Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

ΠΟΡΝΗ
ή
Η ΚΑΤΑ ΧΟΛΙΑΣΤΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙA
[το (ανθρώπινο) δράμα σε πράξεις πέντε]

ΤΟΠΟΣ: Όλες οι πράξεις του έργου διαδραματίζονται στον Παράδεισο.
ΧΡΟΝΟΣ: Ο της εμφάνισης του ανθρώπου.

(πρώτη και δεύτερη πράξεις)



ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Τόπος: Ενδιαίτημα του Θεού.
Πρόσωπα: Θεός, Αδάμ, Γαβριήλ, Εωσφόρος.


ΘΕΟΣ

Να ’μαι μονάχος πάλι να βαδίζω.
Να ’μαι μονάχος πάλι να κοιμάμαι.
Μόνος στον Κήπο μου να περπατάω
Και να μετράω αργά τα βήματά μου.
Και οι στρατιές πιο πέρα των αγγέλων
να ψάλλουν... και να ψάλλουν... και να ψάλλουν...
(δυνατά)
ΣΙΩΠΗ!
(Οι ψαλμωδίες σταματούν)
Βαρέθηκα τις ψαλμωδίες.
Κι η ησυχία όμως με βουρλίζει.
Είμαι αθάνατος. Και είμαι αιώνιος.
Είμαι ο άναρχος Θεός. Ο Μέγας.
Ο Ένας και ο πάντοτε υπάρχων.
Και στους αιώνες μένω των αιώνων
Μόνος στο ουράνιο μου το σπίτι μέσα.
Μες στην ουράνια μόνος μοναξιά μου.
Η Μοναξιά! Το ανήμερο θηρίο
Που ό,τι θάλλει εκείνη το μαραίνει.
Μα ποιος από τους άλλους τη γνωρίζει;
Κι αν κάποιος τήνε γνώρισε, ποιος είναι
που όπως εμέ τόνε κατέχει αιώνια;
A! Της ψηλότερης κορφής μονάξα!
Και τι δε θα ’δινα να μη σε νιώθω!
Ειν’ η μονάξα του θεού η παρέα!
Μα να ’τανε αυτή μονάχα! Oι έγνοιες
Που μου παιδεύουν το σοφό το νου μου
Είναι περσότερες από τους κόκκους
Που ’βαλα μες στα βύθη της θαλάσσης.
Γιατί από μένα όλα περιμένουν.
Αμ! οι ανάγκες που ’χω και οι χρείες;
Και να σκεφτείς ότι θα πουν για μένα
πως τάχα είμαι ένα Όν χωρίς ανάγκες.
Πόσο πολύ να μη με ξέρουν πρέπει
Για να μπορέσουνε κι αυτό να πούνε.
Να ’σαι Θεός μεγάλη δυστυχία...
Και ολ' αυτά μ’ έχουν πολύ κουράσει.
Τι να την κάνω εγώ την αιωνιότη
Αφού βαριεστημάρα μ’ έχει αδράξει
Και τόσο είμαι απογοητευμένος;
Νομίζω να γερνάω έχω αρχίσει.
Φορές μου φαίνεται πως με την πρώτη
Αναποδιά που θα βρεθεί μπροστά μου
Θα καταρρεύσω. Τόσο χάλια νιώθω.
Ενώ ο Εωσφόρος... σαν παιδάκι...
Τι κάνει ο άτιμος και δε γερνάει-
Πουλάει την ψυχή του στον εαυτό του;..
Μα βέβαια! Τι έγνοιες να ’χει εκείνος...
Τo μόνο βάσανό του είναι το πότε
θα διώξει εμένα για να κυριαρχήσει.
Τουλάχιστον αυτός σκοπό έχει κάποιον.
Όμως εμέ ποιος είναι ο σκοπός μου;
Το Τίποτα η Ουσία μου γεμίζει
Και νόημα παίρνουν από μένα όλα.
Εγώ όμως από ποιόνε νόημα παίρνω;
Ο προορισμός ποιός είναι ο δικός μου;
A! Μα το ξέρω: είναι να υπάρχω
Και όλα μέσα μου να συντελούνται.
Όμως γιατί-γιατί να συντελούνται;
Γιατί όλη ετούτη η ιστορία;
Ούτε όταν Πνεύμα ήμουν και γυρνούσα
Κι η Χάρη όλη κι όλη μου η Δόξα
Σε με και από με πηγαινοερχόταν,
Ούτε σα θέλησα μορφή ν’ αλλάξω
Και νέα μια υπόσταση να πάρω-
Και πριν και τώρα τίποτα δεν ήρθε
στην ύπαρξή μου δίκιωση να φέρει.
Και πώς να ’ρθεί αφού δεν το ’χω φτιάξει.
Ναι. Φαίνεται πως όλα όσα έχω
Στο γυρω χώρο μου εγώ φτιαγμένα,
δεν ήτανε αυτά που μου ταιριάζουν.
Αλλά εγώ το δίχως άλλο φταίω
Που ζήτησα τη γνώμη των αγγέλων.
Όταν τους γνώρισα την πρόθεσή μου
Λες τίποτ’ άλλο δεν επεριμέναν
Και: «φτιάξ’ τον ουρανό», «φτιάξε τ' αστέρια»
«Φτιάξε τον Κήπο», «φτιάξε το φεγγάρι»
Όλο παραγγελιές τέτοιες μου δίναν
Σαν όλα έτοιμα από πριν να τα ’χαν.
Κι εγώ τους άκουγα, γιατί παιχνίδι
ωραίο ήτανε να πλατσουρίζω
μες στα νερά και λάσπες να ζυμώνω.
Και ούτε όχι να τους λέω δε θέλω.
Ακόμα κι όταν μου ’φερναν τα σχέδια
Για κάθε τι, κάτι μικροδιορθώσεις
Μονάχα έκανα, και τίποτ’ άλλο.
«Στον Κήπο τώρα  φτιάξε και κοιλάδες.
Και ποταμούς. Και θάλασσες. Και όρη».
Και τα ’φτιαξα κι εγώ-τ’ είχα να χάσω.
Κι αφού ολ’ αυτά τα είχα τελειωμένα
Ήρθε μια μέρα ο Γαβριήλ και μού ’πε
πως είναι κρίμα όλ’ αυτά οι αγγέλοι
Να τα χαιρόμαστε κι εγώ μονάχα:
«Φτιάξε στον Κήπο μας ζωή », μου είπε.
«Κάνε να χαίρονται κι άλλων τα μάτια
Το θάμα αυτό εκτός απ’ τα δικά μας».
Και του ’κανα τη χάρη κι ησυχάσαν
Κι ο Γαβριήλ κι οι πάλλευκες στρατιές μου.
Και πάλι τίποτα δε μου ζητήσαν.
Φυτά και ζώα πολύ τους διασκεδάζαν
Και παίζανε μαζί τους και γελούσαν.
Εγώ αφού τα χάζεψα λιγάκι
πάλι εκλείστηκα στη μοναξιά μου-
Κτήνη που τίποτα δεν ενογούσαν.
Τότε κι εγώ έπλασα τον Αδάμη.
Ήθελα κάποιον να μιλώ μαζί του
Κι όχι πρωί και βράδυ να με ψέλνει.
Κι ήθελα κάποιονε που να μου μοιάζει.
Καλή κουβέντα! Να τ’ ήθελα να ’χω!
Και συντροφιά για να περνά η ώρα
Της ατελείωτης της μοναξιάς μου
Μέσα στο τέλμα της αθανασίας.
Αυτό ενόμιζα μόνο πως θέλω.
Χωρίς λοιπόν κανέναν να ρωτήσω
έπλασα τον Αδάμ. Χαμένος κόπος.
Έξυπνος είναι και καλός, δε λέω.
Και κουβεντιάζει όμορφα κι ωραία-
κι αλλιώς βέβαια να ’ταν δεν μπορούσε
Αφού είν’ εικόνα μου κι ομοίωσή μου.
Μα πάλι ικανοποίηση δε βρήκα.
Κάτι μου λείπει που κι εγώ ακόμα
Θεός κι ας είμαι, τ’ είναι δεν το ξέρω.
Αλλά σε ποιον να πω και τι συμβαίνει:
Ότι Θεός εγώ και όμως πλήττω;
Όμως και τον Αδάμ δεν τόνε βλέπω
Να ’ναι χαρούμενος όσο το αξίζει
ο κόσμος που τριγύρω του απλώνει.
Έρχεται, κουβεντιάζουμε σα φίλοι,
Μα η κουβέντα ούτε αυτόν γεμίζει.
Και φεύγει από κοντά μου λυπημένος.
Μα να ’τον που έρχεται πάλι να μ' έβρει.

(στον Αδάμ που πλησιάζει)
Καλώς τον τόν Αδάμ.
ΑΔΑΜ
Καλώς σε βρήκα.
ΘΕΟΣ
Πώς πέρασες τη μέρα σου; Ωραία;
ΑΔΑΜ
Τη μέρα τη δική σου πες. Εσύ ’σαι
Τη μέρα και τη νύχτα που ’χεις φτιάξει,
Καθώς και μένα κι όληνε την πλάση.
ΘΕΟΣ
Ωραία. Τη δική μου την ημέρα.
Πώς την επέρασες;
ΑΔΑΜ
Όπως συνήθως.
Στα δέντρα ανάμεσα έχω βαδίσει,
Εκοίταξα τον ήλιο ν’ ανατέλλει,
Συντρόφεψα τα ζώα μες στο δάσος,
Έφαγα λίγα απ’ τα πολλά τα φρούτα,
Κοιμήθηκα τ’ απόγεμα λιγάκι,
Και να, επέρασε και τούτη η μέρα.
ΘΕΟΣ
Και σήμερα όμως άκεφο σε βλέπω
καθώς συνήθως τώρα τελευταία.
ΑΔΑΜ
Και βέβαια. Πώς ήθελες να είμαι;
Όλο τα ίδια βλέπω και ακούω.
Τον Κήπο μας τον ξέρω πλέον απέξω.
Είναι καλός, δε λέω. Η πρασινάδα,
Τα δέντρα τα ψηλά και τα μεγάλα,
οι θάμνοι, τα ρυάκια, τα λουλούδια,
Τα ζώα που όλο παίζουνε μαζί μου…
Μα τα βαρέθηκα ολ' αυτά και θέλω,
έτσι όπως μ’ έκαμες να με χαλάσεις.
ΘΕΟΣ
Ωραία όλα τα ’χεις κανονίσει.
Μα δε ρωτάς και τη δική μου γνώμη.
Ο,τι έφτιαξα καλά είναι καμωμένο
Κι είναι καλό αφού σε μένα αρέσει.
Δε βλέπω το γιατί να σε χαλάσω.
ΑΔΑΜ
Γιατί δεν έχω τίποτα να κάνω.
Γιατί τα γνώρισα όλα. Γιατί έχω
και σένα και τον όμορφό σου Κήπο
τελείως βαρεθεί. Και γιατί θέλω
η ιστορία αυτή να τελειώσει.
ΘΕΟΣ
Καταλαβαίνω την κατάστασή σου.
Γιατί κι εγώ Αδάμ-το λέω σε σένα
Που είσαι φίλος μου-το ίδιο νιώθω.
Αθάνατος, αιώνιος και μονάχος.
Για σκέψου. Μοναχός μου μες στον κόσμο,
Χωρίς κανένανε να του μιλήσω.
Μα συ μπροστά στα χρόνια τα δικά μου
Είσαι ένα νήπιο. Κι εβαρέθης κιόλας;
Να σε χαλάσω λες! Ο εγωϊσμός σου
Να μ’ αγνοείς ολότελα σε σπρώχνει.
Δε σκέφτεσαι και πάλι πως θα μείνω
Mονάχος μου στα χάη των Συμπάντων.
Αδάμ βαδίζουμε τον ίδιο δρόμο.
Kι αν και πολύ δε με βοηθάς, ωστόσο
Καλλίτερα κανείς να ’χει παρέα,
Παρά μονάχος, έρημος να υπάρχει.
Όλα σού τα ’χω δώσει. Κι ούτε πόνους
ούτε ποτέ αρρώστιες δε θα νιώσεις,
Ούτε του θάνατου το κρύο λεπίδι.
Απόλαυσε αυτά σου τα προνόμια
Και χαίρου τη ζωή που σου ’χω δώσει.
ΑΔΑΜ
Τι λέξεις ειν’ αυτές που είπες τώρα;
Αρρώστια, θάνατος, λεπίδι, πόνος,
Καμία τους δεν έχω ξανακούσει.
ΘΕΟΣ
Κι ούτε ποτέ θα τις ακούσεις πάλι.
Για πες μου κάτι όμως Αδάμ και συ.
Οι Ποιητήςοι δε σου κάνουνε παρέα;
ΑΔΑΜ
Μου κάνουνε. Μα όληνε την ώρα
θέλουν να τραγουδούν ύμνους σε σένα.
Και θέλουνε κι εγώ να κάνω το ίδιο.
Μ’ αρέσει αυτό και μένα, πέρα όμως
Από ’να όριο, βαρετό μού μοιάζει.
Έτσι και των αγγέλων η παρέα
Στο τέλος καταντάει βαρεμάρα.
ΘΕΟΣ
Δίκιο σου δίνω στα παράπονά σου.
Τo να σε πλάσω έλεγα πως θα ’ναι
Καλό και για τους δυο μας. Αλλά όχι.
Δεν είχε για κανέναν μας ωφέλεια.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Κάθε τι που ’γινε, τις ρίζες του έχει
Σε μια στιγμή του περασμένου χρόνου
Kαι σε μιαν άλληνε στιγμή τελειώνει.
Μα όταν ένας πιάνει να δηγάται
Των δυο στιγμών ανάμεσα το μήκος,
Όσα γνωστά να παραλείπει πρέπει
Kι όσα δεν ενδιαφέρουν να ξεχνάει.
Έτσι κι εγώ δε θα σας πω τα λόγια
Που στον Αδάμ είπε ο Θεός να δείξει
Πόσα καλά στη ζήση του ’χει δώσει,
Ούτε τα λόγια του Αδάμ θα γράψω
Που ευχαριστώντας είπε στο θεό του,
Αλλά θα πω πού έφτασε η κουβέντα
Αφού ό,τ’ είπαν είπαν ένας κι άλλος.
ΘΕΟΣ
Γι αυτό Αδάμ πέρασε απ’ το μυαλό μου
Να φτιάξω έναν Κήπο πιο μεγάλο
για σένα, και σε κείνον να σε βάλω.
Περσότερα τα ζώα και τα φυτά του,
Πιο πλούσια τ’άνθη του και τα νερά του.
Και σκέφτομαι τη μέρα να μικρύνω
Που πιο πολύ τη νύχτα να κοιμάσαι
Kι εύκολα ομορφιά να μη χορταίνεις.
ΑΔΑΜ
Περσότερες ημέρες θα βαστάξει
κι η περιέργεια κι η περιήγηση μου,
μα πάλι θε’ μου η ανία θα ’ρθει.
Σε ικετεύω θε’ μου-χάλασέ με.
ΘΕΟΣ
Θέλεις να φτιάξω –τα νερά σ’ αρέσουν;-
ένα ποτάμι ατέλειωτα μεγάλο
Και να σου δώσω μια μικρή βαρκούλα
Να μπαίνεις μέσα της όποτε θέλεις;
Θες ένα ζώο μεγάλο να σου φτιάξω
Στην πλάτη του γοργά να σε πηγαίνει
για όμορφα ταξίδια μες στον Κήπο;
Θέλεις φωνή να δώσω στα πουλάκια
Και να μιλάς μαζί τους αν δε θέλεις
Με μένα να μιλάς;
ΑΔΑΜ
Όχι Θεέ μου.
Έχω ποτάμια και πουλιά και ζώα.
Και στο ποτάμι μέσα ένα ξύλο
έριξα και βαρκούλα το ’χω κάνει.
Και τα πουλιά μού κελαηδούν. Και ζώα
Πολλά καβαλικεύω και με πάνε.
Ανώφελα όλα. Θε’ μου χάλασέ με.
ΘΕΟΣ
Ο Θεός μονάχα φτιάχνει. Δε χαλάει.
Κι αφού να βρούμε δεν μπορούμε λύση
θα πω να ’ρθούν μπροστά μας οι αγγέλοι
Που ξέρουν και καλά με συμβουλεύουν
Να δω τι θα μου πουν. Μπορεί εκείνοι
Καινούργια μιαν ιδέα να μας δώσουν
Που απ’ το αδιέξοδό μας να μας βγάλει.
(δυνατά)
ΓΑΒΡΙΗΛ!

