Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019


Εγύριζα απ΄την πόλη τη γειτονική
Που πήγα να τηλεφωνήσω στη Μαρία
Ή στη Σοφία ή στην Κατερίνα.
Κι οι τρεις κλεισμένα τα τηλέφωνά τους.
Και γύριζα από κει.

Μαύρη η φούστα της στη μαύρη νύχτα μέσα.
Δυο μαύρες σκιες μαζί της-φιλενάδες της.
Μόλις και διακρινόνταν οι σιλουέτες τους
Μέσα στην άναστρη νυχτιά.
Και ξάφνω
Μέσα στο λίγο που άναψε το φως
Κάποιου παράθυρου πιο πέρα
Έλαμψε η νύχτα απ΄ τα χιονάτα πόδια της.

Για τέτοια μια λαμπράδα ως της γης την άκρη πας.
Ορθές δυο στέριες, μαλακές, ηδονικές κολώνες
Που το Ναό στηρίζουνε του Κόσμου. 
Τόσο ηδονικές
Που αναρωτιέσαι
Αν κάτι περισσότερο υπάρχει που ν΄ αξίζει.
Και μες στο κάτι αυτό τολμάς να βάλεις
Ως και την Πύλη του Ναού.

Τώρα,
Μετά από τ΄ όραμα εκείνο,
Μπορεί κανένας άφοβος να ζήσει.
Να ξέρεις ότι κάποτε υπήρξε Αυτό.
Τ΄ άλλα όλα είν΄ αδιάφορα.
Και η ζωή ακόμα η μία κι η πολύτιμη.
Κι ο θάνατος
(Μα θάνατος μετά από κάτι Τέτοιο υπάρχει;)

Και όχι τίποτα-ένα παλιοκόριτσο ήτανε-
Μια ασήμαντη γειτονοπούλα.
ΤΥΦΛΟΣ

Διασταύρωση.
Κόσμος που περιμένει να περάσει.

Ανάμεσά τους μια κοπέλα.
Ωραία.
Δροσερή.

Έβγαλα το μπαστούνι,
το εξεδίπλωσα.
Και με μισόκλεισα τα μάτια
και χτυπώντας
δεξιά κι αριστερά τη μύτη του,
την επλησίασα.

«Παρακαλώ βοηθήστε με», της είπα
μία το στήθος της κρυφά κοιτάζοντας
μια τα πυκνά μαλλιά της.
«Βεβαίως!..Να! Πράσινο! Πιαστείτε πάνω μου...»

Πιάστηκα επάνω της...

Σαν εβρεθήκαμε απέναντι
σε μια που δεν υπήρχε πέτρα εσκόνταψα
και βρέθηκα φαρδύς πλατύς στο πεζοδρόμιο πάνω.

«Πέσατε!; Θε μου!..Είσαστε καλά;..»,
είπε με αγωνία κι ενοχή (και ποιος,
ιδίως γυναίκα, δε θα ένιωθε αίτια
της πτώσης του τυφλού που οδηγούσε...)

Έσκυψε,
με αγκάλιασε,
και με μεγάλο κόπο της με σήκωσε.

Όταν ξεκόλλησα από πάνω της
«είστε καλά;» μπόρεσε μόνο να ρωτήσει.

Τη διαβεβαίωσα πως «ναι».

Τότε μονάχα η καημένη
κι αφού εσιγουρεύτηκε
πως επιτέλους ισορρόπησα
εστράφη κι έφυγε.

Πέταξα το μπαστούνι.

Μ΄ αγκάλιασε μία γυναίκα!
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
(του Νικολάου Γύζη)

Τι θαμασμό γεμάτα μάτια
που τα παιδιά έχουν ανοίξει!
Τάχατες τι χρυσά παλάτια
το παραμύθι έχει δείξει;

Θα σκοτωθεί ο δράκος ή όχι;
Και η πριγκίπισσα θα ζήσει;
Α! Σ΄ άλλη τέτοια μία κώχη
δεν έχει άνθρωπος πατήσει.

Καλή γιαγιά,τόσες ψυχούλες
που από τα χείλη σου κρεμώνται
τόσες ψυχές που έχεις δούλες
σ΄όσα απ΄τα χείλια σου ακουγώνται,

λυπήσου τες και χάρισέ τους
την ευτυχία που καρτερούνε-
το παραμύθι τέλειωσέ τους
όπως, οι αγνούλες μας, ποθούνε.

Μία ζωή έχουν μπροστά τους
για δυστυχία και για πόνο.
Από τα χείλια της γιαγιάς τους
την ευτυχία ας έχουν μόνο.

Μα όμως όχι! Καμιά λύση
Στην ιστορία σου δε θα δώσεις.
Και το μαγκάλι δε θα σβήσει.
Το γνέσιμο δε θα τελειώσεις.

Όλα αιώνια έτσι θα ΄ναι
καθώς ο Γύζης τα ’χει πλάσει.
Λαχταριστά θα σε κοιτάνε
Κάθε αγόρι και κοράσι.

Λαχταριστά κι εμείς ζητάμε
Μέσα στον πίνακα να μπούμε
Λίγα απ΄ τα μάγια που μεθάμε
Και που αυτός κρατεί, να βρούμε.

Μ΄ αδύνατο είναι αυτό να γίνει.
Κι ίσως αυτό της Τέχνης να ΄ναι
Το μυστικό: όσα μας δίνει
Άφταστα πάντα να μετράνε.
Κι όταν η ύστατη για μας ακτίνα σβήσει
και πια δε θα μπορούμε να μιλήσουμε
τι  τότε θ’ απογίνουμε;
Θα ζούμε μόνο σε φωτογραφίες και σε φιλμ;
Και η φωνή μας σε κασέτες και σι-ντι θ’ ακούγεται μονάχα;
Το πέρασμά μας απ’ τη γη θα το δηλώνουν
μονάχα κάτι πέτρες άσπρες
που, ζωντανούς,  μας κράταγαν ορθούς ;
Όταν τα χέρια μας τότε θ’ απλώνουμε
θα είναι μόνο για χαιρετισμό;
Κι αν ναι σε ποιον; ποιος τότε
θα έχει ανάγκη απ’  τα δικά μας  χαιρετίσματα;

Και τα σύμπαντα, οι κόσμοι, τάχα υπάρχουν
ώστε να ζούμε αυτό μόνο τ’ αγκάλιασμα
κι ύπαρξης  λόγο άλλο τίποτα δεν έχει;
Κι  αφού μπορώ και γράφω ακόμα
θα πει πως ούτε για το αγκάλιασμα
οι κόσμοι επλάστηκαν εκείνο;
Κι αν φυλαγμένοι  έτσι ζούμε
μέσα σε χαρτιά λοιπόν
και σ’ εγγραφές φωνητικές
τι θ’ απογίνουμε όταν η γη
απ’ τη φωτιά θα γίνει στάχτη;
Τι θ’ απογίνουν τότε όλοι όσοι
μες σε βιβλία ζουν
με τις ιδέες τους ή με την ποίησή τους;

Μη, όπως η κυρα-Κώσταινα  ήξερε   
πως μέσα εβρισκόμασταν στο σπίτι
κι ας μην εμείς θόρυβο κάναμε κανέναν
και φως κανένα ας μην ανοίγαμε,
έτσι θα ξέρει κάποιος πως υπάρχουμε;
Από τη στάχτη μη της γης θα ξαναγεννηθούμε;
Αν όχι, γιατί τάχατες να υπάρχουμε;
Κι αν ναι, ποιο νόημα έχει να χανόμαστε
και να φαινόμαστε και  πάλι;
Για ποιον οι αλλαγές αυτές και οι μεταμορφώσεις;

Ή κι όταν ζούμε είμαστε τάχα πεθαμένοι
και η ζωή αρχίζει από την ώρα του θανάτου;
Μη τάχα ένα όνειρο είν’ η ζωή
που κάποιος που κοιμάται βλέπει
και όταν το μυαλό του ύπνο χορτάσει
πάει καθείς μας στο χαμό
καθώς  αυτός ξυπνάει;
Και μήπως διηγάται αυτός που ξύπνησε
σε κάποιους όμοιους του
«έβλεπα ένα όνειρο 
κι ήτανε τάχα λέει μια γη…»
Και σε ποιους τάχα αυτό να διηγάται;
Μήπως  κι ονειρευτές και όνειρο είμαστ’ εμείς;
Και ή «ναι» ή «όχι» σ’ ολ’ αυτά είναι η απάντηση
κι έτσι κι αλλιώς
και όπως να το κάνουμε
πάντα η  ερώτηση «γιατί»
αναπάντητη θα ’ναι;
Η ΟΡΚΟΜΩΣΊΑ

Όταν η πατρίδα  έσβησε
ήρθαν τα κοράκια.
Μαυρόντυτοι, δήθεν θλιμμένοι.
Σηκώσανε το φέρετρο.
Στις τσέπες τους φουσκώνανε τα θαφτικά.

Οι παπάδες ψέλναν τα δικά τους.

Οι συγγενείς, όρθιοι, χαζεύοντας,
προσμέναν στις πλατείες την πομπή.

Απ' το αντίπαλο Γραφείο
με μίσος βλέπανε την τελετή που είχανε χάσει.
Στενότης χώρου και χρημάτων
αμείλικτα τον περιζώνει
κι η θέα κακόσχημων πραγμάτων
την περηφάνεια του πληγώνει.

Δεν έχει χώρο για το μπάνιο
και τ’ είναι τούτο το κρεβάτι;
…Θα πάρει ένα δάνειο
μ’ αυτό θα κάνει κάτι.

Των φαγωμένων του ενδυμάτων
η απαίσια θέα τον πληγώνει.
Καλλίτερα εκατό θανάτων
το αντίτιμο να ξεπληρώνει.

Όμως με ύφος αρειμάνιο
θωρεί τριγύρω του το μάτι.
Θα πάρει ένα δάνειο.
Μ’ αυτό θα κάνει κάτι.
Τρέχα αμαξά πεθαίνω
με κόπο ανασαίνω
μη δίνεις σημασία
στη γύρω φασαρία.

Προσπέρνα αυτό το κάρο
σώσε με από το Χάρο
τρέξε στο φαρμακείο
και στο νοσοκομείο.

Ενοίκους φριχτούς το σπίτι μου έχει
κι η στέγη του αίματα τρέχει
και όταν οι νύχτες τα όνειρα φέρνουν
μαζί τους με φέρνουν-μαζί τους με παίρνουν.

Στα χέρια τους εύθραυστο άθυρμα μοιάζω
μα πια όπως πριν δεν τρομάζω-
συνήθεια μου έγινε πλέον ο τρόμος
που λες πως για μένα είναι νόμος.

Φαντάσματα χθόνια και σκότιες υπάρξεις
δολόπλοκες κάνουν τα βράδια συνάξεις
μ’ αγγίζουν, με πιάνουν, με ζώνουν, με πνίγουν
και μόνο στης μέρας τα φώτα θα φύγουν.

Σ’ ανήλιαγα βάθη τυφλά τ’ ακλουθάω
βασίλεια του ζόφου, του τρόμου στοιχειά
……………………………………………………….
(συνέχεια καμένη)

Σ΅’ έναν πλανήτη «γεννήθη» ένας
άνθρωπος-με κεφάλι και δυο πόδια.
Με τη διαδικασία της «γέννας»
ήρθε στον κόσμο. Τα εμπόδια

όλα ξεπέρασε, και χρόνια
πολλά έζησε, αργά γερνώντας.
Για τα φυτά ένιωθε συμπόνια
τα ζώα χαιρετούσε περπατώντας.

Πλενότανε κάθε πρωί στη βρύση
και θορυβώδικα έβρεχε πολύ
το πρόσωπό του. Και βιαζόταν να κλείσει
το νερό. Μια έγνοια είχε θολή    

για κάθε τι που ’χε μπροστά του.
«Πρέπει» και «βέβαια» ήταν λέξεις
που δεν τις είπε. Κοντά του
μπορούσες ήρεμα να παίξεις.

Πρόσεχε πάντα τα παιδιά του
που όπως εκείνος γεννηθήκαν.
Ευθύς τις ώρες του καμάτου
στεκόταν. Γύρω του απλωθήκαν

μέρες-ήλιου γυρίσματα-κακές
πικρές κι αφώτιστες ημέρες
αλλά και μέρες που βαριές
του φέραν και φριχτές φοβέρες.

Μία πετσέτα είχε, συνήθως
Μπλε, ή γαλάζια το πολύ.
Μ’ έξω εβάδιζε το στήθος.
Ήξερε πως δεν ωφελεί

σε τίποτα πολλά να πει
σε τίποτα πολλά να κάνει
και πέρασε ως η αστραπή
φωτιάς περνάει από ρουμάνι.

Όταν δεν είχε πια δυνάμεις
να περπατεί ή να μιλάει,
«πέθανε»-πια ό,τι να πεις
κοντά μας δεν ξαναγυρνάει.
ΤΑΙΡΙΑΓΜΑ

Αυτός
έψαχνε να ’βρει μια γυναίκα
να της υποταχτεί.
Εκείνη
κοίταζε για ένα δούλο.

Βρέθηκαν.
Και ταιριάξαν απολύτως.

Χαράμι πήγαν οι λaμπρές σπουδές του
κι η αμορφωσιά εκείνης εθριάμβευσε.

Της γνωριμιάς τους την ημέρα κιόλας
τον φόρτωσε όλες τις βαλίτσες της,
κι έτσι άθλιον κάνοντάς τον,
έβαλε μες στην τσέπη του το χέρι της
και πήρε είκοσι χιλιάδες
«ν’ ανοίξει μαγαζί.»

Άξιοι της τύχης τους κι οι δυο.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

 Διακριτικότης

Όταν δε βρίσκεις συντροφιά
που πάνω της ως τώρα υπολόγιζες
για να υπάρξεις,
αρκείσαι τότε στα μειδιάματα
του γείτονα στο αποκάτω το διαμέρισμα
και στα καλημερίσματα τα τυπικά
του παντοπώλη και του γαλατά.
Κι αυτοί πια είναι οι συντρόφοι σου
που όλες τις άλλες ώρες
μακριά σου στέκουνε διακριτικά
μόνον αφήνοντάς σε
για να γράψεις.
ΤΟΥ ΚΡΕΒΒΑΤΙΟΥ ΤΟ ΒΗΤΑ

Πάντοτε με διορθώνουν-
οι ανόητοι-
πως το κρεββάτι μ΄ένα βήτα γράφεται.

Δεν είναι βέβαια ποιητές.
Αν ήταν θα ΄ξεραν
πως άδειο είναι το κρεββάτι μ΄ένα βήτα.
όπως με μόνο αυτούς επάνω του.

Το δεύτερο το βήτα είναι η γυναίκα.
  Βιβάρι,4-7-07,ώρα 23.05

    Ούτε μια ευχή...

Πυκνά με ζώσανε σκοτάδια.
Τίποτα πλέον δεν ελπίζω.
Γύρω μου όλα είναι ρημάδια:
ούτε μια ευχή σου δεν αξίζω...

Τι κι αν πουλάκια εναγύρα
«χρόνια πολλά» μου τερετίζαν
τι κι αν δωρίζοντάς μου μύρα                 
μ’ ευχές τ’ ανθάκια με γεμίζαν

μα τα δικά σου αφού τα χείλη
δε μου το έχουν ψιθυρίσει,
ευχή όποιος άλλος έχει στείλει
πριν ειπωθεί έχει κιόλας σβήσει.

Μες στης ψυχής μου τα ερείπια
Φάντασμα τώρα τριγυρίζω.
Και το δλητήριο να! που ήπια:
Ούτε μια ευχή σου δεν αξίζω!

                    Βιβάρι,4-7-07,23.10
ΜΑΡΓΑΡΊΤΑ
(της παρέας)

Κορίτσι με τα Θάματα-
Κορίτσι με τα Μάγια,
Θωριά ποιος τέτοια σου ’δωσε
Αβρή κι Αγνή και Άγια;

Κορίτσι ωραίο σαν Φιλί
της πιο Γλυκιάς της Ώρας
ποιοι Λογισμοί σε πλάσανε
κρυφοί-ποιας Θείας Γνώρας;

Κορίτσι των Ελπίδων μας
Κορίτσι του Χαμού μας
με Τέχνη ποια και Δύναμη
τ’ Άτια οδηγείς του Νου μας;

Κορίτσι που η Θέα σου
τη Γοητεία μάς δείχνει,
Κορίτσι που ένα βλέμμα σου
μες στην Ντροπή μας ρίχνει,

Κορίτσι από Μαλάματα
Κορίτσι από Λουλούδια
Κορίτσι από Αύρες Δροσερές
και που τρεμίζουν Χνούδια,

Κορίτσι, Γεναριάτικο
Φεγγάρι Ματωμένο,
Κορίτσι που για σε Δικό
για μας οτ’ι είναι Ξένο,

Μαργαριτάκι, Ευωδιά
και Στόλισμα της Πλάσης,
που Μύρα Αχάλαστα σκορπάς
όπου ήθελε περάσεις,

Κορίτσι Ναμα Ζείδωρο
της Ιμερόρροης Κρήνης,
την Υποψία του μοναχά
να μας δονεί που αφήνεις,

Κορίτσι που αν ερχόσουνα
μια Νύχτα στα Όνειρά μας
όλα του πόθου τα φτερά
θα κρούαν στη χαρά μας,






Κορίτσι ΟΧΙ αυτής της Γης
ΝΑΙ των Συμπάντων Όλων,
Κορίτσι Φως Ανέσπερο,
Κορίτσι Θήλυ Απόλλων,

Κορίτσι: δείξου μας Πικρό.
Λίγην Ασχήμια ντύσου.
Απ’ τ’ Άμφια σου τα Ποθεινά
λιγάκι ξεστολίσου

Την Ομορφιά που πάνω σου
ο Χρόνος αποθέτει,
μέριασ  ’την. Λίγο κρύψ’ τηνε.
Μετρίαστη. Θάμπωσέ τη.

