Σάββατο 29 Απριλίου 2023

ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1963
1
Τούρκοι εξτρεμιστές επιτίθενται εναντίον της Μονής Γαλακτοτροφούσας καί εκτελούν πέντε μοναχούς.

2
Αποφασίζεται  ή  σύγκληση  πενταμερούς  δια-σκέψεως για το Κυπριακό, στο Λονδίνο.

 3
Οι Τούρκοι  καί  οι Τουρκοκύπριοι προβάλλουν καί  πάλι  το  αίτημα της διχοτομήσεως.

4   
Ό  Πάπας  Παύλος  Στ'   έπισκέπτεται  την   Ιερουσαλήμ.

5   
Ή Αμερικανική κυβέρνηση δηλώνει ότι θα υποστηρίξει την Μαλαισία απέναντι  στις  Ινδονησιακές αξιώσεις.

6   
Ό Πάπας Παύλος συναντάται με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Άθηναγόρα στό Όρος των Έλαιών.

7
 Βρεταννική εταιρία αναγγέλλει την πώληση 400 λεωφορείων στην Κούβα.

8.
Ο Ό πρόεδρος Τζόνσον καταθέτει ατό Κογκρέσσο προϋπολογισμό 97,9 δισεκατομμυρίων δολλαρίων, εξαγγέλλοντας πόλεμο κατά της πείνας στόν κόσμο.

9
 Ό πρωθυπουργός της Κίνας Τσου Εν Λάϊ επισκέπτεται την Τυνησία.

10
 Βιαιότατα αντιαμερικανικά επεισόδια στην ζώνη της διώρυγας του Παναμά.

11
Γενική απεργία διαμαρτυρίας κηρύσσεται στον Παναμά.
12   
Ό   Φιντέλ   Κάστρο   επισκέπτεται   αίφνίδια   τη Μόσχα.

13   
Αραβική   διάσκεψη   κορυφής   συνέρχεται   στο Κάιρο   για   να   αντιμετωπίσει   το   ισραηλινό   σχέδιο διαρρυθμίσεως των νερών του Ιορδάνη.

14   
Οι    Τουρκοκύπριοι    οχυρώνουν    τίς   συνοικίες τους.

15   
Αρχίζει στο Λονδίνο ή Πενταμερής Διάσκεψη για  το  Κυπριακό.

16
Ό Τούρκος υπουργός των Εξωτερικών δηλώνει ότι ή χώρα του δεν πρόκειται ν' άποσύρει τα στρατιωτικά τμήματά της από την Κύπρο.

17
 Ή Γαλλική Κυβέρνηση ειδοποιεί την Αμερικανική ότι θα προχωρήσει σε αναγνώριση της Λαϊκής Κίνας.

18
 Ό Σοβιετικός πρωθυπουργός εξαπολύει βίαιη επίθεση εναντίον της Ουάσιγκτον για την πολιτική της στην Λατινική Αμερική.

19
Ή Ζανζιβάρη  ανακηρύσσεται Λαϊκή Δημοκρατία.

 20   
Στρατιωτική   στάση   καί   αντι-ιμπεριαλιστικές διαδηλώσεις στην Ταγκανίκα.



ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1963

21   
Οι  αρχές  του  Ανατολικού  Βερολίνου  επιτρέπουν στούς κατοίκους του Δυτικού να επισκεφθούν τους συγγενείς τους στον ανατολικό τομέα.
Τούρκοι προκαλούν αίματηρές συμπλοκές στη Λευκωσία.

22   
Οι   Τούρκοι   εξτρεμιστές   καταλαμβάνουν   το Αρχηγείο της Κυπριακής Χωροφυλακής.

23   
Ή   πρωταρχική   ανάγκη   του  κόσμου   είναι   να τραφούν οί πεινασμένοι, λέει ό Πάπας ατό Χριστουγεννιάτικο μήνυμα του.  Παρά την συμφωνία καταπαύσεως του πυρός συνεχίζονται οι συμπλοκές στήν Κύπρο.

24   
Ή Κυπριακή  Αστυνομία άνακαταλαμβάνει τον Αστυνομικό σταθμό  Όμορφίτσας.

25   
Παρά την συμφωνία εκεχειρίας Τουρκικά αεροσκάφη  καί  πολεμικά  πλοία  κάνουν  επίδειξη  δυνάμεως  πάνω  από  τη  Λευκωσία  καί  στα  ανοικτά  της Κύπρου.

26
 Ή διοίκηση των Ελληνικών καί Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων της Κύπρου ανατίθεται στον Βρεταννό στρατηγό Γιάγκ, πού αναλαμβάνει να εποπτεύσει την εκεχειρία. Βρεταννικά στρατεύματα στέλνονται στην Κύπρο.

27
Αντιαμερικανικές διαδηλώσεις οτή Σόφια μετά την καταδίκη Βούλγαρου διπλωμάτη για κατασκοπεία προς όφελος της Αμερικής. Ηρεμία επικρατεί στην Κύπρο.

28
Οι Ελληνικές καί οί Τουρκικές ένοπλες δυνάμεις κινητοποιούνται για να επέμβουν, αν χρειαστεί, στην Κύπρο.

29
Ό Κινέζος πρωθυπουργός Τσου Εν Λάϊ επισκέπτεται το Μαρόκο.

30
Ό αντιπρόεδρος Κιουτσούκ δηλώνει ότι Κυπριακό Σύνταγμα δεν υφίσταται πια.

31
Πλήρης αποκατάσταση της τάξεως οτήν Κύπρο.




ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1964

1
Αντάρτες Βιέτ Κόγκ καταστρέφουν πέντε Αμερικανικά βομβαρδιστικά σε αεροδρόμιο των περιχώρων της Σαϊγκόν.

2   
Ή  ηγεσία του  Ιταλικού  Κ.Κ.  αφήνει  να  εννοηθεί   ότι   δεν   ικανοποιήθηκε   από  τις   εξηγήσεις που δόθηκαν για την αποπομπή του Ν.  Σ. Χρουστσώφ.

3   
Ό  κ.  Λύντον  Μπαίηνς Τζόνσον  επανεκλέγεται   πρόεδρος  των  ΗΠΑ   με   πλειοψηφία   61,3%.   Το Δημοκρατικό Κόμμα εξασφαλίζει άνετα πλειοψηφία στή Βουλή και τη Γερουσία.

4   
Λήγουν χωρίς αποτέλεσμα οι Τούρκοσοβιετικές οννομιλίες στη Μόσχα.

5
Στρατιωτική χούντα ανατρέπει τον πρόεδρο της Βολιβίας Πάζ Έστενσόρο.

6
Ο Λ. Ι. Μπρέζνιεφ προτείνει παγκόσμια διάσκεψη των Κομμουνιστικών Κομμάτων για την εξομάλυνση των διαφορών τους.

7
Ο Κινεζικός τύπος χαρακτηρίζει «αιώνια καί αδιάσπαστη» τη φιλία ανάμεσα στον Κινεζικό καί τον Σοβιετικό λαό, κάνοντας σύγχρονα έκκληση για ίδεολογική ενότητα.
8
Ό Φιντέλ Κάστρο απειλεί ότι θα χρησιμοποιήσει αντιαεροπορικούς πυραύλους εναντίον των Αμερικανικών αναγνωριστικών αν συνεχιστούν οί πτήσεις τους πάνω από την Κούβα.

9
Ό νέος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας κ. Εισάκου Σάτο δηλώνει ότι είναι αποφασισμένος να διευρύνει το ρόλο της χώρας του στην διεθνή σκηνή.

10
Διακόπτονται χωρίς αποτέλεσμα οι ανεπίσημες καί μυστικές συνομιλίες ανάμεσα σε διάφορα Κομμουνιστικά Κόμματα στη Μόσχα.

11
Ανεπίσημες πληροφορίες αναφέρουν ότι το Σοβιετικό Κ.Κ. άποφάσισε ν' αναβάλει την διάσκεψη των άλλων κομμάτων πού είχε συγκαλέσει για τις 15 Δεκεμβρίου ό Ν. Σ. Χρουστσώφ.

12   
Ό   Άντονίν   Νοβότνυ-ανεπιφύλακτος  υποστηρικτής του  Ν.   Σ.  Χρουστσώφ-επανεκλέγεται πρόεδρος  της  Τσεχοσλοβακίας.

13   
Αψιμαχίες   ξεσπούν   στήν  μεθόριο   Συρίας-Ισραήλ.

14   
Το  Σοβιετικό  περιοδικό  «Προβλήματα της Ειρήνης  καί  του  Σοσιαλιαμού»,   εξαπολύει   όξύτατην επίθεση  εναντίον της Κίνας.

15
Νέα συμφωνία στενής στρατιωτικής Άμερικανογερμανικής συνεργασίας υπογράφεται στην Ουάσιγκτον.

16
Ό Βρεταννός πρωθυπουργός επιτίθεται εναντίον της πολιτικής «ανεξαρτησίας» του στρατηγού Ντε Γκώλ.

17
 Ή ηγεσία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων προβαίνει σε απειλητικό διάβημα προς την Εθνοσυνέλευση.

18
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφασίζουν να καταργήσουν 95 βάσεις σε διάφορα σημεία του κόσμου.

19   
Ή Αμερικανική Κυβέρνηση δέχεται να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Κογκολέζους επαναστάτες για την τύχη των λευκών ομήρων.

20   
Αποφασίζεται   ή   διάλυση   των   22   ταγμάτων της Κυπριακής εθελοντικής εθνοφρουράς.





ΜΑΡΤΙΟΣ 1965

22
Αποκαλύπτεται ότι οι δυνάμεις του Ν. Βιέτ Νάμ χρησιμοποιούν δακρυγόνα καί άλλα αέρια πού δεν προκαλούν το θάνατο κατά των ανταρτών Βιέτ Κόγκ.

23
Αμερικανικό διαστημόπλοιο με πλήρωμα δύο αστροναυτών εκτοξεύεται στο διάστημα και ξαναγυρίζει στη γη υστέρα από τρεις περιστροφές.

26
Τέσσερις ρατσιστές δολοφονούν στην Αλαμπάμα την κυρία Α. Λιούζο μητέρα πέντε παιδιών, γιατί μετείχε στην πορεία για τα δικαιώματα των Νέγρων.

27
Ό Κινέζος πρωθυπουργός κ. Τσου Εν Λάϊ δηλώνει ότι ή χώρα του εξόφλησε όλα τα δάνεια πού είχε πάρει από τη Σοβιετική Ένωση.

30
Βόμβα τοποθετημένη από τους Βιέτ Κόγκ έξω από την Αμερικανική πρεσβεία της Σαϊγκόν προκαλεί τρομακτικήν έκρηξη με 16 νεκρούς καί 147 τραυματίες.



ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1965

1
Δεκαεπτά αδέσμευτες χώρες αναλαμβάνουν πρωτοβουλία για την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων είρήνης στο Βιέτ Νάμ.

2.
Αρχίζουν οί συνομιλίες ανάμεσα στον Πρόεδρο Ντε Γκώλ καί τον Βρεταννό πρωθυπουργό κ. Ουίλσον, στο Παρίσι.

4
Αεριωθούμενα του Βορείου Βιέτ Νάμ καταρρίπτουν δύο Αμερικανικά βομβαρδιστικά.

5  
Αμερικανικές πηγές υποστηρίζουν ότι οι δυνάμεις των Βιέτ Κόγκ υποχωρούν προς την μεθόριο του Βορείου Βιέτ Νάμ.

7
Ό πρόεδρος Τζόνσον δηλώνει ότι είναι πρόθυμος για συνομιλίες «άνευ όρων» σχετικά με το Βιέτ Νάμ καί υπόσχεται βοήθεια ενός δισεκατομμυρίου   δολλαρίων  για   την   Νοτιοανατολικήν   Ασία μετά  την   ειρήνευση.

 8  
Αμερικανικά    αεριωθούμενα   συγκρούονται    με Κινεζικά  Μίγκ  στον κόλπο   του Τογκίνου.

10
Αμερικανοί πεζοναύτες αποβιβάζονται στη βάση του Ντά Νάγκ κοντά στον 17ον παράλληλο πού χωρίζει το Βόρειο από το Νότιο Βιέτ Νάμ.

12
Ή   κυβέρνηση    του   Πεκίνου    απορρίπτει   όλες
τις   προτάσεις   για   διαπραγματεύσεις   σχετικά   με την  είρήνευση στο  Βιέτ Νάμ.

13
Ή κυβέρνηση του Β. Βιέτ Νάμ ζητεί την απομάκρυνση   των   Αμερικανικών   δυνάμεων   από    το Νότιο τμήμα της χώρας  σαν προϋπόθεση  για  την έναρξη   συνομιλιών.

14
Ανεπίσημες   πληροφορίες   από   την   Σόφια   κάνουν  λόγο  για την   αποκάλυψη   καί  την  καταστολή   φιλοκινεζικής   συνωμοσίας.

16
Σοβιετικές βάσεις αντιαεροπορικών πυραύλων ετοιμάζονται στο Βόρειο Βιέτ Νάμ, σύμφωνα με Αμερικανικές πληροφορίες.

17
Ή Ρουμανική κυβέρνηση αποφασίζει την επένδυοη μεγάλων ποσών στη γεωργία.

18
Ό πρόεδρος Τζόνσον δηλώνει ότι οι βομβαρδισμοί στο Βόρειο Βιέτ Νάμ θα συνεχισθούν έως ότου αρχίσουν συνομιλίες.

19
Ή   Τουρκική   κυβέρνηση   αποφασίζει   την   απέλαση όλων των Ελλήνων υπηκόων πού ζουν στην Τουρκία.

20
Το Πεκίνο  δηλώνει  όι  ετοιμάζει   αποστολή  εθελοντών   στο   Βόρειο   Βιέτ   Νάμ.
 

         IN CAUDA VENENUM

Ο Τσίπρας φωνάζει να φύγει η Νου Δου
γιατί ξεπουλάει της χώρας τ’ ασήμια
καθώς το ΠΑΣΟΚ εξεπούλησε τα Ίμια.
Μα όμως βροντάει σε πόρτα κουφού.

Σωστά-ο Σαμαράς γιατί να βιαστεί;
Αφού τον χοντρό κοντά του κρατάει
αβρόχοις ποσί την Ελλάδα μαδάει
καθώς προαγωγός μαδάει τραβεστί.

Και ούτε ποτέ στη στενή δε θα μπει
ο Τσίπρας που όλο απειλεί να τον βάλει,
καθώς ούτε μπαίνει στη μόστρα ρετάλι
κι η διόπτρα ειν’ άχρηστη αν είναι θαμπή.

Κι η Μέρκελ επρόβλεψε κι έχει ΧΥΤΑ
για όποιο ρεμάλι της μείνει ρετάλι
κι ο Σόιμπλε φτιάχνει, με κείνο τσατάλι,
σφεντόνα, Μνημόνια σε λαούς να πετά.
 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΕΡΕΤΗ ΟΡΟΘΕΤΟΥΣΑ
ΑΠΟΤΗΝ ΕΚΠΟΜΠΗ ΤΗΣ
(2009)
Τους πρωινούς τους θέλει η Κατερίνα
να μη από χτες έχουνε σκόρδο φάει
και να ’χουν βάλει πριν να βγουν κολόνια.
Αυτά εξήγγειλε απ’ την εκπομπή της
κι οι έλληνες πολλές ενιώσαν τύψεις
που μέχρι τώρα την ταλαιπωρούσαν.
Για προφυλακτικό λέξη δεν είπε.
Αυτό σημαίνει, τυχεροί αθηναίοι,
ότι και ναι και δίχως του, το κάνει.
Όποιος λοιπόν πρωί τήνε γουστάρει
ας μπει στο ίδιο το λεωφορείο
με την πριγκιπική εξοχότητά της.
Μόνο για να τη δει ας πάρει κιάλια.
Κι όταν τη βρει, ας ξέρει: όπως τη βλέπει
(επειδή η μούρη της μοιάζει με κείνο):,
αυτό είναι κάτω και η μούρη επάνω.
 

Κυριακή, 9 Νοεμβρίου 2014
ΟΙ ΕΚΑΤΟΝ ΟΓΔΟΝΤΑ

Είπε ο Σαμαράς: Θα βρεθούν οι εκατόν ογδόντα.

Και βέβαια θα βρεθούν.
Τα υπόλοιπα είναι τερτίπια.

Βουλευτές που κάνουν τον καμπόσο
αλλά μετά «σκεπτονται ωριμότερα»
και θυσιάζονται για «το συμφέρον της χώρας»,
ή βλέπουν πως «τα πράγματα άλλαξαν»,
και «οι συγκυρίες οι εντός και οι συμμαχικές»
άλλα επιτάσσουν.
Και ‘αλλα τέτοια.

Κανείς δε λέει πως δε θέλει ρέστος ν’ απομείνει
από το χρήμα που η ιδιότητα του βουλευτή στιβάζει,
ή πως να σπρώξει θέλει λίγο τον καιρό ίσαμε πλήρως
να ξεχαστεί ο έλεγχος του «πόθεν έσχες»,
ή για να μην η εφορία-όλα γίνονται-τον κάνει στόχο.
Και μερικοί, φασίστες ως μεδούλι,\
«για να μην έρθουν οι κουμουνιστές του Τσίπρα».
\
Τέλος το πράγμα θα δουλέψει όπως κάθε  
που η σαπίλα της Δεξιάς
τα δημοκρατικά βουλώνει τα φρεάτια  
και πνίγεται στο φασισμό η χώρα.
 

ΛΑΌΣ ΚΑΙ ΚΩΣΤΆΚΗΣ

-Γιατί την πόρτα έκλεισες Κωστάκη της Βουλής;
-Γιατί, λαέ μου, έμπαζε και θα πουντιάζαμε όλοι:
και η αντιπολίτευση μα κι η κυβέρνησή μου.
Κι αντιπολίτευση καλά. Μα αν κρύωνε η Νου Δου μου
τότε η Ελλάδα ολόκληρη θα ‘πεφτε στο κρεβάτι.
-Και τι έμπαζε Κωστάκη μου;
- Κυρίως Δικογραφίες.
Και Σκάνδαλα και Διαφθορά κι Ομόλογα και Ζήμενς.
Καταλαβαίνεις-ανοιχτή αν έμενε ακόμα
όλοι θα πλευριτώναμε. Γι αυτό την έχω κλείσει.
-Μπράβο Κωστάκη μου. Κι εγώ που όλο εξυπνάδα είμαι
σε νιώθω και σ’ ευχαριστώ. Και για να σ’ ανταμείψω
εφτά Ιούνη εσένανε θα πάω να ψηφίσω.
-Γι αυτό λαέ μου σ’ αγαπώ:σου μοιάζω και μου μοιάζεις.
 

ΠΑΛΙΟΤΕΡΟΙ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟΊ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΊ

Καραμανλής:
Ελληνίδες Έλληνες
Κλέψαμε! Κλέψαμε με την ψυχή μας. Και τι δεν έχουμε να επιδείξουμε: Ομόλογα, Ζήμενς, Βατοπέδιο…Εμείς δεν υποσχόμαστε ελληνικέ λαέ. Εμείς πράττουμε. Είμαστε αντάξιοί σου ελληνικέ λαέ. Ψηφίζοντάς μας ψηφίζεις τη σάρκα από τη σάρκα σου.
Με τη νίκη!

