Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

ΤΑ  ΦΙΝΑ

Πάνω στο ξύλινο τραπέζι
μία παρέα χαρτοπαίζει.
Μικρά πολύχρωμα πουλάκια
τ’ αθώα της τράπουλας χαρτάκια.

Παίζουν οι παίχτες ζαλισμένοι
κι ούτε στο νου τους που πηγαίνει
πως τα χαρτιά παίζουν και κείνα
τα παιχνιδάκια τους τα φίνα.

Με χέρια τρέμοντα οι καημένοι
παίρνουν το επόμενο χαρτί
την ντάμα ψάχουν αλλ’ αυτή
πισω  απ’ το δύο είναι κρυμμένη.
 

 Ο  ΧΡΟΝΟΣ

Ο χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει
σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό
σβήνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη
μ’ ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό.

Εμείς παιζογελούμε σαν παιδάκια
και για τα μέλλοντα φροντίζουμε πολύ.
Σε σκοτεινά πλανιόμαστε σοκάκια
και παραδέρνουμε γυρεύοντας φιλί.

Κι ο χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει
σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό
σβήνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη
μ’ ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό.

ΜΠΟΡΕΙ

Μπορεί να ’ρθουν καθώς κοιμάμαι
ονειρικοί εφιάλτες με άμφια τρόμου
ντυμένοι, κι έτσι ανίδεος όπως θα ’μαι
πεσμένος πάνω στο ανάκλιντρό μου,
να με τρομάξουν-να ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω.

Πάλι μπορεί ανθρώπινοι ήχοι
αρπαχτικά τριγύρω να στείλουν όρνια
να με τρυπήσει το κρύο τους το νύχι
να με σκεπάσουν βροχές και χιόνια
και να τρομάξω-να ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω.

Φέρτε θεοί τον ύπνο εκείνο
που τελειωμό δεν έχει-όπου λειμώνες
φρικώδεις δεν υπάρχουν και να μείνω
κάνετ’ εκεί στων αιώνων τους αιώνες-
να μην τρομάξω και ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης-να μην ξυπνήσω

ΤΟ  ΛΕΙΟ

Κάθε  Σαββάτο το πρωί μες στο λεωφορείο
σπερνά και γριές μαυρόντυτες βλέπει παντού η ματιά
και λυπημένοι ψίθυροι μου σκίζουνε τ’ αυτιά
καθώς σιγά πηγαίνουμε προς το νεκροταφείο.

Όταν κατέβουμε, οι γριές, που τρέμουν μες στο κρύο
μπροστά στους τάφους στέκονται και με βαριά καρδιά
(ενώ τον ήλιο σύννεφα σκεπάζουν μολυβιά)
προσεκτικά ευπρεπίζουνε το μάρμαρο το λείο.

Ύστερα τ’ άνθη τα παλιά με τα καινούργια αλλάζουν
και με λογάκια τρυφερά στη λύπη βουτηγμένα
σαν οι νεκροί να ζούσανε μαζί τους κουβεντιάζουν.

Κι εκείνοι, αργά τα κρύα τους που δάκρυ στάζουν κι αίμα
στον όρθρο μισανοίγοντας μάτια τα σαπισμένα
μ’ ένα πικρό τις άχρωμες γριές κοιτάζουν βλέμμα.

ΝΑ  ΦΑΝΤΑΣΘΩ

Με έντασιν πολλήν
κάποτε προσεπάθουν
τη μοναξιάν να φαντασθώ
και να την τραγουδήσω-
τι ποιητής θα ήμουν αν δεν έγραφα
και κάτι περί μοναξιάς…

Τώρα
στη μοναξιάν τελείως βουτηγμένος
δεν την τραγουδώ.
Αυτή για μένα τώρα ωραία γράφει
αυτή ωραία με τραγουδά
και με χορεύει.

Κι ούτε κοπιάζει να με φαντασθεί.
Εντάσεις και προσπάθειαι δεν της χρειάζονται-
καταδικόν της μ’ έχει

ΤΟ  ΜΑΡΑΖΙ

Καράβι μαύρο αρμένιζε
με μαύρα τα πανιά του.
Μαύρα φορούν οι ναύτες του
κι ειν’ η καρδιά τους μαύρη.

Την κόρη πα’ να θάψουνε
του έρμου καπετάνιου
που πέθανε απ’ τον έρωτα
κι απ’ το πικρό μαράζι.

Μαζί τους την επαίρνανε
την πήγαιναν μαζί τους
μαζί τη σεργιανίζανε
σ’ Ανατολή και Δύση.

Και σ’ ενα  απ’ τα ταξίδια τους
κει κάτου στη Βομβάη
ένα ωραίο παιδόπουλο
την κόρη ξεπλανεύει.

Για μια βραδιά τη γνώρισε
για μια βραδιά τη  ’χάρη
και το πρωί σηκώνεται
και κάνει για να φύγει.

"Πού πας παλληκαράκι μου
και πού μ’ αφήνεις μόνη;
Με μάγεψες-με πλάνεψες
και τώρα πας και φεύγεις;"

"Άλλο καράβι έρχεται
απόψε στο λιμάνι
και μέσα έχει όμορφες
ωσάν τον ήλιο κόρες."

"Ήλιος αυτές-φεγγάρι εγώ
βροχή κι εγώ δροσούλα
κι άμα με κάνεις ταίρι σου
καράβι θα σου δώσω."

"Εγώ γαμπρός δε γίνομαι
σε γάμο δε στεριώνω
κι έχει καράβια ο κύρης μου
σαράντα μετρημένα."

Βαρκούλα παίρνει ολόχρυση
παίρνει κουπιά ασημένια
στη θάλασσα ξανοίγεται
και πέφτει στα νερά της.
 

ΜΕΙΝΕ

Της γης το κουφάρι πατώ
και μέσα του χώνω
σαν ξίφος το πόδι μου
σημαία ξεδιπλώνω
στητός χαιρετώ
καλό ξεπροβόδι μου.

Καλό μου ξημέρωμα
στο βράδυ του δρόμου
που πάω μοναχός
λευκό έχω φτέρωμα
κι αστέρια οδηγό μου
για να ’βγω στο φως.

Και μεσοστρατίς
(ποια χείλια την είπανε)
στριγγιά ακούω: "Μείνε!
Γυρεύεις να βρεις
το φως που δεν ήτανε-
το φως που δεν είναι."
 

ΤΟ  ΑΛΟΓΟ

Κυρα-Γιαννού
κυρα-Γιαννού
ποιανού είναι τ’ άλογο
ποιανού;

Κυρα-Γιαννού
κυρα-Γιαννού
ποιανού είναι τ’ άλογο
δεν έχεις νου;
 

ΘΕΟΣ  ΜΑΚΕΛΛΕΥΤΗΣ

Ένας θεός μακελλευτής
χρειάζεται ’δώ πέρα
που να κρατεί στο χέρι του
μεγάλη μια μαχαίρα.

Να πελεκάει ζερβόδεξα
το θεϊκό του χέρι
κι όλα του κόσμου τ’ άσχημα
να κόψει σάπια μέρη.

Και γύρω γύρω κόβοντας
την πλάση του, ν’ αφήσει
μονάχα τον πυρήνα της
κι αυτός να ξανανθίσει.

Και τέτοια να ’ναι  η ευλογιά
που στ’ άνθισμα θα δώσει
που ένα κλαδί μόνο να βγει
κι άλλο να μη φυτρώσει.

Του Πόθου να  ’ναι το κλαδί
τα φύλλα της Αγάπης
κι ηδονικούς γλυκούς καρπούς
να χαίρετ’ ο διαβάτης.

Και όλα να ’ναι ηδονικά  
κι Έρωτας όλα να  ’ναι
καθώς οι κύκλοι της ζωής
αέναα θα κυλάνε.

Ένας θεός που σ’ όλα του
να μοιάζει του Θανάτου-
ένας θεός μακελλευτής
χρειάζεται  ’δώ κάτου.

Ο  ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Χαρταετός είναι ψηλός
και πλέει στους αιθέρες
ξένιαστες νύχτες κι όμορφες
χαρούμενες ημέρες.

Μ’ αστέρια κάνει συντροφιά
τις νύχτες, και τη μέρα
στον ήλιο του το βασιλιά
λέει πρώτος καλημέρα.

Πετάει, βουτά, λικνίζεται
χάνεται, ξαναβγαίνει
με τα πουλιά στο πέταγμα-
στη χάρη παραβγαίνει.

Κι η φουντωτή του η ουρά
στολίδι και χαρά του
αυτή και πόδια και καρδιά
και χρυσωπά φτερά του.

Η μοναχή σκοτούρα του
ο σπάγκος που τον δένει
σαν αφαλός του με τη γη
και διόλου δε σωπαίνει

μόνο συνέχεια μουρμουρά
στ’ αυτί του: "δίχως  ’μενα
όλα όσα πριν αράδιασες
θα  ’ταν για σένα ξένα".
 

ΧΩΡΙΣ  ΣΚΟΠΟ

Ατέρμονη ρουτίνα στη δουλειά
κάποτε κάποτε μι’ αγκαλιά
αγώνας άγχος και φασαρία
η ίδια πάντοτε ιστορία.

Από το λίκνο κι ως τη θανή
χαρά κι ελπίδα δε θα φανεί
η ζήση πόνος-μονάχα πόνος
και μόνος ο άνθρωπος-μόνος-μόνος.

Μικρά μεγάλα όλα φθορά
κι όλα πουλιούνται στην αγορά
βιασύνη, ζήλεια, αιδώς, βλακεία
όλα στο κόστος-μικρή αξία.

Και προχωρούμε χωρίς σκοπό
Προς δύο μέτρα χώμα νωπό
Κι ολ’ η πορεία μας μια οδύσσεια
από τη μήτρα στα κυπαρίσσια.
 

ΜΟΝΗ ΤΗΣ

Τ'  άσπρα ροδοπέταλα
πέταξε  η νυφούλα
και μονάχη κλείστηκε
μες στην καμαρούλα.

Βγάζει τα νυφιάτικα
μόνη της ξαπλώνει
μόνη της σκεπάζεται
στο διπλό σεντόνι.

Ο καλός της σύννεφο-
σκάλα του νερού-
σύννεφο κι απόβροχο
του μεσημεριού.

Ο καλός της γέρακας
και ψηλά πετάει`
μ'  άλλους συνταιριάζεται
γέρακες και πάει.

Γάμος με το σύννεφο
και με το γεράκι
γάμος με το πέλαγο
και το αεράκι-

με το βαριοσύννεφο
γάμος δε στεριώνει
κι η ροδονυφούλα μας
μόνη της ξαπλώνει.
 

ΝΑ  ΖΗΣΟΥΜΕ

Στα στενάκια μας κλεισμένοι
στριμωγμένοι, διπλωμένοι
ανασαίνουμε
κέφι κι ώρα για κραιπάλη
δεν αφήνει η βιοπάλη
και πεθαίνουμε
ζαρωμένοι στο καυκί μας
και στην ώρα την κακή μας
διπλοκλείδωτοι.
Αχ και πότε θα ξανοίξει
και για μας-να μας αγγίξει
πρωτοείδωτη

μία νέα αλέγρα ζήση
μακριά να μας κρατήσει
απ’ τα χώματα
ν’ απλωθούμε-ν’ ανοιχτούμε
στα ξενύχτια να ριχτούμε
και στα πιόματα…
να φουσκώσουνε τα στήθια
φλόγα όλο κι όλο αλήθεια  
ν’ αψηφήσουμε
τα μικρά και τιποτένια
και χωρίς καμία ένια
πια να ζήσουμε.

