Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

ΨΙΘΥΡΙΖΟΝΤΑΣ

Επειδή η Αμερική είναι βάρβαρη χώρα
γι αυτό κάθε πρωί παίρνω βαθιά μιαν εισπνοή
από λέξεις σαν αυτές:
Δυσραγής, έμμαλος, επικράζω.
Επανθέω, αεροκόρακες, ευθάλαττος.
Άπληκτος, υπέρλεπτος, αριζήλως.
Αυτολυρίζω.

Επειδή η ζωή εδώ είναι μαύρο αγριοπούλι
την ημερεύω κάθε μέρα
με λέξεις οπως:
Ύποινος, ανθοκρατέω, αθηνιώ.
Αυτόκλαδος, βιωφελής, ερώτιον.
Κισσηρεφής, περιλάμπω, πυριάλωτον.
Νεαροηχής.

Και μετά από κάθε τους επίθεση
ιαίνω τις πληγές μου
ψιθυρίζοντας:
Καταβόησις, ηχή.
Κλεψίχωλος, τετιγγώδης, δρύπτω.
Αύχημα, άτυμβος, βραχυβλαβής.
Συνοχμάζω.
ΝΕΚΡΟΚΕΡΙΝΗ

Σ' αυτό τον τάφο π’ άνοιξαν
οι κάτοικοι οι πρώτοι
μες στα υγρά του σκότη
τι να 'κρυψαν-τι να 'ριξαν;..

Ποτέ μου δεν εζήτησα
να γίνω τυμβωρύχος
μ' αφού το θέλει ο στίχος
τον τάφο τον εσύλησα.

Μέσα η Αγάπη κλείνονταν.
Με βιάση πεταμένο-
με σύρματα δεμένο
τ' αβρό κορμάκι εκείτονταν.

Κι αντίς γι Αγάπη αέρινη
που ήξερα εκεί πέρα
βρήκα σ’ αυτή την ξέρα
μια Αγάπη νεκροκέρινη.

Στ' άσαρκο πλάϊ λείψανο
το σώμα μου ξαπλώνω 
…μα πάλι μένει μόνο
και πάλι αξεδίψαγο...
Ο ΣΚΥΛΟΣ

Μένει εδώ κοντά τελευταία ένας σκύλος
που 'χει την ουρά διπλωμένη στα σκέλια.
Στ' άλλα τα σκυλιά δε μετράει για φίλος
κι είναι η γειτονιά της ζωής του η εμβέλεια.

Άτολμα κοιτά. Σιωπά. Δεν δαγκώνει.
Σα σκυλί κι αυτό δε λερώνει τους στύλους.
Τρώει μοναχά -σ' άλλου βιος δεν απλώνει-
ό,τι αφεθεί απ' τους άλλους τους σκύλους.

Τάχα μοναχός έχει εκείνος διαλέξει
τούτη τη ζωή που με θάνατο μοιάζει;
Τάχα μοναχός έχει εκείνος διαλέξει
τούτη τη ζωή που τον τρόμο τρομάζει;

Ή να είναι αυτή μια ζωή υποταγμένη-
μια βαθιά πληγή που ματώνει τα στήθια-
ή να είναι αυτη μια ζωή υποταγμένη-
μιαν ανημποριά που 'χει γίνει συνήθεια;

A! To μυστικό θα το πάρει μαζί του
ο που την ουρά διπλωμένη έχει σκύλος.
Ένα μυστικό που για τη φύλαξή του
μέγας κι ιερός αναλώθηκε ζήλος.

ΙΛΑΝΙ 
(Στην Ιλανί, την εβραιοπούλα βοηθό
του οδοντογιατρού μου)

Ιλανί! Ιλανί! Τι ωραία
το Ισραήλ κι η Ελλάδα παρέα!
Η Ελλάδα στην πολυθρόνα
του Ισραήλ να τη λιώνει το γόνα!...

Πρώτα 'σεις. 'μεις μετά. Και η ώρα
της θρησκείας του Χριστού ήρθε τώρα.
Μα κι αν έχει περάσει η σειρά μας
την αξία δε χάνει ο αδάμας:

Των Καιρών Λαμπροφόρων Μελλόντων
η αυγή, έργο θα 'ναι των όντων
που υψώσανε Παρθενώνες-
που οι Ψαλμοί τους ηχούν στους αιώνες.

Μα ως για τώρα ας υπηρετούμε
τους ανθρώπους του τόπου όπου ζούμε.
Συ με νιάτα, πλούτο και κάλλος
κι εγώ άσχημος, πένης, μεγάλος.

Ιλανί, τακτ διαθέτεις κι ευγένεια
και σωστή για τον άρρωστο εγνια.
Τυχεροί όσοι εδώ σα θα 'ρθούνε
από σένανε θα βοηθηθούνε.

Τυχεροί γιατί όπου αγγίσει
τη γιατρειά παρευθύς θα χαρίσει
το χεράκι σου και κανένα
γιατρικό δε χρειάζεται ουτ' ένα.

Με κουβέντες σοφές και με λόγια
που 'ναι βάλσαμο, μάννα κι ευλόγια
ώρες δύσκολες γεφυρώνεις.
Κι όταν πρέπει τα λόγια διπλώνεις.

Μες στο γράμμα του Πόνου κρυμμένα
μυστικά δεν υπάρχουν για σένα.
Μ ταχύτητα τα διαβάζεις
και σε φως κι απονία τ' αλλάζεις.

Και δεν είναι καθόλου ένα ψέμα
το ενδιαφέρον που έχεις στο βλέμμα-
όπως βρίσκεσαι κι όπως κινείσαι
και καλή έτσι αυθόρμητα είσαι.

Τα παιδιά σου, τ' αγγόνια σου τάχα
θα 'χουν λίγη απ' αυτήνε μονάχα
την ευγένεια που σε διακρίνει;
Ή της μέλλει να σβήσει κι εκεινη

Ιλανί, στον καιρό μας ετούτο
της ψυχής που όλον παίρνει τον πλούτο
και τον ρίχνει μες στη χοάνη
κι απολαύσεις και χρήμα τον κάνει;..
THORNBIRD

Σαν το πουλί που το μικρό
το σώμα του καρφώνει
σε κάποιου κάκτου το ξερό
αγκάθι, που πληγώνει

το τρυφερό του το κορμί
κι εκείνο κελαϊδάει
με τέτια χάρη γιορτινή
που η Φύση σταματάει

όποιο της μούρμουρο γλυκό
σαν να 'χει ξάφνω σκόλη
και το τραγούδι το απαλό
γλυκαφουγκράζεται όλη…

κι όσο το αγκάθι πιο βαθιά
μέσα στο σώμα μπαίνει
τόσο η φωνίτσα η γλυκειά
και πιο πολύ γλυκαίνει

ώσπου το αγκάθι να χωθεί
μες στη μικρή καρδιά του
και η ζωή του να κοπεί
και η γλυκιά λαλιά του...

έτσι η ψυχή μου είναι κι εμέ
σαν ένα αγκαθοπούλι
που δε διαλέγει-αχ! καημέ!-
τη βιόλα ή το γιούλι

παρά στου Πόνου τα σπαθιά
τ' ακονισμένα ορμάει.
Κι ως μπαίνουν κείνα πιο βαθιά
τόσο αυτή πονάει,

ώσπου του Πόνου το σπαθί
άπαφτα προχωρώντας
μες στην καρδούλα της να μπει
και τότε τραγουδώντας

τον πιo όμορφό της το σκοπό,
τα μάτια της να κλείσει
σαν αγριολούλουδο μικρό
που έχει πια μαδήσει.
I RECEIVED A LETTER

Δεν ξέρω ποιος μου το 'στειλε-δε γράφει.
Μα είναι οπωσδήποτε για μένα.
Ζωγραφισμένοι πάνω του δυο τάφοι
κι άταφα δυο κορμιά τυμπανισμένα.

Λιβάνι αντίς αρώματα μυρίζει
και το 'φερε ψηλός μαντατοφόρος.
To νου μου απορία δε βασανίζει-
δεν είμαι με το γράμμα ετούτο ξένος.

Χαμένην είχα ζήση και χαρά μου
και σήμερα νεκρές μου τις γυρίσαν'
αργήσανε να φτάσουνε κοντά μου
και βέβαια τα κορμιά τους εσαπίσαν.
ΣΑ ΣΚΥΛΙΑ

Αφότου έφυγα πριν χρόνια απ' την πατρίδα
κι όσο περνάει ο καιρός, καταλαβαίνω
πως κάθε μέρα πιο πολύ σβήνει η ελπίδα
και κάθε μέρα περισσότερο πεθαίνω.

Άδης η χώρα τούτη εδώ. Γύρω σκοτάδι.
Τυφλών σκιές όταν βαδίζω διασταυρώνω
που κάποιος λες ψυχοπομπός τις πάει ομάδι
πέρα απ' το διάστημα και πέρα από το Χρόνο.

Η γειτονιά μου ένα μικρό νεκροταφείο
με τους γειτόνους μου βρυκόλακες αϋλους
που σαν σκυλιά είτε με ζέστη είτε με κρύο
πρωί και βράδυ κατουρούν δέντρα και στύλους.

Αντίς για φώτα βράδυ φέγγουνε κεράκια
και τις προθήκες δείχνουνε των εστιατορίων
σπερνά γεμάτες. Και ορμάν μαύρα κοράκια
και τρων τις σάρκες τις ωμές πτωμάτων μακαβρίων.

Και οι γνωστοί μού στέλνουν γράμματα, καρτούλες,
σαν όπως στέλνουν προσφορές στην εκκλησία
και πάνω ζωγραφίζουνε μικρές καρδούλες
που θάβονται οι χτύποι τους στην τόσην ερημία.

Κι όλο περσότερο βαθιά βυθίζω
στο σκότος το αμετρο της χώρας όπου ξένος,
μόνος, ανέραοτος, απέλπιδος σαπίζω
και πιο πολύ είμαι κάθε μέρα πεθαμένος.
ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ-ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Όπως αυτούς που έκαναν εγκλήματα πολλά
ρίχνοντας μες στα μάτια τους φώτα τους ανακρίνουν
κι ο ιδρώτας από πάνω τους ατέλειωτα κυλά
και μέρα νύχτα νηστικους κι άϋπνους τους αφήνουν,

έτσι κι εμέ που αμάρτησα μες στη ζωή πολύ
μέρα και νύχτα ξάγρυπνο η δουλειά μου με αφήνει
κάποιος με τρόπο βάρβαρο συνέχεια μου μιλεί
κι ο ήλιος ανελέητα ο καυτός με ανακρίνει.

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

TO ΠΑΣΧΑ ΜΑΣ

"To Πάσχα μας..."

Έχουμε κι εμείς Πάσχα;
Πού είναι τ' αρνιά κι η μαγειρίτσα;
Πού είναι τ' αυγοκούλουρα:
Πού το Χριστός ανέστη;

Έχουμε κι εμείς Πάσχα;
Πού είναι η Μεγάλη Τρίτη μας η Κασσιανή;
Πού η αυγοβαφού Μεγάλη Πέμπτη;

Χαθήκανε και πάνε όλα
και θυμώντας τα
την απουσία τους μόνο μεγαλώνουμε.

Πάνε τα Πάσχα μας.
Παρασκευές Μεγάλες έχουμε μονάχα
που και κείνες
τόσο τις συνηθίσαμε
που κι οι σταυροί δε μας πονάνε πια.

To Πάσχα μας… Πού είναι το
με την Αγάπη και με το φιλί;
Ο ΘΕΟΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ

Πριν πάω για ύπνο κάθε βράδυ
παιδάκια μου καλά
το μάγουλό μου ένα χάδι
γλυκά γλυκά φιλά.

Η βραδινή ειν' η προσευχή σας
τ' όμορφο χάδι αυτό
που με καλεί κι εμέ μαζί σας
στον ύπνο ν' αφεθώ.

Και με ζεσταίνει ως μέσαθέ μου
αγνούλα μια φωνή:
"κοιμήσου ήσυχα Θεέ μου-
όλα καλά στη γη.."

A! To χαδάκι αυτό μικρά μου
το θέλω αληθινά'
αλλιώς-μεγάλη η μοναξιά μου
κι η νύχτα δεν περνά.

Λοιπόν σαν πάντα κάθε νύχτα
στο φίλο σας ψηλά
λέτε μικρή μια καληνύχτα
κι αυτός θα σας φυλά.
ΕΟΡΤΗ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

Μία τούρτα ειν' αφημένη
στο τραπέζι το βαρύ.
Μία τούρτα μουχλιασμένη
που αναδίνει άθλιαν οσμή.

Μαύρο απόσβηστο κεράκι
στέκει πάνω της καθώς
απορφάνευτο παιδάκι
ή σαν ήλιος σκοτεινός.

To δωμάτιο παγωμένο
και το σπίτι αδειανό
σαν καράβι κουρσεμένο
σ' ανοιχτόν ωκεανό.

Δεν ακούγονται τραγούδια
και χαρούμενες φωνές
δεν προσφέρονται λουλούδια
κι ούτε λέει κανείς ευχές.

Μόνο, νύχτα, το φεγγάρι
κάτι σκιες δείχνει θαμπές
που αγκαλιάζονται ομάδι
και φιλιούνται μοναχές.

Μη σταθείτε οδοιπόροι-
μην ταράξτε ούτε στιγμή
τη σιωπή που στεφανώνει
την παράξενη γιορτή.
ΣΚΕΝΤΕΡΜΠΕΗΣ

Σε φτηνό μέταλλο χυμένος,
την τιμή και την ιστορία των αλβανών,
πάνω από το σαπισμένο,
πολυκαιρινό έπιπλο που βαλμένος είναι
φροντίζει.

Το κεφάλι του-
αντίθετα από της Τεύτας-
στην Ανατολή στραμένο,
μήπως και πάλι κάποιοι από κει
κινήσουν να 'ρθουν.

