Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

Από και προς την Catherine Holiastos


ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Το μάτι θαμπώνει.
Ο Χρόνος λυγίζει το βάρος του πάνω στην πλάτη μας.
Φεύγει ο χορός των ανεύθυνων χρόνων ανεμίζοντας
κενά τα μαντήλια στην άλλη τους άκρη.
Τσιμπάει ο Πολυδέγμονας τ' ακροδάχτυλα του ποδαριού μας που ή να φωνάξουμε ή να παραδοθούμε.
Μα πού φωνή.
Πού νάμπει αέρας μες στα οκνά  πνεμόνια και να ηχήσει.
Τα βήματα πια δεν οδηγάνε πουθενά παρά τόνα στάλλο. Μπροστά μας όλα στέκουν φανερά, σίγουρα πως δεν θα ενοχληθούν.
Ο κόσμος φεύγει σαν δέντρο που το βλέπεις από τραίνο που τρέχει.  
Και δέντρο άλλο στην παγωμένη στέπα δεν ορθώνεται.
Κλήμα φαγωμένο μέχρι τη ρίζα του από τον σκούρκο.
Εληά δακοχτύπητη.
Κυπαρίσσι κεραυνισμένο.
Βράχος στην πτώση του η ζωή μας.

Η νύχτα έρχεται για πάντα κάθε βράδυ.
Και το πρωί, και η μέρα, και το δείλι, σταγόνες του νύχτιου ωκεανού πάνω από τον αφρό των μαύρων κυμάτων του.
Η επίπεδη επιφάνεια του Τώρα σκεπασμένη από τη μαυριδερή γλίτσα του Πριν μην έχοντας μεινεσμένη ούτε μια ξέσκεπη γωνιά. Ολες οι σκόνες από αμέτρητες ταραχές εκεί μαζεύονται.
Οι αρμοί των ποδιών έχουν πάψει να ονειρεύονται άλματα.
Οι κλειδώσεις των χεριών δεν προσδοκούν ανατάσεις.
Πρόσεξε το γέρικο Λόγο: φεύγει λίγο λίγο προς τη Σιωπή ταξιδεύοντας πολυπληγωμενος από αγκάθια αδιαφορίας και καμένος από φλόγες Κρυφής φωτιάς.
Ενας αντίλαλος μένει μόνο σαν ηχώ σε σπήλαιο αρχέγονο αζωικό.

Κλειστά όλα τα πριν ανοιχτά.
Σκοτεινά όλα τα πριν φωτισμένα.
Αχρωμα όλα τα πριν ερυθρά.
Και δεν προφταίνεις να πεις αντίο.
Και δε βολεί να γνέψεις γεια σας φεύγω.
Γιατί το χέρι ακόμα δεν έχει κατέβει από το γνέψιμο καλώς σας ήβρα.

Μα ο Χρόνος δεν έχει μετερίζι.
Δεν έχει λημέρι και φωλιά.
Οταν σε πολεμάει δεν το νιώθεις.
Οταν σε διαπερνάει το αγνοείς.
Σπαθισμένος από αόρατα σπαθιά πέφτεις.
Και τότε ένα ερειπωμένο καλύβι χωράει όλα τα Ονειρα.
Μια Πικρή Λέξη χωράει κάθε Νόημα.
Ενας φακός ηλεκτρικός κλείνει το φως όλο.

Και πού είναι ο χτεσινός δρόμος;
Πού είναι ο χτεσινός διαβάτης;
Τι έγινε η πρωινή δροσιά;
πού είναι το πυρρό ηλιοβασίλεμα;
Πού είναι η κορδέλλα που έσπαζε καρδιές;

Λάβα σκέπασε τη μικρή χλόη.
Νέκρα σκέπασε τη μικρή ζωή.
"Ελατε κύματα των Κρυφών Πόθων!"
"Ελάτε αυγές Τολμηρών Νυχτών!"
"Ελάτε δειλινά Καθαρών βροχών!"
Ποιος άκουει; Κανείς. Και ποιος μιλάει Ω! θεέ μου-ποιος μιλάει; Κανείς!Κανείς!Κανείς!

Να πάρεις το μονοπάτι ν' ανέβεις στην κορυφή.
Να πάρεις τον ανήφορο να φτάσεις ως την ελπίδα.
Κορυφές κι ελπίδες όμως τώρα τα φτάνει κανείς κατεβαίνοντας. Εστω.
Αφού αυτό έμεινε μόνο.

