Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

ΤΟ ΠΟΎΡΟ

Μακριά τους τόσα χρόνια
τον ξεχάσανε.

Όταν εκείνος ήρθε
στην πρώτη κιόλας τη συνάντηση κατάλαβε
ότι τον είχανε ξεγράψει.

Ξένος εκεί,
ξένος εδώ,
πια για κανένανε δικός.

Και καθώς θα ’τανε ατελέσφορη
κάθε προσπάθεια υπενθυμίσεως καν…
και καθώς  είναι τόσο πολυδάπανο
όσο κι ανώφελο
να συντηρείς έναν νεκρό,
δεν έμενε παρά το πρόσχημα
για την οριστική αποσχημάτιση.

Έβαλε λοιπόν στο στόμα του ένα πούρο
κι έτσι ανάναφτο το εδάγκωνε
όπως αυτοί που η ζωή τους
χωρίς το πούρο δεν νοείται.

Εκείνοι λαίμαργα άρπαξαν το πούρο-δόλωμα
σκέψη χωρίς.
Ζωώδικα.

Kαι -αν και κάπως άβολα κρατώντας το-
σημαία τους το ’καναν
σαν τάχα απόδειξη της αλλαγής του άλλου-
και όχι της αισχρής δικής τους στάσης-
το περιφέρανε πασιχαρείς σαν μη ένοχοι.

Κι αυτοί επήγαν στις δουλειές τους
και στον προορισμό του εκείνος.





             ΑΔΕΛΦΗ

«Μη με διώχνετε», μου είπε,
«χωρίς εσάς-τ’ αδέρφια μου-
Μέσα στον κόσμο θα είμαι ένας ξένος.»
Και αργότερα «Τουλάχιστον», μου έγραψε,
«αν χάσω εσάς, ας μείνουνε κοινά
τα σπίτια. Κάτι
να μας κρατεί.
Δένουνε κάπως και τα σπίτια- αλλιώς αβόηθητος,
αστήριχτος,
ανυπεράσπιστος,
μετέωρος,
μόνος στον κόσμο θα μετράω.»

Τέτοια. Λες κι ήτανε μωρό.

Μα εγώ είχα οικογένεια.
Επροχωρούσα εγώ στον κόσμο μέσα θαρρετά.
Αυτό ’ναι η ζωή-ένα προχώρημα… μια πρόοδος
Που ποιος-που τι
Μπορεί να τήνε σταματήσει…

«Ελάτε να μιλήσουμε» μας παρακάλαγε.
Τι να μιλήσουμε; Να πούμε τι;
Μιλά η ζωή.
Μιλούν οι περιστάσεις.
Η πρόοδος βροντοφωνάζει.
Σκούζει η ανάγκη.

Αδερφοσύνες και αηδίες…
Μα όταν του χρήματος ο Ήλιος
στον ορίζοντα ανατείλει
Τότε στην πάντα όλα τ’ άλλα
Τ’ αρρωστημένα
Και μπρος! Να προχωρήσουμε πριν σκοτεινιάσει!

Και το προχώρημα θέλει δυνάμεις-
θέλει σπρώξιμο
Κι όχι βαρίδια «ανυπεράσπιστων» και «ξένων»…
Μεγάλωσα, παντρεύτηκα, αυτό  ήτανε!
Άφησα πίσω μου όλα τα παλιά.
Αδέρφια, μοναξιές και μυξοκλάματα
Αρρωστημένα πράματα και στείρα. Εγώ
Στου πλούτου μόνο τον Θεό λόγο θα δώσω!

Δε θα γνοιαστώ εγώ για να μαζέψω
ό,τι μπορώ για τα παιδιά μου και τ’ αγγόνια μου;
Και οι φιλόσοφοί μας τάχα
δεν ξέρουν όταν λένε «είμαι ό,τι έχω»;
Επειδή αυτός το θέλει
που τίποτα μη έχοντας
τίποτα είναι,
πρέπει κι εγώ ένα τίποτα να γίνω;

Και ποιος είναι αυτός
που βλέπει πίσω από πρόσωπα και πράγματα,
που ερμηνεύει λόγια και φερσίματα και πράξεις,
που βλέπει τις αληθινές επιθυμίες
και τις βαθιές τους σκέψεις που γνωρίζει καθενός
και ολ’ αυτά
τολμάει να τα φανερώνει με τους βρωμοστίχους του;
Α! Τέτοιοι άνθρωποι χαλούν  τηα αναγκαία ηρεμία του κόσμου μας
Την απαραίτητη για να ‘ναι όλοι οι άνθρωποι ευτυχισμένοι…
Το χρήμα!
Το χρήμα!
Να η ουσία της ζωής!

Και τράβηξα το δρόμο του Θεού
Με τη βοήθεια του πιστού μου αδελφούλη-
Του λογικού:
Έκλεψα του κλαψιάρη τα λεφτά που είχε στην Τράπεζα,
Του άρπαξα τ’ αυτοκίνητο,
έκαψα όλα του τα ποιήματα
που μου είχε στείλει για να τα φυλάω
(ποιήματα λέει τα σκουπίδια του αυτός !..),
του πήρα το ένα σπίτι…
τ’ άλλο το πήρε ο αδελφούλης μου ο μεγάλος.
Ο λογικός.

Τι άλλο να ’κανα για να τον φέρω στην κατάσταση
Να καταλάβει σε τι κόσμο ζει…
Μα εκείνος τίποτα.

Ακόμα του επρότεινα να τον γεροκομήσω
Αρκεί να μου ’δινε τη σύνταξή του-τίμιες δουλειές-
Όπως εγεροκόμησα τη μάνα μας. Και τι-
Να πεις με κέρδος τίποτα;
Ένα φουστάνι κάθε μήνα μόνο
Έπαιρνα με τη σύνταξή της στα κορίτσια μου.

Ούτε αυτό το θέλησε.
Ε πια…
Εγέρασε κι ακόμα να μην ξέρει
Πως το συμφέρον κυβερνά;
Λειψός αυτός αν είναι φταίω εγώ;
Κι αν ζει στον κόσμο του, κι εγώ
Του κόσμου του πολίτης να μετρήσω πρέπει ; Τι;-
Ο ένας ή οι πολλοί έχουνε δίκιο;..

Και αν αυτά είναι γράμματα ψιλά για κείνον
Ας πάει να ζητάει το δίκιο του
απ’ τα σχολεία κι απ’ τους δασκάλους του…
Εγώ έχω οικογένεια να προσέξω.
Και αν με όλα τούτα δεν κατάφερα
Να τόνε κάνω να εννοήσει
Τι άλλο να ’κανα;-ας χαθεί.

Δε θα ’ναι ο πρώτος ούτε ο τελευταίος.


















ΑΔΕΛΦΟΣ
ή
ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ!

Εγώ κι η αδερφούλα μου,
Ο γαμπρός μου κι η συμβία μου,
Πέντε παιδιά μας
Κι εγγόνια καμιά δεκαριά.

Άτομα πάνω από είκοσι.
Και με αγάπη ο ένας για τον άλλο.
Και πιο πολύ με αγάπη εμένα για το γιο μου.
Του ονόματός μου τον συνεχιστή,
Της ευφυίας και της δύναμής μου.
Κι ο Αβραάμ έτσι άρχισε
Και όλοι σήμερα τον μνημονεύουν.

Γύναια σωρό λοιπόν,
μαμμόθρεφτα πολλά
με ρούχα  Ντιόρ
και με  τις σύγχρονες αναθρεμμένα διασκεδάσεις,
θα πτοηθούν από ψευτογραφιά ενός τις τσιριμόνιες;


Θέλει το σπίτι λέει
Που ο πατέρας του έχτισε γι αυτόν.
Μα έχει τίποτα χειροπιαστό πλην από λόγια;
Διαθήκη κάποια;
Κάποιο χαρτί;
Τίποτα.
Ενώ εμείς
Τα έχουμε όλα:
Είμαστε οι πολλοί! Κι αυτό
Στην πάντα βάζει και διαθήκες και χαρτιά-
Πόσο τα λόγια μάλλον…

Το Μέλλον είμαστε της γης!
Το Παρελθόν αυτός!

Κι αν πεις εγώ!
Πατέρας ευτυχής μετράω.
Τρία παιδιά εγέννησα
κι όταν μετά τριάντα χρόνια τα ξανάδα
τα δύο είχαν γίνει επιστήμονες
και σπουδαγμένοι πλήρως στα νυχτερινά δοσίματα
καθώς η εποχή μας η μοντέρνα επιβάλλει,
Ως για το τρίτο
θα επιστημόνιζε κι αυτό
αν οι μεγάλοι φρένο δεν εβάζανε
από ζήλια!
στην καταπληκτική την πρόοδό του.

‘δω που τα λέμε, μυαλό άλλο εγώ.
Της πιάτσας άνθρωπος.
Ξύπνιος.
Κοινωνικός!
Όχι καθώς το αγρίμι αυτό
που σ’ ένα δωματιάκι κλείνεται
(και κείνο νοικιασμένο…)
και χαρτιά μαυρίζει ο φουκαράς…

Εγώ!..
Εγώ ο σύννους!
Εγώ ο νοικοκύρης!
Ο έμφροντις εγώ!
Μάλιστα-εγώ!
Που έχω φτιάξει μια μονιά
Με όλα τ’ αγαθά του κόσμου μέσα.
Εγώ με τα συμφέροντα της οικογένειας
που μόνον ασχολούμαι
και φροντίζω  έτσι,
που  τα παιδιά μου
όλα να έχουν τ’ αντικείμενα
που τη ζωή τους εύκολη θα κάνουν.

Κι αν πεις και για τα εγγόνια μου-ζωή να έχουν-
Και κείνα δεν χρειάζονται στοργή και προστασία;

Θα δώσω εγώ το σπίτι;
Εγώ;! Που σκέπω με φροντίδα όλα τα μέλη
Της οικογένειας που είμαι ο γενάρχης της;
Εγώ
με τον αέρα βρε αδερφέ του επιτυχημένου
(τόσα λεφτά έχω!..);

Εγώ
το σπίτι θα το δώσω στον αγροίκο αυτόν;
Κι εξάλλου τι;-ορθό είναι να φροντίζουμε
τ’ αδέρφια περισσότερο ή  τα παιδιά μας;
Απ’ την Αγία Γραφή ως τον κοινό το νου
οι λογικοί ανθρώποι όλοι ξέρουν
πως τα παιδιά σε πρώτη μοίρα έρχονται.

Λέει το σπίτι πως του ανήκει.
Το ξέρω.
Και λοιπόν;
Ας έρθει να το πάρει.

Δεν μπορεί.
Γιατ’ είμαστε οι πολλοί!
Με σπιτικά πολλά πάει να πει
Πολλά της κοινωνίας κύτταρα
Κι όπλα πολλά για επίθεση
Σε όποιον σπίτια επιβουλεύεται. Γιατί σε ποιον
Παρά στον ισχυρό ανήκουν όλα;

Και τόση δύναμη μας δίνουνε οι αναμετάξυ μας οι αγάπες
Και τόση αυτοπεποίθηση οι συναναστροφές μας
Που αυτός μπροστά μας μοιάζει σαν μια γάτα
Που θέλει λιονταριού φαί να γέψει…

Και όχι εμείς μόνο είμαστε πολλοί,
Αλλά κι αυτός ειν’ ένας…
Τι ένας… πες μισός…
Καλλίτερα κανένας…
Μπορεί ο κανένας να ’χει απαιτήσεις;

Μόνος σα λύκος διάλεξε να μένει
Χωρίς τη συντροφιά εμάς
των ικανών των συγγενών του.
Και λέει και διαλαλεί
Ότι τον αδικήσαμε στη μοιρασιά…
Ότι του κλέψαμε λεφτά και αυτοκίνητα…
Ότι του κάψαμε τα ποιήματά του…
Ας πάει να λέει.

Και αν ούτε μια δραχμή στην τσέπη του δεν έχει
Τι φταίμε μεις;
Και φταίω εγώ αν η μητέρα μου
Αγάπαγε περσότερο εμένα
Κι όλα σε μένα τ’ άφησε;
Ας ήτανε καλός να τον αγάπαγε και κείνον.

Και δεν το λέω μόνο εγώ
Πως μου αξίζουν όσα έκλεψα,
μα κι όλη η φύση
Τη σπουδαιότητά μου διαλαλεί.

Τις νύχτες τον αέρα ακούω καθώς περνά
Μες απ’ των παραθύρων τις περσίδες
Να διαλαλεί στην οικουμένη όλη: «Ιδού!
Τον πατριάρχη αυτής της οικογένειας δέστε!
Τι λογικός! Τι εφευρετικός! Τι ικανός!
Και τι χαρά στους γόνους του
Χαρίζει μόνον η θωριά του!
Και όλους πώς τους αγαπά!
Αχ! Να ’ταν έτσι όλοι οι πατεράδες-
με τέτοια δώρα όλοι προικισμένοι-
Πόσο θα ήμουνα κι εγώ ευτυχισμένος
Που φρούτα τέτοια ζω με την ανάσα μου…»

Ως και το νερό στο νεροχύτη μου
Στο μπάνιο μέσα και στο καζανάκι
Εμένα υμνολογεί και τα μεγάλα κατορθώματά μου.
Γιατί ποιος είναι ο προορισμός πάνω στη γη του ανθρώπου
Παρά πατώντας σε υπολήψεις, ήθη, πτώματα,
Να βγάλει τίμια δυο δεκάρες;

Όμως δεν είμαι μόνο εγώ
Που αυτό τον κακομοίρη οικτίρω.

Κι η αδερφούλα μου
(που ξέρουμε δα όλοι
πόσο οι αδερφές τον αδερφό αγαπάνε)
ως κι αυτή,
άστον, μου λέει, τον άχρηστο
να κοιμηθεί όπως έστρωσε…

Στα λόγια ω!
η αδερφούλα μου όλους μάς περνάει.
Ως και το γιο εκεινού
με τα φτιαχτά της λόγια
δεμένονε τον έχει στο φουστάνι της
και κείνος κάνει ό,τι του λέει.
Μέχρι που σκέφτεται καθώς αυτή!
Και σύμμαχο τον έχει
ενάντια στον αχρείο πατέρα του-
τον ψωμοζήτη!

Όλοι μας μ’ ένα λόγο είμαστε σφιχτά ενωμένοι
απέναντι σ’ εκείνο τον κηφήνα.