Σε φτηνό μέταλλο χυμένος.
Σε κάθε αλβανικό μέσα σπίτι.

Σαν ενθύμηση ακριβή και σαν καθήκον.
ΓΡΗΑ ME ΛΟΥΛΟΥΔΙ

Γριά με την τρεμάμενη μιλιά
και το ξερό και μαραμένο δέρμα
τι θέλεις το λουλούδι στα μαλλιά-
τι θέλει ο Αυγερινός στου ηλιού το γέρμα;

Στο στόμα σου φαντάσματα φιλιά
τα μάτια σου σπηλιές του κάτω κόσμου
γριά τι βάζεις τ' άνθος αγκαλιά
με τ' άχερα του κήπου σου του αόσμου;

Τ’ άγια γριά μη δίνεις στα σκυλιά. 
Το άνθος που αμήχανο σ' αγγίζει
στης μνήμης άφησέ το τη φωλιά-
εκεί και θα ευωδά και θα στολίζει.
Η ΟΡΝΙΘΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

To βλέπω το μαχαίρι που κρατάς.
Άνθρωπε σκότωσέ με να με φας. 
Το θάνατο αυτόν μου τον χρωστάς:

σκαλίζοντας κι εγώ μες στο κατώι
χορταίνω απ' το σκουλήκι που σε τρώει
κι απ' τη δροσάτη που λιπαίνεις χλόη.

Ζωή κι οι τρεις που ζούμε αληθινά
το θάνατο ο ένας τ' άλλου να πεινά!
Ζωή κι οι τρεις που ζούμε αληθινά!..
ΥΣΤΕΡΟΒΟΥΛΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ

Πρέπει οι λέξεις να είναι μετρημένες
θάρρος να μη δίνουν πολύ στον πλησίον.
Οι εικόνες μέσα τους πρέπει να 'ναι κρυμμένες
καθώς στο απόστημα είναι το πύον.

Αχ! Ό, τι αισθανόμαστε δεν πρέπει να λέμε:
μπορεί ο πλησίον να παρανοήσει.
Και αντί να γελάμε πρέπει να κλαίμε
αν αυτό η παρέα της στιγμής απαιτήσει.

Δεν πρέπει ν' αγκαλιάσουμε την Ιουλία
κι ας έχουμε χρόνια πολλά να τη δούμε.
Να βάλουμε πρόωρα πρέπει τελεία
στην πρόταση που είχαμε σχεδιάσει να πούμε.

Ω! Δεν πρέπει ν' ανοίγουμε λεπτές συζητήσεις
γιατί ίσως πληγεί ο πλησίον καιρίως. 
Δεν πρέπει ν' ανοίγουμε τις καρδιές μας επίσης
ούτε όταν τάχα μιλάμε εγκαρδίως.

Ας φεύγει ο πλησίον με γρήγορα βήματα,  
ας κλείνουν επάνω μας σαν τάφοι τα κύματα,
τα λόγια μας πρέπει να κρύβουν τα αισθήματα. 
Πρέπει-α! πρέπει-να τηρηθούν τα προσχήματα.
FLAMINGOS
(LAUGHLIN, COLORADO RIVER)

Κυρίες καλαίσθητες και καλαμένιες
ψηλές, μακρύλαιμες, δίχως έγνοιες
περνάνε τα flamingos τη ζωή τους
χωμένα στην ανία και στη σιωπή τους.

Γεννήσεις γίνονται, βαφτίσια, γάμοι,
και σ' όλα μάρτυρας το ποτάμι
που σέρνει τα ολοκάθαρα νερά του
απ' τ' άσπρο φτέρωμά τους από κάτου.

Ωραίες κυρίες μου ας ήταν να 'χα
μιαν ώρα ανέγνια-μία μονάχα
απ' όσες ο Πανάγιος έχει δώσει
σε σας με τη σοφία του την τόση.
Ο ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ TOY ΦΥΤΑΛΗ

Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας-
όπως τον έκανε ο Φυτάλης:
Καλόν, ολύμπιον, άλκιμόν τε.
Έτσι τον θέλαμε.

Να βλέπει όχι στα καράβια
κι ούτε δαυλό στο χέρι να κρατεί
αλλά ψηλά και μακριά να βλέπει
και με μιαν άλληνε φωτιά
όχι τους τούρκους μα τα πνεύματα να φλέγει.

Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας-
μια σερνικήν Ελλάδα.
ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ...

-"Dont give up!"
–Τι εννοείς;
-"Dont give up!"
–Μα πώς;..
ΤΑ ΑΜΦΙΒΙΑ

Μια στο νερό και πότε στην ξηρά
ζούνε τ' αμφίβια τη μικρή ζωή τους
αλλάζοντας πατρίδα στη σειρά
μιας γεννηθούνε κι ως τη θανή τους.

Ανάπαψη ποτέ τους δε θα βρουν'
στους θάμνους μια και μια στα φύκια'
ποτέ τους δε θ' αναπαυτούν
σ' ενός στοιχείου την επιείκεια.

Τα διώχνει σαν προδότες το νερό-
σαν κατασκόπους η ξηρά τα διώχνει
και τα τρυπά κι εκεί κι εδώ
του ανεπιθύμητου η λόγχη.

Του αέρα τ' απειλούν τα ζωντανά,
στη λίμνη να σωθούνε τρέχουν,
μ' άλλοι εχθροί κι εκεί ξανά-
ω! τέτοια μοίρα πώς αντέχουν!..

Και δίχως την αγάπη τη γλυκιά
και δίχως της φιλίας τ' άγιο δώρο
τρέχουν απ' το χώμα στα νερά
κυνηγημένα σε κάθε χώρο.

Να πείσουν δεν μπορούν-κι αλήθεια πώς;-
ότι έχουνε καρδιά έτσι πλασμένη
που έχει ο τρυφερός τους ο παλμός
και για τα δυο αγάπη φυλαγμένη.
ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΠΛΑΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ
(SANTA MONICA)

Κύριε Κάπλαν
κύριε Κάπλαν
το γραφείο σου έχει άπλαν
το δικό μας ειν' στενό
το στομάχι μας κενό.

Κύριε Κάπλαν
κύριε Κάπλαν
όλη μέρα είσαι ξάπλαν
και δουλεύουμε εμείς
αντί γλίσχρας αμοιβής.

Κύριε Κάπλαν
κύριε Κάπλαν
α! και να 'χα μίαν τάβλαν
και να χτύπαγα μ' ορμή
το χοντρό σου το κορμί!
ΦΤΗΝΟ

"Θα φύγω", του 'λεγε
"με άλλους θα γυρίζω
και σαν σκυλί θα σέρνεσαι
να με ζητάς.
θα μ' έχουνε ντυμένην στα μεταξωτά
και στα χρυσάφια
και τα μαλλιά μου ο πρώτος
θα τα κτενίζει κομμωτής.
Θα τρώω στο Πικαντίλλυ
κι οι εκδρομές μου θα 'ναι στο Παρίσι.
Σ' άλλους θα πάω να με προσέχουν
και μονάχα εμένα ν' αγαπούν.
Θα φύγω και σ' εσέ
ποτέ δε θα ξανάλθω".

Είπε πολλά ακόμα
τα έμορφα χέρια της λικνίζουσα
και το θεσπέσιον σείουσα κορμί της.
Αυτός στο μεταξύ
το δεύτερο τσιγάρο είχε ανάψει
κι ένα βιβλίο εδιάβαζε φτηνό.

Όταν αυτή τελείωσε τα λόγια
πήρε την τσάντα της,
μισάνοιξε την πόρτα,
για λίγο δίπλα της εστάθη,
μετά την έκλεισε, εγδύθη βιαστικά
και το κορμί της άφησε άψυχο να πέσει
στου εραστού την αγκαλιά.
Και κει,
κάτω απ' των σεντονιών των άπλυτων
τη μυρωδιά ξινίλας
και μέσα στους καπνούς απ' τα τσιγάρα
για μια φοράν ακόμα ανέβηκε ως τον ουρανό.

Και κει ψηλά βεβαίως όλα λησμονούνται.
ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΕΣ

Οι μετανάστριες
ντύνονται με τ' ακριβά τους ρούχα
στολίζονται με τα χρυσάφια και με τα διαμάντια τους
και στα σαλόνια πάνε
και συζητούν "δια τέχνην υψηλήν"
και παίζουν πιάνο...
Και κάθονται στον καναπέ σαν να λένε:
"κοιτάξτε με πόσο ντυμένη είμαι-
και φαντασθείτε με γυμνή..."
Και σηκώνουν το ποτήρι της σαμπάνιας
με λεπτές κινήσεις των δακτύλων σαν να λενε:
"δέστε αυτά τα χέρια..
δεν πιάνουν άλλο τίποτε από το ποτήρι.
Και φαντασθείτε…"
Και: "κύριε Μαζαράκις", λένε,
"παρακαλώ μπορώ να έχω…"
ενώ ταυτόχρονα βλέπουν τριγύρω σαν να λεν:
"ακούτε; λόγια τόσο μόνο ευγενικά
λέει το στόμα μου.
Και φαντασθείτε..."

Ύστερα γυρίζουνε στο σπίτι
αφού προσεκτικά τινάξουνε πριν μπουν
τις νότες που 'χουνε σκαλώσει επάνω τους,
κι η ηδονή γι αυτές είναι η πρώτη
να βγάλουν τόσα ρούχα.

Μετά πατούν στον Πούσκιν για ν' ανέβουν στο κρεβάτι
όπου η δεύτερη τις περιμένει
μακριά 'πό ψεύτικες ευγένειες και μασκαρέματα.


Και όταν αποκοιμηθούν
ο Σαίξπηρ ένα ράκος
ανάμεσα στα πόδια τους.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
ή
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ!

Στην ανοιχτή τη θάλασσα!
Στη γαλανή παντάνασσα!
Εκεί! Εκεί ας πάμε!
Μ' αυτήν-μ' αυτή ας μεθάμε!
Στους ψαράδες! Στους ψαράδες!
Κάθε ψάρι δέκα Ελλάδες.

Στην πρώτη την κοιτίδα μας!
Στη μοναχή πατρίδα μας!
Κοντά της ας βρεθούμε!
Την άρμη της ας πιούμε!
Στων κυμάτων της τα τόξα
κάθε κύμα και μια δόξα.

Στης θάλασσας τα κύματα!
Στα γαλανά της μνήματα!
Ας τρέξουμ' εκεί πέρα!
Στο λεύτερον αέρα!
Αυτή ψυχή μας όλη:
χωριό, αυλή, περβόλι…
ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ

A! Έχει σύννεφα κι εδώ! Α! Έχει καταιγίδες!
Κάτι τεράστια σύννεφα που πιο σφιχτά σε ζώνουν
απ' της πατρίδας-πιο πολύ-α! πιο πολύ σκοτώνουν-
που πιο συχνά κι ανάναφτα σβήνουνε τις ελπίδες.

Και το φεγγάρι βγαίνει εδώ με μια χλωμάδα τόση-
όμοιο ασημοκέντητο μαχαίρι καρφωμένο
στης γης το τρεμουλιάρικο κορμί-το πεθαμένο-
λες και πασκίζει και νεκρό να το ξανασκοτώσει.
TO ΕΞΩΣΠΙΤΟ

"Όταν καήκαμε..." έλεγε,
και εννοούσε όταν οι Γερμανοί κάψανε το χωριό της.
"όταν καήκαμε
επήγαμε και κάτσαμε στο εξώσπιτο.
Τότε είναι που 'σπασε το χέρι του ο παππούς μου-
επήγαινε να φτάσει το τσεκούρι και παράπεσε…

Μεις τα παιδιά -μια δεκαριά-ήμασταν μαζεμένα
μέσα σε κάτι φασολιές.
Είχαμε μια φοράδα που φοβότανε
όταν σφυρίζαν πάνω μας οι οβίδες.
Την πήρε ο γέρος και την έβαλε πιο πέρα
σε μια γούβα-έτσι ησύχασε-γιατί έτρεμε το ζώο.

' πο κει που ήμασταν κρυμμένα
εβλέπαμε λαμπαδιασμένο το χωριό μας.
Όταν καήκαμε..."

Πέντε χιλιάδες μίλια μακριά κι αιώνες πίσω
η Ευσταθία ιστορεί με τον γοργό της λόγο
κι ακούμε μεις οι άλλοι
και τα λόγια της ρουφάμε που αταίριαστα,
παράξενα ηχούνε
πέντε χιλιάδες μίλια μακριά κι αιώνες πριν...

Κι ακούμε
για του χεριού το σπάσιμο και το τσεκούρι,
για το λαμπάδιασμα και για το εξώσπιτο,
για τη φοράδα και τις φασολιές…

Μα όταν φεύγουμε απ' το σπίτι της,
η Ευσταθία χάνεται μέσα στο σήμερα
και τα πολλά της λόγια φτιάχνουν ένα σύννεφο
που κρύβει πίσω του το νόημα της διήγησης
και πια όταν πάμε σπίτι μας λέμε α! τι όνειρο κι αυτό!
κι ετοιμαζόμαστε για τη δουλειά όπως πάντα,
μονάχα πιο ανήσυχοι από συνήθως.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ

Πολλές εισαγωγές βιβλίων από τις υπερπόντιες κτήσεις.

Τα ρομπότ τα χρησιμοποιούν στο χτίσιμο εξοχικών οικιών
αφού τα τσιμεντώσουν γύρω.

Τα γράμματα τότε μέσα τους πλαντάζουν.
Μερικά επαναστατούν,
σπάζουν το περίβλημα και χύνονται έξω.
Η γυναίκα-ρομπότ λέει τότε: ο τοίχος μπάζει νερά.
ΟΛΕΣ

Η ζωή είναι ολιγαρκής.

Ένα ποτήρι νερό
ξεπλένει όλες τις αναμνήσεις.
Το χαμόγελο ενός κοριτσιού
ανοίγει μια τρύπα στο τείχος της απνοίας.