Βρέθηκε στην αμμουδιά.
Κύματα βαλσαμωμένα.
Φέρετρα επέπλεαν ακίνητα πάνω τους.
"Πες μου πότε θαρθείς" της έλεγε" Και γω θα κρατήσω το φεγγάρι αναμμένο ως τότε."
Εκείνη κοίταξε τους αστερισμούς, τα πόδια της που έτρεμαν από το κρύο. Είπε: "Δεν μπορώ να ξέρω. Δεν μπορούμε να ξέρουμε. "

Ομως ετούτο…
Ομως ετούτο…
Ομως ετούτο το χρώμα είναι κόκκινο;
Ομως ετούτο το κύμα είναι Φως;
Ομως ετούτο το δέντρο είναι πράσινο;
Ομως θεέ μου-ετούτο το κορίτσι είναι Χολιαστίτσα;
Ω! Αγνωστο Κορίτσι εσύ κομμάτι του κορμιού μας!
Ω! Άγνωστο Κορίτσι εσύ κομμάτι της ψυχής μας!
Ω! Άγνωστο Κορίτσι ναι του ναι μας κι όχι του όχι μας.
Ω! που οι λόγοι σου χτυπάν κατάστηθα τη μοναξιά.
Άγνωστο Κορίτσι που τα φύλλα σου ανοίγουνε πριν της Αυγής.
Άγνωστο Κορίτσι εσύ χρυσή σταγόνα στο ασημένιο τάσι μας.  
Άγνωστο Κορίτσι σύγνεφο εσύ κατάφορτο.
Άγνωστο Κορίτσι που όλα τα φιλόξενα κρατείς.
Που λες Οχτώβρης κι αρχινάν τα πρωτοβρόχια.
Που γράφεις αύρα και δροσίζει η έρημος!
Που κλαις και οι καρδιές συννεφιάζουν.
Άγνωστο Κορίτσι δάκρυ των ματιών μας συ.
Κατάνυξη της προσευχής μας!
Των λογισμών μας μονοπάτι!
Της βούλησης μας χορηγέ!
Του πόνου μας εσύ αγκάθι και γιατρειά!
Άγνωστο Κορίτσι εσύ άλλο Μισό της ύπαρξης μας!
Είδωλο στον καθρέφτη του Είναι μας!
Πηγή γεννήτρα και θάλασσα του ποταμιού μας!

Υφάδι η αθωότη σου στο πέπλο της ζωής μας.
Τ' αντρίκιο θάρρος μας στο ίδιο αυλάκι  
Με το δικό σου παιδιακίσιο πείσμα ρυακίζει.
Τ' άνθη του γέλιου σου παιδιά των σοβαρών μας ρόδων.
Ιδιος σφυγμός μας τραγουδάει και τους δυο.
Ιδιο μας συντροφεύει καρδιοχτύπι.  

Όταν πονώ χωρίς αιτία-ξέρω-κάπου επόνεσες εσύ.
Ω! Αδερφή! Ανηψούλα! Μάνα! Εξαδέλφη!
Αίμα ίδιο σμίγει αχώριστα.
Για κείνο ανύπαρκτες των τόπων οι αποστάσεις.
Κι αν ένας σ' έπαιρνε αητός στα ύψη τα δικά του
Τότε η φωληά του θάταν η κοινή μας ρίζα.
Κι αν ένα αστέρι μακρινό σε κέρδιζε στο χώμα του
Τ' αστέρι θάταν η γενηά μας
και το χώμα του
Το λίπασμα για να θεριέψει.
Κι αν σ' έπαιρνε ο αγέρας στα φτερά του
Φτερά του θάταν της γενιάς μας τα φτερά
Που ταξιδεύουν Πάνω, κι Εξω, και Μακριά.
Που φτάνουν ως τα μάκρη των Συμπάντων.  
Που φτάνουν ως τα σύνορα που το Μηδέν απ’ το Είναι ξεχωρίζουν.  

Ανηψούλα, τα ποδαράκια σου τ' αβρά
Τ' αντρίκια μας τα βήματα οδηγάνε.
Μιλάμε με το στόμα σου
Και βλέπουμε με τα δικά σου τα υγρά τα μάτια.
Το κάθε τι σου είναι και δικό μας.
Κι ό,τι ορίζουμε, την εδική σου πρώτα κατοχή γνωρίζει.
Και τόσο είσαι ανηψούλα μακριά μας
Οσο ειν' ο ήλιος μακριά 'π' το φως του
θαμμένος μέσα στης αβύσσου τις υγρές πτυχές.