ΓΑΒΡΙΗΛ
(φωνή του απέξω)
Εδώ Θεέ!
ΘΕΟΣ
Σε θέλω. Έλα μέσα!
(Μπαίνει ο Γαβριήλ)
Γαβριήλ, ο κόσμος μου ο στηριγμένος
Απάνω στα σχεδιά σας, δε μ’ αρέσει.
Δε σε κατηγορώ. Εγώ είμαι κείνος
Που τα ’κανα ολ’ αυτά γιατί εβρήκα
Σωστά τα σχέδια που μου είχες φέρει.
Μα o Αδάμ σ’ αυτό τον κόσμο πλήττει.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Με συμπαθάς αλλά δική σου σκέψη
Κι έργο δικό σου ο Αδάμ Θεέ μου.
ΘΕΟΣ
Σου ’πα πως δε σου ρίχνω κατηγόρια.
Μα τώρα δα ζητώ τη συμβουλή σου.
Κάτι για τον Αδάμ πρέπει να κάνω
Γιατί ευχαρίστηση δε βρίσκει λέει
Στον Κήπο πια. Λέει πως πλέον έχει
όλες του βαρεθεί τις ομορφάδες.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Καλά τον βλέπω τώρα τελευταία
Να κάθεται μονάχος σε μιαν άκρη
Και σα να συλλογιέται. Και μια μέρα
Να κλαίει τον είδα λάθος αν δεν κάνω.
Παραξενεύτηκα γιατί θαρρούσα
Μου είχες πει πως είναι κατ’ εικόνα
Kαι καθ’ ομοίωσή σου ποιημένος.
ΘΕΟΣ
Είναι. Δεν έκλαιγε. Καλά δεν είδες.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Λοιπόν... δεν είμαι ο μόνος που τον είδα.
Μαζί μου ήτανε κι o Εωσφόρος.
Και μου ’πε πως κι αυτός έχει προσέξει
Πως, λέει, ο Αδάμ στενοχωριέται.
Αν είναι δυνατόν... Στον Κήπο μέσα...
ΘΕΟΣ
Να ξέρεις δεν μπορείς-εσύ ’σαι πνεύμα-
πώς σκέπτεται ο Αδάμ ο χωματένιος.
Και μην ξεχνάς ότι Θεός δεν είσαι.
Κράτα λοιπόν τα συμπεράσματά σου
και τις εκπλήξεις για τον εαυτό σου.
Θέλεις-μάλλον μπορείς- να με βοηθήσεις;
Τί άρχισες τις ιστορίες πάλι;
Περιορίσου σ’ ό,τι σου ζητάω.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Αυτό κάνω Θεέ. Κι αν τον Εωσφόρο
Στην ομιλία μου έχω αναφέρει
Είναι γιατί μου είπε πως γνωρίζει
Τι λείπει απ’ τον Αδάμ και πως εκείνος
Μπορεί να βρει στο πρόβλημά του λύση.
Μα σημασία δεν του είχα δώσει.
Ούτε τον ρώτησα τι εννοούσε.
Όμως με κάλεσες εσύ και βλέπω
Πως θεία είναι βούληση δικιά σου
Να διώξεις του Αδάμ τη στενοχώρια.
Γι αυτό το θάρρος παίρνω και στο λέω.
ΘΕΟΣ
Τράβα λοιπόν να μου τόνε φωνάξεις.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Πηγαίνω.
(βγαίνει)
ΘΕΟΣ
(μιλώντας στον εαυτό του)
Αν και δεν του ’χω διόλου εμπιστοσύνη
Μα το μυαλό του κατεβάζει ιδέες.
Αλήθεια, αυτός μπορεί να με βοηθήσει.
Μα όμως πρέπει και να τον προσέχω-
Όποτε δυσκολίες είχα κάπου
Αυτός για όλα ήταν η αιτία.
Και ύστερα μου ζήταγε συγγνώμη.
Κι εγώ τι- να ’κανα... τον συγχωρούσα.
Και τώρα ακόμα που ’πλαθα τον κόσμο
Συνέχεια ερχότανε και μου γινόταν
Στο πλάσιμό του για να με βοηθήσει.
Δεν του το επέτρεψα γιατί εφοβόμουν
πως κάποια ζαβολιά θα μου σκαρώσει.
Και τον κυνήγησα. Όμως δε θέλω
Και από σύμβουλό μου να τον χάσω.
Μα να ’τον που ’ρχεται! Γεια σου Εωσφόρε!
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Θεέ μου χαιρετώ. Στις διαταγές σου.
ΘΕΟΣ
Έχεις προσέξει ο Αδάμ πως πλήττει.
Μου το ’πε ο Γαβριήλ. Και μου ’πε ακόμα
Πως κάποιο σχέδιο έχεις στο μυαλό σου
Που την ανία του θα θεραπεύσει.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Είναι πολύ απλό.
(στον Αδάμ)
                              Έχεις προσέξει
Αδάμ, ότι φορές φορές τα ζώα
Το ’να με τ’ άλλο σμίγουν και κολλάνε,
Και λίγο μένουν έτσι πριν χωρίσουν;
Και μετά λίγες ώρες ή και μέρες
πάλι συσμίγουνε-πάλι κολλάνε;

ΑΔΑΜ
Ναι. Το ’χω δει. Λοιπόν και τι με τούτο;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Αυτή ’ναι όλη τους η ευτυχία.
ΑΔΑΜ
Δεν είν’ αλήθεια αυτό που λες. Γιατί έχω
Πολλές φορές κι εγώ επάνω ανέβει
Σε ζώα ένα σωρό, και άλλα τόσα
παίρνω στην αγκαλιά μου και χαδεύω.
Τα σφίγγω και με σφίγγουνε, μα όμως
Καμία ευτυχία έτσι δε νοιώθω.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Αδάμ Αδάμ δουλεύει το μυαλό σου
Μα όχι όπως πρέπει. Είδες ποτέ σου
Αγκαλιασμένο λύκο με λιοντάρι;
Είδες ελέφαντα πάνω σ’ αρκούδα;
Αδάμ τα ζώα ίδια πρέπει να ’ναι
Να νιώσουνε αν θέλουν ευτυχία
Με το σφιχτό εκείνο αγκάλιασμά τους.
ΑΔΑΜ
Πρέπει λοιπόν το θεό μας ν’ αγκαλιάσω;
Μόνος αυτός μου μοιάζει απ’ όλα γύρω
Τα ζωντανά τα πλάσματα που βλέπω.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Όχι Αδάμ. Δεν είναι ο Θεός μας
Εκείνος που θα πρέπει ν' αγκαλιάσεις.
Πρέπει να είναι κάποιος σαν και σένα.
Δηλαδή όχι ακριβώς. Ας πούμε
περίπου σαν και σένα. Κι εξηγούμαι:
Αυτό το χωματένιο το κομμάτι
Που κουβαλάς ανάμεσα στα σκέλια
Πολλές φορές δε μεγαλώνει τόσο
Που σ’ εμποδίζει και να περπατήσεις
Και που δεν ξέρεις πώς να το βολέψεις;  
ΑΔΑΜ
Αλήθεια ναι. Μεγάλο δίκιο έχεις.
Και κάπου θέλω να το βάλω μέσα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Νάτο λοιπόν. Για τούτο και τα ζώα
Κολλούν το ’να με τ’ άλλo-γιατί θέλουν
Μέσα το ένα στ’ άλλο έτσι να βάλει
Τo πράμα που όπως συ έχουν καθένα.
Μα πρόσεξε! Το ζώο που θα βάλεις
Μέσα του το κομμάτι το δικό σου
Μορφή και όψη σαν και σένα θα ’χει,
Μα εκεί που συ αυτό το πράμα έχεις,
Εκείνο μία τρύπα θα ’χει αντίς του,
για να μπορείς συ μέσα της να βάζεις
Τo πράμα αυτό σου όταν μεγαλώνει.
Κι αυτή θα ’ν' όλη σου η ευτυχία.
Έτσι θα πάψεις να στενοχωριέσαι
Κι η Φύση ωραία τότε θα σου μοιάζει
Και πάντα αχόρταγα θα την κοιτάζεις.
ΘΕΟΣ
Λες πως γυναίκα ο Αδάμ γυρεύει…
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τι άλλο θε’ μου; Φανερό το πράγμα.
ΑΔΑΜ
Αλήθεια αυτό το πράγμα εδώ πέρα
Σα μεγαλώνει μ’ ενοχλεί Θεέ μου.
Καλά τα λέει ο Εωσφόρος. Κόψ ’το.
Έτσι κι εγώ την ησυχία μου θα ’βρω
Χωρίς κι εσύ σε βάσανα να μπαίνεις
Να κάθεσαι και ταίρι να μου φτιάχνεις.
ΘΕΟΣ
Όχι Αδάμ. Αυτή δεν είναι λύση.
Αν κάτι μοναχά έχω να κάνω
είναι αυτό που είπε ο Εωσφόρος.
Αφήστε με! Φευγάτε! Θα δουλέψω!
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Μπορώ να σε βοηθήσω...
ΘΕΟΣ
Φύγε είπα!
(Όλοι εκτός από το Θεό βγαίνουν βγαίνουν.)
Αυτό που θα ’κανα μου ’πε να κάνω.
Αυτό που έλεγα πως θ’ αποφύγω…
Δαιμόνιος. Μα του κόβει το ξερό του.


(τέλος της πρώτης σκηνής της πρώτης πράξης)



ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Τόπος: Τοποθεσία στον Παράδεισο.
Προσωπα: Εωσφόρος, Γαβριήλ.

ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(μόνος)
Όταν ακόμα δεν υπήρχε ο κόσμος,
Όταν ακόμα όλα χαμένα ήταν
Μες στην ανυπαρξία και στο κενό τους,
Προτού ακόμα ούτε το σκοτάδι
Ούτε η ευφροσύνη του να είναι,
Σαν μες στο Τίποτα δυο Εικασίες
Ακόμα ατέλεστες αναπαυόνταν
Oι σπόροι του Άπειρου και του Αιώνιου:
Η σκέψη του θεού και η δική μου.
Ώσπου η μια τραβώντας προς την άλλη
Αγγίσανε. Και τότε αρχίσαν όλα.
Οι δυο οι Βούλησές μας ορθωθήκαν
Kι άρχισε καθεμιά τους να προβλέπει
και να σχεδιάζει την τροχιά του Χρόνου
Μες στους βαθιούς τους Κύκλους του Απείρου.
Αλλ’ απ’ τα πρώτα κιόλας βήματά μας
Κι οι πρώτες μας φανήκαν διαφωνίες.
Όλα εκείνος τα ’θελε με τάξη-
Άψογη ευθεία την τροχιά του Χρόνου,
Τους κύκλους ένα κέντρο μόνο να ’χουν
κι όλα κάποια τροχιά ν' ακολουθάνε.
Και σ' ό,τι εκαταπιάστηκε από τότε
Αρμονικό και σύμμετρο το θέλει.
Εγώ την αταξία θέλω σ' όλα.
Τo ανακάτωμα και την αμάχη.
Δεν ήθελα ο Χρόνος μιαν ευθεία
Ράθυμα και ανούσια να χαράζει
Και τα κομμάτια του ν’ ακολουθάνε
Τo ένα τ’ άλλο σαν σε λιτανεία.
Τον ήθελα να στρέφει και να σπάζει,
Ν’ ανακατώνεται και να λυγίζει
Kι άσκοπα μπρος και πίσω να πηγαίνει
Χωρίς συνέπεια και χωρίς συνέχεια.
To Απειρο εγώ το ’θελα να ’ναι
Πολλές μικρές γωνιές και καθεμιά τους
Στην άλλη να χτυπά. Κι ό,τι στη μία
Θα γίνεται, τ’ αντίθετο στην άλλη.
Κι η αρμονία που με αηδιάζει
θέση στους Κόσμους μου καμιά δε θα ’χε.
Μα υπερίσχυσε η δύναμή του
Κι όπως αυτός τα θέλει τα ’χει κάνει.
Εμένα απόμερα με είχε βάλει
Κι αμέτοχον σε όλα με κρατούσε.
Kι όταν τις λεγεώνες των αγγέλων
Έφτιαξε, του είπα και για με να πλάσει
Αγγελους μερικούς που να μου μοιάζουν.
Γιατί το ήξερε πως δεν μπορούσε
Σ’ ένα μεγάλο θέμα όπως εκείνο
Και τη δική μου ν’ αγνοεί τη γνώμη.
Κι έβαλα τους Αγγέλους μου και του ’παν
Κι έφτιαξε ύλη και μ’ αυτή τον κόσμο.
Αλλά κι εδώ έκανε τα δικά του.
Τα σχέδια τ’ άλλαξε που του ’χαν πάει
Kι όλα και πάλι άνοστα γινήκαν.
Μα κάτι πρέπει να ’χω και δικό μου-
Κάπου το στρατηγείο μου θα πρέπει
Κι εγώ να στήσω. Θέλω να ορίζω
Κι εγώ μία γωνιά σ’ αυτό τον κόσμο.
Αυτός ο Κήπος είναι ότι πρέπει
Κι αυτόνε στο μυαλό μου έχω βάλει
για βασίλειό μου και για ορμητήριο
για τις επόμενές μου τις κινήσεις.
Ποτέ δεν πρόκειται να ησυχάσω
Τη δύναμη απ’ τα χέρια του αν δεν πάρω
Και μες στον κόσμο αν δεν αφεντέψω.
Νομίζω αρκετά τον έχω αφήσει
Να κάνει το δικό του. Η σειρά μου.
Και δε βαδίζω στα τυφλά. Έχω κάνει
με το μυαλό το εωσφορικό μου
αλάνθαστο ένα-ένα τέλειο σχέδιο:
Την ώρα που θα φτιάχνει τη γυναίκα
Δίπλα του εγώ θα φτιάχνω τη δική μου
Χωρίς εκείνος βέβαια να το ξέρει.
Εβαλα κι έκανε ο Σαφανίας-
Ο πιο έμπιστος απ’ όλους Άγγελός μου-
Στου θεΐκού σπιτιού τον δώθε τοίχο
Μία τρυπούλα, που απ’ αυτήν θα βλέπω
Πώς ο Θεός θα πλάθει τη γυναίκα
Και τη στιγμή την ίδια θα σκαρώσω
Και τη δική μου-τη σωστή γυναίκα.
Κι αυτήν αυτί της άλλης θα προσφέρω
Για φάρμακο στου Αδάμ τη δυστυχία.
Με όχημα εκείνην θα μπορέσω
του θεού την εξουσία να γκρεμίσω.
Μα να! O Γαβριήλ βλέπω να φτάνει.
Και σκεπτικό τον βλέπω να βαδίζει.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Τι ήτανε πάλι, αυτή σου η ιδέα
για σύντροφο του Αδάμ- τι έχεις στο νου σου;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Γαβριήλ πολύ παράξενα με βλέπεις.
Εσύ πες τι έχεις βάλει στο μυαλό σου.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Ξέρεις καλά. Νομίζω ετοιμάζεις
Κάτι κακό μ' αυτή την πρότασή σου.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Αλλά, Γαβριήλ, φιλύποπτος μην είσαι.
Τόσοι καιροί περάσαν από τότε
Που πάψαν με το θεό οι διαφορές μου.
Kαι από τότε ζούμε αγαπημένα
Εγώ κι αυτός, και σεις από κοντά μας.
Νικήθηκα. Κι απόφαση το πήρα
Πως ένας Άγγελος κι εγώ θα είμαι.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Στην τάξη δεύτερος μετά ’πο μένα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Μα σ όλα τα υπόλοιπα ο πρώτος.
Και πρώτα στο μυαλό. Έχω ιδέες
Που στη δική σου θέση θα βρισκόμουν
Αν ο πανάγαθος δεν με φοβόταν.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Θεός και να φοβάται; Πώς και σου ’ρθε;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τότε γιατί τις εξουσίες όλες
Μου πήρε από τα χέρια μου αφού ξέρει
Καλλίτερος απ’ όλους σας πως είμαι;
ΓΑΒΡΙΗΛ
Κι αν συμφωνήσω προς στιγμήν μαζί σου
Πως είσαι πράγματι καλλίτερός μας,
Αυτό δε δείχνει φόβο, μα φροντίδα.
Κανέναν δε θ’ αφήσει να χαλάσει
Ό,τι με τόση αγάπη έχει φτιάξει.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και ποιός θα του το χάλαγε; Ποιος είναι
Που θα ’θελε μαζί του να τα βάλει;
ΓΑΒΡΙΗΛ
Όποιος τη δύναμη θαρρεί πως έχει.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Οι περισσότεροι Άγγελοι δικοί του.
Κι αυτοί έχουν τις καλλίτερες ρομφαίες.
Σε μας τις άχρηστες έχει δοσμένες.
Μπορεί αυτός λοιπόν να κινδυνέψει;
ΓΑΒΡΙΗΛ
Φτάνει που θα ’μπει μόνο στον αγώνα.
Θα ’ναι και τούτο μια ταλαιπωρία
Και μία έγνοια μες στις τόσες άλλες.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Όχι Γαβριήλ. Αυτά περάσαν πλέον.
Η δύναμή μου όλη υποταγμένη
Στη θεία δύναμη. Κι αυτό το ξέρεις.
Τη γνώμη μου όμως όταν μου ζητάει
δεν πρέπει να τη δίνω από φόβο
Μη κάποιος σαν και σένα δυσφορήσει;
Γαβριήλ έχω μυαλό ανώτερό σου
Κι ανώτερο απ’ όλων των αγγέλων-
Έχω μυαλό ισάξιο του θεού μας.
Kι απόδειξη για τούτο είναι ότι
Πολλές μου συμβουλές πράξη τις κάνει.
Τι το κακό μπορείς να βρεις σε τούτο;
ΓΑΒΡΙΗΛ
Τίποτα αλήθεια όπως τα λες. Και ούτε
Η παντοδυναμία του θεού μας
Μπορεί να κινδυνέψει από σένα.
Όμως εμέ που μέσα στις δουλειές μου
Είναι και το να ξέρω τι σκαρώνεις,
Και που από πείρα ξέρω πώς δουλεύει
Και πόσο βρώμικος είναι ο νους σου,
Πάντα με υποψίες με γεμίζει
Κάθε καινούργια σου πρωτοβουλία.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Α! Γαβριήλ! Έναν πιστό ας είχα
κι εγώ καθώς εσένα έχει εκείνος...
ΓΑΒΡΙΗΛ
Λέω πως δε σου λείπουν οι πιστοί σου.
Μόνο που βέβαια δεν το φανερώνουν.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τη γνώμη δεν μπορώ να στην αλλάξω-
Δε σου την άλλαξα αιώνες τώρα.
Να σε ρωτήσω μόνο θέλω τούτο:
Είναι καλή η ιδέα μου-δε βρίσκεις
Να ’χει ένα σύντροφο ο Αδάμ στον κόσμο;
ΓΑΒΡΙΗΛ
Καλό το βρίσκω μα απαραίτητο όχι.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Πώς όχι; Δεν τον είδες πόσο πλήττει;
ΓΑΒΡΙΗΛ
Και μ' άλλες ασχολίες θα μπορούσε
Τις άδειες του τις ώρες να γεμίζει.
Τόσα μπορούσανε άλλα να γίνουν.
Μ’ αφού απόφαση ο Θεός το πήρε
παύει εμένα να μου πέφτει λόγος.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τώρα μιλάς σωστά. Τώρα στη θέση
Στέκεις αληθινά που σου αξίζει:
Εμείς διατάζουμε, σεις υπακούτε.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Φεύγω γιατί θα τσακωθούμε αν μείνω.
Πάντοτε οι καλοί θα υποχωρούνε.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τότε ειμ' ο Άγγελος της καλοσύνης.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Μάλλον ο υπηρέτης της ανάγκης.

(τέλος της δεύτερης σκηνής της πρώτης πράξης)




ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

Τόπος: Εργαστήρι στον Παράδεισο.
Πρόσωπα: Θεός, Εωσφόρος, Εύα, Πόρνη.

(Η σκηνή χωρισμένη σε δύο. Το αριστερό προς τους θεατές είναι το εργαστήρι του θεού. Το άλλο του Εωσφόρου. Στον χώρο του θεού και του Εωσφόρου από ένας πάγκος με υλικά κατασκευής ανθρώπων. )

ΘΕΟΣ
Εμπρός λοιπόν. Ας πλάσω τη γυναίκα.
Χωρίς αυτήν ο Αδάμ δύστυχος θα ’ναι.
Χωρίς αυτήν ο Αδάμ χαμένος θα ’ναι.
Ας φτιάξω μια γυναίκα να τ’ αρέσει.
Ας φτιάξω μια γυναίκα να μ’ αρέσει.
Ας φτιάξω τη γυναίκα όπως πάντα
Στους λογισμούς μου μέσα την κρατούσα.
Ας φτιάξω τη γυναίκα που η μορφή της
Από παλιά τα φρένα μου δονούσε.
Ας φτιάξω τη γυναίκα που μια νέα
Στον κόσμο ολόκληρο πνοή θα δώσει.
Πνοή γεμάτη καλοσύνη θεία.
Πνοή γεμάτη θεία ευλογία.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Εμπρός λοιπόν. Ας φτιάξω τη γυναίκα
Που στον Αδάμ τη δυστυχιά θα φέρει.
Που ο Αδάμ μ’ αυτήν χαμένος θα ’ναι.
Ας φτιάξω τη γυναίκα όπως πάντα
Στους λογισμούς μου μέσα την κρατούσα.
Ας φτιάξω τη γυναίκα που θα φέρει
To θάνατο σ’ ότι ζωή κατέχει.
Ας φτιάξω μια γυναίκα να τ’ αρέσει.
Ας φτιάξω μια γυναίκα να μ’ αρέσει.
ΘΕΟΣ
(φτιάχνει τα πόδια)
Τα πόδια να τη φέρνουν προς τον άντρα
Kι ωραία πάνω τους για να κρατούνε
Τα κάλλη και τα δώρα του κορμιού της.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(φτιάχνει τα πόδια)
Τα πόδια για να φεύγει από τον άντρα
Και κείνος από πίσω της να τρέχει.
Και πάνω τους αυτά να κουβαλούνε
Την προστυχιά και τη βρωμιά του κόσμου.
ΘΕΟΣ
(Φτιάχνει το αιδοίο)
To άνθος που τον άντρα να ευφραίνει
και δύναμη καινούργια να του δίνει.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(Φτιάχνει το αιδοίο)
Τ’ αγκάθι που τον άντρα θα πονάει
Και πίσω του σαν δούλο θα τον σέρνει.
ΘΕΟΣ
(φτιάχνει την κοιλιά)
Και τώρα την κοιλιά. Που θα γεννάει
Άσβηστους πόθους κι ηδονή στον άντρα.
Και πάνω της το τρέμουλο σταλάζω
Της σκοτεινής κι ατέλειωτης λαγνείας.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(φτιάχνει την κοιλιά)
Και τώρα την κοιλιά. Κοίτη απάτης
στης ηδονής το άπατο το ρέμα.
Kαι πάνω στ’ άσπρο δέρμα της ορίζω
Προσποίηση, σκοπιμότητα και ψέμα.
ΘΕΟΣ
(φτιάχνει τα στήθη)
Τα στήθη! Στρογγυλά σαν τα oυράνια
κι άσπρα σαν τ’ άνθη πικραμυγδαλίτσας.
Κρουστά σαν τους κρυφούς τους λoγισμoύς μου.
Xρυσάφι στα ορφανά τα χέρια του άντρα.
Η πιο γλυκιά στα χείλη του οπώρα.
Kαι όλη την ουσία εντός τους βάζω
Της θείας μου της ύπαρξης. Και δίνω
Μέσα στο γάλα το μεθυστικό τους
Τη λάμψη και την πύρα χίλιων ήλιων.
Kαι του πουλιού το πέταγμα φτερώνω
Στο σείσιμό τους όταν περπατάει.
Kαι στις μικρές τους τις θηλές ριζώνω
Του πόθου το γλυκύτερο λουλούδι.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(φτιάχνει τα στήθη)
Τα στήθη! Στρογγυλά σαν τα oυράνια
κι άσπρα σαν τ’ άνθη πικραμυγδαλίτσας.
Κρουστά σαν τον ιστό της δυστυχίας
Που θα γεμίζει η ιδέα τους τον άντρα.
Βάρος ασήκωτο στ’ αντρίκια χέρια.
Στο στόμα του φαρμακωμένο μήλο.
Και όλη την ουσία μέσα τους βάζω
της άθλιας ύπαρξής μου. Και ξεχύνω
Μέσα στο γάλα το μεθυστικό τους
Τον πόνο και την πίκρα και τη λύπη.
Και την απελπισιά μέσα πετρώνω
Σε κάθε ελπιδαπέλπιδο άγγιγμά τους.
Και στις μικρές τους τις θηλές ριζώνω
Την άρνηση και την αχαριστία.
ΘΕΟΣ
(φτιάχνει τα χέρια)
Τα χέρια. Για ν' αγγίζουνε τον άντρα
Και στα ουράνια να τόνε σηκώνουν.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(φτιάχνει τα χέρια)
Τα χέρια. Για ν’ αρπάζουνε τον άντρα
Κι ασήκωτα να τον κρατάνε χάμου.
ΘΕΟΣ
Τα μάτια. Να κοιτάζουνε τον άντρα
Μ’ υποταγή, μ’ αιδώ και με λατρεία.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τα μάτια. Να κοιτάζουνε τον άντρα
Και μ’ ένα βλέμμα τους να τον συντρίβουν.