Στην ευρύστερνη πολλαπλότητα των εναντιώσεων
το αεί νοούν φωλιάζει εφησυχάζον.


ΠΡΟΒΟΛΗ

Προβολή στον τοίχο-
δίχως ήχο-
τον ασπρίζοντα.
Σλάϊντς σφύζοντα
από Ελλάδα.
Τα 'δα, τα ξανά'δα-

και δεν ήταν λίγα-
και επήγα
κι επισκέφτηκα
(η το σκέφτηκα;)
κάθε άκρη
κι έτρεχε το δάκρυ...
OI ΜΝΗΜΕΣ

Οι μνήμες είναι κοντινές
μηνών μονάχα
μα φαίνεται το νόημα
έχει μεγαλώσει
της ζωής
και πρέπει-
ηρθ' ο καιρός-
κάπως να τις ακουμπήσω.

Πρέπει στις μέρες να γυρίσω
που ασφαλώς
δεν βλέπει
κανείς
με αγάπη τόση
αλλά το χαδολόγημα
θα 'θελα να 'χα
από μέρες έστω αλγεινές, 

παρά της νύχτας την διαρκή
εμπιστοσύνη
που δεν αφήνει
χώρο στην αίσθηση επαρκή.

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

ΠΙΣΩ

Τραγικά κυνηγημένος
απ' της μοίρας μου το μένος
σε μια χώρα έχω βρεθεί
κι έχω μέσα της χαθεί.

Μια μεγάλη είναι χώρα.
Όλα εδώ μου λεν: "προχώρα!"
Μόνο η μέσα μου φωνή
μ' ολ' αυτά δε συμφωνεί. 

Και μου λέει: "μην πας εμπρός-
κάτσε-στάσου-πια καιρός
για προχώρημα δεν είναι-
άκουσέ με-μείνε-μείνε!"

Απ' τις δύο τους καμιά
δεν ακώ-την πεθυμιά
της Ανάγκης θ' ακλουθήσω-
και ιδού: πηγαίνω πίσω.
ΞΕΝΗΤΙΑ

Κύπελλο λευκό στα χέρια μου
παίρνω τη μετάληψή σου την Αγία
γη μου αστέγαστη και απωθούσα.

Από χώμα πλανήτη άλλου
είμαι πλασμένος.
Το εδώ χώμα με απορρίπτει.

Με μεθυστικό νερό άλλου στερεώματος ζυμώθηκα.
Το εδώ νερό με διαχωρίζει.
Ως έλαιον επιπλέω αγόμενος.
ΣΤΗΝ CHARLEVILLE

Δούλευα βάψιμο στην Charleville.
Σ' ένα παλιό σπιτάκι που ανακαίνιζαν.

Την πρωτη μέρα είδα
στο φρέσκο το τσιμέντο πάνω μια γραφή:
"MARCIA LOVES BILLIE".
Γραφή χαρούμενη και βιαστική.
Κι η διπλανή τριανταφυλλιά την έπαιρνε
και λέγανε τα λουλουδένια χείλη:
"MARCIA LOVES BILLIE…
MARCIA LOVES BILLIE…"

Τη δεύτερη τη μέρα μια αλλαγή-
και μ' επιμέλεια καμωμένη.
Πάνω στο κρύο το τσιμέντο:
"MARCIA LOVED BILLIE" εδιάβαζες.
Και η γραφή έμενε εκεί ασήκωτα πεσμένη
να την πατάν τα πόδια και να λεν
τα πετρωμένα χείλη:
"MARCIA LOVED BILLIE..
MARCIA LOVED BILLIE.."
TOY ΚΑΡΦΙΟΥ

Σαν τοίχος μοιάζω που ποτέ
πάνω του δεν κρατεί
τίποτε. Όλα φεύγουνε,
γλιστρούνε από μένα
και πάνω πέφτουν στου απλωτού
πατώματος το χέρι
και κείνο άκοπα κρατεί
όσα από μένα φεύγουν
χωρίς τον κίνδυνο ποτέ
μακριά του να του πάνε.

Ενώ αν κάτι απ' αυτά
κι εγώ ποθήσω να 'χω
έστω μικρό κι ασήμαντο
με πόνους και με δάκρυα
πρέπει να το αποκτήσω
αφού θα πρέπει του καρφιού
τον πόνο τον αλύπητο
στα σπλάχνα μου να νιώσω.

ΝΟΣΤΟΣ

Αχου! Βαστάτε ρεματιές-βαστάτε σεις ραχούλες!
Βαστάτε μονοπάτια μου και λυγεροκορφούλες.
Βαστάτε κατσικάκια μου ψηλοσκαρφαλωμένα.
Βαστάτε λίγο κι έρχομαι από τα μαύρα ξένα.

Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι! Βαστάτε αγαπημένοι!
Βάστα καρδιά μου άτυχη! Βάστα καρδιά καμένη!
Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι! Βαστάτε φίλοι φτάνω!
Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι στον ένα χρόνο επάνω.

Αχ! Και θα έβρω τα γλυκά απογέματα του Απρίλη
αχ! και θα έβρω τα χρυσά κονέματα το δείλι
αχ! και θα βρω τα όμορφα βραδάκια στην ταβέρνα
που οι φίλοι πάλι θα μου λεν: "κέρνα γιατρέ μου, κέρνα..."

Αχ! Θα 'βρω τις αξέχαστες πάλι νυχτιές του Ιούλη
που διπλα από 'να ολάνθιστο γιορτοντυμένο γιούλι
της Αφροδίτης θε ν' ακώ τη γνοιαστική φωνίτσα
που θα μαλώνει τρυφερά τα δυο της τα κορίτσα.

Άχου! Βαστάτε και θα 'ρθω-ένα χρονάκι ακόμα.
Βάστα στυφή πατρίδα μου δροσιά πάνω στο χώμα
γιατί σα 'ρθω, τόσο βαθιά κι άγρια θα το φιλήσω
που αν καφτερό μου το κρατάς-αλλί μου-θ' αρρωστήσω.

Βάστα ουρανέ του τόπου μου-νερό της θάλασσάς μου. 
Χρόνος ακόμα ένας εδώ και κιώνεται ο μπελάς μου. 
Και πια σας έρχομαι-και πια κοντά σας θα 'μαι πάλι
και δε θα φύγω πια ποτέ ως τη ζωή την άλλη.

Βαστάτε ανθομύριστα χωράφια του Μαϊου. 
Βαστάτε αρώματα ακριβά του άοσμού μου βίου.
Βαστάτε και σας έρχομαι-βαστάτε κι είμαι πίσω
βαστάτε και ξεκίνησα-βαστάτε-θα γυρίσω.

Βαστάτε ηλιογέρματα ερυθρά και θεία βράδια!
Βαστάτε και σας έρχονται τα μάτια μου τα ολάδεια.
Βαστάτε και πουλάκια μου τα κελαδήματά σας
μην τα τελειώστε κι έρχομαι-φτάνω κι εγώ κοντά σας.

Κι αχ! Βάστα Χάρε μου κι εσύ-βάστα και μη με παίρνεις
το σκέλεθρό σου το κορμί πάνω μου μην το γέρνεις.
Αχ! Βάστα Χάρε μου καλέ κι εγώ θα σου χαρίσω
χαρούμενο ένα λείψανο λίγο ακόμη αν ζήσω.
ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ

Όταν μωρό σαν ήμουνα, οι επουράνιες θύρες
ορθάνοιξαν για να 'ρθουνε στο λίκνο μου οι Μοίρες,
να κείμαι οι σαϊτες τους όρισαν οι εκηβόλες
έξω απ' όλες τις χαρές -μέσα στις λύπες όλες.

Κι όπως οι όνοι προτιμούν τ' αγκάθια αντί των κρίνων
έτσι πειθόμενος κι εγώ τοις ρήμασι τοις κείνων
μες στη ζωή χίλιες χαρές ορθάνοιχτες κι αν βρήκα
έμεινα έξω απ' τις χαρές και μες στις λύπες μπήκα.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ…

Αγαπημένοι φίλοι μου για με μη βάζετε έγνοια.
Καλά περνώ στην ξενητιά-πρόβλημα εδώ κανένα.
Εξέφυγα από τα μικρά κι από τα τιποτένια. 
Σας ξαναλέω: μη γνοιάζεστε-μη σκέφτεστε για μένα.

Στο εργοστάσιο του ατσαλιού έχω σαράντα εργάτες.
Ό,τι διατάξω γίνεται. Με λογαριάζουν όλοι.
Έχω τους πλουσιότερους εμπόρους για πελάτες.
Είμαι γνωστός και σεβαστός σ' ολόκληρη την πόλη.

Τρία αυτοκίνητα κρατώ κι ένα έχω παραγγείλει
απ' τα μεγάλα κότερα για βόλτες στα πελάγη
που καίει δεκάξι τάλιρα σ' ένα μονάχα μίλι, 
για να ξεφεύγω απ' της στυγνής ρουτίνας τα τενάγη.

Μες σε ντουλάπες δρύινες με ασημένια φύλλα
για να ταιριάζουν μ' όλες μου τις ψυχικές διαθέσεις
έχω κοστούμια αμέτρητα με χρώματα ποικίλα.
Ναι! Ζω μια ξέχωρη ζωή με πλούτο και ανέσεις.

Η μέρα σπρωχνεται εύκολα. Τη νύχτα κουρασμένος
κοιμάμαι αμέσως. Αύριο, πρόγραμμα ίδιο πάλι.
Γι αυτό σας λέω, προβλήματα δεν έχω-ορισμένως
εγλύτωσα απ' το άσχημο που 'χα εκεί πέρα χάλι.

Όλα καλά. Μονάχα να… υπάρχουν κάτι βράδια,
από αυτά τα βροχερά βράδια, τα ρημαγμένα,
που όπως τα ψάρια σπαρταρούν πιαστά στα παραγάδια
κι ο ταύρος ο δικέρατος πεσμένος στην αρένα,

έτσι εντός τους σπαρταρούν κάτι ψυχές θλιμμένες.
Κάτι βραδιές που τις βαθιές κουτάλες τους αρπάζουν
οι υπηρέτες του Θεού που πίσσα ειν' αλειμμένες,
με φόβο τις γεμίζουνε και μέσα τις αδειάζουν

στις θλιβερές έτσι ψυχές αυτών που ζουν στα ξένα.
Τέτοιες βραδιές που μέσα τους η ελπίδα δεν αντέχει-
τέτοιες βραδιές -πώς να την πει την πεθυμιά η πέννα...
να!.. θα 'θελα να ήμουνα κοντά σας όταν βρέχει.
Η ΜΙΚΡΗ ΧΩΡΙΑΤΟΠΟΥΛΑ ΑΠ’ ΤΟ ΜΑΙΑΜΙ

-Μικρή χωριατοπούλα απ' το Μαϊάμι
γιατί σε τρίχινο ξαπλώνεις χράμι;
-To τρυφερό τρυπάει το κορμί μου
και κόβει τη φωτιά και την ορμή μου.

Κι αν λύσεις της ποδιάς μου το φιογκάκι
καυτό θα σου χαρίσω ένα φιλάκι.
Και μόνο να μου άγγιζες το χέρι
λαμπρό θα σου εχάριζα εν' αστέρι.

-Μικρή χωριατοπούλα γιατί τρέχεις;
γιατί ολόημερα στασό δεν έχεις;
-'ποσταίνοντας τις μέρες στα λαγκάδια
πιο ήρεμα διαβαίνουνε τα βράδια.

Κι αν έρθεις στη στιγμή θα σου χαρίσω
τ' ωραίο το πουλί το παραδείσιο. 
Και όλα θαν' της Άνοιξης τα μύρα
δικά σου σα θα κρούσεις μου τη θύρα,

-Μικρούλα μου, άφησέ με να βοηθήσω-
εγώ τα ξύλα σου να κουβαλήσω.
-Αψήφιστο αυτό μπροστά στο άλλο
τ' αβάσταγο το βάρος-το μεγάλο.

Κι αν λύτρωση από κείνο θα μου φέρεις
θα μάθεις μυστικά που δεν τα ξέρεις.
Κι αν λύσεις των μαλλιών μου τις πλεξίδες
τα χάδια θα σου δώσω που δεν είδες.
ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

Τα πρωινά οι φωνές σα σβήνουν των πραγμάτων
κι ακόμα πριν καλά καλά η ηχώ τους να χαθεί
έρχεται η ώρα των πολλών μικρών πικρών θανάτων
την πόρτα της ανίας μας να κρούσει την κλειστή.

Σαν βόμβος από μέλισσες, σαν μούρμουρο ρυακιού
διαβαίνει από μέσα μας και στους ανέμους πάει
και κάποιο ρίγος μας περνά σαν παίξιμο ματιού
μες στις αισθήσεις μας καθώς τυφλά φτεροκοπάει.

Κι ως βγαίνει από μέσα μας κάτι μας έχει πάρει
κι η μέρα μας πιο άχρωμη κι ασήμαντη αρχινά
όπως η μέρα μιας κλωστής που από το κουβάρι
χρόνια κομμένη, όλο και πιο, καθημερνά ξεφτά.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

ΓΙΑ ΤΈΛΕΙΑ

Τον έκλεψε ένας φίλος
μια φίλη του 'χε φύγει
και του 'λειψε ο ζήλος
για της ζωής τα ρίγη.

Και μ' ένα πυροβόλο
της πλούσιας συλλογής του
δια μιας εμέτρησε όλο
το χρόνο της ζωής του.

Αξιέπαινος η πράξις
κι η πρόθεσις τιμία
κι απ' όπου την κοιτάξεις
προδίδει ευαισθησία.