Το Λάθος που ο Πλάστης σου
έκανε, να σε στείλει
Λεύκα εσέ Αργυρόφεγγη
Μες στ’ Άφωτο Τριφύλλι,

διόρθωστο εσύ. Σε βλέπουμε
κι ευθύς κοιτάμε Χάμου:
Δάσους Τρανού εσύ Σπορά ,
Γόνοι Μικρού εμείς Γάμου.

Στο ύψος της Σαγήνης σου
άμποροι να υψωθούμε-
λίγο αν εσύ δεν κατεβείς
σβήνουμε-θα χαθούμε.

Κι αν να λιγέψεις δεν μπορείς
την τόση σου τη Χάρη,
μα μην αφήσεις ούτε εμάς
τη Λύπη να μας πάρει.

Και ω! Γλυκό Κορίτσι εσύ,
ή δος μας άλλα Μάτια
ή στρέψε αλλού του Θαμασμού
τ’ Ανήμερά μας τ’ Άτια,

Ωραία να μη σε βλέπουνε
κι Έρωτα να μεθούνε
και κάνε να θαμάζουνε
Θωριές που δεν πονούνε.

Δώσε μας ν’ αποσβήσουμε
από τη Θύμησή μας
ό,τι πολύ μας πλήγωσε-
και κάμε τη Ζωή μας

στα Γήινά της ν’ απλωθεί
και κει να λησμονήσει
το που εσύ της μοίρανες,
Κορίτσι Ωραίο, Μεθύσι.

Και πάλι, για όσους ξεκινούν
το Αγύριστο Ταξίδι,
πες ό,τι Μέλι Γλυκερό
το Αψό θα κάνει Ξύδι:

Ότι εκεί που Ανέραστους
ο Χάρος θα τους στείλει,
η Πύλη για τα Τάρταρα
θα ’ναι τα δυο σου Χείλη,

Ο Αχέροντας το Ρέον Φως
που πάνω σου ξεχύνει
των Ουρανών η Ξεγνοιασιά-
της Νύχτας η Γαλήνη,

κι η Αιωνιότητα το Αβρό
το Γέλιο που μας δίνεις
σαν όταν σε κοιτάζουμε
το νιώθεις πως μας σβήνεις.

Και μην κακίζεις τον Ποιητή
για ό,τι εδώ σου λέει.
Διόλου ο Δόλιος για ολ’ αυτά
που σου ‘γραψε δε φταίει.

Καθρέφτης είναι ο Ποιητής.
Για λίγο εντός του είδες
κι αυτός αντικαθρέφτισε
τις όποιες σου Αχτίδες.

        Βιβάρι,7-7-07
 Γιώργος Μπουζάλας
(της παρέας)

Αγαπημένοι από θεούς κι ανθρώπους
περνούν οι ευλογημένοι τη ζωή τους.
Κι ας μη το θέλουν,μα με χίλιους τρόπους,
φαίνεται η ευλογιά κι η προκοπή τους.

Ζούνε δουλεύοντας και αγαπώντας,
δεμένοι με τη γη και με τη φύση,
στο χώμα πάνω σίγουρα πατώντας,
και δίχως να ’χουν ή να δρέπουν μίση.

Χαμού ποτέ Σειρήνες δεν ακούνε
και δάκρυα τις παρειές τους δε μουσκεύουν.
Με το δικό τους το κρασί μεθούνε
και ξένη ευτυχία δε ζηλεύουν.

Αυτά οι ευλογημένοι. Και μαζί τους
ο Γιώργος ο Μπουζάλας. Μες στις άλλες,
μία ψυχή αγνή σαν τη δική τους,
μεγάλη μια ψυχή μ’ άλλες μεγάλες.

Βιβάρι και οικογένεια και δουλειά του
όλη του ειναι η έγνια κι η φροντίδα.
Κι άξια μια σύντροφο έχοντας κοντά του
κάθε της ζωής αντέχει καταιγίδα.

Ήρεμο και ζεστό το σπιτικό του,
φίλοι με αξιωσύνη διαλεγμένοι,
κι η σταθερότητα το μερτικό του
σε κοινωνία μιαν ανταρεμένη.

(Και τον ζηλεύουνε όσοι μοιράδι
έχουνε ψυχοτάραμα κι αντάρα.
Και τον ζηλεύουν όσοι στο σκοτάδι
και στην αμάχη ζουν και στην κατάρα.)

Κι είναι το σπίτι του κάθε βραδάκι
το σπίτι με την πιο ζεστή παρέα.
Και για τους γείτονες ένα κονάκι
που μέσα του όλα όμορφα κι ωραία.

Μα όλα σβήνουνε σαν ψέμμα να ’ναι
μπροστά στη μόνη για το Γιώργο αλήθεια:
Δύο ματάκια. Που όταν τον κυττάνε
του πλημμυρίζουν με χαρά τα στήθια.

Του Βαγγελάκη λέω τα ματάκια,
Τα πιο αγαπητά μέσα στη Φύση,
Που σαν ολόφωτα δυο αστεράκια
Τον ουρανό του Γιώργου έχουν φωτίσει.

Και στρουμπουλά χεράκια, μια μυτούλα,
Δυο ποδαράκια που πλαντούν να τρέξουν,
Χείλη στην πρώτη τους έγκυα λεξούλα,
Κι όλα του έτοιμα να βγουν... να παίξουν...

Μα ως τότε να! όλα βρίσκονται κοντά του:
Αυτός ειν’ ο Αντώνης... να η Μαφία...
Να η μαμά... ο Κοκός... να ο μπαμπάς του...
Να η γιαγια του κι η ωραία Μαρία.







Α! Μωρέ Γιώργο! Το γλυκό μωρό σου
Θα μεγαλώσει, άντρας θα σου γίνει,
αλλά μες στην ψυχή και στο μυαλό σου
στο λέω εγώ-μωρό γλυκό θα μείνει.

...Μα για το Γιώργο ειν’ αυτό το ποίημα.
Γιατί για τόσους μέσα του μιλάει;
Υπάρχει εξήγηση-μόνο ένα βήμα
και προς αυτούς εκείνο τ’ οδηγάει.

Γιατί σ’ αυτούς ο Γιώργος είναι  όλους,
καθώς ψωμί στη φτώχεια  μοιρασμένος,
κι όπως το βάρος σ’ εκκλησίας θόλους.
Και για κανέναν δε μετράει  ξένος.

Τόσο δεμένος είναι με τους γύρω
φίλους, γειτόνους, χωριανούς, εργάτες,
που κι όταν τον φωνάζουν να βοηθήσει
«όχι» δε λέει κι ας του πονούν οι πλάτες.

Και κάποιο Κόμμα θέση αν μια του δώσει
Θα ξέρει άξιος πως γι αυτήνε θα ’ναι,
και χέρι άρπαγο πως δε θ’ απλώσει
ακόμα και δικοί του αν πεινάνε.

Μπέσα, φιλότιμο και τιμιότη
και λεβεντιά και θάρρος κι ευψυχία,
λάμπουνε μέσα του. Κι αξία πρώτη
η αγάπη του για την ελευθερία.

Ευαίσθητος, κι αν κάτσει μία μόνη
μύγα στο ακονισμένο το σπαθί του-
σπαθί που δε σκοτώνει-δεν πληγώνει
Μαν’ προστατεύει την ιερή τιμή του.

Για όλ’ αυτά έχει κι  αυτός διαλέξει
και το ΠΑΣΟΚ πάνω απ’ όλα βάνει,
που είναι το κόμμα που με μία λέξη
το πιο μικρό κακό στον τόπο κάνει.

Κι εγώ, κουμουνιστής πριν απ’ τη γέννα-
και μετά θάνατον-και νυν κι αιώνια-,
που κουβαλώ εντός μου ριζωμένα
ίδια, κι ολάνθιστη Άνοιξη και χιόνια,

του λέω όχι με λόγια,αλλά με έργα
να πολεμάει στο άδικο ενάντια,
όπως οι δάσκαλοι παλιά με βέργα-
με σίδερο γροθιά κι όχι με γάντια.

Κι α! Γιώργη! Πρόσεχε πολύ τη Γιούλα
που ένα δυσεύρετο είναι διαμάντι,
που έχει ψυχή αθώα και αγνούλα,
και που ταιριάζετε σαν χέρι-γάντι.

Μα να τελειώσει πρέπει αυτό το ποίημα.
Γεια σου λοιπόν βρε Γιώργη δημοκράτη!
Κι εύχομαι κάθε μέρα σου ένα βήμα
Να είναι προς τον Τσε-όχι τον Σωκράτη.

Ββάρι 2005                   

Ο ΈΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΣΆΡΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΈΒΙ
(της παρέας)

Α! Η Σάρα μου τον Έβι
τι τρελά που  τον λατρεύει!
Και κοντά του όλο πώς πάει!
Και γλυκά πώς του μιλάει!..

Το χεράκι της απλώνει
τα μαλλιά του ανακατώνει
σα λουκούμι τον κοιτάζει
κι όλο του μιλάει με νάζι.

Αχ!  Βρε Σάρα πονηρούλα
πεταχτή και νοστιμούλα
τόσο είσαι ερωτευμένη,
που αδυνάτισες καημένη.

Τέτοιου έρωτα λαχτάρα
πώς και σου ‘ρθε μωρέ Σάρα-
τέτοια αγάπη παλαβή
τάχα πού την έχεις βρει;

Και να! γέλια και χαδάκια,
να! γλυκούτσικα φιλάκια,
να! λογάκια ερωτικά
να! γλυκούλια μυστικά.

Βρε γλυκούτσικο Σαράκι
κάνε κράτει λιγουλάκι
γιατ’ οι άλλοι σε ζηλεύουν
και φιλιά κι αυτοί γυρεύουν.

Κι ο Ντονάλντ να! ξαφνικά
που απ’ τη ζήλεια σε χτυπά,
γιατί θέλει μόνο αυτός
να σου είναι κολλητός.

Αχ!  βρε όμορφο κουκλάκι!
σαν γλυκόπετο πουλάκι,
μη σε μια εσύ αγκαλιά
μοναχά χτίζεις φωλιά,

γιατί όση η Φύση γλύκα
σου εχάρισε για προίκα
τη ζητούν κι άλλοι πολλοί-
κάθε αγόρι και φιλί.
Σκυφτός ως περπατεί
καμιά φορά
τα μάτια του σηκώνει και κοιτάζει τους ανθρώπους:
δεν παραιτήθηκε ακόμα.
Στο Βασίλη που με βρίζει από το μπλογκ του

Βασίλη κι αν ζωές χιλιάδες ζούσες
πάλι από Ποίηση δε θα νογούσες.
Είσαι μακριά απ’ της Ποίησης τα φώτα-
στα Σκότη ακόμα νήχεσαι τα Πρώτα.

Κι ούτ’ από κει να βγεις έχεις ελπίδα
Για σε δεν έχει σωτηρίας σανίδα.
Βαθιά χωμένος στην πεζότητα είσαι
και το αντίθετο ας προσποιείσαι.

Η Ποίηση θέλει Πνεύμα. Θέλει Βάθος.
Να την υπηρετείς θέλει με Πάθος.
Να Της χαρίσεις θέλει την ψυχή σου
και τότε μόνο θα γενεί δική σου.

Μα συ αλλού είσαι φίλε χαρισμένος.
Για όλα της Ποίησης είσ’ ένας ξένος.
Χάμου πατάς εσύ κι εγώ πετάω-
κι ενώ ψελλίζεις συ, εγώ τραγουδάω.

Μ’ αν ως, θαρρώ, δεν ξέρεις, μάθε ότι
κι οι δυο χρειαζόμαστε στην ανθρωπότη:
το Λόγο ο ένας μ’ άνθη να στολίζει
κι ο άλλος με μανία να τον βρίζει.

Είσαι το ερχόμενο. Θρασύ και λάλο
που χαίρεται στη βία και στο σάλο.
Είμαι ο αποχωρών. Ζωή μου ήταν
σε κάθε αγώνα να κρατώ την ήττα.

Είσαι ο νέος-ο πρίγκιπας της βιάσης.
Μεριάζω να σ’ αφήσω να περάσεις.
Μα θες δε θες στην άκρη εγώ του δρόμου
θα κάνω το ταξίδι το δικό μου.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ

Πλατεία του Αρεος νεκροταφείο.
Αναιμικά στην πλάκα της κεράκια
τα φωτισμένα στέκουνε δεντράκια
του βραδινού αξαίνοντας το κρύο.

Από τους κλάδους τους, που βλέπουν κάτου,
δάκρυα σταλάζουν πολυπικραμένα
σαν όχι να φωτίζουν κάποια γέννα
μα το άσωστο γιορτάσι του θανάτου.

Μαύρη το Δικαστήρια εκκλησία
σε παγωνιάς ομίχλη τυλιγμένη,
σα σε σφαγίων κνίσσα, εκεί που μένει,
γιατί του Αδη έχει ταχτεί θυσία.

Βαθύ στην έρμη την πλατεία το σκότος.
"Αλέα" καϊ "Μαίναλο" χωλ μνημοσύνων,
που τελετή όντων εκεί οστεϊνων
συμβαίνει, και ηχεί κοκάλων κρότος,

καθώς τα χέρια τα γδυμνά προτείνουν
και με κριγμαύς αλληλλοσυλυπούνται
Κι απέναντι, τα πεύκα δεν κοιμούνται
και στον βοριά κορμιά θλιμμένα κλίνουν.

Κι όσους το βήμα εκεί διαβάτες φέρει,
το Χάρο ακώντας να θροεί σιμά τους
διπλιάζουν τα γοργά τα βήματα τους
και σε σταυρό το κρύο κινούνε χέρι.

Τρίπολη 2002
ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ

Το μωβ μικρούλι πλαστικό κουτάκι
που μέσα έβαζε τα μανταλάκια της
 και στο μπαλκόνι το 'χε ακουμπισμένο
πάει κι αυτό μαζί με τα ματάκια της.

Την ομορφιά εκείνα μου μαθαίναν
κι αυτό την άσκοπην υπευθυνότητα
της που οι γυναίκες καθιερώνουν τάξης
στην άτακτη μας καθημερινότητα.

Γλυκεία μικρή κοπέλλα μου πού πήγες;
Πού ακριβή μου αγάπη μετακόμισες;
Γιατί από μένα τη χαρά επήρες
Και σ' άλλον-τάχα ποιόνε-την εκόμισες;

Αχ! Της πικρής της μοναξάς μου οι κύκλοι
μικραίναν μ' ένα βλέμμα που τους έριχνες
από το απέναντι παράθυρο σου,
και με τη σιλουέττα που τους έδειχνες.

Το άξαφνο σου το φευγιό με καίει.
Και όλο και πιο δύσκολα γιατρεύεται
κάθε καινούργιος που με βρίσκει πόνος
και απ' αυτόν η θλίψη μου αντρειεύεται.

Κενό το φωτεινό παράθυρο σου
και άδειο το δωμάτιο το μικρούλικο. 
Και άδειο το μπαλκόνι από τα ρούχα σου
κι απ' το κουτάκι σου το τοσοδούλικο.

Άδεια και η ψυχή μου αγαπούλα
απ' το που τηνε γέμιζε παράπονο
πως σ' άλλονε σε μοίρανε ν' ανήκεις
της μοίρας το ξεδιάλεγμα το άπονο.

Και πάνω στο κενό διαμέρισμά σου
στο δίχως τις κουρτίνες του παράθυρο,
σ' όσες ελπίδες πάνω του είχα απλώσει
τεράστια μια σφραγίδα ε'γραψε: ΑΚΥΡΟ! 

Τρίπολη 2003
ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΒΙΒΗΣ

Μες στη ωραία μας τη γειτονιά
ένα κατάστημα-στολίδι ανθίζει
που δεν πουλάει λες παρά χαρίζει-
μία ολόφωτη ζεστή γωνιά.

Δήμητρος. Αριθμός; Δεν ε'χω δει.
Τι να τον κάνω; Ας ειπούμε τρία:
Ποιότητα, Ομορφιά, Ευαισθησία,
κι όλα μαζί,του Ρέμπραντ μια σπουδή.

Ή αν το θέλετε ας ειπούμε δυο:
άριστη Ποιότητα και Ομορφάδα.
Ή θέλετ' ένα; Ιδού: μόνο Ομορφάδα,
στοιχείο του πίνακα μας σταθερό.

Ένα μεγάλο είναι μαγαζί
με μέσα του ολόλευκα δυο κρίνα
με ονόματα Βιβή και Κατερίνα.
Κι ο τυχερός Θεοδόσιος μαζί.

Και πάν για ψώνια οι νοικοκυρές
και φεύγουν από κει χαρά γεμάτες
γιατί μαζί με τις φτηνές ντομάτες,
και δυο κυρίες Βρίσκουν ακριβές.

Και παίρνουν οι άντρες κάτι για να πιουν,
μα πριν να φύγουν έχουνε μεθύσει
με όσα δώρα εχάρισε η Φύση
στα δυο το κρίνα που όλο ευωδούν.

Και να ψωνίσω κάτι πάω κι εγώ
και φεύγοντας,κρυφά τους έχω πάρει
την άφατη τους γλύκα και τη χάρη
που βλέποντας κι ακούγοντας τρυγώ.

Φορτώνω μέλι από τη Βιβή
άνθη κουρσεύω από την Κατερίνα
και την ημέρα μου περνώ με κείνα
γεμάτη πια ομορφιά κι όχι θλιβή.

Κατάστημα ένα ωραίο, καθαρό,
που ότι ζητάς στα σίγουρα το έχει
και δε χρειάζεται κανείς να τρέχει
αλλού, μ' όποιον κι αν έκανε καιρό.

Και προθυμία, και καλή καρδιά,
γρήγορη εξυπηρέτηση, ευγένεια,
και στους πελάτες όλη τους η ένια
 ή είναι γυναίκες ή άντρες ή παιδιά.

Και πάντοτε μια λέξη ευγενική
έχει η Βιβή για κάθε της πελάτη
κι απ' τον Θεοδόσιο, πίσω απότην πλάτη
ευχές ακούν οι άνθρωποι εκεί.