Παπανδρέου:
Ελληνικέ λαέ
δεν είμαστε στην Κυβέρνηση για να δείξουμε κι εμείς ανάλογη δράση με της Νέας Δημοκρατίας. Όμως θυμήσου τα δικά μας όταν ήμασταν στην Εξουσία-Φάγαμε από τρία πακέτα Ντελόρ, φάγαμε από αεροδρόμιο, μετρό, Ολυμπιακά έργα. Και η κορωνίδα της κλεψιάς μας-το Χρηματιστήριο! Ψήφισέ μας και σού υποσχόμαστε να αλλάξουμε την Ελλάδα. Όχι μικροκλοπές! Από Χρηματιστήριο και πάνω!
Με τη νίκη



Παπαρήγα:
Σύντροφοι, συντρόφισσες
Ο Γερμανός-μη σας ξεγελάνε-είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου του ΚΚΕ. Μας προβοκάρουν όμως-δε θέλουνε να ακουστούνε οι άλλες κλεψιές μας γιατί τότε δε θα ξέρουνε πού να κρυφτούν. Γι αυτό και δε θ’ αφήσουμε εισαγγελέα να πλησιάσει στον Περισσό. Αυτό δε σου λέει κάτι; Γεια σας σύντροφοι και συντρόφισσες.
Με τη νίκη




Τσίπρας
Ελληνικέ λαέ
νομίζω έχω το δικαίωμα να σου ζητήσω να με κρίνεις επιεικώς λόγω του νέου της ηλικίας μου και της απειρίας μου στο άρπαγμα. Σου υπόσχομαι όμως, αν μου δώσεις ένα διψήφιο νούμερο, να ξεπεράσω τις υποσχέσεις μου και τις προσδοκίες σου-θα κλέψω με όλη την ορμή της απληστίας μου.
Με τη νίκη.





Καρατζαφέρης:

Ελληνικέ λαέ
Εγώ πάντοτε ήμουν ειλικρινής μαζί σου. Και είμαι από κείνους που παραδέχομαι τα λάθη μου. Ναι λοιπόν-και θα ήτανε μάταιο να το κρύψω-, έδωσα ένα εκατομμύριο στο Ταμείο των Φτωχών. Μέα κούλπα. και ποιος δεν κάνει λάθη; Όμως μην ξεχνάς ότι προερχόμαστε από τη Νέα Δημοκρατία, το παραδοσιακό Κόμμα της κλεψιάς. Εμπιστέψου μας! Δεν θα σε απογοητέψουμε!
Μα τη νίκη.
 

Κυριακή, 29 Απριλίου 2018

«Το μεγαλύτερο χτύπημα που δόθηκε σε αυτή την ωραία πόλη είναι από τους Έλληνες στρατιώτες, που έκαψαν τη Σμύρνη την ώρα που υποχωρούσαν. Μην κοιτάζετε που λένε ότι το έκαναν οι Τούρκοι. Τα πιο μεγάλα χτυπήματα τα έκαναν αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους πολιτισμένο σε αυτή τη γεωγραφική περιοχή».  
Ερντογκάν

Οι πολιτικοί μας βγήκαν ωρυόμενοι να μας πουν ότι οι τούρκοι κάψανε τη Σμύρνη. Τα κανάλια λύσσαξαν, οι φυλλάδες και οι ραδιοτηλεοπτικοί πληρωμένοι χαφιέδες διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους.
Πότε μου είπαν την αλήθεια οι πολιτικοί μου και όλοι οι παραπάνω; Ποτέ. Γιατί ξαφνικά να λένε την αλήθεια τώρα;
Πιστεύω λοιπόν τον Ερντογάν. Γιατί και όλα όσα λέει μήνες τώρα για την Ελλάδα και για τους πολιτικούς της, είναι όλα σωστά.
Δεν ήμουνα στη Σμύρνη ο ίδιος για να ξέρω.
Μα ούτε και τούτοι ήταν.
Λοιπόν, πώς ξέρουνε ποιος έκαψε τη Σμύρνη;
Σε επίρρωση της πίστης μου αυτής στον Ερντογάν έρχεται και η εξής σκέψη: Γιατί οι τούρκοι να κάψουν τα σπίτια που φεύγοντας οι ελληνες θα γίνονταν δικά τους; Τότε θα έκαιγαν και τα σπίτια των ελλήνων όταν μπήκαν στην Κύπρο-δεν τα έκαψαν όμως. Και οι έλληνες θα έκαιγαν σπίτια της Τρίπολης όταν τη λευτέρωσαν. Δεν τα έκαψαν όμως.
Ως προς το «που θεωρούν τον εαυτό τους πολιτισμένο», ασυζητητί είναι σωστό. Και μάλιστα ο άνθρωπος χρησιμοποίησε ήπια γλώσσα για να αναφερθεί στον πολιτισμό μας.
Δεκαετίες τώρα, η ρήση του Εθνικού μας Ποιητή «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό», μας βλέπει άφταστη από ψηλά.
 

ΜΈΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΊΣΗ
ΣΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ

Στον Κωστάκη εικοσιπέντε
μέτρα φέρνει ο ΣΫΡΙΖΑ
που όμως ο «στερεάς παιδείας»
τα κλαδεύει  σύρριζα.

Ο ολίγος Παπανδρέου
πέντε μέτρα του προτείνει
μα ο Κωστάκης με παλάμη
ανοιχτή, πίσω τα δίνει.

Ο ΛΑΌΣ φέρνει προτάσεις
τέσσερες συμπυκνωμένες
μα ζουμί μέσα δεν είχαν,
παρά αέρα οι καημένες.

To Κου Κου Ε δεν έχει δέσμες
ή σημεία ή προτάσεις
μόν’ πορείες, καταλήψεις
και λαϊκές επαναστάσεις.

Και ο Κωστάκης πια μονάχος του
την κρίση διαχειρίζεται,
με  άλλα λόγια ο κόσμος χάνεται
και το ….. χτενίζεται…
 

«ΤΣΙΠΡΑ ΔΙΧΩΣ ΤΟΝ ΟΜΠΑΜΑ
ΣΥ ΑΞΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΠΡΑΜΑ»
(Κρητική μαντινάδα)
(2015)

Με του Ομπάμα τις ευχές
και τις ευλογίες του Πάπα
ό,τι αν κάνεις κι ότι λες
δε θα φας ποτέ σου φάπα.

Κι αν κανείς το χέρι απλώσει
κάποια φάπα να σου δώσει
στον Ομπάμα εσύ ευθύς
θα προστρέξεις να κλαφτείς,

κι όποιος να σε δείρει θέλει
αυτός ο ίδιος θα δαρθεί.
Για να μην ειπώ σαν χέλι
απ’ τον Μπάρακ θα γδαρθεί.

Χόρευε λοιπόν Αλέξη
στο σκοπό που θα σου παίξει
ο μεγάλος  πλανητάρχης
ώστε ακινδύνως να άρχεις.

Μόνο μη ποτέ θαρρήσεις
πως μπορείς να αγνοήσεις
τις ρητές του εντολές-
ή αν το θες τις «συμβουλές»-

Γιατί τότε με ποιου πλάτες
τα καπρίτσια σου θα κάνεις
που τους «κάλπη»κους πελάτες
έναν έναν θα τους χάνεις;

Και πια τότε Αλεξίσκο
δε θα κάνεις τον καμπόσο
κι όποια πέτρα κι αν σηκώσω
από κάτω θα σε βρίσκω,

όχι σαν μεγάλο κάποιον
ούτε σαν πρωθυπουργό,
αλλά σαν καρπό ένα σάπιον
ή σαν άπλευστη Αργώ.
 

ΤΟ ΡΕΜΑ
(στον Βενιζέλο όταν συγκυβερνούσε με τονΣαμαρά)

Τον κόλο σου στο μάρμαρο
χοντρέ να τον χτυπάς
ένα είναι πλέον ή σίγουρο-
πως μέρες πια μετράς.

Κι ενώ τα κλεψιμέικα
βαθιά στην τσέπη χώνεις,
όμως συντάξεις και μιστούς
αλήταρε, παγώνεις.

Και με τις στάλες απ’ του λαού
τον ίδρωτα και το αίμα
ένα φρικώδες κι άθλιο
φτιάχνοντας άγριο ρέμα,

το στέλνεις μες στη θάλασσα
των φίλων σου κλεφτών
για να ξανάβγεις κάποτε
πρωθυπουργός δι αυτών.

Μα πρόσεξε το ρέμα μη
στη δίκαιη οργή του
πάρει και σε και τ’ άτιμα
τα πλούτη σου μαζί του.
 

Ο ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΠΑΕΙ
ΓΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
(Οι εφημερίδες, 2010)

Του ταιριάζει.  Ό,τι πρέπει.
Θαυμαστά θα γράψει έπη.
Θα κοιμάται όλη μέρα
ειτ’ έχει ήλιο ή αέρα,
και για λίγο θα ξυπνάει
όταν είναι για να φάει.

Η μπουλντόγκ του η μουσούδα
θα χοντρύνει σαν του Βούδα
και ο κόλος του ο παχύς
θ’ απαιτεί καρέκλες τρεις.
Κι αθλητής άρσης βαρών
θα ‘ναι δίπλα του παρών,

που για πλούσιο κασέ,
με μια κίνηση αρασέ,
θα σηκώνει του το χέρι
από πάνω να το φέρει
από όποιο άσπρο χαρτί
είναι να υπογραφεί.

Μοναχά το φασισμό του
μην ξεχνώντας τον ωμό του,
πριν υπογραφή να βάλει
θα ρωτάει-τέτοιο χάλι-
τον αρχιβιομήχανό του
που θα έχει σύμβουλό του,

μη και κάποιο απ’ τα χαρτιά
προξενεί στον ΣΕΒ ζημιά.
Έτσι ο τέως πρωθυπουργός μας
και ο μέλλων Πρόεδρός μας
δίχως τσίπα και ντροπή
το λαό θα «υπηρετεί».
 

ομιλία… εναντίον της Νέας Δημοκρατίας, ώστε αυτή να χάσει τις εκλογές)

Ρε χοντρούλη πώς εβγήκες έτσι μόνος μες στη στράτα
και πώς τα ‘πες έτσι χύμα  και φορτσάτα και σταράτα;
Ξάφνου πώς η κάρα σου έχει τέτοια απόφαση παρμένη
και λεφτό ουτ’ ένα ακόμα δεν μπορεί να περιμένει
μόνο λέει κι όλο λέει και ξερνάει και παρλάρει
και των βουλευτών σου όλων τα μυαλά τα έχεις πάρει;
Και καλά για τον εαυτό σου-ήθελες ν’ αυτοκτονήσεις
μα δε σκέφτηκες τους άλλους που ‘χουν άλλες απαιτήσεις-
που από τη ζωή ζητάνε σαν και σένα να πλουτίσουν
πριν τα έδρανα της πόρνης της Βουλής απαρατήσουν;
Κι αν εσύ δυο θείους είχες την Ελλάδα που ρημάξαν
και περιουσίες μυθώδεις με το κλέψιμο εφτιάξαν
κι απ’ τα κλεψιμέϊκα  είναι τα περσότερα δικά σου
ώστε να ‘χουν και να τρώνε ως και τα οχταέγγονά σου,
όμως όλοι οι βουλευτές σου δεν προλάβανε να φάνε
και οι κακόμοιροι φωνάζουν σαν τους λύκους που πεινάνε.
Τι ψυχή θα παραδώσεις στο Θεό κάποια ημέρα
έτσι όπου κάθε όσιο κι ιερό έχεις κάνει πέρα-
όσους σ’ έβγαλαν ν’ αφήνεις νηστικούς και πεινασμένους
και να τους κοιτάζεις τάχα σαν αγνώστους και σαν ξένους;
 

ΤΣΟΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ-ΓΑΠ
ΒΙΟΙ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ    

Τι τραβάει ο δόλιος Άκης
για τα όσα έχει κλέψει
(στο φαϊ καλά τα πήγε
μα τα χάλασε στην πέψη)…

Και ο Γιώργος που τον σώζει
μοναχά η ασυλία
βουλευτής πάει να γίνει
στη γενέτειρα Αχαϊα…
                -----
 


Πέρα απ' τις συνήθεις ανατάσεις
Μεσ' από σύννεφα ιοστεφή
Κι από ουρανούς γαλάζιους
Κι από σύμπαντα
Μες από χίλια εμπόδια
Κι από οδοφράγματα περνώντας
Το πράσινο τώρα θα εξυψωθεί.

Οι τάφοι ανίσχυροι να το κρατήσουν
Τρυπά τις σάρκες και προβάλλει.
Από τα γυναικεία πόδια αρπάζεται
Γατζώνεται
Αναρριχάται
Κι απ' των μαλλιών τις άκρες
Εκτοξεύεται ολολύζον.

Και ούτε στέκει αναποφάσιστο διστάζοντας
Για την κατεύθυνση που πρέπει ν’ ακολουθήσει. 

Ξέρει αυτό
Ο,τι οι άνθρωποι ποτέ τους δεν μαθαίνουν:
Πως όποιον δρόμο και να πάρει
Εξύψωση
Θα ’ναι η απόληξη της πορείας

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ ΤΗΣ ΛΕΝΙΩΣ
(Πράβι, 1970)

Κρυφόπλεχτα-κρυφόπλαστα-κρυφομεγαλωμένα
Τα κοριτσάκια της Λενιώς τα μοσκομυρισμένα
Κρυφά μιλούν κρυφά γελούν κι απόκρυφα φιλάνε
Κρυφά το ποδαράκι τιυς στην εκκλησιά πατάνε,  

Και στον παπά τον αυστηρό κρυφά ξεμολογάνε.
Παπά, απ’ όσα κρίματα τα δυο σου μολογάνε
Τα κοριτσάκια της Κενιώς τα κρυφολαγγεμένα
Χίλιες φορές περσότερα έχουνε καμωμένα.
 

ΜΕΤΑ ΔΕΚΑ ΕΤΗ στις ΗΠΑ

(Οπου ο Γιάννος σκέφτεται ότι σε δύο μήνες
Δέκα χρονιές κλείνει εδώ απίθανες και φίνες)

Βρε κιόλας πώς επέρασε σχεδόν δεκαετία
Που άφησα την Ελληνική κι εγώ Δημοκρατία
Και μια φορώντας μοναχά μπλούζα, κι αυτή αμάνικη
Στη χώρα την ελεύθερη ήρθα την Αμερκάνικη.
Βρε δέκα πώς περάσανε χρονιές αφότου ο Μέγας
Ωκεανός μ' είδε κι εμέ πάνω του να περνώ
Κι ενώ το αερόπλανο κατάπινε τας λεύγας
Εγώ είχα την αίσθηση πως τότε δε γερνώ…
Αφότου η πατρίδα μου μού είπε «τραβά χάσου»
Κι εγώ χωρίς αντίρρηση υπάκουσα ευθύς
Και με παρέα μόνη μου τα σάλια του Πήγασου
Έφυγα τόνους παίρνοντας μαζί μου και κριθής.
Βρε κοίτα πως περάσανε πεντάδες χρόνια δύο
Αφότου δίχως να μου πουν ή να ειπώ αντίο
Πήρα τα μπογαλάκια μου κι ήρθα στις ΕΠΑ τσιφ
Χωρίς ένα παράπονο, χωρίς να κάνω κιχ.
Και κοίτα πώς με διώχνουνε τώρα και από δω
Και άντε άλλη θάλασσα νάβρω και άλλη οδό.
Βρε κοίτα πώς επέρασε μία δεκαετία
Αφότου τη μεγάλη μου άφησα πελατεία
Αφότου άφησα να κλαιν τους πατριώτες όλους,
Αφότου άφησα κλεψιές και ατιμίες και δόλους
Που στην ωραία χώρα μου ακώλυτα ανθούν-
Αφότου αφήκα τον γλυκύ της χώρας μου τον χουν
Και ήρθα και την άραξα στου Βάλλεϊ την κοιλάδα
Που κάνει μια η συννεφιά και δέκα η λιακάδα…
Αφότου η Ελλαδίτσα μου η παρά θιν' αλός
Ξυπόλητη μία κλωτσιά μου έδωσε στα νώτα
Που "ευτυχώς" εσκέφτηκα "δεν είμαι Ιταλός
Αλλιώς η πούφαγα κλωτσιά θα ήταν από μπότα».  
Βρε κοίτα πως περάσανε δέκα χρονιές δω πέρα
Χωρίς να δω άσπρη κι εγώ ποτέ μου μιαν ημέρα
Χωρίς του φίλου τη χαρά, χωρίς της ζήσης δώρα
Σε θύελλα από θύελλα, σε μπόρα από μπόρα
Χωρίς λεφτό να ξενοιαστώ, λεφτό να μην πονέσω
Με μοναχό μου στήριγμα τ' ατέλειωτα φαρμάκια
Που άψυχα δυο μου δίνανε-αναίσθητα ματάκια.
Βρε πως περάσαν με χολή και ξύδι τόσα χρόνια
Χωρίς να βλέπω ζωντανά, χωρίς να βλέπω αλώνια
Χωρίς να τρώω ταραμά, χωρίς να κλέβω φόρους,
Χωρίς παζάρια ν’ αρχινώ ατέλειωτα μ’ εμπόρους.
Χωρίς να βλέπω καφενέ, χωρίς να παίζω ζάρια
Χωρίς να βλέπω άπλυτα Ελληνικά ποδάρια,
Χωρίς να βλέπω ψέματα μες στις εφημερίδες
Χωρίς δίπλα στη θάλασσα ρετσίνα και μαρίδες…
Και αν δεν πήγαινα προχτές στο σπίτι του Βαγγέλη
Που μπόλικο έχοντας παρά πιάνει και τον Αντέννα
Τότε και το τσερβέλο μου τις σκέψεις δε θα 'γέννα
Πούγραψα εδώ και που εσείς διαβάζετε εν τέλει.
Γιατί εκεί είδα πολλούς γνωρίμους παλαιούς μου
Να παρελαύνουν στης τι-βι επάνω το γυαλί
Και από κει αμπάριζα πήρε και βγήκε ο νους μου
Και τετοια τώρα πράγματα η πέννα μου λαλεί.
Και βλέποντας μες στο γυαλί παράπονο με πήρε
Και για να μη δακρύζω εμπρός στη σπιτονοικοκύρισσα
Το σπίτι τάχα για να δω έκανα μία γύρα
Ωσπου με μούρη στην τι-βι στεγνή εξαναγύρισα.
Και θύμησες μου ήρθανε και μούρθαν απορίες
Μεγάλες και μικρές
Όπως ας πούμε αυτές.
Άραγε ακόμα εραστές έχουνε οι κυρίες;
Αραγε η Κυβέρνηση κλέβει στα φανερά;
Ακόμα πλημμυρίζουνε τα υπόγεια τα νερά;
Ακόμα βάζουνε φωτιές οι οικοπεδοφάγοι;
Απ' τους παπάδες πιο σεμνοί ακόμα ειν' οι τράγοι;
Ακόμα ο πολύς λαός παιδεύεται απ’ τη φτώχεια;
Ακόμα είναι όμορφα εκεί τα πρωτοβρόχια;
Ακόμα οι δημόσιοι υπάλληλοι πεινούν;
Ακόμα οι αγρότισσες μονάχες τους γεννούν;
Ακόμα λένε ψέματα γιατροί και δικηγόροι;
Ακόμα θέλουν οι Έλληνες να κάνουνε αγόρι;
Ακόμα βασανίζουνε τον κόσμο οι απεργίες;
Ακόμα οι περσότερες οι μέρες είναι αργίες;
Ακόμα οι τσαντάκηδες απ’ τις γριές βουτούν;
Ακόμα οι πατριώτες μας συγγνώμη δε ζητούν;
Ακόμα οι ανώμαλοι πηγαίνουνε στο ΡΕΞ;
Ακόμα οι χωροφύλακες πουλιούνται για το σεξ;
Ακόμα τάχα οι πλούσιοι πατούν επί πτωμάτων;
Ακόμα κλαιν οι μένοντες τη μοίρα των φευγάτων;
Τι ερωτήσεις! Μα κι εγώ πως πήγα και θυμήθηκα
Τα βρώμια όλα της παληάς πατρίδας και τ' ανήθικα;
Και τάχα αυτοί καμιά φορά πούχουνε μείνει πίσω
Ανάμεσα στο ένα τους και στάλλο το πιοτό
Αναρωτιούνται που και που αν πίσω θα γυρίσω
Για να με ξαναδιώξουνε και πάλι σηκωτό;
Θυμούνται την ασκήμια μου; Τ' ανύπαρκτα μαλλιά μου;
Τα γούστα μου; Τα έργα μου; Την αναπαραδιά μου;
Μα να τελειώσω πρέπει εδώ-ο γέρος από κάτου
Πάλι τσιγάρο άναψε και όλος ο καπνός-
Ο αραχνόφαντος αυτός μεσίτης του θανάτου-
Από την ανοιγμένη μου τη θύρα μπαίνει εντός
Και να την κλείσω πρέπει ευθύς χωρίς αναβολή
Γιατί μου δίνει ο καπνός ενόχληση πολλή,
Και αλλεργία μου γεννά το πούσι του το γκρίζο.
Και με τις απορίες μου άλλοτε συνεχίζω.
(Την έκλεισε και έκατσε κυττάζοντας στο άπειρο
Και τώρα έμπαινε ο καπνός απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο). 

