Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ

Πάντα μου θεέ μου
σ' όλες τις εικόνες
γελαστόν σε βλέπω
μες απ' τους αιώνες.

Λάθος θα 'χουν κάνει
τ' άγιο πρόσωπό σου
σοβαρό όσοι φτιάξαν-
δεν ειν' το δικό σου.

Μες στη δυστυχία
ο θεός μας γέλιο
πρέπει να σκορπάει
και το ευαγγέλιο

πρέπει τόμος να 'ναι
φίνων ανεκδότων-
πρέπει να 'σαι θε μου
κλόουν εκ των πρώτων. Μ

Γιώργης Χολιαστός
 

Ο ΚΑΙΡΟΣ

Γέρνουν πια οι χρόνοι πάνω μου βαρείς
άγνωρος εστήθη γύρω μου χορός  
και φωνή ακούω-μέσα μου θαρρείς-
"πέρασε ο καιρός! -πέρασε ο καιρός!"

Στάθηκαν οι μέρες- πια δεν συναλλάζουν.
Ένας φόβος γύρω είναι φανερός
και τα πράγματα όλα σα να μου φωνάζουν
"πέρασε ο καιρός! -πέρασε ο καιρός!".

Πλέον δεν αρχίζει τίποτε. Το τέλος
έχει σ' όλα δώσει, κρύος, φθονερός,
ένας πικροχάρος, όπου σαν Οθέλλος
κράζει τρομερός ΠΕΡΑΣΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ!".

Γιώργης Χολιαστός
 

ΔΕΥΤΕΡΑ

Κάθε Δευτέρα στη δουλειά πηγαίνοντας φοβάμαι
για το ρεπό της Κυριακής πως πρέπει να πληρώσω-
πως λόγο σ' έναν άτεγκτο κριτή πρέπει να δώσω
για δύο ώρες πιο πολύ που, Κυριακή, κοιμάμαι.

Αφήνοντας απείραχτα τα δυο βρασμένα αυγά μου
φεύγω νωρίς για τη δουλειά, νωρίς εκεί πηγαίνω,
και τη φωνή του διευθυντή ν' ακούσω περιμένω
ενώ σωροί από χαρτιά στοιβάζονται μπροστά μου.

Μα ως πάντοτε και σήμερα τίποτα δεν συμβαίνει.
Η μέρα όσο προχωρεί σαν πάντοτε βαραίνει,
σαν πάντοτε λαλίστατο έρχεται το γκαρσόν,

κι απ' το γραφείο το διπλανό θ’ ακούσω όπου και να
'ναι
τον ήχο που στο πάτωμα κάνει το τιρμπουσόν
όταν, αφού ανοίγουνε τις σόδες, το πετάνε.

Γιώργης Χολιαστός

(Κομοτηνή, Μονάδα, 1971)
 

ΓΚΡΙΖΟ

Στου παλιού σταθμού την άκρη περιμένοντας το τρένο
δύο άθλιους κοιτάζω νυσταγμένους επιβάτες
στις βρεγμένες τις καρέκλες να κουρνιάζουνε σα γάτες
και τις ράγες να κοιτάνε μ' ένα ύφος λυπημένο.

Έχουν ρούχα λερωμένα με βρωμιές κάθε λογής
και τ' αδύνατά τους πόδια στο μπετόν γυμνά πατάνε-
εν' αγίνωτο καρπούζι τώρα βγάζουνε να φάνε
(δυνατά για να τ' ανοίξουν το χτυπούνε καταγής).

Σαν τελειώσουν το φαί τους, με ζουμιά περιχυμένες
λίγες φλούδες μένουν χάμου μέχρι έξω φαγωμένες
ενώ γρήγορα στον ύπνο χορτασμένοι αυτοί το ρίχνουν.

Κι έτσι ως είναι ταιριασμένοι oι δεξές γροθιές τους δείχνουν
του ενός προς άδικο έναν ουρανό με χρώμα γκρίζο
και του άλλου προς εμένα πούρο Αβάνας που καπνίζω.

Γιώργης Χολιαστός
 

ΠΡΩΤΗ ΒΡΟΧΗ

Πρώτη βροχή! Πώς έφυγε
κι αυτό το καλοκαίρι!
Τα χελιδόνια του χειμώνα φτάσανε-
πρώτη βροχή και πρώτο αγέρι.

Κλεισ' ο παράθυρο καλά
και άναψε το τζάκι.
Ρίξε στο πάτωμα χαλιά
παλτό πα’ στο σακάκι'

μα τι μ' αυτό; Θα ζεσταθείς
αλλά το καλοκαίρι
όλου του κόσμου η ζεστασιά
δε φτάνει να το φέρει.

Γιώργης Χολιαστός
 

ΑΝΑΙΤΙΑ

Μικρός θυμάμαι χάρτινο που 'φτιαχνα ένα βαρκάκι,
το έριχνα στου κήπου μας το βιαστικό ρυάκι,
κι ύστερα στους νερένιους του τ’ ακολουθούσα δρόμους
μέχρι που έπεφτε μ' ορμή μέσα στους υπονόμους.

Κλεισμένο μες στο χάρτινο εφήμερό του ψέμα
να παραδέρνει το 'βλεπα στου ρυακιού το ρέμα
στις λάσπες και στα χώματα της όχθης να χτυπιέται,
κύκλους να παίρνει, να βουτάει, να χάνεται, να σβηέται.

Θα είχα κόψει από νωρίς του βίου μου το νήμα
όμως εκείνη η παιδική συνήθεια με κρατάει.
Πριν πέσω ανυπεράσπιστος μέσα στ' ογρό μου μνήμα
με λυπημένη κι ήρεμη θέλω μια ειρωνεία
να βλέπω κάθε κύματος καινούργιου τη μανία
καθώς, αναίτια, πριν σβηστεί, στους βράχους με πετάει.

Γιώργης Χολιαστός
 

ΛΕΥΚΟ ΠΟΥΛΙ

Λευκό, λευκότατον πουλί
μ' αφρόν εις τα φτερά του
με πήρεν απαλότατα
στην άσπρην αγκαλιά του

και πέταξεν ανάλαφρα
ψηλά 'π' της γης τα μέρη-
λευκό πουλί, λευκότερον
απ' τ' άσπρο περιστέρι.

Κι όλο πετώντας πιο ψηλά
'πο της ζωής τη δίνη
φτάνει στον θόλο τ' ουρανού
και κει σιγά μ' αφήνει.

Κι ως από κει νοσταλγικά
τη γη μας εθωρούσα
μάταια πάνω της να βρω
με πείσμα προσπαθούσα

όρη, κοίλάδες, ποταμούς,
ανθρώπους ή και κτήνη.
Μον’ εν' αστέρι έβλεπα
δειλά να τρεμοσβήνει.

Και θαύμασα κι απόρησα
ποια να 'ναι η αιτία
σ' αυτό τ' αστέρι το μικρό
τόση να ζει κακία.