ΘΕΟΣ
To στόμα. Η μιλιά του να χαϊδεύει
Με λόγια βάλσαμο τ’ αυτιά του άντρα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
To στόμα. Αρπαχτικό σαν του κοράκου.
Και κάθε λόγος του πηχτό φαρμάκι.
ΘΕΟΣ
Και νου στ’ ωραίο βάζω κεφαλάκι
Που να οδηγάει άσφαλτα τον άντρα
όταν εκείνος δίβουλος θα στέκει.
Κι υπακοή και πίστη το προικίζω.
Και σύνεση. Και περισσή τη γνώση.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Κι άχερα στο κεφάλι της στοιβάζω.
Και στο χαμό να οδηγάει τον άντρα
Όταν εκείνος άβουλος θα στέκει.
Και το μυαλό της τ’ αχεροπλασμένο
Με παραλογισμό κι ανευθυνότη
Και με την προδοσία το προικίζω.
ΘΕΟΣ
Και την ψυχή της δώρα τη γεμίζω.
Δροσιά και χάρη και γλυκιάν αγάπη.
Ντροπή, φιλοτιμία κι ευγνωμοσύνη.
Τόλμη κι αγάπη για το κάθε ωραίο.
Κι ευδιαθεσία. Κι υψηλοφροσύνη.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και την ψυχή της δώρα τη γεμίζω.
Κακότητα κουφότητα και φθόνο.
Εγωισμό τυφλό κι αγνωμοσύνη.
Τάση κάθε καλό να καταστρέφει.
Και αναξιότητα για την αγάπη.
Και ματαιοδοξία. Και φιλαρέσκεια.
ΘΕΟΣ
Και, προσταγή μου, τούτο το κορμάκι
Να καίγεται ολόκληρο απ’ τον πόθο.
που θα τον σβει στου άντρα την αγκάλη.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και στο κορμί που έτσι έχω φκιάοει
Αναισθησία δίνω και ψυχρότη.
Κι όταν ο άντρας αγκαλιά ζητάει
να μη τη δίνει μα να την πουλάει.
Και το φκιασίδωμα και το στολίδι
να ’ναι η μόνη ακριβή χαρά του.
ΘΕΟΣ
( ακουμπάει το χέρι του στο κεφάλι της Εύας)
Και ονομάζω τη γυναίκα Εύα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
( ακουμπάει το χέρι του στο κεφάλι της Πόρνης)
Και ονομάζω τη γυναίκα Πόρνη.
ΘΕΟΣ
(στην Εύα)
Πάρε ζωή-ο Αδάμ σε περιμένει.
(Η Εύα ζωντανεύει)
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(στην Πόρνη)
Πάρε ζωή-ο Αδάμ σε περιμένει.
Πάρε ζωή-σε περιμένει η Πλάση.
 (Η Πόρνη ζωντανεύει)
ΘΕΟΣ
Πήγαινε στον Αδάμ καλή μου Εύα.
(Η Εύα βγαίνει μπροστά και βλέπει τον Εωσφόρο που βγήκε πριν από αυτήν)
ΕΥΑ
(στον Εωσφόρο)
Μ’ έστειλε ο Θεός Αδάμ να σ’ έβρω.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Καλώς τηνε. Σε περιμένω. Έλα.
(ανοίγει μια μυστική πόρτα που το άνοιγμά της
ξεχύνει σκοτάδι)
Μπες μέσα εκεί και πρόσμενε ώσπου να ’ρθω.
 ( Η Εύα μπαίνει, πέφτοντας έτσι στα σκοτεινά χάη. Ακούγεται η φωνή της όπως πέφτοντας σε βάραθρο. Ο Εωσφόρος κλείνει την πόρτα πίσω της και πηγαίνει πάλι στην Πόρνη)
ΠΟΡΝΗ
Ω! Τι φτεράκια τρισχαριτωμένα!
Πώς θα ’θελα εγώ να τα φοράω!
Δώστα μου κι ό,τι θέλεις από μένα...
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Όπως σε ήθελα μού έχεις γίνει.
Αλλά δε σ’ έπλασα για τον εαυτό μου.
ΠΟΡΝΗ
Ω! Δεν πειράζει. Έλα! Φίλησέ με!
Έλα και το κορμί μου περιμένει
Χάδια ερωτικά και τα φτερά σου.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Άκουσ’ εδώ ζωντόβολο μια κι έξω.
Τα ψέματά σου δεν περνούν σε μένα.
Είμαι ο πλάστης σου. Αν δε μ' ακούσεις
θα σε χαλάσω όπως σ’ έχω φκιάσει.
Άκου λοιπόν χωρίς να με διακόψεις.
Τη λίγη προσοχή που σου ’χω δώσει
θέλω στα λόγια μου όλη να τη δώσεις.
Kι αν δε σου μείνει άλλη δεν πειράζει.
Δε θα τη χρειαζόσουν. Λοιπόν άκου.
Κάποτε ο Θεός μαζί με μένα
To άπειρο το σύμπαν κυβερνούσε.
Αλλά με πονηριές και μ’ ατιμίες
Κατάφερε από μένανε να πάρει
Όλες τις εξουσίες. Και μονάχος
Τους κόσμους από τότε κυβερνάει.
Ότι τ’ ανέχομαι όλα προσποιούμουν,
Γιατί δεν είχα τι να κάνω άλλο.
Αλλά κρυφά δουλεύω ώστε να πάρω
Από τα χέρια του την εξουσία.
Kι έχω ένα σχέδιο μέσα στο μυαλό μου
Που το περσότερο έχει γίνει πράξη.
Ο ρόλος ο δικός σου μένει ακόμα
Με τέχνη να παιχτεί για να μου δώσει
Τη δίκαια τη νίκη που μου πρέπει.
Μ’ αν συ ξεστράτιζες απ’ το σκοπό σου
Χαμένα θα ’ταν όλα. Κι όχι μόνο.
Αλλά και συ μαζί τους θα χανόσουν.
Κοίτα λοιπόν τριγύρω-κι αν σ’ αρέσει
Να υπάρχεις, τότε βαλ’ τα δυνατά σου
Kι ό,τι σου πω βρες τρόπο να το κάνεις.
ΠOPΝΗ
Μ’ αρέσει-ναι, που μ’ έπλασες-μ’ αρέσει.
Kαι αγαπώ και τη ζωή και σένα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Πρέπει να μ’ αγαπάς. ’Τι σ’ έχω πλάσει…
Kαι να με λίγα λόγια το σχέδιό μου:
Μες στο μυαλό έχω βάλει των αγγέλων
κι είπανε του θεού Κήπο να φτιάξει.
Kαι στον Αδάμ μια συντροφιά δώσει.
Κι έπλασε ο Θεός την Εύα. Όμως
την ίδια ώρα εγώ έπλαθα εσένα.
Kαι τη μορφή εκείνης σου ’χω δώσει.
Θεός κι Αδάμ δική τους σε θαρρούνε.
Αυτό το πιο μεγάλο σου είναι όπλο.
Τέλεια σου τα ’χω ετοιμασμένα όλα.
ΠΟΡΝΗ
Κι η Εύα;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Πάει αυτή. Στα σκότη εχάθη.
Δεν άκουσες πριν λίγο τη φωνή της;
ΠΟΡΝΗ
Την άκουσα και μια χαρά είχα νιώσει
Γιατ’ ήτανε φωνή φρίκης και τρόμου.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Έτσι λοιπόν αντίζηλο δε θα ’χεις.
Μα χρόνο ας μη χάνουμε με τούτα.
Πρέπει ο Θεός τις τόσες αδικίες
Που μου ’κανε, γοργά να τις πληρώσει.
ΠOPΝΗ
Αλλά εγώ ακόμα ούτε τον είδα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Γρήγορα θα τον δεις. Σήμερα κιόλας.
Θα τον γνωρίσεις απ' την ασκημιά του
Kι από το σκήπτρο που κρατεί στο χέρι.
Όσο για «πώς», σου ’χω τα όπλα δώσει
που δέκα θεούς μπορούνε να νικήσουν.
Στο χέρι σου καλά να τα δουλέψεις.
Λοιπόν, όταν χωρίσουμε σε λίγο,
δύσκολα ευκαιρία θα βρούμε άλλη
για να μιλήσουμε κρυφά οι δυο μας.
Ο τόπος έχει σπιούνους του γεμίσει.
Απ’ όλους τους Αγγέλους τους δικούς μου
θα εμπιστεύεσαι μονάχα έναν-
Το Σαφανία, τον υπαρχηγό μου.
Kαι να το πρώτο ποιό είναι μάθημά σου.
Θα είσαι o πιστός μου υπηρέτης.
Και θα ξεχάσεις έρωτες μαζί μου.
Για τώρα αλλιώς θα με υπηρετήσεις.
Κι άκου το δεύτερο το μάθημά σου:
Ενώ είσαι κι όνομα και πράμα Πόρνη
Για το θεό και τον Αδάμ εισ’ η Εύα.
Και τρίτο μάθημα: Είν’ ο σκοπός σου
δυστυχισμένο τον Αδάμ να κάνεις
και το θεό να ρίξεις απ’ το θρόνο.
Τ’ άκουσες;
ΠΟΡΝΗ
Τ' άκουσα καλά κύριέ μου.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και από τώρα θα με λες Εωσφόρο.
Τράβα. Και μην ξεχάσεις ό,τι σου ’πα.
ΠΟΡΝΗ
(Πηγαίνοντας προς την πόρτα σεινάμενη και κουνάμενη)
Αδάμ δυστυχής-Θεός δίχως θρόνο…
Αδάμ δυστυχής-Θεός δίχως θρόνο...
Αδάμ δυστυχής-Θεός δίχως θρόνο...
(Βγαίνει)
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τέτοια φωτιά νερό ποιο θα τη σβήσει…
Φωτιά και κείνο θα γενεί μαζί της.
Είμαι ανεπανάληπτος. Και τώρα
Να πάω. Οι Άγγελοι με περιμένουν.
Δόξα στον παντοδύναμο Εωσφόρο!

(τέλος της τρίτης σκηνής της πρώτης πράξης και της πρώτης πράξης)



ΠΡΑΞΗ  ΔΕΎΤΕΡΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Τόπος: Περιοχή όπου συχνάζει ο Αδάμ στον Παράδεισο.
Προσωπα: Πόρνη, Αδάμ.

ΠΟΡΝΗ    
Αδάμ με στέλνει ο Θεός.
ΑΔΑΜ                             
Καλώς την.
Δεν άργησε καθόλου να το κάνει.
ΠΟΡΝΗ    
Τ’ είναι το που δεν άργησε να κάνει;
ΑΔΑΜ    
Μα… να σε πλάσει. Πώς θα σε φωνάζω;
ΠΟΡΝΗ    
Εύα.

ΑΔΑΜ       
Ωραίο είναι τ’ όνομά σου.
ΠΟΡΝΗ
Τ’ όνομα βρήκες να μου πεις ωραίο;
Τόσα ωραία μου άλλα δεν τα βλέπεις;
ΑΔΑΜ
Τα βλέπω και μ’ αρέσουνε. Μα έλα,
 Θέλω ετούτο κάπου να το βάλω.
 Κι απ’ ότι μου ’χει πει ο Εωσφόρος
 Γι αυτό το λόγο συ έχεις μια τρύπα.
 Ναι… Να’ τη! Ακριβώς όπως μου τα ’πε.
 Για μένα ο Θεός σ’ έπλασε αλήθεια.
ΠΟΡΝΗ
Πήγαινε να μου φέρεις ένα μήλο.
ΑΔΑΜ
Να ’τα! Εκεί ’ναι. Και σε περιμένουν.
Απ’ όλα έχει ο καλός μας Κήπος.
 Όμως αργότερα. Τώρα σε θέλω.
ΠΟΡΝΗ
Τώρα πεινάω. Τώρα θέλω μήλο.
ΑΔΑΜ  
Πήγαινε να το πάρεις κι έλα πάλι.
ΠΟΡΝΗ  
Εσύ θέλω να πας να μου το φέρεις.
ΑΔΑΜ  
Αλλά γιατί; Ο Θεός σου ’δωσε πόδια.

ΠΟΡΝΗ
Ανάμεσα στα πόδια μου φυλάω
Την τρύπα που για σένα έχει φτιάξει
 Κι αν περπατώ πολύ μπορεί να πέσει.
ΑΔΑΜ
Αν είναι για την τρύπα πάω αμέσως.
(βγαίνει τρέχοντας)
ΠΟΡΝΗ
(στον εαυτό της)
Αν ήξερες τι έχεις να τραβήξεις
     Ποτέ σου δε θα ζήταγες γυναίκα.
     Μ αυτή την τρύπα που ο Εωσφόρος
     Ανάμεσα στα σκέλια μου έχει βάλει
     Δούλο μου θα σε κάνω κακομοίρη.
     Για να σ’ αφήνω να μου τη γεμίζεις
     Πρώτα θα μου γεμίζεις το σακούλι
     Της όποιας πεθυμιάς μου κάθε τόσο.
     Όποια κι αν ειν’ αυτή κι όσο μεγάλη.
     Ωραία η ζωή για τη γυναίκα.
     Σ’ ευχαριστώ καλέ μου Εωσφόρε.
     Κάτι θα κάνω αλήθεια και για σένα.
     (μπαίνει ο Αδάμ με το μήλο)
     Τί έρχεσαι κοντά μου; Δος το μήλο.
     Τι-δε θα φάω πρώτα το φαΐ μου;
     Ωραία που μυρίζει! Πώς μ’ αρέσει!
     Υπάρχουν κι άλλα τέτοια ωραία φρούτα;

ΑΔΑΜ
Πολλά και νόστιμα. Όρεξη να ’χεις.
      Γεμάτος ο παράδεισος με φρούτα.
     Θα σου τα δείξω να τα μάθεις όλα.
     Θα κάνουμε μαζί καλή παρέα.
ΠΟΡΝΗ
Θέλω να πιω νερό. Τράβα να φέρεις.
      Αυτό εκεί ποτάμι δεν το λένε;
      Τράβα λοιπόν και γέμισε τις φούχτες
      Και δώσε μου να πιω.
ΑΔΑΜ                       
 Ναι… ξέρω… ξέρω-
    Μην πεσ' η τρύπα σου…
  (βγαίνει)
ΠΟΡΝΗ                 
 Τον κακομοίρη…
       Μοιάζει να το ’μαθε το μάθημά του.
       Ωραία η ζωή για τη γυναίκα!
       …Τι άλλο να τον βάλω να μου κάνει…
     Αλλά για σήμερα όχι. Τίποτ’ άλλο.
      Καλή   'ταν η  αρχή. Τώρα ας καθίσω
      Να κάνει κείνο  που ζητάει  μαζί μου.
 (δυνατά)
      Έλα λοιπόν Αδάμ. Τώρα σ'  αφήνω
      Να βάλεις μέσα μου αυτό το πράγμα…
      …Αλήθεια πώς το λες;

ΑΔΑΜ                      
  Δεν ξέρω ακόμα.
ΠΟΡΝΗ
Μα όχι εδώ κάτω από τέτοιον ήλιο.
     Πάμε στον ίσκιο εκείνου κει του δέντρου.
ΑΔΑΜ
Πάμε !
 (ο Αδάμ προχωρεί, η Εύα στέκεται)
ΠΟΡΝΗ          
Να περπατήσω  θα μ’ αφήσεις;
ΑΔΑΜ
Και γιατί όχι;
ΠΟΡΝΗ             
 ...Μα θα πεσει η τρύπα.
ΑΔΑΜ
Αλήθεια; Τότε να μην περπατήσεις.
(μονολογώντας)
     Πολύ ευαίσθητη αυτή η τρύπα…
(στην Πόρνη)
     Μα τί  να γίνει  πρέπει Εύα τότε;
ΠΟΡΝΗ
Στην αγκαλιά σου να με κουβαλήσεις.
ΑΔΑΜ
Δεν έχω δει κανένα από τα ζώα
          να  κουβαλάει έτσι κάποιο άλλο.