Ο ΑΝΤΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΤΡΕΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΗΤΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΚΙ ΟΙ ΔΥΟ
(Μιας και στο Νοσοκομείο δε μπορούν λοιπόν να πάνε, από δω Μητρός και Γιάννος όσο το μπορούν βοηθάνε)

-Η αρρώστια του Πρωθυπουργού συνέχεια επιδεινώνεται
Και τούτο το περιοδικό πάλι ανασκουμπώνεται
Να σώσει ανιδιοτελώς και πάλι την κατάσταση
Που είναι η χειρότερη από την Επανάσταση.

Κι αυτό γιατί αμφισβήτηση υπάρχει τεραστία
Για το αν υπάρχει πράγματι πρωθυπουργός ή όχι.
Και όσο η περίπτωση κι αν μοιάζει νάναι αστεία
Όμως η Ελλάδα σε ξηρού κάθεται τώρα κώχη.
Υπάρχει ο πρωθυπουργός ή τάχα δεν υπάρχει;
"Ναι" λέει ο επίτροπος ο κυβερνητικός.
"Οχι" ο Εβερτ απαντά ο σ’ όλα ειδικός,
"Κι αν λέει ο Χυτήρης ναι, τελείως χαμένα τάχει."
"Υπάρχει" λέει η Μιμή το σοβαρό της παίρνοντας.
"Υπάρχει" λέει το ΠΑΣΟΚ τα φτωχαδάκια γδέρνοντας.
"Υπάρχει" λεν οι γέροντες απανταχού του κόσμου.
"Υπάρχει" λέει κι ένας τυφλός-ορκίζομαι στο φως μου"
"Δεν υπάρχει" λέει με πείσμα η διωχθείσα Μαργαρίτα.
"Δεν υπάρχει" λένε όσοι του ΠΑΣΟΚ δεν τρώνε πίτα.
"Δεν υπάρχει" λεν ατάκα οι αβάσταγοι δελφίνοι.
"Δεν υπάρχει" λένε κι όσοι το βαλάντιο τους φθίνει.
Κι όλοι λένε μες στο κράτος
Και φωνάζουνε αρκούντως
"Δεν τον βλέπετε; Να-νάτος.'"
"Δεν τον βλέπουμε.Που-πούντος;"
Κι όλα τάχουν παρατήσει
Κι έχουν όλοι παλαβώσει
Να ρωτάνε αν θα ζήσει
Η' αισίως θα τα τεντώσει.

-Άκουσα ότι σε μία πυρετού μεγάλη κρίση
Πριν ακόμα ν’ αναπνέει με αναπνευστήρα μόνο
Φίλησε το Μητσοτάκη.
-Και τον Εβερτ θα φιλήσει.
Κι ίσως και τη Μαργαρίτα. Αρκεί νάχει λίγο χρόνο.

 -Λες ο θεός να τον φωτίσει έτσι τώρα πουν’ κοντά του
Κι ο Αντρέας να ξεχάσει τ’ άθεα φερσίματα του
Και ν’ απλώσει τα δυό χέρια σαν Χριστός επί του Ορους
Κι από τον φτωχό κοσμάκη ν' αφαιρέσει λίγους φόρους;

Λες να βρει καλό ένα λόγο και για την Αμερική;
Λες τη νέα να χωρίσει τη γυναίκα πούχει πάρει
Και τη Μαργαρίτα πάλι νάχει σταφανωτική;
Λες στα δέντρα ν’ ανεβούνε και να κελαδούν οι σπάροι;

-Δεν πιστεύω. Είδα όμως ένα όνειρο κακό.
Πως ακέφαλο εβρήκαν οι γειτόνοι μας το κράτος
Και τους άναψε το αίμα το πολύ γειτονικό
Και μας κάνανε πολέμους κι είχαν νίκες κατά κράτος.

-Μη φοβάσαι τέτοια. Οχι. Έχουμε πρωθυπουργό.  
Κι αν λιγάκι πρωτοτύπως και με τρόπο όχι γοργό
Μα η Κυβέρνηση δούλευει κι αντίς λόγων του ριπές
Από τώρα ο Αντρέας θα μιλάει με ζωγραφιές.

-Δηλαδή;   
-Να. Υποθέτω πως για  ό,τι τον ρωτάνε  
Σχήματα πολλά θα κάνει που αντίς του θα μιλάνε.
Θα τόνε ρωτάν ας πούμε τι προβλέπει για τον τόπο
Και θα ζωγραφίζει εκείνος ένα πλοίο δίχως κόπο,

που μοναχά το κατάρτι θάχει αβούλιαχτο ακόμα.   
Θα τόνε ρωτούν ελπίδες αν κρατάει για το κόμμα
Και θα ζωγραφίζει εκείνος πρόβατα που χώρια βόσκουν.
Θα τόνε ρωτάνε "Κρίσεις στο Πολίτευμα υποφώσκουν;"

 Και εκείνος, φιλαλήθης, θα σχεδιάζει πέντε βόμβες. "Και προβλέπετε θυμάτων να υπάρξουν εκατόμβες; " Μια σελίδα μέχρι κάτου με σταυρούς θα τη γεμίζει. "Και τί βλέπετε σα λύση στη φουρτούνα που εγγίζει;"

Και κατάπληκτοι θα βλέπουν να σχεδιάζει ένα στέμμα. "Μήπως είναι αυτό το σχήμα ένα ευτράπελο σας ψέμα;
Στη Μιμή σας και στον θώκο μας ορκίζεστε επάνω;" Και πετώντας το μολύβι θα ψελλίζει "να πεθάνω".

Τελικά ποια γνώμη έχεις; Έχουμε πρωθυπουργό;   
Αν εμένανε ρωτήσεις, ναι και όχι λέω εγώ.
-Αι απόψεις μας δεν ήσαν ουδεπώποτε κοιναί- Αντιθέτως από σένα, όχι λέω εγώ και ναι.
 

ΝΤΑΡΑΒΕΡΙ

Θεούλη μου οι όπου πλανή-
τη γης ξενητεμένοι
Καθένας από Σένανε
Βοήθεια περιμένει.

Δε Σου ζητάνε και πολλά.
Να τους βοηθήσεις μόνο
Να βγούνε τέλος νικητές
Στην πάλη με τον πόνο.
 
Για Σε δεν είναι δύσκολο.
Μια σκέψη Σου μονάχα
Κι αμέσως όλα γίνονται.
Δύσκολο είναι τάχα;

Στο κάτω κάτω της γραφής
σκέφου πως άμα γίνει
Κάνεις το θαύμα Σου και Συ,  
Βολεύονται κι εκείνοι.
 

ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ


Υπάρχω άραγε ή δεν υπάρχω;
Απάντηση δε βρίσκω όσο κι αν ψάχνω.

Οταν δουλειά ζητάω
Σκουπίδια να πετάω
Να πλένω πιατικά
Η ρούχα ή τζαμικά,
«Για εργασία», μου λένε, «αδίκως κύριε ψάχνετε.
Λυπούμεθα εκδήλως, μα όμως δεν υπάρχετε.»
"Και τόσο σίγουρος γι αυτό πώς είστε;"
"Μα σοσ' σεκιούριτυ νάμπερ στερείστε".

Μα όταν κύριοί μου
Κοιτώ στο κάτοπτρό μου
Το πρόσωπο το οικτρό μου
θα δω απέναντί μου.
Και τετρακόσα τα ’χω:
Πώς λέτε δεν υπάρχω;!

Μα πάω για ψώνια στο μπακάλη ωστόσο
Κι αφού-μέσα μου λέω-δεν υπάρχω   
Δεν πρέπει βέβαια και να πληρώσω.
Και για λεφτά στην τσέπη μου δεν ψάχνω.

Ομως ο μάνατζερ με σταματάει
Κι αγριωπός δολλάρια μου ζητάει.
"Υπάρχω;" τον ρωτάω "κύριέ μου;"
"Βεβαίως υπάρχετε αγαπητέ μου
Και δώσατέ μου μιαν επιταγή σας
Αν θέλετε γερή την ύπαρξη σας".

Και πάω τον καημό μου βράχο βράχο
Κι αναρωτιέμει-υπάρχω ή δεν υπάρχω;

Και όταν οι αρρώστιες μ’ επισκέπτονται
(Αυτές τουλάχιστο ευτυχώς με σκέπτονται)
Τραβάω μια και δύο
Για το νοσοκομείο:
"Κύριοι την ύπαρξη μου την άθλια διατηρήστε.
Το φλέγον μου το σώμα ταχέως θερμομετρήστε
Και δώστε μου ενέσεις και άλλα γιατρικά
Που κι όλα κι ένα ένα το θάνατο νικά".

Εκείνοι τα σοφά τους
βιβλία συμβουλεύονται
Κι ενώ τα δυό μου χείλη
από τη θέρμη καίγονται
"Κύριέ μου, σας λυπούμαι, αλλά πρέπει να μάθετε
Στις άλλες σας τις γνώσεις και ότι δεν υπάρχετε".
"Και πώς και δεν υπάρχω αφού έχω τέτοια χάλια;"
"Γιατί, αγαπητέ μου, δεν έχετε ασφάλεια".

Τρέμοντας και τρεκλίζοντας
Στο φαρμακείο πάω
Και ταΐλενόλ ζητάω
Και λέω τουρτουρίζοντας:

"Να βάλω κυρ-σπετσέρη
Στην τσέπη μου το χέρι;
Πέστε μου ετούτο  μόνο:
Υπάρχω ή δεν πληρώνω;"
"Υπάρχετε.Υπάρχετε.
Διόλου μην αμφιβάλλετε".

Το δισθενές μου παίρνω
Κι εγώ πυρέσσον σώμα
Και άπρακτος το γέρνω
Επάνω εις το στρώμα.

Μετά κινώ και πάω στο Δημαρχείο
Οπου κρατούν των ζώντων το αρχείο.
Και την ανάσα μου κρατώ
Και τον αρμόδιο ερωτώ:
"Πέστε-ω! πέστε φίλε μου σ’ ένα της ζωής ξωμάχο,
Των άλλων οι κουβέντες κολοκύθια
Σε σας θα μάθω μόνο την αλήθεια:
Πέστε μου φίλε-πέστε μου-υπάρχω ή δεν υπάρχω;"
Κι εκείνος "τάχα ποιός μιλά;
Δε βλέπω εγώ κανένανε».

Τα μάτια γύρισα ψηλά-
Οσο ψηλά πηγαίνανε
Και"θε μου" λέω στον πλάστη μας
και στον Συμπάντων Κύριο
"Μ' έπλασες ή όχι τάχατες και με τον αλιτήριο;
Όλες της γης σου οι γωνιές αγνοούν την ύπαρξη μου.
Τουλάχιστο πες μου Θεέ-Εσύ είσαι μαζί μου;"

Μ’ αντίς γι απάντηση, θωρώ
τη θεϊκή παλάμη
Των ανοιχτών δαχτύλων Της
το σήμα να μου κάνει.

Φαίνεται αμάρτησα πολύ
στην ταπεινή μου ζήση
Γι αυτό και θύρα καθεμιά
έχει για μένα κλείσει.

Η τελευταία μου ελπίς είναι ένας δικηγόρος.
"Της δικιοσύνης πες μου συ ο φύλαξ δορυφόρος.
Υπάρχω ή όχι;" Και μου λέει: "Να πάρεις όταν είναι
Εσαι ένα ον ανύπαρκτο. Μα σαν είναι να δώσεις
Υπάρχεις ασυζητητί. Και απροπό ω! ξείνε,  
Τη συμβουλή που σου ’δωσα αδρά θα την πληρώσεις".

ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

ΠΡΌΣΩΠΑ

ΑΛΕΞΈΙ Κιρίλοβιτς
ΛΕΟΝΊΝΤ Σεργκιέγεβιτς-παιδί-δημοσιογράφος
ΙΒΆΝ φίλος του Αλεξέι
ΆΝΝΑ σύντροφος του Αλεξέι
ΕΡΜΊΡ ΜΈΝΙΚΟ αλβανός αλλοδαπός
ΓΚΕΌΡΓΚΙ ΝΙΤΌΓΙΟΥ ρουμάνος αλλοδαπός
ΝΤΆΡΙΑ Μαξίμοβνα-αδελφή του Αλεξέι
ΜΠΌΡΙΣ Μαξίμοβιτς-άντρας της
ΝΑΤΑΣΑ και ΑΛΙΝΑ-κόρες τους
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ και ΠΙΟΤΡ-άντρες τους
ΒΑΣΙΛΙ, ΌΛΓΚΑ και ΝΟΡΑ- εγγόνια τους
ΜΑΞΊΜ Μπρούκοβιτς-αδελφός του Αλεξέι
ΒΕΡΟΎΣΚΑ Μπρούκοβα-γυναίκα του
ΜΙΛΑ, ΝΑΤΑΛΙΑ, ΑΝΤΡΕΙ-παιδιά τους
ΑΛΕΞΑΝΤΡ, ΦΙΟΝΤΟΡ, ΚΑΤΑΡΙΝΑ, ΣΒΕΤΛΑΝΑ-εγγόνια τους
ΑΝΤΟΝΙ-γιος του ΑΛΕΞΈΙ
ΜΊΣΑ-γυναίκα του
ΜΙΚΑΈΛΑ-κόρη τους
ΝΙΚΟΛΑΙ ΜΠΟΥΛΓΚΑΝΩΦ-δικηγόρος

ΤΟΠΟΣ
Το σπίτι του Ιβάν


ΣΚΗΝΉ ΠΡΏΤΗ

Δωμάτιο σπιτιού κάπου στη Ρωσία, με ακριβά έπιπλα και με τζάκι.
Παιδί καθιστό, με γυαλιά, δεκαπεντάχρονο, με μολύβι και χαρτί. Απέναντί του ο Αλεξέι. Το παιδί παίρνει συνέντευξη από τον Αλεξέι.

ΠΑΙΔΊ
(συνεχίζοντας τις ερωτήσεις και κρατώντας σημειώσεις)
Κοπιάσατε πολύ για να γίνετε πλούσιος;

ΑΛΕΞΈΙ
Ναι, στην αρχή, ώσπου να μάθω τις λεπτομέρειες της δουλειάς. Τα λεφτά κατόπιν έρχονταν σε μένα με λιγόωρη καθημερινή απασχόληση, χωρίς πολύ κόπο.

ΠΑΙΔΊ
Οικογένεια έχετε κύριε Αλεξέι Κιρίλοβιτς;

ΑΛΕΞΈΙ
Οι γονείς μου έχουν πεθάνει. Εκτός από μένα έκαναν κι άλλα δύο παιδιά, όμως αδέρφια δεν έχω. Εγώ έκανα ένα αγόρι, όμως παιδί δεν έχω.

ΠΑΙΔΊ
Δεν καταλαβαίνω κύριε Αλεξέι Κιρίλοβιτς…

ΑΛΕΞΈΙ
‘Έχεις δίκιο. Είσαι παιδί ακόμη. Λοιπόν διάγραψε την ερώτηση, ή αν θέλεις να την αφήσεις γράψε σαν απάντηση «όχι».

ΠΑΙΔΊ
Καλλίτερα να την διαγράψω.
(Σβήνει)
Είσαστε γνωστός και σαν ποιητής. Πώς παντρέψατε τη δουλειά με την ποίηση;

ΑΛΕΞΈΙ
Δεν τις πάντρεψα καλό μου παιδί. Το σώμα μου ήτανε δοσμένο στη δουλειά και η ψυχή μου στην ποίηση.

ΠΑΙΔΊ
Είναι αλήθεια ότι πουλήσατε όλα σας τα υπάρχοντα στην Αμερική και ήρθατε για να μείνετε στην πατρίδα;

ΑΛΕΞΈΙ
Ναι, τα πούλησα όλα, όμως δε θα μείνω στην πατρίδα. Θα γυρίσω στην Αμερική.

ΠΑΙΔΊ
Πολλά παιδιά στο σχολείο μου θαυμάζουν που ένα φτωχόπαιδο κατάφερε να αποκτήσει τόσο μεγάλη περιουσία. Τι θα τα συμβουλεύατε να κάνουν για να πετύχουν κι αυτά;

ΑΛΕΞΈΙ
Α! Πρέπει να σου πω ότι δεν είναι επιτυχία στη ζωή να γίνει κανείς πλούσιος. Μάλιστα το αντίθετο-οι πετυχημένοι στη ζωή βρίσκονται ανάμεσα στους φτωχούς. Επιτυχία στη ζωή είναι να τραβήξεις το δρόμο που θέλεις. Και τα λεφτά είναι βάρος σ’ αυτό.

ΠΑΙΔΊ
Σας αρέσει να ταξιδεύετε και να βλέπετε τα αξιοθέατα του κόσμου;

ΑΛΕΞΈΙ
Μου αρέσει να ταξιδεύω για τα αξιοθέατα της Φύσης. Αποφεύγω να βλέπω τα δημιουργήματα του ανθρώπου γιατί βλέποντάς τα υποφέρω όταν σκέπτομαι τις στρατιες των δυστυχισμένων σκλάβων που τα δημιούργησαν.

ΠΑΙΔΊ
Πηγαίνετε στην εκκλησία;

ΑΛΕΞΈΙ
Μόνο κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα.

ΠΑΙΔΊ
Δεν πιστεύετε στο Θεό;

ΑΛΕΞΈΙ
Αν το Θεό τον ονομάσεις ύλη, τότε είμαι φανατικός πιστός.

ΠΑΙΔΊ
Αγαπάτε τη Ρωσία περισσότερο ή την Αμερική;
ΑΛΕΞΈΙ
Αγαπητό μου παιδί, ο δικός μου κόσμος δεν έχει σύνορα. Αγαπώ το ίδιο όλες τις χώρες του κόσμου γιατί όλες μαζί φτιάχνουν τη μόνη χώρα που υπάρχει-τη γη.

