Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

ΤΑ ΑΛΛΑ

Όπου αυτοί πάνε,σκοτεινά είναι.
Κάποτε, δεξιά ή αριστερά τους φώτα ξεχύνονται
που το κάθε τι λαμπρύνουν.
Και τα μάτια βλέπουν
και επιθυμούν εκεί να ήσαν,
και κάθε βλέμμα τους να ξεγεννάει τα γύρω όλα
ένα ένα,
και κείνα να έρχονται ζωντανά,
και φιλικά, και θέλοντας κοντά τους.

Όμως αντίς αυτό, νοήματα από άλλους τελειωμένα
θέση παίρνουν στη σειρά,
ένα ένα από αυτούς για να εννοηθούν \
όχι σαν γέννας ευωχία,
μα σαν τελευταίων στιγμών ανημπόρια,
πριν στην Άρνηση πέσουν,
απ΄όπου κάποτε,
σε κάποιο άλλο φως
μακριά πάλι
θα ξαναγεννηθούν.

ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ' ατσαλένια
και με το χέρι εχάιδεψε τ’ ατσάλινά του γένια.
Τ’ όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.

Κι ως το ’δε ο γίγας του ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσε η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ’ του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.
 

Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

ΑΧΩΡΙΣΤΑ

Πιο χωρισμένοι οι άνθρωποι
Δεν ειν’ παρα στη ζήση.
Διαπληκτισμοί αδιάκοποι!
Αβυσσαλέα μίση!

Και βλέπεις όλους να ’χουνε
Τη μοναξιά στη σκέψη
Και πάντοτε να ψάχνουνε
Καθείς τους να μισέψει   

Και πια να ζει μονάχος του
Μακριά από δήθεν φίλους
Μακριά κι από τα πάθη τους
Κι από έρωτες βεβήλους.

Και έρχεται η χάρη Σου
Κρατώντας μία κάσσα  
Και το κυρτό δρεπάνι σου
Κόβει όλων την ανάσα.

Κι έρχεσαι συ, ω! Θάνατε,
Το χέρι σου απλώνεις
Και όλους κι όλα, Αθάνατε,
Αχώριστα ενώνεις.
 

ΑΜΕΡΙΚΗ

Αμερική! Στα ξενοδοχεία
μπουφές γεμάτος εύγευστα, ελαφρά,
φαγητά λαχταριστά.
Αμερική! Δρόμοι πλατιοί
κήποι μεγάλοι σε κάθε σπίτι μπρος. Ουρανοξύστες
με ρίζες όσο το ύψος τους. Γυναίκες
με το χαμόγελο πάντα στα χείλη.

Αμερική! Μπάρμπεκιου Σάββατο με φίλους.
Ήρεμο την Κυριακή
και καθαρό γκαράζ-σέιλ.
Αμερική! Ελευθερία! Χιούμορ! Ξεγνοιασιά!
Αμερική! Τέικ γιουαρ τάιμ!

Αμερική! σε κάθε γειτονιά βιβλιοθήκη.
Κέντρο Πνευματικό σε κάθε πόλη.
Ορθάνοιχτα όλα. Μυστικό κανένα.
Αμερική.

Ωραία όλα στην Αμερική μας.
Γι αυτό-ας ειν’ καλά-
φροντίζουνε οι πύραυλοί μας.
 

ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΕΣ

Δεν έχω σάρκα να δέσω τα κόκαλά μου,
ρούχα τηβεννικά να ενδυθώ,
μουσικές τα λόγια μου να στολίσω,
περικοκλάδες ιντερνετικές .

Φύλλα ωραιόχρωμα
άνθη ελκυστικά  
από μένα λείπουν.
Η σκέψη μου
γλώσσες που γλύφουν γρατζουνάει.

Όμως καρποί μου
σε προϊστορικούς τάφους ακόμα  ελπιδοφορούνε.
Και τα οστά μου  
άγγιχτα είναι από τις λόγχες του Καιρού.

ΧΡΌΝΟΣ

Την ύστατη ώρα του ας στείλει απόψε ο Χρόνος
που για μένα φυλαγμένη έχει. Εγώ
το μολύβι μου καλά το έχω
και ωραία τοποθετήσει
στην κώχη δίπλα του κλειστού βιβλίου-
η μύτη του ν’ αγγίζει
στην κάτω ακριβώς γωνία του πίσω εξώφυλλου
και το ποτήρι του καφέ
στου τραπεζιού την δεξιά πάνω γωνία
με το χερούλι του προς το παράθυρο.

Ας στείλει ο Χρόνος τη στιγμή του.
Έτσι που έχω ετοιμαστεί  
από κει κι ύστερα
Χρόνος μαζί του θα ’μαι.
 

ΧΡΌΝΟΣ

Την ύστατη ώρα του ας στείλει απόψε ο Χρόνος
που για μένα φυλαγμένη έχει. Εγώ
το μολύβι μου καλά το έχω
και ωραία τοποθετήσει
στην κώχη δίπλα του κλειστού βιβλίου-
η μύτη του ν’ αγγίζει
στην κάτω ακριβώς γωνία του πίσω εξώφυλλου
και το ποτήρι του καφέ
στου τραπεζιού την δεξιά πάνω γωνία
με το χερούλι του προς το παράθυρο.

Ας στείλει ο Χρόνος τη στιγμή του.
Έτσι που έχω ετοιμαστεί  
από κει κι ύστερα
Χρόνος μαζί του θα ’μαι.
 

ΕΦΗΜΕΡΗ ΣΤΙΓΜΗ

Τα πάντα στην τέχνη πρέπει ο ποιητής να θυσιάσει
αν θέλει να 'ναι ποιητής.
Σκλάβος της ποίησης να γίνει οφείλει,
και να υποφέρει,
και κάτω απ’ το άρμα της να λειώσει   
με την ελπίδα απ' ό,τι γράψει να σωθούν πεντ' έξη
στίχοι,
που, με τη σειρά τους,
την ψυχή θα σώσουν του ποιητή.

Γιατί δεν είναι ο ποιητής κέντρο του σύμπαντος.
Μία εφήμερη στιγμή είναι
που από μέσα της
το πνεύμα των προυπαρξάντων ποιητών περνά,
τρέχοντας προς το μέλλον
στον ποιητή που
χωρίς να ξέρει καν γιατί
θα τήνε συνεχίσει.
 

ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ

Μετά απο ένταση, διαξιφισμους και αγωνίες
Είκοσι μηνών
Εδώσανε το πρώτο φίλημα τους.
Και τότε όλα γαληνέψανε  
Σαν πρωινό μετά από νύχτα καταιγίδας.

Κάθισαν ήσυχοι-σίγουροι πια,  
Και συζητήσανε για πράγματα κοινά.
Εκείνη μάλιστα έβγαλε και, σαν οικεία,
Κρέμασε την ζακέτα της μες στη ντουλάπα.

Και ήταν προς το βράδυ όταν-
Οχι γι ανάγκη έρωτα αλλά από νύστα-
Πεφτοντας σε κοινό τώρα κρεββάτι
Βύθισαν μες στης περασμένης της χρονιάς τα χιόνια
Δίνοντας έτσι-δίχως να το ξέρουν-την απάντηση
Στου Φρανσουά Βιγιόν τη λυρική απορία.  
 

ΗΘΟΠΟΙΟΙ

Από τη μέσα τους θάλασσα μια παλίρροια απλώνεται
που τα γύρω υπερκαλύπτει.
Άλλες φωνές, άλλες αγάπες,
άλλα ψυχής σκιρτήματα κάθε φορά.  

Χωρίς τα κοστούμια βέβαια
και χωρίς τα σκηνικά και τα φώτα,
και με το ένα μέτρο πιο ψηλά
που η σκηνή τους ανεβάζει,
δεν θα μπορούσαν να πείσουν
για την αλλαγή.
Ούτε να δημιουργούν στην ψυχή των θεατών
τις ψεύτικες έστω θύελλες,
το πικρό γέλιο,
τις οδυνηρές συνταυτίσεις.
Και ποτέ δεν θα ξυπνούσαν
τους άλλους, πολλούς μας εαυτούς,
που αλλιώς καιρό δεν έχουν
για να φανερωθούν.
 

ΚΡΥΟ

Χωρίς χιόνι να 'χει ρίξει,
όλα παγωμένα τα βρήκα γυρίζοντας
και στην ίδια στάση,
όπως όταν φεύγοντας τ' άφησα: τους δρόμους, .
τους ανθρώπους, τα κτίρια.

Ο μανάβης της γωνίας να μετράει
τις χαμένες εισπράξεις του  
μ' ένα πεπόνι για κεφάλι
και με χέρια δυο μακριά σέλινα.
Και ο άντρας του ισογείου
γερμένος στο παράθυρο του
να παρατηρεί τον Χρόνο
τον σταματημένο δίπλα
στο σκουριασμένο του αμάξι.
 

ΗΛΙΟΣ

Μια χρυσή εμφάνιση που ξάφνω
μέσα σε μια κόκκινη θάλασσα βυθίζεται.
Και η θάλασσα είναι στον ουρανό.

Ενα μαλακό μολυβί ύστερα,
μια αόριστη ανταύγεια φέγγους κατόπι.
Πόσες φορές
καταφρονετικά δεν μας έχει
μοναχούς ο ήλιος αφήσει
έρμαια στο σκοτάδι της νύχτας,
που λες από τα πλευρά του-από το βέλος
του βραδιού τρυπημένα-ξεπηδάει.  

Και, ο ήλιος
κάθε βράδυ
ένας κουρασμένος πάνθηρας,
που τα θύματά του πίσω του σέρνοντας
στη φωλιά του τα πάει.
 

ΡΟΔΑ ΚΑΙ ΚΡΙΝΑ

Τα ρόδα και τα κρίνα φάνηκαν. Σε λίγο
το μάτι από λουλούδια τίποτ' άλλο  δεν θα βλέπει.
Κακόμοιροι εμείς! Για του ήλιου τα καπρίτσια
υποχρεωμένοι να ’μαστε να χαιρόμαστε-
για  να ’χουμε να κάνουμε κάτι εδω πάνω
που η γη
υγρασία γεμάτη μας εκκόλαψε
καθώς βρύα τα κεραμίδια.

Ω! Άνοιξη, λοιπόν, ολανθισμένη!

Μα αρκετά! Ω! σιχαμένη Άνοιξη.
και συ κι οι εποχές όλες μαζί σου!

Του μυαλού μου αν μιαν άκρούλα πιάνετε
και μου πάτε και μου 'ρχόσαστε,
μην καμαρώνετε-είναι γιατί εγώ το θέλω.

ΣΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ

Σαν κάποιος που διαβάζει ολοένα και μέσα
στα βιβλία του κάποτε κάτι βρίσκει,
έτσι και το χέρι που στα σκουπίδια μέσα ψάχνει  
κάτι βρίσκει-έναν αναπτήρα, μιαν αξιοπρέπεια,  
πτώματα ελπίδων, ξέφτιους θυμούς,
μια ηθικότητα.

Περισσότερο το βαραίνουν λόγια
που αγαπητά χείλη είπαν.
Σαν αγάλματα οι λέξεις τους.
Κρυσταλλωμένες.

Ακόμα βρίσκει μικρές  
καθημερινές χαρές, παλιωμένους έρωτες
που ακόμα λίγη από τη μυρωδιά τους κρατάνε,
σκελετούς πουλιών,
χείμαρρους πόθων
με γύρω τους υψωμένες όχθες αδιαπέραστες,
συντρίμμια ιδανικών,
και που και που
έναν χρυσοκόκκινο ήλιο κάποιας περασμένης δύσης.
 

ΑΔΗΜΟΝΙΑΣ

Οταν μια Γιαπωνέζα μιλάει αμερικάνικα
είναι σαν ένα αηδονάκι να εκβάλει φωνή κόρακα.
Το στόμα σφίγγεται, πιέζεται
για ν' αποδώσει τον βάρβαρο ήχο.
Η έκφραση είναι αδημονίας.
 

ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Στο μαρτύριο της ζωής καταδικασμένοι
είναι όσοι, από παιδιά μικρά ακόμα,
τη φωνή παρακούσουν που στο θάνατο τους καλεί.

Αλίμονο στους ζωντανούς.

Τους καρτερούν χαμέρπειες, ατιμίες,
υποκρισία-
και όλοι τους
νεκρές ψυχές
παλεύουν και πνίγονται μέσα
στα πηχτά του βούρκου της ζωής.

Αλλίμονο σ' όσους του θανάτου αγνοούν
τα λόγια:
"Ακολουθήστε με!  
Μια φτηνή χαρά εδώ σας έφερε.
Να διορθώσω ήρθα!
Σε μια κοιλάδα μακρινή,  
σ' ευτυχισμένο έναν κόσμο θα σας πάω.
Ακολουθήστε με!»
 

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

Η ΑΠΟΙΚΙΑ

Τίποτα απ' όσα έπλασες Θεέ δεν έχει αλλάξει.
Με τ' άγιο Μίσος σου οδηγό βαδίζει η ανθρωπότης
που το πλαισιώνουν όσα Συ έχεις σοφά διατάξει:
κακία, έχθρα, διαφθορά, υποκρισία, δολιότης.

Μισώντας πάντα εαυτούς αλλά κυρίως αλλήλους
οι άνθρωποι τρέχουν στης μικρής ζωής τον
Μαραθώνιο,
που έχει και ποιότητα και διάρκεια αδήλους
αλλά και μία σιγουριά-το Μίσος το Αιώνιο.

Με «Αγάπης» ρούχα ντύνοντας το μίσος που
κοχλάζει
ένας στον άλλο ρίχνονται με ζηλευτή μανία
κι ένας τον άλλο με τυφλή μανία κατασπαράζει.
Είμαστε Θε μου μια πιστή του Μίσους Σου αποικία.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

Ακόμα καλά είμαι.
Διαβάζω πόση διάρκεια έχει η επώαση και βλέπω να λένε από δύο έως δέκα τέσσερες ημέρες.
Κολόγιατροι.
Όταν ξαναπάω σ’ αυτές πήρα απόφαση να τους πω να έχουν την πόρτα ανοιχτή όσο θα είμαι εκεί.
Γ… τον… την....
 

ΤΗΝ ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ

Την αγωνία του για ν' αποφύγει,
θα πρέπει να τη σκέπτεται διαρκώς,
για να φυλάγεται να μη τη σκέφτεται.

Αυτό σημαίνει πως μαζί του
να παίρνει πρέπει αυτό που θέλω ν' αποφύγει.
Μέσα στην ίδια τη συνείδηση λοιπόν-μες στη συνείδηση του-
θα βρίσκονται μαζί και η αγωνία,
και η φυγή απ' αυτήνε  
προς τους μύθους που καθησυχάζουν.

Δεν πρόκειται λοιπόν να διώξουμε την αγωνία
Από την αγωνία θα ξεφεύγαμε,
αν είχαμε τη χάρη να μπορούμε
να δούμε τον εαυτό μας όχι από μέσα-
όπως τον βλέπουμε-,
αλλ' αν τον συλλαμβάναμε από τα έξω,
όπως κάνουμε για τους άλλους.

