Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

ΣΤΙΧΟΙ ΤΗΣ ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΠΑΡΕΑΣ

ΦΙΛΕ ΓΙΑΝΝΗ
Στο Γιάννη, φίλο του Μπούλη

Φίλε Γιάννη! Φίλε Γιάννη!
πού το ρέμα τάχα βγάνει;
πού μας πάει η ζωή
με την τόση της ορμή;

Ή με ήλιο η με αέρα
πέφτουμε όλη την ημέρα
με τα μούτρα στη δουλειά
και τα βάσανα ζαλιά.

To πρωί όταν ξυπνούμε
πρέπει κιόλας να βιαστούμε-
σηκωθήκαμε αργά
και η ώρα προχωρά.

Ξούρα, ντους, ντύσιμο, μάσα
δίχως ρέγουλο κι ανάσα
και ορμάμε βιαστικοί
και σκορπάμε εδώ κι εκεί.

Και σπαρίλας του θανάτου
πάει καθένας στη δουλειά του.
και τ' ωράριο αρχινά
να τελειώσει που ξεχνά.

Ο πελάτης να γκρινιάζει
ν' απαιτεί και να φωνάζει
και πιο κει σα μυστικός
χωροφύλακας: ο boss.

Ο καθένας το δικό του
το μακρύ και το κοντό του
και μιλάν όλοι μαζί
και βοά το μαγαζί.

Κι όλο κάτι πάντα βγαίνει
και στη μύτη μας μας μπαίνει
μια εκείνο και μια αυτό
δε στεκόμαστε λεφτό.

Κι αν γεμάτη θέμε τσέπη
σ' όλους "yes" να λέμε πρέπει
κι είδος σπάνιο το κοινό
εκατάντησε το "no".

Κι αποσταίνει το δολάριο
και τελειώνει το ωράριο
και το κάρο καβαλάς
και στο σπίτι πλέον πας.

Κι οπως συ κανείς αν λάχει
λογική γυναίκα να 'χει
τότε θα ξεκουραστεί
σα στο σπίτι του βρεθεί.

Μα οι κακόμοιροι οι άλλοι
και στο σπίτι το ίδιο χάλι:
ο αιώνιος πελάτης-
η γυναίκα- το χαβά της.

Μα και γκρίνια να μην έχεις,
και στο σπίτι πάλι τρέχεις.
Είναι του σπιτιού οι δουλειές
κι αναγκαίες και πολλές.

Να εχάλασε η βρύση,
να το τζάμι έχει ραϊσει,
να εγδάρθηκε ο σοβάς
και καιρός ούτε να φας.

Και με το 'να και με τ' άλλο
ή μικρό είτε μεγάλο
κάθε μέρα ξεψυχά
σα δελφίνι στα ρηχά.

Και απ' όλες τις ημέρες-
κάθε μια και δυο φοβέρες-
σαν εικόνα ελκυστική
μένει μόνο η Κυριακή.

Οι νεκροί έξω απ' την κάσσα!
Επιτέλους! Μιαν ανάσα!
Δεν μπορεί, όσο να πεις
κάπως θα ξεκουραστείς.

Μα κανείς προτού να κάτσει
πρέπει κάτι να κοιτάξει...
δύο μοναχά λεφτά...
έτσι...να...στα πεταχτά...

Να! Θα πρέπει να κουρέψει
το γρασίδι που 'χει αγριέψει
και τα δέντρα εκειδά
να κλαδέψει χαμηλά.

Την κουζίνα ν' ασβεστώσει
που οι καπνοί έχουν λερώσει
τη λαβή του καναπέ
να γυαλίσει και απέ...

Απε χάραγμα το κλήμα.
Και τα λάχανα-τι κρίμα-
δεν εκάναν προκοπή'
λίγο θέλουνε φουσκί.

Και την πόρτα να στεριώσει
που 'χει εσχάτως χαλαρώσει
(βλέπεις αν δεν προσεχτεί
το τσαρδί θα ρημαχτεί...)

Ε! Αφού αυτά θα κάμει
κι έχει πλέον αποκάμει
όση μέρα μένει πια
του ανήκει οριστικά.

Α! Δουλειές και φασαρίες...
Μήπως στέκουμε κι αργίες;
Σα στη λεμονιά οι ανθοί
όλο κάτι θα βρεθεί.

Από το πρωί ως το βράδυ
ακλουθάμε το κοπάδι.
Κι απ' το βράδυ ως την αυγή
εφιάλτης η σφαγή.

Μακριά από την πατρίδα
(δέκα χρόνια δεν την είδα)
μακριά απ' τα ιερά
βράχια, χώματα, νερά.

Φίλε Γιάννη! Φίλε Γιάννη!
Πού το ρέμα τάχα βγάνει;
πού μας πάει η ζωή
με την τόση της ορμή;

----
ΣΤΙΧΟΙ ΤΗΣ ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΠΑΡΕΑΣ

ΨΑΞΕ!..
(Στη Ντόρα, αδερφή του Μπούλη))

Ντόρα Ντόρα ήρθ’ η ώρα
Ντόρα Ντόρα ήρθ’ ο καιρός
μια νυφούλα λευκοφόρα
να γινείς κι εσύ. Εμπρός!

Α! βρε Ντόρα! α! βρέ Ντόρα!
Α! δεν  είσαι ποια μικρή
κι  η δική σου έφτασε ώρα
κι η δική σου ήρθε γιορτή.

Βρέ  ποιού άρχοντα εγγόνι
και παιδί ποιού  βασιλιά
με ταξίμι μεγαλώνει
τη δική  σου αγκαλιά;

Βρε  ποιο άστρι ποιο φεγγάρι
ποιος λαμπρός αυγερινός
ποιο  πανώριο παλικάρι
θα γενεί  για σε γαμπρός;

Ψάξε Ντόρα! ψάξε Ντόρα!
Ψάξε Ντόρα να χαρείς!
Της ζωής τα ωραία δώρα
προσφορά δεν  ειν’ διαρκής.

Ψάξε  Ντόρα! Ψάξε Ντόρα!
Ψάξε Ντόρα μην αργείς.
Και να ψάχνεις τότε πάψε
όταν μόνο τόνε βρεις.

Ψάξε μέσα στα συρτάρια
ψάξε πάνω στο μπουφέ
Ψάξε μέσα στα φλυτζάνια
του ποτού  και  του καφέ.

Ψάξε μες στη  γειτονιά σου
μες τη πόλη, πα’ στη γη
ψάξε στ’ άντρα τα δικά σου
στη κρυφή  ψάξε πηγή.

Ψάξε Ντόρα μυαλωμένη
ψάξε Ντόρα σοβαρή
η ζωή  δε περιμένει
η ζωή δεν καρτερεί.

Ψάξε σύ! Ψάξε Ντορούλα!
Ψάξε συ ώστε κι εγώ
να γινείς να δω νυφούλα
πρίν να φύγω από δω.

Ψάξε ψάξε-δε μας παίρνει-
ο καιρός φεύγει, περνά
ότι πλούσιο είναι φτωχαίνει
κι ότι νέο είναι γερνά.

Ψάξε Ντόρα! ψάξε Ντόρα!
Ψάξε μύρο της αυγής!
Ο καιρός είναι το τώρα
και ο τόπος είναι η γης.

Ψάξε δίπλα ψάξε πέρα
ψάξε εδώ ψάξε κι εκεί
ψάξε μέσα στον αέρα
ψάξε μέσα στην βροχή.

Ψάξε στ’ άδειο, στο γεμάτο
στο μεγάλο, στο μικρό
στο επάνω  και στο κάτω
στο πικρό  και στο γλυκό.

Ψάξε. Μόνο την τελειότη
μη γυρεύεις τη χρυσή
θα ταν άσκοπο διότι
τέλεια είσαι μόνο σύ.

Όμως έστω μόνο τρία
οπωσδήποτε καλά
ν’ απαιτήσεις, κι αβαρία
μη δεχτείς ποτέ γι αυτά.

Τόσα να ’χει νιάτα, πλούτη
κι ομορφιά, που ούτε αυτή
η ρημάδα η ρίμα ετούτη
να μη δύναται να πει.

Προπαντός μην ξεστρατίσεις
Σ’ επιζήμιες οδούς
προσοχή  μη ξαστοχήσεις:
κάλλη! νιότη! χρήμα!-ακούς;

Κι άντε γρήγορα κουφέτα
κι άντε γρήγορα κοκά
κι ένα κέικ  που μια του φέτα
να ζυγίζει  μια οκά.

Κι αντί δώρου άλλου εγώ
στο γιορτάσι σου-τι κρίμα!
θα σου γράψω μοναχό
και φτωχό κι αυτό, ένα ποίημα.

--------

ΣΤΙΧΟΙ ΤΗΣ ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΠΑΡΕΑΣ

       Η ΒΡΟΧΗ

Α  ρε θεέ και ομορφιά
Νάβρεχες κάποια μέρα
Και γω  να ’μαι  έξω  και παπί
Να γίνω  πέρα ως πέρα…

Και από της ασχήμιας μου
Να λυτρωθώ το χάλι
Και να ομορφήνω: να πλαντούν
Επάνω μου τα κάλλη.

Να λάμπω  σαν το μενεξέ
Να ευωδώ σα γιούλι
Κι όμορφος νάμαι πιο πολύ
Ακόμη κι απ το Μπούλη.

Και στολισμένος έτσι δα
Με τόσες ομορφάδες
Να μέτραγα τις γκόμενες
Τότε με δωδεκάδες.

Και να μην έτρεχα εγώ
πίσω τους όπως τώρα
Αυτές σε μένα νάρχονταν
Και μάλιστα με φόρα.

Και πρώτα θα χαιρόμουνα
τον έρωτα της Λέσλυ
Που στήθη έχει  αλάβαστρο
Και δαχτυλίδι μέση.

Βδομάδες δυο θα κράταγα
αυτόνε το μπελά
Γιατί -η βρώμα- ειν όμορφη-
να τη χαρώ καλά.

Με Τζούντι θα συνέχιζα
ύστερα και Ντενίζ
(μα μια φορά την καθεμιά
κι ας μου ζητούσαν μπιζ).

Στο Χιουζ  θα επετιόμουνα
του αμαλιμπού  κατόπι
Και θα τσουρουφλιζόντουσαν
ολοι του οι γύρω τόποι

όταν της Λώρας το κορμί
στο  χάδι μου θα έλιωνα
Ακόμα και αν ήτανε
στο χάδι αυτό να τέλειωνα…

Κατόπι  και ανάλογα
στα κέφια και στη φούργια
Γυναίκα κάθε πρωινό
θα διάλεγα καινούργια.

Μα ένα μεγάλο πρόβλημα
θα είχα συν τοις άλλοις
Της ομορφιάς μου θύματα
θα ήταν της μεγάλης,

όχι μικρούλες μοναχά
κι όχι μονάχα ωραίες
αλλά και βρωμοθήλυκα
και άσχημες… και γραίες…

Και τότε τι θα έκανα
για να τις αποφύγω
που όλες θα μου ρίχνονταν
άλλες πολύ  άλλες λίγο;

Κι αν η γριά πελάτισσα
μου κόλλαγεν εκείνη
που  όπου πάει και σταθεί
γύρω βρωμιά ξεχύνει;

Κι αν μου ριχνότανε καμιά
από τις γυναίκες κείνες
που από τις  σεξουαλικές
έχουνε ρέψει πείνες;

Γι  αυτό  και θα χα δίπλα μου
πεντέξη ωραίες κούκλες
Κι  αυτές τις ενοχλητικές
θα διώχνανε πανούκλες.