ΠΑΙΔΊ
Όμως η ρώσικη πατρίδα δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο για σας;

ΑΛΕΞΈΙ.
Κάθε λαός έχει κάτι ιδιαίτερο. Στον ένα και μοναδικό οργανισμό που υπάρχει πάνω στη γη, οι ρώσοι είναι η ψυχή του. Άλλοι λαοί είναι τα χέρια και τα πόδια, άλλοι το μυαλό, η καρδιά και λοιπά. Αυτό δε σημαίνει ότι αγαπώ περισσότερο τους ρώσους. Όλοι οι λαοί είναι χρήσιμοι και απαραίτητοι για την ανθρωπότητα. Ένας αν έλειπε από αυτούς, η ανθρωπότητα θα ήταν ανάπηρη.

ΠΑΙΔΊ
Κύριε Αλεξέι Κιρίλοβιτς, σκέπτεστε να κάνετε κάποια δωρεά στην μικρή μας πόλη που είναι και η πόλη που γεννηθήκατε;

ΑΛΕΞΈΙ
Όχι. Κάτι τέτοιο θα ήτανε ένα είδος ελεημοσύνης και οι ρώσοι δεν ζητιανεύουν.
(Η πόρτα χτυπάει, μισανοίγει και εμφανίζεται ο Ιβάν.)

ΙΒΆΝ
Ω! Με συγχωρείς. Δεν ήξερα ότι έχεις παρέα.
(Κάνει να φύγει)

ΑΛΕΞΈΙ
Έλα μέσα Ιβάν. Μη φεύγεις. Θα σε διώξω από το σπίτι σου;.. Ο Λεονίντ Σεργκέγιεβιτς με ρωτάει μερικά πράγματα για την εφημερίδα του σχολείου του.
ΠΑΙΔΊ
Της τάξης μου. Κάθε τάξη βγάζει την εφημερίδα της.
(στον Ιβάν)
Γεια σας γιατρέ!

ΙΒΆΝ
(Κάθοντας)
Γεια σου παιδί μου. Μια συνεντευξούλα δηλαδή…

ΠΑΙΔΊ
Μάλιστα. Και εμείς, οι μαθητές της τρίτης τάξης είμαστε που σκεφτήκαμε να πάρουμε συνέντευξη από τον κύριο Αλεξέι Κιρίλοβιτς. Θα κάνει εντύπωση όχι μόνο στα παιδιά αλλά και στην πόλη.

ΙΒΆΝ
Μάλιστα. Σεργκιέγεβιτς… είσαι γιος του χασάπη;

ΠΑΙΔΊ
Μάλιστα.

ΙΒΆΝ
Μπράβο, καλά υπόθεσα. Χτες ήμουν στο μαγαζί σας.
(στον Αλεξέι)
Μα να μη σας διακόψω…

ΑΛΕΞΈΙ
Δεν διακόπτεις, ύστερα δε λέμε τίποτα μυστικά. Ίσα ίσα που αυτά που λέμε τώρα θα τα μάθει όλη η πόλη αύριο. Κάθισε Ιβάν
(αστειευόμενος)
…σαν στο σπίτι σου…
(στο παιδί)
Τι λες παιδί μου, συνεχίζουμε;

ΠΑΙΔΊ
Μάλιστα.  Όμως σχεδόν τελείωσα, δυο ερωτήσεις μόνο ακόμα. Είστε ευχαριστημένος από τη ζωή σας κύριε Αλεξέι Κιρίλοβιτς;

ΑΛΕΞΈΙ
Ναι, πολύ.

ΠΑΙΔΊ
Μπορώ να σας κάνω και μια προσωπική ερώτηση κύριε Αλεξέι Κιρίλοβιτς, που σας το ομολογώ, οι μεγάλοι περισσότερο θέλουν να μάθουν την απάντηση σ’ αυτήν.

ΑΛΕΞΈΙ
Μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θέλεις.

ΠΑΙΔΊ
Είστε παντρεμένος με την κυρία Άννα;

ΑΛΕΞΈΙ
(χαμογελώντας)
Ώστε ενδιαφέρει τους κατοίκους αυτό; Όχι, δεν είμαι.

ΠΑΙΔΊ
Σας ευχαριστώ κύριε Αλεξέι Κιρίλοβιτς. Γεια σας!
(Σφίγγει το χέρι του Αλεξέι )
(στον Ιβάν)
Γεια σας γιατρέ!
(Βγαίνει)

ΙΒΆΝ
Καλό παιδί. Τώρα τα παιδιά βγάζουν εφημερίδες… εμείς ούτε βιβλία δεν είχαμε να μάθουμε την αλφαβήτα…

ΑΛΕΞΈΙ
Άλλοι καιροί βλέπεις…

ΙΒΆΝ
(με ενδιαφέρον)
Βρήκες την πετσέτα που είχα βάλει στο συρτάρι σου;

ΑΛΕΞΈΙ
Ναι. Και έκανα ένα καλό μπάνιο…Αν δεν ήσουνα εσύ Ιβάν, ίσως δεν θα ερχόμουνα καθόλου εδώ. Μισώ τα ξενοδοχεία-την παγωμάρα τους, τη μοναξιά τους, τα χαμόγελα ετικέτας τους… Τα αγαπώ όσο και τα αεροδρόμια. Δεν είναι ένα είδος δυστυχίας να είμαι αναγκασμένος να χρησιμοποιώ, έστω και σπάνια και τα δυο τους; Είμαι τόσο ποτισμένος με την απέχθεια αυτή, που θα έλεγα πως ούτε η παρέα της Άννας δεν τη διώχνει τελείως από την ψυχή μου. Για ολ’ αυτά σ’ ευχαριστώ και πάλι που με φιλοξενείς στο σπίτι σου.

ΙΒΆΝ
Εγώ είμαι ο κερδισμένος που θα φάω για τις λίγες μέρες που θα μείνεις εσύ εδώ σπιτικό φαγητό…

ΑΛΕΞΈΙ
Σε πιστεύω. Και μένα μου είχε λείψει τα πρώτα χρόνια στην Αμερική.

ΙΒΆΝ
Αλεξέι, ήρθες πριν τρεις μέρες και με τις δουλειές μου λίγο μόνο σ’ έχω δει. Σήμερα όμως που δεν έχω να πάω στο νοσοκομείο τι θα 'λεγες να τα πούμε οι δυο μας, όπως τον παλιό καιρό… τότε… είκοσι χρόνια πριν…

ΑΛΕΞΈΙ
Ξέρεις ότι η παρέα σου πάντοτε μου ήτανε ευχάριστη. Μα και όταν έφυγα, τα γράμματά σου ήτανε για μένα βάλσαμο στην ψυχή, όταν ακόμα βασανιζόμουν από το νόστο. Και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, με την ίδια ευχαρίστηση σε βλέπω. Η φιλία μας δεν έσβησε αλλά δυνάμωσε με τα χρόνια. Λοιπόν, ας κάτσουμε κοντά στο τζάκι να μιλήσουμε για καινούργια και παλιά.
(Ο Ιβάν κάθεται, το ίδιο και ο Αλεξέι)

ΙΒΆΝ
Η Άννα πού είναι;

ΑΛΕΞΈΙ
Πήγε να ψωνίσει για να μας φτιάξει κάτι.

ΙΒΆΝ
Πώς βλέπεις τη Ρωσία μας μετά τόσα χρόνια;

ΑΛΕΞΈΙ
Αγνώριστη έχει γίνει.

ΙΒΆΝ

Και το Πόλσκ;

ΑΛΕΞΈΙ
Και η πόλη μας άλλαξε. Με δυσκολία θα γνώριζα τη γειτονιά μας αν δεν μου την έδειχνες εσύ.

ΙΒΆΝ
Έχεις δίκιο. Μετά από τη Μεγάλη Πτώση όλα άλλαξαν. Καπιταλισμός τώρα. Και ξέρεις, άγριος καπιταλισμός που έπεσε με μανία πάνω στην κοινωνία μας, σαν νερό που πλημμυρίζει μια πεδιάδα όταν σπάσει το φράγμα που το συγκρατούσε. Και θα περάσουν καμιά δεκαριά χρόνια ακόμα μέχρι να έρθει η ισορροπία.

ΑΛΕΞΈΙ
Έτσι είναι αλήθεια…

ΙΒΆΝ
Μα γιατί φεύγεις τόσο γρήγορα; Ήρθες πριν τρεις μέρες και μεθαύριο μας λες αντίο πάλι…

ΑΛΕΞΈΙ
Δεν έχω κάτι εδώ να με κρατήσει.

ΙΒΆΝ
Γιατί ήρθες; Αν επιτρέπεται δηλαδή…

ΑΛΕΞΈΙ
Μα τι λες; Αν δεν μπορώ να μιλήσω σε σένα τότε σε ποιον; Ήρθα για να αφήσω την Άννα.

ΙΒΆΝ
Την Άννα… Ελάχιστα ξέρω γι αυτήν. Πότε, πώς τη γνώρισες; Και τι ρόλο παίζει στη ζωή σου;

ΑΛΕΞΈΙ
Η Άννα είναι από τη Μόσχα. Έφυγε για την Αμερική μετά τη Μεγάλη Πτώση. Ήρθε στο Λος Άντζελες όπου ήμουν κι εγώ, δώδεκα χρόνια πριν. Ήταν παντρεμένη με κάποιον αμερικάνο δικηγόρο. Ρώσος εγώ, ρωσίδα αυτή, όταν γνωριστήκαμε είπαμε να ξαναϊδωθούμε μ’ αυτήν και με τον άντρα της.
Εγώ ήμουν μόνος, απαισιόδοξος και αμίλητος όπως με ξέρεις.
Από την πρώτη φορά που με είδε η Άννα, μου φάνηκε σαν να μου έδινε περισσότερη προσοχή από όσην δίνει μια παντρεμένη γυναίκα σε κάποιον ξένο. Δεν τολμούσα να της πω τίποτε αφού ήτανε παντρεμένη, με ξέρεις άλλωστε πόσο ντροπαλός ήμουν πάντοτε με τις γυναίκες.
Μα αυτό που δεν έκανα εγώ το έκανε η τύχη.
Στην Αμερική, κάθε γειτονιά έχει ένα χώρο όπου γίνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις. Κάθε ημέρα της εβδομάδος είναι ορισμένη για να γίνονται εκεί μουσικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις, φιλοσοφικές ομιλίες, ποιητικές βραδιές. Εκεί πήγαινα εγώ σε κάθε λογοτεχνική βραδιά και διάβαζα τα ποιήματά που έγραφα. Ξέρεις…

ΙΒΆΝ
Ναι, θυμάμαι πως έγραφες.

ΑΛΕΞΈΙ
Σε κάποια από αυτές τις βραδιές ήρθε και η Άννα. Από τη βραδιά εκείνη ήρθε πολύ πιο κοντά μου. Και συχνά έβρισκε ή δημιουργούσε ευκαιρίες να είναι μαζί μου. Ώσπου κάποια μέρα μου είπε ότι θα χώριζε από τον άντρα της και μετά ότι, αν το ήθελα κι εγώ, θα ερχόταν να μείνει μαζί μου.
Ήταν η περίοδος που οι δουλειές μου πήγαιναν καλά, χωρίς να χρειάζεται η παρουσία μου όλη την ημέρα στη δουλειά. Ως για τα άλλα, όλα με έσπρωχναν να στέρξω σ’ αυτή τη συγκατοίκηση: η Άννα είναι νέα και όμορφη, ταιριάζαμε στον χαρακτήρα, είναι ήρεμη και σκεπτόμενη γυναίκα, τι άλλο θα ήθελα από τη ζωή μου πέρα από αυτό; Δεν έμενε παρά να της ξακαθαρίσω ότι δεν επρόκειτο να την παντρευτώ, επειδή δεν πιστεύω στον γάμο.
Ούτε αυτή ήθελε να ξαναπαντρευτεί και έλειψε κι αυτή η πιθανότητα ασυμφωνίας.
Έτσι, δυο μήνες μετά που η Άννα χώρισε, ήρθε να μείνει μαζί μου.
Από τότε είμαστε μαζί, κοντά δέκα χρόνια τώρα.
Είναι ό,τι ονειρευόμουν να βρω. Και περνάμε καλά μαζί. Καμιά φορά μου λέει: «Αν κάποτε δε με θέλεις πια, διώξε με-μη με σκεφτείς καθόλου.» Μα πώς μπορεί να μη θέλω κάποτε την Άννα; Θα ήτανε σαν να μην ήθελα τη ζωή μου, το αίμα μου, την ανάσα μου.
Και κάτι που δε θα το πιστέψεις. Ποτέ δεν ξόδεψε λεφτά για ν’ αγοράσει κάτι για τον εαυτό της και ποτέ δεν μου ζήτησε να της αγοράσω εγώ κάτι.
Αυτή είναι η Άννα με δυο λογια.

ΙΒΆΝ
Πράγματι είναι ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν ξέρω τι να πω άλλο παρά ότι είσαι ένας τυχερός άνθρωπος-δίνεις ό,τι σε βαραίνει και παίρνεις ό,τι σου χρειάζεται!

ΑΛΕΞΈΙ
Καλά το λες.

ΙΒΆΝ
…Οι άνθρωποι έξω λένε ότι πούλησες όλα σου τα υπάρχοντα.
ΑΛΕΞΈΙ
Πώς αλήθεια μαθαίνεται κάτι δικό σου χωρίς να πεις κουβέντα γι αυτό… Αν θέλεις να διαδοθεί κάτι, αρκεί να κάνεις φανερά το πρώτο μόνο βήμα προς αυτό. Τότε αύριο θα το ξέρουν όλοι και μάλιστα καλλίτερα και από σένα τον ίδιο!
ΙΒΆΝ
(χαμογελώντας)
Έτσι είναι...

ΑΛΕΞΈΙ
Είναι αλήθεια, πούλησα όλα όσα είχα και δεν είχα. Το εργοστάσιο μου έδωσε τριάντα εκατομμύρια και δέκα εκατομμύρια τα άλλα μου ακίνητα. Έχω μια περιουσία μαζί μου.

ΙΒΆΝ
Πούλησες ό,τι είχες και δεν είχες και έφερες εκατομμύρια μαζί σου. Αλήθεια με τι τελικά ασχολήθηκες και σου έφερε τόσο χρήμα; Στα γράμματα δεν μπορούν να ειπωθούν όλα. Και λες θα φύγεις πάλι σε δυο μέρες. Και μου είπες ότι ήρθες εδώ για να αφήσεις την Άννα. Με έχεις μπερδέψει κάπως. Πώς δένουν όλα αυτά;

ΑΛΕΞΈΙ
Έχεις κάθε δικαίωμα να μάθεις. Θα σου τα πω λοιπόν όλα με λίγα λόγια… μήπως θα ήθελες πριν το φαγητό… δε λέω να σου φέρω εγώ αλλά- να πάρεις ένα ποτό;

ΙΒΆΝ
Δεν μου επιτρέπει η υγεία μου να πίνω. Πες μου λοιπόν. Μόνο να ρίξω ένα ξύλο στο τζάκι…
(σηκώνεται, ρίχνει ένα ξύλο στο τζάκι, συδαυλίζει τη φωτιά και κάθεται)

ΑΛΕΞΈΙ
Σου είχα γράψει ποτέ για τη Λίντα;

ΙΒΆΝ
Ναι, κάτι θυμάμαι.

ΑΛΕΞΈΙ
Η Λίντα λοιπόν ήτανε μια πανέμορφη και φιλόδοξη βουλγάρα. Είχε χωρίσει με τον πάμπλουτο άντρα της στη Βουλγαρία και ήρθε στην Αμερική για να κάνει λεφτά όπως έλεγε, και «να του δείξει αυτουνού».
Αν δεν ήξερες όμως τη Λίντα, ξέρεις καλά εμένα. Και ξέρεις ότι απεχθάνομαι το χρήμα. Και πως μου αρκεί τόσο από αυτό, όσο για ένα κομμάτι ψωμί και ένα πιάτο φαγητό την ημέρα. Ποτέ δεν θα έμπαινα στη διαδικασία απόκτησης χρημάτων. Μα για να κάνω το χατήρι της Λίντας και να πάψει να με γκρινιάζει, μπήκα συνεταίρος σε ένα μαγαζί ηλεκτρονικών ειδών. Το κατάστημα πήγαινε καλά. Σε τρία χρόνια έγινε μια μικρή βιοτεχνία με είκοσι εργάτες-υπαλλήλους. Άλλα τρία χρόνια αργότερα αγόρασα από κάποιον την αποκλειστικότητα παραγωγής ηλεκτρονικών τσιπς, απαραίτητων για το σύστημα ευστάθειας των αεροπλάνων. Αυτό ήταν. Γρήγορα οι δέκα υπάλληλοι έγιναν εβδομήντα. Και σε πολύ λίγο, με προτροπή της Λίντας εξαγόρασα τον συνεταίρο μου.
Ιβάν, δε θα το πιστέψεις, το χρήμα λες ερχόταν μόνο του και εμπαινε στα συρτάρια μας.
Θα μπορούσα να μεγαλώσω ακόμα τη βιοτεχνία μου, όμως δεν το ήθελα.
Η Λίντα ήτανε στις χαρές της.
Αφού μέσω εμού πέτυχε ό,τι ήθελε, η Λίντα έφυγε από τη ζωή μου, αφού πρώτα  της εκχώρησα τη μισή επιχείρηση. Αυτό έγινε πέντε χρόνια πριν. Όταν αποφάσισα να κάνω ό,τι σου είπα, πούλησα και το δικό μου μερίδιό σ' αυτήν.
Και να ’μαι εδώ με όλα τα λεφτά μου.

ΙΒΆΝ
Να λοιπόν που επαληθεύτηκε στην περίπτωσή σου ότι τα λεφτά πηγαίνουν σε κείνους που δεν τα θέλουν!..

