Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Ο ΜΕΤΕΩΡΙΤΗΣ

 «To ερώτημα δεν είναι αν θα πέσει στη γη ο μετεωρίτης που θα την καταστρέψει, αλλά πότε θα πέσει.»

Οι επιστήμονες

 

(Εκείνος κι Εκείνη στο σπίτι τους. Κάθονται δίπλα σ’ ένα παράθυρο κοιτάζοντας έξω. Μέσα ένα λυχνάρι του λαδιού τρεμοφέγγει.)

 

Εκείνη

(σιγά και παραδομένα)

Σκοτάδι κι εκεί. Όπως παντού. Δεν ξεχώριζα τίποτα. Μερικά αυτοκίνητα περνούσαν. Οι άνθρωποι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Η τηλεόραση νεκρή. Ένα ραδιόφωνο έπαιζε ξεψυχισμένα.

Κάποιος ερχόταν προς τα δω με το αυτοκίνητό του. Με πήρε. Με άφησε εδώ πιο κάτω. Τον πλήρωσα χρυσάφι κάθε μίλι για να με φέρει… Τι τα θέλει τα λεφτά;

 

Εκείνος  

(το ίδιο)

Κι εδώ όλα νεκρά. Μόνον μερικοί αστυνομικοί τριγυρίζουν χωρίς εξουσία για τίποτα. Γιατί τριγυρνούν;.. Για ποιον;..

(σιωπή)

Εκείνη

…Τι θα κάνουμε;

Εκείνος

Τίποτα.

Εκείνη

Πάνε όλα.

Εκείνος

Κάποιος περνώντας με ρώτησε αν έχω φαγητό…

Εκείνη

Φαγητό! Πόσο παράξενα ακούγεται! Λαχανικά! Κρέας! Ρύζι! Αυγά!.. Πάνε πια όλα αυτά τα αγαπημένα. Πάνε...  Πάνε τα ζώα, τα φυτά... πάει και η Άνοιξη… με τα λουλούδια της… αχ, η Άνοιξη… δε θα ξανάρθει...

Εκείνος

Ούτε ο χειμώνας. Ούτε το καλοκαίρι με τα φρούτα του... Ο χρόνος τελείωσε. Μόνο η γη-όσο νιώθουμε- μας μένει...

Εκείνη

Αυτό ήταν λοιπόν...

Εκείνος

Αυτό ήταν...

Εκείνη

Τόσος πόνος... τόση αγωνία... η ζωή... η ζωή έτσι λοιπόν τελειώνει...

Εκείνος

Οι δισταγμοί, οι τύψεις, τα δάκρυα, όλα άσκοπα.

Εκείνη

Κείνα τα’ απογέματα στο μονοπάτι… με τον ήλιο ν’ αργογέρνει πίσω από τα βουνά χρυσίζοντας όλα γύρω...

Εκείνος

Η Τίνα που μας ενοχλούσε με τις φωνές της… το αφεντικό που νευρίαζε όταν αργούσαμε… η κυβέρνησή μας… η πόλη μας...

Εκείνη

Η ζωή μας...

(σιωπή)

Εκείνος

Ο ουρανός μας έστειλε το θάνατο αντί τη ζωή.

Εκείνη

Ο ουρανός; Ποιος ουρανός; Όλα ένα μαύρο σύννεφο. Ούτε σύννεφο. Όλα ένα μαύρο.

(σιωπή)

Κάποτε βλέπαμε τον ήλιο, μετρούσαμε τις ημέρες, τις ώρες. Κάποτε λέγαμε "αύριο"…  

Εκείνος

Επειδή βλέπαμε. Οι τυφλοί δεν έλεγαν τίποτα.

Εκείνη

Δεν είχαμε μάτια. Αφού τώρα δεν έχουμε, ποτέ δεν είχαμε.

Εκείνος

Και ο θεός... θα πεθάνει μαζί με μας. Και το παιδί μας!.. Αν μπορούσαμε να ζήσουμε ώσπου να γεννηθεί...

Εκείνη

Πώς θα ήτανε δυνατό; Και αν ήτανε δυνατό... τι... τι να το  κάναμε; Τι να του λέγαμε; Πως κάποτε ήταν ένας ήλιος; Πως κάποτε υπήρχαν αστέρια;

Εκείνος

Ποια αστέρια; Ποιος ήλιος; Τίποτε απ’ αυτά δεν υπήρξε. Ποτέ δε ζήσαμε. Οι επιστήμες μας, η Τέχνη, η Ποίηση, η Φιλοσοφία μας... Τίποτα... Τίποτα. Όλα ένα μηδέν. Όλα ένας χαμός μες στο χαμό.

Εκείνη

Ούτε για να κλάψει τα τόσα χαμένα δε θα μείνει κανείς.

Εκείνος

Τίποτα δε θα χαθεί. Τίποτα δεν υπήρξε για να χαθεί.

Εκείνη

Κι εσύ; Κι εγώ; Δεν υπήρξαμε;

Εκείνος

Τι θα πει "υπήρξαμε";

(σιωπή)

Εκείνη

Δεν ξέρω.

Εκείνος

Πες μου, τι θα πει "υπήρξαμε";

Εκείνη

Δεν υπήρξαμε. Λέγαμε «εγώ» και τίποτ’ άλλο. Τώρα θα πάμε κι εμείς και τίποτα δε θα μείνει.

Εκείνος

Το μυαλό μας μόνο ήτανε που ακόμα μόνο είναι. Και μέσα του όλα τ’ άλλα.

Εκείνη

Ναι. Το μυαλό μας μόνο. Και μέσα του η γέννα μας κι όλη μας η ζωή. Και όλα τ' άλλα. Και μέσα του η σκιά μας.

Εκείνος

Και μέσα του η σκιά μας.

Εκείνη

Η δική σου και η δική μου.

Εκείνη

Ούτε εσύ ούτε εγώ. Η σκέψη μας μόνο.

Εκείνος

Η σκέψη μας. Ναι. Μόνον. Αυτή έφτιαξε ρούχα, σπίτια, εργαλεία, δαίμονες, θεούς, αγάπες, μίση…

Εκείνος

Αυτή έφτιαξε βάραθρα, πόνους, ενοχές, μοναξιά. Αυτή έφτιαξε και τον μετεωρίτη που τώρα τη σκοτώνει.

Εκείνος

Τη σκοτώνει; Όχι. Τη λευτερώνει.

Εκείνη

Τη λευτερώνει από τι;

Εκείνος

Από τον εαυτό της… από τι άλλο θα μπορούσε;..

 

Εκείνη

Λευτεριά λοιπόν είναι ο θάνατος;  

Εκείνος

Λευτεριά είναι η λευτεριά. Θάνατος δεν υπάρχει. Λευτεριά είναι να ξέρεις πως δεν υπάρχει θάνατος.