Γιώργης Χολιαστός

TO MATΙ

Ένας καθρέφτης έχει μείνει
στην κάμαρά μου μέσα μόνο.
Μες στο γυαλί του αργοσβήνει-
χάνεται χρόνο με το χρόνο

κι όλο ξοδιάζεται η μορφή μου.
Χτες που κοιτάχτηκα δεν είδα
παρά το μάτι το δεξί μου
ν' ανοιγοκλείνει σαν παγίδα,

που κάτι τι ζητάει να πιάσει
μέσα στον άδειο τον καθρέφτη.
Κι άλλο μη βρίσκοντας, με βιάση,
μες στον καθρέφτη το ίδιο πέφτει.

Γιώργης Χολιαστός
 

Ο ΧΑΣΑΠΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ


Στο σπίτι όχι-δε χορεύαμε
χασάπικους χορούς. Αυτούς τους γνώρισα
σε κάτι ταβερνάκια μυστικά
σε κάτι ταβερνάκια στενωπά
που όταν έρχονταν η ώρα
που όταν έφτανε η ώρα
που όταν έπρεπε
σηκώνονταν ο άντρας
μέριαζε τις καρέκλες τα τραπέζια και το σύμπαν
και μόνος
άγνοια όλος και άφεση
εχόρευε πατώντας πα' στο πάτωμα της οικουμένης-
στο άϋλο το πάτωμα του κόσμου εχόρευε πατώντας.

Και μέσα στην αυτάρκεια του κλεισμένος
ήτανε πια ανοιχτός σε όλα
και καλόδεχτος
κι ωραίος
κι αυτός και ο χορός του.
Και ο χορός του γίνονταν θρησκεία
και ο χορός του έχτιζεν απ' τήν αρχή τον κόσμο
ευθύν κι ατρόμητον
και σταθερόν
κι αντρίκιον
με μέσα του όλα τα καλά και καμιά θέση-
καμία πρόβλεψη
για υποκρισίες γι ατιμίες και για δόλους.

'Έτσι εγνώρισα εγώ-
έτσι εγνώρισα εγώ ετούτον το χορό
που ας τον λέω χορό γιατί δε βρίσκω
γιατί δεν ξέρω άλλα λόγια πιο καλά
να ζωγραφίσω με μια λέξη την Αγιότητα
να ζωγραφίοω την Αγνότητα με μία λέξη-
γιατί δεν ξέρω άλλα λόγια πιo καλά-
γιατί άλλο λόγο οι άνθρωποι δεν έχουν
για το Αληθινό.

Γιώργης Χολιαστός

 

Ο ΛΟΧΑΓΟΣ
(Έβρος, «Τρίγωνο», 1974)

Όλοι απορήσαν με του λοχαγού τα λόγια
γιατί τον ξέρανε δειλό:

"Φέρτε ένα τζιπ!
Θα πάω γι αναγνώριση!
Πρέπει να μάθουμε τι κάνει ο εχθρός
Οι σκύλοι στέκουνε απέναντί μας έτοιμοι
να μας ρημάξουν-να μας φαν
και μεις δεν ξέρουμε ακόμα ούτε
πού έχουν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους.
Φέρτε ένα τζιπ!
Θα πάω να μάθω!

Θ' αφήσω το αυτοκίνητο στην όχθη
θα τρέξω προς το Τρίγωνο
θα προχωρήσω προς το πρώτο τους πολυβολείο,
ύστερα βόρεια, ώσπου να δω
περνώντας δίπλα-μέσα απ' τις γραμμές τους
ώσπου να μάθω ό,τι χρειάζεται
να τους τσακίσουμε όταν κοπιάσουν.

Κι αν κάνουν πως με μυριστούν
κι αν μ' εντοπίσουν
και μου ρίξουνε
α! δεν κιοτεύω εγώ στα τούρκικα τερτίπια.
δεν με τρομάζει ο κίνδυνος εμένα-οι σφαίρες
ήχος ευχάριστος είναι στ' αυτιά
όταν γνωρίζω πως προσφέρω στην πατρίδα.
Φέρτε ένα τζιπ!
Θα πάω γι αναγνώριση!"

To 'λεγε τόσο σοβαρά που τον πιστέψαμε,
Ένας επήγε για το τζιπ.
Μα 'κει που περιμέναμε να 'ρθεί, ακούσαμε απ' το
ράδιο
πως στη Ζυρίχη είχε υπογραφτεί ανακωχή.
Κι αυτή ήταν βέβαια η εξήγηση του τόσου θάρρους-
το 'μαθε ο πανούργος λίγο πριν
και βγήκε απ' χη σκηνή του να μας καταπλήξει.

Γιώργης Χολιαστός
 

ΤΑ ΦΥΛΛΑΡΑΚΙΑ

Πέστε-πέστε φυλλαράκια
πέστε, αφήστε τα κλαδάκια
τα παιδάκια καρτερούν
να σας δούνε-να χαρούν.

Ποταμάκι τα νερά σου
κύλα-κύλα τα γοργά σου
δίνε χάρη και δροσιά
στην καμπίσιαν απλωσιά.

Ποταμάκι κύλα-κύλα
πέστε φύλλα-πέστε φύλλα
κάντε χείμαρρο χρυσό
το ποτάμι το μικρό.

Φύσηξε γλυκό αγεράκι
κι ένα πάρε φυλλαράκι
πάρ’ το- ανέβασ’ το ψηλά
στα φτερά σου τα τρελά'

κι ύστερα ασε το να πέσει-
απαλά-να μην πονέσει
για να παίξουμε τα δυο
να χαρεί κι αυτό κι εγώ.

Πέστε πέστε φυλλαράκια
σας προσμένουν τα παιδάκια
και η γη η καρπερή
το χαλί της καρτερεί.

Κι αν στο κόκκινο ηλιογέρμα
τα κλαδάκια μείνουν έρμα
θα 'ρθ' η Άνοιξη και να!
γέννα κι άλλη αρχινά!

Γιώργης Χολιαστός

ΜΕΡΙΚΗ
ΟΝΕΙΡΙΚΗ
ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΗ
ΧΙΜΑΙΡΙΚΗ
...ΙΜΕΡΙΚΗ
ΕΠΙΚΑΙΡΙΚΗ
(EN AMEPIKH)
ΑΡΡΗΤΟΛΕΠΤΟΠΝΕΥΣΤΙΑ
ή
TO APMENAKI

Μικρό μικρό μικρό μικρό
κι όλο δοσμένο στο χορό
στου αη-Νικόλα το τρελλό
το χοροπανηγύρι'
για σε βαράνε τα βιολιά-
για σε οι χορογύροι.

Μαύρο μετάξι το μαλλ'ι
σταράτο δερματάκι
χείλια φτιαγμένα για φιλί
και για δαγκωματάκι.

Και πουπουλάκι ένα κορμί-
αερα, συννεφάκι-
πότε απαλά πότε γερά
σπρώχνει το ποδαράκι.

Κι όταν λυγώντας χάνεσαι
μες στου χορού τη χάβρα
σε φανερώνουν φωτεινά
τα μάτια σου τα λάβρα.