Και όταν θα ξεκόλλαγε
κάποτε απ την Αθήνα
κι ερχόταν και μου κόλαγε
εμένα η βρώμα η Τίνα

ούτε θα την ακούμπαγα
παρά με μια σφαλιάρα
βολίδα θα την έστελνα
να πάει στον Μπουλάρα

που  ενώ  καίγεται γι  αυτήν
και σα θεά την έχει
γι  αυτήν ο μήνας έχει εννιά
και, η βρώμα, πέρα βρέχει.

Α ρε θεέ να έβρεχες
μια μέρα ομορφιά
και να χω πλήθος ύστερα
γυναίκες συντροφιά.

Μόνο επειδή θάναι πολλές
και δε θα τις προφταίνω
και αφού θα χεις το καλό
που θα χεις καμωμένο,

κάντο τουλάχιστον σωστό:
βρέξε θεέ και νιάτα
πούρχονται μόνο μια φορά
κι απέ είναι φευγάτα.

----
ΣΤΙΧΟΙ ΤΗΣ ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΠΑΡΕΑΣ

τα βαφτισια (στο σπιτι) της κορης του γιαννη,
θειου του Μπουλη,
που θα την πουνe αντρεϊ


Τέρμα λοιπόν τα ψέμματα μικρό μου κοριτσάκι.
Με τη σφραγίδα του φωτός κι εσύ θα σφραγιστείς
και θ’ αποκτησεις σύντομα ένα ονοματάκι.
Πρέπει-δε γίνεται αλλιώς-κι εσύ να βαφτιστείς.

Λοιπόν με της καρδούλας σου τους παιδικούς τους χτύπους
στο βήμα ας  δώσουμε φτερά των δύο μας ποδιών
κι ας μπούμε μες στης Ανοιξης τους ανθισμένους κήπους
και μύρα ας μαζέψουμε σπανίων λουλουδιών.

Ροζ ένα χρωμα ας πάρουμε απ’ του ήλιου το μπαλκόνι
κι ας κάνουμε ένα φόρεμα στα μέτρα σου μ’ αυτό.
Με του ρυακιού το μούρμουρο, το λάλημα απ' τ’ αηδόνι
έναν ωραίο ας πλέξουμε και χαρωπό σκοπό.

Του αγέρα το ψιθύρισμα θα κάνουμε στεφάνι
και θα σου στεφανώσουμε με κείνο τα μαλλιά,
τριγύρω του απλώνοντας ό,που το μάτι φτάνει
μωράκια ακόμα τα γλυκά του πόθου σου φιλιά.

Και θα καλέσουμε πολλά ζουζούνια κι εντομάκια
κι οι καλεσμένοι ατέλειωτο θάναι κατεβατό:
πουλάκια 'λαφροπέταχτα, 'λαφάκια, σκιουράκια
και των ζωηρών των μυρμηγκιών τον τακτικό στρατό.

Κοκκινωπές και λαμπερές θα σέρνουν οι λαμπρίτσες
του φτερωτού πανηγυριού τον ξέφρενο χορό.
Πολύχρωμες, τρελούτσικες, μικρές πετάλουδίτσες
θα κουβαλούνε μια χαρά σε κάθε τους φτερό.

Και μες σ’ αυτό το χαρωπό μεθύσι η κυρα-Φύση
την ύπαρξή σου ραίνοντας με μύρα κι ευωδιές
έτσι απλά στη χάρη της τη θεία θα σε βαφτίσει
χωρίς φτιαχτά δοσίματα και ξένες συνταγές.

Και πρέπει ένα όνομα να βρει να σου χαρίσει
που να ταιριάζει και σε σε, κι η τάξη να κρατεί-
γιατί έτσι κι Ανοιξη σε πει κάθε κλαρί θ’ ανθίσει
και αν Ελπίδα η αίσθηση του Φόβου θα χαθεί.

Ισως λοιπόν καθώς σεμνή κι αγνούλα θα προσμένεις
της Φύσης την απόφαση την πάντοτε σωστή,
«Η Γελαστή κι Ανόθευτη φωνή της Οικουμένης»
Ίσως από τα χείλη της τα σοβαρά ακουστεί.

Κι έτσι λοιπόν βαφτίστηκες. Ομως μπορεί μικρό μου
Να γίνουν τα βαφτίσια σου στη Φύση μια βρισιά:
Υπείκοντας στο κάλεσμα ενός καινούργιου νόμου
Ισως να σε βαφτίσουνε και σένα σ’ εκκλησιά.

Αλλά εσύ 'σαι ανεύθυνη γι αυτό μικρή μου Αντρέι.
Μόνο να ξερεις για καλά σα θάσαι στο νερό
ότι μωρό με τ’ όνομα Αντρέι ποτέ δεν κλαίει
και πάντοτε ειν’ όμορφο και πάντοτε γερό.
                              ----
ΣΤΙΧΟΙ ΤΗΣ ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΠΑΡΕΑΣ


Όταν πέθανε η γάτα του Μπούλη

Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς τη γάτα
που και ποντίκια κι ερπετά
μακριά εκράτα;

Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς ψιψίνα
που μες από τα μάτια της
το φως ’ξεκίνα;

Και τώρα πως θα ζήσουμε
χωρίς κατσούλι
που σα γυναίκες θάμαστε
χωρίς τον Μπούλη;

Ποιόν θα ταΐζει η γιαγιά;
Στα πόδια μας ριγώντας
για ώρες ποιος θα τρίβεται
το σώμα του λυγώντας;

Σε τόσα μπρος ποιος άτομα
στητός θα καμαρώνει;
Ποιος το παχύ στο πάτωμα
κορμί του θα ξαπλώνει;

Ποιος μ’ ένα "νιάου" ναζιάρικο-
ποιος μ’ ένα λάγνο βλέμμα
κι ύφος παραπονιάρικο
θα μας ανάβει το αίμα;

Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς ψιψίνα
που μες από τα μάτια της
το φως ’ξεκίνα;

Ποιον τώρα ο Μήτσος δυνατά
θα πιάνει από τη ράχη
και αψηλά θα τον κρατά
κι ανάγκη αυτός δε θα ’χει;

Έφυγε η γάτα. Εκεί  ψηλά
θεέ μου που θα πάει
έτσι όπως πέρναγε καλά
εδώ, κι εκεί ας περνάει.

Ας έχει κήπο με πουλιά
ένα ζεστό κονάκι
σπίτι στρωμένο με χαλιά
και πάντοτε φαγάκι.

Και, θε, στον νεροχύτη Σου
άστηνε  ν’ ανεβαίνει
να πίνει από τη βρύση Σου:
έτσι ήταν μαθημένη.

Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς τη γάτα
δεσπόζουσα κι αγέρωχη
που επερπάτα;

Και τώρα πως θα ζήσουμε
χωρίς κατσούλι
που όλοι της σαγήνης του
ήμασταν δούλοι;

Και τώρα πώς θα ζήσουμε
χωρίς ψιφίνα
που σαν Ελλάδα θα ’μαστε
χωρίς Αθήνα;

(ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΠΑΡΕΑΣ)
Ο ΜΠΟΥΛΗΣ ΜΑΝΑΤΖΕΡ

Μωρέ Κολόμβε μου Χριστόφορε
Αν φανταζόσουν τι θα υπόφερε
Ο κόσμος στα καινούργια μέρη
Οπου η μοίρα σέχει φέρει…

Αν κακομοίρη μου το ήξερες
Ούτε κι εσύ δε θα το ήθελες:
Τα θηλυκά να τυραννιούνται
Κι από αγάπη να χτυπιούνται.

Κι ενώ αυτό γίνεται σήμερα
Θάναι χειρότερο αύριο σίγουρα
Αφού στο Χιούζ θέλησαν ούλοι
Να κάνουν μάνατζερ το Μπούλη.

Κι αυτός θα στέκεται ολοκαίνουργιος
Σαν καρδιοκλέφτης και σαν αίλουρος
Κι ουρά θα κάνουν οι γυναίκες
Στο Μπούλη μόνο-όχι στους τσεκερς.

Και τα κλειδιά θα κουδουνίζουνε
Και τις γυναίκες θα ζαλίζουνε
Και τα κλειδάκια θα βροντάνε
Και τις γυναίκες θα μεθάνε.

Και θα στριμώχνεται το πόπολο
Το Βαν να βλέπει το Σταθόπουλο
Με την ταμπέλλα την καινούργια
Και με τη νέα του τη φούργια.

Κι οι γκομενίτσες με τα αρώματα
Και με τα όμορφα τα σώματα
Οταν το μάνατζερ κοιτάνε
Μέλι τα μάτια τους θα στάνε.

Και το μολύβι-πάντα χρήσιμο-
Γράψιμο τώρα θάχει επίσημο-
Οταν θα βγαίνει από την τσέπη
θα υπογράφει μόνο τσέκι.
Α ρε Μπουλάρα με τη νέα σου
Τη θέση ετούτη την ωραία σου
θα θες κομπιούτερ να μετρήσεις
Τις νέες σου τις κατακτήσεις.

Αλλά σου αξίζουν αναμφίβολα
Γιατί τα όπλα σου εινευθύβολα:
Καινούργιο αυτί, σαγόνι, μύτη,
και επι πλέον μανατζερλίκι.

(Ο Μπούλης ήταν μάνατζερ στο σούπερ μάρκετ ΧΙΟΥΖ, όπου δούλευα κι εγώ.)
(ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΠΑΡΕΑΣ)
Οταν ο Μπούλης αγόρασε κόκκινη Μπε Εμ Βε

Γιατί ένα κατακόκκινο στο πρόσωπο της βέλο
Εβαλε η μυριόχαρη ολάνθιστη Covello; 
Γιατί του Χιούζ το κτίριο τα κόκκινα φοράει
Κάθε που ο νέος μάνατζερ για να δουλέψει πάει;

Μήπως της Δύσης τα χρυσά χρώματα που μεθάνε
Σ’ ακολουθούνε Μπούλη μου κι όπου πηγαίνεις πάνε;
Η της γιαγιάς το ακριβό 'χύθη κακκινονέρι
Και μέθυσαν κι ερύθραναν όλα τα γύρω μέρη;

Όχι. Ουτ' η Δύση άλλαξε ούτε κρασί εχύθη.
Όχι-η αιτία για ολ’ αυτά δεν είναι παραμύθι.
Μα ένα καρο αγόρασε κόκκινο η Μπουλάρα
Που από καιρό μ’ ανείπωτη το γύρευε λαχτάρα.

Κι αυτό είναι γύρω που σκορπά την τόση κοκκινίλα
Και κοκκινίζει των δέντρων του Valley τα φύλλα
Και κοκκινίζει των λευκών κατοίκων του το δέρμα
Που όλοι ερυθρόδερμοι εγίναμε εδώ πέρα.