Εκείνη

Ούτε ζωή.

Εκείνος

Ούτε ζωή ούτε θάνατος. Μόνο λευτεριά. Λευτεριά είναι η λευτεριά.

Εκείνη

Λευτεριά είναι η λευτεριά.

(σιωπή)

Λοιπόν γιατί να υποφέρουμε σκλαβωμένοι;

Εκείνος

Δεν υποφέρουμε.

(σηκώνεται γρήγορα και παίρνει από το συρτάρι ένα περίστροφο)

Εκείνη

Να πούμε κάτι πριν;

Εκείνος 

Να πούνε κάτι ποιοι;..

Εκείνη

Αλήθεια. Ποιοι; Εμπρός λοιπόν!

(Εκείνος πυροβολεί στο κεφάλι Εκείνην, ύστερα πυροβολεί το δικό του. Μαζί σβήνει και το λυχνάρι. Σκοτάδι)

                                         -------

 

 

ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΚΑΙ Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Ένας πλούσιος είχε στη δούλεψή του έναν υπηρέτη. Αυτός του γυάλιζέ τα παπούτσια, αυτός του έφτιαχνε το φαγητό, τον έπλενε, του ετοίμαζε τις διασκεδάσεις του. O ίδιος ο υπηρέτης ζούσε σε μιαν αχυρένια καλύβα, σε μια γωνιά του κήπου του πλούσιου αφεντικού. Δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και ζούσε μια μίζερη, μιαν άθλια ζωή. Και δεχόταν αδιαμαρτύρητα κάθε ιδιοτροπία ή κακομεταχείριση από το αφεντικό του.

Μόνο σε ένα πράγμα ήταν απαιτητικός, πράγμα που φαίνεται παράξενο για υπηρέτη, όμως έτσι ήταν. Και μάλιστα η απαίτηση αυτή ήταν αδιαπραγμάτευτη για τον υπηρέτη. Αλλά περίεργο είναι και πως το αφεντικό σεβόταν απόλυτα την ιδιοτροπία του υπηρέτη του.

Η ιδιοτροπία αυτή ήταν η εξής: ό υπηρέτης ήθελε πάνω στους τοίχους της καλύβας του να βλέπει λέξεις η φράσεις που να του αρέσουν. Οι φράσεις αυτές μπορούσαν να είναι είτε γραμμένες κατευθείαν πάνω στους τοίχους, είτε γραμμένες σε χαρτιά που κρέμονταν από αυτούς.

Ποιες ακριβώς ήταν αυτές οι λέξεις δεν το ήξερε το αφεντικό, όμως καλά καλά δεν το ήξερε ούτε και ο ίδιος ο υπηρέτης. Μπορούσε δηλαδή αυτός να είναι ικανοποιημένος από τις επιγραφές του δωματίου του για λίγους μήνες ή για μερικά χρόνια και ξαφνικά περισσότερες ή λιγότερες από τις λέξεις αυτές να αρχίσουν να μη τον ικανοποιούν πια. Αυτή η έλλειψη ικανοποίησης δε δηλωνόταν από τον υπηρέτη στον κύριό του, παρά εκδηλωνόταν με ανεπαίσθητες αλλαγές στην συμπεριφορά του προς αυτόν. Ας πούμε άφηνε αυτός αγυάλιστη την εσωτερική πλευρά ενός παπουτσιού του κυρίου του, ή όταν έστρωνε το κρεβάτι του άφηνε ακάλυπτη μια μικρή επιφάνεια κάποιας γωνίας. Άλλες φορές, υποχωρώντας από το δωμάτιο μετά από την ακρόαση πού είχε από το αφεντικό, η υπόκλισή του δεν ήτανε ακριβώς εδαφιαία, αλλά τέτοια που να αφήνει μια μικρή απόσταση μεταξύ κεφαλιού και πατώματος.

Το αφεντικό από τη μεριά του έπρεπε να παρατηρήσει τις μικροαλλαγές αυτές και να σπεύσει να διορθώσει τις επιγραφές.

Και πραγματικά το αφεντικό παρατηρούσε αμέσως τις αλλαγές στη συμπεριφορά του υπηρέτη απέναντί του. Και δε θα νοιάζονταν και πολύ το αφεντικό αν δεν είχε γυαλισμένη κάποια πλευρά του παπουτσιού του ή αν μια ακρούλα του κρεβατιού του ήταν άστρωτη, όμως ήξερε καλά πως αυτή η συμπεριφορά ήταν η αρχή μιας σειράς διαταραχών στις σχέσεις του με τον υπηρέτη, τέτοιας που, αν δεν έπαιρνε μέτρα να την ανακόψει έγκαιρα, αυτή θα είχε σαν κατάληξη τη φυγή του υπηρέτη από το σπίτι και την εγκατάστασή του στην καλύβα του κήπου του γείτονα. Και αυτό με τη σειρά του σήμαινε πως οι υπηρεσίες θα παρέχονταν τώρα στο γείτονα, που μάλιστα περίμενε πως και πως να συμβεί κάτι τέτοιο, επειδή ο υπηρέτης ήτανε ο μόνος στην περιοχή.

Γι αυτό και το αφεντικό, μόλις αντιλαμβανόταν την αλλαγή αυτή στη στάση του υπηρέτη του, έσπευδε αμέσως να βρει λέξεις άλλες, που αντικαθιστώντας κάποιες από εκείνες που μέχρι τώρα κρέμονταν στον τοίχο, θα επανέφεραν στον δρόμο της μέχρις εξαντλήσεως προσφοράς των υπηρεσιών του τον υπηρέτη του. Ήταν μια λεπτή υπόθεση αυτή και απαιτούσε διαρκή προσοχή από το αφεντικό η διάγνωση μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η τέτοια παρατηρητικότητα του αφεντικού ήταν το μόνο προσόν που του έδινε τη δυνατότητα να διατηρεί τον υπηρέτη στη δούλεψή του, μιας και απ' αυτήν εξαρτιόταν η συνέχιση της συνεργασίας εκείνου με αυτόν.

