Ρ
ΑΜΕΡΙΚΗ
Βάζω τον τίτλο ΑΜΕΡΙΚΗ στο γράμμα «Ρ» των απομνημoνευμάτων μου, όχι γιατί θα μιλήσω για ότι συνέβη στην Αμερική όταν ήμουν εκεί, αλλά γιατί κάπως πρέπει να προχωρήσει η ζωή μου για να τελειώνει κάποτε. Όμως και σ΄αυτό το κεφάλαιο όπως και στα άλλα εξάλλου, θα γράφω ό,τι θυμάμαι κάθε φορά από τη ζωή μου γενικά. Γιατί το ένα φέρνει το άλλο όπως ξέρεις και συ.
Σήμερα ας πούμε θυμήθηκα την Τρίπολη, τότε που μαζί περνούσαμε τα παιδικά μας χρόνια σ’ αυτήν. Τότε που δεν ξέραμε κανένα άλλο μέρος της γης παρά την Τρίπολη. Και ό,τι θυμάται κανείς αυτό είναι η ζωή του-ή όχι; Και δεν μετράει τι έκανε ή τι είπε κανένας όσο ζούσε, παρά ό,τι θυμάται από αυτήν. Και αυτά, όταν τα γράψει, μένουν για τους επιγενόμενους και όλα τα άλλα είναι χαμένα γι αυτούς, αφού ήσαν χαμένα και για εκείνον αφού δεν έγραψε γι αυτά.
Κι αν πάει κάποιος στην Αμερική, κι αν πάει στο φεγγάρι, και τίποτα δεν θα έχει αλλάξει στη φυσιολογία του ανθρώπου, πάλι και πάντα αυτός θα θυμάται. Ο άνθρωπος είναι η μνήμη του.
Και να ένα περιστατικό που θυμάμαι από τη ζωή μου στην Τρίπολη.
Τα βράδια του καλοκαιριού τα περνούσαμε περιμένοντας να γυρίσει από το καφενείο ο πατέρας. Το καφενείο τότε ήτανε ο χώρος όπου περνούσαν την ώρα τους οι άντρες της μέσης τάξης της Ελλάδας. Τηλεόραση δεν είχε ενσκήψει ακόμα, ραδιόφωνα τότε μόλις είχαν αρχίσει να κάνουνε την εμφάνισή τους στην Ελλάδα κι ήσαν πανάκριβα. Η μητέρα μου πολλές φορές το καλοκαίρι, με μια γειτόνισσα και με τα παιδιά τους πήγαιναν μια βόλτα προς κάποια εξοχική περιοχή της πόλης ώσπου να έρθει η ώρα της επιστροφής του άντρα της οικογένειας.Παίρνανε λίγον πασατέμπο στις τσέπες και βάδιζαν αργά κουβεντιάζοντας. Ήταν μια τέτοια βόλτα που έγινε ένα παράξενο περιστατικό. Και το θέαμα το τόσο παράξενο, ακολουθήθηκε από ένα συμβάν που από την παρέα θεωρήθηκε σαν απότοκο της θέασης εκείνης. Βαδίζοντας λοιπόν βρέθηκε μπροστά μας ένα σκυλί. Ένα άσπρο, μικρόσωμο σχετικά σκυλί. Που άρχισε να κουνάει την ουρά του όταν μας είδε. Και αυτό μεν ήταν φυσιολογικό για σκυλί. Όμως το σκυλί ταυτόχρονα γελούσε! Ναι, γελούσε! Ένα γέλιο πλήρες. Και ίδιο με το ανθρώπινο.
Μείναμε όλοι ακίνητοι και άφωνοι με το θέαμα, πριν αρχίσουμε να θαυμάζουμε το γεγονός και να εκδηλώνουμε τα συναισθήματα που μας γέννησε αυτό. Το σκυλί δεν σταμάτησε να γελάει ώσπου φύγαμε επιτέλους. Η μητέρα μου, που είχε δεχτεί το γεγονός με τον μικρότερο όλων μας ενθουσιασμό, φεύγοντας σχολίασε: «Κάτι κακό θα μας βρει!»
Καθώς γυρίζαμε και ενώ ακόμα σχολιάζαμε τα διατρέξαντα, να σου και ερχόταν από μακριά ο πατέρας μου που είχε γυρίσει στο σπίτι, δεν μας βρήκε εκεί και ερχόταν να μας συναντήσει. Πράγμα που συνέβαινε πρώτη φορά, πάντα όταν γύριζε πρωτύτερα περίμενε στο σπίτι. Η μητέρα μου ανησύχησε βλέποντάς τον. Όταν πλησιάσαμε, ο πατέρας μου ανάγγειλε στη μητέρα μου πως είχε τηλεγράφημα από τη Σπάρτη, που έλεγε ότι πέθανε ο πατέρας της.
Οι Ευρωπαίοι που έχτισαν την Αμερική, έφυγαν από την Ευρώπη αφήνοντας πίσω τους κάθε λεπτό αίσθημα, κάθε φιλολογική έφεση, κάθε αλτρουιστική ιδέα. Πήγαν στην Αμερική για να σκοτώσουν, για να χτίσουν από την αρχή μία πατρίδα, χρησιμοποιώντας γι αυτόν το σκοπό όλη τους τη χειρωνακτική και διανοητική ισχύ. Ακόμα ας μην ξεχνάμε πως εκεί πήγαν όχι οι ευγενικοί, οι φιλέσπλαγχνοι και ειρηνικοί άνθρωποι, αλλά τα αποβράσματα της κοινωνίας των βορειοευρωπαϊκών λαών, οι βγαλμένοι από τη φυλακή γι αυτόν το σκοπό κατάδικοι, οι τυχοδιώκτες. Οι ιθύνοντες ήξεραν τι έκαναν. Στέλνοντάς τους εκεί απαλλάσσονταν από τη μια από αυτούς, ενώ ταυτόχρονα δεν είχαν τον κίνδυνο να αγνοηθούν από αυτούς και εκείνοι να σφετεριστούν τη νέα ήπειρο και τη λεία της.
Έτσι σκοπός των πρώτων αυτών μεταναστών ήταν η επιβίωση έστω και κτηνωδώς κατορθωμένη. Και ο σκοπός επετεύχθη. Η ευγενική και αντρίκια ινδιάνικη φυλή εξολοθρεύτηκε.
Το αποτέλεσμα ήταν η έναρξη μιας νέας ζωής σ΄αυτή την ήπειρο. Μιας ζωής στερημένης από κάθε πνευματικότητα, που αποκλειστικό της μέλημα και σκοπός ήταν η επίτευξη ισχύος, που μόνον αυτή θα τους εγγυόταν την διατήρηση της εξουσίας τους πάνω σ’ αυτή τη τη γη. Και όταν η εξουσία τους εδραιώθηκε, και όταν επικράτησαν πάνω στη γη, τότε κατάλαβαν τι είχαν χάσει. Και γύρισαν και ακόμα γυρίζουν τα μάτια προς την Ευρώπη, θλιμμένοι γιατί έχασαν ό,τι θα τους έκανε ανθρώπους: την ευγένεια, το λεπτό πνεύμα, την καλοσύνη στους τρόπους. Είναι σαν εκείνους που ξενιτεύονται, όμως η γη που άφησαν δεν ξεχνιέται. Ο νόστος, μεταλλαγμένος σε τύψεις, αγωνία, αγνωμοσύνη, θα τους παιδεύει σε όλη τους τη ζωή. Και γι αυτό μετάβαση τους στην Ευρώπη για λίγες μέρες είναι ο πόθος και ο σκοπός της ζωής των Αμερικανών, και γι αυτό ότι Ευρωπαϊκο τους θέλγει, αν και όταν το αποκτήσουν καταλαβαίνουν πως ό,τι έχασαν δεν πρόκειται να το ξαναβρούν με όσα ταξίδια στην παλιά τους πατρίδα.
Έτσι θα ζουν για αιώνες ακόμα, δηλαδή αισθανόμενοι πρόσφυγες στην ίδια τους τη νέα πατρίδα.