ΑΛΕΞΈΙ
Ναι! Ακριβώς έτσι έγινε!
(Χτύποι στην πόρτα. Ο Ιβάν ανοίγει και μπαίνει η Άννα. Λεπτή, όμορφη, με μαύρα μάτια και μαλλιά. Κρατάει σακκούλα με τρόφιμα στο χέρι)


ΆΝΝΑ
Γεια σας κύριε Ιβάν.
(στον Αλεξέι)
Γεια σου Αλέξη (τον φιλεί)
Θα με συγχωρήσετε, πάω να μαγειρέψω. Θα κάνω ψαρόσουπα.
(βγαίνει)

ΑΛΕΞΈΙ
(συνεχίζοντας την προηγούμενη συζήτηση)
Να σου λύσω και τις υπόλοιπες απορίες σου. Η Άννα είναι νέα, εγώ μεγάλος. Η ζωή είναι μπροστά της. Θέλω να την αφήσω ελεύθερη να κάνει μια νέα αρχή. Και για να τη βοηθήσω σ’ αυτό έφερα μαζί μου χεροπιαστά τα χρήματα. Θα τα αφήσω σε κείνη. Ως για μένα έχω μια σύνταξη, με φτάνει.
Όποτε της έλεγα το σχέδιό μου αυτό, εκείνη μου δήλωνε ότι λογαριάζω χωρίς τον ξενοδόχο, πως δηλαδή αυτή δεν θα φύγει ποτέ από κοντά μου και ότι τα χρήματα δεν τα θέλει.
Πιστεύω ότι αυτό που λέει το εννοεί. Μα δεν μπορούσα να μην επιχειρήσω να κάνω πράξη αυτό το σχέδιο σε ό,τι αφορά στην συμμετοχή μου σ’ αυτό.
Να με αφήσει και να φύγει από την Αμερική, ήταν αδύνατο. Είπα λοιπόν να έρθουμε μαζί. Σκέφτηκα ότι μπορεί, αν ξαναβρεθεί στην πατρίδα πάλι μετά τόσα χρόνια, κι αν δει τους δικούς της, τότε ίσως θελήσει να μείνει. Και ίσως αν δει ότι θα κάνω αυτό που λέω, αν δει τόσα λεφτά μπροστά της και όλα δικά της, ίσως λέω, να δει αλλιώς το πράγμα. Και μπορεί τότε να θελήσει να μείνει.  
Έτσι ή αλλιώς έπρεπε να το επιχειρήσω αυτό, αλλιώς θα ένοιωθα άσχημα υποθέτοντας ότι αν το έκανα μπορεί να είχε αποτέλεσμα.  
Ίσως εδώ μπορείς να βοηθήσεις κι εσύ. Να της πεις αυτά που σου είπα με δικά σου λόγια, να βάλεις την πραγματικότητα μπροστά στα μάτια της.
Μη νομίζεις ούτε για μια στιγμή ότι θέλω να τη διώξω από κοντά μου. Με βαριά καρδιά θα γύριζα πίσω χωρίς την Άννα. Ξέρω όμως ότι δεν έχω το δικαίωμα να την κρατήσω κοντά μου. Αλλά αν μου δείξει πως ό,τι λέει θα το κάνει… τι να πω…

ΙΒΆΝ
Η οικογένειά της πού είναι; Έχει αδέρφια, γονείς; Ποιες είναι οι σχέσεις της μαζί τους;

ΑΛΕΞΈΙ
Έχει δυο αδερφούς και ζει η μητέρα της. Την αγαπάνε και τους αγαπάει. Τηλεφωνιούνται. Τη θέλουν κοντά τους. Νομίζουν μάλιστα ότι εγώ δεν την αφήνω να το κάνει. Και ανησυχούν για το μέλλον της. Η μητέρα της έκλαιγε μια φορά από το τηλέφωνο σε μένα. Μου έλεγε ότι η Άννα πρέπει να ξαναφτιάξει τη ζωή της, ότι υπάρχουν υποψήφιοι γι αυτό και πως γι αυτό πρέπει να γυρίσει στη Ρωσία. Η Άννα πάλι σου είπα έχει πάρει την απόφασή της. Φαντάσου πως δεν τους είπε ούτε ότι θα ερχόνταν εδώ, για να μη μεγαλώσει τη στενοχώρια τους ξαναφεύγοντας…

ΙΒΆΝ
Σ’ αγαπάει τόσο πολύ!

ΑΛΕΞΈΙ
Ας μη χρησιμοποιούμε τόσο εύκολα τη λέξη αγάπη. Ούτε εγώ ούτε η Άννα έχουμε πει ποτέ τη λέξη αυτή μιλώντας μεταξύ μας. Κι αν σου είπα ότι αγαπάει τους δικούς της, μα πάρε τη λέξη αγάπη με τη φτηνή έννοια που έχει στις καθημερινές συνηθισμένες συζητήσεις.

ΙΒΆΝ
Εσύ Αλεξέι αντίθετα, δεν έχεις σχέσεις με τους συγγενείς σου.

ΑΛΕΞΈΙ
Εγώ αντίθετα φίλε, δεν έχω συγγενείς.

ΙΒΆΝ
Το ξέρω από τότε. Φεύγοντας μου είπες ότι αν θέλω να είμαστε φίλοι να μη σου μιλήσω πάλι για τους συγγενείς σου.

ΑΛΕΞΈΙ
Όχι ακριβώς. Συνέχισα λέγοντάς σου «γιατί η συγγένεια δεν
έχει νόημα».

ΙΒΆΝ
Πράγματι.

ΑΛΕΞΈΙ
Περάσανε είκοσι χρόνια και υπάκουσα στην επιθυμία σου. Δεν σου μίλησα ποτέ γι αυτούς. Τώρα που ξανάρθες πες μου, μήπως έχεις αλλάξει γνώμη;

ΑΛΕΞΈΙ
Όχι. Δεν άλλαξα γνώμη. Άλλαξα όμως σε κάτι άλλο σχετικά με το θέμα. Δε μ’ ενδιαφέρει πια να μου μιλούν γι αυτούς, αρκεί να μη γίνεται η κουβέντα βαρετή, ό,τι ισχύει δηλαδή για κάθε θέμα, για τους περισσότερους ανθρώπους άλλωστε.

ΙΒΆΝ
Μπορώ λοιπόν να σε ρωτήσω γιατί αυτή η στάση απέναντι στους συγγενείς σου…

ΑΛΕΞΈΙ
Και θα σου απαντήσω. Τι είναι συγγενείς; Άνθρωποι του ίδιου γένους. Και λοιπόν; Οι υπόλοιποι άνθρωποι επί της γης είναι αλλογενείς για μένα. Και λοιπόν; Λόγια… λόγια… λόγια. Πες μου εσύ τώρα με τη σειρά σου, γιατί θα περίμενες να έχω άλλη στάση απέναντι στους συγγενείς ανθρώπους;

ΙΒΆΝ
Έλα Αλεξέι… δεν είμαι κανένα παιδάκι να μου αρχίζεις από την αρχή το μάθημα… Τους συγγενείς εκτός από την κοινή καταγωγή και λόγω ακριβώς αυτής, τους ενώνουν κοινές μνήμες, χρόνια ζωής μαζί τους, κοινές προσπάθειες, κοινά συμφέροντα πολλές φορές…

ΑΛΕΞΈΙ
Κοίταξε Ιβάν, αν η κοινή καταγωγή είχε κάποια συμβολή στη συντήρηση της ζωής ή την καλλιτέρεψή της, η Φύση θα είχε δώσει στον άνθρωπο τα ανάλογα ένστικτα: το ένστικτο της αδερφότητας, το ένστικτο της φροντίδας για τον πατέρα, τη μητέρα, τους θείους και τις θείες, τους ανεψιούς,τις ανεψιές και λοιπά. Δεν έχει δώσει κάποιο τέτοιο ένστικτο. Έχει δώσει το μητρικό ένστικτο μόνο, για να φροντίσει η μητέρα το παιδί ώστε αυτό να μην πεθάνει από πείνα ή δίψα ή οτιδήποτε άλλο ως τότε που αυτό μόνο του θα μπορεί να προσέχει τον εαυτό του. Και ας μιλάνε για αγάπη της μάνας για το παιδί της-το κάνουν όσοι αγνοούν ότι την ίδια «αγάπη» για τα παιδιά της έχει και μια αγελάδα, μια ύαινα, μια αρκούδα.
Μίλησες για κοινές μνήμες και για χρόνια που οι συγγενείς ζούνε μαζί.
Πίστεψε αυτό που θα σου πω. Όσο κι αν ψάξω στις μνήμες μου, δε θα βρω κάποια που να έχει να κάνει με τον, όπως τους λες, τον αδερφό ή την αδερφή μου. Ένα λευκό κενό καλύπτει την συνύπαρξή μου μαζί τους.

ΙΒΆΝ
Δεν μπορεί! Δε ζούσατε μαζί;..

ΑΛΕΞΈΙ
Και βέβαια ζούσαμε μαζί. Παρόλο τούτο, συμβαίνει ό,τι σου είπα. Αντίθετα, μνήμες κατακλύζουν το μυαλό μου από ένα γειτονόπουλο, από τους συμμαθητές μου κατόπιν, από τα φοιτητικά μου χρόνια, μα από τα λεγόμενα αδέρφια...τίποτα! Τίποτα κοινό δεν μας έδενε.
Γιατί να νοιώθω λοιπόν κάτι για τους ανθρώπους .αυτούς; Επειδή μας γέννησε η ίδια μητέρα;
Μα η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Μένει να σου απαντήσω και για το… πώς το είπες;… «κοινές προσπάθειες»….
ΙΒΆΝ
Ναι. Και κοινά συμφέροντα.

ΑΛΕΞΈΙ
Κοινές προσπάθειες… δεν μπορώ να υποθέσω ποιες θα ήσαν οι «κοινές προσπάθειες» ανθρώπων που τίποτα κοινό δεν έχουν. Τίποτα! Ως για κοινά συμφέροντα, κοινές διαφορές αν έλεγες, αν και οξύμωρο, θα πλησίαζε περισσότερο στο σωστό. Έτσι λοιπόν, θα σου φαντάζει τώρα χωρίς περιεχόμενο η ιδέα ότι πρέπει με τα αδέρφια μου να με συνδέει κάτι.
Τους βλέπω σαν όλους τους άλλους ανθρώπους: αδιάφορα. Αυτοί και οι οικογένειές τους δεν είναι για μένα παρά μερικά ακόμα δυστυχισμένα πλασματάκια από αυτά που ζουν πάνω στον πλανήτη κοκορευόμενα.

ΙΒΆΝ
Μίλησες για διαφορές-ποιες είναι αυτές;

ΑΛΕΞΈΙ
Μίλησα για διαφορές για να καλύψω τη δική τους στάση απέναντι σε μένα. Εγώ δεν αισθάνομαι να είχα ή να έχω καμία διαφορά να διευθετήσω με αυτούς. Η στάση τους απέναντί μου ήτανε να μου παίρνουν ό,τι ήταν δικό μου ή να μη μου δίνουν ό,τι μου ανήκε. Όμως ποτέ δεν διεκδίκησα τίποτε από αυτά.

ΙΒΆΝ
Αυτό είναι παλιανθρωπιά από μέρους τους. Και συ γιατί να μη διεκδικήσεις ό,τι σου ανήκε;… γιατί κάτι τέτοιο ακούστηκε στην πόλη για τότε, πως δεν πάλεψες για τα συμφέροντά σου.

ΑΛΕΞΈΙ
Από τους άλλους δεν περιμένω τίποτα. Ως για να διεκδικήσω κάτι, ό,τι έρθει καλώς ήρθε. Και ό,τι έφυγε καλώς έφυγε. Και μην περιμένεις να κατηγορήσω κανέναν. Ποιος φταίει για ό,τι κάνει ο κάθε ένας άνθρωπος; Κανένας και περισσότερο ούτε αυτοί οι ίδιοι. Τα γονίδια μάς κάνουν ό,τι είμαστε-και δεν τα διαλέξαμε εμείς. Αν όμως πάλι θέλεις οπωσδήποτε να φταίει κάποιος, μην τον αναζητήσεις σε κείνον που δεν αντιμάχεται-εκείνος σίγουρα δεν φταίει σε τίποτα.
(Μπαίνει η Άννα)

ΆΝΝΑ
Το φαγητό θα είναι έτοιμο σε λίγο.
(κάθεται)

ΙΒΆΝ
(γελώντας)
Είσαι καλή μαγείρισσα;

ΆΝΝΑ
Έτσι μου λένε όλοι με πρώτο τον Αλέξη. Και το έχω πιστέψει κι εγώ.

ΙΒΆΝ
Θα ήθελα να σου μιλήσω όντας οι δυο μας, όμως δε θα βρω ευκαιρία όταν ο Αλεξέι λέει ότι μεθαύριο φεύγει.

ΆΝΝΑ
Φεύγουμε κύριε Ιβάν. Και οι δυο μας.

ΙΒΆΝ
Γι αυτό ακριβώς ήθελα να σου μιλήσω. Ξέρω ότι δεν έχετε μυστικά ο ένας από την άλλη και τανάπαλιν, λοιπόν θα μιλήσω ανοιχτά.

ΆΝΝΑ
Παρακαλώ.

ΙΒΆΝ
Ο Αλεξέι νομίζει ότι θα έπρεπε να αρχίσεις μια νέα ζωή στην πατρίδα σου, μ’ έναν άντρα της ηλικίας σου. Και συμφωνώ μαζί του. Τα χρήματα που θα σου αφήσει είναι τόσα που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια καλή ζωή στον πιο απαιτητικό άνθρωπο…
ΆΝΝΑ
(στον Ιβάν)
Κύριε Ιβάν, για να σας δώσω να καταλάβετε πόσο μάταιο είναι να μου ζητάτε να μείνω εδώ, με αναγκάζετε να πω πράγματα που δεν θα έλεγα κάτω από άλλες συνθήκες. Γιατί εδώ κρίνεται η ζωή μου και η ζωή του Αλέξη.
Ζούσα μια ήρεμη και βαρετή ζωη. Μόνη, χαμένη, εγκαταλειμμένη, όπως μια ζωή σε μια έρημη χώρα. Φρίκη. Γύρω μου σκοτείνιαζε ο ουρανός. Μόνη μου.
Ο γάμος μου ήτανε μια προσπάθεια να ξεφύγω από τον εαυτό μου, που όμως δεν καρποφόρησε.
Παντρεμένη ζούσα στην ίδια δυστυχία , μόνο που τώρα  ένας παπάς σε μια γελοία τελετή είχε πει κάτι αστεία λόγια και έκανε μερικές θεατρινίστικες χειρονομίες.
Όταν πρωτόδα τον Αλέξη, κάτι παράξενα συναρπαστικό με τράβηξε σ’ αυτόν. Μου φάνηκε ότι είχα ξαναδεί κάπου το πρόσωπό του και η καρδιά μου στη διαπίστωση αυτή χτύπαγε σε περίεργους ρυθμούς.
Η ποίηση πάντοτε μου άρεσε. Είναι το απαλό κελάρυσμα στην πηγή, που φτάνει ως εμένα μουρμουριστά. Ήρεμη, ευγενική κι ευτυχισμένη, διασχίζει τις πεδιάδες της θάλασσας και πλησιάζει στην ακτή λικνιζόμενη απαλά στα έξοχα άνθη που σχηματίζουν τα κύματα. Είναι ένα όνειρο, μια αγαλλίαση της ψυχής, μια γλυκιά, υπέροχη, ευλογημένη ευδαιμονία. Τα λόγια της πλανιούνται μέσα στην ψυχή μου και χαϊδεύουν τα τρίσβαθα του είναι μου. Και τότε ένα άλλο αστέρι φωτίζει το πεπρωμένο μου.
Και αν όλα αυτά που λέω είναι ψέματα, τότε θα πρέπει να είναι πολύ έξυπνος εκείνος που θα το αποκαλύψει.
Από τότε που γνώρισα τον Αλέξη, είμαι ευτυχισμένη ακόμα και όταν δεν διαβάζω ποίηση. Είμαι ευτυχισμένη έχοντας την πηγή ζωντανή κοντά μου. Δεν έχω παρά να απλώσω το χέρι μου για να δροσιστώ.
Για την ανθρώπινη όψη της αγάπης μου γι αυτόν δε θα σας μιλήσω. Ευτελές θα ήτανε κάτι τέτοιο έστω και αν με λόγια εμπνευσμένα την είχα περιγράψει.
Γνωρίζοντάς τον όμως ξύπνησα από ένα όνειρο. Και εκεί που ξύπνησα δεν ήμουν, μα πού ήμουν να εξηγήσω δεν μπορώ.
Αντίθετα, ασταμάτητα μπορώ να σας μιλώ για ό,τι ωραίο ο Αλέξης και τα ποιήματά του προσφέρουν στην ψυχή μου.
Κάθε του ποίημα είναι ένας ιερός βωμός και πάνω του θυσία ο θαυμασμός μου. Κάθε τους λέξη είναι πάντα μια καινούργια μαγεία για μένα.
Τριγύρω από τα ποιήματά του χρυσά εγκώμια ηχούν και δονούνται.
Είναι κύματα από εξαίσια αρώματα που όταν τα νοιώθω βυθίζομαι γλυκά σ’ αυτά.
Αν είχα τόσες καρδιές όσα τα μάτια του αιώνιου ουρανού και φύλλα όσα σκεπάζουν τους λόφους τον ανθισμένο Μάη, όλα γεμάτα θα ήταν από τις χαρές που με πλημμυρίζουν οι στίχοι τους.
Αν μπορούσα ένα όνομα να τους δώσω, θα μπορούσατε ίσως να τις καταλάβετε.
Μα αν δεν μπορώ να σας δώσω να καταλάβετε αυτό, θα σας έδωσα να καταλάβετε ότι δεν θα αφήσω τον Αλέξη. Ως για τα λεφτά που μου αναφέρατε, ποτέ μου δεν αγάπησα τα λεφτά, ούτε και τώρα θα τα θελήσω όσα και να είναι.
(σηκώνεται)
Ας πάω να δω το φαγητό. Θα είναι έτοιμο τώρα. Ετοιμαζόσαστε κι εσείς.
(Βγαίνει στην κουζίνα)

ΙΒΆΝ
Τι να πεις σε κάποιον έτσι αποφασισμένο άνθρωπο Αλεξέι!

ΑΛΕΞΈΙ
Τι να πεις, δίκιο έχεις. Όμως εγώ αύριο πριν από το ταξίδι θα κάνω και στην πράξη την προσφορά, αν και ξέρουμε κι εσύ κι εγώ την απάντησή. Πρέπει. Και ίσως γι αυτή την εκχώρηση, αν γίνει, να χρειαστούμε κι έναν δικηγόρο ή συμβολαιογράφο-θα το φροντίσεις κι αυτό Ιβάν;

ΙΒΆΝ
Έχω ένα φίλο δικηγόρο-θα έρθει ευχαρίστως μαζί μου.
ΑΛΕΞΈΙ
Ωραία. Με την ευκαιρία θα ξεφορτωθώ και κείνα τα δυο μισά σπίτια που έχω κληρονομήσει.

ΙΒΆΝ
Αλλά θα ’θελα να σου ζητήσω κάτι κι εγώ. Από μέρες, πριν ακόμα έρθεις, οι δικοί σου ήξεραν για την άφιξή σου και από χτες κιόλας έχουν έρθει όλοι τους στην πόλη. Ξέροντας τη φιλία μας μου ζήτησαν να μεσολαβήσω να δεχτείς να τους δεις. Ιδίως η αδερφή σου κάθε τόσο με παίρνει τηλέφωνο να με ρωτήσει αν σε κατάφερα. Δεν ξέρω αν είναι η οικονομική κρίση που τη σπρώχνει να φέρεται έτσι, συνδυασμένη μάλιστα με τον δικό σου πλούτο, ή αν θα ήταν έτσι και αν ακόμα δεν υπήρχαν αυτά τα δυο.

ΑΛΕΞΈΙ
Τότε θα έκανε άλλου είδους φασαρία. Αλλά φίλε μου, σε παρακαλώ όταν μου μιλάς για αυτούς τους ανθρώπους να μη μου τους αναφέρεις με το βαθμό της συγγένειας. Οι λέξεις «αδερφός», «αδερφή», «γιος», «κόρη», «ανεψιός» και τα τέτοια, είναι ιερές για μένα. Τις φυλάω για τρεις τέσσερες ανθρώπους. Έναν εδώ στη Ρωσία-εσένα- και τους άλλους στην Αμερική.

ΙΒΆΝ
Ωραία. Μα πες μου, θα δεχτείς να τους δεις; Ξέρεις, αν όχι, θα τα βάλουν με μένα. Κι εγώ δε θα φύγω μακριά από δω, αλλά θα είμαι υποχρεωμένος να βλέπω κάθε μέρα τα ξινά μούτρα τους επειδή δεν σε έπεισα να τους δεις.

ΑΝΝΑ
(η φωνή της από την κουζίνα)
Μπορείτε να έρθετε. Το φαγητό σερβιρίζεται.

ΑΛΕΞΈΙ
(δυνατά)
Ερχόμαστε!
(σηκώνονται και οι δυο. Στον Ιβάν)
Αφού μου το ζητάς εσύ γιατί όχι; Θα μπορούσα να το παζαρέψω μαζί σου για να έχω την ευμενή ανταπόκρισή σου σε ό,τι σου ζητήσω. Μα δεν υπάρχει κάτι που να σου ζητούσα και να μου αρνηθείς. Έτσι, θα τους δω αυτούς. Τόσο αδιάφοροι μου είναι.

ΙΒΆΝ
Α! Σ’ ευχαριστώ.

