Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

ΠΑΤΡΙΔΑ...

Βρε τι ζωή εγώ τραβώ! Τι μοίρα έχω γραμμένη!
Τι χάλι απ’ όλη μόνο εγώ έχω την οικουμένη!
Τι έκανα και πάνω μου τα βάσανα όλα πέσαν;
Τι και του κόσμου τα δεινά σε μένα όλα δέσαν;
Ποιανού πληρώνω η έρημη εγώ τις αμαρτίες;
Ποιανού με δάκρυα εγώ ξεπλένω τις κακίες;
Ποιος θεός με καταράστηκε δυστυχισμένη να ’μαι,
και όμορφο ούτε όνειρο να βλέπω σαν κοιμάμαι;
Χαζός ποιος με σπερμάτισε κι έχω λωλούς γεννήσει;
Τον ήλιο μου ποιος σκότισε και πάντα βλέπω δύση;
Φαρμάκι ποιος επότισε πικρό τον ουρανό μου
κι ως κι η βροχή πέφτει πικρή στο χώμα το δικό μου;
Σε ποιο γραμμένο είναι χαρτί φαρμάκια όλο να πίνω
και λύπης μόνο δάκρυα στο χώμα μου να χύνω;
Μάγισσα ποια ξεδόντιαστη φριχτά με καταράστη
και της χαράς μου η Άνοιξη με λύπη εσκεπάστη;
Κι αχ! ποιον να έβρω για να πω τον που με καίει πόνο;
Κι αχ! πού να έβρω ξεγνοιασιάς στην έρημό μου κλώνο;
Να  κρύψω πού την που έχω εγώ γι άλλες πατρίδες ζήλεια
που άνθη έχουν στα μαλλιά και γέλιο έχουν στα χείλια;
Και που να πάω να κρυφτώ για τη ντροπή που νιώθω
που αν και χρυσή έχω κλωνά φτηνά κουρέλια κλώθω;

Αχ! Τόσες είναι οι πληγές που μου τρυπούν τα στήθια
που πρώτη θα ’θελα φορά να μη μιλώ αλήθεια
και ψέματα να ήτανε όσα εδώ αραδιάζω,
που αναθυμώντας τα βαθιά κι απέλπιδα σπαράζω.
Όμως δεν είναι. Να! εδώ, πεσμένο το μαχαίρι
που λίγο πριν το εκράταγε κακόβουλο ένα χέρι.
Και να! η πληγή στα στήθια μου που έχει αυτό ανοίξει!
Να! το αίμα από παλιές πληγές που πάει να με πνίξει.
Και να! το βόλι ιδέτε αυτό που έχει ξεκινήσει
και που στον Άδη έχει σκοπό, ταχύ, να με βυθίσει.
Κι εγώ θωρώ χωρίς ψυχή και δίχως μάτι βλέπω
να με χτυπούν όσοι μ’ αγνή κι άδολη αγάπη σκέπω-
κι εγώ θωρώ δίχως ψυχή μες απ’ τα δάκρυά μου
να με χτυπούν όχι εχθροί, μα τα ίδια τα παιδιά μου...

Χρόνια καμιά διακοσαριά προτού το άθλιο Τώρα,
ρωσοαγγλογάλλοι έφτιαξαν μία καινούργια χώρα-
εμένα-κι αποφάσισαν Ελλάδα να με πούνε
κι έλληνες όσους πάνω μου δυο αιώνες τώρα ζούνε.
Φτώχεια τον τόπο μου έδερνε καθώς και τώρα΄ κι ήταν
οι κοτζαμπάσηδες αυτοί που τρώγανε την πίττα,
κι απόκοντα οι κλέφταροι που φέραν Φαναριώτες-
καθώς όταν ο κόκορας λαλεί έρχονται οι κότες-
για να περιδρομιάσουνε κι αυτοί και να μου κλέψουν
τα λίγα που είχα τα καλά και πλιο να με παιδέψουν.
Και μέσα σ’ όλους πρώτος τους ήρθε ο Μαυροκορδάτος
για πλιάτσικο πανέτοιμος και γι αρχηγία κεφάτος.
Κι αιματοκύλισε αυτός τ’ άμοιρα τα παιδιά μου-
καρπούς τού με τη δυστυχιά μονάκριβού μου γάμου.

Και των παιδιών μου άρχισε ο χωρισμός σε κόμματα
που –τι ντροπή!- ξένων χωρών επήρανε ονόματα
και αγγλικό και γαλλικό και ρώσικο ελέγονταν-
και η καρδιά μου τ’ άκουγε και μυστικά μού εκλαίγονταν.

Το ’κοσιοχτώ μου στείλανε κείνο τον Καποδίστρια
για κυβερνήτη, που με βια τον φέραν-απ’ την Ίστρια
λες και δεν είχα εγώ παιδιά να γίνουν κυβερνήτες
και ξένον να μου στείλουνε θα ’πρεπε οι προξενήτρες.
Κι όταν αυτόν τον σκότωσαν οι Μαυρομιχαλαίοι,
άλλοι μονάρχες ήτανε να μου ερθούνε νέοι.
Έτσι, τον Όθωνα εδώ μού στείλαν οι Δυνάμεις.
Τόνε μισούσα-μοναχή όντας όμως τι να κάμεις;
τον ακλουθούσαν Βαυαροί. Και μες σε λίγα χρόνια
σαν Βαυαρή με κάνανε. Στων δέντρων μου τα κλώνια
για τριάντα δυο όλες χρονιές πουλάκια κελαδούσαν
που όχι γλώσσα ελληνική, μα Βαυαρή ελαλούσαν.
Και κάναν ό,τι θέλανε στα χώματά μου οι ξένοι
λες κι οι έλληνες πως ήτανε όλοι τους πεθαμένοι
ή πως δεν είχανε ψυχή να διώξουνε τους ξένους
παρά τους ανεχόντουσαν καπηλευτές του Γένους.
Και μεταξύ τους τρώγονταν οι έλληνες οι φαύλοι
ποιος πιότερο των Βαυαρών θ’ ανέχονταν το χάλι,
ενώ τους έκλεβαν κι αυτοί κι οι ντόπιοι μου προδότες
τη συμφωνία της Ζωής και της Χαράς τις νότες.

Ύστερα τον Γεώργιο τον Πρώτο μού κουβάλησαν
και στον ισχνό το σβέρκο μου δραγάτη τόνε κάθισαν.
Και συμμαχίες ανίερες και πλούτος κλεψιμέϊκος
κάναν τού κάθε κλέφτη μου ο βίος να ’ναι μπέϊκος,
και να πληθαίνουν οι πολλοί και να πλουτούν οι λίγοι.
Αχ! τι ντροπή μου ένιωθα η δόλια να με πνίγει
που ενώ έδενα καρπούς να φάνε οι δικοί μου
άλλοι αυτούς να καλοτρών μοίρα ήτανε κακή μου!
Σαράντα χρόνια έκατσε ο βασιλιάς στο θρόνο
κι εγώ εκακοπάθαινα δεινά χρόνο το χρόνο.
Τα χρόνια αυτά, με δυο αυτοί που έκαναν Συνθήκες-
οι Ξένοι- μέσα εβγάλανε από τις αποθήκες
Μακεδονία κι Ήπειρο, πάνω μου τις εδέσαν
και σαν κοράκια πάνω μου κατόπι αμέσως πέσαν,
τρυγώντας μου ό,τι βρίσκανε να έχει απομείνει-
ό,τι είχε μείνει ατρύγητο από τα ντόπια κτήνη.

Κι ενώ οι Μεγάλες Δύναμες μ’ είχανε μεγαλώσει,
τον τίτλο Εθνάρχη σ’ έλληνα κάποιονε είχαν δώσει.
(πότε θα πάψουν τάχατες οι γιοι μου να προσμένουν
από άλλους την πατρίδα τους-εμένα- ν’ αβγαταίνουν;
Ως πότε αυτοί τη μοίρα τους στα χέρια δε θα παίρνουν
και μες σε ξένης ζυγαριάς το δίσκο θε’ να γέρνουν;)

Καλλίτερα κι άλλα να μη μου χάριζαν εδάφη
κι οι μαύροι ας τα έτρωγαν της μάνας Γης οι τάφοι
πάρα που δίνοντάς τα μου πιότερα μού ζητούσαν
και τα παιδιά μου έβλεπα που πιο εδυστυχούσαν.
Κάλλιο μικρό το σπίτι μου κι εύτυχα τα παιδιά μου
πάρα διπλάσια εγώ κι αυτά να δυστυχούν κοντά μου.
Μα δε με ρώταγε κανείς... οι πλούσιοι κυβερνούσαν
και ό,τι  εγώ τους έδινα στους ξένους το δωρούσαν.
Κι εγώ τι τάχα θέλατε να κάνω; Τα φτωχά μου
να προστατέψω τα παιδιά, ή να τ’ αφήσω χάμου
να τα πατούν τα πλούσια και τα καλοβαλμένα
σα να μού ήταν άγνωστα και φορτικά και ξένα;
Ό,τι και να μου λέγατε, δε θ’ άφηνα ποτέ μου
τ’ άμοιρα τέκνα μου στη βια όποιου έρχονταν ανέμου.
Πάντα γι αυτά θα πόναγα και θα παρακαλούσα
στις μυστικές μου προσευχές, και πάντα θα ζητούσα
από τη μάνα μου τη Γη ευχή καλή να βρούνε
και μ’ αξιοπρέπεια πάνω μου και μ’ ευλογιά να ζούνε.
Έτσι δεν κάνει μια καλή, πονετική μητέρα;
Ή άλλα παιδιά της αγαπά κι άλλα τα κάνει πέρα;

Μετά ο παγκόσμιος πόλεμος ο πρώτος με χτυπάει.
Κι αν πιο μεγάλο από πριν το μπόι μου μετράει,
όμως και μεγαλύτερα γινήκαν τα δεινά μου
και μένα κι όσων έφερε ο πόλεμος κοντά μου.
Μα λες δε μ’ έφταναν αυτά, και τη ντροπή επήρα
να γίνω βδελυρών σκοπών μέσο η κακομοίρα:
στα βορινά με στείλανε-μια λάμψη απ’ τη λεπίδα
που θα ’χανε την μοναχή πάνω στη γης ελπίδα.

Μετά ήρθ’ η ώρα κι η Τουρκιά το μέλλον να κοιτάξει
και μες στο χάος της αυτή λίγη να βάλει τάξη-
κι ήρθε η ώρα κι η Τουρκιά να δει το σπιτικό της,
μέσα του να εμάζευε ό,τ’ ήτανε δικό της
και να κρατήσει μόνο αυτούς που της σταθήκαν φίλοι
κι όλους  τους άλλους από κει που ήρθαν να τους στείλει.
Και έδιωξε τους έλληνες. Και κείνοι ήρθαν σε μένα
σέρνοντας αξεδίπλωτα, μαύρα φτερά, καμένα.
Πρόσφυγες μου προσπέσανε ζητώντας να τους ζήσω.
Τους δέχτηκα. Τι να ’κανα; Να τους γυρίσω πίσω;


Χρόνια μετά ο πόλεμος ο δεύτερος ξεσπάει.
Κι οι γερμανοί με πάτησαν. Και τα παιδιά μου δώσαν
τον πιο καλό τους εαυτό. Και μ’ απολευτερώσαν.
Κι αντίς ετούτη τη στιγμή να μείνουν ενωμένοι,
το δρόμο αυτοί εστρώσανε για να ’ρθουνε οι ξένοι:
Ο Παπαντρέας, ο παππούς του σημερνού «Γιωργάκη»,
αιματωμένα ακόμα εγώ ενώ φορούσα ράκη
κι ενώ το αίμα έτρεχε απ’ τις πληγές μου ακόμα,
κι από τους πόνους έσκουζα, μου έφραξε το στόμα,
με αλυσόδεσε, και πια, σαν πράγμα ένα να ’μουν,
στους άγγλους με παράδωσε για να με αποκάμουν.
Και για ό,τι μου ’καμε κακό οι άγγλοι τον πληρώσαν:
μια χρυσοφόρα, αιμόσταχτη, πρωθυπουργία του δώσαν.

Αργότερα ο Καραμανλής πρωθυπουργός εγίνη.
Το πιο απ’ όλα τρύπιο μου ήταν αυτό λαγήνι.
Κι ως Αχιλλέας τον Πάτροκλο νεκρό γύρω τον έσερνε
κι αυτός εμένα ζωντανή πίσω απ’ το άτι του έδενε
κι έτσι και κείνος μ’ έσερνε ώστε ο λαός να μάθει
τι να μιλήσει αν θα ’θελε του έμελλε να πάθει.
Και όλο επαναλάβαινε σα μέσα σε μεθύσι,
κι ως να βραχνιάσει απ’ τις φωνές: «ανήκουμε στη Δύση!»
Αυτός ανήκε-ναι! Κι αυτοί που τον χρυσοπληρώναν.
Κι όσοι γλεντώντας πάνω μου, εμένανε χρεώναν.

Και το Λαμπράκη εσκότωσε και μου ’φερε τη χούντα.
Κι ενώ το Κάντο Γκενεράλ έγραφε ο Νερούντα
εγώ με άλλους γκενεράλς να πολεμήσω είχα
για να ξανάβρω τον που αυτοί μου είχαν κόψει βήχα.
Όμως κρατούσανε καλά. Κι όσο κι αν προσπαθούσα
τίποτα εναντίον τους να κάνω δεν μπορούσα.
Ώσπου η Μεγάλη έκρινε Δύναμη-η Αμερικάνα-
Ότι πολύ οι στρατιωτικοί αυτοί το παρακάναν
και λεύτερη αποφάσισε και πάλι να μ’ αφήσει
πλέον αφού τσιράκι της με είχε κάνει η Δύση.
Και τότε είναι που ’ρθανε κάποιοι μου καιροσκόποι,
που βλέποντας πως στη δεξά δε μέναν άλλοι τρόποι,
μες στο Πολυτεχνείο μου εμπήκαν και φωνάζανε
πως θα με λευτερώσουνε κι ότι θα με αλλάζανε.

Κι όταν επήραν εντολή οι στρατηγοί να φύγουνε,
αυτοί σε μία πράσινη σημαία με τυλίγουνε
και με πρωθυπουργό το γιο του τότε Παπαντρέου
σε βάλτου μ’ έριξαν ενός τις βρώμιες λάσπες νέου.
Κι η πρωθυπουργοποίηση του τύπου εκείνου ήτανε
η πληρωμή του, που άφησε και πάνω μου στρωθήκανε
οι φράγκοι κι οι αμερικανοί που νέοι αφέντες γίνανε
και του λαού το αίμα μου αχόρταγα επίνανε,  
για συνεταίρους παίρνοντας του Παπαντρέου την κλίκα
που κι απ’ τους ξένους πιο πολύ αχόρταγη τη βρήκα.

Κι ο νέος Παπαντρέου, αυτός, βορά με είχε ρίξει
στους σκύλους που την όρεξη για χρήμα είχε ανοίξει
το ότι εκείνοι τάχατες τη χούντα είχανε ρίξει.
Και κατακλέψανε κι αυτοί τον ίδρω και το αίμα
των τίμιών μου των παιδιών΄ και σ’ ένα μόνο γνέμα
του βρωμερού τους αρχηγού τα πάνω φέραν κάτω
μέχρι σε βούρκου ενός βαθιού που μ’ έριξαν τον πάτο.

Και από τότε μένω εκεί. Και μακριά στεκόντας
μη απ’ τις λάσπες λερωθούν, και ξαναμμένοι όντας,
παλεύουν τώρα οι αρχηγοί δύο τρανών κομμάτων-
που ζουν και που πλουταίνουνε απ’ το πάτημα πτωμάτων-
να με τραβήξουν και νεκρή στη βάρκα τους καθένας,
και να με φάνε ή μαζί ή κι ίσως ένας ένας.

Ο πρώτος είναι ένα παιδί με αέρα στα μυαλά του
που όλα, ξένα και δικά, τα θεωρεί δικά του.
Ένας ακόμα απ’ τους πολλούς που εξουσία διψάνε
πάνω σ’ ανθρώπους να ’χουνε που εξουσία ζητάνε
για τον εαυτό του ο καθείς. Ένας ξεμωραμένος
πριν γίνει γέροντας. Γερά κι αυτός αρματωμένος
με υποσχέσεις, με ψευτιές και με αδηφαγία,
να κυβερνήσει αποζητά τη γη μου την αγία.

Ο δεύτερος, συνεχιστής των ιδεών εκείνου
του τοτινού Καραμανλή, του μόνου υπευθύνου
για την κατάντια όπου ζω κι αυτός μου ’χει φερμένη-
μια χώρα καταγέλαστη να ’μαι στην οικουμένη.
Αυτοί λοιπόν τώρα οι δυο την ψήφο θέλουν να ’χουν
από κεινούς που για φαϊ μες στα σκουπίδια ψάχουν.

Και δέστε όσοι έχετε τα μάτια για να βλέπουν,
κι όχι το φύλο μοναχά το άλλο για να έλκουν-
Δέστε, Παιδεία ειν’ αυτή; Και ειν’ αυτή Υγεία;
Παρέχω εγώ ισότητα; Δε ζω στην αδικία;
Παιδιά δεν έχω που άλλα τους τρων με χρυσά κουτάλια
κι άλλα-φτωχά μου!-που πεινούν, ντυνόνται με ρετάλια,
ψάχνουνε κάτι για να φαν στων σκουπιδιών τη βρώμα,
αντί της ζωής το ρόδινο, ωχρό έχουν το χρώμα,
διασκέδαση δε βλέπουνε καθόλου στη ζωή τους
κι όπως στη φτώχεια είναι γραφτό τρώγονται μεταξύ τους;

Πέστε μου, κάποιον απ’ τους δυο θα στέρξουν να ψηφίσουν
αυτοί που  να τους ’γγίσουνε μονάχα θα βρωμίσουν;

Αχ! Οι άνθρωποι του τόπου μου! Θύτες και θύματα όλοι:
ένας να έχει κι ο άλλος τους να κλέβει πορτοφόλι!...
Κουτοί οι μεν, κουτότεροι οι άλλοι, ένας κι άλλος:
κουτός και όποιος κλέβεται, αλλά και πιο μεγάλος
αυτός που κλέβει. Ο δυστυχής! Δεν ξέρει η ευτυχία
πως αν δε σκέπει ολουνούς, τότε είναι δυστυχία.
Κουτά και δύστυχα παιδιά εγέννησα ωιμένα!
Που και αυτά κακοπερνούν και θλίβουνε κι εμένα.
Α! Όσο περισσότερο τον άνθρωπο γνωρίζω
τόσο τα ζώα εγώ αγαπώ που τρέφω και ταγίζω.
Γιατί αυτά απ’ της «λογικής» δεν ήπιαν τις πηγές
και απ’ αυτά δεν καρτερώ ενέργειες «λογικές».

Λοιπόν τραβάτε όλοι εσείς στην κάλπη να ψηφίστε.
Το τελευταίο της ντροπής το μόριο αψηφήστε.
Μην ξεσκωθείτε τους μιαρούς μια κι έξω να πετάξτε.
Μόνο τον ένα με ίδιονε άλλονε κάποιο αλλάξτε.
Διαλέξτε τον καινούργιο σας αφέντη και δυνάστη
τα δάκρυά μου αφού από σας κανείς δεν εσεβάστη.

Όμως ορκίζομαι στο φως που κι είδατε και είδα,
πως ούτ’ εγώ έχω πια παιδιά, ούτε και σεις πατρίδα.
 

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ:
«…Από την έκρηξη σκοτώθηκαν τέσσεροι άνθρωποι (λυπημένο ύφος και φωνή), από τους οποίους ένα παιδί…

ΓΚΟΥΤΕΡΕΣ:
«Είκοσι πέντε χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν κάθε μέρα από την πείνα.»
 

ΛΥΡΙΤΖΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Ξινοί, αντιπαθέστατοι, φασίστες ως μεδούλι,
εχθροί του λαού, της μιαρής μπουρζουαζίας δούλοι,
στη μια καρέκλα ο Λυριτζής, στην άλλη ο Οικονόμου,
ιδού δύο ανδρείκελα ενός κράτους παρανόμου.

Σύννοες στ’ αυτονόητα, γελοίοι στα σοβαρά,
πηγαίνοντας με καθενός γκουβέρνου τα νερά,
σ’ ένα στημένονε καμβά περίφροντεις κεντάνε
και όποια κλωνά θα τους ειπούν στις τρύπες του περνάνε.

Αλλά μην τους κακόχετε που ’χουν θεό το χρήμα
κι αν με χρυσό δεν πληρωθούν δεν κάνουν ούτε βήμα-
τα ονόματά τους φταιν γι αυτό: του ενός θυμίζει λίρα
’κονόμα του άλλου-αθώοι αυτοί, για όλα φταίει η Μοίρα…
 

ΜΙΑ ΜΙΚΡΉ ΚΥΡΊΑ

Μια μικρή κυρία
βραδινά ντυμένη
μια γλυκιά κυρία
από το σπίτι βγαίνει.

Άστραψαν τα θάμπη.
Λάμπουν όλα γύρω.
Λάμπει η νύχτα-λάμπει.
Κάρπισε το στείρο.

Της ψυχής τα χιόνια
 λιώσαν τα αιώνια.
 Μια κυρία μικρούλα-
μύρο της ζωής μας.
Μια κυρία γλυκούλα-
να ’τανε δική μας!..
 

ΘΑΝΑΤΟΙ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΙ

-Αυτά η αδερφή του.
-Ο αδερφός του;
-Αυτός μιλούσε με το γιατρό ψιθυριστά. Δίπλα στον άρρωστο. Μετά από αυτό που είπε στον άρρωστο, πλησίασε και η αδερφή του. Ο γιατρός τους εξηγούσε ψιθυριστά κουνώντας αργά το κεφάλι και τα χέρια του. Ο άρρωστος βόγκηξε. Η αδερφή του τον πλησίασε. «Τι λέτε;», της είπε. «Όλα καλά λέει ο γιατρός, σε δυο μέρες θα είσαι στο πόδι». Ξαναπήγε στους άλλους. Η σιγανή συζήτηση συνεχίστηκε για λίγο. Τέλος ο γιατρός βγήκε. Τον πήγε ως έξω ο αδερφός. Η αδερφή ήτανε όρθια, πιασμένη από τα κάγκελα του κρεβατιού και κοίταζε τον άρρωστο αμίλητη. «Τι είπε ο γιατρός;» τη ρώτησε. «Σου είπα. Περίεργος είσαι.» «Ο Αντρέας ήρθε;» Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο αδερφός. Εκείνη τον πλησίασε: «Πες του ότι έστειλες τηλεγράφημα στο φίλο του; Ξαναρωτάει αν θα έρθει.» Της έδωσε ένα χαρτί. «Υπόγραψε τη διαθήκη;», ρώτησε σιγά την αδερφή του. «Ναι. Όπως τα θέλαμε!» «Ωραία. Τι άλλο πια… γεια!» Βγήκε.  Η αδερφή πήγε πάνω στον άρρωστο και του διάβασε: «Ζήτησα άδεια και δε μου δώσανε. Αύριο θα πάω στο Διευθυντή. Θα μου δώσει αυτός.» Γύρισε προς τον άρρωστο: «Αυτά σου έγραψε ο φίλος σου. Αύριο θα έρθει. Λοιπόν να φύγω. Θα στείλω τη Μαρία». «Κάτσε ώσπου να ’ρθει… σε χρειάζομαι…» «Μπορεί ν’ αργήσει και έχω να πάω τη Χρυσούλα στα Αγγλικά.» Του άγγιξε το χέρι και βγήκε. Ο άρρωστος πέθανε σε λίγα λεφτά.
Αντίθετα από τον άλλον που σου έλεγα.
-Τι έκανε αυτός;
-Αυτός, όταν κατάλαβε πως πεθαίνει, σύρθηκε έξω από το καλύβι του και ξάπλωσε στο χορτάρι. Μπροστά του ανοίγονταν ο κάμπος και πέρα τα βουνά. Μυρμήγκια ανέβηκαν επάνω του, ζωύφια. Η γάτα του νιβότανε δίπλα του. Γύρισε προς αυτήν. «Καλή τύχη», της είπε. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τη γη. «Σ’ ευχαριστώ Μητέρα». Πήρε λίγο χώμα και το έριξε πάνω του. Και έκλεισε τα μάτια του.
-Με είχε βοηθήσει πολύ.
-Ξέρω.
 

                       ΑΠΩΛΕΙΑ


Δεν το ’νιωσε της άνοιξης εφέτος το μεθύσι
και τα ηλιοβασιλέματα καθώς
ο ηλιος κουρασμένος κι ερυθρός
βουτάει μές στη θάλασσα να σβήσει.