Οι ΗΠΑ έτσι απομακρυσμένες που είναι, είναι ταυτόχρονα καταδικασμένες να είναι ισχυρές γιατί αλλιώς θα είναι εύκολο να καταστραφούν. Επειδή είναι γνωστό σε όλους ότι στην ήπειρό τους έχουν ρημάξει τις άλλες, τις προϋπάρχουσες εκεί χώρες και ποιος θα τους βοηθούσε; Ως πότε όμως θα είναι ισχυρές; Δεν είναι παρά μια πρόσκαιρη αυτοκρατορία που θα καταρρεύσει σύντομα. Ενώ οι Ευρασιατικές χώρες είναι διαχρονικά γερά δομημένες και με θεμέλια δοκιμασμένα για αιώνες και χιλιετηρίδες. Και τόσο παλιές που γνωρίζονται και αγαπιούνται μεταξύ τους με την αγάπη που οι γείτονες παρά τις διαφορές τους μεταξύ τους φροντίζει και γνοιάζεται ο ένας για τον άλλο.
5 Οχτώβρη 1955. Πρωί αξημέρωτα. Εγώ μισοξύπνιος ζεσταίνομαι στη σόμπα που, αφού πρώτα την «έβαφε» με γραφίτη, άναβε πρωί πρωί η μητέρα. Πάνω στη σόμπα σ’ ένα τηγάνι ετοιμάζονται τηγανίτες. Εξαιρετικό φαγητό για πρωινό. Στι ίδιο δωμάτιο ο πατέρας, απολυμένος από τη δουλειά του στο Δημόσιο, ετοιμάζεται για τη δουλειά στο υπαίθριο γραφείο του, ένα τραπεζάκι ζαχαροπλαστείου όπου για πενταροδεκάρες συνέτασσε «αιτήσεις». Ξάφνου χτυπάει σιγανά και φοβισμένα το τζάμι του παράθυρου που έβλεπε στη σκάλα που οδηγούσε στην εξώπορτα του σπιτιού μας. Ο πατέρας το μισανοίγει. Στο άνοιγμα εμφανίζεται το πρόσωπο ενός γνωστού και ίσως και φίλου του πατέρα που το όνομά του δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι το όνομα της γυναίκας του. Σταυρούλα. Και έμαθα αργότερα ότι ο γιος τους έγινε οφθαλμίατρος. Ο κύριος αυτός λοιπόν, λέει με συνωμοτική αλλά και χαρούμενη σιγανή φωνή στον πατέρα μου: «Πέθανε ο Παπάγος!» Ο Παπάγος είχε απολύσει τους κουμουνιστές υπαλλήλους μεταξύ των οποίων και τον πατέρα μου και τον πρωινό επισκέπτη, και όλοι έλπιζαν πως όποιος και αν ήταν ο επόμενος πρωθυπουργός,θα τους επανέφερε στην υπηρεσία.
Και πράγματι αυτό έγινε αργότερα με τον Καραμανλή. Το θυμήθηκα αυτό βλέποντας σε μια φωτογραφία το παράθυρο εκείνο του τότε σπιτιού μας. Και ήτανε γραφτό να μάθεις κι εσύ Γιωργία τι έγινε την ημέρα εκείνη στο σπίτι μας, είκοσι μέτρα μακριά από το δικό σου. Εσύ ίσως την ώρα εκείνη να ήσουν στο χωράφι για κάποια γεωργική δουλειά, ή να μάζευες ξύλα για το τζάκι. Τότε πάντως τα είκοσι μέτρα μετρούσαν πιο μακριά από όσο σήμερα μετρούν τα πέντε χιλιάδες μίλια που μας χωρίζουν.
Είμαστε κλεισμένοι σε ένα κουτί μέσα οι άνθρωποι. Βλέπουμε γύρω ανθρώπους σαν και μας που πεθαίνουν ένας ένας και τους πετάνε έξω από το κουτί. Καθόμαστε μέσα στο κουτί περιμένοντας τη σειρά μας. Λογικά, θα έπρεπε να βρούμε μια όσο το δυνατό βολική γωνιά, και εκεί να στρωθούμε περιμένοντας τη σειρά μας. Και ακόμα θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε τη λογική μας για να σταματήσουμε αυτή την άχαρη, άσκοπη και ψυχοφθόρα κατάσταση. Όμως όχι. Εμείς τρέχουμε ιδρώνοντας αγωνιώντας και ταλαιπωρούμενοι. Και αναπτύσσοντας μεθόδους και τακτικές που παρατείνουν την αναμονή μας ώστε να βασανιζόμαστε για περισσότερο χρόνο. Και όχι μόνον αυτό αλλά φροντίζουμε με περισσή αφροσύνη να δημιουργούμε και άλλους ανθρώπους για να βασανιστούν κι αυτοί και για να πεταχτούν σαν στημένες λεμονόκουπες έξω από το κουτί κι αυτοί με τη σειρά τους όπως κι εμείς.
Και μέσα στο κουτί, εκεί να δεις τι ωραία πράγματα που γίνονται. Διαρκές πηγαινέλα, μίση, φόνοι, δολοπλοκίες, κλοπές, και ότι μπορείς να φανταστείς που κάνει πιο δύσκολη και φοβερή την κατάσταση στο κουτί μέσα, θα το βρεις εκεί. Και γράφονται μεγάλα λόγια, και γίνονται σπουδαίες ανακαλύψεις, και χτίζονται τρανά σπίτια, και οι πόλεμοι περισσεύουν. Και ακούς λόγια για δίκαιο, για ειρήνη, για αλτρουισμό. Και πλάθονται θεοί και ιδρύονται αυτοκρατορίες.Και αυτός που έχει φτιάξει στο ξυλουργείο του το κουτί, κάποτε βαριέται, το παίρνει και το πετάει σε κανένα ρέμα ή το καίει μαζί με μας στο τζάκι του για να ζεσταθεί.
H σπιτονοικοκυρά μου ενοχλήθηκε που δεν θορυβώ ώστε να με ακούει όταν περνάει από τον διάδρομο του κοινού μας ορόφου. Ήτανε φοβερά ενοχλημένη όταν μου έφερε ένα πιατάκι με μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Και όπως είναι φυσικό, η ενόχλησή της έχει τη ρίζα του στην περίπτωση που δεν μιλάω επειδή είμαι νεκρός μέσα στο διαμέρισμά μου. Την δικαιολογώ. Φαντάσου, θα σκεφτόταν όλες τις ημέρες που δεν με άκουγε, φαντάσου να έχει πεθάνει! Πρωτοχρονιά με σαπισμένου κρέατος οσμή θα κάναμε! Όχι πως δεν με αγαπά η καημένη, όμως η αγάπη της δεν διατυμπανίζεται, κάτι που συμβαίνει βέβαια με όλους τους ανθρώπους. Και αλήθεια, τι θα έπρεπε; Να μου λέει κάθε μέρα σας αγαπώ γιατρέ μου και σας νοιάζομαι; Ή να βγει και να το φωνάζει στις γειτονιές; Αγαπώ τον νοικάρη μας το γιατρόοοοο…; Και να διευκρινίσω, μιλώ για την αγάπη που ο κάθε άνθρωπος έχει για οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο δεν του έχει κάνει κακό. Παρόλα αυτά όταν μου είπε κοιτάζοντάς με σαν να με μάλωνε,αλλά και γεμάτη ανησυχία και ενόχληση μαζί: γιατρέ μου γιατί δεν σας ακούμε καθόλου, τι κάνετε;, της είπα: κυρία τάδε, οι άνθρωποι ή γελάνε, ήκλαίνε, ή δεν κάνουν θόρυβο. Θα θέλατε να με ακούτε να κλαίω; Δεν μου απάντησε. Όπως και να ’ναι δεν παύει να είναι μια καλή κυρία και μια καλή γειτόνισσα. Αυτή και όλη η η οικογένειά της είναι πολύ ευγενικοί με μένα, όπως άλλωστε κι εγώ με αυτούς. Γενικά περνάμε μια όμορφη γειτονική ζωή εγώ με αυτούς. Είναι αξιοπρεπείς, είναι άνθρωποι του σπιτιού και της οικογένειας, λίγες και ήσυχες γνωριμίες, και η κυρία ασχολία τους είναι η διαχείριση της πολυκατοικίας. Που σημαίνει φροντίδα για κάθε ζήτημα της πολυκατοικίας αλλά και του προβλήματος σχετικά με την πολυκατοικία του κάθε ενοικιαστή. Πολλές φορές έχουμε εβδομάδες να συναντηθούμε και όταν τότε βρισκόμαστε, θα γελούσε κάποιος που ξέρει ότι μένουμε δίπλα δίπλα αν μας άκουγε να ξεφωνίζουμε χαρούμενοι σαν να βλεπόμαστε ύστερα από μηνών χωρισμό: τι κάνετε κυρία ….; ή: γιατρέ μου τι γίνεστε… Ας είναι καλά. Είναι οι άνθρωποι που με τη ζωή τους ζω όσο νοικιάζω εδώ.