ΠΟΡΝΗ  
Λοιπόν θα είσαι ο πρώτος να το κάνεις.
      Εμείς είμαστε άνθρωποι-όχι ζώα.
      Μας έπλασε ο Θεός σαν τον εαυτό του.
      Κι αυτός-πού ξέρεις-ίσως έτσι κάνει.
ΑΔΑΜ
Αλλά δεν έχει ο Θεός γυναίκα.
ΠΟΡΝΗ
Δεν είχε πριν με πλάσει. Τώρα έχει.
     Άντε λοιπόν! θα πάμε ναι ή όχι;
ΑΔΑΜ
Ναι. Πάμε.
(παίρνει την Πόρνη στα χέρια του)
                 Μα βαριά είσαι. Το ξέρεις;
ΠΟΡΝΗ
Αν δε σ' αρέσω άφησε με κάτω.
ΑΔΑΜ
Όχι!..  Μ’ αρέσεις Εύα μου, μ’ αρέσεις…
ΠΟΡΝΗ
Και όχι "Εύα μου". Μονάχα Εύα.
 (Πηγαίνουν πίσω από το δέντρο. Ακούγονται αντρικά μουγκρητά. Ξαναβγαίνουν)
      Εύκολο ήτανε. Αυτό ήταν όλο;
ΑΔΑΜ
Αυτό ήταν. Μα δε σ' άρεσε κι εσένα;
ΠΟΡΝΗ
 Όχι. Αλλά το μήλο ήταν ωραίο.
ΑΔΑΜ
Αλλά και σένα πρέπει να σ’ αρέσει.
 Αλλιώς να πω του θεού να φτιάξει άλλη.
 Γιατί και σένα θέλω να σ’ αρέσει.
1ΙΟΡ
(φοβισμένη)    
      Μ' άρεσε. Πως... μου άρεσε… δε λέω…
ΑΔΑΜ    
Δεν το ’δειξες.
ΠΟΡΝΗ                 
Τί έπρεπε να κάνω;
ΑΔΑΜ  
Θα ’πρεπε να βογκάς και να φωνάζεις.
ΠΟΡΝΗ  
Όμως Αδάμ, μια πέτρα μ' ενοχλούσε
       Που κάτω από την πλάτη μου βρισκόταν.
ΑΔΑΜ
Γιατί δεν το ’πες; Πάω να την πετάξω.
(βγαίνει)
ΠΟΡΝΗ
Τι να μ' αρέσει… άλλο πάλι τούτο…
     Άκου θα πρέπει λέει να φωνάζω..
     Καλά λοιπόν. Αφού τ’ αρέσει έτσι…
     Λίγες στριγκλιές δε θα με βλάψουν διόλου…
ΑΔΑΜ
(η φωνή του πίσω από τα δέντρα)
     Εύα τις πέταξα τις πέτρες! Έλα!
ΠΟΡΝΗ  
Πάλι Αδάμ;
ΑΔΑΜ     
Τι είπες; Δεν ακούω.
ΠΟΡΝΗ
Τίποτα! Έρχομαι!
(στον εαυτό της)
Τι αγγαρεία…
(Πηγαίνει πίσω από το δέντρο και σε λίγο ακούγονται οι φωνές της).


Τέλος της πρώτης σκηνής της δεύτερης πράξης)




ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Τόπος: Περιοχή όπου συχνάζει ο Αδάμ στον Παράδεισο.
Πρόσωπα: Θεός, Αδάμ.

 (Ο Θεός μόνος. Μπαίνει ο Αδάμ)
ΘEΟΣ
Αδάμ πάλι μονάχο σου σε βλέπω.
Γιατί αφού σου έστειλα την Εύα;
ΑΔΑΜ
Κάθεται και χτενίζει τα μαλλιά της!
ΘΕΟΣ
Λοιπόν σου άρεσε ο σύντροφός σου;
ΑΔΑΜ   
Ναι. Μ’ άρεσε. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου.
ΘΕΟΣ
Κι αυτή η αρχή Αδάμ είναι μονάχα.
Η Εύα είναι η αρχή για κάτι
Που σίγουρα πολύ θα σου αρέσει.
ΑΔΑΜ
 Δε θέλω τίποτ’ άλλο τώρα Θε μου.
ΘΕΟΣ
Τώρα δε θέλεις. Αλλ’ αργότερα ίσως-
Αδάμ, πολλούς συντρόφους θ’ αποκτήσεις.
ΑΔΑΜ
Η Εύα είναι αρκετή Θεέ μου-
Εύες περσότερες τι να τις κάνω;
ΘΕΟΣ
Θάχεις κι Αδάμ. Οχι μονάχα Εύες.
ΑΔΑΜ
Κι άλλους Αδάμ!..
ΘΕΟΣ   
Για σένα δεν τους φτιάχνω.
Τους φτιάχνω και για μένα.

ΑΔΑΜ   
Συ Θεέ μου
Εχεις εμένα. Τί τους θέλεις άλλους;
ΘΕΟΣ
Καλά τα λες Αδάμ. Ομως δεν έχεις
Την πείρα πούχω εγώ και τη σοφία.
Χτες μόλις σ’ έπλασα. Κι εγώ ειμ’ αιώνιος.
Ακου λοιπόν ποια η απάντησή μου.
Σ’ έφτιαξα όπως ξέρεις από χώμα.
Το μαύρο, το σκληρό, το κρύο χώμα.
Σα σ’ είδα ζωντανό να τρέχεις γύρω
Απ’ αναγάλλια γέμισε η ψυχή μου.
Γιατί ανέκαθεν έχει ορίσει
Η θεϊκή κι αλάθευτή μου κρίση
Πως το ζεστό, το μαλακό και τ’ άσπρο
Καλό είναι. Κι άσχημα τ’ αντίθετά τους.
Του Κήπου είναι καλό λοιπόν το χώμα
Αδάμηδες να γίνει όλο κι Εύες.
Ετσι ομορφότερη θα γίνει η Πλάση,  
Εσύ περσότερα θάχεις συντρόφια,
Κι εγώ περσότερους θα έχω φίλους.
 Κι αφού ζωή σ’ όλο το χώμα δώσω
Αλλα έχω σχέδια στο σοφό μυαλό μου.
Με λεπτομέρειες τότε και σε σένα
θα εξηγήσω όλα αυτά που τώρα
Δε θα μπορούσες να τα καταλάβεις.
Τί λες Αδάμ; Σ’ αρέσουν όσα σου είπα;
ΑΔΑΜ
Ετσι ας γίνει αφού το θέλεις θε μου.
Πρόσεξε όμως να μην κάνεις Εύες
Απ’ τους Αδάμ λιγότερες γιατί έτσι
Κάποιοι Αδάμ θα μείνουν μοναχοί τους.
ΘΕΟΣ
Σωστά μιλάς Αδάμ κι έτσι θα γίνει.
Και θα γεμίσει ο Κήπος απ’ ανθρώπους
Που θα σκορπίσουν ζέστα κι ευτυχία
Στον κόσμο που άχαρος φαντάζει τώρα.
Κι όταν για βόλτα θάρχομαι στον Κήπο ,
Μυριάδες γύρω μου όντα θα βλέπω
Ευτυχισμένα. Και κοντά τους θάναι
Διπλά ευτυχισμένη κι η ύπαρξη μου.
ΑΔΑΜ
Και πώς αυτό Θεέ θα το πετύχεις;    
ΘΕΟΣ
Εσύ θα με βοηθήσεις και η Εύα.
Κάθε στην αγκαλιά σου που την παίρνεις
Και βάζεις μέσα της αυτό το πράγμα
Κι άνθρωπος ένας άλλος θα γεννιέται.
ΑΔΑΜ
Δυο ανθρώπους γέννησα πριν λίγο.
Πού είναι ’τοι;
ΘΕΟΣ   
Θέλει καιρό λιγάκι
Ωσπου κι αυτοί τα μάτια τους ν’ ανοίξουν
Στο μέγα τούτο θάμα πούχω πλάσει.
Κι αυτούς θ’ ακολουθήσουν κι άλλοι… κι άλλοι...
Και ζώα κι Άγγελοι, Θεός κι ανθρώποι
Χαρά στεφανωμένοι κι ευτυχία
Το δρόμο θα τραβούνε της ζωής τους.
ΑΔΑΜ
Θεέ, καθώς η Εύα είχε ξαπλώσει
Μούπε πως την ενόχλησε μια πέτρα.
Κι απόρησα θεέ, γιατί εμένα
Ποτέ αυτό δε μούχει τύχει ως τώρα.
ΘΕΟΣ
Παράξενο μου φαίνεται κι εμένα.
Ανθρωπος να ενοχλείται από μια πέτρα…
Πόνος δεν έχει θέση μες στον Κήπο
Που έφτιαξα εγώ. Ούτε το δάκρυ
Ο άνθρωπος τι είναι θα γνωρίσει.
Κι όπως εσύ Αδάμ, και όλοι οι άλλοι
Οι άνθρωποι που συ θα πλάσεις κι η Εύα,
Πόνος και δυστυχία και οδύνη
Ποτέ δε θα γνωρίστε τι σημαίνουν.
Γιατί αυτό η θεϊκή μου κρίση
Ορισε για καλό για τους ανθρώπους.
ΑΔΑΜ
Είπες Θεέ μου το καλό πως πάντα
Κι εγώ κι οι άλλοι ανθρώποι θα γνωρίζουν.
Τ' είναι καλό;

ΘΕΟΣ
Καλό εκείνο είναι
Αυτό που έχω εγώ αποφασίσει
Τη γνώμη ακολουθώντας τη δική μου
Που είναι αλάθητη κι όλα τα ξέρω.
ΑΔΑΜ
Υπάρχει άλλη γνώμη απ' τη δική σου;
ΘΕΟΣ
Τώρα πια όχι. Κάποτε υπήρχε.
Του Εωσφόρου ήτανε η γνώμη
Και μερικών που τον ακολουθούσαν.
Μα νίκησε η μεγάλη δύναμή μου
Κι εκείνοι ολοένα λιγοστεύουν-
Και γι ανταρσίες πού όρεξη να βρούνε…
Γιατί πως θ' αποτύχαιναν γνωρίζουν.
Τώρα οι Άγγελοι όχι μονάχα
Με υπακούν και με υπολογίζουν,
Μα και βοηθοί μου στέκουν κάθε τόσο
Σε κάθε που θα πω ή που θα κάνω.
Κι όχι μονάχα παρά τους αφήνω   
Και συμβουλές ακόμα να μου δίνουν.
Ετσι κι αυτοί την περηφάνια έχουν
Οτι μπορούνε και με συμβουλεύουν,
Αλλά κι εγώ λιγάκι ξεκουράζω
Το παντοδύναμο σοφό μυαλό μου
Από τις σκέψεις τις βαθιές του πούχει.
Ομως το μάτι μου πάντα αγρυπνάει.  
Κι έχω πολλούς Αγγέλους έμπιστούς μου
Που αν χρειαζόταν θα με προφυλάσσαν
Από επιβουλές κι αλαζονίες.
Κι η Πλάση αυτή Αδάμ ιδέα ήταν
Κάποιων αγγέλων μου που μ' αγαπούνε
Και της ανίας μου τις ώρες θέλαν
Να μου γεμίσουνε με κάτι νέο.
Και μ' έβαλαν τον Κήπο αυτό να πλάσω
Και σένα μέσα του μετά να βάλω.
Και σ' έπλασα. Μα όμως μη νομίσεις
Πως κείνο έκανα που αυτοί μου είπαν-
Στη σκέφη μου γεννιέται όποια ιδέα
Εγώ να γεννηθεί επιτρέπω μόνο.  
Αλλά δεν τους το λέω γιατί θέλω  
Να χαίρονται θαρρώντας πως βοηθάνε.
ΑΔΑΜ
Θεέ μου πώς μπορείς και φτιάχνεις κόσμους!
Τι δύναμη αλήθεια πρέπει νάχεις!
Πόσο σοφό θα είναι το μυαλό σου!
Αλλά κι εγώ αφού εικόνα σου είμαι
Κι ομοίωση, κι εγώ μήπως κατέχω  
Τη δύναμη όπως συ να φτιάχνω κόσμους;
ΘΕΟΣ
Θ' αποφασίσω αργότερα για τούτο.
ΑΔΑΜ
Θεέ μου όπως λες εσύ ας γίνει.
Μα ώσπου την απόφαση να πάρεις
Φτιάχνε μου εκείνο που θα σου ζητάω
Αν κρίνεις πως καλό είναι-όπως είπες.
Οπως Θεέ μου μούφτιαξες την Εύα
Δείχνοντας την αγάπη σου για μένα-
Θεέ πολύ γλυκιά την έχεις κάνει.
ΘΕΟΣ
Ολα γλυκά ο Θεός μαθές τα κάνει.
Και τι γλυκό απ’ το χέρι μου δε βγήκε.
Το σύκο που το τρως κι αναγαλλιάζεις;
Το ερυθρωπό της δύσης φωτοκόπι;
Το λάλημα του σπίνου πα στα δέντρα;..
Πήγαινε Αδάμ και πάλι να την εύρεις.
Πολλά  'χεις να τη μάθεις που δεν ξέρει-
Καινούργια είναι δα στον κόσμο μέσα.
Πήγαινε. Και χαρά μεγάλη θα ’χω
Οταν σε ξαναδώ μαζί της νάσαι
Να κουβεντιάσουμε οι τρεις παρέα.

