Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

Δεν είναι που δε σ' έφεραν οι κάμποι

Δεν είναι που δε σ' έφεραν οι κάμποι
τα πέλαγα κι η άμμος της ερήμου.
Δεν είναι που η χάρη σου για να 'μπει
εγκρέμισα τους τοίχους της ζωής μου.

Δεν είναι που προσμένοντας εσένα
δε γνώρισα χαρά καμίαν άλλη
ούτε είναι που ακλουθώντας με η πέννα
για σένα μόνο εβάλθηκε να ψάλλει.

Μα είναι που του Χρόνου το ατλάζι
καθώς θα δειλοστέκεις αποπίσω
παχύπλεχτο κι αδρό θα σε σκεπάζει
και πια, Αγάπη, δε θα σε γνωρίσω.
Όσα σου δώσω κι αν φιλιά

Όσα σου δώσω κι αν φιλιά
και αν σου χάριζα όσα χάδια
πάλι η μεγάλη μου αγκαλιά
ούτε και τότε δεν είναι άδεια:

μ' άλλα φιλιά και με καυτά
χαδάκια νέα τη γεμιζεις
όταν τη λάγνα σου ματιά
μόνον επάνω μου γυρίζεις.

Απ' το αβάσταγο αυτό
μαρτύριο εγώ δε θα γλιτώσω
πλην αν τα μάτια σου τα δυο
κλείσω για πάντα-αν σε σκοτώσω.
Λέμε το κερί καίει

Λέμε το κερί καίει
χωρίς να ξέρουμε τι θα πει καίει.

Λέμε ο πατέρας πέθανε
χωρίς να ξέρουμε τι θα πει πέθανε.

Μόνο τριγυρίζουμε καρφώνοντας τα μάτια
σε πλούσια ντεκολτέ
και σε γάμπες μισόγυμνες και ιλαρές
και κάτι μάτια προσκυνάμε
χωρίς ανταπόδοση.
Καθώς την άχαρη ζωή μας ζούμε

Καθώς την άχαρη ζωή μας ζούμε
στης γης τη φλούδα πάνω κολλημένοι
αθέατοι μας κοιτούν οι πεθαμένοι
και μας μιλούν χωρίς να τους ακούμε.

Μας λεν για τη γαλήνη που θα βρούμε-
για την τρανή χαρά που μας προσμένει
όταν απ' τη ζωή μας προδομένοι
στην αγκαλιά του Χάρου θα βρεθούμε.

Κι ενώ εμείς ανύποπτοι περνούμε
μία ζωή που ο πόνος διαφεντεύει
εκείνοι διαπερνούνε τα ερέβη
και βοηθοί μας στέκουν αντικρύ μας
και τρυφερά τις ώρες που πονούμε
μας παραστέκουν οι καλοί νεκροί μας.
Μικρότατη η πόλις μας-χωριό σχεδόν.

Μικρότατη η πόλις μας-χωριό σχεδόν.
Aι συζητήσεις μεταξύ ετεροφύλων
παρεξηγούνται αμέσως.
Μια καλησπέρα παίρνει ερμηνείας διαφόρους 
και πάντοτε ερωτικαί
νομίζονται αι σχέσεις αι πιο απλαί.

Πολύ δυσάρεστος κατάστασις αυτή
και μέγα κώλυμα δια τους ερωτευμένους:
μόνο μπορούν να βλέπονται από μακράν
και τότε ακόμα τάχα αδιαφόρως.

Πολύ δυσάρεστος κατάστασις αυτή'
τι συναντήσεις έτσι να κλειστούν
τι έρωτες να γίνουν
και πώς να πάει μπροστά αυτή η πόλις...
Διεγέρσεις ολιγόλεπτες που σβήνουν

Διεγέρσεις ολιγόλεπτες που σβήνουν
και χάνονται και ίχνη δεν αφήνουν'
μια αίσθηση ευτυχίας ώρες ώρες
έξαφνα εντελώς φερμένη

κι ύστερα πάλι για καιρό χαμένη.
Διεγέρσεις ολιγόλεπτες σαν μπόρες
που το βάλσαμό τους χύνουν
και τη ζωή μας λίγο απαλύνουν.
Τα χείλη του ματαίως ψάλλουν υμνωδίας

Τα χείλη του ματαίως ψάλλουν υμνωδίας-
ανίερα φιλήματα τω όντι επιθυμούν.
Κι αντί του οίνου της θείας Κοινωνίας
θα 'θελε το ποτήριον να 'ναι πλήρες ηδονής.

Μα δεν τον έστειλε κανείς-
μόνος του επήγε-μάλιστα άνευ εμφανούς αιτίας
και εμόνασε' φαίνεται ανήκει εις αυτούς που προτιμούν
μόνο όταν είναι λίαν επικίνδυνοι τας αμαρτίας.
Μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι

Μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι
δίχως φιλί κι έτσι περνά η ζωή
μονάχος όταν πέφτει το σκοτάδι
μονάχος κι όταν έρθει το πρωί.

Και δε θυμάμαι να 'ρθε κάποια μέρα
ντυμένη της ελπίδας τη χαρά
και δε θυμάμαι δροσερόν έναν αγέρα
μ' αγάπη στ' ανοιχτά του τα φτερά.

Νιώθω μονάχα να με ζώνει ένα βράδυ
κι ενός αέρα κρύου η πνοή.
Μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι
δίχως φιλί κι έτσι περνά η ζωή.

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Στο σπίτι μέσα κλάματα και θρήνοι.

Στο σπίτι μέσα κλάματα και θρήνοι.
Πενθούν για μία κόρη πεθαμένη.
Στο διπλανό το σπίτι που ένας τοίχος
από το πρώτο το χωρίζει
γέλια τραγούδια και χαρές-
το γιο τους τον μονάκριβο παντρεύουν.

Και πήγε ένας κουμουνιστής
και γκρέμισε τον τοίχο.
Μια ιδέα φρικώδικη μου 'ρθε στο μυαλό

Μια ιδέα φρικώδικη μου 'ρθε στο μυαλό
πως η ποίηση κάνει ό,τι η βακτηρία-
πως βοηθάει τον άνθρωπο να 'ναι απαλό
το περπάτημά του μες στην ιστορία.

Πως σηκώνει λίγο απ' το βαρύ φορτίο
κι έτσι αλαφρώνει κάπως τη ζωή
κρύβοντας το βάρβαρο και τραχύ τοπίο
πίσω από ανάλαφρη μια περιγραφή.
Αγριοφωνάρες και φασαρία

Αγριοφωνάρες και φασαρία
από το διαμέρισμα το διπλανό.
Η διπλανή μου έχει κυρία
καυγάν ανάψει έναν τρανό-

τον σύντροφό της κατηγοράει
για μια απιστία. Όρκους αυτός
παίρνει πως πάντα την αγαπάει-
κι ο τόνος του είναι σπαραχτικός.

Σε λίγο ξέρω-εκείνη θα 'χει
στ' άσπρα τα χέρια ένα πλεχτό
κι αυτός στο δρόμο πάλι θα ψάχει
για το καινούργιο του ορεχτικό.
Περιβολή δεν είναι αυτή

Περιβολή δεν είναι αυτή
που 'χω' δεν ειν' για μένα
να τριγυρνώ μέρα γιορτή
με ρούχα μπαλωμένα.

Θ' αλλάξω ρούχα-ντεμοντέ
ήμουνα μέχρι τώρα'
θα κάνω αμέσως ντε και ντε
στον εαυτό μου δώρα:

κοστούμια, γάντια και παλτά
με δέρμα στους αγκώνες'
θα τα πετάξω τα παλιά -
γραβάτες, κάλτσες, ζώνες.

Έτσι θα γίνομαι δεκτός
σε όλες τις παρέες
και θα φαντάζω αρεστός
στις όμορφες τις νέες.

Κι ίσως ντυμένος έτσι δα
με κέφι και με μόδα
ν' αλλάξω μέχρι και μυαλά
και να γυρίσει η ρόδα.
Της άνοιξης δε μ' άγγιξεν εφέτος το μεθύσι

Της άνοιξης δε μ' άγγιξεν εφέτος το μεθύσι
ούτε το ηλιοβασίλεμα καθώς
ο ηλιος κουρασμένος κι ερυθρός
βουτάει μέσα στη θάλασσα να σβήσει.

Τις μέρες που ήτανε να βγω να δω τα χελιδόνια
εμένα με βασάνιζε η φωνή
κι έκανε την καρδιά μου να πονεί
απ' της γαζίας που 'βγαινε τα κλώνια.

Και η φωνή μου έλεγε για κάποιαν αγριεμένη
φλόγα, που θα 'ρθει βιαστική
και σε μια κλίνη νεκρική
θα κλείσει όλη τη σάπιαν οικουμένη.

Και για το θάμα του νερού,μου 'λεγε, που δε θα 'χει
ρώμη να σβήσει τη φωτιά
που θα θεριεύει απ' το νοτιά
και που θα καίει το δάσο σαν το στάχυ.
Όπως το τραίνο μπαίνοντας στον έρημο σταθμό

Όπως το τραίνο μπαίνοντας στον έρημο σταθμό
δίνει ζωή σ' αντάλλαγμα για τη φιλοξενία
έτσι της θείας Ποίησης η ιερή μανία
δίνει ζωή στον πένθιμο της ζήσης μου ρυθμό.
Ψυχομαχάει παράξενα ο γέροντας γιατρός.

Ψυχομαχάει παράξενα ο γέροντας γιατρός.
Κάτι βαθιές αναπνοές
παίρνει' κατόπιν παύση,
λες ότι τώρα είναι πια στα σίγουρα νεκρός.

Όμως σε λίγο άλλη μιαν αναπνοή θα πάρει
σα να 'χει μέσα του ψυχές
πολλές για ν' αναπαύσει.
Όλα όσα πα' στους ώμους του είχε σηκώσει βάρη

τον είχαν κάνει σιωπηλόν και ζούσε δίχως φίλους'
και στις στιγμές του τις στερνές
που δύσκολα γυρίζουν
δε βλέπει να 'ναι μια ψυχή κοντά του. Εις τους στύλους

της κλίνης του στηρίζονται-φοβούμενα μην πέσουν-
κάτι γραϊδια τις φρικτές
ώρες του που γεμίζουν
τα παλαιά ενθυμούμενα,που πάντοτε αρέσουν.
Νιώθω στη γη να πέφτω σάμπως

Νιώθω στη γη να πέφτω σάμπως
πια τα φτερά μου δεν πετάνε'
το σώμα μου σε λίγο ο κάμπος
κι η χλόη του θα το κρατάνε.

Νιώθω τις ρίζες μου να έλκονται κάτω
μες στο βαθύ και πλούσιο χώμα
και λέω θα φύγω πριν τη Μάτω
με το στραβό λοξό το στόμα.

Νιώθω να ωθούμαι προς τον πάτο-
καθώς ναυάγιο-της θαλάσσης
όπως βουλιάζει μες στον κάδο
χάρτινες βάρκες ο Θανάσης.

Κι αχ! νιώθω σαν ψυχή που φεύγει
και που χωρίζει από το σωμα'
Θεέ μου αχ! γιατι δεν βγαίνει
και βασανίζομαι ακόμα...

Ωραία ανθάκια που 'χει η λεμονιά,

Ωραία ανθάκια που 'χει η λεμονιά,
λευκά,σεμνά παρθένα, μυρωδάτα...
του κήπου ευωδά κάθε γωνιά
κι ειν' άνοιξη τα στήθη μου γεμάτα.

Ωραία! Όμως τι ξυνούς
και ασχημόγευτους καρπούς που δίνει...
Γι αυτό κι εγώ την παρομοιάζω εκείνη
με λεμονιά-και τους καρπούς της με 'κεινούς.

Αλήθεια ίδια κι όμοια κι η καλή μου
ενώ ανθός φαντάζει ονειρεμένος
η ώρα σα ρθει να πάρει το φιλί μου-
σαν της το δώσω φεύγω ξινισμένος.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Συζητήσεις αξιόλογες δε θα γίνουνε μάλλον.

Συζητήσεις αξιόλογες δε θα γίνουνε μάλλον.
Θ' ακουστούν μόνο διαφορες για το ζήτημα γνώμες
και ζητώντας ναζιάρικα χίλιες δύο συγνώμες
οι "αρμόδιοι" συνάδελφοι μ' ένα ζήλο μεγάλον

θα μιλήσουν για σπούτνικ και για ιπτάμενους δίσκους,
για σημεια και τερατα που συμβαίνουν στα ουράνια,
για θολά νεφελώματα, για φαινόμενα σπάνια,
για εκλείψεις που οφείλονται σε τεράστιους ήσκιους.

Κι ενώ τέτοια θα λέγονται και θα χαίρονται όλοι
κάποιος μέσα στην αίθουσα το κενό θα μετράει
όχι κάποιου διαστήματος αχανούς μες στα χάη

μα της ίδιας της άχαρης και φριχτής ύπαρξής του
που ενώ έχει μέγεθος ουρανού παμμεγίστου
απορεί πώς χωράει στη μικρή τους την πόλη.
Πάμε σε κείνο το παλιό το σπίτι αφού το θες.

Πάμε σε κείνο το παλιό το σπίτι αφού το θες.
Ξεσκόνιστο, ξαράχνιαστο, κι αφού το καθαρίσεις
(όλες του ξέρεις τις γωνιές, τις τρύπες τις κρυφές,
τους τοίχους του, τις σκάλες του, του δάπεδου τις κλίσεις),

ας μπούμε μέσα όπως παλιά, να ξαναθυμηθούμε
του γέλιου το ανθομύρισμα και το γλυκό μεθύσι
και τους καιρούς που δίναμε-να δείξουμε πως ζούμε-
μια μαχαιριά μες στην πληγή που πήγαινε να κλείσει.

Προτού όμως μπω, θα 'θελα συ να μπεις πριν από μένα
και να μαζέψεις γρήγορα πάνω απ' τις πολυθρόνες
και από τ' άλλα έπιπλα τ άσπρα τους τα σεντόνια
που για τις σκόνες βάλαμε σα φύγαμε πριν χρόνια-
ως τα θωρώ μου μοιάζουνε φαντάσματα που αιώνες
γυρνώντας, εβαρέθηκαν κι εκάτσαν κουρασμένα.
Όταν οι λέξεις στο χορό

Όταν οι λέξεις στο χορό
μια ηδονή ο χορός τους
που αν δεν τελειώσει δεν μπορώ
να λείψω από μπρος τους.

Λεξούλες που αβρότατες
θυμίζουνε νυφούλες
λεξούλες ιλαρότατες-
χαρούμενες λεξούλες'

λέξεις που μαγνητίζουνε
όποιονε τις κοιτάζει,
λέξεις που σε ζαλίζουνε
με το γλυκό τους νάζι.

Λέξεις γεννήτρες ηδονών
λέξεις γεννήτρες πόθων
λέξεις αμίλητων φωνών
λέξεις ερώτων νόθων.

Λεξούλες ευωδιάζουσες
όλο δροσιά γεμάτες
λέξεις ελευθεριάζουσες
λέξεις γερές-σικάτες.

Κι είναι κάτι λέξεις
με βαθιά νοήματα
που μ' αυτές να παίξεις
θέλεις βοηθήματα.

Κι είναι κάτι λέξεις
γαλιφιές γεμάτες-
για να τις προσέξεις
τρίβονται σα γάτες.
Να 'χα την τύχη να μαχόνταν

Να 'χα την τύχη να μαχόνταν
για με μια μέρα δυο καρδιές
και η νικήτρα να ερχόνταν
και να με γέμιζε αγκαλιές...

Να 'χα την τύχη των ωραίων
και λαλιστάτων νεαρών-
να 'χα την τύχη να 'μαι ο λέων
εν μέσω τόσων λεαινών...

Να 'χα την τύχη να διαλέγω
με ποιαν θα μ' έβρισκε η νυχτιά
κι άλλων τα κλέη να μη ζηλεύω
στου έρωτα το στίβο πια...
Αν δεν την βρίσκεις πουθενά την ευτυχία

Αν δεν την βρίσκεις πουθενά την ευτυχία
δεν είναι που καλά δεν έχεις ψάξει
ή δεν την είχες όταν πέρασε αρπάξει
ή σ' έχει τάχα αλώσει η δυστυχία.

Δεν είναι που δεν έχεις ησυχία
καλά να ψάξεις-ή δεν έχεις τάξη-
η που τη ζήση σου έχεις ρημάξει
ή τ' απαιτούμενα σου λείπουν εργαλεία.

Μάθε το-δεν υπάρχει η ευτυχία.
Χάνεις το χρόνο σου γι αυτήν να ψάχνεις.
Και νοσηρή διαπράττεις μια μοιχεία
όταν ζητάς στη δυστυχία σου ν' απιστήσεις
και άλλην-ερωμένη ν' αποκτήσεις,
γιατί έτσι σύντομα καμιά δε θα 'χεις.
Τόσο ήρθε απροσδόκητα

Τόσο ήρθε απροσδόκητα
ετούτη η καταιγίδα
όπου καμιά φροντίδα
δεν πήραμε-ανόητα
μέσα της θα χαθούμε.

Σε ποιων αιώνων τ' άδυτα,
σε ποιες πτυχές του Χρόνου
οι ρίζες της απλώνουν
κι οι κλάδοι της ανάλγητα
τη ζήση μας χτυπούνε;


Σαν πρόσωπα μου μοιάζουνε

Σαν πρόσωπα μου μοιάζουνε
τα φύλλα των βιβλίων
που σοβαρά κοιτάζουνε
αυτούς που τα διαβάζουν.