Γλυκούλι αρμενάκι μου
ποιου ηδονικού Καυκάσου
λαγκάδια πήγες κι έβρηκες
καιτα 'κανες δικά σου;

Κορμάκι μου γλυκόχυτο
μέσα σου ποια Ευτέρπη
αιθέρια και συθέμελα
κινώντας σε μας τέρπει;

Τρεμουλοτρανταχτάκι μου
χαροπονομοιράστρα
η λάβα είσαι μες στη γη
στον ουρανό είσαι τ' άστρα.

Αιθερονεραϊδόσπαρτη
και φιδομαγνητούσα
περβολομοσκομύριστη
και λαγονοφτερούσα'

λαχταροποθανάθρεφτη
σαγηνευτροχαδοϋσα
λαμπροφωτοπερίχυτη
και θανατοφιλούσα'

σκοταδομεταξόμαλλη
λαιμαστραποσκορπούσα
δερματοποθοστάλαγη
λαγονοκυματούσα'

γλυκοδιχαλοχώριστη
ρογοψηλοθωρούσα
μαρμαρογαλατόστηθη
καντιοχαμογελούσα'

αδειοκυπελλοσπάρταρη
γεματοποθοζώστρα
δροσερολαγκαδόφλογη
αντροποθοπυρώστρα'

πελματοχωματόφρυγη
κορφοτριανταφυλλένια
μεσοδαχτυλιδόζωστη
μαγουλομηλανθένια'

ψευτοχαμηλοκύτταγη
παντοκρυφοθωρούσα
σπουργιτοτρεμουλόστηθη
συντροφοτρυφερούσα'

διαμαντακριβοστόλιστη
συννεφοβελουδένια
φωνορυακομούρμουρη
δαχτυλοκρινανθένια'

αρεταγγελοκάμωτη
δαιμονοβασανούσα
φρεσκοκερασομύριστη
χαδερωτοζητούσα΄

γοφοσειστομαστόρισσα
γλυκοτρανταχτοστήθω
καμπυλοκνημοταίριαστη
μελοζαχαροβύθω'

ολογυροπεθύμητη
γονατοφιλντισένια
γυμνολοφοσμιγούσα μου
μικρούλα μου μελένια'

ψυχούλα του πανηγυριού
και της γιορτής γιορτούλα
ματάκια τω' ματιώνε μου
γλυκειά μου αρμενοπούλα

ας έρχοσουν στο πλάϊ μου
στης μουσικής τους ήχους
να σου ψιθύριζα στ’ αυτί
τους έρμους τούτους στίχους.

ΘΑΛΑΣΣΑ

Όταν τελείωσε ο μακρύς αιμάτινος ο δρόμος
λύθηκε ο όρκος ο βαρύς κι αμέσως δρόμο πήρα
και βρέθηκα στης θάλασσας το κρύο και την αρμύρα.
Όλα ήταν ίδια σαν και πριν μον' έλειπε ο τρόμος.

Γλάρος κανείς δε φαίνονταν, ουτε άστρο ούτε καράβι.
Mόνος εγώ κι η θάλασσα και τ' αφρισμένο κύμα.
Mόνος εγώ κι η θάλασσα και το κομμένο νήμα
Kι η γλώσσα μου της θάλασσας έτσι τα βύθη σκάβει:

"Κάλλιο να θανατώνονταν στους κόλπους τους υγρούς σου
η πρωταρχή κάθε ζωής, όταν στα μαύρα βύθη
των άφωτων σου ωκεανών ν' ανθίσει εβουλήθη.
Τότε κι εσύ δε θα 'κουγες κατάρες απ' τους γιους σου,

μέσα σου αφού αγέννητοι θα κείτονταν αιώνια,
ούτε και θα κατάκαιγαν τη σκέψη τους εκείνοι
στων ιδεών το φλογερό κι ανάλγητο καμίνι
μόρια αφού θα 'μεναν νερού μες στα υγρά σου αλώνια.

Γύρισα! Με ξαπόστειλες οτ' άγρια της γης τα πλάτη…
μου 'δωσες πόνο αντίς τροφή κι αντίς για πιόμα δάκρυ.
Και μ' έδιωξες. Εμέτρησα τη λύπη απ' άκρη σ' άκρη
πνοή χαράς γυρεύοντας που πάντα ήταν φευγάτη.

To Ναι και τ' Όχι μεσα μου ολοζωής με καίγαν'
σαν τα θεριά παλεύανε, δεν κέρδιζε κανένα
μόνο μου ανταριάζανε το νου μου και τα φρένα.
To αίμα τους επότιζε το Φόβο μου τον Μέγα,

και κείνος εμεγάλωνε ώσπου με σκέπασε όλον.
Νύχτες επέρασα άγρυπνος ψάχνοντας στο σκοτάδι
για του ηλιού τη φωταυγή κι όλο έφτανα στον Άδη
να με κεντούν οι μαχαιριές βασανιστών διαβόλων.

Και κάθε μέρα σ' έπινα και σ' έμπαζα εντός μου
λες για ν' αντέξω κι όλο αυτό το χάος να γνωρίσω.
Μα να 'μαι τώρα! Έκανα ο,τ' είπες κι ήρθα πίσω!
Και τώρα απάντηση σ' αυτό που σε ρωτάω δος μου.

Πες μου η Πρώτη εσύ Αρχή-η Αιτία εσύ η Πρώτη
πες μου εσύ κάθε ζωής πάνω στη γη γεννήτρα
ποιος έσπειρε το σπόρο του στη σκοτεινή σου μήτρα
κι έπλασ' εμάς τους άχαρους η άχαρή σου νιότη;

Ποιος τάχα σε ξελόγιασε κι έχει η ζωή αρχίσει;
Και ποιος γυμνούς μας πέταξε στο κρύο και στο xιόνι
να μας θερίζει η Πεθυμιά κι ο Πόθος να μας λιώνει-
ποιος μας εμίσησε προτού ακόμα μας γεννήσει;

Ή είσαι εσύ του Σύμπαντος μια πόρνη σιχαμένη
και αγνοείς τα τέκνα σου ποιον έχουνε πατέρα-
πες μου λοιπόν ποιος όρισε να βλέπουνε τη μέρα
τα όντα και οι άνθρωποι που 'ναι από σε πλασμένοι;"

Και μία ήσυχη φωνή στο βόγγο μου απαντάει:
'Έλα και κοίτα στων θολών νερών μου τον καθρέφτη.
Θα δεις τη σκιά σου πάνω του μ' ορμή και βια να πέφτει
και το είδωλό μου τ' άψυχο με λύσσα να φιλάει.

Εσύ ο αίτιος-εσύ- της μακρινής πορείας.
Εσύ Σποριάς, εσύ Γαμπρός, εσύ και Σπόρος Γέννας.
Εσύ και από σένανε άλλος ποτέ κανένας
στα βάθη της ανθρώπινης αέναης Ουτοπίας".