Αυτή όμως η λύσις
για τέλεια θα μετρούσε
αν είχε αυτοκτονήσει
ενόσω ευτυχούσε.
Ο ΜΑΞ

Ο Ρότζερ ο Κούτζο κι ο Μαξ
καλά μας φυλάγουν εμάς.
Κι ενω μες στον ύπνο δοσμένοι
κοιμόμαστε εμείς κουρασμένοι
ξυπνάμε καθώς εναλλάξ
γαυγίζουν ο Κούτζο κι ο Μαξ.

Εσχάτως το δόλιο το Μαξ
τον χτύπησε μ' όπλο ένας βλαξ
και παν τα παλιά του τα κλέη
και τώρα τα λοίσθια πνέει. 
και είναι το τραύμα διαμπάξ
που τώρα σκοτώνει τον Μαξ.
Ο ΚΑΗΜΟΣ

Η που αγαπώ είναι μακριά
και πώς να της μιλήσω
και πώς λογάκια να της πω
και πώς να τη φιλήσω;..

Ήλιε που ακούραστα γυρνάς
σα θα βρεθείς κοντά της
στείλε μια αχτίδα σου χρυσή
πα' στα χρυσά μαλλιά της

και πες της ό,τι θα 'θελα
να της ειπώ-μα ακόμα
ένα σου δώσε της φιλί
ολόγλυκο στο στόμα-

όμως χωρίς να της ειπείς
εγώ πωςσ' έχω στείλει.
Και πες μου, όταν άγγιξες
τα δυο μελένια χείλη

το καλοδέχτη ή θύμωσε
με το γλυκό φιλί σου;
Γιατί αν το καλοδέχτηκε
το φίλημα μαζί σου,

να ξέρω-για μιαν άπιστη
να μη με τρώει εμένα
και της αγάπης ο καημός
εδώ στα μαύρα ξένα.
Η ΦΙΛΗ

Είχα μια φίλη που έφυγε απ' την Ελλάδα όταν
η ελπίδα μες στα μάτια της ακόμα αναπαυόταν
και πήγε στην απόμακρη και πλούσια Αμερική.

To πρόσωπό της έλαμπε από ζωή και φλόγα.
Τα βράδια ο ήλιος κούρνιαζε στου στήθους της τη ρόγα
και φως και ζέστα εμάζευε ολονυχτίς εκεί.

Κι έφυγε. Και μας άφησε να κλαίμε στη φυγή της.
Και παίρνοντας τα όνειρα και τη χαρά μαζί της
ξεδίπλωσε ολόλευκα πανιά στον κρύο αγέρα.

Κι ακόμα όταν έφτανε στην ξένη γη το πλοίο
αυτή γελούσε ολόδροσα σαν ενα ακόμα αστείο
να 'ταν και το ταξίδι της κι η ζήση εκεί πέρα.

Τριάντα χρόνια πέρασαν και το 'φερε η μοίρα
κι όπως αυτή, έτσι κι εγώ, τους ίδιους δρόμους πήρα.
Και ζήτησα όταν έφτασα τη φίλη μου να δω.

Μα αντίς γι αυτή με στείλανε σε άψυχο ένα σώμα
που ας με γνώρισε αυτό, εγώ και τότε ακόμα
ενόμισα πως λάθεψα και πήγα σ' άλλη οδό.

Εγώ θυμόμουν με χαρά και φως να 'ναι γεμάτη. 
Τώρα κενό κι ανέκφραστο με κοίταζε το μάτι
κι άχρωμη μια κι αγνώριστη μου μίλαγε φωνή.

Κι αυτή φαινόταν να 'τανε μ' όλα τα γύρω ξένη
μηχανικά εβάδιζε και σαν υπνωτισμένη
σα μαραμένο να 'τανε δεντρού ενού κλωνί.

Χίλιες φορές καλλίτερα να την κατείχε η θλίψη
ή στην ψυχή της άκλειστες πληγές να είχε ανοίξει
του Πόνου το μαχαίρωμα-της Λύπης η κραυγή,

παρά που ήταν σα σβηστός λύχνος που ακόμα σβήνει
ή σαν κορμί που ακόμα ζει αν και δεν έχει μείνει
τίποτα πλέον ζωντανό εντός του για να βγει.

Και όταν μιαν ανθρώπινη ελπίζοντας να δρέψω
ματιά, το έλος τόλμησα λιγάκι ν’ αναδέψω-
κι όταν το λόγο έφερα στην τοτινή χαρά,

ένα τρελό που τράνταζε τα μαραμένα στήθη-
ένα τρελό κι απόκοσμο γέλιο μου αποκρίθη
σαν χίλια όρνια να 'κρουαν τα μαύρα τους φτερά.
Η ΖΩΗ 

Η καρέκλα σηκώθηκε βαριεστημένη. "Θα πάω έξω" είπε. Ο καναπές πήγε στο παράθυρο, παραμέρισε την κουρτίνα και "βρέχει έξω" της είπε, "πού θα πας;" Την
έπιασε από το χέρι- "πες μου" της είπε πάλι "πού θέλεις να πας;"
Εκείνη τον έσπρωξε λέγοντάς του "με πονάς!" 

Μια βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσά τους.

Εκείνος, χλωμός μετά απ' αυτή τη σκηνή και χολωμένος που ασυγκράτητος δείχτηκε, στάθηκε όρθιος μπροστά στο παράθυρο.
Αυτή, αγέρωχη στην αρχή, ήπια κατόπιν, κλεισμένη μέσα στο άψογο τετράγωνό της, έφτιαξε το φόρεμά της. "Στο είπα-αν δε σ' αρέσω έτσι να μ' αφήσεις ήσυχη. Στο κάτω
κάτω αυτό είναι το σπίτι μου".
Έκατσε ναυριασμένη.
Εκείνη τη στιγμή δυο άντρες μπήκαν στο δωμάτιο. Ο ένας κάθισε στην καρέκλα βγάζοντας τα χαρτιά του. Ο άλλος βάζοντας τον καναπέ στη θέση του ρώτησε: "μα γιατί
αυτός ο καναπές είναι όρθιος;"
Ύστερα όλα έγιναν με την κανονική τους σειρά.
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ

Στης αγοράς τη χλαλοή
που κάθε μέρα συντυχαίνω
ένα γελάκι ευτυχισμένο
μου 'δωσε σήμερα ζωή.

Μέσα στο κάρο μου εγώ
εξαφνικά της είδα έξω 
κι ως δεν μπορούσα εκεί να τρέξω
κινώ το χέρι και γελώ.

Αυτή με βλέπει και γελά
και μου κινεί κι αυτή το χέρι-
για μια στιγμή γλυκό μου ταίρι
μέσα στη μέρα που κυλά.

Κι ως μες στον κόσμο να χαθεί,
η μαυρομάτα μου γελούσε,
ενώ η χαρά μέσα μου ανθούσε
κι είχε η λαχτάρα απλωθεί.

Και πάλι ακούστηκε η φωνή
που ανοιγοκλείνει την παγίδα:
"Καραγκιοζάκι πήδα! πήδα!
σου ετραβήξαν το σκοινί!"
Ο ΣΚΥΛΟΣ

Είναι φορές που ολονυχτίς ο σκύλος μου γαυγίζει.
Καθώς το σπίτι κι η αυλή λούζονται στο φεγγάρι
κι εγώ τον πρώτο ύπνο μου έχω επιτέλους πάρει
ατέλειωτα γαυγίσματα εκείνος τότε αρχίζει.

Ειναι ένα γαύγισμα συρτό, μονότονο και πράο
που δίχως μια προσπάθεια του βγαίνει από το στόμα, 
ενώ στητό κι ακίνητο μένει όλο του το σώμα.
Ξυπνώ και στο παράθυρο ξαγρυπνισμένος πάω.

Αλλά δε βρίσκω αιτία καμιά όσο πολύ κι αν ψάξω
που του υπάκουου σκύλου μου τη στάση να εξηγήσω,
που δε μ' ακούει ακόμα κι αν με δύναμη φωνάξω.
Και το αναίτιο γαύγισμα στο φως το φεγγαρίσιο
αίνιγμα είναι που αν κανείς θελήσει να το λύσει
πρέπει να πάει αμέτρητες χιλιάδες χρόνια πίσω.
Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΕΘΑΝΕ
(γιατρός, συμμαθητής και καλός φίλος)

Αγνέ Σωτήρη, αγνότερε από της μυρτιάς τα φύλλα
πού πήγε η καλωσύνη σου; πού πήγε η αφοβιά σου:
Εσέ που κάθε πρωινό πρώτον το φως σ’ εφίλα
που πρώτα έλεγε η αυγή σε σένανε το γεια σου…

Σωτήρη αγνέ κι αλύγιστε το πρόσωπό σου τώρα
ποια πλάση τάχα το φιλά; ποιος τάχα τώρα φίλος
κρέμεται απ' τη μελίρρυτη του στόματός σου οπώρα;
Των ιδεών σου ποιος τρυγά το βάθος και το ψήλος;

Σωτήρη, φίλε αειθαλή στον φιλοβόλο κόσμο
έλα και πάλι ανάδεψε, και μύρισε τον δυόσμο.
Αχ! Κι αν στα ουράνια μάχονται χίλιες για σένα πλάσες,
κι αν οι νικήτρες ακριβό στολίδι τους σε κάνουν
μα ένας του πόνου στεναγμός μύριες αξίζει ανάσες-
α! χίλιοι κόσμοι όπου αλλού, τον ένα αυτό δε φκιάνουν.
ΚΑΥΚΑΣΟΣ

Ενα λεπταίσθητο είμαστε και φρούδο εργαλείο
που η ανυπόμονη άγνοια επάνω μας ξεσπά
παιδιού, που παίζοντας κολλά τα μέρη μας τα δύο
για λίγο έτσι μας κρατεί-κι απέ μας ξανασπά.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ

Ενώ μισώ της τεχνικής τις νέες προόδους
που σε παρόδους οδηγούν αδιεξόδους,
για το ραδιόφωνο ευχαριστίες κι αίνοι
από το στόμα μου ανθούν-κι αυτό συμβαίνει

γιατί κοντά μου φέρνει εσάς φωνές ναζιάρες
φωνές θερμές, χαδοπλεγμένες, ερωτιάρες,
γιατί κοντά μου φέρνει εσάς φωνούλες θείες
φωνές γλυκές-αγαπημένες-γυναικείες.
ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Γενέθλια του Λος Άντζελες.
Κλείνει τα εκατόν τριάντα τρία χρόνια.
Centenial Chatchworth.
Γιορτές και πανηγύρια.
Μα ούτε ολιγοήμερο έμβρυο
δεν είναι εδώ ακόμα η Αρετή.

Τι θέλω εγώ σ' αυτό τον κόσμο μέσα;
Πώς να χαρώ εγώ με τέτοιες φιέστες;
Και όταν είμαι μέτοχος
στο πιο λαμπρό κι αλάθητο μνημείο
γιατί να ορθώνω πέτρες ακαλαίσθητες
ασύμμετρες, ογκώδεις κι αιχμηρές
σε ό,τι αυτοί αλλοπρόσαλλα οικοδομούν;

Ας πάω στον τόπο μου λοιπόν.
Ας φύγω στην πατρίδα.
Εμείς έχουμε χτίσει τις γιορτές μας
και μέσα υπάρχουμε σε μια αιώνια φιέστα.
Από γιορτές και φιέστες πια εμείς... κατάμεστοι…

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

ΛΕΣΛΥ ΑΠΡΟΣΕΧΤΗ

Η Λέσλυ με μια απρόσεχτή της κίνηση
έπεσε όλη πάνω μου άθελά της
κι όλα δικά μου γίναν τα δικά της
αυτά που μέχρι τώρα δεν μπορούσα
ούτε ο δόλιος να υποψιαστώ.

Κι απ' τη γλυκιά που ένιωσα συγκίνηση
κι ενώ αυτή μου ζήταγε συγνώμη
με μια φωνή εγώ λαμπροφορούσα
("τάχα γιατί;" θ' αναρωτιέται ακόμη)
της είπα ένα βαθύ ευχαριστώ.
ΣΤΟ LAUNDRY

Κάτι λιγνές καμιά φορά, στυφές γεροντοκόρες
πηγαίνουν στο πλυντήριο τα ρούχα τους να πλύνουνε.
Mαύρου ψωμιού θυμίζουνε τις ξεραμένες κόρες
που έρμες μετά το φαγητό κι αφάγωτες θα μείνουνε.

Αφού λοιπόν τα ρούχα τους πλυθούν, μετά τα βγάζουν
από τον κάδο το ζεστό και σοβαρά κι αμίλητα
σ' ένα πανέρι ψάθινο με τάξη τ' αραδιάζουν,
με πείσμα σφίγγοντας κι οργή τα χείλη τους τ' αφίλητα.

Κι όταν καθώς διπλώνουνε τα ρούχα ένα ένα
φτάσουνε και στους άχαρους κι άχρηστους πια
στηθόδεσμους
με όλο μίσος κι εχθρικό γύρω κοιτάζουν βλέμμα
σαν άσπροι που κυκλώθηκαν απ’ άγριους ερυθρόδερμους.

Η ΓΚΑΡΣΟΝΑ

Μια χοντρή γκαρσόνα
με το πόδι το 'να
σπρώχνει το τραπέζι
το κουνά και παίζει.

Σαν χαζή γελάει
άπαυτα μιλάει
όλοι την κοιτάνε
και μ' αυτήν γελάνε.

Μα λεφτό δε δίνει
τι θα πουν για 'κείνη
κι ούτε που τη νοιάζει
ποιος τηνε κοιτάζει.

Κι όταν ως κουνιέται
άνταφλα κοιμιέται
μοιάζει φορτωμένη
σκούνα βουλιαγμένη.
ΣΑΣΤΙΣΜΕΝΕΣ

Να 'ναι πρωί. Ο καφές να βράζει.
To ράδιο να παίζει διαφημίσεις.
Ο ήλιος έξω μύτη να σκάζει.
Και συ τις μηχανές να 'χεις ν' αρχίσεις.