Μα τι; Μπορεί εμένα να λυγίσει;
Ξέρω απ’ αυτά-ένα ένστικτο
αντρειεύει μέσα μου και με πιέζει
και μ’ αυτό οδηγό
μ’ ένα μου «όχι»
δώδεκα αγγελιαφόρους  του τουμπάρω.

…Κι αν επιμείνει ο ανεμοπαρμένος,
Το γιό μου τον αγαπητό του στέλνω
(ως έκανε ο Θεός όπου δεν άρμοζε
Με τους θνητούς ο ίδιος να μιλάει)
Κι αυτός-προχωρημένη έκδοσή μου-
Του δίνει και καταλαβαίνει του ανεπρόκοπου.

Μα είμαι και καλός στα λόγια εγώ! Να!
Στον μεσολαβητή του είπα όταν μου μήνυσε
Για την αξίωσή του για το σπίτι,
Πως ναι, θα του απαντήσω, μα
(κι εδώ είναι το ιδιοφυές
 και το ωραίο της απάντησής μου)
«…μετά τη λαίλαπα των εορτών!»
(Χριστούγεννα έρχονταν)...
Ποιος να με πιάσει εμένα…

Γι αυτό και η συμβία μου μ’ αγαπάει.
Γιατί σκληρός κι απότομος όντας στους άλλους,
σαν αντιστάθμισμα και σαν ισορροπία
δε θα μπορούσε
Παρά γλυκός και ήπιος και υποτακτικός να ’μαι μαζί της.
Ε τι; Τώρα θα μάθουμε ότι η γυναίκα
τον πρώτο έχει λόγο μες στο σπίτι-
πως ό,τι θέλει αυτή θα γίνει;
Την Τάξη εγώ της κοινωνίας θ’ αλλάξω;
Και για μένα
φιλοτιμία εύκολα η ανάγκη γίνεται… Εξάλλου
Σε κάποιον θα ’πρεπε κι εγώ να υποταχτώ…

Ως και τα εγγονάκια μου
Αν και μικρά
Μπορούνε το σωστό να ξεχωρίζουν
Και τον μισούνε τον παλιάνθρωπο αυτόν.
Κι όχι πως τα ορμηνέψαμε γι αυτό
Μα μάτια έχουνε και βλέπουνε
Κι αυτιά κι ακούνε…

Αχ! Να ζεις στην κοινωνία μέσα
Να πουλάς-ν’ αγοράζεις
Λεφτά να στοιβάζεις
Τι μεγαλείο!
Η πεμπτουσία της ζωής αυτή ’ναι!

Παζάρια να κάνεις
Τον άλλο να ρίχνεις
Δυνατός να δείχνεις
Νόμους ν’ αψηφάς…

Να καταπατάς
Λόγια, συμφωνίες,
υποσχέσεις
και να ζεις με ανέσεις…

Κι από της δύναμής μου το ύψος κάτω βλέποντας-
Τι μερμηγκάκια οι άλλοι… τι ανύπαρκτοι…
Κάτι τετράδια βλέπω...
κάτι γράμματα…
όμως, το χρήμα λίγο σκέφτομαι-
και πάει, χάθηκαν κι αυτά…

Το χρήμα! Το χρήμα!
Της δόξας Του ο Αιώνας είναι!
Τι-θα ζήσω εγώ από την εποχή μου ξεκομμένος;
Αφήνω σ’ άλλους την επιλογή αυτή…

Ω! Τι καλά να ’σαι πατέρας
Και ν’ αγαπάς παράφορα το γιο σου…
Της δυναστείας σου τον συνεχιστή…

Και από δίπλα σου
Να έχεις τη συμβία σου
Αέναη υποψήφια παράφρονα
και παράτονα τόσο κουρντισμένη
που να πρέπει
για να καταργείς κάθε ημέρα την υποψηφιότητά της
με τα νερά της πάντα να πηγαίνεις…

Ω! Κάποια Θεία Βουλή γεννήθηκα να διακονώ.
Γι αυτό και ανταμείφτηκα
Με σπίτια και οικόπεδα και χρήμα.
Γι αυτό και όλα βολικά μου έρχονται.
Κι άστον αυτόν να τσαμπουνάει
Ότι το σπίτι δεν του δίνω που του ανήκει.
Όπως έστρωσε ας κοιμηθεί
(Να ’σαι καλά αδερφούλα…)

Α! Τι καλά που όλα εγώ τα έχω κανονίσει!
Εγώ!
Γενάρχης!
Ισχυρός!
Περιχαρακωμένος!
Άσηπτος!
Εγώ!
Ισχυρός!
Αβραάμ!
Και γύρω μου οι απόγονοι…
Εγώ!
Αυστηρός!
Προστάτης όλων τους!
Εγώ!
Γενάρχης!..

Εγώ!
Εγώ!
Ισχυρός!
 Όσοι λύκοι κι αν φυσήσουνε
Να ρίξουν δεν μπορούνε το σπιτάκι μου. Και μέσα του
Τα γουρουνάκια μου εγώ καλά φυλάω.
Και μεγαλώνω το χοιροστάσιό μου:
νύφες, γαμπροί, προοπτικές, κι εγώ!
Εγώ!
Γενάρχης!
Ισχυρός!
Εγώ!
Εγώ!
Εγώ!...
 

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

 ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Τόπος: Παρίσι, Γαλλία.
Χρόνος: Σήμερα.
Πρόσωπα:
ΠΙΕΡ
ΠΩΛ φίλος του Πιερ
ΛΙΖ γυναίκα του Πιερ
ΖΑΝ, ΜΠΕΡΝΑΡ, ΑΝΤΟΛΦ, παιδιά τους


Δωμάτιο στο σπίτι του Πιερ. Απομεσήμερο.
Καθιστοί στον καναπέ ο Πιερ  και ο φίλος του ο Πωλ συζητάνε.
ΠΙΕΡ
…Και ήθελες να πας να κοιμηθείς σε ξενοδοχείο! Βρεθήκαμε μετά τόσα χρόνια στην πόλη μου και θα σε άφηνα να πας σε ξενοδοχείο;
ΠΩΛ
Για να μην σε βάλω σε φασαρία.
ΠΙΕΡ
Φασαρία! Χαρά στο πράγμα.
(δυνατά)
Λιζ!
(μπαίνε η Λιζ)
ΛΙΖ
Ναι αγάπη μου.
ΠΙΕΡ
Να στρώσεις στο σαλόνι για τον Πωλ.
ΛΙΖ
Αυτό θα έκανα. Θα αφήναμε τον κύριο Πωλ να κοιμηθεί στον καναπέ;
(Χαμόγελο)
Αλίμονο…
(βγαίνει)
ΠΙΕΡ
Για θυμήσου βρε Πωλ τα χρόνια μας στα γραφεία της εταιρίας! Τι καιροί κι αυτοί… Ξενύχτια, γλεντάκια, σουλάτσα… Και θυμάσαι τον στριμμένο μας τον διευθυντή;
ΠΩΛ
Τη Μαρί τη θυμάσαι; Πόσο μας έκανε να γελάμε!
ΠΙΕΡ
Θα θυμηθούμε πολλά τώρα που σμίξαμε. Παντρεύτηκες μετά από μένα-έτσι δεν είναι;
ΠΩΛ
Ναι. Πέντε χρόνια μετά από σένα. Είχα μπλέξει με την πολιτική βλέπεις και δεν είχα το νου μου σε παντρειές.
ΠΙΕΡ
Πόσα παιδιά έχεις;
ΠΩΛ
Δύο.
ΠΙΕΡ
Εγώ τρία. Αγόρια και τα τρία.
ΠΩΛ
Θα είναι ολόκληροι άντρες τώρα.
ΠΙΕΡ
Ο πρώτος είναι είκοσι έξη. Οι άλλοι είκοσι δύο και είκοσι ένα. Ο Ζαν πρέπει να είναι ακόμα εδώ.
(δυνατά, προς το μέρος της κουζίνας)
Λιζ! Ο Ζαν ξύπνησε;
ΛΙΖ
(η φωνή της)
Ναι. Τρώει. Θα βγει σε λίγο.
ΠΙΕΡ
Θα τον δεις. Τον προλάβαμε. Οι άλλοι είναι έξω.
ΠΩΛ
Είναι παντρεμένα τα παιδιά;
ΠΙΕΡ
Ο μεσαίος, ο Μπερνάρ, ναι. Οι άλλοι ψάχνουν ακόμα.
ΠΩΛ
Από ότι καταλαβαίνω έχεις φτιάξει μια καλή οικογένεια. Πρέπει να είσαι ευτυχισμένος.
ΠΙΕΡ
Ευτυχισμένος και κάτι πάρα πάνω. Δόξα νάχει ο Θεός.
ΠΩΛ
Ο Ζαν δεν δουλεύει σήμερα;
ΠΙΕΡ
Πώς δεν δουλεύει! Αλλά η δουλειά του είναι νυχτερινή. Είναι ντίλερ.
ΠΩΛ
Ντίλερ… τι εννοείς; Τι πουλάει;
ΠΙΕΡ
Ντίλερ. Ντίλερ ναρκωτικών. Και σπρώχνει και πουλάει ναρκωτικά.
ΠΩΛ
(ερωτηματικά, σαν να μη θέλει να το πιστέψει)
Ντίλερ ναρκωτικών!;
ΠΙΕΡ
Ναι, δεν άκουσες;  Α ! Κατάλαβα. Εσύ έχεις μείνει στα δικά μας, στα της δικής μας εποχής φαίνεται. Γι αυτό παραξενεύεσαι.
ΠΩΛ
Ομολογώ πως δεν το περίμενα. Δεν ξέρω… δεν με κοροϊδεύεις, έτσι;
ΠΙΕΡ
Μα τόσο παράξενο σου μοιάζει;  Εσύ έχεις μείνει στην εποχή που οι γονείς διάλεγαν το επάγγελμα των παιδιών τους. Πάνε αυτά Πωλ! Πού ζεις; Τώρα τα παιδιά διαλέγουν μόνα τους τι θέλουν να κάνουν με τη ζωή τους.
(μπαίνει ο Ζαν)
ΖΑΝ
…μέρα! Ρε γέρο χτες άφησα στο ντουλάπι ένα δεματάκι με κασέρι και ένα με μπουμπάρι. Δεν το βρίσκω.
ΠΙΕΡ
(σκύβει κάτω από τον καναπέ και βγάζει ένα κουτάκι που το δίνει στον Ζαν)
Νάτο παιδί μου.
(του δίνει το κουτί)
Το έβαλα εδώ μην το μπερδέψει η μητέρα σου με τα δικά της πράγματα.
(στον Ζαν, δείχνοντάς του τον  Πωλ)
Ο κύριος είναι παλιός μου συνάδελφος.
ΖΑΝ
(στον Πωλ)
Χάρηκα. Γεια.
(βγαίνει)
ΠΩΛ
Ώστε αλήθεια είναι ντίλερ! Καλά, εσύ… δεν προσπάθησες να τον αποτρέψεις;
ΠΙΕΡ
Να τον αποτρέψω; Τι λες τώρα Πωλ; Πού ζεις; Δεν βλέπεις τηλεόραση; Ραδιόφωνο δεν ακούς; Δεν διαβάζεις εφημερίδες; Δεν έχεις κομπιούτερ; Όλα αυτά υμνούν την μεγάλη επανάσταση: Αφήστε ελεύθερα τα παιδιά! λένε κάθε στιγμή με χίλιες φωνές. Μη μου πεις ότι δεν έχεις κομπιούτερ ή τηλεόραση. Μα και να μην έχεις δεν βλέπεις γύρω σου την μεγάλη  αλλαγή που έχει γίνει στη ζωή των ανθρώπων σήμερα; Τόπο στη νέα γενιά, βροντοφωνάζουν όλοι οι αρχηγοί όλων των κρατών του πλανήτη μας. Ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, παιδαγωγοί, και κάθε κρατικός φορέας δεν διατυμπανίζουν κάθε μέρα σε όλους τους τόνους το καινούργιο σύνθημα «ΤΟΠΟ ΣΤΑ ΝΙΑΤΑ»; Δεν ακούς τι λένε όλοι αυτοί;
ΠΩΛ
Τι λένε;
ΠΙΕΡ
«Τι λένε»! Μα ότι το παιδί αποφασίζει πια μόνο του για τον εαυτό του.
ΠΩΛ
Δεν λέω, μα…
ΠΙΕΡ
Και όχι για τα μεγάλα παιδιά μόνον. Μιλάνε και για τα μικρά ακόμα παιδάκια. Από εκεί αρχίζει η ελευθερία του ανθρώπου. Πρόσεξε όταν πηγαίνεις να παραγγείλεις κάτι σε ένα ταχυφαγείο ας πούμε. Πρόσεξε τι λέει η μαμά στο παιδάκι της που έχει φέρει μαζί της όταν έρθει η σειρά του να παραγγείλει κι αυτό. Το  ρωτάει πώς θέλει τις πατατούλες του, τι δεν θέλει  να έχει μέσα η σάλτσα που θα του σερβίρουν, από τι μέρος του κοτόπουλου, του μοσχαριού ή του χοίρου θέλει να είναι  ο κιμάς του, τι χρώμα θέλει να έχει το ποτήρι του, αν θέλει να είναι πλαστικό ή γυάλινο, τι ζωγραφίτσα θέλει να έχει επάνω-του Γκούφη; του Υπεράνθρωπου;
Και κανένας από όσους περιμένουν στην ουρά δεν δυσανασχετεί. Γιατί ξέρει ο καθένας ότι δεν πρέπει να δημιουργηθούν τραύματα στην ψυχούλα του παιδιού. Και για τον ίδιο λόγο κανένας δεν μαλώνει τα παιδιά του. Τραύματα ψυχικά θα δημιουργούνταν στο παιδάκι και μόνον αν το μαλώσει κάποιος έντονα. Θα έχεις υπ’ όψιν σου για τον τετραψήφιο αριθμό τηλεφώνου τον οποίο μπορούν να καλούν τα παιδάκια αν κάποιος τους κακομιλήσει ή –θεός φυλάξοι- τα χτυπήσει… Και αφού αυτά γίνονται για το μάλωμα ενός μικρού νήπιου, σκέψου, θα μπορούσε να επιτρέπεται να επέμβει κάποιος στην επιλογή επαγγέλματος του παιδιού όταν έρθει η ώρα αυτό να εργαστεί; Κάτι δηλαδή που αφορά την ίδια του τη ζωή;
Πωλ, δεν έχει έρθει φίλε μου αυτή η αλλαγή στην κωμόπολη όπου ζεις; Αποκλείεται. Τα δικά σου παιδιά εσύ τα συμβούλεψες τι επάγγελμα να διαλέξουν;
ΠΩΛ
Τους είπα τη γνώμη μου, τους εξήγησα…
ΠΙΕΡ
(διακόπτοντάς τον)
Κακώς. Φίλε μου, τα παιδιά πρέπει όπως κάνουν για όλα τα άλλα, να αποφασίζουν τα ίδια και για το ποια απόφαση θα πάρουν σε σχέση με το επάγγελμά τους.
ΠΩΛ
Μα Πιέρ, τα παιδιά δεν ζουν μέσα σε μια γυάλα. Ζουν μέσα στην κοινωνία, έρχονται σε επαφή με άλλα παιδιά και με άλλους ανθρώπους γενικότερα. Ποτέ λοιπόν δεν αποφασίζουν μόνα τους όπως λες για οτιδήποτε. Πάντοτε οι αποφάσεις τους εξαρτώνται από τον περίγυρό τους: τις νεανικές παρέες, τους μεγαλύτερους που συναντούν σε κάθε βήμα της πολυάνθρωπης κοινωνίας μας, των μελών των διαφόρου σύστασης Συλλόγων, καλλιτεχνικών η αθλητικών Ομάδων… Αλλά και από  τις συζητήσεις που κάνουν με γείτονες, φίλους, συνεργάτες, δασκάλους… Μέσα σε όλους αυτούς δεν υπάρχει θέση και για τον πατέρα ή τη μητέρα για να πει τη γνώμη του κι αυτός;