Και το αφεντικό εργαζόταν με πάθος πραγματικό όταν επρόκειτο να αλλάξει τις λέξεις στον τοίχο της καλύβας. Στην πραγματικότητα ήταν η μόνη φορά στη ζωή του που το αφεντικό εργαζόταν, αν μπορεί κανείς να ονομάσει εργασία το ψάξιμο για λέξεις. Και τότε είναι που δούλευαν και οι φίλοι του αφεντικού, εκείνοι που μαζί του έτρωγαν τα φαγητά που ο υπηρέτης παρασκεύαζε και ωφελούνταν από τις υπηρεσίες που τους προσέφερε. Κλείνονταν τότε όλοι αυτοί μέσα σε αίθουσες ειδικά διασκευασμένες για το σκοπό αυτό, και καθένας πρότεινε και μια ή δυο διαφορετικές λέξεις ή φράσεις. Και ήσαν όλοι πολύ προσεκτικοί και έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον στη δουλειά τους, επειδή ήξεραν πως από αυτήν εξαρτιόταν όλη τους η καλοπέραση, αλλά μερικές φορές και η ίδια τους η ζωή. Γιατί ο υπηρέτης, αν το πράγμα έφτανε ως τη φυγή του από το σπίτι όπου μέχρι τότε υπηρετούσε, τότε, πάνω στη φούρια του για αλλαγή αφεντικού, μπορούσε και να σκοτώσει το παλιό αφεντικό ή κάποιον από το σινάφι του. Αλλά και αυτό να μη συνέβαινε, το αφεντικό και οι φίλοι του δεν μπορούσαν να παραδεχτούν ότι θα έχαναν έναν τόσο αφοσιωμένο υπηρέτη μόνο και μόνο επειδή στάθηκαν ανίκανοι να βρουν μερικές λέξεις, αφού αυτό ήταν όλο κι όλο που ο υπηρέτης ήθελε για να μη φύγει και ποτέ δε διαμαρτύρονταν για την αμοιβή του ή για τις υπερβολικά κουραστικές υπηρεσίες που προσέφερε.

Και μέσα στην αίθουσα διασκέψεων ακούγονταν διάφορες κατά καιρούς λέξεις και φράσεις, όπως "αλλαγή", "μιάσματα", "αποστασία", "σκληρός πυρήνας Ευρώπης", "ανάπτυξις", "συμμετοχική δημοκρατία", "θεσμοί", "έξοδος από τα Μνημόνια" και ό,τι μπορούσε το μυαλό του αφεντικού να υποθέσει πως θα ικανοποιούσε τον υπηρέτη του και θα έφερνε τις σχέσεις του με αυτόν στην προηγούμενή τους κατάσταση. Και τις περισσότερες φορές κάτι έβρισκε το αφεντικό που να ικανοποιεί το ιδιότροπο αυτό γούστο του υπηρέτη του. Γιατί στό βάθος ο υπηρέτης δεν ήθελε να αλλάζει αφεντικό, μόνο ήθελε να ικανοποιεί κάποια μέσα του φωνή που του έλεγε πως είναι μια ζηλευτή ιδιαιτερότητα γι αυτόν να είναι ο μόνος υπηρέτης μέσα στο σύνολο των επί γης υπηρετών, που δουλεύει αδιαμαρτύρητα και χωρίς απαιτήσεις για βελτίωση των συνθηκών της εργασίας του και της ζωής του.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020


 ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ
(μονόπρακτο)




ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Τόπος: Λόφος της Βηθλεέμ με
στάνη, σπηλιά, μονοπάτι.

Χρόνος: 1 Ιανουαρίου 0001. Νύχτα.

Πρόσωπα:
ΕΛΙΑΚΕΙΜ (ΕΛΜ), βοσκός
ΕΛΙΕΖΕΡ (ΕΛΡ), βοσκός, αδερφός του


(ο Ελιέζερ και ο Ελιακείμ συζητάνε ενώ κάνουνε δουλειές στη στάνη)
ΕΛΙΕΖΕΡ
Μετά τους έλληνες οι Ρωμαίοι... Ποιος το ’λεγε να έρθουν λαοί από τόσο μακριά και να μας εξουσιάζουν...

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Θα τους διώξουμε κι αυτούς. Κάνε λίγη υπομονή

ΕΛΙΕΖΕΡ
Λίγη αν χρειάζεται την έχω. Δυο μήνες ακόμα. Παραπάνω δεν πάει, θα βγω στο βουνό.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Και τώρα πού είσαι;

ΕΛΙΕΖΕΡ
Κορόιδευε σύ! Ξέρεις τι εννοώ. Δε θ’ αρμέγω εγώ
τα δικά μου πρόβατα για να ταϊζω τους ρωμαίους.
Δε θα τα κουρεύω για να φτιάχνουν αυτοί
αντρομίδες. Δε θα σκοτώνομαι να τα μεγαλώσω για να μου τα ψήνουν αυτοί στη σούβλα σα να ’τανε δικά τους...

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Είναι πολλοί. Είναι δυνατοί. Έχουν τα όπλα. Ο κόσμος όλος είναι δικός τους. Βολέψου με την κατάσταση.

ΕΛΙΕΖΕΡ
Να βολευτώ; Μα δεν έχεις νεύρο εσύ απάνω σου; Τι
βόλεμα να κάνω που αυτοί είναι σκυλιά ανήμερα;..

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Είναι σκυλιά. Καλά το είπες. Και δαγκώνουν. Και
ξεσκίζουν. Μόνο εμείς είμαστε στην εξουσία τους; Τι
θέλεις; Να σε σταυρώσουνε κι εσένα σαν τον
Ιωχάναν; Όσο γάλα κι αν τους έχεις δώσει, αν σε
πιάσουν να τους πολεμάς δε σε σώζει
τίποτα. Γι αυτό σου λέω-κάτσε στ' αυγά σου. Και
ποιος δε θέλει να τους διώξει; Πώς όμως;

ΕΛΙΕΖΕΡ
Είναι που δεν το βάνουμε όλοι σκοπό. Γι αυτό. Γιατί
οι μεγάλοι μας παραδοθήκανε. Γίνανε προδότες!

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Τι ήθελες; Να τους σφάξουν; Και να σφάζουν συνέχεια; Τότε ποιος θα 'μενε να εκδικήσει τα βάσανά μας; Ουφ! Με σκότισες! Θες να πας πήγαινε και πάρε τα βουνά. Πρώτα όμως να πας ν’ αδειάσεις τις καρδάρες στο λεβέτι και να στεριώσεις το έμπα του μαντριού. Άντε και να κοιμηθούμε λίγο. Με κούρασαν σήμερα τα παλιοζωντανά...

ΕΛΙΕΖΕΡ
Είναι που δε μας αφήνουνε να τα βόσκουμε στον
τόπο μας, δίπλα μας, και πρέπει να τρέχουμε στα
κατσάβραχα.