Ως για την Κατερίνα τη γλυκειά
τι να 'λεγα που αυτή τα λέει όλα
με μια σεμνή ματιά της φεγγοβόλα
που μπρος της φλυαρία όποια προικιά.

Τι.άλλο αλήθεια να ειπώ γι αυτό
της γειτονιάς μας τ' όμορφο το στέκι
που όποιο κι αν κανείς έχει σεκλέτι 
εκεί όταν μπει του φεύγει στο λεφτό,

ή γιατί Βρίσκει εκείνο που ζητά,
η απ’ της Βιβής το αβίαστο το γέλιο,
η της γυναίκας νιώθοντας το τέλειο
την Κατερίνα μόνο σαν κοιτά;

Πηγαίνετε λοιπόν φίλοι καλοί
στο μαγαζί αυτό το ευλογημένο.
Μέσα εκεί θα έβρετε κρυμμένο
τηςανθρωπιάς το σπάνιο το φιλί.

Τρυγήστε το! Θα ξαναβρείτε πού,
τέτια να σας ζεσταίνει καλωσύνη,
ού κάθε τι μέσα σ' αυτό ξεχύνει
'μερεύοντας ψυχή, καρδιά και νου;

Μέσα στην έρημο τη σημερνή
όαση μια πού ολάνθιστη θα βρείτε;
Δροσό νεράκι πού αλλού θα πιείτε
στην Κόλαση μας την καθημερνή;

Κι αν δε σας ενδιαφέρει η ομορφιά
πηγαίνετε σ' αυτό για τις τιμές του
που είναι χαμηλές, σαν μανιφέστου
πιστά τηρούμενη γραμμή καμμια.

Κι ας λεν η φτήνεια τρώει τον παρά.
Ψέμματα! Τρίδιπλον μας τον γυρίζει
το μαγαζί αυτό,που ξεχωρίζει
μέσα στης Τρίπολης την αγορά.

Γεια σου κυρία Βιβή. Να 'σαι καλά,
να ηεριχείς με καλωσύνη πάντα
τα ψώνια που μας βάζεις μες στην τσάντα:
υποφερτά έτσι η ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΒΙΒΗΣ

Μες στη ωραία μας τη γειτονιά
ένα κατάστημα-στολίδι ανθίζει
που δεν πουλάει λες παρά χαρίζει-
μία ολόφωτη ζεστή γωνιά.

Δήμητρος. Αριθμός; Δεν ε'χω δει.
Τι να τον κάνω; Ας ειπούμε τρία:
Ποιότητα, Ομορφιά, Ευαισθησία,
κι όλα μαζί,του Ρέμπραντ μια σπουδή.

Ή αν το θέλετε ας ειπούμε δυο:
άριστη Ποιότητα και Ομορφάδα.
Ή θέλετ' ένα; Ιδού: μόνο Ομορφάδα,
στοιχείο του πίνακα μας σταθερό.

Ένα μεγάλο είναι μαγαζί
με μέσα του ολόλευκα δυο κρίνα
με ονόματα Βιβή και Κατερίνα.
Κι ο τυχερός Θεοδόσιος μαζί.

Και πάν για ψώνια οι νοικοκυρές
και φεύγουν από κει χαρά γεμάτες
γιατί μαζί με τις φτηνές ντομάτες,
και δυο κυρίες Βρίσκουν ακριβές.

Και παίρνουν οι άντρες κάτι για να πιουν,
μα πριν να φύγουν έχουνε μεθύσει
με όσα δώρα εχάρισε η Φύση
στα δυο το κρίνα που όλο ευωδούν.

Και να ψωνίσω κάτι πάω κι εγώ
και φεύγοντας,κρυφά τους έχω πάρει
την άφατη τους γλύκα και τη χάρη
που βλέποντας κι ακούγοντας τρυγώ.

Φορτώνω μέλι από τη Βιβή
άνθη κουρσεύω από την Κατερίνα
και την ημέρα μου περνώ με κείνα
γεμάτη πια ομορφιά κι όχι θλιβή.

Κατάστημα ένα ωραίο, καθαρό,
που ότι ζητάς στα σίγουρα το έχει
και δε χρειάζεται κανείς να τρέχει
αλλού, μ' όποιον κι αν έκανε καιρό.

Και προθυμία, και καλή καρδιά,
γρήγορη εξυπηρέτηση, ευγένεια,
και στους πελάτες όλη τους η ένια
 ή είναι γυναίκες ή άντρες ή παιδιά.

Και πάντοτε μια λέξη ευγενική
έχει η Βιβή για κάθε της πελάτη
κι απ' τον Θεοδόσιο, πίσω απότην πλάτη
ευχές ακούν οι άνθρωποι εκεί.

Ως για την Κατερίνα τη γλυκειά
τι να 'λεγα που αυτή τα λέει όλα
με μια σεμνή ματιά της φεγγοβόλα
που μπρος της φλυαρία όποια προικιά.

Τι.άλλο αλήθεια να ειπώ γι αυτό
της γειτονιάς μας τ' όμορφο το στέκι
που όποιο κι αν κανείς έχει σεκλέτι 
εκεί όταν μπει του φεύγει στο λεφτό,

ή γιατί Βρίσκει εκείνο που ζητά,
η απ’ της Βιβής το αβίαστο το γέλιο,
η της γυναίκας νιώθοντας το τέλειο
την Κατερίνα μόνο σαν κοιτά;

Πηγαίνετε λοιπόν φίλοι καλοί
στο μαγαζί αυτό το ευλογημένο.
Μέσα εκεί θα έβρετε κρυμμένο
τηςανθρωπιάς το σπάνιο το φιλί.

Τρυγήστε το! Θα ξαναβρείτε πού,
τέτια να σας ζεσταίνει καλωσύνη,
ού κάθε τι μέσα σ' αυτό ξεχύνει
'μερεύοντας ψυχή, καρδιά και νου;

Μέσα στην έρημο τη σημερνή
όαση μια πού ολάνθιστη θα βρείτε;
Δροσό νεράκι πού αλλού θα πιείτε
στην Κόλαση μας την καθημερνή;

Κι αν δε σας ενδιαφέρει η ομορφιά
πηγαίνετε σ' αυτό για τις τιμές του
που είναι χαμηλές, σαν μανιφέστου
πιστά τηρούμενη γραμμή καμμια.

Κι ας λεν η φτήνεια τρώει τον παρά.
Ψέμματα! Τρίδιπλον μας τον γυρίζει
το μαγαζί αυτό,που ξεχωρίζει
μέσα στης Τρίπολης την αγορά.

Γεια σου κυρία Βιβή. Να 'σαι καλά,
να ηεριχείς με καλωσύνη πάντα
τα ψώνια που μας βάζεις μες στην τσάντα:
υποφερτά έτσι η ζωή κυλά.

Τρίπολη 2003
ΣΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ

Στο κορίτσι του περίπτερου της Σπάρτης
νου που έχει Αθηνάς και μάτια Αστάρτης
και που ως ούτε τ'  όνομα του εγώ δεν ξέρω
δροσερό το λέω αγέρι μες στο θέρο.


Γλυκό, μικρό, αερένιο κοριτσάκι
πλησίασα ως το περίπτερο σου
και ρώτησα για κείνες κει τις κάρτες
της στάθμευσης, που 'βγαλε ο δήμαρχός σου.

Μου τα εξήγησες με Προθυμία
κινώντας τ' όμορφο σου κεφαλάκι
και μέλι στάζοντας και όχι λέξεις
από το χάρη που έπνεε στοματάκι.

Τα βάσανα λογιάζω που τραβάνε
κυρίες κάποιες ή και δεσποινίδες,
για να 'χουν απ' του ήλιου που σε φωτίζει
μία ή δυο χρυσές μονάχα αχτίδες...

Μα ούτε που πετυχαίνουν τέτια μάτια
κι ούτε ποτέ πού φκιάχνουν τέτια φρυδια-
της ομορφιάς το δώμα δεν τ' ανοίγουν
μ' όσα κι αν αγοράσουν αντικλείδια.


Κι αν εμπορούσανε να ζωγραφίσουν
υποφερτό ένα στόμα ή κάτι άλλο,
ποτέ τους ίδια αυτές δε θα το φκιάσουν
καθώς σ' αυτό το ποίημα εγώ το ψάλλω.

Και πιότερο, αυτό, που μ' έξοδα όσα,
αλλού πάρεξ σε σε δε ζωγραφιέται.
Για το ζεστό μιλώ χαμόγελο σου
που απ' της ψυχής σου τον ανθό γεννιέτα
.
Τη χρήση των καρτών μου εξηγούσες.
Ακούραστα, σεμνά, καλωσυνάτα.
Κι εγώ κι άλλα να μάθω σου ρωτούσα...
Και συ μου 'λεγες όλο μαυρομάτα...

Τέτια λεπτή κι απλή και ραφτνάτη
που την εβρήκες φως μου ομιλία;
Τέτιο ένα φέγγος στ' άϋλο πρόσωπο σου
ποιος σου το δώρησε, οπτασία θεία;

Ποιος θεός με κύκνο ποιον σ' έχει γεννήσει;
Από Πετράρχη ποιου εβγήκες πέννα;
Ποιος Γκαίτε μία νέα Μαργαρίτα
έπλασε κι έφερε σε μπρος σε μένα;

Κάκια εσύ δεν έχεις άγγελε μου
καθόλου μέσα σου κάπου βαλμένη,
 γι αυτό η γλύκα και η καλωσύνη
απάνω σου βαθαίνει και βαθαίνει;

Έκφραση ενοχλημένη ούτε μία
στο προσωπάκι σου ποτέ δε δίνεις;
Και την περιέργεια όλων-όχι Θε μου!-
με πανδαισία τέτιαν πάντα σβήνεις;

Ω! Που χρονών τόσων πολλών η πείρα
τέτια ομορφιά δε μου 'δειξε ποτέ μου!
Ω! Σκοταδόματη Αμαδρυάδα!
Ω! Άγγελε! Άγγελε! Άγγελε! Άγγελε μου!..

Ω! Και να πέθαινα μες στο βελούδο
των ροδοπέταλων όπου το χρώμα
έχουνε των χειλιών σου και που ορίζουν
τ' άνθος που στις θνητές λέγεται στόμα!

Ω! Και να έσβηνα μέσα στη γλύκα
του ιμερογέννητού σου χαμογέλιου!
Ω! Να πλανιόμουνα σαν μια σκονίτσα
στου βλέμματος σου την τροχιά του τέλειου!

Ω! Και να γίνομουν ένας καθρέφτης
 να λούζεις μέσα μου την ομορφιά σου!
Ω! Και να καίγομουν όλος μια μέρα
σαν αχεράκι μες στην πυρκαγιά σου!

Σπάρτη 2003

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

ΠΩΣ; 

Πώς θα πας να κοιμηθείς
και θ’ αφήσεις το φεγγάρι;
Τέτοια θλίψη, τέτοια χάρη
πώς μπορείς ν’ απαρνηθείς;

Ρέει το φως του σαν ασήμι
και λαμπρύνει το βουνό.
Ρέει από τον ουρανό
Και τη γη σαν νύφη ντύνει. 

Πώς θα στέρξεις και θα χάσεις
τέτοιο ψέμμα; Πώς της γης
όσο απόψε κι αν λαμπρής
 την αλήθεια θ’ αγκαλιάσεις;

Πώς, που στρώμα της το χώμα
κι ύπνος αιώνιος το φιλί;
Πώς, γλυκά που σε καλεί
απ΄τα ουράνια τέτοιο σώμα;

Άπελπε ονειρευτή 
ρίξε κάτου το μαχαίρι:
πώς εσύ, σελήνης ταίρι
θα κοιμόσουνα τη γη;

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

Εδώ είμαι Γιωργία.
Γλίτωσα πάλι.
Γλίτωσα για να είμαι πάλι στα νύχια όσων καταστάσεων ήμουν και χτες και προχτές.
Λεπτομέρειες στο ιμέιλ του Ντέιβ.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Γιωργία εν αρχή ην ποιος ξέρει τι.
Εν αρχή ην το λεγόμενο μπινγκ μπανγκ.
Εν αρχή ην η γη η πρωτοσχηματισμένη.
Εν αρχή ην τα φυτά.
Εν αρχή ην ο άνθρωπος και τα άλλα ζώα. Και ζούσαν ευτυχισμένα όλα τα ζώα επειδή όλα μεταξύ τους γίνονταν φυσικά και ωραία. Έτρωγαν το ένα το άλλο και το δυνατότερος ικανοποιούσε τις ερωτικές του ανάγκες αρπάζοντας τις γυναίκες του πιο αδύνατου.
Ώσπου… ώσπου ο άνθρωπος ανακάλυψε τον παραλογισμό. Αυτός  τον έσπρωξε να επιδιώξει την ικανοποίηση της βούλησής του με τη βοήθεια παρά την φύση μέσων.
Έτσι έφτιαξε τα όπλα και τα χρήματα. Με τα όπλα σκότωνε τους εχθρούς του και με τα χρήματα τους εξαγόραζε. Και με τους εξαγορασμένους  εχθρούς, αλλιώς με τους δούλους, έφτιαχνε  εργαλεία με τα οποία σκότωνε και δούλωνε περισσότερους ανθρώπους.
Μα οι δούλοι από καιρό σε καιρό ξεσηκώνονταν θέλοντας να γίνουν αυτοί αφεντικά. Και άρχισαν οι πόλεμοι ομάδων ανθρώπων με άλλες ομάδες ανθρώπων. Και τότε άρχισαν να σκοτώνονται και αφεντικά.
Τα αφεντικά τότε σκέφτηκαν να προσεταιριστούν μία δύναμη μεγαλύτερη από τη δική τους ενάντια στους δούλους.
Και έφτιαξαν το Θεό. Έφτιαξαν ένα Θεό που να τα έχει καλά με τα αφεντικά, με τους κατοπινούς βασιλιάδες και με τους κάθε καιρό ισχυρούς.
Και έτσι είναι τα πράγματα ως τα σήμερα.
Με τη βοήθεια του Θεού οι δικοί του άνθρωποι κρατάνε υποταγμένους τους υπόλοιπους. Με τη βοήθεια του Θεού έφτιαξαν Δίκαιο και Νόμους και Δημοκρατία. Φτιάξανε σχολεία, εργοστάσια, πυραύλους. Φτιάξανε Ηθική, Ελευθερία, Ισότητα. Και με κλωστές όλα αυτά κινούν τους δούλους όπως ο θεατρώης τις κούκλες στο κουκλοθέατρο.
Όπως βλέπεις η γη ολόκληρη είναι μια σκηνή θεάτρου όπου  πάνω της διαδραματίζεται ένα έργο. Σ’ αυτό μέσα όλοι έχουν από ένα ρόλο. Και τα αφεντικά και οι δούλοι.
Όταν οι άνθρωποι δεν είχαν ανακαλύψει τον παραλογισμό, όλα ήσαν ιδανικά, τέλεια, θεία πάνω στη γη. Οι άνθρωποι τότε δεν ήσαν δυστυχείς επειδή δεν ήξεραν τη λέξη δυστυχία.
Σήμερα όμως που έχουν για τις ανάγκες του θεάτρου πλάσει λέξεις, οι άνθρωποι ξέρουν πως είναι δυστυχείς.
Και έτσι όπως τα έχουν κάνει, ένα μόνο ελαφρυντικό έχουν να συνεχίσουν να δυστυχούν: ότι δεν ξέρουν να κάνουν τίποτε άλλο.
Έτσι κι εγώ, ένα δυστυχισμένο πλάσμα μέσα στα τόσα, αύριο παραδίνω τον εαυτό μου στους γιατρούς για μια θεραπευτική διαδικασία. Αν επιζήσω, αύριο ή μεθαύριο το πολύ θα έχεις νέα μου. Αν όχι αντίο.

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

ΣΙΛΕΣΙΟΣ Β΄


Ο θεός είναι ό,τι τρώω κι ό,τι πίνω.
Γιατί ένα του κομμάτι είμαι κι εγώ.

*

Η άβυσσός μου του θεού την άβυσσο απαντάει.
Στέκουν οι δυο διστακτικές: βαθύτερη ποια είναι;

*

Πότε τον κόσμο έφτιαξε ο θεός;
Τη μέρα που γεννήθηκα.

*

Τόσο ωραίος ειν' ο θεός, ώστε ο ίδιος, πάντα
με τη δική του ομορφιά εκστασιασμένος είναι.

*

Σαν μια πηγή είναι ο θεός.
Ρέει αβρά προς τα έξω
μα εντός του κείται ολόκληρος.

*

Ο θεός πάντα δουλεύει.
Τη δουλειά του αν δεν βλέπεις
φταις σεις κι όχι Εκείνος.

*

Η αιωνιότητα για μας αδιαπραγμάτευτη είναι.
Θέλουμε ή δε θέλουμε θα υπάρχουμε αιώνια.

*

Γιατί ο Θεός μας έπλασε όπως τον εαυτό του;
Είναι απλό: γιατί άλληνε δεν είχε εμπειρία. 

*

Γιος του θεού είμαι κι εγώ. Και κάθομαι δεξά του.
Και μέσα μου τη σάρκα του και την ουσία του βλέπει.

*

Ο θεός δεν είναι δίκιο. Η πηγή του δίκιου είναι.

*

Η ψυχή αείζωο πνεύμα πέρα από το χρόνο
είναι.
Ήδη ζει μες στο κορμί μας την αιώνια της
ζωή.

*

Γάλα το ανθρώπινο. Κρασί το θείο.
Χαρά σ' όποιονε πιει κι από τα δύο.

*

 Η μεγαλύτερη ευλογιά θα 'ναι στον ουρανό
καρδιές ολάνοιχτες η μια στην άλληνε δοσμένη.

*

Αγάπη ο Θεός, και δεν μπορεί παρά να αγαπάει.
Xωρίς «γιατί» θ' αγάπαγες και συ θεός αν ήσουν.