Γιώργης Χολιαστός
 

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ

Σε ποια γωνιά του Σύμπαντος
στέρια σαν γρανιτένια επατούσε
δεν μπόρειε να πει,
όμως το πρόβλημα του Αρχιμήδη το είχε λύσει:
τη γη στα χέρια του την εκρατούσε
σαν μπάλα παιδική χρωματιστή
που παίζοντάς επάνω κάτω την πετούσε.

Ύστερα-κι όχι πως πέρασε πολύς καιρός
να! κάπως σαν απ’ τόνα κλείσιμο ματιού στο άλλο,
σαν έργο κάποιας μάγισσας αναποφάσιστης,
εβρέθηκε
αυτός να είναι σκόνης ένα μόριο
στης γης αυτής την ατελείωτη ατμόσφαιρα,
κι εκείνη ένας πλανήτης γύρω από τον ήλιο…

Αυτά βεβαίως όλα δείχνουνε
πως δεδομένο τίποτα δεν είναι.
Πολύ  περσότερο που ένα μάτι  
ανοιγοκλείνει δα πολλές φορές.

Γιώργης Χολιαστός

ΝΑ ΣΩΠΑΙΝΕΙ

Μια κούκλα από τις όμορφες τις πλαστικές εκείνες
που τις βιτρίνες των λαμπρών εμπορικών στολίζουν
απέραντα, ασυγκράτητα κι ασίγαστα αγαπώ.
Της το 'πα' δε με κράτησε ο φόβος μην ντραπώ
κι ούτε έκρυβα τα μάτια μου που αγάπη καθρεφτίζουν
ούτε προτού να της το πω σκεφτόμουνα για μήνες.

Και κείνη δεν εμόρφασε μ' αηδΐα ή με "λύπη"
και ούτε με παράξενο με κύτταξε ένα βλέμμα
σα να μου λέει: "μπορείς και συ γι αγάπη να μιλάς;
μπορείς και συ αληθινά τάχατες να φιλάς;
μπορεί κι εσέ πιο κόκκινο να γίνει σου το αίμα
και της καρδιάς σου πιο γοργοί να γίνουνε οι χτύποι;"

για ν' απαντήσει μέσα της αμέσως: «βέβαια κι όχι»
και να με διώξει σίγουρη ότι δεν κάνει λάθος.
Μονάχα στέκονταν ορθή ακούοντας σιωπηλά
ενώ άφηνα του λόγου μου το ρυάκι να κυλά
και να της λέει για το άσβεστο που μ' άναψε το πάθος
στου κόσμου αυτού την άξενη που βρέθηκα την κώχη.

Μια μέρα που τα ψώνια μου θα έχω τελειώσει
απ' το λαμπρό κατάστημα εκείνο θα περάσω,
θα βρω τον ιδιοκτήτη του και κει ορθά κοφτά
δίνοντας ακατέβατα όσα μου πει λεφτά
το φως που τη βιτρίνα του στολίζει θ' αγοράσω
(σα δει το χρήμα πως κρατώ αμέσως θα τη δώσει).

Κι έτσι για πάντα δίπλα μου θα 'χω μια αγαπημένη
που "όχι" σ' ό,τι της ζητώ ποτέ της δε θα λέει'
τις νύχτες σro κρεββάτι μας θα πέφτουμε αγκαλιά,
όλα όσα μέσα μου κρατώ θα παίρνει τα φιλιά,
δε θα γελάει ψεύτικα ούτε ψεύτικα θα κλαίει,
και στις στιγμές τις μυστικές θα ξέρει να σωπαίνει.

Τα βράδια θα γυρίζουμε στις σκοτεινές παρόδους
(τη μέρα αν τηνε βλέπανε μπορεί να μου την κλέψουν)
λίγο για ν' αναπνεύσουμε αέρα καθαρό-
κι ύστερα αμέσως έρωτα που τόσο λαχταρώ'
και ολ' αυτά όσοι κουτοί αρνούνται να πιστέψουν
της τεχνικής στη σκέψη τους ας φέρουν τις προόδους.

Γιώργης Χολιαστός


ΣΑΝΤΡΑ Η ΓΛΥΚΙΑ WAITRESS
ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΤΗΣ CANOGA
L. A.

-.Είσαι Αμερικανίδα
με άγνοια Ελληνικών
κι εν οίδα: ότι ουκ οίδα
λέξη εγώ Αγγλικών.

Αγκάθι της ερήμου
για γλώσσα έχεις εσύ
και είναι η δική μου
μια όαση χρυσή.

Χόρτα σου παραγγέλνω
μου φέρνεις κρεατικό.
Πίσω στα ξαναστέλνω
με τρόπο μιμικό.

Όταν σε δω μεθάω
χωρίς σταλιά πιοτί.
Σου λέω σ' αγαπάω
μου λες ποιος ξέρει τι…

Επίμονα κοπιάζεις
να κάνεις νοητό
το που απ' το στόμα βγάζεις
μυστήριο βουητό.

Μα τίποτα. Δεν πιάνω
λέξη απ' όσα λες
προσπάθειες κι ας κάνω
καθώς και συ πολλές.

Αλλά μωρό μου ξέρω
στις γλώσσες μας τις δυο
πώς ταίριασμα να φέρω
με τρόπο οριστικό:

θα συνεννοηθούνε
και μάλιστα πολύ
σ' ένα γλυκό α' δοθούνε
οι δύο τους φιλί.

Γιώργης Χολιαστός


ΛΙΒΑΝΙ ΚΑΙ ΚΡΑΣΙ

Μια φορά το δίμηνο περίπου
οι ξεριζωμένοι συναθροίζονται.
Με τα καλά τους ντύνονται σεντόνια
γεμίζουνε τις τσέπες τους σπερνά λιβάνι και κρασί
και πάνε..

Τα κόκαλά τους τρίζουνε στις χειραψίες.
Διστακτικά κι αμήχανα τρώνε
σαν κάτι αταίριαστο να κάνουν.

To κρύο της βραδιάς μπαίνει στο δωμάτιο
σα να 'τανε το σπίτι ανοιχτό.

Ανάμεσα σε δυο άδειες καρέκλες η συνεχώς ομιλούσα κυρία'
ανάμεσα σε δυο χιονισμένα βουνά σιωπής
μια χαράδρα στεγνού λόγου.

Και η Τζούλια με τη μετάφρασή της.

Μια κυρία
κρατώντας ένα ποτήρι ψεύτικο κρασί
λέει δυνατά:
"ήμουν προϊσταμένη του κυρίου Κελέκη!"
Και οι λέξεις της πέφτουνε αμέσως κάτω
κούφια-άδεια λόγια
γιατί η προϊσταμένη είναι κενή και γκρεμισμένη
και γιατί ποτέ δεν υπήρξε κύριος Κελέκης.

Λέξεις κενές
νομίζεις ότι τις φαντάστηκες.
Όμως όχι.
0 οικοδεσπότης -τρία δολλάρια το κεφάλι-
νιώθει την παρουσία τους
κι ανοίγει διάπλατα την πόρτα.
Οι λέξεις,
που δεν έχουν τι να κάνουν
ορμούν έξω.