Ή
αν τον βλέπαμε σαν ένα πράγμα.
 

ΛΥΠΗΜΕΝΟΣ

Μ’ ένα θαμπό βλέμμα κοιτάζει τον κόσμο.
Οι ώμοι κυρτωμένοι, το κεφάλι σκυφτό,
με μια νωθρότητα ποτισμένο το κορμί του όλο.

Αν τώρα
όταν ένας ξένος εμφανιζόταν
αυτός σήκωνε το κεφάλι
ξαναπαίρνοντας τη ζωηρή και αεικίνητη περπατησιά του,
τι άλλο θ' απόμενε από τη λύπη του παρά,
μια υπόσχεση να ξαναβρεθεί μαζί της
μετά την αναχώρηση του επισκέπτη;

Λυπημένος ώσπου να 'ρθει ένας επισκέπτης-
είναι αυτή λύπη;
Όχι. Η λύπη είναι το ανεξίτηλο σημάδι του θανάτου
πάνω στα πρόσωπα των ζωντανών.
 

ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ

 

Αν δεν υπήρχε το Πριν και το Μετά

θα ήμουν αυτό που θέλω να είμαι

γιατί χωρισμός ανάμεσα σε πράξη κι όνειρο

δεν θα υπήρχε.

Το Τώρα ένα άλλο Τώρα,

ανάλλαγο, θα ακολουθούσε,  

και σ' ένα συμμάζεμα ο κόσμος θα κλεινόνταν.  

 

Όμως καθένα Τώρα, ένα Άλλοτε γίνεται.

Κι αν ο Χρόνος γιατρεύει

είναι που απ' της οδύνης του το αντικείμενο

τον άνθρωπο μακραίνει.  

 

ΑΓΑΠΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΙΑ

Αγάπες και φιλιά και αγκαλιές
Χαμένα μέσα στ' όνειρο του χτες
και στεναγμοί και λόγια λιγωμένα
μες στ' όνειρο του αύριο χαμένα.

Κι ακόμα ενώ τρυγάει φιλιά και χάδια
Κοιτάει την αγκαλιά του κι είναι άδεια.
Κι ακόμα ενώ η γλυκιά τον ντύνει πάχνη
Βλέπει ξανά, κι ούτε αγκαλιά υπάρχει.

Και μόνο μένουνε απ' όλα τούτα
Παιδιά, που ως ωριμάζουνε τα φρούτα
έτσι κι αυτά γεννιούνται κι αντριεύουν
και χάδια και φιλιά κι αυτά γυρεύουν.
 

 ΣΑΛΙΟ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

Σάλιο των ζώων, τόσο όμοιο
και τόσο διάφορο από νερό είσαι.

Μέσα σου βρίσκεται διαλυμένη η ουσία της ύπαρξης,
όπως το πικρό στο γλυκύ διαλυμένο είναι.

Της πατρότητας και της ομοείδειας την ψυχή
στις σταγόνες σου μέσα σαν κιβωτός ιερή περιέχεις  
και κάστρο φιλότητας
και δίχτυ προστασίας από εχθρούς την κάνεις.

Μέσα σου τα μυστικά της ύπαρξης
θαλπωρή και ανοχή ανεξάντλητη βρίσκουν
του κόσμου την αλληγορία για να ζωγραφούν.

Πληγές ιαίνεις, νεογνά φροντίζεις,
και με ακούραστο τη γλώσσα όχημά σου,
παντού όπου η ζωή ανάγκη σ’ έχει,
του θανάτου την ξέρα νοτίζεις.

Η ΖΩΗ ΥΦΑΙΝΕΙ
 
Η ζωή υφαίνει το στεφάνι της
κόβοντας καρδιές αντίς λουλούδια
και στην πόρτα της απόξω
φρέσκο το κρεμάει κάθε πρωί.

Τις καρδιές τις ευαίσθητες διαλέγει και τις τρυφερές,
όπως τρυφερά χορτάρια στο λειβάδι
τα ζωάκια για να φαν διαλέγουν.

Και όποιος ξέρει για του χορταριού τον πόνο
που στων χορτοφάγων λιώμα γίνεται τα δόντια,
αυτός
και τον πόνο που οι καρδιές πονούν
μπορεί να νιώσει.
 

                   ΤΟ ΠΡΑΟ

Χαμένες στου νου τα βαθιά τα υπόγεια
χαμένες μακριά απα’ στην άπλα της γης
κι αυτές κι όσα δε μου ψιθύρισαν λόγια
κι αυτές κι οι κενές τους ματιές οι αναιδείς.

Πώς μάκρυναν έτσι οι σκιες των Πραγμάτων-
οι άνθρωποι, οι τόποι, το Τώρα, το Εδώ...
πώς έχει θαμπώσει η υφή κι η έννοιά των
κι εγίνη η θωριά τους θολή, αναιμική…

Να είναι που τάχα όσο πάω γερνάω
και λιώνει το σώμα και μένει η ψυχή
και τώρα αρχινάν τα δικά της τα μάτια
να βλέπουν; Τα μάτια!.. Φαιδρά που αντηχεί!...
Γιατί στου τρανού Μηδενός τ’ άγια πλάτια
το Τίποτα βρίσκεται μόνο το πράο.
 

ΖΩ ΑΚΟΜΑ

Ζω ακόμα όχι διότι
την καρδιά έχω γερή
ή φουρτούνες δε με βρήκαν
είτε δύσκολοι καιροί.

Ζω ακόμα μόνο διότι
όπως όλοι οι άλλοι εγώ
δεν εγνώρισα τη νιότη
και ακόμα καρτερώ.

 

. Ο ΕΛΛΗΝΑΣ


Την ύπαρξή του μια ελαστικότητα ποτίζει
που τον κάνει παντού να ταιριάζει
 και σε όλα να προσαρμόζεται.

Κάποια δύναμη τονώνει την ανεπάρκειά του
δίνοντάς του την αντοχή να κοιτάζει ακόμα γύρω,
τα χρυσά θαυμάζοντας παιχνίδια
και τους ασημένιους κύκλους  των ασεβών συναναστροφών.

Τα δίχως κουρτίνες παράθυρά του ατενίζοντας,
σαν μέσα σ' ένα κλουβί
στο άπειρο πεταμένο
νοιώθει.

Κι είναι ως, παίζοντας, κάποιοι
να παρασπονδούν
και απέξω περνώντας,
ένα ξεροκόμματο κάποτε να του πετάνε.

Η ΓΡΙΑ

Βγήκε η γριά ν’ αγοράσει τσιγάρα.
Δόντια σαν ξεδοντιάρα τσατσάρα.
Κλαρωτό ένα φουστάνι φοράει
και καθένας μαζί της γελάει.

Βρε γριά, γιατί ακόμα καπνίζεις
και Μελεάγριο δαυλί μας θυμίζεις;
Και γιατί σαν να ήσουνα νέα
περπατάς, και σαν να ’σουν ωραία;

Μα κοντά στα κουσούρια της όλα
η γριά μας κουφή είναι κιόλα
κι όσο φτάνει στον Όλυμπο ο μπάτης
τόσο φτάνει η φωνή μου στ’ αυτιά της…

Να την! τώρα που στέκοντας κάπου
με μανία τραβά προς τα κάτου
τo φουστάνι της που ’χει ανέβει
και δεινά για το σύμπαν χαλκεύει.

ΑΣΚΟΠΗ


Μες  σ'   ένα  διάδρομό   μου  ξένο
βρίσκομαι. Κάποιον  περιμένω.  
Και   βλέπω ως   στέκω αποκάτου
απ’   τα χρυσά- παράθυρά  του
 
χρωματιστά φορεματάκια
να ’ναι γεμάτος. Κοριτσάκια
μικρούλες βγάζοντας φωνίτσες-
κάνουν στο διάδρομο   βολτίτσες.

Γεμάτα ρώμη  και   υγεία
περνούν δυο δύο, τρία τρία-  
παιδιά στη  νιότη   τους  την  πρώτη
γεμάτα σφρίγος κι   αθωότη.

Παιζογελώντας  περπατάνε
και με  βιβλία στο χέρι  πάνε
να διδαχτούν στα εργαστήρια
της επιστήμης τα μυστήρια.

…Φύγαν. Ο  χώρος μοιάζει τώρα
μια παγωμένη νεκροφόρα  
και  τα χρυσά του  παραθύρια
λειψάνου  κρύα λιβανιστήρια.

Μία εικόνα που στη μνήμη
σαν άλλες τόσες θε να μείνει
κι άχρηστη  κι  άσκοπη  εκεί  πάνω
θα  στέκει  ώσπου  να πεθάνω.

Λος Άντζελες Μάης 1988
 

ΣTON BIG ONE ΤΟΥ ΕΛ ΕΪ

Σεισμέ των τεσσεράμισυ πρωί
της δεκαεφτά Γενάρη,
μεγάλε Καρχαρία στη μικρή
λίμνη μας δίχως ψάρι,

καλώς μας ήρθες δύναμη τυφλή
για να μας δείξεις πάλι
πως δόξα, περιουσίες και τιμαλφή
είναι καπνός κι αιθάλη

κι ότι το μόνο φως το αληθινό
και ανεσπέρως λάμπον
το ταρακούνημα είναι το δεινό
λόφων βουνών και κάμπων,

και πως τα όντα εμείς τα «λογικά»
του κομπασμού του τόσου
γελοία είμαστε μηδενικά
στο μένος το άλογό σου.
 

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ
ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ ΣΤΙΣ 16-7-1960
ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΓΙΔΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΡΙΑ

Σπάρτη. Ιούλιος. Μεσημέρι. Έξω ο ήλιος πυρπολεί.
Τη 'λαφριά της 'εχει βάλει η πολιτεία περιβολή
και πουλάει το κορμί της στον Ευρώτα για δροσιά.
Έξω καίει, φουντώνει, βράζει, αναλιέται η δημοσιά.

Το σπίτι όλο ησυχάζει. Θα κοιμάται ο παππούς.
η γιαγιά θα ψιθυρίζει μονολόγους μυστικούς.
Θα πυρώνουνε στον κήπο τα σπυριά κάθε ροδιού
κι ο χυμός θα ζεματάει του μελάτου καϊσιού.

Το δωμάτιό μου όμως καταφύγιο δροσερό
κι όσοι ζήσανε στη Σπάρτη μια φορά κι έναν καιρό
είναι τώρα εδώ μαζί μου κι ο καθένας αρχινά
τη δική του ιστορία να μου λέει σιγανά.

Και μαθαίνω απ’ την Ελένη ότι πόθος εκείνης
η ιδέα μιας περιπέτειας ήτανε θαλασσινής.
Και μου λέει ο Λεωνίδας πως στους δρόμους τριγυρνά
και τους νόμους καταριέται που τον στείλαν στα στενά.

Κάποιο όχημα περνάει και στριγγλίζουν οι τροχοί.
Η στριγκλιά τους σαν σειρήνα στο δωμάτιο αντηχεί.
Μια στιγμή της ησυχίας χαλαρώνεται η πυγμή.
Ένας σφάλαγγας τρυπώνει μες στου τοίχου μια ρωγμή.

Στο τραπέζι πάνω στήσαν οι θεοί ένα ναόν
και σχεδιάζουν νίκη Τρώων και χαμό των Αχαιών.
Αλλά γνώμη ίσως ν' αλλάξουν μέχρι αύριο το πρωί.
Φέρτε νέκταρ… αμβροσία… α! τι Τρώες τι
Αχαιοί…
 

Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

Οι κινήσεις του ζωηρές
λίγο υπερβολικά κοφτές
λίγο υπερβολικά γοργές.
Τα μάτια του εκφράζουν μια
λίγο υπερβολική φροντίδα
για την παραγγελία του πελάτη.

Φέρει τον δίσκο με τόλμη σχοινοβάτη
κρατώντας τον σε μια ισορροπία αδιάκοπα ασταθή.

Αμφιβολία δε χωρεί: ο σερβιτόρος μας παίζει.

Τι παίζει όμως;
Δεν χρειάζεται πολύ να τον προσέξουμε
για να το δούμε.
Ο σερβιτόρος μας παίζει
κάνοντας πως είναι σερβιτόρος.
 

Λυπημένος.
Μ’ ένα θαμπό βλέμμα κοιτάζει τον κόσμο.
Οι ώμοι κυρτωμένοι, το κεφάλι σκυφτό,
με μια νωθρότητα ποτισμένο το κορμί του όλο.

Αν τώρα
όταν ένας ξένος εμφανιζόταν
αυτός σήκωνε το κεφάλι
ξαναπαίρνοντας τη ζωηρή και αεικίνητη περπατησιά του,
τι άλλο θ' απόμενε από τη λύπη του παρά,
μια υπόσχεση να ξαναβρεθεί μαζί της
μετά την αναχώρηση του επισκέπτη;

Λυπημένος ώσπου να 'ρθει ένας επισκέπτης-
είναι αυτή λύπη;
Όχι. Η λύπη είναι το ανεξίτηλο σημάδι του θανάτου
πάνω στα πρόσωπα των ζωντανών.
 

Στο κρεβάτι του θανάτου  
λίγο πριν η τελευταία μας βγεί πνοή,
μετανοούμε.

Πάνω μας έχουν σιγά σιγά μαζευτεί
κι έχουν στερεωθεί
πράξεις που δεν θα θέλαμε να είχαμε κάνει,
και φαντάσματα από πράξεις  
που ενώ θέλαμε δεν κάναμε.

Όλο αυτό το μάζεμα
με τη μετάνοια να το διώξουμε ζητάμε  
όπως το ριγμένο στους ώμους μας σακάκι
μ’ ένα  ξαφνικό ανασήκωμα των ώμων.

Μάταια όμως. Ο θάνατος παγώνει
κι αυτό το ανασήκωμα, κι αντί να ελαφρύνουμε
κολλάει κι αυτό επάνω μας
σαν μια ακόμα μέλισσα στο σμάρι.
 

Αν η συνείδηση μπορούσε στον κόσμο ν' αναβλύζει,
πριν αποκτήσει ένα παρελθόν,
τότε το παρελθόν μας θα μας παρουσιάζονταν
περιγραμμένο από ένα ξεκάθαρο
και χωρίς ανωμαλίες όριο,
σαν χωράφι
που αυλακιές το ορίζουν επιτακτικές.

Μα η συνείδηση πάει κάτω και βαθιά,
 και μέσα σε μια προοδευτική χάνεται συσκότιση,
που ως τα σκοτάδια φτάνει   
που κι αυτά ο εαυτός μας είναι.

Και συλλογιόμαστε πράγματα άσκοπα,
 και το αδύνατο γυρεύουμε, γιατί η συνείδηση
θα μπορούσε να εμφανιστεί στον εαυτό της
μόνο σαν να 'ταν ήδη γεννημένη.
 

Αγάπες και φιλιά και αγκαλιές
Χαμένα μέσα στ' όνειρο του χτες
και στεναγμοί και λόγια λιγωμένα
μες στ' όνειρο του αύριο χαμένα.