Λοιπόν το πρώτο που έχω για την Αμερική είναι ένα πάθημα που δεν είναι πάθημα, μια αβλεψία που δεν είναι αβλεψία, και σε κάθε περίπτωση είναι η ιστορία της ζωής μου σε μικρογραφία.
Όταν πήγα στην Αμερική,έμεινα για ένα μήνα στου ξαδέρφου μου το σπίτι. Καθένας τους όλοι πήγαιναν στις δουλειές τους κάθε μέρα. Εγώ έβγαινα ψάχνοντας για δουλειά. Η γυναίκα του και ξαδέρφη μου, μου έδωσε τον αριθμό του τηλεφώνου του σπιτιού, ώστε να έπαιρνα όποτε χρειαζόταν. Ας πούμε ότι ο αριθμός ήταν 2222222-πού να τον θυμάμαι τώρα.
Όταν τηλεφωνούσα όμως στο νούμερο αυτό, η τηλεφωνήτρια μου έλεγε άλλα αντ’ άλλων. Ρώτησα και ξαναρώτησα την ξαδέρφη μου αν μου έδωσε τον σωστό αριθμό, και ήταν κατηγορηματική:ναι! Ξανά έπαιρνα τηλέφωνο, πάλι τα ίδια από την τηλεφωνήτρια. Ώσπου στράφηκα σε έναν Ελληνοαμερικανό. Για πάρε αυτό το τηλέφωνο του λέω, γιατί σε μένα δεν απαντάει. Το παίρνει, απάντησε. Μου το έδωσε και μίλησα με την ξαδέρφη μου. Πώς το έκανες; Του λέω. Τι πώς το έκανα, μου λέει, απλά πήρα τον αριθμό που μου έδωσες.
Δεν ήξερα τι να κάνω ή τι να σκεφτώ. Μήπως οι Αμερικάνοι σκέφτονταν κάτι όταν έπαιρναν τον αριθμό και με τη σκέψη τους εκείνη αυτός απαντούσε;;!!...
Έτσι και έτσι πέρασαν δυο μήνες. Χωρίς υπερβολή. Να μην μπορώ να επικοινωνήσω με τον μόνο γνωστό μου άνθρωπο στην αχανή Αμερική!
Ώσπου μια μέρα η ξαδέρφη μου μού λέει: δε μου λες, βάζεις μπροστά το 818 όταν παίρνεις τηλέφωνο; Όχι, της απαντώ, γιατί να το βάλω; Μου εξήγησε ότι το 818 είναι ο αριθμός της περιοχής. Θα έπρεπε να μαντέψω λοιπόν ότι υπήρχε «αριθμός περιοχής» που πρέπει να μπαίνει μπροστά από κάθε τηλεφώνημα μέσα στην περιοχή; Κρίνε εσύ Γιωργία. Μάλιστα κρίνε φέρνοντας στο νου σου ότι τότε στην Ελλάδα δεν υπήρχαν αριθμοί που να μπαίνουν μπροστά… από τον αριθμό.
Από κει και πέρα άρχισα να βάζω μπροστά από το 2222222 τον αριθμό 818.
Ησύχασα μήπως; Η δουλειά μου έγινε;!!! Πάλι η φωνή κάποιας τηλεφωνήτριας με πληροφορούσε ότι δεν υπάρχει τέτοιος αριθμός.
Να σου πω τι έκανα και γι αυτό; Δε θα το κάνω με λεπτομέρειες. Θα σου πω μόνον ότι από φόβο και ντροπή δεν ξαναρώτησα την ξαδέρφη μου, παρά προσπάθησα από άλλους να μάθω τι συμβαίνει και αυτή τη φορά. Το θέμα αυτό κράτησε άλλον ένα μήνα. Πραγματικά. Σκεφτόμουν αν με πιάσει η αστυνομία και μου πει, όπως λένε, ότι έχεις το δικαίωνα να κάνεις ένα τηλεφώνημα, ΠΩΣ θα τηλεφωνούσα; Την ψυχική μου κατάσταση τους μήνες εκείνους δεν θα σου την περιγράψω γιατί δεν βρίσκω λόγια να περιγράψω αυτό που αισθάνεται κάποιος που δεν μπορεί κάτι που το μπορούν εκατόν πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι στην Αμερική.
Και κάποτε έμαθα ότι πριν και από το 818 έπρεπε να βάζω τον αριθμό 1 (ένα).
Σκέφτηκα πώς θα γινόταν ώστε όταν κάποιος έρχεται μετανάστης στην Αμερική, να επιμένει να μάθει όλα τα ψηφία που πρέπει να σχηματίσει στο τηλέφωνό του ώστε να απαντήσει ο αριθμός που καλεί. Δεν βρήκα τρόπο. Εύχομαι μόνον εκείνοι που δίνουν τον αριθμό τους να δίνουν και τα ψηφία της περιοχής στην οποία ζουν, όπως επίσης και τα ψηφία του νομού (;) στον οποίο ζουν. Ή, οι μετανάστες να ρωτούν επανειλημμένα να τους δοθεί ολόκληρος ο αριθμός και με το «818» του και με το «1» του…
Η κοντή φιλενάδα μου, σχολιάζοντας μια εκπομπή του ραδιοφώνου, μου είπε ότι δεν μπορεί να καταλάβει πώς η γη μπορεί και σηκώνει το βάρος τόσων ανθρώπων, σπιτιών, αυτοκινήτων. Ρωτώντας την κατάλαβα ότι δεν ξέρει για τη γη πόσο μεγάλη είναι, ούτε κάτι περί του φλοιού της γης και περί των ενδότερων της. Η τετραπέρατη, απλοϊκή αλλά ολιγογράμματη φιλενάδα μου βρίσκεται στο στάδιο της γνώσης για τη γη που βρισκόμουν εγώ μέχρι το γυμνάσιο, όπου ο καθηγητής της Φυσικής μας εξήγησε τα βασικά για τη γη. Μέχρι τότε δεν μπορούσα να χωνέψω γιατί η γη λένε ότι είναι στρογγυλή, αφού έχει τόσο μεγάλα βουνά και τόσες ανωμαλίες η επιφάνειά της. Ώσπου ο καθηγητής αυτός, «ο κύριος Χαρίτος», μας παρομοίασε τη γη σαν ένα πορτοκάλι. Και μας είπε ότι η φλούδα του πορτοκαλιού είναι ο στερεός φλοιός της γης και ότι τα όρη αντιστοιχούν στα μικρά μικρά «εξογκώματα» του φλοιού του πορτοκαλιού. Η φιλενάδα μου δεν κατάλαβε αυτό που κι εγώ της εξήγησα, δεν πηγαίνει σε αυτή την απιθανότητα το μυαλό της. Την εννοώ.
Έχει όμως κάποια λογική η σκέψη της. Γιατί το βάρος της γης δεν είναι τόσο μεγάλο. Βέβαια μπορεί να βαστάξει το «βάρος» πολύ περισσότερων πραγμάτων, αφού όλα πάνω της είναι…γη.