ΠΙΕΡ
(συγκαταβατικά)
Πωλ Πωλ… μια κουβέντα από τον πατέρα ή την μητέρα θα μπορούσε να εκληφθεί  σαν διαταγή από τα παιδιά. Γι αυτό και  δεν επιτρέπεται. Πωλ, αφουγκράσου φίλε μου τον παλμό της ανθρωπότητας ως προς την στροφή της όσον αφορά στην διαπαιδαγώγηση. Η ολότητα είναι που μετράει. Όχι ένας ένας άνθρωπος χωριστά. Η ανθρωπότητα συλλογικά προχωράει ή μένει πίσω, ανάλογα με την ικανότητα που έχει να πείσει τον κάθε άνθρωπο για τις καινούργιες κάθε φορά απόψεις της. Και έχει φτάσει πια η ώρα του παιδιού Πωλ.
ΠΩΛ
Μπορεί να μπει φυλακή γι αυτό που κάνει ο Ζαν, Πιερ.
ΠΙΕΡ
Έχει μπει δύο φορές. Και τι μ’ αυτό; Μπήκε, βγήκε. Μα είναι ευτυχισμένος  Πωλ, γιατί είναι ο νέος άνθρωπος. Κι εγώ μαζί του γιατί συμβάλλω στην εδραίωση της καινούργιας Τάξης πάνω στον πλανήτη μας. Της Τάξης που τα δίνει όλα για την διαφύλαξη υγιούς της νεολαίας μας-του μέλλοντός μας. Δεν θα βρεις μέσα στην ψυχή τού Ζαν κανένα κόμπλεξ, κανένα ψυχικό τραύμα. Είναι η βάση για το μέλλον η γενιά του. Μια ελεύθερη κοινωνία επιτέλους δημιουργείται Πωλ!
Αλλά δεν είναι ώρα να πιούμε ένα καφεδάκι; Τι λες; Η συζήτηση που ανοίξαμε με έκανε να ξεχάσω να σου το προτείνω. Μετά το φαγητό το συνηθίζω. Εσύ;
ΠΩΛ
Δε θάλεγα όχι. Ένα καφεδάκι πάντα είναι ευπρόσδεκτο.
ΠΙΕΡ
(δυνατά)
Λιζ αγάπη μου!
ΛΙΖ
Έρχομαι!
(μπαίνει η Λιζ)
ΠΙΕΡ
Αγάπη μου κάνε μας ένα καφεδάκι σε παρακαλώ και έλα κάτσε κοντά μας να πιεις και συ μαζί μας. Δεν σε είδα σήμερα σχεδόν καθόλου. Άσε την κουζίνα για λίγο. Οι δουλειές δεν τελειώνουν όσο τις κυνηγάς.
ΛΙΖ
Έχω τελειώσει τις δουλειές αγάπη μου. Και το καφεδάκι σας είναι έτοιμο σχεδόν.
(γελώντας)  
Δεν περίμενα να μου το ζητήσεις…
 (βγαίνει)
ΠΙΕΡ
Έχω μια καλή γυναίκα όπως βλέπεις Πωλ. Αλλά
 κι εγώ την αγαπώ και την φροντίζω.
ΠΩΛ
Πράγματι, το βλέπω.
(σιωπή)
Έχεις δει καθόλου από τότε τον Ανρί;
ΠΙΕΡ
Τον Ανρί… τον τρακαδόρο λες;
ΠΩΛ
Α! Μπράβο! Αυτόν.
ΠΙΕΡ
Συναντηθήκμε τυχαία σε μια θεατρική παράσταση. Πάνε δυο χρόνια περίπου. Καλά είναι. Ασχολείται με εμπόριο ζωοτροφών.
ΠΩΛ
Έκοψε τη συνήθεια της τράκας άραγε;
ΠΙΕΡ
Δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να το διαπιστώσω, χωρατατζής όμως δεν έπαψε να είναι.
(μπαίνει η Λιζ με τα καφεδάκια)
ΛΙΖ
Θέλω κι εγώ ένα διάλειμμα. Αλλά δεν θα κάτσω πολύ, θα έχετε να θυμηθείτε τόσα δικά σας…
(σερβίρει τους καφέδες)
Σας θυμάται συχνά ο Πιέρ κύριε Πωλ. Μου λέει πόσο φίλοι ήσαστε και πόσο ωραία περνούσατε.
ΠΩΛ
Πράγματι. Και αν και πέρασαν τόσα χρόνια ούτε εγώ έπαψα να θυμάμαι τον καλό μου φίλο Πιερ Κορντονέ, τον σύζυγό σας…
ΛΙΖ
Από πού είναι η σύζυγός σας κύριε Πωλ;
ΠΩΛ
Από το Μπορντό.
ΛΙΖ
Ωραίο μέρος!
(χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνει ο Πιερ. Όσο αυτός μιλάει στο τηλέφωνο η Λιζ θορυβημένη από όσα ακούει έχει σηκωθεί και  έχει πλησιάσει τον Πιερ προσπαθώντας να ακούσει κι αυτή όσα λέγονται)
ΠΙΕΡ
(στο τηλέφωνο)
Παρακαλώ… Ναι, εγώ είμαι… Τι; Ναι… Ναι… (ανήσυχος) Σκυλάκι; Στο μάτι; Θεέ μου! Και το δεξί του πόδι, ναι…. Το εμπρός ή το πίσω; Το εμπρός… ναι… Πού το έχετε τώρα;;.. Στην Κτηνιατρική Κλινική; . Ναι… Ευχαριστώ. Μου δίνετε το τηλέφωνο της Κλινικής παρακαλώ;
(νόημα στην Λιζ να του φέρει μολύβι και χαρτί. Η Λίζ του τα φέρνει)
Ναι, πέστε μου παρακαλώ… Ναι, Σεντ Αντρέ είκοσι τρία πέντε πέντε είκοσι οχτώ. Ευχαριστώ. Για ότι χρειαστείτε μπορείτε να με πάρετε πάλι.
(κλείνει το τηλέφωνο)
ΛΙΖ
(ανήσυχη)
Τι έγινε; Τι έγινε;
ΠΩΛ
Τι συμβαίνει Πιερ;
ΠΙΕΡ
Ο Αντόλφ... Το αυτοκίνητο έπεσε πάνω σε μια κολώνα από το απότομο φρενάρισμα. Ο Αντόλφ έσπασε το χέρι του και έπαθε εγκεφαλική διάσειση. Αλλά χτύπησε ένα σκυλάκι.
ΛΙΖ
Σκυλάκι; Θεέ μου! Είναι σοβαρά;
ΠΙΕΡ
Το δεξί του μάτι έχει μαυρίσει και κουτσαίνει από το δεξί του μπροστινό ποδαράκι.  
ΛΙΖ
Δεν κινδυνεύει η ζωή του ε;…
ΠΙΕΡ
Όχι, ευτυχώς. Το πήρανε  λέει και το πήγανε στην Κτηνιατρική Κλινική να το εξετάσουν. Περπατούσε καλά μου είπε ο αστυνομικός. Ελπίζω να μην βρούνε κάτι σοβαρότερο… Θα πάρω σε λίγο να ξαναρωτήσω.
ΛΙΖ
Ο θεός να δώσει… το καημένο…
ΠΩΛ
Αν θέλετε να πάτε κοντά του Πιερ… μην δεσμεύεστε από μένα. Αν είναι έρχομαι και εγώ μαζί σας…
ΠΙΕΡ
Μα το πήγανε στην Κτηνιατρική Κλινική. Δεν ανησυχώ, θα έχει την καλλίτερη περιποίηση και προσοχή.
ΠΩΛ
(παραξενεμένος)
Για τον Άντολφ, το γιο σας έλεγα…
ΠΙΕΡ
Να δούμε τον Άντολφ; Μα τι λες τώρα; Το σκυλί να μην έπαθε τίποτα… Το πήγαν όμως αμέσως στην Κτηνιατρική Κλινική μου είπε ο αστυνομικός. Θα το περιποιηθούν.. Δεν ανησυχώ, θα το κάνουν το καλλίτερο.
ΠΩΛ
Καλά, για το σκυλί σας ενδιαφέρει πιο πολύ και όχι για τον γιο σας;..
ΠΙΕΡ
Θα τον πήγαν κι αυτόν σε κάποιο νοσοκομείο.
ΛΙΖ
(δακρυσμένη)
Αν πάθει τίποτα το καημένο θα πεθάνω!
ΠΙΕΡ
Έλα καλή μου. Ησύχασε. Κουτσαίνει, μα με αυτό, και κάταγμα να είναι, δεν κινδυνεύει η ζωή του… Ησύχασε…
ΛΙΖ
(συνέρχεται κάπως)
Με συγχωρείτε κύριε Πωλ που κλαίω μπροστά σας, μα στη σκέψη ότι μπορεί του μείνει κάποια αναπηρία τρέμω… Το καημενούλι…
(την παίρνουν πάλι τα κλάματα)
Τι να πω… θεέ μου, δεν θα το άντεχα…
ΠΙΕΡ
(στην Λιζ)
Μην βάζεις το χειρότερο με το νου σου αγάπη μου.
ΠΩΛ
(κοιτάζοντας και τους δύο. Συμπεραίνοντας)
Σας ενδιαφέρει δηλαδή περισσότερο το σκυλί και όχι  ο γιος  σας!;
ΠΙΕΡ
(έντονα)
Δεν σε καταλαβαίνω Πωλ. Να μην με ενδιαφέρει το σκυλί; Ο πιστός φίλος του ανθρώπου;
Πάει ο καιρός που βασάνιζαν τα σκυλιά οι  άνθρωποι Πωλ. Ούτε αυτό δεν έχεις παρακολουθήσει πώς εξελίχτηκε; Νόμοι και  διατάγματα έχουν βγει για την προστασία των σκυλιών. Τα καημένα μου τα σκυλάκια! Μέχρι πριν λίγο ήμασταν αγριάνθρωποι. Το θυμάμαι με φρίκη. Δεν τα υπολογίζαμε. Επιτέλους όμως, μπήκαμε και εμείς τον σωστό δρόμο. Μάλιστα. Θα γίνουμε άνθρωποι κάποια μέρα, να είσαι σίγουρος φίλε μου.
(στην Λιζ)
Έλα, ηρέμησε αγάπη μου.
ΛΙΖ
Πάρε τηλέφωνο και ρώτα στην Κλινική-είναι καλά;
ΠΙΕΡ
Θα πάρω αγάπη μου, θα πάρω. Όμως ας τους δώσουμε λίγο χρόνο να το εξετάσουν πρώτα… Ακτινογραφίες, εξετάσεις αίματος, ψυχολογική κατάσταση… θέλουν κάποιον χρόνο αυτά!
ΛΙΖ
Το καημένο…
(χτύποι στην πόρτα. Ο Πιερ ανοίγει. Στο άνοιγμα εμφανίζεται ο Μπερνάρ. Έχει το δεξί του πόδι στον γύψο, το κεφάλι του και το δεξί του μάτι καλυμμένο με επίδεσμο. Περπατάει με δεκανίκια. Η Λιζ και ο Πιερ βοηθάνε τον Μπερνάρ να καθίσει)
ΛΙΖ
Πάλι παιδί μου;
ΜΠΕΡΝΑΡ
Πάλι μητέρα.
ΠΙΕΡ
Δεν πιστεύω να άπλωσες το χέρι σου και συ!
ΜΠΕΡΝΑΡ
(επιτιμητικά, προσβλημένος)
Πατέρα!.. Για ποιον με πέρασες;
ΛΙΖ
Δόξα σοι ο θεός.
ΠΙΕΡ
Συγνώμη παιδί μου. Είπα μήπως επάνω στη φασαρία…
Με συγχωρείς. Και γιατί αυτή τη φορά παιδί μου;
ΜΠΕΡΝΑΡ
Της είπα ότι το φαγητό είχε πολύ αλάτι.
ΛΙΖ
(στον Μπερνάρ)
Κι εσύ! Γυρεύοντας πήγαινες. Ήταν ανάγκη να το πεις παιδί μου;
ΠΙΕΡ
(στον Πωλ που κοιτάζει αμίλητος και αμήχανος ως τώρα, δείχνοντάς του τον Μπερνάρ)
Ξεχάστηκα Πωλ..Ο άλλος μου γιος-ο Μπερνάρ. Ο παντρεμένος που σου είπα.
(στον Μπερνάρ)
Ο φίλος μου ο κύριος Πωλ.
ΜΠΕΡΝΑΡ
(στον Πωλ)
Χάρηκα.
ΠΩΛ
Παρομοίως.
ΠΙΕΡ
(στον Μπερνάρ χαριτολογώντας και χαϊδεύοντάς του το πηγούνι)
Μα κι αυτό το παιδάκι δεν κάθεται ήσυχο.
ΜΠΕΡΝΑΡ
Ωχ! Μη πατέρα. Πονάει.
ΠΙΕΡ
Συγνώμη.
ΜΠΕΡΝΑΡ
Μου ξέφυγε πατέρα και της το είπα. Όμως ήτανε πράγματι πολύ αλμυρό.
ΛΙΖ
Και λοιπόν; Έπρεπε να την προσβάλεις; Έλα τώρα, μην στενοχωριέσαι. Σε ένα μήνα θα περπατάς πάλι καλά. Και μετά από αυτή τη φορά θα βάλεις μυαλό ελπίζω.
ΠΩΛ
(που μέχρι τώρα παρακολουθεί απορημένος, στον Πιερ, )
Η γυναίκα του τού τα έκανε αυτά;
ΠΙΕΡ
Ναι.
ΠΩΛ
Επειδή της είπε ότι το φαγητό είχε πολύ αλάτι;
ΠΙΕΡ
Ναι. Δεν άκουσες;
ΠΩΛ
Και ο Μπερνάρ έκατσε να τον δείρει η γυναίκα του;
ΠΙΕΡ
(στον Πωλ)
Τι εννοείς; Τι άλλο να έκανε;
(χαμογελαστός, στον Μπερνάρ)
Και να τα αποτελέσματα!
ΠΩΛ
Με συγχωρείτε, όμως δεν αντιστάθηκε; Δεν την εμπόδισε;
ΜΠΕΡΝΑΡ
Τι εννοείτε κύριε;
ΠΩΛ
Αυτό που είπα. Να την εμπόδιζες. Να της έπιανες τα χέρια. Να αμυνόσουν. Στην ανάγκη να ανταπέδιδες τα χτυπήματα.
ΜΠΕΡΝΑΡ
(στον Πιερ, δείχνοντας με τα μάτια του τον Πωλ, περιφρονητικά)
Τέτοιους φίλους έχεις πατέρα; Να τους χαίρεσαι.
ΠΙΕΡ
(στον Πωλ)
Να χτυπήσει γυναίκα; Το σκέφτηκες αυτό που είπες Πωλ;  
(τονίζοντας τα λόγια του)
Να χτυ-πή-σει γυ-ναί-κα;
(στον Μπερνάρ)
Ο φίλος μου έχει μείνει στα παλιά παιδί μου.  Και μάλιστα για πολλά πράγματα.
(σιγά)
Θα σου πω αργότερα…
(ξαφνικά αλλάζοντας θέμα)
Αλήθεια δεν σου είπα. Ο Άντολφ είχε ένα δυστύχημα με το αυτοκίνητό του. Έπεσε πάνω σε μια κολώνα.
ΜΠΕΡΝΑΡ
Δεν προσέχει καθόλου αυτό το παιδί…
ΠΩΛ
Και τραυμάτισε και ένα σκυλάκι.
ΜΠΕΡΝΑΡ
(ανήσυχος ξαφνικά, στον Πιερ)
Είναι καλά;
ΠΙΕΡ
Το έχουν πάει ήδη στην Κτηνιατρική Κλινική..
ΜΠΕΡΝΑΡ
Ας προσευχηθούμε για το καλλίτερο…
ΠΩΛ
(σηκώνεται)
Πιερ μόλις θυμήθηκα ότι έχω κλείσει ένα σοβαρό ραντεβού και πρέπει να φύγω.
ΠΙΕΡ
Στο καλό φίλε μου. Και να μη χαθούμε.
ΠΩΛ
Όχι βέβαια.
(υποκλίνεται στην Λιζ)
Κυρία Λιζ...
(στον Μπερνάρ)
Γεια σου Μπερνάρ, χάρηκα για τη γνωριμία.
(στον Πιερ)
Γεια σου φίλε μου.
ΠΙΕΡ
Γεια σου Πωλ.
ΛΙΖ
Στο καλό κύριε Πωλ.
(Ο Πωλ βγαίνει)
ΠΙΕΡ
(κλείνει την πόρτα)
Αγροίκος ήτανε, αγροίκος έμεινε αυτός ο άνθρωπος!