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Τα κρύα μας θυμώνουνε
μας τυραννούν τα χιόνια
οι νύχτες άγριες έρχονται
και λες κρατούν αιώνια.

Γλιστρίματα, σπασίματα
κι αρρώστιες χίλιες δύο
κάθε χειμώνα κάνουνε
το σπίτι φαρμακείο.

Χρήματα για τα κάρβουνα
για ρούχα, για ομπρέλες
α!  το χειμώνα χίλιες δυο
βυζαίνουν μας αβδέλλες.

Και όλοι ενώ πασκίζοντας
λίγο να ζεσταθούμε
το καλοκαίρι το ζεστό
με λύσσα νοσταλγούμε,

όταν θα  ’ρθει ανάποδον
αρχίζουμε αγώνα:
Άχου!  Τι ζέστη φοβερή!
ζητούμε το χειμώνα.

ΓΟΥΡΟΥΝΙΣΙΑ

Παχιά γουρούνια μας ρουφούν το λιγοστό μας αίμα.
Τον κόπο μας καρπώνονται, το μόχθο μας τρυγάνε
και τεχνικά ταιριάζοντας το δόλο και το ψέμα
νόμους εφτιάξαν και σαν ζα μ’ αυτούς μας κυβερνάνε.

Τη γυριστή ουρίτσα τους και το παχύ πετσί τους
κατ’ από ρούχα όμορφα κρύβουν σαν των ανθρώπων,
στολίδια και αρώματα γεμίζουν το κορμί τους
κι oρθοί να στέκουν έχουν βρει από καιρό ένα τρόπον.

Και είναι δύσκολο πολύ για κάποιον που δεν ξέρει
να ξεχωρίσει τα χοντρά γουρούνια απ’ τους ανθρώπους
γιατί εκτός απ’ το λαιμό, το πόδι και το χέρι
και τους ανθρώπινους καλά μιμούνται αυτά
τους τρόπους.

Όσοι γνωρίζουν μοναχά για ένα πράγμα ψάχουν:
προσεκτικά τα βλέπουνε στα μάτια μέσα κι ίσια-
οι άνθρωποι ανθρώπινα, μα τα γουρούνια θα  ’χουν
αιώνες κι αν περάσουνε τα μάτια γουρουνίσια.
 

ΜΑΡΙΑ

Οι μέρες φύγαν όμορφες κι απλές.
Κανείς δε ρώτησε για τη Μαρία.
Αυτές οι νύχτες για διαχύσεις τολμηρές
μόνο και γι αγκαλιές ειν’ ευκαιρία.

Σαν όλοι να  ’ξεραν που έχει πάει
σαν να μην έφυγε ποτέ ακόμα
και σαν το χώμα να μη σφαλάει
το λουλουδένιο της το στόμα.

Χάρμα οι μέρες στο καταφύγιο.
Κεφάτη κι εύθυμη η παρέα.
Τα βράδια ένα κηροπήγιο
δημιουργεί ατμόσφαιρα ωραία.

Κι αν κάποιος ρώταγε: "Τι έγινε η Μαρία;"
θα τιναζόμασταν ξαφνιασμένοι
και μετά για την αυριανή πεζοπορία
θα κουβεντιάζαμε μουδιασμένοι.
 

ΣΙΣΥΦΩΝ

Μη και δεν είμαστε Ταντάλων
και των Σισύφων μεις οι γόνοι;
Μη και μια μοίρα σαν και κείνων
πάνω μας μαύρη δεν απλώνει;

Βράχους πελώριους δεν κινάμε
για ν’ ανεβάσουμε ψηλά
και ο καθένας τους μ’ αντάρα
και πάλι κάτω δεν κυλά;                

Και να γλιτώσουμε όταν θέμε
από της δίψας την πληγή
μη δε στερεύει κάθε μία
που λαχταρίζουμε πηγή;

Ή μήπως άσαρκες φιγούρες
και μεις δε ζούμε σ’ έναν Άδη
και σαν και κείνους δεν τυλίγει
κι εμάς το τρίσβαθο σκοτάδι;

ΘΑ  ΜΑΣ  ΠΑΙΔΕΥΕ

Κι αν το  ’βλεπα που στην ουσία ήταν κλοπή
μα ν’ αντιδράσω δεν μπορούσα.
Στα τέτοια το Συμβούλιον ήτο ανένδοτον.

"Η μάνα μου η άρρωστη...
τα φάρμακα... οι γιατροί..."
όλο αυτά αράδιαζε.

Αυτά είναι υποθέσεις καθαρά ιδιωτικές.
Εμάς το ανεξόφλητο γραμμάτιο μας πονά.
Όσοι δεν έχουν να πληρώσουν τέτοια λένε.   
Κι αν τους ακούγαμε τώρα κι εμάς
κάποιο ανεξόφλητο γραμμάτιο θα μας παίδευε.
 

ΟΙ  ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

Επικινδύνως έκυπτεν απ’ το παράθυρον
(μόνο έτσι φαίνονταν ο δρόμος). 

Κι είχε το λόγον του για ν’ ανυπομονεί-
απόψε θα της πρότεινε να παντρευθούν.

Η στάσις της είχεν πολύ αλλάξει τελευταίως.
Όπως την ήθελεν είχε επιτέλους γίνει.

Πολύ δεν εμιλούσε.
Το κάπνισμα είχε παύσει.
Να διακρίνει είχε μάθει
ένα ωραίον πίνακα, και το κυριότερον
της άρεσε κι αυτής
ώρα να μένει άφωνη κι εκστατική
μετά την κάθε αναζήτησιν χαράς
και στην υπέροχον εκείνην είχε μάθει την σιωπήν
κάθε λεπτό και πιο βαθιά να μπαίνει
καθώς εις μίαν στάσιν πλήρους χαλαρώσεως
κι οι δυο εις το κρεβάτι εξάπλωναν.
Κι όταν σε τέτοιες ώρες εμιλούσαν
εγίνονταν κι αυτό τόσο σιγά κι ωραία
που αντί να διαλύει εμεγάλωνε
την πλήρη εκστάσεως σιωπήν-α!   
νιώθονταν απολύτως τις στιγμές εκείνες!

Η άλλη τώρα για τηλέφωνο έψαχνε.
Θα του  ’λεγε να μη την περιμένει.
Πως άλλο δεν μπορούσε να τον ανεχθεί-
να μη μιλά!..  πού ακούστηκε!
να μη καπνίζει!..  φοβερόν!
Κι ούτε μπορούσε όρθια να μένει
και να βλέπει ζωγραφιές.

Μπορεί να μη τον έπαιρνε και διόλου.
Πολύ του πήγαιναν οι εξηγήσεις.
 

ΣΑΝ  ΨΙΘΥΡΟΣ

Δε θέλω μέσα στη βοή να ζω του αθλίου κόσμου.
Δε θέλω κύμβαλα κενά ν’ ακούω να χτυπάν.
Άλλος μου έχει οριστεί ο κόσμος ο δικός μου.
Άλλοι ουρανοί με παίρνουνε κι άλλοι καιροί με παν.

Σκιές δεν θέλω δολερές να μου κρατούν το φως μου
στις λίμνες των ονείρων μου φαύλοι να κολυμπάν.
Τις υψηλές βουνοκορφές όπου φυλάω εντός μου
δεν θέλω αλλοπρόσαλλα βέβηλοι να πατάν.

Θέλω να φτάνει ως σ’ εμέ σαν ψίθυρος σβησμένος
σαν μακρινός αντίλαλος του κόσμου ο αχός
κι εγώ με όλα μακρινός κι απ’ όλα ξεχασμένος

σ’έναν καινούργιο θάνατο να δίνεται καθώς
πάνω σε κίτρινα χαρτιά ολημερίς σκυμμένος
θα συνταιριάζει τους σβηστούς τους ήχους μοναχός.
 

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ

Θέλω στα ράφια μιας μικρής
φτηνής βιβλιοθήκης
καθώς στον τοίχο θ’ ακουμπά
φτενούλα κι επιμήκης

κάποιος στην τύχη ψάχνοντας
του μέλλοντος μια μέρα
ένα βιβλίο μου να βρει
βαλμένο εκεί πέρα.

Κι αφού διαβάσει κάτι τι
και πάλι ξανακλείσει
τα κίτρινα τα φύλλα του
θέλω να το αφήσει

όχι αδιάφορα καθώς
αφήνουν κάτι ξένο
μα με μια κίνηση στοργής
σαν κάτι αγαπημένο.
 

 ΤΟ  ΡΟΔΟ

«Καιρόν αγαπούσα
μ`  αγάπη μεγάλη
αγόρι με μύριες
τις χάρες, τα κάλλη.

Του το  ’κρυβα όμως
του το  ’πε τ’ αστέρι
και να  ’το  που φτάνει
τ’ αγνό μου το ταίρι.

Πηδάει το φράχτη
στον κήπο μου μπαίνει
σφιχτά μ’ αγκαλιάζει    
μαζί του με παίρνει.

Στο δρόμο αποσταίνει
μ’ αφήνει απαλά
μου πιάνει το χέρι
γλυκά μου μιλά:

Καλή μου τι θέλεις
κι εγώ θα το κάνω! -
του δείχνω η έρμη
στο βράχο επάνω:

Εκείνο το ρόδο
να πας να μου φέρεις-
κι αμέσως τον χάνω
τι τάχος δεν ξέρεις.


Ανέβηκε, κόβει
τ’ ολόδροσο ρόδο
τρελλός στη χαρά του
μου γνέφει να το  ’δω.

Κατάρα στη γνέψη
στο ρόδο κατάρα
κατάρα στην τόση
που μου  ’χε λαχτάρα

μια πέτρα κυλάει
το πόδι γλυστρά
και πέφτει ο καλός μου
στο ρέμα βαθιά.

Τον φτάνω. Στο χέρι
το ρόδο κρατούσε
και στ’ άλικα χείλη
χαμόγελο ανθούσε.

Φιλώ του το στόμα
σφαλίζω τα μάτια
και παίρνω τα ίδια
κι εγώ μονοπάτια.»
 

ΜΟΝΑΧΟΙ  ΤΟΥΣ
(Κομοτηνή, '74, ομιλία Τρυπάνη με θέμα:Παλαμάς)

Ας παμε. Θα γελάσουμε πολύ.
Θα  `ναι και κείνος ο ψηλός
που του διπλώνει ο αφαλός
καθώς σε κάποιονε μιλεί
και την κοιλιά του σκύβει.

Θα ομιλήσει ο υπουργός
με θέμα  "Παλαμάς"
θα  `ναι καλά για μας
της Τέχνης ήταν λεπτουργός
νοήματα μεγάλα κρύβει.

Φουστάνια καλά θα φορέσουν
μετά την μπουγάδα οι κυρίες
(δε χάνουνε ευκαιρίες)
από τη βέρα θα πονέσουν
τα πρησμένα τους χέρια.