Κι ακόμα ενώ τρυγάει φιλιά και χάδια
Κοιτάει την αγκαλιά του κι είναι άδεια.
Κι ακόμα ενώ η γλυκιά τον ντύνει πάχνη
Βλέπει ξανά, κι ούτε αγκαλιά υπάρχει.

Και μόνο μένουνε απ' όλα τούτα
Παιδιά, που ως ωριμάζουνε τα φρούτα
έτσι κι αυτά γεννιούνται κι αντριεύουν
και χάδια και φιλιά κι αυτά γυρεύουν.
 

Σάλιο των ζώων, τόσο όμοιο
και τόσο διάφορο από νερό είσαι.

Μέσα σου βρίσκεται διαλυμένη η ουσία της ύπαρξης,
όπως το πικρό στο γλυκύ διαλυμένο είναι.

Της πατρότητας και της ομοείδειας την ψυχή
στις σταγόνες σου μέσα σαν κιβωτός ιερή περιέχεις  
και κάστρο φιλότητας
και δίχτυ προστασίας από εχθρούς την κάνεις.

Μέσα σου τα μυστικά της ύπαρξης
θαλπωρή και ανοχή ανεξάντλητη βρίσκουν
του κόσμου την αλληγορία για να ζωγραφούν.

Πληγές ιαίνεις, νεογνά φροντίζεις,
και με ακούραστο τη γλώσσα όχημά σου,
παντού όπου η ζωή ανάγκη σ’ έχει,
του θανάτου την ξέρα νοτίζεις.
 

Ταμπέλα έξω από κινηματογράφο (1957):
"ΈΝΑΡΞΙΣ ΤΟΝ ΟΚΤΩΜΒΡΙΟΝ"

Έναρξις τον Οκτώβρη…  
Μα μερικοί θα 'χουν πεθάνει.
Το έργο -το ίδιο κάνει-
Άλλος καλό θα το 'βρει
κι άλλος θα κάνει σχόλια.
Οκτώβριο θ' ανοίξει.
μα πόσοι θα 'χουν λείψει...
πόσους τα μαύρα βόλια
ταυ μαύρου τον θανάτου
θα 'βρουν' και πόσοι
στη ζάλη τους την τόση
θα πάν κοντά του…
Μα νέα βλαστάρια
το φως θα γεμίσει.
Στους κάμπους θ' ανθίσουν
νέα χορτάρια.
Στους αγρούς που μένουν
άγονοι και νεκροί
τώρα χρυσοί καρποί
τον τρύγο περιμένουν.
Καινούργιο σινεμά
και θεοί καινούργιοι.
Αθώοι και κακούργοι,
σερίφης που κρεμά.
Ωραίες και μαγκάκια
θα βλέπουν στο πανί
καινούργιοι νεαροί
με γυριστά μουστάκια.

(Τρίπολη, 1957)

ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Μέσα απ’ την παγωμένη ομίχλη του κήπου  
με το βήμα του παφλασμού της θάλασσας συντονισμένη
η μυρωδάτη ελπίδα του τριαντάφυλλου έρχεται
να ξεπλύνει τα κακά όνειρα της νύχτας.

Μέσα στην προαιώνια αθωότητα του πρωινού
ο ουρανός ακόμα μαραμένος
ακόμα κοιμισμένη η φωνή του αηδονιού
θολές ακόμα από μυστήριο οι ψυχές.
 
Το νέο πρωινό έφτασε
πίσω του συντρίμμια αφήνοντας
το ειδύλλιο της νύχτας και του θάνατου.

Από το παιδικά άδολο πρόσωπό του
μυριάδες πιθανότητες ευτυχίας εκπηδούν.
Το μέλλον χρωματίζει τις παρειές του.
Το χαμόγελό του
ανυστερόβουλο
σε όλα χαρίζεται.

Και στο χέρι του το κουβάρι κρατεί
του χαρταετού ήλιου
που κιόλας
χρωματιστός ξεπροβάλλει
πίσω από θάλασσες και όρη. 

ΛΑΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ

Η Κίνα πάει για κοσμοκράτειρα.
Η Ελλάδα ούτε την Ελλάδα δεν ορίζει.

Το Ισραήλ ειν’ η παγκόσμια Τράπεζα.
Η Ελλάδα ειν’ ο παγκόσμιος ψωμοζήτης.

Το Ιράν το τρέμουνε σ΄Ανατολή και Δύση
Η Ελλάδα τρέμει έτοιμη να σβήσει.

Η Αίγυπτος σεβάσμια σ’ όλους.
Η Ελλάδα από κανέναν σεβαστή.

Δυναμικό το Ιράκ και τιμημένο.
Η Ελλάδα αδύναμη κι ατιμασμένη.

Όμως για τους κρετίνους της Ελλάδας
η Ελλάδα είναι χιλιοδοξασμένη
στου κόσμου όλου τα καλά είναι πρώτη
και όλοι τη ζηλεύουν στην υφήλιο…

ΒΡΑΔΙΑ ΧΟΡΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΙΑΤΡΩΝ
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ
    
Λος Αντζελες. Νοέμβριος. Χορός επιστημόνων
Ωρα επτά. Η είσοδος είναι με σμόκιν μόνον.
Έλληνες που εφύγανε απ’ τη φτωχή πατρίδα
μια πλούσια κουκουλώθηκαν γρηά αμερικανίδα,

και τώρα ζούνε κάνοντας χορούς κάθε λιγάκι-
της ζωής εκούσιοι, ναυαγοί-της κοινωνίας ράκη.
Όπως απόψε κάνανε  κι εφώναξαν κι εμένα  
που άλλου είδους ναυαγός εβρέθηκα στα ξένα.

Ο ένας απ’ τον άλλονε τελείως ξεκομμένοι
και μόνον γέλιο άχαρο ένα τους απομένει
ψυχρό κι αυτό κι απόμακρο σαν κάποιο ξεχασμένο
φάντασμα γέλιου αλλοτινού-σαν κάτι πεθαμένο.

Δυο πολυέλαιοι κρέμονται τεράστιοι απ’ το ταβάνι
μιά ορχήστρα νέων ομογενών κάποια γωνία πιάνει
και πάνω στο τραπέζι μας άνθη ωραία ευώδη
που την καρδιά θα μέρευαν ακόμα και Ηρώδη.

Ψυχρή  ατμόσφαιρα-ψυχρά μιλήματα κι  αστεία
και μ’ ύφος που εταίριαζε στην αίθουσα την κρύα
σηκώθηκε αφού φάγαμε ένα αναιδές παιδάριο  
και  μία  διάλεξη  έκανε θερμή  για  το  δολάριο.

Τι  κι   αν  εβγήκε  απ’  τη   μικρή  ορχήστρα η  Γερακίνα
τι  κι  αν  νεράκι   ολόδροσο  να πα’   να φέρει εκίνα
μα γύρισε αξεδίψαγη  στο  παγερό  το βράδυ
γιατί   όσο και αν έψαξε  δε  βρήκε ένα πηγάδι .

Κι  απ’ όλης  τούτης  της  βραδιάς  τον  νυσταγμένο  σάλο
τα λουλουδάκια αξίζανε μονάχα  δίχως  άλλο-
υάκινθοι, γαρύφαλλα, τριαντάφυλλα, ορχιδέες
που  με  λεξούλες   μας  μιλούν  που  είναι  πάντα νέες.

Έτσι περνούν οι ομογενείς στης ξενητιάς τα μέρη:
με το κενό για σύντροφο-με την ανία για  ταίρι.
Κι όποιος κατάρα θα ’θελε σε κάποιονε να δώσει
ας του ευχηθεί της ξενιτιάς το σκότος να τον ζώσει.

Λος Αντζελες, 7 Μαρτίου 1987
 

 ΕΛΛΗΝΑΣ


Την ύπαρξή του μια ελαστικότητα ποτίζει
που τον κάνει παντού να ταιριάζει
 και σε όλα να προσαρμόζεται.

Κάποια δύναμη τονώνει την ανεπάρκειά του
δίνοντάς του την αντοχή να κοιτάζει ακόμα γύρω,
τα χρυσά θαυμάζοντας παιχνίδια
και τους ασημένιους κύκλους  των ασεβών συναναστροφών.

Τα δίχως κουρτίνες παράθυρά του ατενίζοντας,
σαν μέσα σ' ένα κλουβί
στο άπειρο πεταμένο
νοιώθει.

Κι είναι ως, παίζοντας, κάποιοι
να παρασπονδούν
και απέξω περνώντας,
ένα ξεροκόμματο κάποτε να του πετάνε.
 

ΣTON BIG ONE ΤΟΥ ΕΛ ΕΪ

Σεισμέ των τεσσεράμισυ πρωί
της δεκαεφτά Γενάρη,
μεγάλε Καρχαρία στη μικρή
λίμνη μας δίχως ψάρι,

καλώς μας ήρθες δύναμη τυφλή
για να μας δείξεις πάλι
πως δόξα, περιουσίες και τιμαλφή
είναι καπνός κι αιθάλη

κι ότι το μόνο φως το αληθινό
και ανεσπέρως λάμπον
το ταρακούνημα είναι το δεινό
λόφων βουνών και κάμπων,

και πως τα όντα εμείς τα «λογικά»
του κομπασμού του τόσου
γελοία είμαστε μηδενικά
στο μένος το άλογό σου.
 

                 ΝΕΑ ΛΕΞΗ


Εμπρός οι γλωσσολόγοι όπου γης!
Καθένας το μυαλό του ας κεντρίσει
και το διπόδαρο το ζώο ευθύς
με λέξη νέα μια ας ονοματίσει.

Ο άνθρωπος κοιτούσε με τα μάτια
κι όχι με γίγαντες φακούς τ’ αστέρια.
Ο άνθρωπος δε ζούσε σε παλάτια
και δεν του  μοσκομύριζαν τα χέρια.

Με το υνί ο άνθρωπος το χώμα
το σκάλιζε και τάιζε το κορμί του.
Αλήθειες μόνο του έλεγε το στόμα
κι ήταν το πρόσωπό του το σπαθί του.

Τα πόδια του είχε για να τον πηγαίνουν
τα χέρια του τ’ αμπέλια ετρυγούσαν
κι είχε τα ρόδα για να τον ευφραίνουν
και μυρωδιές του δάσους τον μεθούσαν.

Σαν αγαπούσε άστραφταν τα σκότη.
Σαν έκλαιγε η Πλάση εσκοτιζόνταν.
Και ήταν η γυναίκα σκέψη πρώτη
και άμετρη η χαρά του όταν ερχόνταν.

Κι όταν το φως του ένιωθε να σβήνει
κι όταν την ύστατη άφηνε πνοή
ήξερε πως θα έβρει τη γαλήνη
που ήρθε και του τάραξε η ζωή.

Εμπρός οι γλωσσολόγοι όπου γης!
Καθένας το μυαλό του ας κεντρίσει
και το διπόδαρο το ζώο ευθύς
με λέξη νέα μια ας ονοματίσει.
 

ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
(Λος Άντζελες 1994)

«Oι γιατροί είναι το εκτελεστικό όργανο της Μοίρας» είπε.
Θυμάμαι ήθελα κάτι να πω.
Κάτι να συμπληρώσω.  
Τι, δεν ήξερα.  

Πέθανε από καρκίνο.

Φεύγοντας από την πατρίδα
πήρα το μνήμα του μαζί μου.

Άφησα την ψυχή και την καρδιά μου άστεγες
σαν Νύμφες απ’ τα στέκια τους διωγμένες
κι έφερα το κορμί μου και το πέταξα
βορά στ’ ατσάλινα σαγόνια
(ε, όσο και να πεις
μήπως και οι εδώ καλοπερνάνε;)

Και μέσα από φαντάσματα εγκλημάτων
και μέσα από σκιές αδικιών
και μέσα από συστήματα ενοχών περνώντας,
ανυπόστατων,
έφτασα μπρος στον μπρούτζινο ζυγό.

Και πώς ζυγίζονται οι Ψυχές;
Και πώς ζυγίζονται οι νύχτες οι αξημέρωτες;
Και πώς τα δάκρυα που πια έχουν στερέψει;

Τώρα γνωρίζω τι ήθελα να συμπληρώσω:
«Κι οι δικαστές Δημήτρη… Κι οι δικαστές…»
 

ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΒΙΑΣΜΟΥ

Κάθε Πυθία είχε ως γνωστόν
Τον θείο Απόλλωνα για σύζυγο της
Κι οφείλουμε το θάμα των χρησμών
Στο σμίξιμο μ’ αυτόν το ερωτικό της.

Κι ήταν αμόλυντη-κι ήταν αγνή
Κι ήτανε στο θεό δοσμένη όλη
Κι ήταν γι αυτήν οι δάφνινοι αχνοί
Το θείο της συζυγικό ροσόλι.

Μα κάποιος Εχεκρατής, Θεσσαλός
Ξύπνιο παιδί και μάγκας απ’ τους πρώτους
που διόλου δε λογάριαζε ασφαλώς
Μαντεία και χρησμούς και δάφνης κρότους,  

Μία Πυθία που γούσταρε πολύ
Ευθύς την απαγάγει και τη βιάζει.
Κι έτσι παρθένα ως ήταν και δειλή,  
Πολύ ο Θεσσαλός το διασκεδάζει.

Διαδόθηκε το πράγμα παρευθύς
Και όλοι λέγαν: «Ιεροσυλία!»
Μον' ένας Δέλφιος, τύπος ευθύς
"Μπράβο του τύπου!" λέει με μανία.

Οι μπάτσοι τόνε πιάνουνε λοιπόν
Και μια και δυο τον παν στο δικαστήριο.
Φτάνει η σειρά του. «Δέλφιος!» "Παρών",
Και, «Ασέβεια» το κατηγορητήριο.

« Λοιπόν τι έχεις ν’ απολογηθείς;»
 Ο δικαστής του λέει αγριεμένος.
«Κυρ-δικαστή το ξέρει ο καθείς
Με τους Θεούς πως δίκαιο έχω μένος:

Γιατί, οι βρωμιάρηδες, πόσες φορές
Δεν ήρθανε σε μας πόθο γεμάτοι
Και δεν αγκαλιαστήκαν με θνητές
Πάνω σ’ ανίερου έρωτα κρεβάτι…  

Γιατί να μη μπορούνε κι οι θνητοί
Με τους Θεούς να κάνουνε τα ίδια;
Εμείς τους πλάσαμε. Λοιπόν γιατί
Δικά τους να γινόμαστε παιχνίδια;  

Γι αυτό μπροστά σας πάλι θα το..πω-
Μπράβο στον Εχεκράτη πούχει αλλάξει
Λίγο τον παλαιό στραβό σκοπό
Κι απ’ την ντροπή μας έχει απαλλάξει.


                        ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Πίσω να πάω ήθελα πάντοτε στο χωριό μου
Και να! η ώρα έφτασε. Ταξίδι ξεκινώ.
Άλλα σημάδια ήξερα όμως εγώ του δρόμου
Και το ταξίδι ήτανε, μου εφάνη, μακρινό.