Σα νέφη απ' το βοριά κυνηγημένα
να τρέχουνε οι σκέψεις στο μυαλό σου.
Επάνω στο τραπέζι αφημένα
τετράδια, το πουλόβερ, το στυλό σου.

Να χύνεται ο καφές και να ξεχνιέσαι
με θύμησες της ζήσης περασμένες.
Στα χάη που σου λεν "μέσα μας πέσε"
αρνήσεις να ψελλίζεις σαστισμένες…
ΦΩΝΑΖΕ..

Γειτόνισσά μου φώναζε
βρόνταγε, χτύπα, σκούζε
τσακώνου με την κόρη σου
γαύγιζε, σπάζε, γρούζε.

Γύριζε τα μεσάνυχτα
και βρόνταγε τις πόρτες.
Κόρταρε με τους άγουρους
της γειτονιάς τους μόρτες.

Φέρνε τους ερωμένους σου
στο σπίτι σου τα βράδια
και με φωνές συνόδευε
όσα σου δίνουν χάδια.

Πάρτι ζωηρά διοργάνωνε
κάθε δυο τρεις ημέρες
πότιζε-πότι-πότιζε
της ζωής τις μαύρες ξέρες.

Όταν μιλάς με κάποιανε
δίπλα γειτόνισσά σου
κραύγαζε σα να ήτανε
χιλιόμετρα μακριά σου.

Χτύπα τον τοίχο που από σε
μονάχα με χωρίζει
και μη διορθώνεις το παλιό
κρεβάτι σου που τρίζει.

Μα προ παντός έτσι όπως ζεις
αλέγρα και βαρβάτα
έτσι και όταν περπατάς
σαν τον ελέφα πάτα,

γερά τα διαμερίσματα
τριγύρω κι ας τραντάζεις
και του διαδρόμου που και που
τις πλάκες ας τις σπάζεις.

Βρόνταγε, ρυάζου, φώναζε
χτύπα γειτόνισσά μου.
Καλή μια μοίρα σ' έστειλε
και νοίκιασες κοντά μου.

Γιατί ενώ θα πέθαινα
τη ζήση πριν γνωρίσω
απ' τη δική σου τη ζωή
λίγο κι εγώ θα ζήσω.
TAN IA

Toυ γέλιου σου τη γλύκα και τη χάρη
ας ήτανε το στόμα μου να πάρει
καθώς ένα φιλί χείλη με χείλη
θα γεύαμε οι δυο καλή μου φίλη.

Πίνοντας μια γουλιά καφούλη φρέσκου
θα 'βλεπε απ' την Ευρώπη ο Τσαουσέσκου. 
Βάζοντας τα γυαλιά του ο Νελ Ποπέσκο
με ύφος θα μας κοίταζε γκροτέσκο.

Αλλά, νευρωσική, petite μου Τάνια
του αδύνατου πουλί που στα ουράνια
πετάει, κι είναι ογκάνισμα αηδόνος
το γέλιο και το φίλημα συγχρόνως.
ΤΑΝΙΑ ΚΑΙ ΓΚΡΕΓΚΟΡΥ

«Έτσι, στην πρώτη μανούβρα που έκανα-
στην πρώτη απόπειρα για να παρκάρω
μου έβαλε ξαφνικά τις φωνές:
ηλίθια, βλάκα, ανόητη,
αφού δε νογάς τι ανεβαίνεις στο αμάξι;
Τα είδες Τζωρτζ και συ.
Βέβαια δεν κατάλαβες τι λέει
μα άκουσες τις φωνές και είδες τις χειρονομίες του".

Στην πρώτη απόπειρά της να παρκάρει
την είπε ηλίθια, βλάκα και ανόητη.
Χωρίς αιτία, βάζοντάς της τις φωνές
την είπε ηλίθια, βλάκα και ανόητη ο Γκρέγκορυ την Τάνια.
Φωνάζοντας κι αισχρά χειρονομώντας
την έβρισε ηλίθια βλάκα και ανόητη.

"Οι φίλοι μάς περίμεναν, το ξέρεις Τζωρτζ,
στο BOWL-απ' το σπίτι
έτσι είχαμε μαζί τους συνεννοηθεί. Κι αυτός
με πρόσταξε στο σπίτι να γυρίσω
γιατί δεν ξέρω λέει να οδηγώ-
και μ' έβρισε ταυτόχρονα ηλίθια και ανόητη και βλάκα".

Οι φίλοι τους περίμεναν στο BOWL
(έτσι είχαν απ' το σπίτι συνεννοηθεί)
κι εκείνος σημασία μη δίνοντας σ' αυτό
την πρόσταξε στο σπίτι να γυρίσει όταν εκτίμησε
ότι αυτή καλό δεν έκανε παρκάρισμα.

"Τζωρτζ σου ζητώ συγνώμη για το φέρσιμό του. 
Χάλασες τη βραδιά σου και το ξέρω. 
Λυπάμαι Τζωρτζ γι αυτό μα τι να έκανα.
Έπρεπε να γυρίσω αφού μου είπε.
Αν δεν το έκανα ήταν ικανός να με χτυπήσει".

Την είπε ηλίθια βλάκα και ανόητη
απέξω από το BOWL όπου οι φίλοι τούς περίμεναν
και την επρόσταξε στο σπίτι να γυρίσει.
Κι αν τον παράκουγε
ήταν ικανός να τη χτυπήσει.
TO ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ

Ανοίγω εργοστάσιο επειγόντως
και ψάχνω υπαλλήλους τίμιους όντως.
Δολάρια δίνω τρία κάθε ώρα.
Άνεργοι εδώ υπάρχουνε πληθώρα.

Κανένα δεν πιέζω. Αν θέλει μένει
αλλιώς στην ανεργία του πηγαίνει.
Αυτός αποφασίζει-ελευθερία
στη χώρα μας ανθεί την τεραστία.

Γυρεύω μεξικάνους δουλευτάδες
ινδούς και αφγανέζους θεριστάδες
γραικούς, πακιστανούς και πορτορίκους
ινδιάνους μελαψούς δουλοπαροίκους.

Δολάρια τρία δίνω κάθε ώρα.
Ετούτη εδώ η μεγάλη μας η χώρα
φτηνούς γυρεύει κι άφθονους εργάτες
με σίδερο το στήθος και τις πλάτες.

Κακότυχοι εμιγκρέδες σκοτωμένοι
ελάτε στη δουλειά μου τη στρωμένη
κι εγώ με τα λεφτά που θα σας δώσω
υπόσχομαι ξανά να σας σκοτώσω.

Καινούργιο εργοστάσιο ανοίγω
κι ενώ θα θησαυρίζω λίγο λίγο
θα έχετε και σείς εδώ και τώρα-
σκεφτείτε-τρία δολάρια την ώρα.

Σκουπίδι ευτελές αυτού του τόπου
ξεσκλίδι, παραμάζεμα τ' ανθρώπου
στην έτοιμη δουλειά μου σε φωνάζω
και μέσα σ' εργοστάσιο σε βάζω.

Και βρώμικο παιχνίδι εγώ δεν παίζω.
Ζητάω μα κανένα δεν πιέζω-
στη χώρα μας αυτή την τεραστία
πρωτόγνωρη ανθεί ελευθερία.
WOLFSON
(στον οδοντογιατρό μου)

Η Αμερική πανίσχυρη τη γη εξουσιάζει.
Τα χέρια της συντρίβουνε και η ματιά της σφάζει
(κατ' απ' τα πόδια της, αργά, με το μικρό του στόμα
το χρονοσκούληκο μασά, κουφώνει, τρώει το χώμα).

Η Αμερική τη μοίρα μας στα χέρια της υφαίνει.
Έθνη καρφώνει στο σταυρό και άλλα τ' ανασταίνει
(γύρω τριγύρω της, λαοί, με σταθερό ένα χέρι
ανήσυχο ακονίζουνε, διπλόκοπο μαχαίρι).

Καλότυχοι όσοι στων καιρών τη μανιασμένη δίνη
έξω μετράνε απ' αυτούς και πάνω από 'κείνη-
όσοι στο μάτι ανθρωπιά , φως στην ψυχή κρατάνε
και, άλλοι Σίμωνες σταυρό, σα δούν, πάντα βοηθάνε.

Καλότυχη μαζί μ' αυτούς κι η γη μας, που γεννάει
ανθρώπους τέτοιους-άσκοπα στα χάη δε γυρνάει:
κάποιοι ίσως κόσμοι άφωτοι στου σύμπαντος την άκρη
λίγη αγάπη καρτερούν κι ένα συμπόνιας δάκρυ.
ΤΑ ΚΙΝΕΖΑΚΙΑ

Eίναι κάτι κινεζά-κάτι κινεζάκια
σαν τα πορσελάνινα τεχνικά βαζάκια
που προσμένουνε θαρρείς τ' άνοιγμα της βρύσης-
που προσμένουνε θαρρείς αχ! να τα γεμίσεις.

Μην τ' αφήσεις να χαθούν, Μούσα, μην τ' αφήσεις.
Μες σε τούτες τις γραμμές πρόφτασε να κλείσεις
λίγο από το λάγγεμα που 'χουν στα ματάκια
κάτι ζέκια… κάτι να... κάτι κινεζάκια...
Η ΛΕΣΛΥ

Η Λέσλυ ο νους της όλο στο Τζιμ.
Η Λέσλυ η δεξιά τιράντα της ποδιάς της
χλιαίνεται στο στέρνο της επάνω
μόνιμα απωθημένη εκεί απ' το δεξί της στήθος.

Η Λέσλυ όταν κάτι τη ρωτώ
και σκύβει προς το μέρος μου
κατάφορτη ενδιαφέρον κι ομορφιά,
όλη δική μου τις στιγμές εκείνες.

