Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

 ΑΡΙΑΔΝΗ

Αυτή ακίνητη
σαν μαρμαρωμένη, έβλεπε.

Η ανέραστη θεά, με κινήσεις αργές, θεϊκές,
το τόξο της τέντωσε και στο στήθος
πληγή της άνοιξε. Το βέλος, στα νωπά,
που ακόμα Μινώταυρο μύριζαν,    
χάδια, βούλιαξε πρώτα, ύστερα
τον θώρακα, σαν φύλλο δάφνης
διαπέρασε, και στο σιωπηλό    
έριξε χάος την Ερωτευμένη.

Και η θεά στην ορθοφροσύνη της επήγε.

Η νεκρή, σε μάρμαρα διαχύθηκε
λευκά, που, σε λίγο κιόλας,
τη μορφή της θα απεικόνιζαν,
θαμπή, και παραδομένη σε ό,τι
γνώριμο είναι σε όλους, αλλά μόνο σε νεκρούς,
που τόσο τους αρμόζει,
χαρίζεται.

 ΕΝΑΛΛΑΓΗ

Όταν ο άντρας,
αηδιασμένος είναι πια από την ισχύ,
που η γυναίκα, άπρεπα, για καιρό,
σαν μηχανή επιβολής, ξεχύνει,
τότε οι γυναίκες,
ώρες πριν σε σε δάκρυα αναλυθούν,
στον καθρέφτη μπροστά, σαν σίγουρες καθισμένες,
με νωχελικές τα χείλια κινήσεις χλωμαίνουν,
την ελαφρότητα της ύπαρξης τους όλην
στα ματόκλαδα αποθέτουν, και με μαραμένα,
πλην ευώδη, άνθη, θλίψη γεμάτα,
κοκέτικα το μέτωπο στεφανώνουν.

Και στην ώρα την κατάλληλη,
τη στρόφιγγα της δύναμης κλείνουν,
και των δακρύων ανοίγουν.  

Στην γεμάτη λυγμούς
παραπονιάρικη αλλαγή, ο άντρας
ξανά υποτάσσεται και,
ο κόσμος,
αμήχανος λίγο στην αρχή,
σταθερά και πάλι περπατεί.       

 ΣΑΝ ΑΝΗΜΠΟΡΙΑ

Όπου αυτοί πάνε, σκοτεινά πάντοτε είναι.
Αντικρύ τους, κάποτε, δεξιά ή και αριστερά τους,
φώτα ξεχύνονται και το κάθε τι λαμπρύνουν.
Και τα μάτια τους τα βλέπουν,
και επιθυμούν να είναι εκεί,
και κάθε ματιά τους        
να γεννάει τα γύρω πράγματα ένα ένα,
και κείνα να έρχονται ζωντανά, και όχι         
η σκιά τους μόνον να τα ορίζει.

Τώρα, νοήματα από άλλους τελειωμένα    
θέση παίρνουν στη σειρά, ένα ένα,
απ' αυτούς για να εννοηθούν όχι σαν ευωχία γέννας,
 αλλά σαν τελευταίων στιγμών ανημπόρια
πριν στο χωνευτήρι πέσουν,
απ' όπου κάποτε, σε κάποιο άλλο φως,
μακριά,
θα ξαναγεννηθούν.

   Η ΟΦΕΙΛΗ

Ακούω, καθώς ο αέρας σε χτυπά,
παράξενα να ηχείς, και μακρινά.
Και ο ήχος σου στα πράγματα διαχύνεται όλα,
και τα δονεί σαν η ψυχή τους να είναι.
Και εδώ ένα γέλιο, εκεί μια κουβέντα,
μικρές συντροφιές όπως σε δεξίωση.

Και δίνεις σ' όλα πλάτεμα και υπομονή,
για να μπορείς μέσα τους,
να ξαποστάσεις σ' εν’ αστέρι, σε μια φωλιά,
σ' ένα πράσινο χωράφι νιόσπαρτο,
προτού πάλι τον όλο αδημονία
δρόμο σου πάρεις.

Στους ήχους όλους ο ήχος σου νόημα δίνει,
όπως τα πόδια σου στον πέτρινο δρόμο,
που πριν από αιώνες φτιάχτηκε
και ως την κορυφή
του λουλουδιασμένου λόφου οδηγεί.

 ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙ

Μη μας σπρώχνεις να σε φτάσουμε, ω! Υψηλό!
που τόσο τη μικρότητα μας ξεπερνάς, αφού,
να μαστορέψουμε σκαλωσιές
και πύργους να χτίσουμε,
δεν μας αφήνεις.

Οι αισθήσεις μας
χαραμάδες είναι. Και ξέρουμε μόνο-
τόσο μας αφήνουνε να πούμε-
πως έξω υπάρχει φως.
Τι δείχνει όμως; Γιατί
 να βγούμε στον έξω αέρα δε μας δίνεις;

Αν δεν είμαστε ούτε ένα σκαλοπάτι
της Μεγάλης Σκάλας,
Τότε και τις χαραμάδες κλείσε
που το σκοτάδι μας αβάσταχτο κάνουν.

Είναι φριχτό με βαριές αλυσίδες φορτωμένοι
αλαφρότητα να περιμένουμε και ν’ αποζητούμε.

 ΌΠΩΣ ΚΑΤΙ ΛΕΞΕΙΣ

Όπως κάτι λέξεις που με τον καιρό ξεχάστηκαν
και σαν θα τις ακούσουμε μένουμε για λίγο αμίλητοι
θυμώντας έξαφνα όσα πήρανε  μαζί τους,
έτσι και συ, Ωρα Γεμάτη, στη συνείδηση
 χτυπάς τον αστραπιαίο και απόκοσμο,
τον χτύπο τον μοναδικό σου.

Και η άλλη ακοή μας συνταράζεται,
και φέρνει μες στα δέντρα της ψυχής πουλιά,
και σκιόφως,
και ανεμοψιθυρίσματα άλλα,
του καιρού που χαμένοι ήμαστε. Τότε
που η άγρυπνη ελπίδα και η μικρή μας ευχαρίστηση, χτυπούσαν αδύναμα φτερά
στο δόκανο πιασμένες της ρυτιδιασμένης σου επιφάνειας-
ανάμεσα σε δυο πτυχές της
που νερό δεν έβρισκαν
ν' αναταχτούν.

 Ο ΒΡΑΧΟΣ

Να με μάθεις ασάλευτε βράχε
την ακινησία σου θέλω,
όταν πάνω σου το κύμα,
άσπρο και τρυφερό έρχεται-πώς, τότε,
ήλιος δεν γίνεσαι για να το κάψεις;

Στης επιφάνειάς σου τις μικρές φωτεινές σπηλιές
Πόσο ζηλευτά ταιριάζουν τα πουλιά!
Δέχεσαι πάνω σου τόσα ερωτικά αγκαλιάσματα,
τόσα λιγωτικά φτερακίσματα, που τόσο σε πονούν
επειδή ο πόνος δεν είναι έλλειψη
αλλά γνώση της αδυναμίας της επάρκειας.

Ο ουρανός,
μέσα στην μπλε κοιλιά του
ένα κενό αφήνει, για να σε κοιμίζει κάθε βράδυ
παντρεύοντας τις μικρές λάμψεις των άστρων του,
με το μέσα σου ασάλευτο σκοτάδι.

 ΤΡΙΑ ΑΔΕΡΦΙΑ

Τρία αδέρφια. Κάτι λίγο απ' το καθένα τους,
ξεκόβει κάθε τόσο και βαδίζει ανάστροφα,
προς μυστηριακές τελετές προαιώνιες
βρίσκοντας εκεί την πλήρη ένωση και τον ταγμένο προορισμό.

Και αυτός ο αληθινός προορισμός του είναι.
Να προχωρεί αφήνει το υπόλοιπο κομμάτι του στο δρόμο,
χωρίς καρδιάς γιορτές
χωρίς ιδιαιτερότητες
όλα ίδια όπως όλοι και καθένας στη δουλειά του.
 
Ύστερα γυρίζει πάλι στον κόσμο
και ακολουθεί τα κομμάτια που άφησε  αμέτοχο,
χαμένο ανάμεσα σε τόσα ξένα.

              ΟΙ ΞΥΛΙΝΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ

Πόσες ζωές κάθε μέρα ζείτε
και από πόσα νεκροκρέβατα έχετε
σήμερα μόνον
σηκωθεί;
Τι ευθύνη να ζητήσει κανείς από ξένους  
άλλους ανθρώπους;
Σε μια στιγμή "είμαι" λέτε
και την ίδια στιγμή «δεν είμαι".  
Και κανείς
ψέματα πως λέτε δεν θα πει, αφού σας βλέπει
να ’χετε τώρα ένα ενδιαφέρον στη φωνή,
και πάλι αμέσως ένα μαχαίρι
να σφίγγετε στο χέρι.

Οι ξύλινες κούκλες,
την κάθε στιγμή της ζωής τους
ίδια την κρατούν.
Λατρεμένες γι αυτό είναι
και αξιέραστες.
Και στη μικρή στείρα κοιλιά τους
τον σπόρο φέρουν, που την πλήρη,
την χωρίς μεταπτώσεις
υπόσχεται ευτυχία.

 Η ΜΥΡΩΔΙΑ

Κάτι μου μύριζε άσχημα από καιρό.
Παράθυρα άνοιγα, ανεμιστήρες. Κάπως αυτά,
όσο ήταν ανοιχτά,
την οσμή διώχναν.

Ώσπου βαρέθηκα ν’ ανοιγοκλείνω
κι άφησα την οσμή να πάρει και να κρατήσει
τη θέση της  όσο εδυνόταν.
Κι εκείνη φούντωσε
κι όλο περσότερο ξεχύνει δυσωδία.

Και τίποτα αφού γύρω μου δε βρίσκω
αίτιο της τέτοιας νάναι αποφοράς,
ο μέσα μου νεκρός θα είναι, λέω,
που μέρα με τη μέρα μεγαλώνει.

 ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ

Το άγαλμα στήθηκε με μια γιορτή    
πολύχρωμα στολισμένη, σαν άλογο
σε πριγκηπικά γενέθλια.
Μεγαλόπρεπη.

Του λαού τα στήθη άδειαζαν όλο τον αέρα τους    
στην κραυγή: "Λένιν για πάντα". Και το "πάντα"    
τρυπούσε τις λεπτές πλάκες της αμφιβολίας    '
κι από την άλλη μεριά της
θριαμβευτικά αναφαίνονταν.

Σαν άνεμος που έβγαινε από μια μυρωμένη γη    
λιπόθυμες αύρες δωρίζοντας στο πέρασμα του,
έτσι ανάβλυζε από την ψυχή του ηγέτη
η αγάπη για τον άνθρωπο.

Στο μέρος εκείνο χτίσανε εκκλησία μετά,
Όταν ο λαός,
 χτυπημένος από την αρρώστια,
μες στο παραλήρησα του,
τον ανδριάντα γκρέμισε.

Από τις εικόνες της ένα υγρό κόκκινο βγαίνει,
ρυάκι γίνεται,
και μακριά πάει.

Η Δύση
με τα χρυσά γυαλιά της κοιτάζοντας, "πιέστε"
ουρλιάζει, «Ρώσοι, του Χριστού μας το αίμα!"

Μα κείνο αίμα δεν είναι,
παρά το Κόκκινο της Επανάστασης,
που σε όλα, και χρώμα,
και πνοή ζωής δίνει.

 ΓΑΛΗΝΗ

Να ήτανε, Γαλήνη, αφήνοντας τη θάλασσα
και σε μας, τους στεριανούς, να έρθεις!
Σε μας που κύματα άλλα,
μας τινάζουν
όχι σε άλλο κύμα πάνω,
αλλά σε άλλη θάλασσα κάθε φορά.
Και που δεν έχει, ανάμεσα
στο ’να και στ’ άλλο κύμα, ούτε φτερά,
ούτε πέπλο, ούτε δικαίωση.

Να έρθεις, κόρη του Αμίλητου και του Ησυχασμένου
και να σταθείς εμπρός μας ολόκληρη και δυνατή.
Στον ώμο σου ν’ ανέβουμε τον υψηλό
και συ ακίνητη να μας πηγαίνεις και να μας πηγαίνεις
πάνω στου νερού τ' αυλάκι
που το σώμα σου, με μυστικές,
που εσύ μόνο ξέρεις, προσταγές,
αθώρητο για μας, ανοίγει.

Γαλήνη!
Πολυδόξαστη Νηρηίδα! Αρκετά
τους τολμηρούς ναυτικούς εφίλησες.
Έλα και τους ταραγμένους,
Τους δειλούς εμάς,
να γαληνέψεις.

 ΘΑ ΜΑΣ ΔΩΣΕΙΣ;

Κι αν δεν είναι κείνη που ονειρευόμαστε,
μέσα σε κρίνα κι αγριόμηλα,
μιαν άλλη γαλήνη δώσε μας-όποια να 'ναι.
Του σκοταδιού ακόμα και της λησμονιάς.

Γδάρθηκαν τα πόδια  στ' αγριόχορτα.
Η ψυχή μας παραδέρνει από ξένο σε ξένο.
Οι νύχτες ανάστερες και ασέληνες έρχονται.
Περιδίνηση ανώφελη και οδυνηρή όλα είναι.

Να κρατήσουμε τίποτα δεν μπορούμε.
Κι ό,τι απ' αρχή έχουμε, δικό μας δεν είναι.
Διασκορπισμένοι στα πράγματα μένουμε.

Τα μάτια που βλέπουν τα αόρατα θα μας δώσεις;
Την αίσθηση θα μας αξιώσεις που γνωρίζει;
Από το είδωλο μας θα μας απαλλάξεις;

 ΜΑΥΡΑ ΑΣΤΕΡΙΑ
 
Αστέρια που δεν έχει δει το μάτι,
Το μαύρο φως τους στέλνουν, το βαρύ,
και μου ζητούνε προς αυτά να ταξιδέψω
και λάμψη να τους δώσω
και στον ουρανό θέση.

Βουή παραπονιάρα και γκρινιάρικη
της κάθε ώρας οι φωνές με προσκαλούνε.

Μα  βολετό δεν είναι μακριά να πάω
γιατί άφτερο είμαι έντομο,
και κουτσό είμαι λιοντάρι,
και ως για να συρθώ
εντολή τέτοιαν από την Ευθύνη μου
ποτέ δεν πήρα.

 ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΝΟΙΑ

Πώς να σε γνωρίσω Μεγάλο Τίποτα;
Εγώ όρια βάζω
και μ' αυτά τα πράγματα σημαδεύω.
Και τα συγκρίνω
και το 'να κοντά στ' άλλο βάζω
καi τα μετρώ.
και Γνώση, περήφανος, τη μέθοδο μου ονομάζω.

Μα εσένα που όλα περιέχεις  
που Μεγάλο και Μικρό μέρη σου είναι
που το σύμπαν μου μια τελεία στο βιβλίο σου,
με όρια πώς την άπειρη ουσία σου να ντύσω;

Μόνο τη λαχτάρα σου
κατανοητό να μου γίνεις
καλά μπορώ και νοιώθω     
που την θωρώ δίπλα στην Αγωνία μου
περίλυπη να στέκει.

Τώρα όμως άκουσέ με.
Την προσπάθειά μου να σε μάθω παραιτώ.
Με την Άγνοια, Μεγάλο Τίποτα
τη γνώρα σου θα κάνω.

 Η ΝΑΡΚΙΣΣΕΥΟΜΕΝΗ

Το άρωμα στο σώμα της βάζει    
με αργές κινήσεις, ανατριχιάζοντας    
όταν αυτό περιοχές λεπταίσθητες πλησιάζει.

Κλεισμένο το δωμάτιο για όλους
τους καλαθοφόρους τρυγητές
κάθε δικού της.

Μόνη.

Τρυφερές κινήσεις στο είδωλο της
μέσα στον καθρέφτη σπαταλά.

Ο κόσμος είναι αυτή.

Κάθε της δάχτυλο ένας κήπος μοσχομύριστος
και μέσα του οι πόθοι της
πουλιά των περασμένων
και κείνων που έρχονται, ημερών
με τα φτερά τους ζωηρά χρώματα γεμάτα.

 ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

Στη ζωή πόσες ορμές, και πόσες
απωθήσεις ερωτικές! Και πλανιούνται
μαύρα φαντάσματα οι ψυχές εκείνων
που πνίγηκαν στης άρνησης το ρέμα.

Όλα καλά στη ζωή τους ήταν.
Και ξάφνω, ο έρωτας έρχεται.
Οι νύχτες μακραίνουν,
οι χαρές αγκάθια φυτρώνουν,
ο ήλιος παγώνει.

Και όταν τα μάτια τους βλέπουν
Το φως να σβήνει μέρα με τη μέρα.
Προς την ερωμένη τέλος
ακράτητα ορμούν.

Μα τόσο αδέξια πια, που όλα χαλούν.
Και καταντούν αυτοί εξόριστοι,
και κείνες,
νεότατες,
σε κάποιο μοναστήρι μέσα να αργοσβήνουν.

 ΘΥΕΛΛΕΣ

Τον συνεπαίρναν θύελλες, που από το αίμα του
μέσα ξεκινούσαν. Στα μάτια του μπρος
πέπλα μύθων απλώνονταν,  
που σαν παραμορφωτικοί καθρέφτες
τρομαχτικά όλα αντανακλούσαν.

Τα μικρά και ευτελή, μεγάλα και σοβαρά γίνονταν,
και, δράκοι ορμούσανε να τον σπαράξουν:
όπως μια λέξη που σε κάποιον κάποτε είπε,
ένα-δικαιολογημένο άλλωστε-
αργητό  προσώπου αγαπητού το βράδυ,  
του σύμπαντος άλλάζαν τη θολή μορφή,
και καταιγίδας πρόσωπο της δίναν.

Έτσι έζησε.
Είναι μια έκφανση κι αυτή
του φαινομένου «ζωή».

 ΜΕΓΑΛΕ ΔΡΟΜΕ…

Τούτο τον καιρό, που ο ήλιος κρύβεται
για να γλιτώσει από την παγωνιά μου,
τούτο τον καιρό, που θηρία πια δεν ζωγραφίζω
στα ρούχα μου πάνω,
ούτε στους τοίχους τους λοξούς της απηλιάς μου,
με τη σκέψη μου όλη,
να σε φανταστώ, Μεγάλε Δρόμε,
που από την εικόνα μου φτιαγμένος είσαι,
μέσα στη νύχτα αγωνίζομαι,
και πού οδηγείς να μάθω,
έτσι καθώς βουβός,
απάτητος,
με τα μεγάλα σου φώτα ανοιχτά καρτερείς,
σαν σελίδα βιβλίου ατελείωτη, που πανω της
γραμμένος ο νόμος σου είναι,
ενώ  Δεξιά και Αριστερά σου
δρομάκια σκοτεινά ευδιάβατα ξεκινούν,
που μακριά από την ευθύνη σου οδηγούν.

 ΣΑΝ ΠΟΥΛΙΟΥ

Το Βαθύ, αμέτοχο σε όλα είναι.
Όταν η ψυχή μας το πλησιάζει, εκείνο,
όλο πιο κάτω, απώθηση σα να 'ναι, φεύγει.

Υπάρχει λοιπόν κάτι βαθύτερο από την ψυχή;
Ή, εκείνο είναι η ανταγάκλασή της
στους βαρείς καθρέφτες, που γύρω της
φρουρούς έχει τοποθετήσει,
για να της φέρνουν πίσω κάθε οπτασία,
που, με πετάγματα σαν πουλιού,
να της φύγει,
στην ανεπάρκειά της υπολογίζοντας
πετά;

 ΠΌΤΕ;..

Πέτρες, βιβλία, δέντρα, άνθρωποι, ιδέες…

Από τα πρόσκαιρα θα φύγουμε ποτέ-
από τα πράγματα θα λυτρωθούμε, που επιτακτικά
το μερίδιο τους γυρεύουν, και κάθε μέρα
μας διαμοιράζουν και μας χρησιμοποιούν;

Πότε το χέρι μας χαιδευτής γυμνού
θα πάψει να ’ναι και ο νους μας
διαπεραιωτής θεωριών και υποθέσεων;

Ως πότε θα 'μαστε η γέφυρα για τόσα περαστικά,
και γυμνά, και προσεγμένα; Πότε και μεις
με κουδούνια θα πάψουμε να 'μαστε
όπως τα πρόβατα, αναγνωρισμένοι-
μας προσμένει άραγε τέτια χάρη;

 ΟΥΤΕ ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑ

Σας τα 'δωσα όλα.Τα πήρατε,
και σε χάχανα και σε καλλωπισμούς
την ιερότητα όλη του δοσίματος μου
καταθέσατε.

Και τώρα τι;
Να σας κατηγορήσω γι αυτό; Πώς τον άνεμο
να κατηγορήσει κανείς; Πώς τη θύελλα,
που το χτίσμα του παιδιού στην άμμο γκρεμίζει;
Ή μήπως τη ζωή,
που μπόρεσε και ρίζωσε στη γη να ψέξω;
'Ολα
όπως ορίστηκαν έγοιναν.
Παράπονο δεν χωρεί.
Ούτε δυσαρέσκεια.

Και στον αιώνα
έτσι όλα θα γίνονται ,ώσπου,
το ποίημα αυτό
κάποιος ποιητής στον καιρό του
να μη
αδίκιωτος
ξαναγράψει.

 ΠΏΣ;

Πώς έφτασα ως εδώ εγώ σαν ίσκιος
χωρίς ποτέ ό,τι ήθελα να κάνω
και κάνοντας ό,τι οι άλλοι θέλαν πάντα;
Και κείνους ποιος τους έβαζε να μου ορίζουν
πότε θα μιλήσω, τι θα πω, πράγματα ποια
να ποθήσω;
Ένα μηδενικό, μεσα μένει στον κύκλο
πάντοτε τον δικό του.
Εγώ
ούτε στη μικρότητα μου δεν ήμουν.  

 ΑΤΙΤΛΟ 


Κι αν οι άνθρωποι χλευάζουν τους ποιητές,
κι αν μιαν αντίμαχη και δολερή πραγματικότητα
έχουν γι αυτούς χτίσει, και του λόγου τους αν
την ομορφιά με ασχήμιες ατελείωτες
βρωμίζουν, μα εκείνοι μια δύναμη κατέχουν
που πάνω από κάθε εφήμερο τους ανυψώνει
και σε σφαίρες άλλες, για κείνους απροσπέλαστες
τους φέρνει, εκεί που ασχήμιες δε φτάνουν.

Κι εκεί ζουν, ήσυχοι από ξένες παρουσίες
και τον λόγο τους εκεί ανυψώνουν
απείραχτον, πάναγνο, καθάριο, και μ' αυτόν
χτίζουνε τον δικό τους κόσμο.
Και μέσα σ’ αυτόν την δική τους ουτοπία
Την δική τους χίμαιρα σπουδάζουν και ιερουργούν
και με δικά τους ψεύτικα διαμάντια την στολίζουν.

 ΜΩΥΣΗΣ

Ενα Μωΰσή να είχαμε και μείς
Από την Αίγυπτό μας να μας βγάλει
Και στης Χαναάν τους τόπους τους κλεινούς
Και στα κοφτά της βράχια να μας βάλει…

Για μας να σχίσει θαλασσών νερά
Για μας και το ραβδί του να φυτρώσει
Κι από τα πάθια μας τα φοβερά
Με τη σοφία του να μας γλιτώσει…

Και κει, μες στης ερήμου τα δεινά
Κι ενώ Μόσχους χρυσούς θα προσκυνούμε
Ξάφνου από τα ύψη του Σινά
Άϋλος να κατεβαίνει να τον δούμε,

Κι ανάμεσα στις πλάκες τις ιερές-
Σημάδι του ελέους Σου του τόσου-
Να φωτουργεί οξύ και παγγενές
Το πρόσωπο θεέ μου το δικό Σου.

 ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ-ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΝ;
(L. A.)

Μακριά 'πο την Ελλάδα-και λοιπόν;
Μα η Ελλάδα είναι η πατρίδα σου…
Και τί θα πει πατρίδα;
Οι εδώ οι πέτρες τώρα πίνουνε τα δάκρυα μας.
Σ’ αυτήν εδώ τη φυλακή σαπίζει τώρα η ψυχή μας
Εδώ τώρα πεθαίνουμε την κάθε μέρα.

Ήθη και έθιμα… Και ποιος ακόμα τα τηρεί
έστω και στην "πατρίδα";
Γλώσσα; Να ’λεγες τι; Και ποιος να εννοήσει;..
Αν πεις και για θρησκεία…το χρυσό σφυρί  
θρύψαλα έκανε όλους τους θεούς.

Μακριά ’πο την Ελλάδα-και λοιπόν;
Εκείνο τώρα που θα μέτραγε θα ήταν
Μακριά 'π' την τωρινή τη φυλακή.
Μακριά 'πο τούτες δω τις δακρυδόχες πέτρες.
Μακριά 'π' τον σημερνό το θάνατο μας.

Μα πάλι
Πώς τόσα ευλογημένα να σου λείψουν;..

 Η τρίτη σκηνή της πρώτης πράξης του έργου «ΠΟΡΝΗ», όπου ο Θεός δημιουργεί την Εύα και ο Εωσφόρος δημιουργεί την Πόρνη

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

Τόπος: Εργαστήρι στον Παράδεισο.
Πρόσωπα: Θεός, Εωσφόρος, Εύα, Πόρνη.

(Η σκηνή χωρισμένη σε δύο. Το αριστερό προς τους θεατές είναι το εργαστήρι του θεού. Το άλλο του Εωσφόρου. Στον χώρο του θεού και του Εωσφόρου από ένας πάγκος με υλικά κατασκευής ανθρώπων. )

ΘΕΟΣ
Εμπρός λοιπόν. Ας πλάσω τη γυναίκα.
Χωρίς αυτήν ο Αδάμ δύστυχος θα ’ναι.
Χωρίς αυτήν ο Αδάμ χαμένος θα ’ναι.
Ας φτιάξω μια γυναίκα να τ’ αρέσει.
Ας φτιάξω μια γυναίκα να μ’ αρέσει.
Ας φτιάξω τη γυναίκα όπως πάντα
Στους λογισμούς μου μέσα την κρατούσα.
Ας φτιάξω τη γυναίκα που η μορφή της
Από παλιά τα φρένα μου δονούσε.
Ας φτιάξω τη γυναίκα που μια νέα
Στον κόσμο ολόκληρο πνοή θα δώσει.
Πνοή γεμάτη καλοσύνη θεία.
Πνοή γεμάτη θεία ευλογία.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Εμπρός λοιπόν. Ας φτιάξω τη γυναίκα
Που στον Αδάμ τη δυστυχιά θα φέρει.
Που ο Αδάμ μ’ αυτήν χαμένος θα ’ναι.
Ας φτιάξω τη γυναίκα όπως πάντα
Στους λογισμούς μου μέσα την κρατούσα.
Ας φτιάξω τη γυναίκα που θα φέρει
To θάνατο σ’ ότι ζωή κατέχει.
Ας φτιάξω μια γυναίκα να τ’ αρέσει.
Ας φτιάξω μια γυναίκα να μ’ αρέσει.
ΘΕΟΣ
(φτιάχνει τα πόδια)
Τα πόδια να τη φέρνουν προς τον άντρα
Kι ωραία πάνω τους για να κρατούνε
Τα κάλλη και τα δώρα του κορμιού της.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(φτιάχνει τα πόδια)
Τα πόδια για να φεύγει από τον άντρα
Και κείνος από πίσω της να τρέχει.
Και πάνω τους αυτά να κουβαλούνε
Την προστυχιά και τη βρωμιά του κόσμου.
ΘΕΟΣ
(Φτιάχνει το αιδοίο)
To άνθος που τον άντρα να ευφραίνει
και δύναμη καινούργια να του δίνει.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(Φτιάχνει το αιδοίο)
Τ’ αγκάθι που τον άντρα θα πονάει
Και πίσω του σαν δούλο θα τον σέρνει.
ΘΕΟΣ
(φτιάχνει την κοιλιά)
Και τώρα την κοιλιά. Που θα γεννάει
Άσβηστους πόθους κι ηδονή στον άντρα.
Και πάνω της το τρέμουλο σταλάζω
Της σκοτεινής κι ατέλειωτης λαγνείας.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(φτιάχνει την κοιλιά)
Και τώρα την κοιλιά. Κοίτη απάτης
στης ηδονής το άπατο το ρέμα.
Kαι πάνω στ’ άσπρο δέρμα της ορίζω
Προσποίηση, σκοπιμότητα και ψέμα.
ΘΕΟΣ
(φτιάχνει τα στήθη)
Τα στήθη! Στρογγυλά σαν τα oυράνια
κι άσπρα σαν τ’ άνθη πικραμυγδαλίτσας.
Κρουστά σαν τους κρυφούς τους λoγισμoύς μου.
Xρυσάφι στα ορφανά τα χέρια του άντρα.
Η πιο γλυκιά στα χείλη του οπώρα.
Kαι όλη την ουσία εντός τους βάζω
Της θείας μου της ύπαρξης. Και δίνω
Μέσα στο γάλα το μεθυστικό τους
Τη λάμψη και την πύρα χίλιων ήλιων.
Kαι του πουλιού το πέταγμα φτερώνω
Στο σείσιμό τους όταν περπατάει.
Kαι στις μικρές τους τις θηλές ριζώνω
Του πόθου το γλυκύτερο λουλούδι.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(φτιάχνει τα στήθη)
Τα στήθη! Στρογγυλά σαν τα oυράνια
κι άσπρα σαν τ’ άνθη πικραμυγδαλίτσας.
Κρουστά σαν τον ιστό της δυστυχίας
Που θα γεμίζει η ιδέα τους τον άντρα.
Βάρος ασήκωτο στ’ αντρίκια χέρια.
Στο στόμα του φαρμακωμένο μήλο.
Και όλη την ουσία μέσα τους βάζω
της άθλιας ύπαρξής μου. Και ξεχύνω
Μέσα στο γάλα το μεθυστικό τους
Τον πόνο και την πίκρα και τη λύπη.
Και την απελπισιά μέσα πετρώνω
Σε κάθε ελπιδαπέλπιδο άγγιγμά τους.
Και στις μικρές τους τις θηλές ριζώνω
Την άρνηση και την αχαριστία.
ΘΕΟΣ
(φτιάχνει τα χέρια)
Τα χέρια. Για ν' αγγίζουνε τον άντρα
Και στα ουράνια να τόνε σηκώνουν.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(φτιάχνει τα χέρια)
Τα χέρια. Για ν’ αρπάζουνε τον άντρα
Κι ασήκωτα να τον κρατάνε χάμου.
ΘΕΟΣ
Τα μάτια. Να κοιτάζουνε τον άντρα
Μ’ υποταγή, μ’ αιδώ και με λατρεία.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τα μάτια. Να κοιτάζουνε τον άντρα
Και μ’ ένα βλέμμα τους να τον συντρίβουν.