Άλλοτε άλλα μοιάζουν
με πρόσωπα αγίων
που βλοσυρά κι αμίλητα
μετράν την αμαρτία,
 
άλλοτε με αφίλητα
πρόσωπα κοριτσιών
που βόλτα ομαδόν
βγήκανε στην πλατεία.

Κι έκπληξη άλλα μοιάζουνε
να ‘χουνε ή απορία
καθώς θωρούν να ψάχουνε
μέσα τους κάτι όντα
με ανύπαρκτα προσόντα
για τέτοιαν ιστορία.
Φυλακισμενον μ' έχουν στου λίκνου μου τη στρώση

Φυλακισμενον μ' έχουν στου λίκνου μου τη στρώση
και δεν μπορώ πιο πέρα εγώ να μπουσουλήσω.
Του Χάους τ' άγρια βύθη γυρνώ και βλέπω πίσω.
Ψάρια και φύκια γύρω μ' έχουνε περιζώσει.

Φυλακισμένον μ' έχουν στης πόλης μου τους δρόμους
και δεν μπορώ πιο έξω το βήμα μου να σύρω.
Ονείρων σαπισμένα κορμιά βρωμούν τριγύρω.
Βλέπω κιτώντας γύρω χίλιες χιλιάδες τρόμους.

Φυλακισμένον μ' έχουν στης γης την καμπυλότη
κι αδύνατο ν' ανοίξω φτερά για παραπέρα.
Μπροστά μου καταισχύνη. Άρπυιες στον αέρα. 
Πίσω μου μια χαμένη- καρβουνιασμένη νιότη.

Φυλακισμένον μ' έχουν στου Σύμπαντος τα χάη.
Στου Άπειρου λιμνάζω τα σκότη. Εμπροστά μου
ξέρω-καλά μυριάδες και όλα εδικά μου.
Κινώ, αλλά ο Κύκλος-Φρουρός με σταματάει.
Πρωί ώρα πέντε. Κοιμάται η γάτα

Πρωί ώρα πέντε. Κοιμάται η γάτα
κι εγώ συλλογιεμαι τα χρόνια φευγάτα.
Η μέρα να τρέχει δεν έχει αρχίσει
και ξύπνιονε μ' έχει ο φόβος κρατήσει.

Σχεδόν έχουν φύγει οι σκιες-απομένει
μια μόνο-κυνήγι την έχω παρμένη'
μ' αυτή με γελάει. Μου κρύβεται, παίζει,
στον τοίχο ακουμπάει, πηδάει στο τραπέζι.

Φωνή βγάζω: "μαύρο πουλί, φύγε τώρα
ξεκούραση να 'βρω στou ύπνου τα δώρα..."
Μα όσο αν πασκίσω ξυπνόν θα μ' αφήσει'
και μάτι θα κλείσω μονάχα ως φωτίσει.
Να λησμονώ το θάνατο δε θέλω

Να λησμονώ το θάνατο δε θέλω
καμμιά στιγμή της νύχτας ή της μέρας.
Όπως τον μαύρο εκατάτρωγε Οθέλλο
της ζήλειας το αδηφάγο,απαίσιο τέρας,

έτσι και μένα θέλω να κατέχει
για πάντα η στιγμή η ευλογημένη
του τέλους' και η σκέψη μου να τρέχει
μόνο σ’ αυτήν' για τ' άλλα να 'ναι ξένη.

Ποτέ δε θα θελήσω ν' αποτρέψω
το νου από του θάνατου την ώρα
κι όταν τη δω μ' αγάπη θα της γνέψω-
έχω καιρό σκοτώσει την Πανδώρα.

Κάθε ημέρα θέλω να μυρίζω
θανάτου ευωδιές εις τον αέρα
κάθε ημέρα θέλω να σαπίζω
και να πεθαίνω θέλω κάθε μέρα.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Ξέρει...

Αυτό το παιδί δεν κάνει για στρατιώτης.
Τα βέλη που εκτοξεύει δεν σκοτώνουν
μα πυρπολούν.
Στην πάλη όταν αδράξει τον εχθρό
αυτός θα σπαρταράει από πόθο
στην αγκαλιά του
κι όταν μια διαταγή θα πάρει
την εκτελεί τόσο γλυκά...

Ακούστε μια τριαντάχρονη
που ξέρει ζωντοχήρα
κι αυτά τα ρούχα βγάλτε τα από τούτο το παιδί.
Άλλες πατρίδες κι άλλες μάχες του ταιριάζουν.
Η ελπίδα

Εμπρός!
Στα κουπιά!
Να φύγουμε!
Να ξανοιχτούμε!
Ν’ αρμενίσουμε!
Πάντα υπάρχει ελπίδα
να μας εβρεί μια τρικυμία που θα σπάσει
του καραβιού τα ξάρτια και θα σκίσει τα πανιά.
Που το τιμόνι μας θα κομματιάσει
και το καράβι θα τσακίσει
πάνω σε βράχους κάποιους άγνωστους.

Κι αν θα γλιτώσουμε ίσως βρούμε εκεί
τις μέρες που δεν είχαμε ποτέ μας
και τη ζωή που μέχρι τώρα μόνο εποθούσαμε
χωρίς να τήνε ζήσουμε ποτέ.
To τσάϊ

Αυτό το τσάϊ που δίνεται απόψε
δεν είναι τσάι απ’ τα συνηθισμένα
όπου ανταλλάσσονται απόψεις για τη μόδα
κι οι τελευταίες συζητούνται ειδήσεις.

Αυτό το τσαϊ συνωμοσίες εκκολάπτει
ματιές με τις ματιές συνεννοούνται
φίδια γλιστράνε από στόμα σε αυτί
κι ανάμεσα σε δυο γουλιές του χύνεται  αίμα.

Αυτο το τσαϊ μιαν επανάσταση γεννάει.
Έχουνε οι κοιλόπονοι αρχίσει
κι όλοι γνωρίζουν για τη γέννα
εκτός από τους αμφιτρύωνες βιαστές.

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

SIEN WITH CIGAR IN WHITE DRESS SITS NEXT TO STOVE ON THE FLOOR
(Van Gogh)

Λοιπόν Σιέν αυτό ήτανε το τέλος της ζωής σου. 
Δίπλα στη σόμπα καθιστή, επάνω στις σανίδες
μιας πάλης τα γυρίσματα να σκεφτεσαι ανίσου
κι ενός βιβλίου τις μελανές και άγραφες σελίδες. 

Κι αν τα μαλλιά σου έχουνε μαύρο ακόμα χρώμα
μα η ματιά δεν ξεγελά κι η όψη του προσώπου
κι όσα κραυγάζει τραγικά το σφραγισμένο στόμα
για μια ήλικία μοναχά μιλούν-γι αυτήν του
ανθρώπου.

Σιέν-Σιέν αυτό λοιπόν-αυτό είναι το τέλος;
ένα τσιγάρο μοναχά η μόνη σου συντρόφια
κι αυτό χωμένο άτονα στα χέρια σου σαν βέλος
μέσα σε σάρκες άζωες-σε περιστέρια ψόφια...

Σιέν, σε λίγο η νυχτιά θα μπει στην κάμαρά σου
και ό,τι η μέρα βιαστική δε σ’ άρπαξε περνώντας
αυτή θ’ αρπάξει.  Μα εμάς για πάντα η ζωγραφιά σου
θα μας ζεσταίνει την καρδιά θλιμμένα τραγουδώντας.
To πουλάκι

Ξέρω ένα πουλάκι
μες σ’  ένα κλουβί
θέλει να πετάξει
και σε με να ’ρθεί.

Σύρματα μεγάλα
μου το σταματούν
τα μικρά φτεράκια
πάνω τους χτυπούν.

Κάθε σύρμα έχει
όνομα ηχηρό
κι ένα τείχος πλέκει
γύρω του γερό-

ήθη, κοινωνία,
λογική, αιδώς
κι ανοιχτή ούτε μία
δεν υπάρχει οδός.

Κι αν το ράμφος ξένει
τοίχους και σκεπή
άθικτη απομένει
πάντα η φυλακή.

Ξέρω ένα κλουβάκι
κρύο, μεταλλικό
το μικρό πουλάκι
να λαλεί ακώ

βλέπω το κορμί του
νοιωθω την ψυχή
βλέπω την ορμή του
σε τ’  εμέ να ’ρθεί.

Αχ! Γιατί να υπάρχει
τέτοια κατοχή
και το σύρμα να ’χει
δούλη μια ψυχή;

Αχ! Να μεγαλώσει
Αχ! Να μεγαλώ-
δύναμη να πάρει
τ’ απαλό φτερό

δυο χρονάκια ακόμα
κι αχ! να πεταχτεί
το μικρούλι σώμα
έξω απ’ το κλουβί

κι αχ! και κοινωνία
ήθη, λογική,
σα θα βγει με βία,
να τ’ αφήσει εκεί

Και σε με σα θα ’ρθει
και σα ’ρθεί εδώ
για στολίδι να ’χει
μόνο την αιδώ.

Α! Δυο χρόνια ακόμα
κι α! τρελή χαρά
ξέφραγοι όλοι  οι δρόμοι
κι όλα φεγγερά.

Και θα λοιδωρούμε
μ’ έρωτα κραυγές
όσους να χαρούμε
δεν αφήναν χτες.

Και θα ζούμε αιώνια
με γλυκό φιλί
τ’ ανθηρά μου κλώνια
και το αβρό πουλί.
έξω από το σούπερ μάρκετ

Όταν εβγήκε με τα ψώνια
(πυκνά τα ολόξανθα μαλλιά της)
έβαλε κάτω τη σακούλα
(λευκά τα πόδια τα κομψά της)

και γύρισε και με φωνάζει
(απαλοχάϊδευτη η φωνή της):
"έλα να δεις κάτι αστείο..."
(τα μπλε τα μάτια της μαγνήτης).

Πήγα. Κι ανοίγει τη σακούλα
(σαν να την άνοιξε πνοούλα)
"Κοίτα", μου λέει, "μια πεταλούδα"
(μ’  άλλο αυτό ήτανε που ’δα).

Και αστειεύτηκε-μου λέει:
"Πάλι καλά, δε με χρεώσαν…" 
Σηκώθη. Έφυγε. Γι αυτήνε
φεύγοντας όλα ετελειώσαν.

Για μένα ούτε είχε αρχίσει
ούτε και κάτι είχε τελειώσει: 
αδιάκοπο είναι το μεθύσι
ώσπου στο τέλος με σκοτώσει.
To ποτάμι

Κυλάει το ποτάμι. Ακώ τη βουή του.
Τι δέντρα… τι πέτρες θα σέρνει η ορμή του...
Ακώ τη βουή. Τα νερά του βογκάνε
μουγκρίζουν... βουϊζουν... τι άγριο που θα ’ναι...

Οι άνθρωποι γύρω αδιάφοροι πάνε
γελούν, διασκεδάζουν, μισούν, αγαπάνε...
Και φτάνει εκείνο θολό στην οργή του
κι αυτούς όπως όλα να πάρει μαζί του.

To φως ποιας αυγής δε θα λάμψει για κείνους;
To φως ποιας αυγής δε θα δει πάλι κρίνους
καθώς όλα θα ’ναι για πάντα χαμένα;

Ποτάμι, πριν σβήσεις του νου τους φλογίνους
πυρρούς ποταμούς, που γεννήσαν και σένα
τη νέα τους πάλι προφήτεψε γέννα.
Μια δύση

Μια δύση πέραθε αργογέρνει
πάνω απ’ του λόφου με τα πεύκα
την απαλόκυρτη γραμμούλα-
μια δύση πέραθε αργογέρνει.

Πορφυροντύνονται τα ουράνια
από τις αιμάτινες τις φλόγες
που πυρπολούν την Οικουμένη-
πορφυροντύνονται τα ουράνια.

Α! Μιαν ακτίνα μες στο λάμπος
το ερυθρό κι εγώ να ήμουν-
στο ερυθρό κι εγώ να ήμουν
το λάμπος μέσα μιαν ακτίνα...

Ή συννεφάκι πυρωμένο
ντυμένο κόκκινο μανδύα
να ’μουν εγώ μέσα στη δύση-
ή συννεφάκι πυρωμένο…

Τώρα μια σκια μικρούλα είμαι
μες στου φωτός την πανδαισία-
μέσα στις λάμψεις των σελάτων
τώρα μια σκια μονάχα είμαι.
Θα γίνω άραγε

Θα γίνω άραγε τόσο μεγάλος
που να πάψω να ονειρεύομαι;
Θα ’ρθει καιρός που τ’ άλογα
θα ’χουνε χάσει τα φτερά
και θα πατούν γερά στη γη;
Που τα ρυάκια
δε θα μουρμουρίζουνε τραγούδια
τρυφερά κι ανείπωτα στο κύλισμά τους
αλλ’ άχρωμα θα τρέχουν τα νερά;
Που τα χωράφια θα ’ναι χρήσιμα
για να μας τρέφουν μόνο
και τ’  αγριολούλουδα εντός τους περιττά;
Κι άραγε θα ’ρθει ο καιρός τα δυο σου χείλη
να ’ναι δυο χείλη μόνο και τα δυο
εξαίσια σου τα μάτια
δυο μάτια να ’ναι μόνο γαλανά;
Στο Γιάννη

(στο φίλο Γιάννη, απόστρατο αξιωματικό, που πέθανε στο L. Α. -στην ξενιτιά)

Γιάννη, χρυσές οι θύμησες που φεύγοντας αφήνεις.
Να ’ταν κακές, να ’ταν πικρές, να ’ταν φαρμακεμένες
θα σβηούσαν-μα σταλάματα μελίρροης είναι κρήνης
κι έρωτας Κάλλους κι Αρετής τις έχει γεννημένες.

Κι έτσι τρανές κι ως δε βολεί-κι ας θέλουν-να κρυφτούνε
στολίδι του ο κόσμος μας τις έκανε δικό του
και σαν αστέρια λάμπουνε-σαν άνθη ευωδούνε
κι αυτός που νιώθει, απαντοχή τις έχει και σκοπό του:

Ευαισθησία, σεμνότητα, ευγένεια, τιμιότη,
αγνότητα και αρετή και ηθική και κρίση,
κι ανάμεσό τους ρήγισσα και σ’ όλες ολοπρώτη
η Ανθρωπιά, που δίχως της τρόμο γεμάτη η ζήση.

Και κάτεχες την αρετή την πιο βαριά του άντρα:
να ’ναι μονάχη ολοζωής έγνοια σου το καθήκον
είτε κει πέρα, στο στρατό-μες στων αμνών τη
μάντρα-
ή στο εργοστάσιο, εδωδά, μες στη μονιά των λύκων.

Γιάννη, με βιάση έφυγες σαν κάποιος εκεί πέρα
να ’χε από την ακοίμητη έγνοια σου ξάφνω χρεία.
Όμως για μας, σα μίσεψες, σκότισε εδώ η μέρα
και η χαρά είναι πιο πικρή κι η νύχτα είναι πιο κρύα.

Στο δέντρο πάνω του Καλού ανατρίχιασαν τα φύλλα 
ή Λεβεντιά τ’ ολόρθο της έσκυψε λίγο σώμα
άδειασε η κούπα η αργυρή που Ελπίδα πριν ’ξεχείλα
και η Φιλία δε μετρά πιο πάνω από το χώμα.

Έφυγες Γιάννη. Σύντροφος, παιδιά και συγγενείς σου,
εικόνα σ’ έχουν στην ψυχή κι όχι στο μάτι τωρα. 
Κι οι φίλοι, που το δάκρυ τους εστέρευε μαζί σου,
κάθε τους θλίψη θάνατος-κάθε βροχούλα μπόρα.
Εκστατικές

Κάτι παλιές αγάπες μου θυμάμαι.
Μικρές αγάπες τότε κι έπαιζα μαζί τους.  
Σε κάτι νόστιμες μικρές θυμάμαι
λόγια ερωτικά ψιθύριζα κι εκείνες
εκστατικές ακούγαν κι άφωνες μέναν
ανάμεσα σε δυο φιλιά.
Φαινεται πως θα τα ’λεγα καλά
φαίνεται πως θα ήμουν πειστικός.

Τώρα εκείνες οι μικρές μου περιπέτειες
εκείνες οι μικρές αγάπες μου
πώς με τα χρόνια
αντίς να ξεχαστούν θεριεύουν
και πώς γυρεύουν
στης μοναξιάς τις ώρες να γυρνούνε
κι εκδίκηση να παίρνουνε-
να με τυραννούνε...
Αυτά τα μάτια

Ένα σημάδι στον λευκό λαιμό...
το δεξιό της μάτι μαυρισμένο...
Πρέπει να τονε διώξει τον αλήτη
πρέπει ν’ απαλλαγεί.
Μόνο τα μάτια του ας μην είχανε αυτό το χρώμα…

Πονάν ακόμα τα πλευρά της
κι ο τρυφερός γλουτός
σε κάθε βήμα της τηνε πονεί.
Τα χέρια του χτυπούνε όπου βρουν όταν θυμώνει
κι απ’  τις φωνές του σειέται η γειτονιά.

Τι λόγια πίστης και υποτακτικά
τι παρακάλια δεν του κάνει…
Κι ούτε φωνή δεν βγάζει όταν τη χτυπά.
Της το ’χει απαγορέψει.