ΑΥΛΑΙΑ

Ο ΛΟΓΟΣ
 
Απ' τον άνθρωπο αν έλειπε ο λόγος
Η ζωή του θα εδιάβαινε αψόγως.
Ούτε λέξεις ούτε φράσεις που πονούν
Και διαλέξεις που θολώνουνε το νου.

Δίχως μάθημα και διάβασμα η σχολεία
Η ζωή θα ’ταν μια ωραία ασχολία.
Οι μηνύσεις θα ’ταν άγνωστες κι αυτές
Και βεβαίως δε θα υπήρχαν δικαστές.

Σου ’πα-μου ’πες δε μου είπες δε σου είπα,
 Όλ' αυτά μες στό νερό θάταν μιά τρύπα.  
Μα κυρίως θαχαν λείψει οι συμβουλές
Που στρεβλώουν των ανθρώπων τις βουλές.
 
Το απαίσιο "σαγαπώ" δε θα ’χε υπάρξει
Κι η αγάπη θα δειχνότανε στην πράξη
Κι ούτε λογούς θα εβγάζαμε θερμούς
Για να κρύψουμε τους όποιους μας σκοπούς.

Θα ελείπαν οι καυγάδες και τέτοια
Και ο άνθρωπος θα είχε αξιοπρέπεια.
Τώρα όλους μας ο λόγος κυβερνά
Και ταπείνωσες και πάθη μας κερνά.
 

ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ

Θεέ γιατί να μη με κάνεις ψεύτη
στις πράξεις, στις ιδέες, στη θεωρία
ανήλεα η φωνή μου η στεντορεία
σ' ανθρώπους και σε πράγματα να πέφτει…

Γιατί σ' απύθμενα να πέφτω βάθη
κάθε φορά το στόμα που θ' ανοίξω
ζητώντας την αλήθεια να μη θίξω
ούτε με αθέλητα του λόγου λάθη;

Γιατί τις πράξεις μου να θέλω δίκιο
και δράση αψεγάδιαστη να διέπει
γιατί το νου μου εμένα να μην τέρπει
λόγος κακός κι ύφος ανοίκειο;

Κι αφού των άλλων κουβαλώ τις τύψεις
αμνός εγώ εν μέσω των λεόντων
κι αφού με στέρησες άλλων προσόντων
και δεν εδέησες να μου χαρίσεις    

χαρίσματα αδίστακτου ατόμου,
τουλάχιστο ας γινόνταν να μπορούσα
το ψέμα το γλυκό να ιστορούσα
όχι σε άλλους μα στον εαυτό μου….
 

ΕΛΕΝΗ

Η Ρόδος είναι όμορφο νησί.
Εκεί η Ωραία Ελένη
από την Πολυξώ κρεμάστηκε.

Το κεφάλι της γερμένο σε ντροπή ερωτογεννήτρα.
Ο αέρας να της σηκώνει το φουστάνι
δείχνοντας για τελευταία φορά
το δοχείο ξέχειλο της ηδονής.  

Τα χείλια της, και κλειστά "έλα" να λένε.
Τα στήθη της κήποι απριλιάτικοι
με μέσα τους κορίτσια την ώρα του πρώτου
ερωτικού τους ρίγους.
    
Ο θάνατος
πριν την ειδή της άμορφη κάνει
χαίρεται μαζί της  
ότι ζωντανοί μόνο μέχρι τώρα μπορούσαν.

Και το δέντρο που κρεμασμένη την κρατεί
από αθώρητες πληγές χυμούς ξεχύνει γαλακτώδεις.

Και νεκρή
όμορφη ήταν το παλιοθήλυκο.
 

Η ΚΟΡΟΜΗΛΙΑ

Κορομηλιά ψηλή και φορτωμένη
τόσους καρπούς που γέρνουν τα κλαδιά σου
ψηλά, στα ουράνια λες ανεβασμένη
πώς να βρεθώ μπορώ στην αγκαλιά σου;

Μα να μια σκάλα, ο βοηθός του ανθρώπου
προς τ’ άφταστα από το μικρό του μπόϊ,
που λιγοστεύει τον ιδρώ του κόπου
το ποδοπάτητό της κομπολόϊ.

Ας τη στεριώσω το λοιπόν σε τούτο
τον κλάδο που γερός μου μοιάζει να ’ναι
και ό,τι οι άνθρωποι ονομάζουν φρούτο-
τα τέκνα σου- τα χέρια μου ας τρυγάνε.

Μα γιατί τάχα; Τάχατες αξίζει
ν’ ανέβω, έτσι γέρος, εκεί πάνω;
Μήπως αυτό που έτσι με κεντρίζει
μικρότερο είναι απ’ αυτό που χάνω;

Μα κι ίδιο να ’ναι ή περσότερό του...
κι αν το χαρώ ακόμα… τι κερδίζω;...
Α! Λόγια! Πρέπει ν’ ανεβαίνω ωσότου
ανάπνια κι αίμα μου να μην ορίζω.

(Κι αφού εδώ μ’ αφήσανε τι άλλο
να ’κανα μέχρι να με πάρουν πάλι;
Χέρια έχω ας πιάσω-στόμα έχω μεγάλο
ας φάω-εκλογή δεν έχω άλλη).

...Α! Τι γλυκά (έτσι εγώ τα λέω)
που ’ναι τα φρούτα σου κορομηλιά μου!
Τι νοστιμιά (έτσι εγώ τη λέω)
γέμισε η όσφρηση και η κοιλιά μου!

Ώστε άξιζε το ανέβασμα; Ποιος ξέρει;
Γιατί ούτε δέντρο υπάρχει ούτε "ξέρω".
Και πουθενά δεν έχει απλώσει χέρι
ούτε από νιο κανένα ουτ’ από γέρο.

(Λος Άντζελες, Receda, δίπλα
από το σπίτι του παπα-Ρέλου)

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

Η μέρα αυτή με άγγιξε
σαν ήχος μιας αιθέριας μουσικής.
 Ότι να δω ποθούσα
μόνο του μπροστά μου ήρθε και στάθηκε.
Με κύκλους που όλο και μεγάλωναν
τ’ αρχαία μυστήρια μου αποκαλύφτηκαν κόσμου.
Με φως οι αισθήσεις μου όλες πλημμυρίσανε
κι ανάμεσα στη Γνώση και στο νου  
μόνο ένας τοίχος διάτρητος τόσο
που στο λογισμό μου συνευρίσκονταν
κι ο κεραυνός
κι η σκέψη του θεού
κι η νεροστάλα.

Σαν δέντρο μέσα μου εβλάστησεν η μέρα αυτή.
Κι ως η εσπέρα της λιποθυμούσε
Όπως το άνθος την ψυχή
Έτσι κι αυτή εμένα με τραβούσε.
 

ΚΑΙ ΑΠΑΛΟΔΑΓΚΩΝΟΝΤΑί

Τ’ άγρια ζώα τ’ απόγεμα, μετά ’πο το κυνήγι
ξαπλώνουνε στο πράσινο του δάσους κι αγαπιούνται.
Καθένα με το ταίρι του το αγαπημένο σμίγει
και απαλοδαγκώνονται-και γλυκογρατζουνιούνται.

Και τα δεντράκια σκύβουνε τη νύχτα τις κορφές τους
και σμίγουνε τα φύλλα τους και σμίγουν τα κλαριά τους
και οι καυτές φλογίζουνε οι κουβέντες οι κρυφές τους
το αγέρι που ανύποπτο βρεθεί στην αγκαλιά τους.

Κι εγώ, λιοντάρι γέρικο και δέντρο ξεραμένο
που μια ’λαφίτσαν αγαπώ και μια μικρή μηλίτσα
από τη φαντασία μου μονάχα περιμένω
να πάρω αυτά που μου κρατεί η γλυκειά της αγκαλίτσα.
 

ΑΓΡΙΟΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

Αντάρτη χωρίς ταυτότητα!
Πρίγκηπα χωρίς περγαμηνές ευγένειας!

Λαχτάρα όλο ο ταξιδιώτης πάνω σου γέρνει.

Ο πραματευτής αγέρας
ακριβά τ’ αγκάθια σου πληρώνει
για το άρωμα που από σε φορτώνει
και τριγύρω θα μοσχοπούλήσει.

Αγριοτριαντάφυλλο!
Λεύτερο από φράχτες !
Αμόλυντο από φώτα σαλονιών!

Αγριοτριαντάφυλλο!
Συντρόφι εσύ των στιλβωμένων αστεριών
Τις ξάστερες τις νύχτες του χειμώνα!

ΟΙ ΚΑΡΤΕΣ

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
τα μαύρα φορούν και θυμίζουνε τάφο.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
με κίτρινο στόμα ξερνούν ό,τι γράφω.

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
πικρό καθεμιά τους ξεχύνει φαρμάκι.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
κινούν θλιβερά το ξανθό κεφαλάκι

και "όχι" ,μου λένε, "μη-μη-μη μας στέλνεις
μας ξέχασε πια της πατρίδας το χώμα'
Λυπήσου και σένα και μας-μη μας στέλνεις-
εκεί ένα θάνατο θα βρούμε ακόμα".
 

ΩΡΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

Σαν σύννεφο που μόνιμα θα μείνει
σα δέντρο που απ’ τη ρίζα έχει κοπεί-
έτσι μας πλησιάζει η ώρα εκείνη
και μας τυλίγει η κρύα της σιωπή.

Σαν ορφανή να ’χει απομείνει η Πλάση
κι ο ήλιος δίχως λάμψη και φωτιά
και μαραζώνεται κι έχει δειλιάσει
κι η πιο άβουλή μας αποκοτιά.

Και να την! Φτάνει η ώρα. Όπου να ’ναι
θα σωριαστεί το δέντρο. Κι ο ουρανός
απ’ όσα τώρα μας χαρίζει δώρα
θα μείνει ανεπίστροφα κενός.
 

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

ΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Παράλογος δεν είμαι Θε μου-
θυμάσαι; εικόνα Σου κι ομοίωσή Σου!-
γι αυτό κι η προσευχή μου λογική θα είναι.

Δε Σου ζητώ καλούς να κάνεις τους ανθρώπους,
να μη φοράνε μόνο μάσκες καλοσύνης.
Δε Σου ζητώ να μη πατούν τα πόδια τ' άνθη,ο
τ' άνθη όμως Θε μου να μη νιώθουν πόνο.
Κι ούτε οι πόλεμοι να σταματήσουν,
μόνο τα όπλα ας έχουν πάνω τους ζωγραφισμένο
εν' άστρο.
μια λαμπρίτσα, ή, Θεέ μου
-που ’ναι ίδιο-
τη μορφή Σου.
 

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ U.C.L.A.

Βόλτα στον κήπο του UCLΑ.
Ένα συνηθισμένο απόγεμα.
Θανατερό.