*

Θα 'ναι ο άνθρωπος θεός αν γίνει το μοντέλο
που από κείνο ο θεός τον άνθρωπο έχει φτιάξει.

*

Ο σοφός μέσα στη θλίψη και τον πόνο δεν λυπάται.
Ούτε καν παρακαλάει να ξεφύγει από κει μέσα.

*

Η σταγόνα είναι θάλασσα στη θάλασσα όταν πέσει.
Πώς η ψυχή δε θα 'ναι Θεός όταν στο Θεό θα πάει;

*

Αν εκμηδενιστεί ο θεός, εγώ θα πάω πάλι
εκεί που ήμουνα προτού εκείνος να με πλάσει.

*

Είναι ο θεός ο μουσικός κι εμείς τα όργανα
του
και ο καθένας μας ηχεί από το πνεύμα εκείνου.

*

Απ' τον πόλεμο η ειρήνη. Απ' τον πόνο η χαρά.
Κι η κατάρα της ζωής μας ευλογία θα γενεί.

*

"Γιατί θα πρέπει ο χριστιανός δίκαιος να 'ναι κι ευσεβής;"
Ρωτάς γιατί ένα πρόβατο σαν τίγρις να μη φέρεται.

*

Θες με μια κίνηση να δεις μπροστά σου
ν' απλώνεται ο παράδεισος ο ίδιος;
Στρέψε το πρόσωπο σου από τον κόσμο.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Ο ΜΠΑΝΤΑΒΌΣ
   
Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας μπανταβός
που επήγαινε δυο πίσω
κι ένα βήμα τράβαε μπρος.

Που  έτρωγε τη σούπα του
με πιρούνι αντίς κουτάλι
κι όταν τον χτυπούσαν μια
έλεγε «δώστε μου κι άλλη».

Που όταν μοίραζαν χρυσό
κείνος χώμα εζητούσε
κι αντίς γλέντια και χαρές
λύπες όλο προτιμούσε.

Και στο γάϊδαρο επάνω
καβαλούσε προς τα πίσω
τη γαϊδαροουρά περνώντας
για κεφάλι γαϊδουρίσο.

Τον εχθρό έλεγε φίλο
και τη γάτα ποντικό
και καλό ό,τι οι άλλοι λέγαν
κείνος το ’λεγε κακό.

Του ελέγαν: «στάσου όρθιος»
και αυτός ξάπλωνε κάτω.
«Τράβα στον αφρό» τού λέγαν,
κείνος πήγαινε στον πάτο.


Κι έτσι επέρναγαν τα χρόνια
και οι μήνες και οι μέρες
να τον λέει τον τοίχο τζάμι
και χλωρές πλαγιές τις ξέρες.

Κι όλοι τονε κοροϊδεύαν
και μαζί του πλάκα σπάζαν
και «ανάποδο» τον λέγαν
και «Μπροσπίσω» τον φωνάζαν.

Κι ήρθε σύγνεφο μια μέρα
κι ήρθε μια τρανή φοβέρα
κι ήρθαν του εχθρού φουσάτα
οργισμένα και φορτσάτα.

Και τους ντόπιους ενικήσαν
και γινήκαν αρχηγοί τους
και για δούλους τους τούς είχαν
και γελούσανε μαζί τους.

Κι αρχηγός τους ήταν κάποιος
που σκεφτόνταν με τα πόδια,
τα φτερά που ’τρωε της χήνας
και τις φλύδες απ’ τα ρόδια.

Απ’ τ’ αυγό έτρωγε το τσόφλι,
έλεγε τη νύχτα δείλι,
κι έτρωγε αντίς τη ρόγα
το κοτσάνι απ’ το σταφύλι.

Κι έψαξε στη χώρα όλη
κι έβγαλε βουλή φερμάνι
ποιος ανάποδα εφερνόνταν
σύμβουλό του να τον κάνει.

Κι οι στρατιώτες του τον βρήκαν
και του φέραν τον Μπροσπίσω
και του είπαν: «τούτος μόνο
το στραβό δεν το ’λεγε ίσο».

Και τον είχε σύμβουλό του
και τον έκανε αρχηγό του
και την κόρη του τού δίνει-
διάδοχό του τον αφήνει.

Κι όσοι πριν τον κοροϊδεύαν
«Βασιλιά», τώρα του λέγαν,
«θα πεθάνουμε-πεινάμε!
δος μας άχυρα να φάμε!»

(Γιατί ένιωσαν εν τέλει
ότι ξύδι είναι το μέλι,
η κοιλιά πως είναι η ράχη
κι η ειρήνη ότ’ είναι μάχη).

Και του είπαν: «σχώρεσέ μας
για όσα σου ’χουμε ειπωμένα».
Και «δε σας σχωρνάω» τους είπε
«γιατι εταίριαζαν σε μένα».
         ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΉ ΝΟΥ ΔΥΟ

Γιατρούς γεμάτη και δικηγόρους
η δόλια η Βουλή. Καθόλου απόρους
δε δέχεται να έχει βουλευτές...
Μα όχι φίλοι μου. Αυτά ως τα χτες.

Η λαϊκή μας Νέα Δημοκρατία
κι εδώ μας έδειξε πρωτοπορία:
μετράει στις τάξεις της-σπώντας το νόμο-
δυο βιβλιοπώλες κι έναν υλοτόμο…
ΑΓΡΟΤΕΣ-ΟΙ ΝΕΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ

Ποιος είπε πως δεν είμαστε απογόνοι
εκείνων των αρχαίων μας προγόνων-
ή ότι τάχα αυτοί δεν είν’ οι προγόνοι
των τόσο που τους μοιάζουν απογόνων;

Κι ιδού η απόδειξη μπροστά μας ζώσα:
Οι αγρότες μας, η δόξα κι η τιμή μας,
που όλοι οφείλουμε σε κείνους τόσα-
που με το αίμα τους καρπίζει η γη μας-

οι αγρότες μας λοιπόν οι τιμημένοι
Σπαρτιατική λιτότητα εδείξαν
κι όταν τους δώσαν ψίχουλα-οι καημένοι...-
τους δρόμους που ‘κλειναν ευθύς ανοίξαν!

Και παν τα μπλόκα…πάνε οι φωνές τους…
Και δείξαν ότι όσα τσαμπουνούσαν
δεν τα πιστέψαν ούτε αυτοί ποτέ τους.
Κι ήταν νεκροί όταν λέγαμε πως ζούσαν.
ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

Οι κυρίες των υπουργών!
Τι καλές γυναίκες που ’ναι!
Και στα τόσα του σπιτιού
πόσο τα έξοδα βοηθούνε!

Βάζουν μια υπογραφή
και μία βίλλα-ιδού! κερδίζουν
Βάζουνε και άλλη μια
και-οι καλές μας!- θησαυρίζουν!

Και, οι καημένες, προσπαθούν
τις δουλειές γοργά να σπρώξουν
μη τον σύζυγο-υπουργό
απ’ το υπουργείο διώξουν

κι αρκεστούν τα όσα ως πριν,
έχουν φάει, να μασάνε,
μιας και –αλίμονο!- υπουργού
σύυγοι δεν θα μετράνε…

Και μην πάει το μυαλό
κανενός που με διαβάζει
πως μονάχα υπουργού
σύζυγος, χρυσάφι βγάζει.

Όχι. Το ίδιο θα γινόταν
και αν μόνο κόρη του ήταν:
πάλι ούτε μια θα είχε
στις που κάνει μπίζνες ήτταν.

Και κουνιάδα κι αδερφή
και γνωστή και φιλενάδα
τέτοια θα ’χε κέρδη αυτή
στην ταλαίπωρη Ελλάδα.

Κι όλες τους γι αυτό κοιτούν
πώς συγγένεια ν’ αποκτήσουν
οι γυναίκες, με υπουργό,
έτσι ώστε να πλουτίσουν.
                         ΊΔΙΟΙ ΚΑΙ ΧΕΙΡΌΤΕΡΟΙ
«Μας βάζουν στο ίδιο τσουβάλι όλους-λένε πως όλοι κλέβουμε. Όμως δεν είμαστε όλοι ίδιοι.»
(οι πολιτικοί στις εφημερίδες και στις τηλεοράσεις)


«Δεν είμαστε ίδιοι όλοι μας».  Είσαστε όμως κύριοι.
και μάλιστα χειρότερος ο ένας απ’ τον άλλον.
Και κλέφτες και παλιάνθρωποι και κτήνη κι αλιτήριοι,
αλλά προπάντων ψεύταροι εκ των πολύ μεγάλων.

Μπορεί από το φόβο τους κάποιοι να μη σουφρώνουν.
Σημαίνει αυτό όμως πως κλεψιά δεν κάνανε καμία;
Τότε πού βρήκαν τα λεφτά-και κείνα που δηλώνουν
αλλά και κείνα σε κρυφά όπου φυλάν ταμεία;

Πού-που αυτός που εργάζεται οχτάωρο για χρόνια
δεν έχει ούτε δεύτερο σακάκι να φορέσει;
Πού-που λεφτά για διακοπές σε ήλιους ή σε χιόνια
ποτέ ο τίμιος δουλευτής δεν είχε να διαθέσει;

Όποιος δεν κλέφτει, ή άλληνε ωφέλεια αν δεν έχει
από κεινούς που κλέβουνε, τότε στο λαό μπρος πάει
και ξεμπροστιάζει τους μιαρούς. Κι αυτό αν δεν τ’ αντέχει
την κλίκα κάνε των κλεφτών αμέσως παρατάει.

Μα κτήνη ειν’ όλοι οι βουλευτές κι ολόπαχα γουρούνια.
Και πίνουν το αίμα του λαού και στον ιδρώ του πλένε.
Και είναι μέσα στη βρωμιά χωμένοι ως τα μπούνια.
Κι είναι οι χειρότεροι απ’ αυτούς οι, που δεν κλέβουν, λένε.

Και όταν μες στα λίπη τους μια λάμα θα βυθίσει
που τη ζωή απ’ το σαπρό κορμί τους θα χωρίσει,
τότε και μία θα πλαστεί αληθινή πατρίδα
που κάθε θα ’ναι της παιδί του ήλιου της μια αχτίδα.
ΚΩΣΤΆΚΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΉΣ

Καλά την άραξε
μες στη Ραφήνα.
Να κάθεται άστονε
στα μέρη εκείνα

κεφάλαιο να ’χουμε
κάπου βαλμένο
μη και μας χρειαστεί
το ξορκισμένο.

Κι αν μας χρειαστεί ξανά
πάλι τον φέρνουμε
κι από το βάρος του
όλοι ας γέρνουμε.

Κι οκταετία μια
θα φέρει νέα
με όλα της παλιάς
τα τόσα ωραία:

Τους Γκοτζαμάνηδες,
το παρακράτος,
κλέψιμο πάλι ως
να του ’βγει ο πάτος,

Δεξιών Παράδεισο,
Κου Κου Ε κυνήγι
κι η νεολαία μας
που φύγει φύγει.

Κι όταν θα φάει
και την τυλώσει,
με τη βλακεία μας
εμείς την τόση

Εθνάρχη σίγουρα
ευθύς τον χρίζουμε
Και φίνο άγαλμα
τρανό του χτίζουμε-

δίπλα στο θείο του
να ’ναι κι αυτός,
να τους θαυμάζουμε
οικογενειακώς.
ΤΣΆΒΕΣ 5-3-13
         
Η οικουμένη φτώχυνε.
Σκοτίδιασε η γη.
Της ανθρωπιάς του ανθρώπου
εστέρεψε η πηγή.

Στα μάκρη των Συμπάντων
τρεμόσβησε εν’ αστέρι.
Θρηνητικό απόψε
και ξέπνοο τ’ αγέρι.

ΔΙΛΉΜΜΑΤΑ

Θεέ μου! Παναγίτσα μου! Τόσο πολύ αξίζω
που όλοι οι πολιτικοί βαλθήκαν να με σώσουν
κι απ’ το αισχρό Μνημόνιο ζητούν να με γλιτώσουν;
Κι αν ναι, γιατί εγώ θλίβομαι και δεν πανηγυρίζω;

Αυτά λέω και χαίρομαι,
ότι αξίζω επαίρομαι
και ευτυχής πετώ
στον  έβδομο ουρανό.

…Μα πάλι, λέω, δεν ειν’ αυτοί που έτσι με καταντήσανε;:
μ’ ενός Μνημόνιου να γυρνώ στην πλάτη μου το βάρος
και να μην έχω ούτε καν διαμαρτυρίας το θάρρος;
Τι; Τώρα αυτοί ανάνηψαν και ήθος αποκτήσανε;

Και με αυτό ζαλίζομαι
και πιο βαθιά βυθίζομαι
στο τέλμα που με άδειασαν
αφού με ξεπαράδιασαν.
    ΤΟ ΝΈΟ ΠΟΥ ΈΡΧΕΤΑΙ

Σαν κύμα που έχει ανάκουστο κινήσει
κι έρχεται όλα τα παλιά να σβήσει-
σαν αύρα που όσο πάει δυναμώνει
και φτάνει σίφουνας κι όλα νεκρώνει-

κι ως φόνος που ακόμα δεν τον ξέρει
ούτε το φονικό του το μαχαίρι,
έτσι και κάτι έχει κινήσει Νέο
που τρέχει προς τα ’δω Μέγα κι Ωραίο.

Κι όλοι ενώ στη χώρα ησυχάζουν
κι άσκοπα ευχές και μόδας ρούχα αλλάζουν
Εκείνο φτάνει ανεμελιά γεμάτο
κι αφρός Αυτό κι όλα συντρίμμια κάτω.
ΑΝΤΊΟ ΕΛΛΆΔΑ

Λίγα λογάκια θα ειπώ και πάλι ως συνήθως
όχι για κάποιο σήμερα ωραίο γυναίκας στήθος
μα για το κράτος που ’χουμε όλοι μαζί μοντάρει
και τέτοιο που ’ναι ήρθ’ ο καιρός ο διάολος να το πάρει.

Κράτος που μάτια ας έχει δυο, μα με το ένα βλέπει
που ’χει στραμμένο μόνιμα προς του λαού την τσέπη
ενώ υπουργούς και βουλευτές άβλεπους τους αφήνει
να τρώνε όλο, αδιάφοροι η χώρα τι θα γίνει.

Κι έπρεπε το μονόφθαλμο κράτος να πάει καλιά του,
να διαλυθούν τα κρέατα, και μένοντας τα οστά του
η άφατη φρίκη να φανεί του άσπρου των κοκάλων
κατάμαυρου απ’ το αδιάλειπτο λάδωμα των «μεγάλων».

Και τα οστά τα άλιωτα στο διάβα των αιώνων
θα δείχνουν στις που έρχονται γενιές επιστημόνων
πόσο μπορεί ένας λαός τέτοια κατάντια να ’χει
που να κοπεί απ’ της κλεψιάς το δρέπανο σαν στάχυ.

ΤΙ ΛΑΌΣ!...

Τι λαός που είμαστε όμως!
Πώς αλλάζουμε συντόμως
έξεις τάσεις και συνήθειες
αναχλές είτε και βύθιες…

Πριν εξήντα μόλις χρόνια
εγεμίζαμε κασόνια
με αυτιά, μάτια και μύτες
από θύματα και θύτες.

Κι ήταν η ζωή μας τότες
να την τρώνε μόνο οι κότες
κι οι νεκροί πάνω στα κάρα
δυο ντουζίνες μια δεκάρα.

Τώρα όμως τι λαός
που εγίναμε ακριβός-
ένας κάπου αν πεθάνει
θέμα η τιβί το κάνει.

Αμ το άλλο; Χρόνια τώρα
κατακλέβανε τη χώρα
στρατιές πολιτικών
δεξιών κι αριστερών.

Και οργίαζε η σπατάλη
κι από δώθε παν οι άλλοι
και ανθούσε η διαφθορά
και κρυφά και φανερά.

Και να! βίλλες και οφ-σορ
να! κι αρμάνι και ντιορ
να! και πύργοι να! και κότερα
με ροζ σκάνδαλα στα ενδότερα.

Τώρα όμως τι λαός
που εγίναμε ηθικός
και κανένας πια δεν κλέβει
απ’ την πείνα και ας ρεύει…

Τι βαρύ να πάθαν σοκ
 η Νου Δου και το ΠΑΣΟΚ
και να κλέβουν σταματήσαν
λες τιμιότητα μεθύσαν;

Τι λαός που είμαστ’ αλήθεια!
Τι καρδιά κλειούμε στα στήθια!
Πώς γοργά που ’χουμε αλλάξει
και στα λόγια και στην πράξη…
ΌΛΟΙ ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΈΣ ΚΛΈΒΟΥΝ

Οι αρχικλέφτες βουλευτές
με κάσα πορτοφόλι,
λένε πως είναι φασισμός
να λες πως κλέβουν όλοι.

Και όλοι οι αρχικλέφταροι
απ’ τους δημοσιογράφους
το πήραν και το λεν κι αυτοί
στους έλληνες τους κάφρους,

κι αμέσως ύστερα από το
«οι βουλευτές μας κλέβουν»
να συμπληρώσουν τρέμοντας
«όμως όχι όλοι!» σπεύδουν. 

Και ο καθένας βουλευτής,
κρατεί σαν λάβαρό του
αυτό που κάθε της τιβί
λέει φερέφωνό του,

και σεργιανάει ανάμεσα
στους τίμιους ανθρώπους
σα να ’ναι το αριστούργημα
αυτός όλου του corpus.

Κι ενώ Κανάλια και Βουλή
ότι μας κλέβουν όλοι
η Πλάση βοά, ποιοι το αγνοούν;
οι έλληνες χαχόλοι.
Ό,ΤΙ ΈΓΙΝΕ ΈΓΙΝΕ

Εγώ που ζούσα πάντοτε
σα να ’μουνα σε Κρίση
στην απορία μου: «ΓΙΑΤΙ;»
η Κρίση έχει απαντήσει.