Εκείνο που έμαθα όμως κι εγώ πρόσφατα, είναι ότι το βάρος των
ζώων που υπήρξαν πάνω στη γη αφότου αυτή φιλοξενεί επάνω της ζώα, έχει ξεπεράσει πολλές φορές το βάρος της γης.
Λίγα λόγια πάλι για τη φιλοσοφία.
Οι φιλόσοφοι δεν είναι σοφοί. Η φιλοσοφία δεν είναι σοφία. Φίλοι της σοφίας είναι όσοι αγαπούν τη σοφία. Σοφοί είναι όσοι έχουν κατακτήσει τη σοφία. Όπως φίλοι μιας γυναίκας μπορεί να είναι πολλοί, εραστής της όμως είναι εκείνος που την κατάκτησε. Και εραστές της σοφίας δεν υπάρχουν. Κανένας δεν την κατάκτησε, άραγε κανένας δεν είναι σοφός.
Οι φιλόσοφοι θα γίνουν σοφοί όταν γνωρίσουν τι είναι το Αληθινά Υπάρχον, το Είναι, το Όντως Ον. Και μόνο σαν προσπάθεια της κατοχής αυτής της γνώσης μπορώ να δεχτώ τη φιλοσοφία.
Όμως οι φιλόσοφοι, επειδή έχουν αποφασίσει ότι αποκλείεται να βρεθεί αυτό, για να διατηρήσουν ζωντανή τη φιλοσοφία, που τους δείχνει μεγάλους ανάμεσα στους ανθρώπους όπως μεγάλο είναι τι δυόροφο κτίριο από το μονοόροφο, λένε ότι φιλοσοφία είναι και η ενασχόληση με άλλα θέματα πλην εκείνου. Έτσι μιλάνε για φιλοσοφία του Δικαίου, της Θρησκείας,της Ιστορίας και λοιπά.
Τι θα πει όμως φιλοσοφία του Δικαίου; Πώς θα μιλήσεις για τη φιλοσοφία του Δικαίου όταν δεν ξέρεις τι είναι το Δίκαιο; Μήπως το Δίκαιο είναι πέντε κανόνες που γράφτηκαν χτες καταργώντας τους άλλους πέντε νόμους που φτιάχτηκαν προχτές; Ή μήπως είναι η κατασταλαγμένη πείρα αιώνων; Πώς θα σταθεί το Δίκαιο, και σε βάση ποια ακλόνητη θα σταθείς επάνω για να δουλέψεις το Άγνωστο με τα εργαλεία ενός (υποθετικά προς το παρόν και πιστεύω και για πάντα) ήδη Γνωστού;
Φιλοσοφία, λόγια για να λέμε κάτι. Ο φούρνος του Καραγκιόζη πάνω σε ρόδες για να τον γυρίζει προς όποια μεριά του υποδεικνύουν οι περαστικοί.
Ο έρωτας δεν κυλιέται πάντοτε στο κρεβάτι. Και συνήθως δεν προλαβαίνει να φτάσει ως εκεί και ας το θέλει. Τις πιο πολλές φορές φωλιάζει στα μάτια, άλλοτε σκαλώνει σε μια μισοσβησμένη φωνή ή κρύβεται σ’ ένα αβέβαιο βήμα.
Μ’ έχουν αγαπήσει πολλές γυναίκες. Θυμάμαι τη φίλη ενός καλού μου φίλου στη Θεσσαλονίκη, που μου έδειχνε φανερά και μπροστά στο φίλο της την προτίμησή της. Θυμάμαι την ποιήτρια στην Τρίπολη που νομίζοντας ότι δεν το έχω καταλάβει μου το έγραψε σε ένα σημείωμά της. Θυμάμαι την κοπέλα στα Καλάβρυτα που όταν με είδε το μεσημέρι της ίδιας μέρας που είχε διαβάσει τον «Άρρωστή» μου, με κοίταζε με μάτια γεμάτα έκπληξη, θαυμασμό και λατρεία, ενώ το πρόσωπό της είχε μαρμαρώσει στη στιγμή της έκστασης. Θυμάμαι γυναίκες που συνάντησα στο δρόμο ή στο μετρό, που όταν τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, στάθηκαν ακίνητα εκεί, το ένα μέσα στο άλλο, φωνάζοντας πόσο θα ήθελαν να βρίσκονταν μαζί σε ένα κρεβάτι. Θυμάμαι γυναίκες μέσα σε ρεστοράν και σε ταβέρνες που πάσκιζαν να βρούνε τρόπο να με πλησιάσουν. Θυμάμαι γυναίκες μέσα σε αταίριαστες παρέες, να στέκουν άφωνες όταν με αντίκριζαν, και να με κοιτούν εκστατικές όλο πόθο και θαυμασμό, ευχόμενες να μπορούσαν να χαρούν τον έρωτα μαί μου. Θυμάμαι και μένα να θέλω το ίδιο με όλες εκείνες, όπως οι περιστάσεις, οι καλοί τρόποι, το κάθε φορά αταίριαστο με τον τόπο ή τον χρόνο να μας κάνει να μην μπορέσουμε να γευτούμε ό,τι είχαμε τόσο πολύ επιθυμήσει. Ναι. Με αγάπησαν πολλές γυναίκες.
Ξέρεις Γιωργία το ανέκδοτο με τον μικρό μαθητή που ρωτάει η δασκάλα σε τι χρειάζεται η μύτη μας και ο μικρός σηκώνει το χέρι; Ναι Αντωνάκη, πες μας, του λέει η δασκάλα. Για να βλέπουμε κυρία, λέει ο μικρός. Πώς αυτό Αντωνάκη; Γιατί ο μπαμπάς μου βλέπει επειδή στερεώνει τα γυαλιά του στη μύτη του. Έτσι κι εγώ, χρησιμοποιώ τα χέρια μου για να με βοηθάνε να στέκομαι ή να κινούμαι.Τα λίγα σκαλιά που ανεβαίνω τα ανεβαίνω με τη βοήθεια των χεριών μου. Ανεβαίνω μόνον όταν οι σκάλες έχουν κουπαστή. Για να ανέβω κάθε σκαλί απλώνω πρώτα τα χέρια ή μόνο το ένα χέρι αναλόγως του ύψους του σκαλιού, και ύστερα έλκω το σώμα μου προς το αμέσως επόμενο σκαλί με τη δύναμη των μυών των χεριών μου. Όταν είναι απαραίτητο να σκύψω, σκύβω μόνον αφού πρώτα βρω ένα στήριγμα που ακουμπώντας πάνω του το ένα χέρι μου, ρίχνω πάνω του το βάρος που κορμιού μου, ώστε να μην έχει η μέση μου να στηρίξει το κορμί μου κατά τη διάρκεια του σκυψίματος και της επαναφοράς του στη όρθια θέση. Ακόμα τα χέρια μου-το ένα ή και τα δύο-τα χρησιμοποιώ στις περιπτώσεις όπου πρέπει να περιμένω κάπου στην ουρά, όπως, το συνηθέστερο, στο σούπερ μάρκετ. Τότε στηρίζομαι με το ένα χέρι σε κάποιον τοίχο ή σε κάποιο ράφι που βρίσκεται κοντά μου- μπροστά μου ή πίσω μου. Σε κάθε περίπτωση τα ζωή δίνει κάτι κακό σε κάποιον αλλά του αφήνει κάτι άλλο για να μπορεί να πορεύεται. Μη με ρωτήσεις τι είναι χειρότερο-να σε πονάνε τα πόδια ή τα χέρια. Την επιλογή την έκανε για μένα η ίδια η ζωή. Βλέπεις τα χέρια μου δεν είχαν να σηκώνουν το βάρος του σώματός μου στο σούπερ μάρκετ του Χιούζ στο Λος Άντζελες όπως για δέκα χρόνια κάνανε τα πόδια μου. Τη βολεύω λοιπόν ακόμα.