Η Λέσλυ.
Ι
ΤΡΙΠΟΛΗ 6
Γιωργία, το καλοκαίρι έφυγε. Το Φθινόπωρο δείχνει τα νεογιλά του δόντια που δαγκώνουν ύπουλα, η πόρτα του μπαλκονιού αφήνει πια νηστικά τα βραδινά κουνούπια, το δέρμα μας έπαψε να ακουμπάει στο σεντόνι, η ηλεκτρική σόμπα μισοξυπνάει από τον θερινό λήθαργό της ανοίγοντας για λίγο και ξανακλείνοντας τα τσιμπλιασμένα της μάτια. 
Έρχεται ο καιρός που θα κλειστούμε στο σπίτι μας καθένας. Εσύ θα έχεις κάνει την εγχείρησή σου, ενώ εγώ παλεύοντας με τα μετεγχειρητικά δικά μου θα συνεχίζω να γράφω τις θύμησες και τις δυστυχίες της ζωής μου σε τούτο τον υπολογιστή.
Τρίπολης λοιπόν συνέχεια.  
Δέκα χρονών όντας, δεν ξέρω ποιος επέμενε και βρέθηκα μια Κυριακή στο Κατηχητικό του Αγίου Βασιλείου παρά τη θέλησή μου. Ανάμεσα σε καμιά δεκαπενταριά παιδιά που μου ήσαν άγνωστα, ένιωθα σαν μύγα χωρίς φτερά μέσα στο γάλα. Πριν αρχίσει η διδασκαλία από τον ηλικιωμένο και άγνωστό μου κατηχητή μας, σταθήκαμε ορθοί για να πούμε την προσευχή.  πριν αρχίσει το μάθημα. Και, ο κατηχητής, μου είπε να πω εγώ την προσευχή!. Όλοι γύρισαν σε μένα περιμένοντας. Άρχισα να τρέμω ενώ έμενα αμίλητος. Ποια προσευχή να έλεγα; Ήξερα το «άγιος ο θεός άγιος ισχυρός…»  Αυτήν ήθελαν; Τελικά, μέσα στην ιερή ατμόσφαιρα του ναού, με γύρω μου τόσα μάτια και αυτιά που έβλεπαν και περίμεναν να ακούσουν εμένα, άρθρωσα σιγά και τρεμουλιαστά: «Άγιος ο Θεός…» Ένα αυστηρό βλέμμα του κατηχητή και τα απορημένα βλέμματα των παιδιών στράφηκαν επάνω μου. Λες και έπρεπε να ξέρω ποια προσευχή λένε τα παιδιά στο Κατηχητικό! Πώς θα μπορούσε να ξέρω; Κανένας δεν μου είχε πει. Και ποιος θα μου έλεγε; Και ποιος ήξερε καν εκτός από τους γονείς μου ότι θα πήγαινα στο Κατηχητικό; Δεν θα έπρεπε να μου δινόταν στο πρώτο μάθημά μου στο Κατηχητικό ένα χαρτί με τις υποχρεώσεις μου εκεί μέσα; Και πώς εξετάζομαι σε κάτι που δεν διδάχτηκα; Πολλές φορές στη ζωή μου βρέθηκα στην ίδια δυσχερή θέση: να μου ζητάνε να ξέρω κάτι που δεν διδάχτηκα. Ή μήπως έπρεπε να φροντίσω να ξέρω όσα δεν μου είπε κανείς; Πώς θα γινόταν αυτό όταν είναι απέραντο το ανθρώπινο γνωστικό πεδίο; Έτσι εγώ εκείνη την ημέρα και ώρα παρακαλούσα να σκιστεί το καταπέτασμα του ναού εις δύο και να με καταπιεί. Τότε, το παιδί δίπλα μου άρχισε να μου υπαγορεύει εις επήκοον όλων: «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε…» Έλεγε αυτό, ξαναέλεγα εγώ, ώσπου τελείωσε η προσευχή, που εγώ πρώτη φορά την άκουγα και, φυσικά, την έλεγα.
Ύστερα από αυτό αρνήθηκα να ξαναπάω στο Κατηχητικό. Δεν θυμάμαι γιατί όμως (φαίνεται όσα άσχημα το μυαλό τα ξεχνάει), ξαναπήγα άλλη μια φορά. Τη φορά αυτή τα παιδιά του Κατηχητικού πήγαν εκδρομή. Μαζί κι εγώ βέβαια. Εκεί, ενώ παίζαμε μέσα στα δέντρα υπό την επίβλεψη του κατηχητή, ένα παιδί είπε τη φράση: ρε γαμότο! Αυτό ήταν. Ο κατηχητής τον πλησίασε γρήγορα γρήγορα και του είπε με νόημα: τι είπες;;!! Και τον έκανε μαύρο στο ξύλο. Δεν ξαναπήγα στο Κατηχητικό.
Ο πατέρας μου δεν ήταν υπέρ του Κατηχητικού γιατί δεν είχε καλές σχέσεις με την Εκκλησία. Κουμουνιστής όντας πίστευε ότι οι θρησκείες ήσαν εμπόδιο στην πρόοδο του ανθρώπου. Επίσης απεχθανόταν τον προσκοπισμό και το παρακλάδι του, τα «λυκόπουλα», γιατί ήσαν δημιούργημα των ανακτόρων.
Το Δημοτικό Σχολείο και το Γυμνάσιο τα έβγαλα στην Τρίπολη. Στο Δημοτικό ήμουν ο πρώτος μαθητής στην τάξη. Δάσκαλος στην πρώτη τάξη ο κύριος Κωνσταντόπουλος, ένας ευγενικός και γλυκύτατος άνθρωπος και ένας ΔΑΣΚΑΛΟΣ με κεφαλαία. Μια μέρα μου είπε: «Εσύ Γιώργο θα γίνεις δικηγόρος.» Κοντά έπεσε, ήθελα να γίνω φιλόλογος, όμως τίποτε από τα δύο δεν έγινα. Έγινα γιατρός που δεν το ήθελα. Διευθυντής του Σχολείου ο κύριος Γεωργίου.
Στο Δημοτικό Σχολείο, έζησα όπως ανάφερα πιο πάνω, μαζί τα ψυχικά βασανιστήρια που είχε η επίδραση επάνω μου του αντίκτυπου των πολιτικών κατατρεγμών του πατέρα, και την εξουθενωτική κατάσταση που μου δημιουργούσε ο διώκτης μου Σωτήρος. Κατάσταση που μαζί με τον συναισθηματισμό και την ντροπαλότητά μου, με έπλασε έτσι κλειστόν, έτσι φοβιτσιάρη, έτσι «ακοινώνητον», έτσι ξένον και απόμακρον, και με κράτησε μακριά από κάθε απόλαυση της παιδικής νιότης αλλά και οκόκληρου του μετέπειτα βίου μου. Όλοι ξέρουν πόσο τα παιδικά τραύματα συντελούν στην παραπέρα διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου. Και φαίνεται ήταν τόσο φυσικό για τον Σωτήρο  να με παιδεύει, που χρόνια και χρόνια μετά, όταν επεδίωξα να τον συναντήσω, ούτε που με θυμόταν…
Στο Γυμνάσιο μου έλεγαν ότι είμαι καλός μαθητής μέχρι την τέταρτη τάξη του. Τότε τα πρωτεία τα πήρε άλλος. Η μεγάλη στενοχώρια μου δεν ήταν καθόλου που «έχασα» τα πρωτεία (ποτέ δεν τα επεδίωξα και πάντοτε αισθανόμουν άσχημα όποτε με ξεχώριζαν από τους άλλους μαθητές έστω και για καλό), αλλά που και τότε ακόμα, θεωρούμουν ότι ήμουν καλός μαθητής. Δεν ήθελα να ξεχωρίζω ούτε για καλό ούτε για κακό. Ήθελα να βιώνω λάθρα. Γιατί έτσι ούτε ο Σωτήρος θα με κυνηγούσε, ούτε οι φασίστες. Ήθελα να είμαι μόνος εγώ με τα φαντάσματα του μικρού σπιτιού μου, που ήξερα από τότε πως όσο ζούσα θα μου ήσαν για πάντα συντροφιά, με άλλο πρόσωπο κάθε φορά.
Ενώ ήμουν στην Τρίπολη, πρόσεξα για πρώτη φορά ξενόγλωσσες επιγραφές σε μερικά καταστήματα. Στην πραγματικότητα τις πρόσεξα τότε γιατί τότε εμφανίστηκαν. Ήταν στα αγγλικά-στα αμερικάνικα, δηλαδή στη γλώσσα των νικητών του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Παραξενευόμουν και αδυνατούσα να κατανοήσω γιατί, σε μια χώρα όπου στα σχολεία της διδάσκονται τα ελληνικά και όπου όλοι οι άνθρωποι μιλάνε ελληνικά, να υπάρχουν γραμμένες, και μάλιστα σε περίοπτο σημείο, λέξεις μιας άλλης γλώσσας. Και καθώς οι ξένες επιγραφές πλήθαιναν στα καταστήματα και στις διαφημίσεις, με στενοχωρούσε ότι θα ερχόταν μια μέρα που δεν θα μπορούσα να συνενοηθώ με τους γύρω μου, οι οποίοι θα ήξεραν να μιλάνε αυτή την ξένη γλώσσα. Γιατί ήτανε φανερό πως οι άλλοι, οι γύρω μου, μπορούσαν να καταλάβουν αυτή τη γλώσσα, αφού μάλιστα άκουγα σε συνομιλίες τους να αναφέρουν τις επιγραφές με πολύ φυσικό τρόπο, και οι συνομιλητές τους να εννοούν τι αυτοί τους λένε. Η απορία μου έμεινε ώσπου να καταλάβω ότι η χώρα μου δεν μου-μας ανήκε, και ότι οι ξένες λέξεις ήσαν η εμπροσθοφυλακή για να επέλθει μετά τους η ολοκληρωτική σε όλους τους τομείς κατάληψη της χώρας μου-μας από εκείνους που μιλούσαν την ξένη εκείνη γλώσσα: τους αμερικάνους.  Τότε ακόμα δεν με απασχολούσε η έννοια της «πατρίδας», της «χώρας». Ποτέ δεν αναρωτήθηκα γιατί υπάρχουν διάφορες χώρες.
Σήμερα, ακολουθώντας τελευταίες στη σειρά την πρόοδο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όλα έχουν αλλάξει στην πατρίδα. Ο στρατός, η ιατρική, η εκπαίδευση, η διασκέδαση, οι γνώσεις μας για το σύμπαν, η ταχύτητα των αυτοκινήτων, της πληροφόρησης, της ζωής.
Πώς μπορεί ένας άνθρωπος στην ηλικία μου, και μάλιστα ζώντας σε μια χώρα όχι τεχνικά ανεπτυγμένη, να αφομοιώσει τέτοιες κει τόσες αλλαγές-αλλαγές που έγιναν όλες κατά τη διάρκεια της ζωής του και μάλιστα τόσο κοντά η μια με την άλλη; Για χιλιετίες οι άνθρωποι όργωναν, θέριζαν, αλώνιζαν, με το υνί.  Για χιλιετίες ταξίδευαν με το γαϊδουράκι ή με ιππήλατες άμαξες. Για χιλιετίες τα νέα διαδίδονταν πολύ αργά και μόνον από άνθρωπο σε άνθρωπο ή με το ταχυδρομείο. Και τώρα…
Δεν ήταν το ίδιο για τα παιδιά άλλων χωρών. Στα πολιτισμένα κράτη οι αλλαγές στη ζωή έρχονταν σαν αποτέλεσμα ερευνών και προσπαθειών, για τις οποίες υπήρχε συνεχής ενημέρωση των κατοίκων των πόλεων αυτών,  ώστε και τα παιδιά να ξέρουν από τα γεννοφάσκια τους ότι αναμένεται όπου να ’ναι κάποια πρόοδος σε κάποια επιστήμη ή σε κάποια τέχνη. Και η πρόοδος όταν ερχόταν, ερχόταν σαν κάτι φυσικό και αναμενόμενο, έτσι που δεν χρειάζονταν παρά μόνον οι πρακτικές οδηγίες χρήσεως για κάθε νέα συσκευή ή γενικότερα για κάθε καινούργιο που έμπαινε στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. 
Πρώτη φορά είδα τη θάλασσα όταν ήμουν δέκα οχτώ χρονών. Πρώτη φορά τηλεφώνησα στα δώδεκά μου, άκουσα ραδιόφωνο στα δέκα μου. Να ήτανε ένα, να ήτανε δέκα, μα ήσαν αμέτρητα τα νέα πράγματα και το καθένα ερχόταν και έμπαινε απότομα στη των παιδιών, και χωρίς κάποιος να τα είχε προϊδεάσει γι αυτό, ή πολύ περισσότερο να μα είχε διδάξει έστω θεωρητικά κλάτι γι αυτό. 
Όλες οι αλλαγές έγιναν στα πενήντα χρόνια μετά τον πόλεμο. Στη γενιά μου δηλαδή. Πώς να συμπορεύονταν οι γενιές των πατεράδων με των παιδιών και των εγγονών; Μια άλλη γη είναι αυτή που ζούμε εμείς σήμερα σε σύγκριση με αυτήν που ζούσαμε τα πρώτα δέκα πέντε ως είκοσι χρόνια της ζωής μας. Τα παιδιά μας έχουν προσαρμοστεί λίγο ή πολύ σ’ αυτή τη νέα γη και στη ζωή επάνω της. Όμως τόσο γρήγορα που τρέχουν οι αλλαγές, δεν το βρίσκω απίθανο πως και τα παιδιά μας όταν μεγαλώσουν ίσως έχουν παρόμοιο πρόβλημα. Θυμάμαι ακόμα τον αριθμό τηλεφώνου που πήρα από το μπακάλικο του Γιαλή στην Τρίπολη, για να μιλήσω στον πατέρα μου, διακόσια μέτρα πιο μακριά-στο γραφείο του: 2-41! Θυμάμαι τη μπουγάδα της μητέρας στη σκάφη, τη διαδικασία της παρασκευής του ψωμιού, τα φορτώματα ξύλα που έφερναν οι χωρικοί πάνω στο άλογο ή στο γαϊδουράκι τους και που τα αγοράζαμε με τρεις δραχμές το φόρτωμα για την ξυλόσομπα, θυμάμαι το «φανάρι» όπου βάζαμε τα τρόφιμα, θυμάμαι που ένιωθα στο πετσί μου τις ενέσεις πενικιλλίνης κάθε τρεις ώρες όταν είχα αμυγδαλίτιδα. Η «νοσοκόμα», μια άσχετη με την ιατρική αλλά τολμηρή γειτόνισσα, η κυρα-Μάρθα, έβαζε την βελόνα που είχε χρησιμοποιηθεί και για τις προηγούμενες ενέσεις σε ένα κουτάλι της σούπας με λίγο νερό μέσα του, και την «έβραζε» στη φλόγα ενός μπαμπακιού εμποτισμένου με οινόπνευμα, πριν την ξαναχρησιμοποιήσει. Θυμάμαι που, δέκα ή δώδεκα χρονών όντας, όταν γεννήθηκε η κόρη του διπλανού μας, του Τσιάμα, που την μητέρα της την βοήθησε να ξεγεννήσει η μητέρα μου με άλλες γειτόνισσες μαζί, καθώς πηγαινοερχόταν με λεκάνες ζεστό νερό, τόλμησα και τη ρώτησα το μεγάλο ερώτημά μου: «μαμά, από πού βγαίνουν τα παιδιά;», για να πάρω την κοφτή απάντηση: «από το γόνατο»! Θυμάμαι πως όταν πέφταμε και χτυπούσαμε βάζαμε στο τραύμα για να σταματήσει το αίμα, σβουνιά (σβουνιά είναι τα ξερά κόπρανα της αγελάδας που τότε βρίσκονταν παντού), ή, ελλείψει σβουνιάς χώμα, αφού πρώτα βγάζαμε με επιμέλεια τις μικρές ή μεγαλύτερες πέτρες που είχε μέσα του. Ενώ σήμερα τα παιδιά … (πρέπει να σου πω εγώ τι γνώσεις έχουν σήμερα τα παιδιά;)
Τρίπολη. Φυτώριο φασιστών. Η φουστανέλα που όλοι εκεί μέχρι και σήμερα φοράνε στο μυαλό, κουβαλάει μέσα στις βαριές πτυχές της ο,τι οπισθοδρομικό, που αντανακλάται σε όλους τους τομείς δραστηριότητας των πολιτών της. Στο σχολείο της Τρίπολης φοίτησα κι εγώ για δώδεκα χρόνια και γεύτηκα στο πετσί της ψυχής μου όλη την κρυμμένη ή φανερή υπερσυντηρητικότητα και τον μεσαιωνισμό της. 
Θυμάμαι που κρυφά παρακαλούσα το θεό να με αφήσει να ζήσω μέχρι τα εξήντα, από απλή περιέργεια:για να δω πώς θα είναι ο κόσμος το 2000! Και ζω μέχρι σήμερα και ποιος ξέρει μέχρι πότε. Ο θεός ή βαριακούει, ή με χρειάζεται ακόμα για κάτι. Αυτό το λέω γιατί έχει κάνει να δω τρία θαύματα στη ζωή μου όπως θα μάθεις αργότερα εδώ.

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Η ΚΑΡΦΙΤΣΑ

Θα 'ταν τριανταπέντε πάνω κάτω
κι ήτανε τα μαλλιά της άνω κάτω
καθώς τα εφυσούσε ένας αέρας
ζεστός από τη ζέστα της ημέρας.

Μιαν άσπρη οδηγούσε Μαζεράττι
και δίπλα μου το ρεύμα την εκράτει
της κίνησης στη SHERMAN HIGH WAY
επάνω σε μιαν άσφαλτο που καίει.

Στο σπορ της το αμάξι ήτανε μόνη
και είχε το 'να χέρι στο τιμόνι
και τ' άλλο απλωμένο προς το μέρος
του στήθους όπου εδράζεται ο έρως.