Πάντοτε καταλάβαινα
ή ένοιωθα κατά βάθος
πως το πολύ το ξάνοιγμα
ήτανε κάπως λάθος.

Γιατί κανείς στον κόσμο αυτό
δωρεάν κάτι δε δίνει
κι ότι όσα του εδόθηκαν
 η λήθη δεν τα σβήνει.

Κι αυτός που του τα έδωσε
τριπλά θα τα ζητήσει
όταν θελήσει-όποτε
αυτός αποφασίσει.

Έτσι κι η Ευρώπη ζήτησε
τριπλά όσα μας έδινε
που αλόγιστα ο έλληνας
έτρωγε, γλένταγε, έπινε…
   ΤΑ ΒΌΔΙΑ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΠΡΕΠΕΙ»

 Κάποτε ήτανε το «θα». Οι πολιτικοί το λέγαν
 και στις κλεψιές τους ύστερα και στις βρωμιές πηγαίναν..
 Κι ο ελληνικός  βοϊδολαός εχαίρονταν να βλέπει
 άχυρο να ‘χει πάτωμα και αχουριού μια σκέπη..

 Και ήρθε κάποτε ο γιος του γέρου Παπαντρέα
 που αν και χρήση έκανε του «θα» σε κόπια νέα
 μα αυτό εν τέλει του έβαλε στον κρόταφο την κάννη
 και πάει κι εκείνος και το «θα» που πια είχε αποκάνει. 

Και τότε κάποιοι ευφυείς –κουτοί μα την αλήθεια-
στα που ελέγαν στο λαό μεγάλα παραμύθια
την πρώτη λέξη άλλαξαν κι αντί με «θα», με «πρέπει»
αρχίζαν τα που ακούραστα πολυλογούσαν έπη.

Και από τότε «πρέπει» ακούς μες στης Βουλής το χάνι,
«πρέπει» το κάθε νουδικό ή πασόκο λέει τσογλάνι,
«πρέπει» κι οι χρυσοπλήρωτοι λεν δημοσιογράφοι,
«πρέπει» τα λίκνα όλα λεν κι αντιβοούν οι τάφοι.

«Πρέπει» ξελαρυγγίζονται υπουργοί στις συγκεντρώσεις,
«πρέπει» ακούς όπου σταθείς ή πόδι όπου απλώσεις,
«πρέπει» στους λόγους του έντιμου, του πρώτου μας πολίτη,
«πρέπει» σε κάθε άτιμου της ευτυχίας μας θύτη.

Κι όπως το «θα» υποταχτικά κατάπιναν-τα βόδια-,
ούτε του «πρέπει» βλέπουνε τα που ορθώνει εμπόδια.
Και θα χαθούν έτσι άσκοπα οι όσοι εγίναν κόποι
και πια ποτέ τα ζωντανά δε θα γινούν ανθρώποι..

Κι όπως γινόταν με το «θα», ο λαός και με το «πρέπει»
σκοτώνει ατός του τη χαρά κι άδεια έχει πάντα τσέπη.
Κι ενώ αντίς για ουρανό, πάλι αχουριού έχει σκέπη,
θα ’λεγε αν τον ρώταγες «γιατί;»: «γιατί έτσι…πρέπει!»…
       ΚΛΟΠΕΣ ΚΑΙ ΚΟΡΟΪΔΙΕΣ

Με κοροϊδεύουνε οι ταξιτζήδες
με κοροϊδεύουνε οι παντοπώλες
με κοροϊδεύουνε οι μπουζουκτσήδες
με κοροϊδεύουνε οι ζυθοπώλες.

Με κλέβουνε υπάλληλοι κι εμπόροι,
πρωθυπουργοί, υπουργοί και βουλευτάδες
με κλέβουν μαθητές και προφεσόροι
με κλέβουν διάκοι, μοναχοί, παπάδες.

Με κλέβουνε για χρόνια και για χρόνια.
Με κοροϊδεύουν για αιώνων αιώνες-
της ζήσης μου ερημάχτηκαν τα κλώνια
μεγαλεξάντρειες μου οι χαρές γοργόνες.

Νόμο αφού έκανες την κοροϊδία
πότε, Θεέ, κι εγώ θα κοροϊδέψω;
Κι αφού όλοι κλέβουν μες στην κοινωνία,
εγώ θεέ μου, πότε-ποιον θα κλέψω;..
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ   

Στη «βάρβαρη» τη χώρα-την Τουρκία-
κάτω απ’ το φως του ζωοδότη ηλίου
σ’ ανασκαφές που γίνονται στη χώρα
βρέθηκε το κεφάλι του Αυρηλίου.

Εμπρός λοιπόν Καραμανλή Κωστάκη
εμπρός και ανοικονόμητη συ Ντόρα
κάντε διαβήματα να μας δοθούνε
όσα η σκαπάνη έχει ανασκάψει δώρα.

Κι ας ήτανε αυτοκράτορας ρωμαίος
μα ελληνικά αφού έγραφε κι ωμίλει
έλληνας ήταν. Kι αν μας αρνηθούνε,
τουλάχιστο ας μας δώσουνε τα χείλη…

Τόσους που ελληνικά έχουνε γράψει
(Σαμοσατείς κι ας ήσαν… ή και Σύροι… )
έλληνες όλους τους εμείς τους λέμε-
το ’χουμε πάρει πλέον ψωμοτύρι.

(Κι εγώ λοιπόν δυο τόμους ποιημάτων
στην αγγλική που έχω εκδώσει γλώσσα,
κι εγώ γι αμερκανάκι θα μοστράρω
μετά ’πό χρόνια τόσα κι άλλα τόσα;)

Σ’ άπταιστα ελληνικά κι ο αυτοκράτωρ
τα «Εις Εαυτόν» λεν είχε αυτός γραμμένα.
Ψέμα! Δεν τα ’γραψε του Εαυτού του:
στους έλληνες τα είχε αυτός ταμένα!

Λοιπόν με τ’ άλλα μάρμαρα-του Έλγιν-
ζητάτε τώρα και του Αυρηλίου
να ’χετε να το λέτε στους κρετίνους
στις εκλογές του Σιούφα-του Απριλίου.
ΒΡΕ ΤΙ ΧΏΡΑ ΕΙΝ’ ΑΥΤΉ…

Βρε τι χώρα είν’ αυτή                        
βρε σε τόπο ποιόνε ζούμε
κι ούτε ώρα μια καλή                            
δεν μπορούμε μείς να δούμε;

Βρε τι χώρα είν’ αυτή
που τα τρόφιμα ακριβαίνουν
κι όπου φτάσουν κι ανεβούν
πια από κει δεν κατεβαίνουν…

Βρε τι χώρα είν’ αυτή
που είν’ οι βουλευτές αντάρτες
το μπαξίσι καθεστώς
και οι τραπεζίτες γδάρτες…

Βρε τι χώρα είν’ αυτή!
Βρε τι κράτος είναι τούτο!
Τι στενός που ’ναι κορσές,
τι καπέλο και τι φρούτο!

Γιατί ναι. Όλα είν’ αυτά.
Και αμφιβολία διόλου
δεν χωρεί πως δυστυχώς 
όλα παν κατά διαόλου,

και πως θα  ’ρθει ο καιρός
που ωραία θα περνάμε,
στα ουράνια μοναχά
όταν …πεθαμένοι πάμε.

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

Ρ
ΑΜΕΡΙΚΗ

Βάζω τον τίτλο ΑΜΕΡΙΚΗ στο γράμμα «Ρ» των απομνημoνευμάτων μου, όχι γιατί θα μιλήσω για ότι συνέβη στην Αμερική όταν ήμουν εκεί, αλλά γιατί κάπως πρέπει να προχωρήσει η ζωή μου για να τελειώνει κάποτε. Όμως και σ΄αυτό το κεφάλαιο όπως και στα άλλα εξάλλου, θα γράφω ό,τι θυμάμαι κάθε φορά από τη ζωή μου γενικά. Γιατί το ένα φέρνει το άλλο όπως ξέρεις και συ.
Σήμερα ας πούμε θυμήθηκα την Τρίπολη, τότε που μαζί περνούσαμε τα παιδικά μας χρόνια σ’ αυτήν. Τότε που δεν ξέραμε κανένα άλλο μέρος της γης παρά την Τρίπολη.  Και ό,τι θυμάται κανείς αυτό είναι η ζωή του-ή όχι; Και δεν μετράει τι έκανε ή τι είπε κανένας όσο ζούσε, παρά ό,τι θυμάται από αυτήν. Και αυτά, όταν τα γράψει, μένουν για τους επιγενόμενους και όλα τα άλλα είναι χαμένα γι αυτούς, αφού ήσαν χαμένα και για εκείνον αφού δεν έγραψε γι αυτά. 
Κι αν πάει κάποιος στην Αμερική, κι αν πάει στο φεγγάρι, και τίποτα δεν θα έχει αλλάξει στη φυσιολογία του ανθρώπου, πάλι και πάντα αυτός θα θυμάται. Ο άνθρωπος είναι η μνήμη του.

Και να ένα περιστατικό που θυμάμαι από τη ζωή μου στην Τρίπολη.
Τα βράδια του καλοκαιριού τα περνούσαμε περιμένοντας να γυρίσει από το καφενείο ο πατέρας. Το καφενείο τότε ήτανε ο χώρος όπου περνούσαν την ώρα τους οι άντρες της μέσης τάξης της Ελλάδας. Τηλεόραση δεν είχε ενσκήψει ακόμα, ραδιόφωνα τότε μόλις είχαν αρχίσει να κάνουνε την εμφάνισή τους στην Ελλάδα κι ήσαν πανάκριβα. Η μητέρα μου πολλές φορές το καλοκαίρι, με μια γειτόνισσα και με τα παιδιά τους πήγαιναν μια βόλτα προς κάποια εξοχική περιοχή της πόλης ώσπου να έρθει η ώρα της επιστροφής του άντρα της οικογένειας.Παίρνανε λίγον πασατέμπο στις τσέπες και βάδιζαν αργά κουβεντιάζοντας.  Ήταν μια τέτοια βόλτα που έγινε ένα παράξενο περιστατικό. Και το θέαμα το τόσο παράξενο, ακολουθήθηκε από ένα συμβάν που από την παρέα θεωρήθηκε σαν απότοκο της θέασης εκείνης. Βαδίζοντας λοιπόν βρέθηκε μπροστά μας ένα σκυλί. Ένα άσπρο, μικρόσωμο σχετικά σκυλί. Που άρχισε να κουνάει την ουρά του όταν μας είδε. Και αυτό μεν ήταν φυσιολογικό για σκυλί. Όμως το σκυλί ταυτόχρονα γελούσε! Ναι, γελούσε!  Ένα γέλιο πλήρες. Και ίδιο με το ανθρώπινο.
Μείναμε όλοι ακίνητοι και άφωνοι με το θέαμα, πριν αρχίσουμε να θαυμάζουμε το γεγονός και να εκδηλώνουμε τα συναισθήματα που μας γέννησε αυτό. Το σκυλί δεν σταμάτησε να γελάει ώσπου φύγαμε επιτέλους. Η μητέρα μου, που είχε δεχτεί το γεγονός με τον μικρότερο όλων μας ενθουσιασμό, φεύγοντας σχολίασε: «Κάτι κακό θα μας βρει!»
Καθώς γυρίζαμε και ενώ ακόμα σχολιάζαμε τα διατρέξαντα, να σου και ερχόταν από μακριά ο πατέρας μου που είχε γυρίσει στο σπίτι, δεν μας βρήκε εκεί και ερχόταν να μας συναντήσει. Πράγμα που συνέβαινε πρώτη φορά, πάντα όταν γύριζε πρωτύτερα περίμενε στο σπίτι. Η μητέρα μου ανησύχησε βλέποντάς τον. Όταν πλησιάσαμε, ο πατέρας μου ανάγγειλε στη μητέρα μου πως είχε τηλεγράφημα από τη Σπάρτη, που έλεγε ότι πέθανε ο πατέρας της.

Οι Ευρωπαίοι που έχτισαν την Αμερική, έφυγαν από την Ευρώπη αφήνοντας πίσω τους κάθε λεπτό αίσθημα, κάθε φιλολογική έφεση, κάθε αλτρουιστική ιδέα. Πήγαν στην Αμερική για να σκοτώσουν, για να χτίσουν από την αρχή μία πατρίδα, χρησιμοποιώντας γι αυτόν το σκοπό όλη τους τη χειρωνακτική και διανοητική ισχύ. Ακόμα ας μην ξεχνάμε πως εκεί πήγαν όχι οι ευγενικοί, οι φιλέσπλαγχνοι και ειρηνικοί άνθρωποι, αλλά τα αποβράσματα της κοινωνίας των βορειοευρωπαϊκών λαών, οι βγαλμένοι από τη φυλακή γι αυτόν το σκοπό κατάδικοι, οι τυχοδιώκτες. Οι ιθύνοντες ήξεραν τι έκαναν. Στέλνοντάς τους εκεί απαλλάσσονταν από τη μια από αυτούς, ενώ ταυτόχρονα δεν είχαν τον κίνδυνο να αγνοηθούν από αυτούς και εκείνοι να σφετεριστούν τη νέα ήπειρο και τη λεία της.
Έτσι σκοπός των πρώτων αυτών μεταναστών ήταν η επιβίωση έστω και κτηνωδώς κατορθωμένη. Και ο σκοπός επετεύχθη. Η ευγενική και αντρίκια ινδιάνικη φυλή εξολοθρεύτηκε.
Το αποτέλεσμα ήταν η έναρξη μιας νέας ζωής σ΄αυτή την ήπειρο. Μιας ζωής στερημένης από κάθε πνευματικότητα, που αποκλειστικό της μέλημα και σκοπός ήταν η επίτευξη ισχύος, που μόνον αυτή θα τους εγγυόταν την διατήρηση της εξουσίας τους πάνω σ’ αυτή τη τη γη. Και όταν η εξουσία τους εδραιώθηκε, και όταν επικράτησαν πάνω στη γη, τότε κατάλαβαν τι είχαν χάσει. Και γύρισαν και ακόμα γυρίζουν τα μάτια προς την Ευρώπη, θλιμμένοι γιατί έχασαν ό,τι  θα τους έκανε ανθρώπους: την ευγένεια, το λεπτό πνεύμα, την καλοσύνη στους τρόπους. Είναι σαν εκείνους που ξενιτεύονται, όμως η γη που άφησαν δεν ξεχνιέται. Ο νόστος, μεταλλαγμένος σε τύψεις, αγωνία, αγνωμοσύνη, θα τους παιδεύει σε όλη τους τη ζωή. Και γι αυτό μετάβαση τους στην Ευρώπη για λίγες μέρες είναι ο πόθος και ο σκοπός της ζωής των Αμερικανών, και γι αυτό ότι Ευρωπαϊκο τους θέλγει, αν και όταν το αποκτήσουν καταλαβαίνουν πως ό,τι έχασαν δεν πρόκειται να το ξαναβρούν με όσα ταξίδια στην παλιά τους πατρίδα.
Έτσι θα ζουν για αιώνες ακόμα, δηλαδή αισθανόμενοι πρόσφυγες στην ίδια τους τη νέα πατρίδα.
Οι ΗΠΑ έτσι απομακρυσμένες που είναι, είναι ταυτόχρονα καταδικασμένες να είναι ισχυρές γιατί αλλιώς θα είναι εύκολο να καταστραφούν. Επειδή είναι γνωστό σε όλους ότι στην ήπειρό τους έχουν ρημάξει τις άλλες, τις προϋπάρχουσες  εκεί χώρες και ποιος θα τους βοηθούσε; Ως πότε όμως θα είναι ισχυρές; Δεν είναι παρά μια πρόσκαιρη αυτοκρατορία που θα καταρρεύσει σύντομα. Ενώ οι Ευρασιατικές χώρες είναι διαχρονικά γερά δομημένες και με θεμέλια δοκιμασμένα για αιώνες και χιλιετηρίδες. Και τόσο παλιές που γνωρίζονται και αγαπιούνται μεταξύ τους με την αγάπη που οι γείτονες παρά τις διαφορές τους μεταξύ τους φροντίζει και γνοιάζεται ο ένας για τον άλλο.

5 Οχτώβρη 1955. Πρωί αξημέρωτα. Εγώ μισοξύπνιος ζεσταίνομαι στη σόμπα που, αφού πρώτα την «έβαφε» με γραφίτη, άναβε πρωί πρωί η μητέρα. Πάνω στη σόμπα σ’ ένα τηγάνι ετοιμάζονται τηγανίτες. Εξαιρετικό φαγητό για πρωινό. Στι ίδιο δωμάτιο ο πατέρας, απολυμένος από τη δουλειά του στο Δημόσιο, ετοιμάζεται για τη δουλειά στο υπαίθριο γραφείο του, ένα τραπεζάκι ζαχαροπλαστείου όπου για πενταροδεκάρες συνέτασσε «αιτήσεις». Ξάφνου χτυπάει σιγανά και φοβισμένα το τζάμι του παράθυρου που έβλεπε στη σκάλα  που οδηγούσε στην εξώπορτα του σπιτιού μας. Ο πατέρας το μισανοίγει. Στο άνοιγμα εμφανίζεται το πρόσωπο ενός γνωστού και ίσως και φίλου του πατέρα που το όνομά του δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι το όνομα της γυναίκας του. Σταυρούλα. Και έμαθα αργότερα ότι ο γιος τους έγινε οφθαλμίατρος. Ο κύριος αυτός λοιπόν, λέει με συνωμοτική αλλά και χαρούμενη σιγανή φωνή στον πατέρα μου: «Πέθανε ο Παπάγος!»  Ο Παπάγος είχε απολύσει τους κουμουνιστές υπαλλήλους μεταξύ των οποίων και τον πατέρα μου και τον πρωινό επισκέπτη, και όλοι έλπιζαν πως όποιος και αν ήταν ο επόμενος πρωθυπουργός,θα τους επανέφερε στην υπηρεσία.
Και πράγματι αυτό έγινε αργότερα με τον  Καραμανλή. Το θυμήθηκα αυτό βλέποντας σε μια φωτογραφία το παράθυρο εκείνο του τότε σπιτιού μας. Και ήτανε γραφτό να μάθεις κι εσύ Γιωργία τι έγινε την ημέρα εκείνη στο σπίτι μας, είκοσι μέτρα μακριά από το δικό σου. Εσύ ίσως την ώρα εκείνη να ήσουν στο χωράφι για κάποια γεωργική δουλειά, ή να μάζευες ξύλα για το τζάκι. Τότε πάντως τα είκοσι μέτρα μετρούσαν πιο μακριά από όσο σήμερα μετρούν τα πέντε χιλιάδες μίλια που μας χωρίζουν.