Η είδηση της ύπαρξής σου στον κόσμο αυτό έλαχε να μας βρει.
Τα παγωμένα βρύα που βαρύ απάνω τους το σώμα μας κειτόνταν
Νιώσαν το καινούργιο.
Γιατί ζεστό το αίμα πάλι άρχισε κατω απ' το δέρμα μας να ρέει. Ας σηκωθούμε το λοιπόν!
Κάτι γίνεται κει πάνω.
Στα τόσα ξένα ένα δικό!
Κάτι γεμάτο μες στα τόσα άδεια.
Μια συγχορδία αιμάτινη στην ξέρα μέσα-ένα ποτάμι ζωηρό
Και παραπόταμοι που αρδεύουν κύτταρα, ιστούς, Συστήματα και όργανα
Φτιάχνοντας ένα σύνολο γλυκάκουστο και γλυκοθώρητο και γλυκοαίσθητο
απ' ό,τι πιο βαθύ απ' ό,τι πιο ανέγγιχτο η ευτυχία στο διάβα της αφήνει.

Εσκυβα στη γη κι όπως λιοντάρι σ' έρωτα μουγκρίζοντας
Και σκούζοντας ρωτούσα:
Πού είναι οι δικές μου προοπτικές;
Πού είναι οι δικοί μου ορίζοντες;
Πού είναι τα δικά μου ερείσματα;
Κι η γη μου έστελνε κατάρες και πληγές
Κι απόκριση δε μούδινε.
Ιδια κι ο ουρανός.  
Τα πουλιά του μόνο με ονείδιζαν
Η βροχή του μόνο μ' έδερνε
Και τ' αστραπόβροντά του με καρβούνιαζαν κάθε φορά.  

Χρόνια περάσαν έτσι.
Αιώνες.
Μια ζωή.

Και χάθηκα στη μοναξιά όπως αυτός που για ύστατη φορά
Της ερωμένης αφού το γλυκό στήθος γαληνέψει
Αποτραβιέται ύστερα παράμερα νεκρικά ήσυχος.
Κι όπως τότε τη θέση τους αφήνουνε τα λάγνα στήθη στη Σοφία Κι ο εραστής σ' Αυτήν τον Αληθινό Ερωτα βρίσκει,
Ετσι βαριά βαριά και σίγουρη η απάντηση
Ηρθε τώρα και σε μένα,
Σα βέλος της Φιλίας τους Κήπους δείχνοντας μου
Και το άγαλμα του νικητή της Λέρνας.

Και θαμπωμένος βρέθηκα απ’ το φως.
Κι άξαφνα σπάσαν όλα τα δεσμά
Που τόση ελευθερία τη φοβήθηκα.
Κι όλα για μένα αλλάξανε όπως για κάποιον
Που βρίσκεται απ’ την όχθη που πενθεί
Στου ποταμού την άλλη όχθη που έχει γάμο.

 Ω! Αν η αλήθεια έχει πρόσωπο
αυτό είναι η πυρά του αίματος
που ρέει μες στα ζωντανά συγγενικά κορμιά.
Κι αν η Ορθοφροσύνη έχει ψυχή, τότε αυτή
Στο Χολιαστέικο μέσα  γιγαντώνει.
Και δε μπορεί κανένας Χολιαστός κι ας θέλει,
Να βγάλει ετούτα τα θεριά από μέσα του
Που καίνε κάθε Ψεύτικο και κάθε Ανόητο συντρίβουν Ορθώνοντας στον καθαρόν αέρα λάβαρο ατίμητο
Την Ανθρωπιά του Ανθρώπου.   

Ετσι το όρισε η Μεγάλη Ωρα.
Ετσι το όρισε η Πρώτη Αρχή.
Ετσι τ’ ορίσαμε οι δυο μας Κατερίνα.  