ΘΕΟΣ
To στόμα. Η μιλιά του να χαϊδεύει
Με λόγια βάλσαμο τ’ αυτιά του άντρα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
To στόμα. Αρπαχτικό σαν του κοράκου.
Και κάθε λόγος του πηχτό φαρμάκι.
ΘΕΟΣ
Και νου στ’ ωραίο βάζω κεφαλάκι
Που να οδηγάει άσφαλτα τον άντρα
όταν εκείνος δίβουλος θα στέκει.
Κι υπακοή και πίστη το προικίζω.
Και σύνεση. Και περισσή τη γνώση.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Κι άχερα στο κεφάλι της στοιβάζω.
Και στο χαμό να οδηγάει τον άντρα
Όταν εκείνος άβουλος θα στέκει.
Και το μυαλό της τ’ αχεροπλασμένο
Με παραλογισμό κι ανευθυνότη
Και με την προδοσία το προικίζω.
ΘΕΟΣ
Και την ψυχή της δώρα τη γεμίζω.
Δροσιά και χάρη και γλυκιάν αγάπη.
Ντροπή, φιλοτιμία κι ευγνωμοσύνη.
Τόλμη κι αγάπη για το κάθε ωραίο.
Κι ευδιαθεσία. Κι υψηλοφροσύνη.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και την ψυχή της δώρα τη γεμίζω.
Κακότητα κουφότητα και φθόνο.
Εγωισμό τυφλό κι αγνωμοσύνη.
Τάση κάθε καλό να καταστρέφει.
Και αναξιότητα για την αγάπη.
Και ματαιοδοξία. Και φιλαρέσκεια.
ΘΕΟΣ
Και, προσταγή μου, τούτο το κορμάκι
Να καίγεται ολόκληρο απ’ τον πόθο.
που θα τον σβει στου άντρα την αγκάλη.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και στο κορμί που έτσι έχω φκιάοει
Αναισθησία δίνω και ψυχρότη.
Κι όταν ο άντρας αγκαλιά ζητάει
να μη τη δίνει μα να την πουλάει.
Και το φκιασίδωμα και το στολίδι
να ’ναι η μόνη ακριβή χαρά του.
ΘΕΟΣ
( ακουμπάει το χέρι του στο κεφάλι της Εύας)
Και ονομάζω τη γυναίκα Εύα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
( ακουμπάει το χέρι του στο κεφάλι της Πόρνης)
Και ονομάζω τη γυναίκα Πόρνη.
ΘΕΟΣ
(στην Εύα)
Πάρε ζωή-ο Αδάμ σε περιμένει.
(Η Εύα ζωντανεύει)
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(στην Πόρνη)
Πάρε ζωή-ο Αδάμ σε περιμένει.
Πάρε ζωή-σε περιμένει η Πλάση.
 (Η Πόρνη ζωντανεύει)
ΘΕΟΣ
Πήγαινε στον Αδάμ καλή μου Εύα.
(Η Εύα βγαίνει μπροστά και βλέπει τον Εωσφόρο που βγήκε πριν από αυτήν)
ΕΥΑ
(στον Εωσφόρο)
Μ’ έστειλε ο Θεός Αδάμ να σ’ έβρω.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Καλώς τηνε. Σε περιμένω. Έλα.
(ανοίγει μια μυστική πόρτα που το άνοιγμά της
ξεχύνει σκοτάδι)
Μπες μέσα εκεί και πρόσμενε ώσπου να ’ρθω.
 ( Η Εύα μπαίνει, πέφτοντας έτσι στα σκοτεινά χάη. Ακούγεται η φωνή της όπως πέφτοντας σε βάραθρο. Ο Εωσφόρος κλείνει την πόρτα πίσω της και πηγαίνει πάλι στην Πόρνη)
ΠΟΡΝΗ
Ω! Τι φτεράκια τρισχαριτωμένα!
Πώς θα ’θελα εγώ να τα φοράω!
Δώστα μου κι ό,τι θέλεις από μένα...
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Όπως σε ήθελα μού έχεις γίνει.
Αλλά δε σ’ έπλασα για τον εαυτό μου.
ΠΟΡΝΗ
Ω! Δεν πειράζει. Έλα! Φίλησέ με!
Έλα και το κορμί μου περιμένει
Χάδια ερωτικά και τα φτερά σου.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Άκουσ’ εδώ ζωντόβολο μια κι έξω.
Τα ψέματά σου δεν περνούν σε μένα.
Είμαι ο πλάστης σου. Αν δε μ' ακούσεις
θα σε χαλάσω όπως σ’ έχω φκιάσει.
Άκου λοιπόν χωρίς να με διακόψεις.
Τη λίγη προσοχή που σου ’χω δώσει
θέλω στα λόγια μου όλη να τη δώσεις.
Kι αν δε σου μείνει άλλη δεν πειράζει.
Δε θα τη χρειαζόσουν. Λοιπόν άκου.
Κάποτε ο Θεός μαζί με μένα
To άπειρο το σύμπαν κυβερνούσε.
Αλλά με πονηριές και μ’ ατιμίες
Κατάφερε από μένανε να πάρει
Όλες τις εξουσίες. Και μονάχος
Τους κόσμους από τότε κυβερνάει.
Ότι τ’ ανέχομαι όλα προσποιούμουν,
Γιατί δεν είχα τι να κάνω άλλο.
Αλλά κρυφά δουλεύω ώστε να πάρω
Από τα χέρια του την εξουσία.
Kι έχω ένα σχέδιο μέσα στο μυαλό μου
Που το περσότερο έχει γίνει πράξη.
Ο ρόλος ο δικός σου μένει ακόμα
Με τέχνη να παιχτεί για να μου δώσει
Τη δίκαια τη νίκη που μου πρέπει.
Μ’ αν συ ξεστράτιζες απ’ το σκοπό σου
Χαμένα θα ’ταν όλα. Κι όχι μόνο.
Αλλά και συ μαζί τους θα χανόσουν.
Κοίτα λοιπόν τριγύρω-κι αν σ’ αρέσει
Να υπάρχεις, τότε βαλ’ τα δυνατά σου
Kι ό,τι σου πω βρες τρόπο να το κάνεις.
ΠOPΝΗ
Μ’ αρέσει-ναι, που μ’ έπλασες-μ’ αρέσει.
Kαι αγαπώ και τη ζωή και σένα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Πρέπει να μ’ αγαπάς. ’Τι σ’ έχω πλάσει…
Kαι να με λίγα λόγια το σχέδιό μου:
Μες στο μυαλό έχω βάλει των αγγέλων
κι είπανε του θεού Κήπο να φτιάξει.
Kαι στον Αδάμ μια συντροφιά δώσει.
Κι έπλασε ο Θεός την Εύα. Όμως
την ίδια ώρα εγώ έπλαθα εσένα.
Kαι τη μορφή εκείνης σου ’χω δώσει.
Θεός κι Αδάμ δική τους σε θαρρούνε.
Αυτό το πιο μεγάλο σου είναι όπλο.
Τέλεια σου τα ’χω ετοιμασμένα όλα.
ΠΟΡΝΗ
Κι η Εύα;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Πάει αυτή. Στα σκότη εχάθη.
Δεν άκουσες πριν λίγο τη φωνή της;
ΠΟΡΝΗ
Την άκουσα και μια χαρά είχα νιώσει
Γιατ’ ήτανε φωνή φρίκης και τρόμου.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Έτσι λοιπόν αντίζηλο δε θα ’χεις.
Μα χρόνο ας μη χάνουμε με τούτα.
Πρέπει ο Θεός τις τόσες αδικίες
Που μου ’κανε, γοργά να τις πληρώσει.
ΠOPΝΗ
Αλλά εγώ ακόμα ούτε τον είδα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Γρήγορα θα τον δεις. Σήμερα κιόλας.
Θα τον γνωρίσεις απ' την ασκημιά του
Kι από το σκήπτρο που κρατεί στο χέρι.
Όσο για «πώς», σου ’χω τα όπλα δώσει
που δέκα θεούς μπορούνε να νικήσουν.
Στο χέρι σου καλά να τα δουλέψεις.
Λοιπόν, όταν χωρίσουμε σε λίγο,
δύσκολα ευκαιρία θα βρούμε άλλη
για να μιλήσουμε κρυφά οι δυο μας.
Ο τόπος έχει σπιούνους του γεμίσει.
Απ’ όλους τους Αγγέλους τους δικούς μου
θα εμπιστεύεσαι μονάχα έναν-
Το Σαφανία, τον υπαρχηγό μου.
Kαι να το πρώτο ποιό είναι μάθημά σου.
Θα είσαι o πιστός μου υπηρέτης.
Και θα ξεχάσεις έρωτες μαζί μου.
Για τώρα αλλιώς θα με υπηρετήσεις.
Κι άκου το δεύτερο το μάθημά σου:
Ενώ είσαι κι όνομα και πράμα Πόρνη
Για το θεό και τον Αδάμ εισ’ η Εύα.
Και τρίτο μάθημα: Είν’ ο σκοπός σου
δυστυχισμένο τον Αδάμ να κάνεις
και το θεό να ρίξεις απ’ το θρόνο.
Τ’ άκουσες;
ΠΟΡΝΗ
Τ' άκουσα καλά κύριέ μου.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και από τώρα θα με λες Εωσφόρο.
Τράβα. Και μην ξεχάσεις ό,τι σου ’πα.
ΠΟΡΝΗ
(Πηγαίνοντας προς την πόρτα σεινάμενη και κουνάμενη)
Αδάμ δυστυχής-Θεός δίχως θρόνο…
Αδάμ δυστυχής-Θεός δίχως θρόνο...
Αδάμ δυστυχής-Θεός δίχως θρόνο...
(Βγαίνει)
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τέτοια φωτιά νερό ποιο θα τη σβήσει…
Φωτιά και κείνο θα γενεί μαζί της.
Είμαι ανεπανάληπτος. Και τώρα
Να πάω. Οι Άγγελοι με περιμένουν.
Δόξα στον παντοδύναμο Εωσφόρο!

(τέλος της τρίτης σκηνής της πρώτης πράξης και της πρώτης πράξης)

 Η ΚΟΡΟΜΗΛΙΑ

Κορομηλιά ψηλή και φορτωμένη
τόσους καρπούς που γέρνουν τα κλαδιά σου
ψηλά, στα ουράνια λες ανεβασμένη,
πώς να βρεθώ μπορώ στην αγκαλιά σου;

Μα να μια σκάλα, ο βοηθός του ανθρώπου
προς τ' άφταστα από το μικρό του μπόϊ
που λιγοστεύει τον ιδρώ του κόπου
το ποδοπάτητό της κομπολόϊ.

Ας τη στεριώσω το λοιπόν σε τούτο
τον κλάδο που γερός μου μοιάζει να 'ναι
και ό,τι οι άνθρωποι ονομάζουν φρούτο-
τα τέκνα σου- τα χέρια μου ας τρυγάνε.

Μα γιατί τάχα; Τάχατες αξίζει
ν' ανέβω, έτσι γέρος, εκεί πάνω;
Μήπως αυτό που έτσι με κεντρίζει
είναι μικρότερο απ' ό,τι χάνω;

Μα κι ίδιο να 'ναι ή περσότερό του...
κι αν το χαρώ ακόμα… τι κερδίζω;...
Α! Λόγια! Πρέπει ν' ανεβαίνω ωσότου
ανάπνια κι αίμα μου να μην ορίζω.

(Κι αφού εδώ μ' αφήσανε τι άλλο
να ’κανα μέχρι να με πάρουν πάλι;
χέρια έχω ας πιάσω-στόμα έχω μεγάλο
ας φάω-εκλογή δεν έχω άλλη).

...Α! Τι γλυκά (έτσι εγώ τα λέω)
που 'ναι τα φρούτα σου κορομηλιά μου!
Τι νοστιμιά (έτσι εγώ τη λέω)
γέμισε η όσφρηση και η κοιλιά μου!

Ώστε άξιζε το ανέβασμα; Ποιος ξέρει;
Γιατί ούτε «δέντρο» υπάρχει ούτε «ξέρω».
Και πουθενά δεν έχει απλώσει χέρι
ούτε από νιο κανένα ούτ’ από γέρο.

 ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ
(Λος Άντζελες 1990)

E! σεις
Ευρωπαικά σκυλάκια
Πηδήξτε χαριτωμένα
Με τα στόματά σας τ' ανοιγμένα
Ν' αρπάξετε τα ψιχουλάκια

Που ο πάτρωνάς σας
Όταν λιγωμένοι του ζητάτε
Σας πετάει και τ' αρπά'τε
Χαρούμενοι κουνώντας την ουρά σας.

Κάνετε κύκλους
Να τον καλοκαρδίσετε
Μερικούς σίκλους
Σταριού να κερδίσετε.

Προσέχετε, ξυπνοί να είστε-
Πέταξε το ξύλο!
Πηγαίνετε πίσω να το γυρίστε
Αν τον θέλετε φίλο.

Και κάθε που ένα σκίουρο
Στα δόντια σας φέρνετε
Τότε ένα χάδι σίγουρο
Προστατευτικό θα παίρνετε
Στη μαλλιαρή σας
Ράχη τη σκυφτή σας.

Και όταν το μεγάλο κυνήγι
Θα του φέρνετε πίσω σκοτωμένο
Στις σκυλοτροφές θα σας πνίγει
Τo χέρι του το ξένο,

Κι αν ανάμεσά σας
Σας βάλει να φαγωθείτε
Στο χνώτο της ανάσας
Ο ένας τ' άλλου ριχτείτε.

Ψοφίμια!
Που κάποτε είχατε δική σας ζωή
Και τώρα από το βράδυ ως το πρωί
Είσαστε όλο τσαλίμια!

Κάποτε έθνη κραταιά
Τώρα ράκη
Κάποτε ποτάμια βουερά
Τώρα ξεροί λάκκοι-

Από την παλιά εικόνα άλκιμου καθρέφτη
Ούτε ο ίσκιος της τώρα δεν πέφτει
Τι περιμένετε ακόμα;
Το δέρμα σας ο αφέντης σας θέλει-
Δεν μπορεί να πατάει στο χώμα-
Ένα βήμα του μια σας αγέλη.

A! σεις λαοί πονηροί
Ανθρώπου κίβδηλα ομοιώματα
Που ξεσηκώνεστε μόνον οι καιροί
Κινδύνων όταν σας φέρουν φορτώματα,

Καραγκιόζηδες κακόμοιροι
Που δίπλα σας βοά η ευτυχία
Και σεις είσαστε όμηροι
Στης καλοπέρασης τα ψιχία

Κι αυτά ρευστά
Όπως της νύφης η χαρά!
Τι τρομεροί όταν είχατε μπρος σας
Έναν μικρότερο για εχθρό σας!

Τώρα μπροστά στο θηρίο δειλιάζετε
Την ουρά στα σκέλια βάζετε
Και το υπηρετείτε.
Α! Που να χαθείτε!

Εκτός από τη μορφή
Πάνω σας τίποτα δεν ανθίζει-
Από τα νύχια ως την κορφή -
Που άνθρωπο να θυμίζει.

Και Γη εσύ
Παρθένα χρυσή
Βιαστές τέτοιους αποτρόπαιους πώς
Ο ανθός σου ανέχεται ο αγνός;

 ΓΕΛΤΣΙΝ
(Λος Άντζελες 1990)

Αστείε Γέλτσιν που προδίνεις
Τη συμφωνία της ειρήνης
Αστείε σαλτιμπάγκε
Στη γωνιά σου άντε

ξεφτισμένο στολίδι
Από ιερή στολή
Φτηνό παιχνίδι
Πόρνης φιλί

Γομολάστιχα του Ευαγγέλιου της Χαράς
Φτηνέ ζήτουλα
Που με χτυπήματα ύπουλα
Τους φίλους σου τώρα βαράς

Τράβα να ζητιανέψεις
Κι εσύ κι όλοι οι Ρώσοι
Που κάποτε είχατε βλέψεις
Στου Καλού τη γνώση.

Πήγαινε τώρα ζητιάνε
Και μετάνοιες κάνε
Στον Αμερικανό μπροστά
Που αντί να σου χρωστά

Εσύ του χρωστάς την ύπαρξή σου.
Ευπειθώς παρουσιάσου
Και με τη δεξιά σου
Κατέβασε το βρακί σου

Που από κείνους τ' αγόρασες-
Να υπομονέψεις δε μπόρεσες-
Σε τιμή ευκαιρίας
Τo χρυσό ξεπουλώντας-
Το λυχνάρι σβηώντας
Της ελευθερίας.

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

 ΑΛΛΙΩΣ
(Πρωί στο Hughes Market της Shoup)

Πρωί στη δουλεία με ταχύτητα τριάντα.
Της Owensmouth πράσινη κάθε της πάντα
Στου πάρκου της Lanark την άδεια απλωσιά
Σκιουράκια στης χλόης βουτούν τη δροσιά.

Oi κήποί ανθισμένοι. Η Φύση καινούργια.
Τα "STOPS" της οδύνης να κόβουν τη φούρια.
Και πάνε τ'  αμάξια δυό-δυό στη σειρά
Και λάμπουν στου Ήλιου το φως καθαρά.

Πρωί στη δουλειά τη δική του έχει χάρη.
Το στήθος της δείχνει η Ζιζή με καμάρι,
Η Λώρα γελάει χωρίς τελειωμό
Θυσία πρωινή στης χαράς το βωμό.

Ο Γκέοργκ γερτός στο παγκάκι του μάρκετ
Σφιχτά τυλιγμένος στο σκούρο του τζάκετ
Βαριά με φτηνό μεθυσμένος ποτό
Ξεσπάει σε χίλιες βρισιές το λεπτό.

Και φως μες στο φως, νυσταγμένη ακόμη,
Πρωί του πρωιού, με λυμένη την κώμη
-Εικόνα λαμπρή στην καρδιά πως σε κλειώ!-
Εκείνη βαδίζει να πάει  στο σχολειό.

Πρωί  στη δουλειά πως θα ’σουνα πόνος
Αν μέσα σου ήμουνα έρημος-μόνος.
Μα αλλιώς έχει η μοίρα του Κόσμου γραφτεί:
Υπάρχει-θεέ μου-υπάρχει κι αυτή.

 ΖΩΗ
(Λος Άντζελες 1997)

Μες στης ασφάλτου τις ρωγμές
Στο μαύρο το κατράμι
Ο Θάνατος το αιώνιο λες
Θρονί του έχει κάμει.

Κι όμως-κοιτάζοντας θα δεις
Ζωή εκεί να θάλλει
Που παθιασμένη κι αναιδής
Απ' τη σχισμή προβάλλει.

Τάχα έτσι θάμουνα κι εγώ
Εκεί αν μπόρεια νάμπω;
(Τώρα δειλός σαν το λαγό
Πεθαίνω σ' έναν κάμπο).

 ΤΟ ΝΕΟ ΚΑΡΟ ΜΟΥ

Επειδή δεν το υποφέρω
Για τ’ εμέ να ξαγρυπνάτε
Κι εναγώνια: "βρήκε τάχα
Η' δε βρήκε;" να ρωτάτε,
 
Σας πληροφορώ αμέσως
Πως  αμάξι έχω  βρει.
Και, για όσους δεν πιστεύουν
Να κι η απόδειξη γραφτή:
 
ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΜΟΥ ΑΜΑΞΙ
(Λος Άντζελες 1989)

Το καινούργιο μου αμάξι
Είναι πια πραγματικότης.
Κι είναι κούκλα μέσα κι έξω
Κι η γραμμή του είναι πρώτης.

Κι αλλαγή μία μεγάλη
Στη ζωή μου έχει έρθει
Κι όλον τώρα με κατέχει
Μιά λαχτάρα και μια μέθη.

Πια δεν τρέμω μήπως φρένο
Αν πατήσω, δε θα πιάσει.
Δε φοβάμαι μη ενώ τρέχω
Το ψυγείο μου διψάσει.
 
Δε θα σταματάει τώρα
Ο,ποτε θελήσει εκείνο
Και θ' αρχίζει όταν τ' αρχίζω
Και θα σβήνει όταν το σβήνω.

Κι ούτε όταν μπρος το βάζω
θα πηγαίνει δώθε κείθε
σαν εν δράσει Καζανόβας
Η' ο ΒΙG ΟΝΕ λες κι ήρθε.

Κι αν και μες σ’ αυτό αέρα
Δεν θα αναπνέω βουνήσιο,
Ομως δε θα σκάω κιόλας
Γιατί θάχω αιρ-κοντίσιον.
 
Δε θα κάνω κάθε μέρα
Πόλεμο με το τιμόνι-
ΚουΚουΕ ενώ το θέλω
Δεξιά να μου δηλώνει.

Λοιπόν παύω να διαβάζω.
Στα γραφτά μου φρένο βάζω
Και το γκάζι μου πατάω
Και αρχίζω να γυρνάω.

Κι ασφαλώς θα ξέρω πλέον
Δίχως άργητα κι ανέτως
Οτι όλες οι γυναίκες
Που στ' αμάξι μπουν και φέτος

Δε θα ξαναμπούνε πάλι,
Όχι λόγω του αμαξιού μου
Αλλά λόγω της πενίας
Του ισχνού πορτοφολιού μου.

 Ω! ΚΥΡΙΑ
(Λος Άντζελες, συγκέντρωση για υποψηφιότητα Δουκάκη,)

Πονεμένη μαρκησία
Πούχει  έρθει απ' την Ασία
Στην ανάγκη μου θυσία
Σάν Αγία η σαν Οσία.

Τα κολιέ της διαμαντένια
Στο μυαλό της μία έγνοια:
Ολο χάρη κι όλο ευγένεια
Να μου κόψει τ' άσπρα γένια.

Κουβεντιάζει υψηλοφώνως
Κι όταν δει πως είμαι μόνος
Πλησιάζει-και ο Χρόνος
Της χαράς μου δολοφόνος.

Ω, καλή μου σεις κυρία
Τον λαθών σας η σωρεία
Κι η μεγάλη σας μωρία
Η δική μου τιμωρία.

Ω κυρία είναι κι άλλοι
Παραπέρα πιό μεγάλοι
Να τους φέρει λίγη ζάλη
Της γλωσσίτσας σας το χάλι.

 ΚΑΝΕΊΣ
Λος Άντζελες 1986

Όταν τον έρωτα με κείνους θα χορτάσεις
Που σούχει η ζωή κοντά σου φέρει
Παρακαλώ σε μη-μη με ξεχάσεις
Χρυσή-καλή-ακριβή-γλυκιά μου Shcerry.

Όταν μια έρμη καλαμιά στον κάμπο θάσαι
Και θάρχεται τ' αγέρι οργισμένο
Αστέρι μου γιά πάντα να θυμάσαι
Εδώ πως βρίσκομαι και σε προσμένω.

Όταν στα χέρια του χαμού θάσαι παιχνίδι
Και γύρω σου όλα θάναι γκρεμισμένα
Κι οι άλλοι θα σε βλέπουν σαν σκουπίδι
Καλή μου μην ξεχνάς-έλα σε μένα.

Όταν λουλούδι μαδημένο θάχεις μείνει
Κι αζήτητο στο άδειο το πανέρι
Ακόμα και την ύστατη ώρα εκείνη
Εγώ θα σε ζητώ δικό μου ταίρι.

Για νάβρω στο λιανό σου το κουφάρι
Και νάβρεις στη λαχτάρα μου την τόση
Εκείνο που κανείς δε σούχει πάρει
Εκείνο που κανείς δε σούχει δώσει.

 Ο ΚΟΛΙΚΟΣ
Λος Άντζελες 1987

Σε ξένο τόπο κι άγνωστος σ’ άγνωστους μέσα τρέμω
Μη και μια νύχτα παγερή με πιάσει ο κολικός μου-
Μόνος δωπέρα ως βρίσκομαι στα πέρατα του κόσμου
Σαν ένας απροσπέλαστος σύγχρονος πλοίαρχος Νέμο.

Θα πάρω βέβαια ένα δυό τηλέφωνα που ξέρω
Μα όλοι θ’ αποφύγουνε ναρθούν-χωρίς αιτία
Μόνο γιατί έχουν αύριο να παν στην εργασία
Και μένα θα μ' αφήσουνε μόνον να υποφέρω.

Να ήξερα τουλάχιστον την άτιμη τη γλώσσα-
Νάξερα και το νούμερο της άμεσης της κλήσης
Και να το πάρω… μα ύστερα πως να τους εξηγήσεις
Τι έπαθες, πού βρίσκεσαι και χίλια άλλα τόσα…

Μόνη ελπίδα μούμεινε νερά πολλά να πίνω.
Μα ενώ το λέω αποβραδίς ξεχνιέμαι όταν φέξει,
Γιατ' η δουλειά δεν καρτερά κι η βρύση για να τρέξει
Πρέπει να πάω ως εκεί και λίγο εκεί να μείνω.

Μα τούτο είν’ αδύνατο και άλλο δεν μου μένει
Παρά στο θεό των κολικών να δέομαι επιμόνως
Να μη μου στείλει να με βρεί ο φοβερός του πόνος
Που του αρρώστου το κορμί σαν ξίφος διατιτραίνει.

 ΑΜΕΡΙΚΗ
(Λος Άντζελες 1987)

Η μακρινή Αμερική
Είναι μια χώρα εργατική  
Ολοι δουλεύουν με μανία
Χωρίς ανάπαυλα καμία.

Αν πεις πως έχουνε ψυχή
Καντο μονάχα σαν ευχή
Ανδρείκελα είναι κουρντισμένα
Που υπάρχουν έτσι, στα χαμένα.

Αν βρεις κανένα με καρδιά
Εχει φριχτή αναπαραδιά-
Μέσα στα βρώμικα σκουπίδια
Ψάχνει να βρει αποφαϊδια.

Ταβέρνα, φίλους και κρασί
Δεν τα γνωρίζούνε, γιατί
Διασκέδαση τους μόνη έχουν
Ολο να τρέχουνε-να τρέχουν.

Θρησκεία διάφορη από μας
Εχουν-γι αυτούς Αγία Τριάς
Υπνος Φαΐ και Εργασία
Και το εργοστάσιο Εκκλησία.

Κι όπως η πλούσια Αμερική
Λαών στα πτώματα πατεί,
Και κάθε πλούσιο Αμερικάνο
Σε πτώματα άλλων βλέπεις πάνω.