Τις μέρες που ήτανε να βγει να δει τα χελιδόνια
εκείνον τον βασάνιζε η φωνή-
κι έκανε την καρδιά του να πονεί-
απ’ της γαζίας που έβγαινε τα κλώνια.

Και η φωνή του έλεγε για κάποιαν αγριεμένη
φωτιά, που θα ’ρθει βιαστική
και με μια φλόγα μανική
θα κάψει όλη τη σάπια οικουμένη.  

Και για το θάμα του νερού του ’λεγε, που δε θα ’χει
ρώμη να σβήσει τη φωτιά
που θα θεριεύει απ’ το νοτιά
και που θα καίει το δάσο σαν το στάχυ.

Και με ντροπή έτσι και φόβο η άνοιξή του
πήγε. Και θα θυμάται παγερή
μιαν άνοιξη, που ανήλεοι καιροί
την πήραν και την έχασαν για πάντα απ’ τη ζωή του.
 

         ΣΤΟ ΑΛΣΥΛΛΙΟ

Νύχτα. Στο σκοτάδι της χαμένος
μες στου αλσυλλίου τις σκιές
που μαγίστρες μοιάζουνε γριές
κάποιος πικροκλαίει στη γη πεσμένος.

Κάποιος κλαίει πάνω στο χορτάρι.
Σφίγγουνε τα χέρια του τη γη.  
Κάτι να της δώσει προσπαθεί;
Κάτι από κείνηνε να πάρει;

Σχίζουν οι λυγμοί του το σκοτάδι.
Στ’ άπονα τα χώματα χτυπούν.
Οι ψυχές ξυπνούνε και ακούν
μες από τον άπελπο τον Άδη.

Τάχα στο αλσύλλιο ποιος να κλαίει  
ποιος μες στην κρυστάλλινη σιωπή-
ποιος μες στη νυχτιά τη σκοτεινή
δέεται στον Πλάστη-και τι λέει;
 

ΟΛΑ ΚΑΛΑ


Πάντοτε ήμουνα εντάξει με όλους και με όλα. Όχι γιατί τους έχω κάποιαν εκτίμηση, αλλά γιατί είναι μια ανάγκη για μένα να έχω ξεκάθαρη θέση μέσα στο σύμπαν.  
Γι αυτό θα είμαι εντάξει και μαζί σας.

Εγώ καθόλου δε θέλησα να γεννηθώ. Κι ήταν η θέλησή μου αυτή τόσο μεγάλη, που δεν γεννήθηκα.
Θα σας φανεί παράξενο αυτό που μόλις είπα. Και θα ήτανε πράγματι παράξενο αν το αντίθετό του ήτανε φυσιολογικό. Αν δηλαδή είχα γεννηθεί.
Ανορθόδοξα αρχίζω. Δεν ήθελα να σας φερθώ έτσι, όμως όταν γράφω νιώθω υποχρεωμένος να λέω πάντοτε την αλήθεια μου.
Και αυτό δεν είναι κάτι που το θέλω Που συνειδητά το εδιάλεξα. Όχι. Όπως για παράδειγμα δεν εδιάλεξα να βγω στο μπαλκόνι μου σήμερα το απόγεμα και να πετάω ψάρια στις έξη γάτες που με περίμεναν στην αυλή της πολυκατοικίας. Και αυτό, όπως και το άλλο, το να λέω δηλαδή την αλήθεια, γίνονται γιατί δεν είναι δυνατό να γίνει αλλιώς.

Όταν σας λέω ότι δε γεννήθηκα, ξέρω τι λέω. Και στηρίζω τη γνώση μου αυτή στο γεγονός πως ό,τι σάς λέω, εκ των πραγμάτων το λέω  σε μια γλώσσα που είναι α-νόητη, όπως α-νόητα είναι όλα .
Όχι, όχι, μη φεύγετε, δεν αστειεύομαι. Κι αν σκεφτήκατε ότι είμαι σκεπτικός ή μηδενιστής ή δεν ξέρω τι άλλο, σας ορκίζομαι όμως πως κι έτσι να είναι, γενικά θα σας μιλήσω σαν να ήμουνα ένας κανονικός άνθρωπος-θα παίξω το παιχνίδι μου με τους δικούς σας κανόνες.
Μη φεύγετε.

Έλεγα πως η γλώσσα είναι α-νόητη. Δεν είναι; Πέστε μου λοιπόν τι θα πει «δεν γεννήθηκα»; Τι είναι το «γεννήθηκα» πέρα από κάποιους ήχους, που κανονίσαμε να έχουν μιαν έννοια για μένα και για σας  όταν έβγουν από κάποιο στόμα με μια ορισμένη σειρά; Κι αυτό το «δε», δεν είναι τόσο ανόητο από μέρους μας να του έχουμε δώσει τόση δύναμη που να ρίχνει αυτοκρατορίες, να φέρνει συφορές, να καταλύει την ίδια την ύπαρξή μας;
Ε λοιπόν, εγώ νομίζω πως όλη η γλώσσα δεν ξέρει ούτε τι θέλει, ούτε τι είναι. Και αν η γλώσσα έχει αυτογνωσία, αυτή είναι η γνώση της πως και αυτή είναι κάτι α-νόητο όπως όλοι και όλα.

Αυτά τα λίγα.

Αυτό ήτανε!
Τώρα νομίζω ότι μπορώ να αρχίσω να σας μιλώ χωρίς τον κίνδυνο να γίνω τελείως ανυπόφορος με όσα θα σας πω.
Και λοιπόν ναι, αφού βολεύει, γεννήθηκα.

     ΟΛΑ ΚΑΛΑ

Με γέννησαν χωρίς να με ρωτήσουν . Όπως για να γεννηθεί ο κόσμος κανένας δε ρωτήθηκε.
Γεννήθηκα ποιητής. Πέρασα μέσα από τη ζωή ανέγγιχτος από καταιγίδες και από χνώτα. Μονομερής και αδιαπέραστος, όπως οι κομήτες περνούν ανάμεσα από τ’ άστρα χωρίς κανένα ν’αγγίζουνε.
Όντας ποιητής, ήμουνα κουμουνιστής. Ένας ιδιότυπος κουμουνιστής. Που δεν ανήκει σε κάποιο κόμμα παρά κρατεί τις ιδέες του ανέπαφες από όποιο συγχρωτισμό, αγνές κι αμόλυντες όπως του δόθηκαν. Επειδή επίγειος κουμουνισμός ήτανε ανέφικτος στους καιρούς μου. Έτσι τον διαφύλαξα για τις ερχόμενες γενιές, τις γενιές των τεράτων.
Τέλος να!, έκλεισα τον κύκλο μου κι εγώ σαν όλα τα αντικείμενα πάνω στη φαινόμενη γη, φτάνοντας στο σημείο από όπου ξεκίνησα, για να αντιληφτώ τότε-τώρα-μόνον, ότι κανένας δεν έκανε κανένα κύκλο, επειδή κανένα εγώ και κανένα αντικείμενο δεν υπάρχει κάτω από κανέναν ήλιο-μιας και ούτε ήλιος κανένας υπάρχει.  
Μέσα σ’ αυτή την άβυσσο των εικονικών εντυπώσεων είναι εύκολο να βρει κανείς ένα τετράδιο κι ένα μολύβι και να γράψει. Να αποθέσει δηλαδή, σύροντας το μολύβι πάνω στο άσπρο χαρτί, γραμμές μελανές,  που και τα άλλα φαντάσματα να δουν, και, με βάση κάποιον κοινό κώδικα, να διαβάσουν, και να προσποιηθούν ότι εννόησαν και αυτοί ό,τι και εκείνος που έγραψε αυτά τα γράμματα τη στιγμή που τα έγραφε τάχα εννοούσε. Κάτι που ποτέ δεν πετυχαίνεται. Και αυτή η αδυναμία επιτυχίας ακριβώς, είναι η αιτία της ζωής και συνακόλουθα και της δυστυχίας των φαντασμάτων.
Η ασυμβατότητά μου με τη γη και με τα σχετικά με αυτήν είναι καθαρή από τα πιο πάνω.
Σαν ένας ξένος ανάμεσα σε πράγματα και σε αλληλοσπαρασσόμενα φαντάσματα έζησα.
Αδυνατώντας να καταλάβω συμπεριφορές, λέξεις, φράσεις, ενέργειες, συναισθήματα, προελεύσεις, τακτικές.
Για να έχω την εικόνα της ζωής μου πάνω στη γη γράφω και συνθέτω αυτό το σύνολο λέξεων και προτάσεων. Για να θυμάμαι τη ζωή αυτή όταν θα γίνω εγώ ο γεννήτορας του παντός, και όχι όπως τώρα είμαι: ο κάποτε από κάποιον κάπου, μη γεννημένος. Αν, τότε, ο καθρέφτης μου δείχνει τέτοια ενθυμήματα.
Και για να έχω την εικόνα της αντίθεσής μου σε όλα-στην εικόνα του αναίτιου παράδοξου να «υπάρξω» πάνω σε μια γη που δεν εννοώ, ανάμεσα σε «ανθρώπους» που δεν αναγνωρίζω, μέσα σε καταστάσεις που τόσο μου είναι ξένες και απόμακρες. Έτσι τίποτα δεν υπάρχει που, και κατ’ ελάχιστον έστω, να δικαιολογεί ή να αναγνωρίζει τις καταστάσεις αυτές έστω και σε μια τους πιθανότητα ή περιοχή.
Ως εκ τούτου θα μιλήσω με άγνωστα λόγια για άγνωστα πράγματα.
 

                                   ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ’ ατσαλένια
και με το χέρι εχάιδεψε τ’ ατσάλινά του γένια.
Τ’ όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.

Κι ως το ’δε ο γίγας τ’ ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσε η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ’ του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.
 

ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ
(Τρίπολη, 4 Φλεβάρη 1946)

Απόψε γίνονται συλλήψεις. Ένας τρόμος
έχει απλωθεί πάνω στις πέτρες της μικρής μας μάντρας.
Η λάμπα πιο αδύναμα θα φέγγει απόψε.
Στη σάλα τα φαντάσματα θα ’χουν πληθύνει.  Έξω
το φεγγαρόφωτο
δεν θα μπορεί
μια συντροφιά να βρει για ν’ ακουμπήσει.

Θα πιάσουν πάλι τον πατέρα.
Και θα τον βασανίσουνε.

Ίσως τον πάνε πάλι για το Ναύπλιο
εκεί που οι φυλακισμένοι φτιάχνουνε
μικρές κομψούλες ταμπακέρες και σκαρώνουν
θήκες δερμάτινες, πτυσσόμενες,
για ΕΑΜικές φωτογραφίες.

Απόψε η γη χάνεται κάτω από τα πόδια μας.

Απόψε κάθε κρότος θα ’ναι μπιστολιά.
Κάθε αργοκούνημα των σκιών στον τοίχο
θα ’ναι ένα πλέγμα από θανάτους αργοτέλεστους.
Κάθε λεφτό της ώρας που περνά
και πιο κοντά σε μια καταστροφή-σ’ ένα χαμό θα φέρνει.

Απόψε γίνονται συλλήψεις.
Άνθρωποι με στολές, καπέλα,
άνθρωποι που λευκά κορδόνια κρέμονται απ’ τους ώμους τους
άλλους ανθρώπους πιάνουν
χειροπέδες τους περνούν
και τους κλείνουνε σε κελιά μέσα-
σε υγρές φυλακές ολοσκότεινες.

Τα παιδιά θα ’ρθει η ώρα να πάνε για ύπνο
αλλά μες στ’ όνειρό τους
φυλακές τρομερές θα οικούνε
και θα είν’ οι φρουροί τους ψηλοί ενωμοτάρχες
μ’ ένα όπλο στο χέρι και σφαίρες ζωσμένοι.
 

Σήμερα οχτώ πρωί. Η ησυχία στην πολυκατοικία νεκρική. Ξάφνω ακούγονται τα βαριά πατηματάκια στις σκάλες, ανεβαίνοντας, του μικρού παιδιού της οικογένειας του κάτω πατώματος: Ταυτόχρονα μετράει τα βήματά του: «Μπουπ! Μπουπ! Μπουπ!» Είναι χάρμα να φαντάζεσαι τα μικρά του ποδαράκια να πατάνε επίτηδες βαριά τα σκαλοπάτια. Είναι φανερό ότι ο μικρούλης απολαμβάνει το ανέβασμα της σκάλας κάθε φορά. Η οίηση του ανθρώπου που έχει βρει τρόπο να σκαρφαλώνει με τον σίγουρο αυτό τρόπο; Η περηφάνεια από το τρυφερούδι ότι μπορεί κι αυτό πια να μεταχειρίζεται σαν ίσος προς ίσο και την εφεύρεση ή την δυνατότητα αυτή του ανθρώπου, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι μπορεί να κάνει ό,τι και οι μεγάλοι;
Και όταν ο ήχος από τα βαριά πατηματάκια στα σκαλιά, που πλησίαζε, έδειξε πως ο λιλιπούτειος αναρριχητής έφτασε στον αμέσως επάνω όροφο, όπου το διαμέρισμα της γιαγιάς και το δικό μου, που ήταν και ο προορισμός του, ακούστηκε βαρύς και γεμάτος ο ήχος από μια μεγάλη μπάλα ποδοσφαίρου που με ορμή έκρουσε το δάπεδο του ορόφου, διαλάληση ίσως της επίτευξης της επιτυχούς ανόδου. Και αμέσως φωνή: «Γιαγιά!» Η γιαγιά από μέσα, παίζοντας μάλλον κι αυτή: «Ποιος είναι;» Και η γεμάτη αγανακτισμένη έκπληξη που δεν τον γνώρισαν αμέσως, αλλά μαζί και μια επίπληξη και ένα παράπονο στη γιαγιά για τον ίδιο λόγο, η φωνούλα: «Εγώ είμαι!» Η πόρτα άνοιξε και αμέσως η όλο χαρά και περηφάνεια δήλωση: «Καινούργια μπάλα!»
 

ΗΜΙΣΠΑΣΤΑ

Αυτός που διψούσε νάματα-
αυτός που δάγκωνε τα χείλη του ξερά-
τι ειρωνεία τώρα
να πνίγεται μέσα στη θάλασσα της δίψας του.

*

Ο άλλος κόσμος
θα ’ναι ο ίδιος βέβαια μ’ αυτόν
από τα έξω ιδωμένος.

*

Ο χειμώνας γεννάει την Άνοιξη κάθε χρόνο
καθώς  ο ήλιος τη δυστυχία κάθε μέρα.

*

Αν δεν υπήρχε ο Νείλος κι οι αιγύπτιοι
οι τάφοι μας μπορεί και να ’τανε ακόμα στρογγυλοί.


*

Μέσα στη θύελλα την καλοκαιρινή
λυσσάει ο άνεμος και η βροχή μανιάζει.
Πέφτουν τα φύλλα
πέφτει ο ουρανός
πέφτει και μια μπλουζίτσα ολάσπρη απλωμένη
από το λυσσομάνι ξεσκισμένη.

 *

Πού είναι το φιλί που φτάνει ως το θάνατο!
Πού ’ναι το χάδι που ευφραίνει στον αιώνα!

*

Όλη η ζωή μας αν καλοσκεφτείς
μας δόθηκε να μάθουμε
γιατί δεν πέφτουνε τα δέντρα απ’ τον αέρα.
Και ούτε αυτό δε μάθαμε.

 *

Η ανάκουστη φωνή της πέτρας
μόνο απ’ Αυτόν ακούγεται. Είναι γιατί Αυτός
της ακοής τους νόμους έχει θέσει.

*

Είναι η γκλίτσα στο χέρι του βοσκού
και ο σταυρός στο χέρι του επίσκοπου.
Γι αυτό και μια τον παίρνει ο θάνατος μια η ζωή τον πάει.

 *

Αφότου εγεννήθηκε
εν’ αγκάθι στην ψυχή του.

*

Τα πεύκα τα ξέρανε ο μελιτοβάκιλλος.
Χαλάλι του.
Η εικόνα αξίζει.

 *

Τις νύχτες
τα βουνά
σαν ζώα υπάκουα
τραβάν στη θάλασσα και πλένονται.
Γι αυτό και λάμπουν πεντακάθαρα το πρωί
στου πρώτου ήλιου τις αχτίδες.

*

Όταν εκπνεύσει στον καθρέφτη του
και ο καθρέφτης δεν θαμπώσει
τότε ο καθρέφτης θα ’ναι αυτός.

 *

Το τέλος φτάνει.
Ο αμαξάς πληγώθηκε.
Οι ινδιάνοι πλησιάζουν όλο.
Και μακριά η πόλη.

*

Κληρονομιά θ’ αφήσει στους ερχόμενους
τη γνώση πως δεν έρχονται
μα ότι όπως όλα
κι αυτοί πηγαίνουν μόνο.

 *

Κοιτάζοντας κατάματα την πυρκαγιά
καθώς το κύμα ο ναυαγός,
ολόρθος θα θαφτεί μέσα στη στάχτη των ονείρων.

*

 Το παγώνι είναι ο αντίζηλος των ποιητών.

*

Όταν θα πάει Εκεί
θα είναι ένα κατάξανθο
ένα ωραίο ωραίο μηδενικό.
Όταν θα πάει Εκεί.

*

Τα δέντρα ομορφιές γεμάτα και χαρούμενα
Λουζόνταν μέσα στο γλυκό το θάμπος του πρωιού.
Την ίδια ώρα ο χωρικός
λάδωνε το πριόνι του.

*

Κάποτε η μέρα είχε διάρκεια τριών λεπτών.
Πόσα εκατομμύρια άσκοπα χρόνια!

*

Μπορείς να φανταστείς τον ουρανό χωρίς αστέρια;
Έτσι και δεν γινότανε να μην υπάρξεις.

 *

Τα νησάκια των ποταμών.
Η ασφάλεια μες στον κίνδυνο.

*

Ο Προμηθέας μπορούσε να μη δώσει στους ανθρώπους τη φωτιά.
Όμως κάπως αλλιώς θα παράκουγε το Δία.
Γιατί Προμηθέας σημαίνει παρακοή.

 *

-"Πώς είστε;"
-"Άσχημα"
Λες και τον ρώτησαν από ενδιαφέρον.

*

Όπως κάθε άνθρωπος χρειάζεται έναν άγγελο προστάτη
έτσι και κάθε άγγελος έχει ανάγκη από έναν άνθρωπο.
Αλλιώς η ύπαρξη του θα ήταν αδιανόητη.

*

Του αρέσει των κομμένων των κλαδιών η μυρωδιά κάθε Άνοιξη.
Γι αυτό η Άνοιξη έρχεται.

*

Τάχα πώς λεν τη γη τους οι άνθρωποι του φεγγαριού;
Φεγγάρι βέβαια.

*

Κουμπιά… κουμπιά… κουμπιά...
Κουμπιά με δύο τρύπες
κουμπιά με τρεις τρύπες
κουμπιά με τέσσερις τρύπες.
Και ψάχνανε κι αυτός κι αυτή το ποιο ταιριάζει στο σακάκι του.

*

Μην μπορώντας ν’ αντέξουνε κάτω από τη γη
κάθε βράδυ οι νεκροί έρχονται
και μέσα μας μπαίνουν.
Γι αυτό τους βλέπουμε τη νύχτα στα όνειρα μας.


 *

Αν επιζούσε ο Ρωμαίος
θα ’χε ξεχάσει την Ιουλιέτα σ’ ένα μήνα.

*

Όταν στης λύπης το δέντρο
τα φύλλα πυκνώνουνε
τότε τελείως κρύβουνε το άστρο της χαράς.

 *

Οι νέοι και η επανάσταση πάνε μαζί.
Καμμιά φορά, σε κάποιο χάνι
οι νέοι παρατρών και παραπίνουνε.
Τότε γυρίζουνε και λεν στην επανάσταση:
προχώρα κι έρχομαι.
Κι η οικουμένη τότε δυστυχεί.

*

Περιπλάνηση σε τοπία ηλιοβασιλέματος.
Το άνθος της Σιωπής εδώ περίλαμπρο.

*

Ο ποιητής ζει μέσα στα ποιήματα του
όπως ένας νεκρός μέσα σε τάφο
που ο ίδιος έσκαψε.

*

Να συλλέγεις-ναι. Μα τι;
Πάνω σ' αυτό το "τι;" ζυγιάζονται όλα.

*

Κάθε καινούργια μέρα μια Δευτέρα Παρουσία
μετά το θάνατο της νύχτας.

*

Ήτανε όχι μια αγριοροδιά.
Μα μία ήμερη, μια σοβαρή
μια ήρεμη, όμορφη ροδιά.
Όχι μια πρόκληση στην ερημιά
μα μια γλυκιά οπτασία στον κόσμο μέσα.

*

Παράδεισος σημαίνει ανυπαρξία έρωτα.

*

Οι νεκροί μιας μάχης
δείχνουν πόσο ευεργετικός είναι ο πόλεμος.

 *

Όσα δεν υπάρχουν
είναι απείρως περισσότερα από τα υπάρχοντα.

*

Ο βάτραχος που έγινε πρίγκηπας μ’ ένα φιλί
έχει τη σημασία του ονείρου
που γίνεται αλήθεια μόνο μέσα σ’ ένα παραμύθι.
Μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο δηλαδή.

*

Με τα χίλια μικρά ξεγελασμένοι
χάνουμε το ένα Μεγάλο.

*
Στο μισοσκόταδο
οι τσουκνίδες μοιάζουν με άνθη.

*

Έμβρυα μέσα στον κορμό του δέντρου
νήχονται τραπέζια, κρεβάτια, σκαμνιά.

*

Από τη φυλακή του εικοστού αιώνα
στη φυλακή του εικοστού πρώτου.

*

Η Ηγησώ ζει ακόμα χάρη στην Τέχνη.
Βάρβαρη που ’ναι η Τέχνη!

*

Γιατί ζαλίζεται απ’ το γύρισμα της,
γι αυτό από παντού ξερνοβολάει νερό η γη.

*

Σκοτεινή Θάλασσα της Ηδονής!
Σκοτεινή Μήτρα της Επιθυμίας!
Λατρεία Σού πρέπει και Τελετές Μυστηριακές.