Πλησιάζοντας τ’ αρώματα περίμενα να νοιώσω
Που του χωριού μου οι πλαγιές την Άνοιξη σκορπάν,
Μα λιβανιού τη μυρωδιά μυρίζω τώρα-α! πόσο
Αλλιώς ειν’ όλα!  Κι άνθρωποι στον ώμο τους με παν.

Αρνιών τα κουδουνίσματα περίμενα στη στάνη
Και θυμιατήρια αντίς γι αυτά στ’ αυτιά μου αντηχούν.
Μιλήματα παλιόφιλων σε ξερικό μποστάνι,  
Τώρα τροπάρια ακώ να ηχούν-παπάδες να μιλούν.

Βγάλτε με! Βγάλτε με από δω! Εγώ δε θέλω χάρο
Εμέ δεν πρέπει χώσιμο βαθιά στην κρύα γη
Απ’ τη ζωή ακόμα εγώ έχω πολλά να πάρω
Τις νύχτες πήρα όλες της-δεν πήρα μιαν αυγή.

Αν με το μέτρο της χαράς τη ζήση εσείς μετράτε
Ιδέτε το δισάκι μου κενό από χαρές.
Δεν έζησα. Να θάψετε πέστε λοιπόν ποιον πάτε
Φτιάχνοντας πίσω του μακριές αργόσυρτες σειρές;

Αν πάλι οπωσδήποτε σεις πρέπει να με θάψτε
Βλέπετε κείνα τα μωρά που κλαίνε για βυζί;
Ειν’ οι χαρές μου οι ορφανές. Τρίδιπλο τώρα σκάψτε
Λάκκο βαθύ και βάλτε μας κι αυτές και με μαζί.

Και κει, στου τάφου την ερμιά, στο τρίσβαθο σκοτάδι
Ίσως εκεί ένα άλλο φως να έβρω μυστικό
Και την αυγή που έψαχνα να τήνε βρω στον Άδη
Και οι χαρές μου πιόμα εκεί να βρουν μεθυστικό.
 

ΡΗΣΕΙΣ

"Αν δε χτίσεις σπίτι
δεν έχεις κάνει τίποτα στη ζωή σου"
λένε οι άνθρωποι.

Πήρα ένα στίχο μου κι εγώ
και πλάι τον έβαλα στο σπίτι το μεγάλο
της οδού Κτιστών
του τόπου Γη.
Την άλλη μέρα παραρτήματα οι εφημερίδες:
"Γιγάντιο οικοδόμημα πλάι σε σπίτι συμπολίτη
μας μες σε μια νύχτα-
θαύμα ή ομαδική οφθαλμαπάτη;"

Και πια το στίχο μου πάλι επήρα
και πάλι μες στο ποίημα τον έβαλα
ώστε και τους θνητούς να επαναφέρω
στην πρότερή τους απλοπάθεια και αποπλάνηση,
και να κοπάσω τις πικρές
τις θρηνωδίες του ποιήματος
απ’ όπου αυτόν το στίχο είχα βγάλει.
 

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Πήγα στο τυπογραφείο να συζητήσω τις λεπτομέρειες της έκδοσης των απάντων μου.
Τρεις κυρίες μέσα εκεί, πολύ ευγενικές και φίλες.
Ο χώρος κλειστός.
Και είχαν ανοίξει και το αιρ κοντίσιον.
Και οι τρεις έχουν περάσει κορονοϊό.
Αν υπήρχε εκεί μέσα κορονοϊός αυτός θα ορμούσε προς εμάς-εμένα, λόγω της ώθησης του αιρ κοντίσιον.
Οι κυρίες δεν φορούσαν μάσκες.
Εγώ φορούσα. Αλλά τι να σου κάνει η μάσκα αν μένεις τόσην ώρα μέσα σε ένα δωμάτιο με κορονοϊό;
Γιατί θα έμεινα μισή ώρα.
Να φύγω δεν γινόταν. Έπρεπε να κάτσω εκεί και να συζητήσω αν ήθελα να εκδοθούν τα άπαντά μου.
Θα μπορούσα να τους ζητήσω να ανοίξουν την πόρτα.
Πώς θα το δικαιολογούσα. όμως;
Εμ είσαι εδώ για δουλειά σου, εμ θέλεις να μας κάνεις και κουμάντο στον χώρο μας;
Και πώς να εξηγούσα την πράξη μου αυτή χωρίς να φανώ ότι είμαι υπερβολικός (μιας και οι τρεις έχουν περάσει τον κορπνοϊό; Άντε να τους εξηγείς τότε ότι ίσως να είχαν τον ιό εκείνοι που μπήκαν πριν από μένα.
Ή ότι αυτές οι ίδιες μπορεί να έιχαν ξανακολλήσει.
Να έφευγα με κάποια πρόφαση; Μα είχα πει ότι θα πήγαινα για να κανονίσουμε έτσι κι αλλιώς τις λεπτομέρειες της έκδοσης.
Μόνον προσπαθούσα να μένω όσο πιο μακριά τους μπορούσα, πράγμα δυσκατόρθωτο.
Αποτέλεσμα: θα πεθαίνω κάθε μέρα ώσπου να περάσει η περίοδος επώασης του ιού, ή ώσπου να αρρωστήσω από αυτόν.
Βρίσκομαι νοερά διασωληνωμένος κιόλας σε κάποιο επαρχιακό νοσοκομείο, ετοιμοθάνατος.
Νιώθω ήδη τις πλαστές και κακοεκδηλούμενες προσπάθειες των νοσοκόμων και των γιατρών να μη δείξουν ότι είναι σίγουροι ότι θα πεθάνω.
Κανείς δεν θα είναι μαζί μου στο νοσοκομείο.
Και βέβαια δεν  θα επιτρεπόταν και να είναι μέσα και  αν υπήρχε, όμως άλλο είναι να ξέρεις ότι κάποιος δικός σου που θα ευχαριστηθεί που θα πεθάνεις είναι κοντά σου.
Νιώθω τη δυσχέρεια αναπνοής, ο πυρετός μου όλο ανεβαίνει, πονάω παντού.
Να πάρω τηλέφωνο τη Λόλα;
Τι να μου κάνει; Δυστυχώς είμαστε ίδιοι χαρακτήρες-δεν ταιριάζουμε.
Τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι και νυν συνταξιούχοι, που κατηγορούν όλους τους άλλους γιατί μόνον αυτοί-εμείς ήμασταν οι καλοί δημόσιοι υπάλληλοι.
Τρίχες.
Το πολύ να μου έλεγε: Τι να γίνει καμάρι μου; Δεν πειράζει. Έτσι είναι, κάποτε όλοι θα πεθάνουμε.
Αν ήτανε ζωηρός, ενθουσιώδης χαρακτήρας, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
«Χαζός είσαι; Έτσι  κολλάνε; Με το που έκατσες για λίγο μέσα σε ένα δωμάτιο που κανένας δεν έχει κορονοϊό; Και μάλιστα που φορούσες και μάσκα; Άντε ντύσου να πάμε μια βόλτα και μη βάζεις τέτοιες κουτές ιδέες στο μυαλό σου.»
Έτσι θα μου έλεγε και θα με ησύχαζε.
Τώρα όμως, πώς περνάει ο καιρός ως τα πρώτα συμπτώματα ή ώσπου να περάσει ο χρόνος επώασης;
Άκουσα κάπου προχτές έναν γιατρό να λέει από τηλεοράσεως ότι σήμερα από την παραλλαγή Όμικρον, πεθαίνουν μόνον οι υπερ-υπερήλικες και που έχουν πολύ σοβαρές αρρώστιες.
Μα δεν είναι σοβαρό να έχεις φραγμένες και τις τρεις μεγάλες αρτηρίες της καρδιάς σου;
Δεν ξέρω.
Νοσήματα άλλα, παθολογικά, όπως διαβήτη, πνευμονοπάθεια, ηπατοπάθεια, δεν έχω.
Και δεν θα έχω δώσει τα άπαντά μου στις βιβλιοθήκες που σκοπεύω να τα δώσω για να τα πετάξουν αυτές σε μιαν άκρη ώσπου να λιώσουν από την πολυκαιρία.
Γιατί μη νομίσει κανείς ότι δεν ξέρω την τύχη των γραφτών των ελλήνων ποιητών.
Την ξέρω.
Στις βιβλιοθήκες τριγυρίζω χρόνια τώρα.
Η ποίηση μου έδινε κάτι για να ασχολούμαι μ’ αυτό. Αυτή ήταν η μεγάλη προσφορά  της σε μένα.
Κάποιος κέρδισε κάμποσα εκατομμύρια στο τζόκερ σήμερα.
Να είχα τουλάχιστον λεφτά. Να τα χαρίζω. Αυτό μόνον θα μου έδινε χαρά.
Γιατί είμαι άνθρωπος του «δίνω».
Να έπαιρνα τον Μπούλη και να του έλεγα: Μπούλη, ήσουν και είσαι ο αδερφός μου για όλα αυτά τα χρόνια που γνωριζόμαστε. Πες μου τον αριθμό του λογαριασμού σου να σου βάλω μέσα δύο εκατομμύρια. Κέρδισα το τζόκερ.
Να έδινα και στις καλές κυρίες που με κόλλησαν στο μαγαζί τους τον ιό (δε φταίνε αυτές που εγώ ήθελα να εκδώσω τα γραφτά μου, ούτε που δεν τους ζήτησα να ανοίξουνε την πόρτα τους. )
Και στον μόνο παιδικό φίλο μου, τον Κωστάκη, να έδινα όλα τα υπόλοιπα.
Γιατί να μην είναι φανερός ο ιός; Γιατί να μην υπάρχει τρόπος να ξέρεις αν σε πρόσβαλε την ίδια στιγμή που υποψιάζεσαι ότι τον  κόλλησες;
Και μετά από το μαγαζί, αφού πήρα όλους τους κορονοϊούς του, πήρα και ένα ταξί νε με πάει μέχρι το κούριερ για να παραλάβω δυο κιλά ελιές που μου έστειλαν από τη Σπάρτη.
Τις είχα παραγγείλει μη ξέροντας ότι η Λόλα θα μου έφερνε άλλα δύο κιλά.
Όλο και κάποιους ιούς θα πήρα κι από το ταξί. Λέω…
Μα τσάμπα πήγα.
Είχαν γυρίσει πίσω το δέμα.
«Γιατί;»
«Γιατί  δεν ήρθατε να το πάρετε πριν δυο μέρες»
«Μα σήμερα με ειδοποιήσατε ότι ήρθε».
«‘Έπρεπε ο αποστολέας να σας δώσει τον αριθμό αποστολής την ημέρα που σας το έστειλε».
Βρες άκρη!...

Και τώρα περιμένω να πεθάνω.
Και σε ποιον να δώσω λεφτά να προχωρήσει την έκδοση και να στείλει τα βιβλία εκεί που θα τα πήγαινα εγώ;
Σε όποιον και να δώσω, θα τα φάει.
Και καλά θα κάνει.
Ο προορισμός της ποίησης ήτανε να με συντροφέψει όσο ζούσα.
Από κει και ύστερα ποιος ο λόγος να περπατήσει μετά τον θάνατό μου;
Μαζί μου τελειώνει κι αυτή.
Έχω πέντε χιλιάδες στην Τράπεζα.
Θα ήθελα να τις αφήσω στον Μπούλη. Πώς όμως που βρίσκεται στην Αμερική;
Θα μπορούσε ένας συμβολαιογράφος να κανονίσει με την Τράπεζα όταν πεθάνω να στείλει τα λεφτά μου στον λογαριασμό του Μπούλη;
Μα θα δώσει ο Μπούλης το λογαριασμό του για να πάρει ίσως πέντε χιλιάρικα; Έτσι δίνουν τον αριθμό του λογαριασμού τους οι άνθρωποι;
Και πάλι πώς θα μάθαινε ο συμβολαιογράφος ότι πέθανα;
Να τα δώσω από τώρα σε κάποιον εδώ, στην Ελλάδα;
Κι αν μία στο εκατομμύριο δεν πεθάνω;
Προβλήματα.
 

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

Ο ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ

Όλα καλά πήγαιναν  
το πρωινό ήταν υπέροχο  
οι άνθρωποι όλοι καλοί μαζί του
τα παλιά και άσχημα ήταν για πάντα ξεχασμένα.  
Κι ο κόσμος ήταν ο καλύτερος
που θα μπορούσε κάποιος να υπόθεσει.

Ξάφνω…
ένας πονοκέφαλος!  

Περίεργο πολύ ήταν αυτό
που τότε επακολούθησε.
Ο καιρός αμέσως άλλαξε.
Τα κακά όλα μπροστά του ήρθαν ζωντανά.
Ως για τον κόσμο,
λίγο να ήτανε καλύτερος,
μπορεί και να ’τανε υποφερτός.
 

ΚΛΕΙΣΜΕΝΟΙ

Κλεισμένοι για όλα και απ' όλα είμαστε  
σαν σεντούκι στο βυθό θάλασσας
που δεν αφήνει ούτε του νερού το γλείψιμο,
κάπου την επιφάνεια του να παραβιάσει.

Δίνες μας μετακινούν και μας τραντάζουν.
Ρεύματα παλιρροϊκά μας χτυπούν, κύματα
μας παίρνουν και μας πάνε και μας παν,
χτυπώντας μας σε βράχια θαλασσινά.

Και κλεισμένοι μένουμε για πάντα,
άμαθοι για το τι 'ναι το νερό-αυτό,
που δίχως έλεος
τόσο μας τυραννεί και μας τρομάσσει.

Κλεισμένοι. Χωρίς ουτ' ενός τάφου άνοιγμα.
Κλεισμένοι στην αιωνιότητα και στη αυτογνωσία.
 

ΤΑ ΆΠΑΝΤΆ ΜΟΥ

Μου λένε:
«Κάνε μεγαλύτερα τα γράμματα…
Κάνε πηχυαίους των τόμων σου τους τίτλους.
Χρωμάτισε τα εξώφυλλα…
Διαφήμισέ τα…

Τους αγνοώ.
Ένας τυμβωρύχος
θέλω να με βρει.
 

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Τα πρόσωπα.
Παντοδύναμα.
Μια κομψή μύτη
γκρεμίζει έθνη.
Μια μικρή σύσπαση του πάνω χείλους
αυτοκρατορίες γεννάει.
Μια ματιά τους
ανεπιθύμητων σωρεία εξολοθρεύει.

Τα πρόσωπα.
Επιπόλαια.
Λένε Εγώ
και κάτι άλλο μ’ αυτό
που άγνωστο τους είναι
εννοούν.

Και όταν ο Αιώνιος έρθει,
Αυτός
ο χωρίς πρόσωπο,
και ορθός και ακίνητος
σαν σύνορο άγνωστης χώρας
στη σκοτεινή εμπρός είσοδο σταθεί,
τα πρόσωπα όλα προς αυτόν στρέφουν
και προς αυτόν υποτακτικά τραβούν.

Και μέσα στο σκοτάδι
ξαθώς αδύναμα
και σαν μέγα πλήθος από φθορές ξανοίγονται,
η παλίρροια της σιωπής
τα πνίγει με τα κύματά της.
 