Οι ορισμένοι αξιωματικοί
τελευταίοι θα φτάσουν
και μπροστά θα κάτσουν
γίγαντες μικρονοϊκοί
με τα χοντρά τους ταίρια.

Μα πολύ θα κάνουμε χάζι
όσους μονάχοι τους πάνε
και τριγύρω κοιτάνε
με ντροπή και με νάζι
κάποιον γνωστό να χαιρετίσουν.

Όμως άγνωστοι καθώς είναι
γιατί αυτά δεν τ’ αντέχουν
και οι καημένοι δεν έχουν
πού την κεφαλήν κλίναι
μοναχοί τους κι εδώ θα καθήσουν.
 

ΠΡΑΒΙ

Τέσσερους μήνες έχω εδώ
τέσσερους μαύρους μήνες.
Μακριά  ’πο χάδι και φιλί
κι από αγκαλιά και φίλο.
Σκελετωμένα χέρια-άσαρκο κορμί
ώρες βαριές-πικρό ψωμί
στον τόπο αυτό τον έρημο
στον τόπο αυτό τον ξένο
που χάνεται η προσευχή
πριν φτάσει στο Θεό
που ο Διάβολος τον ρήμαξε
με τ’ αγκαλιάσματά του-
με τα φριχτά του χέρια-
στον τόπο αυτό τον έρημο
στον τόπο αυτό τον ξένο
τέσσερους μήνες έχω εδώ
τέσσερους μαύρους μήνες.

ΤΟΣΟ  ΠΟΛΥ

Τόσο πολύ το θάνατο γνώρισα στη ζωή μου
όπου δε θα  ’χει τίποτα καινούργιο να μου δώσει
όταν τα χέρια τα γκρενά επάνω μου θ’ απλώσει
και απαλά σαν σ’ όνειρο θα κόψει την πνοή μου.

Θα  ’ρθει ένα βράδυ όμορφο, ζεστό και μυροβόλο.
Θα ξανοιχτούμε στη χαρά που η κουβέντα ανοίγει
κι ως πάντοτε, προς το πρωί, θα σηκωθεί να φύγει.
Μόνο που τώρα θα μου πει: "πάμε μαζί;"-κι αυτό θαν’όλο.
 

Ο  ΜΟΝΑΧΟΣ

Τα χείλη του ματαίως ψάλλουν υμνωδίας.
Ανίερα φιλήματα τω όντι επιθυμούν
Κι αντί του οίνου της Θείας  Κοινωνίας
θα  ’θελε το ποτήριον να  ’ναι πλήρες ηδονής.

Μα δεν τον έστειλε κανείς
μόνος του επήγε-μάλιστα άνευ εμφανούς αιτίας
και εμόνασε.
Φαίνεται ανήκει εις αυτούς που προτιμούν
μόνο όταν είναι λίαν επικίνδυνοι
τας αμαρτίας.
 

ΛΙΛΙΑΝ

Σπανίας τέχνης ήσαν οι Ερινύες του.
Την φοβεράν μορφήν των
την εκδικητικήν των μανίαν
το διατιτραίνον βλέμμα των-
όλα θαυμάσια τα είχεν αποδώσει.
Τόσον που ο αστυνόμος
πρόσθεσε στο καρνέ του όταν τις είδε:
"Δεύτερον: Ερινύες".
Στο  "πρώτον"  έγραφε: "Λίλιαν"
και πιο πάνω: "Στοιχεία ενοχής ζωγράφου
δολοφονία γυναίκας του".
(Η Λίλιαν ήταν μια μικρή απ’τις συνηθισμένες
ένα πορνίδιο).
 


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΟΠΕΓΧΑΟΥΕΡ

Από τα μικροπράγματα καταλαβαίνουμε καλύτερα τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Γιατί στα μεγάλα είναι πιο προσεκτικός και κρύβεται.

*
Εκείνο που οι άνθρωποι ονομάζουν μοίρα, στην ουσία είναι ένα σύνολο ανοησιών που έκαναν.

*
Ο γιατρός βλέπει τον άνθρωπο σε όλη του την αδυναμία. Ο δικηγόρος σε όλη του την κακία. Και ο θεολόγος σε όλη του τη βλακεία.
*
Οι παλιάνθρωποι είναι πάντοτε κοινωνικοί και μάλιστα όταν ένας άνθρωπος έχει μέσα του μια στάλα ευγένεια, δεν βρίσκει μεγάλη ευχαρίστηση στη συντροφιά των άλλων.
*
Κάθε αλήθεια περνάει από τρία στάδια. Πρώτα γελοιοποιείται. Μετά βρίσκει σφοδρή αντίθεση. Και στο τέλος θεωρείται αυτονόητη.
*
Οι θρησκείες είναι σαν τις πυγολαμπίδες. Για να λάμψουν πρέπει να υπάρχει σκοτάδι.
*
Το ταλέντο πετυχαίνει έναν στόχο που κανένας άλλος δεν μπορεί να πετύχει. Η ιδιοφυΐα πετυχαίνει έναν στόχο που κανένας άλλος δεν μπορεί να δει.
*
Η όμορφη γυναίκα είναι στολίδι και η καλή θησαυρός.

*
Τιμή είναι η εξωτερική συνείδηση. Συνείδηση είναι η εσωτερική τιμή.
*
Η έγνοια της μετριότητας είναι πώς θα σκοτώσει τον χρόνο. Ο σοφός προσπαθεί να εκμεταλλευτεί κάθε δευτερόλεπτο.

*
Κάθε άνθρωπος θεωρεί τα όρια του δικού του οπτικού πεδίου σαν τα όρια του κόσμου.

*
Η υψηλή νοημοσύνη τείνει να κάνει έναν άνθρωπο αντικοινωνικό.

*
Οι άνθρωποι χρειάζονται κάποια εξωτερική απασχόληση, επειδή είναι αδρανείς εσωτερικά.
*
Η ζωή είναι ένα εκκρεμές που κινείται μεταξύ πόνου και απελπισίας.
*
Δύο είναι οι εχθροί της ανθρώπινης ευτυχίας: πόνος και ανία.

*
Η μη-ύπαρξη μετά τον θάνατο δεν μπορεί να είναι διαφορετική από αυτήν πριν τη γέννηση.
*
Το πρωινό είναι η νεότητα της ημέρας. Είναι χαρούμενο, φρέσκο και εύκολο. Μην το χαραμίζετε ξυπνώντας αργά.
*
Η μεγαλοφυΐα στην καθημερινή ζωή είναι τόσο χρήσιμη όσο ένα αστρονομικό τηλεσκόπιο στο θέατρο.
*
Το μίσος πηγάζει από την καρδιά, η περιφρόνηση, από το κεφάλι.

*

Η ζωή μοιάζει με παιδικό ρούχο – είναι μικρή και χεσμένη.

*
Η ζωή είναι ένα τεράστιο θέατρο, όπου παίζεται η ίδια τραγωδία με διαφορετικούς τίτλους.
*
Ο κόσμος είναι μια δική μου ιδέα.
*
Η ζωή είναι άθλιο πράγμα. Αποφάσισα να περάσω τη ζωή μου σκεπτόμενος αυτό ακριβώς.
*
Δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια, υπάρχουν όμως αγκάθια χωρίς τριαντάφυλλα.

*
Στη σημερινή μονογαμική μας κοινωνία, γάμος σημαίνει να μειώνεις στο μισό τα δικαιώματά σου και να διπλασιάζεις τις υποχρεώσεις σου.
*
ο βασικό ελάττωμα του γυναικείου χαρακτήρα είναι ότι δεν έχει αίσθημα δικαιοσύνης.
*
Είτε πρόκειται για μουσική είτε για φιλοσοφία είτε για ζωγραφική ή ποίηση, το έργο μιας μεγαλοφυΐας δεν είναι κάτι προς χρήση. Ο χαρακτηρισμός του ανώφελου σημαδεύει τα έργα της μεγαλοφυΐας.
*
Οι πονηροί και ποταποί άνθρωποι είναι πάντα κοινωνικοί. Απεναντίας, το βασικό γνώρισμα ενός ανθρώπου με ευγένεια χαρακτήρα είναι η μηδαμινή ευχαρίστηση που αντλεί από κάθε είδους συναναστροφή.
*
Θέληση μείον νοημοσύνη ισούται με χυδαιότητα.
*
Η ευφυΐα είναι αόρατη για εκείνον που δεν έχει καθόλου.

*
Οι ανώτεροι άνθρωποι είναι όπως οι αετοί που χτίζουν τις φωλιές τους ψηλά, σε απρόσιτα σημεία.
*
Η ισχυρογνωμοσύνη είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας της θέλησης να υποκαταστήσει δια της βίας τη νοημοσύνη.

*
Η ζωή είναι μια επιχείρηση που δεν καλύπτει τα έξοδά της.

*
Ο κόσμος είναι μια κόλαση όπου οι άνθρωποι είναι, από τη μία, οι βασανισμένες ψυχές και, από την άλλη, οι διάβολοι.
*
Όταν διαβάζεις είναι σαν να σκέφτεσαι με το κεφάλι κάποιου άλλου αντί με το δικό σου.
*
Με τα γνωμικά επιδεικνύει κανείς την παιδεία του θυσιάζοντας την πρωτοτυπία του.
*
Οι αλχημιστές ψάχνοντας για χρυσάφι ανακάλυψαν πολλά άλλα πράγματα μεγαλύτερης αξίας.
*
Η θρησκεία είναι λαϊκή μεταφυσική.
*
Η Κλειώ, η μούσα της ιστορίας, είναι βαριά μολυσμένη από ψέματα, όπως μια πόρνη του πεζοδρομίου από σύφιλη.
*
Μόνο η αλλαγή είναι αιώνια, διαρκής, αθάνατη.
*
Τα ζώα δεν έχουν ούτε άγχος ούτε ελπίδα, επειδή η συνείδησή τους περιορίζεται στο προκείμενο και, άρα, στην παρούσα μόνο στιγμή. Τα ζώα είναι η ενσάρκωση του παρόντος.

*
Ο γάμος είναι σαν να βάζεις με δεμένα τα μάτια το χέρι σου σε ένα σακί με φίδια με την ελπίδα ότι θα πιάσεις ένα χέλι.
*
Είναι δύσκολο να βρούμε την ευτυχία μέσα μας, αλλά είναι αδύνατο να τη βρούμε οπουδήποτε αλλού.
*
Η αίσθηση του χιούμορ είναι η μοναδική θεϊκή ιδιότητα του ανθρώπου.
*
Να αντιμετωπίζεις ένα έργο τέχνης όπως έναν πρίγκιπα: περίμενε να σου μιλήσει πρώτο.
*
Ελπίδα είναι η σύγχυση ανάμεσα στην επιθυμία για κάτι και την πιθανότητα να συμβεί.
 

