Η πέτρα και το χορτάρι
Η πέτρα περφανεύονταν
στ’ άγουρο χορταράκι:
"Χρόνια χιλιάδες μ’ έπλασαν.
Σε τούτο το ρυάκι
που τώρα μέσα βρίσκομαι
χιλιάδες πάλι χρόνια
για να χαθώ χρειάζονται.
Σύ μες στην καταφρόνια
της μονοετούς σου ύπαρξης
για λίγο θε να ζήσεις
κι ύστερα θέλεις η δε θες
απ’ τη ζωή θα σβήσεις."
Κι έτσι στην πέτρα απάντησε
το πράσινο χορτάρι:
"Και αν το θέρος φεύγοντας
μαζί του θα με πάρει
όμως η άνθινη Άνοιξη
πάλι θα μ’ αναστήσει
όταν με τ’ άγια μάγια της
τις ρίζες μου ποτίσει.
Κι έτσι ατέλειωτα θα ζω
για πάντα κάθε χρόνο
όταν θα μένει από σε
η ανάμνησή σου μόνο.
Κι ακόμα ετούτο άκουσε-
οκνό εγώ δε μένω
και δεν αντριεύω δέχοντας
στη ράχη μου ό,τι ξένο
θα τύχει ν’ αποθέσουνε
διαβαίνοντας οι άλλοι
όσο κι αν είναι αυτοί μικροί
όσο κι αν ειν’ μεγάλοι.
Εγώ μοχθώ ασταμάτητα
κι ακούραστα δουλεύω
και με του σκότους τα θεριά
ολοζωής παλεύω
κι ό,τι οι αιώνες πάνω σου
σιγά σιγά αποθέτουν
κι άβουλη έτσι κι άτολμη
κι άζωη σε συνθέτουν
τα παίρνω εγώ μονάχο μου,
τα τρίβω, τα μερεύω
τ’ αλέθω μες στις ρίζες μου,
τα σκίζω, τα παιδεύω
τα πελεκώ ν’ ασπρίσουνε
τα λιάζω να ξανθίνουν
τα πλένω με τα δάκρυα μου,
κι αφού δικά μου γίνουν
με κείνα τ’ ανεμότρεμο
λιανό κορμί μου χτίζω
και μόνο μου ανασκώνομαι
και μόνο μου καρπίζω»
Η πέτρα περφανεύονταν
στ’ άγουρο χορταράκι:
"Χρόνια χιλιάδες μ’ έπλασαν.
Σε τούτο το ρυάκι
που τώρα μέσα βρίσκομαι
χιλιάδες πάλι χρόνια
για να χαθώ χρειάζονται.
Σύ μες στην καταφρόνια
της μονοετούς σου ύπαρξης
για λίγο θε να ζήσεις
κι ύστερα θέλεις η δε θες
απ’ τη ζωή θα σβήσεις."
Κι έτσι στην πέτρα απάντησε
το πράσινο χορτάρι:
"Και αν το θέρος φεύγοντας
μαζί του θα με πάρει
όμως η άνθινη Άνοιξη
πάλι θα μ’ αναστήσει
όταν με τ’ άγια μάγια της
τις ρίζες μου ποτίσει.
Κι έτσι ατέλειωτα θα ζω
για πάντα κάθε χρόνο
όταν θα μένει από σε
η ανάμνησή σου μόνο.
Κι ακόμα ετούτο άκουσε-
οκνό εγώ δε μένω
και δεν αντριεύω δέχοντας
στη ράχη μου ό,τι ξένο
θα τύχει ν’ αποθέσουνε
διαβαίνοντας οι άλλοι
όσο κι αν είναι αυτοί μικροί
όσο κι αν ειν’ μεγάλοι.
Εγώ μοχθώ ασταμάτητα
κι ακούραστα δουλεύω
και με του σκότους τα θεριά
ολοζωής παλεύω
κι ό,τι οι αιώνες πάνω σου
σιγά σιγά αποθέτουν
κι άβουλη έτσι κι άτολμη
κι άζωη σε συνθέτουν
τα παίρνω εγώ μονάχο μου,
τα τρίβω, τα μερεύω
τ’ αλέθω μες στις ρίζες μου,
τα σκίζω, τα παιδεύω
τα πελεκώ ν’ ασπρίσουνε
τα λιάζω να ξανθίνουν
τα πλένω με τα δάκρυα μου,
κι αφού δικά μου γίνουν
με κείνα τ’ ανεμότρεμο
λιανό κορμί μου χτίζω
και μόνο μου ανασκώνομαι
και μόνο μου καρπίζω»