Ομιλεί ο κύριος πρόεδρος:
"έχουμε την ευτυχή συγκυρία.." (πού την έχουν άραγε;)
"..τον κύριο Κωνσταντόπουλο
τέως δημοσιογράφο της ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗΣ.."
Ο κύριος Κωνσταντόπουλος από συνήθεια μόνο
διορθώνει: "της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ!"
και ξανακοιμάται.

Κάποιος γιατρός φωνάζει: "στην Αμερική
πρέπει ν' αγωνιστείς για να περάσεις στην αντίθετη όχθη'
μα όταν βρεθείς εκεί, αυτό ειν' όλο-σώθηκες!".

Τι να σημαίνει τάχα "σώζομαι" 'δώ πέρα;

Γιώργης Χολιαστός
 

ΑΧΟΥ!..

Αχ! που θαρρέψατε πως εμεγάλωσα
και πως σοβάρεψα και πως εμυάλωσα...
Αχ! που μετρήσατε με μπόϊ το ψήλωμα
και μου στερήσατε χάδι και φίλεμα-

και με φορτώσατε αντίς για παίξιμο
ευθύνης βάδισμα-φροντίδας τρέξιμο...
Άχου! καλοί εσείς που μ' αποκόψατε
από τ' αγκάλιασμα-που μ' αποδιώξατε

απ' της αγκάλης σας το φίλο ζέσταμα
κι αποξεράθηκα κι είμαι για πέταμα...
Άχου! καλοί εσείς που από τις έγνιες σας
έξω με βγάλατε τις ασημένιες σας...
Κι α! ζωής κακότροπο αγέρι σκότεινο
που σβεις κάθε όμορφο κεράκι κόκκινο...

Γιώργης Χολιαστός
 

Η ΚΟΥΚΛΑ

Τα μάτια μου δυο πέτρες
άχυρα τα μαλλιά
ξύλα τα πόδια μου
το σώμα μου πανί με πριονίδι γεμισμένο.
Μια κούκλα ευτελής
σχεδόν ανυπόστατη
είμαι.

Κι όμως προβάλλω αξιώσεις
για προσοχή και αφοσίωση.
Καταλαμβάνω χώρο έτσι που κανείς
την ίδια ώρα δεν μπορεί
να είναι εκεί που είμαι.
Μιλώ και εκβιάζουνε τα λόγια μου αποφάσεις.
Με άλλες κούκλες
κοινωνικές συνάπτω σχέσεις.
Εργάζομαι
κοιμάμαι
περπατώ.
Λίγο ακόμα και θα έλεγα: "υπάρχω".

Γιώργης Χολιαστός
 

ΠΕΘΥΜΗΣΑ..

Μυστήρια που 'ναι η ψυχή του ανθρώπου...
πεθύμησα τα πράγματα του γενεθλίου μου τόπου!
πεθύμησα όταν οδηγώ να χάσκουνε δεξά μου
χαράδρες επικίνδυνες και βράχια αριστερά μου.
Πεθύμησα ατιμώρητη παράβαση τροχαία
κάτω απ' του πόλισμαν την περικεφαλαία.
Να μου σερβίρουνε ξύγκικες πεθύμησα μερίδες
και να διαβάζω ψέματα στις εφημερίδες.
Πεθύμησα γυναίκα όταν πειράζω
να ξέρει βρε αδερφέ πως την πειράζω...
Της γυναίκας πεθύμησα το νάζι
κάθε τρεις το γκόβερνο ν' αλλάζει
και ντομάτες με δίχως ορμόνες
και βαρείς, χιονισμένους χειμώνες.

Πεθύμησα να φάω γλυκό περγαμόντο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!

Να οδηγώ πεθύμησα σε δρόμους που 'χουν λάκκους'
πεθύμησα αργοκίνητους χωροφυλάκους'
πεταμένα πεθύμησα στους δρόμους σκουπίδια
και στις στέγες αντί πισσόχαρτα κεραμίδια.
Πεθύμησα να πάω βόλτα με τα ποδάρια
και με μαγαζάτορες να κάνω παζάρια.
Να με χτυπήσουνε πεθύμησα μυρωμένοι αγέρηδες
και στις πλατείες να δω χασομέρηδες.
Πεθύμησα πωλητές να μ' αγριοκυττάνε
και ανθρώπους ένας τον άλλονε να βαράνε.
Να βρεθώ πεθύμησα πάλι
στου χαρούμενου τρύγου τη ζάλη'
με σταφύλια γλυκά να μεθάω
και χορεύοντας να τα πατάω.

Πεθύμησα σκορδίλα να μυρίσω σ' ένα χνώτο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!

Τη βρώμα ενοστάλγησα στους δημοσίους χώρους.
Πεθύμησα τα μάλλινα να τρώγονται απ' τους σκόρους.
Του τζίτζικα πεθύμησα τραγούδι στις ελιές
παιχνίδια των παιδιών στις γειτονιές.
Κουτσομπολιό πεθύμησα-κουβέντες-φλυαρία.
Ραχάτι επεθύμησα στα καφφενεία.
Των οδηγών πεθύμησα τη μούντζα
κι αγουροξύπνητες φάτσες με ρούντζα.
Μπουρνέλια ελαχτάρισα! Τζάνερα! Μούρα!
Και φασαρία-σαματά-σάλο-φωνές-βαβούρα.
Πεθύμησα οι άνθρωποι απ' ό.τι πούνε
το αντίθετο ακριβώς να εννοούνε.
Επεθύμησα όταν βολτάρω
κάθε λίγο γνωστό να τρακάρω.
Επεθύμησα φίλους και κέρνα
και πιοτό και μεζέ σε ταβέρνα.
Πεθύμησα σαϊνια που μπαίνουν με το πρώτο
ΠΕΘΥΜΗΣΑ ΕΛΛΑΔΑ ΡΕ ΓΑΜΟΤΟ!

Γιώργης Χολιαστός

(Λος Άντζελες)
 

MIA ΓΡΙΠΠΗ

Βαριά μια γρίπη κόλλησα κι έγραψα στην Ελλάδα
για τους μεγάλους πόνους μου, τη θέρμη, τη ζαλάδα
για όλα όσα ο άνθρωπος θέλει μια παρηγόρια
σε κάθε δύσκολη στιγμή, σε κάθε ανημπόρια.

Σε πέντε μέρες ήμουνα καλά' το γράμμα όμως
ακόμα δε θα έφτασε' είναι μακρύς ο δρόμος'
κι η απάντησή τους κάποτε σε μένα όταν φτάσει
της γρίπης τα συμπτώματα θα έχουνε περάσει.

Μα ο θεός βοήθησε κι αυτούς αλλά και μένα.
Τα λόγια της συμπόνιας τους δεν πήγανε χαμένα-
τόσο το γράμμα που κι αυτοί γράψανε είχε αργήσει
που όταν έφτασε, ευτυχώς, είχα ξαναρρωστήσει.