«Και τώρα-για όσους έφθασαν στο βυθό της πικρίας, για όσους ανάδωσαν τους παθητικότερους τόνους που είχαν ν’ αναδώσουν-, ποιος τρόπος μένει, αν θέλουν να εξακολουθήσουν να υπάρχουν παρά η Σάτιρα;»

(Τέλλος Άγρας στη μελέτη του για τον Καρυωτάκη)

 ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ ΤΗΣ 24-7-08 ΣΤΟΝ ΣΚΑΡΑΜΑΓΚΆ
(Σάββατο, 15 Νοεμβρίου 2008)

Όταν έγινε το συμβάν στο επισκευαζόμενο καράβι, βρισκόμουν στην περιοχή. Έτρεξα γρήγορα εκεί γιατί μόνον ακουστά είχα για τα κάθε φορά επακολουθούντα σε παρόμοια περιστατικά,, όμως δεν τα είχα δει.
Τα πτώματα των οχτώ ανδρών κείτονταν πρόχειρα πάνω σε ένα σεντόνι στρωμένο στο έδαφος.
Γύρω οι συγγενείς με πρόσωπα γεμάτα στενοχώρια και αδημονία.
Εκεί φτάνοντας έμαθα ότι υπάρχουν και τέσσεροι τραυματίες.
Στάθηκα μαζί με τους άλλους που ήταν εκεί, παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα.
Αμέσως κατέφτασε στον τόπο της τραγωδίας ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας.
Όταν πλησίασε στο χώρο, οι νεκροί φάνηκε να παίρνουν ένα ροζ χρώμα, που αν δεν ήξερε κανείς ότι είναι σκοτωμένοι, θα τους έπαιρνε για ζωντανούς που κοιμούνται.
Όταν ο υπουργός έδωσε εντολή να αρχίσει αμέσως η διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, ο πρώτος από αριστερά νεκρός ανάδεψε τα χέρια του, άνοιξε τα μάτια, είδε γύρω του και σηκώθηκε.
Πρώτα πήγε και έπεσε στην αγκαλιά των δικών του γεμάτος χαρά. Όταν τελείωσε αυτό πήρε θέση ανάμεσα στους άλλους εργάτες που περιμένανε φωνάζοντας κιόλας ενάντια στον υπουργό και στην κυβέρνηση.
Ο επικεφαλής των εργατών πήρε ένα μεγάφωνο και είπε: «μας βάζουν να δουλεύουμε χωρίς να έχουν παρθεί μέτρα ασφαλείας στο χώρο δουλειάς…Στο συγκεκριμένο καράβι έγινε έλεγχος των μέσων ασφαλείας πριν από ημέρες, τα μέτρα βρέθηκαν ανεπαρκή, όμως οι δουλειές σταμάτησαν για μια μέρα μόνο. Την επόμενη, κάτω από την πίεση των πλοιοκτητών, η δουλειά ξανάρχισε…»
Αμέσως όταν ειπώθηκαν αυτά ο δεύτερος νεκρός εργάτης σηκώθηκε, τίναξε τις σκόνες από πάνω του και πήγε να πλυθεί από τις μαυρίλες που του είχε αφήσει η έκρηξη του θανάτου του. Κατόπιν πήγε στη στάση να πάρει το αυτοκίνητο για να πάει στο σπίτι του-ήταν αλλοδαπός και δεν είχε συγγενείς στην Ελλάδα.
Μετά και τη δεύτερη νεκρανάσταση το συγκεντρωμένο πλήθος ένιωσε πιο ανακουφισμένο.
Ύστερα όλοι οι παρευρισκόμενοι βάλθηκαν να ανοίγουν όσα ραδιοφωνάκια ή φορητές τηλεοράσεις είχαν μαζί τους και αφού ρύθμισαν την ένταση στη διαπασών τα τοποθέτησαν κοντά στους νεκρούς ώστε να φτάνουν ως αυτούς όσα λόγια έβγαιναν από τις συσκευές αυτές.
Και δεν άργησε να μιλήσει κάποιος επίσημος.
Ήταν ο Παπανδρέου.
Και ακούστηκε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να λέει ότι οι υπεύθυνοι σπαταλούν τα χρήματα όχι για τη βελτίωση των συνθηκών δουλειάς των εργατών, αλλά για να πλουτίζουν και πως όταν αναλάβει αυτός την διακυβέρνηση της χώρας τα πράγματα θα αλλάξουν. Τότε είναι που και τρίτος νεκρός αναστήθηκε.
Μερικά μπράβο ακούστηκαν για τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ.
Η προσωρινή ανακούφιση όμως διάρκεσε μόνο λίγο, αφού δεν ακούγονταν άλλα σχόλια επισήμων και άλλες καταδικαστικές για τους υπεύθυνους φωνές από τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις.
Γιατί αργούσαν;
Μα να! ο εκπρόσωπος Τύπου της Κυβέρνησης ανάστησε άλλους δύο μονομιάς όταν εδήλωσε ότι θα επιβληθούν οι ανάλογες κυρώσεις στους υπεύθυνους της έκρηξης στο καράβι.
Δύο ακόμη σηκώθηκαν όταν στη συνέχεια ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανακοίνωσε ότι λυπάται πολύ για το κακό που χτύπησε τους εργαζόμενους στα Ναυπηγεία. Ήταν οι πιο ζωηρές εγέρσεις.
Μερικοί σχολίασαν ότι με τέτοια λύπη που είχε κυριεύσει τον Πρώτο Πολίτη της Δημοκρατίας μας θα έπρεπε να είχε σηκωθεί και ο όγδοος νεκρός. Και έλεγαν μεταξύ τους τι άλλο περιμένουμε πια μετά από την ομιλία του Προέδρου.
Μα τους έκοψε τα ψιθυρίσματα η φωνή της κυρίας Παπαρήγα που δήλωσε πως για ό,τι έγινε φταίνε όλοι οι διατελέσαντες μέχρι σήμερα υπουργοί Εμπορικής Ναυτιλίας. Μέσα σε πανηγυρισμούς και χειροκροτήματα αναστήθηκε και ο όγδοος νεκρός.
Και όλοι πια έφυγαν από τον τόπο που με τόσην αγωνία και με τόσο πόνο τους είχε ποτίσει, ευχαριστώντας μέσα από τα βάθη της ψυχής τους την κυβέρνηση και τους άλλους επισήμους που έκαναν γρήγορα δηλώσεις για την δυσάρεστη κατάσταση που είχε προκύψει..
Ο Πρωθυπουργός από σεμνότητα και ταπεινότητα άφησε να μιλήσουν όλοι οι άλλοι πριν και αυτός πει τα δικά του. Εξάλλου δεν υπήρχανε άλλοι νεκροί, για τους τραυματίες μίλησε μόνο. Και το Θριάσιο έδωσε αμέσως τα εξιτήρια στους τέως τραυματίες, που τα είχε κιόλας έτοιμα, γιατί είχε μάθει ότι ο πρωθυπουργός θα μιλήσει τελευταίος και ότι η ομιλία του θα αφορούσε στους τραυματίες.
Έτσι έλαβε αίσιο τέλος το συμβάν και καθένας πήγε στη δουλειά του, ευχόμενος να μην ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο, επειδή, αν και ήταν σίγουροι όλοι ότι οι υπεύθυνοι θα έκαναν και πάλι γρήγορα τις σωτήριες δηλώσεις, μα όσο να το κάνεις η όλη υπόθεση ήτανε μια ταλαιπωρία.
Και φεύγοντας κι εγώ από εκεί, με δυσκολία κατάφερα να μην αφήσω να κυλίσουν τα δάκρυα που ανέβαιναν στα μάτια μου όταν αναλογιζόμουν σε ποια υπέροχη πατρίδα ζω-τη χώρα των λόγων όπου με αυτούς όλα γίνονται.  

 

Τρίτη 30 Μαΐου 2023

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΌΤΑΝ ΠΕΦΤΟΥΝΕ ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ"

Εκείνος, καθώς δεμένος ήτανε στο μπράτσο της
συντρόφου του και χωρίς να κινηθεί: "κοίτα τον..." είπε.
Μπλεγμένοι οι δυο τους σε μια στήλη διπλή,
στριφογυριστή, ασάλευτη, τον κοίταζαν καθώς αρχόντοι ένα δούλο, που ξαφνικά, χωρίς τη θέση του να λογαριάσει, στέκει αυθάδικα μπροστά τους και τους μιλεί.
Ήταν η πρώτη μέρα που είχε έρθει από πολύχρονο,
μακρύ ταξίδι.
Και τόνε κοίταζαν ακίνητοι, με μιαν έκφραση στο
πρόσωπο καθώς ιερέα που διάβολο θωρεί, ήρεμος όμως γιατί του σταυρού εγνώριζε τη δύναμη, που με τη μορφή κρύου θηλυκού στεκόταν δίπλα του, ευλογώντας με τη στάση του την αδιάφορη και με την πετρωμένη σε σύμπνοια έκφραση του προσώπου του τη στάση της συντρόφου του.

Ο χώρος ήταν ο κήπος του νοσοκομείου για στηθικά νοσήματα-που παλαιά λεγόταν ΣΩΤΗΡΙΑ.
Ήταν η στιγμή που το αίμα χωρίστηκε οριστικά.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΌΤΑΝ ΠΕΦΤΟΥΝΕ ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ"

…Όταν ήμουν στην εξορία, είχα τη γνώμη πως τα
γραφτά μου θα ήσαν καλλίτερα φυλαγμένα στη μητριά-πατρίδα. Έτσι, όταν μια γελαστή κυρία και ο σοβαρός αδερφός της μου είπαν από την Ελλάδα:  Σε μας να στέλνεις τα ποιήματα σου. Εμείς θα τα φυλάμε και όποτε θέλεις τα παίρνεις", από τότε έστελνα τα ποιήματα μου στη γελαστή κυρία και στον σοβαρό αδερφό της στην Ελλάδα.
Και όταν ήρθα στην Ελλάδα, πήγα στο σπίτι της
γελαστής κυρίας να ζητήσω τα ποιήματα μου. Αυτή ήταν εκεί με τον σοβαρό αδερφό της. «Δεν τα έχω-χάθηκαν".Παρακάλεσα, τους είπα πως έτσι σκοτώνουν την ψυχήμου.
Δεν μου τα έδωσαν.
Φεύγοντας από το σπίτι κοίταξα από το παράθυρο μέσα στο δωμάτιο.
Η γελαστή κυρία έσκυψε, πήρε κάτω από το κρεβάτι τα ποιήματα μου που είχε εκεί κρυμμένα, τα έριξε στο αναμμένο τζάκι και είπε γελώντας στο σοβαρό αδερφό της: "Αδερφούλη, έλα να ευχαριστηθούμε τη γλυκύτερη ζέστα της ζωής μας!»
Εκείνος πλησίασε λέγοντας σοβαρά:
"Πράγματι!"
 Και άπλωσαν τα χέρια τους προς τη φωτιά.
 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ «ΌΤΑΝ ΠΕΦΤΟΥΝΕ ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ»
..."Να φύγω από δωΙ Α! το ’χω ξανακούσει αυτό πολλές φορές… Όσες φορές εγνώρισα ανθρώπους. Μερικοί ήσαν και είναι τόσο ευγενικοί που μου το λένε ευγενικά οι αγάπες μου. Άλλοι δε θέλουν να μου το πουν και μου το δείχνουν με τις πράξεις τους, με τον τρόπο που μου μιλάνε, με τον τρόπο που με κοιτάζουν, με ένα κίνημα του χεριού τους, με ένα επιφώνημα... Δε θέλουν να με πληγώσουν οι καλοί μου… ΩΙ Πόσοι τρόποι υπάρχουν για να διώξεις κάποιον… Και ούτε ένας για να τον καλέσεις...ούτε ένας για να τον φέρεις κοντά σου... Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ και σας και την αίσθηση που μου επιτρέπει να ξεχωρίζω το νόημα των μέσων που χρησιμοποιείτε κάθε φορά για να με διώξετε. Όχι, δε θα ήθελα να είμαι εκείνος ο χαζός που δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει και επιμένει να μένει κοντά σε κάποιους, ανεπιθύμητος. Ευλογημένο το μυαλό. Καταραμένη η ιδιοτελής υποβολιμαία αμυαλιά Ευλογημένο το διώξιμο. Κάτι άλλο θα με ζητήσει κοντά του-και τι είναι χειρότερο από τους ανθρώπους ;
..."Να φύγω από δω!..." Η ίδια γελαστή κυρία και ο σοβαρός αδερφός της μου το ξαναείπανε και πάλι όταν γύρισα στη μητριά-πατρίδα.  Ήμουνα τη φορά εκείνη στο πατρικό μου σπίτι.: "Να φύγεις από δω! Φύγε! Φύγε! Να φύγεις από δω!..."
Και έφυγα.
Και πάλι το άκουσα, όταν η ίδια αυτή κυρία και ο σοβαρός αδερφός της φόρεσαν το πρόσωπο μου και πήγαν και πήραν τα υπάρχοντα μου από το μέρος που τα είχα δώσει να μου τα φυλάνε… Μου το είπαν όταν ήτανε μπροστά στο γκισέ μετρώντας τα: "Φύγε από δω!"
 Και έφυγα και από κει.
 