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Τα στόματα κουράστηκαν.
Τα μάτια μάταιες γέμισαν εικόνες.
Τα πόδια
σαν μέσα σε χιονοθύελλες να περπατούν
τα τελευταία βήματα βαριά σέρνουν.

Είναι η ώρα των ψυχών.

Μέχρι τώρα εκείνες σώπαιναν
μέσα στους κρινένιους τους κήπους.
Τώρα δοκιμάζουν τα φτερά τους
όπως πουλιά φυλακισμένα.  
Για να θυμηθούν.  

Τα σώματα νιώθουν τον σάλαγό τους
ακούγοντας το τραγούδι της δροσοπηγής
ή ένα μεθυσμένο από φως πρωινό θωρώντας.

Κι όταν αυτές πετάξουν
εκείνα μένουν άδεια
σαν παιδιά όταν το παραμύθι τελειώνει.
 

ΤΡΟΜΟΣ

Όταν μιλούν οι αλλόγνωτοι
Ο αυτοφυής τρομάσσει.
Βλήματα γι αυτόν οι λέξεις
και ο ήχος τους
όπλο εκηβόλο.

Και σκέφτεται:
«Μη τόσο αρχέγονος εγώ έχω μείνει
και η κατοικία μου το άναρθρο είναι;
Και όμως
οι κραυγές προτιμότερες θα ήταν
να τραβούν ίσια στον αρχαίον ορίζοντα:  
ένας ψίθυρος για την αγάπη,
ένας γρυλισμός συγνώμης για τη χαρά,
μια οιμωγή για το αύριο,
αντίς τα στρογγυλεμένα
πληγές γεμάτα λόγια
που την ψυχή πάντοτε χτυπούν.

Έτσι και ο μέσα μας ουρανός δεν θα μάτωνε
Και το δαχτυλίδι της ευτυχίας μας
θα το φορούσαμε ακόμα
καθώς οι ζέβρες τις γραμμώσεις τους
και την περηφάνια τους οι αετοί.»
 

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Απλόχερα το σκότος σκορπισμένο
μες στο μικρό το καμαράκι
που μέσα του αποθήκευαν τα ξύλα-
τα πυρομαχικά για την αντίσταση
στον άλλο τους εχθρό: το κρύο.  

Με τα ξύλα αυτά για σκηνικό
μπροστά στο ανύποπτο παιδί φάνηκε ο Θεατρώνης
βικτωριανά ντυμένος ρούχα.

Παρουσιάστηκε κι ευθύς
άρχισε να μιλάει.
Προλόγισε το έργο
για συγγραφέα μίλησε
για σκηνοθέτη κι ενδυματολόγο
για ηχητικά και οπτικά εφέ
για μουσικούς, για υποβολείς, για ιμπρεσάριους…
Κι έλεγε και σταματημό δεν είχε.

Η ώρα πέρασε και πέρασε.

Τα παιδικά τα βλέφαρα εβάρυναν.
Κι ως το μικρό το καμαράκι είχε γεμίσει
με σκηνικά του έργου που ούτε η πόρτα
δεν άνοιγε για κάποιον να ’βγει έξω,
σ’ ένα κρεβάτι εξάπλωσε
που στη σκηνή βαλμένο ήταν επάνω.

Τα λόγια μπλέκοντας του θεατρώνη
με τις δικές του ιδέες
πριν κοιμηθεί σκεφτόνταν το παιδί:
«Άραγε μη το έργο ήταν μονόλογος;
Ή τάχα ο πρόλογος ήταν το έργο;
Κι έτσι κι αλλιώς η υπόθεση ποια είναι;
Ποιο το τέλος του;
Κι όποιο και να ’ταν θα το έβλεπε ποτέ;»

Μα ενώ του κλείνανε τα μάτια
και η φωνή του θεατρώνη όλο ξεμάκραινε,
οι σκέψεις του όλες έσβησαν
και οι αισθήσεις του
τίποτε πια δεν του ζητούσαν.
 

ΠΡΩΙ

Ξεκινώντας από την παγωμένη ομίχλη του κήπου  
με το βήμα του παφλασμού της θάλασσας συντονισμένη
η μυρωδάτη ελπίδα του τριαντάφυλλου έρχεται.

Μέσα στην προαιώνια αθωότητα του πρωινού
ο ουρανός ακόμη μαραμένος.
Ακόμα κοιμισμένη η φωνή του αηδονιού.
Θολές ακόμα από μυστήριο οι ψυχές.
 
Μα να! το πρωινό έφτασε
πίσω του συντρίμμια αφήνοντας
το ειδύλλιο της νύχτας με τον θάνατο.

Από το παιδικά άδολο πρόσωπό του
μυριάδες πιθανότητες ευτυχίας εκπηδούν.
Το μέλλον χρωματίζει τις παρειές του.
Το χαμόγελό του
ανυστερόβουλο
σε όλα χαρίζεται.
Και στο χέρι του το κουβάρι κρατεί
του χαρταετού ήλιου
που κιόλας
χρωματιστός ξεπροβάλλει
πάνω από θάλασσες και όρη.
 

ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟ

Όταν με τα χέρια σας, κορίτσια,
η φαντασία αγκάλιαζε το άπειρο
και με του στήθους σας τη θαλπωρή
χλίαινε τον κόσμο,
δεν πίστευε πως όλα αυτά
τα τόσο καθάρια και λαμπρά
σε κάποιον άλλον γίνονταν.  

Ούτε να προβλέψει εδυνόταν
πως κάποτε οι δρόμοι θα σκοτείδιαζαν
και στα σπίτια μέσα  ότι τα κρεβάτια
αρρώστους τώρα
στα σιδερένια μπράτσα τους θα κουβαλούσαν.
 

ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΑΥΤΟΧΕΙΡ

Πώς θα πας να κοιμηθείς
και θ’ αφήσεις το φεγγάρι;
Τέτοια θλίψη, τέτοια χάρη
πώς μπορείς ν’ απαρνηθείς;

Ρέει το φως του σαν ασήμι
και λαμπρύνει το βουνό.
Ρέει από τον ουρανό
Και τη γη νυφούλα ντύνει.  

Πώς θα στέρξεις και θα χάσεις
τέτοιο ψέμμα; Πώς της γης
όσο απόψε κι αν λαμπρής
 την αλήθεια θ’ αγκαλιάσεις;

Πώς, που στρώμα της το χώμα
κι ύπνος αιώνιος το φιλί;
Πώς, γλυκά που σε καλεί
απ΄τα ουράνια τέτοιο σώμα;

Άπελπε ονειρευτή  
ρίξε κάτου το μαχαίρι:
πώς εσύ, σελήνης ταίρι
θα κοιμόσουνα τη γη;
 

 ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΑΛΟΓΟ-1184 π.Χ

Του κάκου την καταστροφή η Κασσάνδρα
είδε μες στ’ άλογο να κρύβεται.
Του κάκου ο Λαοκόοντας και οι γιοί του συμβουλέψαν.

Οι τρώες δεν τους δώσαν σημασία.

Ήταν γιατί ο Σίνων πειστικός εδείχτηκε;
Ήταν γιατί άδειο το στρατόπεδο από Αχαιούς να δούνε
σκέψη στην τόση τους μέσα χαρά δεν εχωρούσε;
Ή τάχα υπάκουσαν σε μία βούληση ασύνειδη-
σε μια εκβιαστική προαγωγή της Μοίρας
για να χτιστεί απ’ τον Αινεία η Ρώμη;
Ότι κι αν ήταν, με τιμές μεγάλες
μπάσανε τ’ άλογο στην πόλη μέσα.

ΣΑΝ ΝΑ ΗΤΑΝ

Σαν να ήταν τη στερνή Κοινωνία να πάρω
σαν να ήταν το αίμα του Αεί να πιω  
και σαν πέρα από το Χρόνο να ’ταν
με του Νου τη βάρκα ν' ανοιχτώ
κι ως να μη του κόσμου αυτού
όλες οι συγνώμες
μου ήσαν αρκετές,
σαν αισχρές, σαν ένοχες πέρα τις σκορπώ
κι από σκιές ανάστατες κι άστατες
και πελαγοδρόμες,
για όσες αμαρτίες μου
έχω καμωμένα,
τη Συγνώμη τη Μεγάλη-
τη Μεγάλη Άφεση ζητώ.

Αλλά, Αμαρτιών Βουερό Κοπάδι,
τόσο Μεγαλόψυχο
τη Συχώρια ποιο,
θα βρεθεί ένα Πνέμα
που σε σας θα δώσει,
ω! Φαντασίες;
 

ΣΥΓΥΡΙΣΜΑ

Τις νύχτες που ησυχάζουν τ' αυτοκίνητα
η μοναξιά βγαίνει στο τσίρκο της ζωής
και συγυράει τη φύση.

Ψηλά τ' αστέρια τα ήσυχα και κάτω
οί σκιές τους στον χωμάτινο καθρέφτη.
Ο νιος εδώ, η νια εκεί.
Εδώ το πέλαγο το πεντατρύφερο
εκεί ο γαμπρός με τα κλεμμένα λεμονάνθια.

Εκεί τα όρη με τα πεύκα και τις καστανιές
εκεί οι πηγούλες που δεν ξέρουν τι να κάνουν το νερό τους.

Πέρα τα λουλουδάκια. Απλησίαστα.
Κι οι κοιμισμένοι ανθρώποι
με ανάμεσα στα μυρωμένα τα μαλλιά τους
το χέρι διάφανο του θάνατου να πλέκει.  
 

ΖΑΣΟΥΛΙΤΣ ΒΕΡΑ

Αν και δρομέας
που σίγουρη τη νίκη
στων θεατών είχες την πρόβλεψη,
την τελευταία εσκόνταψες στιγμή.

Κι οι μενσεβίκοι κέρδισαν μιαν οπαδό,
έναν εχθρό η ανθρωπιά τ' Ανθρώπου,
και συ Ζασουλιτς Βερα
τη φήμη του ανθρώπου
τη λεωφόρο που αντάλλαξε
μ’ αδιέξοδο ένα δρομάκι.
 

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

Ο ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Ένας Κόσμος πέρα απ' αυτόν που ξέρουμε υπάρχει.
Πίσω απ' ό,τι βλέπουμε κι ακούμε στέκεται  
ήρεμος και ακίνητος, αληθινός και υψηλός.

Οι αισθήσεις να τον υποθέτουνε μόνον μπορούν.

Κι ούτε ο λόγος να τον πει ικανός δεν είναι.
Κι είναι το βήμα αυτός ο κόσμος το επόμενο,
το ύστερα απ' τον κόσμο τον δικό μας-
το βήμα το απαραίτητο
στο χάος που οδηγεί το φοβερό-στη φλεγομένη άβυσσο που μέσα της
οι σκοτεινές της ύπαρξης οι ρίζες
και της ζωής τα μυστηριώδη τα θεμέλια θάλλουν.

Κι ο κόσμος είναι ο υψηλός εκείνος
τα χείλη της φριχτής αυτής αβύσσου.
 

ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ

Ο νεαρός ποιητής πήρε τη δύναμη από τον μάγο
ν' αυτοσχεδιάζει
και μαζί το χάρισμα όλα να τα βλέπει  
και να τα ξέρει  
και να τα εννοεί.

Κι αυτοσχεδιάζει και πλούσιος γίνεται.

Το χάρισμα όμως είναι δηλητήριο.
Ό,τι ο νεαρός βλέπει το ανατέμνει
και κάθε ενέργειας ή κατάστασης
τα παρασκήνια βλέπει.

Μία γυναίκα του χαμογελά, και κείνος
τους γελαστήριους μύες της γυμνούς
αιμάσσοντες βλέπει.
Και όταν παίζει ένας βιολιστής,
αυτός το ζώο βλέπει που απ’ τα έντερά του
φτιαχτήκαν του βιολιού οι χορδές
και των εντέρων τη φριχτή επεξεργασία.

Τον κόσμο έτσι ανελέητα αναλύει,
να τον συνθέσει πάλι αδυνατεί,
και αυτός διαλυμένος
μπροστά του ανεπίστρεπτα κείται.
 

ΑΠΟΛΑΥΣΕΩΝ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΙΣ

Απολαύσεις! Η ενάτη συμφωνία για έναν,
μια ντοματοσαλάτα με σκόρδο γι άλλον.  
Επιθυμίες που αμβλύνουν τις εντάσεις  
και με της αγαπημένης προσμονής τη θύμηση
μασκαρεύουν την ανοησία της ύπαρξης
και υποφερτή την κάνουν!

Απολαύσεις!
Κορμιά, βιβλία, χόμπυ, φαγητά,
βοηθήματα πολύτιμα στης ζωής το χάος.  

Απολαύσεις.
Αρκεί να μη ο άνθρωπος-
καθώς κάποιοι ανικανοποίητοι με όλα κάνουν-  
πέσει στον βούρκο εκείνον της ανικανότητας
να νιώσει τίποτ' άλλο έξω απ' την ανυπαρξία
και απολαύσεων και αντικειμένων τους,  
που Μηδέν γι αυτά η ζωή του είναι.
 

ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ

Σε πόσα πτώματα πάνω τα τρένα κυλάνε,
εργατών, που δούλευαν στον σιδερόδρομο
κρυώνοντας,
εξαντλημένοι και πεινώντας!
Που δούλευαν απ' το πρωί ως τη νύχτα!...
Που επιθεωρητές τους έδερναν
και τους κακοπληρώναν εργολάβοι!...

Πόσες ψυχές πατάν οι ρόδες,
τρέχοντας να μεταφέρουν εμπορεύματα   
για να πλουτίζουν οι επιθεωρητές κι οι εργολάβοι,
που άλλους τώρα κακοπληρώνουνε και βασανίζουν;..
 

ΣΤΕΦΑΝΟΒΑ ΣΟΣΑΝΣΚΑΓΙΑ

"Ο πόνος είναι απαραίτητος στη ζωή"
έλεγες. Και ζούσες σ' ένα μικρό άθλιο χωριό,
δέχοντας με πίκρα κι εγκαρτέρηση ό,τι το χαμένο,
μακρινό αυτό χωριό σου έδινε,
τους αλήτες τεμπέληδες αδερφούς σου φροντίζοντας.

Φτωχή, σεμνή, σοφή Στεφάνοβα Σοσάνσκαγια!
Ό,τι έπρεπε όλοι οι άνθρωποι να ξέρουν ήξερες,
ενώ αυτοί αλλόφρονες έτρεχαν
να βρούνε ψάχνοντας χαρά-
όπως την βαρβαρότητά ονομάζαν.

"Ο πόνος είναι απαραίτητος στη ζωή"-
ο λόγος τούτος αφού μας έχει από σένα μείνει
Στεφάνοβα Σοσάνσκαγια
μάταια δεν έζησες. 

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Τον νεκρό άντρα της κουβάλησε στο καροτσάκι
πήγε στα χιόνια μέσα
τον στόλισε, τον έθαψε. Ύστερα
πάει στο δάσος να μαζέψει ξύλα
να μην παγώσουν τα παιδιά τους.