ΑΜΕΡΙΚΗ
Βάζω τον τίτλο ΑΜΕΡΙΚΗ στο γράμμα «Ρ» των απομνημoνευμάτων μου, όχι γιατί θα μιλήσω για ότι συνέβη στην Αμερική όταν ήμουν εκεί, αλλά γιατί κάπως πρέπει να προχωρήσει η ζωή μου για να τελειώνει κάποτε. Όμως και σ΄αυτό το κεφάλαιο όπως και στα άλλα εξάλλου, θα γράφω ό,τι θυμάμαι κάθε φορά από τη ζωή μου γενικά. Γιατί το ένα φέρνει το άλλο όπως ξέρεις και συ.
Σήμερα ας πούμε θυμήθηκα την Τρίπολη, τότε που μαζί περνούσαμε τα παιδικά μας χρόνια σ’ αυτήν. Τότε που δεν ξέραμε κανένα άλλο μέρος της γης παρά την Τρίπολη. Και ό,τι θυμάται κανείς αυτό είναι η ζωή του-ή όχι; Και δεν μετράει τι έκανε ή τι είπε κανένας όσο ζούσε, παρά ό,τι θυμάται από αυτήν. Και αυτά, όταν τα γράψει, μένουν για τους επιγενόμενους και όλα τα άλλα είναι χαμένα γι αυτούς, αφού ήσαν χαμένα και για εκείνον αφού δεν έγραψε γι αυτά.
Κι αν πάει κάποιος στην Αμερική, κι αν πάει στο φεγγάρι, και τίποτα δεν θα έχει αλλάξει στη φυσιολογία του ανθρώπου, πάλι και πάντα αυτός θα θυμάται. Ο άνθρωπος είναι η μνήμη του.
Και να ένα περιστατικό που θυμάμαι από τη ζωή μου στην Τρίπολη.
Τα βράδια του καλοκαιριού τα περνούσαμε περιμένοντας να γυρίσει από το καφενείο ο πατέρας. Το καφενείο τότε ήτανε ο χώρος όπου περνούσαν την ώρα τους οι άντρες της μέσης τάξης της Ελλάδας. Τηλεόραση δεν είχε ενσκήψει ακόμα, ραδιόφωνα τότε μόλις είχαν αρχίσει να κάνουνε την εμφάνισή τους στην Ελλάδα κι ήσαν πανάκριβα. Η μητέρα μου πολλές φορές το καλοκαίρι, με μια γειτόνισσα και με τα παιδιά τους πήγαιναν μια βόλτα προς κάποια εξοχική περιοχή της πόλης ώσπου να έρθει η ώρα της επιστροφής του άντρα της οικογένειας.Παίρνανε λίγον πασατέμπο στις τσέπες και βάδιζαν αργά κουβεντιάζοντας. Ήταν μια τέτοια βόλτα που έγινε ένα παράξενο περιστατικό. Και το θέαμα το τόσο παράξενο, ακολουθήθηκε από ένα συμβάν που από την παρέα θεωρήθηκε σαν απότοκο της θέασης εκείνης. Βαδίζοντας λοιπόν βρέθηκε μπροστά μας ένα σκυλί. Ένα άσπρο, μικρόσωμο σχετικά σκυλί. Που άρχισε να κουνάει την ουρά του όταν μας είδε. Και αυτό μεν ήταν φυσιολογικό για σκυλί. Όμως το σκυλί ταυτόχρονα γελούσε! Ναι, γελούσε! Ένα γέλιο πλήρες. Και ίδιο με το ανθρώπινο.
Μείναμε όλοι ακίνητοι και άφωνοι με το θέαμα, πριν αρχίσουμε να θαυμάζουμε το γεγονός και να εκδηλώνουμε τα συναισθήματα που μας γέννησε αυτό. Το σκυλί δεν σταμάτησε να γελάει ώσπου φύγαμε επιτέλους. Η μητέρα μου, που είχε δεχτεί το γεγονός με τον μικρότερο όλων μας ενθουσιασμό, φεύγοντας σχολίασε: «Κάτι κακό θα μας βρει!»
Καθώς γυρίζαμε και ενώ ακόμα σχολιάζαμε τα διατρέξαντα, να σου και ερχόταν από μακριά ο πατέρας μου που είχε γυρίσει στο σπίτι, δεν μας βρήκε εκεί και ερχόταν να μας συναντήσει. Πράγμα που συνέβαινε πρώτη φορά, πάντα όταν γύριζε πρωτύτερα περίμενε στο σπίτι. Η μητέρα μου ανησύχησε βλέποντάς τον. Όταν πλησιάσαμε, ο πατέρας μου ανάγγειλε στη μητέρα μου πως είχε τηλεγράφημα από τη Σπάρτη, που έλεγε ότι πέθανε ο πατέρας της.
Οι Ευρωπαίοι που έχτισαν την Αμερική, έφυγαν από την Ευρώπη αφήνοντας πίσω τους κάθε λεπτό αίσθημα, κάθε φιλολογική έφεση, κάθε αλτρουιστική ιδέα. Πήγαν στην Αμερική για να σκοτώσουν, για να χτίσουν από την αρχή μία πατρίδα, χρησιμοποιώντας γι αυτόν το σκοπό όλη τους τη χειρωνακτική και διανοητική ισχύ. Ακόμα ας μην ξεχνάμε πως εκεί πήγαν όχι οι ευγενικοί, οι φιλέσπλαγχνοι και ειρηνικοί άνθρωποι, αλλά τα αποβράσματα της κοινωνίας των βορειοευρωπαϊκών λαών, οι βγαλμένοι από τη φυλακή γι αυτόν το σκοπό κατάδικοι, οι τυχοδιώκτες. Οι ιθύνοντες ήξεραν τι έκαναν. Στέλνοντάς τους εκεί απαλλάσσονταν από τη μια από αυτούς, ενώ ταυτόχρονα δεν είχαν τον κίνδυνο να αγνοηθούν από αυτούς και εκείνοι να σφετεριστούν τη νέα ήπειρο και τη λεία της.
Έτσι σκοπός των πρώτων αυτών μεταναστών ήταν η επιβίωση έστω και κτηνωδώς κατορθωμένη. Και ο σκοπός επετεύχθη. Η ευγενική και αντρίκια ινδιάνικη φυλή εξολοθρεύτηκε.
Το αποτέλεσμα ήταν η έναρξη μιας νέας ζωής σ΄αυτή την ήπειρο. Μιας ζωής στερημένης από κάθε πνευματικότητα, που αποκλειστικό της μέλημα και σκοπός ήταν η επίτευξη ισχύος, που μόνον αυτή θα τους εγγυόταν την διατήρηση της εξουσίας τους πάνω σ’ αυτή τη τη γη. Και όταν η εξουσία τους εδραιώθηκε, και όταν επικράτησαν πάνω στη γη, τότε κατάλαβαν τι είχαν χάσει. Και γύρισαν και ακόμα γυρίζουν τα μάτια προς την Ευρώπη, θλιμμένοι γιατί έχασαν ό,τι θα τους έκανε ανθρώπους: την ευγένεια, το λεπτό πνεύμα, την καλοσύνη στους τρόπους. Είναι σαν εκείνους που ξενιτεύονται, όμως η γη που άφησαν δεν ξεχνιέται. Ο νόστος, μεταλλαγμένος σε τύψεις, αγωνία, αγνωμοσύνη, θα τους παιδεύει σε όλη τους τη ζωή. Και γι αυτό μετάβαση τους στην Ευρώπη για λίγες μέρες είναι ο πόθος και ο σκοπός της ζωής των Αμερικανών, και γι αυτό ότι Ευρωπαϊκο τους θέλγει, αν και όταν το αποκτήσουν καταλαβαίνουν πως ό,τι έχασαν δεν πρόκειται να το ξαναβρούν με όσα ταξίδια στην παλιά τους πατρίδα.
Έτσι θα ζουν για αιώνες ακόμα, δηλαδή αισθανόμενοι πρόσφυγες στην ίδια τους τη νέα πατρίδα.