---------------
 

Κατέβηκα από το αεροπλάνο. Αμερική! Η πατρίδα της τσίχλας και της ελευθερίας, η πατρίδα των διαστημόπλοιων και της παγκοσμιοποίησης! Μα πού προσγειώθηκε το αεροπλάνο; Σε ένα γήπεδο μπάσκετ; Τόσο έχουν προχωρήσει; Μπράβο! Ας είναι. Τώρα πρέπει να πάω στο σπίτι. Δυο μέρες θα μείνω άλλωστε, για να ξεφύγω λιγάκι ταξίδεψα. Μα ποιο σπίτι; Στάσου. Πού να πάω; Μόνος στην Αμερική, στο Λός Άντζελες, πώς θα πάω εκεί που θέλω; Και πού θέλω; Μα ναι, θα πάω στο Μπελ Κάνιον, στου Τάσου. Μα πού είναι τα λεωφορεία; Γιατί δεν έχω το αμάξι μου μαζί μου; Λοιπόν ας αρχίσω να ρωτάω για τα λεωφορεία. Σταματώ έναν διαβάτη και ρωτάω από πού θα πάρω τα λεωφορείο για Μπελ Κάνιον; Με κοιτάει παράξενα από πάνω ως κάτω και συνεχίζει το δρόμο του λούζοντάς με με  ένα ειρωνικό χαμόγελο. Γύρω μου όμως η λαμπρότητα της Αμερικής σφύζει. Ομορφιά, καθαριότητα, απαστράπτοντα κτίρια, και μια ευφρόσυνη διάθεση ποτίζει ως και τους πλατιούς δρόμους. Θα ρωτήσω άλλον. Μα εδώ που βρέθηκα κάνοντας μόνο δύο μόλις βήματα τι είναι; Τι παράξενη γειτονιά! Γύφτοι είναι αυτοί; Ναι, γύφτοι. Μα στην Αμερική γύφτοι; Όμως γύφτοι ξεγύφτοι θα ξέρουν πώς να πάω στο Μπελ Κάνιον. Ρωτάω. Και αυτοί όμως με βλέπουν σαν αρειανό. Τι έχω επάνω μου και ξενίζει τους ανθρώπους κι εδώ;  Τους κοιτάζω καλλίτερα. Ναι, τα ρούχα τους είναι τρύπια και βρώμικα, οι φούστες των γυναικών τους μακριές και παιδιά, πολλά παιδιά γύρω από κάθε γυναίκα μυξοκλαίνε-γύφτοι είναι.  Και λοιπόν; Πώς θα πάω στο Μπελ Κάνιον παρακαλώ; Γελάνε μαζί μου και ούτε να μου πουν ένα δεν ξέρω δεν καταδέχονται. Θα πάρω ταξί! Πώς δεν το σκέφτηκα ως τώρα; Οι ταξιτζήδες όλα τα ξέρουν. Μόνο που το ταξί στην Αμερική είναι ακριβό. Βέβαια η καθαριότητα, η ασφάλεια, η ευγένεια, η γρήγορη μεταφορά που προσφέρουν τα ταξί εδώ αξίζει τον κόπο να πληρωθούνε έξτρα. Αξίζουν λίγα λεφτά πιο πάνω. Λεφτά; Λεφτά είπα; Για να δω. Ας βγάλω τα λεφτά μου να δω πόσα έχω. Από την αριστερή μου τσέπη βγάζω κάτι σκισμένα χαρτιά. Το ίδιο και από τη δεξιά. Τώρα; Πώς βρέθηκα χωρίς λεφτά στην Αμερική; Και μάλιστα χωρίς να θυμάμαι να έχω φύγει από την Ελλάδα ούτε ότι μπήκα σε αεροπλάνο; Και τώρα τι γίνεται; Ωραία, στην Ελλάδα ήμουνα ξένος. Στη Αμερική; Α! Να! Θα πάω στου Δημήτρη! Πού μένει όμως; Και αφού δεν έχω ούτε ένα σέντσι πώς θα πάω εκεί; Μα με τα πόδια φυσικά. Μα που μένει…  α! θα του τηλεφωνήσω. Μα πού θα βρω τον αριθμό; Χωρίς λεφτά για λεωφορείο και ταξί, χωρίς τηλέφωνο, μόνο με τα πόδια μπορώ να πάω. Θα ρωτήσω πού μένει ο Δημήτρης. Ένα υπερφυσικά μεγάλο παιδί μου γνέφει πίσω από ένα παράθυρο. Πηγαίνω. Θα είναι πάνω από εκατόν πενήντα κιλά, με κοιλιά και πρόσωπο σαν του Βούδα. Μια ελπίδα-για να με καλέσει κάτι θα έχει να μου πει. Πλησιάζω. Σήκωσέ με στην αγκαλιά σου μου λέει να σου πω τη διεύθυνση του Δημήτρη. Προσπαθώ, ούτε να μετακινήσω όμως δεν μπορώ τον υπερφυσικό μπεμπέ. Μα γιατί ήρθα στην Αμερική; Μια εκδρομή μόνο ήθελα να κάνω. Και τώρα; Πού θα κοιμηθώ, πού θα φάω, τι τέλος πάντων θα κάνω εδώ που ήρθα; Και το σπουδαιότερο, πώς θα ξαναπάω στην Ελλάδα όπου έχω πιθανότητες να βρω ένα σπίτι και κάποιον γνωστό; Καθώς σκέφτομαι αυτά ένα αυτοκίνητο έρχεται κατεπάνω μου και με σκοτώνει. Αλλά πώς καταλαβαίνω ότι είμαι πεθαμένος αν έχω πεθάνει;

Ανοίγω τα μάτια μου να δω τι συμβαίνει και βλέπω το μάτι μιας ηλεκτρικής σόμπας που πριν ξαπλώσωτο αφήνω αναμμένο πάντοτε, τον χειμώνα.
 

Ο ΚΑΙΝ ΜΟΝΟΛΟΓΕΙ ΙΙΑΝΏ ΑΠΟ ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΟΥ ΑΒΕΛ

Επεσε κάτω δίχως να το θέλει.
Τον έριξα εγώ χτυπώντας τον μ’ αυτή την πέτρα.
Τα μάτια του έκλεισαν.
Και κρύος είναι και ωχρός.
Τι άνθρωπος τώρα ειν' αυτός
Να μη μπορεί να δει, ν' ακούσει,  
Να φάει, να περπατήσει…
Μα έτσι τώρα που είναι, αυτό είναι καλό για μένα-
Να με χτυπήσει δεν μπορεί
Ή να μου πάρει τα χωράφια μου.
Και ολ' αυτά γιατί τον χτύπησα με μία πέτρα.

Τώρα πια ξέρω: μπορώ να κάνω το ίδιο
Και με όποιον άλλοΝ αδερφό μου.
Ολα δικά μου τώρα θα ’ναι.
Ε! Συ! Θα σου πάρω τα χωράφια σου!
Δε μιλάει…
Θα πάρω τη γυναίκα σου..: Ακίνητος.
Αλλοτε όταν αυτό του το ’λεγα
Ορμούσε για να με χτυπήσει.
Τώρα να μ' εμποδίσει δεν μπορεί.
Αρκεί για πάντοτε να μείνει έτσι.
Αλλά τι; Αν πάλι σηκωθεί,
Θα τον ξαναχτυπήσω.
Μόνο το νου μου ας έχω.
Πρέπει να κουβαλώ μαζί μου αυτή την πέτρα.

Μα όχι. Πέτρες υπάρχουνε παντού.
Μ' αυτές όποιονε θέλω θα χτυπάω
Κι όλα δικά μου θα ’ναι τα δικά του.
Αρκεί καλά το μυστικό μου να το κρύψω
Να μη το μάθουν κι οι άλλοι.
Κι αν ο πατέρας μας
Που πολύ τον αγαπάει
Να τόνε βλέπει θέλει,
Του τόνε πάω.
Τον κουβαλώ στο σπίτι
Και τον απαρατάω σε μια γωνιά.
Να τόνε βλέπει θα χορτάσει τότε
Αφού για πάντοτε θα ειν' εκεί
Κοντά του.
 

ΣΑ ΝΑ ’ΤΑΝ

Μες στο κελί της φυλακής
Οπου τον είχαν
Κλαίγονταν πως δεν ειν’ ελεύθερος
"Μες σ' ένα χώρο να κινείσαι
Δύο επί τρία μέτρα…
Αυτή είναι σκλαβιά!
Αυτή είναι έλλειψη ελευθερίας!.."

Τα χρόνια γρήγορα περάσαν. Και τον έβγαλαν.
Τώρα μες σ' ένα χώρο τριγυρίζει μεγαλύτερο  
Και ο καημένος χαίρεται και λέει
"Ω! Τώρα ειμ' ελεύθερος αλήθεια!
Τώρα μπορώ όπου θέλω να βρεθώ!»
Σαν νάταν η ελευθερία ζήτημα αριθμών.  
Σα νάταν η ελευθερία ζητημα τοίχων…

ΝΤΟΡΑ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Για, με, ένα παράδαρμα στου Σύμπαντος την τάξη
Για με, ένα μηδενικό στων αριθμών τη δίνη
Για να με υπηρετήσουνε οι κόσμοι έχουν υπάρξει
Κι ό,τι στην Πλάση έγινε για μένα έχει γίνει.

Αρχή το Χάος. Υστερα κόσμοι, αστέρια, ήλιοι
κι η γη μας' που απτόητη πλανιέται στους αιθέρες.
Για μένα κάποια Δύναμη όλα τα έχει στείλει-
Γιά να με δικαιώσουνε πλαστήκανε οι μέρες.

Για με γίναν οι άνθρωποι μ’ εντός τους χαρισμένα
Αλλος το φως των αστεριών κι άλλος το σκότος του Άδη.
Για με οι γυναίκες. Και Αυτή για μέ-γιά με-γιά μένα
κι ας μη μου δίνει τ' άγριο λυτρωτικό της χάδι.

Για με η Ρώμη φούντωσε σαν κραταιό  πλατάνι
και βύθισε σ’ αβάσταχτη δουλεία τους ανθρώπους.
Η Ιουδαία απόφαση για μένα είχε κάνει
Να διώξει τους δεσπότες της απ' τους ιερούς της τόπους,

Για να φανεί έτσι ο Χριστός των Ιουδαίων μπροστάρης
Και για να γίνουν τα σοφά τα λόγια Του θρησκεία.
Για μένα η λαμπρότητα της θείας Του της Χάρης
Τη φοβερή εκήρυξε Δευτέρα Παρουσία.

Τότε, χωρίς κοσμήματα ή ρούχα να φοράνε
θα μαζευτούν οι άνθρωποι μπροστά στον θείο Σου θρόνο
Και όλοι με αλάθητη μια κρίση θα κριθούνε-
Και μέτρο θαν' οι πράξεις του του καθενός και μόνο.

Ετσι λοιπόν, ξέρω καλά πως τάχεις κανονίσει
Μέσα στην ατελείωτη ουρά των πεθαμένων
Καθώς θα περιμένουνε την τελική την κρίση
Να μ’ έχεις αποπίσω της θεέ μου εμέ βαλμένον.

Αλλά το πάθος μου θεέ για κείνης το κορμάκι
Ξέρεις καλά σαν πάνσοφος ότι δεν έχει όρια.
Ξέρεις καλά πως το γλυκό του έρωτα φαρμάκι
Σκοτώνει κάθε μια ντροπή και κάθε ανημπόρια.

Κάνε λοιπόν εξαίρεση και κρίνε με από τώρα  
Γιατί αν με βάλεις στην ουρά σε κείνην απόπίσω-
Γιατι αν γυμνή μπροστά μου δω θεούλη μου τη Ντόρα
και Παρουσία και Κρίση Σου θα Σου τα μαγαρίσω.
 

Ο ΒΙΑΣΜΟΣ  

Ναι,εγώ χτες το βράδυ άκαμπτος ήρθα κοντά σου.
Ναι εγώ χτες το βράδυ επισφαλής
Εκρουσα την
αμεριμνησία σου.
Ναι, εγώ χτες το βράδυ ανέπαφος
Σου απέσπασα τον έξω χιτώνα.
Ναι, εγώ χτες το βράδυ άτεγκτος και απτόητος
Σε εβίασα αβιάστως.

Εστελνε τις άσπρες σκιές του το φεγγάρι
Στο τεφρό μαξιλάρι σου πάνω.
Η θυμηδία του νυκτερινού καύσωνος σε είχε αναγκάσει
Να αποκαλύψεις μέλη του σώματος ηδέα.
Τα πόδια σου σε κίνηση βαδίσματος απλωμένα.
Τα χέρια κουπιά-το σώμα σου βάρκα
Και όλο μακριά μου να φεύγεις-να λάμνεις.

Μα εγώ δίχως οίκτο και λάμψη καμία
Το σώμα σου ακράγγιξα μόνο
Και από κει
Στη σκιά της σκιάς σου εμπήκα.
12:04 πμ 1/8/2023

ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΧΤΥΠΗΜΑ
ΣΤΟ ΡΟΝΤ  ΑΪΛΑΝΤ

Τρεις χιλιάδες  μίλια μακριά..
Πώς  μίκρυνεν ο κόσμος.  
Τρεις χιλιάδες μίλια μακριά, και όμως
Σήμερα στο μαγαζί
Μπαίναν αμίλητοι οι πελάτες.
Χωρίς να βλέπουν τις τιμές ψωνίζαν
Και   "paper"  όταν ρωτιούντανε  "or plstic?"
Δεν απαντούσανε-δε γνοιάζονταν.

Σφιχτές ψυχές
Χείλη  σφιχτά σαν νούφαρα του Αδη.
Σε κάθε  τους ανάσασμα η έκρηξη ακουγόνταν-
Με ξεκούφαινε-
Η έκρηξη που αθώους σκότωσε ανθρώπους
Που πλήγωσε το σκώτι της Αμερικής
Και  της εμούδιασε όλα της τα νεύρα.

Κλαίνε οι απαλόθρηνες Γαλλίδες.
Οι  Αμερικάνες κλείνουν την καρδιά τους.
Η γη απολυμαίνει τον αέρα της
για να μπορέσει να δεχτεί και αύριο τον ήλιο-
για τους ζωντανούς.

Σφουγγίζουμε τα μάτια και τα στρέφουμε
στη ματωμένη θάλασσα του νέου Λονγκ Αΐλαντ-
του ύστερα απ’ τη φρίκη.
Και  βλέπουμε το πρόσωπό μας όλο ένα στόμα
Που πελιδνό και  άφωνο κραυγάζει μ'  όση δύναμη:
ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ!
Αυτό όμως άραγε αρκεί;   
 

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ
ΠΥΘΙΑΣ

Και άνοιγες τα πόδια σου Πυθία
Και μέσα σου η Πνοή έμπαινε η θεία
Που μόνο αυτή την είσοδο γνωρίζει
Απ' όλες που Θεός να μπει αξίζει.

Κι άρχιζε πια το παραμίλημά σου.
Με ξεπλεμένα τα πυκνά μαλλιά σου
Κλονίζεσαι συστρέφεσαι, συσπάσαι
Και σαν αλλοπαρμένη μοιάζεις νάσαι.

Τρεκλίζοντας σκορπάς καθώς βαδίζεις
Τους Τρίποδες που πάνω τους καθίζεις.
Πυρ τρομερό τα μέλη σου όλα καίει.
Και τ' άντρο σου μαζί σου παραπαίει.

Και να! Μες απ’ το στόμα το έξαλλό σου
Αφρός της λύσσας βγαίνει. Ο λαιμός σου
Φωνές και στεναγμούς ασθμαίνων βγάζει
Και τον αέρα γύρω του τραντάζει.

Μετά, τ’ αγριωπά σου τώρα μάτια
Προς τα ουράνια τα γυρίζεις πλάτια.
Σαν μες σε κάποια δίνη είσαι χαμένη  
Και μια φοβίζεις, μια είσαι φοβισμένη.

Το πρόσωπο σου ακίνητο δε στέκει
Σεισμός σαν κάποιος να το παραστέκει
Κι ερύθημα πυρρό ένα χρωματίζει
το στόμα σου σου που αδιάκοπα ψελλίζει.

Και κάποτε τελειώνει η προφητεία.
Και πια τελείωσες και συ Πυθία.
Ήρθε, σε ρήμαξε, κι έμεινες πάλι
Ράκος  απ’ την που σ’ είχε αδράξει ζάλη

Και γράφονται βιβλίων χιλιάδες τόμοι
Και τ’ ήτανε δε νιώσανε ακόμη
Που σ’ οιστροκέντριζε ολ' αυτά να κάνεις
Και μ' όλο το είναι σου ν’ απολαμβάνεις.

Κανείς δεν ξέρει ποια ήταν η αλήθεια:
Οτι  τα δυό σου  τ' άναβε τα στήθια
Κι  έσπαγε  των φρενών  σου  τα ηνία
Μια ακράτηγη  επιδειξιομανία.
 

ΑΥΡΙΟ ΤΙ ΧΑΡΑ!
Ή
«PAPER OR PLASTIC?»

Αυριο-τι χαρά!-θα τεμπελιάσω
Σακκούλα δε θα πιάσω στα χέρια μου ούτε μία.
Μες στου σπιτιού μου θα βυθίσω την ησυχία
Ποιήματα παλιά μου θα διαβάσω.

Θ’ ακούω κάποτε στην πόρτα χτύπους
Αλλοι σιγά, με λύσσα άλλοι θα τη δονούνε
Ονείρων βρυκολάκων που θέλουνε να μπούνε
Σους κουρσεμένους μου τους κήπους.

Ας σκούζουν. Δε θ' ανοίξω. Ας χτυπάνε.
Με βρυκολάκους άλλους η μέρα θα κυλήσει-
Με πανικούς και με  χαλάσματα και με  μίση
Που τα ποιήματά μου θα ξερνάνε

 DEVIL AND WOMAN

The Devil, sitting on His throne up-there
He saw down here a woman coquettish and fair.
"That evil, dirty creature, will be mine",
He said, "Before I count even to nine".

He takes His tools, His summons brings,
He bears all His strange and frightful things,
His slaves His servants His sons He calls-
His eye-sockets two red hot balls.

The woman- "My Lord, my Master", says to Him,
"My Lord, leave quiet Your faithful team-
Since from man to man You created me to go,
Then, I already am Yours as far as I know».

ΤΟ ΠΟΥΛΑΚΙ

Ένα πουλάκι ήρθε καθώς
Στο δρόμο περπατούσα
Και άφοβο εστάθηκε
Στο ρόδοπου κρατούσα.

Και λάλησε και βόγγησε
Κι έσκουξε και μιλάει
Και μέσα μου ο λόγος του
Λάβα καυτή κυλάει:

«Όπως τη μέρα τη γλυκειά
Μαύρο σκουτί τη ντύνει  
Και κάθε όμορφη στιγμή
Και κάθε ελπίδα σβήνει,  

Έτσι θα σβήσει κι ο άνθρωπος
Όταν ο γίγας όπου
Τον άνθρωπο ονειρεύεται
ξυπνήσει απ’ τ’ όνειρό του,

Γιατί δε θα ταν τίποτα
Πλέον να μας κρατούσε  
Όταν ξυπνούσε ο γίγαντας
και τ’ όνειρό του σβηούσε.

Κι όπως στα βάθη του ωκεανού
Βυθιέται το ατσάλι
Έτσι θα πέσουν στο μηδέν
Χωρίς ν’ ανθίσουν πάλι

Όλα τ’ ανθρώπινα. Και πια
Καθάριο θε ν’ ανθίσει
Ό,τι ο ανθρώπινος ο νους
Είχε στη γη βρωμίσει.

Άνθρωποι έφτασ’ η ώρα σας.
Αυτό ήτανε και πάει.
Άνθρωποι έφτασ’ η ώρα σας-
Ο γίγαντας ξυπνάει.
 

Η ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ

Κάθε που μαύρα σύννεφα τον ουρανό σκεπάζουν
Κι η μέρα νύχτα γίνεται σα να ’ναι άλλη Πλάση
Πόσο ειν' της θλίψης τα φτερά πλατιά και με τι βιάση
Μες στην ψυχή απελπισία κι απόγνωση στιβάζουν…

Μα όμως σαν τ’ ατσάλινα τα σύννεφα τρυπήσει
Με το γλυκό κι επίμονο φώς της μια ηλιαχτίδα
Μαζί της πώς μες στην ψυχή γεννιέται η ελπίδα!
Κι αν δεις της θλίψης τα φτερά πια έχουνε μαδήσει.
 

ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΩ ΤΟΥΤΟ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ

αυτά που γράφω τούτο τον Καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
του Πόθου
των Φιλιών
των Αστεριών  

αυτά που γράφω τούτο τον Καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
της Αφοσίωσης
της Πλήξης
της Σιωπής

αυτά που γράφω τούτο τον Καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
των Παιχνιδιάρικων Μαλλιών
των Διηγήσεων
των Ιμέρων
των Πεισμάτων

αυτά που γράφω τούτο τον Καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
Των Χαρωπών Χειλιών
τη Ντόρα των Απύθμενων Ματιών
τη Ντόρα των Τελείων Καμπυλών
των Ανυπέρβλητων Κνημών
και των Λευκών Βραχιόνων  

τη Ντόρα της Ανάμνησης
της Γνώσης
της Σοφίας  

της Ευπιστίας  
της Πονηριάς
και της Ευαισθησίας  

της Χάρης
της Ευγένειας
και της Υποκρισίας

των Δισταγμών
του Φόβου
της Δειλίας  

του Φωτεινού Προσώπου
του Χαμού
της Απορίας

τη Ντόρα της Εξάρτησης
και της Αδυναμίας

των Πεθαμένων Σπουργιτιών
των Προτρεχόντων Λόγων

τη Ντόρα την Απρόθυμη  
την Πονηρή
την Ψεύτρα

τη Ντόρα της Ευπρέπειας
της Γλύκας  
της Σαγήνης

τη Ντόρα της Απόγνωσης  
της Πίκρας
της Αγνοίας

αυτά που γράφω τούτο τον Καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
των Ευκαλύπτων
των Αητών
και των Ψηλών Ελάτων

των Πελαργών
των Υαινών
και των Ιπποποτάμων

των Ρόδων  
των Ποδήλατων
και των Ερπυστριών.

αυτά που γράφω τούτο τον Καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
της Σκέψης της Αφτέρωτης
του Νου του Πετρωμένου

των Οιμωγών
της Οίησης
και της Ανυπαρξίας

τη Ντόρα την Ανέμελη
και της Μελαγχολίας

τη Ντόρα της Απώλειας
και της Αλαζονείας.

αυτά που γράφω τούτο τον Καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
των Ιεροσύλων Πράξεων και Λόγων
τη Ντόρα των Ελπίδων της  
των Τύψεων  
και των Κρυφών της Πόνων.

αυτά που γράφω τούτο τον Kαιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
τη Ντόρα της Απόγνωσης
τη Ντόρα της Ανώνυμης Οδού
της Απωλείας.

Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
των εκατόν εφτά Λιβρών
τη Ντόρα του Ενενήντα
τη Ντόρα του Λος Άντζελες
τη Ντόρα της Covello.
 

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

Φώτη δεν βγήκα έξω αυτές τις μέρες γι αυτό σου γράφω από δω. Είχα μια ρευματική προσβολή της επιγονατίδας που με είχε ταράξει. Σήμερα είμαι καλλίτερα. Τη  δουλειά που είπαμε θα την συνεχίσω αύριο και θα  σου πω πότε θα είναι έτοιμα ώστε να ενεργήσεις εσύ.
Το θέμα με τις «εξετάσεις» δουλεύει καλά.
Πες στην Φώφη πήρα το δώρο της για τα γενέθλιά μου και την ευχαριστώ.
Απάντησέ μου εδώ.
Γεια και χαιρετίσματα στα παιδιά.
 

Τρίτη 18 Ιουλίου 2023

ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
(Λος Άντζελες.
Διάλογος ανάμεσα σε δυο φίλους, που έγινε το 1998)


Α. Πού ήσουνα φίλε μου και χάθηκες για δυο βδομάδες;

Β. Στην Αιώνια Πόλη φίλε μου, στη Ρώμη. Πήγα να δω από κοντά τις προετοιμασίες για το γιορτασμό του δύο χιλιάδες.

Α. Γιορτασμό του δύο χιλιάδες; Τι εννοείς;

Β. Μη μου πεις πως δεν ξέρεις.

Α. Ε λοιπόν στο λέω-δεν ξέρω γιατί μιλάς.

Β. Μιλάω για το γιορτασμό των γενεθλίων του χριστιανισμού που θα γίνει στη Ρώμη.

Α. Βρε καλά λες! Για σκέψου...δύο χιλιάδες χρόνια από τη γέννηση του Χριστού! Δύο χιλιάδες χρόνια χριστιανισμός!..

Β. Μάλιστα. Δεν είναι υπέροχο;

Α. Υπέροχο λέει! Θαυμάσιο!

Β. Γι αυτό σου λέω. Πήγα λοιπόν εκεί για να δω τι ετοιμάζουν.

Α. Και είδες;

Β. Και βέβαια είδα. Είδα, άκουσα, συζήτησα με τους υπεύθυνους, πήρα συνεντεύξεις από πολλούς για το περιοδικό μου, πήρα αντίγραφα των σχεδίων των φαντασμαγορικών θεαμάτων που πρόκειται να προβληθούν...

Α. Τι μου λες... Αλλά έχω κι εγώ μεγάλη περιέργεια να μάθω τι πρόκειται να γίνει εκεί. Πες μου σε παρακαλώ, γιατί ποιος ξέρει, δυο χρόνια έχουμε ακόμα ως τότε, μπορεί κάτι να συμβεί και να μην μπορέσω να τα δω.

Β. Ω Φίλε μου! Είναι τόσα πολλά και θαυμαστά τα όσα ετοιμάζουν, που δεν έχω το χρόνο που χρειάζεται για να στα περιγράψω. Σε τρεις μήνες όμως θα κυκλοφορήσει το βιβλίο που γράφω σχετικά μ' αυτά και τότε θα τα δεις όλα εκεί μέσα με τις λεπτομέρειες και με την περιγραφή που αξίζει σε τέτοια καταπληκτικά και σπάνια γεγονότα. Έχω αρχίσει να γράφω το βιβλίο μου αυτό απ' όταν ήμουνα στη Ρώμη και τα τρία του πρώτα κεφάλαια βρίσκονται κιόλας στο τυπογραφείο.

Α. Σε παρακαλώ μη με βάζεις στην ίδια κατηγορία με τους άλλους. Είμαι ένας από τους καλλίτερους φίλους σου. Πες μου κάτι, γενικά έστω και μόνο τα σπουδαιότερα. Να, είμαστε κιόλας στο καφενείο μπροστά. Πάμε και πίνοντας τον καφέ μας μου τα λες.

Β. Αφού το θέλεις τόσο, πάμε φίλε μου. Ύστερα έχω κουραστεί πολύ αυτές τις μέρες με τη συγγραφή. Μιλώντας ελεύθερα για λίγο θα με ξεκουράσει.