Κουράστηκε.
Στα χιόνι κάθεται.
Αρχίζει να ναρκώνεται και να παγώνει.
Στο θολωμένο νου της όλη της περνά η ζωή,
με τις σταγόνες τις χαρές
και τα ποτάμια της τις λύπες.  

Και ξάφνω να! ο βασιλιάς ο Πάγος δίπλα της.
Σκύβει, την παίρνει στοργικά
και στο κρουσταλιασμένο τηνε πάει παλάτι του
όπου γαλήνη αιώνια βασιλεύει
 

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Το ποίημα
να δαγκώνει πρέπει την ουρά του. Αλλιώς
όση ουσία κλείνει  
από μέσα του φεύγει και σκορπίζεται στα γύρω
(στα άνθη, στ’ αντικείμενα, στους ταξιδευτές υπονόμους).
Και τότε τι άξιο λόγου στον κόσμο μένει;
Τ αγάλματα;
Οι μουσικές;
Οι πίνακες,
οι όσο σπουδαίοι της ζωγραφικής;

Έίναι η λέξη που σ' αυτά υπόσταση δίνει.  
Εκείνη το υλικό θα δώσει στο μυαλό,
το ποίημα μ' αυτό  να χτίσει,  
που πάνω του όλα εκείνα θα κρατεί,  
ασφαλισμένα στον κύκλο μέσα  
που στόμα και ουρά έχουν στεριώσει.
 

ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Βγήκε από τη φυλακή.
Ένα χιλιάρικο μόνο έχει.
Μα δε φτάνει αυτό για τίποτα.
Πρέπει να βρει από αλλού λεφτά
για ν' αγοράσει πάλι τουαλέττες,
και ν' ανεβεί και πάλι στη σκηνή  
να τραγουδήσει.

Εναν οδοντογιατρό θυμάται,
που κάποτε την κόρταρε,
και μάλιστα της είχε κι ένα βραχιόλι χαρισμένο.

Πάει τον βρίσκει.
Ομως εκείνος δεν τη γνωρίζει.
"Παρακαλώ η κυρία τι επιθυμεί;"
Αυτή ταράζεται και ψιθυρίζει
Πως κάποιο δόντι της πονεί. Και ο γιατρός
το δόντι της βγάζει
και το χιλιάρικο της παίρνει.
 

Ο ΧΟΡΟΣ

Συμμετοχή στο χορό
σημαίνει φίλιωμα με την κοινωνία.
Μα αυτό το φίλιωμα και πρέπει
με κάθε θυσία να μην γίνει.

Από την κοινωνία
απομάκρυνση πρέπει.
Και μονιά στην ερμιά που όλα κρατεί
και που τη μακροθυμία τρέφει.

Στην ερμιά που σαν πουλί στοργικό
με τα φτερά της τη γλώσσα σκέπει
και κείνη, αυγό ελπιδοφόρο,
αξιοπρέπεια και συνείδηση μέσα της βαστά,
ουσίες απαραίτητες, για να εκκολαφθούν
δυό λέξεις κάποτε
σημαίνουσες.
 

ΕΡΩΤΑΣ

Κάπου γραμμένο το τυπικό
της ερωτικής τάξης είναι:
το κυνήγι του άντρα,
η γυναικεία άρνηση,
η ψεύτικη φυγή,
το ξαναγύρισμα,
η ερωτοτροπία,
η αποδοχή.  

Μα υπάρχει και το άλλο
καταστατικό: της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας. Και τα δυο
αντιμάχονται το ένα τ’ άλλο.

Μα μερικοί διαχωρίζουνε
τις ώρες, τις καρδιές, τη ζωή τους
και μπορούν τη μια σαλτιμπάγκοι,
και την άλλη άνθρωποι να γίνονται  
συνεπείς και εύσκοποι.
 

Η ΠΟΡΝΗ

Και ο άνεμος από παντού σε αγκάλιασε
κι εντός σου μπήκε,
φουσκώνοντας τα μέσα σου πανιά και οδηγώντας σε
στων πόθων και στων στεναγμών το λιμάνι
όπου ναυτικοί στερημένοι σε καρτερούσαν,
σπρώχνοντας τον καιρό με τη δύναμη της υπομονής
που η αναμονή σου τους έδινε,
και χαλιά χειροκέντητα στρώνοντας για να πατήσεις, βγαίνοντας από τη θάλασσα της αμεριμνησίας σου
πριν να πέσεις,
ανυποψίαστο θύμα των πολύχρονων επιθυμιών τους,
στο κρεββάτι και στην ανυποληψία τους.
 

ΜΙΚΡΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

Μικρό τριαντάφυλλο
που η Νύχτα με την παγωνιά της σε σκοτώνει,
σκέφτηκες ποτέ να της δείξεις
πως δε την φοβάσαι
και ούτε την υπολογίζεις;

Πέρασε ποτέ από το μυαλό σου,
στον τρυφερό σου βλαστό να υψωθείς και να
φωνάξεις: "σε αψηφώ Παγωνιά!";

Ξέρεις, τότε,
μεγάλο πολύ γίνεσαι λουλουδάκι. Και τότε
η Νύχτα είναι που μικρή θα γίνει
από την υποταγή σου στερημένη,
που αυτή και μόνο
μεγαλείο και υπόσταση της έδινε.
 

ΚΛΑΡΑ ΠΕΤΑΤΣΙ 29 ΑΠΡΙΛΗ 1945

Κάθε γυναίκα θα το 'θελεν αυτό-έτσι
να κατέχει έναν άντρα
ολοκληρωτικά
σαν αυτός ούτε ψυχή να έχει
μες στην απ' όλα εγκατάλειψή του.

Και του ’λεγε: «Τώρα δικός μου είσαι.
Γυμνός από κάθε τιμή  και αξίωμα
γυμνός από κάθε υπεροψία
και έπαρση κι ελπίδα.
Τι άλλο μια ερωμένη θα μπορούσε να ποθήσει;
Γύμνια από κάθε τι!

Θα μας σκοτώσουνε. Μα τι;
Θάνατος κι έρωτας σε τι διαφέρουν;
Χωράει τίποτε άλλο μέσα μας έξω απ’ τον έρωτα;
Και τι άλλο μες στο θάνατο χωράει;
Τι θα σκοτώσουνε λοιπόν;
Εκδίκησης ταμπέλες μοναχά θ’ αλλάξουνε αναμεταξύ τους.»

Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ

Θέλω να πεθάνω μοναχή σε μια γωνιά
μακριά από το τραγούδι των Σειρήνων
μακριά από του ηλιού την παγωνιά
κι απ' την κάτασπρη ειρωνία των κρίνων.

Νύχτα να 'ναι κιόλας. Νύχτα. Μοναχά
μπρος στα μάτια μου ν' ανοίγουν φεγγοβόλα
τ' απαλά κι ολόλευκα τους τα φτερά
ζωντανά τα όνειρά μου όλα.

Νύχτα. Δίχως άλλου άστραμμα φωτός.
Νύχτα. Που ζωή εντός της όλα παίρνουν.
Νύχτα. Ο αιώνιος μου και μόνος εαυτός
που με σέβας μπρος του όλοι οι ήλιοι γέρνουν.
 

ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

Μέσα από το κάδρο του ορισμού της
πάντοτε ξεφεύγει.
Κυλάει προς τα πίσω ή πετά εμπρός
όπως δα στην ουσία της αρμόζει.

Έτσι η ουσία της ακριβώς αυτή, χάνεται
πριν από το υπάρχον νοηθεί:
Παρελθόν και Μέλλον πάντοτε γίνεται,
και το Παρόν αγνοεί.

Αυτό και μόνον φανερώνει
ότι δεν είναι η διαρκής παράθεση
στιγμών του παρελθόντος ή του μέλλοντος
που την αιωνιότητα συγκροτούν,
αλλά η αδράνεια στον εαυτό  
που την αχρονικότητα υπονοεί.
 

ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ

Αν δεν καθιερώναμε το Πριν και το Μετά
θα ήμασταν αυτό που θέλουμε να είμαστε
γιατί χωρισμός ανάμεσα σε πράξη κι όνειρο
δεν θα υπήρχε.
Το Τώρα ένα άλλο Τώρα  
ανάλλαγο, θα ακολουθούσε,   
και σ' ένα συμμάζεμα ο κόσμος θα κλεινόνταν.   

Όμως εφτιάξαμε έναν Χρόνο
κατά πως μας συμφέρει
χωρίζοντάς τον σε  κομμάτια κιόλας
για να μπορούμε και να λέμε «πέρσυ»
και «τότε» και «παλιά»
και για να καμωνόμαστε ότι ξεχνάμε,
ώστε  τα ίδια αίσχη
αθώοι τάχα
να ξανακάνουμε.
 

ΤΑ ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΑ

Μόνος πάλι.
Φωνή γύρω καμία. Ο Χρόνος
στα τέσσερα διπλωμένος
στη μέσα τσέπη του σακακιού του.

Τίποτα.
Ούτε καταφυγή πραγμάτων.
Ούτε υποκρισία ανθρώπων.
Ούτε φαντάσματα ζώντων.
Ούτε ψιθυρίσματα ερωτικά.

Τίποτα.
Όπως κάποτε.
Τότε
πριν η βελονιά τον κεντρίσει
αναγκάζοντάς τον
όλα εκείνα
τα αποτρόπαια
ν’ απλώσει στα μάτια του μπροστά.
 

 ΤΑΧΑΤΕΣ

Οι ποιητές
πια σα δε βρίσκουν συντροφιά
που πάνω της ως τώρα υπολόγιζαν,
για να υπάρξουν,
αρκούνταιι τότε στα μειδιάματα
του γείτονα στο αποκάτω το διαμέρισμα
και στα καλημερίσματα τα τυπικά
του παντοπώλη και του γαλατά.

Κι αυτοί πια είναι τότε οι σύντροφοί τους
που όλες τις άλλες ώρες
μακριά τους στέκουνε,
τάχατες σαν διακριτικά,
μόνους αφήνοντάς τους
για να γράψουν.

ΤΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ

Μετά από κάθε πλύσιμο
Πρέπει να βάλουν στη σειρά και πάλι
Τα πράγματα που από το τρέμουλο της πλύσης
Ανακατεύτηκαν επάνω στο πλυντήριο-
Μπουκάλια, καλαθάκια, περιοδικά…

Συνηθισμένοι είναι σ’ αυτό
Γιατί έτσι και μετά από κάθε τράνταγμα
Που τα χτυπήματα της ζωής τους φέρνουν
Πρέπει στη θέση τους κάθε φορά να ξαναβάζουν
Συνήθειες, πεποιθήσεις, συναισθήματα, ιδέες…

Αλλιώς δεν γίνεται. Κι ας ξέρουν
Κι ας το βλέπουν
Πως πριν καλά καλά την ταχτοποίηση τελειώσουν,  
Έχουν αρχίσει άπλυτα καινούργια να σωρεύονται.   
 

 ΠΑΛΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ

Απ' την παλιά του γειτονιά που ξαναβρήκε,
οι περισσότεροι έχουν φύγει-
άλλοι για πέρα κι άλλοι για κάτω.
Εκείνοι που έμειναν,
αλλάξει έχουν τόσο, που αγνώριστοι
έχουν ο ένας για τον άλλον γίνει.

Μονάχα κάτι πέτρες βλέπει
για το παλιό πηγαίνοντας το σπίτι-
κάτι πετρούλες άσπρες απ' το ασβέστωμα
τώρα καθώς και τότε,
που ακόμα μένουνε η μια πάνω στην άλλη  
διόλου γωνιά χωρίς ν’ αλλάξουνε ή θέση.

Οι άνθρωποι έτσι βέβαια θα τις συντηρούν
για να ’χουν κάτι που αναλλοίωτο να μένει,
όταν εκείνοι άπαυτα κινούνται
και αλλάζουν
και
παραδέρνοντας,
τον εαυτό τους τελειώνουν.

 Ο ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Τα κλαδιά των δέντρων είναι χέρια.
Τα φύλλα τους τα δάχτυλα τους.

Όταν ο αέρας περνά
στέλνουν χαιρετισμό για Κείνο
που να ριζώσουν τα 'στειλεν εδώ.

Με τα κλειστά τους μάτια To βλέπουν.
Και Το ακούν ν' αγκομαχάει
αυνανιζόμενο για να γεννήσει,
ή όταν
μεγεθυνόμενο,
σιωπά.

Ευτυχία τα δέντρα δεν νιώθουν έτσι.
Μα κι ούτε δυστυχισμένα είναι. Μόνο
με τον χαιρετισμόν αυτόν
το Παρελθόν και το Μέλλον
με το Τώρα αενάως ταυτίζουν,
ίδια καθώς γη κι ουρανό
ο κορμός τους
με σαφήνεια και αποφασιστικότητα
κάθε στιγμή εξομοιώνει.

ΟΙ ΓΕΝΙΕΣ

Κάθε τριάντα χρόνια
ανανεώνονται οι γενιές.

Κάθε τους μία  
για δικιοσύνη μάχεται
για ελευθερία.  

Αγώνες.
Αίματα.

Έτσι η ανθρώπινη κενότητα
η αλλιώς αβάσταχτη
βρίσκει ένα λόγο ύπαρξης καθώς
κάθε τριάντα χρόνια
αγέρωχη
τη ματαιδοξία της ξανανιώνει.
 

 ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ ΖΕΦΥΡΟΣ

Μες στα υγρά πράσινα υπόγεια,
τα γεμάτα πέτρες που σκοτεινά μούσκλια ντύνουν,
από εκεί κάθε χρόνο,
σαν υμέναιου αύρα
ξεκινάς.

Πρώτη η Χλωρίδα σε νοιώθει
και σένα,
τον τρυφερό της αγαπημένο,
ν' απαντήσει τρέχει.

Την αγκαλιάζεις απαλά από παντού
σαν πνοή
με χιλιάδες χέρια πείρας, και μαζί
με εφηβικές ντροπαλοσύνες, αφού,
κάθε χρόνο, στης Εσπερίας τους κάμπους,
ερωτικός
από του ήλιου τις αχτίδες γεννιέσαι.

Και σε λίγο,
σ' ένα μήνα,
σ' ένα φως,
σ' ένα πρωτολούβιασμα,
τα παιδιά σας
κοπαδιαστά μικρά μικρά
ή μοναχικά και τότε μεγαλύτερα,
σαν μικροί ήλιοι γελαστοί γεννιούνται.
Με μέσα τους τον πόθο σου για προίκα τους κρατώντας.

Και καθένα τους,
βαφτίζοντας το στην ειδή και στην αξία
του,
«καρπό»
περήφανος πατέρας τ’ ονομάζεις.




 Η ΟΡΝΙΘΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

Το βλέπω το μαχαίρι που κρατάς.  
Άνθρωπε σκότωσέ με να με φας.
Τον θάνατο αυτόν μου τον χρωστάς:

σκαλίζοντας κι εγώ μες στο κατώι
χορταίνω απ' το σκουλήκι που σε τρώει
κι απ' τη δροσάτη που λιπαίνεις χλόη.

Ζωή κι οι τρεις που ζούμε αληθινά
το θάνατ' ο ένας τ' άλλου να πεινά!
Ζωή κι οι τρεις που ζούμε αληθινά!..