Θυμάσαι αλήθεια όταν ήμασταν κλεισμένοι
Μες στης Φωτιάς το πυρωμένο Στόμα,
Θυμάσαι τότε ουρανός και γης που δεν υπήρχαν παρά μια μαύρη μόνο Νύχτα που κι Αυτή
Ούτε ακόμα Ονομα δεν είχε;
Θυμάσαι που όλα ήταν μέσα μας και μέσα τους εμείς-
Τότε που εμείς ήμασταν ένα ανηψούλα,
Και μέσα μας πλαντάζοντας εχόρευαν
Στην ίδια τη φωτιά κι αυτά παραδομένα
Οι ομοαίματοι αδερφοί: το Φως, η Υπομονή, τα Πράγματα, τα Ζώα;

Κι ήταν τα Στόματά μας ένα με το Στόμα της Φωτιάς.
Και η Φωτιά ήταν όλη ένα Στόμα.
Και μόνο Αυτό το Στόμα τότε Ητανε.
Θυμάμαι που παθιάζονταν όλα να υπάρξουν.
Θυμάμαι τη φωνή της τίγρης που ικέτευε.
Θυμάμαι την πολύβουη απαιτητικότητα των αστεριών;  
Και τα πουλιά σε παίδεψαν πολύ να τα υποτάξεις.
Και πείσμωνες που ξέφευγε το χέλι από τα χέρια σου μισοπλασμένο.  
Και όταν έπλαθες τ’ αστέρια τόσο σου άρεσαν
Που τα στερούσες για καιρούς από τα Συμπαντα
Στολίδι στα μαλλιά σου βάζοντας τα.
Και πόσο είχες κέφι όταν έφτιαχνες θεούς-
Γιατ’ ήταν τόσο εύκολοι και βολικοί
Κι υπάκουοι οι καημένοι.
 
Όλα Δικά μας τότε.
Κι όλα Ίδια.
Κι όλα Σύμφωνα.

Θάλασσες αδιάβατες τότε όχι.
Ενα πέλαγο Ευτυχίας Αγάπης και Χαράς μονάχα.
Τι Καιροί!

..Και όταν τη Σελήνη έπλαθα θυμάσαι που με βόηθησες να τηνε
Στρογγυλέψω;
Η ευκολία που τόκανες προσδιόριζε τη Θηλυκότητά σου.
Μα ποιος τα πρόσεχε τότε αυτά;
...Αλήθεια πώς, από ένα τίποτα πες,
Ολόκληρη την Πλάση ανηψούλα μαστορέψαμε;
Εχ! Μικρή μου, κάναμε άραγε καλή δουλειά;

Και τώρα είμαστε εδώ.
Στη γη αυτή.
Και σπέρνουμε και δε θερίζουμε.
Και μιλάμε και δεν ακουγόμαστε.
Μοιάζουμε σαν κάποτε ένδοξη και ισχυρή μια πόλη
που όλο και βαθύτερα στο χώμα θάβεται
από του Χρόνου τις φερτές ύλες.
Και δε μένει
παρά να πέσει τέλος πάνω της και το άψυχο κουφάρι μας-
λίθος Επιτάφιος ή πέτρα Αναθέματος.  

Και είμαστε εδώ.
Στη χώρα αυτήνε-στην Αμερική.
Στη χώρα των ρομποτανθρώπων.
Στη χώρα που το κάθε σπίτι είναι μικρή μια φυλακή.
Στον τόπο που η Πορνεία είναι το Καύχημα των γυναικών.
Στον τόπο όπου θάλλει η Επαιτεία.
Στον τόπο που η Χαρά ψάχνει στα σκουπίδια της Καταστροφής για να τραφεί.
Στον τόπο όπου το Χαμόγελο ντυμένο με κουρέλια ζητιανεύει. Στον τόπο που η Δουλεία δίνει πάρτυ κάθε μέρα.
Στον τόπο όπου η Αγάπη κοιτάζει φοβισμένη απ' τον κρυψώνα Της.
Στον τόπο όπου η Κατανόηση ρισκάρει κάθε μέρα τη ζωή Της. Που η ανθρωπιά κυκλοφορεί με ματωμένους πάντα επιδέσμους τυλιγμένη.
Στον τόπο που η Συμπόνοια δε συχνάζει.
Στον τόπο που το άγαλμα της Ελευθερίας συντηρείται από σκλάβους,
Στον τόπο όπου οι αποθήκες όπλων είναι χτισμένες πάνω στα γκρεμίσματα της Καλοσύνης.
Στον τόπο που θα πρέπει για να μείνεις να πουληθείς.
Στον τόπο που ο Πόλεμος είναι επιχείρηση.
Στη χώρα που Τρομοκρατεί την Οικουμένη.