Α. Πες μου λοιπόν... Λέγε…

Β. Πάντα ανυπόμονος. Λοιπόν, στη Ρώμη θα γίνει μία μεγάλη έκθεση των επιτευγμάτων του χριστιανισμού, της επίδρασης που είχε πάνω στους ανθρώπους, της αλλαγής που έφερε στην ανθρωπότητα.

Α. Μάλιστα. Και δε μου λες, θα γιορταστεί και ο ορθόδοξος χριστιανισμός και ο προτεσταντικός ή μόνο ο καθολικός;

Β. Ο χριστιανισμός στο σύνολό του. Αλλά το βάρος θα δοθεί στον καθολικισμό.

Α. Λοιπόν;

Β. Λοιπόν ολόκληρη η Ρώμη θα είναι τότε ένα μεγάλο μουσείο που θα αναδεικνύει το θρίαμβο του χριστιανισμού. Δημόσια κτήρια, κοινόχρηστοι χώροι, δρόμοι, μεγάλα σπίτια, όλα θα επιστρατευτούν και θα γίνουν εκθετήριοι χώροι ή χώροι στησίματος τεράστιων πανό ή φωτεινών κινουμένων σχεδίων. Θα σου πω τα πιο σπουδαία. Και πρώτα το Κολοσσαίο. Ολόκληρο θα μετατραπεί στη φάτνη που γεννήθηκε ο Χριστός. Γιγάντιοι βοσκοί με τεράστια αρνάκια θα γονατίζουν ευλαβικά μπροστά στο νεογέννητο. Οι μάγοι θα φτάνουν με τις καμήλες τους και με δώρα στα χέρια. Όλα αυτά σχηματισμένα με πελώριες φαντασμαγορικές φωτεινές γραμμές και κινούμενα σαν να 'ταν ζωντανά. Το σπήλαιο θα 'ναι φτιαγμένο με τιτάνιο που θα 'ρθει από την Αυστραλία, μέταλλο ανθεκτικό και ελαφρύ. Το αστέρι πάνω από τη σπηλιά θα έχει το σχήμα της ατομικής βόμβας αμέσως μετά την έκρηξή της, δηλαδή θα είναι ένα τεράστιο μανιτάρι, γιατί καθώς μου εξήγησαν οι υπεύθυνοι της διαμόρφωσης του Κολοσσαίου, το φως που σκορπίζει η ατομική βόμβα είναι το ισχυρότερο που έχουμε και που έτσι πλησιάζει πιο πολύ στη λάμψη του υπέρλαμπρου αστεριού της φάτνης. Άγγελοι θ' ανεβοκατεβαίνουν μια ψηλή σκάλα ψάλλοντας (οι λέξεις θα κυματίζουν ταυτόχρονα ψηλά στον αέρα φωτεινές): "Δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης αμάχη εν ανθρώποις δυστυχία".

Α. Γιατί αυτή η αλλαγή στο δοξαστικό;

Β. Γιατί λένε πως δεν μπορούνε να πούνε ψέματα σε μια τέτοια επέτειο. Πάμε στον κίονα του Τραϊανού. Πάνω σ' αυτόν θα 'χει στηθεί ένας ουρανομήκης Χριστός, που με ανοιχτά χέρια, θα ευλογεί ή θα προσεύχεται. Και τα δυο μπορείς να τα υποθέσεις. Μπροστά του μια κατακόκκινη καρδιά πνιγμένη στο αίμα της, διαπερασμένη από ένα σπαθί. Το αίμα, που θα τρέχει σαν ποτάμι από την πληγή, κατρακυλώντας θ' αναλύεται σε χοντρές παχιές κόκκινες στάλες. Και πάνω ακριβώς από αυτή την καρδιά γραμμένο: "Ο Χριστός είναι αγάπη".

Α. Ναι.

Β. Στην αψίδα του αγίου Κωνσταντίνου... αλλά όχι, παρέλειψα κάτι άλλο που έρχεται μετά από τη σειρά των εκθεμάτων και που είναι μια πραγματικά πολυδάπανη και συναρπαστική σύνθεση. Πρόκειται για μια παράσταση του Ηρώδη που, επικεφαλής των στρατιωτών του, δείχνει με μανία παιδάκια στην αγκαλιά της μάνας τους, προς τα οποία ορμάνε στρατιώτες και τα αποκεφαλίζουν. Το αίμα κυρίαρχο κι εδώ. Μερικές σταγόνες του πετάγονται τώρα πολύ πάνω και δεξιά και προβάλλονται πάνω στο λευκό φόρεμα της αγίας Ελένης του επόμενου συμπλέγματος.
Στην αψίδα του Μεγάλου και αγίου Κωνσταντίνου λοιπόν, θα στηθεί μια μεγάλη και τρισδιάστατη, φωτεινή πάντοτε, εικόνα του αγίου. Θα έχει τέσσερα χέρια, από τα οποία τα τρία θα κρατάνε σπαθί και το τέταρτο σταυρό. Με το ένα από τα τρία σπαθοφόρα χέρια του θα δολοφονεί το γιο του Κρίσπο, με το άλλο τον Λικίνιο και με το τρίτο τον Λικινιανό. Η λεζάντα της σύνθεσης θα είναι: "Γίνε κι εσύ άγιος-μπορείς".

Α. Καταπληκτικό!

Β. Στάσου, έχει κι άλλο κομμάτι αυτό το σύμπλεγμα. Ο άγιος Κωνσταντίνος κουβεντιάζει με την αγία Ελένη γυρίζοντας το κεφάλι του κάθε τόσο προς αυτήν. Μέσα σε τετράγωνο πλαίσιο είναι γραμμένη η κοσμοϊστορική και κοσμοσωτήρια συνομιλία τους. Λέει ο Κωνσταντίνος: «οι μπάσταρδοι οι χριστιανοί θα με ρίξουνε». Του λέει η αγία Ελένη: «Κάνε τους δικούς σου.» «Πώς;» ρωτάει ο Άγιος Κωνσταντίνος. Και η αγία Ελένη: «Βαφτίσου χριστιανός.» Και κυκλικά γύρω από το διάλογο, με κυλιόμενα γράμματα: "Βοήθησε κι εσύ στην εξάπλωση του χριστιανισμού".

Α. Ωραία πράγματα!

Β. Ωραιότατα. Φαντάσου ότι εγώ τα σχέδιά τους είδα μόνο και έμεινα κατάπληκτος. Σκέψου πώς θα είναι όταν υλοποιηθούν τα σχέδια αυτά.

Α. Χριστέ μου βοήθησέ με να μπορέσω να τα δω… Μετά;…

Β. Μετά, στρέφοντας τη ματιά του λίγο αριστερά, θα βλέπει κανείς να ξεκινάει από τα ερείπια του Παλατίνου μια φωτεινή γραμμή, που περνώντας πάνω από τα πρόσθια εξαρτήματα του Βατικανού, από τα παλάτια Φαρνέζε και Ντόρια και από το Εθνικό Μουσείο, θα τελειώνει στην Γκαλλερία Κορσίνι. Την είπα φωτεινή γραμμή, αλλά δεν πρόκειται για γραμμή γιατί παίρνει διάφορα σχήματα και αλλάζει διάφορα μεγέθη στη διαδρομή της, ανάλογα με τις ανάγκες της έκθεσης. Η αρχή της γραμμής είναι το Άγιο Πνεύμα, που κατεβαίνει σαν χείμαρρος φωτιάς από τον ουρανό και που φτάνοντας στα κεφάλια των Αποστόλων συμμαζεύεται σε μια μικρή φλόγα που σημαδεύει και τους χτυπάει ίσια στην πάλαι ποτέ μεγάλη πηγή του κρανίου τους. Κατόπι, αφού τους φωτίσει ολόκληρους, βγαίνει από το πίσω μέρος του κρανίου τους σαν μια λεπτή γραμμή, που σιγά σιγά όσο προχωρεί παχαίνει, ογκώνεται και πετάει φλόγες γύρω. Και φτάνοντας πάνω από τη Γκαλερία Κορσίνι έχει γίνει μια μεγάλη φωτιά που μέσα της η Ιερή Εξέταση καίει τους αιρετικούς. Με αυτή τη σύλληψη δείχνεται χωρίς αμφιβολία πως οι φωτιές μέσα στις οποίες οι καθολικοί έκαιγαν τους αιρετικούς είναι η συνέχεια της φλόγας του Αγίου Πνεύματος, και, άραγε, απόλυτα δικαιωμένες.

Α. Σωστά.

Β. Πάνω από αυτή τη φωτεινή γραμμή και στο ύψος της πορείας της ανάμεσα Παλατίνου και Βατικανού, βρίσκεται η εικόνα του Πάπα Ιννοκέντιου του Γ΄που στέλνει στις Επισκοπές επιτρόπους ειδικούς στην ανακάλυψη αιρετικών. Είναι τόσο λεπτοδουλεμένη και έχει τόσο βαθύ νόημα αυτή η εικόνα!.. Το κεφάλι του κάθε επιτρόπου, που ξεκινάει γεμάτος περηφάνια για την αποστολή που του ανατέθηκε, είναι το νύχι καθενός από τα δάχτυλα των χεριών του Πάπα. Πάνω από το φωτεινό αυτό ποτάμι και στη διαδρομή του από το Βατικανό μέχρι το παλάτι Φαρνέζε, με φλόγες που ξεπηδούν επίτηδες απ' αυτό, είναι γραμμένο :EXTRIRPANTA. Και με τον ίδιο τρόπο, μεταξύ Φαρνέζε και Ντόρια: DIRECTORUM INQUISITORUM. Πιο πέρα…

Α. …Στάσου στάσου,..Τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις;
Β. EXTRIRPANTA είναι η περίφημη βούλα που εξέδωσε ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Δ' και που περιέχει το πλήρες κείμενο σύστασης και οργάνωσης της Ιερής Εξέτασης, σαν να λέμε τη ληξιαρχική πράξη γέννησής της. Και DIRECTORUM INQUISITORUM θa πει: οδηγός του καλού ιεροεξεταστή.
Πιο πέρα λοιπόν, πάνω από την Ποντιφικική Ακαδημία ο Πάπας Λέων ο Ι΄,καθισμένος σε περίλαμπρο θρόνο, έχει απλωμένα και τα δυο του χέρια. Με το δεξί δίνει τα συγχωροχάρτια και με το αριστερό εισπράττει τα χρήματα. Δίπλα του μια ταμπέλλα;"ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ-59.99 ΦΡΑΓΚΑ.
ΚΛΟΠΗ-299.99 ΦΡΑΓΚΑ.
ΦΟΝΟΣ-1.499.99 ΦΡΑΓΚΑ.
ΜΕ ΜΙΑ ΚΛΟΠΗ ΚΙ ΕΝΑ ΦΟΝΟ ΔΩΡΟ ΜΙΑ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ".
Και βλέπεις ανθρώπους να συνωστίζονται ποιος να πρωταγοράσει. Και πάνω από τον Πάπα στέκει χαμογελώντας και θαυμάζοντας ο Fugger.

Α. Δεν ξέρω ποιος είναι ο Φούγκερ, μα προχώρησε.

Β. Κόλλησε η γλώσσα μου. Παιδί, μια πορτοκαλάδα ακόμα! Λοιπόν πού ήμουνα;

Α. Έλεγες για τα συγχωροχάρτια.

Β. Ναι. Και παντού όπου γυρίσεις βλέπεις Πάπες. Άλλους να καιν βιβλία, άλλους να καίνε ανθρώπους ζωντανούς, να κλέβουν, να μοιχεύουν. Ό,τι βάλεις με το μυαλό σου το βλέπεις. Θα σου πω μόνο για τον Πάπα Αλέξανδρο τον έκτο. Ντυμένος με όλα τα παπικά του άμφια, σκύβει και προσκυνάει τη μαιτρέσσα του, την παντρεμένη Ιουλία Φαρνέζε, τη γνωστή σε όλη την τότε Ρώμη με την επωνυμία «Τζούλια λα μπέλα», ενώ αυτή, μισόγυμνη, σκύβει κάθε τόσο και χαϊδεύει με το χέρι της τ' απόκρυφα του Πάπα, βογκώντας από τον πόθο κάθε φορά. Ο Πάπας όταν ζούσε είχε επιστρατεύσει το ζωγράφο Πιντουρίκιο να τους ζωγραφίσει σ' αυτή τη στάση, αυτόνε σαν Πάπα όπως και ήταν, και την ερωμένη του σαν Παναγία. Κάθε φορά που η Τζούλια τον χαϊδεύει, ο Πάπας μουγκρίζει: «Παναγίτσα μου…»

Α. Πού μπορεί αλήθεια να οδηγήσει η μεγάλη πίστη!..Όμως μέχρι τώρα οι καθολικοί μόνο προβάλλονται. Οι ορθόδοξοι; Οι διαμαρτυρόμενοι;

Β. Έχεις δίκιο, τη μερίδα του λέοντος την έχει ο καθολικισμός, Από ορθοδοξία έχει ένα Δεσπότη που διακορεύει ένα δεκάχρονο κορίτσι. Από κάτω γραμμένο:
ΠΡΟΙΚΟΔΟΤΗΣΙΣ ΑΠΟΡΩΝ ΚΟΡΑΣΙΔΩΝ.
Όσο για τους διαμαρτυρόμενους, παρουσιάζεται ο Καλβίνος μέσα στην κρεβατοκάμαρα ενός κατοίκου της Γενεύης, να κρατεί στο ένα του χέρι έναν μεγεθυντικό φακό και να παρατηρεί μ' ένα φακό ένα αντρόγυνο που κάνει έρωτα. Στο άλλο χέρι κρατάει τη Γραφή για να βλέπει αν η σεξουαλική πράξη γίνεται σύμφωνα με τις επιταγές της ή όχι. Δίπλα του ο δήμιος με το τσεκούρι στο χέρι για την περίπτωση που αποδειχτεί ότι το αντρόγυνο αμάρτησε.

Α. Τι του κόβει;

Β. Το κεφάλι αν όλα δεν γίνουν όπως πρέπει. Αυτά δειγματοληπτικά για τους Καθολικούς και τους Διαμαρτυρόμενους.
Υπάρχει όμως κι ένα σύμπλεγμα που αφορά σε όλο
τον Χριστιανισμό και που θα απλώνεται πάνω από τη βίλα Αλμάνι, το Καπιτώλιο και το
Αντικουάριο. Θα είναι οι προ Χριστού άνθρωποι να χαίρονται τη ζωή με όλες τους τις αισθήσεις και ν’ αγωνίζονται ενάντια σε κάθε καταπιεστή τους, ενώ αριστερά τους θα στέκει ο Χριστός λέγοντας: «Αν κάποιος σας ραπίσει στην δεξιά παρειά, στρέψατέ του και την αριστερά.» Και στην ίδια εγγραφή, αριστερά του Χριστού, ο κόσμος μετά από Κείνον: Άνθρωποι κακομοίρηδες, με πρησμένα μάγουλα, με κορμιά ασθενικά, αποθέτουν τα λίγα χρήματα που έχει καθένας τους μέσα σε μια σακούλα γεμάτη με χρυσάφι. Πάνω από τη σακούλα οι πλούσιοι χαμογελάνε ευτυχισμένοι, ενώ ο πρώτος στη σειρά από αυτούς, που βρίσκεται δίπλα στο Χριστό, ακουμπάει με οικειότητα το χέρι στον ώμο Του, λέγοντάς Του: Είναι αλήθεια-είσαι ο Σωτήρας μας.

Α. Τα ένιωσα όλα σαν να τα 'βλεπα ζωντανά. Όμως σε μια τέτοιαν επέτειο θα περίμενε κανείς να προβληθεί και κάτι καλλίτερο του Χριστιανισμού.

Β. Έχεις δίκιο. Η Επιτροπή γιορτασμού έχει προβλέψει και γι αυτό-έχει προκηρύξει διαγωνισμό με βραβείο εκατό χιλιάδες δολάρια για όποιον της υποδείξει κάτι καλό του που έκανε ο χριστιανισμός.

Α. Έχω μιαν ιδέα.

Β. Τότε έχεις εκατό χιλιάδες δολάρια. Πες την.

Α. Να γραφτεί, ψηλότερα από όλα τ' άλλα με μεγάλα γράμματα «Αγαπάτε αλλήλους».

Β. Σε πρόλαβαν. Το 'χουν γράψει κιόλας κάτω από μια σύνθεση που παρουσιάζει τους λαούς της γης όλων των μετά Χριστόν εποχών να αλληλοσπαράζονται μανιασμένα. Αλλά αρκετά. Πάμε να φύγουμε γιατί με περιμένει το βιβλίο.

Α. Να φύγουμε αλλά πρώτα να μου πεις ένα δυο ακόμα. Σε παρακαλώ…
Β. Τα υπόλοιπα θα τα διαβάσεις στο βιβλίο μου. Κάνε λίγη υπομονή. Πάμε!

Α. Με είπες ανυπόμονο και έχεις δίκιο. Πές μου ένα δυο λόγια ακόμα…

Β. To Εθνικό Μουσείο θα διασκευαστεί σε
Μουσείο Σταυροφοριών. Σε πίνακες θα δείχνονται καταστροφές, λεηλασίες και ωμότητες των σταυροφόρων. Ο Χριστός θα ευλογεί κάθε αιματοβαμμένο σύνολο, λέγοντας διάφορα λόγια
προτρεπτικά και ενθαρρυντικά των κτηνωδιών
του. Τη φορά αυτή ο Χριστός θα μιλάει με στίχους.
Στίχους λιτούς και επιγραμματικούς. Θυμάμαι ένα
μικρό:
«Βιάστε, κάψτε, καταστρέψετε, σκοτώστε
και το λόγο μου στους άπιστους διαδώστε.
Κι όποιος άπιστους σκοτώσει εκατό
οι αμαρτίες του θα σβήσουν στο λεφτό.
Κι όποιος πάνω από χίλιους ξεκοιλιάσει
στον πατέρα μου τ' ορκίζομαι-θ' αγιάσει.»

Α. Από τον Σωτήρα μας θα περίμενα κάτι καλλίτερο.

Β. Έλα τώρα, δεν το ’γραψε ο Χριστός, άλλοι το βάλανε στα χείλια του. Και μη διακόψεις πάλι αν θέλεις να τελειώνουμε έχοντας ακούσει όσο περισσότερα γινόταν στο λίγο ακόμα χρόνο που διαθέτω γι αυτό.

Α. Συγνώμη, λέγε.

Β. Στης παλιάς αγοράς το χώρο θα στηθούν μαρμαρογύψινα συμπλέγματα που θα δείχνουν πόσο αγαπούν το Χριστό οι μεγάλοι εκπρόσωποί Του. Το πιο αποκαλυπτικό και ωραίο είναι αυτό: Ο Πάπας τραβάει το Χριστό από το ένα χέρι και ο Πατριάρχης από το άλλο. Ο Λούθηρος δαγκώνει το δεξί χέρι του Πάπα και ο Καλβίνος το αριστερό. Σκυλιά και λύκοι-οι αιρετικοί-τραβάνε τον Χριστό από όπου μπορούν, θέλοντας να του αποσπάσουν καθένας ένα κομμάτι. Πάπας και Πατριάρχης κλωτσάνε τα σκυλιά, ενώ ταυτόχρονα ο Πατριάρχης χαμογελάει όλο γλύκα στο Λούθηρο. Και ο Χριστός μόλις ανασαίνοντας: «Πάτερ, εις χείρας σου ξαναπαραδίδω το πνεύμα Μου». Και τώρα το τελευταίο και μη μου ζητήσεις άλλο. Στην απλωσιά του χώρου του παλαιού υδραγωγείου, πάνω σε θράκα, ψήνεται ένας άνθρωπος στη σούβλα. Γύρω του, με πιρούνια και με μαχαίρια στα χέρια, τσιμπώντας μεζεδάκια από το ψητό και κουτσοπίνοντας, βρίσκονται σε πρώτο πλάνο οι άγιοι Αυγουστίνος, Λέων ο Α', Ιερώνυμος, Γρηγόριος, Θωμάς ο Ακινάτος, και ο Πάπας Λέων ο Γ, ο Πάπας Ιωάννης ο Γ', ο άγιος Κωνσταντίνος, ο Φρειδερίκος ο Β', ο Μέγας Θεοδόσιος, ο Ονώριος, ο Αρκάδιος και ο νέος Θεοδόσιος. Σε δεύτερο πλάνο, περιμένοντας τη σειρά τους να τσιμπήσουν, πλήθος άλλων αγίων, οσίων και αυτοκρατόρων. Όλοι αυτοί κινούνται με το σύστημα του ανοιγοκλεισίματος των φωτεινών γραμμών που αποτελούν τα περιγράμματά τους. Κάθε τόσο μια φωνή ακούγεται να ρωτάει: "Γιατί;" Τότε όλοι στρέφουν προς τον αθέατο ερωτώντα και λένε: «Είναι αιρετικός». Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος κάθεται μόνος παράμερα χωρίς να διασκεδάζει ιδιαίτερα, λέγοντας με απολογητικό ύφος: «Εγώ δεν τρώω-μόνο ξύλα εμάζεψα για τη φωτιά". Γεια σου.

Α. Γεια σου.
 

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

ΤΟ ΞΥΛΟ
(μονόπρακτο)




Τόπος: Λος Άντζελες, δωμάτιο του Αζανί.
Χρόνος:1998.
Πρόσωπα: Αζανί, Νόρα, Ξύλο που μιλάει με τη φωνή του Αζανί.


Όταν ανοίγει η αυλαία ο Αζανί κάθεται στην πολυθρόνα του κρατώντας στην αγκαλιά του ένα ξύλο. Μιλάει σ' αυτό.

ΑΖΑΝΙ
...Πήγα και χτες και προχτές. Τι να κάνω να ξαναπάω και σήμερα; Ξέρω: θα βγάλουν το ματωμένο χέρι τους έξω από τα κάγκελα και θα το βουτήξουν μέσα σ' ένα πηγάδι γεμάτο με ματωμένα κόκκαλα κα με εργαλεία βασανισμού. Θα βγάλουν από μέσα ένα τροχό και θα με ρωτήσουν: προτιμάτε αυτό; Όταν τους πω όχι, θα ξαναβάλουν το χέρι μέσα στο πηγάδι και θα βγάλουν να μου δείξουν ένα πυρακτωμένο σίδερο: αυτό; Ύστερα θα βγάλουν ένα μαχαίρι, ένα πιστόλι, τέλος ένα χαρτί διπλωμένο που θα τ΄ανοίξουν μπροστά μου κι από μέσα θα χυθεί μία άσπρη σκόνη- δηλητήριο. Ύστερα γεμάτοι ευγένεια θα μου πουν: λυπούμαστε, δεν υπάρχει τίποτε
άλλο για σήμερα. Δώδεκα χρόνια τώρα το ίδιο...Ναι. έχεις δίκιο, μόνο έτσι θα πειστούν ν' αποδώσουν δικαιοσύνη. Τι λες, θα το κάνεις;..Ναι, σε καταλαβαίνω, θα περιμένω όσο νομίζεις πως πέρασε αρκετός καιρός ώσπου να τους αναλάβεις εσύ....Όχι...Μα ναι, ναι..
(Χτύποι στην πόρτα. Ο Αζανί σηκώνεται.)
Ναι, έχεις το λόγο μου πως δε θα κάνω τίποτε ώσπου εσύ μου πεις.
(Φτάνει στην πόρτα, κάνει να την ανοίξει, στέκεται, γυρίζει πίσω, αφήνει το ξύλο στο τραπέζι και διευθύνεται πάλι προς την πόρτα. Ανοίγει. Στο άνοιγμα στέκει η Νόρα)
Καλώς τηνε.

ΝΟΡΑ
Γεια σου.
(Στέκει για λίγο εκεί)
Δε θα μου πεις να περάσω;

ΑΖΑΝΙ
Πέρασε. Κάθισε.
(Η Νόρα μπαίνει και στέκει όρθια. Ο Αζανί τής πηγαίνει μια καρέκλα)
Κάθισε.

ΝΟΡΑ
(Εξακολουθεί να στέκει όρθια)
Αυτό μόνο έχεις να μου πεις; Αυτό μόνο έχεις να κάνεις;

ΑΖΑΝΙ
Μα κάθισε λοιπόν. Όρθια θα στέκεις;

ΝΟΡΑ
(Κάθεται στην άκρη της καρέκλας)
Ήρθα!

ΑΖΑΝΙ
(Χαμογελώντας)
Το βλέπω.
(Μικρή σιωπή)
Πόσος καιρός πέρασε;

ΝΟΡΑ
Από πότε; Από τότε που μου 'πες πως μ' αγαπάς; Από τότε που μου έγραφες φλογερά γράμματα; Από τότε που ιδωθήκαμε για τελευταία φορά;

ΑΖΑΝΙ
Από τότε που ιδωθήκαμε για τελευταία φορά. Πόσος καιρός-πόσα χρόνια πέρασαν;

ΝΟΡΑ
Ένας χρόνος, εννιά μήνες και έντεκα μέρες.