Γιώργης Χολιαστός

 Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΠΑ

Αυτό το δανεικό μικρό βιβλίο-
αυτή η ποιητική ανθολογία –
ετούτο το ζεστό το πανδοχείο
στη νύχτα την αφώτιστη και κρύα-

ετούτο το βιβλίο που επήρα
εχτές στη Δημοσία βιβλιοθήκη-
ετούτη η φωτερή ανθοπλημμύρα-
τα ονειρικά χερσαία αυτά τα φύκη-

ετούτο το μικρό βιβλιαράκι,
τι ήχοι μες στα φύλλα του που ηχούνε!
τι ανήκουστα θεριά! τι θείοι δράκοι!
τι τέρατα τυφλά το κατοικούνε!

Τι χρώματα εξαίσια-τι τοπία-
τι κάστρα που υψώνονται εντός του!
πώς σάρκινη προβάλλει η ουτοπία-
χορτάτες πώς οι ύαινες του Νόστου!

Και πώς μες στις σελίδες του μια θέση
κρατεί και μια γωνιά για τον καθένα
και πόσο συμπονούν όποιον πονέσει
τα τόσα μυστικά που 'χει κρυμμένα...

Καθώς με κρύα χέρια ξεφυλλίζω
τα φύλλα τ’ απαλά σαν περιστέρια
εντός του άλλα πρόσωπα αντικρίζω
και βλέπω να σαλεύουν άλλα χέρια.

Και τρέμοντας τα χέρια μ' αγκαλιάζουν
κι ολόχαρα ματάκια με θωρούνε
και άϋλα κορμάκια πλησιάζουν
το φίλο τον καινούργιο για να δούνε.

Και μέσα τους αφήνομαι και σ' άλλην
ζωή και κοινωνία φτερακίζω
και κει αναστηλώνομαι και πάλι
και πάλι προσπαθώ...και πάλι ελπίζω...

Γιώργης Χολιαστός
(Λος Άντζελες, 1989)

 TO ΠΑΝΗΓΥΡΙ Τ' ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ-1996

Ο χώρος ανοιχτός.
Κόσμος πολύς.
Τραγούδια οτη διαπασών.
Βουή χαρούμενη του κόσμου.
Πανηγυριώτικα παιχνίδια.

Ας κάτσω εδώ βλέποντας προς την πίστα.
Μια νεαρή ντυμένη κόκκινα έχει χώσει το κεφάλι της
ανάμεσα στα σκέλια του συντρόφου της
μα-αλλίμονο-ξερνάει.
Ένας αρμένης ξελαρυγγίζεται: Λίζαααα..Λίζαααα...
Μια φιλιππίνα φοράει το παπουτσάκι του παιδιού της'
εκείνο κλαίει.
Πώς σειέται κεινη η μαυρομμάτα...

Μπύρες, σουβλάκια, σόδες, κοτόπουλα..
Καλά πήγε η μέρα.
Ουρές στα ταμεία.
Ο παπάς θα πάρει καινούργιο αυτοκίνητο.
Να και ο χορός που οι γυναίκες αυνανίζονται όρθιες και
ντυμένες.
Ακόμα η κόκκινη ξερνάει ένα καφφέ υγρό.
Ανάμεσα σε δύο εκτοξεύσεις της ψελλίζει: It's from the ouzzzo...
Δυο παιδάκια χαμένα μέσα στο μαλλί της γρηάς.
Μια ποθογεννημένη με σταμπαρισμένον στο μπλουζάκι
της έναν αρχαίο ναό.
Η δεξιά η ρόγα της διαρκώς γκρεμίζει ένα του κιονόκρανο.
...Μα κουφή είναι αυτή η Λίζα; Κλείνω τ' αυτιά μου.
Ο θόρυβος γίνεται ονείρου.
(Πώς με μια κίνησή μου αλλάζουν όλα!..)
Ξάφνω απ' το μεγάφωνο: "Hercules to the office please.."
…έχει γούστο..
αλλά όχι-ένα γεροντάκι σηκώνεται
και με δυσκολία τρεκλίζει προς το γραφείο.
Η Λίζα τέλος άκουσε και γύρισε.
Ο πατέρας της την ενημερώνει: "εδώ είμαστε!"

Ανοίγω τ' αυτιά μου. Κι εγώ εδώ είμαι πάλι.
"Πρόσεχε το ζουμί!" φωνάζει μια κυρά στον άντρα της που προπορεύεται
κρατώντας ένα πιάτο λουκουμάδες.
Δίπλα μου περνάει η ξανθούλα που κάποιος θα μπορούσε να ερωτεύεται τις κνήμες της αιωνίως και αυτοτελώς.
Η κόκκινη συσπάται χωρίς να βγάζει τίποτα πια.
Τριάντα χρόνια ύστερα θα λέει σε κάποιονε: "θυμάμαι
στο ελληνικό πανηγύρι το εννενήνταέξη
ξέρναγα συνέχεια".
Κι όταν το λέει αυτό
η μαυρομάτα μπορεί να ’ναι και γιαγιά.
To κάρο του παπά θα είναι παλιοσίδερα
κι ο ίδιος ο παπάς μια χούφτα βρώμιο χώμα.
Η Λίζα θα φωνάζει η ίδια τώρα στο παιδί της
σε κάποιο πανηγύρι ελληνικό γ
ια να του πει:"εδώ είμαστε!".
"εδώ"..
"είμαστε"..
Ψεύτικες λέξεις ψεύτικων ανθρώπων-
η μόνη αλήθεια τους..

Γιώργης Χολιαστός

 ΘΟΡΥΒΟΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
(8741 OWENSMOUTH , CANOGA PARK)

Τις ώρες τις μικρές:
η πόρτα που ανοιγοκλεί γι αυτούς που αργά γυρίζουν.
Η βορινή μου διπλανή που μαγειρεύει, πλένει,
και κάνει όλες τις δουλειές νύχτα παρά ημέρα.
Οι μεξικάνοι που μιλούν δυο-δυο, τρεις τρεις αντάμα
θυμίζοντάς μου τις παλιές βεγγέρες στην πατρίδα.
Οι κλαγγές από τα ξίφη
τ' ασημένια της σελήνης
που χτυπάνε στ' ατσαλένια
των λαμπτήρων της αυλής μου
σ' εν' αγώνα για τη νύχτα και για την ψυχή του ανθρώπου.

To ψυγείο μου που βρυχιέται σα λιοντάρι κουρασμένο.
To ρολόϊ μου που μέσα στης νυχτιάς την ησυχία
μοιάζει σαν βαριά καμπάνα σε μεγάλη εκκλησία.
Η νοτινή μου διπλανή που ηδονικά βογγάει
κατω από έναν εραστή καινούργιον κάθε τόσο.
Η βουή του σύμπαντος καθώς απλώνεται ολοένα.
Κλάμα μωρού από κάτω μου-νομίζω από το πέντε.