Τι αυτοκίνητο ειν' αυτό! Τι ομορφιά! Τι χρώμα!
Ως και από το «Μάζντα» μου καλλίτερο ειν' ακόμα.
Τι σώμα! Τι τελειότητα! Τι γλύκα στις γραμμές του!
Αχ! Με ζαλίζουν-με πονούν οι χάρες οι πολλές του..

Κι όλα του τα εξαρτήματα λάμπουνε το καθένα
Ομορφα, στεριά, καθαρά και φρεσκογυαλισμένα. 
Κι όλα του ειν' αυτόματα κι από μακριά δουλεύουν
και σαν αγκίστρια μαγικά τις γκόμενες ψαρεύουν.

ΑΙ Μπε Εμ Βε μου κόκκινη, πόσες γυναίκες τάχα
θα κάτσουνε στις θέσεις σου σε μια βραδιά μονάχα
και ποσα αναστενάγματα μέσα σου θ’ ακουστούνε…
Πόσες γυναίκες τη χαρά σε σένανε θα βρούνε…
Βρε πώς επήγε κι έσμιξε το πιο ωραίο αμάξι 
Με τον πιο ωραίον οδηγό που έχει η Φύση φτιάξει…
Κι έτσι οι γυναίκες μπαίνοντας μέσα σε τέτιο κάρο
Δύο τρυγόνια θάχουνε μ’ ένα μοναχά σμπάρο.

Και μέχρι τώρα ξέραμε οι γκόμενες πως τρέχουν
ΣτοΝ Μπόυλη, και με δάκρυα το μαντηλάκι βρέχουν
Πρώτα γιατί τις τράβαγε η ομορφιά του η τόση
(Εστω κι αν είχε χρήματα πολλά γι αυτήνε δώσει). 

Κι ακόμη γιατί ακούγανε κάτι μικρά κλειδάκια
Οπου του Χιούζ ανοίγανε όλα τα ντουλαπάκια.
Τώρα όμως τί θα τίς τραβά; Ιδού η απορία:
Μανατζερλίκι, ομορφιά, κάρρο, ή και τα τρία;

Για ό,τι όμως κι αν έρχονται μην ψάχνεις-μόνο παίρνε
Κάθε βραδιά και άλληνε μες στο αμάξι φέρνε.
Μόνο το κάρρο σούλειπε-τόχεις και κείνο τώρα,
Εμπρός λοιπόν-τα θήλεα σε καρτερούν.Προχώρα.
Προχώρα-έτσι;-είπαμε. Δεν είπαμε να τρέξεις.
Κι αυτό το πράγμα σοβαρά πρέπει να το προσέξεις.
Αν ότι τρέχεις μου ειπούν ή απρόσεχτα πηγαίνεις
Ποίημα άλλο από με Μπούλη μην περιμένεις.

Και τούτο ακόμα να σου πω θέλω και τελειώνω-
Γιά να ειπώ και τα στραβά κι όχι τα ωραία μόνο.
Ωραίο το αμάξι σου, αλλά του λείπει κάτι:
Ενα μπαράκι, μια τιβί κι ένα διπλό κρεββάτι.

(ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΠΑΡΕΑΣ)
Η Αντζελα όπως τη βλέπει ο Μπούλης.

Μωρό μου ο μπαμπάκας σου
Ηταν ζαχαροπλάστης
Γι αυτό έτσι ολόγλυκεια
Και όμορφη επλάστης;

Σελεπιτζής μην ήτανε
Και τούπεσε σαλέπι
Στη ζύμη όπου σ’ έπλαθε
Πιό πανω απ’ ότι πρέπει;

Μελισσουργός και πέρσευε
Στα κιούπια του το μέλι
Κι έτσι μελένια σούφτιαξε
Πρόσωπο , σώμα, μέλη;

Η μήπως είχε ζάχαρο
Στα νιάτα του αποχτήσει
Κι έτσι πλατιά κι έτσι βαθιά
Σ’ έχει μ’ αυτό πότισει ;

Ή μήπως μέριασε ο Θεός
Το δόλιο σου "πατέρα"
Και σ’ έφτιαξε μονάχος Του
Αυτός πέρα για πέρα;

Αν ναι, ο Παντοδύναμος
θα είχε για σκοπό Του
για δώρο να σε πρόσφερε
Στον ίδιο τον εαυτό Του,

Γι αυτό και τέλεια σ’ έκανε
Ετσι που να ταιριάζεις
Στη θεϊκή Του Αγκαλιά
Και θέϊσσα να μοιάζεις.

Μα κι αν στον εαυτούλη Του
Δεν ήταν να σε δώσει
Πάντως καθώς σε έφτιαχνε
θα είχε μερακλώσει.

Θάτανε μια περίπτωση
Που τη ζωή τη σκάρτη
Λίγο για να ομορφήνουνε
Οι άγγελοι θάχαν πάρτυ.

Και του θεού απαραίτητη
Κρίναν την παρουσία
Για να τα έχουνε καλά
Και με την Εξουσία.

Οι Αγιοι θα τραγούδαγαν.
Στού μπουζουκιού το τέλι
θα χόρευαν οι αγγέλισσες
Ωραίο τσιφτετέλι.

Θα βάραγαν οι άγγελοι
Τα Ουράνια τα ντέφια
Και πίνε πίνε ο θεός
θάρθε κι Αυτός στα κέφια.

Κι ό,τι καθένας ήξερε
Κόλπο ή αστείο κάτι
θα τόκανε αν τόθελε
Η παρέα η κεφάτη.

Και για να μη μπαίνω πολύ
Σε περιβόλια ξένα
Ηρθε η σειρά και του θεού
Και έκανε εσένα.

Και εδώ κάτω σέστειλε
Στο Χιούζ να σεργιανίζεις
Και όλους με τα κάλλη σου
Σκληρά να βασανίζεις.

Μα πιό πολύ απόλους μας
Στο λέω-μα το θεούλη
Που αλλιώς ή έτσι σ’ έπλασε,
Σύ τυραννάς τον Μπούλη.

Που    από την πρώτη τη στιγμή
Που    σ’ είδε έχει μπλέξει
Στα    δίχτυα σου τα ρόδινα,
Και    άντε να ξεμπλέξει.

Που δεν περνάει ούτε στιγμή
Μέρα,λεφτό και ώρα
Που να μη σ’ έχει στο μυαλό
Να, όπως σ’ έχει τώρα.

Ασε λοιπόν τα κόλπα σου
Και πήγαινε και πέσε
Στην αγκαλιά του
Και εκεί Το παλαμάρι δέσε.

Μην κάνεις άλλα κόλπα πια
Μην κάνεις ζοριλίκια
Κι αν και γυναίκα,να φερθείς
Του’ τη φορά αντρίκια.

Γιατ’ ειν' ο Μπούλης ντροπαλός
Κι ο ίδιος δεν τολμάει
Να σου ειπεί το βάσανο
Που τόνε ζεματάει

Και γιατί η θέση που κρατεί
Και η ευγένεια όπου έχει
Τον εμποδίζουν να σου πει
Ο,τι η καρδιά κατέχει.

Αλλά μιλώ εγώ γι αυτόν
Που ούτε έχω ευγένεια
Και ούτε είμαι μάνατζερ
Κι ας έχω άσπρα γένια.

Στο κάτω κάτω πού μωρή
θα βρεις τέτιο λεβέντη
Να έχεις για συντρόφι σου-
Να έχεις για αφέντη.

Αλλού πού θάβρεις σαν αυτά
Που ’χει αυτός προσόντα;
Και μήπως αυτοκίνητο
Λες έχει Γιούγκο ή Χόντα;

Με Μπε Εμ Β ε απίθανη
Κυκλοφορεί. Για δώσε
Βάση στο θέμα, και για δυο
Το στρώμα σου για στρώσε…

Τέτοιο παιδί να το κρατείς
Απόμακρα δεν πρέπει.
Πώς τέτιο η συνείδηση
Κάτι σου επιτρέπει;

Λοιπόν να μη σε ξαναδώ
Μακριά 'π’ το Μπούλη άλλο. 
Κρίμα θα ήτανε αυτό
Και μάλιστα μεγάλο.

Κοντά του πάντα. Δίπλα του.
Σιμά τού πάντα να ’σαι. 
Κοντά του νάσαι όταν ξυπνάς
Δίπλα του να κοιμάσαι.

Αλλά τι λέω δίπλα του;
Τι λέω εγώ κοντά του;
Να είσαι πρέπει πάντοτε
Στο Μπούλη αποκάτου.

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019


(ΑΠΟ ΤΟΝ "ΣΤΕΦΑΝΟ" ΤΟΥ ΜΕΛΕΆΓΡΟΥ)

ΜΕΛΕΆΓΡΟΥ


1.
Αυτά Δορκάδα να της πεις.  Kαλλίτερα ακόμα
Πες της τα ίδια δυο φορές. Και τρεις. Λέξη προς λέξη Τρέχα.
 Μη στέκεσαι στιγμή. Πέτα. Μα.. .μια στιγμούλα..
 Στάσου, πριν όλα να στα πω πώς βιάζεσαι Δορκάδα;
Λοιπόν ακόμα να της πεις... Μάλλον… τι λέω... Όχι.
Πες της πως δεν της απαντώ… Ή μάλλον πες της ότι...
Πες της τα όλα φανερά και τίποτα μην κρύβεις…
Αν και, γιατί εσένανε στέλνω να πας Δορκάδα
Αφού κι εγώ ο ίδιος, να!, μαζί σου προχωράω;..


2.
Κύμα πικρό του Ερωτα και θύελλες της ζήλειας
Ακοίμητες , και των γιορτών νερά φουρτουνιασμένα!
Πού πάω; Όλα άχρηστα του νου μου τα τιμόνια.
Θα δούμε πάλι άραγε την τρυφερή τη Σκύλλα;


Ω1 Συ Σελήνη που γλυκά τους π' αγαπούν φωτίζεις!
Κι άστρα! Και Νυχτα! Και μικρή συ λύρα που συντρόφι
Σ' είχα στα ξεφαντώματα!  Άραγε θα την έβρω
Μονάχη της την άσωτη; Κι άγρυπνη ; Και κλαμμένη ;
Η βρήκε άλλον εραστή; Αν ναι, με δάκρυα τότε
Που σα βροχή θα τρέχουνε, ετούτο το στεφάνι
θα το μαδήσω απ' τ' άνθη του, και στην εξώπορτα της
θα το κρεμάσω, με αυτά επάνω του γραμμένα:
"Κύπρι, σε σε ο Μελέαγρος , που του κορμιού σου όλα
Τ' απόκρυφα τα διάβασε σαν ανοιχτό βιβλίο
Τα ερείπια της αγάπης του έχει εδώ κρεμάσει". 


4.
Στη Ζηνοφίλα έδωσε την ομορφιά ο Ερως,
Αγάπης φίλτρα η Κύπριδα, κι οι Χάριτες τη χάρη

5.
Στα τρυφερά επιάστηκα τα δίχτυα της Διδύμης.
Σαν το κερί μες στη φωτιά τα κάλλη της με λυώνουν.
κι ας είναι μαύρη-τι μ' αυτό; Το κάρβουνο αν τ' ανάψεις
Λάμπει κι εκείνο και φωτά σαν ροδομπουμπουκάκι.