Γύρω του άνθρωποι.
Ας τους δει.

Χείλια δηλητήριο.
Μάτια πετώντας σπίθες μίσους.
Πρόσωπα σαρκοφάγα.
Σκέψεις φουρτουνιασμένες από σχέδια εγκλημάτων.
Τα χέρια τους τελειώνουν σε μαχαίρια.
Χτυπούν, ξεσχίζουν.
Το χώμα βαμμένο μ’ αίμα.
Ολα πεσμένα.
Μες στο βαρύ, άπελπο βράδυ
Κούφια παρηγοριά οι Καυκάσιες οιμωγές.

Αλλά καθώς κατά το Θέατρο τραβά
Όλο πιο δυνατά φτάνει στ' αυτιά του
Μια βουερή περπατησιά δίποδου αλόγου.

Ακολουθεί τον ήχο.
Και μπροστά του
THE WALKING MAN!

Μάτια και νου του μαγνητίζει.
Αψύς, τραχύς, άγγιχτος απ' τα γύρω
Τραβά το δρόμο το μοναδικό τ' ανθρώπου.
Μαρμαρικά τα μούσκουλα.
Το ανάστημα γιγάντιο.
Κορμί αχάλαστο βουνό.
Με δίχως χέρια που σκοτώνουν.
Δίχως κεφάλι να γεννά
αιματηρά ή δακρυσμένα ηνία.

Αθώος απ' όλα.

Με δίχως στόμα τη φωνή μιλεί της Φύσης.
Με δίχως μάτια όλα γύρω του τα βλέπει.
Με δίχως χέρια όλα τα κρατεί.

Στέκει μπροστά του και τόνε θωρεί
Με νοσταλγία γυμνή και ζήλεια ξαναμμένη.

Γαληνεμένη τώρα η βραδιά
Γύρω από τ’ άχειρο κι ακέφαλο κορμί.
Και όλα δένουν σ' ένα ταίριασμα ειρηνικό και πράο
Με το ιδανικό κορμί
Που όλο πάει,
Και ακινητα όλο προχωρεί.

Τριγύρω σάρκινες φιγούρες περπατούν.
Κάποια απ’ αυτές ανάβει ένα σπίρτο.
Στη φλόγα μέσα φάνηκε ολοκάθαρα
η ευτυχία
Απανθρακωμένη.

ΝΑ  ΠΙΩ

Ολάνθιστος ήμουν και μ’ έχεις ξεράνει.
Μου έχεις χτυπήματα δώσει σωρό
που αν ήθελ’ αρχίσει εδώ να ιστορώ
μεγάλου βιβλίου ο χώρος δε φτάνει.

Μετά τάχα πού από δω θα με στείλεις;
Θα πάω όπου να ’ναι-θα κάνω ό, τι πεις
τα σύνορα εγώ θα διαβώ της Ντροπής
το ρόπτρο θα κρούσω της Άθλιας Πύλης.

Αλλά δε θ’ ακούσεις ποτέ παρακάλιο
να βγάλω απ’ τα χείλια ή λόγον πικρό.
Φαρμάκι ή μεγάλο να πιω ή μικρό
μου δώσεις, θα τό ’πιω  με ύφος νηφάλιο.

Και όταν στο τέλος θα βγω νικητής
σε όσα μου έχεις γραφτό να τραβήξω
λιθάρι αναθέματος ζωή θα σου ρίξω
κι εγώ θα ’μαι τότε δικός σου κριτής.
 

ΜΕ  ΤΗΝ  ΠΟΙΗΣΗ

Δεν είναι για να δρέψω δάφνης φύλλα
που ατέλειωτα μαυρίζω άσπρα φύλλα.
Για να ’χω λίγο φως μέσα στον Άδη
τρυπίτσες μόνο ανοίγω στο σκοτάδι.

Αν λίγο με την ποίηση ασχολούμαι
δεν είναι ποιητή για να με πούνε.
Μ’ αυτά τα ποιηματάκια όπου γράφω
αλλάζω μόνο θέση μες στον τάφο.
 

ΠΑΙΔΟΥΛΑ

Τριγυριστή τριγυριστή παιδούλα
τη φούστα σου μάσε γιατί
καθώς σε θωρεί νοστιμούλα
αγόρι μεστό την πατεί

κι αν τρέξεις η φούστα θα πέσει
και τότε-πω πω τι ντροπή!-
γυμνούλια  ’πο κατω απ’ τη μέση
κοιλίτσες, μπουτάκια, ποποί...

Τριγυριστή τριγυριστή παιδούλα
την άγουρη τότε αρετή
που φέγγει αχνά σαν αυγούλα
με τι θα την κρύψεις-με τι;..
 

ΟΥΤΕ  ΔΩΡΟ

Τόσο ανάξιος έμπορος ήμουν εγώ λοιπόν
που δεν επάτησε ποτέ κανείς στο μαγαζί μου
και το μεγάλο απόθεμα των τόσων υλικών
ακόμα ακέριο κι άθικτο μένει στην κατοχή μου.

Τόσο αδέξια ήτανε η δική μου τακτική
και τόσο διέφερε πολύ από αυτήν των άλλων
που όλοι προτιμούσανε και πήγαιναν εκεί
και αδιστάκτως μάλιστα και αυθορμήτως μάλλον.

Τόσο δεν ήθελε λοιπόν κοντά κανείς να ’ρθει
στο χώρο που είχα όλη μου απλώσει την πραμάτεια
κι όταν την άπλωσα ήμουνα σαν λούλουδο που ανθεί
και τώρα βάζο αλάβαστρο που κείτεται κομμάτια.

Και τώρα που αποφάσισα να δώσω δωρεάν
τα πλούτη που αδιάθετα μου πιάνουνε το χώρο
στο κάλεσμά μου οι άνθρωποι φεύγουνε ως εάν
από εμέ δεν θέλουνε να πάρουν ούτε δώρο.
 

ΜΑΥΡΟ-ΑΣΠΡΟ

Οι μαύροι ωκεανοί δεν με φοβίζουν.
Πιοτό φαρμακερό αλλά τους πίνω.
Μα η άσπρη όταν έρχεται σταγόνα
το φως της το πολύ πώς ν’ απαλύνω;

Άχου-τη λύπη την κρατώ
μες στο φαρδύ μου ράσο
μα τη χαρά μου-τη χαρά!
με ποιον να τη μοιράσω;..
 

Ο  ΑΝΤΡΑΣ  ΠΡΕΠΕΙ  ΝΑ  ΖΕΙ

Ο άντρας πρέπει να ζει-πάει να πει
πρέπει να ’χει μια γυναίκα.

Ο άντρας πρέπει να προσεύχεται-πάει να πει
πρέπει
μια φορά την ημέρα
να οσφραίνεται γυναικείο άρωμα.

Ο άντρας πρέπει να υποψιάζεται την Πρώτη Αιτία-
πάει να πει πρέπει ν’ ακούει
μια γυναικεία φωνή να του λέει:
"πού πας;"
ή, ας πούμε: "άργησες απόψε".

Ο άντρας πρέπει από καιρό σε καιρό
να νιώθει πως υπάρχει-πάει να πει
να βλέπει κρεμασμένα γυναικεία ρούχα
στην κρεμάστρα του χολ.

Ο άντρας πρέπει κάθε τόσο
να ψηλαφάει ένα κορμί
αλλιώτικο από  το δικό του
αλλιώς και τι να το ’κανε το χέρι.
 

ΑΔΕΙΑ

Όπως διψώντας έρωτα τα νιόγεννα μωράκια
τα ροδαλά χεράκια τους τείνουν λαχταρισμένα
έτσι και τα κλαδάκια τους έχουνε απλωμένα
σε αγκαλιά ορθάνοιχτη τα τρυφερά δεντράκια.

Μα τίποτε-μα τίποτε δεν πιάνουν. Τον αέρα
σπαθίζουνε τα φύλλα τους-ακούσιοι δον  Κιχώτες
ή που όλη νύχτα μάχονται απέλπιδα στρατιώτες,
και μάθουν για την ήττα τους μόνο σαν φέξει η μέρα.

Μα τίποτε-μα τίποτε. Ολάδεια πάντα μένουν
τα φουντωτά κλαδάκια τους κι η πράσινη αγκαλιά τους.
Ό, τι τριγύρω τους θωρούν νομίζοντας δικά τους
τα προσπερνούν και τρέχοντας σ’ άλλη αγκαλιά πηγαίνουν.

Τίποτε. Και διαβαίνουνε-και φεύγουνε τα χρόνια.  
Και όσο μεγαλώνουνε οι τρυφεροί τους κλώνοι,
αντί να σβει κι η πεθυμιά μαζί τους μεγαλώνει.
και φεύγουνε... και φεύγουνε... και φεύγουνε τα χρόνια.

Και φεύγουνε... και φεύγουνε... και πίσω τους ρημάδια
ζωούλες που ανάρχιστα τελειώνουνε αφήνουν.
Κι αφήνουν δέντρα γέρικα που τα κλαδιά τους τείνουν
άχρωμα, άψυχα, ξερά, και άδεια... άδεια... άδεια...
 

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2022

ΤΑ   ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ

Πάντοτε αναρωτιόμουνα γιατί τα κυπαρίσσια
τα ορθά και τα περήφανα και τα στητά και τα ίσια-
γιατί κοντά να στέκουνε-δίπλα στους πεθαμένους
συνέχεια ψιθυρίζοντας μονόλογους θλιμμένους.

Κι απόκριση δεν έβρισκα ίσα μ’ αυτό το δείλι
που μαγεμένος κοίταζα του θείου βραδιού τη σμίλη
του ήλιου χρυσοπόρφυρη μια δύση να χαλκεύει
το δρόμο ετοιμάζοντας στης νύχτας τα ερέβη.

Κι ως οι ακτίνες βιάζονταν να λάμψουν πριν τη δύση
κι η γη τα μάτια έκλεινε απ’ το φωτομεθύσι
τις βελουδένιες έβλεπα κυπαρισσοκορφάδες
φωτιά να παίρνουν και να καιν σαν φλόγες σε λαμπάδες.

Και τότε μόνον ένιωσα γιατί στους τάφους πλάι
μία σειρά κυπαρισσιών σαν τον φρουρό φυλάει:
ίσως οι άλλοι τους νεκρούς να τους ξεχνούν, μα η φύση
χωρίς κεράκια δεν μπορεί τα τέκνα της ν’ αφήσει.
 

"ΣΩΠΑ"

Τη νύχτα προς τις δυόμισι με τρεις
σαν μεθυσμένος μ’ αϋπνία μπεκρής
στον ουρανό κοιτάζω κι αντικρίζω
το φεγγαράκι το αργυρό και γκρίζο.

Μόνο καθώς εμένα περπατεί
στον ουρανό τον έρμο και πλατύ
χλωμό σαν άρρωστο ένα παιδάκι
και με πικρό-αγέλαστο χειλάκι.

Και λέω: "τι να κάναμε κι οι δυο
και μια ζωή περνάμε ρημαδιό…"
και λέω: "ποιος τους δρόμους μας χαράζει
και οδοιπόρους μέσα τους μας βάζει…"

Και λέω: "όποιος κι αν είναι, όσο ζει
χαρούμενη μια μέρα να μη δει-
του πόνου η φωτιά να τονε καίει
και όλο να θρηνεί, κι όλο να κλαίει..."

Και πριν ο λόγος μου κιωθεί ο φριχτός
"Σώπα! " μου λέει του φεγγαριού το φως,
"έτσι που εκεί θερμά παρακαλιέσαι
τον εαυτό σου αδέρφι καταριέσαι".
 

ΟΙ  ΣΟΒΑΡΟΙ

Τα βλοσυρά τα πρόσωπα, τα συνοφρυωμένα
μη σας γελάνε φίλοι μου-δεν είναι αληθινά.
Τα βλοσυρά τα πρόσωπα-ρωτήσετε εμένα
γιρλάντες κρύβουν μέσα τους απ’ άνθη εαρινά.

Κατ’ απ’ την άγρια όψη τους χίλια τρελά παιχνίδια
ριζώνουνε αφύτρωτα κι ανάνθιστα σπαργούν.
Μύρια κρυφά  αφανέρωτα στριμώχνονται στολίδια
που αζήτητα κι αχάριστα σκουριάζουνε και σπουν.

Μες στ’ αυστηρά κι αγέλαστα, σφιχτοκλεισμένα χείλη,
αειπάρθενες ατρύγητες μαραίνονται ηδονές
κι ας μην ακούτε σεις ποτέ απ’ αυτά καλοί μου φίλοι
τις που πλαντάαζουν μέσα τους χαρούμενες φωνές.

Κι όσα δεν τρέχουν δάκρυα από τα σκληρά τα μάτια
στις μυστικές του έρωτα κυλούνε τις βραγιές
και της αγάπης τα στενά νοτίζουν μονοπάτια
που σκοτεινά φαντάσματα γεμίζουν τις βραδιές.

Τα χρόνια φεύγουν άφωτα κι οι άφωτοι κερδίζουν
τον τίτλο που ανείπωτα μισούνε: "σοβαροί".
Μα την ψυχή ματώνουνε και την καρδιά ξεσχίζουν
όλα εκείνα που αυτοί δεν έχουνε χαρεί.
 

ΤΙ  ΜΑΣ  ΛΕΣ

Κι αν περνώντας απ’ το πλάϊ
καλημέρα δε μας λες
τι μας λες
τι μας λες

κι αν ξεχνάς κάτι κουβέντες
που ελέγαμε τρελές
τι μας λες
τι μας λες

κι αν εσύ γελάς σαν κλαίω
κι αν γελάω εγώ σαν κλαις
τι μας λες
τι μας λες

αν εσύ με διώχνεις μία
με γυρεύουνε πολλές
τι μας λες
τι μας λες.

ΧΙΛΙΟΚΟΥΡΣΕΥΤΑ

Α!  Ζωή ξεγελάστρα!
Πώς τους νιους ξεγελάς μη σ’ αφήσουν
αν κακιά και σκληρή σε νομίσουν!
Ουρανούς τάζεις κι άστρα

και ιδέες τους δίνεις
για να βρουν κάποιο λόγο να ζήσουν
το σκοτάδι σου φως να γεμίσουν
μαύρη νύχτα μη μείνεις.

Α!  Ζωή ξεγελάστρα!
Ειν’ αργά όταν πια εννοήσουν
κι όλοι μοιάζουν τα μάτια πριν κλείσουν
χιλιοκούρσευτα κάστρα.
 