Τις ώρες τις μεγάλες:
Ο εφημεριδομοιραστής που τρέχοντας πετάει
εφημερίδες δω και κει κανείς που δε διαβάζει,
κι οι πονεμένες, απαλές, φωνούλες των γραμμάτων
όταν χτυπάει το χαρτί επάνω στο τσιμέντο.
Η βουή του σύμπαντος καθώς απλώνεται ολοένα.
Του Πόνου το φτερούγισμα μες στο κλουβί της πλάσης.
Κάποιος που τρεις φταρνίζεται φορές λίγο πριν φέξει.
Η νοτινή μου διπλανή που αφού βροντά την πόρτα
με βήματα τρανταχτερά διασχίζει την αυλή μας
πηγαίνοντας για τη δουλειά.
Κουδούνισμα τηλέφωνου κάπου από μακριά-
κουδούνισμα επίμονο και συνεχές για ώρα
(χρόνια εννιά κάθε αυγή
για ποιόνε να σημαίνει..
και από ποιόνε και γιατί..)
Της νύχτας η περήφανη αναφορά στη μέρα.
Υπόκωφο κι απόκοσμο κι ανήλεο και στριγγό
του ήλιου το σκαρφάλωμα ως τη ράχη του βουνού
και από κει ψηλότερα ώσπου παντού να λάμψει
τη στοργική σκοτώνοντας και πάλι άγια νύχτα.
To ψυγείο.
To ρολόϊ.

Γιώργης Χολιαστός

 ΟΙΚΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΑΝΩΘΕΝ
RESTAURANT "EARLY WORLD"
DOWNTOWN L.A.

Με βία ανασαίνουν
με βία περπατούν
στο RESTAURANT μπαίνουν
μαγκούρα κρατούν.

Μιλούν σαν να ψέλνουν-
τα μάτια ογρά-
αργά παραγγέλνουν
και τρώνε αργά.

Με τακτ κι αξιοπρέπεια
τους γύρω κoiτούν
σωστά, με συνέπεια
τα ρέστα μετρούν.

Κατόπι τη θύρα
διαβαίνουν δειλά
(τα μάτια τα στείρα
να βλέπουν ψηλά)

και παν και πεθαίνουν
με βήμα αργό
στο δώμα που μένουν
το πάντοτε υγρό.

Γιώργης Χολιαστός

ΕΛΛΗΝΙΣΜΌΣ ΚΑΙ ΈΛΛΗΝΑΣ

-Δεντρί με κούρβουλο κάθε κλωνί σου,
Γλυκέ, Μαυρόντυτε, Πικρέ Πατέρα
ακόμα ποιο ακριβό θρηνείς παιδί σου;
-Τη Σμύρνη-την τρανή μου θυγατέρα!

-Φτάνει Πατέρα. Σκούπισε το δάκρυ.
Θεός τα παίρνει όλα και τα δίνει.
Κι αν ίσως έχασες της γης μιαν άκρη
μα της ζωής δε στέρεψε η κρήνη.

-Δεν ήταν γης μα ολάργυρο φεγγάρι.
Χρυσάμαξα που αγγέλοι τηνε σύραν.
Κι ήταν διαμάντι και μαργαριτάρι.
Και δεν την πηρ' ο Θεός-Τουρκοί την πήραν!

Γιώργης Χολιαστός
 

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Όταν λοιπόν θα πάω στην Αθήνα
και θα 'μαι εκεί κοντά τους ένα μήνα
τ' αδέρφια εμείς να πούμε κάτι πρέπει
το φως αμίλητα να μη μας βλέπει.

Λοιπόν ας πούμε όσα στριμωγμένα
μέσα μας βρίσκονται καιρό θαμμένα-
καθείς αυτό στον άλλο το χρωστά
έτσι που ζούμε χρόνια χωριστά.

Απ' όσα κλει' η καρδιά και η ψυχή μας
κι η δίψα όσα ποθεί η αδερφική μας
ας δώσουμε όσα πρέπει να δοθούν.
...Μα όχι,αυτά δεν πρέπει να ειπωθούν…

Του νου ας πούμε τότε τα παιχνίδια'
της φαντασίας τ' άσωστα παιχνίδια'
τα όνειρα που πλαντούνε στη σιωπή.
...Μα ποιος ακούει τέτoια αν ο άλλος πει…

Να λέγαμε για πάθη και για μίση;
Καθείς τον άλλο θα παρεξηγήσει.
Ισορροπία έτσι μια λεπτή
σε τέτοια δεν αντέχει κριτική...

Για ποίηση-που να 'ναι ξορκισμένη;
Όλων τα λέκτρα η σεπτή δε χλιαίνει.
Για το ηλιοφώς τη φύση που μισεί;
Λόγο ποιος θα 'στεργε τέτοιον θρασύ;

Μα να! Ας πούμε για Φιλοσοφία!
Για Τέχνες! Για των άστρων την πορεία!
Τα τέτοια μάλλον λέγονται ευχερώς.
...Όμως κανείς μ' αυτά είναι ανιαρός...

Λοιπόν στην πάντα τα απαγορευμένα.
Ας πούμε κάτι απ' τα συνηθισμένα-
για χόμπυ, για συνήθειες, για δουλειές,
για γνωριμίες νέες και παλιές...

Ναι! Αυτά θα λέγαμε ανυπερθέτως
αν αιστανόμασταν κάπως ανέτως.
Μα κάτι άλλο και την ώρα αυτή
να γίνει από κάποιον θα βρεθεί….

Καλά. Κάτι θα βρούμε. Υπάρχουν τόσα.
Δεμένη δε θα μένει έτσι η γλώσσα.
Δε θ' απομείνουμε βουβοί εντελώς.
...Ορίστε! Ο καιρός είναι καλός!
Ακόμα η γλώσσα κι άλλο θες να τρέξει;
Αμέσως: αύριο μάλλον θα βρέξει!...

Γιώργης Χολιαστός

(Λος Άντζελες)
 

ΠΩΣ; 

 

Πώς θα πας να κοιμηθείς

και θ’ αφήσεις το φεγγάρι;

Τέτοια θλίψη, τέτοια χάρη

πώς μπορείς ν’ απαρνηθείς;

 

Ρέει το φως του σαν ασήμι

και λαμπρύνει το βουνό.

Ρέει από τον ουρανό

Και τη γη νυφούλα ντύνει. 

 

Πώς θα στέρξεις και θα χάσεις

τέτοιο ψέμμα; Πώς της γης

όσο απόψε κι αν λαμπρής

 την αλήθεια θ’ αγκαλιάσεις;

 

Πώς, που στρώμα της το χώμα

κι ύπνος αιώνιος το φιλί;

Πώς, γλυκά που σε καλεί

απ΄τα ουράνια τέτοιο σώμα;

 

Άπελπε ονειρευτή 

ρίξε κάτου το μαχαίρι:

πώς εσύ, σελήνης ταίρι

θα κοιμόσουνα τη γη;

 

 Γιώργης Χολιαστός

 

ΣΤΗΝ ΑΚΕΦΙΑ

 

Διάβαζα ένα Ποιήσεως βιβλίο.