Οι ΗΠΑ έτσι απομακρυσμένες που είναι, είναι ταυτόχρονα καταδικασμένες να είναι ισχυρές γιατί αλλιώς θα είναι εύκολο να καταστραφούν. Επειδή είναι γνωστό σε όλους ότι στην ήπειρό τους έχουν ρημάξει τις άλλες, τις προϋπάρχουσες εκεί χώρες και ποιος θα τους βοηθούσε; Ως πότε όμως θα είναι ισχυρές; Δεν είναι παρά μια πρόσκαιρη αυτοκρατορία που θα καταρρεύσει σύντομα. Ενώ οι Ευρασιατικές χώρες είναι διαχρονικά γερά δομημένες και με θεμέλια δοκιμασμένα για αιώνες και χιλιετηρίδες. Και τόσο παλιές που γνωρίζονται και αγαπιούνται μεταξύ τους με την αγάπη που οι γείτονες παρά τις διαφορές τους μεταξύ τους φροντίζει και γνοιάζεται ο ένας για τον άλλο.
5 Οχτώβρη 1955. Πρωί αξημέρωτα. Εγώ μισοξύπνιος ζεσταίνομαι στη σόμπα που, αφού πρώτα την «έβαφε» με γραφίτη, άναβε πρωί πρωί η μητέρα. Πάνω στη σόμπα σ’ ένα τηγάνι ετοιμάζονται τηγανίτες. Εξαιρετικό φαγητό για πρωινό. Στι ίδιο δωμάτιο ο πατέρας, απολυμένος από τη δουλειά του στο Δημόσιο, ετοιμάζεται για τη δουλειά στο υπαίθριο γραφείο του, ένα τραπεζάκι ζαχαροπλαστείου όπου για πενταροδεκάρες συνέτασσε «αιτήσεις». Ξάφνου χτυπάει σιγανά και φοβισμένα το τζάμι του παράθυρου που έβλεπε στη σκάλα που οδηγούσε στην εξώπορτα του σπιτιού μας. Ο πατέρας το μισανοίγει. Στο άνοιγμα εμφανίζεται το πρόσωπο ενός γνωστού και ίσως και φίλου του πατέρα που το όνομά του δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι το όνομα της γυναίκας του. Σταυρούλα. Και έμαθα αργότερα ότι ο γιος τους έγινε οφθαλμίατρος. Ο κύριος αυτός λοιπόν, λέει με συνωμοτική αλλά και χαρούμενη σιγανή φωνή στον πατέρα μου: «Πέθανε ο Παπάγος!» Ο Παπάγος είχε απολύσει τους κουμουνιστές υπαλλήλους μεταξύ των οποίων και τον πατέρα μου και τον πρωινό επισκέπτη, και όλοι έλπιζαν πως όποιος και αν ήταν ο επόμενος πρωθυπουργός,θα τους επανέφερε στην υπηρεσία.
Και πράγματι αυτό έγινε αργότερα με τον Καραμανλή. Το θυμήθηκα αυτό βλέποντας σε μια φωτογραφία το παράθυρο εκείνο του τότε σπιτιού μας. Και ήτανε γραφτό να μάθεις κι εσύ Γιωργία τι έγινε την ημέρα εκείνη στο σπίτι μας, είκοσι μέτρα μακριά από το δικό σου. Εσύ ίσως την ώρα εκείνη να ήσουν στο χωράφι για κάποια γεωργική δουλειά, ή να μάζευες ξύλα για το τζάκι. Τότε πάντως τα είκοσι μέτρα μετρούσαν πιο μακριά από όσο σήμερα μετρούν τα πέντε χιλιάδες μίλια που μας χωρίζουν.
Είμαστε κλεισμένοι σε ένα κουτί μέσα οι άνθρωποι. Βλέπουμε γύρω ανθρώπους σαν και μας που πεθαίνουν ένας ένας και τους πετάνε έξω από το κουτί. Καθόμαστε μέσα στο κουτί περιμένοντας τη σειρά μας. Λογικά, θα έπρεπε να βρούμε μια όσο το δυνατό βολική γωνιά, και εκεί να στρωθούμε περιμένοντας τη σειρά μας. Και ακόμα θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε τη λογική μας για να σταματήσουμε αυτή την άχαρη, άσκοπη και ψυχοφθόρα κατάσταση. Όμως όχι. Εμείς τρέχουμε ιδρώνοντας αγωνιώντας και ταλαιπωρούμενοι. Και αναπτύσσοντας μεθόδους και τακτικές που παρατείνουν την αναμονή μας ώστε να βασανιζόμαστε για περισσότερο χρόνο. Και όχι μόνον αυτό αλλά φροντίζουμε με περισσή αφροσύνη να δημιουργούμε και άλλους ανθρώπους για να βασανιστούν κι αυτοί και για να πεταχτούν σαν στημένες λεμονόκουπες έξω από το κουτί κι αυτοί με τη σειρά τους όπως κι εμείς.
Και μέσα στο κουτί, εκεί να δεις τι ωραία πράγματα που γίνονται. Διαρκές πηγαινέλα, μίση, φόνοι, δολοπλοκίες, κλοπές, και ότι μπορείς να φανταστείς που κάνει πιο δύσκολη και φοβερή την κατάσταση στο κουτί μέσα, θα το βρεις εκεί. Και γράφονται μεγάλα λόγια, και γίνονται σπουδαίες ανακαλύψεις, και χτίζονται τρανά σπίτια, και οι πόλεμοι περισσεύουν. Και ακούς λόγια για δίκαιο, για ειρήνη, για αλτρουισμό. Και πλάθονται θεοί και ιδρύονται αυτοκρατορίες.Και αυτός που έχει φτιάξει στο ξυλουργείο του το κουτί, κάποτε βαριέται, το παίρνει και το πετάει σε κανένα ρέμα ή το καίει μαζί με μας στο τζάκι του για να ζεσταθεί.
H σπιτονοικοκυρά μου ενοχλήθηκε που δεν θορυβώ ώστε να με ακούει όταν περνάει από τον διάδρομο του κοινού μας ορόφου. Ήτανε φοβερά ενοχλημένη όταν μου έφερε ένα πιατάκι με μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Και όπως είναι φυσικό, η ενόχλησή της έχει τη ρίζα του στην περίπτωση που δεν μιλάω επειδή είμαι νεκρός μέσα στο διαμέρισμά μου. Την δικαιολογώ. Φαντάσου, θα σκεφτόταν όλες τις ημέρες που δεν με άκουγε, φαντάσου να έχει πεθάνει! Πρωτοχρονιά με σαπισμένου κρέατος οσμή θα κάναμε! Όχι πως δεν με αγαπά η καημένη, όμως η αγάπη της δεν διατυμπανίζεται, κάτι που συμβαίνει βέβαια με όλους τους ανθρώπους. Και αλήθεια, τι θα έπρεπε; Να μου λέει κάθε μέρα σας αγαπώ γιατρέ μου και σας νοιάζομαι; Ή να βγει και να το φωνάζει στις γειτονιές; Αγαπώ τον νοικάρη μας το γιατρόοοοο…; Και να διευκρινίσω, μιλώ για την αγάπη που ο κάθε άνθρωπος έχει για οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο δεν του έχει κάνει κακό. Παρόλα αυτά όταν μου είπε κοιτάζοντάς με σαν να με μάλωνε,αλλά και γεμάτη ανησυχία και ενόχληση μαζί: γιατρέ μου γιατί δεν σας ακούμε καθόλου, τι κάνετε;, της είπα: κυρία τάδε, οι άνθρωποι ή γελάνε, ήκλαίνε, ή δεν κάνουν θόρυβο. Θα θέλατε να με ακούτε να κλαίω; Δεν μου απάντησε. Όπως και να ’ναι δεν παύει να είναι μια καλή κυρία και μια καλή γειτόνισσα. Αυτή και όλη η η οικογένειά της είναι πολύ ευγενικοί με μένα, όπως άλλωστε κι εγώ με αυτούς. Γενικά περνάμε μια όμορφη γειτονική ζωή εγώ με αυτούς. Είναι αξιοπρεπείς, είναι άνθρωποι του σπιτιού και της οικογένειας, λίγες και ήσυχες γνωριμίες, και η κυρία ασχολία τους είναι η διαχείριση της πολυκατοικίας. Που σημαίνει φροντίδα για κάθε ζήτημα της πολυκατοικίας αλλά και του προβλήματος σχετικά με την πολυκατοικία του κάθε ενοικιαστή. Πολλές φορές έχουμε εβδομάδες να συναντηθούμε και όταν τότε βρισκόμαστε, θα γελούσε κάποιος που ξέρει ότι μένουμε δίπλα δίπλα αν μας άκουγε να ξεφωνίζουμε χαρούμενοι σαν να βλεπόμαστε ύστερα από μηνών χωρισμό: τι κάνετε κυρία ….; ή: γιατρέ μου τι γίνεστε… Ας είναι καλά. Είναι οι άνθρωποι που με τη ζωή τους ζω όσο νοικιάζω εδώ.