(ΐτέλος της δεύτερης σκηνής της δεύτερης πράξης) –







ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
 ΄
Τόπος: Διαμονής Αγγέλων
Πρίσωπα: Άγγελοι, Θεός, Γαβριήλ, Εωσφόρος, Σαφανίας, Πόρνη, Έρωτας.
 
ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
Είμαστε οι Άγγελοι. Του θεού οι δούλοι.
Και οι βοηθοί του σ' όλες του τις πράξεις.
Και οι βοηθοί του σ' όλες του τις σκέψεις.
Είμαστε οι σκέψεις του θεού και οι πράξεις.
Εμείς τους μύλους του σοφού μυαλού του
Γυρνάμε, και βαθιά σκέφτεται εκείνο.
Εμείς οι κόσμοι πούχει Εκείνος πλάσει
Φροντίζουμε με τάξη να γυρνάνε.
Α΄ ΟΜΑΔΑ ΑΓΓΕΛΩΝ
Εμείς τις φλόγες είμαστε ταγμένοι
Να τις κρατούμε στη σωστή τους θέση
Απ’ τη βουλή Εκείνου ορισμένη.
 Β΄ ΟΜΑΔΑ ΑΓΓΕΛΩΝ
Εμείς τους κύκλους της μεγάλης Νύχτας
τους συγκρατούμε στον προορισμό τους
Και δε χυμούν αυτοί το φως να πνίξουν.
Γ' ΟΜΑΔΑ ΑΓΓΕΛΩΝ
Εμείς τα Είδη και τους Λόγους όλους
Μετρώντας με του Πάνσοφου τα μέτρα
Ολα σωστά κρατούμε τα Μεγέθη
Των όντων που εποίησε ο Θεός μας.
Δ'  ΟΜΑΔΑ ΑΓΓΕΛΩΝ
Εμείς μοιράζουμε σωστά το πνεύμα
Σε όσα έχει αυτός δημιουργήσει
Για να μπορούν εκείνα να υπάρχουν.
Ε' ΟΜΑΔΑ ΑΓΓΕΛΩΝ
Κι εμείς, ό,τι στον Κήπο υπάρχει μέσα
Κι ό,τι στον ουρανό του στέκει πάνω
Να λειτουργούμε είμαστε ταγμένοι.
ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
Μέγα Θεέ, η δόξα Σου αιώνια.
Οι στρατιές μας με ταπεινωσύνη
τη Θεία μεγαλωσύνη Σου υμνούμε.
Καλά στον κόσμο τάχεις όλα κάνει
Κι όλα με τάξη τάχεις ξεχωρίσει.
Και ο Αδάμ, το ύστατό Σου πλάσμα
Με βήματα από Σενα οδηγημένα
Στον Κήπο μέσα ευτυχία γνωρίζει.
Κυλιέται με τα ζώα στο χορτάρι
κι απ' τη σεπτή μεθάει ευωδιά του.
Ακούει τα πουλιά να κελαδούνε
Και η ψυχή του πέτεται μαζί τους.
Βλέπει τον ήλιο, βλέπει τα λουλούδια,
Τις μυρωδιές τους χαίρεται τις πλήθιες,
Και με τα χέρια του και το κορμί του
Όλα τ' αγγίζει κι όλα τον αγγίζουν.
Κι έτσι που γίνεται μαζί τους ένα
Ιδια και κείνα ευτυχισμένα μοιάζουν.
ΘΕΟΣ
Ε! Φτάνει πια! Αρκούν οι ψαλμωδίες.
Για σήμερα τουλάχιστον καλοί μου.
Ομως αλήθεια, είπατε ένα ψέμα
Στον ύμνο που μου ψάλατε πριν λίγο.
Δεν είναι ο Αδάμ το τελευταίο
Το πλάσμα πούπλασα. Είναι η Εύα.
Αλλά το ψέμα ειπώθηκε άθελά σας.
Τη γνώμη σας δε ζήτησα για τούτο.
Όχι γιατί σας αγνοώ βεβαίως.
Μα γιατί αληθινά δε χρειαζόταν.
Απόφαση για τούτο είχα πάρει
Πριν κάποια ο Αδάμ ανάγκη νιώσει
Και πριν με συμβουλέψει ο Εωσφόρος.
Επρεπε αυτό που είχα δημιουργήσει
Νάρθει η γυναίκα να το συμπληρώσει.
Ενα αξιαγάπητο, αιθέριο πλάσμα.
Προσωποποίηση της καλωσύνης,
Της τιμιότητας και της ευγένειας.
Φοβάμαι ότι μόνο η θωριά σας
Η αγγελική, μπροστά της θα χλωμιάσει.
Αλλά κι οι πλήθιες της ψυχής σας χάρες
Θάχουν σκληρά να συναγωνιστούνε
Αν θέλουνε να βγουν καλλίτερές της.
Σεμνότητα, ευγένεια κι εξυπνάδα
Όχι μονάχα τον Αδάμ θα ευφραίνουν,
Αλλά και σας και μένανε θα τέρπουν
Στις άγιες της ανάπαψής μας ώρες.
Τώρα που έπλασα την Εύα-τώρα-
Τώρα μπορώ κι εγώ να ησυχάσω.
Και μες στα θεία μου μιλώντας φρένα
Η αδιάφευτη μου λέει η αίσθησή μου
Πως κι αν ακόμα αφήναμε τον Κήπο
Χωρίς επίβλεφη κι επιστασία,
Όλα καλά θα πήγαιναν με κείνην
Γεμάτη αγάπη ως είναι και φροντίδα.
Ετσι άξια και καλή την έχω πλάσει.
ΓΑΒΡΙΗΛ
 Μεγάλη η δόξα Σου Θεέ και Κύριε
και άξια να υμνείται στους αιώνες.
Κι άξιο το πλάσμα πούχεις κάνει θα ’ναι
Αφού απ' τα σοφά Σου εβγήκε χέρια.
ΘΕΟΣ
(στον Εωσφόρο)
Γιατί δεν είπες σ’ όλους Εωσφόρε
Πως αποφάσισα να τηνε πλάσω;
Ο ίδιος μου το είχες συ προτείνει.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Θεέ μου κι αν το είπες δε σημαίνει
Πως τόσο γρήγορα θα τηνε πλάσεις.
Ύστερα σκέφτηκα πως η βουλή σου
Μπορούσε άλλο δρόμο να τραβήξει
Και ν’ αποφάσιζες αλλιώς. Κι ακόμα
Τέτοιο ένα νέο ηθελα ν' αφήσω
Εσύ να τους το πεις.
ΘΕΟΣ   
Ναι Εωσφόρε.
Καλά το σκέφτηκες. Μα ήρθε η ώρα
Και συ και όλοι σας να τηνε δείτε.
Πήγαινε φέρτηνε. Κι εγώ ας πηγαίνω.
Την ξέρω δα-εγώ την έχω πλάσει.
(βγαίνει)
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τρέχω να φέρω του θεού το πλάσμα
Το σ’ όλα υπέροχο και σ' όλα τέλειο.
(βγαίνει)
ΓΑΒΡΙΗΛ
Ότι τα χέρια του θεού μας πλάσουν
Καλό και θαυμαστό κι ωραίο είναι.
ΣΑΦΑΝΙΑΣ
Καλός και θαυμαστός κι ωραίος κι ο ίδιος
Γι αυτό καλά κι ωραία τα κάνει όλα.
Α’ ΑΓΓΕΛΟΣ
 Ποιος λόγος ήτανε να γινει η Εύα;
Β’ ΑΓΓΕΛΟΣ
Η Βούληση δε φτάνει του θεού μας;

Α' ΑΓΓΕΛΟΣ  
Αν είναι να πληθαίνουν σαν τα ζώα
και οι ανθρώποι, τότε κάποια μέρα
ίσως η θέση μας να κινδυνέψει.
Πολύ ο Θεός τον άνθρωπο αγαπάει.
Β’ ΑΓΓΕΛΟΣ  
Είναι εικόνα του κι ομοίωση του.
Α΄ ΑΓΓΕΛΟΣ  
Αυτό ακριβώς. Γ ι αυτό κι εγώ φοβάμαι.
Πολλοί μικροί θεοί… Για σκέψου λίγο…
Α’ ΑΓΓΕΛΟΣ  
Ασε τις σκέψεις. Του θεού η σκέψη
Αρκεί για όλες τις δικές μας. Όμως
Νομίζω έρχεται ο Εωσφόρος.
Α' ΑΓΤ  
Ναι. Και μαζί του φέρνει και την Εύα.
(μπαίνουν ο Εωσφόρος με την Πόρνη)
ΠΟΡΝΗ
Ω! ποιοι ειστ' εσείς;
ΑΓΓΕΛΟΙ   
Οι Άγγελοι.
ΠΟΡΝΗ
Θεέ μου
Τι πλάσματα ωραία πούχεις κάνει:
Πρώτα ο Αδάμ, μετά εγώ… και τούτοι…