Μα τίποτε αυτόνε δεν τον σταματά
λες η σιωπή της τον εξαγριώνει.

Ω! Και τι δρόμο θα ’χε τώρα πάρει
αν δεν την αγκαλιάζανε αυτά τα χέρια
με όσην τέχνη τη χτυπούν...

To μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού της
σπασμένο απ’  το μεγάλο μακελειό 
’δω και τρεις μήνες. 
Για τα καλά τότε είχε πάρει την απόφαση
του χωρισμού.
Και θα την κράταγε και τότε…
αυτά τα μάτια να μην ήταν μόνο
τα μελιά...
Η σκάλα

Ακουμπισμένη σ’ ενός τοίχου
ή σε μιας υπολήψεως την επιφάνεια
γερτή, φέγγουσα και διάτρητος
στην ίδια πάντα θέση
αναμένει και υπομένει.

Αειθαλής και φυλλοβόλος
το άνω και το κάτω συνδέουσα
τη πτώσιν και την άνοδον γεφυρούσα
σοφή καί επαϊουσα
πάντοτε εκεί στέκει.

Όταν δεν εργάζεται
τα χέρια της επιδέξια ξεχωρίζουν
ισοπαχείς δέσμες ξανθών τριχών
και με χρυσά πιαστράκια τις στερεώνουν
στου μεταλλικού κρανίου της την επιφάνεια.

Και όταν ένα μικρό παιδί πάει ν’ ανέβει,
σκύβει,
το παίρνει από το χέρι και αυτή
τα βήματά του τρυφερά οδηγεί.

Αγάπη

Τ’ ειν’ η ζωή;" ερώτησα το βιαστικό αγέρι.
«Εγώ όλο τρέχω-εγώ φυσώ, εγώ περνάω μόνο.
Ρημάζω, καίω, καίγομαι, γκρεμίζω, ξεριζώνω
και τα πετούμενα κρατώ μες στ’ απαλό μου χέρι.»

Ερώτησα τη θάλασσα τ’ είν’ η ζωή να μάθω.  
"Εγώ τα γοργοτάξιδα καράβια σου βυθίζω
εγώ ανταριάζω και χτυπώ, θυμώνω και αφρίζω
και το νερό ζυμώνοντας ψάρια και φύκια πλάθω."

Στο χώμα που στη ράχη του όλα γερά κρατάει
στράφηκα και απόκριση ζητώ στο ρώτημά μου-
"Η απόκριση δε βρίσκεται στα χείλη τα δικά μου
μα ρώτησε τον πλάστη μας που όλα τ’ απαντάει."

Και στράφηκα τριγύρω μου: "Όπου κι αν είσαι πες μου
Πλάστη, τι είναι η ζωή που όρισες να ζήσω;
δώσε μου την απάντηση που μόνος μου δε βρίσκω
και που κρατάει μέσα της τις χάρες τις κρυφές μου".

Αμέσως κάθε θόρυβος, κάθε φωνή, εστάθη.
Και στη σιωπή που άφησε το τέλος της μιλιάς μου
μού αποκριθήκαν απαλά οι χτύποι της καρδιάς μου:
"Αγάπη είναι η ζωή… Αγάπη... Αγάπη... Αγάπη..."
Έρως ανίκητος

Στον τάφο τον χρονίτικο στέκει γλυκιά κοπέλα.
Μοσκοβολάει γαρύφαλλο-μοσκοβολάει κανέλλα.
To χείλι σταφιδόμοιαστο. Το μάτι στερεμένο.
Και λες το στόμα που μιλεί πως ειν’ στη γη θαμμένο.

«Καλέ μου αν αδάκρυτο εκράταγα το μάτι
στο ίδιο τώρα θα ’μουνα μαύρο της γης κρεβάτι.
Όμως καλέ μου έκλαψα ένα χρόνο νύχτα μέρα. 
Του μισεμού σου μ’ έφαγε-με λιάνισεν η ξέρα.

Απ’ το βαρύ το χτύπημα δεν το μπορώ να γιάνω.
Άδειασε ό,τ’ είχα μέσα μου κι ακόμα πόνο βγάνω.
Πα’ στης αγάπης την πληγή ο Πόνος άνοιξε άλλη-
μετρώ τες και ζαλίζομαι ποια είναι η πιο μεγάλη.

Αλλά απ’ το σώμα που ’ξερες ό,τι έχει απομείνει
κείνη η φωτιά που το ’καιγε ακόμα αυτή το ψήνει-
καλέ μου απόψε το κορμί αυτό θα παραδώσω
σε άλλου χάδια και φιλιά. Μα δε θα σε προδώσω.

Φωλιά μια είμαι αδειανή. Ένα κερί σβησμένο.
Φλογίτσα είμαι άθερμη και άφρι μαυρισμένο.
Είμαι το ντύμα του φιδιού, του τζίτζικα το ντύμα.
Δικά σου φίδι, τζίτζικας-όχι-δεν έχω κρίμα.

Χαμένο ένα κι άψυχο κουφάρι θα κρατήσει
εκείνος που τα χείλια μου απόψε θα φιλήσει. 
Σχώρα καλέ το σάρκινο κορμί που ζει ακόμα
και το που λόγια ετόλμησε τέτοια να πει το στόμα.»

«Πίστη γλυκιά πασκίζοντας να κάνει την ελπίδα
όταν τον ρώταες όνομα και κύρη και πατρίδα
ο ξένος που επόθησες ο καινουργιοφερμένος
να μην τρομάξεις, ψέματα σου ’λεγε ο καημένος.

Με αρώματα εμπέρδευε της σάρκας τη σαπίλα
και μακριά σου εστέκονταν κάθε που σου εμίλα
να μην ιδείς τα χέρια του άσπρα κοκαλωμένα
να μην ιδείς τα μάγουλα με χώμα λερωμένα.

Αν μια φορά πόναγες συ, διπλοί οι δικοί μου πόνοι. 
Το ξύλο βάρκα έκανα, πανάκι το σεντόνι
και πότε αψύς πότε γλυκύς φυσώντας με ο πόθος
να ’μαι! αντίς μέσα ξαπλωτός πάνω στη γης ολόρθος.

Κι ανέχαρη αγαπούλα μου, κι απέλπιδη σε βρήκα.
Μα να! ελπίδα και χαρά σου φέρνω εγώ για προίκα:
αχ! αηδονάκι μου χλιβό! αχ! μαραμένο δάσο!
εγώ απόψε… εγώ... εγώ... εγώ θα σ’ αγκαλιάσω!»
Δ
ΣΠΑΡΤΗ-3
Όπως βλέπεις Γιωργία, η αντρική φιγούρα της περιόδου της Σπάρτης ήταν ο παππούς μου. Τώρα το συνειδητοποιώ κι εγώ. Και αναρωτιέμαι αν ο πατέρας μου έλειπε για κάποιο μεγάλο διάστημα υπηρετώντας σε άλλη πόλη και γι αυτό δεν τον θυμάμαι εκείνη την περίοδο, ή αν όχι. Ήταν δημόσιος υπάλληλος-ταμειακός. Ποτέ άλλοτε δεν αναρωτήθηκα σχετικά με αυτό. Ίσως να ήταν πάντοτε εκεί και επειδή έλειπε για πολλές ώρες κάθε μέρα (τότε το ωράριο των Υπηρεσιών  ήτανε πρωί και απόγευμα), δεν ταίριαζε το δικό μου παιδικό ωράριο «δράσεως» με το δικό του. Ίσως πάλι η σχετική «τρανοσύνη» του παππού να είχε εκτοπίσει για μένα την περίοδο εκείνη τον πατέρα. Οπωσδήποτε όμως ήταν στη Σπάρτη όταν είχε κατέβει στην Πελοπόννησο ο Άρης Βελουχιώτης, όπως θα δεις πιο κάτω.
Ο παππούς λοιπόν είχε στο μέτωπό του δεξιά ένα λίπωμα μεγέθους περίπου δύο επί δύο εκατοστά. Όταν τον ρωτούσα πώς το απόκτησε, εφεύρισκε κάποια καινούργια αστεία απάντηση κάθε φορά. Ας πούμε μου έλεγε «έχω πολύ μυαλό και δε χώραγε μέσα στο κεφάλι μου και βγήκε έξω» ή «όταν κάποιο αεροπλάνο έριχνε προκηρύξεις, ένα μάτσο που έριξε δεν άνοιξε και με βρήκε στο μέτωπό μου».
Κάτι που έκανε ο παππούς μου και εκνεύριζε τη γιαγιά μου ήταν ότι κακομεταχειριζότανε τα φαγητά που αυτή έφτιαχνε. Όταν έφτιαχνε ας πούμε τυρόπιττες τηγανιτές, ο παππούς μου για να κρυώσουν και να μπορέσει να τις φάει γρήγορα, άνοιγε τη βρύση και μία μία τις κρατούσε κάτω από το κρύο νερό να κρυώσουν. Ή όταν είχαμε κάποια σούπα, έριχνε μέσα ένα κομμάτι πάγου για να κρυώσει. Αυτό το έκανε για να μπορέσει να φάει γρήγορα και να πάει πάλι στο μαγαζί, γιατί τις περισσότερες μέρες πεταγόταν κατά τις μία ή δύο το μεσημέρι στο σπίτι, έτρωγε γρήγορα και έφευγε πάλι για εκεί.  Η απόσταση σπίτι-μαγαζί ήτανε πέντε λεφτά δρόμος, με τα πόδια εννοείται.
Μου έλεγε καμιά φορά ο παππούς μου όταν είχε εύθυμη διάθεση: «Γιώργη, όταν πεθάνω θα σου αφήσω στη διαθήκη μου τις κληματαριές να τρως σταφύλια». Δεν έλεγα τίποτα, όπως συνήθως, όμως δεν μπορούσα να ταιριάσω πώς μπορεί κάποιος να μένει σε ένα σπίτι του οποίου κάποιος άλλος να έχει δικές του τις κληματαριές.
Μια φορά μπήκανε γερμανοί στο σπίτι κάνοντάς το άνω κάτω από το ψάξιμο. Ούτε εγώ ήξερα τι ζητούσαν, ούτε κανείς άλλος. Απλώς έμπαιναν και έψαχναν. Τη φορά αυτή λοιπόν άκουσα τον παππού μου όταν έφυγαν να λέει «ευτυχώς που δεν βρήκαν την καταπακτή». Τον ρώτησα τι εννοούσε και μου είπε «έλα να σου δείξω». Με πήγε σε ένα από τα δωμάτια που είχε μέσα ένα διπλό κρεβάτι, έσκυψε από κάτω του, έβγαλε ένα στρωσίδι από το πάτωμα και φάνηκε χαραγμένο ένα τετραγωνο κομμάτι στο πάτωμα. Ο παππούς το απόσπασε και φάνηκε η καταπακτή κάτω από αυτό. Μέσα εκεί υπήρχε ένα μικρό σακκί που έκλεινε στο πλάι. Το άνοιξε και στα έκπληκτα μάτια μου παρουσιάστηκαν ράβδοι από καλάι. Λαμπεροί, απαστράπτοντες, πανέμορφοι. Μου εξήγησε πως αυτά τα χρησιμιποιεί στη δουλειά του για κολλήματα και ότι ήσαν ακριβά.
Στην ίδια καταπακτή είδα αργότερα, αφού είχαν φύγει οι γερμανοί, τρία σακιά γεμάτα με χαρτονομίσματα. Ήταν τα πληθωρικά χαρτονομίσματα που κυκλοφορούσαν την Κατοχή, από εκατοντάδραχμα μέχρι χαρτονομίσματα των εκατό δισεκατομμυρίων δραχμών, που δεν είχαν καμιά αξία πια. Ας πούμε με εκατό εκατομμύρια δραχμες  μπορούσες να αγοράσεις ένα κουλούρι. Και όλα ήσαν άχρηστα. Τα πετάξαμε στα σκουπίδια. Θυμάμαι είχα φυλάξει μερικά, όμως όταν γύρισα από την Αμερική δεν τα βρήκα.
Θύμησες.
Όπως σου είπα πιο πάνω ο παππούς κάπνιζε ολημερίς το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Σπίρτα δεν χρησιμοποιούσε γιατί άναβε το ένα τσιγάρο με τη φωτιά του προηγούμενου, πριν σαν γόπα το πετάξει. Σε ένα μαγάλο συρτάρι φύλαγε τα τσιγάρα του. Τα αγόραζε χοντρικά σε «κούτες» που περιείχαν πενήντα τσιγάρα καθεμιά αν θυμάμαι καλά. Όταν τελείωνε μια κούτα με έστελνε και του έφερνα καινούργια.
Η γιαγιά μου ήτανε μια ήσυχη γυναίκα, που την επισκίαζε η πληθωρική παρουσία του παππού. Την θυμάμαι να κάνει ήσυχα ήσυχα τις δουλειές του σπιτιού και ύστερα να κάθεται σε μια καρέκλα σκουπίζοντας τα μάτια της που από μια ηλικία και μετά δακρυρροούσαν.
Θυμάμαι που την ενοχλούσαν οι συχνές μεταβάσεις του παππού  στην Αθήνα και έλεγε ότι αυτός δεν πήγαινε εκεί πάντοτε για δουλειές αλλά και για τσιλιμπουρδίσματα. Γνωρίζοντας τόσο καλά τον παππού μου έλεγα μέσα μου ότι ίσως η γιαγιά να έχει δίκιο. Εκείνο που σίγουρα γινόταν, είναι ότι ο παππούς πήγαινε σε θεατρικές παραστάσεις όποτε πήγαινε στην Αθήνα. Και γυρίζοντας μου διηγόταν τι είδε.
Νεαρός άκουγα τους παλιότερους να μιλάνε για την παλιά Αθήνα. Ρωτούσα τι στο καλό είχε εκείνη η  Αθήνα και έπαιρνα την απάντηση «είχε καντάδες, ήρεμη και απλή ζωή». Το ίδιο άκουγα και από τον παππού μου να μου απαντάει όταν τον ρωτούσα σχετικά. Μα κι εγώ σήμερα μιλάω για την παλιά Αθήνα. Μου μοιάζει λοιπόν ότι όποτε κάποιος εξυμνεί την παλιά Αθήνα, αναπολεί τον καιρό της νιότης του και όχι της παλιάς καλής Αθήνας. Και βέβαια, αν το καλοσκεφτούμε, η Αθήνα, όπως και κάθε τόπος, αλλάζει. Και κάθε αλλαγή ειναι προς το χειρότερο για τους παλιούς, με την έννοια πως γίνεται όλο και πιο θορυβώδης, τσιμεντοκρατούμενη, αυτοκινητοξαρτώμενη, πολυπληθέστερη.  Και αφού γίνεται όλο και χειρότερη, κάθε πριν της κατάσταση ήταν και καλλίτερη. 
Λοιπόν το 1944 ήρθε ο Άρης Βελουχιώτης στην Πελοπόννησο.  Για να την καθαρίσει από τους ταγτματασφαλίτες και τους δοσίλογους. Κάποια ημέρα εκείνης της χρονιάς έγινε το λεγόμενο «μεγάλο συλλαλητήριο της Σπάρτης». Θυμάμαι που οι αντάρτες, με μια εύκολη έφοδο στις φυλακές της Σπάρτης, έβγαλαν έξω τους φυλακισμένους, που οι περισσότεροι ήσαν αριστεροί. Ήμουνα εκεί και τους έβέπα να βγαίνουν ένας έκας. Οι γειτόνισσες φώναζαν «βγαίνουν οι φυλακισμένοι!», «οι φυλακές άνοιξαν!». Όπως σου είπα πιο πάνω οι φυλακές ήτανε πενήντα μέτρα από το σπίτι μας, λίγο μετά τη διασταύρωση της Άγιδος με τον πρώτο κάθετό της δρόμο, δίπλα στο σπίτι της Νίνας Μαγέτου, αυτής που τα βράδια ερχόταν στις βεγγέρες μας. Στο συλλαλητήριο εκείνο ο πατέρας μου κρατώντας την κόκκινη σημαία ανέβηκε με άλλους στο Δημαρχείο και από το μπαλκόνι του την ανέμιζε προς τους χιλιάδες συγκεντρωμένους στην πλατεία. Ήτανε από παλιά γραμμένος στο ΕΑΜ. Η μητέρα μου του έλεγε, όπως μας έλεγε αργότερα, να μην πάρει μέρος στο συλλαλητήριο για να μην μπλέξει και αυτός και η οικογένειά του σε περιπέτειες. Αυτός όμως δεν την άκουσε. Και πράγματι, έμπλεξε και ο ίδιος και η οικογένειά του σε μεγάλες περιπέτειες. Για μένα οι περιπέτειες αυτές υπήρξαν καθοριστικές για τη μετέπειτα ζωή μου. Η πρώτη συνέπεια της ενέργειας αυτής του πατέρα μου, όταν μετά την αποχώρηση των γερμανών επικράτησαν οι Δεξιοί, ήταν η μετάθεσή του από τη Σπάρτη στην Τρίπολη. Δεν ξέρω αν αυτή η μετάθεση ήτανε μια μικρή τιμωρία για την αριστερή δράση του, ή αν έγινε με ενέργειες του παππού μου για να προφυλάξει και εκείνον και την οκικογένειά του από το μένος των Δεξιών εναντίον του-γιατί άκουσα κάποτε και μια τέτοια εκδοχή. Ας τελειώσω εδώ Γιωργία και αυτό το κεφάλαιο για μπω μετά στα της Τρίπολης, όπου αρχίζει και το δράμα που λέγεται ζωή μου. 
Μα πριν τελειώσω να πω και κάτι που θυμάμαι από τη φυγή των γερμανών από την Ελλάδα και ειδικότερα από τη Σπάρτη και... εοδικότερα, από τη μεγάλη φυγή των γερμανών που έχει σχέση με την μικρή αφεντιά μου.
Ητανε κάποιο μεσημέρι του 1944. Ήμουν μόνος στο δρόμο έξω από το σπίτι μας. Βλέπω να έρχονται από τη μεριά του Τάφου πέντε-έξη γερμανοί, με τις στολές τους, πάνω σε άλογα. Όταν τους είδα κρύφτηκα στο κοίλωμα του τοίχου που συναντάει την εξώπορτα του σπιτιού μας. Εκείνοι πέρασαν με καλπάζοντα τα άλογά τους και έστριψαν στον πρώτο κάθετο δρόμο δεξιά, προς τον Αγιάννη. Καθώς βγήκα από την,τόσο φανερή αλήθεια,  κρυψώνα  μου, νάσου να έρχεται από το μέρος του Τάφου κι αυτός, ένας γερμανός καβαλάρης, που έψαχνε προς τα πού πήγαν οι υπόλοιποι για να τους ακολουθήσει. Όταν με είδε, τράβηξε τα ηνία του αλόγου του και σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά μου. Κίνησε τα ηνία έτσι ώστε το άλογο να οπισθοχωρήσει ώσπου έφτασε στο ύψος μου και τότε με νοήματα μου έδωσε να καταλάβω ότι ήθελε να μάθει προς τα πού πήγαν οι προπορευόμενοι γερμανοί. Του έδειξα προς τα δεξιά του κάθετου δρόμου και αμέσως σπηρούνισε το άλογό του και χάθηκε κι αυτός στη στροφή.

Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Καθώς περπατούσες

Καθώς περπατούσες στ’  ολάνθιστο δείλι
«ποια μοιρα» ρωτούσαν «σε μας έχει στείλει
τον άγγελο ετούτο;»
(κυρά της Ντροπής
μην το πεις-
μην το πεις)

Σε ραίναν με ρόδα,σε ραίναν με μύρα
και λέγαν «γιατί ’ναι χυμένα τριγύρα
μια τέτια γαλήνη;»
(κυρά της Σιωπής
μην το πεις-
μην το πεις)

«Και κείνος ο σκύλος πιστά που ακλουθάει
γιατί τις πετρούλες που εκείνη πατάει
σκυφτός τις μυρίζει;»
(κυρά της Ντροπής
μην το πεις-
μην το πεις)

To ξέρεις-δε μύριζα μα κρύφια φιλούσα
τα ίχνη που άφηνες κυρα-Περπατούσα
(κυρά της Αγάπης-
κυρά της Σιωπής
μην το πεις-
μην το πεις).
KASSRA

Αγκαλιασμένοι οι δυο μας-τι ενώνει
τα δυο κορμιά-ποια φλόγα τα πυρώνει
λιώνοντας τ’ άλλως άλιωτα τα χιόνια
που την ψυχή θα πάγωναν αιώνια;

Τι άντριωμα να παίρνουν έτσι αντάμα
και τ’  άπαυτο αλλιώ, παύουνε κλάμα;
Ποιες δύναμες, χαμένες μοναχές τους
ξαναγεννάν, δεμένες, τις ορμές τους;

Στοιχειά ποια χωρισμένα μες στην Πλάση
έχουν σ’ αυτό τ’ αγκάλιασμα μονιάσει;
Λεπίδα με μανία ποια καρφώθη
στου Πόνου το κορμί κι αυτό ’ξαπλώθη;

Ποιοι κόσμοι ευτυχισμένοι να γεννιούνται
στα στήθη δυο ανθρώπων που αγαπιούνται-
ποια θεία να ’ναι κλέη ταιριασμένα
στα δύο μας κορμιά τ’ αγκαλιασμένα…
Φαντάσου τα

Έλα ζωγράφε και ζωγράφισε
τα χείλη της τα ωχρά
σαν φύλλα πεταμένα στο ποτάμι πολυκαιρινά
και τα μικρά της χέρια
που αφημένα στο λευκό σεντόνι πάνω
μοιάζουν κουπιά μικρής χρυσής βαρκούλας κουρασμένα.

Όμως ζωγράφε να μη ζωγραφίσεις
αντίς για χείλια τους τρελούς σωρούς
των μύριων μου φιλιών που τα σκεπάζουν
κι αντίς για το δικό της δέρμα
το χνούδι του δικού μου του κορμιού
που τηνε ντύνει.
Και μέριασε για λίγο
τη λάβα της λατρείας μου
τα μάτια της για να ’βρεις.

Τα στήθη της ζωγράφε
φαντάσου τα μονάχα
και ζωγράφιστα σα ρόδα
σα ρόδα μυρωμένα
σα ρόδα του πρωιού ατίθασα
σα ρόδα του πρωιού μισανοιχτά.
Χαμένη

Γελώ με τις γυναίκες που αποστρέφουν
το πρόσωπο από μένα σα με δουν
καθώς απ’ τη δουλειά τους επιστρέφουν
ή σαν καθώς πηγαίνουν να εργαστούν.

Σε κάποιο απροσδόκητο φανάρι
καθώς πατούν του φρένου το πεντάλ
γυρίζουν προς το μέρος μου με χάρη
το πρόσωπο το round ή το oval.

Αλλά το πρόσωπό μου όταν δούνε
που γέρικο και άσχημο ειν’ πολύ
αμέσως το δικό τους το γυρνούνε
λες ίσως και τους πρόσφεραν χολή.

Και να ’μαι τυχερος πολύ θα πρέπει
αν τύχει να προλάβω και να δω
τ’ ωραίο προσωπάκι που με βλέπει-
που στρέφει έστω για λίγο προς τα δω.

Και πια πικρά γελώ-τι άλλο μένει
για καποιονε που πια δεν καρτερά-
για κάποιονε που ξέρει πως χαμένη
γι αυτόν είναι του έρωτα η χαρά.
Μάτζυ

Όταν εσύ κι εγώ ήμασταν νέοι Μάτζυ
όλα τελούνταν μες στο αίμα μας.
Όταν εγώ κι εσύ Μάτζυ φιλιόμασταν
έλαμπε διπλά ο ήλιος.
Όταν εσύ κι εγώ Μάτζυ στα μάτια κοιταζόμασταν
η γη φλεγόταν και πετούσε το παλτό της.
Όταν εγώ κι εσύ ήμασταν ερωτευμένοι Μάτζυ
ο Έρωτας εμάθαινε από μας.
Με ρόδα

Με ρόδα σου στολίζω μυρωμένα
τα μακριά μαλλια τ’ αγαπημένα.
Χάρου! Ευφραίνου! Βέλος η ομορφιά σου
στο τόξο του παμφάγου Χρόνου. Βιάσου.

Ούτε για πάντα θα ’χεις στολισμένα
με ρόδα τα μαλλιά σου, ούτε εμένα.
Γύρνα δεξά σου κοίτα, έρχεται άλλη
το σκήπτρο από τα χέρια σου να πάρει

και στέμμα της το στέμμα σου να βάλει.
Και γύρισε ζερβά και κοίτα πάλι
τον μαύρο λαοβόρο καβαλάρη
που έρχεται και τους δύο μας να πάρει.
Ασφυκτικά

Βλέπω τις μέρες που εμπρός-
εμπρός μου στέκουν κι όχι πίσω. 
Εκείνες είναι ο εχθρός-
αυτές μπροστά μου θ’  απαντήσω.

Για κείνες θρήνος από πριν
αρμόζει-θρήνος από τώρα. 
Σε κείνες ζουν όλα τα "πλην"
και τα θεριά τα χαροβόρα.

Σ’ όλες τις μέρες της ζωής
ήτανε τ’ άγρια μοιρασμένα
μα σα μια μέρα σβήσει, ευθύς
όσα θεριά κρατεί κρυμμένα,

στου μέλλοντος θα στριμωχτούν
τις άφαντες ακόμα μέρες
και τώρα οι μέλλουσες κρατούν
και κείνων όλων τις φοβέρες.

Κι όλο και πιο ασφυκτικά
γεμίζει πόνο κάθε μέρα
κι όλο και πιο αναιμικά
έχουμε μεις φως και αέρα.

Ώσπου τη μέρα τη στερνή
ασήκωτο μολύβι ο Πόνος
λάμα στο στήθος να χωθεί
και να σωθεί για μας ο Χρόνος.
Ελε(ει)νότατες

Ήθελα να ’ξερα γιατί όλοι οι ποιητές
γράφουν κι από ’να ποίημα για την Ελένη-
μια πόρνη εκεί...
κι αφήνουν ατραγούδητες τόσες Ελένες άλλες-
τι λέω Ελένες... Ελε(ει)νότερες...
Ελε(ει)νότατες μπορώ να πω...

Η κατάκτηση

Γη τόσα χρόνια προσπαθώ δική μου να σε κάνω
μα δεν μπορώ. Μες στο υγρό στοιχείο σου σαν μπαίνω
ή θα ’μαι καρυδότσουφλο στα κύματά σου επάνω
ή κρύο θα ’ναι και απέ αμέσως αρρωσταίνω

Αν στα βουνά σου ν’ ανεβώ ο δόλιος προσπαθήσω
πρέπει καλά να με φυλάει ο φύλαξ άγγελός μου
γιατί έτσι και στα βράχια σου τα μυτερά γλιστρήσω
δε με γλιτώνει απ’ αυτά η τύχη όλου του κόσμου.

Κι όλα το ίδιο: σα βρεθώ μες σ’  έρημο διψάω,
στα χιόνια και στους πάγους σου αμέσως ξεπαγιάζω,
στο φως του ηλιού σου καίγομαι, κι αυτό που ’ναι να φάω
πρέπει από μέσα σου με ιδρώ και μ’ αίμα να το βγάζω.

Απ’ τα δεντράκια θέλησα που πάνω σου φυτρώνουν
ν’ αρχίσω την πολύπαθη για με κατάκτησή σου-
με τις ριζούλες που γερά στα σπλάχνα σου απλώνουν
να στείλω σήματα ζεστά για με μες στην ψυχή σου.

Μα οταν πάνω τους βρεθώ και πάω να τους μιλήσω
φυσάς και ο αέρας σου με στελνει κάτω πάλι
και πάνω σου αναγκάζομαι πάλι να περπατήσω
κάπου αφού πρέπει να πατώ και γη δεν έχω άλλη.

Κι έτσι τα χρόνια φεύγουνε-συ μια κακή ερωμένη
που απρόθυμα με ανέχεσαι κι εγώ ένας άθλιος πλάνης
που πρέπει τα καπρίτσια σου όλα να υπομένει
και από πριν να σου σχωρνά ό,τι κακό κι αν κάνεις.

Κάτι μου λέει όμως πως η μέρα πλησιάζει
που τέλος το αβάσταγο θα πάρει αυτό παιχνίδι  
πως να! σε λίγο η κακιά η μοιρα μου αλλάζει
καθώς το δέρμα το παλιό αλλάζει ένα φίδι.

Κάτι μου λέει πως γρήγορα σε μένα συ θα δώσεις
τη χάρη της κατάκτησης ολόκληρης της Πλάσης:
τα ωχρά και κρύα χέρια σου σε μένα πως θ’ απλώσεις
και το νεκρό μου το κορμί με πάθος θ’ αγκαλιάσεις.
Σβηστά

-Γιατί σε χάδι δεν απλώνεις
χέρι; Γιατί στόμα πικρό
όταν μιλάς μόνο πληγώνεις;
Λόγο γιατί δε λες γλυκό;

Τόσα θερμά η ψυχή που κλείνει
τάχα γιατί να μην τα λέει;
Γιατί χαρά ούτε σ’  άλλους δίνει,
γιατί κι αυτή στο δάκρυ πλέει;

Φωνή γιατί βραχνή να βγαίνεις;
Μάτι γιατί κοιτάς σκληρά
και την ψυχή δεν αλαφραίνεις
και την καρδιά πονάς βαθιά;

-Φόβος μας δένει και μας έχει
σφιχτά, αμίλητα, κλειστά.
Φόβος μεγάλος μας κατέχει
και μας κρατεί κεριά σβηστά.

-Σπάστε το φόβο. Κλείσετέ τον
αυτόν αντίς σας φυλακή  
κι εκεί για πάντα αφήσετέ τον
και σεις εβγείτε από κει.

Και αντηχήστε μες στη ζήση
μιαν απαλόσυρτη φωνή
και αδερφώστε με τη φύση
που λείποντάς της σεις πονεί.

-Σώπασε μη σ’ ακούσει ο φόβος
και μας κλειδώσει πιο βαθιά
και το σκοτάδι γίνει ζόφος
και μας λιανίσουν τα σπαθιά.

Σώπα και κάθισε μαζί μας
ως να ’ρθει η ώρα η στερνή
που τότε μόνο η φυλακή μας
λεύτερος κάμπος θα γενεί.

Τότε-α-τότε ό,τι κλειούμε
στα σωθικά μας-ό,τι κλεις
πλέρια τριγύρω θα σκορπούμε
κι όλα μ’ αγάπη θα φιλείς.

Σώπα! Πολλά ’χουμε μιλήσει.
Τα λόγια ετούτα τα στερνά
ας είναι που έχουμε ψελλίσει.
Σώπα! Ο φόβος κυβερνά!
Καμιά φορά

Καμμιά φορά δεν ειν’ νερό οι χοντρές σταγόνες
που μανιασμένα μαστιγώνουνε τη γη
αλλά τα δάκρυα των φτωχών που για αιώνες
συνάζονται και πέφτουνε χτυπώντας μας μ’ οργή.

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Ο  ΗΝΙΟΧΟΣ  ΤΩΝ  ΔΕΛΦΩΝ

Πάει ο Πολύζαλος και τ’  άλογο.
Πάει και τ’  άρμα.
Οι Φαιδριάδες τ’  αφανίσανε.

Μας έμεινε ο ονειρικός Ηνίοχος
με τα σκεπτόμενα μάτια
μεσόκληρος δυο εποχών
γαλήνια ακίνητος μετά από τον αγώνα
θριαμβευτής
να οδηγεί αόρατο εν’ άρμα.

Ίσως την Τέχνη παραπέρα.
Η πέτρα και το χορτάρι

Η πέτρα περφανεύονταν
στ’ άγουρο χορταράκι:
"Χρόνια χιλιάδες μ’ έπλασαν.
Σε τούτο το ρυάκι

που τώρα μέσα βρίσκομαι
χιλιάδες πάλι χρόνια
για να χαθώ χρειάζονται.
Σύ μες στην καταφρόνια

της μονοετούς σου ύπαρξης
για λίγο θε να ζήσεις
κι ύστερα θέλεις η δε θες
απ’ τη ζωή θα σβήσεις."

Κι έτσι στην πέτρα απάντησε
το πράσινο χορτάρι:
"Και αν το θέρος φεύγοντας
μαζί του θα με πάρει

όμως η άνθινη Άνοιξη
πάλι θα μ’  αναστήσει
όταν με τ’ άγια μάγια της
τις ρίζες μου ποτίσει.

Κι έτσι ατέλειωτα θα ζω
για πάντα κάθε χρόνο
όταν θα μένει από σε
η ανάμνησή σου μόνο.

Κι ακόμα ετούτο άκουσε-
οκνό εγώ δε μένω
και δεν αντριεύω δέχοντας
στη ράχη μου ό,τι ξένο

θα τύχει ν’ αποθέσουνε
διαβαίνοντας οι άλλοι
όσο κι αν είναι αυτοί μικροί
όσο κι αν ειν’ μεγάλοι.

Εγώ μοχθώ ασταμάτητα
κι ακούραστα δουλεύω
και με του σκότους τα θεριά
ολοζωής παλεύω

κι ό,τι οι αιώνες πάνω σου
σιγά σιγά αποθέτουν
κι άβουλη έτσι κι άτολμη
κι άζωη σε συνθέτουν

τα παίρνω εγώ μονάχο μου,
τα τρίβω, τα μερεύω
τ’  αλέθω μες στις ρίζες μου,
τα σκίζω, τα παιδεύω

τα πελεκώ ν’ ασπρίσουνε
τα λιάζω να ξανθίνουν
τα πλένω με τα δάκρυα μου, 
κι αφού δικά μου γίνουν

με κείνα τ’ ανεμότρεμο
λιανό κορμί μου χτίζω
και μόνο μου ανασκώνομαι
και μόνο μου καρπίζω»
Με πατούνε

Μακριά από τους ανθρώπους δεν τολμάω
τους άσπλαχνους κι αδίσταχτους να ζήσω
μακριά από τους ανθρώπους που αγαπάω
δε γίνεται να φύγω-να χωρίσω.

Κι αφού στην κεφαλή τους δε με θε’ νε
και λεν ότι στη μέση τους στενεύω
κι αφού και στην καρδιά τους όπως λένε
αντί να τη μερεύω την παιδεύω

στο πέλμα τους μονάχα το τριζάτο
εβρήκα να κρυφτώ-κι ως περπατούνε
και φέρνουν τον πλανήτη άνω κάτω
με λιώνουν-με σκοτώνουν-με πατούνε.
Αδρό

Δεν είναι που δε σ’ έφεραν οι κάμποι
τα πέλαγα κι η άμμος της ερήμου 
δεν είναι που η χάρη σου για να ’μπει
εγκρέμισα τους τοίχους της ζωής μου .