ΑΖΑΝΙ
Τόσο πολύ! Μετράς και τις μέρες.

ΝΟΡΑ
Εσύ όχι;

ΑΖΑΝΙ
Όχι. Δηλαδή όχι για το σκοπό που τις μετράς εσύ.
(Σιωπή)

ΝΟΡΑ
Να φύγω;

ΑΖΑΝΙ
Όπως θέλεις.

ΝΟΡΑ
Δε μιλώ στον Αζανί. Όχι. Κάποιος άλλος είσαι. Βέβαια είναι πολύς καιρός δυο χρόνια-αλλά και τέτοια αλλαγή...

ΑΖΑΝΙ
Όλα αλλάζουν.

ΝΟΡΑ
Πες μου, με θυμάσαι τουλάχιστον ή έχεις ξεχάσει και ποια είμαι; Πες μου-ποια είμαι; Πώς με λένε;

ΑΖΑΝΙ
Είσαι η Νόρα.

ΝΟΡΑ
Ναι, μπράβο. 'Αραγε δεν έχασες τη μνήμη σου. Κάτι άλλο έχασες. Έχασες την αγάπη σου.

ΑΖΑΝΙ
(Σαν να ονειρεύεται)
Την αγάπη μου;..Την αγάπη μου;..Ναι, την αγάπη μου...βέβαια, την αγάπη μου για σένα.

ΝΟΡΑ
Ώστε λοιπόν..

ΑΖΑΝΙ
Ναι, είναι αλήθεια.

ΝΟΡΑ
..δε μ' αγαπάς πια;

ΑΖΑΝΙ
Όχι, δε σ' αγαπώ πια.
(Η Νόρα αφήνεται σαν λιπόθυμη στην καρέκλα. Ο Αζανί πλησιάζει για να τη βοηθήσει. Εκείνη τον απωθεί ήπια αλλά σταθερά, σηκώνεται και πηγαίνει και κάθεται στο πάτωμα, ακουμπώντας την πλάτη της στον τοίχο)
Γιατί κάθισες εκεί;

ΝΟΡΑ
Κι εδώ που κάθομαι πάλι είμαι ψηλότερα από όπου έπεσα ύστερα απ' αυτό που μου είπες.

ΑΖΑΝΙ
Συγνώμη.

ΝΟΡΑ
Δεν είναι αυτό που περιμένω. Δε θέλω συγνώμες. Θέλω να μάθω το γιατί. Τι έτρεξε. Τι έγινε, τι συνέβη και δε μ' αγαπάς πια.

ΑΖΑΝΙ
Έχει σημασία για σένα;

ΝΟΡΑ
Έχει μεγάλη σημασία. Πες μου λοιπόν.

ΑΖΑΝΙ
Είναι μεγάλο διάστημα δύο χρόνια. Πολλά μπορεί να συμβούν.

ΝΟΡΑ
Δεν είναι δυο χρόνια. Τέσσερις μήνες είναι. Μέχρι τοτε λάβαινα γράμματά σου .Είναι η αλήθεια όχι τόσο θερμά όπως πριν, όμως πάντοτε γράμματα αγάπης. Αυτό σήμαινε πως ακόμα τότε μ΄αγαπούσες. Ό,τι έγινε έγινε μέσα σ' αυτούς τους τέσσερις μήνες.

ΑΖΑΝΙ
Η αλήθεια είναι πως νόμιζα πως σε αγαπώ.

ΝΟΡΑ Νόμιζες;

ΑΖΑΝΙ
(Συνεχίζοντας)
Νόμιζα πως είσαι για μένα η ευτυχία. Νόμιζα πως βρήκα τη μεγάλη αγάπη. Την αγάπη που μια μόνο φορά νιώθει κανείς στη ζωή του. Την πραγματική αγάπη. Με απόφευγες. Μετά από πολλές προσπάθειες που έκανα για να σε δω, σου μίλησα για την αγάπη μου. Μου είπες ότι η καρδιά σου είναι αλλού δοσμένη. Λες και η καρδιά είναι ένα τόπι που πηγαίνει από το ένα στο άλλο χέρι.

ΝΟΡΑ
Δε σου είπα ψέματα. Εκείνο τον καιρό είχα γνωρίσει κάποιον. Με αγαπούσε, είχαμε σχέσεις. Πώς ξαφνικά θα τον άφηνα για κάποιον ξένο που μπήκε μέσα στη ζωή μου και μου 'πε πως με αγαπά;

ΑΖΑΝΙ
Δε σου 'δωσα άδικο. Ούτε σε παρεξήγησα ποτέ γι αυτήνε σου την αντίδραση. Το δέχτηκα. Σε είδα μερικές φορές ακόμα με διάφορες προφάσεις. Μιλήσαμε. Στην αρχή έδειξες μια διάθεση να με κοροϊδέψεις, να με ειρωνευτείς γι αυτή μου την
ξαφνική αγάπη. Αυτό όμως το 'διωξες γρήγορα και έδειξες μάλιστα πως στενοχωριέσαι για τη θέση στην οποία είχα βρεθεί.

ΝΟΡΑ
Σου το είπα κιόλας.Πάντοτε ήμουνα ειλικρινής μαζί σου. Μου είπες πως αφού δεν αλλάζω γνώμη δε θα με ξαναδείς. Πως θα με άφηνες ήσυχη να σκεφτώ και με τον καιρό, ν' αποφασίσω. Να διαλέξω. Κι έφυγες. Πριν δυο χρόνια. Μου έγραφες όμως.

ΑΖΑΝΙ
Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Χωρίς εσένα μου έλειπε κάτι. Κάτι που μόνο αν θα το είχα, νόμιζα πως ήμουν ολόκληρος ο εαυτός μου. Ήτανε γράμματα αγάπης, αυτό θυμάμαι μόνο γι αυτά. Πόσο υπόφερα από σένα...Πόσες νύχτες έπαιρνα τους δρόμους γυρεύοντας με κάτι να σε αντικαταστήσω...Πόσες φορές δεν πήγα στη δουλειά μου νυσταγμένος. .απορώ πώς δε μ' απόλυσαν. Ναι, σου 'γραφα. Σου 'γραφα γράμματα αγάπης.

ΝΟΡΑ
Τι ωραία γράμματα! Τι πάθος, τι πόνος, τι απελπισία...Τα γράμματά σου είναι που μ' έκαναν και πήρα μιαν απόφαση. Ήταν σαν να 'χα μπροστά μου ανοιχτή την ψυχή σου. Κι έβλεπα μέσα της. Και είδα τη μεγάλη σου αγάπη. Και άφησα τον άλλο. Και ήρθα να σε βρω και να πέσω στην αγκαλιά σου. Τι πιο τέλειο από δυο ανθρώπους
που αγαπάει ο ένας τον άλλο; Και πήγα στο σπίτι σου, εκεί που έμενες όταν χωρίσαμε. Και δε σε βρήκα. Μήνες έψαχνα να σε βρω. Γιατί σταμάτησες να μου γράφεις; Γιατί έφυγες από το σπίτι σου; Γιατί κρύφτηκες από μένα; Μου χρωστάς μιαν εξήγηση. Τα γράμματά σου ήτανε μια συνέχεια στη σχέση μας. Ήτανε σαν να σε έβλεπα, Ήτανε σαν να είχα εσένα τον ίδιο μπροστά μου όταν είχα ένα γράμμα σου δίπλα μου. Και με απόσπασες από τον άλλο. Μ' έκανες να σ' αγαπήσω.

ΑΖΑΝΙ
Το κατάλαβα από τις λιγόλογες απαντήσεις σου στα γράμματά μου. Γι αυτό έφυγα. Για να μη με βρεις. Για να μην πληγωθείς από την αλήθεια. Πώς με βρήκες;

ΝΟΡΑ
Τι σημασία έχει; Το έμαθα από τη Λάρα, μιαν από τις πρόσκαιρες κατακτήσεις σου.

ΑΖΑΝΙ
Δε σου έκρυψα τίποτα. Ναι, είχα κατακτήσεις όπως τις λες-το ζώο μέσα μας ποτέ δεν ησυχάζει. Θέλει κι αυτό την τροφή του. Του την έδινα. Και του τη δίνω. Οι γυναίκες!..Φευγαλέα περιστατικά της ζωής! Πλούσια γεύματα στο τραπέζι του κτήνους. Ψίχουλα στης ψυχής την πεθυμιά.

ΝΟΡΑ
"Οι γυναίκες"; Αυτό είναι λοιπόν οι γυναίκες για σένα; Αυτό είμαι εγώ για σένα; "Οι γυναίκες"...σαν να λες οι πέτρες του δρόμου..

ΑΖΑΝΙ
Δεν κατακρίνω κανέναν και καμιά. Δεν είναι κατάκριση να λες ό,τι πιστεύεις.

ΝΟΡΑ
Πες μου λοιπόν, δώσε μου την απάντηση στην ερώτηση που δεν τολμώ να σου κάνω-κάποιαν από αυτές αγάπησες-ναι;

ΑΖΑΝΙ
Όχι! Πώς θα μπορούσε; Όχι!

ΝΟΡΑ
Τι συμβαίνει λοιπόν; Κάτι έξω από τον κόσμο μας σου πήρε το μυαλό; Κάτι αόρατο σ' έχει αδράξει; Κάπου αλλού βρήκες ό,τι ζητούσες ή εγκατέλειψες κάθε ελπίδα κι έχεις αφεθεί στο χαμό; Σου είπα: μου χρωστάς μιαν απάντηση. Γιατί σ' αγαπώ. Πάλεψα για πολύν καιρό ανάμεσα στους δυο σας. Και ήξερα πως όποιος επικρατήσει
θα είμαι το έπαθλό του για ολόκληρη τη ζωή μου. Ούτε μικρή είμαι για να έχω περιθώρια ν' αλλάξω, ούτε κενή για να παίρνω αποφάσεις που αύριο θα τις αλλάξω. Πάλεψα με τον εαυτό μου, θα πει με όλα τα στοιχεία της φύσης. Και νίκησες εσύ. Κυριάρχησες στην καρδιά και στην ψυχή μου. Και πασίχαρη ήρθα να σου το πω.-Πασίχαρη αλλά και φοβισμένη από την απουσία σου για μήνες. Έλεγα πως κάτι θα'χεις πάθει. Τα γράμματά μου γύριζαν πίσω. Και όταν σε βρήκα περίμενα να με αγκαλιάσεις και να βρούμε ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου την ευτυχία. Και συ μου είπες όταν με είδες γεια σου, κάθησε. Σαν να ήμουνα ένας από τους πελάτες
σου. Τι λέω…σ' αυτούς θα έδειχνες πιο οικείος. Δεν είμαι μια ξένη, σ' αγαπώ. Τι ειρωνία! Όταν εσύ με αγαπούσες εγώ δε σ' αγαπούσα. Τώρα που εγώ σε αγαπώ, δε μ' αγαπάς εσύ. Παιχνίδια που παίζει η ζωή! Όμως θυμήσου τη δική σου κατάσταση όταν με αγαπούσες-θυμήσου τον πόνο σου και δος μου μιαν απάντηση. Εγώ σου έδωσα την ελπίδα. Εσύ δος μου αν θέλεις την απελπισία, όμως δος μου κάτι. Να μη φύγω από το μέρος αυτό άδεια. Ας πάρω το θάνατο μαζί μου. 'Ομως κάτι είπες-είπες πως δεν έχεις αγαπήσει κάποιαν άλλη γυναίκα. Τότε λοιπόν τι;

ΑΖΑΝΙ
Νόρα, δεν έχω αντίρρηση αν επιμένεις να σου εξηγήσω. Όμως καλλίτερα δε θα 'τανε να φύγεις έτσι; Δε σου φτάνει που τώρα δε σ' αγαπώ και που-στο λέω-δεν πρόκειται να σε αγαπήσω; Υπόφερα κάποτε για σένα, θα υποφέρεις και συ για μένα λιγότερο ή περισσότερο, κι ύστερα θα με ξεχάσεις.

ΝΟΡΑ
Πώς το ξέρεις ότι θα σε ξεχάσω; Ώστε δεν πρόκειται ούτε να μ' αγαπήσεις ποτέ...επιμένω: πες μου τι συμβαίνει. Είσαι λοιπόν πεθαμένος κιόλας; Δεν μπορείς ν' αγαπάς πια; Όχι, δε θέλω να χωρίσουμε έτσι. Δύο χρόνια ζω με τη σκέψη σου να με βασανίζει ώσπου να τη δεχτώ. Δυο χρόνια γνώρισα όλα τα σπαθιά κι όλες
τις πυρκαγιές της. Μετά το σπαθί έρχεται το αίμα, μετά τη φωτιά έρχεται η στάχτη. Δώσε μου τα να κλείσει η αυλαία στο θέατρο που παίζουμε οι δυο μας. Ακούω την καταδίκη μου.

ΑΖΑΝΙ
Αφού επιμένεις θα σου πω. Μόνο που δεν είμαι σίγουρος πως θα καταλάβεις.

ΝΟΡΑ
Ω! Μη γίνεσαι υπερβολικά εγωιστής. Έδειξες αρκετά τον εγωισμό σου με τις δηλώσεις σου από την ώρα που ήρθα. Ξέρω...ξέρω...είσαι ειλικρινής..Μα μη με θεωρείς τόσο κατώτερη πνευματικά. Αν οι γυναίκες είναι για σένα κατώτερα όντα, θεώρησε εμένα σαν μιαν από τις καλλίτερες απ' αυτές και σαν άξια να συζητήσει μαζί σου.

ΑΖΑΝΙ
Δεν κατηγόρησα τις γυναίκες. Τις τοποθέτησα απέναντι στον άντρα. Σε βλέπω αποφασισμένη όμως να πάρεις την απάντηση. Θα υποκύψω, αν και προσπάθησα να αποφύγω τη συνάντησή μας αυτή. Όταν λοιπόν μου είπες πως δε μ' αγαπάς και μ' έδιωξες, προσπάθησα με κάθε τρόπο να βρω μια λύση στο πρόβλημα που με βασάνιζε. Μια λύση που θα ανακούφιζε τον πόνο μου. Καρπός αυτής μου της προσπάθειας ήτανε το τέλος της αγάπης μου για σένα και η αρχή μιας καινούργιας-της αληθινής μου αγάπης.
ΝΟΡΑ
Μου είπες πως δεν αγάπησες άλλη γυναίκα.

ΑΖΑΝΙ
Και σου είπα την αλήθεια. Μα άφησέ με να σου μιλήσω. Σου είπα, μπορεί και να μη με καταλάβεις, μα αυτό θα φανεί. Για τώρα άκουσέ με.

ΝΟΡΑ
Σε ακούω.

ΑΖΑΝΙ
Τι άλλο όπλο είχα για να προσπαθήσω παρά το μυαλό μου; Άρχισα λοιπόν να σκέφτομαι. Αφού με την ανάπτυξη της διανόησης ο άνθρωπος έφτασε στην αγάπη, σκέφτηκα πως ίσως με τη βοήθειά της θα γλίτωνα κι εγώ από
τα νύχια της. Διάβασα ιστορίες για ανθρώπους που αγάπησαν χωρίς ν' αγαπηθούν. Άλλες γι ανθρώπους που αγάπησαν κι αγαπήθηκαν. Οι πρώτες έσβηναν με τον καιρό, οι δεύτερες σκοτώνονταν μ' ένα γάμο ή από τη συνήθεια. Δηλαδή δεν ήσαν αγάπες. Γιατί αγάπη σημαίνει ανυστερόβουλη αφοσίωση για πάντα. Όμως ο
άνθρωπος δεν είναι φτασμένος ακόμα στο σημείο να δίνει χωρίς να παίρνει σαν αντάλλαγμα κάτι. Στην περίπτωση της αγάπης άντρα και γυναίκας ο καθένας θέλει να πάρει από τον άλλονε. Δε δίνει τίποτε, καμώνεται καμιά φορά πως δίνει-να πάρει μόνο θέλει. Κι αυτό που θέλει να πάρει είναι η ευτυχία. Ευτυχία πάλι είναι να μην έχεις προβλήματα. Και αυτό είναι δυνατό μόνο αν κάποιος πάρει και λύσει τα προβλήματά σου. Όμως ο κάποιος αυτός, για να μπορέσει να κάνει δικά του τα προβλήματά του πρέπει να μην έχει δικά του. Πρέπει να αφιερώσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του ανθρώπου που αγαπά-πρέπει να θυσιαστεί γι αυτόν. Πρέπει να γίνει δούλος του. Η αγάπη είναι δουλεία. Και αυτό ειναι αδύνατο για
τους ανθρώπους. Η αγάπη είναι λοιπόν κάτι απραγματοποίητο, κάτι αδύνατο για τους ανθρώπους. Η αγάπη είναι ένα ψέμα. Όταν έλεγα πως σ' αγαπώ, όταν λες πως μ' αγαπάς, λέμε ψέματα. Δίνουμε ψεύτικη σάρκα και οστά στις ελπίδες μας και χτίζουμε ένα φάντασμα όπως μας αρέσει. Και αυτό είναι ό,τι λέμε αγάπη. Τυραννιόμαστε για κάτι ανύπαρκτο. Παθιαζόμαστε για μιαν ουτοπία.

ΝΟΡΑ
Η ζωή μας είναι μικρή. Η ζωή μας είναι ψεύτικη. Τι είμαστε; Μια χούφτα χώμα που όλο κι όλο που ζητάει για να χαρεί, είναι να σμίξει με μιαν άλλη χούφτα χώμα. Σε μια ψεύτικη ζωή μια ψεύτικη αγάπη ταιριάζει. Τι θα 'θελες; Να γίνεις θεός; Να γνωρίσεις το άπειρο; Αγάπη είναι ό,τι λέμε πως είναι αγάπη. Αγάπη είναι να γεμίσεις με ψέμα ώστε να μην μπορεί τίποτε άλλο να χωρέσει μέσα σου. Ούτε η αλήθεια που θα 'δειχνε πόσο ψέμα είναι το ψέμα σου. Όμως αυτό το ψέμα τι όμορφο που είναι!

ΑΖΑΝΙ
Αυτή είναι η ανθρώπινη αγάπη αλήθεια. Μέσα σ' αυτό το ψέμα θα βύθιζα κι εγώ αν δεν καταλάβαινα την πλάνη μου κι εξακολουθούσα να σ' αγαπώ.

ΝΟΡΑ
Όμως με αυτό το ψέμα θα περνούσε όμορφα η ζωή μας. Κι εγώ θα ήμουν δική σου, αποκλειστικά δική σου. Θα ζούσα το ψέμα μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια όπως έπρεπε. Θα τηρούσα όλους τους κανόνες.

ΑΖΑΝΙ
Θα ήσουν κοντά μου κάθε στιγμή;

ΝΟΡΑ
Και βέβαια.

ΑΖΑΝΙ
Θα εξακολουθούσες να δουλεύεις βέβαια.

ΝΟΡΑ
Φυσικά.

ΑΖΑΝΙ
Θα μπορούσες να ζήσεις έστω και ένα λεφτό μακριά μου κι αυτό το λες αγάπη;

ΝΟΡΑ
Μα...πώς...δε θα δούλευα;

ΑΖΑΝΙ
Θα άνοιγες το στόμα σου για να μιλάς και σε άλλους άντρες κι αυτό το λες αγάπη; Και θ' άγγιζες κι άλλους άντρες;

ΝΟΡΑ
Η κοινωνία έχει τις απαιτήσεις της...Η ψυχή μου όμως η σκέψη μου και κάθε χτύπος της καρδιάς μου θα 'ταν για σένα.

ΑΖΑΝΙ
Και πώς αυτό θα το ήξερα εγώ;

ΝΟΡΑ
Θα στο 'λεγα κάθε στιγμή.

ΑΖΑΝΙ
Κι ό,τι θα 'θελα θα μου το' δινες χωρίς να στο ζητήσω;

ΝΟΡΑ
Τα πράγματα που θα ήξερα πως τα θέλεις ναι. Τι ερωτήσεις είναι αυτές;

ΑΖΑΝΙ
Η αγάπη δε ζει στα όρια της κοινωνίας. Και αγάπη δεν είναι να λες σ' αγαπώ. Αγάπη είναι να είσαι μαζί. Για όλα αυτά αγάπη δε γίνεται να υπάρξει ανάμεσα σε ανθρώπους. Οι ελπίδες δε φτερώνουν. Από την άλλη πάλι η ευτυχία βρίσκεται στην αγάπη, που θα πει στη δουλεία.

ΝΟΡΑ
Λοιπόν έπαψες να θέλεις να είσαι ευτυχισμένος;

ΑΖΑΝΙ
Δεν θέλω να είμαι. Είμαι ευτυχισμένος. Αγαπώ και αγαπιέμαι. Αληθινά και όχι ψεύτικα.

ΝΟΡΑ
Πώς αφού δεν υπάρχει αληθινή αγάπη ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα;

ΑΖΑΝΙ
Σου είπα-δεν αγαπώ καμία γυναίκα.

ΝΟΡΑ
Και τι αγαπάς;

ΑΖΑΝΙ
(Δείχνει το ξύλο πάνω στο τραπέζι)
Αυτό.

ΝΟΡΑ
Τι είναι αυτό;

ΑΖΑΝΙ
Δε βλέπεις; Ένα ξύλο.
(Σιωπή)

ΝΟΡΑ
Αγαπάς ένα ξύλο;

ΑΖΑΝΙ
Ναι.

ΝΟΡΑ
Αστειεύεσαι μαζί μου.

ΑΖΑΝΙ
Σου είπα πως δε θα καταλάβαινες.

ΝΟΡΑ
Τι βρίσκεις στο ξύλο;

ΑΖΑΝΙ
Ό,τι δε βρήκα πουθενά αλλού.

ΝΟΡΑ
Πώς μπορεί ο άνθρωπος ν' αγαπήσει ένα ξύλο;

ΑΖΑΝΙ
Αν καταλάβαινες, θα παραξενευόσουν περισσότερο πώς μερικοί άνθρωποι αγαπούν το θεό, τη γάτα, το σκύλο τους, τη συλλογή των γραμματοσήμων τους κι όχι πώς εγώ αγαπάω το ξύλο. Αγάπη είναι ν΄αγαπάς. Κάτι. Ο,τιδήποτε. Να του δώσεις εσύ την ύπαρξή σου και κείνο να σου δώσει τη δική του. Να σε νιώσει και να το νιώσεις.

ΝΟΡΑ
Η αγάπη του θεού προϋποθέτει πίστη. Η αγάπη για το σκύλο μας είναι μια παραξενιά. Ως για τα γραμματόσημα, αυτό είναι ένα από τα πολλά χόμπυ.

ΑΖΑΝΙ
Με όποιον τρόπο και να σκεφτείς αγαπώ το ξύλο μου αυτό. Και με όσους ακόμα ούτε περνούνε από το μυαλό σου. Ούτε ακόμα από το δικό μου μυαλό.
Αγαπώ και αγαπιέμαι. Είμαι ευτυχισμένος. Δε θέλω άλλη, ψεύτικη αγάπη. Αγαπώ με την πραγματική αγάπη. Με κείνη που οι ψυχές ενώνονται στην αιωνιότητα. Με κείνη που το αντικείμενό της είναι ο κόσμος όλος για μένα και εγώ είμαι όλος ο κόσμος γι αυτό.
Δε λείπει στιγμή από κοντά μου. Δε μιλάει με άλλους ανθρώπους. Προλαβαίνει κάθε μου επιθυμία. Είναι ο φύλακας άγγελός μου. Αλλά κι εγώ του χαρίζω κάθε μου σκέψη και όλη μου την αφοσίωση. Το λατρεύω. Και τώρα που έμαθες, σε παρακαλώ άφησέ με να το πάρω στην αγκαλιά μου, να το έχω πάνω μου. Δεν μπορώ να κάνω ούτε στιγμή δίχως εκείνο, ούτε αυτό χωρίς εμένα. Τόσην ώρα που μιλάμε μου ζητάει να το πάρω.

ΝΟΡΑ
Σου ζητάει να το πάρεις; Πώς στο ζητάει;

ΑΖΑΝΙ
Μου μιλάει-πώς αλλιώς;

ΝΟΡΑ
Όταν σε γνώρισα πριν δυο χρόνια ήσουν καλά στα μυαλά σου. Φαίνεται όμως πως στο μεταξύ κάτι έπαθες καημένε μου Αζανί.

ΑΖΑΝΙ
Ό,τι και να πεις σε δικαιολογώ. Δεν μπορείς να καταλάβεις. Για σένα είναι φυσικό να λες αυτά που λες.