6.
Χιόνι, χαλάζι, κεραυνούς, σκοτάδι ρίχνε, καίγε,
Όλα τα κόκκινα της Γης σύννεφα ταρακούνα.
Μα μόνο αν με σκότωνες θα ’παυα. Όσο όμως
Να ζω μ' αφήνεις, άπαυτα εδώ κι εκεί θα τρέχω
Κι απ' όσα ως τώρα έκανα χειρότερα θα κάνω.
Γιατί στην ίδια του θεού την εξουσία είμαι
Πού ’σαι κι εσύ. Που κάποτε, πιστός στο θέλημά του
Χρυσός μέσα σε χάλκινη εχώθηκες θαλάμη.


7.
Τι την φυλάς την παρθενιά; Όταν θα πας στον Άδη
δε θα ’βρεις κόρη, εραστές. Της κύπριδας τις χάρες
οι ζωντανοί τις γεύονται. Θα ’μαστε μόνο στάχτες
και κόκκαλα, παρθένα μου, στου Αχέροντα το ρέμα.


8.
Ανθη μου στα θυρόφυλλα μείνετε κρεμασμένα.
Από τα δάκρυα που εγώ σας ποτ ισα, μη φύλλα
Βλασταίνοντας απότομα, σειστείτε-γιατί πάντα
Τα μάτια είναι των εραστών καταπλημμυρισμένα.
Μα σαν η πόρτα ανοιχτεί και βγει η Αμύντα, τότε
επάνω στο κεφάλι της ρίξετε τη βροχή μου,
Ωστε τα δάκρυα να τα πιουν τα ξανθωπά μαλλάκια.


9.
Της Νικαρέτης το γλυκό πρόσωπο που βαμμένο
Του Πόθου έχει τα χρώματα, και που συχνά προβαίνει
Στο παραθύρι το ψηλό,  Κυπρί αγαπημένη,
Οι λαμπερές οι αστραπές το έχουνε μαράνει
που τα γλυκά τα βλέμματα στέλνουν του κλεοφώντα
καθώς μπροστά 'π' την πόρτα της αυτός συχνοδιαβαίνεί.




10.
Στης Ηλιοδώρας Κύπριδας ,και στης Πειθώς, κι ακόμα
Στης Χάρης της γλυκόλογης τη γεια εγώ τα πίνω.
Μία Θεά για με ειν' αυτές, αυτή που τόνομά της
Το ποθητό, με το κρασί το σμίγω και το πίνω.


11.
Νύχτα, μητέρα των βθεών, θερμά παρακαλώ σε,
Συντροφε στα γιορτάσια μου, αγαπημένη Νύχτα,
Ναι, σε θερμοπαρακαλώ για ένα πράγμα μόνο:
Δέσποινα Νύχτα, κάποιος αν κατω από την κουβέρτα
Της Ηλιοδώρας έχει μπει και κει παρηγοριέται
και απαλοζεσταίνεται δίπλα στο κοιμισμένο
Το σώμα της, που πιο πολύ ο ύπνος τ' ομορφαίνει ,
Τότε ο λύχνος ας σβυστεί. Κι εκείνος που χαμένος
Μες στα γλυκά τα στήθια της αναπαμό δεν έχει,
Δώσε του Ενδυμίωνα να κοιμηθεί τον ύπνο.
.
12.
Το κύπελλο εγλύκανε γιατί της Ζηνοφίλας
Λέει της πολυαγάπητης πώς φίλησε το στόμα
Που ασταμάτητα μιλεί. Α! Τυχεροί! Ας ήταν
Τα χείλη της ν' αγγίζανε απάνω στα δικά μου
Και να ’πινε με το φιλί εκείνο την ψυχή μου.


13.
Γλυκό είναι το τραγούδι σου μα τον Αρκάδα Πάνα
Που με τη λύρα συντροφιά μας πλέκεις Ζηνοφίλα.
Ναι, μα τον Πάνα, ολόγλυκα τον δίνεις το ρυθμό του.
Πώς να ξεφύγω; Από παντού έρωτες με κυκλώνουν
Και ούτε λίγο ανασασμό μ' αφήνουνε να πάρω.
Η Αφροδίτη μου γεννά τον πόθο; Ή πάλι η Μούσα;
Η Χάρη; Μα.. τι λέω εγώ… Όλα. Και τσουρουφλιέμαι .


14.
Ναι! μα την που κολύμπησε στ' άσπρο το κύμα Κύπρι,
Σαν τ’ όνομα έχει τρυφερό και το κορμί η Τρυφέρα.


15.
«Μπρος! Όλοι για του Ερωτα το ωραίο το ταξίδι…»
Τα λαμπερά κι ολόγλυκα μάτια της Ασκληπιάδας
 πού της Γαλήνης μοιάζουνε ,πειθώ γεμάτα λένε .


16.
Γιατί στης Ηλιοδώρας μου το δέρμα πάνω εστάθεις
Τα άλλα τ’ ανοιξιάτικα αφήνοντας λουλούδια
Ανθοτρυγήτρα μέλισσα; Μη για να μου μηνύσεις
πώς το κεντρί του Ερωτα μες στην καρδιά του κλείνει
Εκτός από τη γλύκα του κι άφευγη μία πίκρα;
Νομίζω αυτό πως είπες-ναι. Αλλά, αγαπητή μου
Γύρισε πίσω. Από παλιά το νέο αυτό το ξέρω.


17.
Ω! Νύχτα! Ω! Ακοίμητε για τη Λιοδώρα πόθε!
Κι ω! στη γερτή την ξώπορτα ερωτοπεισματάκια
Που ’ναι χαρά σας δάκρυα να βλέπετε να χύνω…
Άραγε απ' την αγάπη μου της έχει μείνει κάτι;
Κάποιου φιλιού η θύμηση τάχα να σιγοκαίει; 
Μέσα στη στάχτη την ψυχρή για συντροφιά να έχει
Τα δάκρυα στο κρεββάτι της; Τάχα η φαντασιά μου
Κλεισμένη μες στα στήθια της να ευφραίνει την ψυχή της;
Η άλλον βρήκε έρωτα, νέον, και νέα παιχνίδια;
Λυχνάρι, μη ποτέ δεχτείς να δεις τίποτα τέτοιο:
Γι αυτήν που σούχω 'μπιστευτεί φύλακας συ να είσαι.





ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ Η ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ
Παφία Κυθέρεια, ο Κλέανδρος, απ' την ακρογιαλιά σου
Να κολυμπάει τη Νικώ στο διάφανο είδε κύμα.
Κι ο έρωτας τον έκαψε. Και κάρβουνα αναμμένα
Εμπήκαν στην καρδούλα του απ' της μικρής το σώμα
Τ' ολόβρεχτο. Και στην ξηρά ναυάγησε εκείνος.
Αυτή, αφροταξίδευτη, στην παραλία βγήκε.
Τώρα κι οι δύο σβύνουνε μέσα στον ίδιο πόθο¬
Πιάσανε τόπο οι ευχές που στην ακτή είχε κάνει.


ΡΟΥΦΙΝΟΥ Η ΑΔΕΣΠΟΤΟ
Την ώρα βρήκα που ήτανε μόνη της η Εροδίκη
Και την ικέτεψα τ' αβρά πιάνοντας γόνατά της:
"Σώσε" της είπα", καπόιονε που χάνεται για σένα.
Την που από μέσα μου ψυχή πετάει κράτησε την.»
Έκλαψε όταν μ' άκουσε. Εσκούπισε το δάκρυ
Και τρυφερά τα χέρια της πήρανε τα δικά μου.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Τέσσερες ψυχές ότου αγέννητου
αναπαύονταν την ευτυχία-
σ' ένα μακρινό και ήσυχον
δροσερόν κι ωραίο τόπον.

Και ο πόθος μιαν ημέρα
τους γεννήθη για τη γη.
Κι είπε η μια τους:"αγαπώ
το ζεστό κι ωραίο χώμα".

Κι είπε η άλλη:"το νερό
το δροσάτο αγαπώ".
Και η τρίτη:"αγαπώ
τη χαρούμενη φωτιά

που όλα πλέρια τα φωτά
και που όλα τα εξαγνίζει".
Και: "αγαπώ", η τέταρτη είπε
"το λαφρό της ζωής αγέρι".

Και στον κόσμο κατεβήκαν.
Και η πρώτη έγιν' εργάτης
στα υπόγεια μεταλλεία
κι έπεσεν η γαλαρία

κι αποκάτω της την θάφτει. 
Και η δεύτερη όλο κλάμμα
στη ζωή της όλην ήταν
ώσπου βρήκε ένα ποτάμι

κι έπεσε κι επνίγει. Η τρίτη
πυρκαγιά έβαλε στο σπίτι
που καθότανε, κι εκάη.
Και η τέταρτη εκρεμάστη.
Στο μαρτύριο της ζωής καταδικασμένοι
είναι όσοι, από παιδιά μικρά ακόμα,
τη φωνή παρακούσουν, που στο θάνατο
τους καλεί. Αλλίμονο στους ζωντανούς.

Τους καρτερούν χαμέρπειες, ατιμίες,
υποκρισία-όλοι τους νεκρές ψυχές
που παλεύουν και πνίγονται μέσα
στα πηχτά νερά του βούρκου της ζωής.

Αλλίμονο σ' όσους του θανάτου αγνοούν
τα λόγια: "Ακολουθήστε με!  Μια φτηνή
χαρά σας έφερε στην ύπαρξη αυτή.

Ήρθα να προλάβω. Σε μια κοιλάδα
μακρινή,  σ' έναν ευτυχισμένο
κόσμο θα σας πάω. Ακολουθήστε με!» 
Σκλάβος της γης ο χωρικός.
Αυτή ό,τι πει εκείνος κάνει.
Κι αν το βόδι του κλέψουνε, τον κλέφτη
σκοτώνει, γιατί δίχως βόδι

τη γη να καλλιεργήσει δεν μπορεί,
και το παιδί του θα πεθάνει αν αυτή
καρπό δεν βγάλει. Και τη γυναίκα του.
τήνε χτυπάει αν δε δουλέψει.

Γιατί η γη θέλει δουλειά.
Κι αν στην πόλη ο χωρικός πάει 
από το χοίρο βρομερότερος γίνεται

γιατί μακριά εβρέθηκε απ’ το χώμα. 
Κι όταν σ' αυτό ξαναγυρίσει,
την αγνότητα του πάλι ξαναβρίσκει.
Ένας σπασμένος ήχος είναι ο κόσμος μας
απ' της παγκόσμιας συμφωνίας τη μελωδία.
Ντυμένη τον ήλιο, μόνο η ψυχή μας
κομμάτι της καθάριο είναι.

