτευουσιάνος να ντρέπεται να μου το ζητήσει…
(Στο στρατιώτη που μέχρι τώρα παρακολουθούσε αμίλητος)
Κουτοί δεν είναι οι άντρες;
ΣΤΡ
(Σιγά, ήρεμα)
Πάμε να φύγουμε. Δεν ξέρω τι είναι οι άντρες.
ΜΑΡ
Θα στο πω εγώ. Ναι, είναι κουτοί. Κουτά αξιολάτρευτα πλάσματα. Αλλά εσύ είσαι ένα παιδί. Ένα γλυκούτσικο, μικρούτσικο παιδάκι. Γι αυτό δεν ξέρεις ακόμα. Πάμε λοιπόν στην Αθήνα. Τώρα θέλω να πάω κι εγώ εκεί.
ΣΤΡ
(στον ίδιο τόνο)
Μαρία…
ΜΑΡ
Ναι…
ΣΤΡ
Μαρία, μια μέρα θα βρεθείς μόνη. Όλοι αυτοί που τώρα σε χρειάζονται, κάποτε θα σε διώξουν. Το ’χεις σκεφτεί αυτό; Τι θα κάνεις τότε;
ΜΑΡ
(Με σιγουριά κι ευαισθησία)
Στρατιωτάκι στρατιωτάκι, είσαι παιδί ακόμα. Όταν δίνεις κανένας δε σε διώχνει. Η γλωσσίτσα σου είπε στραβά ό,τι σωστά σκέφτηκε το μυαλουδάκι σου. Πως δηλαδή θα ’ρθει κάποια μέρα που οι άντρες δε θα θέλουνε τον έρωτά μου. Ποιος είπε όχι στρατιωτάκι; Μα ακόμα και τότε εγώ θα ’μαι γυναίκα. Και πάντοτε οι άντρες θα θέλουνε να παίρνουν. Η χαρά του δοσίματος ποτέ δε θα μου λείψει. Τότε δε θα ’χω έρωτα να τους δώσω. Μα ο έρωτας είναι ένα μόνο από τα τόσα που μια γυναίκα μπορεί να δώσει. Τα φιλιά και τα χάδια του έρωτα κάποτε σταματάνε. Μα πάντοτε μένουνε τα φιλιά και τα χάδια της αγάπης. Ό καλός ο λόγος. Το αλάφρωμα του πόνου… Πάντοτε στρατιωτάκι οι άντρες θέλουνε να παίρνουν. Ό,τι να ’ναι. Και πάντοτε εγώ που είμαι γυναίκα θα δίνω. Το παιχνίδι ποτέ δεν τελειώνει γιατί είναι ατελείωτες και οι ανάγκες και τα δοσίματα. Έχεις δει ποτέ σου ένα γατάκι φοβισμένοι; Ένα πουλάκι να παγώνει μες στο κρύο; Ένα δεντράκι απότιστο; Όλα τούτα για να υπάρξουνε ζητούνε κάτι. Και να η γυναίκα έτοιμη να δώσει και να διώξει το φόβο, το κρύο, την ξέρα… κατάλαβες στρατιωτάκι;
ΣΤΡ
(σιγά)
Πάμε.
ΜΑΡ
Πάμε.
(Στριμώχνεται ζεστά στο αριστερό μπράτσο του στρατιώτη ενώ εκείνος προσπαθεί να παραμείνει όσο μπορεί αλύγιστος, κι έτσι βγαίνουν ενώ ο καφετζής τους κοιτάζει)
Γεια σου ντροπαλέ!
(Ο καφετζής σηκώνει το χέρι του και χαιρετάει)
 
                                  ΑΥΛΑΙΑ