Εκεί ματαίως απ' ώρα προσπαθούσε-
μπροστά ενώ το δρόμο εκοιτούσε-
να βγάλει απ' τη φαρδιά της τη μπλουζίτσα
μια ολόχρυση απαστράπτουσα καρφίτσα,

που όμως συνεχώς αντιστεκόνταν
ξεμάκραινε, διπλώνονταν, κρυβόνταν.
Κι εκείνη εσυνέχιζε την πάλη
κρατώντας πάντα ίσια το κεφάλι,

και, θε μου, με μιαν έκφραση απλωμένη
στο πρόσωπο, καθώς γαληνεμένη
μια θάλασσα μετά την τρικυμία-
που πλήρως ηρεμεί, ή σαν καμία

γυναίκα που αναλώθει όλο το βράδυ
στου έρωτα τη φλόγα και το χάδι-
που ολόκληρη εδόθη στα σκοτάδια
κι η μέρα τήνε βρήκε τέλεια άδεια.

Σου εύχομαι κυρία να μπορέσεις
το κόσμημα επιτέλους ν' αφαιρέσεις.
Αν μείνει, με τη λάμψη του την τόση
ποιος ξέρει τι κρυφό θα φανερώσει.
ΤΙΠΟΤΑ

Αυτό ειν' ένα ποίημα για το τίποτα.
Για τίποτα δεν έχει να μιλήσει.
Μονάχα θα κρατεί τα όσα ανείπωτα
κι ανάκουστα εντός μου έχουνε σβήσει.

Εντός του θα κρατεί όσα αφανέρωτα-
κρυφά όσα εμείνανε στα μάτια 
και θα 'χει για στροφές του χάδια του έρωτα
που στου άδοτου χαθήκανε τα πλάτια.

Κι έτσι καθώς μετέωρο θα στέκεται
χωρίς κάτι γερό να το στηρίζει
σαν του Γουσταύου του Φλωμπέρ τη γη θα φαίνεται
που έρημη στα χάη τριγυρίζει.

Τίποτα-όχι-τίποτα δεν έγραψα
μια νύχτα εαρινή στην Καλιφόρνια.
Για τίποτα χαμένο εγώ δεν έκλαψα.
Τίποτα δε μου πήρανε τα χρόνια.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΥΕΝΔΟΤΟΥ ΕΙΚΟΣΑΧΡΟΝΟΥ EN
AMEPIKH ΕΛΛΗΝΑ

Κοιτώντας στον καθρέφτη τελευταία
θαρρώ πως άνθρωπος τόσο δε μοιάζω-
πως διαφοροποιούμαι-πως αλλάζω
πως πρόσωπο και σώμα φτιάχνω νέα.

Σαν ο καθρέφτης το κορμί μου να 'ναι
και μ' αριθμούς και γράμματα γεμίζει
κι η όψη μου που Ουάσινγκτον θυμίζει
χλευάζει τους ανθρώπους που πεινάνε.

Νομίζω γίνομαι όπως με βλέπουν
όσοι εδώ, σ' αυτήν τη χώρα, ζούνε-
αυτό με πάθος που όλοι τους ζητούνε
και που όλα τους σε κείνο αποβλέπουν.

Ναι. Πράγμα θα ’μαι αύριο μεθαύριο.
Σε μία χώρα που για να υπάρξεις
την ύπαρξή σου πρέπει ν' αποτάξεις
Παράς θα γίνω. Χρήμα. Ένα δολάριο.
ΣΚΙΖΕΣ

Εν' αστεράκι λαμπερό και δυο κορφές φοινίκων
βλέπω απ' το σπίτι μου σα βγω και κάτσω στο μπαλκόνι.
Όσα σε άλλους θάματα η φύση μπρος απλώνει
τα σπίτια εμέ το κρύβουνε των άλλων των ενοίκων.

Και μαστορεύω τις κορφές για να τους δώσω ρίζες
και με τ' αστέρι προσπαθώ έναν ουρανό να φτιάξω… 
Αστείο πράγμα-γίνεται το νόμο εγώ ν' αλλάξω;
τ' αστέρι σκότος θα γενεί κι οι κορυφούλες σκίζες.
ΜΕΡΙΚΟΥΣ

Καινούργια ποιήματα με δανεικό μολύβι περσικό.
To μαύρο του μελάνι άραγε ποιο κρύβει μυστικό
και τι μας φέρνει από τη μακρινή πατρίδα
του Ξέρξη, του Οροφέρνη και του Δάτι και του Μίδα...

Ίσως ανάμεσα στους Πέρσες που πολέμησαν στις
Πλαταιές
να βρίσκεται κι ο πρόγονος (κι ας πέρασαν τόσες γενιές)
του Πέρση που στο μαγαζί του τα μολύβια αυτά πουλάνε-
αφήσαμε και μερικούς ζωντανούς πίσω να πάνε.
ΒΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΝΟΤΙΑΣ

Ποτέ δεν έμαθα πού ειν' ο Νότος και ο Βορράς
ή απ' τους αέρηδες βοριάς ποιος είναι και ποιος νοτιάς.
Πως ειν' οι μέρες αντιλαμβάνομαι νοτινές
όταν μαζεύονται τα παλιόχαρτα στις γωνιές.
Και-φίλε μου άκου-αυτό συμβαίνει κι εδώ κι εκεί-
για όσους δεν ξέρουνε και σ' Ελλάδα κι Αμερική.
ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΤΙΡΙΑ

Μικρό η μεγάλο
σ' Ελλάδα ή σ' Αμερική
κάθε δημόσιο κτίριο ειν' ένα άχαρο
άχαρο κτίριο. Η Λύπη φτάνοντας στη γη
εκεί εδιάλεξε να κατοικήσει.

Οι άντρες που εργάζονται σ' αυτό
φορούν γραβάτα όπως πάντα στις κηδείες.

Οι κοπέλες σεμνά ντυμένες φουστανάκια,
φιλάρεσκες, κι απ' όλες μία
λυμφατική
γλυκούλα, με δυσμηνόρροια.

Ο χώρος εργασίας κλειστός από παντού που λες
πώς ανασαίνουνε οι άνθρωποι αυτοί...
Ουρά μεγάλη και κουρασμένη που ελίσσεται
ανάμεσα σε σίδερα γυαλιστερά και σ' αλυσίδες
που καθορίζουν την πορεία προς το γκισέ.
Και το γκισέ μία μικρή σχισμή όλη κι όλη,
απ' όπου και μπορούν μονάχα λόγια να περάσουν
στριμωχνόμενα κι αυτά στο κρύο γυαλί.

Και παντού,
σ' Αμερική κι Ελλάδα
των δημοσίων κτιρίων τα γραφεία γεμάτα με χαρτιά
και με παχείς φακέλλους που όταν κλείνουνε
μετά από τη συναλλαγή
μοιάζουν καθένας τους με στόμα δράκοντα που καταπίνει
την ανθρωπιά και την ουσία μας όλη.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ ΣΤΟ ΛΟΣ
ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Γυμνόστηθες Καρυάτιδες
γύψινες και στον τοίχο κολλημένες
τροφή για τους απάτριδες
μαζί με τις πατάτες τις ψημένες.

0 γύψινος Ηνίοχος
ανάμεσα στα φρούτα και στο πιάνο
κι ο κύριος Αντίοχος
σκυφτός στα φοροχάρτια του επάνω.

Η Αθήνα στο Λος Αντζελες
με λιόλαδο τζατζίκι και κεφτέδες-
τι άλλο φίλε θα 'θελες
από ένα μαγαζί για εμιγκρέδες;

Ως και τα δυο αδιάφορα
γκαρσόνια που νυστάζανε λιγάκι
στο νεύμα του εστιάτορα
χορέψανε αυθόρμητα συρτάκι.
ΝΑ ΦΑΕΙ ΚΑΤΙ

Κάθε ημέρα σχεδόν που πάω
στο εστιατόριο κάτι να φάω,
κάτι ασυνήθιστο γι Αμερική-
ένα ποδήλατο ειν' εκεί.

Επειδή όλο λάσπη ξερή
γεμάτο είναι, γι αυτό μπορεί,
λέω, ν' ανήκει σ' έναν εργάτη,
που πάει και κείνος να φάει κάτι.
ΟΙ ΚΑΡΤΕΣ

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
τα μαύρα φορούν και θυμίζουνε τάφο.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
με κίτρινο στόμα ξερνούν ό,τι γράφω.

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
πικρό καθεμιά τους ξεχύνει φαρμάκι.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
κινούν θλιβερά το ξανθό κεφαλάκι,

και "όχι", μου λένε, "μη-μη-μη μας στέλνεις.
Mας ξέχασε πια της πατρίδας το χώμα.
Λυπήσου και σένα και μας-μη μας στέλνεις.
Eκεί ένα θάνατο θα βρούμε ακόμα".

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

              ΑΝΙΔΕΟΣ

Ας ειν' καλά-οι φίλοι όλοι με προδώσανε.
Και οι γυναίκες-
χώμα να πιάνουνε και μάλαμα να γίνεται-
με βλέπανε και φεύγαν.

Ο κόσμος ένα αξήγητο μυστήριο
βασανιστικό.
Οι εποχές-καλή τους στράτα-
επέρναγαν η μια μετά την άλλη
χαρές ανέγγιχτες.
Το φως ένας απόλυτος καθρέφτης και τα πράγματα-
τα πράγματα! ...-
χαρτιά μιας τράπουλας σημαδεμένης.

Την ευλογία μου ας έχουν όλα. Εγνώρισα μαζί τους
τον κόσμο τον Αταίριαστο-
τον κόσμο της Οδύνης.

Μα τώρα
ήρθε ο καιρός να φύγω από δω κι εγώ-
ήρθε η ώρα και για με να ζήσω.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

Επιτέλους ένα ποίημα από τα τόσα που 'χω γράψει
άστεγο να τριγυρίζει δω και κει τώρα θα πάψει
και τη θέση του εβρήκε και το χώρο που του πρέπει-
ένα χώρο που κανένας ζωντανός δεν θα το βλέπει.

Σε νεκροταφείου μέσα τα στενά νωπά δρομάκια
όπου μόνο οι πεθαμένοι σεργιανάνε τα βραδάκια
μέσα κει, σε μία πλάκα ενός τάφου μαρμαρίνη
θα γραφτεί το ποίημά μου και για πάντα εκεί θα μείνει.

Κι οι νεκροί καθώς διαβαίνουν θα το βλέπουν με συμπόνια
και τους στίχους του απέξω θα τους μάθουν με τα χρόνια
και μοτίβο τους θα γίνει και τραγούδι αγαπημένο
όπως κάθε σαν και κείνο θλιβερό και πικραμένο.
   ΓΙΑ ΔΥΟ ΛΕΠΤΑ

Να συναντιέσαι με κάποιον
χρόνια πολλά ύστερ' από τότε
που τον αποχαιρέτησες
χωρίς ελπίδα να τον ξαναδείς. 
Και να βλέπεις στο πρόσωπό του την ευτυχία
που νιώθει ξαναβλέποντάς σε.

Ω!  τότε αιστάνεσαι αληθινά ευτυχισμένος.

Για δυο λεπτά.
Ώσπου το ξάφνιασμα περάσει και η μηχανή
αρχίσει πάλι να μετράει τα συν τα πλην
τα υπέρ και τα κατά,
και η φωνή να γίνεται διστακτική,
και να λιποτακτεί το βλέμμα,
κι η ακοή λιγάκι να βραδύνει
όσο χρειάζεται
για μιαν ερώτηση
να μην απαντηθεί.

              ΚΑΠΩΣ ΑΛΛΙΩΣ

Για κάποιαν άλλην απ' αυτήν που τώρα έχει
προορισμένος ήταν.

Γι αυτό μαζί σαν είναι οι δυο τους νιώθουν άβολα.
Με περιττές μπερδεύονται χειρονομίες
βόγγοι αταίριαστοι τους ξεφεύγουν
οι λέξεις δεν τους υπακούν. Και όλα
κάπως αλλιώς τα πράγματα που εκάναν
θα έπρεπε αλήθεια να έχουν γίνει.
    ΑΥΤΑΝΔΡΟ

Ό,τι χτίζω
κάποιος
βιαστικός πίσω μου έρχεται και το γκρεμίζει.

Ίσως να είναι ο χρόνος,
ίσως τα χέρια τ' άλλα μου,
ή κι ίσως η φουσκονεριά από το μεγάλο πλοίο
που  αύτανδρο βυθίζεται κάθε πρωί.
            ΣΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ

Μ' ένα ρυθμό αργό αργό και ρυθμικό συνάμα
οι πλεκτικές οι μηχανές κινούν τις κεφαλές τους
ενώ εγώ υπηρετώ τροχαίους κι αναπαίστους
μια το μολύβι αδράχνοντας, μια πιάνοντας τη λάμα.

Σε δύο μέτρα απόσταση μ' ακρίβεια μετρημένη
οι κεφαλές των μηχανών πηγαίνουν και γυρίζουν
κι απ' την ευθεία άλλη γραμμή σάμπως να μη γνωρίζουν
η ρότα τους ακλόνητα ευθεία πάντα μένει.

Κι αν δεν εκόβονταν ποτέ οι τρεχαλητές κλωστίτσες
κι αν δεν εσπάζανε ποτέ οι γυαλιστερές βελόνες
τότε οι καλές μας μηχανές θα πλέκαν για αιώνες
γιακάδες και πουκάμισα, πουλόβερ και φουστίτσες.

Έτσι κι εμείς δεν παύουμε να τρέχουμε ολημέρα
κάθε ημέρα κάνοντας τα πράγματα τα ίδια.
Για παρεκκλίσεις χαρωπές και για τρελά παιχνίδια
καιρός δε μένει κι οι χαρές οι ωραίες πάνε πέρα.

