Η ΟΡΚΟΜΩΣΊΑ
Όταν η πατρίδα έσβησε
ήρθαν τα κοράκια.
Μαυρόντυτοι, δήθεν θλιμμένοι.
Σηκώσανε το φέρετρο.
Στις τσέπες τους φουσκώνανε τα θαφτικά.
Οι παπάδες ψέλναν τα δικά τους.
Οι συγγενείς, όρθιοι, χαζεύοντας,
προσμέναν στις πλατείες την πομπή.
Απ' το αντίπαλο Γραφείο
με μίσος βλέπανε την τελετή που είχανε χάσει.
Όταν η πατρίδα έσβησε
ήρθαν τα κοράκια.
Μαυρόντυτοι, δήθεν θλιμμένοι.
Σηκώσανε το φέρετρο.
Στις τσέπες τους φουσκώνανε τα θαφτικά.
Οι παπάδες ψέλναν τα δικά τους.
Οι συγγενείς, όρθιοι, χαζεύοντας,
προσμέναν στις πλατείες την πομπή.
Απ' το αντίπαλο Γραφείο
με μίσος βλέπανε την τελετή που είχανε χάσει.