ΕΑΜ
Εντάξει, δίκιο έχεις… Δε μου λες, τι κάνουνε εκείνοι οι
δύο στη σπηλιά; Κοιμήθηκαν; Γέννησε εκείνη;

ΕΛΙΕΖΕΡ
Έτσι μου ’πε ο Αμώς.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Είναι καλά; Θέλουν τίποτα; Έχουν καμιάν ανάγκη;

ΕΛΙΕΖΕΡ
Δεν ξέρω. Δεν πήγα. Ο Αμώς λέει τους έδωσε λίγο
ψωμί.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Ο Αμώς είναι παιδί. Γυναίκα γεννημένη μέσα
στη σπηλιά είναι και δεν πήγες να δεις αν θέλουν τίποτα; Τι ξέρει το παιδί;

ΕΛΙΕΖΕΡ
Έχω να δω κι άλλες δουλειές. Αν ήθελαν τίποτα θα
φώναζαν.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Μπράβο σου! Εσύ είσαι που βρίζεις τους Ρωμαίους; Τι να το κάνω αυτό; Αφού δεν μπορείς να διώξεις εκείνους, βόηθα τουλάχιστο τους δικούς μας. Πάρε μια καρδάρα γάλα, εγώ θα σφάξω ένα αρνί να τους ταϊσουμε. Μπρος τράβα! Και πάρε και κάνα δυο κουβέρτες. Άντε λοιπόν, τι κάθεσαι;

ΕΛΙΕΖΕΡ
Εσύ νύσταζες.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Τώρα ξενύσταξα. Τράβα.
(ακούγεται κλάμα μωρού)

(τέλος πρώτης σκηνής)






ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Τόπος: ο ίδιος
Χρόνος: Ίδιος

Πρόσωπα:
ΙΩΣΗΦ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΜΩΡΟ ΤΟΥΣ
ΕΛΙΑΚΕΙΜ
ΕΛΙΕΖΕΡ
ΑΜΩΣ, ανεψιός και βοηθός τους
ΒΑΛΤΑΣΑΡ
ΜΕΛΧΙΟΡ  και
ΓΚΑΣΠΑΡ  (τρεις μάγοι),
ΒΟΔΙΑ,
ΕΝΑ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ,
ΕΝΑ ΨΕΥΤΙΚΟ ΣΚΙΟΥΡΑΚΙ.



(Ο Ιωσήφ όρθιος, η Μαρία καθισμένη με το παιδί τους στην αγκαλιά)  

ΙΩΣΗΦ
Φάε λίγο ψωμί. Και ξάπλωσε. Θα προσέχω εγώ το μωρό.

MAPIA
Είμαι καλά. Κείνες οι ώρες ήταν δύσκολες. Τώρα πέρασε. Κρυώνω μόνο λίγο. Πάρε το παιδί να τραβηχτώ κοντά στα βόδια και μου το δίνεις.

ΙΩΣΗΦ
Δος το…
(ο Ιωσήφ παίρνει το παιδί. Η Μαρία βολεύεται, ο Ιωσήφ της δίνει το παιδί)
Θα πάω να δω αν γύρισαν οι βοσκοί να τους ζητήσω κανένα σκέπασμα για το βράδυ.
(γκρινιάζοντας)
Τώρα τους ήρθε να κάνουν απογραφή...


MAPIA
Δεν πειράζει. Δεν πάθαμε τίποτα. Και ζήτα τους κι ένα κερί. Αυτό όπου να ’ναι τελειώνει. Μπορεί να μας χρειαστεί τη νύχτα… Όμως κάτι ακούω... κάποιοι έρχονται... μίλα τους καλά! Όποιοι κι αν είναι-είμαστε ξένοι εδώ.
(Μπαίνει ο ΕΛΙΑΚΕΙΜ)

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Να σας ζήσει. Τώρα το 'μαθα. Αγόρι ή κορίτσι είναι;

ΙΩΣΗΦ Αγόρι.
(Μπαίνει ο ΕΛΙΕΖΕΡ)

ΕΛΙΕΖΕΡ
Και πάλι να σας ζήσει.

ΙΩΣΗΦ
Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ και τους δυο. Ευχαριστώ και για το ψωμί.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Δεν είναι λόγος να ευχαριστείς. Έπρεπε να 'χουμε κάνει περσότερα μα λείπαμε... Ο ανιψιός μου είναι μικρός, δεν ξέρει... Έκοψα ένα αρνί. Θα το ψήσω πρωί πρωί. Η γυναίκα πρέπει γα φάει να δυναμώσει. Για τώρα εφέραμε λίγο γάλα και για τους δυο σας. Και κουβέρτες να σκεπαστείτε. Αν είχαμε σπιτικό εδώ δε θα σας αφήναμε στη σπηλιά. Όμως καλλίτερα εδώ από τη στάνη. Βρωμάει λίγο κοπριά βέβαια.. μήπως θέλετε και τίποτ' άλλο; To μωρό είναι μια χαρά βλέπω…

MAPIA
Τι να θέλουμε, όλα που θέλαμε μας τα δώσατε χωρίς να σας τα ζητήσουμε. Μόνον όταν θα φύγετε να 'ρθει μαζί σας ο άντρας μου να του δώσετε κι ένα κερί. Τίποτ' άλλο δεν μας χρειάζεται. Κι αυτά που μας φέρατε πολλά είναι.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Θα πάει ο Ελιέζερ να σας φέρει. Πήγαινε ρε αδέρφι.
(ο Ελιέζερ βγαίνει. Δυνατά προς τον Ελιέζερ)
Και πες και του Αμώς να έρθει. Τον θέλω.
(στον Ιωσήφ)
Από τη Ναζαρέτ άκουσα ήρθατε.

ΙΩΣΗΦ
Ναι από τη Ναζαρέτ.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Πώς πάνε τα πράγματα εκεί;

ΙΩΣΗΦ
Από το κακό στο χειρότερο.

MAPIA
Δεν είναι κι άσχημα.
(επιτιμητικά στον Ιωσήφ)
Ιωσήφ!..

ΙΩΣΗΦ
Πάνε από το κακό στο χειρότερο! Ναι! Δε θα κρατηθώ να μιλήσω και σε δικούς μου ανθρώπους ανάμεσα.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Καλά λέει κυρά μου. Ασ’ τον. Ιουδαίοι δεν είμαστε κι εμείς; Και μάλιστα από τους σωστούς-τους πατριώτες!
(στον Ιωσήφ) Ξέρεις τον Ροβοάμ;

ΙΩΣΗΦ
Τον μπαλωματή;

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Ναι, τον ξέρεις;

ΙΩΣΗΦ
Είναι από τους πιο καλούς μου φίλους.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Και από τους καλλίτερους πατριώτες. Είναι και δικός μου φίλος. Να τον ακούτε. Μια μέρα θα ξεσηκωθούμε κι αυτός θα ’ναι αρχηγός μας. Να τον προσέχετε κει κάτω. Εσύ τι δουλειά κάνεις;

ΙΩΣΗΦ
Έχω ένα μαραγκούδικο. Κάνουμε συγκεντρώσεις εκεί. Κρύβω κάποιον που κυνηγάνε, φτιάχνω τόξα, βέλη, κάνω ό,τι μπορώ. Ετοιμάζομαι κι εγώ όπως όλοι.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Έχουν αγριέψει τελευταία μαθαίνω.