Κι αιώνια θα κινούσαμε κι εμείς τις κεφαλές μας
κι άχθος αρούρης θα 'μασταν στ' άλλο της πάνω βάρος
αν κάθε τόσο ο τρομερός κι αλύπητος κουρσάρος
δεν έκοβε τις, άλλωστε, λεπτότατες κλωστές μας.
           ΤΟ ΩΛΕΚΡΑΝΟ

Τα νεύρα και οι αρτηρίες μου
υπέρτατη γίνανε καλωσύνη
που βγαίνει στον κόσμο
όπως ο ήχος από βιολί παλιό.

Οι μύες που χρόνια τώρα κουβαλώ
τη δύναμή τους παραχωρούν
στους αδύναμους του κόσμου.

Ο δελτοειδής μου απεργάζεται
εκτός από του ώμου
και της γης την στρογγυλότητα.

Ποιήματα τα κόκαλά μου υψώνονται.
Και το ωλέκρανο ποίημα ποιημάτων.
           ΜΥΣΤΙΚΟΙ

Γράμματα να γράφουμε είμαστε πλασμένοι
που όμως δε θα στείλουμε ποτέ.
Στίχους πολλούς να πλέκουμε η μοίρα μας γραμμένη
χωρίς ποτέ να γίνουμε ποιητές.

Άπρεπη μια κι αδίκιωτη δειλία μας κατέχει
και σταματάει το χέρι μας την ύστατη στιγμή-
μεταβολή εξαφνικά κάνει και πίσω τρέχει
η μέχρι τότε προς τα εμπρος που μας ωθούσε ορμή.

Έτσι ενώ βουνό ψηλό επιστολές γραμμένες
θα μένουν κιτρινίζοντας σ' ένα παλιό κουτί
καμία δε θα διαβαστεί απ' τις αγαπημένες
γυναίκες μας που όλες  τους γι αυτές έχουν γραφτεί.

Ούτε από κάποιο υπόγειο φτηνό τυπογραφείο
κάποια δική μας συλλογή θα βγει ποιητική.
Θα μένουν μες στο μαύρο μας οι στίχοι μας γραφείο
για πάντοτε αδιάβαστοι κι απ' όλους μυστικοί.
      Ο ΜΟΝΟΣ

Όχι που πίστευε ότι το σύμπαν ήταν ακατοίκητο-
δεν είχε τέτοια ιδέα.

Όχι ότι δεν έβλεπε μεγάλους και παιδιά να χορεύουνε
με τις χρωματιστές τις φορεσιές και τα στολίδια τους
αρμονικά πιασμένοι χέρι χέρι.

Όμως ήξερε
πως όλοι εκείνοι με τα πόδια του χορεύουν.

Και όχι ότι δεν άκουγε τη μουσική
ή τον ήχο
που τα ποτήρια εκάνανε τσουγκρίζοντας,
μα όλα γίνονταν πολύ μακριά του και ο ήχος τους
ήταν μια ανάγκη για την ακοή
όπως για το μυαλό του η σκέψη.

Αυτόν
μια θάλασσα τον πήγαινε μες στα νερά της.
Και κείνο το ακρωτήρι πέρα εκεί
το τόσο μακρινό σαν φαντασία
έτσι που κύρτωνε,
με του αγκώνα του το δρέπανο έμοιαζε
που μες στη σάρκινη φωτιά του έκλεινε
χορό και χορευτές,
ήλιους και σύμπαντα
και που ήταν πάντα έτοιμο
με μια του κίνηση κυκλωτική
να τα θερίσει όλα.
ΓΥΜΝΟ ΠΡΩΙΝΟ

Ο δρόμος μου ’στελνε πρωινές φωνές.
Η πάχνη εθάμπωνε τα τζάμια.

Κάτω στο πάτωμα
κείτονταν άτονα
τα εσώρουχά της.
Με πλοκάμια κολλώδη
μ' έσφιγγαν μνήμες φτηνές.
                  ΦΘΟΡΑ

Παλιώσαμε κι εμείς. Εγίναμε
σαν σιδερένιες πόρτες που σκουριάσανε.

Κι ούτε προσέξαμε
πότε άρχισε το χρώμα να μας ντύνει το κεραμιδί
κι ούτε θυμόμαστε
πότε ακούσαμε το πρώτο τρίξιμο
ή την ημέρα που οι αρμοί μας
στη συνηθισμένην ώθηση δυστρόπησαν.

Όλα ήσυχα και σαν διακριτικά εγίναν.

Σκουριάσαμε.

Και το κλειδί κάθε πρωί
με πιότερη όλο δυσκολία μας ανοίγει.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

      ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Ένας αλήτης πέθανε.
Στην ύστερή του ώρα
κανείς δεν παραστάθηκε
κι ακόμα μέχρι τώρα

δε βρέθηκε ένας χριστιανός
να κλάψει το χαμό του
να τονε θάψει ευλαβικά
να κάνει το σταυρό του.

Γι αυτό μετά την προσευχή
που κάνω κάθε βράδυ
εκεί, στου δρόμου τη γωνιά,
μες στο πηχτό σκοτάδι,

γι αυτούς που δεν τους έκλαψε
κανείς, εγώ θα κλαίω
και κάθε βράδυ και γι αυτούς
μια προσευχή θα λέω.

Μόνο που σκέπτομαι κανείς
αν θα βρεθεί να θάψει
και μένα όταν θα με βρουν
πεσμένο-ποιος θα κλάψει

το ξυλιασμένο μου κορμί…
δε σκέφτομαι κανένα.
Γι αυτό μαζί με τους νεκρούς
θα κλαίω και για μένα.
   ΟΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ

Μάθαμε πια να βλέπουμε
τα πλοία να σηκώνουν
τα δειλινά τις άγκυρες
και τα πανιά ν' απλώνουν

σ' άλλες στεριές για να βρεθούν-
σ' άλλα να πάνε μέρη,
που ταξιδεύουμε νοερά
χειμώνα καλοκαίρι

μαζί τους. Κι όταν κάποτε
ακούμε στις ειδήσεις
πως κάποιο πλοίο χάθηκε
παύουν οι συζητήσεις

σαν κάποιοι να μας έκοψαν
ξάφνω μια αγαπημένη
γέφυρα που μας ένωνε
μ' όλη την οικουμένη.
        Ο ΠΥΡΓΟΣ

Δεν ξέρω ποιο πλοίο εδώ μ’ έχει αφήσει
μα ξέρω καλά-θα ’ρθει πάλι μια μέρα
και κάποιος τον πύργο να δει θα ζητήσει
που θα ’πρεπε να ’χτιζα σε τούτη την ξέρα.

Γι αυτό μόλις πάτησα το πόδι μου επάνω
σε τούτο το ανάχωμα, με πάθος και ζήλο
τον πύργο μου άρχισα αμέσως να χτίζω
στοιβάζοντας σίδερο και πέτρα και ξύλο.

Μα κάθε που είχα σχεδόν τελειώσει
ενός μανιασμένου αέρα το πείσμα
φυσώντας με πάθος και δύναμη τόση
εγκρέμιζε ως κάτω τ’ ωραίο το κτίσμα.

Το ύψος θα είναι μικρό της ποινής μου;
Μεγάλο; Το χρέος μου θα εξοφλήσει;
Θα ειν’ αδυσώπητος κριτής ο κριτής μου;
Μετρούν τα συντρίμμια στην όποια του κρίση;

Κι ενώ ζοφερές κάνω πάντα προβλέψεις
για του δικαστή μου το αλύπητο μέτρο
φορές συλλογιέμαι-παιχνίδια της σκέψης...-
μη χτίστηκε ο πύργος μου κι εγώ δεν τον βλέπω;
         ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΤΑ ΖΗΤΑ

Κάτω απ' τον πάγκο ο μαραγκός τον βρώμιο και λερό
σκεπάζοντάς τα και με μια βαριά καφέ κουρτίνα
κρύβει απ' τα μάτια του κοινού τα πράγματα εκείνα
που είν' εκεί από πολύν, αμέτρητον καιρό.

Κάτι εργαλεία παλαιά, φθαρμένα απ' τη δουλειά
πλάνες, τροχούς, παλιόξυλα, πασέτα χαλασμένα,
δουλειές που δεν παράδωσε, ρούχα δουλειάς σκισμένα
και ένα πάντοτε σχεδόν κλουβί για τα πουλιά.

Κι αν κάποια μέρα του 'λεγαν πως φτάνει χαλασμός
και ότι πράγματα πολλά δεν γίνεται να σώσει
πλέον ή βέβαιο είναι πως θα 'θελε να γλιτώσει
εκείνων των παράξενων πραγμάτων ο εσμός.

Ίσως γιατί έχει δεθεί η ζήση του μ' αυτά.
Ίσως γιατί μπορεί μ' αυτά να κρύβει κάποια γύμνια.
Ίσως γιατί ξέρει καλά πως σαν αυτά συντρίμμια
δικά του θα 'ναι πάντοτε-κανείς δεν τα ζητά.
        ΧΑΜΕΝΟ

Ήρθε τα μεσάνυχτα καθαρά και χωρίς αμφισβήτηση
βγαίνοντας μέσα από κάτι γράμματα και μαγνητοταινίες.

Μιλάω για την αίσθηση πως είσαι μόνος-
καλλίτερα πως πάντα μόνος ήσουν και δεν το 'ξερες.

Και πίσω από την αίσθηση αυτήν
Ακολουθούσε η οριστική γνώση της πληρότητας
και της ανυπαρξίας.

Κατάλαβα πια πως ό, τι είχα μαζέψει ως τότε
ήταν απόλυτα δικό μου
κι ό, τι είχα χάσει
οριστικά χαμένο ήταν.
        ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ 'ΧΩ

Τα όνειρα που 'χω στη ζωή καμωμένα
περίλυπα στέκουνε γύρω από μένα.
Και κλαιν τα ματάκια τους-και θλίβει η μορφή τους
και πέφτουν ρικνοί-μαραμένοι οι ανθοί τους.

"Γιατί", με ρωτάνε, "γιατί να μας πλάσεις;
Τα ράκη εμείς κι οι ζητιάνοι της πλάσης.
Αστέγαστα, ατέλεστα, κούφια γυρνάμε
κι η νύχτα μας έφτασε και πια πού θα πάμε;"

Κι εγώ πονεμένα κι έτσι έρμα ως τα βλέπω
με όση μ' απόμεινε θέρμη τα σκέπω
και δίχως μιλιά... τι να πω... τι να πούμε...
μαζί περπατάμε... μαζί προχωρούμε...
ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

Ήταν ένα βαθύ χωματένιο πηγάδι
με τα χείλη σκληρά, ξεραμένα.
Σαν την πύλη μου έμοιαζε του Άδη
και θανάτου ιδέες και σκέψεις μου εγέννα.

Μας ελέγαν πως όποιος εκεί μέσα κοιτούσε
θε΄ να έβγαινε μέγα ένα χέρι
που εντός του σφιχτά θα τον κλειούσε
και σε κάποια φριχτά θα τον πήγαινε μέρη.

Την ημέρα δειλά το επλησίαζα λίγο
μα το βράδυ κοντά του αν βρισκόμουν
εβιαζόμουν μακριά του να φύγω
κι από φόβο κοντά στους μεγάλους κρυβόμουν.

Ένα κρύο πρωί με μανία που φυσούσε
την "τρελή" βρήκαν μέσα πνιγμένη-
από μπρος δε θα ξαναπερνούσε
απ' το σπίτι μας πάλι στα μαύρα ντυμένη.

Το πηγάδι αυτό κάθε πρωί που ξυπνάω
αντικρίζω να χάσκει εμπρός μου.
Και χιλιάδες τα χέρια του κόσμου.
Κι ως για με, τώρα πια για μεγάλος μετράω.
           ΠΟΣΟ...

Σε ζοφερή μέσα μια ζήση
όλοι μου φύγαν οι καιροί.
Πόσο, ζωή, δε σ' έχω ζήσει
πόσο, χαρά, δε σ' έχω δει..

Σα στην ομπρέλα όπως κυλάει
και πάει πέρα η βροχή
έτσι κι εμέ μου 'πεφτε πλάϊ
και κάθε μου έφευγe εποχή.

Κι η λιολουσμένη γι άλλους νιότη
κι η αντρότη, κι η μεσοκοπιά
πικρό για μένα καταπότι-
και τώρα και τα γερατειά.

Χαμένα όλα. Και χαμένος
μέσα σ' αυτά πρώτος εγώ
σαν ένας πάντα πεθαμένος
ή σαν αγέννητος να ζω.

Χωρίς ν' ανάψει έχει σβήσει
της ύπαρξής μου το κερί.
Πόσο, ζωή, δε σ' έχω ζήσει
πόσο, χαρά δε σ' έχω βρει..

(και για να μη τη χάρη να 'χω
πως είναι όλα μου νεκρά
σαν από μια πηγή σε βράχο
τρέχουν τα μάτια μου πικρά).
           Η  ΠΑΧΥΣΑΡΚΟΣ

Όπως ταξιδεύει ο ίσκιος των πραγμάτων
και όπως αλλάζουν χέρια τα τραπουλόχαρτα
έτσι κι αυτή κυκλικά
από την ευαισθησία της φεύγει.

Αιδώ και ταπεινοφροσύνη αποχωρίζεται
την προσποίηση απωθεί
και σαν από ευρύχωρον ηθμό
περνούν έξω της
όλες οι δυνατότητες των λεπτών διακρίσεων.

Η αντίστασή της στην κατάκρισι μεγαλώνει
και μικραίνει στην πρόκληση των εδεσμάτων.
Έτσι η παχύσαρκος
η γεμάτη στα μάτια όλων
άδεια τω όντι μένει από κάθε τι
εκτός από τη σιγουριά
(που κάτω από τα ρούχα της ασφυκτιά
μονήρης και συρρικνωμένη και παρηγορήτρα)
πως όλα τα διωγμένα θα την πλημμυρίσουν πάλι
όταν κάποτε,
στο μέλλον-
όποτε θελήσει-
αδυνατίσει.