Και είμαστε εδώ.
Στη χώρα αυτήνε-στην Αμερική.
Που από τη Φιλία
Τα λευκά της κόκκαλα μονάχα έχουν απομείνει.
Που οι άνθρωποι φοβούνται τους ανθρώπους.
Που η σκέψη ούτε σαν σκέψη δεν περνάει από νου.
Που οι πωλητές ασφυκτιούν ανάμεσα στο αφεντικό και στον πελάτη.
Που αν δεν το πληρώσεις. ούτε μίσος δε θα βρεις.
Που ξέρουν με πεντακόσες λέξεις βολεύεται ο καθένας
Και που οι παραπανίσιες θα τους ήταν άχρηστες.  
Που κάθε απόφαση του Αρχηγού τους
είναι μαχαίρι στην καρδιά κάποιου Λαού.

Και τώρα είμαστε εδώ.
Στη χώρα αυτήνε-στην Αμερική.
Στον τόπο που η Τέχνη είναι τα σκύβαλα της Τέχνης μας.
Στον τόπο που η δυστυχία φοράει μάσκα γέλιου.
Στον τόπο που άμπορα η ευγένεια προσπαθεί να κρύψει πίσω της τη Βία.
Στον τόπο που όλα γίνονται με γραμμή αλύγιστη.
Στον τόπο που το σώμα της Ευαισθησίας κρέμεται λεπτό κι αόρατο πάνω στην αστερόεσσα αγχόνη.
Στον τόπο που μπερδεύεις μηχανές μ' ανθρώπους.
Στον τόπο που η Αλληλεγγύη είναι διαμαρτία ασυμβίβαστη με τη ζωή.
Στον τόπο όπου φτερωτά μπορούν τ' αεροπλάνα νάναι μόνο.

Και είμαστε εδώ.
Στη χώρα αυτήνε-στην Αμερική.
Ετοιμοι, λίγες μέρες κιόλας πριν
να πέσουμε στο Βάραθρο Των Συμβαινόντων.
 
Μα η Βουλή αλλιώς εψήφισε η Μεγάλη
Και  μες σ'  αυτή  την Εφιαλτική τη χώρα
Μας έφερε να Σε γνωρίσουμε-
Κάλλιο να μάθουμε πως κάπου υπάρχεις.
Και να υπάρξουμε για λίγο ακόμα.
Κατερίνα.

Και ολ' αυτά δεν είναι λόγια ποιητικά.
Είναι η Κληρονομιά μας.
Κι αν για τους άλλους Χολιασταίους μπορεί ακόμα
Η Ωρα να μην ήρθε να τα νιώσουν
Ομως, εγώ, αλαφροϊσκιωτος,
ολόβολα τα ένιωσα
και Ζωή τα κάνω και Σκοπό μου  
και μόνη μου περιουσία και Τιμή.

Και σαν κυρίαρχος τα υπηρετώ.

Κι αν Κατερίνα οι μικρές καθημερνές Σου ασχολίες
Σου κρύβουν τώρα τον Προορισμό Σου
όπως τα φύλλα κρύβουν τον γερό και αψηλό κορμό που τα ταγίζει,
Μα κάποτε κάποιος αγέρας θα φυσήσει
Και θα μεριάσουν φύλλα και κλαδιά και τότε θάδεις.

Κι αν δε φυσήσει το Ακριβό το θέαμα να Σου δείξει,
Το Αγιο Φθινόπωρο θα Σου το φέρει τότε
Ρίχνοντας κάτω καθε εμπόδιο
Για να δεις
Να θυμηθείς ξανά
Και τη Μεγάλη Απόφαση να πάρεις,  
Κατερίνα εξαδέλφη,
Κατερίνα αδελφή,
Κατερίνα μάνα,
Κατερίνα Πνοή Χρυσού,
Δροσού,
Φίλιου Ζωής Αγέρα.
Κατερίνα Χολιαστίτσα
Μοναδικό στην ήπειρο αυτή ευγενικό κλωνάρι του σογιού μας.

Μόνο
ή τώρα ή τότε,
όποτε,
και συ αν μάθεις πως υπάρχω,
μην έρθεις να με βρεις.

Άσε με να σε υποθέτω όπως η Άνοιξη
Τα λούλουδα Εκείνη που γεννά υποθέτει:
Πως έτσι άσπιλα κι ανέγγιχτα
Καθώς Αυτή τα έπλασε,
Έτσι και για όλη τη ζωή τους θε να μείνουν.