ΔΙΑ  ΤΗΝ  ΑΘΩΟΤΗΤΑ  ΤΗΣ

Εβαδίζαμεν σιωπηλοί.

Ξάφνω ήρχισε να ομιλεί.
Ηρέμως εις την αρχήν
θερμώς κατόπιν.
Προς το τέλος
είχεν ερεθισθεί τόσον ώστε εκραύγαζε και εχειρονόμει
διστάζουσα πολλάκις
τας καταλλήλους λέξεις αναζητούσα.
Τέλος εκόπασε-σχεδόν και ο δρόμος μας είχε τελειώσει.

Πολύ πειστικά είχεν ομιλήσει
και δίχως άλλο θα με είχε πείσει
δια την αθωότητά της
αν
εις τα μάτια όταν την είδα
δεν διέκρινα μίαν μικράν σκιάν
συμπεπυκνωμένην
και πολλαπλώς πιεσμένην υπό το βάρος
τόσων επιχειρημάτων.
 

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

ΝΑ  ’ΜΟΥΝΑ

Θα ’θελα ένας να ’μουνα απ’ αυτούς τους μικρεμπόρους
που στις γιορτές πηγαίνουνε-που παν στα πανηγύρια
και τις σκηνές τους στήνουνε στους ακαλύπτους χώρους.

Που έξη στο δεκάρικο πουλάνε τα ποτήρια,
που λουλουδιών παράξενων πουλάνε κάτι σπόρους
και μύρια όσα κρύβουνε τα ράφια τους μυστήρια.

Που λαμπερές κι αστράφτουσες λάμπες ασετυλίνης
κάνουν να φέγγουν πιο πολύ τα χαρωπά τους μάτια.
Που τ’ αη-Γιανιού και τ’ αη-Λια και της αγια-Ειρήνης,

την τιποτένια διαλαλούν φτηνή τους την πραμάτεια
ενώ με χέρια τα φτερά μιας τέτοιας πλάνας δίνης
στη μνήμη όλων χτίζουνε μαγευτικά παλάτια.

Και θα ’θελα σα λείψουνε και οι στερνοί διαβάτες
και μετρηθεί και η στερνή δραχμούλα στο κανάτι
δίπλα εκεί, πίσω απ’ τις δυο τις κρεμαστές φλοκάτες,

με τη βοηθό μου τη μικρή και μαυροτσινοράτη-
που τόσους μαγνητίσανε τα μάτια της πελάτες-
γλυκό να στήσουμε χορό απάνου στο κρεβάτι.
 

ΜΕΛΙ
                  
Περνάν οι τουρκογύφτισσες να παν στο πανηγύρι.
Οι φούστες ανεμίζουνε. Οι μπούστοι αφροφουσκώνουν.
Ανάλαφρο περπάτημα τα ποδαράκια απλώνουν
και μια δροσιά ξεχύνεται στο καυτερό λιοπύρι.

Περνάν οι τουρκογύφτισσες κι όπου το μάτι γείρει
βλέπει χεράκια μελαψά σαν πλόκαμοι ν’ απλώνουν
και κόρφους ασημόχρυσους που πόθους ξεσηκώνουν-
πόθους που μοιάζανε νεκροί και που φαντάζαν στείροι.

Πετράδια ψεύτικα τ’ αυτιά και το λαιμό στολίζουν
κι έρωτες στα μαλλάκια τους τα μαύρα παιχνιδίζουν.
Κι όταν το λάστιχο κορμί ξεδιάντροπα λυγάνε
μοιάζουν θεές της ηδονής και της χαράς αγγέλοι
που αν τα δροσάτα χείλια τους δαγκώσεις στάζουν μέλι
και ζαχαρένιες σαϊτιές τα μάτια τους πετάνε.

ΟΙ  ΑΝΘΟΠΩΛΕΣ

Οι ανθοπώλες της οδού βασίλισσας Σοφίας
δεν είναι παρ’ αναίσχυντοι κι απαίσιοι μαστροποί.
Λουλούδια κόβουν και μετά μετά πολλής μανίας
τα διατιμούν και τα πουλούν χωρίς καμιά ντροπή.

Βάζουνε στα λουλούδια μας ταμπέλες και τιμές
και διαλαλούν τις χάρες τους σαν να  ’τανε γυναίκες
από εκείνες τις φτηνές γυναίκες τις κοινές
που όλοι τις λεν Βερόνικες και Ρούλες και Αλέκες.

Φριχτή μια φτιάχνοντας σειρά που μοιάζει νεκρική
στις πόρτες στέκουν των φτηνών μικρών τους ισογείων
και θησαυρούς σωριάζουνε με μιαν ευγενική
μάσκα άτεχνα σκεπάζοντας πρόσωπα ηλιθίων.

Κι όπως οι κράχτες στα φτηνά λιγόφωτα μπουρδέλλα
με πονηρά καλέσματα μολύνουν τη σιωπή
και στους φτωχούς περαστικούς σαν διψασμένη βδέλλα
κολλάν οι λουλουδάτοι μας απαίσιοι μαστροποί.
 

ΤΑ  ΦΙΝΑ

Πάνω στο ξύλινο τραπέζι
μία παρέα χαρτοπαίζει.
Μικρά πολύχρωμα πουλάκια
τ’ αθώα της τράπουλας χαρτάκια.

Παίζουν οι παίχτες ζαλισμένοι
κι ούτε στο νου τους που πηγαίνει
πως τα χαρτιά παίζουν και κείνα
τα παιχνιδάκια τους τα φίνα.

Με χέρια τρέμοντα οι καημένοι
παίρνουν το επόμενο χαρτί
την ντάμα ψάχουν αλλ’ αυτή
πισω  απ’ το δύο είναι κρυμμένη.
 

ΤΟ  ΛΕΙΟ

Κάθε  Σαββάτο το πρωί μες στο λεωφορείο
σπερνά και γριές μαυρόντυτες βλέπει παντού η ματιά
και λυπημένοι ψίθυροι μου σκίζουνε τ’ αυτιά
καθώς σιγά πηγαίνουμε προς το νεκροταφείο.

Όταν κατέβουμε, οι γριές, που τρέμουν μες στο κρύο
μπροστά στους τάφους στέκονται και με βαριά καρδιά
(ενώ τον ήλιο σύννεφα σκεπάζουν μολυβιά)
προσεκτικά ευπρεπίζουνε το μάρμαρο το λείο.

Ύστερα τ’ άνθη τα παλιά με τα καινούργια αλλάζουν
και με λογάκια τρυφερά στη λύπη βουτηγμένα
σαν οι νεκροί να ζούσανε μαζί τους κουβεντιάζουν.

Κι εκείνοι, αργά τα κρύα τους που δάκρυ στάζουν κι αίμα
στον όρθρο μισανοίγοντας μάτια τα σαπισμένα
μ’ ένα πικρό τις άχρωμες γριές κοιτάζουν βλέμμα.
 

ΝΑ  ΦΑΝΤΑΣΘΩ

Με έντασιν πολλήν
κάποτε προσεπάθουν
τη μοναξιάν να φαντασθώ
και να την τραγουδήσω-
τι ποιητής θα ήμουν αν δεν έγραφα
και κάτι περί μοναξιάς…

Τώρα
στη μοναξιάν τελείως βουτηγμένος
δεν την τραγουδώ.
Αυτή για μένα τώρα ωραία γράφει
αυτή ωραία με τραγουδά
και με χορεύει.

Κι ούτε κοπιάζει να με φαντασθεί.
Εντάσεις και προσπάθειαι δεν της χρειάζονται.
Καταδικόν της μ’ έχει.
 

ΜΕΙΝΕ

Της γης το κουφάρι πατώ
και μέσα του χώνω
σαν ξίφος το πόδι μου
σημαία ξεδιπλώνω
στητός χαιρετώ
καλό ξεπροβόδι μου.

Καλό μου ξημέρωμα
στο βράδυ του δρόμου
που πάω μοναχός
λευκό έχω φτέρωμα
κι αστέρια οδηγό μου
για να ’βγω στο φως.

Και μεσοστρατίς
(ποια χείλια την είπανε)
στριγγιά ακούω: "Μείνε!
Γυρεύεις να βρεις
το φως που δεν ήτανε-
το φως που δεν είναι."

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

ΘΕΟΣ  ΜΑΚΕΛΛΕΥΤΗΣ

Ένας θεός μακελλευτής
χρειάζεται ’δώ πέρα
που να κρατεί στο χέρι του
μεγάλη μια μαχαίρα.

Να πελεκάει ζερβόδεξα
το θεϊκό του χέρι
κι όλα του κόσμου τ’ άσχημα
να κόψει σάπια μέρη.

Και γύρω γύρω κόβοντας
την πλάση του, ν’ αφήσει
μονάχα τον πυρήνα της
κι αυτός να ξανανθίσει.

Και τέτοια να ’ναι  η ευλογιά
που στ’ άνθισμα θα δώσει
που ένα κλαδί μόνο να βγει
κι άλλο να μη φυτρώσει.

Του Πόθου να  ’ναι το κλαδί
τα φύλλα της Αγάπης
κι ηδονικούς γλυκούς καρπούς
να χαίρετ’ ο διαβάτης.

Και όλα να ’ναι ηδονικά  
κι Έρωτας όλα να  ’ναι
καθώς οι κύκλοι της ζωής
αέναα θα κυλάνε.

Ένας θεός που σ’ όλα του
να μοιάζει του Θανάτου-
ένας θεός μακελλευτής
χρειάζεται  ’δώ κάτου.

Ο  ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Χαρταετός είναι ψηλός
και πλέει στους αιθέρες
ξένιαστες νύχτες κι όμορφες
χαρούμενες ημέρες.

Μ’ αστέρια κάνει συντροφιά
τις νύχτες, και τη μέρα
στον ήλιο του το βασιλιά
λέει πρώτος καλημέρα.

Πετάει, βουτά, λικνίζεται
χάνεται, ξαναβγαίνει
με τα πουλιά στο πέταγμα-
στη χάρη παραβγαίνει.

Κι η φουντωτή του η ουρά
στολίδι και χαρά του
αυτή και πόδια και καρδιά
και χρυσωπά φτερά του.

Η μοναχή σκοτούρα του
ο σπάγκος που τον δένει
σαν αφαλός του με τη γη
και διόλου δε σωπαίνει

μόνο συνέχεια μουρμουρά
στ’ αυτί του: "δίχως  ’μενα
όλα όσα πριν αράδιασες
θα  ’ταν για σένα ξένα".

ΓΟΥΡΟΥΝΙΣΙΑ

Παχιά γουρούνια μας ρουφούν το λιγοστό μας αίμα.
Τον κόπο μας καρπώνονται, το μόχθο μας τρυγάνε
και τεχνικά ταιριάζοντας το δόλο και το ψέμα
νόμους εφτιάξαν και σαν ζα μ’ αυτούς μας κυβερνάνε.

Τη γυριστή ουρίτσα τους και το παχύ πετσί τους
κατ’ από ρούχα όμορφα κρύβουν σαν των ανθρώπων,
στολίδια και αρώματα γεμίζουν το κορμί τους
κι oρθοί να στέκουν έχουν βρει από καιρό ένα τρόπον.

Και είναι δύσκολο πολύ για κάποιον που δεν ξέρει
να ξεχωρίσει τα χοντρά γουρούνια απ’ τους ανθρώπους
γιατί εκτός απ’ το λαιμό, το πόδι και το χέρι
και τους ανθρώπινους καλά μιμούνται αυτά
τους τρόπους.

Όσοι γνωρίζουν μοναχά για ένα πράγμα ψάχουν:
προσεκτικά τα βλέπουνε στα μάτια μέσα κι ίσια-
οι άνθρωποι ανθρώπινα, μα τα γουρούνια θα  ’χουν
αιώνες κι αν περάσουνε τα μάτια γουρουνίσια.
 

ΟΙ  ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

Επικινδύνως έκυπτεν απ’ το παράθυρον
(μόνο έτσι φαίνονταν ο δρόμος).

Κι είχε το λόγον του για ν’ ανυπομονεί-
απόψε θα της πρότεινε να παντρευθούν.

Η στάσις της είχεν πολύ αλλάξει τελευταίως.
Όπως την ήθελεν είχε επιτέλους γίνει.

Πολύ δεν εμιλούσε.
Το κάπνισμα είχε παύσει.
Να διακρίνει είχε μάθει
ένα ωραίον πίνακα, και το κυριότερον
της άρεσε κι αυτής
ώρα να μένει άφωνη κι εκστατική
μετά την κάθε αναζήτησιν χαράς
και στην υπέροχον εκείνην είχε μάθει την σιωπήν
κάθε λεπτό και πιο βαθιά να μπαίνει
καθώς εις μίαν στάσιν πλήρους χαλαρώσεως
κι οι δυο εις το κρεβάτι εξάπλωναν.

Κι όταν σε τέτοιες ώρες εμιλούσαν
εγίνονταν κι αυτό τόσο σιγά κι ωραία
που αντί να διαλύει εμεγάλωνε
την πλήρη εκστάσεως σιωπήν-α!   
νιώθονταν απολύτως τις στιγμές εκείνες!

Η άλλη τώρα για τηλέφωνο έψαχνε.
Θα του  ’λεγε να μη την περιμένει.
Πως άλλο δεν μπορούσε να τον ανεχθεί-
να μη μιλά!..  πού ακούστηκε!
να μη καπνίζει!..  φοβερόν!
Κι ούτε μπορούσε όρθια να μένει
και να βλέπει ζωγραφιές.

Μπορεί να μη τον έπαιρνε και διόλου.
Πολύ του πήγαιναν οι εξηγήσεις.
 

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ

Θέλω στα ράφια μιας μικρής
φτηνής βιβλιοθήκης
καθώς στον τοίχο θ’ ακουμπά
φτενούλα κι επιμήκης

κάποιος στην τύχη ψάχνοντας
του μέλλοντος μια μέρα
ένα βιβλίο μου να βρει
βαλμένο εκεί πέρα.

Κι αφού διαβάσει κάτι τι
και πάλι ξανακλείσει
τα κίτρινα τα φύλλα του
θέλω να το αφήσει

όχι αδιάφορα καθώς
αφήνουν κάτι ξένο
μα με μια κίνηση στοργής
σαν κάτι αγαπημένο.
 

ΣΠΙΘΑ

Έχω ένα σκυλί. Μες στον κόσμο αυτόν
τον εχθρό και το σάπιον
έχει κάποιον

Σαν με δει κουνά
χαρωπά
την ουρά του.