Είμαστε κλεισμένοι σε ένα κουτί μέσα οι άνθρωποι. Βλέπουμε γύρω ανθρώπους σαν και μας που πεθαίνουν ένας ένας και τους πετάνε έξω από το κουτί.  Καθόμαστε μέσα στο κουτί περιμένοντας τη σειρά μας. Λογικά, θα έπρεπε να βρούμε μια όσο το δυνατό βολική γωνιά, και εκεί να στρωθούμε περιμένοντας τη σειρά μας. Και ακόμα θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε τη λογική μας για να σταματήσουμε αυτή την άχαρη, άσκοπη και ψυχοφθόρα κατάσταση. Όμως όχι. Εμείς τρέχουμε ιδρώνοντας  αγωνιώντας και ταλαιπωρούμενοι. Και αναπτύσσοντας μεθόδους και τακτικές που παρατείνουν την αναμονή μας ώστε να βασανιζόμαστε για περισσότερο χρόνο. Και όχι μόνον αυτό αλλά φροντίζουμε με περισσή αφροσύνη να δημιουργούμε και άλλους ανθρώπους για να βασανιστούν κι αυτοί και για να πεταχτούν σαν στημένες λεμονόκουπες έξω από το κουτί κι αυτοί με τη σειρά τους όπως κι εμείς.
Και μέσα στο κουτί, εκεί να δεις τι ωραία πράγματα που γίνονται. Διαρκές πηγαινέλα, μίση, φόνοι, δολοπλοκίες, κλοπές, και ότι μπορείς να φανταστείς που κάνει πιο δύσκολη και φοβερή την κατάσταση στο κουτί μέσα, θα το βρεις εκεί. Και γράφονται μεγάλα λόγια, και γίνονται σπουδαίες ανακαλύψεις, και χτίζονται τρανά σπίτια, και οι πόλεμοι περισσεύουν. Και ακούς λόγια για δίκαιο, για ειρήνη, για αλτρουισμό. Και πλάθονται θεοί και ιδρύονται αυτοκρατορίες.Και αυτός που έχει φτιάξει στο ξυλουργείο του το κουτί, κάποτε βαριέται, το παίρνει και το πετάει σε κανένα ρέμα ή το καίει μαζί με μας στο τζάκι του για να ζεσταθεί.

H σπιτονοικοκυρά μου ενοχλήθηκε που δεν θορυβώ ώστε να με ακούει όταν περνάει από τον διάδρομο του κοινού μας ορόφου.  Ήτανε φοβερά ενοχλημένη όταν μου έφερε ένα πιατάκι με μελομακάρονα και  κουραμπιέδες. Και όπως είναι φυσικό, η ενόχλησή της έχει τη ρίζα του στην περίπτωση που δεν μιλάω επειδή είμαι νεκρός μέσα στο διαμέρισμά μου. Την δικαιολογώ. Φαντάσου, θα σκεφτόταν όλες τις ημέρες που δεν με άκουγε, φαντάσου να έχει πεθάνει! Πρωτοχρονιά με σαπισμένου κρέατος οσμή θα κάναμε! Όχι πως δεν με αγαπά η καημένη, όμως η αγάπη της δεν διατυμπανίζεται, κάτι που συμβαίνει βέβαια με όλους τους ανθρώπους. Και αλήθεια, τι θα έπρεπε; Να μου λέει κάθε μέρα σας αγαπώ γιατρέ μου και σας νοιάζομαι; Ή να βγει και να το φωνάζει στις γειτονιές; Αγαπώ τον νοικάρη μας το γιατρόοοοο…; Και να διευκρινίσω, μιλώ για την αγάπη που ο κάθε άνθρωπος έχει για οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο δεν του έχει κάνει κακό. Παρόλα αυτά όταν μου είπε κοιτάζοντάς με σαν να με μάλωνε,αλλά και γεμάτη ανησυχία και ενόχληση μαζί: γιατρέ μου γιατί δεν σας ακούμε καθόλου, τι κάνετε;, της είπα: κυρία τάδε, οι άνθρωποι ή γελάνε, ήκλαίνε, ή δεν κάνουν θόρυβο. Θα θέλατε να με ακούτε να κλαίω; Δεν μου απάντησε. Όπως και να ’ναι δεν παύει να είναι μια καλή κυρία και μια καλή γειτόνισσα. Αυτή και όλη η η οικογένειά της είναι πολύ ευγενικοί με μένα, όπως άλλωστε κι εγώ με αυτούς. Γενικά περνάμε μια όμορφη γειτονική ζωή εγώ με αυτούς. Είναι αξιοπρεπείς, είναι άνθρωποι του σπιτιού και της οικογένειας, λίγες και ήσυχες γνωριμίες, και η κυρία ασχολία τους είναι η διαχείριση της πολυκατοικίας. Που σημαίνει φροντίδα για κάθε ζήτημα της πολυκατοικίας αλλά και του προβλήματος σχετικά με την πολυκατοικία του κάθε ενοικιαστή. Πολλές φορές έχουμε εβδομάδες να συναντηθούμε και όταν τότε βρισκόμαστε, θα γελούσε κάποιος που ξέρει ότι μένουμε δίπλα δίπλα αν μας άκουγε να ξεφωνίζουμε χαρούμενοι σαν να βλεπόμαστε ύστερα από μηνών χωρισμό: τι κάνετε κυρία ….; ή: γιατρέ μου τι γίνεστε… Ας είναι καλά. Είναι οι άνθρωποι που με τη ζωή τους ζω όσο νοικιάζω εδώ. 

Λοιπόν το πρώτο που έχω για την Αμερική  είναι ένα πάθημα που δεν είναι πάθημα, μια αβλεψία που δεν είναι αβλεψία, και σε κάθε περίπτωση είναι η ιστορία της ζωής μου σε μικρογραφία.
Όταν πήγα στην Αμερική,έμεινα για ένα μήνα στου ξαδέρφου μου το σπίτι. Καθένας τους όλοι πήγαιναν στις δουλειές τους κάθε μέρα. Εγώ έβγαινα ψάχνοντας για δουλειά. Η γυναίκα του και ξαδέρφη μου, μου έδωσε τον αριθμό του τηλεφώνου του σπιτιού, ώστε να έπαιρνα όποτε χρειαζόταν. Ας πούμε ότι ο αριθμός ήταν 2222222-πού να τον θυμάμαι τώρα.
Όταν τηλεφωνούσα όμως στο νούμερο αυτό, η τηλεφωνήτρια μου έλεγε άλλα αντ’ άλλων. Ρώτησα και ξαναρώτησα την ξαδέρφη μου αν μου έδωσε τον σωστό αριθμό, και ήταν κατηγορηματική:ναι! Ξανά έπαιρνα τηλέφωνο, πάλι τα ίδια από την τηλεφωνήτρια. Ώσπου στράφηκα σε έναν Ελληνοαμερικανό. Για πάρε αυτό το τηλέφωνο του λέω, γιατί σε μένα δεν απαντάει. Το παίρνει, απάντησε. Μου το έδωσε και μίλησα με την ξαδέρφη μου. Πώς το έκανες; Του λέω. Τι πώς το έκανα, μου λέει, απλά πήρα τον αριθμό που μου έδωσες.
Δεν ήξερα τι να κάνω ή τι να σκεφτώ. Μήπως οι Αμερικάνοι σκέφτονταν κάτι όταν έπαιρναν τον αριθμό και με τη σκέψη τους εκείνη αυτός απαντούσε;;!!...
Έτσι και έτσι πέρασαν δυο μήνες. Χωρίς υπερβολή. Να μην μπορώ να επικοινωνήσω με τον μόνο γνωστό μου άνθρωπο στην αχανή Αμερική! 
Ώσπου μια μέρα η ξαδέρφη μου μού λέει: δε μου λες, βάζεις μπροστά το 818 όταν παίρνεις τηλέφωνο; Όχι, της απαντώ, γιατί να το βάλω; Μου εξήγησε ότι το 818 είναι ο αριθμός της περιοχής. Θα έπρεπε να μαντέψω λοιπόν ότι υπήρχε «αριθμός περιοχής» που πρέπει να μπαίνει μπροστά από κάθε τηλεφώνημα μέσα στην περιοχή; Κρίνε εσύ Γιωργία. Μάλιστα κρίνε φέρνοντας στο νου σου ότι τότε στην Ελλάδα δεν υπήρχαν αριθμοί που να μπαίνουν μπροστά… από τον αριθμό.
Από κει και πέρα άρχισα να βάζω μπροστά από το 2222222 τον αριθμό 818.
Ησύχασα μήπως; Η δουλειά μου έγινε;!!! Πάλι η φωνή κάποιας τηλεφωνήτριας με πληροφορούσε ότι δεν υπάρχει τέτοιος αριθμός.
Να σου πω τι έκανα και γι αυτό; Δε θα το κάνω με λεπτομέρειες. Θα σου πω μόνον ότι από φόβο και ντροπή δεν ξαναρώτησα την ξαδέρφη μου, παρά προσπάθησα από άλλους να μάθω τι συμβαίνει και αυτή τη φορά. Το θέμα αυτό κράτησε άλλον ένα μήνα. Πραγματικά. Σκεφτόμουν αν με πιάσει η αστυνομία και μου πει, όπως λένε, ότι έχεις το δικαίωνα να κάνεις ένα τηλεφώνημα, ΠΩΣ θα τηλεφωνούσα; Την ψυχική μου κατάσταση τους μήνες εκείνους δεν θα σου την περιγράψω γιατί δεν βρίσκω λόγια να περιγράψω αυτό που αισθάνεται κάποιος που δεν μπορεί κάτι που το μπορούν εκατόν πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι στην Αμερική.
Και κάποτε έμαθα ότι πριν και από το 818 έπρεπε να βάζω τον αριθμό 1 (ένα).
Σκέφτηκα πώς θα γινόταν ώστε όταν κάποιος έρχεται μετανάστης στην Αμερική, να επιμένει να μάθει όλα τα ψηφία που πρέπει να σχηματίσει στο τηλέφωνό του ώστε να απαντήσει ο αριθμός που καλεί. Δεν βρήκα τρόπο. Εύχομαι μόνον εκείνοι που δίνουν τον αριθμό τους να δίνουν και τα ψηφία της περιοχής στην οποία ζουν, όπως επίσης και τα ψηφία του νομού (;) στον οποίο ζουν. Ή, οι μετανάστες να ρωτούν επανειλημμένα  να τους δοθεί ολόκληρος ο αριθμός και με το «818» του και με το «1» του…

Η κοντή φιλενάδα μου, σχολιάζοντας μια εκπομπή του ραδιοφώνου, μου είπε ότι δεν μπορεί να καταλάβει πώς η γη μπορεί και σηκώνει το βάρος τόσων ανθρώπων, σπιτιών, αυτοκινήτων. Ρωτώντας την κατάλαβα ότι δεν ξέρει για τη γη πόσο μεγάλη είναι, ούτε κάτι περί του φλοιού της γης και  περί των ενδότερων της. Η τετραπέρατη, απλοϊκή αλλά ολιγογράμματη φιλενάδα μου βρίσκεται στο στάδιο της γνώσης για τη γη που βρισκόμουν εγώ μέχρι το γυμνάσιο, όπου ο καθηγητής της Φυσικής μας εξήγησε τα βασικά για τη γη. Μέχρι τότε δεν μπορούσα να χωνέψω γιατί η γη λένε ότι είναι στρογγυλή, αφού έχει τόσο μεγάλα βουνά και τόσες ανωμαλίες η επιφάνειά της. Ώσπου ο καθηγητής αυτός, «ο κύριος Χαρίτος», μας παρομοίασε τη γη σαν ένα πορτοκάλι. Και μας είπε ότι η φλούδα του πορτοκαλιού είναι ο στερεός φλοιός της γης και ότι τα όρη αντιστοιχούν στα μικρά μικρά «εξογκώματα» του φλοιού του πορτοκαλιού. Η φιλενάδα μου δεν κατάλαβε αυτό που κι εγώ της εξήγησα, δεν πηγαίνει σε αυτή την απιθανότητα το μυαλό της.  Την εννοώ.
Έχει όμως κάποια λογική η σκέψη της. Γιατί το βάρος της γης δεν είναι τόσο μεγάλο. Βέβαια μπορεί να βαστάξει το «βάρος» πολύ περισσότερων πραγμάτων, αφού όλα πάνω της είναι…γη.
Εκείνο που έμαθα όμως κι εγώ πρόσφατα, είναι ότι το βάρος των
ζώων που υπήρξαν πάνω στη γη αφότου αυτή φιλοξενεί επάνω της ζώα, έχει ξεπεράσει πολλές φορές το βάρος της γης.

Λίγα λόγια πάλι για τη φιλοσοφία. 
Οι φιλόσοφοι δεν είναι σοφοί. Η φιλοσοφία δεν είναι σοφία. Φίλοι της σοφίας είναι όσοι αγαπούν τη σοφία. Σοφοί είναι όσοι έχουν κατακτήσει τη σοφία. Όπως φίλοι μιας γυναίκας μπορεί να είναι πολλοί, εραστής της όμως είναι εκείνος που την κατάκτησε. Και εραστές της σοφίας δεν υπάρχουν. Κανένας δεν την κατάκτησε, άραγε κανένας δεν είναι σοφός.
Οι φιλόσοφοι θα γίνουν σοφοί όταν γνωρίσουν τι είναι το Αληθινά Υπάρχον, το Είναι, το Όντως Ον. Και μόνο σαν προσπάθεια της κατοχής αυτής της γνώσης μπορώ να δεχτώ τη φιλοσοφία.
Όμως οι φιλόσοφοι, επειδή έχουν αποφασίσει ότι αποκλείεται να βρεθεί αυτό, για να διατηρήσουν ζωντανή τη φιλοσοφία, που τους δείχνει μεγάλους ανάμεσα στους ανθρώπους όπως μεγάλο είναι τι δυόροφο κτίριο από το μονοόροφο, λένε ότι φιλοσοφία είναι και η ενασχόληση με άλλα θέματα πλην εκείνου. Έτσι μιλάνε για φιλοσοφία του Δικαίου, της Θρησκείας,της Ιστορίας και λοιπά.
Τι θα πει όμως φιλοσοφία του Δικαίου; Πώς θα μιλήσεις για τη φιλοσοφία του Δικαίου όταν δεν ξέρεις τι είναι το Δίκαιο; Μήπως το Δίκαιο είναι πέντε κανόνες που γράφτηκαν χτες καταργώντας τους άλλους πέντε νόμους που φτιάχτηκαν προχτές; Ή μήπως είναι η κατασταλαγμένη πείρα αιώνων; Πώς θα σταθεί το Δίκαιο, και σε βάση ποια ακλόνητη θα σταθείς επάνω για να δουλέψεις το Άγνωστο με τα εργαλεία ενός (υποθετικά προς το παρόν και πιστεύω και για πάντα) ήδη Γνωστού;
Φιλοσοφία, λόγια για να λέμε κάτι. Ο φούρνος του Καραγκιόζη πάνω σε ρόδες για να τον γυρίζει προς όποια μεριά του υποδεικνύουν οι περαστικοί.

Ο έρωτας δεν κυλιέται πάντοτε στο κρεβάτι. Και συνήθως δεν προλαβαίνει να φτάσει ως εκεί και ας το θέλει. Τις πιο πολλές φορές φωλιάζει στα μάτια, άλλοτε σκαλώνει σε μια μισοσβησμένη φωνή ή κρύβεται σ’ ένα αβέβαιο βήμα. 
Μ’ έχουν αγαπήσει πολλές γυναίκες. Θυμάμαι τη φίλη ενός καλού μου φίλου στη Θεσσαλονίκη, που μου έδειχνε φανερά και μπροστά στο φίλο της την προτίμησή της. Θυμάμαι την ποιήτρια στην Τρίπολη που νομίζοντας ότι δεν το έχω καταλάβει μου το έγραψε σε ένα σημείωμά της. Θυμάμαι την  κοπέλα στα Καλάβρυτα που όταν με είδε το μεσημέρι της ίδιας μέρας που είχε διαβάσει τον «Άρρωστή» μου, με κοίταζε με μάτια γεμάτα έκπληξη, θαυμασμό και λατρεία, ενώ το πρόσωπό της είχε μαρμαρώσει στη στιγμή της έκστασης. Θυμάμαι γυναίκες που συνάντησα στο δρόμο ή στο μετρό, που όταν τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, στάθηκαν ακίνητα εκεί, το ένα μέσα στο άλλο, φωνάζοντας πόσο θα ήθελαν να βρίσκονταν μαζί σε ένα κρεβάτι. Θυμάμαι γυναίκες μέσα σε ρεστοράν και σε ταβέρνες που πάσκιζαν να βρούνε τρόπο να με πλησιάσουν. Θυμάμαι γυναίκες μέσα σε αταίριαστες παρέες, να στέκουν άφωνες όταν με αντίκριζαν, και να με κοιτούν εκστατικές όλο πόθο και θαυμασμό, ευχόμενες να μπορούσαν να χαρούν τον έρωτα μαί μου. Θυμάμαι και μένα να θέλω το ίδιο με όλες εκείνες, όπως οι περιστάσεις, οι καλοί τρόποι, το κάθε φορά αταίριαστο με τον τόπο ή τον χρόνο να μας κάνει να μην μπορέσουμε να γευτούμε ό,τι είχαμε τόσο πολύ επιθυμήσει. Ναι. Με αγάπησαν πολλές γυναίκες.