ΑΛΕΞΈΙ
Ρίξε πάνω σου το πανωφόρι σου. Η κουζίνα δεν έχει τζάκι.
(Ο Ιβάν ρίχνει στους ώμους το πανωφόρι του)

ΙΒΆΝ
Δυο λεφτά ακόμα Αλεξέι... Στην ηλικία μας οι άντρες νοιώθουν την ανάγκη να έχουν ένα εγγονάκι και να παίζουν μαζί του. Δε θα πω πως θέλουν και μια παρέα σε κάποιες στιγμές μοναξιάς, ούτε τη φροντίδα στις καθημερινές τους ασχολίες, γιατί αυτά τα έχεις με το παραπάνω. Λοιπόν, εσύ ένοιωσες την ανάγκη να  κρατήσεις στην αγκαλιά σου ένα εγγονάκι και να παίζεις μ’ αυτό;

ΑΛΕΞΈΙ
Νιώθω την ανάγκη να κρατώ κάποιες στιγμές όχι ένα εγγονάκι μα ένα παιδάκι-όποιο να ’ναι, στην αγκαλιά μου, αλήθεια. Όχι μόνο για να παίζω μαζί του μα και να του κάνω δώρα, να το φιλώ, να μαγεύομαι από την έλλειψη πονηριάς μέσα του, να συμμετέχω στο θείο κοιτάζοντας τα αθώα ματάκια του, μ’ ένα λόγο να βλέπω σ’ αυτό την ανθρωπότητα όπως θα είναι στο μέλλον. Βέβαια και νοιώθω αυτή την ανάγκη και τώρα, όπως την ένοιωθα πάντα. Και την ικανοποιώ με τρόπο καλλίτερο παρά αν είχα ένα συγγενικό μικρό παιδί κοντά μου. Πριν έρθει στη ζωή μου η Άννα, αλλά και σήμερα μαζί της, τα βραδάκια πηγαίνουμε συχνά μια βόλτα στον κήπο  της πόλης, όπου μαζεύονται όλα τα μικρά για να παίξουν και πιάνω κουβέντα μ’ αυτά και με τις συνοδούς τους. Τα πηγαίνω βόλτα αγκαλιά ή χέρι χέρι, παίζω, κουβεντιάζω μαζί τους, τους κάνω δωράκια, παίρνω φιλάκια από τα άδολα τριανταφυλλένια χείλη τους… Και όλα αυτά χωρίς οι γονείς τους να μου εμπιστεύονται τα παιδιά τους επειδή περιμένουν να με κληρονομήσουν.

ΙΒΆΝ
Είπες ότι στα μάτια των παιδιών βλέπεις το μέλλον της ανθρωπότητας;..

ΑΛΕΞΈΙ
Είμαι βέβαιος ότι στο μέλλον οι άνθρωποι θα ζουν ευτυχισμένοι. Γιατί θα έρθει η ημέρα που ο απάνθρωπος θεσμός του γάμου,  η αποκρουστική παράδοση της οικογένειας, το  απαίσιο χρήμα, όλα αυτά μαζί με άλλα, θα είναι αμετάκλητο παρελθόν. Και τα παιδιά τότε των ανθρώπων θα μεγαλώνουν όπως αρμόζει-αντάξια της ανθρώπινης ιδιότητάς τους- όλα μαζί, ανήκοντας  όχι σε κάποιον γονέα, αλλά σε όλη την ευτυχισμένη ανθρωπότητα. Τότε, χαϊδεύοντας ένα παιδικό κεφαλάκι θα χαϊδεύεις όλα τα παιδιά της γης. Ίσως είμαι ένας άνθρωπος που ήρθε από εκείνο το μέλλον.
Δε μου λείπει-όχι- ένα μικρό που να έχει σχέση συγγενική μαζί μου. Πάμε;

ΙΒΆΝ
Πάμε.

ΣΚΗΝΉ ΔΕΎΤΕΡΗ

Άντρες γυναίκες και παιδιά, οι συγγενείς του Αλεξέι, καθιστοί σε καρέκλες απέναντι από το τζάκι, περιμένοντας. Είναι φτωχικά ντυμένοι. Στα αριστερά τους κενές καρέκλες. Όλοι τους σιγοκουβεντιάζοντας και αδημονώντας)

ΑΛΊΝΑ
(στη μητέρα της)
Μαμά να κλαίω;

ΝΤΆΡΙΑ
Όχι. Δεν μπορείς να το κάνεις να φαίνεται αλήθεια.
(γυρνάει με κακία κατά τον αδερφό της, που κάθεται με την οικογένειά του πιο πέρα)
Εσείς γιατί ήρθατε; Δε σας φτάνουν δύο συντάξεις τέσσερα αυτοκίνητα τρία σπίτια και όσα κλέβει από τους πελάτες του ο σκαταδερφός μου;

ΜΑΞΊΜ
Πάψε τσόκαρο.

ΜΊΣΑ
 (στον άντρα της)
Είσαι ο γιος του! Αν δεν πάρεις εσύ ποιος θα πάρει; Να του κλαφτείς! Να μιλήσεις κακομοίρη μου. Μη σε πιάσει κι εδώ μουγγαμάρα… Χανόμαστε!
(Μπαίνει ο Ιβάν, ο Νικολάι Μπουλγκάνωφ, ο Εμίρ Μένικο, ο Γκεόργκι Νιτόγιου, η Άννα και ο Αλεξέι. Μια βοή και μια αναταραχή δημιουργείται. Όλοι σηκώνονται. Η Ντάρια προχωρεί προς το μέρος του Αλεξέι με τα χέρια απλωμένα προς αυτόν σε θεατρινίστικες κινήσεις)

ΝΤΆΡΙΑ
Αδερφούλη μου!
(Ο Αλεξέι απλώνει το χέρι του με την παλάμη κάθετη και στραμμένη προς τη Ντάρια, σε κίνηση σταματήματος. Εκείνη στέκει για λίγο αμήχανη και σιωπηλή. Κατόπιν οπισθοχωρεί προς τη θέση της και ξανακαθίζει σ’ αυτήν. Κάθονται και οι άλλοι)
Αδερφούλη μου, γιατί δε μ’ αφήνεις να σ’ αγκαλιάσω;
Είκοσι χρόνια είχα να σε δω. Ξέρεις πόσο υπόφερα που μας έφυγες; Όταν μάθαμε πως είχες αρρωστήσει δέκα μέρες έκανα να βάλω φαϊ στο στόμα μου. Κάποιος βλέπει ξανά την αδερφή του που έχει να τη δει λίγες μέρες και συγκινείται. Και συ μετά τόσα χρόνια δε νοιώθεις να ξεχειλίζει η αδερφική αγάπη μέσα σου; Πές μου, μίλα μου αδερφούλη μου…
(Σιωπή. Περιμένει μιαν απάντηση, τέλος καταλαβαίνει ότι ο Αλεξέι δεν θα της απαντήσει)
Δε λέω, έχεις και λόγους να είσαι κακιωμένος μαζί μου…
(ξαφνικά και προσπαθώντας να πείσει για ό,τι λέει)
Όμως τα λεφτά δε σου τα έκλεψα. Τα δανείστηκα. Πάντρευα τη μεγάλη εκείνο τον καιρό και είχα να δώσω προίκα και είχα έξοδα γάμου. Σκέφτηκα ότι ας τα πάρω τώρα που τα χρειάζομαι και θα τα βάλω στη θέση τους πριν ο αδερφούλης μου καταλάβει ότι λείπουν. Ήξερα ότι αν σου τα ζητούσα θα μου τα έδινες. Μα με τις δύσκολες μέρες που ήρθαν δεν μπόρεσα να τα βάλω πίσω. Δεν ήθελα εξαρχής να τα πάρω, καταλαβαίνεις… Ρώτα και τον Αντόνι, τα ίδια θα σου πει κι αυτός, που στο κάτω κάτω είναι παιδί σου! Ως για το αυτοκίνητο, δε φταίω εγώ. Ο Μπόρις μου είπε «τι; με γρατζουνισμένο αυτοκίνητο θα σε πηγαίνω βόλτα;» και μ’ έβαλε να πάρω λεφτά δικά σου από την τράπεζα για βάψιμο και για να κάνουμε όλο το αυτοκίνητο καινούργιο.

ΜΠΌΡΙΣ
Εσύ μου είπες «τον χαμένο, τι με πέρασε και μου χάρισε παλιό αμάξι;» Και όταν σου είπα ότι σου το χάρισε και δε δικαιολογείσαι να πάρεις ενάμισυ εκατομμύριο από τα δικά του λεφτά για να του βάλεις ξέρω και γω τι αξεσουάρ και να το κάνεις να φαίνεται καινούργιο, μου είπες «Δεν πρόκειται να τον ρωτήσω. Δε θα μου πει τίποτα. Είναι ένας αχαίρευτος, τον ξέρω. Προτιμάει να χάσει εκατομμύρια παρά να μαλώσει με κάποιον. Τέτοιος δειλός είναι! Ύστερα θέλει να τα ’χει καλά μαζί μου για να τον γεροκομήσω…»

ΝΤΆΡΙΑ
(στον άντρα της)
Και τώρα σε πίστεψε ο αδερφός μου! Ποιον θα πιστέψει μωρέ; Έναν ψευτοεργοστασιάρχη που από τους πρώτους έκλεισε το εργοστάσιό του με την κρίση, ή εμένα την αδερφή του;
(στον Αλεξέι)
Ρώτα και τον Αντόνι αν δεν πιστεύεις εμένα. Παιδί σου είναι και τα ίδια με μένα θα σου πει κι αυτός. Ο καλός μου με βοήθησε τόσο στις δύσκολες ώρες μου…γι αυτό κι εγώ τον λατρεύω…
(στον Αντόνι χαιρετώντας τον με το χέρι της )
Γεια σου μωρό μου!
(Ο Αντόνι αντιχαιρετάει δειλά μ' ένα νεύμα)

ΝΑΤΆΣΑ
(στον Αλεξέι)
Ναι θείε, έχει δίκιο η μαμά-ο μπαμπάς της είπε. Και για τα ποιήματα, αυτός της είπε και τα έκαψε.

ΝΤΆΡΙΑ
Ναι αδερφούλη μου. Ο αχαϊρευτος αυτός, που δεν ξέρει από ποίηση, μου είπε «άντε μωρή που κρατάς τα ποιήματά του αδερφού σου… κάψ’ τα να πιάσουν τόπο-να μας ζεστάνουνε λιγουλάκι…»

ΜΊΛΑ
(στον Αλεξέι)
Όχι θείε, αυτό το κάνανε μαζί με τον μπαμπά μου. Ο θείος Μπόρις δεν είχε καμιά ανάμιξη σ’ αυτό. Και γελάγανε ρίχνοντας στη φωτιά ένα ένα τα ποιήματά σου. Ήμουνα μπροστά.

ΜΠΌΡΙΣ
(στην κόρη του)
Τον κακό σου τον καιρό παλιοτσουλί!..

ΆΝΝΑ
(στον Αλεξέι, σιγά)
Είναι αλήθεια ότι έκαψαν ποιήματά σου;

ΑΛΕΞΈΙ
Ναι.
ΝΤΆΡΙΑ
Μετάνιωσα που τους άκουσα και τους δύο και έκαψα ποιήματα που μου έστελνες να σου τα φυλάξω. Έκλαιγα δυο μέρες συνέχεια. Ρώτα και τον Αντόνι-γιος σου είναι, ψέματα δε θα σου πει. Και αν δεν ήταν αυτός, ακόμα θα με έτρωγε το μαράζι γι αυτό που έκανα.
(Βλέποντας προς τον Αντόνι)
Αχ! πόσο τον αγαπώ-καλλίτερα από παιδί μου!
(στον Αλεξέι)
Μα περάσανε αυτά αδερφούλη μου, έτσι δεν είναι; Και μαζί μ’ αυτά πάνε και οι καλές μας οι μέρες. Έχει πέντα χρόνια που κι εγώ και οι ανηψούλες σου που έπαιζες μαζί τους όσο ήσουν εδώ ακόμα, πεινάμε αδερφούλη μου. Μπορούσες να το φανταστείς ποτέ για μας; Το ψυγείο δεν γεμίζει όπως κάποτε, δεύτερο φουστανάκι ούτε οι κόρες μου ούτε τα εγγονάκια μου έχουν να βάλουν-τα εγγονάκια μου δεν τα έχεις δει, ούτε αυτά δε θέλεις να γνωρίσεις;.. να ’τα-ο Βασίλι μου, η Όλγκα και η Νόρα… Ζούμε μέσα στη δυστυχία. Και όλο τους έλεγα πότε θα έρθει ο αδερφούλης μου και θείος σας να σας λυπηθεί και να σας βοηθήσει να ζήσετε πάλι όπως πρώτα…γιατί μαθαίναμε ότι έχεις κάνει πολλά λεφτά εκεί πέρα. Και ας μη μας έγραφες εσύ- με τόσες δουλειές πού να έβρισκες καιρό-, όμως μαθαίναμε από άλλους που έρχονταν εδώ ότι ζούσες σαν άρχοντας. Και όσο να ’ναι το αίμα είναι αίμα, τραβάει και ενώνει τον ένα συγγενή με τον άλλονε, σε περιμέναμε σαν το θεό μας. Και να που ήρθες αδερφούλη μας. Ευλογημένη η μέρα που σε έφερε πάλι κοντά μας. Μα μάθαμε πως θα φύγεις πάλι και μάλιστα γρήγορα και η καρδιά μας πικράθηκε πάλι. Είναι αλήθεια αυτό αδερφούλη;
(Περιμένει λίγο να πάρει απάντηση, βλέπει ότι δεν θα την έχει και συνεχίζει)
Και βέβαια θα φύγεις, δεν ξέρω κιόλας αν κρατάς τις δουλειές σου εκεί πέρα ή τις χάλασες, όπως και να είναι όμως τώρα είσαι εδώ και μπορείς ή να μας δώσεις τώρα χρήμα, ή να στείλεις όταν πας εκεί πέρα. Και μη νομίσεις ότι νοιάζομαι για μένα, εγώ γέρασα πια, για τις ανηψούλες σου νοιάζομαι, που πίνουν νερό στ’ όνομά σου…
(αρχίζει να ψευτοκλαίει)
Που δεν έχουν να στείλουν τα παιδάκια τους στο φροντιστήριο… που κρέας παίρνουν μόνο μια φορά την εβδομάδα… κι αυτό ίσα ίσα για να το γέψουνε…

(Ο Αντόνι βλέποντας τη Ντάρια να ψευτοκλαίει, ταράζεται. Σηκώνεται επάνω και κάνει να πάει προς εκείνην. Η Μίσα τον συγκρατεί)

ΜΊΣΑ
Κάτσε κάτου χαζέ! Πού πας; Στενοχωρήθηκες που η θείτσα σου κλαίει;..
(Ο Αντόνι ξεφεύγει από το χέρι της Μίσα και τρέχει προς τη Ντάρια)
Αντόνι
(στη Ντάρια)
Μην κλαις θείτσα μου…
(την αγκαλιάζει)
Μην κλαίς…

ΜΊΣΑ
(στον άντρα της, δυνατά)
Στο βρακί της σ’ έχει βάλει και σε κάνει ό,τι θέλει κακομοίρη μου!  Ό,τι θέλει! Ου να μου χαθείς!
(Ο Αντόνι γυρίζει και κάθεται στη θέση του)
Βλάκα!

ΝΤΆΡΙΑ
(στη Μίσα)
Σκας που μ’ αγαπάει, ε; Πουτάνα!

ΜΊΣΑ
Πουτάνες είναι οι κόρες σου.

ΒΕΡΟΎΣΚΑ
(στη Ντάρια)
Άντε, έκλαψες, τον λιβάνισες, έχεις κι άλλα να πεις;
ΝΤΆΡΙΑ
Εγώ αμαρτία εξομολογημένη είναι και συχωρεμένη. Εσύ μωρή και ο άντρας σου τι ήρθατε να κάνετε; Όσο και να του παρακαλεθείτε, ξεχνιέται που του πήρατε το σπίτι και τον αναγκάσατε να φύγει από την πατρίδα; Ε; ξεχνιέται αυτό; Ή επειδή τα σκαρώνατε μαζί με τον άντρα σου νομίζεις ότι έχεις μισή την ευθύνη; Όλοι ξέρουνε ότι τον κάνεις ό,τι θέλεις τον χαμένο.

ΒΕΡΟΎΣΚΑ
Ναι. Είμαστε ταιριαστό ζευγάρι. Γι αυτό το σπιτικό μας πάει καλά. Και αν είχαμε πραγματικούς σοσιαλιστές πολιτικούς και δεν ερχόταν η καταραμένη η κρίση, τώρα δεν θα ήμασταν εδώ.
Άντε, γλείψε όσο έχεις να γλείψεις να πούμε κι εμείς δυο λόγια.

ΝΤΆΡΙΑ
Τελείωσα. Εσύ είσαι που πότε δε θα πάψεις να μιλάς για πολιτικά λέγοντας μανιακές αρλούμπες κάθε τόσο γι αυτά.
(γυρίζει στον άντρα της)
Εσύ θέλεις να πεις κάτι;

ΜΠΌΡΙΣ
Έχω να πω Αλεξέι Κιρίλοβιτς ότι αν σε ειρωνευόμουνα για την άγνοιά σου σε πράγματα της καθημερινότητας, δεν το έκανα από κακία-έτσι είμαι φτιαγμένος, όλους τους ειρωνεύομαι. Και συ έδειχνες σαν να είσαι φερμένος από άλλον πλανήτη μωρέ αδερφέ μου...

ΝΌΡΑ
(στον Μπόρις)
Μπα, μη λυπάσαι παππού. Γιατί ο θείος στα ψέλνει σε δυο του ποιήματα. Και η μαμά μάς είπε να μη σου το πούμε. Το ένα το γλίτωσα από τη φωτιά. Όταν πάμε στο σπίτι θα σου το διαβάσω.

ΝΤΆΡΙΑ
(Στη Νόρα)
Για τόλμα!..

ΜΠΌΡΙΣ
Αποκλείεται. Εγώ δεν έχω κανένα ψεγάδι. Είμαι ο ένας, ο μοναδικός, ο καλλίτερος σε όλα.

ΌΛΓΚΑ
(στον Μπόρις)
Ξέχασες να πεις και μετριοφρων παππού…

ΒΕΡΟΎΣΚΑ
Εντάξει μοναδικέ, τώρα να μιλήσουμε κι εμείς. Πες του Μαξίμ μου!..

ΜΑΞΊΜ
(στον Αλεξέι)
Ώστε περίμενες να σε αφήσω να μείνεις στο σπίτι; Πρώτα πρώτα αν μπορούσε, η μάνα μου δε θα σου άφηνε τίποτα. Μα ο νόμος την υποχρέωνε και δεν γινόταν αλλιώς. Και γιατί να στο άφηνε; Την κοίταξες καθόλου; Της πήρες εσύ χρυσή αλατιέρα στη γιορτή της; Της έκανες δώρο εσύ ταξίδι στην Ινδία; Της έφερνες τα καινούργια φορέματα από το Παρίσι πριν ακόμα φορεθούν εδώ; Όχι. Και με τι λεφτά;  Ένας κακομοίρης και ένας ανεπρόκοπος ήσουνα. Για σένα μόνον ο πατέρας σου υπήρχε. Ξέρεις πώς σκέφτηκα και σε έδιωξα από το σπίτι; Θα σου το πω. Έλεγα πως έτσι αρρωστιάρης που ήσουνα θα ψόφαγες γρήγορα και το σπίτι θα έμενε στο γιο μου που τον αγαπώ.