ΝΟΡΑ
Τι να καταλάβω; Πως αγάπησες ένα ξύλο και πως σ' αγάπησε κι αυτό;

ΑΖΑΝΙ
Ακριβώς. Όμως θα το πάρω. Μη με παρεξηγήσεις αν μπορείς.
(Παίρνει το ξύλο και το σφίγγει στην αγκαλιά του.Στη συνέχεια της συζήτησης το κρατεί στην αγκαλιά του σαν κάτι αγαπημένο)

ΝΟΡΑ
Σοβαρά μιλάς λοιπόν; Αγαπάς αυτό το…το πράγμα.

ΑΖΑΝΙ

Ακριβώς.

ΝΟΡΑ
Ένα κρύο, άψυχο, σκληρό, άκομψο, αστείο αντικείμενο; 'Ενα ξύλο;

ΑΖΑΝΙ
Ναι, ένα ξύλο.

ΝΟΡΑ
Γι αυτό έπαψες ν' αγαπάς εμένα;

ΑΖΑΝΙ
Δεν έπαψα να σε αγαπώ, Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει.

ΝΟΡΑ
Αγάπη είναι ν' απλώνει τα χέρια του και να φουχτώνει τα δυο στρογγυλά, θερμά, σπαρταριστά μήλα της γυναίκας. Αγάπη είναι για τον άντρα ν' αγκαλιάζει με οικειότητα το γυμνό κορμί της γυναίκας κι εκείνη να μη τον απωθεί. Αγάπη για τον άντρα είναι να φιλάει δυο γυναικεία χείλια. Είναι να μπορεί ν' ανοίγει τα πόδια της γυναίκας και να βλέπει ανάμεσά τους την Κόλαση ντυμένη ρούχα παραδείσου. Δεν είναι να 'χει παρέα του ένα ξύλο.

ΑΖΑΝΙ
Αυτό που λες δεν είναι αγάπη. Αυτό είναι ένας πόθος από τους τόσους που μας παιδεύουνε στη ζωή. Είναι κάτι ασήμαντο. Η αγάπη είναι δουλεία-αυτό είναι η αγάπη.

ΝΟΡΑ
Είσαι δούλος αυτού του ξύλου;

ΑΖΑΝΙ
Και αυτό δούλος δικός μου.

ΝΟΡΑ
Και είναι πάντοτε δίπλα σου-κοντά σου;


ΑΖΑΝΙ
Πάντοτε, γιατί το παίρνω μαζί μου πάντοτε.

ΝΟΡΑ
Και προλαβαίνει κάθε σου επιθυμία;

ΑΖΑΝΙ
Ναι. Όμως επειδή δεν μπορεί να κινηθεί και να με υπηρετήσει, κάνω εγώ για τον εαυτό μου εκείνα που μου λέει, δείχνοντάς μου έτσι το διαρκές ενδιαφέρον του για μένα.

ΝΟΡΑ
Σου μιλάει λοιπόν το ξύλο;

ΑΖΑΝΙ
Μου μιλάει, αλλά εσύ δεν μπορείς να το ακούσεις, ούτε κανένας άλλος, γιατί ούτε συ, ούτε κανένας άλλος δεν το αγαπάει.

ΝΟΡΑ

Και τι σου λέει το ξύλο σου;

ΑΖΑΝΙ
Ω! Μιλάμε για πολλά πράγματα. Τώρα που εσύ είσαι εδώ μου μιλάει για σένα.

ΝΟΡΑ
Μπα! Και τι σου λέει για μένα;

ΑΖΑΝΙ
Πως δεν κάνω καλά που κάθομαι και μιλάω μαζί σου για την αγάπη.
Πως ο καιρός που χάνω μαζί σου είναι πολύτιμος για μένα, επειδή η σωστή χρησιμοποίησή του θα με κάνει να γίνω άξιος της αθανασίας.

ΝΟΡΑ
Είναι λοιπόν ένα φιλόσοφο ξύλο;

ΑΖΑΝΙ
Όπως όλα τα ξύλα. Όπως όλα τα πράγματα.

ΝΟΡΑ
Και τι άλλο σου λέει για μένα το ξύλο σου;

ΑΖΑΝΙ
Ρώτησέ το. Θα ακούσει και θα σου απαντήσει. Και επειδή δεν μπορείς να ακούσεις την απάντησή του, θα σου τη λέω εγώ που την ακούω.

ΝΟΡΑ
Αισθάνομαι γελοία που θα ρωτήσω κάτι ένα ξύλο.

ΑΖΑΝΙ
Δεν είσαι η μόνη…αλλά να! Σου απαντάει το ξύλο: "Δεν είσαι η μόνη. Όλοι οι άνθρωποι, αιώνες, χιλιετηρίδες χιλιετηρίδων τώρα, τα ίδιο θα αιστάνονταν μιλώντας σ' ένα ξύλο. Είναι που κανείς δεν ήτανε αρκετά δυνατός για να νιώσει".

ΝΟΡΑ
Να νιώσει τι;

ΑΖΑΝΙ
"Να νιώσει τι, ρωτάς και περιμένεις απάντηση, λες κι έχετε μέθοδο συνεννόησης μεταξύ σας οι άνθρωποι, Λες και αυτό που λέτε γλώσσα σας επιτρέπει να γνωρίσετε τι θέλει να πει ο ένας στον άλλο. Θα προσπαθήσω με λέξεις ανθρώπινες να σου δώσω να καταλάβεις ,πράγμα αδύνατο, αλλά τουλάχιστο να πλησιάσεις στην
κατανόηση της αλήθειας. Κανείς λοιπόν δεν ήταν ικανός να νιώσει τη δυναμική των γραμμών της αιωνιότητας. Και εκτός από τον Αζανί, ούτε και σήμερα είναι κανείς ικανός να τη νιώσει.

ΝΟΡΑ
Είναι τόσο δύσκολο αυτό;

ΑΖΑΝΙ
Είναι τόσο δύσκολο-ακατόρθωτο είναι για σένα. Γιατί κάθε λέξη έχει τέτοια μπερδεμένη σημασία, γιατί κάθε λέξη προϋποθέτει για να τη νιώσεις τη γνώση τόσων άλλων λέξεων, γιατί η έννοια που οι συνδυασμοί της γλώσσας σας εκφράζουν, δεν μπορούν να συλληφθούν από τον εγκέφαλό σας επειδή χάνεται στα μισά του δρόμου και για κείνον που τη λέει και για κείνον που την ακούει. Επειδή τέλος η αρχική προσπάθειά σας για συνεννόηση μεταξύ σας βασίστηκε σε λάθος όργανο. Και παραδέρνετε έκτοτε-δηλαδή για πάντα αδαείς, ανίδεοι, απληροφόρητοι, ανεπικοινώνητοι. Μόνοι. Και όλες τις φορές που ο άνθρωπος προσπάθησε ν'
ανέβει, ανέβηκε όχι προς την κατανόηση και την αλήθεια, αλλά προς την άγνοια και το ψέμα. Ο άνθρωπος είναι ανίκανος να δει την όψη των πραγμάτων όπως είναι και να σωθεί. Τη βλέπει όπως τη ζωγραφίζουν τα μάτια του και τ' αυτιά του. Και κάθε φορά ο άνθρωπος πιάνεται από τις γνώσεις που του δίνει το μυαλό του και
προχωράει. Και φτιάχνει πολιτισμούς ανώτερους από τον δικό σας και γαντζώνεται με τα νύχια της γνώσης πάνω στο δέντρο της ζωής και χτίζει ψεύτικα παλάτια πάνω της. Κι έρχεται ένας αέρας και όλα τα ρίχνει. Και πάλι ξαναρχίζει και πάλι προχωρεί βαδίζοντας στο στραβό δρόμο και πάλι το κτίσμα του γκρεμίζεται στον
πρώτον αέρα. Αξιολύπητα όντα, αλλά και αξιοκατάκριτα για την κατάντια τους."

ΝΟΡΑ
Πες μου λοιπόν τι θα 'πρεπε να γίνει. Πες μου κι ας μην καταλαβαίνω, κάτι θα μάθω.

ΑΖΑΝΙ
"Κάτι θα μάθεις βέβαια. Κι αυτό το κάτι θα είναι η αφετηρία για μια προσπάθεια γινωμένη πάνω στο στραβό δρόμο που προδιαγράφει η μερικότητα της γνώσης σου. Ας είναι. Θα συνεχίσω μέχρι ο Αζανί να με σταματήσει ή εσύ να πάψεις να ρωτάς. Οι άνθρωποι! Η ντροπή της οικουμένης! Τα σαθρά δοχεία σαθρών έργων και λόγων.!
Το όνειδος της ζωής! Οι δυνάστες της! Σκέφτηκε ποτέ κανείς πόσο υποφέρει ο κόσμος από τους ανθρώπους; Πόσο πληγώνεται η αγνότητά του; Πόσο καταβαραθρώνεται η ευαισθησία του; Πόσο η μεγαλοσύνη του κόσμου μικραίνει επειδή κλείνει μέσα στους κόλπους του τέτοια όντα; Λες και ο νους σας δόθηκε για να εξουσιάσετε κι όχι για να υποταχτείτε. Λες και το ύψος σας δόθηκε για να το ανεβείτε κι όχι για να το κατεβείτε. Λες και η ζωή σας δόθηκε σαν χάρισμα κι όχι σαν εργαλείο. Οι άνθρωποι! Η άπρεπη εκλογή! Η εκλογή που εντυπωσιάζει με την ασυμβατότητά της με την καθαρή γνώση. Η εκλογή που κηλιδώνει το στερέωμα. Είστε τα όντα που έχετε νου. Μα ο νους δε σας δόθηκε για να τσακίζετε ο ένας τον άλλο. Δε σας δόθηκε για να κυριέψετε δήθεν το σύμπαν. Δε σας δόθηκε για να την ξοδέψετε ψάχνοντας να βρείτε τρόπους να ζήσετε μιαν άσκοπη ζωή. Ο νους, σάς δόθηκε για να σκοτώσετε, με όπλο αυτόν, το μίσος. Για να μερέψετε τα ένστικτά σας. Για να κατακτήσετε τον εαυτό σας. Και σεις τι κάνετε; Με το νου σας μαστιγώνετε τα ένστικτα κι αυτά αγριεύουν πιο πολύ. Και θρέφετε το μίσος σας κι αυτό γίνεται όλεθρος. Όντα λογικά! Που το ένα ζητάει να σπαράξει το άλλο και χρειάζονται νόμοι για να τα συγκρατούν. Όντα λογικά! Που κοιτάτε έξω σας όλο και μακρύτερα και δεν ξέρετε τίποτα για ό,τι έχετε μέσα σας. Η κίνηση σας δόθηκε λες για να κυνηγάτε ο ένας τον άλλο. Η ομιλία για να κρύβετε την αλήθεια. Μια υποκρισία όλη σας η ζωή. Για τι; Για ποιον; Για να πετύχετε τι; Τίποτα. Κι όμως, μια υποκρισία τέτοια που όσο ζείτε ποτέ να μη δείξετε τον πραγματικό σας εαυτό. Και μια επιθυμία. Επιθυμία για δόξα, για χρήμα, για δύναμη-για όλα τα ανθρώπινα δημιουργήματα που σας έχουν γίνει δύστροπα αφεντικά. Όντα λογικά! Γεμάτα έρωτα, σαν μόνο σκοπό της ζωής σας. Εξυψώσατε τον έρωτα στα ουράνια. Γιατί; Γιατί αυτός σας βοηθάει να φτιάξετε απογόνους, δηλαδή άλλα όντα, ασυνεπή και ανεύθυνα κι αυτά, που κι εκείνα θα κάνουν άλλους απογόνους. Και γιατί όλα αυτά; Αν είχαν σαν κατάληξη την αθανασία, ας ήταν κι έτσι ασυνεπή κι έτσι ανεύθυνα. Μα πού είναι η αθανασία για σας; Πράττετε και μιλάτε σαν να 'σαστε το κέντρο του σύμπαντος, γιατί θαρρείτε ότι αυτό είναι κάτι περισσότερο από το "υπόλοιπο" σύμπαν-γιατί δεν ξέρετε πως στην αληθινή ύπαρξη δεν υπάρχει πρωτιά. Και ύστερα έρχεται το τέλος σας και δε μένει ούτε η ανάμνησή σας. Σκοτωνόσαστε να φτιάξετε λογής έργα, σκοτωνόσαστε να γράψετε λογής γραφτά, σκοτωνόσαστε να κάνετε λογής πράξεις, γιατί; Για να μη μείνει μια μέρα τίποτε από αυτά όλα. Για να τα καλύψει ένα πέπλο ανυπαρξίας-τόσο ψεύτικα είναι όλα σας. Ενώ εγώ, ενώ εμείς, τα πράγματα, τι διαφορά! Εμείς είμαστε η πραγματική ουσία. Εμείς είμαστε η μόνη αλήθεια. Εμείς. Αναλλοίωτα, άφθαρτα, αμέτοχα, αφοβα, παντοτινά. Ανοιχτά σε κάθε τι. Τη μια μας παίρνει ο αέρας, την άλλη μας μαστιγώνει η βροχή. Μα αφηνόμαστε και πάμε. Εμείς,η μόνη αλήθεια. Εμείς, το μόνο αληθινά υπάρχον. Αστείοι που μας φαίνεστε οι άνθρωποι με τις παραξενιές και με τις τσιριμόνιες σας..Κάτι άσπρες πέτρες μόνο μένουνε από σας κι αυτές παρά τη θέλησή σας, περίτεχνα σκαλισμένες, όμοιες αναμεταξύ τους, φτιαγμένες όλες στο ίδιο καλούπι-της ματαιοδοξίας σας. Και τα υπολείμματά σας ακόμα, υποκρισία και σπουδαιοφάνεια γεμάτα. Ενώ εμείς…εμείς δεν έχουμε ανάγκη ν' αφήσουμε μνημεία. Είμαστε τα ίδια εμείς μνημεία αιώνια-γιατί εμείς είμαστε ό,τι υπάρχει. Κι αν αλλάζουμε μορφή κι αν αλλάζουμε σχήμα κι αν φαίνεται πως με τον καιρό αλλάζουμε, μα μένουμε πάντοτε ίδια. Γιατί και πριν και πάντοτε και τώρα, είμαστε δοσμένα σε όλα μέσα στην ασήμαντη πολλαπλότητά μας. Γιατί εμείς δεν είμαστε πολλά, είμαστε ένα, με πολλές όψεις και μορφές. Γιατί εμείς δεν έχουμε ανάγκη από τη ζωή για να ζήσουμε. Εμείς δίνουμε τη ζωή στα ζωντανά. Και όχι πως τη δίνουμε κάνοντας μιαν ιδιαίτερη παραχώρηση σε κάτι, ούτε πως τάχα κοπιάζουμε
γι αυτό-τι λόγος...Πως τα ζωντανά υπάρχουν το βλέπουμε μόνο σα γεννηθούνε. Τόση σημασία δίνουμε στην ύπαρξή τους. Η ζωή που τόσο άπληστα σεις ζητάτε, είναι για μας μια από τις τόσες καθημερινές μας άγνοιες. Εμείς ζούμε μέσα στην αιωνιότητα. Εσείς είστε που αλλάζετε χίλια πρόσωπα σε κάθε μια στιγμή. Και όλα σας τα πρόσωπα φθαρτά. Και όλες οι δραστηριότητές σας καταστροφικές της αθανασίας σας. Αθάνατη δεν μπορεί να είναι η κίνηση. Αθάνατη μπορεί να είναι η ακινησία. Αθάνατος δεν μπορεί να είναι ο νους-αθάνατο μπορεί να είναι εκείνο που δημιούργησε το νου. Ό,τι έχει ελευθερία θα χαθεί από την ίδια του την ελευθερία.Θα μείνει μονο το υποταγμένο, το παραχωρημένο, το άβουλο, το αμέτοχο, το ακίνητο, το πράγμα. Εκεί έπρεπε να σας οδηγεί ο νους σας-στη μετουσίωσή σας σε πράγματα. Σε πράγματα άβουλα, ανίδεα, ακίνητα, αμέτοχα. Θα έπρεπε ο νους σας να σας σκοτώνει ο ίδιος παραδίνοντάς σας στην αιωνιότητα κι όχι να σας δίνει στο θάνατο που είναι η φθορά και η ανυπαρξία. Τώρα ο νους σας ,οδηγημένος από
την άγνοιά σας, σας απομακρύνει όλο και πιο πολύ από την ύπαρξη. Σας οδηγεί να βλέπετε για ίσιο το στραβό και για στραβό το ίσιο. Σας οδηγεί να ζητάτε στην αγάπη την αιωνιότητα. Καλή σκέψη, μα στραβώνει στην εφαρμογή της όπως κάθε σας προσπάθεια. Γιατί αυτό που εσείς λέτε αγάπη δεν είναι παρά μια ακόμη
εκδήλωση της ματαιοδοξίας σας. Αγάπη για σας είναι να υποτάξετε κι όχι να υποταχτείτε. Να εξυψωθείτε κι όχι να ταπεινωθείτε. Και οδηγημένοι έτσι από τον φθοροποιό σας νου, χάνετε τη μοναδική ευκαιρία να γίνετε αθάνατοι. Ακολουθείτε το δρόμο προς τ' άστρα και χάνεστε στο άπειρο. Ενώ εμείς ακολουθούμε το δρόμο προς τη λάσπη και υπάρχουμε αιώνια. Είσαστε το ψέμα, είμαστε η αλήθεια. Είσαστε οι προσωρινοί, είμαστε τα μόνιμα.
Χρησιμοποίησες πριν Νόρα πέντε επίθετα για να με χαρακτηρίσεις. Με είπες κρύο, άψυχο, σκληρό, άκομψο, αστείο αντικείμενο. Είναι η αγάπη κρύα; Άκομψη; Σκληρή; Άψυχη; Τι λόγος! Φρίκη νιώθει κανείς στη σκέψη να δώσει μόνο στην αγάπη τέτοια επίθετα. Και η αγάπη είμαστε εμείς. Γιατί είμαστε όλο υποταγή. Αν κατάλαβες τι σου είπα, μόνη σου θα πάρεις πάλι τα επίθετα που μου φόρτωσες και θα τα
φορτωθείς εσύ. Όσο για να είμαι άψυχο, ψυχή δεν υπάρχει μόνο σε ό,τι αγαπάει; Πάρε λοιπόν την υποκρισία σου, πάρε την ελευθερία σου, πάρε τον εγωϊσμό σου, πάρε με μια λέξη τη ζωή σου μαζί σου και πήγαινε κοπέλα μου στο χαμό. Εδώ ανθεί η αφθαρσία. Εδώ θάλλει η αγάπη."

ΝΟΡΑ
(Στον Αζανί)
Συμφωνείς μαζί του;

ΑΖΑΝΙ
Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς-το αγαπώ.

ΝΟΡΑ
Ας φύγω λοιπόν να σ' αφήσω με το ξύλο σου-θα 'χετε πολλά να πείτε.

ΑΖΑΝΙ
Δε σώνονται όσα έχουμε να πούμε.

ΝΟΡΑ
Πρόσεχε όμως μήπως μια μέρα ξεχάσεις κάπου το ξύλο σου. Τότε θα το πάρω και θα το πετάξω μακριά και θα χάσεις την αγάπη σου.

ΑΖΑΝΙ
Και να το ξέχναγα, και να το 'βρισκες, δεν μπορείς να το πετάξεις γιατί δεν μπορείς να το σηκώσεις.

ΝΟΡΑ
Δεν μπορώ να σηκώσω ένα ξύλο;

ΑΖΑΝΙ
Δεν μπορείς να σηκώσεις την αγάπη του.

ΝΟΡΑ
Μη με ερεθίζεις γιατί και τώρα ακόμα θα στο πάρω με τη βία από τα χέρια σου και θα το πετάξω. Ή μήπως νομίζεις ότι πίστεψα πως όλα όσα μου είπες τα είπε αυτό το παλιόξυλο; Για χαζή με θαρρείς;

ΑΖΑΝΙ
Δε χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις βία. Αν μπορείς να το σηκώσεις, πάρτο-είναι δικό σου.

ΝΟΡΑ
Μη με προκαλείς.

ΑΖΑΝΙ
Δεν είναι πρόκληση να ομολογείς μιαν αλήθεια.

ΝΟΡΑ
Θα το πετάξω...

ΑΖΑΝΙ
Δεν μπορείς Νόρα.

ΝΟΡΑ
Δώσε μού το.

ΑΖΑΝΙ
Πάρτο.
(Η Νόρα φουχτώνει το ξύλο, ο Αζανί το αφήνει και το ξύλο πέφτει στο πάτωμα από τα χέρια της Νόρας σαν ένα βαρύτατο αντικείμενο. Η Νόρα μένει απορημένη και έκπληκτη…Συνέρχεται, σκύβει να σηκώσει το ξύλο, το πιάνει, παρ' όλη την προσπάθειά της όμως δεν το μετακινεί ούτε ένα χιλιοστό. Ο Αζανί σκύβει, σηκώνει το
ξύλο με το ένα του χέρι και το αγκαλιάζει πάλι.)
Σου είπα: δεν μπορείς να το σηκώσεις-είναι η αγάπη.
(Η Νόρα οπισθοχωρεί τρομαγμένη και βγαίνει. Ο Αζανί κάθεται στην πολυθρόνα σφίγγοντας το ξύλο στην αγκαλιά του.)