Η ΒΙΒΗ ΔΙΑΒΑΖΕΙ!
(Τρίπολη, Μάης 2002)

Η Βιβή! Μία γυναίκα που διαβάζει!
Τι γυναίκα-πες κορίτσι δροσερό!
Ω! Το λαό μας βλέπω γρήγορα ν' αλλάζει
και να γίνεται όπως πάντα καρτερώ.

Αφού μια μικρή κοπέλα τα βιβλία
για καλλίτερη παρέα θεωρεί
ω! του κόσμου μας θ' αλλάξει η Ιστορία
κι άλλοι θα 'ρθουνε-καλλίτεροι Καιροί!

Το πρωί το μεροκάματο να βγάλει...
και τ' απόγεμα το σπίτι... τα παιδιά...
όλη αυτή η καθημερνή μεγάλη ζάλη
απ' τα χέρια της μονάχα να περνά...

Και να βρίσκει μ' όλα αυτά την ευκαιρία
και -αλήθεια!- να διαβάζει η Βιβή!
ενώ άλλες συνεχώς κοκεταρία
και μυαλό έχουν μονάχα για τι βι.

Ολα αυτά δεν είναι λίγα, κι ας φαντάζουν.
Η Βιβή κρατεί την τύχη όλης της γης:
μηχανές ψυχρές θα μας εξουσιάζουν
ή η θέρμη της ανθρώπινης ψυχής;

Ω! Ελπίδα που εφύτρωσε στα μύχια
της ψυχής μου που διψάει γι ανθρωπιά
ενώ γδέρνεται απ' της Τρίπολης τα νύχια
που θηριώδης τα κινεί απανθρωπιά!

Ω! Ελπίδα πως η πόλη των ανθρώπων
τα βιβλία που 'χουν πλήρως αρνηθεί,
η μαγιά κάποιας Βιβής θα βρει τον τρόπο
να την κάνει πάλι εδώ να τα δεχτεί!..  

Α! Βιβή μου που το διάβασμα σ’ αρέσει
απ' τα βάθη της καρδιάς σ' ευχαριστώ:
που στην πόλη αυτή σκοτάδι που έχει πέσει
φως νυκτός κρατάς εσυ ένα ανοιχτό. 

ΟΙ ΕΠΑΡΧΙΑΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ

Στις πόλεις τις επαρχιακές
τις ορεινές
και τις μικρές
κάνουν χρυσές δουλειές τα μαγαζάκια
που υλικά σφραγίσματος οπών πουλάνε:
Προλήψεις, Άγνοια, Ηθική, Αιδώ, Βλακεία.

Και τρέχουν οι γυναίκες κι αγοράζουν από κει
ό,τι νομίζουνε πως τους πηγαίνει, ή ό,τι
της πόλης τους διατάζει η μόδα,
και σφιχτοκλειούν τα αιδοία τους μ' αυτά.

Κι όταν οι άντρες
στου δέρματός τους τα στενά σφιχτά κλεισμένοι
ν' ανοίξουν προσπαθούν με το κλειδί τους
και να γνωρίσουν της γυναίκας το κορμί-πάει να πει
το ιερό καθήκον τους να κάνουν-
βρίσκουν την κάθε κλειδαρότρυπα κλειστή.
Και πια,
καθώς φυλακισμένοι στο κελί τους κάνουν:
ολημερίς δάπεδου κάποιου
τα βρωμερά μετράνε τα πλακάκια.
Ή, οι εξυπνότεροι,
ένα μικρούλι μαγαζί κι αυτοί
με υλικά σφραγίσματος ανοίγουν.

Και πάνε στο χαμό οι τέτοιες πόλεις και μετράν
σα διόλου να μην έχουνε κατ’ απ’ τον ήλιο υπάρξει.

ΣΙΕΣΤΑ

Μια ηρεμία τρομαχτική.
Ένα σχισμένο σιωπηλό πέπλο.
Μία ρακένδυτη καλαισθησία
τυλίγει με νωθρά και αβέβαια χέρια
το απομεσήμερο που από κάτω της πνίγεται
ανίσχυρο και νεφελώδες.

Η καρέκλα πεσμένη στο έδαφος
ανίσχυρη και αδρανής
από τις αναθυμιάσεις της πέτρινης σιωπής.
Το λάλο ραδιόφωνο βουβό.
Οι τοίχοι στάζοντας κολλώδη άπνοια.

Ο βαρύγδουπος χρυσοπαγής καθρέφτης
αιωρείται ανάμεσα δαπέδου και οροφής.
Πάνω του οι ακτίνες ανέκφραστες απωθούνται
και παραξενεμένες ορμούν
πάνω στα κλειστά παραθυρόφυλλα,
στο κινέζικο χειροποίητο χαλί,
στα σβηστά φώτα
και στα λεπτά ζωγραφισμένα άνθη
που χρόνια τώρα στέκουν ακίνητα μέσα στο μπλε φόντο τους
και χρόνια τώρα απότιστα ανθούν.  

Πόδια αποκαμωμένα
αρμοί παράλυτοι  
κάτω από το λαμπρό τυφλό φέγγος
αναπαύονται πάνω σε μαρμάρινα ανάκλιντρα.
 
Λος Άντζελες 1988, μεσημέρι, Κυριακή, 14 Αυγούστου
 

ΚΑΡΑΒΙ

Καράβι καραβάκι
Της θάλασσας πουλί
Με τον αγέρα αγκάλη
Με το νερό φιλί


Άθυρμα Ποσειδώνα,
Θρήνου Παντάνασσα
Για ποιο τραβάς λιμάνι
Για ποια θάλασσα;
 

          ΤΣΙΓΓΑΝΕΣ-ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ

Για σπίτι σκηνή που γοργά τη μαζεύεις
σε άλλονε τόπο να πας σα γυρεύεις,
χωρίς αίμα να ΄χεις σαν άλλους να φτύσεις
η ώρα σα θα  ΄ρθει να μετακομίσεις.

Εδώ το τσουκάλι, εκεί τα φουστάνια,
εδώ τα πολύχρωμα ωραία γιορντάνια,
τα ξόρκια, τα ντέφια, οι χάντρες, η φούστα.
Κι αντίς γι αυτοκίνητο να και η σούστα.

Κι ιδού τες στο δρόμο! Λυγώντας τη μέση
και σειώντας το σώμα που λες και θα πέσει,
τραβάνε στου ήλιου τους όλα τα μέρη,
κανείς απ΄ τους σκλάβους εμάς που δεν ξέρει.

Και λεύτερες πάντα κι απ΄ όλα κομμένες
κι η μια με την άλλη μονάχα δεμένες
τραβούν μ΄ αξιοπρέπεια το δρόμο του Ανθρώπου
που εμείς καταλούμε στα νύχια όποιου τόπου.   
 

ΤΟ ΔΕΚΑΝΙΚΙ

Πολλή δουλειά στο μαγαζί εκείνη την ημέρα.
Μέχρι που κλείσανε δε στάθηκαν.

Κλείνοντας,
«σήμερα πήγαμε καλά», της είπε.

Κι αυτό αλήθεια έπρεπε να ειπωθεί,
ώστε το μερτικό της κι η συνήθεια να ΄χει,
μα κι η καθημερνότητα να ευμενιστεί
έτσι που,
ύστερ’ απ’ το γύρισμα στην πόρτα του κλειδιού
να δοθούν ελεύθερα στον έρωτα
που υπομονετικά άπρακτος περίμενε
να μαζευτούνε κάμποσες χιλιάδες στο συρτάρι.

Γιατί
ο σοφός
καλά γνωρίζει πως το χρήμα
του είναι δεκανίκι απαραίτητο-
έτσι που η κοινωνία τον έχει καταντήσει-
για να πορευτεί.
 

Η ΧΑΖΟΓΙΑΓΙΑ

Κι αν χαζή διόλου δεν είναι
Ούτε μοιάζει με γιαγιά,
Αναμφίβολα όμως είναι
Τέλεια μια χαζογιαγιά.

Ποια ειν΄αυτή; Πώς τηνε λένε;
Μα,η γιαγιά! Όπου γι αυτήν
Η λαχτάρα για τ΄αγγόνια
Έρχεται απ’ όλα πριν.

Το εγγονάκι της αχ! Βήχει!
Τι μεγάλη συφορά!
Φέρτε τσάγια και κουβέρτες!
Και γιατρούς! Και γιατρικά!

Η εγγονούλα της αν τρέχει
Κι αν πηδάει ο εγγονός,
Ένας μέγας την καρδιά της
Τρόμος έχει φοβερός:

Κι αν θα πέσουν και χτυπήσουν;
Κι αν το γόνατο ματώσει;
Α! Το αίμα της καρδιάς της
Ας μπορούσε αντίς να δώσει...

Αχ! Χαζογιαγιά καλή μας,
Μη για όλα ανησυχείς-
Τα παιδιά θα μεγαλώσουν
Ό,τι αν κάνεις κι ό,τι αν πεις.

Αλλ΄αυτή μυαλό δε βάζει
Και τ’ αγγόνια όλο κοιτά
Να φροντίζει, να χαϊδεύει
Κι όλο να φιλεί γλυκά.

Αχ! Τ’ αυγά επαρασφίξαν-
Τα παιδιά τα τρων μελάτα.
Και για δες-τη γεμιστή τους
Δεν έφαγαν σοκολάτα.

Θε μου! Αχ! Θ΄αδυνατίσουν!
Ας προλάβει το κακό
Με κοτόσουπες, κρεμούλες,
Μπριζολάκια κι αστακό!

Τ’ αγγονάκια κλαιν; Η Φύση
Κλαίει με κείνα συντροφιά.
Θα θυμώσουν κάποια μέρα;
Ολη η γη έχει ακεφιά.

Κι αν σουφρώσει τ΄ αχειλάκι
Σε παράπονο κανένα,
Τα καλά όλου του κόσμου
Στη γιαγιά τότε είναι ξένα.

Α! Χαζογιαγιά καλή μας,
Μη συνέχεια ανησυχείς,
Τα παιδιά καλά θα είναι
Ό,τι αν κάνεις κι ό,τι αν πεις.

Το τηλέφωνο χτυπάει;
Όλα γύρω σταματάνε.
Μόνο χείλια δυο μιλούνε
Κι άλλα δύο απαντάνε.

«Γιαγια θέλω...» «Ναι χρυσοήλιε,
ναι φεγγάρι μου αργυρό,
ναι ψυχούλα των ανθώνε,
ναι τσαλίμι στο χορό!

Θα σου φέρω να σου βάλω
Στο χεράκι τ’ ακριβό
Γη και Ουρανό κι αστέρια
Και του Νότου το Σταυρό...»

«Μα, γιαγιά, μια καραμέλα
εγώ θέλω μοναχά!..»
Μα η Βιβή μας δεν ακούει
Κι όσα του ΄πε κουβαλά.

Ε! Γιαγιά! Στα ΄γγόνια σου, όλα
Τα ΄χεις δώσει από παλιά.
Μη έγνοια βάζεις: θα ευτυχήσουν
Αφού σένα έχουν γιαγιά.
 

ΤΟ ΔΕΚΑΝΙΚΙ

Πολλή δουλειά στο μαγαζί εκείνη την ημέρα.
Μέχρι που κλείσανε δε στάθηκαν.

Κλείνοντας,
«σήμερα πήγαμε καλά», της είπε.

Κι αυτό αλήθεια έπρεπε να ειπωθεί,
Ώστε το μερτικό της κι η συνήθεια να ΄χει,
μα κι η καθημερνότητα να ευμενιστεί
Έτσι που,
Ύστερ’ απ’ το γύρισμα στην πόρτα του κλειδιού
Να δοθούν ελεύθερα στον έρωτα
Που υπομονετικά άπρακτος περίμενε
Να μαζευτούνε κάμποσες χιλιάδες στο συρτάρι.
Γιατί
ο σοφός
καλά γνωρίζει πως το χρήμα
του είναι δεκανίκι απαραίτητο-
έτσι που η κοινωνία τον έχει καταντήσει-
για να πορευτεί.
 

 ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
            (του Γύζη)

Τι θαμασμό γεμάτα μάτια
που τα παιδιά έχουν ανοίξει!
Τάχατες τι κρυφά παλάτια  
το παραμύθι έχει δείξει;

Θα σκοτωθεί ο δράκος ή όχι;
Και η πριγκίπισσα θα ζήσει;
Α! Σ’ άλλη τέτοια μiα κώχη
δεν έχει άνθρωπος πατήσει.

Καλή γιαγιά, τόσες ψυχούλες
που από το στόμα σου κρεμώνται-
τόσες ψυχές  που μένουν δούλες
σ’ όσα απ’ τα χείλια σου ακουγώνται,

λυπήσου τες και χάρισέ τους
την ευτυχία που καρτερούνε-
το παραμύθι τέλειωσέ τους
όπως, οι αγνούλες μας, ποθούνε.

Μία ζωή έχουν μπροστά τους
για δυστυχία και για πόνο.
Από τα χείλια της γιαγιάς τους
την ευτυχία ας έχουν μόνο…

Μα όμως όχι! Καμιά λύση
Στην ιστορία σου δε θα δώσεις.
Και το μαγκάλι δε θα σβήσει.
Το γνέσιμο δε θα τελειώσεις.

Όλα αιώνια έτσι θα ’ναι
καθώς ο Γύζης τα ’χει πλάσει.
Λαχταριστά θα σε κοιτάνε
κάθε αγόρι και κοράσι.

Λαχταριστά κι εμείς ζητάμε
μέσα στον πίνακα να μπούμε,
λίγα απ’ τα μάγια που μεθάμε
κι αυτός κρατεί, εκεί να βρούμε.

Μα αδύνατο ειν’ αυτό να γίνει.
Κι ίσως αυτό της Τέχνης να ’ναι
Το μυστικό: όλα όσα κλείνει
Κρυφά για πάντα να μετράνε.
 