Αν φανεί ντορής
ρίχνει ευθύς
τ’ αυτιά κάτου.

Κότα ή πουλί
σε βολή
δεν αφήνει

κι "έλα!" σαν του πω
τρέχει εδώ
με βιασύνη.

Βόλτα όταν πεζοί
οι δυο μαζί
κάπου πάμε

γλώσσα ίδια μια
μοναχά
δεν μιλάμε.

Μα αίσθησες και νους
με κοινούς
ρυθμούς τρέχουν

κι ούτε μια στιγμή
βαρετή
τα δυο έχουν.

Έχω ένα σκυλί. Μες στον κόσμο αυτόν
τον εχθρό και τον σάπιον
έχω κάποιον.

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

ΦΟΡΩΝΤΑΣ

Φορώντας το πράσινο
φορώντας το κίτρινο
φορώντας το μπλε
μας κόπιασες Άνοιξη.

Σαν νύμφη χορεύοντας
σαν κόρη ερωτεύοντας
σαν νια τραγουδώντας
μας κόπιασες Άνοιξη
κρατώντας τ’ αστέρι
κρατώντας τ’ αγέρι
κρατώντας φιλί.

Και κραδαίνοντας την ανυπομονησία
τον παραλογισμό
 

ΘΥΜΑΤΑΙ

Ερώτων παρανόμων ιστορίες
μακριά ’π’ την κλίνην την συζυγικήν
θυμάται.
τότε που νέα ήταν και την πρόσεχαν
και μέρα βαρετή καμιά δεν είχε.

(τι αλλαγαί κλινών! τι αλλαγαί σωμάτων!
τι πανδαισία μεθυόντων αρωμάτων!)

Και τώρα να πού έφθασε: έναν αλήτη έχει
κι αυτόν με δυσκολία τον κρατεί.
 

ΠΑΡΑΞΕΝΟ

"Αντίθετα από σε
εγώ έχω εμορφιάν
το σώμα όπως πρέπει καμωμένο
στα μέλη συμμετρίαν
και πρόσωπον ηδύ.
Παράξενο το βλέπω
το αγόρι το δικό μου να τραβήξεις".

"Κι αν έχεις εμορφιάν
και πρόσωπον ηδύ
για την αγάπην είσαι
ένα μικρό παιδί-
δεν έχεις κοιμηθεί
όπως εγώ με τόσους
και ποιος θα σου την μάθει
του έρωτα την τέχνην..."
 

ΜΟΛΥΒΊ

Ξέρω: σε λίγο θα ροδίσεις τα σύννεφα
κι σ’ όλα γύρω σου ένα πορτοκαλί θα δώσεις χρώμα.
Ύστερα κόκκινο, πιο κόκκινο,
που λίγο λίγο αναιμικά θ' αδυνατίζει,
κι όταν τελείως πια θα ’χεις βυθιστεί
ένα μολυβί βαρύ.

Και ξέρω,
τ’ άλλο το πρωί τα ίδια τώρα ανάποδα θα κάνεις
καθώς θα ’ρχεσαι:
μολυβί, κόκκινο, πορτοκαλί
και πια άσπρο-αυτό το ανήλεο
εξονυχιστικά ερευνητικό
παμφάγο άσπρο.

Και κάθε μέρα πάλι τα ίδια...και τα ίδια...και τα ίδια...
Ίδιες ιδέες, ίδιες εικασίες, ίδια πράγματα.

Σε βαρέθηκα ήλιε.
 

ΟΙ ΑΣΧΗΜΕΣ

Στις άσχημες γυναίκες που η μοίρα
τους όρισε αγέλαστη μια ζήση-
που μένουν τα όνειρά τους πάντα στείρα
κι ο ήλιος τους γνωρίζει μόνο δύση…

στις άσχημες γυναίκες που τον πόνο
για σύντροφο πιστό τους έχουν πάντα-
στις άσχημες γυναίκες αφιερώνω
αυτή τη λυπημένη την μπαλάντα.

Σ’ αυτές ποτέ κανείς δε στέλνει ρόδα
και ποιήματα θερμά κανείς δε γράφει.
Φορέματα γι αυτές δε φτιάχνει η μόδα
κι είν’ άφωτοι τα μάτια τους δυο τάφοι.

Ο πόθος τις θερίζει κάθε βράδυ
προσεύχονται για έστω μια θωπεία
ελπίζουν όμως άδικα-το χάδι
γι αυτές το ερωτικό μια ουτοπία.

Παράσιτα που ζουν λησμονημένα
σ’ ανθένιο μοσχομύριστο φυτώριο.
Γράμματα με βιασύνη στριμωγμένα
σε κάποιου τετραδίου το περιθώριο.

Μπροστά τους ξεχωρίζουνε δυο δρόμοι:
αυτός της θλιβερής κι ανούσιας ζήσης
μακριά από τους ανθρώπους και ακόμη
μακριά ’π’ του έρωτα τις συγκινήσεις,

κι εκείνος της πικρής της επαιτείας
για χάδια που ποτέ τους δε θα βρούνε
ενώ τα σιγανά της ειρωνίας
τα γέλια, μες στ’ αυτιά τους θα ηχούνε.

Ανέραστες και φρούδες ερωμένες
μια κρύα σαν τις άλλες θα πεθάνουν
νυχτιά, με τις παλάμες απλωμένες
προς έναν ουρανό που δε τον φτάνουν.

Και πάνε στην αφάνεια και στη λήθη-
κανένας μια κυρία δε θυμάται
που μόνη στη ζωή της εκοιμήθη
καθώς και τώρα αξύπνητα κοιμάται.

Κι αφού δεν τους εχάρισαν για δώρα
οι θείοι ποιητές αθάνατα έπη
οι άσχημες γυναίκες θα ’χουν τώρα
την άσχημη μπαλάντα που τους πρέπει.
 

Η ΠΡΩΤΗ

Απάνω στο βιβλίο μου
καθώς καθόμουνα στο ηλιοστάσι
μια μύγα ήρθε να διαβάσει.

Τα πόδια της ελύγισε
κι εστάθη λίγο έτσι διπλωμένη
στο διάβασμά της ξεχασμένη.

Κατόπιν εσηκώθηκε
και το σοφό της ξύνοντας κεφάλι
"θεέ μου", είπε, "τέτοιο χάλι

ποτέ δεν το περίμενα:
οι άνθρωποι μοχθούν να μάθουν ό,τι
για μας η γνώση ήταν η πρώτη".
 

ΟΤΑΝ

Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού το δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς ακόμα να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι
για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.

Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ’ αφήνουνε να μείνεις.

Για δίκαιο μη μιλήσεις-
για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στη μάχη.
Τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τόνε θυμώσει τον εχθρόν που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.
 
Και ξέρεις δα οι νικητές τι εύκολα θυμώνουν.
 

Η ΜΟΥΣΙΚΟΥΛΑ

Όταν το σούρουπο μεστώνει
και πριν ακόμα γίνει βράδυ
τις θείες νότες της απλώνει
μια μουσική γλυκιά σα χάδι.

Πέφτει απαλά σαν τη δροσούλα
μες στη σιωπή της γειτονιάς μου
καθώς ανέγγιχτη νυφούλα
σε γιορτινό κρεβάτι γάμου.

Και με τρυπά σα νοσταλγία
και με πονεί σαν ερωμένη
η μαγική της μελωδία
που στον αέρα είναι χυμένη.

Μήπως του Πάνα η φλογέρα
και του Απόλλωνα η λύρα
ξεπροβοδίζουν την ημέρα
χαρίζοντάς της τέτοια μύρα;

Μήπως σε με που δεν με ξέρει
τη θαλπωρή από το θέρο
και τη γαλήνη από τ’ αστέρι
στέλνει η καλή που δεν την ξέρω;

Ή μην ο αγέρας απ’ τα μάκρη

σοφός ως έρχεται του κόσμου
του ταξιδέματος το δάκρυ
και τη χαρά σταλάζει εντός μου;

Α! Του σπανίου τους του κάλλους
γνώστες αυτοί δεν ειν’ οι ήχοι
από ποιητές φύγαν μεγάλους
κι ήρθαν σε με να γίνουν στίχοι.

 

ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ’ ατσαλένια
και με το χέρι εχάιδεψε τ’ ατσάλινά του γένια.
Τ' όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.

Κι ως το ’δε ο γίγας τ’ ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσ' η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ’ του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.
 

ΞΑΝΑ

Είχε δυο χρόνια να τη δει.
Είχε δυο χρόνια να τον δει.

Τυχαία συναντήθηκαν.

Εκείνη κάποιον άλλον εσυνόδευε.
Εκείνος κάποιαν άλλη κουβαλούσε.

Στη μνήμη των οι νύκτες ήλθαν
οι ατελείωτες
που πέρασαν μαζί
αναλλοίωτες.  
Τους διώξαν και τους δυο το ίδιο βράδυ
κι ενώθηκαν ξανά το ίδιο βράδυ.
 

ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439

"Πόσο μας παίδεψαν κι αυτοί οι Λατίνοι..
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!

Τίποτα αυτοί. Ανυποχώρητοι.

Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με το Μουράτ απέξω από την Πόλη;

Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν...και συσκεφτόμασταν…
(κουράστηκα στο τέλος).

Και φύγαμε ατιμασμένοι απ’ τη Φερράρα.
Υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν…
Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ’τους παλιο-Λατίνους".

ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ

Αρίζωτοι στη νέα κι απ’ την παλιά τους
πατρίδα ολοσχερώς ξεριζωμένοι
χαμένοι, με χαμένη τη χαρά τους
περνούν οι μετανάστες εις την ξένη.

Και κάνουν συγκεντρώσεις οι καημένοι
και λεν: "η αγαπημένη μας πατρίδα…"
Όμως πολύ δεν είναι αγαπημένη
κι όλο λιγότερο είναι πατρίδα.
 

ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά.
Μέσα κανείς δε θα ’δει.
Ο σκύλος έξω ας αλυχτά
μέσα τ’ αηδόνι ας άδει.

Έξω σκοτάδια είναι πηχτά
κι εδώ το φως πλαντάζει
μ’ ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά
κανείς δε μας κοιτάζει.

Οι άνθρωποι είναι βιαστικοί
και δεν τους μένει ώρα
ν’ αργοπορούν εδώ κι εκεί
με φώτα χρονοβόρα.

Άνοιξε διάπλατα λοιπόν.
Το σαρκοβόρο σμάρι
έξω ας βοά μαύρων γυπών  
ας λάμνουν μέσα γλάροι.

Έργα έχουν άλλα, σοβαρά,
οι άνθρωποι να πράξουν-
’σύχασε, ούτε μια φορά
εδώ δε θα κοιτάξουν.

Στο τέλος κάποιος κι αν δειλά
το βλέμμα εδώ γυρίσει
κι ό,τι να δει, ξέρεις καλά
πως δεν θα εννοήσει.
 

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΕΣ 

(ΤΟΥ ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ-μετάφραση)

Δάφνες και φίλτρα Θεστυλί! ηού είναι; Φέρε μου τα.
Πάρε το πρόβιο το μαλλί το ραφιναρισμένο
και το ποτήρι σκέπασε για να τον μαγιοδέσω
αυτόν που εγώ τον αγαπώ κι εκείνος με παιδεύει.
Που ο άθλιος τώρα δώδεκα έχει χαθεί ημέρες
Κι αν ζω ή αν επέθανα δε ρώτησε να μάθει.
Την πόρτα ο αχάριστος δε χτύπησε-και βέβαια
αλλού τον αλαφρόμυαλο τον έχουνε τραβήξει
η Αφροδίτη κι ο Ερωτας. Αύριο στην παλαίστρα
του Τιμαγήτου να τον δω θα πάω, να τον ψάλλω
για όσα μούκανε. Αλλά, τώρα θα τόνε δέσω
Με τούτα δω τ' αρώματα. Φώτα καλά Σελήνη
γιατί θα πω ένα σιγανό τραγούδι και σε σένα
και στην Εκάβη που στης γης τα μαύρα βάθη μένει
και που την τρέμουν τα σκυλιά όταν από τα μέρη
των πεθαμένων έρχεται περνώντας μαύρο αίμα.
Εκάτη! χαίρε τρομερή! και ώσπου να τελειώσω
στα μάγια μου βοήθα με και κάνε από της Μήδειας
ή απ' της Κίρκης ή απ' της ξανθής της Περιμήδης
να μη γινούν χειρότερα αλλά με κείνων ίδια.

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Πρώτα τ' αλεύρι στη φωτιά να πέσει πρέπει. Ελα,
πασπάλιζέ το Θεστυλί. Αθλια-πού τρέχει ο νους σου;
Αραγε με τη λύπη μου μη χαίρεσαι βρωμιάρα;
Σκόρπα το και "τα κόκκαλα" να λες "σκορπώ του Δέλφι"

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μου τον.

Ο Δελφις μ' έκαψε κι εγώ δάφνη στο Δέλφι καίω.
Κι όπως φουντώνει ξαφνικά κι αυτή τριζοβολώντας
και καίγεται αναλάμποντας και στάχτη δεν αφήνει
και το κορμί του να χαθεί εκείνου μες στη φλόγα.

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Κι ως με βοηθό μου τη Θεά του’ το κερί εγώ λιώνω,
έτσι να λιώσει από ερωτά ο Μύνδιος ο Δελφις.
Κι ως η Αφροδίτη τον χαλκό αυτόν γυρίζει δίσκο
έτσι κι αυτός στην πόρτα μου απόξω να γυρνάει.

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Τώρα θα κάψω Αρτεμη τα πίτουρα σε σένα
που και τα σίδερα μπορείς του Αδη να κουνήσεις
και ό,τι άλλο, όσο κι αν αυτό είναι στεριωμένο.
Για μας στην πόλη Θεστυλί ουρλιάζουνε οι σκύλοι.
Θα ’ναι η θεά στα τρίστρατα. Χτύπα το δίσκο. Βιάσου!..

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Να! Ησυχάζει η θάλασσα, ’συχάζουν κι οι άνεμοι
μόνον ο μες στα στήθια μου πόνος δεν ησυχάζει
παρά για κείνον καίγομαι ολάκληρη-γιά κείνον
που αντίς να ’μαι γυναίκα του μ' έχει ξεπαρθενέψει
και πομπεμένη μ' άφησε τη δύστυχη εμένα.