MAPIA
(με σκοπό να βάλει τέλος στη συζήτηση αυτή)
Αυτά δεν τελειώνουν ποτέ. Καθένας πρέπει να κοιτάει τη δουλειά του, τη φαμίλια του και ύστερα τ' άλλα.

ΙΩΣΗΦ
Σώπα γυναίκα. Δουλειά χωρίς πατρίδα λεύτερη είναι
θάνατος. Θέλεις να πεθαίνεις κάθε μέρα;
(στον Ελιακείμ)
Από τότε που ανάλαβε ο Ηρώδης, κάνει όλα τα χατίρια των Ρωμαίων και η αντίδραση έχει μεγαλώσει.

MAPIA
Δώσε μου λίγο νερό σε παρακαλώ.

ΙΩΣΗΦ
(δίνοντάς της)
Βέβαια δεν ήρθε ακόμα η ιερή ώρα του ξεσηκωμού
αλλά δε θ' αργήσει.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Αν χρειαστείς κάτι από μάς μη διστάσεις να το ζητήσεις. Όπως έχεις φίλο τον Ροβοάμ έτσι να ’χεις και μας. Κοίτα όμως, τώρα που θα ’ρθει ο αδερφός μου να μη συνεχίσουμε την κουβέντα αυτή-είναι από τους θερμόαιμους και όταν ακούει τέτοια πλαντάζει. Τα θέλει όλα γρήγορα. Δεν έχει μπει ακόμα καλά στη ζωή να ξέρει.

ΙΩΣΗΦ
Θα χρειαστεί αυτή η ορμή του γρήγορα. Μη του την
κόβεις.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Και να ’θελα δεν μπορώ. Να, έρχεται... φέρνει και τον Αμώς!..
(μπαίνουν ο Ελιέζερ και ο Αμώς)

ΑΜΩΣ
(ζωηρά)
Γεια σας!

ΙΩΣΗΦ
Γεια σου και σένα.

ΕΛΙΕΖΕΡ
Ορίστε το κερί.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Σας έχω μια ευχάριστη έκπληξη.
(στον Αμώς)
Όταν γεννιέται ένα αρνάκι ποιο τραγούδι λένε τα παιδιά Αμώς; To ξέρεις κι εσύ; To ’χεις μάθει;

ΑΜΩΣ
Αμέ! Όλο!

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Μπράβο! Λοιπόν ο Αμώς θα μας το τραγουδήσει για να γιορτάσουμε τη γέννα του γιου σας. Συμπαθάτε μας που δεν έχουμε άλλο δώρο να σας κάνουμε έξω απ’ αυτό το τραγουδάκι.
Από την άλλη όμως ένα μικρό είτε αρνάκι είτε παιδάκι, πριν απ’ όλα είναι μικρό. Λέγε Αμώς! Ανέβα στον κουβά.

ΑΜΩΣ
(αναποδογυρίζει τον κουβά και πηδάει πάνω του. Θαρρετά)
Θεόσταλτο, θεόδοτο
και θεοκαμωμένο
καλώς μας ήρθες πα’ στη γη
αρνί νιογεννημένο.

Μυριάδες να ’ναι οι μέρες σου,
αρρώστια να μην πιάνεις,
να ’σαι γερό σα σίδερο
κι αρνιά πολλά να κάνεις.

Μαλλί και γάλα ολάφριστο
και κόπρια να μας δίνεις
και για τους αφεντάδες σου
πλούτου πηγή να γίνεις.

Kι αν το 'χει η μοίρα σου η πικρή
και τ' άδικό σου αστέρι...

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Φτάνει. Κατέβα.

ΑΜΩΣ
Γιατί; To ξέρω όλο!

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
To υπόλοιπο είναι για τ' αρνάκια μόνο. Δεν ταιριάζει
στους ανθρώπους.

ΙΩΣΗΦ
(στον Ελιεμέχ)
Γιατί; Όμορφο τραγουδάκι. Μην το κόβεις το παιδί. Ας ακούσουμε και το υπόλοιπο.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ

To υπόλοιπο λέγεται για να κάνει τα παιδιά να μη
λυπούνται όταν σφάζονται τ’ αρνιά…

ΙΩΣΗΦ
Και τι λέει;

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
«...κι αν το 'χει η μοίρα σου η κακή
και τ' άδικό σου αστέρι
να πέσεις κάτω απ’ το πικρό
της πείνας μας μαχαίρι,

αρνάκι μου μας συμπαθάς
μα οι άνθρωποι πεινάνε
και πώς θε’ να χορτάσουνε
αρνάκια σα δε φάνε;»
Αυτό ήτανε.

ΙΩΣΗΦ
Έχεις δίκιο. Βοηθάει τα παιδιά να συνηθίζουν...

MAPIA
(δυνατά, κoφτά, επιτακτικά)
Σωπάστε!
(Όλοι στρέφουν προς το μέρος της. Αμήχανη σιωπή)

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
(στον Ιωσήφ)
Πότε γυρίζετε στη Ναζαρέτ;

ΙΩΣΗΦ
Δε θα γυρίσω στην πατρίδα. Μέρες τώρα σκέφτομαι τι είναι το καλλίτερο να κάνω. Ο Ηρώδης, εκτός που είναι βάναυσος και εχθρικός για τους Ιουδαίους, είναι και ευκολόπιστος και προληπτικός. Πιστεύει πως κάποιο παιδί που θα γεννηθεί τον καιρό αυτόνε θα του πάρει τη βασιλεία όταν μεγαλώσει και θα γίνει βασιλιάς των Ιουδαίων. Κι έχει καιρό τώρα που όσους πατριώτες έχουνε αγόρι τους βλέπει με μισό μάτι. Τους παρακολουθεί, δυσκολεύει τις συναλλαγές τους με το κράτος και με την αγορά, τους απειλεί πολλές φορές χωρίς λόγο. Εμένα με είχαν έτσι κι έτσι στο μάτι. Τώρα που έκανα και γιο δε θα με αφήσουν σε χλωρό κλαρί αν γυρίσω πίσω. Και όχι μόνο, αλλά το σπουδαιότερο, κινδυνεύει και η ζωή του παιδιού εκεί πέρα.

ΕΛΙΕΖΕΡ
Ο Ηρώδης είναι ένα κάθαρμα που του πρέπει να
πεθάνει.

ΙΩΣΗΦ
(Στον ΕΛΙΕΖΕΡ)
Φίλε μου ας μην αρχίσουμε μια τέτοια συζήτηση. Δε θέλω να κουράσω τη γυναίκα μου μ’ αυτά στην κατάσταση που είναι.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Και τι σκέπτεσαι να κάνεις;

ΙΩΣΗΦ
Δε σκέφτομαι, το έχω αποφασίσει. Στην Αίγυπτο έχουμε φίλους που έχουνε βρει εκεί καταφύγιο. Η Αίγυπτος είναι ασφαλής για την ώρα. Θα πάω εκεί.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Θα είναι κουραστικό ταξίδι.

