Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

ΚΙΝΑ...

Έδωσε μια κι υψώθη στον αέρα
κι έτσι σαν βέλος κακοτάξιδο
έπεσε πάνω του με το σπαθί της.
(Σαν ηλιαχτίδες ζωηρές
ανέμιζαν τα ολόχρυσα μαλλιά της.)

Αυτός
Λίγο προτού να νιώσει το σπαθί της
Να χώνεται ίδιος θάνατος στο στήθος του.
πέταξε κάτω το δικό του
έτσι που κίνδυνο σε κείνην να μη δώσει.

Εκείνη σάστισε. «Γιατί», του είπε
αυτός ενώ πεσμένος εξαιμάτωνε,
«Γιατί δεν με αντίκρουσες με το σπαθί σου;»

«Δε θα με πίστευες κι αν στο ’λεγα»
της είπε ξεψυχώντας.

«Γιατί; Γιατί;» επέμεινε αυτή.
Κι αυτός, με τη στερνή πνοή του
κι ενώ τα μάτια του απ’ αγάπη έλαμπαν:
«Γιατ’ ήθελα να πάω στο σπίτι μας...
μαζί σου...».
Και κλείσανε τα μάτια του για πάντα.

Εκείνη δίπλα του εγονάτισε,
και τι να πρωτοκάνει
διόλου δεν ήξερε-
Να βγάλει του απ’ το στήθος το μαχαίρι;
Να τόνε φίλαγε;
Τα χέρια του να χάϊδευε;
Να τονε κλάψει;

Τέλος
φωνή στριγκή ως πάνω έβγαλε
που κι άστρα κι ήλιος έφριξαν.

Ο άνεμος
τα κίτρινα
καθώς φουστάνια μακριά
τα ρούχα τους ανέμιζε
ωραίες πτυχώσεις φτιάχνοντας κι από τα δυο
χάρμα στο μάτι να τις βλέπεις.

Ήταν στην Κίνα.
Εκείνος αυτοκράτορας
κι αυτή παλιά του ερωμένη.