 Α! ΜΕΡΕΣ…
(Λος Άντζελες 1990)

Μοσχοκάρυα και φρύγανα ευωδιάζοντα
Το καλάθι της ανεπαρκείας σου πλήρες.
Αρώματα, σχήματα, χρώματα χαριέντως συγχέεις.
Ανέμελη και άδολη αγνοείς
Που τα φρύγανα και που τα μοσχοκάρυα ν' αποδώσεις.
Αστεΐζόμένη χαρίζεις τα πάντα-και το καλάθι μαζί.
Α! Μέρες κι αυτές της δωρεάς
ΑΙ Μέρες του σκορπίσματος κα! της ωραίας νιότης
Α! Μέρες που ανέφελες κι ανέγνιαστες διαβαίνουν
Α! Πρωτοξύπνητη, γλυκιά, λουλουδιασμένη ζήση
Α! Που και πέτρα νάσπερνες σού ήθελε ανθίσει,
Α! Μυστικόπιοτες βραδιές
Α! Πάλλουσες πρωίες
Α! Ηλιογέρματα ερυθρά-σαν όνειρο-σαν ψέμα
Α! Πρωινά Ανθοπότιστα
Α!   Πόδια φτερωμένα.

 ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΕ ΣΧΟΛΕΙΟ
(Λος Άντζελες 1989)

Μες σ' ένα διάδρομο μου ξένο
Βρίσκομαι. Κάποιον περιμένω.
Και βλέπω ως στέκω αποκάτου
Απ’ τα χρυσά παράθυρά του,

Χρωματιστα φορεματάκια
Να ’ναι γεμάτος-κοριτσάκια
Μικρούλες βγάζοντας φωνίτσες
Κάνουν στο διάδρομο βολτίτσες.

Γεμάτα ρώμη και υγεία
περνούν δυό δυό - τρία τρία
Παιδιά στη νιότη τους την πρώτη
Γεμάτα σφρίγος κι αθωότη.

Παιζογελώντας περπατάνε
Και με βιβλία στο χέρι πάνε
να διδαχτούν στα εργαστήρια
Της Επιστήμης τα μυστήρια.

…Φύγαν. Ο χώρος μοιάζει τώρα
Μια παγωμένη νεκροφόρα
Και τα χρυσά του παραθύρια
Λειψάνου κρύα λιβανιστήρια.
 
Εικόνα μία που στη μνήμη
σαν άλλες τόσες θε να μείνει
κι άχρηστη κι άσκοπη εκεί πάνω
θα στέκει ώσπου να πεθάνω.

 ΑΝ Μ’ ΑΡΕΣΕΙΣ …
(Λος Άντζελες 1990)

Πριν από σένα βέβαια κει που θα πάμε όλοι
Θα πάω. Και καλλίτερα για να σου ετοιμάσω
Το που σε τέτοιο λούλουδο ταιριάζει περιβόλι
Το σπίτι σου να φκιάσω.

Από καθάριο μάρμαρο ντυμένο με πετράδια
Ενα πυργί θεόρατο θα χτίσω να χωράει
Όσα μαζί σου άδοτα, φέρνεις φίλιά και χάδια
και να σου τα φυλάει.

Στο πιο κρυφό το δώμα του, μ' ασήμι και χρυσάφι
Γεμάτο με πρωινιάτικες λαμπρές σταγόνες δρόσου
κοχύλι ένα γιγάντινο θα βάλω που ν' αστράφτει
Να παίρνεις το λουτρό σου.

Αμέτρητα λευκόφτερα μικρούλικα αγγελάκια
Να στέκουν πάντα δίπλα σου υπηρέτες σου ορίζω
Και θα τους βάλω και καρδιά μέσα στ’ αγνά στηθάκια
Για να σε ξεχωρίζω.

Σκόνες, πομάδες και μικρά του κάλλους εργαλεία
Στο μπουντουάρ σου το κομψό θα βάλω εκεί να μένουν
Τη δίψα τους για μάθηση και τη φιλοκαλία
κοντά σου να χορταίνουν.

Κι ένα πουλάκι που στης γης τα μέρη δεν υπάρχει
θα βάλω μες στον κήπο σου για να μπορείς μαζί του
Να κουβεντιάζεις-και αυτό το μίλημά σου να ’χει
Για μέτρο στη φωνή του.

Κι εγώ, χωρίς πια διαφορά να έχουμε στα χρόνια
θα κανονίσω να ’χω εκεί άλλες με σένα σχέσεις.
Αν βέβαια ειν' όπως εδώ τα μέτρα τα αιώνια
Και αν και κει μ' αρέσεις.

 ΣΙΓΟΥΡΙΑ
(Λος Άντζελες)

Από του πάνω χείλους τη διπλή γραμμή
Και το εξέχον προχειλίδιο
Κι από ένα άνοιγόκλεισμα ανεπαίσθητο
Των δυό ματιών της κάθε τόσο
Φαίνεται το φιλήδονο αυτής της πόρνης.

Αμίλητη,
Απείραχτη απ' τα γύρω
Ανέγγιχτη από τα μέσα και τα εσώτερα
Και σταθερά προφυλαγμένη από τους άπειρους εμάς
Μέσα στην κυνικοτητα της,
Ολων τα βλέμματα επιζητεί και έχει
Χωρίς αυτή κανέναν να προσέχει.

 ΙΡΑΝΉ  KASSRA
(Λος Άντζελες 1989)

Κάσσρα φερ' το ποτήρι σου.
Κρατώ μες στο μπουκάλι μου
Για το γλυκό σου στόμα
Λίγο ακόμα πιόμα.

Ασε λοιπόν την έρημο.
Εχω για σε μιαν όαση.
Έλα. Ακόμα ζούμε.
Ελα. Και όσο πιούμε.

Πιοτό σε λίγο θάμαστε
Κι οι δυο στου μαυρο-Χάροντα
Κλεισμένοι το μπουκάλι-
Κάποια δική του ζάλη.

Λοιπόν κόπιασε Κάσσρα μου
Ελα και το μπουκάλι μου
Σε καρτερεί φλογάτο.
Ελα και άσπρο πάτο.

 Ο ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ

Όλα καλά πήγαιναν  
το πρωινό ήταν υπέροχο  
οι άνθρωποι καλοί όλοι μαζί του
τα παλιά και άσχημα ήταν για πάντα ξεχασμένα.  
Κι ο κόσμος ήταν ο καλύτερος
που θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει.

Και ξάφνω…
ένας πονοκέφαλος!  

Περίεργο πολύ ήταν αυτό
που τότε επακολούθησε.
Ο καιρός αμέσως άλλαξε.
Τα κακά όλα μπροστά του ήρθαν ζωντανά,
Κι ως για τον κόσμο,
λίγο να ήτανε καλύτερος,
μπορεί και να ’τανε υποφερτός.

 ΤΟ ΕΡΓΟ ΜΕ ΤΟΝ ΣΚΡΟΥΤΖ

Κι αυτό το έργο-ο Σκρουτζ, που ξαφνικά
να δίνει σ' όλους άρχισε τους δούλους του-
τι εφιάλτης κάθε Χριστούγεννα μας είναι!

Για ώρες δυο την τάξη της κοινωνίας μας χαλάει
της τόσα χρόνια εξυμνημένης και αξιοζήλευτης
με τους πολλούς να φυτοζωούν
ενώ οι πλούσιοι τ’ αγαθά όλα κατέχουν.

Ας λείψει πλέον αυτό τα έκτρωμα
γιατί μπορεί
κάποιους κουτούς κι ανόητους να παρασύρει,
και να 'χουμε-θεός φυλάξοι-
καμιά γελοία απόπειρα εγκαθίδρυσης
μονίμως Χριστουγέννων.

Και τότε εκτός των άλλων,
ως και το έργο αυτό
την ομορφιά και την αξία του θα χάσει.

 ΟΙ ΑΣΤΕΓΟΙ

Φορτωμένα τα πράγματα στο καροτσάκι τους
που με τα χέρια σπρώχνουν. Αμίλητοι,
ήρεμοι, σκεφτικοί, προχωρούν,
πίσω τους τον κόσμον όλο αφήνοντας
τον πολυπράγμονα.

Σε μαύρες σακούλες μέσα,
την περιουσία τους όλη κλείνουν.

Παρακαλεστικό το μάτι ποτέ δεν βλέπει.

Σαν πουλιά να ήταν
σ' ένα μέρος ποτέ δεν στέκουν.

Και η ζωή,
μάταια,
σκυλιασμένη πίσω τους ακολουθεί,
ζητώντας θύματα κι αυτούς
υποτακτικά της να τους κάνει.     

 ΡΟΥΜΑΝΙΑ 1989

Σηκώθηκε ο λαός στη Ρουμανία.
Στους δρόμους εξεχύθηκε και να!
Ξεσπά στον Τσαουσέσκου με μανία
για όσα τον παιδεύουνε δεινά.

Ποτάμι ρέει το αίμα. Η κατάρα
χτυπάει τ’ ατσαλένια της φτερά.
Απάνω στο Σταυρό η Τιμισοάρα
του Εθνους ανεμίζει τα ιερά.

Θα διώξουνε τον τύραννο οι Ρουμάνοι.
Μα πλήθος νέοι γεννιούνται παρευθύς-
βιομήχανοι, εμπόροι, πολισμάνοι,
καινούργιος Τσαουσέσκου ο καθείς.

Κι ενώ το αίμα ακόμα εκεί αχνίζει
κι ενώ ακόμα μαίνεται το πυρ
κασέτες του στις ΗΠΑ διαφημίζει
και δίσκους ο εξόριστος Ζαμφίρ.

Φωτιά στο Βουκουρέστι και μαχαίρι.
Γεμάτοι οι δρόμοι άψυχα κορμιά.
Καλή η λευτεριά κι ας έχει φέρει
μαζί της του θανάτου την ερμιά.

Αλλά ένας Ζαμφίρ την εξαισία
κραδαίνοντας φλογέρα του Πανός
το πόσο είναι μάταια η θυσία
μας δείχνει-ο άγων πόσο κενός...

 ΠΡΟΣΩΠΑ

Τα πρόσωπα.
Παντοδύναμα.
Μια κομψή μύτη γκρεμίζει έθνη.
Μια μικρή σύσπαση του πάνω χείλους
αυτοκρατορίες γεννά.
Μια ματιά τους
ανεπιθύμητων σωρεία εξολοθρεύει.

Τα πρόσωπα.
Επιπόλαια.
Λένε Εγώ
και κάτι άλλο μ’ αυτό
που άγνωστο τους είναι
εννοούν.

Και όταν ο Αιώνιος έρθει,
Αυτός
ο χωρίς πρόσωπο,
και ορθός και ακίνητος
σαν σύνορο άγνωστης χώρας
στη σκοτεινή εμπρός είσοδο σταθεί,
τα πρόσωπα όλα προς αυτόν στρέφουν
και προς αυτόν υποτακτικά τραβούν.

Και μέσα στο σκοτάδι
καθώς αδύναμα
και σαν μέγα πλήθος από φθορές ξανοίγονται,
η παλίρροια της σιωπής
τα πνίγει με τα κύματά της.

 ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Τα στόματα κουράστηκαν.
Τα μάτια μάταιες γέμισαν εικόνες.
Τα πόδια
σαν μέσα σε χιονοθύελλες να περπατούν
τα τελευταία βήματα βαριά σέρνουν.

Είναι η ώρα των ψυχών.

Μέχρι τώρα εκείνες σώπαιναν
μέσα στους κρινένιους τους κήπους.
Τώρα δοκιμάζουν τα φτερά τους
όπως πουλιά φυλακισμένα.  
Για να θυμηθούν.  

Τα σώματα νιώθουν τον σάλαγό τους
ακούγοντας το τραγούδι της δροσοπηγής
ή ένα μεθυσμένο από φως πρωινό θωρώντας.

Κι όταν αυτές πετάξουν
εκείνα μένουν άδεια
σαν παιδιά όταν το παραμύθι τελειώνει.

 Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Απλόχερα το σκότος σκορπισμένο
στο καμαράκι το μικρό
που μέσα του αποθήκευαν τα ξύλα-
τα πυρομαχικά για την αντίσταση
στον άλλο τους εχθρό: το κρύο.  

Με τα ξύλα αυτά για σκηνικό
μπροστά στο ανύποπτο παιδί

φάνηκε ο Θεατρώνης
βικτωριανά ντυμένος ρούχα.

Παρουσιάστηκε κι ευθύς
άρχισε να μιλάει.
Προλόγισε το έργο,
για συγγραφέα μίλησε,
για σκηνοθέτη κι ενδυματολόγο,
για ηχητικά και οπτικά εφέ,
για μουσικούς, για υποβολείς, για ιμπρεσάριους…
Κι έλεγε και σταματημό δεν είχε.

Η ώρα πέρασε και πέρασε.

Τα παιδικά τα βλέφαρα εβάρυναν.
Κι ως το μικρό το καμαράκι είχε γεμίσει
με σκηνικά του έργου που ούτε η πόρτα
δεν άνοιγε για κάποιον να ’βγει έξω,
σ’ ένα κρεβάτι εξάπλωσε
που στη σκηνή βαλμένο ήταν επάνω.

Τα λόγια μπλέκοντας του θεατρώνη
με τις δικές του ιδέες
πριν κοιμηθεί σκεφτόταν το παιδί:
«Άραγε μη το έργο ήταν μονόλογος;
Ή τάχα ο πρόλογος ήταν το έργο;
Κι έτσι κι αλλιώς η υπόθεση ποια είναι;
Ποιο το τέλος του;
Κι όποιο και να ’ταν θα το έβλεπε ποτέ;»

Μα ενώ του κλείνανε τα μάτια
και η φωνή του θεατρώνη όλο ξεμάκραινε,
οι σκέψεις του όλες έσβησαν
και οι αισθήσεις του
τίποτε πια δεν του ζητούσαν.

 ΠΡΩΙ

Ξεκινώντας από την παγωμένη ομίχλη του κήπου  
με το βήμα του παφλασμού της θάλασσας συντονισμένη
η μυρωδάτη ελπίδα του τριαντάφυλλου έρχεται.

Μέσα στην προαιώνια αθωότητα του πρωινού
ο ουρανός ακόμη μαραμένος.
Ακόμα κοιμισμένη η φωνή του αηδονιού.
Θολές ακόμα από μυστήριο οι ψυχές.
 