Λοιπόν το πρώτο που έχω για την Αμερική είναι ένα πάθημα που δεν είναι πάθημα, μια αβλεψία που δεν είναι αβλεψία, και σε κάθε περίπτωση είναι η ιστορία της ζωής μου σε μικρογραφία.
Όταν πήγα στην Αμερική,έμεινα για ένα μήνα στου ξαδέρφου μου το σπίτι. Καθένας τους όλοι πήγαιναν στις δουλειές τους κάθε μέρα. Εγώ έβγαινα ψάχνοντας για δουλειά. Η γυναίκα του και ξαδέρφη μου, μου έδωσε τον αριθμό του τηλεφώνου του σπιτιού, ώστε να έπαιρνα όποτε χρειαζόταν. Ας πούμε ότι ο αριθμός ήταν 2222222-πού να τον θυμάμαι τώρα.
Όταν τηλεφωνούσα όμως στο νούμερο αυτό, η τηλεφωνήτρια μου έλεγε άλλα αντ’ άλλων. Ρώτησα και ξαναρώτησα την ξαδέρφη μου αν μου έδωσε τον σωστό αριθμό, και ήταν κατηγορηματική:ναι! Ξανά έπαιρνα τηλέφωνο, πάλι τα ίδια από την τηλεφωνήτρια. Ώσπου στράφηκα σε έναν Ελληνοαμερικανό. Για πάρε αυτό το τηλέφωνο του λέω, γιατί σε μένα δεν απαντάει. Το παίρνει, απάντησε. Μου το έδωσε και μίλησα με την ξαδέρφη μου. Πώς το έκανες; Του λέω. Τι πώς το έκανα, μου λέει, απλά πήρα τον αριθμό που μου έδωσες.
Δεν ήξερα τι να κάνω ή τι να σκεφτώ. Μήπως οι Αμερικάνοι σκέφτονταν κάτι όταν έπαιρναν τον αριθμό και με τη σκέψη τους εκείνη αυτός απαντούσε;;!!...
Έτσι και έτσι πέρασαν δυο μήνες. Χωρίς υπερβολή. Να μην μπορώ να επικοινωνήσω με τον μόνο γνωστό μου άνθρωπο στην αχανή Αμερική!
Ώσπου μια μέρα η ξαδέρφη μου μού λέει: δε μου λες, βάζεις μπροστά το 818 όταν παίρνεις τηλέφωνο; Όχι, της απαντώ, γιατί να το βάλω; Μου εξήγησε ότι το 818 είναι ο αριθμός της περιοχής. Θα έπρεπε να μαντέψω λοιπόν ότι υπήρχε «αριθμός περιοχής» που πρέπει να μπαίνει μπροστά από κάθε τηλεφώνημα μέσα στην περιοχή; Κρίνε εσύ Γιωργία. Μάλιστα κρίνε φέρνοντας στο νου σου ότι τότε στην Ελλάδα δεν υπήρχαν αριθμοί που να μπαίνουν μπροστά… από τον αριθμό.
Από κει και πέρα άρχισα να βάζω μπροστά από το 2222222 τον αριθμό 818.
Ησύχασα μήπως; Η δουλειά μου έγινε;!!! Πάλι η φωνή κάποιας τηλεφωνήτριας με πληροφορούσε ότι δεν υπάρχει τέτοιος αριθμός.
Να σου πω τι έκανα και γι αυτό; Δε θα το κάνω με λεπτομέρειες. Θα σου πω μόνον ότι από φόβο και ντροπή δεν ξαναρώτησα την ξαδέρφη μου, παρά προσπάθησα από άλλους να μάθω τι συμβαίνει και αυτή τη φορά. Το θέμα αυτό κράτησε άλλον ένα μήνα. Πραγματικά. Σκεφτόμουν αν με πιάσει η αστυνομία και μου πει, όπως λένε, ότι έχεις το δικαίωνα να κάνεις ένα τηλεφώνημα, ΠΩΣ θα τηλεφωνούσα; Την ψυχική μου κατάσταση τους μήνες εκείνους δεν θα σου την περιγράψω γιατί δεν βρίσκω λόγια να περιγράψω αυτό που αισθάνεται κάποιος που δεν μπορεί κάτι που το μπορούν εκατόν πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι στην Αμερική.
Και κάποτε έμαθα ότι πριν και από το 818 έπρεπε να βάζω τον αριθμό 1 (ένα).
Σκέφτηκα πώς θα γινόταν ώστε όταν κάποιος έρχεται μετανάστης στην Αμερική, να επιμένει να μάθει όλα τα ψηφία που πρέπει να σχηματίσει στο τηλέφωνό του ώστε να απαντήσει ο αριθμός που καλεί. Δεν βρήκα τρόπο. Εύχομαι μόνον εκείνοι που δίνουν τον αριθμό τους να δίνουν και τα ψηφία της περιοχής στην οποία ζουν, όπως επίσης και τα ψηφία του νομού (;) στον οποίο ζουν. Ή, οι μετανάστες να ρωτούν επανειλημμένα να τους δοθεί ολόκληρος ο αριθμός και με το «818» του και με το «1» του…
Η κοντή φιλενάδα μου, σχολιάζοντας μια εκπομπή του ραδιοφώνου, μου είπε ότι δεν μπορεί να καταλάβει πώς η γη μπορεί και σηκώνει το βάρος τόσων ανθρώπων, σπιτιών, αυτοκινήτων. Ρωτώντας την κατάλαβα ότι δεν ξέρει για τη γη πόσο μεγάλη είναι, ούτε κάτι περί του φλοιού της γης και περί των ενδότερων της. Η τετραπέρατη, απλοϊκή αλλά ολιγογράμματη φιλενάδα μου βρίσκεται στο στάδιο της γνώσης για τη γη που βρισκόμουν εγώ μέχρι το γυμνάσιο, όπου ο καθηγητής της Φυσικής μας εξήγησε τα βασικά για τη γη. Μέχρι τότε δεν μπορούσα να χωνέψω γιατί η γη λένε ότι είναι στρογγυλή, αφού έχει τόσο μεγάλα βουνά και τόσες ανωμαλίες η επιφάνειά της. Ώσπου ο καθηγητής αυτός, «ο κύριος Χαρίτος», μας παρομοίασε τη γη σαν ένα πορτοκάλι. Και μας είπε ότι η φλούδα του πορτοκαλιού είναι ο στερεός φλοιός της γης και ότι τα όρη αντιστοιχούν στα μικρά μικρά «εξογκώματα» του φλοιού του πορτοκαλιού. Η φιλενάδα μου δεν κατάλαβε αυτό που κι εγώ της εξήγησα, δεν πηγαίνει σε αυτή την απιθανότητα το μυαλό της. Την εννοώ.
Έχει όμως κάποια λογική η σκέψη της. Γιατί το βάρος της γης δεν είναι τόσο μεγάλο. Βέβαια μπορεί να βαστάξει το «βάρος» πολύ περισσότερων πραγμάτων, αφού όλα πάνω της είναι…γη.