ΑΔΕΛΦΟΣ
ή
ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ!

Εγώ κι η αδερφούλα μου,
Ο γαμπρός μου κι η συμβία μου,
Πέντε παιδιά μας
Κι εγγόνια καμιά δεκαριά.

Άτομα πάνω από είκοσι.
Και με αγάπη ο ένας για τον άλλο.
Και πιο πολύ με αγάπη εμένα για το γιο μου.
Του ονόματός μου τον συνεχιστή,
Της ευφυίας και της δύναμής μου.
Κι ο Αβραάμ έτσι άρχισε
Και όλοι σήμερα τον μνημονεύουν.

Γύναια σωρό λοιπόν,
μαμμόθρεφτα πολλά
με ρούχα  Ντιόρ
και με  τις σύγχρονες αναθρεμμένα διασκεδάσεις,
θα πτοηθούν από ψευτογραφιά ενός τις τσιριμόνιες;


Θέλει το σπίτι λέει
Που ο πατέρας του έχτισε γι αυτόν.
Μα έχει τίποτα χειροπιαστό πλην από λόγια;
Διαθήκη κάποια;
Κάποιο χαρτί;
Τίποτα.
Ενώ εμείς
Τα έχουμε όλα:
Είμαστε οι πολλοί! Κι αυτό
Στην πάντα βάζει και διαθήκες και χαρτιά-
Πόσο τα λόγια μάλλον…

Το Μέλλον είμαστε της γης!
Το Παρελθόν αυτός!

Κι αν πεις εγώ!
Πατέρας ευτυχής μετράω.
Τρία παιδιά εγέννησα
κι όταν μετά τριάντα χρόνια τα ξανάδα
τα δύο είχαν γίνει επιστήμονες
και σπουδαγμένοι πλήρως στα νυχτερινά δοσίματα
καθώς η εποχή μας η μοντέρνα επιβάλλει,
Ως για το τρίτο
θα επιστημόνιζε κι αυτό
αν οι μεγάλοι φρένο δεν εβάζανε
από ζήλια!
στην καταπληκτική την πρόοδό του.

‘δω που τα λέμε, μυαλό άλλο εγώ.
Της πιάτσας άνθρωπος.
Ξύπνιος.
Κοινωνικός!
Όχι καθώς το αγρίμι αυτό
που σ’ ένα δωματιάκι κλείνεται
(και κείνο νοικιασμένο…)
και χαρτιά μαυρίζει ο φουκαράς…

Εγώ!..
Εγώ ο σύννους!
Εγώ ο νοικοκύρης!
Ο έμφροντις εγώ!
Μάλιστα-εγώ!
Που έχω φτιάξει μια μονιά
Με όλα τ’ αγαθά του κόσμου μέσα.
Εγώ με τα συμφέροντα της οικογένειας
που μόνον ασχολούμαι
και φροντίζω,
έτσι που  τα παιδιά μου
όλα να έχουν τ’ αντικείμενα
που τη ζωή τους εύκολη θα κάνουν.

Κι αν πεις και για τα εγγόνια μου-ζωή να έχουν-
Και κείνα δεν χρειάζονται στοργή και προστασία;

Θα δώσω εγώ το σπίτι;
Εγώ;! Που σκέπω με φροντίδα όλα τα μέλη
Της οικογένειας που είμαι ο γενάρχης της;
Εγώ
με τον αέρα βρε αδερφέ του επιτυχημένου
(τόσα λεφτά έχω!..);

Εγώ
το σπίτι θα το δώσω στον αγροίκο αυτόν;
Κι εξάλλου τι;-ορθό είναι να φροντίζουμε
τ’ αδέρφια περισσότερο ή  τα παιδιά μας;
Απ’ την Αγία Γραφή ως τον κοινό το νου
οι λογικοί ανθρώποι όλοι ξέρουν
πως τα παιδιά σε πρώτη μοίρα έρχονται.

Λέει το σπίτι πως του ανήκει.
Το ξέρω.
Και λοιπόν;
Ας έρθει να το πάρει.

Δεν μπορεί.
Γιατ’ είμαστε οι πολλοί!
Με σπιτικά πολλά-πάει να πει
Πολλά της κοινωνίας κύτταρα
Κι όπλα πολλά για επίθεση
Σε όποιον σπίτια επιβουλεύεται.
Γιατί σε ποιον
Παρά στον ισχυρό ανήκουν όλα;

Και τόση δύναμη μας δίνουνε οι αναμετάξυ μας οι αγάπες
Και τόση αυτοπεποίθηση οι συναναστροφές μας
Που αυτός μπροστά μας μοιάζει σαν μια γάτα
Που θέλει λιονταριού φαί να γέψει…

Και όχι εμείς μόνο είμαστε πολλοί,
Αλλά κι αυτός ειν’ ένας…
Τι ένας… πες μισός…
Καλλίτερα κανένας…
Μπορεί ο κανένας να ’χει απαιτήσεις;

Μόνος σα λύκος διάλεξε να μένει
Χωρίς τη συντροφιά εμάς
των ικανών των συγγενών του.
Και λέει και διαλαλεί
Ότι τον αδικήσαμε στη μοιρασιά…
Ότι του κλέψαμε λεφτά και αυτοκίνητα…
Ότι του κάψαμε τα ποιήματά του…
Ας πάει να λέει.

Κι αν ούτε μια δραχμή στην τσέπη του δεν έχει
Τι φταίμε μεις;
Και φταίω εγώ αν η μητέρα μου
Αγάπαγε περσότερο εμένα
Κι όλα σε μένα τ’ άφησε;
Ας ήτανε καλός να τον αγάπαγε και κείνον.

Και δεν το λέω μόνο εγώ
Πως μου αξίζουν όσα έκλεψα,
μα κι όλη η φύση
Τη σπουδαιότητά μου διαλαλεί.

Τις νύχτες τον αέρα ακούω καθώς περνά
Μες απ’ των παραθύρων τις περσίδες
Να διαλαλεί στην οικουμένη όλη: «Ιδού!
Τον πατριάρχη αυτής της οικογένειας δέστε!
Τι λογικός! Τι εφευρετικός! Τι ικανός!
Και τι χαρά στους γόνους του
Χαρίζει μόνον η θωριά του!
Και όλους πώς τους αγαπά!
Αχ! Να ’ταν έτσι όλοι οι πατεράδες-
με τέτοια δώρα όλοι προικισμένοι-
Πόσο θα ήμουνα κι εγώ ευτυχισμένος
Που φρούτα τέτοια ζω με την ανάσα μου…»

Ως και το νερό στο νεροχύτη μου
Στο μπάνιο μέσα και στο καζανάκι
Εμένα υμνολογεί και τα μεγάλα κατορθώματά μου.
Γιατί ποιος είναι ο προορισμός πάνω στη γη του ανθρώπου
Παρά πατώντας σε υπολήψεις, ήθη, πτώματα,
Να βγάλει τίμια δυο δεκάρες;

Όμως δεν είμαι μόνο εγώ
Που αυτό τον κακομοίρη οικτίρω.

Κι η αδερφούλα μου
(που ξέρουμε δα όλοι
πόσο οι αδερφές τον αδερφό αγαπάνε)
ως κι αυτή,
άστον, μου λέει, τον άχρηστο
να κοιμηθεί όπως έστρωσε…

Στα λόγια ω!
η αδερφούλα μου όλους μάς περνάει.
Ως και το γιο εκεινού
με τα φτιαχτά της λόγια
δεμένονε τον έχει στο φουστάνι της
και κείνος κάνει ό,τι του λέει.
Μέχρι που σκέφτεται καθώς αυτή!
Και σύμμαχο τον έχει
ενάντια στον αχρείο πατέρα του-
τον ψωμοζήτη!

Όλοι μας μ’ ένα λόγο είμαστε σφιχτά ενωμένοι
απέναντι σ’ εκείνο τον κηφήνα.

Μα τι; Μπορεί εμένα να λυγίσει;
Ξέρω απ’ αυτά-ένα ένστικτο
αντρειεύει μέσα μου και με πιέζει
και μ’ αυτό οδηγό
μ’ ένα μου «όχι»
δώδεκα αγγελιαφόρους  του τουμπάρω.

…Κι αν επιμείνει ο ανεμοπαρμένος,
Το γιό μου τον αγαπητό του στέλνω
(ως έκανε ο Θεός όπου δεν άρμοζε
Με τους θνητούς ο ίδιος να μιλάει)
Κι αυτός-προχωρημένη έκδοσή μου-
Του δίνει και καταλαβαίνει του ανεπρόκοπου.

Μα είμαι και καλός στα λόγια εγώ! Να!
Στον μεσολαβητή του είπα όταν μου μήνυσε
Για την αξίωσή του για το σπίτι,
Πως ναι, θα του απαντήσω, μα
(κι εδώ είναι το ιδιοφυές
 και το ωραίο της απάντησής μου)
«…μετά τη λαίλαπα των εορτών!»
(Χριστούγεννα έρχονταν)...
Μα ποιών εορτών;..
Χα!
Ποιος να με πιάσει εμένα…

Γι αυτό και η συμβία μου μ’ αγαπάει.
Γιατί σκληρός κι απότομος όντας στους άλλους,
σαν αντιστάθμισμα και σαν ισορροπία
δε θα μπορούσε
Παρά γλυκός και ήπιος και υποτακτικός να ’μαι μαζί της.
Ε τι; Τώρα θα μάθουμε ότι η γυναίκα
τον πρώτο έχει λόγο μες στο σπίτι-
πως ό,τι θέλει αυτή θα γίνει;
Την Τάξη εγώ της κοινωνίας θ’ αλλάξω;
Και για μένα
φιλοτιμία εύκολα η ανάγκη γίνεται… Εξάλλου
Σε κάποιον θα ’πρεπε κι εγώ να υποταχτώ…

Ως και τα εγγονάκια μου
Αν και μικρά
Μπορούνε το σωστό να ξεχωρίζουν.
Και τον μισούνε τον παλιάνθρωπο αυτόν.
Κι όχι πως τα ορμηνέψαμε γι αυτό
μα μάτια έχουνε και βλέπουνε
κι αυτιά κι ακούνε…

Αχ! Να ζεις στην κοινωνία μέσα
Να πουλάς-ν’ αγοράζεις
Λεφτά να στοιβάζεις
Τι μεγαλείο!
Η πεμπτουσία της ζωής αυτή ’ναι!