Μα να! το πρωινό έφτασε
πίσω του συντρίμμια αφήνοντας
το ειδύλλιο της νύχτας με τον θάνατο.

Από το παιδικά άδολο πρόσωπό του
μυριάδες πιθανότητες ευτυχίας εκπηδούν.
Το μέλλον χρωματίζει τις παρειές του.
Το χαμόγελό του
ανυστερόβουλο
σε όλα χαρίζεται.
Και στο χέρι του το κουβάρι κρατεί
του χαρταετού ήλιου
που κιόλας
χρωματιστός ξεπροβάλλει
πάνω από θάλασσες και όρη.

 ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟ

Όταν με τα χέρια σας κορίτσια,
η φαντασία αγκάλιαζε το άπειρο
και με του στήθους σας τη θαλπωρή
χλίαινε τον κόσμο,
δεν πίστευε πως όλα αυτά
τα τόσο καθάρια και λαμπρά
σε κάποιον άλλον γίνονταν.  

Ούτε τότε να προβλέψει εδυνόταν
πως κάποτε οι δρόμοι θα σκοτείδιαζαν
και στα σπίτια μέσα  ότι τα κρεβάτια
αρρώστους τώρα
στα σιδερένια μπράτσα τους θα κουβαλούσαν.

 ΘΑΛΑΣΣΑ NYXTA

Η ψυχή της ίδια η ψυχή μας.  

Οι βιαστές thw πολλοί μα αυτή παρθένα πάντα μένει.

Στο φως του κόκκινου του φεγγαριού
λάμπουν οι στάλες των κυμάτων της
ως πρωινή δροσιά στα βρόχια θεόρατης αράχνης.

Σαν μητριά τάχα ή σαν μάνα μας μ;aς βλέπει;

Ατελείωτη.
Ατελείωτη.
Ατελείωτη σαν θλίψη.

Σαν τους καθρέφτες της περιβλημένοι
Αυτήν όπου κοιτάζουμε θωρούμε.
Αυτή το αίμα μας
Αυτή η φωνή μας
Αυτή η ανάσα κι ο παλμός μας.

Κοίτα πώς πάνω στα κυματιστά λαγόνια της
τ’ άσπρα φαντάσματα των βυθισμένων καραβιών πλανιούνται.

Ατελείωτη.

Από την απεραντοσύνη της
ο θάνατος θα μας απαλλάξει;  

Ή μήπως και τότε
στα ταραγμένα βύθη της οι σκιές μας θα πλανιούνται;

 ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΑΥΤΟΧΕΙΡ

Πώς θα πας να κοιμηθείς
και θ’ αφήσεις το φεγγάρι;
Τέτοια θλίψη, τέτοια χάρη
πώς μπορείς ν’ απαρνηθείς;

Ρέει το φως του σαν ασήμι
και λαμπρύνει το βουνό.
Ρέει από τον ουρανό
Και τη γη νυφούλα ντύνει.  

Πώς θα στέρξεις και θα χάσεις
τέτοιο ψέμα; Πώς της γης
όσο απόψε κι αν λαμπρής
 την αλήθεια θ’ αγκαλιάσεις;

Πώς, που στρώμα της το χώμα
κι ύπνος αιώνιος το φιλί;
Πώς, γλυκά που σε καλεί
απ΄τα ουράνια τέτοιο σώμα;

Άπελπε ονειρευτή  
ρίξε κάτου το μαχαίρι:
πώς εσύ, σελήνης ταίρι,
θα κοιμόσουνα τη γη;

 ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΑΛΟΓΟ-1184 π.Χ

Του κάκου την καταστροφή η Κασσάνδρα
είδε μες στ’ άλογο να κρύβεται.
Του κάκου ο Λαοκόοντας και οι γιοί του συμβουλέψαν.

Οι Τρώες δεν τους δώσαν σημασία.

Ήταν γιατί ο Σίνων πειστικός εδείχτηκε;
Ήταν γιατί άδειο το στρατόπεδο από Αχαιούς να δούνε
σκέψη στην τόση μέσα τους χαρά δεν εχωρούσε;
Ή τάχα υπάκουσαν σε ασύνειδη μια βούληση -
σε μια εκβιαστική προαγωγή της Μοίρας
για να χτιστεί απ’ τον Αινεία η Ρώμη;

Ότι κι αν ήταν, με τιμές μεγάλες
μπάσανε τ’ άλογο στην πόλη μέσα.

 Η ΕΛΕΝΗ ΤΟΥ 1941

Τα στάχυα υψώνονταν μεστά.
Κατάφυτος ο τόπος υποσχέσεις.
Και μ' είχες αγκαλίτσα και με χάϊδευες
και μ' είχες αγκαλιά και με φιλούσες.
Και προς τον τάφο οδεύαμε του Λεωνίδα
τον τάφο του Λεωνίδα του αντρείου-
τον τάφο του Λεωνίδα του άτρομου.

Και μ' αποσκέπαζες με τα φιλάκια σου
Ελένη πρωτοτάξιδη
πρωτοχαδοδονούσα-
και μ' αποσκέπαζες με τα χαδάκια σου
Ελένη τρυφεροκρατούσα.

Κινούσαμε τ' απόβραδο
βαρκάκι χάρτινο εγώ
κι εσύ λιμνούλα ήσυχη
κι εφτάναμε καράβι σιδερόφραχτο
και πέλαγος εσύ ανταριασμένο.

Κλειστό ήμουνα μπουμπούκι σαν κινούσαμε
που μέσα του οι φωνές των ασυντέλεστων προγόνων
παθιάζονταν ποια να πρωτακουστεί' και συ
λογάκια μάγια ψιθυρίζοντας
και απαλά ακραγγίζοντας κλειστές εικόνες
λουλούδι μ' έφτανες ολάνοιχτο
στον τάφο του Λεωνίδα του αντρείου-
στον τάφο του Λεωνίδα του άτρομου.

Τ' άγανα ήταν κίνδυνος
Τ’ άγανα ήταν θάνατος'
Τ' άγανα ήταν μήλα παραδείσια.
Και συ 'σουν η Καλή
και η Αγαπημένη
και κάθε βράδυ έτσι εσφράγιζες
τις άγραφες σελίδες μου
με Έρωτα
με Θάνατο
με Τάφο,
καθώς αργά οδεύαμε παρέα προς τον τάφο
του αντρείου και του άτρομου Λεωνίδα.

Και με ρωτούσες:"μ' αγαπάς;"
και τι να πω εγώ-
και τι να πει ένα δίχρονο παιδί
χωρίς αθέλητα να προδοθεί
ότι παιδί δεν είναι...

Και μ' αποσκέπαζες με τα φιλάκια σου
Ελένη πρωτοτάξειδη
πρωτοχαδοδονούσα'
και μ' αποσκέπαζες με τα χαδάκια σου
Ελένη τρυφεροκρατούσα.

Και τα φιλιά Ελένη και τα χάδια σου
κι η αγκαλιά Ελένη η άδεια σου
ενώ κινούσαμε άψυχοι
όλο ζωή μας έφταναν στον τάφο-
τον τάφο του Λεωνίδα του αντρείου
τον τάφο του Λεωνίδα του άτρομου.

Και μ' είχες αγκαλίτσα και με χάϊδευες
και μ' είχες αγκαλιά και με φιλούσες…

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

 ΟΙ ΑΠΟΜΑΚΡΟΙ

Στο σπίτι όταν μπουν
αφού διπλά πρώτα κλειδώσουνε την πόρτα
ευθύς μετά στο βάθος κρύβονται του δωματίου τους
κι ανήσυχοι ακόμα στην καρέκλα κάθονται
ακίνητοι αναμένοντες ωσότου
κι ο τελευταίος απόηχος
του δρόμου και της αγοράς
να σβήσει.

Μετά στα χέρια ένα βιβλίο παίρνουν
και διαβάζοντας
τα φύλλα του απαλά γυρίζουν
μη κάποιος ήχος ανεπαίσθητος ραγίσει
την μονάκριβη
κρυστάλλινη ερημία του σύμπαντός τους.

 ΣΑΝ ΝΑ ΗΤΑΝ

Σαν να ήταν τη στερνή Κοινωνία να πάρω
σαν να ήταν το αίμα του Αεί να πιω  
και σαν πέρα από το Χρόνο να ’ταν
με του Νου τη βάρκα ν' ανοιχτώ,
κι ως να μη του κόσμου αυτού
όλες οι συγνώμες
μου ήσαν αρκετές,
σαν αισχρές, σαν ένοχες πέρα τις σκορπώ
κι από σκιές ανάστατες κι άστατες
και πελαγοδρόμες,
για όσες αμαρτίες μου
έχω καμωμένα,
τη Συγνώμη τη Μεγάλη-
τη Μεγάλη Άφεση ζητώ.

Αλλά, Αμαρτιών Βουερό Κοπάδι,
τόσο Μεγαλόψυχο
τη Συχώρια ποιο,
θα βρεθεί ένα Πνέμα
που σε σας θα δώσει,
ω! Φαντασίες;

 ΖΑΣΟΥΛΙΤΣ ΒΕΡΑ

Αν και δρομέας
που σίγουρη τη νίκη
στων θεατών είχες την πρόβλεψη,
την τελευταία εσκόνταψες στιγμή.

Κι οι μενσεβίκοι κέρδισαν μιαν οπαδό,
έναν εχθρό η ανθρωπιά τ' Ανθρώπου,
και συ Ζασουλιτς Βερα
τη φήμη του ανθρώπου
τη λεωφόρο που αντάλλαξε
μ’ αδιέξοδο ένα δρομάκι.

 ΤΟ ΧΩΜΑ

Σκλάβος της γης ο χωρικός.
Αυτή ό,τι πει εκείνος κάνει.
Και αν το βόδι του κλέψουνε
τον κλέφτη σκοτώνει
γιατί χωρίς το βόδι
τη γη να καλλιεργήσει δεν μπορεί
και το παιδί του θα πεθάνει αν αυτή
καρπό δε βγάλει.
Και τη γυναίκα του τήνε χτυπάει αν δεν δουλεύει.

Γι αυτό στην πόλη ο χωρικός όταν βρεθεί  
από τον χοίρο βρομερότερος θεωρείται.

 Στο χώμα όμως σαν ξαναγυρίζει,
την αγνότητα του πάλι ξαναβρίσκει
την αδιαπραγμάτευτη.

 ΑΡΛΕΚΙΝΟΙ

Μανάβηδες, γιατροί, ζωγράφοι, αστοί,
πιερότοι απατημένοι και περίλυποι,
αρλεκίνοι εύθυμοι και απατημένοι
ηλίθιοι ονειροπόλοι
παίζοντας πάνω στη σκηνή τον ρόλο τους
ως να περάσει η ώρα κι ο καιρός,
την ωραία τους καρτερούνε την κυρά,
με σώμα όπως καθενός του αρέσει,
με καρδιά όπως σε καθένανε ταιριάζει.

Και ο καιρός περνάει.

Κι έρχεται η ωραία τους. Κι ο αρλεκίνος
τα χέρια του υψώνει προς τον ουρανό.
Κι ο ουρανός χαρτί γαλάζιο είναι και σχίζεται.
Και η ωραία του μια κούκλα είναι από χαρτόνι.

 Ο ΦΑΝΤΑΡΑΚΟΣ

Σκέφτεται ο φανταράκος.
«Η κομμουνίστρια που χτες από το Τμήμα
ως το νοσοκομείο την συνόδεψα,
με περιφρόνηση μια μ’ έβλεπε,
σαν ο άθεος εγώ να ήμουνα και σαν εγώ
τόσους να είχα σφάξει αθώους,
κι όχι αυτή.

Εγώ,
γιατί λυπάμαι,
της εφερόμουνα καλά
κάνοντας πως ξεχνάω στις τέτιες της στιγμές
ότι εγώ
είμαι ο νομοταγής και ο φιλήσυχος.

Όμως αυτή με κοίταζε με καταφρόνια  
και τις προθέσεις μου να τη βοηθήσω
δεν τις δέχονταν.»
Και καταλήγει:
«Σίγουρα κακοί όχι μόνον
αλλά και ανόητοι πολύ
αυτοί οι κομμουνιστές είναι.»

 Ο ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Ένας Κόσμος πέρα απ' αυτόν που ξέρουμε υπάρχει.
Πίσω απ' ό,τι βλέπουμε κι ακούμε στέκεται  
ήρεμος και ακίνητος,
αληθινός και υψηλός.

Οι αισθήσεις να τον υποθέτουνε μόνον μπορούν.

Κι ούτε ο λόγος να τον πει ικανός δεν είναι.
Κι είναι το βήμα αυτός ο κόσμος το επόμενο,
το ύστερα απ' τον κόσμο τον δικό μας-
το βήμα το απαραίτητο
στο χάος που οδηγεί το φοβερό-στη φλεγομένη άβυσσο που μέσα της
οι σκοτεινές της ύπαρξης οι ρίζες
και της ζωής τα μυστηριώδη τα θεμέλια θάλλουν.

Κι ο κόσμος είναι ο υψηλός εκείνος
τα χείλη της φριχτής αυτής αβύσσου.

 ΑΠΟΛΑΥΣΕΩΝ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΙΣ

Απολαύσεις! Η ενάτη συμφωνία για έναν,
μια ντοματοσαλάτα με σκόρδο γι άλλον.  
Επιθυμίες που αμβλύνουν τις εντάσεις  
και με της αγαπημένης προσμονής τη θύμηση
ξεγελούν την ανοησία της ύπαρξης
και υποφερτή την κάνουν!

Απολαύσεις!
Κορμιά, βιβλία, χόμπυ, φαγητά,
βοηθήματα πολύτιμα στης ζωής το χάος.  

Απολαύσεις.
Αρκεί να μη ο άνθρωπος-
καθώς κάποιοι ανικανοποίητοι με όλα κάνουν-  
πέσει στον βούρκο εκείνον της ανικανότητας
να εννοήσει την ανυπαρξία
και απολαύσεων και αντικειμένων τους,  
που Μηδέν χωρίς αυτά η ζωή του είναι.

 ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ

Εν' αγόρι έντεκα χρονώ.
Ευαίσθητο κι ονειροπόλο.
Αγαπά ένα πορτραίτο
από την πινακοθήκη του πατέρα του
όπου μια  νέα ωραία γυναίκα παριστάνει
(μάγια θα την έχουν εκεί καθηλωμένη).

Και μια νυχτιά,
στου φεγγαριού το φως,
η νέα γυναίκα γλιστρά
και κατεβαίνει απ' την κορνίζα της.