ΙΩΣΗΦ
Θα είναι. Όμως ο ντορής μου και τα πόδια μου να ’ναι καλά και θα τα καταφέρω. Η Μαρία κι το μωρό έχουνε το γαϊδούρι. Ύστερα δεν ξέρω, κάτι θα γίνει. Βλέποντας και κάνοντας. Σ' αυτό συμφωνεί και η Μαρία.
(Ο Ελιεμέχ στρέφεται ερωτηματικά προς τη Μαρία)

ΜΑΡΙΑ
(ήρεμη τώρα)
Δε βλέπω τι άλλο μπορεί να γίνει ώσπου να
ησυχάσουνε λίγο τα πράγματα…

ΕΛΙΕΖΕΡ
Ή ώσπου να ψοφήσει ο Ηρώδης.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
(στον Ιωσήφ)
Αν μπορώ να βοηθήσω σε τίποτα...

ΙΩΣΗΦ
Σ' ευχαριστώ αδερφέ μου, λίγο σανό μόνο για το
γαϊδουράκι μας  για το δρόμο και λίγο ψωμοτύρι για μας όταν έρθει το πρωί.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Κι όταν έρθει με το καλό η ώρα θα σου πω από πού να τραβήξεις για να βγεις πιο εύκολα στο δρόμο σου. Πότε λες να ξεκινήσετε;

ΙΩΣΗΦ
Όσο γίνεται πιo γρήγορα.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Αν είναι έτσι τότε να κοιμηθείτε. Έχετε και οι τρεις
ανάγκη από ύπνο είτε αύριο είτε μεθαύριο ξεκινήστε.
Να πηγαίνουμε κι εμείς. Ως για τ' αρνί, πριν φύγετε θα το φάμε έτσι κι αλλιώς. Και θα πάρετε μαζί σας το υπόλοιπο.  

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
(η φωνή του απ’ έξω μακριά)
Ε! Άνθρωποι!

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
(στον Ελιέζερ σιγά)
Τα τόξα!
(σβήνει το κερί. Ο Ελιέζερ βγάζει κάτω από το
σανό δυο τόξα και βέλη)
(Σιγά)
Μη μιλάτε!
(Δυνατά, προς τα έξω)
Ποιοι είσαστε;

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Είμαστε φίλοι. Ταξιδιώτες. Από την
Ανατολή. Γυρίζουμε να γνωρίσουμε τον κόσμο.
Είμαστε ταχυδακτυλουργοί. Νυχτώσαμε, είδαμε
φως, ήρθαμε. Λίγο νερό να πιούμε αδέρφια και θα φύγουμε. Αν έχετε την καλοσύνη… Φίλοι!

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Τι λες Ελιέζερ;

ΕΛΙΕΖΕΡ
Διώξ' τους!

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Τι λες Ιωσήφ;

ΙΩΣΗΦ
Μου φαίνονται πως λένε την αλήθεια.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Και μένα
(δυνατά, προς τα έξω)
Πλησιάστε. Και να ξέρετε, έχουμε όπλα.

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Δε θα χρειαστούν. Εμείς δεν έχουμε.
(μπαίνουν οι Βαλτάσαρ, Μελχιόρ και Κάσπαρ)
Βλέπετε; Είμαστε άοπλοι και ειρηνικοί. Μα πώς να δείτε καλά χωρίς φως;
(ο Ιωσήφ ανάβει το κερί)
Έτσι μπράβο φίλε μου. Γεια σας κι από κοντά. Είμαι ο Βαλτάσαρ και αυτοί εδώ είναι οι φίλοι μου Μελχιόρ και Κάσπαρ. Είμαστε πέρσες.

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Ταχυδακτυλουργοί είπατε;

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Ναι.
(γελώντας)
Και λίγο μάγοι και λίγο σοφοί…

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Γεια σας. Είμαι βοσκός εδώ. Από δω ο αδερφός μου, ο ανεψιός μου, ο Ιωσήφ, η Μαρία και ο γιος τους. Νιόφερτος-σήμερα γεννήθηκε.

ΜΕΛΧΙΟΡ
Και γιατί στη σπηλιά; Χάθηκε ένα σπίτι;

ΙΩΣΗΦ
Είναι μεγάλη ιστορία φίλοι μου και δε θα σας
ενδιαφέρει.

ΜΕΛΧΙΟΡ
Καλά λες. Τι να μας ενδιαφέρει; Όμως ένα νεογέννητο είναι μια καινούργια ψυχή στον κόσμο μας. Γι αυτό και θα κάνουμε και οι τρεις μας από ένα δώρο σε τούτο το παιδί.
(στρέφεται στους Μελχιόρ και Κάσπαρ)
Έτσι παιδιά;

ΜΕΛΧΙΟΡ
Και βέβαια! Και περισσότερο που τ’ άστρα λένε πως τα παιδιά που θα γεννηθούνε απόψε θα κάνουν μεγάλες πράξεις στη ζωή τους.

ΓΚΑΣΠΑΡ
Και επειδή εμείς λεφτά δεν κρατάμε, θα του δώσουμε σα δώρο λίγο από ό,τι καθένας μας κουβαλάει πάντοτε επάνω του αντίς για λεφτά.

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Εγώ έχω χρυσάφι. Να λοιπόν ένα κομματάκι χρυσάφι, δώρο στο νιογέννητο από μένα και του εύχομαι ολόψυχα να μη δει βάσανα και στενοχώριες στη ζωή του.

ΜΕΛΧΙΟΡ
Να και λίγο λιβάνι κι από μένα, για να φτάσει ως τα
βαθιά γεράματα το παιδί σας.

ΓΚΑΣΠΑΡ
Και ένα κουτάκι σμύρνα. Και εύχομαι να φύγουν γρήγορα οι ρωμαίοι από την πατρίδα σας
και το παιδί να μεγαλώσει λεύτερο. Μα αν εκείνοι ακόμα είναι εδώ όταν το παιδί μεγαλώσει, τότε να γίνει ένας καλός αγωνιστής. Ξέρουμε όλοι στην πατρίδα μου πόσο υποφέρετε από τους ρωμαίους.

ΙΩΣΗΦ
Φίλοι μου ο θεός σας στέλνει. Πιο κατάλληλη περίσταση δε θα βρισκόταν για να μας κάνει κάποιος τέτοια πολύτιμα δώρα. Τα δεχόμαστε και σας ευχαριστούμε από μέρους του γιου μας γι αυτά. Άκουσα όμως πως είσαστε διψασμένοι και ίσως και πεινασμένοι. Αν και δεν είμαι εγώ το αφεντικό εδώ, αλλά είμαι σίγουρος πως οι φίλοι μου από δω θα σας προσφέρουν ό,τι έχουνε και μάλιστα χωρίς αντάλλαγμα.