ΑΝΤΡΈΙ
Και εγώ σε αγαπάω μπαμπάκα!
(τρέχει στον Μαξίμ, αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Ξαναπάει στη θέση του)

ΜΑΞΊΜ
(συνεχίζει)
Δεν ψόφησες. Εύχομαι γρήγορα να γίνει αυτό για να λείψει από τη γη ένας ονειροπαρμένος ακόμα. Για να σου πω αυτά ήρθα εδώ, όχι για τα λεφτά σου. Όχι γιατί δεν θέλω λεφτά, με ξέρω τι καθίκι είσαι και πως ό,τι κι αν κάνω δε θα μου δώσεις τίποτα.

ΒΕΡΟΎΣΚΑ
Τι λες βρε χαζέ; Έτσι είχαμε συμφωνήσει; Ήθελες να του τα πεις,  ωραία, του τα είπες, μα όχι να του λες ότι δε θέλεις λεφτά… Τι θα τα κάνει; όλα αυτή η σπιτωμένη θα του τα φάει; Ας όψονται οι πολιτικοί μας που επιτρέπουν τέτοιες συνυπάρξεις… Ο καπιταλισμός φταίει. Γιατί αν υπήρχε σοσιαλισμός…
(Ο Μαξίμ τη σκουντάει, αυτή συνέρχεται)
Ε; Ναι!…Όμως και ο νόμος ακόμα λέει πως κάτι πρέπει να δώσει στ’ αδέρφια του.

ΝΑΤΑΛΊΑ
Ναι θείε, θέλουμε λεφτά. Σε παρακαλώ δώσε σε μένα κάτι αν όχι στον πατέρα μου και στη μάνα μου. Έχω παιδί πνευματικά καθυστερημένο. Το κράτος δεν φροντίζει.
(σιωπή)

ΜΊΣΑ
(στον άντρα της)
Η σειρά μας είναι. Μίλα!
(τον σκουντάει)
Μίλα ρε κοιμισμένε! Γιος του είσαι! Και το παιδί σου εγγόνι του! Μίλα!
(ο Αντόνι κοιτάζει κάτω φανερά στενοχωρημένος που του λένε να κάνει κάτι που δεν το θέλει ή δεν το μπορεί)
Μίλα ρε! Αχ! Που αν δεν ήμουνα εγώ να σε κουμαντάρω δεν ξέρω πού θα ήσουνα τώρα! Με άλλους ξέρω να τα βγάζω πέρα και να σε ξελασπώνω κάθε που τα σκατώνεις. Μα εδώ δεν πιάνει ο λόγος μου. Εσύ πρέπει να του τα πεις. Μίλα ρε χαμένε!

Αντόνι
(με δυσκολία βγάζοντας τα λόγια από το στόμα του)
…Θα σκεφτώ…
ΜΊΣΑ
Ωχ! Θα σκεφτεί! Σκέψου βλάκα! Σκέψου και σε είκοσι χρόνια που ίσως τον ξαναδείς του ζητάς! Βλάκα! Ε βλάκα! Να σκεφτώ και να σκεφτώ είσαι. Από τις σκέψεις σου τα έχουμε πάθει όλα-που πάντοτε σκέφτεσαι και κάνεις εκείνο που καταστρέφει εσένα πρώτα κι εμάς μαζί σου. Σκέψου… Βλάκα!

(Ο Βασίλι σηκώνεται και πηγαίνει προς τον Αλεξέι. Η Ντάρια τον μαλώνει)

ΝΤΆΡΙΑ
(σιγά και επιτακτικά)
Κάτσε εδώ! Μην πας! Κάτσε κάτω!
(Ο Βασίλι δεν την ακούει. Πηγαίνει και στέκεται μπροστά στον Αλεξέι. Ο Αλεξέι γυρνά προς αυτόν)

ΒΑΣΊΛΙ
Παππού Αλεξέι Κιρίλοβιτς, ντρέπομαι για το πώς σου φέρονται όλοι τους και για όσα λένε για σένα στο σπίτι και εδώ. Και ούτε που πίστεψα ποτέ τίποτε από αυτά. Ξέρω ότι είναι ψέματα. Και λυπάμαι για όσα σου έκαναν.
(Βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτί. Το δίνει στον Αλεξέι)
Γράφω κι εγώ ποιήματα.
(Ο Αλεξέι παίρνει το χαρτί και με ύφος σοβαρό το διαβάζει. Χαϊδεύει το κεφάλι του Βασίλι)

ΑΛΕΞΈΙ
Να έχεις την ευχή και την ευλογία μου. Θα γίνεις μεγάλος ποιητής. Αν μπορέσεις και ξεφύγεις από τα νύχια τους και θελήσεις να έρθεις στην Αμερική, θα σε περιμένω για να σε βοηθήσω σε ό,τι θελήσεις.
(Του δίνει το χαρτί. Σκύβει και τον φιλάει)
ΒΑΣΙΛΙ
(Αγκαλιάζει τον Αλεξέι)
Σ΄ευχαριστώ παππού Αλεξέι Κιρίλοβιτς.
(Πηγαίνει στη θέση του)
ΑΛΕΞΈΙ
(στους συγγενείς)
Θέλει άλλος να πει κάτι;
(Οι συγγενείς δεν μιλούν. Ο Αλεξέι βγάζει δυο χαρτιά από την τσέπη του. Στον δικηγόρο)
Κύριε Νικολάι Μπουλγκάνωφ, όπως σας έλεγα και χτες, ορίζω το μισό από κάθε ένα από δύο σπίτια. Το ένα μισό το παραχωρώ στον κύριο Ερμίρ Μένικο και το άλλο στον κύριο Γκεόργκι Νιτόγιου. Αυτά τα χαρτιά είναι φωτοτυπίες των διαβατηρίων τους και τα τηλέφωνά τους.
(Του τις δίνει. Στρέφεται στους δύο αλλοδαπούς)
Αυτά είναι τα στοιχεία του δικηγόρου με τον οποίο θα συνεργαστείτε. Τον έχω ήδη κάνει πληρεξούσιό μου.
(διαλέγει το ένα χαρτί και το δίνει στον Ερμίρ Μένικο)
Αυτό είναι για σένα…

ΕΡΜΊΡ ΜΈΝΙΚΟ
Ευκαριστώ κύριο Αλεξέι Κιρίλοβιτς.

ΑΛΕΞΈΙ
Και αυτό για σένα Γκεόργκι…
(του το δίνει)

ΓΚΕΌΡΓΚΙ
Ευχαριστώ.

ΕΡΜΊΡ ΜΈΝΙΚΟ
(στον δικηγόρο)
Εγκώ ντεν έχει χαρτιά Ρωσία…

ΑΛΕΞΈΙ
Δεν πειράζει Ερμίρ αφού έχεις διαβατήριο. Το ξέρει ο δικηγόρος. Τον έχω ενημερώσει για όλα σχετικά με σας.

ΓΚΕΌΡΓΚΙ ΝΙΤΌΓΙΟΥ
Πότε τα κάτσουμε σπίτι μέσα;

ΑΛΕΞΈΙ
Αμέσως όταν γίνει η μεταβίβαση.
ΓΚΕΌΡΓΚΙ ΝΙΤΌΓΙΟΥ
Εγώ μισό. Άλλο μισό κάτονται άλλοι;

ΑΛΕΞΈΙ
(δείχνοντας τους συγγενείς)
Ναι, μερικοί από τους κυρίους…

ΓΚΕΌΡΓΚΙ ΝΙΤΌΓΙΟΥ
Ευκαριστώ κύριο Αλεξέι Κιρίλοβιτς!

ΑΛΕΞΈΙ
(στον δικηγόρο)
Τώρα κύριε Νικολάι Μπουλγκάνωφ μπορούμε να κάνουμε τη μεταβίβαση των χρημάτων;

ΔΙΚΗΓΌΡΟΣ
Βεβαίως.

ΑΛΕΞΈΙ
 Έχω εδώ χαρτί και στιλό. Πέστε μου τι γράφω.

ΔΙΚΗΓΌΡΟΣ
Δεν έχει γίνει καμμία αλλαγή  στη χτεσινή σας απόφαση;

ΑΛΕΞΈΙ
Καμία.

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Γράψτε. «Εγώ, ο Αλεξέι Κιρίλοβιτς, σήμερα την… βάλτε τη σημερινή ημερομηνία…έχοντας σώας τας φρένας μου, δηλώνω ενώπιον του δικηγόρου κυρίου...το όνομά μου και του γιατρού Ιβάν Αμπράμοβιτς… ότι αφήνω όλα μου τα χρήματα, συμποσούμενα εις το ποσόν των τεσσαράκοντα εκατομμυρίων δολαρίων, στην Άννα Κούρτοβα…
(βοή, ξεφωνητά και αποδοκιμασίες από τους συγγενείς) Ξεχωρίζουν λέξεις όπως «σπιτωμένη», «εμάς, το αίμα σου», «παλιάνθρωπε», «ανώμαλε»)

ΝΤΆΡΙΑ
(φωναχτά)
Δεν έχει το δικαίωμα να μη μας αφήσει τίποτα!
(σηκώνεται και πλησιάζει απειλητικά τον Αλεξέι. Ο Ερμίρ Μένικο βγάζει ένα μαχαίρι από τη ζώνη του και στέκεται μεταξύ του Αλεξέι και της Ντάρια. Το ίδιο κάνει και ο Γκεόργκι Νιτόγιου με ένα πιστόλι. Η Ντάρια σταματάει)

ΑΛΕΞΈΙ
(στους Ερμίρ και Γκεόργκι, δυνατά, επιτιμητικά)
Ε! Βάλτε τα μέσα αυτά! Εδώ ήρθατε για να πάρετε σπίτια και όχι για να κλείσετε!
(Οι Ερμίρ και Γκεόργκι συμμορφώνονται)

ΔΙΚΗΓΌΡΟΣ
(στη Ντάρια)
Παρακαλώ καθίστε κυρία μου. Μπορείτε να προσβάλετε τη διαθήκη. Αλλά και τότε ο Κύριος Αλεξέι Κιρίλοβιτς είναι το πιο πιθανό ότι θα υποχρεωθεί να αφήσει σε όλους σας από ένα δολάριο. Καθίστε σας παρακαλώ.
(Η Ντάρια κάθεται μουρμουρίζοντας)

ΜΑΞΊΜ
(στον Αλεξέι)
Μόνο μπράβους δεν είχες μέχρι τώρα. Όλα τα άλλα τα είχες βρωμερέ.

ΑΛΕΞΈΙ
(στο δικηγόρο)
Συνεχίζουμε.

ΔΙΚΗΓΌΡΟΣ
Είχαμε μείνει; Στην Άννα Κούρτοβα! Γράψε τη διεύθυνση κατοικίας της.

ΑΛΕΞΈΙ
«…μόνιμη κάτοικο Αμερικής, οδός Όουενσμάουθ, αριθμός 8741, Κανόγκα Πάρκ, Λος ΄Αντζελες, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής»
(Γυρίζει ερωτηματικά στον δικηγόρο)

ΔΙΚΗΓΌΡΟΣ
Τίποτε άλλο. «Ο δηλών» και υπογράψτε.
(Ο Αλεξέι το κάνει. Δίνει τη διαθήκη στον δικηγόρο)

ΑΛΕΞΈΙ
Ορίστε!

ΆΝΝΑ
Κύριε Νικολάι Μπουλγκάνοβιτς μου δίνετε αυτή τη δήλωση;
(Ο δικηγόρος της τη δίνει)
(Στο δικηγόρο)
Ποτέ δεν μου άρεσαν τα χρήματα. Ούτε αυτά θέλω. Εκείνο που εγώ θέλω είναι ετούτος ο φάκελος…
(παίρνει ένα φάκελο πάνω από τον μπουφέ στον οποίο τον είχε ακουμπήσει μπαίνοντας)
…που έχει μέσα τα ποιήματα του Αλέξη και που ελπίζω να περιλάβει και όσα άλλα γραφτά του ο Αλέξης θα μου κάνει τη μεγάλη χάρη και τιμή να μου εμπιστευτεί. Ξέρω ότι ο Αλέξης έπρεπε να κάνει αυτή τη μεταβίβαση σε μένα, για να είναι σίγουρος ότι και τυπικά έκανε ό,τι μπορούσε για να με αφήσει στη Ρωσία. Όμως εγώ δεν θα μείνω εδώ. Όσο ο Αλέξης με θέλει θα είμαι πάντα μαζί του. Γι αυτό και θα σκίσω αυτό το χαρτί που δε λέει τίποτα σε μένα.
(Σχίζει τη διαθήκη και ρίχνει τα κομμάτια της στο τζάκι. Απόλυτη σιγή)

ΑΛΕΞΈΙ
(στην Άννα)
Σ’ ευχαριστώ.
(στον Γκεόργκι)
Γκεόργκι, φέρε το κουτί από μέσα σε παρακαλώ.
(Ο Γκεόργκι βγαίνει και μπαίνει γρήγορα κρατώντας ένα χαρτόδεμα που δίνει στον Αλεξέι. Στον Γκεόργκι)
Ευχαριστώ.
(Ανοίγει το κουτί και αποκαλύπτονται παχιές δέσμες δολαρίων. Στο δικηγόρο)
Και για μένα βάρος είναι το χρήμα κύριε Νικολάι Μπουλγκάνοβιτς. Έτσι δε μου μένει να κάνω παρά αυτό…
(Παίρνει μια καρέκλα και την τοποθετεί κοντά στο τζάκι. Κάθεται σ’ αυτήν και ρίχνει μια δεσμίδα δολαρίων στη φωτιά. Αυτή καίγεται με ζωηρές φλόγες. Αναταραχή στους συγγενείς. Φωνές, έκπληκτα επιφωνήματα και βρισιές ακούγονται.

ΝΤΆΡΙΑ
(έξαλλη)
Τι κάνεις εκεί βρωμιάρη;
(στο δικηγόρο)
Πώς τον αφήνετε;..

ΜΊΣΑ
Έτσι να καείς κι εσύ σκατόγερε! Πατέρας είσαι συ;…

ΜΑΞΊΜ
(δυνατά)
Κύριε δικηγόρε πώς τον αφήνετε να καίει την περιουσία του κράτους;

ΔΙΚΗΓΌΡΟΣ
Είναι δική του περιουσία κύριε!

(Ο Αλεξέι εξακολουθεί να ρίχνει στη φωτιά τα χρήματα κάτω από τη φασαρία , τις αποδοκιμασίες, τα παρακάλια και τις βρισιές των συγγενών. Οι αλλοδαποί πλησιάζουν τον Αλεξέι)

ΓΚΕΌΡΓΚΙ ΝΙΤΌΓΙΟΥ
Δώσε μας από ένα τούβλο αφεντικό…

ΑΛΕΞΈΙ
Θα βρείτε πολλά τούβλα στα σπίτια που θα μείνετε.
(Η Άννα πηγαίνει δίπλα στον Αλεξέι και του δίνει μία μία τις δεσμίδες τις οποίες αυτός με τη σειρά του ρίχνει στη φωτιά, ώσπου καίγονται όλες. Ο Αλεξέι σηκώνεται και γυρίζει προς τους συγγενείς)
(Βλέποντας  τον Βασίλι)
Γεια σου Βασίλι!

ΒΑΣΙΛΙ
(όρθιος, κινώντας το χέρι σε χαιρετισμό)
Γεια σου παππού Αλεξέι Κιρίλοβιτς!

(Βγαίνουν ο δικηγόρος, η Άννα , οι δύο αλλοδαποί και πίσω τους ο Αλεξέι)

ΙΒΆΝ
(στους συγγενείς)
Σας υποσχέθηκα να τον πείσω να σας δεχτεί. Και το έκανα. Δεν μπόρεσα να κάνω τίποτε άλλο. Γεια σας.
(βγαίνει)

ΑΥΛΑΊΑ
 

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Φώτη προχτές  βρισκόμουν σε μια κωμόπολη της Θεσσαλίας. Χρειάστηκε να πάω στο νοσοκομείο της περιοχής για ένα ΗΚΓ.
Δε θα συγκρίνω τα της Αμερικής με τα εδώ νοσοκομεία. Αλλά δεν είναι αυτό που θέλω να σου πω.
Το ΗΚΓ θα μου το έκανε ένας βοηθός νοσοκόμος.
Το παλαιϊκό μηχάνημα μετά από πολλές προσπάθειες αποδείχτηκε εν τέλει ανίκανο να εκτελέσει την αποστολή του και έφεραν δεύτερο.
Σε όλο αυτό το διάστημα ο βοηθός, με τα  λόγια, με τις κινήσεις του και με τα όσα του έλεγαν οι υπόλοιποι πηγαινοερχόμενοι μέσα στην αίθουσα των επειγόντων ιατσρονοσοκομοπαρασκευαστές (που όλοι και όλες τους έχω να πω ότι κάνανε πολύ καλά τη δουλειά τους) και απαντούσε αυτός, έδειξε ότι ήταν από αυτούς που δεν έπρεπε να παίρνει το άρθρο «ο» αλλά το άρθρο «η» μπροστά  από τη λέξη που  προσδιορίζει το φύλο του. Ή θα έλεγα το ειδικό για τις περιπτώσεις ανύπαρκτο άρθρο «οη» ή «ηο»-ποιος ξέρει τελικά ποιο θα του ταίριαζε περισσότερο…
Ενώ λοιπόν εγώ βρισκόμουν στα χέρια τους με τα ηλεκτρόδια κολλημένα στο κορμί και στα πόδια μου, αναλογιζόμενος αν θα πέθαινα ή όχι, ο (η) τύπος, ενώ, μαζί με μια νοσοκόμα,  μου τοποθετούσαν για πέμπτη φορά τα ηλεκτρόδια, και ενώ και οι δυο βρισκόνταν πάνω από το κεφάλι μου, λέει στη νοσοκόμα με θαυμαστικό τόνο: «Τι ωραία μάτια! Κοίτα τα! Έχεις ξαναδεί σαν αυτά; Ματάρες!...»
Τριάντα χρόνια είχα να ακούσω κάτι για τα μάτια μου, από τότε που, με την Τζένη, είχαμε μια σχετική συζήτηση για μάτια.
Πες της το για να σου πει την τότε σχετική ιστορία μας για να γελάσεις.
Γεια χαρά
 

28 ΟΧΤΩΒΡΗ
Ή
ΤΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΑ ΝΑΙ

Η επέτειος του ΟΧΙ. Που μεγάλο λέμε ότ' ήταν.
Που μας είχεν οδηγήσει στη μεγάλη μας την ήτταν
και απόδειξε σε όλους η φυλή η ελληνική
πόσο είναι χαζοβιόλα και καθόλου λογική.

Μα ως γνωστόν εκτός απ' τ' ΟΧΙ-
γνώσεις είν' αυταί κοιναί-
κάθε γλώσσας μοίρα το 'χει
να 'χει μέσα της και ΝΑΙ.

Και στων ΝΑΙ του άθλιου πλήθους
θα σας φέρω τη ζαλάδα,
φαινομένου πλέον συνήθους
για τη δόλια την Ελλάδα.

Γιατί ΝΑΙ για χρόνια τώρα
λέμε σ' όλα τα στραβά
και γι αυτό συνέχεια η χώρα
τον κατήφορο τραβά.

Και πλατιά σφραγίδα βάζουν
στην καινούργια αυτή ορμή της
οι υπουργοί που τής ρημάζουν
τα λεφτά και την τιμή της.

ΝΑΙ λοιπόν το γκόβερνό μας
έβαλε βουλή να λέει
σ' ό,τι ενάντιο στα όνειρά μας
και στα πάτρια είναι κλέη.