Σαστίζει το αγόρι.
Χορό μαζί του εκείνη αρχινά.
Όμως χορό δεν ξέρει το παιδί
και ντρέπεται
και κοκκινίζει.

Τέλος
αμήχανο
σε κλάματα ξεσπά.

Αβρά εκείνη τ' αγκαλιάζει,
και στο στήθος της επάνω το τραβά. 

 ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ

Σε πόσα πτώματα πάνω τα τρένα κυλάνε,
εργατών, που δούλευαν στον σιδερόδρομο
κρυώνοντας,
εξαντλημένοι και πεινώντας!
Που δούλευαν απ' το πρωί ως τη νύχτα!...
Που επιθεωρητές τους έδερναν
και τους κακοπληρώναν εργολάβοι!...

Πόσες ψυχές πατάν οι ρόδες,
τρέχοντας να μεταφέρουν εμπορεύματα   
για να πλουτίζουν οι επιθεωρητές κι οι εργολάβοι,
που άλλους τώρα κακοπληρώνουνε και βασανίζουν;

 ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ

Τον νεκρό άντρα της κουβάλησε στο καροτσάκι
πήγε στα χιόνια μέσα
τον στόλισε, τον έθαψε. Ύστερα
πάει στο δάσος να μαζέψει ξύλα
να μην παγώσουν τα παιδιά τους.

Κουράστηκε.
Στα χιόνι κάθεται.
Αρχίζει να ναρκώνεται και να παγώνει.
Στο θολωμένο νου της όλη της περνά η ζωή,
με τις σταγόνες τις χαρές
και τα ποτάμια της τις λύπες.  

Και ξάφνω να! Ο βασιλιάς ο Πάγος δίπλα της.

Σκύβει, την παίρνει στοργικά
και στο κρυστάλλινο παλάτι του την πάει,
όπου γαλήνη αιώνια βασιλεύει.

 ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Το ποίημα
να δαγκώνει πρέπει την ουρά του. Αλλιώς
όση ουσία κλείνει  
από μέσα του φεύγει και σκορπίζεται στα γύρω:
στα άνθη, στ’ αντικείμενα, στους ταξιδευτές υπονόμους.
Και τότε τι άξιο λόγου στον κόσμο μένει;
Τ αγάλματα;
Οι μουσικές;
Οι πίνακες,
οι όσο σπουδαίοι της ζωγραφικής;

Έίναι η λέξη που σ' αυτά υπόσταση δίνει.  
Εκείνη το υλικό θα δώσει στο μυαλό,
το ποίημα μ' αυτό  να χτίσει,  
που πάνω του όλα εκείνα θα κρατεί,  
ασφαλισμένα στον κύκλο μέσα  
που στόμα και ουρά έχουν στεριώσει.

 ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Βγήκε από τη φυλακή.
Ένα χιλιάρικο μόνο έχει.
Μα δε φτάνει αυτό για τίποτα.
Πρέπει να βρει από αλλού λεφτά
για ν' αγοράσει πάλι τουαλέττες,
και ν' ανεβεί και πάλι στη σκηνή  
να τραγουδήσει.

Εναν οδοντογιατρό θυμάται,
που κάποτε την κόρταρε,
και μάλιστα της είχε και βραχιόλι ένα χαρισμένο.

Πάει τον βρίσκει.
Ομως εκείνος δεν τη γνωρίζει.
"Παρακαλώ η κυρία τι επιθυμεί;"
Αυτή ταράζεται και ψιθυρίζει
Πως κάποιο δόντι της πονεί. Και ο γιατρός
το δόντι της βγάζει
και το χιλιάρικο της παίρνει.

 Ο ΧΟΡΟΣ

Συμμετοχή στο χορό
σημαίνει φίλιωμα με την κοινωνία.
Μα αυτό το φίλιωμα είναι που πρέπει
με κάθε θυσία να μην γίνει.

Από την κοινωνία
απομάκρυνση πρέπει.
Και μονιά στην ερμιά που όλα κρατεί
και που την μακροθυμία τρέφει.

Στην ερμιά που σαν πουλί στοργικό
με τα φτερά της τη γλώσσα σκέπει
και κείνη, αυγό ελπιδοφόρο,
αξιοπρέπεια και συνείδηση μέσα της βαστά,
ουσίες απαραίτητες, για να εκκολαφθούν
δυό λέξεις κάποτε
σημαίνουσες.

 ΑΛΛΑΓΕΣ

Τα τζάκια τα μεγάλα χάσανε
τα μεγαλεία τους-τους τόσους
υποτακτικούς και τους λακέδες τους.
Τώρα αλωνίζουνε οι μεγαλομανάβηδες
οι τραπεζίτες και οι κοινοί αισχροκερδείς.
Και τα πορνεία πια κρυφά δεν είναι-
ξαπλώθηκαν παντού
και φανταχτερά είναι στολισμένα.

Και όπου ταξιδέψεις, αστοί παχείς,
ικανοποιημένοι,
χωρίς σκοπό.

Η τυραννία δεν ήτανε πάλι καλύτερη-
τότε που είχαμε ακόμα ελπίδες;

 ΕΡΩΣ

Κάπου γραμμένο το τυπικό
της ερωτικής τάξης είναι:
το κυνήγι του άντρα,
η γυναικεία άρνηση,
η ψεύτικη φυγή,
το ξαναγύρισμα,
η ερωτοτροπία,
η αποδοχή.  

Μα υπάρχει και το άλλο
καταστατικό: της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας. Και τα δυο
αντιμάχονται το ένα τ’ άλλο.

Όμως μερικοί διαχωρίζουνε
τις ώρες, τις καρδιές, τη ζωή τους,
και μπορούν τη μια σαλτιμπάγκοι,
και την άλλη άνθρωποι να γίνονται  
εύσκοποι και συνεπείς.

 ΘΑΝΑΤΟΣ

Ο θάνατος σεργιανάει κάθε ημέρα
στην αυλή του σπιτιου του
που εμείς χαρούμενοι γη ονομάζουμε.

Τα χιλιοτραγουδημένα του μονοπάτια  
άνθρωποι που δεν τα γνωρίζουν
τα τραγούδησαν.

Εύκολο ήταν γιατί ό,τι δεις
ο ίδιος ο θάνατος θα είναι.
Ό,τι κι αν δεις.
Όλα θάνατος είναι.
Τα δέντρα, οι υποσχέσεις, τα
φιλοδωρήματα, τα θεατρικά έργα,
οι εκδρομές
σε σκιασμένα άλση με τις μαρμάρινες κρήνες.

Ό,τι βλέπεις, ό,τι ακούς, ό,τι αισθάνεσαι,
θάνατος είναι.
Και έντιμος αν είσαι το ομολογείς, αλλιώς
ζωή εξακολουθείς τον θάνατο να ονομάζεις.  

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ

Και ο άνεμος από παντού σε αγκάλιασε
κι εντός σου μπήκε,
φουσκώνοντας τα μέσα σου πανιά και οδηγώντας σε
στων πόθων και στων στεναγμών το λιμάνι
όπου ναυτικοί στερημένοι σε καρτερούσαν,
σπρώχνοντας τον καιρό με τη δύναμη της υπομονής
που η αναμονή σου τους έδινε,
και χαλιά χειροκέντητα στρώνοντας για να πατήσεις
βγαίνοντας από τη θάλασσα της αμεριμνησίας σου
πριν να πέσεις,
ανυποψίαστο θύμα των πολύχρονων επιθυμιών τους,
στο κρεββάτι και στην ανυποληψία τους.

 ΜΙΚΡΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

Μικρό τριαντάφυλλο
που η Νύχτα με την παγωνιά της σε σκοτώνει,
σκέφτηκες ποτέ να της δείξεις
πως δε την φοβάσαι
και ούτε την υπολογίζεις;

Πέρασε ποτέ από το μυαλό σου,
στον τρυφερό σου βλαστό να υψωθείς και να
φωνάξεις: "σε αψηφώ Παγωνιά!";

Ξέρεις, τότε,
μεγάλο πολύ γίνεσαι λουλουδάκι. Και τότε
η Νύχτα είναι που μικρή θα γίνει
από την υποταγή σου στερημένη,
που αυτή και μόνο
μεγαλείο και υπόσταση της έδινε.

 ΚΛΑΡΑ ΠΕΤΑΤΣΙ 29 ΑΠΡΙΛΗ 1945

Κάθε γυναίκα θα το 'θελεν αυτό-έτσι
να κατέχει έναν άντρα
ολοκληρωτικά
σαν αυτός ούτε ψυχή να έχει
μες στην απ' όλα εγκατάλειψή του.

Και του ’λεγε: «Τώρα δικός μου είσαι.
Γυμνός από κάθε τιμή  και αξίωμα
γυμνός από κάθε υπεροψία
έπαρση κι ελπίδα.
Τι άλλο μια ερωμένη θα μπορούσε να ποθήσει;
Γύμνια από κάθε τι!

Θα μας σκοτώσουνε. Μα τι;
Θάνατος κι έρωτας σε τι διαφέρουν;
Χωράει τίποτε άλλο μέσα μας έξω απ’ τον έρωτα;
Και τι άλλο μες στο θάνατο χωράει;
Τι θα σκοτώσουνε λοιπόν;
Εκδίκησης ταμπέλες μοναχά θ’ αλλάξουνε αναμεταξύ τους.»

 ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

Μέσα από το κάδρο του ορισμού της
πάντοτε ξεφεύγει.
Κυλάει προς τα πίσω ή πετά εμπρός
όπως δα στην ουσία της αρμόζει.

Έτσι η ουσία της ακριβώς αυτή, χάνεται
πριν από το υπάρχον νοηθεί:
Παρελθόν και Μέλλον πάντοτε γίνεται,
και το Παρόν αγνοεί.

Αυτό και μόνον φανερώνει
ότι δεν είναι η διαρκής παράθεση
στιγμών του παρελθόντος ή του μέλλοντος
που την αιωνιότητα συγκροτούν,
αλλά η αδράνεια στον εαυτό  
που την αχρονικότητα προϋποθέτει και υπονοεί.

 Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ

Θέλω να πεθάνω μοναχή σε μια γωνιά
μακριά από το τραγούδι των Σειρήνων
μακριά από του ηλιού την παγωνιά
κι απ' την κάτασπρη ειρωνία των κρίνων.

Νύχτα να 'ναι κιόλας. Νύχτα. Μοναχά
μπρος στα μάτια μου ν' ανοίγουν φεγγοβόλα
τ' απαλά κι ολόλευκα τους τα φτερά
ζωντανά τα όνειρά μου όλα.

Νύχτα. Δίχως άλλου άστραμμα φωτός.
Νύχτα. Που ζωή εντός της όλα παίρνουν.
Νύχτα. Ο αιώνιος μου και μόνος εαυτός
που με σέβας μπρος του όλοι οι ήλιοι γέρνουν.

 ΧΡΟΝΟΣ

Αν δεν καθιερώναμε το Πριν και το Μετά
θα ήμασταν αυτό που θέλουμε να είμαστε
γιατί χωρισμός ανάμεσα σε πράξη κι όνειρο
δεν θα υπήρχε.
Το Τώρα ένα άλλο Τώρα  
ανάλλαγο, θα ακολουθούσε,   
και σ' ένα συμμάζεμα ο κόσμος θα κλεινόνταν.   

Όμως εφτιάξαμε έναν Χρόνο
κατά πως μας συμφέρει
χωρίζοντάς τον σε  κομμάτια κιόλας
για να μπορούμε και να λέμε «πέρσυ»
και «τότε» και «παλιά»
και για να καμωνόμαστε ότι ξεχνάμε,
ώστε  τα ίδια αίσχη
αθώοι τάχα
να ξανακάνουμε.

 ΚΟΙΜΗΣΗ

Πώς καταλάγιασε η βουή του κόσμου!
Πάρε πια δεν ακούγεται και δος μου.
Η ησυχία γλυκά τόνε ζαλίζει
κι ο ύπνος τώρα θάνατο θυμίζει.

Μισοσκόταδο έγινε το φως του.
Της γης ο πόνος έγινε δικός του.
Από το μυστικό του μετερίζι
ο Κέρβερος ασίγαστα υλακίζει.

Πέφτει η βροχή στην τσίγκινη τη στέγη.
Τον χρόνο του οι σταγόνες της μετράνε.
Οι ώρες τρόμο κι αγωνία κρατάνε.
Το Αδειανό τα μέρη του διαλέγει:  
το βήμα του απόκοσμα αντηχάει
καθώς αυτός λεπτά… στιγμές μετράει.

 ΤΟ ΣΑΛΙΟ

Σάλιο των ζώων, που τόσο όμοιο
και τόσο διάφορο από νερό είσαι.
Μέσα σου διαλυμένη η ουσία της ύπαρξης
όπως το πικρό στο γλυκύ διαλυμένο είναι.

Της πατρότητας και της ομοείδειας την ψυχή
στις σταγόνες σου μέσα σαν κιβωτός ιερή περιέχεις  
και κάστρο φιλότητας
και δίχτυ προστασίας από εχθρούς την κάνεις.

Μέσα σου τα μυστικά της ύπαρξης
θαλπωρή και ανοχή ανεξάντλητη βρίσκουν
του κόσμου την αλληγορία για να ζωγραφούν.

Πληγές ιαίνεις, νεογνά φροντίζεις,
και με ακούραστο τη γλώσσα όχημά σου,
παντού όπου η ζωή ανάγκη σ’ έχει  
του θανάτου νοτίζεις την ξέρα.

 Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Αν η συνείδηση μπορούσε στον κόσμο ν' αναβλύζει  
πριν αποκτήσει ένα παρελθόν,
τότε το παρελθόν θα μας παρουσιάζονταν
περιγραμμένο από ένα ξεκάθαρο
και χωρίς ανωμαλίες όριο,
σαν χωράφι
που αυλακιές το ορίζουν επιτακτικές.

Μα η συνείδηση πάει κάτω και βαθιά,
και μέσα σε μια προοδευτική χάνεται συσκότιση,
και ως τα σκοτάδια φτάνει   
που κι αυτά ο εαυτός μας είναι.

Και συλλογιζόμαστε πράγματα άσκοπα,
και το αδύνατο γυρεύουμε, γιατί η συνείδηση
παρουσιάζεται στον εαυτό της
μόνο σαν να ήταν ήδη γεννημένη.

 ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Στο κρεβάτι του θανάτου  
λίγο πριν η τελευταία μας βγεί πνοή,
μετανοούμε.