Κάθε τι άλλο, ένα πέπλο το σκέπει.
Κάθε κομμάτι ύλης ένα σύμβολο είναι,
γεμάτο μυστικό, υπεργήινο νόημα.
Την Αλήθεια η ψυχή μόνο

να τη γνωρίσει μπορεί, και μαζί της
αδιάσπαστα να ενωθεί. Το σώμα
να ελπίζει μόνο δύναται

να σμίξει την καρδιά του
με μι' άλληνε καρδιά, και οι δυο τους
αταίριαστες έτσι να μένουν.
Αν η καρδιά μας ενώνονταν με το
Σύμπαν-με τη θάλασσα,τη γη και τον αέρα
και τα δυο ένα γινόνταν, τότε τη ζωή
θα τολμούσε κανείς να τηνε ζήσει.

Μα τώρα η ζωή δε μας χωρά-ο θάνατος
η μόνη είναι παρηγοριά μας.
Τώρα το φως  φαντάσματα γεμάτο,
που χίλια καθένα μυστικά μας κρύβει.
Τα πάντα στην τέχνη πρέπει να θυσιάσει
ο ποιητής, αν ποιητής θέλει να 'ναι.
Σκλάβος της ποίησης να γίνει πρέπει,
και να υποφέρει, και να λυώσει

κατ' από το άρμα της, με την ελπίδα
απ' ό,τι γράψει να σωθούν πεντ' έξη
στίχοι, που, με τη σειρά τους,
την ψυχή του ποιητή θα σώσουν. Γιατί

δεν είναι ο ποιητής κέντρο του
σύμπαντος. Μία εφήμερη στιγμή
είναι, που από πάνω της περνά

το πνεύμα των προυπαρξάντων
ποιητών, τρέχοντας προς το μέλλον
στον ποιητή που θα το συνεχίσει.
Μανάβηδες, γιατροί, ζωγράφοι, αστοί,
πιερότοι απατημένοι και περίλυποι,
αρλεκίνοι εύθυμοι και απατημένοι, 
ηλίθιοι ονειροπόλοι, καρτερούν

την ωραία τους κυρά-με σώμα
όπως καθενός του αρέσει, με καρδιά
όπως σε καθένανε ταιριάζει.
Και παίζουν όλοι πάνω στη σκηνή

το ρολό τους ως να περάσει η ώρα
και ο καιρός. Και ο καιρός περνάει.
Κι έρχεται η ωραία τους. Ο αρλεκίνος

τα χέρια του υψώνει προς τον ουρανό
κι ο ουρανός χαρτί γαλάζιο είναι και σχίζεται.
Και η ωραία του μια κούκλα είναι από χαρτόνι.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΣΤΕΦΑΝΟ» ΤΟΥ ΜΕΛΕΆΓΡΟΥ
(συνεχεια ΦΙλΟΔΗΜΟΥ)

4.

-Γεια σου.
-Γεια σου και σένανε.
-Ποιο είναι τ' όνομά σου;
-Εσένανε;
-Περίεργη μην είσαι.
-Και συ είσαι.
-Είσαι κλεισμένη;
-Πάντοτε, με κείνον που του αρέσω.
-Τι θάλεγες για σήμερα να τρώγαμε παρέα;
-Αν θέλεις.
-Θέλω και πολύ.
-Και πόσο θα στοιχίσει;
-Μπροστά δε θέλω τίποτα.
-Παράξενο.
-Αν όμως είμαι καλή, ανάλογα κρίνε και πλήρωσε με.
-Μ' αρέσει αυτό. Πού θα σε βρω όταν θα σε γυρέψω;
-Εκεί είναι το σπίτι μου.
-Ποια ώρα θάσαι σπίτι;
-Την ώρα συ που θάθελες.
-Το θέλω τώρα.
-Πάμε.



ΑΓΑΘΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ 

Δε μου αρέσει το κρασί, μα αν θες να με μεθύσεις
δέχομαι, πρώτα αν εσύ, πριν μου προσφέρεις γέψεις
γιατί αν τα χειλάκια σου το κύπελλο αγγίσουν
δύσκολο τη συνήθεια μου πια θα ’ναι να κρατήσω
και κέρασμα τόσο γλυκό να θέλω να το χάσω.
Γιατί εκείνο, το φιλί που πήρε από σένα,
μαζί του κουβαλώντας το σε μένα θα το φέρει
και θα μου πει πόσο γλυκά τα χείλη σου φιλούνε.








ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΑΡ10Υ

1.
Γλυκό είναι το χαμόγελο φίλοι μου της Λαΐδας,
Γλυκό το δάκρυ των ματιών που ό,τ ι θωρούνε χαίρει.
Χτες, δίχως λόγο κι αφορμή έγειρε το κεφάλι
Κι ενώ πάνω στον ώμο μου το είχε ακουμπισμένο
Ν' αναστενάζει άρχισε και παραπονεμένα
Να κλαίει.Την εφίλησα. Σαν δροσερής πηγούλας
Νεράκι ήταν τα δάκρυα που μούσμιξαν το στόμα.
Κι όταν τη ρώτησα "για ποιου τη χάρη δάκρυα χύνεις;"
"Για σένα" μου άπαντησε."Φοβάμαι μη μου φύγεις
Γιατί οι άντρες τον πατούν τον όρκο της αγάπης".


2.
Ας βγάλουμε μικρούλα μου τα ρούχα που μας ντύνουν
Κι    η γύμνια σου κι η γύμνια μου η μια την άλλη ας σμίξουν
Κι ας σμίξουμε τα μέλη μας κάτω στη γη πεσμένοι.
Κι ανάμεσα μας τίποτα. Γιατί αυτό το ρούχο
Το    αλαφρό που συ φοράς, παχύτερο απ' το τείχος
Μου μοιάζει της Σεμίραμις. Ας σμίξουνε τα στήθη.
Ας σμίξουνε τα χείλη μας.Τα άλλα η σιωπή μου
Ας κρύψει-απεχθάνομαι την αθυροστομία.


3.
Μου είναι προτιμότερη Φίλλινα μια ρυτίδα
δική σου, πάρα τον οπό να ’χω της ήβης όλης.
Και θέλω περισσότερο στα χέρια μου να νιώθω
Τα δυο εγώ που κρέμονται βαριά βαριά σου μήλα
Παρά τον όρθιο το μαστό της νέας ηλικίας.
Γιατ' είναι το Φθινόπωρο πι' όμορφο το δικό σου
Από κεινής την Ανοιξη. Και ο δικός σου είναι
Χειμώνας πιο θερμός παρά το καλοκαίρι άλλων.



4.
Τα μάτια σου είναι Χαρικλώ
Βαριά από τον πόθο
Που ξεφυσάει μέσα τους.
Άγρια τα μαλλιά σου.
Της ρόδινης σου της παρειάς
Η λάμψη έγινε ωχρότη.
Το σώμα σου παράλυτο.
Κι αν μεν όλη τη νύχτα
Σώμα με σώμα πάλευες
Γι αυτό τα ’παθες τούτα,
Τότε κάθε άλλη ξεπερνά
Η ευτυχία εκείνου
Που αγκαλιά σε κράτησε
Στα δυό του χέρια μέσα.
Αν όμως κι ένας έρωτας
Θερμός σε λιώνει, τότε
Ετσι λιωμένη έλα σε με.

5.
Τ' ακοίμητο ξεφεύγοντας της μάννας της το βλέμμα
δυό μήλα ροδοκόκκινα μούδωσ' η ωραία κόρη.
Ομως τα μήλα κόκκινα κρυφά τα είχε βάψει
Με του έρωτα την κόκκινη και μαγεμένη φλόγα.
Και καίγομαι ο δύστυχος μές στη φωτιά τους όλος.
Κι αντί τα δύο στήθια της-θεοί-μέσα κρατάω
Στα άπρακτα τα χέρια μου μονάχα δύο μήλα.


6.
Αν κούκλα μου μου τάδωσες σα σύμβολο τα μήλα
Των δυό μαστών σου, τότε αυτό με κάνει ευτυχισμένον.
Αν όμως όχι, άδικη είσαι και να το ξέρεις.
Γιατί ενώ μου άναψες φωτιά αγάπης λάβρα
δε μου τη σβεις. Μα την πληγή του Τηλεφου είχε γιάνει
Εκείνος που την άνοιξε. Και συ μη θες μωρό μου
Σ' όσα πικρά ’χω βάσανα να μου προστέσεις κι άλλα.




ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

1.
Δημήτριε στην αγορά πήγαινε ν' αγοράσεις
Απ’ τον Αμύντα ρέγγες τρεις και γοπαδάκια δέκα.
Πάρε κι εικοσιτεσσερες (αυτός να στις μετρήσει)
Φρέσκες γαρίδες. Και μετά αμέσως να γυρίσεις.
Πράε κι απ' του Θαβόριου έξι ματσάκια ρόδα.
Κι απ' της Τρυφέρας σαν περνάς, πες της ναρθεί κι εκείνη.


2.
Νύχτα χει μώνα-ατέλειωτη. Μισός ακόμα μένει
Δρόμος στην Πούλια να κρυφτεί, κι εγώ να βολοδέρνω
Με τη βροχή να με χτυπά, στην πόρτα της απέξω-
Της άπιστης, που ο πόθος της μ' έχει καταπληγώσει.
Γιατί δεν ήταν Έρωτα βέλος αυτό που η Κύπρις
Μού πέταξε, αλλά  απονιάς πυρακτωμένο βέλος.


3.
Μπροστά σε σένα τρεις φορές
ορκίστηκε, λυχνάρι
πώς θάρθει η Ηράκλεια.
Δεν ήρθε. Αν λυχνάρι
είσαι θεός, την άπιστη
Τιμώρησε την όταν
Το φίλο μες στο σπίτι της
Θα ’χει, κι ενώ θα παίζουν
Σβήσου, και πια μην τους φωτάς.


4.
Είναι γλυκό να ξεδιψάς με χιόνι μες στο θέρος.
Είναι γλυκό, όταν θα δεις, σαν έβγει ο χειμώνας
Τα πρώτα τ’ ανοιξιάτικα στεφάνια. Αλλά απ' όλα
Το πιο γλυκό ειν' όταν μια τους δυο κουβέρτα κρύψει
Τους εραστές-κι αυτοί μαζί την Αφροδίτη υμνούνε.


5.
Μα η πλεξίδα της Τιμώς και να της Ηλιοδώρας
Το σάνταλο. Νά η 'υωδιαστή ξώπορτα του Τιμάριου.
Να της Αντίκλειας τ’ όμορφο της γλυκομάτας γέλιο
Και μα τα φρεσκομάζευτα της Δωροθέας τ' άνθη.
Δεν έχει σαϊτες φτερωτές πια η φαρέτρα σου Ερω:
Πά' στην καρδιά μου όλα σου τα βέλη τα ’χεις ρίξει.


6.
Ναι μα τα ερωτιάρικα,τα ομορφοπλεγμένα
Σγουρά μαλλάκια της Τιμώς. Μα της Δημώς το σώμα.
Μα της Ιλιάδας τα γλυκά παιχνίδια της αγάπης.
Μα τ' άγρυπνο λυχνάρι μου που τόσα με το φως του
Ξενύχτια μου εφώτισε, λίγη μου έχει μείνει
Ερω, ψυχή στα χείλη μου. Μ' αν είναι ορισμός σου
Με μια σου λέξη μοναχά κι αυτήνε τήνε φτύνω.
7
Τα δάκρυα πριν που έχυνε και τους καυμούς που ετράβα
Πολύ καλά γνωρίζοντας μου λέει η καρδιά μου:
"Από τον πόθο μακριά φύγε της Ηλιοδώρας".
Λέει αυτή. Μα δύναμη δεν έχω εγώ να φύγω.
Γιατί αυτή, η αναιδής, ενώ με συμβουλεύει,
Την ίδια ώρα που αυτά μου λέει, τη λατρεύει.