Ξέρεις Γιωργία το ανέκδοτο με τον μικρό μαθητή που ρωτάει η δασκάλα σε τι χρειάζεται η μύτη μας και ο μικρός σηκώνει το χέρι; Ναι Αντωνάκη, πες μας, του λέει η δασκάλα. Για να βλέπουμε κυρία, λέει ο μικρός. Πώς αυτό Αντωνάκη; Γιατί ο μπαμπάς μου βλέπει επειδή στερεώνει τα γυαλιά του στη μύτη του. Έτσι κι εγώ, χρησιμοποιώ τα χέρια μου για να με βοηθάνε να στέκομαι ή να κινούμαι.Τα λίγα σκαλιά που ανεβαίνω τα ανεβαίνω με τη βοήθεια των χεριών μου. Ανεβαίνω μόνον όταν οι σκάλες έχουν κουπαστή. Για να ανέβω κάθε σκαλί απλώνω πρώτα τα χέρια ή μόνο το ένα χέρι αναλόγως του ύψους του σκαλιού, και ύστερα έλκω το σώμα μου προς το αμέσως επόμενο σκαλί με τη δύναμη των μυών των χεριών μου. Όταν είναι απαραίτητο να σκύψω, σκύβω μόνον αφού πρώτα βρω ένα στήριγμα που ακουμπώντας πάνω του το ένα χέρι μου, ρίχνω πάνω του το βάρος που κορμιού μου, ώστε να μην έχει η μέση μου να στηρίξει το κορμί μου κατά τη διάρκεια του σκυψίματος και της επαναφοράς του στη  όρθια θέση. Ακόμα τα χέρια μου-το ένα ή και τα δύο-τα χρησιμοποιώ στις περιπτώσεις όπου πρέπει να περιμένω κάπου στην ουρά, όπως, το συνηθέστερο, στο σούπερ μάρκετ. Τότε στηρίζομαι με το ένα χέρι σε κάποιον τοίχο ή σε κάποιο ράφι που βρίσκεται κοντά μου- μπροστά μου ή πίσω μου. Σε κάθε περίπτωση τα ζωή δίνει κάτι κακό σε κάποιον αλλά του αφήνει κάτι άλλο για να μπορεί να πορεύεται. Μη με ρωτήσεις τι είναι χειρότερο-να σε πονάνε τα πόδια ή τα χέρια. Την επιλογή την έκανε για μένα η ίδια η ζωή. Βλέπεις τα χέρια μου δεν είχαν να σηκώνουν το βάρος του σώματός μου στο σούπερ μάρκετ του Χιούζ στο Λος Άντζελες όπως για δέκα χρόνια κάνανε τα πόδια μου. Τη βολεύω λοιπόν ακόμα.

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

  ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ (Σοφοκλέους 3-Τρίπολη)

Η πολυκατοικία μας θα βάλει ασανσέρ!
Ας πούμε σαν να γίνονταν, άγγλος κανένας, σερ.
Αλήθεια είν' εξέλιξη αυτό για μας μεγάλη
κι εκτός απ' όσα έχει καλά, και σε μπελά ας μας βάλει.
Μα ας δούμε πρώτα τα καλά κι ύστερα τους μπελάδες
Πρώτο καλό-θα νιώθουμε εφεξής σαν δερβισάδες
γιατί ενώ πριν βογκάγαμε τις σκάλες ανεβαίνοντας
πια τώρα θ’ ανεβαίνουμε μες στο ασανσέρ, χορεύοντας.
Ύστερα αν ν’ ανεβάσουμε κάτι βαρύ χρειάζεται
κανείς μας για το πράγμα αυτό σαν πρώτα δε θα νοιάζεται:
ένα κουμπάκι κυκλικό μονάχα θα πατάμε
κι άκοπα όσο θέλουμε βάρος θα κουβαλάμε
χωρίς η γλώσσα πήχες τρεις να βγαίνει από το στόμα μας
ή κίτρινο να νιώθουμε πως έγινε το χρώμα μας.
Και χάρις στο μικρό αυτό και μαγικό κουμπί
στων φρούτων μας τον μακριό κατάλογο θα μπει
κι ένα που όσο κι αν πολύ η τιμή που έχει τσούζει
αλλά στη ζέστα την πολλή δροσίζει: το καρπούζι.
Ύστερα λίγο υπέρβαρον αν έχουμε ένα φίλο
και με μεγάλον να μας δει καμιά φορά έρθει ζήλο
ο ζήλος δε θα του κοπεί σα δει τις τόσες σκάλες
γιατί για να τις ανεβεί μεθόδους θα ’χει άλλες.
Μία γυναίκα που έρχεται σ’ έναν ψηλά που μένει
δε θα φοβάται μη τη δουν στις σκάλες ν’ ανεβαίνει.
Κι όταν γυρνώντας σπίτι μας σακούλες κουβαλώντας
ιδούμε πως ξεχάσαμε κάτι, κουτρουβαλώντας
δε θα ’χουμε να κάνουμε την ίδια την πορεία
βρίζοντας πλην απ’ τ’ άθεα μαζί ίσως και τα θεία...

Πολιτισμός! Με μηχανές ήρθε και η σειρά μας
ν’ ανεβοκατεβάζουμε πλέον τα όνειρα μας
και να τα πνίγουν του σπιτιού όχι μονάχα οι χώροι,
αλλά και οι μεταλλικοί που ’χει το αναβατόρι!
(Και μα τον άγιο Πρόδρομο που εκαρατομήθηκε,
τώρα που η βαρύτητα απ’ την τεχνική νικήθηκε,
διόλου δεν είναι απίθανο να πάρω και ψυγείο
έτσι που εκτός από άφθονο νερό, να ’χω και κρύο,
μιας και δεν θα ’χω πρόβλημα πώς θα το ανεβάσω.
Μπορεί και τηλεόραση ακόμα ν’ αγοράσω!)
Αλλά η λίστα των καλών το ασανσέρ που έχει
δεν έχει τέλος για ένανε που η φαντασιά του τρέχει.
Γι αυτό ας δούμε αν κάτι τι στραβό έχει η υπόθεση
όπως ας πούμε αι κλειναί Αθήναι έχουν το Λιόπεσι.
Να ένα που ’χει άσχημο για όσους ψηλά καθόμαστε:
θα πάψουμε ανεβαίνοντας σκάλες, να γυμναζόμαστε.
Άλλο: θα λείψει η χαρά, μετά από τόση κούραση
κάτι να νιώσουμε καλό-την άγια την ξεκούραση.
Αλλά κι οι ανεπιθύμητοι δε θα ’χουν να σκεφτόνται
τις σκάλες τις κουραστικές, και τσουπ! θα μας ερχόνται.
(ενώ οι επιθυμητοί, με σκάλες ή χωρίς
ούτε ότι υπάρχουμε θα ξέρουνε, εμείς.)
Και τέλος να! Αιτία μια από τις πολλές που έχουμε
να λέμε τέτοια που είναι πως, τη ζωή δεν την αντέχουμε,
θα πάψει να υφίσταται, και πια δε θα κλαιγόμαστε,
και ούτε πια τους δύστυχους πολύ θα καμωνόμαστε.
Μα κείνο που το ασανσέρ θα μας στερήσει σίγουρα
είν’ τα συναπαντήματα στις σκάλες τα παρήγορα,
που δείχνανε πως μόνος μας καθένας μας δε ζούσε,
αφού είτε θέλοντας ή μη, κάποιος θα μας μιλούσε.

Όμως ας πάψουμε τα υπέρ και τα κατά-ο κόσμος
πάει μπροστά κι αγρίως ας, ποδοπατιέται ο δυόσμος.
Έτσι τα πράγματα έχουνε, ή θέλουμε ή δε θέ ’με
Κι ένα μεγάλο ευχαριστώ αλήθεια όλοι λέμε
στον κύριο Παναγιώτη μας, που όμορφα φερόμενος,
και τη δική του μα και ημών την κούραση σκεπτόμενος,
στην πολυκατοικία του θα βάλει ασανσέρ.
Και όπως λέει κι ο επίτιμος, θα ήτανε ανφέρ
μπράβο να μη του λέγαμε για την απόφαση του
που εξυπηρετεί κι αυτόν, αλλά και μας μαζί του.
ΑΦΟΥ ΔΕ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕ

Αφού δε μ’ αγάπησε δεν κρύβουν τα σύθαμπα
σκιές ούτε μίσους.
Αφού δε μ’ αγάπησε δεν είχαν τα Σύμπαντα
ποτέ παραδείσους.
Αφού δε μ’ αγάπησε τα πάντα είναι ψέματα-
και πώς να ‘ν’ αλήθεια
αφού από μένα δεν είδαν χαϊδέματα
τα δυο της τα στήθια.

Αφού δε σφιχτόκλεισαν οι πάλλευκοι κύκλοι της
τους μαύρους μου κύκλους, 
αφού αποστερήθηκαν τα δύο τα χείλη της
του μόνου μου χείλους, 
αφού δεν αγκάλιασαν οι δυο τεθλασμένες της
τις δυο μου ευθείες,
αφού με το στήθος μου οι λαιμοκαδένες της
δεν κάναν φιλίες…

Αφού δε μ’ αγάπησε ειν’ όνειρο η ζήση μου
σβησμένου ονείρου.
Ποτέ δεν ανάτειλα και είναι η δύση μου
ογκάνισμα χοίρου.
Δεν ζω-δεν αισθάνομαι-στης πλάσης της άπλαστης
τα πλάτη δεν κείμαι.
Στης ζωής τον παλμό-στο φως-στη λαχτάρα της
δεν έχω μερίδιο-δεν είμαι.
ΩΡΑΙΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝ’ Ο ΥΠΝΟΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ!    

Ωραίος που ειν’ ο ύπνος την ημέρα!    
Και τα όνειρά του τι γλυκά!
Εφιάλτες όχι.
Σκοτεινά όχι κενά. 
Κι όταν μισόυπνος τα μάτια μισανοίγεις
λιόλουστα όλα. Φωτερά.

Ωραίος που ειν’ ο ύπνος την ημέρα!    
Σαν άρρωστος να είσαι και στο δωμάτιο το διπλανό
κάποιος για σένα ανησυχεί
κι έρχεται όπου να ’ναι
αν αναπνέεις ήρεμα να δει.

Ωραίος που ειν’ ο ύπνος την ημέρα!    
ΚΑΠΟΤΕ

To χέρι που έτσι άγνωστους μας έχει εδώ πετάξει
ποια υπηρετούσε δύναμη-σε ποια υπάκουε τάξη;
Κι είχε σκοπό κανένανε ή έτσι τάχα ασκόπως
να ’ναι για μας πικρή γωνιά έκανε κάθε τόπος; 

Ξένοι στη γη επάνω αυτή, ξένοι στο σύμπαν όλο
στης ύπαρξής μας ξένοι εμείς το ψέμα και το
δόλο.
Ξένοι ως και για το θάνατο που όλο μας πεθαίνει 
ξένοι στον ήλιο και στο φως-στην ίδια ουσία μας ξένοι.

Δικοί σε ποιου άρα σύμπαντος το μέτρο και την κλήρα;
Σε ποια βουλή γνώριμοι εμείς; σε ποιαν οικείοι
μοίρα;
Πουλιών ποιανών τάχα φτερά φτερά θα ’ναι δικά
μας;
Ποιου νου αλαφροπέταγμα; Χαρά ποια-ποια χαρά
μας;

Αν κάτι υπάρχει πιο βαθύ από του νου τα βύθη
αν κάτι υπάρχει πιο πικρό απ’ του έρημου τα στήθη
οτην παντοδυναμία του τάχα θα ευδοκήσει
σε κόσμο έναν φιλικό κάποτε να μας ζήσει;
ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ
(Τρίπολη, Φλεβάρης 1946)

Απόψε γίνονται συλλήψεις. Ένας τρόμος
έχει απλωθεί πάνω στις πέτρες της μικρής μας μάντρας. 
Η λάμπα πιο αδύναμα θα φέγγει απόψε.
Στη σάλα τα φαντάσματα θα ’χουν πληθύνει.  Έξω
το φεγγαρόφωτο δεν θα μπορεί
μια συντροφιά να βρει για ν’ ακουμπήσει.

Θα πιάσουν πάλι τον πατέρα.
Και θα τον βασανίσουνε.
Ίσως τον πάνε πάλι για το Ναύπλιο
εκεί που οι φυλακισμένοι φτιάχνουνε μικρές
κομψούλες ταμπακέρες και σκαρώνουνε
θήκες δερμάτινες, πτυσσόμενες,
για ΕΑΜικές φωτογραφίες.

Απόψε η γη χάνεται κάτω από τα πόδια μας.
Απόψε κάθε κρότος θα ’ναι μπιστολιά.
Κάθε αργοκούνημα των σκιών στον τοίχο
θα ’ναι ένα πλέγμα από θανάτους αργοτέλεστους.
Κάθε λεφτό της ώρας που περνά
και πιο κοντά σε μια καταστροφή-σ’ ένα χαμό θα φέρνει.

Απόψε γίνονται συλλήψεις.
Άνθρωποι με στολές, καπέλα,
άνθρωποι που λευκά κορδόνια κρέμονται απ’ τους ώμους τους
άλλους ανθρώπους πιάνουν
χειροπέδες τους περνούν
και τους κλείνουνε σε κελιά μέσα-
σε υγρές φυλακές ολοσκότεινες.

Τα παιδιά θα ’ρθει η ώρα να πάνε για ύπνο
αλλά μες στ’ όνειρό τους φυλακές τρομερές θα οικούνε
και θα είν’ οι φρουροί τους ψηλοί ενωμοτάρχες
μ’ ένα όπλο στο χέρι και σφαίρες ζωσμένοι.
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ

 -Πάρε κι αυτά, είπε στον σωφέρ, και του έδειξε ένα καλαθάκι με άνθη.
-Τίποτε άλλο έμεινε κυρία; ρώτησε με σεβασμό εκείνος.
-Όχι Παύλο, του είπε.
Εκείνος της άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου.
-Όχι Παύλο, είπε εκείνη.
-Μα κυρία… ψέλλισε ο σοφέρ.
-Πήγαινε Παύλο. Σ’ ευχαριστώ για όλα.
-Κυρία…
-Πήγαινε! Σε παρακαλώ!
Ο σoφέρ αργά βαδίοντας μπήκε στο αστραφτερό αυτοκίνητο και όλο κοιτάζοντάς την έβαλε μπρος χωρίς να ξεκινήσει.
-Πήγαινε! του είπε σιγά, ήρεμα αλλά επιτακτικά εκείνη.
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε.
Εκείνη έβγαλε το πανάκριβο παλτό και το καπέλο της και τα πέταξε στην άκρη του δρόμου.
Βρώμικα και κουρελιασμένα ρούχα τώρα την έντυναν.
Ξεχτένισε τα μαλλιά της, κάθισε στην άκρη του πεζοδρομίου,
έσκυψε το κεφάλι και άπλωσε ελεητικά το χέρι στους περαστικούς.
Η ΞΑΔΕΡΦΟΥΛΑ ΜΟΥ Η ΕΛΕΝΗ
Η ΕΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Μετά σαράντα χρόνια που είχε να με δει
να μου τηλεφωνήσει ή να μου γράψει
ήρθε και μ’ είδε για να παραπονεθεί
πως την εξέχασα.

Από μικρή
χαζούλα ήταν η καημένη.

Της δήλωσα ορθά κοφτά κι εγώ
δεκάρα πως για συγγενείς δε δίνω.

Μετά απ’ αυτό ελπίζω να εννοήσει
και πια να μη και πάλι μ’ ενοχλήσει.
  ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΑΛΟΓΟ-1184 π.Χ

Του κάκου την καταστροφή η Κασσάνδρα
είδε μες στ’ άλογο να κρύβεται.
Του κάκου ο Λαοκόοντας και οι γιοί του συμβουλέψαν.

Οι τρώες δεν τους δώσαν σημασία.

Ήταν γιατί ο Σίνων πειστικός εδείχτηκε;
Ήταν γιατί άδειο το στρατόπεδο από αχαιούς να δούνε
σκέψη στην τόση τους μέσα χαρά δεν εχωρούσε;
Ή τάχα υπακούσαν σε μια βούληση ασύνειδη-
σε μια εκβιαστική προαγωγή της Μοίρας
για να χτιστεί απ’ τον Αινεία η Ρώμη;

Ότι κι αν ήταν, με τιμές μεγάλες
μπάσανε τ’ άλογο στην πόλη μέσα.
  ΤΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΝ

Όσους κι αν γνωρίσω ανθρώπους
(γνωριμιές που παν χαμένα),
όλοι τους ή κι ένας ένας
κάτι θέλουν από μένα.

Αλλά τη στιγμή την ίδια
κι ο θολός δικός μου ο νους
ξέρει πως το δίχως άλλο
κάτι θέλει από ’κεινούς.

Μα ουτ’ εγώ τι θέλω λέω
ούτε αυτοί τι θένε λεν
κι όλος ειμ’ εγώ ένα «όχι»
κι αυτοί όλοι είν’ ένα «δεν».

«Δεν» και «όχι» που ανοίγουν
τα ολομαύρα τους φτερά
και σκοτώνουν όποιας γνώρας
ελπιδότροφη χαρά.

Και για τον καιρό αφού πούμε
και για την πολιτική
στη μονιά του πάει καθείς μας
και ξανά μένουμε εκεί.

Και την κάθε μέρα έτσι-
άρνηση γεμάτοι ζώντας
και τα «θέλω» του ο καθένας
μέσα του σφιχτά κρατώντας,

σ’ ένα μνήμα μπαίνουμε όλοι
μαύρο, κρύο και μοναχό,
με τα «όχι», νεκροθάφτη,
κι άξιον του τα «δεν» βοηθό.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΠΟΡΝΗΣ

Κάποτε, παλιά, έπεσα.
Χτύπησα.
Μάτωσα.
Πόνεσα.
Φώναξα-κανένας δεν απάντησε.