Πάνω μας έχουν μαζευτεί σιγά σιγά
κι έχουν στερεωθεί
πράξεις που δεν θα θέλαμε να είχαμε κάνει,
και φαντάσματα από πράξεις  
που ενώ θέλαμε δεν κάναμε.

Όλο αυτό το μάζεμα
με τη μετάνοια να το διώξουμε ζητάμε  
όπως το ριγμένο στους ώμους μας σακάκι
μ’ ένα  ξαφνικό ανασήκωμα των ώμων.

Μάταια όμως. Ο θάνατος
παγώνει κι αυτό το ανασήκωμα,
κι αντί να ελαφρύνουμε
κολλάει κι αυτό επάνω μας
σαν μία ακόμα μέλισσα στο σμάρι.

 ΛΥΠΗ

Λυπημένος.
Μ’ ένα θαμπό βλέμμα κοιτάζει τον κόσμο.
Οι ώμοι κυρτωμένοι.  
Το κεφάλι σκυφτό.
Με μια νωθρότητα ποτισμένο το κορμί του όλο.

Αν τώρα
όταν ένας ξένος εμφανιζόταν
αυτός σήκωνε το κεφάλι
Και ξανάβρισκε τη ζωηρή κι ευκίνητη περπατησιά του,
από τη λύπη του μια υπόσχεση θα έμενε
να ξαναβρεθεί μαζί του
μετά την αποχώρηση του επισκέπτη;

Λυπημένος ώσπου να 'ρθει ένας επισκέπτης.
Μα αυτή είναι η λύπη;
Όχι. Λύπη είναι η ανεξίτηλη στάμπα του θανάτου
πάνω στα πρόσωπα των ζωντανών.

                  ΟΙ ΑΔΙΚΙΩΤΟΙ

Όπου αυτοί πάνε, σκοτεινά πάντοτε είναι.
Κάποτε, δεξιά ή αριστερά τους
φώτα ξχύνονται
που το κάθε τι λαμπρύνουν.

Και τα μάτια βλέπουν
και επιθυμούν εκεί να ήσαν
και το βλέμμα τους να ξεγεννάει τα γύρω ένα ένα,
και κείνα να έρχονται ζωντανά
κι όχι ως πρώτα η σκιά τους να τα κρύβει.

Μ΄αντίς γι αυτό
νοήματα από άλλους τελειωμένα
θέση παίρνουν στη σειρά
ένα ένα,  
απ΄αυτούς για να εννοηθούν όχι σαν γέννας ευωχία,
μα σαν θανάτου ανημπόρια,  
πρωτού στο χωνευτήρι πέσουν
απ’ όπου κάποτε,
σε κάποιο Άλλο Φως-
μακριά του πάλι-
θα ξαναγεννηθούν.

 ΤΑ ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΑ

Μόνος πάλι.
Φωνή γύρω καμία. Ο Χρόνος
στα τέσσερα διπλωμένος
στη μέσα τσέπη του σακακιού του.

Τίποτα.
Ούτε καταφυγή πραγμάτων.
Ούτε υποκρισία ανθρώπων.
Ούτε φαντάσματα ζώντων.
Ούτε ψιθυρίσματα ερωτικά.

Τίποτα.
Όπως κάποτε.
Τότε
πριν η βελονιά τον κεντρίσει
αναγκάζοντάς τον
όλα εκείνα
τα αποτρόπαια
ν’ απλώσει στα μάτια του μπροστά.

 Ο ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ

Οι κινήσεις του ζωηρές
λίγο υπερβολικά κοφτές
λίγο υπερβολικά γοργές.
Τα μάτια του εκφράζουν μια
λίγο υπερβολική φροντίδα
για την παραγγελία του πελάτη.

Φέρει τον δίσκο με τόλμη σχοινοβάτη
κρατώντας τον σε μια ισορροπία αδιάκοπα ασταθή.

Αμφιβολία δε χωρεί: ο σερβιτόρος μας παίζει.

Τι παίζει όμως;
Δεν χρειάζεται πολύ να τον προσέξουμε
για να το δούμε.
Ο σερβιτόρος μας παίζει
κάνοντας πως είναι σερβιτόρος.

 ΑΓΩΝΙΑ

Την αγωνία του για ν' αποφύγει
θα πρέπει να τη σκέπτεται διαρκώς,
για να φυλάγεται να μη τη σκέφτεται.

Αυτό σημαίνει πως μαζί του
να παίρνει πρέπει αυτό που θέλει ν' αποφύγει.

Μέσα στην ίδια τη συνείδηση λοιπόν-
μες στη συνείδηση του-
θα βρίσκονται μαζί κι η αγωνία,
και η φυγή απ' αυτήνε  
προς τους μύθους που καθησυχάζουν.

Δεν πρόκειται λοιπόν ν’ απαλλαγεί από την αγωνία
Από την αγωνία θα ξέφευγε,
τη χάρη αν είχε να μπορεί να δει τον εαυτό του
όχι από μέσα-
όπως τον βλέπει-,
αλλ' αν τον συνελάμβανε απ’ έξω-
όπως τους άλλους τους ανθρώπους-
ή
όπως ένα πράγμα.

 ΤΑΧΑΤΕΣ

Οι ποιητές
πια σα δε βρίσκουν συντροφιά
που πάνω της ως τώρα υπολόγιζαν,
για να υπάρξουν,
αρκούνται τότε στα μειδιάματα
του γείτονα στο αποκάτω το διαμέρισμα
και στα καλημερίσματα τα τυπικά
του παντοπώλη και του γαλατά.

Κι αυτοί πια είναι τότε οι σύντροφοί τους
που όλες τις άλλες ώρες
μακριά τους στέκουν,
τάχατες σαν διακριτικά,
μόνους αφήνοντάς τους
για να γράψουν.

 
ΤΟ ΚΑΜΑΡΑΚΙ

Έμαθε πως εγκρέμισαν το σπίτι το παλιό.

Τάχα τους παίδεψε η αντοχή που είχαν τα θεμέλια του
που τόσες άντεξαν ώρες πικρές
και τόσα πένθη εβάσταξαν
παιδιού που μέσα του
ζωή ενός νεκρού εζούσε;

Και τάχα το σπίτι όλο να το χάλασαν
που άγγελου φτερό σα να ’ταν
όλον εβάσταζε τον ουρανό
τις νύχτες που η βροχή δεν έλεγε να πέσει,
ή μη εκείνο το μικρό το καμαράκι εγλίτωσε
κι υπάρχει ακόμα;

Μπορεί να μη το χάλασαν.
Ασήμαντο ήτανε πολύ.
Σε κείνο μέσα ο θάνατος τον επισκέφτηκε-
μικρό παιδί ακόμα-κάποιο βράδυ.
Ελάθεψε ο πολυαχθής
και το επήρε γι άρρωστο.
Δεν εκατάλαβε ούτε αυτός
πως ήταν και χωρίς αυτόν
κιόλας εκείνο πεθαμένο.

Τάχα υπάρχει ακόμα;
Θα πήγαινε να δει.  

  ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ

Απ' την παλιά του γειτονιά που ξαναβρήκε,
οι περισσότεροι έχουν φύγει-
άλλοι για πέρα κι άλλοι για κάτω.
Εκείνοι που έμειναν,
αλλάξει έχουν τόσο, που αγνώριστοι
έχουν ο ένας για τον άλλον γίνει.

Μονάχα κάτι πέτρες βλέπει
για το παλιό πηγαίνοντας το σπίτι-
κάτι πετρούλες άσπρες απ' το ασβέστωμα
τώρα καθώς και τότε,
που ακόμα μένουνε η μια πάνω στην άλλη  
διόλου γωνιά χωρίς ή θέση
να έχουν από τότε αλλάξει.

Οι άνθρωποι έτσι βέβαια θα τις συντηρούν
για να ’χουν κάτι που αναλλοίωτο να μένει,
όταν εκείνοι άπαυτα κινούνται
και αλλάζουν
και
παραδέρνοντας,
τον εαυτό τους τελειώνουν.

 ΤΟ «ΜΟΝΑΧΙΚΟ» ΣΠΙΤΙ

Για χρόνια,
από μικρός μικρός
το σπίτι εκοίταζεν εκείνο,
το «μοναχικό»
διακοσαριά μέτρα πιο πέρα απ’ το δικό τους.

Τις νύχτες γέμιζε αυτό με σκιές
ανθρώπινες που μοιάζαν
κι η φαντασία τελετές εντός του αλλόκοτες
και βεγγέρες έπλαθε μυστηριακές.

Κι ήταν για κείνονε αυτό το σπίτι-
«το μοναχικό»-
το σύνορο του κόσμου.
Για χρόνια.
Από μικρός μικρός.  

Και πόθο είχε πάντοτε να μάθει
η γήινη ποια ήταν-η υλική υπόστασή του
του σπιτιού αυτού,  
εκείνη που θα ταίριαζε
με των αισθήσεων την ψευτιά και την απάτη.  

Και γέρος πια τα έμαθε ολ' αυτά- ποιος το ’χε  
πότε χτίστηκε,
πότε πουλήθηκε
σε ποιον και από ποιον,
ποιος ζούσε μέσα κει και τι απόγινε.

Τα έμαθε.

Και πια
έναν εκέρδισε λόγο λιγότερο
να έχει για να ζήσει.

 ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ

Ατέλεστο ακόμα το περβόλι  
πήρε τους δρόμους και ταξίδεψε.

Είδε τοπία καινούργια και ανθρώπους.
Εκάθησε μαζί τους, δίπλα τους
παίρνοντας απ' τη φαντασιά τους όσα εκείνοι
ανύποπτοι  του πρόσφεραν
καθώς στην άνθησή του το φαντάζονταν.

Στης Άνοιξης κατόπι
το μυστικό το δώμα εμπήκε,
και το χρονιάτικο το ραντεβού μαζί της έκλεισε
το ακατάλυτο.

Και μ' όλα αυτά ντυμένο,
έτοιμο πια
την ορισμένη θέση του στο χώμα επήρε,
χώρο αφήνοντας για την κοπριά
στα πόδια του ανάμεσα,
και κλίση τέτοια στις,
ιδεατές ακόμα,
των λουλουδιών του δίνοντας τις ρίζες,
που αυτές,
κάθε σταγόνα δρόσου ή βροχής
με σιγουριά δική τους να την κάνουν,
και σε άρωμα, και χρώμα, και ειδή
και ταίριασμα με όλα γύρω
απαρεγκλίτως να την μετουσιώνουν.

 Ο ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Τα κλαδιά των δέντρων είναι χέρια.
Τα φύλλα τους τα δάχτυλα τους.

Όταν ο αέρας περνά
στέλνουν χαιρετισμό για Κείνο
που να ριζώσουν τα 'στειλεν εδώ.

Με τα κλειστά τους μάτια To βλέπουν.
Και Το ακούν ν' αγκομαχάει
αυνανιζόμενο για να γεννήσει,
ή όταν
μεγεθυνόμενο,
σιωπά.

Ευτυχία τα δέντρα δεν νιώθουν έτσι.
Μα κι ούτε δυστυχισμένα είναι. Μόνο
με τον χαιρετισμόν αυτό
το Παρελθόν και το Μέλλον
με το Τώρα αενάως ταυτίζουν,
ίδια καθώς ο κορμός τους
γη κι ουρανό
με σαφήνεια και αποφασιστικότητα
κάθε στιγμή εξομοιώνει.

 Ο ΥΠΝΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ     

Ωραίος που ειν’ ο ύπνος την ημέρα!     
Και τα όνειρά του τι γλυκά!
Εφιάλτες όχι.
Σκοτεινά όχι κενά.
 
Κι όταν μισόυπνος τα μάτια μισανοίγεις
λιόλουστα όλα και φωτεινά.

Και σαν άρρωστος να είσαι  
κάποιος που για σένα ανησυχεί
έρχεται όπου να ’ναι
αν ήρεμα αναπνέεις για να δει.

Ωραίος που ειν’ ο ύπνος την ημέρα!     

 ΤΟ ΚΟΥΝΟΎΠΙ

Ένα κουνούπι να! μπροστά του.
Τις δυο παλάμες του παράλληλες απλώνει
και φλάπ! έσβησε-πάει το κουνουπάκι.

Τι θορυβώδης θάνατος! Ενώ ο δικός τους
τόσο αθόρυβα έρχεται
και τόσο εργάζεται διακριτικά
που αυτών που ζουν μονάχοι τους,  
ως να τον μυρίσουν,  
κανείς το θάνατό τους δεν μαθαίνει.

 ΟΙ ΓΕΝΙΕΣ

Κάθε τριάντα χρόνια
ανανεώνονται οι γενιές.

Κάθε τους μία  
για δικιοσύνη μάχεται,
για ελευθερία…

Αγώνες.
Αίματα.

Έτσι η ανθρώπινη κενότητα
η αλλιώς αβάσταχτη
βρίσκει ένα λόγο ύπαρξης καθώς
κάθε τριάντα χρόνια
αγέρωχη
τη ματαιδοξία της ξανανιώνει.

 ΖΕΦΥΡΟΣ ΚΑΙ ΧΛΩΡΙΔΑ

Μες στα υγρά πράσινα υπόγεια,
τα γεμάτα πέτρες που σκοτεινά μούσκλια ντύνουν,
από εκεί κάθε χρόνο,
σαν υμέναιου αύρα
ξεκινάς.

Πρώτη η Χλωρίδα σε νοιώθει,
και σένα,
τον τρυφερό της αγαπημένο,
ν' απαντήσει τρέχει.

Την αγκαλιάζεις απαλά από παντού
σαν πνοή
με χιλιάδες χέρια πείρας, και μαζί
με εφηβικές ντροπαλοσύνες, αφού,
κάθε χρόνο, στης Εσπερίας τους κάμπους,
ερωτικός
από του ήλιου τις αχτίδες γεννιέσαι.

Και σε λίγο,
σ' ένα μήνα,
σ' ένα φως,
σ' ένα πρωτολούβιασμα,
τα παιδιά σας
κοπαδιαστά μικρά μικρά
ή μοναχικά και τότε μεγαλύτερα,
σαν μικροί ήλιοι γελαστοί γεννιούνται.
Με μέσα τους τον πόθο σου για προίκα τους κρατώντας.

Και καθένα τους,
βαφτίζοντας το στην ειδή και στην αξία του,
«καρπό»
περήφανος πατέρας τ’ ονομάζεις.