Κι όταν η ύστατη για μας ακτίνα σβήσει
και πια δε θα μπορούμε να μιλήσουμε
τι  τότε θ’ απογίνουμε;
Θα ζούμε μόνο σε φωτογραφίες και σε φιλμ;
Και η φωνή μας σε κασέτες και σι-ντι θ’ ακούγεται μονάχα;
Το πέρασμά μας απ’ τη γη θα το δηλώνουν
μονάχα κάτι πέτρες άσπρες
που, ζωντανούς,  μας κράταγαν ορθούς ;
Όταν τα χέρια μας τότε θ’ απλώνουμε
θα είναι μόνο για χαιρετισμό;
Κι αν ναι σε ποιον; ποιος τότε
θα έχει ανάγκη απ’  τα δικά μας  χαιρετίσματα;
Και η Ελένη που το μεσημέρι χτες ,
γιατί είχε μήνες να μας δει,
μας αγκάλιασε και μας φίλησε
ποτέ θα είναι μπορετό,
και σε μια νέα μας συνάντηση
το αγκάλιασμά της το ζεστό να νιώσουμε
στην πόρτα μπρος του μαγαζιού  της,
 όπου περαστικοί με τις παραγγελίες τους συντηρούν
στου Ισθμού το στόμα μέσα
που κάθε μέρα αδιάφορα
καθώς τόνε διασχίζουμε μας καταπίνει;
Κι αν πούμε πως και πάλι μας αγκάλιαζε η Ελένη-
πάλι θα νοιώθαμε κι εμείς
για κείνες έστω τις στιγμές
ευτυχισμένοι;

Και τα σύμπαντα, οι κόσμοι, τάχα υπάρχουν
ώστε να ζούμε αυτό τ’ αγκάλιασμα
κι ύπαρξης  λόγο άλλο τίποτα δεν έχει;
Κι  αφού μπορώ και γράφω ακόμα
θα πει πως ούτε για το αγκάλιασμα
οι κόσμοι επλάστηκαν εκείνο;
Κι αν φυλαγμένοι  έτσι ζούμε μέσα σε χαρτιά λοιπόν
και σ’ εγγραφές φωνητικές
τι θ’ απογίνουμε όταν η γη
απ’ τη φωτιά θα γίνει στάχτη;
Τι θ’ απογίνουν τότε όλοι όσοι
μες σε βιβλία ζουν με τις ιδέες τους τροφή
ή με την ποίησή τους;
Μη όπως η κυρα-Κώσταινα  ήξερε
πως μέσα εβρισκόμασταν στο σπίτι
κι ας μην εμείς θόρυβο κάναμε κανέναν
και φως κανένα ας μην ανοίγαμε,
έτσι θα ξέρει κάποιος πως υπάρχουμε;
Και αν κι η κυρα- Κώσταινα θα λείψει
ποιος και τους δυο -και μας κι αυτήν-θα νοιώθει;
Από τη στάχτη μη της γης θα ξαναγεννηθούμε;
Αν όχι γιατί τάχατες να υπάρχουμε
κι αν ναι , ποιο νόημα έχει να χανόμαστε
 και να φαινόμαστε και  πάλι;
Για ποιον οι αλλαγές αυτές και οι μεταμορφώσεις;
Μη όταν ζούμε είμαστε τάχα πεθαμένοι
και η ζωή αρχίζει από την ώρα του θανάτου;
Μη τάχα ένα όνειρο είν’ η ζωή
που κάποιος που κοιμάται βλέπει
και όταν το μυαλό του ύπνο χορτάσει
πάει καθείς μας στο χαμό
καθώς  αυτός ξυπνάει;
Και μήπως διηγιέται αυτός που ξύπνησε
σε κάποιους όμοιους του
«έβλεπα ένα όνειρο
πως τάχα ήταν μια γη…»
Και σε ποιους τάχα να το διηγιέται;
Μήπως  κι ονειρευτές και όνειρο είμαστ’ εμείς;
Και ή ναι ή όχι σ’ ολ’ αυτά είναι η απάντηση
κι έτσι κι αλλιώς
και όπως να το κάνουμε
πάντα η  ερώτηση «γιατί»
αναπάντητη δε θα ’ναι;
………………………………………………
 

Τρίτη 23 Αυγούστου 2022

-Να πώς έγινε με τον ένα. Ήτανε στο νοσοκομείο στα τελευταία του. Ο αδερφός του μιλούσε με το γιατρό. Ο γιατρός του εξηγούσε ψιθυριστά κουνώντας αργά το κεφάλι και τα χέρια του. Ο άρρωστος βόγκηξε. Η αδερφή του τον πλησίασε. «Τι λένε;», τη ρώτησε. «Όλα καλά λέει ο γιατρός, σε δυο μέρες θα είσαι στο πόδι» του είπε. Ο γιατρός βγήκε. Ο αδερφός της τον συνόδεψε ως έξω. Όταν αυτός γύρισε, η αδερφή του τον ρώτησε «τι είπε;» «Δε θα βγάλει τη νύχτα» της είπε. «Τότε πρέπει να υπογράψει σήμερα κιόλας. Έχεις ετοιμάσει το χαρτί;» Της το έδωσε. «Νάτο! Φρόντισέ το. Εγώ φεύγω». Η αδερφή πλησίασε τον άρρωστο. «Διψάω» της είπε. «Υπόγραψε εδώ πρώτα», του είπε. Ο άρρωστος έκανε μια προσπάθεια να σηκώσει το χέρι του. Τον βοήθησε αυτή. Αυτός υπόγραψε. Η αδερφή του έβρεξε τα χείλη με ένα βρεγμένο βαμβάκι. «Λοιπον φεύγω», του είπε. «Κάτσε λίγο κοντά μου», της είπε. «Δεν μπορώ, έχω να πάω τη Χρυσούλα στα Αγγλικά.» Του έβαλε στο χέρι τον διακόπτη του κουδουνιού. «Αν χρειαστείς κάτι κάλεσε τη νοσοκόμα» Πήρε την τσάντα της και βγήκε. Ο άρρωστος πέθανε σε λίγα λεφτά.
-Ναι.
-Ο άλλος που σου έλεγα, αυτός, όταν κατάλαβε πως πεθαίνει, σύρθηκε έξω και ξάπλωσε στο χορτάρι. Μπροστά του ανοίγονταν ο κάμπος και πέρα τα βουνά. Μυρμήγκια ανέβηκαν επάνω του, ζωύφια. Η γάτα του νιβότανε πιο πέρα. Γύρισε προς αυτήν. «Καλή τύχη», της είπε. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τη γη. «Σ’ ευχαριστώ Μητέρα», ψιθύρισε. Πήρε λίγο χώμα και το έριξε πάνω του. Έκλεισε τα μάτια.
-Ναι
                   

*


-Ζω σαν λαθρεπιβάτης. Με το φόβο κάθε στιγμή πως θα με πιάσουν. Κρύβομαι όσο μπορώ. Λέω ναι σε ό,τι μου ζητάνε. Μερικές φορές φέρομαι σκληρά. Είναι για να δείξω πως είμαι ένας απ’ αυτούς.
-Ναι.
-Στην Αμερική ήμουν στο στοιχείο μου. Έδειχνα το φόβο μου. Εκεί ήμουν ο πραγματικός μου εαυτός.
-Ναι.

  *         

-Δεξιά και αριστερά του δρόμου ήσαν σταματημένα αυτοκίνητα. Αυτός οδήγησε με μεγάλη ταχύτητα όπισθεν και σταμάτησε απότομα δίπλα σε ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Το κοριτσάκι που καθόταν στη θέση του συνοδηγού έβγαλε το κεφάλι του έξω και φώναξε στο δίπλα τους αυτοκίνητο: «Η θεία θα ’ρθει με μας!» Το αυτοκίνητο ξεκίνησε το ίδιο απότομα και χάθηκε στη στροφή.
-Ναι.
-Ο οδηγός φορούσε σκουλαρίκι.  
-Ναι.
-Όταν εγώ μάθαινα, φορούσαν σκουλαρίκι οι κακές γυναίκες. Τώρα φορούνε και οι καλοί άντρες.
-Ναι.

*

-Οι συγγενείς μου μού έκλεψαν τα λεφτά μου, το αυτοκίνητό μου, το σπίτι μου.
-Ναι.
-Και έκαψαν τα ποιήματά μου.
-Ναι.
-Μετά ένωσαν τα χέρια τους σε ένδειξη αγάπης και με τα ελεύθερα πόδια τους με χτυπούσαν.
-Ναι.
-Εγώ που δεν ξέρω παρά μόνο να μιλάω τους είπα: «Τελειώσατε μαζί μου;» «Ναι», μου είπαν. «Κι εγώ μαζί σας» τους είπα.
-Ναι.

*

-Χτες είπα μόνο: «Μια τυρόπιτα παρακαλώ», όλη την ημέρα.
-Ναι.
-Αν δεν ήξερα την τιμή θα ρωτούσα ακόμα: «Πόσο κάνει;»
-Ναι.
-Μερικές μέρες, ιδίως εκείνες που δεν βγαίνω καθόλου έξω, διαβάζω δυνατά. Έτσι δεν κινδυνεύω να ξεχάσω να μιλώ.
-Ναι.
-Κι αν παρόλα αυτά ξεχάσω να μιλώ, πάλι θα μπορώ να ψωνίσω μια τυρόπιτα. Θα τήνε δείχνω.
-Ναι.

*


Όταν, στον κινηματογράφο, κάποιος γνώριζε μια γυναίκα και την φιλούσε ενώ δεν είχε σκοπό να την παντρευτεί, τότε ο κηδεμόνας μου δίπλα μου σχολίαζε: «Τον παλιάνθρωπο!» Λοιπόν , έμαθα πως όποιος γνωρίζει μια γυναίκα χωρίς να έχει αποφασίσει πρώτα να την παντρευτεί, ήτανε παλιάνθρωπος.
-Ναι.
-Από τότε ήμουν προορισμένος να δυστυχήσω.
-Ναι.

*

-Αν υπήρχε αγάπη δε θα χρειάζονταν το ένστικτο της μητρότητας.
-Ναι.
-Όλοι αγαπούν όλους μέχρι που αυτοί να βρεθούνε κοντά τους. Τότε η αγάπη δίνει τη θέση της στο μίσος.
-Ναι.
-Αν μπορούσε, θα σκότωνε κανείς όλους τους ανθρώπους, εκτός από κείνους που χρειάζεται να τον υπηρετούν.
-Ναι.
-Ο Χριστός πρέπει να ήταν σαδιστής. Ήρθε στον πλανήτη του μίσους και μίλησε για αγάπη.
-Ναι.

*

-Όταν ο θάνατος φοράει μάσκα, λέγεται ύπνος.
-Ναι.
-Όταν την βγάζει, είναι ο θάνατος.
-Ναι.

*

-Ήμουνα στο δωμάτιο με τη Ντίνα. Ξάπλωσε στο φάρδος του κρεβατιού, σήκωσε στην ανάταση τα  χέρια, μισάνοιξε τα πόδια της και με κοίταξε. Σηκώθηκα. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο κηδεμόνας μου. «Τι κάνετε σεις εδώ;», είπε.
-Ναι.
-Μιαν άλλη φορά ήμουν στο δωμάτιο με τη Θωμαϊδα. Της έδειχνα μαθηματικά. Το δυσανάλογα μεγάλο για την ηλικία στήθος της πίεζε το πάνω κουμπί της μπλούζας της. Είχε κοκκινίσει. Άπλωσα το χέρι μου. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο κηδεμόνας μου. Μας κοίταξε. «Τι κάνετε σεις εδώ;», είπε.
-Ναι.
-Όταν, φοιτητής πια ήμουν με την Ηρώ στην παραλία, δε χρειάστηκε να έρθει ο κηδεμόνας μου να με μαλώσει. Ήταν ήδη εκεί και τότε, και σε κάθε τέτοια στιγμή της ζωής μου.
-Ναι.
-Γι αυτό τον μισούσα πάντοτε.
-Ναι.

*   

-Η αιωνιότητα υπάρχει.
-Ναι.
-Είναι το διάστημα από τη γέννηση μέχρι το θάνατό μου.
-Ναι.

*

-Βλέποντας γύρω και ακούγοντας, μαθαίνουμε ένα απειροελάχιστο ποσοστό γεγονότων ή συμβάντων στο διάστημα του χρόνου.
-Ναι.
-Λένε ή γράφουν ότι το καλλίτερο κρασί βγαίνει στο τάδε χωριό του τάδε νησιού. Όμως το λένε αυτό χωρίς να έχουν δοκιμάσει τα κρασιά όλων των χωριών όλων των κρατών της γης.
-Ναι.
-Και την ελάχιστη αυτή ενημέρωση χρησιμοποιώντας σαν πρόφαση, αποκοπτόμαστε από την παγκόσμια κοινότητα, περιοριζόμενοι σε ό,τι οι φτωχές μας αισθήσεις μας δίνουν.
-Ναι.
-Και μαθαίνουμε να επιδιώκουμε την τέτοια ενημέρωση, νομίζοντας ότι έτσι κάνοντας είμαστε πλήρως ενημερωμένοι για τα της γης.
-Ναι.

*

-Έχουν γραφτεί απίστευτα πιο πολλά βιβλία από όσα σήμερα υπάρχουν.
-Ναι.
-Οι λόγοι που αυτά δεν υπάρχουν σήμερα είναι δύο. Ο ένας είναι πως δεν κρίθηκαν άξια από τις κρατούσες κάθε φορά κοινωνικοοικονομικές δυνάμεις να διατηρηθούν και ο άλλος είναι ότι όσοι τα έγραψαν δεν είχαν την οικονομική δύναμη να τα κυκλοφορήσουν.
-Ναι.
-Παράδειγμα για τον πρώτο λόγο είναι τα βιβλία των προσωκρατικών φιλόσοφων που καταστράφηκαν ή κάηκαν από τον Πλάτωνα και τους ομοίους του, καθώς και τα εβραίικα βιβλία που κυκλοφορούσαν κατά εκατοντάδες την εποχή της συναρμολόγησης της Παλαιάς Διαθήκης, δεν κρίθηκαν όμως άξια να μπουν σ’ αυτήν και χάθηκαν.
-Ναι.
-Εκτός από τα παραπάνω βιβλία όμως, υπήρξαν πολλοί άνθρωποι στην εγγράματη ιστορία της ανθρωπότητας που ενώ είχαν λαμπρές ιδέες, εντούτοις  δεν έγραψαν βιβλία.
-Ναι.
-Υπήρξαν ακόμα άνθρωποι με λαμπρές ιδέες που έζησαν όταν δεν είχε ακόμα εφευρεθεί η γραφή.
-Ναι.
-Τα βιβλία λοιπόν που σήμερα προβάλλονται σαν αποκτήματα της ανθρωπότητας, είναι τα σκουπίδια εκείνα που η οικονομική ολιγαρχία και η βλακεία των ανθρώπων -που εκείνη ανά τους αιώνες καλλιεργεί- έχει διασώσει και μας τα προβάλλει σαν τέτοια, ενώ τα εκατομμύρια των προοδευτικών βιβλίων έχουν οριστικά χαθεί.
-Ναι.
-Το ίδιο ισχύει και για τις Τέχνες.
-Ναι.

*

-Κατηγορεί κάποιος εκείνον που έχει έντονη σεξουαλική ζωή, επειδή αυτός δεν μπορεί να την έχει, ή γιατί την έχει και κατηγορώντας εκείνον κατηγορεί τον εαυτό του.
-Ναι.

*

-Οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου θα ήσαν ευκαιρίες αν δεν είχε υπάρξει ο Χριστός.
-Ναι.

*

-Τα κάγκελα του μπαλκονιού απαγορεύουν στο σώμα μας να πέφτει, δεν απαγορεύουν όμως και στη σκέψη μας να πέφτει.
-Ναι.

*

-Αν οι επιστήμονες ανακαλύψουν γιατί ο εμμηνορροϊκός  κύκλος των γυναικών  διαρκεί όσο οι φάσεις του φεγγαριού, τότε δεν θα έχει μείνει τίποτε αναπάντητο.
-Ναι.

*

Οι δέκα εντολές του Μωυσή εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του ίδιου και των άλλων πλούσιων αρχηγών.
-Ναι.