Δεν είναι που προσμένοντας εσένα
δε γνώρισα χαρά καμίαν άλλη
ουτ’ είναι που ακλουθώντας με η πέννα
για σε μονάχα εβάλθηκε να ψάλλει.

Μα είναι που του Χρόνου το ατλάζι
καθώς θα δειλοστέκεις από πίσω
παχύπλεχτο κι αδρό θα σε σκεπάζει
και πια, αγάπη, δε θα σε γνωρίσω.
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Ντύσε όπως θέλεις την Επιθυμία.
Βάλτης φορέματα φτηνά ή επιτηδευμένα
βάλτης αρώματα λεπτά ή όπως των πορνών
(ντύστηνε ακόμα μ’ ένα φόρεμα "αγάπης"
αν τόσο είσαι διεφθαρμένος)
βάλτηνε να ξαπλώσει στη βρωμιά τη γουρουνίσια
ή στη χλιδή παράδωσέ την-
αυτά ποικίλλουνε κατά τις περιστάσεις
και τις δυνατότητες του καθενός.

Ντύσε όπως θέλεις την Επιθυμία.
Αρκεί να έχεις πάντα στο μυαλό σου
πως η Επιθυμία είναι μια κι η ιδια πάντα
είτε έτσι τήνε ντύσεις είτε αλλιώς
εδώ είτε αν τη βάλεις είτε παραπέρα.
Αρκεί να ξέρεις ότι όλα αυτά είναι ψιμμύθια
και φκιασιδώματα και τσιριμόνιες
κι ότι η Επιθυμία στέκει από κάτω τους
αλύγιστη, ασυμβίβαστη και πάντα καθαρή-
λίγο αηδιασμένη μόνο από τα μασκαρέματα-
αρκεί να ξέρεις ότι κάτω απ’ όλα αυτά στέκει ο πόθος
όπως μια τίγρις πεινασμένη στέκει
κάτω από μία χούφτα χαρτοπόλεμο.
Αρκεί να ξέρεις...
Καίγονταν

Δωμάτιο αγαπημένο
του έρωτά μου κόνεμα και καταφύγιο
του έρωτά μου του θερμού φωλιά
φωλιά του έρωτά μου του άγριου και του γλυκού
και του πικρού και του στιφού έρωτά μου…  
δωμάτιο του έρωτά μου
με το μικρό κρεβάτι στη γωνιά
το κομοδίνο και τη σταχτοθήκη
το τραπεζάκι με το ράδιο
και την καρέκλα όπου έβαζε
και την καρέκλα όπου απίθωνε
και την καρέκλα όπου έβγαζε
τα ρούχα της η αγαπημένη
και κάθε μέρα έπρεπε άλληνε καρέκλα
στη θέση της παλιάς να βάζω
γιατί εκείνη ή καίγονταν στην επαφή
ή πέταγε μαζί τους στα ουράνια.
Απ’ το Πλατύ

Μια μαυρομάτα απ’  το Πλατύ
γεμάτη νάζι περπατεί.
Με το νου χαδολογιέται
και κουνιέται και λυγιέται.

Ας την έφερνε κοντά μου
ως εφύσα θε μου ο μπάτης
κι ας γινόνταν και δικά μου
τα γλυκοκουνήματά της.

Μια μαυρομάτα απ’  το Πλατύ
ρόδα σκορπά όπου πατεί.
Με το μύρο τους πλανιέται
κάποιος νιος κι αποκοιμιέται.
Χιόνι στον Ισημερινό

Πρωτόειδωτες μέρες ξανοίγουν μπροστά μου. Οι παλιές σε σκότος βαθύ βυθισμένες.
Hμέρες λαμπρές μου σμιλεύουνε τώρα οι αιθέρες-
ημέρες που σ’ άσβηστα φώτα λουσμένες
με μύρα χαράς κι ευτυχίας με πνίγουν.


Εγώ είμ’  εκείνος που ακόμα
ως χτες στο χαμό ήμουν δοσμένος;
που μες στο ζεστό καλοκαίρι
τον κρύο χειμώνα είχα ταίρι;

Εγώ ειμ’ αυτός που ως τα χτες ήμουν ξένος
σε κάθε ανθηρό και χαρούμενο γιόμα;
Ας λείψει λοιπόν από μπρος μου
ας φύγει για πάντα από μένα

η λύπη. Η κρήνη ας στερέψει
του Πόνου-η Χαρά ας με στέψει 
και όσα έχω δάκρυα ως τώρα χυμένα
ζωή τόσες μέρες ευφρόσυνες δος μου.
Σας ξέρω

Για σας ξέρω πριν έρθετε
γι αυτό και σας καλωσορίζω πριν σας δω.
Ξέρω για σας πριν τα καλέσματα μου στείλουν
οι ανάπηροι αντάρτες  
πριν των νεκρών συντρόφων ο χαμός
ηχήσει άπνους
πάνω απ’ τη στάχτη των ιδανικών μας.

Για σας που πολεμήσατε
τον ίδιο εχθρό πριν από μένα
ξέρω πολλά:
ήμουν το βάρος στο σφυρί κι η κόψη στο δρεπάνι.
Γ
ΣΠΑΡΤΗ-2

Τα βράδια μαζευόταν όλη η γειτονιά στο σπίτι μας και σπρώχνανε την ώρα ώσπου να έρθει η άλλη ώρα-του ύπνου. 
Σε καρέκλες ή χάμου καθόντας, άντρες και γυναίκες, κουβέντιαζαν για τα νέα της ημέρας, για τον καιρό, έλεγαν αστεία ή διηγόνταν ιστορίες.
Μαζί με άλλους που δεν τους θυμάμαι, έρχονταν και η Κούλα, η Νίνα η Μαγέτου με τη μαμά της και τον μπαμπά της, μια κοπέλα από τη Σκάλα που καθόταν δίπλα από τη Δημοσταίνενα και η μητέρα του Ρωμύλου. Ο Ρωμύλος δεν ήρθε ποτέ στα βραδινά αυτά. Τα πρωινά από το σπίτι του ακουγόταν να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει. Το τραγούδι που έλεγε συχνότερα ήταν ένα που σε κάποια στροφή του έλεγε «…τα κοραλένια χείλη σου…» Τα παιδιά πήγαιναν έξω από το παράθυρό του και του φώναζαν «…τα κολαρένια χείλη σου…» Αυτός δεν αντιδρούσε. Δεν ξέρω τι έγινε ο Ρωμύλος.
Η Νίνα ήταν ένα κορίτσι που έμενε με την οικογένειά της δίπλα από τις φυλακές της Σπάρτης, που βρίσκονταν πενήντα μέτρα από το σπίτι του παππού. Τα άλλα παιδιά κορόιδευαν τη Νίνα λέγοντας ότι είναι χαζή. Δεν είχα γνώμη. Αργότερα, έμαθα ότι πήγε στην Αμερική.
Η Δημοσταίνενα ήτανε μια γριά που έμενε απέναντί μας κοντά στο σπίτι του Κωστάκη. Είχε τρία παιδιά: τη Μάτω, τη Δήμητρα και το Γιώργο, μεγάλα στην ηλικία-συνομήλικα των γονιών μας. Επώνυμό τους: Θεοφιλόπουλος.  Ο γιος έγινε λαδέμπορος στην Αθήνα. Η Μάτω έμεινε ανύπαντρη. Ο Γιώργος παντρεύτηκε πολύ μεγάλος μια γυναίκα που είχε το ύφος αριστοκράτισσας. Όσοι την ήξεραν την έλεγαν ψηλομύτα επειδή δεν έκανε παρέα μαζί τους.
Η οικογένεια Θεοφιλόπουλων ήταν πλούσια οικογένεια. Το σπίτι τους ήτανε διόροφο.
Η κυρα-Δημοσταίνενα (από τον θανόντα σύζυγό της Δημοσθένη),  έβγαζε μια καρέκλα τα πρωινά αλλά και τα βράδια έξω από την πόρτα του σπιτιού της και καθόταν εκεί βλέποντας εμάς που παίζαμε. Όταν έβλεπε ένα παιδί να έχει στο χέρι του κάτι φαγώσιμο, του ζητούσε: «Δώσε μου και μένα λίγο μαρή!», αν ήτανε κορίτσι, ή «Δώσε μου και μένα λίγο…» αν το παιδί ήτανε αγόρι, οπότε και ακολουθούσε το όνομα του αγοριού από το οποίο αυτή ζητούσε κάτι. Μου έλεγε η μητέρα μου ότι η αδερφή της (της μητέρας μου) η Αντιγόνη, τόσο δεν μπορούσε να ακούει μια γρηά που τα έχει όλα να ζητάει κάτι φαγώσιμο και τόσο την είχε νευριάσει ζητώντας της πάντα κάτι, που έβαζε κάτω ό,τι κρατούσε και το πάταγε, λέγοντάς ταυτόχρονα στη Δημοσταίνενα: «Το πατάω, δε στο δίνω». Η Δημοσταίνενα φαίνεται πως ήτανε λίγο λιχούδω.
Η  Αντιγόνη, η αδερφή της μητέρας μου, πήγε στην Αμερική και παντρεύτηκε εκεί έναν έλληνα. Άλλα αδέρφια της μητέρας μου ήταν ο Πότης (Παναγιώτης), μαθηματικό και κατασκευαστικό μυαλό, που έγινε πολιτικός μηχανικός, και ο Γιώργος, που  πέθανε από φυματίωση (υπερκόπωση την έλεγαν τότε οι γιατροί). Δούλευε πολύ στο μαγαζί του παππού μου και ίσως αυτή του η κόπωση συνέβαλε στον θάνατό του. Ο Γιώργος ήταν ποιητής. Η μητέρα μου θυμόταν ώσπου πέθανε ένα του ποίημα που ειχε γράψει για το βασιλιά. Είδα μια φωτογραφία του θείου μου του Γιώργου. Ήταν ψηλός, με λεπτά χαρακτηριστικά και με καθάρια μάτια σαν ουρανός μετά από καταιγίδα. Πέθανε όταν η μητέρα μου ήταν έγκυος σε μένα. Γι αυτό μου έδωσαν και το όνομά του. Ο θάνατος που κουβαλώ μέσα μου ίσως να έχει κάποια ρίζα του και στο γεγονός αυτό.