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Εκείνο που θέλουμε για τώρα είναι λίγο νερό γιατί
μας τελείωσε και διψάμε…
(ο Ελιέζερ τους δίνει τη στάμνα και πίνουν)

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Με πρόλαβες αδερφέ μου Ιωσήφ. Αμώς τράβα. Φέρε να φάνε στους ανθρώπους.
(ο Αμώς βγαίνει)
Πρώτη φορά έχουμε τόσους επισκέπτες -μέσα σε μια νύχτα κιόλας- και τα έχω λίγο χαμένα. Πέστε μας όμως πώς βρεθήκατε εδώ;

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Είμαστε φίλοι από μικρά παιδιά οι τρεις μας. Σπουδάσαμε αστρολογία για να γίνουμε σοφοί και κάνουμε ταχυδακτυλουργικά κόλπα για να ζήσουμε. Για να γίνουμε όμως σοφοί έπρεπε να γυρίσουμε τον κόσμο. Κι όχι μόνο την Περσία. Και αυτό κάνουμε
(αστειευόμενος)
Έχετε μπροστά σας τρεις μελλοντικούς σοφούς!

ΜΕΛΧΙΟΡ
Καλά λέει, η σοφία μας είναι όσο μεγάλη και η ηλικία μας. Κι είμαστε νέοι όπως βλέπετε. Έχουμε καιρό ακόμα ώσπου να γίνουμε τέλειοι σοφοί. Ακόμα δε γυρίσαμε την πλάτη μας στον κόσμο.

ΓΚΑΣΠΑΡ
Με άλλα λόγια δεν είμαστε σοφοί ακόμα. Όμως είμαστε ταχυδακτυλουργοί όπως σας είπαμε. Και αν θέλετε, θα σας δείξουμε μερικά κόλπα για να σας διασκεδάσουμε. Κι όσο θα παριστάνει ο ένας, οι άλλοι δύο θα συνοδεύουνε την παράσταση με τον αυλό. Και όλα αυτά θα τα κάνουμε για τη Μαρία. Γιατί τη βλέπουμε λυπημένη.

ΜΑΡΙΑ
Δεν είμαι λυπημένη. Μόνο κουρασμένη λιγάκι.

ΓΚΑΣΠΑΡ
Τότε παράσταση και φεύγουμε αμέσως. Θα βρούμε κάπου να κονέψουμε. Νέα παιδιά είμαστε. Και κανένας μας δε γέννησε απόψε...
(γελούν όλοι)

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Μια στιγμή σας παρακαλώ να έρθει και ο Αμώς. Με
χαρά μας θα δούμε τα κόλπα σας μα περισσότερο θ'
αρέσουν στο παιδί... Και σαν τι μαγικά κάνετε
αλήθεια;

ΜΕΛΧΙΟΡ
Ό,τι φανταστείτε. Απόψε όμως θα κάνουμε ένα μικρό μέρος ο καθένας για να μη σας πάρουμε πολύν χρόνο. Και αν και νέοι, είμαστε καλοί σε ό,τι κάνουμε-να φανταστείτε πως περνώντας από την Ιερουσαλήμ δώσαμε παράσταση ως και στο παλάτι.

ΕΛΙΕΖΕΡ
(έκπληκτος)
Επαίξατε για τον Ηρώδη;

ΜΕΛΧΙΟΡ
Και μάλιστα μας καλοπλήρωσε.

ΕΛΙΕΖΕΡ
Αφού καλοκλέβει πρώτα, μετά καλοπληρώνει...

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Τον Ηρώδη τον ξέρατε από πριν;

ΜΕΛΧΙΟΡ
Όχι βέβαια. Περαστικοί ήμασταν από την πόλη
του, έμαθε πως τρεις σπουδαίοι μάγοι ήρθανε…
(κορδώνεται επιδεικτικά και αστεία. Η Μαρία γελάει)
...και μας φώναξε. Πήγαμε, φύγαμε. Πρώτη φορά είδαμε βασιλιά και ποιος ξέρει αν θα ξαναδούμε…

ΙΩΣΗΦ
Και τι λέει η σοφία σας-όση έχετε μέχρι τώρα- για τον Ηρώδη;

ΓΚΑΣΠΑΡ
Πως οι καλοί άνθρωποι πρέπει να φυλάγονται απ' αυτόν.

ΙΩΣΗΦ
Σας ευχαριστώ για δεύτερη φορά φίλοι μου απόψε.

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Για ποιο πράγμα;

ΙΩΣΗΦ
Για τη σοφία που μόλις ξεστόμισες. Κάνει πιο ισχυρή μιαν απόφασή μου.
(μπαίνει ο Αμώς)

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Αμώς, άσε τα φαγητά στην άκρη-θα τα πάρουνε μαζί
τους οι φίλοι μας-κι έλα να δεις τα μάγια που θα
κάνουνε:
(απομένουν όλοι σιωπηλοί και με χαρούμενη προσδοκία Κατά τη διάρκεια των επιδείξεων των τριών που ακολουθούν, τα γέλια και τα χαρούμενα επιφωνήματα δεν λείπουν)

ΒΑΛΤΑΣΑΡ
(Βγάζει ένα αυγό από την τσέπη του)
Όλοι ξέρουμε πως το αυγό βγαίνει από τον ποπό της
κότας. Εγώ όμως, αφού το βάλω μέσα στο δεξί μου
αυτί… θα το βγάλω από το αριστερό.
(το κάνει)
Απαράλλαχτα όπως τα λόγια των μεγάλων μπαίνουν από το ένα και βγαίνουν από το άλλο αυτί των μικρών. Όλοι ξέρουν ακόμα πως το αυγό δεν μπορεί κανείς να το φάει ολόκληρο. Μένουν πάντοτε τα τσόφλια. Εκτός από μένα-εγώ θα το φάω ολόκληρο!
(φέρνει το αυγό στο στόμα του, καταπίνει, ύστερα δείχνει το χέρι του χωρίς το αυγό)
Αλλά επειδή δε θέλω να κλέψω τη δουλειά της κότας και για να μη χαλάσω εγώ την τάξη του κόσμου, τα αυγά θα τα παίρνουμε πάντοτε από τη φωλιά της κότας.
(πηγαίνει προς τα άχυρα και παίρνει το αυγό. Υποκλίνεται)
Ευχαριστώ.