ΓΑΒΡΙΗΛ
Λάθος καλή μου κάνεις. Εμείς πρώτοι,
Μετά ο Αδάμ, κι εσύ ’σαι η τελευταία.
ΠΟΡΝΗ
Στη χάρη και στη γλύκα όμως πρώτη.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Τι γλύκα μπορεί νάχει μια γυναίκα;
ΠΟΡΝΗ
Πώς να το πω δεν ξέρω-αλλά ξέρω
Πως της χαράς μπορώ το θείο δώρο
Μόνο εγώ στον κόσμο να χαρίζω.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Χαρά! Σου μοιάζουμε για λυπημένοι;
ΠΟΡΝΗ
Ούτε χαρούμενοι ούτε λυπημένοι.
Γιατί χαρά δεν ξέρετε τι είναι.
Ούτε και λύπη. Υπάρχετε μονάχα.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Πλάσμα κι αυτό: Και τι υπεροψία!
Και τι μπορείς λοιπόν να μας προσφέρεις;
ΠΟΡΝΗ
Φιλί και χάδι. Δίχως τους η πλάση
Αγέλαστη και άχρωμη. Σαν άδεια.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Το έργο του θεού άχρωμο κι άδειο;
Τί λόγια ειν' αυτά που λες γυναίκα;
Σκέψου καλλίτερα κι ύστερα μίλα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Καλό ειν’ ότι αλάθητο έχει πλάσει
Το χέρι του θεού μας. Και μη θέλεις
Γαβριήλ ν' αντισταθείς στη βούληση Του.
Ασε να μας μιλήσει η γυναίκα.
Τα λόγια από το στόμα της που βγαίνουν
Λόγια είναι θεία. Τίποτα στον κόσμο
Δε γίνεται χωρίς Αυτός να θέλει.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Σωστά μιλάς.
(στην Πόρνη)
Λέγε λοιπόν. Σ’ ακούμε.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Λέγε γυναίκα. Λέγε… λέγε… λέγε…
ΠΟΡΝΗ
Για μένα Λόγος είναι το φιλί μου.
Κι από 'να σ’ όλους σας θέλω να δώσω
Να δείτε όλοι σας πως ειν' αλήθεια
‘Ότι ειμ' εδώ χαρά για να σας φέρω.
Α' ΑΓΓΕΛΟΣ
Νάμαι λοιπόν. Εδώ μπροστά σου στέκω
Πρώτος εγώ. Και δόσμου το φιλί σου.
(Η Πόρνη τον φιλάει)
Τι ζάλη που ειν’ αυτή! Χάνομαι… σβήνω...
Πρώτη φορά μου αλήθεια έτσι νιώθω…
Κάτι εντός μου εράγισε. Θεέ μου
Ολα τα έργα Σου σοφά και τέλεια,
Μα τούτο τ' άλλα όλα ξεπερνάει!
(Η Πόρνη φιλεί και χαΐδολογάει συνέχεια τους Αγγέλους)
Β΄ ΑΓΓΕΛΟΣ
Αν ζούσα μέχρι τώρα σε μια λίμνη
Σ’ ωκεανούς με πήγε το φιλί της!
Γ' ΑΓΓΕΛΟΣ
Τι μας στερούσες θε μου μέχρι τώρα!
ΠΟΡΝΗ
(στον Γαβριήλ)
Λοιπόν θες να γνωρίσεις το φιλί μου;
ΓΑΒΡΙΗΛ
Αφού σε στέλνει ο Θεός το θέλω.
(Η Πόρνη τον φιλεί)
ΓΑΒΡΙΗΛ
(ταραγμένος)
Φύγε γυναίκα. Πήγαινε στον Κήπο.
Πήγαινε στον Αδάμ. Γι αυτόν επλάστης.
Α' ΑΓΓΕΛΟΣ  
Αστην για λίγο Γαβριήλ κοντά μας.
Β' ΑΓΓΕΛΟΣ  
Ενα φιλί σου δος μου ακόμα Εύα.
Γ' ΑΓΓΕΛΟΣ  
Κι εμένα…
ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
Έλα πάλι Εύα κοντά μας
Και χάϊδεψε-και φίλησέ μας πάλι.
ΠΟΡΝΗ
Ο Γαβριήλ με διώχνει και θα φύγω.
Αμέτρητα φιλιά και χάδια όμως
Κρατώ για σας στα χείλια και στα χέρια.
Ποιος είναι από σας ο Σαφανίας;
ΣΑΦΑΝΙΑΣ
Εγώ. Ο πρώτος μέσα στους Αγγέλους.
ΠΟΡΝΗ
Τι δυνατός που είσαι Σαφανία!
Ελπίζω κι έξυπνος το ίδιο νάσαι.
ΣΑΦΑΝΙΑΣ
Και δυνατός, και έξυπνος, κι απ’ όλα.
Σε μένα όλα τα καλά θα τάβρεις.
ΠΟΡΝΗ
Σε φίλησα και σένα; Δε θυμάμαι.
ΣΑΦΑΝΙΑΣ
Οχι. Σπουδαίο κάτι έχω χάσει;
ΠΟΡΝΗ
Ελα μαζί μου. Μόνος σου θα κρίνεις.
(Βγαίνουν)
Α' ΑΓΓΕΛΟΣ  
Γιατί μας έδιωξες Γαβριήλ την Εύα;
Β' ΑΓΓΕΛΟΣ  
Γιατί Γαβριήλ; Μ’ αρέσει το φιλί της.
Γ' ΑΓΓΕΛΟΣ  
Γιατί Γαβριήλ; Ο Θεός την έχει στείλει.
ΕΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ  
Εγώ θα πάω στον Κήπο να την έβρω.
Την άγγιξα μονάχα κι όλος τρέμω.
Ευδαιμονία θα ’ναι το φιλί της.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Σωπάτε και τραβάτε στις δουλειές σας.
(μιλώντας στον εαυτό του)
Με το θεό θα πάω να μιλήσω
Και θα του πω ό,τι άκουσα και είδα.
Και θα του πω τι ένιωσα. Κι αν κρίνει
Οτι σωστά ειν' όσα τώρα γίναν
Τότε ξανά εγώ δε θα μιλήσω.
(Βγαίνει)
ΕΩΣΦΟΡΟΣ   
Καλό το νέο πλάσμα του θεού μας    
Και κρίμα ο Αδάμ να το ’χει μόνο.   
Α΄ ΑΓΓΕΛΟΣ   
Αλλά ο Κήπος είναι και δικός μας.   
Β' ΑΓΓΕΛΟΣ   
Και τα φιλιά ατελείωτα της Εύας.   
Γ' ΑΓΓΕΛΟΣ   
Και του θεού απέραντη ειν’ η χάρη.
Α' ΑΓΓΕΛΟΣ   
Καλό μες στα καλά είναι η Εύα.   
ΟΙ ΜΙΣΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
Καλό μες στα καλά.
ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΜΙΣΟΙ
Καλό κι ωραίο.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και ο Θεός ποτέ δεν παίρνει πίσω
Ο,τι καλό στον κόσμο έχει δώσει.
Ας πάμε όλοι τώρα στη δουλειά μας.
Θα βρούμε πάλι αύριο την Εύα.
(βγαίνουν όλοι εκτός από τον Ερωτα)
ΕΡΩΤΑΣ  
Εωσφόρε ήθελα να σου μιλήσω.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Αν όντας στρατηγός κανείς ζητάει
Κάτι να πει στον αρχιστράτηγό του
Πρέπει να τον ακούει εκείνος πάντα.
Και πιο πολύ όταν τυχαίνει νάναι
Από τους στρατηγούς που εκτιμάει.
Αν κι έχω σήμερα στο πρόγραμμα μου
Ολους τους στρατηγούς μου να καλέσω
Αργά το βράδυ και να τους μιλήσω,
Ομως εσένα αμέσως θα σ' ακούσω.
Λέγε μου Ερωτα λοιπόν-τί θέλεις;
ΕΡΩΤΑΣ
Σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Να σου μιλήσω θέλω για την Εύα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
(απορημένος)
Θέλεις να μου μιλήσεις για την Εύα;..
ΕΡΩΤΑΣ
Ναι. Για το νέο του Θεού το πλάσμα
Που πιο χυδαίο να γίνει δεν μπορούσε.
Τόσο που αν κανένας με ρωτούσε
θάλεγα πως δικό σου έργο είναι.
Και να τι έχω να σου πω για κείνην:
Βλέπω τους Άγγελους ξετρελαμένους
Ολους μαζί της νάναι. Και νομίζω        
Οτι αυτό κακό κάτι θα φέρει.
Αν τόσο επηρεάζει τους Αγγέλους
Ανίκητο αυτό ειν' ένα όπλο
Στα χέρια του θεού, αφού εκείνος
Ζωή σ’ αυτό το πλάσμα έχει δώσει
Κι αυτό τυφλά σε κείνον υπακούει:
Μ' αυτήν έχει δικούς του τους Αγγέλους!
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Καλέ μου Ερωτα! Πιστέ μου φίλε
Και αφοσιωμένε στρατηγέ μου!
Κάτι θα μάθεις από μένα τώρα
Που αυτή τη σκέψη που σε τυραννάει
Σκέψη χαρά που δίνει θα στην κάνει.
Τα ψέματα τελειώσαν Ερωτά μου.
Εφτασε πια και η δική μας ώρα.
ΕΡΩΤΑΣ
Αυτά τ' ακούω χιλιάδες χρόνια τώρα.
Όμως κρατεί καλά ο Θεός τα γκέμια
Και όπου θέλει οδηγεί την πλάση.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Ας μη ψηλά στοχεύουμε ακόμα.
Κι ο κόσμος κάποτε δικός μας θάναι.
Αλλά τι θάλεγες αγαπητέ μου,
Ασχημο θάταν νάχουμε τον Κήπο;
ΕΡΩΤΑΣ
Ο Κήπος και δικός μας; Πώς θα γίνει;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Καλά τ' αυτιά σου άνοιξε και άκου-
Ερωτα, εγώ την έφτιαξα την Πόρνη.
ΕΡΩΤΑΣ
Ποια ειν' η Πόρνη;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ   
Είναι η γυναίκα.
ΕΡΩΤΑΣ
Δεν ειν’ η Εύα αυτή;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ   
Όχι. Δεν είναι.
Είναι η Πόρνη. Κι από με πλασμένη.
ΕΡΩΤΑΣ  
Πόρνη τη λεν κι εσύ την έχεις πλάσει;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Εγώ.
ΕΡΩΤΑΣ    
Και τέτοια δύναμη πού βρήκες;
Τόση δε σούχει ο Θεός αφήσει.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τον κρυφοκοίταξα, είδα τι κάνει
Και κάνοντας κι εγώ μ' αυτόν τα ίδια
Εφτιαξα τη δική μου τη γυναίκα
Και του θεού αφάνισα το πλάσμα.
ΕΡΩΤΑΣ
Μα αν εισ' εσύ που έπλασες την Πόρνη
Τότε όλα βλέπω νάχουν άλλη όψη.  
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Και βέβαια όλα παίρνουν άλλη όψη.
Γι αυτό σου είπα πριν πως ό,τι μάθεις
Χαρά πολύ μεγάλη θα σου δώσει.
ΕΡΩΤΑΣ
Ωστε εισ' εσύ που έπλασες την Πόρνη…
Καλά-όμως γιατί δε μας το είπες;
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Δεν ήθελα στραβό αν γινόταν κάτι
Να κακοπάθετε κι εσείς μαζί μου.
Μα τώρα ηρθ' η ώρα μας. Και μένα
Και σένα κι όλων μας. Ετοιμαστήτε.
Και όταν με της Πόρνης τη βοήθεια
Οστά και σάρκα πάρει το σχέδιό μου
Μιαν απ' τις πρώτες θάχεις τότε θέση
Στο που θα χτίσουμε νέο βασίλειο.
Γιατί βεβαίως τώρα οι αγγέλοι
Ολοι θαρθούν με το δικό μας μέρος
Αφού την Πόρνη εγώ εξουσιάζω.
Και τί χωρίς αυτούς ο Θεός θα κάνει;
Κι αφού εγώ την έφτιαξα την Πόρνη
Δικό μου κέρδος θάναι ο,τι κερδίσει.
Περίμενε ακόμα λίγες μέρες
Και ο Θεός θα γυμνωθεί απ' Αγγέλους.  
(σιωπή)
Τί δε μιλάς; Βουβός γιατί απομένεις;
Μη και θαρρείς μια τετοια ευκαιρία
Πως θα μπορέσουμε να ξαναβρούμε;   
Ο κόσμος Ερωτα είναι δικός μας:      
Πισω απ' την Πόρνη τρέχοντας οι αγγέλοι
Θα κάνουν ό.τι εκείνη τους ζητήσει.
Κι εκείνη βεβαία θα τους ζητήσει
Ο,τι εγώ-ό,τι εμείς της πούμε.
Ομως γιατί σαν λυπημένος στέκεις;
Γιατί αυτή σου η σιωπή; Τί τρέχει;
Γιατί Ερωτα δε δείχνεις τη χαρά σου;
ΕΡΩΤΑΣ
Αυτό που μ' έκανε να σου μιλήσω
Γυρεύοντας βοήθεια να σου δώσω
Στραφηκε τώρα ενάντια και στους δυό μας.
Το πράγμα είναι όπως το λες. Αλήθεια,
Κεφάλαιο μεγάλο ειν' η Πόρνη
Για να πετύχουν τα κρυφά σχέδιά μας.
Όμως Εωσφόρε, κατι δε μ' αρέσει
Σ’ αυτή την ιστορία με την Πόρνη.
Οταν την είδα, είπα ειν' αλήθεια,
Πως μ’ ένα τέτοιο πλάσμα θα μπορούσα,
Ολη την τέχνη πούχω να ταιριάζω,
Σε πράξη να τη βάλω επιτέλους.
Και δοκιμή καλλίτερη ποια θάταν
Αλλη, παρά στον ίδιο τον εαυτό μου
Να εδοκίμαζα το νέο πλάσμα;
Λοιπόν, όταν με φίλησε η Πόρνη
Δεν ένιωσα άλλο τίποτα κοντά της
Παρά μιάν ανυπόφορη αηδία,
Που "φύγε", μου έσκουζε, "από κοντά της".
Και τώρα ακόμα που δικό σου πλάσμα
Μου λες πως είναι, όμως δεν μικραίνει
Με τούτο η αηδία που μου φέρνει.
Βέβαια θα μπορούσα να κρατήσω
Κρυφή ετούτη την αποστροφή μου
Και να άρχιζα την Πόρνη να παινεύω-
Κι αυτήν κι εσένα που την έχεις φτιάξει.
Ομως αυτά-το ξέρεις-δεν μ' αρέσουν.
Κι ακόμα πιό πολύ, δεν θα μπορούσα
Το φίλο να σου κάνω, κι από πίσω
Να πολεμώ ενάντια σου. Δεν έχω
Τέτοιον εγώ Εωσφόρε χαρακτήρα.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Όταν ακόμα έφτιαχνα την Πόρνη
Δε σου το κρύβω, έκανα τη σκέψη
Ότι αυτή σε σένα δε θ’ αρέσει.
Αλλά, γενναίος κι ας είσαι στρατηγός μου,
Έκρινα πως καθήκον μου ήταν πρώτο
Την εξουσία απ’ του θεού τα χέρια
Στα χέρια τα δικά μου να τη φέρω.
Ξέρω, θα ήθελες να είναι η Πόρνη  
Όλη δική σου και δική σου μόνο.
Μα σκέψου  Έρωτα αγαπητέ μου ,
Δε θα ζηλεύαν τότε οι αγγέλοι;
Και θα ’θελες μυαλό να είχε κιόλας
Εκτός από τα κάλλη. Έρωτα όμως,
Μυαλό αν είχε πώς θα εγινόταν
Στις διάτες τις δικές μου να υπακούει;
Κι ούτε γινόταν όσοι Άγγελοι είναι
Και τόσες Πόρνες ίσως να είχα  φτιάξει.
Πώς στο θεό να δικαιολογούσα
Την πράξη μου αυτή; Έρωτα ξέρω
Πως τίμιος κι ευθύς πάντοτε είσαι.
Μα, Ερωτα, κανείς δεν είναι τέλειος.
Κι εσύ νέρωσε λίγο το κρασί σου.
Αν δε σ' αρέσει η Πόρνη απόφευγέ την.
Η νίκη όμως μ' αυτήν είναι δίκη μας.
Κι όταν δικός μας και ο Κήπος θα ’ναι
Δε θα μετράνε τότε οι συμπάθειες
Κι οι αντιπάθειες της στιγμής.
ΕΡΩΤΑΣ   
Εωσφόρε
Νιώθω βαθιά μια απέχθεια για την Πόρνη
Κι ούτε για μια δεν το μπορώ στιγμούλα
Να φανταστώ κάποιο καλό πως θάρθει
που να  χρωστώ σ' αυτήν. Πολύ λυπάμαι
Που ήρθαμε οι δυό σ’ αυτή τη θέση-
Εμένα κάτι πούχεις συ φτιαγμένο
Να μ’ αηδιάζει, κι απ' την άλλη εσένα
Να σε στενοχωρώ μ' ό,τι σου λέω
Και μ' ό,τι δεν μπορώ παρά να κάνω.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Οι τελευταίες σου κουβέντες δείχνουν
Πως έχεις πάρει κιόλας αποφάσεις.
Γιατί εσύ με κάτι αν δεν ταιριάζεις
Τελείωσε και πάει-δεν ταιριάζεις
Και υποχώρηση καμμιά δεν κάνεις.
ΕΡΩΤΑΣ
Καλά πολύ με ξέρεις Εωσφόρε.
Γι αυτό μη με μετράς πια στους δικούς σου.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Δεν το περίμενα πως θα μπορούσα
Και μιαν απώλεια νάχω με την Πόρνη.
Κι απώλεια μάλιστα σαν τη δική σου.
Και μάθε, είσαι ο πρώτος που σου λέω
Ποια είναι η αλήθεια για την Πόρνη…
Πες το εμπιστευτικά στον Σαφανία
Και στον Αμιναδάβ, για να γνωρίζουν
Κι έτοιμοι να ’ναι, αν χρειαστεί, για κάτι.
ΕΡΩΤΑΣ
Φίλοι πάντα ήμασταν. Λοιπόν να ξέρεις
Πως όσο να τελειώσουν όλα τούτα
Ενέργεια δεν θα κάνω ούτε μία
Που νάναι είτε υπέρ είτε κατά σου.
Και συ κατάλαβε με Εωσφόρε
Και μη νομίζεις πως αυτό που κάνω
Δε με στενοχωρεί και με το ίδιο.
Αλλ’ αναντικατάστατος κανένας.
Επάξια κάποιος θα με αναπληρώσει.
ΕΩΣΦΟΡΟΣ
Τέτοια ορμή και τέτοιο ένα πάθος
Σ' άλλον δε θάβρισκα όσο και να ψάξω.
Ομως ας μην αργώ. Πρέπει να πάω
Και να φροντίσω έτσι ώστε όλων
Συντονισμένες οι ενέργειες να ’ναι.
Καλή σου τύχη φίλε μου που πάντα
Τόσο πιστός στην αρχηγία μου ήσουν.
ΕΡΩΤΑΣ
Καλή σου τύχη αρχηγέ και σένα.
(Τέλος της τρίτης σκηνής της δεύτερης πράξης)



ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Τόπος: Ενδιαίτημα του Θεού.
Πρόσωπα: Θεός, Γαβριήλ, Πόρνη.