Μετά από αυτή την παρένθεση για τους νυχτερινούς θαμώνες του σπιτιού μας, συνεχίζω με τα παιδιά, εμάς, που παίζαμε δίπλα τους τα δικά μας παιχνίδια: κρυφτό ή κυνηγητό, ή σκαρώναμε φάρσες ο ένας του άλλου. Μια τέτια φάρσα ήτανε να δένουμε τη ζωστήρα κάποιου με μία κλωστή και να την τοποθετούμε στο ένα μέρος του δρόμου, ενώ στο απέναντι καθόταν κάποιος που κρατούσε το άλλο άκρο της κλωστής. Ύστερα κάναμε έτσι ώστε να αναγκαστεί ένα κορίτσι να περάσει ανάμεσα στην ζωστήρα και στο απέναντι αγόρι που κρατούσε το άλλο άκρο της κλωστής. Τότε το αγόρι αυτό τραβούσε την κλωστή και μέσα στο μισοσκόταδα η ζωστήρα έμοιαζε με φίδι. Το κορίτσι τρόμαζε και αυτό ήταν το τέλος αυτού του παιχνιδιού μέσα στα γέλια των υπόλοιπων παιδιών.
Μια άλλη φάρσα ήταν η εξής. Σκάβαμε στον (χωμάτινο βέβαια) δρόμο μια λακκούβα ίσα που να χωράει ένα πόδι παιδιού. Ύστερα την γεμίζαμε με κοπριά από κότες και ρίχναμε μέσα νερό. Από πάνω τοποθετούσαμε καλάμια σταυρωτά , πάνω στα καλάμια βάζαμε ένα χαρτί και πάνω του ρίχναμε χώμα ώστε να κρύψει την παγίδα.  Κατόπιν παίρναμε ένα παιδί λέγοντάς του ότι θα του λέγαμε κάτι κρυφά από τους άλλους, περνούσαμε το χέρι μας γύρω από τις πλάτες του και το οδηγούσαμε έτσι ώστε να πατήσει στο μέρος του δρόμου που ήταν η λακκούβα. Το πόδι του έμπαινε μέσα, το παιδί λερωνόταν και αυτό ήταν όλο.
Θέλω να σου πω εδώ Γιωργία ότι ποτέ μου δεν συμμετείχα ενεργά σε ενέργειες όπως αυτές, ή εκείνες με την κοροϊδία  γερόντων. Ούτε όμως μπορούσα να κάνω κάτι για να τις σταματήσω. Δεν ήμουν τόσο δυνατός ώστε να αντιταχτώ ή περισσότερο να επιβάλω τη γνώμη μου.. Έμενα έξω από αυτές, αλλά  μερικές φορές τις ακολουθούσα για να μη φανώ λιγότερο τολμηρός από τα άλλα παιδιά ή για να μην με διώξουν από την παρέα τους. Αυτό με έκανε να ζω κάπως σαν στο περιθώριο όταν έπρεπε να πάρω θέση σε παιδικά καμώματα όπως τα παραπάνω. Τότε δεν αισθανόμουν πολύ άνετα στο βασίλειό μου, που ήταν η οδός Άγιδος στο μικρό κομμάτι της από του Λεωνίδα τον Τάφο, που ήτανε το ένα άκρο του, μέχρι που αυτή να συναντήσει την πρώτη κάθετο που δεν ήξερα ούτε τότε ούτε τώρα πώς λέγεται. 
Η πρώτη κάθετος όμως αυτή, όπως και αν τη λέγανε, είχε κάτι που της έδινε ζωντάνια, χάρη και ομορφιά. Γιατί δίπλα της, και στα δυο της μέρη, κυλούσαν δυο πεντακάθαρα, κελαρυστά, δροσερά μέσα στο καλοκαίρι ρυάκια. Καθόμουν και τα έβλεπα με τις ώρες.
Θύμησες.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου που κάθε μεσημέρι πριν από το μεσημεριανό φαγητό, τα καλοκαίρια, μισάνοιγε την εξώποτρα και κοίταζε έξω. Αν η περίπολος της ημέρας εκείνης ήταν ιταλός στρατιώτης, τότε έβγαζε έξω το χέρι της, που κρατούσε μια ξύλινη κανάτα για νερό, και έκανε νόημα στον φρουρό που έκανε τη βάρδια του στην Άγιδος, δείχνοντάς του προς τη βρύση του Τάφου. Αυτό ήταν η αίτηση της άδειας για να πάει να γεμίσει κρύο νερο από τη βρύση του Τάφου. Και πάντοτε η απάντηση του φρουρού ήταν θετική στο αίτημα της γιαγιάς.
Τη βρύση εκείνη τη λέω βρύση του Τάφου, επειδή έτσι την ήξεραν όλοι. Δεν ήταν μέσα στον Τάφο, ούτε δίπλα του, παρά απείχε καμιά τριανταριά μέτρα από αυτόν. Το νερό της ήτανε κρύο χειμώνα καλοκαίρι και οι περαστικοί του καλοκαιριού σταματούσαν να το γευτούν για λίγο.
Θυμάμαι τον παππού μου με ένα μεταλλικό κυπελλάκι κρεμασμένο στο στήθος του να πηγαινοέρχεται στο σπίτι μέσα. Το κυπελλάκι, που τον πάτο του φρόντιζε η γιαγιά να τον κρατάει υγρόν με νερό που έριχνε κάθε τόσο, το είχε για να ρίχνει μέσα τις στάχτες από τα τσιγάρα που κάπνιζε το ένα μετά το άλλο όλη την ημέρα. Του το είχε επιβάλει η γιαγιά μου για να μη της λερώνει τα πατώματα. Εκείνος το είχε δεχτεί σχεδόν αδιαμαρτύρητα. «Τι να της κάνω ρε Γιώργη αφού επιμένει;», μου είπε όταν του είπα ότι αυτό το πράγμα μου φαινόταν πολύ παράξενο.
Θυμάμαι ότι προσφωνούσα τη γιαγιά μου «λω νόνα». Έλεγε ότι έτσι το βρήκε και έτσι ήθελε να το κρατήσει. Έτσι λοιπόν την προσφωνούσα. Έψαξα όταν μεγάλωσα να βρω τις ρίζες αυτού του «λω» μα χάθηκα μέσα στις διάφορες υποθέσεις. Την ιδιαίτερη πατρίδα του παππού μου και της γιαγιάς μου δεν την ήξερα. 
Θυμάμαι την ημέρα που θα με πήγαιναν για πρώτη φορά στον Παιδικό Σταθμό, που μόλις μια χρονιά πριν είχε ιδρυθεί. Είχα στυλώσει τα πόδια και η μάνα μου με έσερνε. Τέλος δεν άντεξε και με γύρισε πίσω.
Θυμάμαι που όταν κατέβηκε ο Άρης Βελουχιώτης στην Πελοπόννησο, ένας νεαρός αντάρτης πέρναγε από το δρόμο μας κάθε μέρα κατά το μεσημέρι. Ήταν κοντός, με ένα έξυπνο πρόσωπο, με γένια και μακριά μαλλιά,  φορώντας αρβύλες και έχοντας στη μέση του μια ζώνη με σφαίρες και κρεμασμένο ένα πιστόλι. Εμείς παίζαμε ποδόσφαιρο με ένα τόπι φτιαγμένο με κουρέλια από τη μάνα κάποιου. Πάντα μας χαιρετούσε χαμογελώντας. Μια μέρα μας ρώτησε: «θέλετε να σας φέρω ένα καινούργιο τόπι;» Φυσικά και θέλαμε, αν και δεν είχαμε ιδέα πώς θα ήτανε ένα τόπι έξω από κείνο το φτιαγμένο από κουρέλια. Την τρίτη μέρα μετά από την υπόσχεσή του, μας έφερε ένα τόπι. Ήτανε πράγματι ένα ολοστρόγγυλο τόπι, χοροπηδούσε όταν το πέταγες στο χώμα, όμως ήτανε πολύ σκληρό και τις πρώτες μέρες που παίξαμε μ’ αυτό είχαμε όλοι πονεμένα πόδια. Με τον καιρό το συνηθίσαμε. Και για διαφορά από τα άλλα τόπια που κυκλοφορούσανε, το λέγαμε «το τόπι του αντάρτη».
Κάθε καλοκαίρι, όταν ωρίμαζαν τα σταφύλια, η γειτονιά είχε γιορτή. Γιατί τότε ο παππούς μου, κάποια Κυριακή, φώναζε τις γειτόνισσες και τον βοηθούσαν στον τρύγο των σταφυλιών από τις κληματαριές που όπως σου είπα βρίσκονταν του πίσω μέρος του σπιτιού. Γυναικομάνι στο σπίτι, που όλες βοηθούσαν να κοπούν και να συγκεντρωθούν τα σταφύλια σε ένα μέρος του κήπου ειδικά διευθετημένο. Ύστερα αυτά τα μοιράζονταν οι γειτόνισσες μεταξύ τους και τα κουβαλούσαν στα σπίτια τους. Ήτανε δεκάδες οκάδες σταφύλια και τι να τα έκανε όλα ο παππούς.
Έτσι γνώρισα και τον τρύγο. Και κάθε χρονιά ήμουν μάρτυρας του τρύγου, του θέρου και του πόλεμου. Βιασύνη, κόπωση αλλά και χαρά στον τρύγο και στον θέρο, κόπωση χωρισμοί ταλαιπωρία δυστυχία και θάνατος στον πόλεμο. Τον τρύγο τον γνώρισα γιατί κάθε χρόνο φρόντιζα να είμαι παρών όποτε θεριζόταν το δίπλα από το σπίτι μας χωράφι, εκείνο που τα στάχια του με τάιζε η ωραία μου Ελένη. Ως για τον πόλεμο, ζούσα μέσα σ’ αυτόν, αφού βάσταξε μαζί με την Κατοχή μας για πέντε χρόνια. Αστειευόμενος μάλιστα ο πατέρας μου αργότερα, μου έλεγε ότι εγώ έφερα τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (επειδή τη χρονιά που άρχισε αυτός γεννήθηκα κι εγώ).  Αυτά ήρθαν στο μυαλό μου όταν, μεγάλος, πρωτάκουσα την ρήση του λαού «Θέρος τρύγος πόλεμος».
Στο χωράφι αυτό, όταν ήτανε θερισμένο, γερμανοί στρατιώτες έκαναν κάθε πρωί γυμναστική και παίζανε διάφορα αντρικά παιχνίδια. Ένα από αυτά ήτανε να βάζουν μέσα σε μια στρατιωτική κουβέρτα έναν στρατιώτη τους και άλλοι, πιάνοντας την κουβέρτα από τις τέσσερες άκρες της να τον εκσφενδονίζουν όσο πιο ψηλά γινόταν και να τον ξαναπιάνουν μέσα σ’ αυτήν καθώς έπεφτε κάτω. Θυμάμαι πόσο τρόμαζα κάθε φορά πως δεν θα μπορέσουν να τον «πιάσουν».
Εκτός από τα σταφύλια, οι φτωχοί γείτονες προμηθεύονταν και άλλα φαγώσιμα αγαθά από το σπίτι μας-από το σπίτι του παππού. Γιατί ο παππούς, κάνοντας χοντρές δουλειές, και επειδή το χρήμα ήταν δυσεύρετο, πληρωνόταν γι αυτές με τρόφιμα, που στον τόπο όπου έκανε τη δουλειά περίσσευαν. Έτσι είχαμε στο σπίτι αγαθά που οι γείτονες, όπως και οι περισσότεροι έλληνες, τα στερούνταν. Λάδι, μέλι, μαρμελάδες, βούτυρο, όσπρια, δεν έλειπαν από τα κελάρια του σπιτύ. Από αυτά πολλά πήγαιναν λοιπόν στις γειτόνισσες και στις οικογένειές τους, κάτι που αυτές πάντοτε το αναγνώριζαν στον παππού μου.
Θυμάμαι που η γιαγιά έφτιαχνε σαπούνι, κάθε που μαζεύονταν παλιόλαδα σε ένα δοχείο που προορίζονταν γι αυτόν το σκοπό. Έβαζε έξω από το πλυσταριό φωτιά, τοποθετούσε ένα σιδερένιο τρίποδο πάνω της και πάνω στο τρίποδο ένα καζάνι. Εκεί με έναν τρόπο άγνωστόν μου τότε, έφτιαχνε μεγάλες πλάκες σαπουνιού, που χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες του νοικοκυριού και της καθαριότητας. Μου έκανε εντύπωση από τότε, πώς, ένα υλικό φτιαγμένο από λάδι, έδιωχνε το λάδι από τα χέρια. Μέχρι πριν από οχτώ χρόνια φύλαγα στο σπίτι δυο τέτοιες πλάκες σαπούνι. Ώσπου μια μέρα μου λέει η ουκρανή κοπέλα που μου καθάριζε το σπίτι (αλήθεια από τότε που η γιαγιά μου έφτιαχνε το σαπούνι μέχρι να μου καθαρίσει το σπίτι μια ουκρανή, πόσες χιλιετηρίδες έχουν περάσει….): «Κύριε Γιώργο βρήκα δυο κομμάτια χαλασμένο τυρί (!) και τα πέταξα».
Τα σταφύλια που τρυγούνταν όμως ήσαν λιγότερα από όσα εξαρχής υπήρχαν πάνω στις κληματαριές. Γιατί κάποιος μικρός,  όταν τα σταφύλια άρχιζαν να κοκκινίζουν-ή να ασπρίζουν, ανάλογα με τη ράτσα τους- έπαιρνε τη βαριά σκάλα που υπήρχε πάντοτε στον κήπο, την πήγαινε στις κληματαριές και τρυγούσε πριν από τον τρύγο. Ο μικρός αυτός βέβαια ήμουν εγώ. Το ίδιο έκανα και με τις ροδιές του κήπου. Όταν άρχιζαν να σχηματίζονται τα ρόδια και ενώ ακόμα μέσα ήσαν τελείως άσπρα, τα έτρωγα με μεγάλη μου ευχαρίστηση! Με λαιμαργία μεγαλύτερη όμως καταβρόχθιζα τα καϊσια από την καϊσιά που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στον τοίχο του κήπου που μας χώριζε από τον κήπο του σπιτιού που βρισκόταν δίπλα μας. Στο δίπλα αυτό σπίτι έμενε η οικογένεια Κρούσκα, που η κόρη τους ήτανε η μετέπειτα ηθοποιός Βέρα Κρούσκα. Δεν θα ξεχάσω ώσπου να πεθάνω τη γεύση, το άρωμα και τη νοστιμιά αυτών των καϊσιών.  

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

To κάτεργο

Όσο περσότερο με αγνοεί
τόσο μ’ανάβει το μεράκι
να τήνε δω ένα πρωί
για με να λιώνει σαν κεράκι.

Μα είμαι σίγουρος σα γίνει αυτό
πως τότε εγώ εκείνος θα ’μαι
που την καλή μου θ’ αγνοώ-
ναι, έτσι σίγουρα θε’ να ’ναι.

Λοιπόν μου φαίνεται πως μια
σκλαβιά ειν’ η αγάπη-τίποτ’ άλλο 
και πως δεν ειν’ ο έρωτας παρά
μόνο ένα κάτεργο μεγάλο.
Απ’  το χώμα

Τι θες το γέλιο άνθρωπε
αφού δεν ξέρεις πότε
και πόσο πρέπει να γελάς…
τη λύπη άφησέ την
αφού λυπάσαι πράγματα
που λύπη δεν αξίζουν...

Χαρά, θυμό, αφοσίωση,
έκπληξη, αδιαφορία,
πέταξ’  τα αφού δεν έμαθες
σε ποιόνε να τα δείξεις.

Ύστερα τα ίδια πρόσωπα
που τώρα αξιζουν τούτο
αύριο τ’ άλλο απαιτούν
και πάει πια χαμένο

κι άπρεπο μοιάζει όποιο πριν
αίσθημα είχες νιώσει.
Κάθισε μόνος στη γωνιά
του δωματίου σου κι άσε

ό,τι αισθάνεσαι, εκεί,
στους τοίχους να χτυπάει-
στο πάτωμα να σέρνεται
να πίνεται απ’ το χώμα.
Η πρώτη αγνότητα

Υπέροχο βράδυ.
To βιβλίο γυρισμένο στην πρώτη του σελίδα
τo φεγγάρι στην πρώτη του λάμψη
η θάλασσα στην πρώτη της μαγεία
και συ κλεισμένη στην πρώτη σου αγνότητα.
Με ζώα

Παλιά για να ’βρεις αγκαλιά
παλιά για να ’χεις δυο φιλιά
με την ντροπή είχες να παλέψεις
και τα φιλάκια να τα κλέψεις.

Πριν απ’  τη φλόγα των μελών
είχες τη φλόγα των παρειών
την απαλή πρώτα να σβήσεις
προτού την άλλη να τρυγήσεις.

Μα τη δική της πεθυμιά
’μένα δεν έστερξε καμιά
με τη δική της να ταιριάξει-
ερωτικά να με κοιτάξει.

Τώρα οι κοπέλες η ντροπή
ούτε που ξέρουν τι θα πει
και σαν τα ζώα ζευγαρώνουν
αμέσως μόλις ανταμώνουν.

Έξαψη μόνο την παρειά
την κοκκινίζει τώρα πια
και αγριάδα και βιασύνη
σεμνότη και ντροπή έχουν γίνει.

Έτσι γυναίκειο χάδι εγώ
ούτε και τώρα δεν τρυγώ. 
Κι ούτε καμιά προσπάθεια βάνω:
με ζώα τι έρωτα να κάνω.
To κομμάτιασμα του Ορφέα

"Παρ’ το μαχαίρι!
Κόψ’ του το κεφάλι!
Χώρισ’ το από το σώμα
που καμιά γυναίκα
να το χαρεί δεν είχε αφήσει
αφότου έχασε την Ευρυδίκη.
Κόψ’  το!
Βαθιά του χώσε το μαχαίρι!
Και μες στην κίνησή σου όλη βάλε
την πίκρα που μας είχε ποτισμένες:
να τον ποθούμε μεις κι αυτός να φεύγει, 
κι ανέραστος να μένει,
λες κι από μας καμιά γυναίκα η Κύπρι
με ωραίο δεν επροίκισε ένα σώμα
και δεν της έχει δώσει
τέχνες και νάζια της γλυκιάς αγάπης.
Βάλε στο χέρι την εκδίκησή μας
γιατί απρόσεχτες μας είχε αφήσει.

Απρόσεχτη να μένει η γυναίκα...
και πώς ο κόσμος μας θα προχωρήσει;
πώς τ’  άλλο το πρωί θα έβγει ο ήλιος;
πώς θα λαλήσει στο κλαρί τ’ αηδόνι;
Χτύπα λοιπόν! Του πιάνω τα μαλλιά του
και τούτη βάνω τη μεγάλη πέτρα
κάτω απ’ τον ασπροκέρινο λαιμό του. 
Α! Έτσι! Να λοιπόν η κεφαλή σου
που τέτοια σου  λεγε να πράττεις έργα.
Χείλη αφίλητα... μαλλιά και στήθη
αχάϊδευτα απ’  του έρωτα το χάδι...
Τι να σας πω;..
Να πάτε να χαθείτε;
Χαμένα ήσασταν και πριν και τώρα.
Χαμένο ό,τι δε βρίσκει την αγάπη.

Δος το μαχαίρι.
Βγάλ’ του το μανδύα-όσα κομμάτια του  χουν απομείνει από το ξέσχισμα που με τα νύχια του εκάμαμε
όσο ακόμα εκείνος ζούσε.
Γύμνωσ’ το στήθος του που σαν μια πέτρα
έχει αναίσθητο πια τώρα μείνει.
Γύμνωσ’ το να το δούμε τώρα κάνε
γιατί τις πλάτες του ξέραμε μόνο.
Γύμνωσ’  το στήθος του να το ξεσκίσω
και να του ξεριζώσω την καρδιά του... 
Καρδιά κι αυτή... κρυότερη απ’  το χιόνι...
Βράχος αν ήτανε θα με κοιτούσε
όταν γυμνή εφάνηκα μπροστά του
τάχα τα ρούχα μου πως είχα χάσει.
Τρίχες πυκνές... κατάμαυρες... λες θέλουν
και πεθαμένον να μας τόνε κρύψουν...
Πάρε το χέρι σου…
Να! Πάρ’  την πρώτη!
Να και τη δεύτερη!
Να και την τρίτη!
Μία για κάθε όχι σου σε μένα.

Ζεστό κι αχνίζει το κορμί του ακόμα… 
Ζέστα κι αχνός που όσο κι αν ποθούσα
δεν μπόρεσα ποτέ μου να τα νιώσω.
Πάρε και τούτη! Αντίσταση πια τώρα
δε θα μου φέρεις. Ότι θέλω κάνω
απάνω στο δικό μου πια κορμί σου.
Να η καρδιά...
φέρε και το κεφάλι...
Ας γίνουνε ψαριών τροφή τα δυο τους 
στη θάλασσα-στο κύμα τα πετάω..."
Έρως κεραυνοβόλος

Μια τέτοιου είδους ταραχή
πρώτη φορά τη νιώθω...
Τι χτύποι εκείνοι της καρδιάς!
Τι χλώμιασμα! Τι μέθη!
Πώς γίναν κρύα τ’  άκρα μου!
Πώς μ’ άδραξεν η ζάλη!..

Και τέλος όταν μπόρεσα
πάλι να κυριαρχήσω
στον εαυτό μου-τι αλλαγή
μέσα μου είχε γίνει-
πώς μ’ είχε κάνει ο έρωτας
παντοτινό του σκλάβο!
Μη γεράσεις ποτέ

Μη γεράσεις ποτέ.
Μην αφήσεις το χρόνο ν’ ασπρίσει τα μαύρα μαλλιά σου.
Μη γεράσεις ποτέ.
Και ποτέ μια γυναίκα πως δε βρήκε ζεστή τη θερμή αγκαλιά σου
μην αφήσεις να πει.

Μη γεράσεις ποτέ.
Η παιδιάστικη φλόγα των ματιών σου ποτέ ας μη σβήσει
κι ότι όλες τις χάρες της ζωής έχεις ζήσει
ποτέ μην το πεις.

Όταν σκύβεις ποτέ
μη σε σπρώχνει το βάρος κάποιας άθλιας καμπούρας
και τα δυο σου τα χέρια
μη γνωρίσουν ποτέ
τη λαβή της μαγκούρας.

Σκύβε μόνο σα θέλεις
λουλουδάκια να κόψεις σε κοπέλα να πας
και μαγκούρα να παίρνεις
μοναχά όταν θέλεις μαγκουριές να σκορπάς.

Αλλ’ απ’ όλα πιο πάνω
μια να είναι η ελπίδα-μια να είναι η ευχή σου-
να μη δεις μια ρυτίδα
να χαράζει κρυφά την ψυχή σου.

Κι αν θα δεις κάποια μέρα
πως αμφίβολες γνώμες σου ζαλίζουν τη σκέψη
κι ότι άλλα πιστεύει η ψυχή
απ’  αυτά που  χε πρώτα πιστέψει-
κι αν θα δεις κάποια μέρα
πως αδύνατο είναι όλα τούτα να κάνεις
μη διστάσεις ποτέ-
το καλλίτερο είναι στη στιγμή να πεθάνεις.
Τώρα
(στη Βασιλική)

Ας πέθαινα τώρα
που ο ήλιος σκορπά τόσο λάμπος.
Ας πέθαινα τώρα
που άνθη γεμάτος ο κάμπος.

Ας χάνομουν τώρα
στο κύμα βαθιά το ζεστό κι απαλό
που έτσι με πνίγει
καθώς το γλυκό σου το στόμα φιλώ.

Ας έσβηνα τώρα
στου έρωτα μέσα τη θεία ορμή
που όταν τ’ αγγίζω
με βια ξεχειλίζει τ’ ωραίο σου κορμί.

Ας έλιωνα τώρα
μες σ’  ό,τι απρόσμενα έτσι ποθώ-
πριν τ’ όνειρο σβήσει
βαθιά στον αιώνιο τον ύπνο ας δοθώ.

Ας πέθαινα τώρα
που τρόμος τον ύπνο δεν κόβει.
Ας πέθαινα τώρα
που έχουν πεθάνει όλοι οι φόβοι.
Αυτή που αγαπάω

Αυτή που αγαπάω
μαζί μου περπατάει
αυτή που αγαπάω
μ’  αγγίζει-με φιλάει.