8.
Τιμάριον, φλόγα η ματιά, ξόβεργα το φιλί σου
κι όποιον κοιτάξεις τόνε καις, κι όποιον φιλήσεις 'χάθη.


9-
Κέρνα,και πάλι "στην υγειά" λέγε της Ηλιοδώρας.
Πάλι και πάλι λέγε το. Και το γλυκό όνομά της
Με το κρασί ανακάτευε. Και με στεφάνωσέ με
Με το στεφνι που αυτήν θυμίζει. Μαραμένο
κι αν είναι, με αρώματα ειν' όμως ποτισμένο.
Τους αγαπούν τους εραστές-γιά δες-τα ρόδα: κλαίνε
που σ' αγκαλιά τη βλέπουνε άλλη από τη δική μου. 



10.

Απ’ το θρασύ πληγώθηκα το νάζι της Φιλαίνιο.
Και ας μη φαίνεται η πληγή. Ως μέσα στο μεδούλι
Φτάνει ο πόνος. Έρωτες, χάνομαι, πάω, πεθαίνω.
Γιατί καθώς επήγαινα για ύπνο προς το σπίτι
Να! Ετσι ανέμελα, έρωτα, έκανα με μια πόρνη.
Μα τώρα ξέρω: χτύπαγα την πόρτα έτσι του Αδη.


11.
Ητανε νύχτα και βροχή. Και το κακό το τρίτο
Του Έρωτα ήταν το κρασί. Βοριάς φύσαγε κρύος,
Κι εγώ μονάχος. Ο καλός ο Μόσχος νίκησε όμως.
Κι αυτά στο Δια φώναξα βρεγμένος όπως ήμουν:
«Και σένα έτσι σου εύχομαι να τριγυρίζεις, δίχως
Μιά πόρτα νάβρεις για να μπεις. Ως πότε έτσι Δία; Δία, σταμάτα φίλε μου. Έχεις και συ αγαπήσει.»

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Μανάβηδες, γιατροί, ζωγράφοι, αστοί,
πιερότοι απατημένοι και περίλυποι,
αρλεκίνοι εύθυμοι και απατημένοι –,
ηλίθιοι ονειροπόλοι, καρτερούν

την ωραία τους κυρά-με σώμα
όπως καθενός του αρέσει, με καρδιά
όπως σε καθένανε ταιριάζει.
Και παίζουν όλοι πάνω στη σκηνή

το ρολό τους ως να περάσει η ώρα
και ο καιρός. Και ο καιρός περνάει.
Κι έρχεται η ωραία τους. Ο αρλεκίνος

τα χέρια του υψώνει προς τον ουρανό.
Κι ο ουρανός χαρτί γαλάζιο είναι και σχίζεται.
Και η ωραία του μια κούκλα είναι από χαρτόνι.
Σκέφτεται ο φανταράκος. Η κομμουνίστρια
που χτες από το Τμήμα
Ως το νοσοκομείο την συνόδεψα,
με περιφρόνηση μια μ’ έβλεπε, σαν   
εγώ να ήμουνα ο άθεος, και σαν εγώ

τόσους να είχα σφάξει αθώους,
κι όχι αυτή. Εγώ, γιατί λυπάμαι,
της φερόμουνα καλά, ξεχνώντας
(στις τέτιες της στιγμές) πως εγώ

είμαι ο νομοταγής και ο φιλήσυχος.
Όμως αυτή με κοίταζε με καταφρόνια 
και τις προθέσεις μου να τη βοηθήσω

δεν τις αποδέχονταν. Σίγουρα όχι κακοί
αλλά και ανόητοι πολύ
αυτοί οι κομμουνιστές είναι.

Αιώνια χιόνια σε απρόσιτες κορφές,
γυναίκες με την πρωτόγονη
στολισμένες ωραιότητα. Έτσι
μάλιστα, να καταλάβεις μπορείς

πού η αλήθεια είναι, πού η ψευτιά.
Οι άνθρωποι πεθαίνουνε,
γεννιούνται, ζευγαρώνουνε,
γεννιούνται πάλι, μαλώνουν, 

πίνουν, δυστυχούν, και πάλι
πεθαίνουν, αγνοώντας  
τον νόμο που η ίδια έχει

η φύση θέσει στο ζώο, στο δέντρο,
στο χορτάρι, στον ήλιο: ευτυχία, η ζωή
η σύμφωνη με τη φύση είναι μόνο.
Ένας Κόσμος πέρα απ' αυτόν που ξέρουμε υπάρχει.
Πίσω απ' ό,τι βλέπουμε κι ακούμε στέκεται 
ήρεμος και ακίνητος, αληθινός και υψηλός.
Οι αισθήσεις μας, να τον υποθέτουνε μόνο

μπορούν, κι ούτε ο λόγος να τον πει ικανός δεν είναι.
Κι είναι το βήμα αυτός ο κόσμος το επόμενο,
το ύστερα απ' τον κόσμο τον δικό μας-το βήμα
που απαραίτητα να γίνει πρέπει αν κάποιος 

να φτάσει θέλει στο άγνωστο, στο χάος
το φοβερό και μυστικό-στη φλεγομένη
άβυσσο, που μέσα της οι σκοτεινές

της ύπαρξης οι ρίζες, και της ζωής τα μυστηριώδη
τα θεμέλια θάλλουν. Κι ο κόσμος είναι ο υψηλός
εκείνος, τα χείλη της φριχτής αυτής αβύσσου.
Απολαύσεις! Η ενάτη συμφωνία για έναν,
μια ντοματοσαλάτα με σκόρδο γι άλλον. 
Επιθυμίες που αμβλύνουν τις εντάσεις 
και με της αγαπημένης προσμονής τη θύμηση

στολίζουν την ανοησία του παρόντος και
υποφερτή την κάνουν! Απολαύσεις!
Κορμιά, βιβλία, χόμπυ, φαγητά, πολύτιμα
βοηθήματα στης καθημερινότητας το χάος. 

Απολαύσεις. Αρκεί να μη ο άνθρωπος, καθώς
κάποιοι ανικανοποίητοι με όλα κάνουν, πέσει
στον βούρκο εκείνον, της ανικανότητας

να νιώσει τίποτ' άλλο, έξω απ' την ανυπαρξία,
και απολαύσεων, και αντικειμένων τους, 
που το Μηδέν γι αυτά η ζωή του είναι.
Σε πόσα πτώματα πάνω τα τρένα κυλάνε,
εργατών, που δούλευαν στον σιδερόδρομο
κρυώνοντας και πεινασμένοι και εξαντλημένοι!
Που δούλευαν απ' το πρωί ως τη νύχτα!...
Που επιθεωρητές τους έδερναν
και που τους κακοπληρώναν εργολάβοι!...
Πόσες ψυχές πατάν οι ρόδες,
τρέχοντας να μεταφέρουν εμπορεύματα  
για να πλουτίζουν οι επιθεωρητές κι οι εργολάβοι,
που άλλους τώρα βασανίζουν και κακοπληρώνουν!..    
Να πάει στο χορό. Αυτό σημαίνει
με την κοινωνία να φιλιώσει.
Μα αυτό το φίλιωμα με κάθε πρέπει
θυσία, μικρή ή μεγάλη, ν' αποφύγει.

Αν κάτι θέλει να δημιουργήσει,
από την κοινωνία να μείνει πρέπει μακριά
και στην ερμιά να τρέφει τη μακροθυμία του.
Στην ερημιά που τα υψηλά όλα κρατεί.

Στην ερμιά που σαν πουλί στοργικό
με τα φτερά της την γλώσσα σκέπει
και κείνη, αυγό ελπιδοφόρο,

αξιοπρέπεια και συνείδηση μέσα της βαστά,
ουσίες απαραίτητες, για να ειπωθούνε
λέξεις δυό κάποτε αληθινές.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΣΤΕΦΑΝΟ» ΤΟΥ ΜΕΛΕΆΓΡΟΥ

1.    (Αγνώστου)
O Ερωτας ο άγριος αναζητείται.Τώρα,
Να! μόλις τώρα, το πρωί, τόσκασε απ' το κρεββάτι.
Παιδί.Τα δάκρυα του γλυκά. Ούτε λεφτό δε στέκει.
Τάχατες χαμηλόβλεπο. Ατρόμητο και λάλο.
Έχει φτερά στους ώμους του και κουβαλάει φαρέτρα.
Δεν ξέρω ποιος το γέννησε, γιατί ούτε ο Αέρας,
Ούτε η Γη ουτ' η θάλασσα παιδί τους δεν το λένε-
Όλοι και όλα το μισούν γιατί θρασύ πολύ 'ναι.
Κυρίως ψάξτε σε καρδιές-θα παγιδεύει πάλι
Καμμιά μέσα στα δίχτυα του. Μα νάτονε! Τον βρήκα!
Ωστε στα μάτια κρύφτηκες μέσα της Ζηνοφίλας…
Σαϊτευτή: περίμενες να μου ξεφύγεις έτσι;


2. (Αγνώστου)
Καμαρωτή λουτράρισσα με τι φωτιά με λούζεις!
Προτού ακόμα να γδυθώ η φλόγα σου με καίει.

3. (Αγνώστου)
Αέρας  ας  γινόμουνα και  όταν την  αυγούλα
Θα περπατούσες  με  γυμνά  στήθη,   να μ’ αναπνέεις.


4.(Αγνώστου)
Τα μάτια έχεις της Ήρας
Τα χέρια Αθηνάς
Στήθη της Αφροδίτης
Της Θέτιδας σφυρά.  
Τυχερός που σε βλέπει
Ευτυχής που σ' ακούει
Ο που φιλεί σε ημίθεος
Κι είναι θεός Μελίττη
Τον ερωτά σου όποιος γευτεί.


5. (Αγνώστου)

Με τον ωραίο παίζοντας
τον Σθένιο όλη νύχτα
Η Λεοντίς ξαγρύπνησε
Μέχρι που βγήκε τ' άστρο
Του Αυγερινού το λαμπερό.
Αυτής στην Κύπρι αφιέρωμα
Είναι η λύρα ετούτη
Που οι Μούσες την επαίζανε
Όλη τη νύχτα εκείνη.


6. (Αγνώστου)
Η φτώχεια και ο Ερωτας, τα δυό κακά μου να τα:
Και το μεν πρώτο εύκολα μπορώ να το βαστάξω,
Όμως της Κύπρης τη φωτιά αδύνατο μου είναι.


7. (Αγνώστου)
Αγάπησα, εφίλησα, με φίλησε. Εκείνο
Που ήθελα το πέτυχα-μ' αγάπησε κι εκείνη.
Τώρα το ποιος και ποια και τι, μον’ η θεά το ξέρει.


8. (Αγνώστου)
Οι Χάρες ήταν τεσσερες. Οι Αφροδίτες δύο.
Οι Μούσες δέκα. Σ’ όλες τους μέσα, η Δερκυλλίδα.