Παζάρια να κάνεις
Τον άλλο να ρίχνεις
Δυνατός να δείχνεις
Νόμους ν’ αψηφάς…

Να καταπατάς
Λόγια, συμφωνίες,
υποσχέσεις
και να ζεις με ανέσεις…

Κι από της δύναμής μου το ύψος κάτω βλέποντας-
Τι μερμηγκάκια οι άλλοι… τι ανύπαρκτοι…
Κάτι τετράδια βλέπω...
κάτι γράμματα…
όμως, το χρήμα λίγο σκέφτομαι-
και πάει, χάθηκαν κι αυτά…

Το χρήμα! Το χρήμα!
Της δόξας Του ο Αιώνας είναι!
Τι-θα ζήσω εγώ από την εποχή μου ξεκομμένος;
Αφήνω σ’ άλλους την επιλογή αυτή…

Ω! Τι καλά να ’σαι πατέρας
Και ν’ αγαπάς παράφορα το γιο σου…
Της δυναστείας σου τον συνεχιστή…

Και από δίπλα σου
Να έχεις τη συμβία σου
Αέναη υποψήφια παράφρονα
και παράτονα τόσο κουρντισμένη
που να πρέπει
για να καταργείς κάθε ημέρα την υποψηφιότητά της
με τα νερά της πάντα να πηγαίνεις…

Ω! Κάποια Θεία Βουλή γεννήθηκα να διακονώ.
Γι αυτό και ανταμείφτηκα
Με σπίτια και οικόπεδα και χρήμα.
Γι αυτό και όλα βολικά μου έρχονται.
Κι άστον αυτόν να τσαμπουνάει
Ότι το σπίτι δεν του δίνω που του ανήκει.
Όπως έστρωσε ας κοιμηθεί
(Να ’σαι καλά αδερφούλα…)

Α! Τι καλά που όλα εγώ τα έχω κανονίσει!
Εγώ!
Γενάρχης!
Ισχυρός!
Περιχαρακωμένος!
Άσηπτος!
Εγώ!
Ισχυρός!
Αβραάμ!
Και γύρω μου οι απόγονοι…
Εγώ!
Αυστηρός!
Προστάτης όλων τους!
Εγώ!
Γενάρχης!..

Εγώ!
Εγώ!
Ισχυρός!
 Όσοι λύκοι κι αν φυσήσουνε
Να ρίξουν δεν μπορούνε το σπιτάκι μου. Και μέσα του
Τα γουρουνάκια μου εγώ καλά φυλάω.
Και μεγαλώνω το χοιροστάσιό μου:
νύφες, γαμπροί, προοπτικές, κι εγώ!
Εγώ!
Γενάρχης!
Ισχυρός!
Εγώ!
Εγώ!
Εγώ!...
 


ΤΟ ΠΟΎΡΟ

Μακριά τους τόσα χρόνια
τον ξεχάσανε.

Όταν εκείνος ήρθε
στην πρώτη κιόλας τη συνάντηση κατάλαβε
ότι τον είχανε ξεγράψει.

Ξένος εκεί,
ξένος εδώ,
πια για κανένανε δικός.

Και καθώς θα ’τανε ατελέσφορη
κάθε προσπάθεια υπενθυμίσεως καν…
και καθώς  είναι τόσο πολυδάπανο
όσο κι ανώφελο
να συντηρείς έναν νεκρό,
δεν έμενε παρά το πρόσχημα
για την οριστική αποσχημάτιση.

Έβαλε λοιπόν στο στόμα του ένα πούρο
κι έτσι ανάναφτο το εδάγκωνε
όπως αυτοί που η ζωή τους
χωρίς το πούρο δεν νοείται.

Εκείνοι λαίμαργα άρπαξαν το πούρο-δόλωμα
σκέψη χωρίς.
Ζωώδικα.

Kαι -αν και κάπως άβολα κρατώντας το-
σημαία τους το ’καναν
σαν τάχα απόδειξη της αλλαγής του άλλου-
και όχι της αισχρής δικής τους στάσης-
και το περιφέρανε πασιχαρείς σαν μη ένοχοι.

Μετά απ’ αυτό
αυτοί επήγαν στις δουλειές τους
και στον προορισμό του εκείνος.
 

          Η ΑΔΕΛΦΗ

«Μη με διώχνετε», μου είπε,
«χωρίς εσάς-τ’ αδέρφια μου-
Μέσα στον κόσμο θα είμαι ένας ξένος.»
Και αργότερα «Τουλάχιστον», μου έγραψε,
«αν χάσω εσάς, ας μείνουνε κοινά
τα σπίτια. Κάτι να μας κρατεί.
Δένουνε κάπως και τα σπίτια- αλλιώς αβόηθητος,
αστήριχτος,
ανυπεράσπιστος,
μετέωρος,
μόνος στον κόσμο θα μετράω.»

Τέτοια. Λες κι ήτανε μωρό.

Μα εγώ είχα οικογένεια.
Επροχωρούσα εγώ στον κόσμο μέσα θαρρετά.
Αυτό ’ναι η ζωή-ένα προχώρημα… μια πρόοδος
Που ποιος-που τι
Μπορεί να τήνε σταματήσει…

«Ελάτε να μιλήσουμε» μας παρακάλαγε.
Τι να μιλήσουμε; Να πούμε τι;
Μιλά η ζωή.
Μιλούν οι περιστάσεις.
Η πρόοδος βροντοφωνάζει.
Σκούζει η ανάγκη.

Αδερφοσύνες και αηδίες…
Μα όταν του χρήματος ο Ήλιος
στον ορίζοντα ανατείλει
Τότε στην πάντα όλα τ’ άλλα
Τ’ αρρωστημένα
Και μπρος! Να προχωρήσουμε πριν σκοτεινιάσει!

Και το προχώρημα θέλει δυνάμεις-
θέλει σπρώξιμο
Κι όχι βαρίδια «ανυπεράσπιστων» και «ξένων»…
Μεγάλωσα, παντρεύτηκα, αυτό  ήτανε!
Άφησα πίσω μου όλα τα παλιά.
Αδέρφια, μοναξιές και μυξοκλάματα
Αρρωστημένα πράματα και στείρα. Εγώ
Στου πλούτου μόνο τον Θεό λόγο θα δώσω!

Δε θα γνοιαστώ εγώ για να μαζέψω
ό,τι μπορώ για τα παιδιά μου και τ’ αγγόνια μου;
Και οι φιλόσοφοί μας τάχα
δεν ξέρουν όταν λένε «είμαι ό,τι έχω»;
Επειδή αυτός το θέλει
που τίποτα μη έχοντας
τίποτα είναι,
πρέπει κι εγώ ένα τίποτα να γίνω;

Και ποιος είναι αυτός
που βλέπει πίσω από πρόσωπα και πράγματα,
που ερμηνεύει λόγια και φερσίματα και πράξεις,
που βλέπει τις αληθινές επιθυμίες
και τις βαθιές τους σκέψεις που γνωρίζει καθενός
και ολ’ αυτά
τολμάει να τα φανερώνει με τους βρωμοστίχους του;
Α! Τέτοιοι άνθρωποι χαλούν  τηΝ αναγκαία ηρεμία του κόσμου μας
Την απαραίτητη για να ‘ναι όλοι οι άνθρωποι ευτυχισμένοι…
Το χρήμα!
Το χρήμα!
Να η ουσία της ζωής!

Και τράβηξα το δρόμο του Θεού
Με τη βοήθεια του πιστού μου αδελφούλη-
Του λογικού:
Έκλεψα του κλαψιάρη τα λεφτά που είχε στην Τράπεζα,
του άρπαξα τ’ αυτοκίνητο,
έκαψα όλα του τα ποιήματα
που μου είχε στείλει για να τα φυλάω
(ποιήματα λέει τα σκουπίδια του αυτός !..),
του πήρα το ένα σπίτι…-
τ’ άλλο το πήρε ο αδελφούλης μου ο μεγάλος-
ο λογικός.

Τι άλλο να ’κανα για να τον φέρω στην κατάσταση
Να καταλάβει σε τι κόσμο ζει…
Μα εκείνος τίποτα.

Ακόμα του επρότεινα να τον γεροκομήσω
Αρκεί να μου ’δινε τη σύνταξή του-τίμιες δουλειές-
Όπως εγεροκόμησα τη μάνα μας. Και τι-
Να πεις με κέρδος τίποτα;
Ένα φουστάνι κάθε μήνα μόνο
Έπαιρνα με τη σύνταξή της στα κορίτσια μου.

Ούτε αυτό το θέλησε.
Ε πια…
Εγέρασε κι ακόμα να μην ξέρει
Πως το συμφέρον κυβερνά;
Λειψός αυτός αν είναι φταίω εγώ;
Κι αν ζει στον κόσμο του, κι εγώ
Του κόσμου του πολίτης να μετρήσω πρέπει ; Τι;-
Ο ένας ή οι πολλοί έχουνε δίκιο;..

Και αν αυτά είναι γράμματα ψιλά για κείνον
Ας πάει να ζητάει το δίκιο του
απ’ τα σχολεία κι απ’ τους δασκάλους του…
Εγώ έχω οικογένεια να προσέξω.
Και αν με όλα τούτα δεν κατάφερα
Να τόνε κάνω να εννοήσει
Τι άλλο να ’κανα;-ας χαθεί.

Δε θα ’ναι ο πρώτος ούτε ο τελευταίος...
 

ΕΧΟΥΜΕ...

Είμαστε ένα κράτος για πέταμα.