Αυτή που αγαπάω
με γλύκα μου μιλάει
αυτή που αγαπάω
στ’  αστεία μου γελάει.

Αυτή που αγαπάω
στα μάτια με κοιτάει 
μα, αυτή που αγαπάω,
αλί-δε μ’  αγαπάει.
Β 
ΣΠΑΡΤΗ
Γεννήθηκα στη Σπάρτη το 1939. Στις 3 Ιουλίου. Ημέρα Δευτέρα. 
Έζησα εκεί μέχρι τα έξη χρόνια μου.
Το σπίτι του παππού μου (πατέρα της μητέρας μου) όπου μέναμε, απείχε λιγότερο από εκατό μέτρα από το κενοτάφιο του Λεωνίδα («Του Λεωνίδα ο τάφος» λεγόταν από όλους τότε).
Το σπίτι του παππού μου ήταν μεγάλο, με έναν μεγάλο πήπο όπου υπήρχαν πορτοκαλιές, μανταρινιές, ροδιές, μια θεσπέσια καϊσιά, ενώ στο πίσω μέρος του σπιτιού υπήρχαν πολλές κληματαριές κατά μήκος ενός παραλληλεπίπεδου χώρου, που τα κλαδιά τους και τα βαριά σταφύλια τους στηρίζονταν πάνω σε μια μακρόστενη και γερή κρεβαταριά.
Είχε τρεχούμενο νερό, με βρύσες στην κουζίνα, στην τουαλέτα, στον μακρύ διάδρομο του σπιτιού στα δεξιά του οποίου μπαίνοντας βρίσκονταν τα δωμάτια, στο κατώγι. Στην τουαλέτα είχε και μπανιέρα.
Επρόκειτο λοιπόν για ένα άνετο σπίτι. Ο παππούς μου ήταν μεγαλοϋδραυλικός. Λέω «μεγαλο»-υδρυλικός γιατί αναλάμβανε μεγάλες δουλειές μαζί με τις μικρές. Ήταν ο πρώτος, όπως έλεγε ο ίδιος, που έφερε σόμπες πετρελαίου στη Σπάρτη. Έφτιαχνε ψυγεία πάγου τα οποία και εμπορεύονταν. Αναλάμβανε μεγάλες υδραυλικές εργασίες. Μεταξύ άλλων άκουγα ότι είχε κατασκευάσει το υδραγωγείο της Τρύπης.  Πηγαινοέρχονταν συχνά στην Αθήνα καθώς και στα γύρω της Σπάρτης χωριά για δουλειές.
Καταλαβαίνεις ότι ένα σπίτι τέτιο ήταν ιδανικό για να μεγαλώσει ένα παιδί. Και αλήθεια, στη Σπάρτη, στο σπίτι αυτό, έζησα τα μόνα ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου. 
Σου είπα αυτά για το σπίτι ώστε να μπορείς να συγκρίνεις με αυτό τα σπίτια που έμεινα κατόπιν. 
Πολλές αναμνήσεις από τη Σπάρτη. Η πρώτη αφορά στην Ελένη, μια δεκαεξάχρονη φιλενάδα της μητέρας μου που έμενε απέναντί μας. Μια πανέμορφη κοπέλα. Όταν ήμουν ενάμισυ με δυο χρονών, με έπαιρνε αγκαλιά πολλά βράδια και πηγαίναμε στου Λεωνίδα τον Τάφο. Τότε ο Τάφος ήτανε περιφραγμένος με μάντρα και κάγγελα. Ήταν ένας χώρος εκατό με εκατόν πενήντα τετραγωνικών μέτρων. Μέσα του ήσαν τοποθετημένες μεγάλες ορθογώνιες  πορώδεις πέτρες, που άφηναν μικρούς διαδρόμους μεταξύ τους. 
Μετά τον Τάφο άρχιζε ο ελαιώνας.
Όταν φτάναμε, η Ελένη με γύμνωνε από τη μέση και κάτω και μου χάιδευε και μου φιλούσε τα γεννητικά μου όργανα. Θυμάμαι ότι μου άρεσε αυτό και ότι το περίμενα κάθε φορά. Μετά από αυτό η Ελένη με τάιζε σιτάρι που έκοβε από το δίπλα στο σπίτι μας χωράφι. Μεστό σιτάρι αλλά όχι ξεραμένο. Έβγαζε τα άγανα από κάθε σπυρί και μου το έβαζε στο στόμα. Η μητέρα μου κάθε που η Ελένη πήγαινε να μου δώσει σιτάρι όταν ήτανε κι αυτή μπροστά, δεν την άφηνε «για να μην πνιγεί το παιδί» από κάποιο άγανο που θα είχε ξεφύγει. Εγώ ήξερα ότι δεν έπρεπε να τρώω τα στάχια που μου έδινε η Ελένη στου Λεωνίδα τον τάφο, όμως μου άρεσαν και τα καλοδεχόμουνα.
Βλέπεις Γιωργία πως από τη μικρή εκείνη ηλικία με είχαν σημαδέψει ο έρωτας και ο θάνατος, τα στοιχεία που έμελλε να με εξουσιάζουν σε όλη τη ζωή μου.
Ο Τάφος του Λεωνίδα και το πνίξιμο από τα άγανα, να ο θάνατος και ο τάφος μου. Τα χάδια της Ελένης, να ο έρωτας. Αργότερα, όταν πήγα στο σχολείο και έμαθα για τη Σπάρτη, σκεφτόμουν τι τέλεια που έδεναν η ομορφιά της Ελένης μου με την Ωραία Ελένη του Πάρι και ο έρωτάς μου μαζί της,  ο θεληματικός θάνατος του Λεωνίδα με το θάνατο από τα στάχια που πιθανό να μου είχε συμβεί. Και να και ο Τάφος όπου μέσα του έζησα ολοζωής. Και όταν άρχισα να γράφω στίχους δεν έκανα άλλο από το να υπηρετώ τη μοίρα μου-να ασχολούμαι δηλαδή με το Θάνατο και τον Έρωτα, τις δυο όψεις του νομίσματος της ποίησης.
Η Σπάρτη. Το 1939 και μέχρι το 1945 που έφυγα από τη Σπάρτη, η πόλη διατηρουσε το αθώο και γλεντζέδικο ύφος του μεσοπολέμου, όπως έμαθα αργότερα. Βέβαια μέσα στην Κατοχή δεν μπορεί κανείς να μιλάει για γλέντι, όμως ο απόηχος της αγνής και αλλέγρας ζωής δεν χάθηκε παρά αργά αργά από τη Σπάρτη μετά το τέλος του πολέμου, όταν η μεταπολεμική ζωή με όλα της τα αντιανθρώπινα έφτασε να χτυπήσει και την πόρτα της Σπάρτης. Και πάλι όμως χωρίς να καταφέρει να την αλώσει πλήρως. Η περίσκεψη, η αγνότητα, η λιτότητα της Σπάρτης, κληρονομιές της αρχαίες, δεν την άφησαν να γίνει άθυρμα στα νύχια της νέας ληστρικής κατάστασης πραγμάτων. Απόδειξη γι αυτό το αθώο και γλεντζέδικο ύφος της Σπάρτης ήτανε για μένα μια φωτογραφία της μητέρας μου ντυμένης απάχισσας κάποιες προπολεμικές απόκριες, σε διάφορες πόζες. Κάτι που για να το ξαναδώ σε ελληνίδα, έπρεπε να περάσουν οι γερμανοιταλοί από την Ελλάδα,να φουντώσει ένας εμφύλιος και να αρχίσει διαρκώντας για δεκαετίες η ανοικοδόμηση της χώρας. Τόσα χρόνια χαμένα.

Ο παππούς μου ήταν ένας αλεέγρος άνθρωπος, ζεστός, καλοσυνάτος. Κάθε τόσο μαζευε τα παιδάκια της γειτονιάς και έπαιζε μαζί τους τις κουμπάρες. Τα χώριζε σε οικογένειες, τους μοίραζε ρόλους και επαγγέλματα, τους προμήθευε με τα απαραίτητα παιχνίδια. Έκανε βαφτίσια και γάμους μοιράζοντας κάθε φορά άφθονα τις καραμέλες και τα γλυκά. Τα παιδάκια τον λάτρευαν. Κάθε καλοκαίρι, όταν εμείς μέναμε πια στην Τρίπολη, ερχόταν και μας έβέπε για λίγο. Κάποια από αυτές τος φορές, ενώ βαδίζαμε σε δρόμο της Τρίπολης, φάνηκε να έρχεται από απέναντι ένα στρουμπουλό, ξανθό και όμορφο κοριτσάκι. Φτάνοντας στο ύψος μας, ο παππούς μου, που από μακριά μιλωντας σε μένα εκθείαζε τα κάλλη του δωδεκάχρονου περίπου κοριτσιού, μπήκε μπροστά του σταματώντας το και του είπε με σημασια «κοριτσάκι μου τα φρατολάκια σου!...», εννοώντας τα μπράτσα του κοριτσιού. Και τίποτε άλλο. Καθένας μετά από αυτό πήγε στη δουλειά του-και εμείς και το κορίτσι.
Ήταν τότε εβδομήντα χρονών ο παππούς μου.
Θύμησες.
Η Κούλα ήτανε μια άλλη νεαρή γειτονοπούλα, που το σπίτι της ήτανε διπλα στου Λεωνίδα του Τάφο. Από αυτήν έχει μείνει στη μνήμη μου η εικόνα καθισμένος εγώ, τριών χρόνων μπόμπιρας, στο μέσα μισό του πρεβαζιού του παραθύρου του σπιτιού της, ενώ στο άλλο μισό του πρεβαιζού ήταν ένα πιάτο γεμάτο με δροσερά κομμάτια λαχταριστού καρπουζιού μέσα στη μεσημεριάτικη κάψα. Και η Κούλα να μου λέει κάθε τόσο: «πές ζήτω ο βασιλιάς». Και όταν το έλεγα με τη μπεμπεκίστικη γλώσσα μου, ένα κομμάτι καρπουζι έμπαινε κάθε φορά στο στόμα μου.
Η Κούλα μεγαλώνοντας άνοιξε στη Σπάρτη ένα ευπρεπές, ζηλευτό και προσοδοφόρο κομμωτήριο.
Μεγάλωνα κι εγώ. Τρία, τέσσερα, πέντε, έξη χρόνια μέτρησα πριν φύγω από τη Σπάρτη.
Θύμησες.
Ο καλλίτερος φίλος μου τα χρόνια αυτά ήταν ο Κωστάκης. Συνομήλικός μου.
Το σπίτι του απέναντι ακριβώς από το δικό μου.
Γιος της Ποτίτσας. Είχε δυο αδέρφια και μία αδερφή, τη Γιωργία.
Η Ποτίτσα ήτανε θεία της (ωραίας) Ελένης. Εμεναν σε ένα υπόγειο. Φτώχεια. Τον άντρα της, κουμουνιστή, τον είχαν σκοτώσει οι ταγματασφαλίτες. Η κόρη της Γιωργία, μετά από κάποιο ατύχημα έχασε το ένα πόδι της. Ήτανε δασκάλα στο Ξηροκάμπι. Αργότερα διαδόθηκε η φήμη ότι αυτικτίνησε. Όπως και να είναι, πέθανε νέα.
Με τον Κωστάκη κάναμε πολλά παιχνίδια. Ήμασταν σχεδόν κάθε ώρα μαζί, είτε οι δυο μας είτε με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Μπαίναμε στου Λεωνίδα τον Τάφο και παίζαμε ό,τι παιχνίδι μπορούσε να φανταστούμε. Ο Τάφος ήτανε βέβαια περιφραγμένος, όμως από το χώρο που άφηνε το κάγγελο το αμεσως μετά την σιδερένια πόρτα του Τάφου, με την πόρτα του, χωρούσε το σώμα μας και μπαίναμε μέσα. Ένα παιχνίδι μας ήτανε να πιάνουμε σαύρες. Οι σαύρες κρύβονταν μεσα στις τρύπες που υπήρχαν στις ογκώδεις αλλά και πορώδεις πέτρες του Τάφου. Κόβαμε ένα αγριόχορτο και με την χλωρή αλλά ανθεκτική άκρη του φτιάχναμε μία θηλειά. Τη θηλειά την προσαρμόζαμε σε κάποια οπή κάποιας πέτρας όπου είχαμε δει ή που υποθέταμε ότι μέσα της υπήρχε μία σαύρα. Όταν η σαύρα έβγαζε το κεφάλι της από την τρύπα, τραβούσαμε το χόρτο βίαια προς τα πάνω και αυτό ήτανε, η σαύρα είχε πιαστεί. Αφού δείχναμε το κατόρθωμά μας στους άλλους, αφήναμε πάντοτε ελεύθερη τη σαύρα.
Μια μέρα ο Κωστάκης, ένας αδερφός του (δεν θυμάμαι το όνομά του) κι εγώ, πήγαμε να μαζέψουμε ξύλα από τον ελαιώνα. Τα μαζεύαμε, τα βάζαμε το ένα πάνω στο άλλο, δέναμε με σπάγκο το δεμάτι, και το κουβαλούσαμε στην πλάτη ως το σπίτι του Κωστάκη, που από κει και πέρα το αναλάμβανε η κυρα-Ποτίτσα. 
Μια μέρα βρεθήκαμε μπροστά σε μια ελιά που είχε μια μεγάλη κουφάλα. Στο στόμιο της κουφάλας δυο τρεις μέλισσες πηγαινόρχονταν. Είχα ακούσει ότι στις κουφάλες συχνά υπήρχαν μελίσσια. Και ότι οι μέλισσες όταν υπάρει καπνός βγαίνουν από την κουφάλα. Χάμου υπήρχαν πολλές σβουνιές-ξέρεις τι είναι η σβουνιά, είναι τα ξεραμένα κάπρανα των αγελάδων.
Παίρνω λοιπόν μία, της βάνω φωτιά και την πετώ μέσα στην κουφάλα.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ αυτό που έγινε. Ένα άλλο νέφος βγήκε από τη φωλιά και έπεσα καταπάνω μας. Το νέφος αυτό το σχημάτιζε πλήθος μεκισσών. Ακόμα τρέχουμε.
Μιαν άλλη φορά ο Κωστάκης είχε μια ιδέα. Ήθελε να μάθει τι καταλαβαίνουν οι μεγάλοι που καπνίζουνε. Μια μέρα λοιπόν πήραμε τους δρόμους της Σπάρτης και αρχίσαμε να μαζεύουμε γόπες. Αποτσίγαρα. Αφού γεμίσαμε τις χούφτες μας, πήγαμε στη γειτονιά μας και μπήκαμε στην αυλή του σπιτιού της κυρ-Τασίας, μιας γειτόνισσας που ξέραμε πως τέτια ώρα λείπει από το σπίτι. Κρυφτήκαμε πίσω από την πόρτα της αυλής της, ανάψαμε τα αποτσίγαρα και αρχίσαμε να καπνίζουμε όπως μπορούσαμε. Δεν είχαν τελειώσει ούτε οι μισές γόπες, νάσου η κυρα-Τασία. «Βρε! Τι κάνετε εδώ; Έξω γρήγορα.» Φοβηθήκαμε πως θα το έλεγε στις μανάδες ας . Όμως φαίνεται πως δεν το έκανε γιατί δεν τιμωρηθήκαμε γι αυτό.
Ύστερα από τετια επαφή με τα χώματα και τις κάθε είδους βρωμιές, λες να υπήρχε λόγος να εμβολιαστούμε ενάντια σε οποιαδήποτε αρρώστια; Μα εμβολιαζόμασταν κάθε μέρα για κάθε είδους αρρώστια. Φαντάζεσαι τι αντισώματα δημιουργήσαμε μόνον εκείνη την ημέρα που βάλαμε στο στόμα μας και ρουφούσαμε όσες βρωμιες δεν θα έχει βάλει στο στόμα του ένας σύγχρονος όσο και να ζήσει; 
Τα παιδιά της γειτονιάς συνήθιζαν να παίρνουν το κατόπι γριές και γέροντες κοροϊδεύοντάς τους και πετροβολώντας τους.  Ποτέ δεν τους ακολούθησα σ’ αυτό.  Λυπόμουν τους κακόμοιρους τους γέρους και σκεφτόμουν «Αφού κι αυτά τα παιδιά θα γεράσουν. Δεν το σκέφτονται αυτό; Θα ήθελαν να τους φέρονται έτσι τα τότε παιδιά;» Δεν ήμουν όμως ο μάγκας της παρέας ώστε να τους επιβάλω να μη το κάνουν.  Μάλιστα σε μια γριούλα που έμενε απέναντι από τον Ταφο είχαν φτιάξει και ένα τραγουδάκι που της το έλεγαν κυνηγώντας την και πετροβολώντας την. Ήταν το εξής, που λεγόταν με κάποιο σκοπό  γνωστόν σε όλα τα παιδιά από την συχνή χρήση: «Κυρα-Γιώργαινα την παντόφλα σου-την έχασα-την έβρηκα-την πούλησα-μια πεντάρα-μια δεκάρα-ούξω παλιο-γαϊδάρα»! Η καημένη συνήθιζε να βγάζει την παντόφλα της και να την εκσφενδονίζει ενάντια στους διώκτες της. Ίσως αυτό ενέπνευσε σε κάποιους και το τραγουδάκι…
Μια μέρα ο Κωστάκης κι εγώ βρεθήκαμε στο πίσω μέρος του σπιτιού του. Εκεί, χωρίς να μπορώ να θυμηθώ πώς άρχισε, βρεθήκαμε, μπόμπιρες τεσσάρων χρόνων, να στεκόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο και σηκώνοντας ψηλά εναλλάξ το μπατζτάκι του παντελονιού μας, να δείχνουμε ο ένας στον άλλο τα γεννητικά του όργανα. Ιδέα δεν έχω πώς και γιατί. Μια υποσυνείδητη αντίδραση στον «πολιτισμό» που έντυσε με ρούχα τον άνθρωπο; Μια επιβεβαίωση της ιδέας ότι είμαστε κι οι δυο του ίδιου φύλου, κάτι που θα επιβεβαίωνε και θα δυνάμωνε τη φιλία μας; Η φωνή της ανυποψίαστης μητέρας του Κωστάκη που βρέθηκε ξαφνικά στο χώρο («φύγετε από δω-έχω να ανάψω το φούρνο») μας χάλασε την… μυστηριακή τελετή.
Το μαγαζί του παππού μου ήταν στο κέντρο της πόλης. Από τεσσάρων χρονων είχα μάθει τη διαδρομή από το σπίτι προς αυτό και είχα το ελεύθερο να πηγαινοέρχομαι. Τότε τα μαγαιζά δεν έκλειναν το μεσημέρι παρά μόνον αν και όποτε το επιθυμούσε ο καταστηματάρχης. Κάθε μεσημέρι λοιπόν, πήγαινα στο μαγαζί του παππού. Εκεί θαύμαζα τα εργαλεία ή έπαιζα μ’ αυτά προσπαθώντας να μιμηθώ τα έργα των μεγάλων-είχα γι αυτό την πλήρη ελευθερία από τον παππού μου. Συνεταίρος του παππού ήταν ένας άνρας ψηλός και εντάξει τύπος, νεότερος από τον παππού μου. Ο Καραμπίνης. Κουμουνιστής που δει είχε «υπογράψει» και τα λαιπωρήθηκε στις φυλακές.  Σχεδόν
κάθε μεσημέρι λοιπόν βρισκόμουν στο μαγαζί του παππού. Ο λόγος περισσότερο ήτανε ότι κάθε μεσημέρι περνούσε από εκεί ο «παγωτάς», που πάνω σε ένα τρίτροχο χειρονίκητο καροτσάκι κουβαλούσε έναν κάδο γεμάτο παγωτό και περιτριγυρισμένον από πάγο. Και διαλαλούσε το εμπόρευμά του φωνάζοντας κάθε τόσο «ο παγωτάααας! Κασάτο παγωτόοοο!..»  Ο παππούς τότε έβγαζε από την τσέπη του ένα πενηνταράκι που αστραπιαία μετασχηματιζόταν σε ένα κασάτο παγωτό που αυτό με την ίδια ταχύτητα έμπαινε στο στομάχι μου.
Το πενηνταράκι ήταν η αξία του παγωτού. Ήταν ένα μεγάλου σχήματος κόκκινο χαρτονόμισμα που δεν ξέρω τι πενήντα αντιπροσώπευε: δραχμές; χιλιάδες δραχμές; εκατομμύρια δραχμές; δισεκατομμύρια δραχμές; γιατί τα χρόνια εκείνα ήταν τα χρόνια του ασυγκράτητου πληθωρισμού. 