9. (Αγνώστου)
Ρίξε μου χιόνια. Και φωτιά. Και κεραυνό αν θέλεις.
Και τράβα με μες στους γκρεμούς και μέσα στα πελάγη.  Τον που οι πόθοι απόκαμαν κι οι Ερωτες ρήμαξαν, 
Ούτε του Δια η φωτιά δεν τον χαλάει αν πέσει.


ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ
1.
Με μια δραχμή τώρα μπορείς την Αθηναία Ειρήνη
Χωρίς το φόβο κανενός δική σου να την έχεις. 
Και ούτε κάνει πείσματα, και καθαρό έχει στρώμα. 
Και το χειμώνα ζεστασιά. Άδικα επομένως
Αγαπημένε Δία μου μορφή βοδιού επήρες.


ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ
Η τρυφερή με σκλάβωσε, Αδωνι, η Κλειώ σαν είδα
Τα γαλατένια στήθη της να δέρνει στη θανή σου.
Αν και για μένα έκανε το ίδιο σαν πεθάνω
Τότε αδιαμαρτύρητα θα έφευγα μαζί σου.




ΗΔΥΛΟΥ
1.
Δόλιες προπόσεις και κρασί και ο γλυκός ο έρως
Του Νικαγόρα κοίμησαν βαριά την Αγλαονίκη.
Των πόθων των παρθενικών τα λάφυρα ετούτα,
Πού ’ναι πεσμένα εδώ, υγρά και μυρωδάτα ακόμα
Δικό της είναι χάρισμα στης Κύπριδας τη χάρη.
Και οι φωλιές οι μαλακές που ντύναν τους μαστούς της
Τον ύπνο και το παίδεμα το τότε μαρτυράνε.



ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ

Εσύ με τα ρόδα!
Το ξέρεις πως είσαι
Σα ρόδο ωραία;
Μα τι  πουλάς; Πες μου,
Εσέ ή τα ρόδα;
Η μη και τα δυό;



ΡΟΥΦΙΝΟΥ
1.
Στην πολυαγαπημένη μου Ελπίδα, εγώ ο Ρουφίνος
Να χαίρεται της εύχομαι-αν το μπορεί μακριά μου.
Σ' ορκίζομαι στα μάτια μου ότι δεν τον βαστάω
Τον χωρισμό από σένανε που μόνον κι έρμο μ' έχει,
Αλλά στο δάκρυ πάντοτε πνιγμένος, ή πηγαίνω
Στην Κορησσό, ή στο ναό της Άρτεμης τον μέγα.
Αύριο η πατρίδα μου θα με δεχτεί. Εγώ όμως
Πετώντας, στα ματάκια σου κοντά τα δυο θα έρθω,
Να σου  'υχηθώ μύριες φορές να ’σαι καλά καλή μου.


2.
Θεοί σας το ορκίζομαι,
Δεν ήξερα η Κυθέρεια
Πως με λυμένα τα μαλλιά
Να της κυλάν στους ώμους
Λούζεται. Ελεος θεά
Δείξε γι αυτά τα μάτια, 
Που ένα σώμα θεϊκό
Γυμνό έχουν αντικρύσει.
Ελάθεψα. Δεν ήτανε
Η Κύπρις μα η Ροδόκλεια.
Αλλά πού τόση ομορφιά
Βρήκες; Νομίζω ξέρω:
Θα ’χεις ληστέψει τη θεά.


3
Ροδόκλεια σου στέλνω
Αυτό το στεφάνι
Με άνθη ωραία
πλεγμένο απ' τα ίδια
Δικά μου τα χέρια.
Φτιαγμένο το έχω
Με κρίνα μωράκια,
Νωπές ανεμώνες,
Ναρκίσσους υγρούς
Και μπλε ζουμπουλάκια.
Αυτά σα σε στέψουν
Εγωίστρια πάψε
Μεγάλη να ε ί σαι:
Καθώς το στεφάνι
Αυτό, και συ έτσι
Ανθείς και μαραίνεις.


4.
Αν και τους δυο μας Ερωτα, ίσες φορές τοξεύεις
Είσαι θεός. Μα αν έτσι δα μεροληπτείς, δεν είσαι.

5.
Εάν δεν έχεις δύναμη
Να κάψεις μ' ίδια φλόγα
Πυρφόρε και τους δύο μας,
Τότε του ενός τη φλόγα
Ή σβήστη ή βάλτηνε αλλού.


6.
Πολλές φορές επόθησα να σ' έχω μες στη νύχτα
Και, Θάλεια, τον ασίγαστον ερωτικό μου πόθο
Να τον χορτάσω. Τα γλυκά τα μέλη σου όμως τώρα
Αν και γυμνά με ζώνουνε, εγώ, παραλυμένος
Νιώθω, και ύπνο αποζητώ. Ταλαίπωρη ψυχή μου
Στάσου ορθή.Τι έπαθες; Μην αποκάμεις τώρα.
Τέτια μεγάλη δε θα βρεις και πάλι ευτυχία.


7.
Ποιος απ' το σπίτι σ' έδιωξε γυμνούλα και δαρμένη;
Ποιός είχε μάρμαρο ψυχή και μάτια που δε βλέπουν;
Μη μπήκε ο άντρας σου άξαφνα και σ’ έπιασε με άλλον; Πράγματα που συμβαίνουνε. Ολες αυτό το κάνουν.
Μα από τώρα κι ύστερα, κόρη μου, όταν έξω
Βρίσκετ' ο άντρας σου κι εσύ το φίλο έχεις μέσα,
Καλά την πόρτα κλείδωνε, να μη την ξαναπάθεις.

8.
Δε θέλω ούτε πολύμαθη ουτε άμαθη να είναι.
Η μία είναι βιαστική, πολύ αργή η άλλη.



ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

1.
Οπως εμένα μ' έκανες σε τούτο να κοιμάμαι
Το κρύο το πλακόστρωτο, μπροστά στην ’ξώπορτά σου,
Ετσι και σένα σου εύχομαι, Κωνώπιον, να κοιμάσαι.
Ετσι, άχαριστη κ ι εσύ σου εύχομαι να κοιμάσαι
Οπως αυτόν που σ' αγαπά κοιμίζεις. Κι ούτε λίγο
Δε με λυπάσαι. Οι γείτονες με βλέπουν και λυπούνται.
Εσύ καθόλου. Τα λευκά όμως μαλλιά σαν έρθουν
Ολες αυτές τις θύμησες μπροστά σου θα τις φέρουν.


ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ
1.
Όσες φορές στης Κήδιλλας ζεσταίνομαι τα στήθια
Είτε ημέρα, είτε αν, νύχτα να πάω τολμήσω,
Ξέρω πως όλα μου, κορώνα γράμματα τα παίζω.
Μα αλλιώς να κάνω δεν μπορώ γιατί η γλύκα θράσος
Δίνει στον Ερωτα κι αυτός ξεχνάει τ' είναι φόβος.

2.
Νυχτερινή αλάνισσα, δικέρατη Σελήνη
Φώτιζε μες απ' τ' ανοιχτό μπαίνοντας παραθύρι.
Φώτα και κάνε τη χρυσή να λάμπει την Καλλίστη.
Κακό δεν είναι να κυττά εκείνους που αγαπιούνται
Μια αθάνατη. Κι αυτήν κι εμέ, μάς εύχεσαι, το ξέρω
Σελήνη, να ευτυχήσουμε. Γιατί ο Ενδυμίων
κάποτε σου εφλόγισε και σένα την ψυχή σου.

3.
Ω! Πόδια!  Ω! Κνήμη! Ω! Μηροί που τη ζωή μου παίρνουν.
Γλουτοί ω!  Ω! Εφήβαιο! Ω! Ωμοι! Ω! Λαγόνια!
Ω! Στήθη! Ω! πεντατρύφερε τράχηλε! Ω! ματάκια
που σα σας δω τρελλαίνομαι ! Ω! Εξοχα λαγνείας
φιλιά! Ω! Τα λικνίσματα τον όλεθρο που φέρνουν!
Ω! Οι φωνίτσες που με καιν! Κι αν είναι Οπικία
Και Φλώρα, κι αν τα Σαπφικά τραγούδια δεν τα λέει
Ε, κι ο Περσέας αγάπησε Ινδή- την Ανδρομέδα.
"Ο πόνος είναι απαραίτητος στη ζωή",
έλεγες. Και ζούσες σ' ένα μικρό άθλιο
χωριό, δέχοντας με εγκαρτέρηση και πίκρα
ό,τι το χαμένο, μακρινό αυτό χωριό,  σου έδινε, 

τους αλήτες, τεμπέληδες αδερφούς σου
φροντίζοντας. Φτωχή, καλή, σεμνή,
σοφή Στεφάνοβα Σοσάνσκαγια! Ό,τι
οι άνθρωποι όλοι έπρεπε να ξέρουν

ήξερες, ενώ αυτοί αλλόφρονες τρέχαν
να βρούνε ψάχνοντας τη χαρά-
όπως την καταστροφή τους λέγαν.

"Ο πόνος είναι απαραίτητος στη ζωή"-
ο λόγος τούτος αφού μας έχει μείνει
από σένα, χαμένη δεν πήγε η ζωή σου.
Το ποίημα σαν φίδι να δαγκώνει πρέπει
την ουρά του. Αλλιώς όση ουσία κλείνει 
από μέσα του φεύγει και σκορπίζεται
στα γύρω (στα άνθη, στα αντικείμενα,

στους ταξιδευτές υπονόμους), και τότε
τι άξιο λόγου στον κόσμο μένει;
Τ αγάλματα; Οι μουσικές; Οι πίνακες,
οι όσο σπουδαίοι, της ζωγραφικής;

Έίναι η λέξη που σ' αυτά υπόσταση δίνει. 
Εκείνη το υλικό θα δώσει στο μυαλό,
το ποίημα μ' αυτό  να χτίσει, 

που πάνω του όλα εκείνα θα κρατεί, 
ασφαλισμένα στον κύκλο μέσα 
που στόμα και ουρά έχουν στεριώσει.

Να πάει στο χορό. Αυτό σημαίνει
με την κοινωνία να φιλιώσει.
Μα αυτό το φίλιωμα με κάθε πρέπει
θυσία, μικρή ή μεγάλη, ν' αποφύγει.

Αν κάτι θέλει να δημιουργήσει,
από την κοινωνία να μείνει πρέπει μακριά
και στην ερμιά να τρέφει τη μακροθυμία του.
Στην ερμιά που τα υψηλά όλα κρατεί.