ΜΕΛΧΙΟΡ
(Βγάζει από το σάκο του δυο κρίκους σιδερένιους, μπλεγμένους τον ένα με τον άλλο)
Αυτοί οι δυο κρίκοι είναι όπως βλέπετε μπλεγμένοι!
(τους δείχνει τραβώντας τους δυνατά)
Όπως ο άνθρωπος με η ζωή. Πολλές φορές όμως φεύγουνε από τα χέρια μου.
(τους εξαφανίζει)
Τους βρίσκω στα πιο απίθανα μέρη. Όπως στο άδειο αυτό βαρέλι.
(βγάζει τους κρίκους από το βαρέλι)  
Ή πίσω από αυτό το δοκάρι.
(τους παίρνει κι από κει)
To χειρότερο είναι όταν μπαίνουν γύρω από το λαιμό μου καμιά φορά.
(οι κρίκοι βρίσκονται γύρω από το λαιμό του ενώ το άνοιγμά τους είναι μικρότερο από το κεφάλι του)
Τότε με στενοχωρούν. Προσπαθώ να τους βγάλω... τίποτα. Ωχ τι έπαθα ο δόλιος... Πώς να κάνω να γλιτώσω;.. Ξέρει κανένας σας; Εσύ; Εσύ; Εσύ; Εσύ;... ξέρω! Ένα παιδί θα μου τους βγάλει τραβώντας τους.
(πηγαίνει κοντά στον Αμώς)
Τράβα τους Αμώς...
(ο Αμώς τραβάει γελώντας)
Σιγά… θα με πνίξεις... Τι να κάνω... τί να κάνω... Ξέρω! To γαϊδουράκι θα μου πει!
(βάζει το αυτί του στο στόμα του γαϊδουρακιού)
Μου είπε να τους βγάλω από κάτου, από τα πόδια μου! Μα γίνεται αυτό;..
(το κάνει)
Έγινε! Σώθηκα!
(υποκλίνεται)
Σας ευχαριστώ...

ΓΚΑΣΠΑΡ
Εγώ μισώ τα σκιουράκια! Είμαι κακός άνθρωπος γι αυτό; Δεν ξέρω, όμως μισώ τα σκιουράκια. Αλλά θα μου δώσετε λίγο δίκιο-κοιτάξτε τι μου κάνουν...
(βγάζει ένα πάνινο σκιουράκι από το σάκο του και με κατάλληλες κινήσεις το κάνει να κινείται σαν να είναι ζωντανό. Τινάζεται έξαφνα, τον τσιμπάει, τον χτυπάει, πάει να του φύγει από τα χέρια...)
To κακό μ' αυτό είναι που δεν μπορώ να το ξεφορτωθώ. Χτες, εκεί που καθόμουνα ήσυχα ήσυχα, ήρθε και μου τράβαγε τα μαλλιά μου. To πιάνω, το πετάω στο πάτωμα.
(το κάνει. Ότι λέει πως έκανε χτες το κάνει και όσο τα διηγείται)
Ακίνητο το σκιουράκι. Λέω το ξεφορτώθηκα. Σκύβω να δω… μου τσιμπάει τη μύτη...το πετάω έξω από την πόρτα... αυτό να το πάλι… τo ’βαλα κάτω και το πάτησα. Έτσι…έτσι...έτσι....έτσι! Ύστερα πήρα μια μεγάλη πέτρα και την έβαλα πάνω του. Τσουπ! αυτό ξαναβγήκε ολοζώντανο από κάτω από την πέτρα και μου γαργαλούσε το λαιμό. Τότε σκέφτηκα και του 'κοψα το κεφάλι...και τα πόδια...και τα χέρια...να δω τώρα θα ξανάρθει..; Και για να είμαι σίγουρος πως ψόφησε οριστικά, ξέσκισα τα χέρια, τα πόδια και το κεφάλι του έτσι...έτσι...έτσι...έτσι. Ύστερα, για καλό και για κακό το 'κλεισα μέσα σ' αυτό το σιδερένιο κουτί.
(Δείχνει το κουτί σιδερένιο και γερό και το κλείνει αφού βάζει πρώτα μέσα τα κομμάτια από το σκιουράκι)
Τρία δευτερόλεπτα μόνο έμεινα ήσυχος. Μετά να πάλι το βάσανο!
(το σκιουράκι βγαίνει "ολοζώντανο" από το σιδερένιο κουτί, ζωηρότερο από πριν)
Αναστήθηκε! Όπως το κάθε τι που πεθαίνει. (υποκλίνεται μέσα σε γέλια)


ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Και τώρα φίλοι μου να σας καληνυχτίσουμε.
(παίρνουν τα πράγματά τους και τα τρόφιμα που έφερε ο Αμώς)
Σας ευχαριστούμε για τα δοσίματα. Ιωσήφ, κυρά μου, να σας ζήσει το παιδί σας και πολύχρονο.

ΜΑΡΙΑ
Σας ευχαριστούμε για τα δώρα σας. Δε θα το
ξεχάσουμε ποτέ.

ΙΩΣΗΦ
Στο καλό φίλοι μου.
(βγαίνουν Βαλτάσαρ, Μελχιόρ και Κάσπαρ)

ΕΛΙΑΚΕΙΜ
Μας διασκέδασαν. Ο θεός ας τους φυλάει. Και τώρα αδέρφια μου καληνύχτα κι από μας και καλό σας ύπνο. Αν χρειαστείτε κάτι εδώ είμαστε. Θα τα πούμε αύριο πρωί. Γεια σας

ΜΑΡΙΑ
Καλή σας νύχτα. Ευχαριστούμε.

ΙΩΣΗΦ Καληνύχτα.
(βγαίνουν Ελιέζερ, Αμώς και Ελιακείμ)

ΙΩΣΗΦ
Κοιμήσου Μαρία. Αύριο έχουμε δρόμο. Ήσυχο το μωρό μας... Δε μας ενόχλησε καθόλου. Θες να μου το δώσεις να κοιμηθείς πιo καλά; Εγώ δε νυστάζω ακόμα...

ΜΑΡΙΑ
Δε με βαραίνει καθόλου. Ξάπλωσε και συ δίπλα μου. Εδώ. Έχει χώρο. Θα ζεσταινόμαστε περισσότερο έτσι. Η νύχτα είναι κρύα.
(ο Ιωσήφ βολεύεται δίπλα στη Μαρία. Κοιτάζει το μωρό, σκύβει και το φιλάει. Φιλάει απαλά τα μαλλιά της Μαρίας. Απλώνει το αριστερό του χέρι προστατευτικά γύρω από τη μέση της Μαρίας)

ΙΩΣΗΦ
Καληνύχτα.

ΜΑΡΙΑ
Καληνύχτα.

ΑΥΛΑΙΑ



 

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ

Σε 270 ημέρες (από το Μάρτη του 2020 έως σήμερα) πέθαναν 1.458.309 άνθρωποι από τον κοροναϊό σε όλη τη γη, δηλαδή 5.400 άνθρωποι την ημέρα.

Τους ίδιους αυτούς μήνες πέθαναν, σύμφωνα με την Ουνέσκο,  5.550.000 παιδιά κάτω των πέντε ετών σε όλη τη γη (15.000 την ημέρα), από ασθένειες που μπορούν να προληφθούν.