Χτύποι, στην πόρτα μου τη φτωχική.

Κάποιος θα υποφέρει μες στο κρύο.

Ας πάω να δω ποιός είναι εκεί.

 

Ανοίγω. Η Αθλιότητα μπροστά μου

Μέσα να μπει ζητάει φορτικά.

Να μπει και να μου πάρει  τα κλειδιά μου

Και τα γυαλιά μου τα πρεσβυωπικά.

 

Καλή μου καλώς ήρθες. Πέρνα μέσα.

Πάντα μου ήθελα μια συντροφιά.

Πάντοτε αναζητούσα μια μαιτρέσσα

Στη λύπη  σύντροφο-στην ακεφιά.

 

Γιώργης Χολιαστός

 

(Όταν ο Ανδρέας ασθενών ευρίσκετο κλινήρης

και ποιήματα του έγραφε ο Τηλέμαχος Χυτήρης,

Μήτρος και Γιάννος βρίσκονταν στην πόλη των Αγγέλων

 και μ’όσα άκουαν από κει, είτε έκλαιον είτε εγέλων.)

 

(Μιας και στο Νοσοκομείο δεν μπορούν οι δυο να πάνε

Από δω Μητρός και Γιάννος όσο το μπορούν βοηθάνε)

 

Η υγεία του Πρωθυπουργού συνέχεια επιδεινώνεται

Και τούτο το περιοδικό πάλι ανασκουμπώνεται

Να σώσει ανιδιοτελώς και πάλι την κατάσταση

Που είναι η χειρότερη από την Επανάσταση.

Κι αυτό γιατί αμφισβήτηση υπάρχει τεραστία

Για το αν υπάρχει πράγματι πρωθυπουργός ή όχι.

Και όσο η κατάσταση κι αν μοιάζει ναναι αστεία

Ομως η Ελλάς επί ξηρού βαδίζει τώρα κώχη.

 

Υπάρχει ο πρωθυπουργός ή τάχα δεν υπάρχει;

"Ναι" λέει ο επίτροπος ο κυβερνητικός.

"Οχι", ο Εβερτ απαντά ο σ’ όλα ειδικός,

"Κι αν λέει ο Χυτήρης ναι, τελείως χαμένα τάχει."

"Υπάρχει!" λέει η Μιμή το σοβαρό της παίρνοντας.

"Υπάρχει!" λέει το ΠΑΣΟΚ τα φτωχαδάκια γδέρνοντας.

"Υπάρχει!" λεν οι γέροντες απανταχού του κόσμου.

"Υπάρχει!" λέει κι ένας τυφλός-'Όρκίζομαι στο φως μου"

"Δεν υπάρχει!" λέει με πείσμα η διωχθείσα Μαργαρίτα.

"Δεν υπάρχει!" λένε όσοι του ΠΑΣΟΚ δεν τρώνε πίττα.

"Δεν υπάρχει!" λεν ατάκα οι αβάσταγοι δελφίνοι.

"Δεν υπάρχει!" λένε κι όσοι το βαλάντιό τους φθίνει.

 

Κι όλοι λένε μες στο κράτος

Και φωνάζουνε αρκούντως

"Δεν τον βλέπετε; Να-νάτος!'"

«Δεν τον βλέπουμε.Που-πούντος;»

 

Κι όλα τάχουν παρατήσει

Κι έχουν όλοι παλαβώσει

Να ρωτάνε αν θα ζήσει

Η' αισίως θα τα τεντώσει.

 

-Ακουσα ότι σε μία πυρετού μεγάλη κρίση

Πριν ακόμα ν’ αναπνέει με αναπνευστήρα μόνο

Φίλησε το Μητσοτάκη.

 

                                        -Και τον Εβερτ θα φιλήσει

 

Κι ίσως και τη Μαργαρίτα. Αρκεί νάχει λίγο χρόνο.

 

-Λες ο θεός να τον φωτίσει έτσι τώρα πουν' κοντά του

Κι ο Αντρέας να ξεχάσει τ’ άθεα φερσίματά του

Και ν’ απλώσει τα δυό χέρια σαν Χριστός επί του Όρους

Κι από το φτωχό κοσμάκη ν' αφαιρέσει λίγους φόρους;

Λες να βρει καλό ένα λόγο και για την Αμερική;

Λες τη νέα να χωρίσει τη γυναίκα πούχει πάρει

Και τη Μαργαρίτα πάλι νάχει σταφανωτική;

Λες στα δέντρα ν’ ανεβούνε και να κελαδούν οι σπάροι;

 

-Δεν πιστεύω.Είδα όμως ένα όνειρο κακό.

Πως ακέφαλο εβρήκαν οι γειτόνοι μας το κράτος

Και τους άναψε το αίμα το πολύ γειτονικό

Και μας κάνανε πολέμους κι είχαν νίκες κατά κράτος.

 

-Μη φοβάσαι τέτια. Οχι. Εχουμε πρωθυπουργό.      

Κι αν λιγάκι πρωτοτύπως και με τρόπο όχι γοργό

Μα η Κυβέρνηση δουλεύει κι αντίς λόγων του ριπές

Από τώρα ο Αντρέας θα μιλάει με ζωγραφιές.

 

-Δηλαδή;    

 

                    -Να! Υποθέτω πως για ό,τι τον ρωτάνε 

Σχήματα πολλά θα κάνει που αντίς του θα μιλάνε.

Θα τόνε ρωτάν ας πούμε τι προβλέπει για τον τόπο

Και θα ζωγραφίζει εκείνος ένα πλοίο δίχως κόπο,

Που μοναχά το κατάρτι θάχει αβούλιαχτο ακόμα.  

Θα τόνε ρωτούν ελπίδες αν κρατάει για το κόμμα

Και θα ζωγραφίζει εκείνος πρόβατα που χώρια βόσκουν.

Θα τόνε ρωτάνε "Κρίσεις στο Πολίτευμα υποφώσκουν;"

Και εκείνος, φιλαλήθης, θα σχεδιάζει πέντε βόμβες.

Και «προβλέπετε θυμάτων να υπάρξουν εκατόμβες;» 

Μια σελίδα μέχρι κάτου με σταυρούς θα τη γεμίζει.

"Και τί βλέπετε σα λύση στη φουρτούνα που εγγίζει;"

Και κατάπληκτοι θα βλέπουν να σχεδιάζει ένα στέμμα. "

Μήπως είναι αυτό το σχήμα ένα ευτράπελο σας ψέμμα;

Στη Μιμή σας και στον θώκο μας ορκίζεστε επάνω;"

Και πετώντας το μολύβι θα ψελλίσει "να πεθάνω".

 

-Τελικά ποια γνώμη έχεις; Έχουμε πρωθυπουργό; 

Αν εμένανε ρωτήσεις, ναι και όχι λέω εγώ.

 

-Αι απόψεις μας δεν ήσαν ουδεπωποτε κοιναί.

Αντιθέτως από σένα,όχι λέω εγώ και ναι.-

 

                                 ----------------