ΝΑΙ στο όργιο των σκανδάλων,
ΝΑΙ στο σκύψιμο της μέσης,
ΝΑΙ στην ειρωνεία των Γάλλων,
ΝΑΙ σε ψεύτικες εκθέσεις.

ΝΑΙ στο δράμα της Παιδείας
ΝΑΙ σ Μέρκελ  και σ' ΕΟΚ
ΝΑΙ στο χάος της ανεργίας
ΝΑΙ στων εκδοτών τα μπλοκ.

ΝΑΙ στων δημοσίων πόρων
την αλόγιστη σπατάλη,
ΝΑΙ στων δημοσίων χώρων
την κατάντια και το χάλι.

ΝΑΙ στην έλλειψη σχολείων
ΝΑΙ στις βίλλες υπουργών
ΝΑΙ στους διορισμούς φιλίων-
σ' απολύσεις ΝΑΙ απεργών.

ΝΑΙ στης άσφαλτου το αίμα
ΝΑΙ στο ξάφρισμα, στη ζούλα,
ΝΑΙ στη διαφθορά, στο ψέμα
στην κλεψιά και στη ρεμούλα.

ΝΑΙ σε κάθε σαλτιμπάγκο,
ΝΑΙ σε κάθε μασκαρά
που του έλληνα τον πάγκο
τον 'ρημώνει από χαρά.

ΝΑΙ σε Tούρκων απαιτήσεις
ΝΑΙ στις τόσες τους φοβέρες-
στων σκαφών τους τις προκλήσεις,
στις Αιγαίες τους κρουαζιέρες.

ΝΑΙ σε κάθε τι που δείχνει
πως ανεύθυνοι μετράμε,
ΝΑΙ σε κάθε τι που δείχνει
μακριά πως δεν κοιτάμε ...

Και μας πέφτουνε στην πλάτη
βουρδουλιές τα τόσα ΝΑΙ
βρίσκοντάς μας σε ραχάτι
μες σε κάποιον καφενέ.

Και σα βλάκες πια γελάμε
και κανείς δεν κοιτάει
πως οι έλληνες μετράμε
της Ευρώπης το προσφάϊ.

Τέτοιοι είμαστε. Ωραία. Δεν πειράζει. Τι να γίνει.
Αλλ' ας μη γινόμαστε όμως σαλτιμπάγκοι κι αρλεκίνοι
να θαρρούμε ότι κάποια και για μας στη γη αυτή
θέση έχει στην πορεία της προόδου φυλαχτεί.

Κακομοίρηδες για πάντα θ' απομένουμε κι αχρείοι
κι ένα ΟΧΙ κάθε χρόνο θα ψελλίζουμε -οι γελοίοι!-
λες κι αυτό μας δίνει κλέος-μάλιστα έχοντας τη λόξα
ότι τάχα των ελλήνων μονοπώλιο είν' η δόξα.

Ω! Γελοία καραγκιοζάκια που ποζάρετε γι ανθρώποι!
Στου πολέμου την ανάγκη δόξα παίρνουν όλοι οι τόποι.
Δάφνες πρέπουν στους πολίτες της πατρίδας μόνο εκείνης
που τη δόξα την κερδίζουν στους αγώνες της ειρήνης!

                 ΒΑΡΕΘΗΚΑ

Κουράστηκα μ’ αυτή τη διαπραγμάτευση
Πάω ανυπέρθετα για μετανάστευση.
Αντί να έχω πάλι ένα μνημόνιο
Καλλίτερα να πιω ένα κιούπι κώνειο.

Αντί ν’ αρχίσουν πάλι για κουρέματα
Πιο ήρεμος θα είμαι μες στα ρέματα.
Και από το ν’ ακούω για φι πι α
Λέω στη χώρα μου αντίο πια.

Ν’ ακούω δε θέλω όλο για ευρώ.
Άλλον πιο ελαφρύ θα βρω σταυρό.
Αντί τo «ναι» απ’ τη γριά δραχμή
μωρό ένα κάλλιο να μου λέει «αχ! μη!...»

Θα φύγω μακριά απ’ την κοινωνία
Να μη με φτάνει μείωση καμία
Σύνταξης ή μιστού ήδη μειωμένου
Ή όποια εθνικίλα ενός Καμένου.

Βαρέθηκα ν’ ακούω στο δημοψήφισμα
αν «ναι» ή «όχι» υπερτερεί στο ζύγισμα.
Εμπούχτισα ν’ ακούω για ανεργία.
Και το ει τι εμ μου φέρνει πια αλλεργία.

Γι αξιοπρέπεια και για περηφάνια
Που στην Ελλάδα αμφότερα είναι σπάνια
Βαρέθηκα ν’ ακούω πως αφθονούν
Ενώ γιατί μας λείπουν μας πονούν.

Πρωθυπουργούς λαούς που κοροϊδεύουν
Βαρέθηκα το νου μου να παιδεύουν.
ΥΠΟΙΚ που την Ευρώπη λοιδωρούν
Τα μάτια μου δεν θέλουν να θωρούν.

Πρωθυπουργό καβάλα σε καλάμι
Πρωθυπουργό ο θεός ας τονε κάμει.
Για μένα αίσχος είναι και ντροπή-
Αλλιώς δεν πάει η πένα να το πει.

Σουλάτσα στην Ευρώπη δε μ’ αρέσουν
Τάχα πως συμφωνία παν να δέσουν-
Ουσία (με υπογεγραμμένη) κοροϊδεύουν το λαό τους
Και κάθε όσιο μιαίνουν κι ιερό τους.

Ν’ ακούω δεν μπορώ υποσχέσεις φρούδες
για Ισημερινό να ζουν αρκούδες
και ύστερα να παίρνουνε-το είδες!-
του Ισημερινού ως και τις καρύδες.

Κι αγανακτώ να βλέπω να επαιτούνε
Και να ισχυρίζονται πως απαιτούνε.
Περφάνια κι αξιοπρέπεια ένας ζητιάνος;
Ναι, όσο αέρα ο φουσκωτός ο διάνος.

Να κλέβουν τα λεφτά δεν το αντέχω
Κι ύστερα «δώστε-τα  ’φαγα-δεν έχω»,
Και να μιλάνε γι αποζημιώσεις
Αυτοί που αγγίζοντάς τους θα λερώσεις.

Δεν το μπορώ η Ευρώπη να δανείζει
Και στην Ευρώπη ο που χρωστάει να βρίζει.
Δεν το μπορώ για το άθλιο ριζικό μας
Να μην είναι αίτιο τίποτα δικό μας.

Δεν το μπορώ σαν χάχες να γελάνε
Την ώρα που τη χώρα τους χαλάνε.
Δεν το μπορώ για πέντε όλους μήνες
Με δάκρυ οι έλληνες να βρέχουν κλίνες.

Δεν το μπορώ ο λαός ν’ αποφασίζει
Κι όχι το φως μα σκότος να ψηφίζει.
Δεν το μπορώ το λαό οι λαοπλάνοι
Ανδράποδό τους να τον έχουν κάνει.

Οι αναξιοπρεπείς δεν το αντέχω
Και να θαρρούν πως διόλου δεν κατέχω,
Και να μου λεν πως είναι αξιοπρέπεια
Η ιταμότητα κι η δουλοπρέπεια.

Δεν το μπορώ να βλέπω στο ψητό
Να παίρνουν όλοι τον πρωθυπουργό
Και –ναι, πιστέψτε το, είναι αλήθεια!-
Εκείνος να γελάει μόνον ηλίθια.

Κυβέρνηση που όλη είν’ ένα τσίρκο
Και κυβερνάει τη χώρα μου με ρίσκο
Καταστροφή μόνον αυτή θα φέρει
Σε όποιον έβαλε λαό στο χέρι.

Δεν το αντέχω αναξιοπιστία
Να μας χρεώνουν απ’ την Εσπερία-
Και πιότερο που αυτό αλήθεια είναι
Και δεν το λένε για το θεαθήναι.

Πρωθυπουργό που δεν ενημερώνει
Λαό, για κείνο που του ξημερώνει
Άλλο αδυνατώ να τον αντέξω.
Θα φύγω από δαύτονε. Θα τρέξω.

Οι ευρωπαίοι ενώ με τόσους τρόπους
Ζητούνε να μας κάνουνε ανθρώπους
Αρνούμαι με οδηγούς μεις αρχιζώα
Να μένουμε στα ζωώδη τα πατρώα.

Δεν το μπορώ ανθρώπους ν’ απειλούμε
Που απ’ αυτούς υπάρχουμε και ζούμε.
Αηδία νοιώθω κι εμετού έχω τάση
Που μερικοί εκεί μας έχουν φτάσει.

Δεν το μπορώ πρωθυπουργό να γλύφει
με σάλιο που ελλήνων είναι ψήφοι
εκεί που με το ίδιο πρώτα σάλιο
έφτυνε-εκατάβρεχε πες κάλλιο.

Δεν το μπορώ να βλέπω έναν χαμένο
Πρωθυπουργό, με ύφος τονισμένο
Να λέει η ήττα του πως είναι νίκη,
Και στην παράταξή του αυτή ανήκει.

Δεν το μπορώ με στόμφο να μιλάει
Αντί σε μοναστήρι ένα να πάει
Και μέσα κει για πάντα να κλειστεί
Ενός λαού ελπίδων το ληστή.

Και δεν μπορώ πως είναι αριστερός
Να λέει δεξιόστροφος κοχλιός
Και την Αριστερά να δυσφημίζει
Πολιτική σε όποιον δε γνωρίζει.
Πέμπτη, 9 Ιουλίου 2015
 

Η ΚΑΡΔΙΑ
Δεν επερίμενα να βρω εδώ στην Καλιφόρνια
Στον τόπο που λιμαίνονται ρομπότ κι ερήμου όρνια
Παιδιά που την Ελλάδα μας να ’χουνε στην ψυχή τους
παιδιά που τους προγόνους τους να κουβαλούν μαζί τους.

Μα να το δω ήταν κι αυτό. Κι ενώ θαρρούσα μόνος
πως είμαι στο Λος Αντζελες Αρχαίων Ελλήνων γόνος
Ξάφνου να έχω βρέθηκα στο πλάι μου συντρόφους
Που της σκληρής μονάξας μου διαλύσανε τους ζόφους.

Παιδιά εσείς, γέρος εγώ, μα τι μετράει ετούτο
Μπροστά στον ανεξάντλητο που μας ενώνει πλούτο;
Ποιητής εγώ, μύστες εσείς άξιοι της επιστήμης
Αδιάφορο-είμαστέ κι οι δυό δέσμιοι της ίδιας Μνήμης.

Θαλήδες, Αναξίμανδροι, Αισχύλοι και Φειδίες
Με τις σεπτές ιδέες τους μας προίκισαν τις θείες
Κι οι Λεωνίδες μέσα μας κι οι Σαλαμινομάχοι
Ετοιμους πάντα μας κρατούν γι αγώνα και για μάχη.

Μάχη; Αγώνα; Πόλεμος λοιπόν μας περιμένει;
Ναι. Ένας πόλεμος σκληρός. Μια μάχη λυσσασμένη.
Πρέπει όλοι να παλέψουμε με νύχια και με δόντια-
Με του μυαλού τα δόρατα και της ψυχής τ' ακόντια,

Ενάντια στο βαθύτατο το σκότος που μας ζώνει.
Ενάντια στο που τύλιξε τη γη μας κρύο χιόνι.
Πάνω από το άχαρο, βαρύ του κόσμου μας το κάστρο
Πρέπει να υψώσουμε ζεστό και λαμπερό ένα άστρο.

Εμείς; Οι λίγοι; Οι μικροί; Οι αδύνατοι; Αρκούμε;
Παιδιά μου, ό,τι χρειάζεται μες στην ψυχή το κλειούμε:
Ειν’ ό,τι μας εμπόλιασε η Ελληνική μας φύτρα.
Ειν’ ό,τι της Ελλάδας μας εσάρκωσε η μήτρα.

Κάντε λοιπόν τραγούδι σας-κάντε λοιπόν σκοπό σας
Κάθε καθάρια σκέψη σας και πόθο ακριβό σας.
Με της Ελλάδας το γλυκό τραγούδι πλημμυρίστε
Όλα τριγύρω. Ψάλλετε. Διδάξετε. Φωτίστε.

Στον γίγα τον ατσάλινο που, άψυχος, μας λιώνει
Δώστε ψυχή. Δώστε ανθό στο ξεραμένο κλωνί.
Φτερώστε ό,τι σέρνεται ανίδεο στο χώμα.
Δώστε στο κρύο ζεστασιά. Δώστε στο γκρίζο χρώμα.

Τέτοιο γλυκό ας ξεχυθεί τριγύρω ένα τραγούδι
Από τα χείλη σας τ’ αγνά που σκέπει ακόμη χνούδι.
Και τέτοια ας είναι η χάρη του- κι ας είναι η ορμή του
Τέτοιο ας ειν’ το νόημα το απλό και το βαθύ του.

Κι αν κάποιο από τα ρομπότ, με το τραγούδι ξένο,
Υψώσει τις κεραίες του και, παραξενεμένο,
(Αυτό γυρεύουμε κι εμείς) στραφεί και σας ρωτήσει
«Τι ειν' η Ελλάδα;" "Είναι φως!" καθείς ας απαντήσει.

Κι αν κάποιο από τα ρομπότ, το τεχνητό του γέλιο,
Αυτό το ανήλεο, το φρικτό της Ανθρωπιάς φραγγέλιο
Μπορέσει έστω μια στιγμή απ' τα χείλη να το βγάλει
Και να ρωτήσει "Τι αυτή είναι η Ελλάδα πάλι;»  

Είναι η σπίθα πέστε του στου Σύμπαντος τη στάχτη.
Είναι της Δόξας η κλωστή στης Λεφτεριάς τ' αδράχτι.
Ειν' η κοιτίδα του Καλού. Είναι το μέρος όπου
Πύργος λαμπρός υψώνεται η ανθρωπιά του Ανθρώπου.

Κι αν κάποιο από τα ρομπότ το παγερό του βλέμμα,
Που κόβει κάθε ύπαρξης ανθρώπινης το αίμα,
Σε σας το στρέψει κι η σκληρή η γλώσσα του αρθρώσει
Τ’ ειν’ η Ελλάδα που σημαία την έχετε υψώσει;"

Πέστε    του    είναι το κρασί σ' αυτό μας το μεθύσι.
Πέστε    του    κάθε αγαθού η αστείρευτη είναι η βρύση,
Πέστε    του    ειν’ η Ομορφιά. Πέστε του ειν’ η Αλήθεια.
Πέστε    του    είναι η καρδιά στου κόσμου μας τα στήθια.
 



ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΑΛΕΞΙΑ
(στην ποιήτρια της Venice Beach)

Νάμουν απ' τους ανθρώπους τους καλούς
Νάμουν απ’ τους ανθρώπους τους πολλούς
Νάμουν απ’ τους ανθρώπους τους κουτούς
Καλά 'πο μένανε μόνο ν’ ακούς…

Να τάβλεπα όλα φιλικά
Να τάβλεπα όλα μαγικά
Να τάβλεπα όλα ηθικά
Και να γελούσα βλακικά…

Ω! Τι καλά που θάτανε!
Αράχνη η πέννα νάπιανε
Κι οι χέρες μου να κάνουν
Αυτά που τώρα γράφουν…

Μα κι έτσι που δεν είναι
Αλέξια αγαπητή μου
Την αψευδή διαλύω
Για σήμερα βουλή μου

Μ’ αναληθείς γιρλάντες
Τα λόγια μου στολίζω
Από αισχύνη παύω
Και πόνο να γογγύζω

Και έτσι έστω ντυμένος-
Τόσο μπορώ καλά-
Γιά τις γιορτές που φτάνουν
Σου λέω ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.

Κι αν το τολμώ σε σένα
Να γράφω τετοια λόγια
Είναι γιατί την ίδια
Με μένα έχεις ευλόγια

Να ξέρεις ότι κάπου
Γλυκειά μας καρτερά
Κι ένα με μας θα γίνει
Η Αληθινή Χαρά.
 

ΣΤΟΝ ΣΤΗΒ ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ

 

Αφού γυρίζοντας η γη

Τριγύρω από τον ήλιο

Απ' τ' άσπρο γάλα στο ξανθό

Μας οδηγεί το τίλλιο,

 

Εφτασε και για σένα Στηβ

Η ώρα η μεγάλη

Μες στων εβδομηντάρηδων

Το ράφι να σε βάλει.

 

Αλλά θαρρώ τα μπέρδεψε

Εδώ λιγάκι ο Χρόνος

Και όσο κι αν επίμονα

Το διαλαλεί κι εντόνως,

 

Εβδομηντάρης-όχι Στηβ-

Σημερα δε θα γίνεις:

Μόνο για δεύτερη φορά

Τα τριανταπέντε κλείνεις.

 

Μα είτε έτσι είτε αλλιώς

Τίποτα δεν αλλάζει-

Το γεγονός για γιορτασμό

Και για χαρά φωνάζει. 

 

Γι αυτό κι αντίς γι άλλο εγώ

Σου κάνω παραχρήμα-

Σπάνιο δώρο κι ακριβό

Ετούτο εδώ το ποίημα.

 

Αλλά κι οι φίλοι όλοι εδώ

 

Που τόσο σ' αγαπούνε

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ από της καρδιάς

Τα βάθη θα σου πούνε.

 

Και όλοι τους-κι εγώ μαζί

Ζωηρά και με καμάρι

Τα θούρια θα ψάλλουμε

Τ’ αντάρτικα του Αρη-

 

Με σιγανή όμως φωνή

Μη μας ακούσει ο Κλίντον-

Που γνώμη άλλη έχει γι αυτά

Κατά το μάλλον και ήττον.

 

Γιατί για μας τότε αυτός

Τόσο θα είχε άχτι

Που αμέσως θα μας έκανε

Με μια του βόμβα στάχτη.

 

Και για να μη με θόρυβους

Βομβών και στάχτες μείνεις

Μετά θα μπούμε στη γραμμή

Για μια Πορεία Ειρήνης.

 

Κι απέ γεμάτο λεβεντιά

θα πιάσουμε τραγούδι

Αγνό σαν άστρι τ’ ουρανού

Και σαν αγρού λουλούδι,

 

Για να σε πάμε στον καιρό

Που άφησες τη Βλαχέρνα

Για να βρεθείς στην Αμερκή

Την πλούσια και μοντέρνα.

 

Κι όλα θα σου θυμίσουμε

Τα ωραία της ζωής σου:

Την Αθηνά,τις κόρες σου,

Και τη χρυσή ψυχή σου.

 

(Ομως εδώ κι αν ήρθαμε

Μαζί σου να χαρούμε

Και μία λύπη απρόσμενη

Μας κάνει και πονούμε.

 

Μια λύπη που βαρύθυμη

Του’ τη χαρά μας κάνει:

Η λύπη που δεν έχουμε

Απόψε εδώ το Γιάννη.

 

Ευχόμαστε ολόψυχα

Του χρόνου τέτοια μέρα

Με τη βοήθεια του θεού

Νάναι κι αυτός ’δω πέρα).

 

Λοιπόν και γι άλλη μια φορά

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ Αναστάση

Κι η χάρη σου τις εκατό

Χρονιές να τις περάσει.

 

Και νάσαι εδω καθημερνά

Για να τα συζητάμε,

Να λύνουμε προβλήματα,

Αλλά και να γεννάμε,

 

Για νάχουμε να κάνουμε

Κάτι σ’αυτή τη χώρα

Που χρόνος κάθε είναι λεφτό

Κι αιώνας κάθε ώρα.