(Ο Θεός μόνος. Μπαίνει ο Γαβριήλ)
ΓΑΒΡΙΗΛ
Θεέ σήμερα γνώρισα την Εύα.
ΘΕΟΣ
Λοιπόν; Δεν είναι άλλο μου ένα θαύμα;
Ενα καλό στον Κήπο πλάσμα ακόμα.
Και πια ο Αδάμ μονάχος του δε θάναι.
Κι Εύες κι Αδάμ ο Κήπος θα γεμίσει
Και η χαρά στον κόσμο θα πληθαίνει.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Τη γνώρισαν οι Άγγελοι την Εύα
Κι όλοι ενθουσιάστηκαν μαζί της.
Φιλιά και χάδια τους εγέμισε όλους.
ΘΕΟΣ
Μέσα της ξεχειλίζει η καλοσύνη.
Καλό είναι να παίζετε μαζί της.
 Ο Κήπος ανοιχτός για όλους είναι.
Ολα καλά Γαβριήλ τώρα στον Κήπο.
Τα δέντρα με καρπούς ξεχειλισμένα,
Τα ζώα μες στην άγια τους γαλήνη,
Κι όλα το Πνεύμα μου να τα στηρίζει-
Τις πέτρες, το νεράκι και τα δέντρα,
Τ’ αστέρια που ομορφαίνουνε τη νύχτα,
Τον ήλιο-τι λαμπρός και πόση δόξα
Τον στεφάνωνει, όταν ανατέλει!  
Ξέρεις τι θα  ’θελα Γαβριήλ να είμαι
Αν Θεός δεν ήμουν; Ενα λουλουδάκι.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Θα μαραινόσουν κάποτε Θεέ μου.

ΘΕΟΣ
Και τι αφού θα είχα πρώτα ζήσει.
Α! Η ζωή Γαβριήλ πολύ μου αρέσει!
Το Πνεύμα του θεού να γίνεται ύλη!
Τί λες και συ; Καλλίτερα δεν είναι
Παρά όπως μέχρι τώρα να γυρνάμε
Αστεγοι στ’ άφωτα τα χάη μέσα;
Γι αυτό ας χαρούμε ό,τι έχω πλάσει
Ωσπου ν' αφήσω τη μορφή μου ετούτη
Και να δοθώ ολόκληρος και πάλι
Σ’ ό,τι χωρίστηκα εδώ για νάρθω.
Και ξέρεις τι στο θείο νου μου βάζω;
Λέω εδώ σα φύγω να σ' αφήσω,
Διαφεντευτή και φύλακα του Κήπου.
Αν βέβαια κι εσύ αυτό το θέλεις.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Θεέ μου λίγο πριν είδα την Εύα.
Ολα καλά της είναι και ωραία.
Αλλά, Θεέ, νομίζω παραείναι.
Δεν το περίμενα ποτέ να πλάσεις
Τόσο γλυκό κι ωραίο ένα πλάσμα.
ΘΕΟΣ
Κάτι σ’ αυτή νομίζω δε σ' αρέσει.
Πες μου τι είναι.
ΓΑΒΡΙΗΛ   
Θε μου, τέτοια γλύκα
Οταν φιλεί, στα χείλη μας ξεχύνει
Που όλο το σώμα το αγγελικό μας
Ως μέσα αυτή βαθιά μας το ποτίζει.
Κι αποξεχνιόμαστε. Και ο καθείς μας
Το φίλημα της μόνο έχει στο νου του.
Και, θε μου, τις δουλειές μας θα ξεχνάμε
Κι η Πλάση σου δε θάναι όπως πρώτα.
ΘΕΟΣ
Νομίζω Γαβριήλ πως υπερβάλλεις.
Ειν' ένα πλάσμα ‘όπως κι όλα τ’ άλλα.
Οπως και τον Αδάμ την έχω πλάσει.
Μόνο που θηλυκιά την έχω κάνει.
Μα ίδια καλωσύνη ανθεί εντός της
Οπως και στον Αδάμ. Κι όπως σε μένα.
Μόνο έβαλα τη δύναμη εντός της
Τον πόθο του άντρα να κατασιγάζει
Ωστε τη φλόγα του Αδάμ να σβήνει  
Όταν αυτή να τόνε κάψει θέλει.
Το ίδιο έκανα σ’ όλα τα ζώα.
Μα δεν παραπονέθηκες για κείνα.
Μονάχα βρίσκεις το φιλί της Εύας
Πως κάτι άσχημο μέσα του κλείνει.
Μήπως Γαβριήλ θα ήθελες να φκιάσω
Κάποιαν αγγέλισσα για συντροφιά σου;
Σαν τον Αδάμ κι εσύ μήπως και πλήττεις;
Αν Άγγελος Γαβριήλ-στο λέω-δεν ήσουν
Θάλεγα πως αρχίζεις να ζηλεύεις.

ΓΑΒΡΙΗΛ
Αν δεν εγνώριζα πως εισαι η μόνη
Δύναμη μες στου κόσμου μας τα χάη
Θάλεγα πως η Εύα κάποιαν άλλη
Μέσα της έχει δύναμη και δόξα.
Αλλά, Θεέ, δεν ξέρω τι έχω πάθει.
Από τη μια θέλω κι εγώ την Εύα,
Μ’ από την άλλη πάλι δεν τη θέλω,
Γιατί… γιατί νομίζω πως δεν πρέπει…
ΘΕΟΣ
Α! Γαβριήλ! Εγώ ξέρω τι έχεις.
Εμείναμε πολύ σ’ αυτά τα μέρη.
Δεν πρέπει συ να βρίσκεσαι κλεισμένος
Ανάμεσα στ' αστέρια και στον Κήπο.
Μαζί μου θέλεις σ' όλα να σκορπίσεις.
Υπομονή. Θα φύγουμε αφού πρώτα
Ολα τα δούμε να ’ναι ευτυχισμένα.
Μα έλα τώρα. Πήγαινε και στείλε
Το δημιούργημα μου-τη γυναίκα.
Θέλω να την θαυμάσω. Και σε κείνην
Το αγαθό μου Πνεύμα ν’ αντικρίσω
Που αίνος είναι μόνη η ύπαρξη του
Για του θεού την άναρχη τη δόξα.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Πηγαίνω θε μου. Κι αν λαθέψει έχω
Ο λόγος θάναι αυτός πριν λίγο που είπες.
(Βγαίνει)
ΘΕΟΣ
Ω! Γαβριήλ! Πιστότερε Άγγελέ μου!
Το πάθος σου άμετρο για την αγάπη.
Ολόκληρος μ’ αυτήν δεμένος είσαι.
Καμμιά φορά τη βλέπεις και τρομάζεις.
Οχι... Μη γνιάζεσαι. Είσαι ως σε θέλω:
Να ξεχειλίζει μέσα σου η αγάπη
Και να ζητάει τα σύνορα να σπάσει
Που τηνε κλειούν και ν' απλωθεί ολούθε.
Ξέρω-βαθιά τα σωθικά σου καίει.
Ξέρω-πολύ πονάει η αγάπη.
Αλλ’ αν την άφηνα να σου ξέφυγει-
Απ' τα ταγμένα της αν έβγαινε όρια
(Τρέμω να πω τη λέξη) μίσος θάταν.
Μια φλούδα όμως άσπαστη χωρίζει
Τα δυό θεριά μακριά τόνα από τ' αλλο.
Κι είναι μες στους σκοπούς μου αυτή τη φλούδα
Να την κρατώ αράγιστη και στέρια.
Θέλει η αγάπη κόπους. Γιατί βλέπεις
Εχω τον Εωσφόρο στο πλευρό μου
Που είναι στο μίσος μόνο το μυαλό του.
Αλλά υποταγμένο τον κρατάω
Στη δύναμη μου και στη βούληση μου.
Καλέ μου Γαβριήλ κι ας μην το ξέρεις
Υπηρετείς ετούτα τα σχέδια μου
Υπάρχοντας μονάχα και πονώντας
Απ’ την μεγάλη εντός σου την αγάπη.
Ας είσαι ευλογημένος στους αιώνες.   
(μπαίνει η Πόρνη)
ΠΟΡΝΗ
Πλάστη μου και Θεέ κοντά σου ήρθα   
Οπως η χάρη σου έχει παραγγείλει.
ΘΕΟΣ
Καλώς τηνε. Σ’ αρέσει ο κόσμος Εύα;  
ΠΟΡΝΗ
Καλός Θεέ, αφού συ τον έχεις φτιάξει.
ΘΕΟΣ
(στον εαυτό του)
Λόγια σωστά. Καμιά αμφιβολία
Πως ο Γαβριήλ σωστά δεν έχει κρίνει.
(στην Πόρνη)
Τί έκανες εχτές; Για πες μου Εύα.
ΠΟΡΝΗ
Χτες πήγα στο ποτάμι. Μπήκα μέσα
Και μ’ άρεσε πολύ εκεί να μένω.
Μετά ο Αδάμ μου έδειξε τον Κήπο.
ΘΕΟΣ
Με τον Αδάμ δεν έσμιξες καλή μου;
Εγώ γι αυτό το λόγο σ’ έχω πλάσει.
ΠΟΡΝΗ
Ναι. Δυό φορές. Δε θα σου τόλεγα όμως
Αν δε ρωτούσες.
ΘΕΟΣ   
Και γιατί δα όχι;
ΠΟΡΝΗ
Γιατί δε μ' άρεσε ο Αδάμ Θεέ μου.
Γι αυτό-δεν ήθελα να σε λυπήσω.     ,
ΘΕΟΣ
Να με λυπήσεις; Εύα ποιος σου είπε
Πως ο Θεός λυπάται; Αλλά ας είναι..
Γιατί δε σ' άρεσε ο Αδάμ, για πες μου.
ΠΟΡΝΗ
Γιατί εσένα ήθελα Θεέ μου.
Κι ας μη σε είχα θε μου γνωρισμένον
Μόνο που άκουγα να λεν για σένα-
Για την που έχεις δύναμη κι ωραιότη,
Για τη σοφία και την καλοσύνη-
Κι ακούγοντας να σε υμνούνε όλο,
Δίχως να σ’ έχω δει σ’ είχα αγαπήσει.
Και τώρα που σε βλέπω πιο μ’ αρέσεις.
ΘΕΟΣ
Ολα τα πλάσματα μου μ' αγαπάνε.
Δε θα έκανες εξαίρεση συ Εύα.   
Κι όλους κι εγώ σας αγαπώ. Και σένα.
Κάθε στιγμή σου πρέπει να με θέλεις.
Ετσι πλασμένη από μένα είσαι.
Αυτός δεν είναι λόγος όμως Εύα
Για τον Αδάμ να λες πως δε σ' αρέσει.
ΠΟΡΝΗ
Θέλω εσύ Θεέ να μ' αγκαλιάσεις.
Με σένανε να σμίγω μόνο θέλω.
ΘΕΟΣ
Να σμίξεις και μαζί μου. Γιατί όχι;
Σμίγε αν θέλεις και με τους Αγγέλους.
Η αγκαλιά είναι αγάπης πράξη.
Μα να σ' αρέσει κι ο Αδάμ θα πρέπει.
ΠΟΡΝΗ
Ουτ' ο Αδάμ μ' αρέσει ουτ' οι αγγέλοι.
ΘΕΟΣ
Μούπε ο Γαβριήλ πως τους Αγγέλους  
Όλους, τους γέμισες φιλιά και χάδια.
ΠΟΡΝΗ
Παιχνίδι ήταν αυτό. Εσένα θέλω.
(Τρίβεται πάνω του)  
Ελα Θεέ να σμίξουμε οι δυό μας.
ΘΕΟΣ
Να σμίξουμε καλή μου. Η αγάπη
Πράγματα, Θεούς, ανθρώπους-όλα ενώνει.
Ελα λοιπόν και συ στην αγκαλιά μου.
(Η Πόρνη αγκαλιάζει και φιλεί τον θεό. Ο Θεός μένει αποσβολωμένος)
ΠΟΡΝΗ
(στον θεό χαϊδεύοντάς τον)
Τι όμορφο που ήταν το φιλί σου!
Είδες που σ' άρεσε και σένα θε μου;
Το βλέπω από το ύφος που έχεις πάρει.
Ιδια ζαλίζονταν και οι αγγέλοι.
Και του καημένου Αδάμ τι να του κάνω…
Ας είχε τα γλυκά σου τα ματάκια
Ας είχε τη στητή κορμοστασιά σου
Και τα γενάκια σου τ' ασπρουδερούλια…
Αλλ' αν το θέλεις, τότε και με κείνον
θα σμίγω άθελα μου πότε πότε.
Κι ύστερα πάλι θα ’ρχομαι κοντά σου
Να σ' αγκαλιάζω και να μ' αγκαλιάζεις…
Μα δε μιλάς θεέ μου. Μίλησέ μου.
Ολο εμένα αφήνεις να μιλάω.
Θέλω και τη φωνίτσα σου ν' ακούω.
Μη με κοιτάζεις σαν να μη με ξέρεις.
Είμαι η Εύα σου. Δεν με γνωρίζεις;
Συ μ' έφτιαξες. Για τον Αδάμ. Εγώ όμως
Δεν τόνε θέλω. Οχι. Δεν τον θέλω!
Εσένα μόνο, εσένα αγαπάω!
ΘΕΟΣ   
(Την απωθεί απαλά και ήρεμα χωρίς να την κοιτάζει)
Πήγαινε Εύα... Πήγαινε σου λέω.
ΠΟΡΝΗ
Αφού θεούλη μου το θέλεις πάω.
(γελώντας)
Πάω, μα γρήγορα θα σου ξανάρθω.
(Βγαίνει)

(τέλος της τέταρτης σκηνής της δεύτερης πράξης και της δεύτερης πράξης)