ΤΟ ΘΕΣΠΕΣΙΟ ΟΡΑΜΑ
Απ’ τ’ άσπρα πόδια της έλαμψε η νύχτα.
Η νύχτα η νυχτιά-η νύχτα-η μαύρη νύχτα.
Εγύριζα απ’ την πόλη τη γειτονική
που πήγα να τηλεφωνήσω στη Μαρία
ή στη Ελένη ή στην Ευτυχία.
Κι οι τρεις κλεισμένα τα τηλέφωνά τους.
Και γύριζα από κει.
Μαύρη η φούστα της στη μαύρη νύχτα μέσα.
Δυο μαύρες σκιές μαζί της-φιλενάδες της.
Μέσα στην άναστρη νυχτιά
μόλις και διακρινόνταν οι σιλουέτες τους
απ’ το λίγο φως
κάποιου παράθυρου πιο πέρα.
Ξάφνω!
τα φώτα ενός αυτοκινήτου!
Πηδώντας γρήγορα δεξιά
Για λίγο η φούστα της ανασηκώθηκε.
Κι έλαμψε η νύχτα απ’ τα χιονάτα πόδια της.
Για τέτοια μια λαμπράδα ως της γης την άκρη πας.
Δυο όρθιες, στέρεες, λευκές, ηδονικές κολώνες
που το Ναό στηρίζουνε του Κόσμου φανερώθηκαν.
Τόσο ηδονικές
που αναρωτιέσαι
αν κάτι περισσότερο υπάρχει που ν’ αξίζει.
Και μες στο κάτι αυτό τολμάς να βάλεις
ως και τα όσια και ιερά..
Τώρα,
Μετά από τ’ όραμα αυτό,
Μπορεί κανένας άφοβος να ζήσει.
Να ξέρεις-
όχι πως αναγκαστικά υπάρχει,
μα ότι έστω κάποτε υπήρξε Αυτό,
τ’ άλλα όλα είν΄ αδιάφορα.
Και η ζωή ακόμα η μία κι η πολύτιμη.
Κι ο θάνατος
(μα θάνατος μετά από κάτι τέτοιο υπάρχει;)
Και όχι τίποτα-ένα παλιοκόριτσο ήτανε.
Μια ασήμαντη γειτονοπούλα.