Εκείνο που έμαθα όμως κι εγώ πρόσφατα, είναι ότι το βάρος των
ζώων που υπήρξαν πάνω στη γη αφότου αυτή φιλοξενεί επάνω της ζώα, έχει ξεπεράσει πολλές φορές το βάρος της γης.
Λίγα λόγια πάλι για τη φιλοσοφία.
Οι φιλόσοφοι δεν είναι σοφοί. Η φιλοσοφία δεν είναι σοφία. Φίλοι της σοφίας είναι όσοι αγαπούν τη σοφία. Σοφοί είναι όσοι έχουν κατακτήσει τη σοφία. Όπως φίλοι μιας γυναίκας μπορεί να είναι πολλοί, εραστής της όμως είναι εκείνος που την κατάκτησε. Και εραστές της σοφίας δεν υπάρχουν. Κανένας δεν την κατάκτησε, άραγε κανένας δεν είναι σοφός.
Οι φιλόσοφοι θα γίνουν σοφοί όταν γνωρίσουν τι είναι το Αληθινά Υπάρχον, το Είναι, το Όντως Ον. Και μόνο σαν προσπάθεια της κατοχής αυτής της γνώσης μπορώ να δεχτώ τη φιλοσοφία.
Όμως οι φιλόσοφοι, επειδή έχουν αποφασίσει ότι αποκλείεται να βρεθεί αυτό, για να διατηρήσουν ζωντανή τη φιλοσοφία, που τους δείχνει μεγάλους ανάμεσα στους ανθρώπους όπως μεγάλο είναι τι δυόροφο κτίριο από το μονοόροφο, λένε ότι φιλοσοφία είναι και η ενασχόληση με άλλα θέματα πλην εκείνου. Έτσι μιλάνε για φιλοσοφία του Δικαίου, της Θρησκείας,της Ιστορίας και λοιπά.
Τι θα πει όμως φιλοσοφία του Δικαίου; Πώς θα μιλήσεις για τη φιλοσοφία του Δικαίου όταν δεν ξέρεις τι είναι το Δίκαιο; Μήπως το Δίκαιο είναι πέντε κανόνες που γράφτηκαν χτες καταργώντας τους άλλους πέντε νόμους που φτιάχτηκαν προχτές; Ή μήπως είναι η κατασταλαγμένη πείρα αιώνων; Πώς θα σταθεί το Δίκαιο, και σε βάση ποια ακλόνητη θα σταθείς επάνω για να δουλέψεις το Άγνωστο με τα εργαλεία ενός (υποθετικά προς το παρόν και πιστεύω και για πάντα) ήδη Γνωστού;
Φιλοσοφία, λόγια για να λέμε κάτι. Ο φούρνος του Καραγκιόζη πάνω σε ρόδες για να τον γυρίζει προς όποια μεριά του υποδεικνύουν οι περαστικοί.
Ο έρωτας δεν κυλιέται πάντοτε στο κρεβάτι. Και συνήθως δεν προλαβαίνει να φτάσει ως εκεί και ας το θέλει. Τις πιο πολλές φορές φωλιάζει στα μάτια, άλλοτε σκαλώνει σε μια μισοσβησμένη φωνή ή κρύβεται σ’ ένα αβέβαιο βήμα.
Μ’ έχουν αγαπήσει πολλές γυναίκες. Θυμάμαι τη φίλη ενός καλού μου φίλου στη Θεσσαλονίκη, που μου έδειχνε φανερά και μπροστά στο φίλο της την προτίμησή της. Θυμάμαι την ποιήτρια στην Τρίπολη που νομίζοντας ότι δεν το έχω καταλάβει μου το έγραψε σε ένα σημείωμά της. Θυμάμαι την κοπέλα στα Καλάβρυτα που όταν με είδε το μεσημέρι της ίδιας μέρας που είχε διαβάσει τον «Άρρωστή» μου, με κοίταζε με μάτια γεμάτα έκπληξη, θαυμασμό και λατρεία, ενώ το πρόσωπό της είχε μαρμαρώσει στη στιγμή της έκστασης. Θυμάμαι γυναίκες που συνάντησα στο δρόμο ή στο μετρό, που όταν τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, στάθηκαν ακίνητα εκεί, το ένα μέσα στο άλλο, φωνάζοντας πόσο θα ήθελαν να βρίσκονταν μαζί σε ένα κρεβάτι. Θυμάμαι γυναίκες μέσα σε ρεστοράν και σε ταβέρνες που πάσκιζαν να βρούνε τρόπο να με πλησιάσουν. Θυμάμαι γυναίκες μέσα σε αταίριαστες παρέες, να στέκουν άφωνες όταν με αντίκριζαν, και να με κοιτούν εκστατικές όλο πόθο και θαυμασμό, ευχόμενες να μπορούσαν να χαρούν τον έρωτα μαί μου. Θυμάμαι και μένα να θέλω το ίδιο με όλες εκείνες, όπως οι περιστάσεις, οι καλοί τρόποι, το κάθε φορά αταίριαστο με τον τόπο ή τον χρόνο να μας κάνει να μην μπορέσουμε να γευτούμε ό,τι είχαμε τόσο πολύ επιθυμήσει. Ναι. Με αγάπησαν πολλές γυναίκες.
Ξέρεις Γιωργία το ανέκδοτο με τον μικρό μαθητή που ρωτάει η δασκάλα σε τι χρειάζεται η μύτη μας και ο μικρός σηκώνει το χέρι; Ναι Αντωνάκη, πες μας, του λέει η δασκάλα. Για να βλέπουμε κυρία, λέει ο μικρός. Πώς αυτό Αντωνάκη; Γιατί ο μπαμπάς μου βλέπει επειδή στερεώνει τα γυαλιά του στη μύτη του. Έτσι κι εγώ, χρησιμοποιώ τα χέρια μου για να με βοηθάνε να στέκομαι ή να κινούμαι.Τα λίγα σκαλιά που ανεβαίνω τα ανεβαίνω με τη βοήθεια των χεριών μου. Ανεβαίνω μόνον όταν οι σκάλες έχουν κουπαστή. Για να ανέβω κάθε σκαλί απλώνω πρώτα τα χέρια ή μόνο το ένα χέρι αναλόγως του ύψους του σκαλιού, και ύστερα έλκω το σώμα μου προς το αμέσως επόμενο σκαλί με τη δύναμη των μυών των χεριών μου. Όταν είναι απαραίτητο να σκύψω, σκύβω μόνον αφού πρώτα βρω ένα στήριγμα που ακουμπώντας πάνω του το ένα χέρι μου, ρίχνω πάνω του το βάρος που κορμιού μου, ώστε να μην έχει η μέση μου να στηρίξει το κορμί μου κατά τη διάρκεια του σκυψίματος και της επαναφοράς του στη όρθια θέση. Ακόμα τα χέρια μου-το ένα ή και τα δύο-τα χρησιμοποιώ στις περιπτώσεις όπου πρέπει να περιμένω κάπου στην ουρά, όπως, το συνηθέστερο, στο σούπερ μάρκετ. Τότε στηρίζομαι με το ένα χέρι σε κάποιον τοίχο ή σε κάποιο ράφι που βρίσκεται κοντά μου- μπροστά μου ή πίσω μου. Σε κάθε περίπτωση τα ζωή δίνει κάτι κακό σε κάποιον αλλά του αφήνει κάτι άλλο για να μπορεί να πορεύεται. Μη με ρωτήσεις τι είναι χειρότερο-να σε πονάνε τα πόδια ή τα χέρια. Την επιλογή την έκανε για μένα η ίδια η ζωή. Βλέπεις τα χέρια μου δεν είχαν να σηκώνουν το βάρος του σώματός μου στο σούπερ μάρκετ του Χιούζ στο Λος Άντζελες όπως για δέκα χρόνια κάνανε τα πόδια μου. Τη βολεύω λοιπόν ακόμα.