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Ο βωμός

Σαν τους αρχαίους έλληνες έχω κι εγώ υψώσει
ένα βωμό στη μέγιστη την άγνοια μου την τόση  
ένα βωμό που τον κρατώ μες στην ψυχή βαθιά μου-
ένα βωμό στο Άγνωστο και Μέγα ποίημά μου.

Υπάρχει ο άγνωστος θεός-όλα μου το φωνάζουν
και όλοι οι άλλοι μου θεοί το δρόμο του ’τοιμάζουν
ξέρω, σε κάποιο γύρισμα του βίου μου του φαύλου
θα  γροικηθεί λυτρωτική η φωνή του Θείου Σαύλου.
Όπου μας πάνε

Χωρίς ν’ ανήκουμε σε μια ομάδα
χωρίς κουρτίνες στα μάτια εμπρός
της σκέψης άσβηστη πάντοτε η δάδα
το δόγμα αιώνιος για μας εχθρός.

Χωρίς δεσμεύσεις και παραζάλη
το δρόμο παίρνουμε τον καθαρό
κι αν λάθος κάνουμε πάλι και πάλι
δρόμο αλλάζουμε με τον καιρό.

Πολλές προτάσεις να ενταχτούμε
σε κάποια φόρμα ελκυστική
στραβά τα ίσια για να δεχτούμε
και να ’ν’ για μας η ζήση φιλική.

Όμως ελεύθερο το πνεύμα να ’ναι
άλλη ωραιότερη δεν ειν’ χαρά.
Ζητιάνοι να  μαστε κι όπου μας πάνε
τα όνειρά μας τα καθαρά.
Όλα φθορά

Ατέρμονη ρουτίνα στη δουλειά
κάποτε κάποτε μια αγκαλιά
αγώνας άγχος και φασαρία
η ίδια πάντοτε ιστορία.

Από το λίκνο κι ως τη θανή
χαρά κι ελπίδα δε θα φανεί
ο βίος είναι μονάχα πόνος
και μόνος ο άνθρωπος-μόνος-μόνος.

Μικρά μεγάλα όλα φθορά
κι όλα πουλιούνται στην αγορά
βιασύνη, ζήλεια, αιδώς, βλακεία,
όλα στο κόστος-μικρή αξία.

Και προχωρούμε χωρίς σκοπό
προς δύο μέτρα χώμα νωπό
κι όλη η ζωή μας μία οδύσσεια
από τη μήτρα στα κυπαρίσσια.
Της Πλάνης

Ο ουρανός μου βρέχει αίμα
χοντρές οι στάλες του χτυπάνε
το ντελικάτο μου κορμί
κι έτσι ως πέφτουνε μ’  ορμή
λες και να σβήσουνε ζητάνε
της ύπαρξής μου τ’ άθλιο ψέμα.

Μα με τσιμέντο έχει πετρώσει
κι έχει με σίδερο πλαστεί
της Πλάνης τ’ άγριο πουλί
και ίδια ολόπικρο χαλί
χοντρά φτερά έχει σκεπαστεί
που ολόγυρά του έχει απλώσει.
Στη Γαλήνη

Από κει όπου ήρθα θα πάω
ως ποτέ να μην είχα
εις τη γη πάνω υπάρξει.-
την ψυχή της ταράξει.

Όλα είναι στην τρίχα
και γι αυτό δε ρωτάω.
Θα βρεθώ σ’ ένα τόπον οικείο
σα βρεθώ στη Γαλήνη

και στο κρύο του Τίποτα
και θα πίνω ηδύποτα
από της Λήθης την κρήνη
σ’  ένα κύπελλο λείο.
Τουλάχιστο

Αν είσαι πάνω και μας κοιτάζεις
λαών τις μοίρες και αν χαράζεις
τότε αλίθωρος πρέπει να ’σαι
μεγαλοδύναμε, ή να κοιμάσαι.

Αν είσαι πάνω και μας κοιτάζεις
ζωές ολόκληρες κι αν ρημάζεις
τότε φιλεύσπλαχνος διόλου δεν είσαι
μεγαλοδύναμε κι ας θεωρείσαι.

Αν είσαι πάνω και μας κοιτάζεις
κι αν έχεις δύναμη να διατάζεις
κι είσαι καλός, πάψε να παίζεις
και τους πιστούς σου να περιπαίζεις.

Μεγάλωσέ μας-δυνάμωσέ μας
δώσε ν’  αντέξουμε στα φοβερά
τ’ άγρια αστραπόβροντα που πανωθέ μας
εξαπολύεις τα φοβερά.

Μ’ απ’ όλα πιότερο αν είσαι αλήθεια
κι αν έχεις άντρα καρδιά στα στήθια,
σε μας τους άντρες δώσε καρδιά
τα χρέη να σ’ κώσουμε τα φοβερά

που συ μας έταξες να βαστούμε.
Μ’ ακόμα αν ίσως-άκου κι αυτό-
μες στη ζωή μας να κουραστούμε
ή να κιοτέψουμε το ’χεις γραφτό,

χωρίς καθόλου να στο ζητήσει,
σε τέτοιον άντρα-δεν είναι δίκιο;-
που συ του στέρησες μια αντρίκια ζήση
δώστου τουλάχιστο θάνατο αντρίκιο.
Τα δυο φιλιά

Περίμενε και θα ’ρθουν δυο φιλιά
θα  ρθούν από μακριά για σένα
στην καυτερή τους την αγκαλιά
να σε τυλίξουν λαχταρισμένα.

To ’να της άγριας αγάπης θα ’ναι
τ’ άλλο του θάνατου το κρύο φιλί
κι έτσι τα δυο καθώς θα σε πονάνε
πες αν μπορείς ποιο καίει πιο πολύ.
Γυρισμός

Του γυρισμού η ευτυχία το βράδυ στο σπιτάκι
μετά το μόχθο της δουλειάς
του θάνατου η λύτρωση ένα βράδυ στο σπιτάκι
μετά το μόχθο της ζωής.
ΔΙΕΞΟΔΟΣ

Σαν με τραβά η στενοχώρια
και με κατέχει ο θυμός
της φαντασιάς στενεύουν τα όρια
της λογικής φράζει ο ηθμός.

Με βιάση μια τότε ξεχύνω
πα’ στο χαρτί το καθαρό
ποτάμια γράμματα, να πλύνω
το νου με κάτι δροσερό.

To δροσερό εδώ οι λέξεις
που σαν παιδιά χοροπηδούν
και που μαζί σου όσο τ’ αντέξεις
δε σώνουν να παιζογελούν.

Σιγά οι ιδέες ξανανιώνουν
και αποδιώχνονται οι καημοί
και πάλι οι σκέψεις ξεδιπλώνουν
πάλι καπνίζουν οι βωμοί.

Κι από τον πόνο απομένει
κι εκείνη μόλις αισθητή
μικρή μια θλίψη προορισμένη
κι αυτή γοργά να ξεχαστεί.

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Τα μακρινά

Σαν να πετώ σε ουρανού
καινούργιου τους αιθέρες
σαν πια να μην υπάρχουνε
οι νύχτες και οι μέρες.

Σαν να σταμάτησε η ροή
του χαροκλέφτη χρόνου
και σαν η αίσθηση η καυτή
να χάθηκε του πόνου.

Σαν των κρυφών των λογισμών
να στέρεψε η πηγή
κι οι μαχαιριές στα σώματα
δεν κάνουνε πληγή.

Σα σ’ άνθρωπων παράξενων
τη γη να ’χω βρεθεί
που πάνω της μιαν άφατη
γαλήνη έχει χυθεί.

Σαν να μη ζω πια στων στιγμών
τα δίχτυα που τρομάζουν
και πόσο-α πόσο μακρινά
τα χτεσινά μου μοιάζουν.
To καπέλο

Τραβάει το κατσίκι της
μ’ αυτό πισωγυρίζει
χόρτο μοσκομυρίζει
και ξελιγώνεται.

Τα βάζει με την τύχη της
που αντί κυρία να ’ναι
γι αυτήνε να πονάνε
πρωί σηκώνεται

και τρέχει να βοσκήσει
στον κάμπο ξένα γίδια
άγρια να τρώει απίδια
γυμνούλα να γυρνά.

Όχι-άλλο δεν αντέχει
θα κατεβεί στην πόλη
και τη ζωή της όλη
ωραία θα περνά.

Θα ει με μοδες τότε,
με κρέμες και κραγιόν
κολιέ και μενταγιόν
θα  χει φανταχτερά,

και κάτι που μεθάει
καθώς το σκέφτεται
(γι αυτό προσεύχεται)
καπέλο και φτερά.
Η κορνίζα

Μια κορνίζα κρεμασμένη
κι ένα ποίημα ερωτικό
μια φωτιά είναι κρυμμένη
και καλό διεγερτικό.

Κι όταν μπαίνουν οι κοπέλες
και το ποίημα διαβάζουν
όσες μέσα γράφει τρέλες
με χαρά τις δοκιμάζουν.

Μα η καινούργια μου κοπέλα
την κορνίζα την πετά
και "εγώ ποίημα κι εγώ τρέλα"
λέει ως λάγνα με κοιτά.
Εις χουν...

Κι αν έχεις πάει στο Παρίσι
κι αν βίλλα εξοχική σου  ’χουν χαρίσει
μ’  αγάλματα στον κήπο και αλέα
για να κουτσομπολεύεις με παρέα
κι αν σ’  έχουν για τον κήπο σου βραβεύσει-
χους ει και εις χουν απελεύσει.

Στους παγετώνες του βορρά κι αν πήγες
κι οι αναμνήσεις σου δεν είναι λίγες-
το βόρειο σέλας θαύμασες πολύ
μια Εσκιμώα σου  δωσε φιλί
κι αν έλκυθρο ταράνδου έχεις ιππεύσει-
χους ει και εις χουν απελεύσει.

Αν είδες από πρώτο χέρι
τα θαυμαστά της γης τα μέρη
κι αν έντονη έχεις ζήσει μια ζωή
τίποτα δε σε σώζει-ένα πρωί
στον τάφο το κουφάρι σου θα οδεύσει:
χους ει και εις χουν απελεύσει.
Λαμιώτισσα

Για πες μου πού δουλεύεις
περιστεράκι μου
για πες μου πού δουλεύεις
κυπαρισσάκι μου.

Αν είσαι χαρτορίχτρα
να δω τη μοίρα μου
αν είσαι σερβιτόρα
να πιω τη μπύρα μου

μανικιουρίστα αν είσαι
να δεις τα νύχια μου
ψυχίατρος, ν’  ανοίξω
σε σε τα μύχια μου.

Κι αν είσαι νοσοκόμα
γλυκιά λαμιώτισσα-
κι αν είσαι νοσοκόμα
τρέξε κι αρρώστησα.
Τσακίζει

Πώς συντρίβει το βράχο
του φουρνέλου η φωτιά
πώς δρεπάνι θερίζει
και σωρεύει σοδειά

πώς φουρτούνα ξεσπάει
και χαλάει το καράβι
και στης θάλασσας τ’  άγρια
κρύα βύθη τα θάβει

πύργο πώς χαρτονένιο
φύσημα αέρα ξεσχίζει-
έτσι χτύπημα μοίρας
τη ζωή μας τσακίζει.
Ψηλά στις κορφές

Ψηλά στις κορφές
τραγούδια πετούνε
τραγούδια ανασαίνουν
ψηλά στις κορφές.

Καθάριες φωνές
στα όρη μιλούνε
στα ουράνια ανεβαίνουν
καθάριες φωνές.

Τραγούδι ρυακιού
στη γη κατεβαίνει
γλυκά μας μεθάει
τραγούδι ρυακιού.

Πουλιού η φωνή
καρδιές ανασταίνει
μ’  αστέρια μιλάει
πουλιού η φωνή.

Κατάφαση

Όχι! Δεν είναι-δεν μπορεί
να είναι αυτή η μοίρα
τόσων υπάρξεων ευγενών 
να ’ναι κακή και στείρα

σειρά πανσόφων ιδεών. 
Δεν ημπορεί να μοιάζει
το μέγα θάμα της ζωής
σαν το χοντρό χαλάζι

που λιώνει κι αργοχάνεται
κι ανίστορα κυλά-
του ανθρώπου άλλο η μοίρα του
μερίδιο του φυλά.

Δεν το μπορεί να χάνεται
για πάντοτε να σβήνει
ό,τι το ανθρώπινο στοιχειό
μέσα βαθιά του κλείνει.

Τόσες ιδέες φωτεινές
τόση αγάπη-τόση
ευγένεια που παντού φτερά
στον κόσμο έχει απλώσει

τόσα αισθήματα αργυρά
τόση χρυσή σοφία
δεν ημπορεί ποτέ παρά
να μείνει αιωνία.

Δεν ημπορεί σ’  απέραντα
φριχτής αβύσσου χάη
να καταβαραθρώνεται
κι ανώφελα να πάει

τόση ζωντάνια, τόση ορμή.
Τέτοια φρικτή θυσία
ποιος θα την έστεργε θεός
παρά σαν προδοσία;

Δεν ημπορεί τόσο φτηνό
κι άδοξο τέλος να ’χει
τ’  ανθρώπινο δημιούργημα
μετά από τέτοια μάχη.

Δεν ημπορεί-κάπου ψηλά
κάτι θα πρέπει να ’ναι
που μάτια δεν το βλέπουνε
και ας καλοκοιτάνε,

που δε θ’ αφήσει να χαθεί
για πάντα η ύπαρξή μας-
που σ’ ένα μέρος μυστικό
θα κρύψει τη ζωή μας

σαν η φρικτή συντέλεια
του κόσμου μας θα ’ρθεί-
που-όχι- ποτέ δε θ’ άφηνε
το είναι μας να χαθεί.

Τότε ένα χέρι στοργικό
ψηλά θα μας σηκώσει
κι από τη λάβα που κυλά
τον άνθρωπο θα σώσει.

Και με στοργή, προσεχτικά
την όμορφή μας ζήση
σε μονοπάτια φιλικά
σιγά θα την αφήσει.