Έχουμε κάτι υπουργούς μυαλά του μεσαίωνα.
Έχουμε κάτι πολιτικούς που κλέβουνε.
Έχουμε κάτι ποιητές ανόητους.
Έχουμε κάτι πίθηκους που καθηγητές πανεπιστημίου τους λέμε.
Έχουμε κάτι τραγούδια τούρκικα.
Έχουμε κάτι πρόγονους που δεν είμαστε απόγονοί τους.
Έχουμε κάτι ήθη κι έθιμα που τα κάναμε τρόπο ζωής.
Έχουμε κάτι νέους αγράμματους.
Έχουμε κάτι βιβλία ιστορίας γεμάτα ψέματα.
Έχουμε Παιδεία στ΄ όνομα μονάχα.
Έχουμε για πολιτισμό μια βαρβαρότητα.
Έχουμε για δικό μας ό,τι άχρηστο πετούνε οι ξένοι.
Έχουμε μίσος για ό,τι φιλοπρόοδο.
Έχουμε την ιδέα πως είμαστ’ έξυπνοι.
Έχουμε πόλεις βρώμικες.
Έχουμε κάλπικα σταθμά.
Έχουμε την τελευταία σειρά σε όλα τα καλά.
Έχουμε πρωτιά σε κάθε κακό.
Έχουμε για πρωθυπουργό έναν εκμεταλλευτή κάθε φορά.
Είμαστε ένας λαός ηλίθιος που υπηρετεί αδιαμαρτύρητα τους βασανιστές του.
Είμαστε αγενείς και φθονεροί.
Θεωρούμε την ανευθυνότητα για προτέρημα.
Έχουμε διεφθαρμένους υπαλλήλους.
Έχουμε την απαίτηση να μας δώσουν οι άγγλοι κάτι ξένα αγάλματα.
Έχουμε το θράσος να καυχιόμαστε για την παλιανθρωπιά μας.
Έχουμε την ιδέα πως η Μακεδονία μας ανήκει.
Έχουμε την ιδέα πως οι λήσταρχοι του εικοσιένα ήσαν ήρωες.
Έχουμε την ιδέα πως τώρα δεν έχουμε δικτατορία.
Έχουμε τον φόβο σε όσον χώρο της ψυχής μας δεν κατέχει η βλακεία.
Έχουμε τη δουλεία στο αίμα μας.
Έχουμε δικτατορίσκους γραφειοκράτες για υπάλληλους δημοσίου και δήμων και Οργανισμών..
Έχουμε ευαισθησίες για θέματα φτηνά.
Έχουμε τη συνήθεια να χλευάζουμε τους ευεργέτες μας.
Έχουμε κάνει την ανεπάρκεια συστατικό της καθημερινότητάς μας.

Είμαστε ένα κράτος για πέταμα.
 

         ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΉ ΝΟΥ ΔΥΟ
(Γεωργιάδης και Βορίδης στη ΝουΔου)

Γιατρούς γεμάτη είναι και δικηγόρους
η δόλια η Βουλή. Καθόλου απόρους
δε δέχεται να έχει βουλευτές...
Μα όχι φίλοι μου. Αυτά ως τα χτες.

Η λαϊκή μας Νέα Δημοκρατία
κι εδώ μας έδειξε πρωτοπορία:
μετράει στις τάξεις της-σπώντας το νόμο-
δυο βιβλιοπώλες κι έναν υλοτόμο…


 

ΣΥΓΚΥΒΈΡΝΗΣΗ ΣΑΜΑΡΆ-
    ΒΕΝΙΖΈΛΟΥ-ΚΟΥΒΈΛΗ

Συγκυβέρνηση! Καλό!
Τρία σ’ ένα! Λογικό,
ο σκοπός αφού κοινός:
να λεηλατηθεί ο λαός.

Συγκυβέρνηση: οι πολίτες
την κυβέρνηση όταν βρίζουν
υπουργό να μη διαλέγουν-
να μη κόμμα ξεχωρίζουν.

Συγκυβέρνηση: τη χώρα
να τη βλάφτουν τρεις μαζί-
και οι τρεις ψιλό τη φτώχεια
να δουλεύουνε γαζί.

Να μη ρίχνουν μεταξύ τους
ένας τ’ άλλου φταίξιμο
και κοινό να είναι κι ίδιο
το λαμογιοκλέψιμο.

Και σε τσέπη ίδια να μπαίνουν
πλέον όλα τα κλεμμένα
και σωστά να τα μοιράζουν
τσακωμό δίχως κανένα.

Να ’ταν κι ο Καρατζαφέρης
τότε θα ’τανε τετράδα
οι ρομποτοειδείς φασίστες
που ρημάζουν την Ελλάδα.
 

ΚΩΣΤΆΚΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΉΣ

Καλά φυλάγεται
μες στη Ραφήνα.
Να κάθεται άστονε
στα μέρη εκείνα

κεφάλαιο να ‘χουμε
κάπου βαλμένο
μη και μας χρειαστεί
το ξορκισμένο.

Κι αν μας χρειαστεί ξανά
πάλι τον φέρνουμε
κι από το βάρος του
όλοι ας γέρνουμε.

Κι οκταετία μια
θα φέρει νέα
με όλα της παλιάς
τα τόσα ωραία:

Τους Γκοτζαμάνηδες,
το παρακράτος,
κλέψιμο πάλι ως
να του ’βγει ο πάτος,

Δεξιών Παράδεισο,
Κου Κου Ε κυνήγι
κι η νεολαία μας
που φύγει φύγει.

Κι όταν θα φάει
και την τυλώσει,
με τη βλακεία μας
εμείς την τόση

Εθνάρχη σίγουρα
ευθύς τον χρίζουμε
Και φίνο άγαλμα
τρανό του χτίζουμε-

δίπλα στο θείο του
να ’ναι κι αυτός,
να τους θαυμάζουμε
οικογενειακώς.
 

                              ΚΛΈΦΤΕΣ

Ποιος κλέβει επιτέλους στην Ελλάδα;
Μήπως εκτός από τους βιομηχάνους,
και τους πολιτικούς, τους τσιφλικάδες,
εφοπλιστές, εφοριακούς, εμπόρους,
κι απ’ τους πολλούς μικρούς, κι απ’ τους μεσαίους,
κλέβει και όλος ο λαός συλλήβδην
ήγουν και ο μικρός ο εμποράκος,
και ο μανάβης και ο μπακαλάκος
και ο υπάλληλος είτε ο δημόσιος
ή ο ιδιωτικός, κι ο ιδιοκτήτης
κάποιου μικρού έστω μόνο κτίριου
κι ο λαχειοπώλης και ο παγοπώλης
των λαϊκών των αγορών οι τύποι,
 της αγιογδύτισσας της Βαρβακείου
κι οι λιανοπωλητές οι υπαίθριοί μας
κι ο χτίστης κι ο σκαφτιάς κι οι λασπιτζήδες
και οι υδραυλικοί κι οι ηλεκτρολόγοι
κι οι δάσκαλοι και οι καθηγητάδες-
μην κλέβουν κι όλοι αυτοί οι κερατάδες;
Ε, το λοιπό’, και τούτοι όλοι κλέβουν!
Το κατά δύναμιν βεβαίως, μα όμως
γόνα κι αυτών το κλέψιμο πηγαίνει!
Κι αυτή ’ναι η αιτία που ο κόσμος
δεν ξεσηκώνεται σ’ αυτούς ενάντια
που τα χοντρά λεφτά του τόπου τρώνε.
Κοράκου κόρακας μάτι δε βγάζει
και κλέφτης κλέφτη δεν τόνε πειράζει
μόνο καθένας ψάχνει να μπορέσει
σε κόλπο τρανταχτό ένα να πέσει
και την καλή κι αυτός γερά να πιάσει
και τη ζωή του να καλοπεράσει.
Γι αυτό ατιμώρητοι μένουνε τώρα
όσοι ρημάξαν στην κλεψιά τη χώρα.
Γι αυτό κι ελέω του καθενός μας κλέφτη,
η Ελλάδα σούμπητη στο χάος πέφτει.
 

Ν' ΑΓΚΑΛΙΑΖΑΝ

Πεύκων δάση, αγριοπούλια,
ψηλοκόρυφα βουνά,
λαμπροήλιε, αστέρια, πούλια
χίλια θάματα αυγινά…

λάλο ρυάκι, θεία δύση
άνοιξή μου γιορτινή,
φθινοπώρου εσύ μεθύσι,
καταγάλανοι ουρανοί…

τι κι αν είστε ωραία τόσο
είστε τόσο αλαργινά…
Α! Να γίνονταν ν’ απλώσω
τα δυο χέρια τα ορφανά

και πιο τέλεια-και πιο πλέρια
να σας νιώσω-πιο βαθιά…
Α! Ν’ αγκάλιαζαν τα χέρια
όσα χαίρεται η ματιά!..
 

Ο ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ

Όταν του μιλούν απ’ το παράθυρο
σαν να μιλούν σε νεκρόν είναι.
Και σε αρρώστους ακόμα, αλλιώς
τις λέξεις-με απαίτηση-συλλαβίζουν.

Από σπλαχνιά μπορεί και να το κάνουν
για τους ίδιους
να μην του δώσουν την οδύνη τους να καταλάβει
που τόσα πράγματα τους λείπουν.

Εκείνος
θαρρετά τους κοιτάζει
και ό,τι αυτοί θα ’θελαν
μ’ εν’ άπλωμα του χεριού του αυτός έχει.

Και όταν τον πληρώνουν
σαν έναν οβολό να του δίνουν είναι
για να τους περάσει απέναντι
στο δικό του βασίλειο.
 

ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ

Στην τελευταία ντυμένες μόδα
ωραίες, τρυφερές, χαριτωμένες
με μύρα στολισμένες και με ρόδα
κυρίες ιδανικές κι εκλεπτυσμένες
τις φωτισμένες κοσμούν βιτρίνες
μεγάλων και λαμπρών καταστημάτων.

Ποτέ τους δεν ξαπλώνουνε σε κλίνες
ερώτων ή σ’ ανάκλιντρα θανάτων-
για κείνες είναι ζωή τους όλη
μια στάση αυστηρά καθορισμένη
κι ουτ’ έχουνε ποτέ αργία ή σκόλη
και ώρα για ξεκούραση δοσμένη.

Μον’ όταν βράδυ τα φώτα σβήνουν
κι η Νύχτα με το Θάνατο φιλιούνται
εκείνες απαλά τα μάτια κλείνουν
και, δίχως να τις βλέπουμε, κοιμούνται.
 

ΦΟΡΩΝΤΑΣ

Φορώντας το πράσινο
φορώντας το κίτρινο
φορώντας το μπλε
μας κόπιασες Άνοιξη.

Σαν νύμφη χορεύοντας
σαν κόρη ερωτεύοντας
σαν νια τραγουδώντας
μας κόπιασες Άνοιξη
κρατώντας τ’ αστέρι
κρατώντας τ’ αγέρι
κρατώντας φιλί.

Και κραδαίνοντας την ανυπομονησία
τον παραλογισμό
και την ασπλαχνιά μας ήρθες.
 

ΤΟ ΤΩΡΑ

Σκόνη χρυσή που κάθοντας
πάνω στα περασμένα
δίνεις το κάλλος στ’ άσχημα
τη γεια στα πονεμένα…

που δίνεις πλούτο στα φτωχά
δίνεις στα γκρίζα χρώμα
και μέλι κάνεις γκυκερό
κάθε πικρό μας πιόμα…

σκόνη χρυσή που απόμεινες
η μόνη μας ελπίδα
έλα σε μας-το άπατο
του χρόνου ρυάκι πήδα

και μείνε μέσα στο Παρόν.
Τα μαγικά σου δώρα
ανάγκη έχει όχι το Χτες
μα πιο πολύ το Τώρα.
 

ΠΑΡΑΞΕΝΟ

"Αντίθετα από σε
εγώ έχω εμορφιάν
το σώμα όπως πρέπει καμωμένο
στα μέλη συμμετρίαν
και πρόσωπον ηδύ.
Παράξενο το βλέπω
το αγόρι το δικό μου να τραβήξεις".