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Φορές τρεις στάζω Δέσποινα και τρεις φορές φωνάζω:
"Είτε γυναίκα δίπλα του κοιμάται είτε άντρας
Τόσο απ’ αυτόν να ξεχαστεί όσο ο Θησέας στη Δία
Λεν την ομορφοπλέξουδη πως ξέχασε Αριάδνη."

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Υπάρχει αλογοβότανο ένα στην Αρκαδία
που αν φαγωθεί από γρήγορες φοράδες ή πουλάρια
παίρνουνε,όλα, τα βουνά. Ετσι να δω τον Δέλφι
αρόμοια να πετάγεται απ' τη λαμπρή παλαίστρα
και σαν τρελός μέσα σ' αυτό να μου ’ρχεται το σπίτι.

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Αυτή την άκρη που απ' του Δέλφι εκόπηκε τη χλαίνη
ξεφτώντας την στην άγρια φωτιά τη ρίχνω τώρα.
Αλίμονο! Γιατί Ερωτα σαν τη λιμνίσια βδέλλα
έχεις κολλήσει επάνω μου και πίνεις μου το αίμα;

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Ενα πιοτό της συφοράς αύριο θα σου φέρω
μια σαύρα κοπανίζοντας. Τώρα ετούτα πάρε
συ Θεστυλί τα βότανα, και πήγαινε με τρόπο
κι άλειψε το κατώφλι του όσο ειν' ακόμα νύχτα.
Και φτύνοντας "τα κόκκαλα", να λες, "του Δέλφι αλείφω".

Στο σπίτι μου τον αντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Τώρα που μόνη έμεινα πούθε να πρωταρχίσω
να κλαίω την αγάπη μου; πώς το κακό που μ' ήβρε
τούτο να πω; Η Αναξώ, του Εύβουλου η κόρη
κανιστροφόρα έφτασε στης Αρτεμης το δάσος.
Πίσω και πλάι της πολλά πηγαίνανε θηρία
κι ανάμεσα τους μάλιστα ήταν μια λιονταρίνα.

Πες από πουθε ο ερωτάς μούρθε κυρα Σελήνη.

Και τότε μια θρακιώτισσα, τροφός του Θεοχαρίδα,
γειτόνισσά μου-δε ζει πια- μ’ εθερμοπαρακάλει
μαζί να δούμε την πομπή. Κι η δύστυχη επήγα
τον βυσσινί ωραίο μου φορώντας τον χιτώνα
και τυλιγμένη στο μακρύ παλτό της Κλεαρίστας.

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Στου δρόμου μας θα ήμουνα τη μέση όταν είδα
εκεί, κοντά στου Λύκωνα, τον Δέλφι να βαδίζει
μαζί με τον Ευδάμιππο. Απ' της γαζίας τ' άνθη
είχανε γένια πιο ξανθά' και λάμπαν τους τα στήθια
πιότερο κι από σένανε, Σελήνη, έτσι όπως είχαν
μόλις αφήσει τους καλούς αγώνες της παλαίστρας.

Πες από πουθ' ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Τον είδα και τρελάθηκα. Κι αμέσως η καρδιά μου
της δόλιας,επληγώθηκε. Χάθηκε η ομορφιά μου
Και δε σκεφτόμουν πια πομπή. Πώς βρέθηκα στο σπίτι
ούτε που το κατάλαβα. Και μ’ έπιασε μια θέρμη
που ήρθε και με ρήμαξε. Επεσα στο κρεβάτι
και δέκα μέρες έμεινα εκεί και δέκα νύχτες.

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Εκιτρινοφυλλιάστηκα και πέσαν τα μαλλιά μου-
ήμουν πετσί και κόκκαλο. Και τι δεν είχα κάνει…
Και ποια γρηά δε ρώτησα που ξέρει να ξορκίζει…
Τίποτα δε μ' αλάφραινε. Μόνο περνούσε ο χρόνος.

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Ωσπου τη δούλα φώναξα και της τα είπα όλα.
"Βρες μου",της λέω, "βρε Θεστυλί κάποια γιατρειά σε τούτη
την τρομερή αρρώστια μου. Μ' έχει σκλαβώσει ο Μύνδιος.
Στου Τιμαγήτου πήγαινε και φύλα την παλαίστρα-
τ' αρέσει εκεί να κάθεται κι έτσι συχνοπηγαίνει".

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

"Κι όταν τον δεις μονάχο του, τότε με τρόπο γνεψ' του
ιαι πες του ότι τον ζητά η Σιμαίθα-κι εδώ φέρτον".
Όταν της τόπα πήγε αυτή και τον λαμπρό το Δέλφι
τον έφερε στο σπίτι μου. Κι ως ένιωσα πως ήρθε,
κι ακόμη πριν το πόδι του την πόρτα να περάσει…

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

...από το χιόνι έγινα πιό κρύα κι ο ιδρώτας
μούσταζε από το μέτωπο σα νοτινή δροσούλα
και η μιλιά μου κόπηκε, και δε μπορούσα ούτε
Φωνή να βγαλω, όπως αυτή που βγάζουν τα μωράκια
σα μες στον ύπνο τους καλούν την π' αγαπούν μητέρα.
Και νέκρωσα, σα νάμουνα κερένια μια κούκλα.

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Κι όταν με είδε ο άπονος, χαμήλωσε τα μάτια
κι έκατσε στο κρεβάτι μου κι αυτά τα λόγια μούπε:
"Σιμαίθα, αλήθεια, όπως εγώ τον όμορφο Φιλίνο
Στο τρέξιμο ξεπέρασα τις άλλες, και συ εμένα
Το ίδιο με ξεπέρασες καλώντας με κοντά σου..."

Πες από πουθ' ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

"...Γιατί θαρχόμουνα εγώ. Στ' ορκίζομαι-θαρχόμουν,
Μα το γλυκό τον Ερωτα! στο σπίτι σου απόψε,
κι ας είχες αγαπητικόν άλλονε. Και θα είχα
τα μήλα μες στον κόρφο μου του Διόνυσου κρυμμένα
Και θα ’χα στο κεφάλι μου στεφάνι  απ’ το κλωνάρι
Το ιερό του Ηρακλή, κομμένο από λεύκα
και στολισμενο ολόγυρα με κόκκινες κορδέλες".

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Κι αν με δεχόσουνα καλά όπως μ’ εδέχτης τώρα
(όλοι το λένε όμορφος και λυγερός πως είμαι
στα παλληκάρια ανάμεσα), θα ησύχαζα, ακόμα
κι αν μοναχά το στόμα σου τ’ όμορφο εφιλούσα.
Αλλά κι αν μ' έδιωχνες κι η πόρτα ήταν μανταλωμένη
Τότε τσεκούρια και δαυλοί θα μ' έφερναν σε σένα… "

Πες από πουθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σεληνη.

"…και πρώτα-πρώτα χάρη εγώ στην Κύπριδα χρωστάω
κι ύστερα από την Κύπριδα σε σένανε καλή μου
που μ' έβγαλες απ’ τη φωτιά μισοκαμμένον έτσι
καλώντας με στο σπίτι σου. Πολλές φορές ο Ερως
έχει φωτιά πιο δυνατή και απ’ αυτήν ακόμα
του Λιπαραίου του Ηφαιστου-και πιο πολύ φλογίζει…"

Πς από που ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

"…και την παρθένα σαν τρελή την κάνει από το σπίτι
να φεύγει, και τη νιόπαντρη να παρατάει το στρώμα
που απ’ το κορμί του άντρα της ζεστό είναι ακόμα".
Ετσι μου είπε αυτός. Κι εγώ τον πήρα από το χέρι
κι έπεσα, η ευκολόπιστη, μαζί του στο κρεβάτι.
Και γρήγορα τα σώματα τα δυο αγκαλιαστήκαν
και μια απαλή τα τύλιξε ζέστα.Τα πρόσωπα μας
απ’ όσο ήτανε πιο πριν είχανε τωρα ανάψει
περσότερο, και οι γλυκοί οι ψίθυροι άρχισαν.
Και για να μην πολυλογώ Σελήνη αγαπημένη
καήκαμε κι οι δύο μας στον πόθο το μεγάλο.
Κι ίσα με χτες δεν είχε αυτός παράπονο από μένα
ούτε κι εγώ είχα απ’ αυτόν. Μα σήμερα στο σπίτι,
ήρθε της αυλητρίδας μου η μάννα,της Μελίστας
-που έχει και τη Μελιξώ- την ώρα που κινώντας
από τη θάλασσα, ψηλά, στον ουρανό ανεβαίνουν
τ' άλογα, τη ροδόθρεφτη που υψώνανε αυγούλα,
και μέσα σ' άλλα μούπε πως ο Δέλφις ξελογιάστη
και πως δεν είναι σίγουρη-με άντρα ή γυναίκα,
μα ξέρει πως πολλές φορές γέμιζε το ποτήρι
κι έπινε στης αγάπης του τ' όνομα, κρασί σκέτο
και ότι τέλος έφευγε λέγοντας πως θα πάει
στην πόρτα της αγάπης του στεφάνι να κρεμάσει.
Αυτά μου τα ’πε η ίδια αυτή, και πρέπει να ’ναι  αλήθεια.
Γιατί και τρεις και τέσσερες φορές άλλοτε ερχόταν
κι ακούμπαγε πολλές φορές το δωρικό σταμνί του
στο σπίτι μου. Και τώρα τι; Δώδεκα μέρες πάνε
που δεν τον είδα. Σίγουρα κάποια καινούργια γλύκα
θα έχει βρει γι αυτό και με μ’ έχει αποξεχάσει.
Μα τώρα θα τον δέσουνε τα μάγια. Κι αν και πάλι
θα με πικράνει έτσι δα, ε, τότε, μα τις Μοίρες,
του Αδη την εξώπορτα θα πάει να χτύπησει.
Τέτοια μες στο σακούλι μου-το λέω-φαρμάκια κρύβω
που ένας ξένος, Δέσποινα, μου τα ’μαθε, Ασσύριος.

Οδήγα τ’ άτια σου εσυ χαρούμενη κυρά μου
απάνω απ' τον Ωκεανό και όπως μέχρι τώρα
την πίκρα εγώ τη βάσταγα, πάλι θα τη βαστάξω.

Χαίρε Σελήνη λαμπερή και τ’ άλλα σεις αστέρια-
χαίρετε σύντροφοι ήσυχοι του άρματος της Νύχτας.


                                  ---------

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

                 ΑΘΩΩΣΙΣ

Το σύμπαν είναι ο θεός.
Οι γαλαξίες τα κύτταρα του σώματός του.
Ο ήλιος ο πυρήνας σ’ ένα του άτομο.
Η γη ένα ηλεκτρόνιο του ατόμου αυτού.

Έτυχε τώρα το ηλιακό μας σύστημα
να είναι άτομο σ’ ένα απ’ τα κύτταρα
του πεπτικού συστήματος του θεού.
Δε φταίμε εμείς που είμαστε σκατά.
 

 Η ΓΡΙΑ

Βγήκε η γριά ν’ αγοράσει τσιγάρα.
Δόντια σαν ξεδοντιάρα τσατσάρα.
Κλαρωτό ένα φουστάνι φοράει
και καθένας μαζί της γελάει.

Βρε γριά, γιατί ακόμα καπνίζεις
και Μελεάγριο δαυλί μας θυμίζεις;
Και γιατί σαν να ήσουνα νέα
περπατάς, και σαν να ’σουν ωραία;

Μα κοντά στα κουσούρια της όλα
η γριά μας κουφή είναι κιόλα
κι όσο φτάνει στον Όλυμπο ο μπάτης
τόσο φτάνει η φωνή μου στ’ αυτιά της…

Να την! τώρα που στέκοντας κάπου
με μανία τραβά προς τα κάτου
τo φουστάνι της που ’χει ανέβει
και δεινά για το σύμπαν χαλκεύει.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΙΣ

-Πάρε κι αυτά… είπε στον σωφέρ
και του έδειξε ένα καλαθάκι με άνθη.
-Τίποτε άλλο έμεινε να φέρω κυρία; ρώτησε με σεβασμό εκείνος.
-Όχι Παύλο. Κλείδωσε την πόρτα μόνο, του είπε.
Εκείνος κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού.
Γύρισε και της άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου.
-Όχι Παύλο, δεν θα έρθω, είπε εκείνη.
-Μα κυρία… ψέλλισε έντρομος ο σοφέρ.
-Πήγαινε Παύλο. Σ’ ευχαριστώ για όλα.
-Κυρία…
-Πήγαινε!
Ο σοφέρ,
κάτωχρος και τρεμάμενος
μπήκε στο αστραφτερό αυτοκίνητο.
Έβαλε μπρος χωρίς να ξεκινήσει
κοιτάζοντάς την.
-Πήγαινε! του είπε σιγά αλλά αυστηρά και επιτακτικά εκείνη.

Εκείνος ξεκίνησε σιγά.

Αυτή, έβγαλε το πανάκριβο παλτό και το καπέλο της και τα πέταξε στην άκρη του δρόμου.
Βρώμικα και κουρελιασμένα ρούχα τώρα την εντύναν.
Ξεχτένισε τα μαλλιά της
και κάθισε στην άκρη του πεζοδρομίου
απλώνοντας το χέρι σε επαιτεία.
 

ΦΟΒΟΤΑΝ ΜΗ ΤΟΥ ΠΑΡΩ ΤΑ ΛΕΦΤΑ
    
«…και μετά θα περάσω από την Τράπεζα», του είπα.
Μου λέει, «άλλαξα Τράπεζα.»
«Σε ποιαν πήγες;» του λέω.
«Σε άλλη», μου λέει.
Τον σκότωσα αμέσως με το πιστόλι μου.
 

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ

-Τα κορίτσια.
-Τι;
-Τα κορίτσια.
-Τι τα κορίτσια;
-Τι τι τα κορίτσια;
-Είπες τα κορίτσια-τι τα  κορίτσια;
-Είναι. Αυτά.
-Τι είναι;
-Σου είπα- «τα κορίτσια».
-Σε ρώτησα για τη χτεσινή νεροποντή…
-Ναι.
-… πού ήσουνα όταν είχαν ανοίξει οι ουρανοί.
-Ναι.
-Λοιπόν;
-Τα κορίτσια.
-Τα κορίτσια;..
-Ναι.
-Από πότε, πού, πώς, γιατί έτσι;
-Από πάντα και για πάντα, εδώ και παντού και με όποιον τρόπο ξέρεις ή μπορείς να φανταστείς.
-Τα κορίτσια;
-Τα κορίτσια.
-Μόνον αυτά;
-Μόνον αυτά.
-Τα κορίτσια!..
-Ναι.