Α Υ Λ Α Ι Α 

Κυριακή 16 Ιουλίου 2023

ΜΑΡΙΑ


ΤΟΠΟΣ:
Ελλάδα, χωριό, καφφενείο
ΧΡΟΝΟΣ:
1973 μ. Χ.
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
Καφετζής
Στρατιώτης
Ντίνος (χωρικός, φίλος της Μαρίας)
Μαρία
Ο σύζυγος (χωρικός, φίλος της Μαρίας)
Η σύζυγος (γυναίκα του)
Στάθης (χωρικός, φίλος της Mαρίας )

Το εσωτερικό του καφενείου ενός χωριού με τραπεζάκια και καρέκλες. Στον τοίχο κορνίζες με φωτογραφίες λουλουδιών. Όταν ανοίγει η αυλαία, ο καφετζής ετοιμάζει τον καφέ του στρατιώτη, ρίχνοντας κάθε τόσο βλέμματα φοβισμένα προς αυτόν. Ο στρατιώτης με τη στολή του, φρεσκοξυρισμένος. Ένα πιστόλι κρέμεται στο δεξί μέρος της μέσης του. Είναι απασχολημένος να γυαλίζει με το δεξί μανίκι του χιτωνίου του τα κουμπιά της στολής του, που ήδη λάμπουν.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (ΚΑΦ)
Έτοιμος ο καφές…
(Τον σερβίρει. Ο στρατιώτης αφήνει αποφασιστικά το γυάλισμα των κουμπιών και πίνει μια γουλιά. Ξινίζει τα μούτρα του)
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ (ΣΤΡ)
Πολύ γλυκός!
ΚΑΦ
(στενοχωρημένος)
Πώς έγινε αυτό… κι αφού μού είπατε να προσέξω… θα φτιάξω άλλον.  
(περιμένει την αντίδραση του στρατιώτη, όμως εκείνος παραμένει ανέκφραστος. Αυτό ο καφετζής το ερμηνεύει σαν επιθυμία για καινούργιο καφέ, παίρνει το φλιτζάνι και πηγαίνει προς τον πάγκο)
Σ’ ένα λεφτό είναι έτοιμος.
(Ο στρατιώτης σηκώνεται και κάνει βόλτες μέσα στο καφενείο, κοιτάζοντας τις εικόνες που κρέμονται στον τοίχο. Βλέπει το ρολόϊ του. Στρέφει προς τον καφετζή)
ΣΤΡ
H ώρα είναι δέκα. Τι ώρα θα ’ρθεί;
ΚΑΦ
Όπου να ’ναι θα ’ρθει. Αλλά δεν έχει κανονική ώρα. Άλλοτε ξυπνάει αργά, άλλοτε νωρίς.
ΣΤΡ
Βέβαια. Το καταλαβαίνω πολύ καλά αυτό. Εξαρτάται με ποιον πέρασε τη νύχτα και τι ώρα κοιμήθηκε. Ένα χαμένο κορμί όπως αυτή δεν μπορεί να έχει ταχτικό ωράριο. Στην πόρτα της είδα ένα σημείωμα. Έγραφε: «Γλύκα έρχομαι. Περίμενε.»
(γκριμάτσα)
Άκου «γλύκα»…για ποιον το έγραψε;
ΚΑΦ
Για όλους. Δηλαδή για όποιον πάει στο σπίτι της να την ζητήσει.
ΣΤΡ
Κι αν πάει κάποια γυναίκα; Κι αν πάει ένας αξιοπρεπής άνθρωπος όπως εγώ;
ΚΑΦ
Δεν πάνε γυναίκες ποτέ. Όσο για τους άντρες, για τη Μαρία όλοι ίδιοι είναι. Γι αυτήν δεν υπάρχουν αξιοπρεπείς και όχι αξιοπρεπείς.
ΣΤΡ
Μπορώ να το καταλάβω καλά αυτό. Μπορώ να το καταλάβω πολύ καλά αυτό.
(Ο καφετζής φέρνει τον καφέ.. Ο στρατιώτης πλησιάζει στο τραπέζι και πίνει μια γουλιά)
Καλός.
ΚΑΦ
(ικανοποιημένος)
Δόξα το θεό.
(πηγαίνει στον πάγκο)
ΣΤΡ
Δε βλέπω καμία φωτογραφία του πρωθυπουργού μας εδώ. Δεν μπορούσες να βάλεις μία; Ή είσαι κι εσύ μήπως εναντίον του Στρατού;
ΚΑΦ
(αυθόρμητα, με αγανάκτηση)
Εγώ έβαλα, αλλά οι πελάτες μού είπανε πως αν δε τη βγάλω δε θα ξαναπατήσουν εδώ μέσα. Τι να έκανα πια;
(δείχνει στον τοίχο)
Να, εκεί ήτανε.
ΣΤΡ
Αχάριστοι άνθρωποι!.. Τόσα καλά έκανε η κυβέρνηση γι αυτούς.
(Πίνει. Μπαίνει ο Ντίνος χτυπώντας τα χέρια του για να ζεσταθεί)
ΝΤΙΝΟΣ (ΝΤΙ)
Καλημέρα Φίλιππα.
(Βλέπει τον στρατιώτη στο διπλανό τραπεζάκι και του γυρίζει την πλάτη επιδεικτικά)
Κάνε μου ένα σάντουιτς
ΚΑΦ
Τα συνηθισμένα;
ΝΤΙ
Ναι. Και μπόλικο κασέρι.
(Ο στρατιώτης όλο αυτό το διάστημα παρακολουθεί με το βλέμμα το Ντίνο και δείχνει φανερά ενοχλημένος από τη στάση του απέναντί του)
ΣΤΡ
Θα μπορούσες να πεις καλημέρα και σε μένα…
ΝΤΙ
(Κοιτάζοντας προς το στρατιώτη)
Χαιρετάω όποιον θέλω. Νομίζω είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω-ή όχι;
ΣΤΡ
Ό,τι θέλατε κάνατε με την κυβέρνηση την πολιτική. Σήμερα κυβερνάει ο Στρατός και θα γίνεται ό,τι εκείνος διατάξει. Ο πρωθυπουργός μας έχει σε δύο ομιλίες του υπογραμμίσει τη μεγάλη σημασία που αποδίνει η κυβέρνησή μας στην ευγενική συμπεριφορά των πολιτών μεταξύ τους.
ΝΤΙ
Είμαι ευγενικός με όσους δεν κρατάνε όπλο. Όσοι κρατάνε όπλο μετράνε την ευγένεια για δουλοπρέπεια.
ΣΤΡ
Είναι μέσα στα καθήκοντά μου να κρατάω όπλο. Και αυτή την ώρα βρίσκομαι σε αποστολή. Είναι άσχημο να κάνει κανείς τη δουλειά του; Εσύ δεν κάνεις κάποια δουλειά;
ΝΤΙ
Κάνω τη σωστότερη δουλειά που υπάρχει. Καλλιεργώ τη γη και τρέφομαι με τους καρπούς που μου δίνει ποτισμένη με τον ιδρώτα μου.
ΣΤΡ
Ώστε σωστή είναι μόνο η δουλειά σου… και τι έχεις να πεις για τους στρατιώτες; Ποιος θα υπερασπίσει την πατρίδα δίνοντας το αίμα του για να μπορείς εσύ να οργώνεις το χωράφι σου
(μιμείται τη φωνή του Ντίνου)
και να τρέφεσαι με τους καρπούς του;
(συνεχίζοντας με την κανονική φωνή του)
Θα πρέπει εγώ να μη σε χαιρετάω επειδή κρατάς το αλέτρι σου-το εργαλείο της δουλειάς σου;
(Ο καφετζής φέρνει το σάντουιτς διπλωμένο, το αφήνει στο τραπέζι και παρακολουθεί ανήσυχος τη συζήτηση)
ΝΤΙ
(Σηκώνεται να φύγει. Στο στρατιώτη)
Το αλέτρι δε σκοτώνει και τα όπλα σας είναι καλά μόνον όταν στρέφονται εναντίον στον εχθρό και όχι εναντίον του λαού μας.
ΚΑΦ
Ντίνο, δε μιλάνε έτσι σ’ έναν εκπρόσωπο της κυβερνήσεώς μας.
(Εκμεταλλευόμενος μια στιγμή που ο στρατιώτης δεν τον κοιτάζει, κάνει νόημα στον Ντίνο να υποχωρήσει.)
Γιατί ένας στρατιώτης αυτό είναι. Αντιπροσωπεύει την κυβέρνηση παντού και πάντα. Και αν τώρα δε σε αναφέρει γι αυτά που είπες, αυτό θα είναι απόδειξη της ανοχής που δείχνει η κυβέρνησή μας στους αντίθετους όπως εσύ.
ΝΤΙ
Η κυβέρνησή σας
(υπογραμμίζει τι «σας»)
δεν είναι ανεκτική. Η κυβέρνησή σ α ς είναι έτοιμη να πέσει και γι αυτό κάνει τα στραβά μάτια. Η κυβέρνησή
σ α ς έχει χάσει όλα της τα στηρίγματα και δεν έχει δύναμη πια. Αλλιώς τώρα θα ήμουνα δεμένος χεροπόδαρα για ό,τι είπα.
ΣΤΡ
(σηκώνεται και στέκεται δίπλα στον Ντίνο. Δυνατά)
Η κυβέρνηση είναι «μας» και όχι «σας». Και δεν έχει χάσει κανένα στήριγμα. Στήριγμά της είναι η αγάπη όλων των φιλήσυχων πολιτών.
(σοβαρά)
Θα σε συνελάμβανα, έχεις δίκιο, γιατί κανείς δεν έχει το δικαίωμα να κατηγορεί την κυβέρνησή μας.
(υπεροπτικά)
Όμως έχω άλλην αποστολή τώρα.
(απειλητικά)
Θα αναφέρω βεβαίως το συμβάν στον κύριο Διοικητή.
ΝΤΙ
Και ο κύριος διοικητής θα σε γράψει στα παλιά του τα παπούτσια.
(με περιέργεια)
Και ποια είναι η αποστολή σου εδώ;
ΣΤΡ
(αυστηρά)
Δεν είμαι υποχρεωμένος να δώσω λογαριασμό σε κανέναν. Να είσαι βέβαιος όμως ότι η αποστολή μου θα εκτελεστεί στο ακέραιο όποια και αν είναι.
(Κοιτάζει το ρολόι του. Στον καφετζή)
Πού μπορώ να κάνω ένα τηλεφώνημα;
ΚΑΦ
Στο δεύτερο δρόμο αριστερά, στο κουρείο.
ΣΤΡ
Αν έρθει να με περιμένει. Γυρίζω αμέσως.
(βγαίνει)
ΚΑΦ
Τι κάνεις μωρέ; Θέλεις να μου κλείσεις το μαγαζί;
ΝΤΙ
Τι θέλει εδώ αυτός ο φασίστας;
ΚΑΦ
(φοβισμένος)
Σςςςς…
(πηγαίνει ως την πόρτα, κοιτάζει έξω, βεβαιώνεται ότι ο στρατιώτης είναι μακριά, γυρίζει)
Θέλει τη Μαρία.
ΝΤΙ
(έκπληκτος)
Τη Μαρία;
(γελάει αμήχανα)
Τι να την κάνει τη Μαρία;
ΚΑΦ
Ούτε που μου είπε ούτε που τονε ρώτησα. Φαίνεται όμως την ξέρει. Ξέρει πως ζει μόνη και τι ζωή κάνει.
ΝΤΙ
Και τι μπορεί να ενδιαφέρει την κυβέρνηση τι κάνει η Μαρία; Μυστήριο πράμα. Είσαι σίγουρος πως θέλει τη Μαρία-τη δικιά μας Μαρία;
ΚΑΦ
Υπάρχει άλλη Μαρία Αποστολοπούλου στο χωριό;
ΝΤΙ
(σκεφτικός)
Όχι
(Μπαίνει η Μαρία. Κοντή. Μελαχρινή. Φοράει μαντήλι στο κεφάλι, κάκκινη μπλούζα με βαθύ ντεκολτέ, πράσινη μακριά φούστα. Παπούτσια με στρογγυλεμένη μύτη, κάλτσες μάλλινες, πλεχτές, που φτάνουν μέχρι πάνω από τη μέση της κνήμης. Κρατάει μια μικρή τσάντα. Σ’ όλο το έργο είναι ζωηρή χωρίς να είναι χυδαία, σοβαρή χωρίς να τραγικοποιεί τις καταστάσεις ή να φτάνει στην εκζήτηση. Είναι ειλικρινής. Είναι ελκυστική χωρίς να είναι προκλητική)
ΜΑΡΙΑ (ΜΑΡ)
Γεια χαρά σε όλους.
ΚΑΦ
Γεια σου Μαρία.
ΝΤΙ
Γεια σου Μαράκι.
(φιλιούνται)
ΜΑΡ
Γεια σου γλύκα.
(στον καφετζή)
Γεια σου ντροπαλέ. Πώς έτσι άδειος σήμερα;
ΝΤΙ
(μη δίνοντας την ευκαιρία στον καφετζή ν’ απαντήσει)
Μαράκι τι νταραβέρια έχεις με το Στρατό;
ΜΑΡ
(ξαφνιάζεται. Στον καφετζή)
Σε μένα το λέει;
ΚΑΦ
Σε σένα. Ένας στρατιώτης ήρθε και σε ζητάει.
ΜΑΡ
Πού είναι η γλύκα μου; Έχω καιρό να δω στρατιώτη.
ΝΤΙ
(γελώντας)
Και πώς το ξέρεις Μαράκι; Οι στρατιώτες γνωρίζονται μόνον ντυμένοι.
(Ο καφετζής χαμογελάει. Η Μαρία γυρίζει απορημένη προς αυτόν.)
Σήμερα δεν τον καταλαβαίνω-τι είπε;
ΚΑΦ
Λέει πως τους άντρες τους βλέπεις χωρίς ρούχα. Πώς θα καταλάβαινες αν είναι στρατιώτες ή όχι;
ΜΑΡ
(Καταλαβαίνει το αστείο και γελώντας πλούσια και από καρδιάς ρίχνεται στην αγκαλιά του Ντίνου και τον φιλάει όπου βρει)
Γλύκα μου… γλύκα μου… γλύκα μου…
ΝΤΙ
(την απωθεί απαλά)
Μαρία τι να θέλει ετούτος; Μου φάνηκε άγριος. Χαζός αλλά άγριος.
ΜΑΡ
Τι μπορεί να θέλει ένας άντρας από μια γυναίκα; Πόσο πρέπει να μεγαλώσεις ακόμα για να το μάθεις;
(κοιτάζει γύρω)
Και πού είναι-τος που με θέλει;
ΚΑΦ
Έχει πάει στο κουρείο για τηλέφωνο. Όπου να ’ναι θα ’ρθει.
ΝΤΙ
Μαράκι θα ’μαι στο αμπέλι. Αν χρειαστείς τίποτα φώναξέ με. Δε μ’ αρέσανε τα μούτρα του.
(Δείχνει τη Μαρία στον καφετζή)
Φίλιππα εντάξει;
ΚΑΦ
Εντάξει. Εγώ θα τρέξω ο ίδιος να σε φωνάξω αν χρειαστεί.
ΜΑΡ
(στον Ντίνο)
Δε θα χρειαστεί τίποτα γλύκα. Φύλα τη δύναμή σου για το κρεβάτι. Τ’ άλλα τα καταφέρνω μόνη μου.
ΝΤΙ
(Φιλάει τη Μαρία)
Γεια!
(Στον καφετζή, δείχνοντάς του το σάντουιτς)
Γράφτο.
(Βγαίνει)
ΚΑΦ
(Ανήσυχος)
Τι να σε θέλει Μαρία;
ΜΑΡ
Ε! Ντροπαλούλη! Εμένα θέλει, εσύ γιατί τρέμεις;
ΣΤΡ
Μ’ αυτούς δεν ξέρεις τι γίνεται.
(Μικρή παύση)
ΜΑΡ
(Σοβαρά)
Πέρασε ο Στάθης;
ΚΑΦ
Όχι ακόμα. Θέλεις να σου δώσω τίποτα;
ΜΑΡ
Δε θέλω τίποτα.
(Κάθεται. Σιωπή. Σιγοτραγουδάει)
Είπαν της κόρης να γδυθεί
κι έβγαλε το μαντήλι
είπαν της χήρας να γδυθεί
κι ήταν γυμνή ως το δείλι…
Ντροπαλέ!
ΚΑΦ
(Χωρίς ν’ αφήσει το συγύρισμα του πάγκου του)
Ναι…
ΜΑΡ
Ο Στάθης σου χρωστάει;
ΚΑΦ
Και σε ποιον δε χρωστάει. Αλλά εμένα δε με νοιάζει. Ούτε κείνον τονε νοιάζουνε αυτά που χρωστάει σε μένα. Είναι λίγα. Με τον πρωτευουσιάνο τι γίνεται… αν δεν τον πληρώσει θα του πάρει το χωράφι.
ΜΑΡ
Και πώς το ξέρεις; Μπορεί να του κάνει πίστωση.
ΚΑΦ
Αυτός; Δεν τον ξέρεις καλά.
(Ακούει βήματα. Κοιτάζει έξω. Σιγά)
Έρχεται.
ΜΑΡ
(Το πρόσωπό της φωτίζεται)
Ο Στάθης;
ΚΑΦ
Όχι μωρέ, ο στρατιώτης!
ΜΑΡ
Α!
(Φτιάχνεται. Μπαίνει ο στρατιώτης. Κοιτάζει τη Μαρία. Στον καφετζή)
ΣΤΡ
Αυτή είναι;
ΚΑΦ
Μάλιστα.
(Ο στρατιώτης πλησιάζει στο τραπέζι που κάθεται η Μαρία και περπατώντας διαγράφει έναν κύκλο γύρω της βλέποντάς την. Εκείνη, στο διάστημα αυτό, στρεφόμενη ανάλογα πάνω στην καρέκλα της παρακολουθεί αμίλητη και χαμογελαστή το στρατιώτη με το βλέμμα της)
ΜΑΡ
(γελώντας)
Κάτσε τώρα να μου πεις τις εντυπώσεις σου.
(Ο στρατιώτης εξακολουθεί να στέκει ορθός και αμίλητος)
Να σου πω εγώ λοιπόν. Η μύτη λίγο μεγάλη. Λαιμός κοντός. Κατά τα άλλα καλούτσικη. Δεν μπορείς να τα δεις και όλα όταν είμαι καθιστή.
(τραβάει ελαφρά τον στρατιώτη από το χέρι για να τον κάνει να καθίσει)
Κάτσε λοιπόν!
ΣΤΡ
(Ελευθερώνει απότομα το χέρι του. Στρώνει τη στολή του και παίρνει τη στάση της προσοχής)
Είσαι η Μαρία Αποστολοπούλου;
ΜΑΡ
Εγώ είμαι στρατιωτάκι. Ολόκληρη.
ΣΤΡ
Του Γεωργίου και της Αθανασίας;
ΜΑΡ
Έτσι όπως τα λες.
ΣΤΡ
Πρέπει να έρθεις μαζί μου.
ΜΑΡ
(σηκώνεται)
Μετά χαράς.
(Στον καφετζή)
Ντροπαλέ, αν έρθει ο Στάθης να με περιμένει. Δε θ’ αργήσω.
(Πιάνει αγκαζέ τον στρατιώτη)
Πάμε!
ΣΤΡ
(Αναστατωμένος. Ελευθερώνει το χέρι του, τινάζει και στρώνει τη στολή του.)
Ε! Για στάσου! Τι κάνεις εκεί; Πού νομίζεις ότι πάμε;
ΜΑΡ
Πού θέλεις να πηγαίνουμε; Σπίτι έχεις εδώ; Όχι! Άραγε το σπίτι μου είναι το μόνο μέρος όπου μπορούμε να πάμε.
ΣΤΡ
(Πειραγμένος)
Άκου εδώ! Δεν ήρθα εδώ από την Αθήνα για να σε πάρω και να σε πάω στο σπίτι σου. Ήρθα για να σε πάω στην Αθήνα…
ΜΑΡ
(Απορημένη)
Στην Αθήνα; Τι να κάνω στην Αθήνα;
ΣΤΡ
(Κοιτάζει μια τη Μαρία μια τον καφετζή)
Μη μου πείτε ότι δεν ξέρετε ποιος είμαι και τι θέλω.
(Βλέποντας την απορία και των δυο)
Καλά, δεν ακούτε ραδιόφωνο; Δε διαβάζετε εφημερίδα;
ΚΑΦ
Εφημερίδα έρχεται μια φορά την εβδομάδα στο χωριό. Και ραδιόφωνο δεν ακούει κανείς. Λένε ότι λέει βλακείες.
ΣΤΡ
Αφού είναι έτσι λοιπόν…
(Βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτί και το δίνει στη Μαρία)
Έχω μαζί μου τη διαταγή.
(Στη Μαρία)
Διάβασέ την.
ΜΑΡ
(Διαβάζει)
Εις εκτέλεσιν της υπ’ αριθ. εβδομηνταοχτώ γραμμή, τέσσερες χιλιάδες πεντακόσια εικοσιτέσσερα γραμμή, γάμμα έψιλον σίγμα
(Ο στρατιώτης, όταν η Μαρία προφέρει για πρώτη φορά τη λέξη «γραμμή» κάνει ένα μορφασμό. Τη δεύτερη επεμβαίνει)
ΣΤΡ
Όχι γραμμή. Κάθετος.
ΜΑΡ
(Σηκώνοντας τα φρύδια και κατασπώντας τις γωνίες του στόματος)
Κάθετος, κάθετος!
(Συνεχίζει το διάβασμα)
…γάμμα έψιλον σίγμα κάθετος…
(Τονίζει το «κάθετος» χαμογελώντας ταυτόχρονα προς τον στρατιώτη)
Πρώτον, έψιλον γάμμα, κάθετος
(Τονίζει και πάλι το «κάθετος». Στο στρατιώτη)
Δεν είναι όμως κάθετος.
ΣΤΡ
Έτσι διαβάζεται. Συνέχισε.
ΜΑΡ
Οκτώβριος χίλια εννιακόσια εβδομηντατρία Διαταγής του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης,όλαι αι ιερόδουλοι Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδος,πρέπει να ευρίσκονται την εικοσιδύο εντεκάτου εβδομηντατρία και ώραν ογδόην πρωινήν εις το εν Αθήναις και επί της οδού Αχαρνών αριθμός εννιακόσια εικοσιοχτώ υποκατάστημα του Υπουργείου κοινωνικών Υπηρεσιών. Σκοπός της συγκεντρώσεως είναι η παρακολούθησις διαλέξεως του στρατιωτικού Διοικητού Αθηνών με θέμα «Κράτος και ηθική». Εν συνεχεία και επί τετραήμερον, αι ιερόδουλοι θα παρακολουθήσουν ειδικόν διαφωτιστικόν πρόγραμμα και θα τους δοθούν οδηγίαι με σκοπόν την επάνοδόν των εις την οδόν της ηθικής και της προόδου, ώστε να συμβάλουσιν και αύται εις την ευημερίαν και την πρόοδον της πατρίδος. Αι ιερόδουλοι που δεν θα προσέλθουν οικειοθελώς, θα προσαχθούν βιαίως.
(Ανακουφισμένη)
Ουφ! Τελείωσε.
ΣΤΡ
(Παίρνει το χαρτί)
Βλέπεις; Δεν ήρθες μόνη σου και με στείλανε να σε πάρω.
ΜΑΡ
Εμένα; Και τι δουλειά έχω εγώ με αυτή την υπόθεση;
ΣΤΡ
Δεν είσαι π…-κοινή;
ΜΑΡ
Ναι. Είμαι κοινή.
ΣΤΡ
(Με νόημα, μιλώντας στον εαυτό του)
Αυτό μπορώ να το καταλάβω καλά. Αυτό μπορώ να το καταλάβω πολύ καλά.
(Στη Μαρία, θριαμβευτικά)
Ε λοιπόν, θα έρθεις μαζί μου. Αυτό λέει το χαρτί!
ΜΑΡ
Το χαρτί μιλάει για τις γυναίκες που έχουν σαν επάγγελμά τους να πηγαίνουν με τους άντρες.
ΣΤΡ
Και σένα ποιο είναι το επάγγελμά σου; Τώρα δεν παραδέχτηκες πως είσαι κοινή;
ΜΑΡ
Ναι. Είμαι κοινή. Αλλά αυτό δεν είναι το επάγγελμά μου. Δεν πληρώνομαι γι αυτό.
ΣΤΡ
Δεν πληρώνεσαι γι αυτό;.. και πώς ζεις;
ΜΑΡ
Έχω το σπίτι μου, ένα περιβόλι, δυο χτήματα με πορτοκάλια… άκου εκεί…
ΣΤΡ
Και δεν πληρώνεσαι για να …για να πας με τους άντρες;
ΜΑΡ
Σου είπα όχι.
ΣΤΡ
Και τότε γιατί πας με τους άντρες αφού δεν το κάνεις για λεφτά;
ΜΑΡ
Γιατί αυτό είναι το καθήκον μου.
ΣΤΡ
(Κοιτάζει γύρω του σα να μην μπορεί να αντέξει αυτό που ακούει)
Και ποιο είναι το καθήκον σου παρακαλώ; Να είσαι κοινή;
ΜΑΡ
Το καθήκον της γυναίκας είναι να ικανοποιεί τις επιθυμίες του άντρα, να τον στηρίζει στις δύσκολες στιγμές του, να τον διασκεδάζει, μ’ ένα λόγο να σηκώνει λίγο από το φορτίο που ο άντρας κουβαλάει στους ώμους του, ή να τον κάνει να το νιώθει ελαφρότερο. Το καθήκον της γυναίκας είναι να δίνει τη χαρά στον άντρα.
ΣΤΡ
Και το κάνεις αυτό επειδή είσαι πονόψυχη;
ΜΑΡ
Σου είπα - γιατί είμαι γυναίκα.
ΣΤΡ
Θες να πεις ότι είσαι κοινή μόνο και μόνο επειδή είσαι γυναίκα;
ΜΑΡ
Και γιατί το να είσαι γυναίκα σημαίνει ν’ αγαπάς. Και ν’ αγαπάς σημαίνει να δίνεις.
ΣΤΡ
(με όλο και μεγαλύτερη απορία)
Και αγαπάς όλους τους άντρες που πηγαίνεις μαζί τους;
ΜΑΡ
Όλους. Κι εκείνους που ακόμα δεν έχω πάει μαζί τους. Και κείνους που δε θα προλάβω να γνωρίσω στη ζωή μου.