"Κι αν έχεις εμορφιάν
και πρόσωπον ηδύ
για την αγάπην είσαι
ένα μικρό παιδί-
δεν έχεις κοιμηθεί
όπως εγώ με τόσους
και ποιος θα σου την μάθει
του έρωτα την τέχνην..."
 

ΜΟΛΥΒΊ

Ξέρω: σε λίγο θα ροδίσεις τα σύννεφα
κι σ’ όλα γύρω σου ένα πορτοκαλί θα δώσεις χρώμα.
Ύστερα κόκκινο, πιο κόκκινο,
που λίγο λίγο αναιμικά θ' αδυνατίζει,
κι όταν τελείως πια θα ’χεις βυθιστεί
ένα μολυβί βαρύ.

Και ξέρω,
τ’ άλλο το πρωί τα ίδια τώρα ανάποδα θα κάνεις
καθώς θα ’ρχεσαι:
μολυβί, κόκκινο, πορτοκαλί
και πια άσπρο-αυτό το ανήλεο
εξονυχιστικά ερευνητικό
παμφάγο άσπρο.

Και κάθε μέρα πάλι τα ίδια...και τα ίδια...και τα ίδια...
Ίδιες ιδέες, ίδιες εικασίες, ίδια πράγματα.

Σε βαρέθηκα ήλιε.

 

Η ΠΡΩΤΗ

Απάνω στο βιβλίο μου
καθώς καθόμουνα στο ηλιοστάσι
μια μύγα ήρθε να διαβάσει.

Τα πόδια της ελύγισε
κι εστάθη λίγο έτσι διπλωμένη
στο διάβασμά της ξεχασμένη.

Κατόπιν εσηκώθηκε
και το σοφό της ξύνοντας κεφάλι
"θεέ μου", είπε, "τέτοιο χάλι

ποτέ δεν το περίμενα:
οι άνθρωποι μοχθούν να μάθουν ό,τι
για μας η γνώση ήταν η πρώτη".
 

ΣΤΑΡΙ ΣΤΟ ΣΑΚΚΙ

Τόσο πολλά είναι μέσα στον μικρό χώρο
και τόσο κοντά το ’να στ’ άλλο
τα πριν τόσο απλωμένα  που, ασυνήθιστα σ’ αυτό
ασφυκτιούν.  
Η μέσα τους ζωή πιεσμένη έτσι κινδυνεύει
όλη κλείσιμο να γίνει και υπομονή.

Ν’ αγαπιούνται όμως έμαθαν εκεί
χωρίς υπεκφυγές. Αλλιώς
θα ξέφευγαν από την ηρεμία του κέντρου τους
και θα έμεναν χωρίς ελπίδα
κάποτε  
σε πεδίο πλατύ να ριχτούνε,
και με της γης την ευλογία, το πράσινο
που τώρα σαν σε όνειρο κατέχουν
να φανερώσουν.
 

ΟΙ ΑΣΧΗΜΕΣ

Στις άσχημες γυναίκες που η μοίρα
τους όρισε αγέλαστη μια ζήση-
που μένουν τα όνειρά τους πάντα στείρα
κι ο ήλιος τους γνωρίζει μόνο δύση…

στις άσχημες γυναίκες που τον πόνο
για σύντροφο πιστό τους έχουν πάντα-
στις άσχημες γυναίκες αφιερώνω
αυτή τη λυπημένη την μπαλάντα.

Σ’ αυτές ποτέ κανείς δε στέλνει ρόδα
και ποιήματα θερμά κανείς δε γράφει.
Φορέματα γι αυτές δε φτιάχνει η μόδα
κι είν’ άφωτοι τα μάτια τους δυο τάφοι.

Ο πόθος τις θερίζει κάθε βράδυ
προσεύχονται για έστω μια θωπεία
ελπίζουν όμως άδικα-το χάδι
γι αυτές το ερωτικό μια ουτοπία.

Παράσιτα που ζουν λησμονημένα
σ’ ανθένιο μοσχομύριστο φυτώριο.
Γράμματα με βιασύνη στριμωγμένα
σε κάποιου τετραδίου το περιθώριο.

Μπροστά τους ξεχωρίζουνε δυο δρόμοι:
αυτός της θλιβερής κι ανούσιας ζήσης
μακριά από τους ανθρώπους και ακόμη
μακριά ’π’ του έρωτα τις συγκινήσεις,

κι εκείνος της πικρής της επαιτείας
για χάδια που ποτέ τους δε θα βρούνε
ενώ τα σιγανά της ειρωνίας
τα γέλια, μες στ’ αυτιά τους θα ηχούνε.

Ανέραστες και φρούδες ερωμένες
μια κρύα σαν τις άλλες θα πεθάνουν
νυχτιά, με τις παλάμες απλωμένες
προς έναν ουρανό που δε τον φτάνουν.

Και πάνε στην αφάνεια και στη λήθη-
κανένας μια κυρία δε θυμάται
που μόνη στη ζωή της εκοιμήθη
καθώς και τώρα αξύπνητα κοιμάται.

Κι αφού δεν τους εχάρισαν για δώρα
οι θείοι ποιητές αθάνατα έπη
οι άσχημες γυναίκες θα ’χουν τώρα
την άσχημη μπαλάντα που τους πρέπει.
 

ΟΤΑΝ

Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού το δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς ακόμα να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι
για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.

Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ’ αφήνουνε να μείνεις.

Για δίκαιο μη μιλήσεις-
για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στη μάχη.
Τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τόνε θυμώσει τον εχθρόν που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.
 
Και ξέρεις δα οι νικητές τι εύκολα θυμώνουν.
 

ΝΑ ΧΩΡΙΖΟΥΝ

Του χωρισμού των έφθασεν η μέρα.
Αδύνατον να πάνε παραπέρα.
Το ένιωθαν καλά-το τέλος είχε φθάσει.

Χωρίσανε το βράδυ με αοριστίες
για τη συνάντησιν την επομένην
"τηλέφωνο θα πάρω κάποια μέρα..."
"θα περιμένω-ναι-εξάπαντος..."

Μα ήξεραν πως έλεγαν κενά-
ούτε αυτός θα έπαιρνε, ουτ’ εκείνη
στ’ ακουστικό θ’ ανέμενε όπως πρώτα.

Είναι μια μέθοδος καλή κι αυτή
γι ανθρώπους ευαισθήτους
να χωρίζουν. 

Η ΜΟΥΣΙΚΟΥΛΑ

Όταν το σούρουπο μεστώνει
και πριν ακόμα γίνει βράδυ
τις θείες νότες της απλώνει
μια μουσική γλυκιά σα χάδι.

Πέφτει απαλά σαν τη δροσούλα
μες στη σιωπή της γειτονιάς μου
καθώς ανέγγιχτη νυφούλα
σε γιορτινό κρεβάτι γάμου.

Και με τρυπά σα νοσταλγία
και με πονεί σαν ερωμένη
η μαγική της μελωδία
που στον αέρα είναι χυμένη.

Μήπως του Πάνα η φλογέρα
και του Απόλλωνα η λύρα
ξεπροβοδίζουν την ημέρα
χαρίζοντάς της τέτοια μύρα;

Μήπως σε με που δεν με ξέρει
τη θαλπωρή από το θέρο
και τη γαλήνη από τ’ αστέρι
στέλνει η καλή που δεν την ξέρω;

Ή μην ο αγέρας απ’ τα μάκρη
σοφός ως έρχεται του κόσμου
του ταξιδέματος το δάκρυ
και τη χαρά σταλάζει εντός μου;

Α! Του σπανίου τους του κάλλους
γνώστες αυτοί δεν ειν’ οι ήχοι
από ποιητές φύγαν μεγάλους
κι ήρθαν σε με να γίνουν στίχοι.
 

ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ’ ατσαλένια
και με το χέρι εχάιδεψε τ’ ατσάλινά του γένια.
Τ' όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.

Κι ως το ’δε ο γίγας τ’ ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσ' η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ’ του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.
 

ΣΚΛΑΒΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ

Σκλάβος της γης ο χωρικός.
Αυτή ό,τι πει εκείνος κάνει.
Κι αν το βόδι του κλέψουνε, τον κλέφτη
σκοτώνει, γιατί δίχως βόδι

τη γη να καλλιεργήσει δεν μπορεί,
και το παιδί του θα πεθάνει αν αυτή
καρπό δεν βγάλει. Και τη γυναίκα του.
τήνε χτυπάει αν δε δουλέψει.

Γιατί η γη θέλει δουλειά.
Κι αν στην πόλη ο χωρικός πάει  
από το χοίρο βρομερότερος γίνεται

γιατί μακριά εβρέθηκε απ’ το χώμα.  
Κι όταν σ' αυτό ξαναγυρίσει,
την αγνότητα του πάλι ξαναβρίσκει.
 

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Τα πάντα στην τέχνη πρέπει να θυσιάσει
ο ποιητής, αν ποιητής θέλει να 'ναι.
Σκλάβος της ποίησης να γίνει πρέπει,
και να υποφέρει, και να λιώσει

κατ' από το άρμα της, με την ελπίδα
απ' ό,τι γράψει να σωθούν πεντ' έξη
στίχοι, που, με τη σειρά τους,
την ψυχή θα σώσουν του ποιητή. Γιατί

δεν είναι ο ποιητής κέντρο του
σύμπαντος. Μία εφήμερη στιγμή
είναι, που από πάνω της περνά

το πνεύμα των προυπαρξάντων
ποιητών, τρέχοντας προς το μέλλον
στον ποιητή που θα το συνεχίσει.
 

ΜΑΝΑΒΗΔΕΣ, ΓΙΑΤΡΟΙ, ΖΩΓΡΑΦΟΙ

Μανάβηδες, γιατροί, ζωγράφοι, αστοί,
πιερότοι απατημένοι και περίλυποι,
αρλεκίνοι εύθυμοι και απατημένοι,  
ηλίθιοι ονειροπόλοι, καρτερούν

την ωραία τους κυρά-με σώμα
όπως καθενός του αρέσει, με καρδιά
όπως σε καθένανε ταιριάζει.
Και παίζουν όλοι πάνω στη σκηνή

το ρολό τους ως να περάσει η ώρα
και ο καιρός. Και ο καιρός περνάει.
Κι έρχεται η ωραία τους. Ο αρλεκίνος

τα χέρια του υψώνει προς τον ουρανό
κι ο ουρανός χαρτί γαλάζιο είναι και σχίζεται.
Και η ωραία του μια κούκλα είναι από χαρτόνι.
 

ΣΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΟΦΟΔΙΩΝ

Στο εργοστάσιο των πολεμοφοδίων
ένας εργάτης με αγαθά, ήσυχα μάτια,
είναι περασμένη η ώρα μα να κοιμηθεί δεν πάει  
ώσπου τη μολυβένια σφαίρα που άρχισε
και που τον ποιητή θα σκοτώσει
να την τελειώσει.
.
Και να που η σφαίρα τέλειωσε. Ο εργάτης
στο φως του αθώου φεγγαριού γυρνάει σπίτι του  
και στο κρεββάτι πέφτει
και στης καλής του την αγκαλιά.

Το άλλο πρωί ο ποιητής
ένα γράμμα που έλαβε άνοιξε
και βλέπει να τόνε καλούν στρατιώτη
γιατί ο πόλεμος αρχίζει.