Σκιες περνούνε δίπλα μου.
Με σπρώχνουν.
Πέφτω πάλι και πάλι.
Έτσι είναι ο κόσμος τους.
Οι Καιροί σπέρνουν, οι Πόνοι θερίζουν.

Δε γεννήθηκα.
Κατάρα και Οργή με πλάσσνε
κι όταν η ώρα ήρθε
με φανέρωσαν.

Ο ουρανός Πέτρα.
Η Πέτρα Άβυσσος.
Ο Μεγάλος Προστάτης μ’ έριξε στον κόσμο γυμνή-
τη μόνη αλήθεια ανάμεσα στα ψέματα.

Περπατώ σαν πράγμα.
Είδωλα μ’ αγγίζουν.
Η Νύχτα με παίρνει και με πάει.
Η μέρα με ξερνάει κάθε πρωί πάνω στα παλιά της
εμέσματα.

Ξέρω. Βαθιά μου ξέρω.
Από το Δέντρο μαζεύω τα άνθη μόνη εγώ.
Τα μυστικά όλα γνωρίζω.
Περιβάλλω το Θείο όπως η φλούδα του το
βαλανίδι.
To Ανώτατο
χαλίκι κάτω από τα πόδια μου.
Βλέπω όπου κανείς δέν υποψιάζεται.
Είμαι μπροστά.
Είμαι Πρώτη.
Εγώ-η τελευταία.
Στέλνω το Φως και φωτίζω κάθε φορά κάτι.
Αυτό
τότε
υπάρχει.
Στην κορυφή όπου στέκω φαίνονται όλα: το Χάος, η Ντροπή, ο Φόβος η Απελπισία,.
Ο θεός από τον ουρανό του προσεύχεται σε μένα.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

ΨΑΞΕ!..
(Στη Ντόρα, την πανώρια αδερφή
του Μπούλη και Μούσα μου όσο ήμουν
στην Αμερική)

Ντόρα Ντόρα ήρθ’ η ώρα
Ντόρα Ντόρα ήρθ’ ο καιρός
μια νυφούλα λευκοφόρα
να γινείς κι εσύ. Εμπρός!

Α! βρε Ντόρα! α! βρέ Ντόρα!
Α! δεν  είσαι ποια μικρή
κι  η δική σου έφτασε ώρα
κι η δική σου ήρθε γιορτή.

Βρέ  ποιού άρχοντα εγγόνι
και παιδί ποιού  βασιλιά
με ταξίμι μεγαλώνει
τη δική  σου αγκαλιά;

Βρε  ποιο άστρι ποιο φεγγάρι
ποιος λαμπρός αυγερινός
ποιο  πανώριο παλικάρι
θα γενεί  για σε γαμπρός;

Ψάξε Ντόρα να χαρείς!
Ψάξε Ντόρα! ψάξε Ντόρα!
Της ζωής τα ωραία δώρα
προσφορά δεν  ειν’ διαρκής.

Ψάξε  Ντόρα! Ψάξε Ντόρα!
Ψάξε Ντόρα μην αργείς.
Και να ψάχνεις τότε πάψε
όταν μόνο τόνε βρεις.

Ψάξε μέσα στα συρτάρια
ψάξε πάνω στο μπουφέ
Ψάξε μέσα στα φλυτζάνια
του ποτού  και  του καφέ.

Ψάξε μες στη  γειτονιά σου
μες τη πόλη, πα’ στη γη
ψάξε στ’ άντρα τα δικά σου
στη κρυφή  ψάξε πηγή.

Ψάξε Ντόρα μυαλωμένη
ψάξε Ντόρα σοβαρή
η ζωή  δε περιμένει
η ζωή δεν καρτερεί.

Ψάξε σύ! Ψάξε Ντορούλα!
Ψάξε συ ώστε κι εγώ
να γινείς να δω νυφούλα
πρίν να φύγω από δω.

Ψάξε ψάξε-δε μας παίρνει-
ο καιρός φεύγει, περνά
ότι πλούσιο είναι φτωχαίνει
κι ότι νέο είναι γερνά.

Ψάξε Ντόρα! ψάξε Ντόρα!
Ψάξε μύρο της αυγής!
Ο καιρός είναι το τώρα
και ο τόπος είναι η γης.

Ψάξε δίπλα ψάξε πέρα
ψάξε εδώ ψάξε κι εκεί
ψάξε μέσα στον αέρα
ψάξε μέσα στην βροχή.

Ψάξε στ’ άδειο, στο γεμάτο
στο μεγάλο, στο μικρό
στο επάνω  και στο κάτω
στο πικρό  και στο γλυκό.

Ψάξε. Μόνο την τελειότη
μη γυρεύεις τη χρυσή
θα ταν άσκοπο διότι
τέλεια είσαι μόνο σύ.

Όμως έστω μόνο τρία
οπωσδήποτε καλά
ν’ απαιτήσεις, κι αβαρία
μη δεχτείς ποτέ γι αυτά.

Τόσα να ’χει νιάτα, πλούτη
κι ομορφιά, που ούτε αυτή
η ρημάδα η ρίμα ετούτη
να μη δύναται να πει.

Προπαντός μην ξεστρατίσεις
σ’ επιζήμιες οδούς
προσοχή  μη ξαστοχήσεις:
κάλλη! νιότη! χρήμα!-ακούς;

Κι άντε γρήγορα κουφέτα
κι άντε γρήγορα κοκά
κι ένα κέικ  που μια του φέτα
να ζυγίζει  μια οκά.

Κι αντί δώρου άλλου εγώ 
στο γιορτάσι σου-τι κρίμα!
θα σου γράψω μοναχό
και φτωχό κι αυτό, ένα ποίημα.
ΚΟΙΜΗΘΗΚΑΜΕ ΑΠΟΨΕ

 (από την επίσκεψη στην Αμερική
του ανεψιού μου και της θείας του)

Κοιμηθήκαμε απόψε μονάχοι
Και  τόσο μικροί  που  το σπίτι
Μεγαλείο στις πέτρες του εζήτει
Και συντρόφεμα από το στάχυ.

Τεράστια η σκια μας εσκιούσε
Του ζόφου, και βαριά η απουσία
Τα μεγάλα της χέρια εκινούσε
Και μας έραινε απελπισία.

Ένας θόρυβος απ’ το κρεβάτι
Σχίζει ξάφνου  της νύχτας το δίχτυ
Κι αφηνιάζει το ανήσυχο ατι
Που φρουμάζει στο μεσονύχτι.

Είναι η χάλκινη  αδερφή μας
Και ο  ανεψιός μας ο ξένος
Που προσχήματα τη ζωή μας
Πλυμμυρίζουν με ορμή  και μένος.

Σε καιρούς παλιούς λησμονημένοι
Μετρημένοι με άλλον πήχυ
Στο σκοτεινό κάδρο τους κλεισμένοι
Απροσπέλαστοι, γελούν όπως τύχει.

Και το πρωί  τι ήταν εκείνα
τα βαθουλώματα στα στρώματά τους
Και τι φοβέρα επρομήνα
το κρατημένο μίλημά τους…
ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ
(μιλάει ο Μπούλης, ελληνόπουλο,
Μάνατερ στο Hughes Market
της Schoup street στο L. A.,
όπου δούλευα κι εγώ. 1994)

Φαίνεται έρωτα για μένα
ότι έχει η Σαντορίνη
γιατί όλο με κοιτάει
και το μάτι όλο μου κλείνει.

Μα κι εγώ δεν πάω πίσω
και τ’ ομολογώ: ορισμένως
ειμαι αγιάτρευτα μαζί της
και τρελά ερωτευμένος. 

Αχ βρε Τίνα! Αχ βρε Τίνα!
Σηκω πάμε στην Αθήνα
κι από κει με τρεχαντήρι 
Μεσσαριό και Ακρωτήρι.

Πάμε! Όλα εδώ πέρα
τίναξέ τα στον αέρα
και ας παμε εγώ και συ
για της φάβας το νησί.

Και στο χώμα το ξερό του
να κολλήσουμε σα βδέλλες
και να κάνουμε εκεί πέρα
όσες βάζει ο νους μας τρέλες.

Μια φορά μονάχα ζούμε
και ζωή δεν έχει άλλη
γι αυτό έλα ν’ αφεθούμε
στη μονάκριβή της ζάλη.

Κι ας μας φάει όλο το χρήμα
το Σαντορινιό το κύμα
κι ας θολώσει από δολάριο
το νερό του το καθάριο.

Με το λάγγεμα στα στήθια
κάθε όνειρο αλήθεια
με το κέφι μας γι αφέντη
κάθε βράδυ κι άλλο γλέντι.

Να μεθάμε και μαζί μας
να μεθούνε όλα γύρω
και με σπέρμα το φιλί μας
να καρπίζει κάθε στείρο.


Αχ! Βρε Τίνα! Αχ! Βρε Τίνα!
Σαντορίνη θέλω να ’δω:
Φοινικιά και Μεροβίλι  
Εμποριό και Καρτεράδο.

Να ξελύσεις τα μαλλιά σου
να ζηλέψει το Αιγαίο
και με μια γλυκιά ματιά σου
να το κάνεις πάλι ωραίο.

Στου ηφαίστειου να δώσεις
το νησί ένα φιλί
να μας πει από τα δυο
ποιο το καίει πιο πολύ.

Και να δούμε αν οι κύκλοι
των πανέμορφων Κυκλάδων
πιάνουν μπάζα μπρος στους κύκλους
των δικών σου εμορφάδων.       

Σήκω Τίνα και τραβάμε
κατευθείαν Σαντορίνη-
τ’ αλλα ας παν κατά διαόλου
κι η δουλειά στάχτη ας γίνει.

Άσε μισοτελειωμένα
όσα είχες αρχινήσει-
μας προσμένει εσέ κι εμένα
τ’ ακριβό Κυκλαδονήσι.

Και να μη σταθούμε διόλου!
Συνεχώς-λόγο τιμής-
σαν τους ανεμόμυλούς του
να γυρίζουμε κι εμείς.

Και αν έρημο κανένα     
θα ’βρουμε ξενοδοχείο    
και αν όρεξη για μπάνιο
πιάσει ξάφνου εμάς τους δύο,

να πηδήξουμε τη μάντρα
κι ο Μπουλαρας και η Τίνα
σαν ζευγαρωτά δελφίνια
να χορεύουν στην πισίνα.

Νεσκαφέ σερί για σένα
όπου πάμε θα ζητάω
και τα βράδια αν το γουστάρεις
θα σου φέρνω και κακάο.

Και βαμμένα μες στα αίματα
και πρωτόειδωτα και θεία
θα ’δουμε ηλιοβασιλέματα
σαν τραβήξουμε ως τα Ία.

Πάμε Τίνα! Πάμε Τίνα!
Σήκω πάμε στην Αθήνα
κι από κει με τρεχαντήρι
Μεσσαρια και Ακρωτήρι.

Τη φορά ετούτη όμως
κοίταξε μην αρρωστήσεις
και στο ραντεβού να έρθεις
μη ξανά καθυστερήσεις,
                        
και μου πεις "θα έρθω Πέμπτη"
και Παρασκευή μου ’ρθεις,
γιατί αυτό αν πάλι κάνεις
καρπαζιά θα πέσει ευθύς.

Γιατί όχι τίποτ’ άλλο
μα απ’ της ζήσης τον αθέρα
χάνουμε έτσι-συλλογίσου-
μια ολόκληρη ημέρα.

Και στην τόση μέσα λύπη
της δικής μας εποχής
αν χαθεί χαράς μια μέρα
άντε πάλι να τη βρεις…

Και θα βγάλουμε και πάλι
άφθονες φωτογραφίες      
σε χοτέλια, σε πισίνες,
σε δρομάκια, σε πλατείες.

Και θα τις κοιτάζω κάθε
που η δουλειά θα με κουράζει
και η κούραση αμέσως
τη γωνιά θα μου αδειάζει.

Και μεγέθυνση θα κάνω       
της φωτογραφίας εκείνης
που φιλί στο μαγουλό μου
ένα ολόγλυκο μου δίνεις,

και στον τοίχο θα τη βάλω
στο δωμάτιο που κοιμάμαι
…γιατί θέλω το ποτήρι
που κρατάω να θυμάμαι.

Αχ! Βρε Τίνα! Αχ! Βρε Τίνα!
Σήκω πάμε στην Αθήνα
κι από κει με τρεχαντήρι 
Μεσσαριά και Ακρωτήρι.
ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ
(μιλάει ο Μπούλης, ελληνόπουλο,
Μάνατερ στο Hughes Market
της Schoup street στο L. A.,
όπου δούλευα κι εγώ. 1994)

Φαίνεται έρωτα για μένα
ότι έχει η Σαντορίνη
γιατί όλο με κοιτάει
και το μάτι όλο μου κλείνει.

Μα κι εγώ δεν πάω πίσω
και τ’ ομολογώ: ορισμένως
ειμαι αγιάτρευτα μαζί της
και τρελά ερωτευμένος. 

Αχ βρε Τίνα! Αχ βρε Τίνα!
Σηκω πάμε στην Αθήνα
κι από κει με τρεχαντήρι 
Μεσσαριό και Ακρωτήρι.

Πάμε! Όλα εδώ πέρα
τίναξέ τα στον αέρα
και ας παμε εγώ και συ
για της φάβας το νησί.

Και στο χώμα το ξερό του
να κολλήσουμε σα βδέλλες
και να κάνουμε εκεί πέρα
όσες βάζει ο νους μας τρέλες.

Μια φορά μονάχα ζούμε
και ζωή δεν έχει άλλη
γι αυτό έλα ν’ αφεθούμε
στη μονάκριβή της ζάλη.

Κι ας μας φάει όλο το χρήμα
το Σαντορινιό το κύμα
κι ας θολώσει από δολάριο
το νερό του το καθάριο.

Με το λάγγεμα στα στήθια
κάθε όνειρο αλήθεια
με το κέφι μας γι αφέντη
κάθε βράδυ κι άλλο γλέντι.

Να μεθάμε και μαζί μας
να μεθούνε όλα γύρω
και με σπέρμα το φιλί μας
να καρπίζει κάθε στείρο.


Αχ! Βρε Τίνα! Αχ! Βρε Τίνα!
Σαντορίνη θέλω να ’δω:
Φοινικιά και Μεροβίλι  
Εμποριό και Καρτεράδο.

Να ξελύσεις τα μαλλιά σου
να ζηλέψει το Αιγαίο
και με μια γλυκιά ματιά σου
να το κάνεις πάλι ωραίο.

Στου ηφαίστειου να δώσεις
το νησί ένα φιλί
να μας πει από τα δυο
ποιο το καίει πιο πολύ.

Και να δούμε αν οι κύκλοι
των πανέμορφων Κυκλάδων
πιάνουν μπάζα μπρος στους κύκλους
των δικών σου εμορφάδων.       

Σήκω Τίνα και τραβάμε
κατευθείαν Σαντορίνη-
τ’ αλλα ας παν κατά διαόλου
κι η δουλειά στάχτη ας γίνει.

Άσε μισοτελειωμένα
όσα είχες αρχινήσει-
μας προσμένει εσέ κι εμένα
τ’ ακριβό Κυκλαδονήσι.

Και να μη σταθούμε διόλου!
Συνεχώς-λόγο τιμής-
σαν τους ανεμόμυλούς του
να γυρίζουμε κι εμείς.

Και αν έρημο κανένα     
θα ’βρουμε ξενοδοχείο    
και αν όρεξη για μπάνιο
πιάσει ξάφνου εμάς τους δύο,

να πηδήξουμε τη μάντρα
κι ο Μπουλαρας και η Τίνα
σαν ζευγαρωτά δελφίνια
να χορεύουν στην πισίνα.

Νεσκαφέ σερί για σένα
όπου πάμε θα ζητάω
και τα βράδια αν το γουστάρεις
θα σου φέρνω και κακάο.

Και βαμμένα μες στα αίματα
και πρωτόειδωτα και θεία
θα ’δουμε ηλιοβασιλέματα
σαν τραβήξουμε ως τα Ία.

Πάμε Τίνα! Πάμε Τίνα!
Σήκω πάμε στην Αθήνα
κι από κει με τρεχαντήρι
Μεσσαρια και Ακρωτήρι.

Τη φορά ετούτη όμως
κοίταξε μην αρρωστήσεις
και στο ραντεβού να έρθεις
μη ξανά καθυστερήσεις,
                        
και μου πεις "θα έρθω Πέμπτη"
και Παρασκευή μου ’ρθεις,
γιατί αυτό αν πάλι κάνεις
καρπαζιά θα πέσει ευθύς.

Γιατί όχι τίποτ’ άλλο
μα απ’ της ζήσης τον αθέρα
χάνουμε έτσι-συλλογίσου-
μια ολόκληρη ημέρα.

Και στην τόση μέσα λύπη
της δικής μας εποχής
αν χαθεί χαράς μια μέρα
άντε πάλι να τη βρεις…

Και θα βγάλουμε και πάλι
άφθονες φωτογραφίες      
σε χοτέλια, σε πισίνες,
σε δρομάκια, σε πλατείες.

Και θα τις κοιτάζω κάθε
που η δουλειά θα με κουράζει
και η κούραση αμέσως
τη γωνιά θα μου αδειάζει.

Και μεγέθυνση θα κάνω       
της φωτογραφίας εκείνης
που φιλί στο μαγουλό μου
ένα ολόγλυκο μου δίνεις,

και στον τοίχο θα τη βάλω
στο δωμάτιο που κοιμάμαι
…γιατί θέλω το ποτήρι
που κρατάω να θυμάμαι.

Αχ! Βρε Τίνα! Αχ! Βρε Τίνα!
Σήκω πάμε στην Αθήνα
κι από κει με τρεχαντήρι 
Μεσσαριά και Ακρωτήρι.