Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ

Βράδυ καλοκαιριού.
Γύρω μικρά παιδιά που παίζουν.
Ποδηλατάκια, μπάλες…
Και γονείς κουβεντιάζοντας.
Κάθομαι μόνος στο παγκάκι.
Μόνος; Τ’ ήτανε να το σκεφτώ-
Να σου οι δυο μικροί μου φίλοι
ο Μπάμπης και ο Γιάννης.
Κατακόκκινα, ιδρωμένα, σκυθρωπά προσωπάκια.
Μπλούζες να στάζουνε ιδρώτα.
Μαλώσανε στο παιχνίδι με τ’ άλλα παιδιά.
Τι συμβαίνει; Χείμαρρος εξηγήσεων:
«Κάνουνε ζαβολιές…»
«Αφού δεν ξέρουν πώς να παίζουν…»
«Και μας κάνουνε μαγκιές…»
Και εξιστορούνται  
με λόγια που μπερδεύονται
από το ξάναμμα και τη βιασύνη
οι ζαβολιές,
και η άγνοια των κανόνων του παιχνιδιού από τους αντιπάλους
«…και μας βρίζουνε… χαζόπραμα και…»
Κόμπιασμα για μια βρισιά που δε λέγεται σε μεγάλους
Και συνεχίζουν: «…και τέτοια…»

Τους παρηγορώ όπως μου ‘ρχεται
υποβαθμίζοντας τη σοβαρότητα του γεγονότος,
προτρέποντάς τους ν’ αγνοούν τέτοια συμβάμματα.
Παραδόξως αποτέλεσμα έχει το χιλιοειπωμένο
«όποιος βρίζει τον άλλονε τον εαυτό του βρίζει»…
Τα προσωπάκια φωτίζονται.
Ο Μπάμπης: «Μας το ‘πε κι η δασκάλα!»
Και λίγο εγώ με τις συμβουλές μου,
Λίγο η αιώνια λαχτάρα για παιχνίδι
Μα περισσότερο η δασκάλα,
Μπάμπης και Γιάννης σηκώνονται
Και πάνε πάλι στη μπάλα.
Με καθησυχάζουν-«θα ξανάρθουμε… σε λίγο…»
Ευγενικά παιδάκια, μα βέβαια ποτέ δεν ξαναέρχονται.
Πλην αν μαλώσουν πάλι…

Όσο αυτά γινόνταν
γύρω μας παιδάκια είχαν αρχίσει να μαζεύονται.
Και φεύγοντας ο Μπάμπης με το Γιάννη,
να σου δυο τσαχπίνικα, πανέξυπνα, ομορφούλικα,
δυο άγνωστά μου κοριτσάκια μικροκαμωμένα
τη θέση παίρνουν των παιδιών που φύγανε.
Και σαν να μ’ ήξεραν για χρόνια
και σαν να συνεχίζαν την κουβέντα τους μαζί μου,
(ω! αθωότητα άγια παιδική!)
τα στοματάκια τους ανοίγουν και ασταμάτητα
αρχίζουνε να λένε και να λένε…

«Ο ξάδερφός μου έπεσε μια μέρα απ’ το ποδήλατο…»
«Εμείς πέρσι πήγαμε σ’ ένα μέρος…»
«Στο σπίτι μας έχουμε πέντε γάτες…»
«Εμένα μια φορά με κυνήγησε ένα σκυλί…»
Κι οι ιστορίες ξετυλίγονται γρήγορα γρήγορα
και παραστατικά μπρος στα θαμπά μου μάτια.
Και λογάκια αρωματίζουν τον αέρα
και κινήσεις των χεριών δικαιώνουν την ύπαρξη του ανθρώπου
και η ατμόσφαιρα τελείως έχει αλλάξει
από την πριν των δύο αγοριών.

Ας μη σταμάταγαν τα κοριτσάκια μου να μου μιλάνε…
Ας ήταν αιωνιότητα ο χρόνος που αυτά ήσαν μαζί μου
(Και τάχα μην η αιωνιότητα αυτή είναι;..)

Και μια ερώτηση ξάφνω: «Μόνος σας μένετε;»

Τι τάχα να εβρίσκαν τα παιδιά
στο γέρικο το πρόσωπο και στην καμπούρα μου;

Λόγια χαριτωμένα,
μορφασμοί εκφραστικότατοι για πρόσωπα εξάχρονα,
ματάκια να κοιτάζουν ίσα μέσα στα δικά μου.
Και να συναγωνίζονται
ποιο θα μου μιλήσει
και να διακόπτει το ένα τ’ άλλο
τη δική του για ν’ αρχίσει ιστορία…

Τι έχω που να μ’ αγαπάει έτσι ο θεός
και τέτοιες χάρες να μου δίνει;