(Μπαίνει ένας άντρας και μια γυναίκα και κατευθύνονται προς τον πάγκο. Η γυναίκα βλέποντας τη Μαρία στρέφει το κεφάλι της προς την άλλη μεριά. Ο άντρας ενώ την είδε προσποιείται ότι δεν την έχει δει. Ο καφετζής, που μέχρι εκείνη την ώρα παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τη συζήτηση από τον πάγκο του, πηγαίνει προς το μέρος τους. Η Μαρία από την ώρα που το ζευγάρι μπήκε στο μαγαζί, έχει στραμμένη όλη της την προσοχή σ’ αυτό, σαν να μην υπήρχε ο στρατιώτης, σαν να μην είχε αφήσει μια συζήτηση στη μέση. Είναι εκστατική κι ευτυχισμένη και φαίνεται πως κάτι περιμένει.)
Η ΣΥΖΥΓΟΣ (Η ΣΥΖ)
(Ψυχρά)
Γεια σου Φίλιππα.
Ο ΣΥΖΥΓΟΣ
Γεια σου Φίλιππα.
ΚΑΦ
Καλώς τους. Τι ήθελες κυρα-Τασία;
Η ΣΥΖ
Δύο χαρτάκια βανίλια και μία ρέγγα. Δώσε μου το κουτί να διαλέξω.
(Όσο η σύζυγος είναι απασχολημένη με τα ψώνια, ο σύζυγος στρέφει ελαφρά το κεφάλι και βλέπει τη Μαρία. Εκείνη αυτό περίμενε. Φέρνει τη δεξιά παλάμη της στο στόμα, την κρατεί στα χείλη της για λίγο με τα μάτια της να λάμπουν μεγάλα προς το μέρος του συζύγου και ύστερα κρατώντας την παλάμη της οριζόντια φυσάει ελαφρά. Ο σύζυγος παίρνει μια έκφραση αγαλλίασης, φέρνει το χέρι του στο στήθος για μια στιγμή και γυρίζει αμέσως προς τη σύζυγό του και τον καφετζή. Ο καφετζής δίνει τα ψώνια διπλωμένα στη σύζυγο)
ΚΑΦ
Ορίστε. Τριάντα δραχμές.
(ο σύζυγος πληρώνει)
Τι κάνει το παιδί;
Η ΣΥΖ
Καλά είναι Φίλιππα.
(προς τον άντρα της)
Πάμε!
(βγαίνουν χωρίς να κοιτάξουν προς τη Μαρία. Ο στρατιώτης που παρακολουθούσε αμίλητος όλα αυτά, στρέφει προς τη Μαρία που ακόμα, δοσμένη στα προηγούμενα, κοιτάζει προς την κατεύθυνση του ζευγαριού)
ΣΤΡ
Τι ήταν αυτό;
ΜΑΡ
(Συνέρχεται)
Ποιο αυτό;
ΣΤΡ
«Ποιο αυτό»! Αυτό! Να στέλνεις φιλιά σε παντρεμένον άνθρωπο πίσω από την πλάτη της γυναίκας του…
ΜΑΡ
Ω! Τον ξέρω καλά. Χτες το απόγεμα ήτανε μαζί μου.
ΣΤΡ
Ώστε έχεις και παντρεμένους φίλους;
ΜΑΡ
Και οι παντρεμένοι είναι άντρες-δεν είναι; Και οι παντρεμένοι νιώθουν την ανάγκη να έχουν για λίγο μια γυναίκα δίπλα τους-όχι;
ΣΤΡ
Αφού είναι παντρεμένοι δεν έχουν γυναίκα; Θέλουν κι άλλη;
ΜΑΡ
Είσαι ανύπαντρος και δεν ξέρεις στρατιωτάκι. Οι παντρεμένες γυναίκες δεν απαλλάσσουν τον άντρα από το φορτίο του. Του φορτώνουν κι άλλο. Του δημιουργούν, δεν του λύνουν προβλήματα. Τον βαραίνουν, δεν τον αλαφρώνουν. Οι παντρεμένες γυναίκες δεν είναι γυναίκες. Είναι σύζυγοι. Ξέρεις τι μου ’λεγε χτες ο Αντρέας για τη γυναίκα του;
ΣΤΡ
Στάσου-ποιος είναι ο Αντρέας;
ΜΑΡ
Ο Αντρέας-αυτός που βγήκε τώρα. Μου έλεγε λοιπόν πως η γυναίκα του τον γκρινιάζει κάθε μέρα να της πάρει καινούργιο φουστάνι. Τον βρίζει ανίκανο και τεμπέλη. Όταν θέλει λοιπόν αυτός να ξεκουραστεί, είναι φυσικό να μην απευθυνθεί στη γυναίκα του. Αυτή τον κουράζει μονίμως. Η επιμονή της για φουστάνι κρατάει εδώ και τρεις μήνες. Και ο άνθρωπος δεν έχει λεφτά ούτε για να φάει η οικογένειά του. Λοιπόν πού θα ’βρισκε λίγη κατανόηση; Λίγη φροντίδα; Γι αυτό είμ’ εγώ εδώ.
(Κλείνει τα μάτια και σηκώνει τα χέρια ψηλά)
Και είναι υπέροχος! Άντρας σωστός!
(στον στρατιώτη)
Κατάλαβες;
ΣΤΡ
Εκείνο που κατάλαβα είναι πως πρέπει να έρθεις μαζί μου στην Αθήνα. Εκεί θα δώσεις λόγο γιατί δεν ήρθες νωρίτερα. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι δεν το ήξερες. Αυτό μπορώ να το καταλάβω πολύ καλά. Αλλά δεν είναι δουλειά δική μου ν’ αποφασίσω. Είναι του κυρίου Διοικητού.
ΜΑΡ
Δε θα σου χαλάσω το χατίρι στρατιωτάκι. Όμως εκεί που θα πάμε θα δεις ότι δεν κατάλαβες καλά τις διαταγές σου.
ΣΤΡ
Πάλι τα ίδια! Πάς ή δεν πάς με άντρες;
ΜΑΡ
Ναι. Πάω με όποιον με χρειάζεται. Μα δεν πληρώνομαι γι αυτό. Ιερόδουλες είναι οι γυναίκες που πληρώνονται για να δώσουν στους άντρες πληρωμένη ευχαρίστηση, δηλαδή όχι ευχαρίστηση. Δεν πρόκειται για δόσιμο, αλλά για ανταλλαγή προϊόντων, για αγοραπωλησία. Ο άντρας φεύγει από τις ιερόδουλες πιο φτωχός όχι μόνο στο πορτοφόλι του αλλά και στην ψυχή του. Γι αυτές τις γυναίκες μιλάει το χαρτί σου στρατιωτάκι.
ΣΤΡ
Να τώρα που θα μας κάνει μάθημα για την ψυχή και μια… Εγώ θα σου πω κάτι που κατάλαβα αμέσως. Ο φουκαράς αυτός-πώς τον λένε-δεν έχει ν’ αγοράσει φουστάνι στη γυναίκα του γιατί εσύ του έφαγες όλα τα λεφτά του.
ΜΑΡ
(Ήρεμα, με την ευχαρίστηση που της δημιουργεί το θέμα για το οποίο μιλάει)
Να σου πω. Όταν οι άντρες έρχονται σε μένα, μπορεί να φέρουν ένα μπουκάλι κρασί μαζί τους. Και το πίνουμε μαζί. Δηλαδή εγώ το πολύ να πιω ένα ποτηράκι για να μη τους χαλάσω το χατίρι-δε μ’ αρέσει το κρασί. Κι όχι μόνο δεν παίρνω λεφτά, αλλά και ποτέ κανείς δε διανοήθηκε να μου προσφέρει.
(Σκέφτεται για μια στιγμή την πιθανότητα και συνοφρυώνεται)
Για σκέψου!
(Σηκώνεται και βηματίζει κοιτάζοντας μακριά με μιαν έκφραση ευτυχίας στο πρόσωπο)
Μερικοί μού φέρνουν λουλούδια ή ένα χαρτάκι καραμέλες.
(Στέκει. Μικρή παύση)
Δεν είναι αξιαγάπητοι; Τέτοια είναι τα δώρα τους. Κι εγώ τους χαρίζω κανένα μαντηλάκι με κεντημένα πάνω του τα αρχικά του ονόματός τους ή λίγο βασιλικό από τις γλάστρες μου. Μα πάμε στην Αθήνα αφού επιμένεις. Μόνο θα σου ζητήσω μια χάρη. Όπου να ’ναι έρχεται ο Στάθης μου. Να τον δω και μετά φεύγουμε.
ΣΤΡ
(Κοιτάζει το ρολόι του)
Μπορώ να σου κάνω αυτή τη χάρη. Και ποιος είναι αυτός ο Στάθης παρακαλώ; Άλλος ένας φίλος σου;
ΜΑΡ
(Κάθεται)
Ο Στάθης είναι ένας από τους άντρες μου. Όταν γύρισε από στρατιώτης αγόρασε με δανεικά λεφτά μια κομπίνα. Την έριξε σ’ ένα γκρεμό και πάει. Τώρα χρωστάει σ’ όλους γιατί μαζεύει λεφτά να ξεπληρώσει τη μηχανή. Αλλά δυσκολεύεται πολύ σ’ αυτή του την προσπάθεια. Τον συμβουλεύω. Τον παρηγορώ. Τον ενθαρρύνω. Ό,τι περνάει από το χέρι μου το κάνω. Είναι ένας από τους άντρες μου. Του δίνω αγάπη. Τον κάνω έτσι να καταλάβει ότι δεν είναι μόνος του σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Πως κάποιος πάνω στη γη αυτή ενδιαφέρεται πραγματικά για κείνον-τον φροντίζει. Όταν φεύγει από κοντά μου γεμάτος θάρρος κι ελπίδα, τότε η ψυχή μου γεμίζει χαρά. Προχτές έκλαιγα από τη χαρά μου. Με ρώτησε γιατί κλαίω. Του είπα έλα να δεις γιατί κλαίω. Πλησίασε και τότε τον αγκάλιασα και άρχισα να τον γεμίζω φιλιά. Να, έτσι…
(Σηκώνεται, αγκαλιάζει το στρατιώτη και αρχίζει να τον φιλάει τρελά παντού. Εκείνος προσπαθεί να την απομακρύνει. Δεν τα καταφέρνει. Όταν εκείνη σταματά να τον φιλά και να τον αγκαλιάζει, του ισιώνει τη στολή και του καθαρίζει το πρόσωπο από τα κοκκινάδια, συνεχίζοντας απλά)
Δεν ξέρω αν κατάλαβε. Δεν είπε τίποτα. Έφυγε ευτυχισμένος.
ΣΤΡ
(Ενώ φτιάχνεται)
Όπως και να ’χει το πράγμα, το όνομά σου είναι μέσα στα ονόματα αυτών που έπρεπε να ’ρθουν και δεν ήρθαν. Το Υπουργείο έστειλε στις Μονάδες διαταγή να φροντίσουν να τις πάνε όλες αυτές στην Αθήνα. Η δική μου Μονάδα έστειλε εμένα να σε πάρω. Και εγώ πρέπει να εκτελέσω τη διαταγή. Κι αν κανείς θελήσει να με εμποδίσει, θα χρησιμοποιήσω το όπλο μου. Έτσι λένε οι διαταγές.
ΜΑΡ
Οι άντρες εδώ μιλάνε άσχημα για την κυβέρνηση. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Μη με ρωτήσεις γιατί. Γιατί έτσι κάνουν εκείνοι που αγαπώ. Όμως σου είπα, θα έρθω μαζί σου. Ένα μικρό ταξίδι δε βλάφτει. Μόνο πριν φύγω να περάσω από το σπίτι να ετοιμαστώ.
ΣΤΡ
Εντάξει.
(Κινώντας το δάχτυλό του μπροστά στο πρόσωπο της Μαρίας. Δυνατά)
Αλλά όταν πας στο σπίτι σου θα έρθω μαζί σου για να μην το σκάσεις.
(Ακούγεται μια απαλή μουσική)
ΜΑΡ
Σύμφωνοι. Ωραίααα! Και τώρα που τα κανονίσαμε όλα, το στρατιωτάκι μου θα πιει ένα ουζάκι. Θα το φέρει ο ντροπαλούλης. Ντροπαλέ!
(Ο καφετζής εμφανίζεται γελαστός και λικνιζόμενος απαλά στο ρυθμό της μουσικής)
Φέρε ένα ούζο για το στρατιωτάκι.
(Ο καφετζής ετοιμάζει το ούζο με τις ίδιες χορευτικές κινήσεις. Στο στρατιώτη)
Και το στρατιωτάκι μου θα το πιει. Και θα ξεχάσει για λίγο αποστολές, Διοικητές και Κυβερνήσεις. Το στρατιωτάκι θα μεγαλώσει. Για λίγο μόνο. Ως να ’ρθει η ώρα να φύγουμε. Και όσο το στρατιωτάκι μου θα πίνει, εγώ θα κάτσω εδώ…
(Κάθεται στο πάτωμα, μπροστά στα πόδια του στρατιώτη)
…και θα του πω μια ωραία ιστορία.
ΣΤΡ
(σιγά)
Απαγορεύεται να πίνουμε σε ώρα υπηρεσίας.
ΜΑΡ
Λοιπόν ξεχνάμε και τις απαγορεύσεις.
(Ο καφετζής φέρνει το ούζο. Τα φώτα χαμηλώνουν. Η μουσική δυναμώνει. Η Μαρία γέρνει το κεφάλι της πάνω στα ενωμένα γόνατα του στρατιώτη ενώ με τα χέρια της αγκαλιάζει τις κνήμες του. Ο στρατιώτης πίνει μεμιάς το ούζο. Τα φώτα σβήνουν και μένουν σβηστά για λίγο. Η μουσική χαμηλώνει. Όταν τα φώτα ανάβουν, ο καφετζής βρίσκεται στον πάγκο του, ο στρατιώτης και η Μαρία είναι στις ίδιες θέσεις. Το όπλο του στρατιώτη κρέμεται στη ράχη της καρέκλας του)
ΣΤΡ
Ξέρεις κι άλλες τέτοιες ιστορίες;
ΜΑΡ
Αμέτρητες.
ΣΤΡ
Πού τις έμαθες;
ΜΑΡ
Είμαι γυναίκα.
(Μικρή παύση)
ΣΤΡ
Μπορούμε να μείνουμε για πάντοτε έτσι;
ΜΑΡ
(σηκώνεται)
Όχι. Πρέπει να πάμε στην Αθήνα. Ξέχασες;
ΣΤΡ
Όχι.
(Η μουσική παύει. Το χέρι του στρατιώτη πηγαίνει εκεί που έπρεπε να είναι το πιστόλι του. Βλέπει ότι λείπει. Σηκώνεται ορθός)
Το όπλο μου! Πού είναι το όπλο μου;
ΜΑΡ
(Του το δίνει)
Να ’το στρατιωτάκι
(Ο στρατιώτης το φοράει)
ΚΑΦ
(κοιτάζοντας έξω)
Ο Στάθης!
(Ο στρατιώτης κάθεται. Μπαίνει ο Στάθης)
ΣΤΑΘΗΣ (ΣΤΑ)
Γεια σου Μαρία. Γεια σου Φίλιππα.
(Αγκαλιάζει απελπισμένα τη Μαρία και φιλιούνται)
ΜΑΡ
(στο στρατιώτη, ενώ κάθεται με το Στάθη στο διπλανό τραπεζάκι)
Με συγχωρείς για λίγο στρατιωτάκι.
(Πιάνει τα χέρια του Στάθη)
Είσαι παγωμένος. Θα πάρεις κάτι;
ΣΤΑ
Ένα ούζο Φίλιππα.
(Κοιτάζει προς τον στρατιώτη και μετά τη Μαρία)
ΜΑΡ
(Χαμογελάει προς το στρατιώτη και γυρίζει στο Στάθη καθησυχαστικά)
Είναι φίλος.
(Στρέφει πάλι προς το στρατιώτη και στρογγυλεύει τα χείλια της σε κίνηση φιλήματος)
ΣΤΑ
(Ησυχασμένος)
Μωρό μου δε θα μείνω. Βιάζομαι.
(Ο καφετζής φέρνει το ούζο)
Έχω ραντεβού με το δικηγόρο.
(Πίνει το ούζο)
ΜΑΡ
Άλλο ένα ντροπαλέ. Κι ένα για μένα.
ΣΤΑ
Από πότε πίνει το μωρό μου;
(Με ενδιαφέρον)
Συμβαίνει τίποτα;
ΜΑΡ
(Γελαστή)
Τι μπορεί να συμβαίνει στη Μαρία όταν την αγαπάνε τόσοι άντρες; Τι μπορεί άσχημο να συμβεί στη Μαρία; Ό,τι γίνεται είναι μέσα στο παιχνίδι. Και ό,τι γίνεται μέσα στο παιχνίδι είναι καλό. Είμαι γυναίκα. Τι κακό μπορεί να συμβεί σε μια γυναίκα; Αλλά είπες ότι βιάζεσαι. Μίλα λοιπόν. Αν πάλι δε βιάζεσαι τότε πάμε δίπλα να τα πούμε με την ησυχία μας.
(Στον καφετζή)
Ντροπαλέ, είναι ακόμα εκεί το κρεβάτι;
ΚΑΦ
Και μάλιστα προχτές το ’βαψα.
(Η Μαρία κοιτάζει ερωτηματικά το Στάθη)
ΣΤΑ
(πίνει και το δεύτερο ούζο)
Όχι Μαρία, αλήθεια βιάζομαι.
ΜΑΡ
Σε βλέπω. Τότε μίλα λοιπόν…
ΣΤΑ
Δεν ξέρω πώς να στο πω. Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι να σκέφτομαι και να σκέφτομαι. Όμως πρέπει να στο πω. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Πρέπει να κάνω ό,τι μπορώ για να γλιτώσω.
ΜΑΡ
Και τι μπορεί να ’χεις κρυφό από το Μαράκι; Από το Μαράκι σου; Που σ’ αγαπάει και το αγαπάς;..
(Του φιλεί το χέρι)
Και τι μπορεί να σε βασανίζει και να μη μου το πεις αμέσως;
ΣΤΑ
Μαρία…
(Η Μαρία τον βλέπει στα μάτια κινώντας το κεφάλι της ενθαρρυντικά)
Μαρία, ο πρωτευουσιάνος είναι ερωτευμένος μαζί σου. Θυμάσαι που είχε έρθει να με δει και συναντηθήκαμε οι τρεις μας στο σπίτι σου; Λέει πως τον έχεις ξετρελάνει και μου ζήτησε να μεσολαβήσω σε σένα και να του κλείσω ραντεβού μαζί σου. Μόνο έτσι λέει θ’ αποσύρει τη μήνυση. Περιμένει την απάντησή μου σήμερα. Αν του απαντήσω θετικά θα μου δώσει ένα χρόνο προθεσμία για τα χρωστικά.
(Σκύβει το κεφάλι και περιεργάζεται το ποτήρι του, στριφογυρίζοντάς το στο χέρι του)
ΜΑΡ
Λοιπόν;
ΣΤΑ
Λοιπόν…
(σηκώνει το κεφάλι και βλέπει τη Μαρία)
Τι λοιπόν;
ΜΑΡ
Αυτό ήταν όλο;
ΣΤΑ
Θέλεις κι άλλο;
ΜΑΡ
Αυτό ήτανε που σ’ έκανε να μένεις ξάγρυπνος όλη τη νύχτα; Σκέφτηκες έστω και για μια στιγμή πως το Μαράκι θα σου ’λεγε όχι σε ό,τι του ζητούσες;
(τον φιλάει)
Πες του λοιπόν του πρωτευουσιάνου μας ότι μιαν απ’ αυτές τις ημέρες θα του τηλεφωνήσω και θα πάω να τον βρω.
ΣΤΑ
(έκπληκτος)
Θα πας εσύ στην Αθήνα;
ΜΑΡ
Ναι. Εγώ θα πάω.
(στον εαυτό της)
Ταιριάζουν όλα.
(Σηκώνεται και περπατάει σκεφτική. Μετά λίγα βήματα:)
Ο καημενούλης μου ο πρωτευουσιάνος! Έτσι ασχημούλης που είναι δε θα τον πλησιάζει θηλυκό… πόσο θα υποφέρει… και τι δειλός θα πρέπει να είναι για να μην μπορεί να μου το πει ο ίδιος… α! τον καημενούλη!
ΣΤΑ
Μαράκι…
ΜΑΡ
Ναι γλύκα…
ΣΤΑ
Πρέπει να φύγω.
ΜΑΡ
Δώσε μου το τηλέφωνο του ασχημούλη μου και πήγαινε.
ΣΤΑ
(της δίνει μια κάρτα)
Να η κάρτα του.
ΜΑΡ
Τι κομψή καρτούλα! Δείχνει ευαισθησία.
(Βάζει την κάρτα στην τσάντα της)
Το ξέρεις πως κάνει κρύο; Χωρίς παλτό θα πουντιάσεις.
ΣΤΑ
Το έχω αφήσει στο Σταθμό. Θα το πάρω φεύγοντας.
ΜΑΡ
Άντε, πήγαινε.
(Ο Στάθης κοντοστέκεται)
Πήγαινε… θ’ αργήσεις.
ΣΤΑ
Ναι… πάω…
(δε φεύγει)
ΜΑΡ
(δείχνει το Στάθη στον στρατιώτη)
Ορίστε! Κάτι σκέφτηκε, πάλι δεν το λέει και το βράδυ πάλι θα μείνει ξάγρυπνος…
(στο Στάθη)
Μίλα γλύκα…
ΣΤΑ
Πότε θα πας στην Αθήνα;
ΜΑΡ
Σήμερα. Γιατί;
ΣΤΑ
Μαράκι… η Αθήνα είναι μεγάλη. Μπορεί και να σ’ αρέσει. Μη μείνεις…
ΜΑΡ
(αγκαλιάζει το Στάθη)
Το κουτό μου! Το μικρό μου! Το φοβιτσιάρικό μου! Πήγαινε κουτέ και μη φοβάσαι. Το σπίτι μου είναι εδώ. Οι άντρες μου είναι εδώ. Εδώ μ’ αγαπούν. Εδώ θα μείνω για πάντα.
(Χαϊδευτικά προστατευτικά)
Φύγε… φύγε…
(τον φιλάει)
ΣΤΑ
Γεια!
(φεύγει τρέχοντας)
ΜΑΡ
Γεια!
(Στον εαυτό της)
Ο γλυκούλης μου ο Στάθης να ντρέπεται να μου το πει… ο ασχημούλης μου ο πρωτευουσιάνος να ντρέπεται να μου το ζητήσει…
(Στο στρατιώτη που μέχρι τώρα παρακολουθούσε αμίλητος)
Κουτοί δεν είναι οι άντρες;
ΣΤΡ
(Σιγά, ήρεμα)
Πάμε να φύγουμε. Δεν ξέρω τι είναι οι άντρες.
ΜΑΡ
Θα στο πω εγώ. Ναι, είναι κουτοί. Κουτά αξιολάτρευτα πλάσματα. Αλλά εσύ είσαι ένα παιδί. Ένα γλυκούτσικο, μικρούτσικο παιδάκι. Γι αυτό δεν ξέρεις ακόμα. Πάμε λοιπόν στην Αθήνα. Τώρα θέλω να πάω κι εγώ εκεί.
ΣΤΡ
(στον ίδιο τόνο)
Μαρία…
ΜΑΡ
Ναι…
ΣΤΡ
Μαρία, μια μέρα θα βρεθείς μόνη. Όλοι αυτοί που τώρα σε χρειάζονται, κάποτε θα σε διώξουν. Το ’χεις σκεφτεί αυτό; Τι θα κάνεις τότε;
ΜΑΡ
(Με σιγουριά κι ευαισθησία)
Στρατιωτάκι στρατιωτάκι, είσαι παιδί ακόμα. Όταν δίνεις κανένας δε σε διώχνει. Η γλωσσίτσα σου είπε στραβά ό,τι σωστά σκέφτηκε το μυαλουδάκι σου. Πως δηλαδή θα ’ρθει κάποια μέρα που οι άντρες δε θα θέλουνε τον έρωτά μου. Ποιος είπε όχι στρατιωτάκι; Μα ακόμα και τότε εγώ θα ’μαι
γυναίκα. Και πάντοτε οι άντρες θα θέλουνε να παίρνουν. Η χαρά του δοσίματος ποτέ δε θα μου λείψει. Τότε δε θα ’χω έρωτα να τους δώσω. Μα ο έρωτας είναι ένα μόνο από τα τόσα που μια γυναίκα μπορεί να δώσει. Τα φιλιά και τα χάδια του έρωτα κάποτε σταματάνε. Μα πάντοτε μένουνε τα φιλιά και τα χάδια της αγάπης. Ό καλός ο λόγος. Το αλάφρωμα του πόνου… Πάντοτε στρατιωτάκι οι άντρες θέλουνε να παίρνουν. Ό,τι να ’ναι. Και πάντοτε εγώ που είμαι γυναίκα θα δίνω. Το παιχνίδι ποτέ δεν τελειώνει γιατί είναι ατελείωτες και οι ανάγκες και τα δοσίματα. Έχεις δει ποτέ σου ένα γατάκι φοβισμένοι; Ένα πουλάκι να παγώνει μες στο κρύο; Ένα δεντράκι απότιστο; Όλα τούτα για να υπάρξουνε ζητούνε κάτι. Και να η γυναίκα έτοιμη να δώσει και να διώξει το φόβο, το κρύο, την ξέρα… κατάλαβες στρατιωτάκι;
ΣΤΡ
(σιγά)
Πάμε.
ΜΑΡ
Πάμε.
(Στριμώχνεται ζεστά στο αριστερό μπράτσο του στρατιώτη ενώ εκείνος προσπαθεί να παραμείνει όσο μπορεί αλύγιστος, κι έτσι βγαίνουν ενώ ο καφετζής τους κοιτάζει)
Γεια σου ντροπαλέ!
(Ο καφετζής σηκώνει το χέρι του και χαιρετάει)
 
                                  ΑΥΛΑΙΑ