Στην ερμιά που σαν πουλί στοργικό
με τα φτερά της την γλώσσα σκέπει
και κείνη, αυγό ελπιδοφόρο,

αξιοπρέπεια και συνείδηση μέσα της βαστά,
ουσίες απαραίτητες, για να ειπωθούνε
λέξεις δυό κάποτε αληθινές.
Τα τζάκια τα μεγάλα χάσανε
τα μεγαλεία τους-τους τόσους
υποτακτικούς και τους λακέδες
τους. Τώρα αλωνίζουνε οι μεγαλομανάβηδες
 
κι οι τραπεζίτες κι οι αισχροκερδείς.
Και τα πορνεία πια κρυφά δεν είναι-
ξαπλώθηκαν παντού και φανταχτερά
είναι στολισμένα (αυτά και έκαναν, 

ζητώντας "εξέλιξη" ή "ελευθερία",
κάμποσες επαναστάσεις τελευταία).
Όπου ταξιδέψεις, αστοί παχείς,

ικανοποιημένοι, χωρίς σκοπό.
Η τυραννία δεν ήτανε πάλι καλύτερη-
τότε που είχαμε ακόμα ελπίδες;
Τις μέσα του φωνές που του αντιτίθενταν,
όσο είχε δύναμη τις έπνιγε, και ζούσε
μέσα στον κόσμο, κι έλεγε κι έκανε..
Μα τώρα γέρασε.Το σώμα του κοιτάζει

στον καθρέφτη, μαζί με την ψυχή του
να φυλλορροεί. Ασυνάρτητη τώρα,
χωρίς νόημα, η ζωή του μοιάζει. 
Ολες οι πράξεις, οι διανοητικές έγνοιες, οι τέχνες,
οι επιστήμες, όλα τούτα συβαριτικά
παιχνίδια χωρίς φανερό νόημα.
Από τη μέσα τους θάλασσα μια παλίρροια
απλώνεται που τα γύρω υπερκαλύπτει.
Άλλες φωνές, άλλες αγάπες, άλλα
ψυχής σκιρτήματα. Χωρίς τα κοστούμια

βέβαια, οι ηθοποιοί, και χωρίς τα σκηνικά
και τα φώτα, και με το ένα μέτρο πιο ψηλά
που η σκηνή τους ανεβάζει,
δεν θα μπορούσαν κανέναν για την αλλαγή

να πείσουν. Ούτε να δημιουργούν
στην ψυχή των θεατών τις ψεύτικες,
έστω, θύελλες, το πικρό γέλιο,

τις οδυνηρές συνταυτίσεις. Δεν θα ξυπνούσαν
τους άλλους, πολλούς μας εαυτούς,
που καιρό δεν έχουν για να φανερωθούν.
Κάπου γραμμένο το τυπικό
της ερωτικής τάξης είναι: το
κυνήγι του άντρα, η γυναικεία
άρνηση, η ψεύτικη φυγή,

το ξαναγύρισμα, η ερωτοτροπία,
η αποδοχή. Μα υπάρχει και το άλλο
καταστατικό: της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας. Και τα δυο

αντιμάχονται το ’να τ’ άλλο.
Μερικοί διαχωρίζουνε
τις ώρες, τις καρδιές, τη ζωή τους,

και μπορούν τη μια σαλτιμπάγκοι,
και την άλλη άνθρωποι να γίνονται,
συνεπείς και εύσκοποι.
Χωρίς χιόνι να 'χει ρίξει, όλα    
παγωμένα τα βρήκα γυρίζοντας
και στην ίδια στάση, όπως όταν
φεύγοντας, τ' άφησα: τους δρόμους, .

τους ανθρώπους, τα κτίρια.
Ο μανάβης της γωνίας να μετράει
τις χαμένες εισπράξεις του 
μ' ένα πεπόνι για κεφάλι

με χέρια δυο μακριά σέλινα. 
Ο άντρας του ισογείου,
γερμένος στο παράθυρο του

να κοιτάζει το Χρόνο
τον σταματημένο δίπλα
στο σκουριασμένο του αμάξι.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Μπροστά μας ο θάνατος απλώνεται κάθε ημέρα.
Τα χιλιοτραγουδημένα του μονοπάτια,
άνθρωποι που δεν τα γνωρίζουν τα τραγούδησαν.
Αν το θάνατο θέλεις να πεις, δεν μπορείς να τον

περιγράψεις κοιτάζοντάς τον απέξω. Μέσα του
όπως η γλύκα στη ζάχαρη πρέπει να είσαι.Τότε
θα δεις με το ίδιο του το φοβερό μάτι, και ό,τι δεις
ο ίδιος ο θάνατος θα είναι. Ό,τι κι αν δεις. Όλα

τότε θάνατος είναι. Τα δέντρα, οι υποσχέσεις, τα
φιλοδωρήματα, τα θεατρικά έργα, οι εκδρομές
σε σκιασμένα άλση με κρήνες μαρμάρινες.

Ό,τι βλέπεις, ό,τι ακούς, ό,τι αισθάνεσαι, θάνατος
είναι. Και έντιμος αν είσαι το ομολογείς, αλλιώς
ζωή εξακολουθείς τον θάνατο να ονομάζεις. 
Τα ρόδα και τα κρίνα φάνηκαν. Σε λίγο
το μάτι από λουλούδια τίποτ' άλλο
δε θα βλέπει. Κακόμοιροι εμείς! Για
του ήλιου τα καπρίτσια να ’μαστε

υποχρεωμένοι να χαιρόμαστε-για 
να χουμε να κάνουμε κάτι δω πάνω
που η γη υγρασία γεμάτη μας εκκόλαψε
καθώς βρύα τα κεραμίδια.

Ω! Άνοιξη, λοιπόν, ολανθισμένη!
Μα αρκετά! Ω! σιχαμένη Άνοιξη.
και συ κι οι εποχές όλες μαζί σου!

Του μυαλού μου αν μιαν άκρούλα πιάνετε
και μου πάτε και μου 'ρχόσαστε, μην
καμαρώνετε-είναι γιατί εγώ το θέλω.
Σαν κάποιος που γράφει ολοένα και μέσα
στα γραφτά του κάποτε κάτι βρίσκει,
έτσι και το χέρι που στα σκουπίδια μέσα ψάχνει 
κάτι βρίσκει-έναν αναπτήρα, μιαν αξιοπρέπεια, 

πτώματα ελπίδων, ξέφτιους θυμούς, μια
ηθικότητα. Περισσότερο το βαραίνουν λόγια
που αγαπητά χείλη είπαν: σαν αγάλματα οι λέξεις τους, κρυσταλλωμένες. Ακόμα βρίσκει μικρές 

καθημερινές χαρές, παλιωμένους έρωτες
που ακόμα λίγη από τη μυρωδιά τους κρατάνε,
σκελετούς πουλιών, χείμαρρους πόθων

με γύρω τους υψωμένες όχθες αδιαπέραστες,
συντρίμμια ιδανικών, και που και που έναν
χρυσοκόκκινο ήλιο κάποιας περασμένης δύσης.
Και ο άνεμος από παντού σε αγκάλιασε
κι εντός σου μπήκε, φουσκώνοντας
τα μέσα σου πανιά και οδηγώντας σε
στων πόθων και στων στεναγμών το λιμάνι

όπου ναυτικοί στερημένοι από καιρό
σε καρτερούσαν, σπρώχνοντας τον
καιρό με τη δύναμη της υπομονής
που η αναμονή σου τους έδινε,

και στρώνοντας χαλιά χειροκέντητα
για να πατήσεις, βγαίνοντας από
τη θάλασσα της αμεριμνησίας σου

και να πέσεις, ανυποψίαστο θύμα
των πολύχρονων επιθυμιών τους,
στο κρεββάτι και στην ανυποληψία τους.
Μικρό τριαντάφυλλο, που η Νύχτα
με την παγωνιά της σε σκοτώνει,
σκέφτηκες ποτέ να της δείξεις
πως δε την φοβάσαι και ούτε

την υπολογίζεις; Πέρασε ποτέ
από το μυαλό σου, στον τρυφερό
σου βλαστό να υψωθείς και να
φωνάξεις: "σε αψηφώ Νύχτα!";

Ξέρεις, τότε, μεγάλο πολύ
γίνεσαι λουλουδάκι. Και τότε
η Νύχτα είναι που μικρή θα γίνει

από την υποταγή σου στερημένη,
που αυτή και μόνο μεγαλείο
και υπόσταση της έδινε.
ΚΛΑΡΑ ΠΕΤΑΤΣΙ 29 ΑΠΡΙΛΗ 1945

Κάθε γυναίκα θα το 'θελεν αυτό-έτσι
να κατέχει έναν άντρα
ολοκληρωτικά
σαν αυτός ούτε ψυχή να έχει
μες στην απ' όλα εγκατάλειψή του.

Και του ’λεγε: «Έτσι
τώρα 
δικός μου είσαι.
Γυμνός από κάθε τιμή  και αξίωμα
γυμνός από κάθε υπεροψία
και έπαρση κι ελπίδα.
Τι άλλο μια ερωμένη θα μπορούσε να ποθήσει;
Γύμνια από κάθε τι!

Θα μας σκοτώσουνε. Μα τι;
Θάνατος κι έρωτας σε τι διαφέρουν;
Χωράει τίποτε άλλο μέσα μας έξω απ’ τον έρωτα;
Και τι άλλο μες στο θάνατο χωράει;
Τι θα σκοτώσουνε λοιπόν;
Εκδίκησης ταμπέλες μοναχά θ’ αλλάξουνε αναμεταξύ τους.
 
Παλιά δεν ήξερα με λέξη ποια να σου μιλήσω.
Τώρα οι λέξεις μου όλες σε δονούν.
Αγάπη τώρα όλος και ανοχή για μένα είσαι-
λατρεία να πω,
γιατί
για σένα 
θεός τώρα δεν είμαι;»
Η ελληνίδα ήρθε στην Αμερική.
Από την πατρίδα έφερε όλες τις δουλείες
που εκεί αρετές ονομάζουν.
.
Γρήγορα όμως εδώ άλλαξε. Να ντρέπεται
έπαψε μπροστά στους άντρες. Σταμάτησε 
των άλλων τη ζωή να γνοιάζεται και να σχολιάζει.

Ρούχα ντύνεται πολύχρωμα,
μπόουλινγκ έμαθε,
φίλους άλλάζει άντροπα, και στην εκκλησία
μόνο για να κλείσει μπίζνες πηγαίνει. 
Παρακαλώ κι ευχαριστώ τής γίναν ψωμοτύρι,
με στεγανά χώρισε τις δραστηριότητες της-
εδώ η δουλειά, εκεί η κοκεταρία, παρακεί το σεξ.

Πολλά για να μη λέμε, ελληνοαμερικανίδα έγινε.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Θέλω να πεθάνω μοναχός σε μια γωνιά
μακριά από το τραγούδι των Σειρήνων
μακριά από του ηλιού την παγωνιά
κι απ' την ΄κάτασπρη ειρωνία των κρίνων.

Νύχτα να 'ναι κιόλας. Νύχτα. Μοναχά
μπρος στα μάτια μου ν' ανοίγουν φεγγοβόλα
τ' απαλά κι ολόλευκα τους τα φτερά
ζωντανά τα όνειρά μου όλα.

Νύχτα. Δίχως άλλου άστραμμα φωτός.
Νύχτα. Που ζωή εντός της όλα παίρνουν.
Νύχτα. Ο αιώνιος μας και μόνος εαυτός
που με σέβας μπρος του όλοι οι ήλιοι γέρνουν.
Η ζωή υφαίνει το στεφάνι της
κόβοντας καρδιές αντίς λουλούδια
και στην πόρτα της απόξω
φρέσκο το κρεμάει κάθε πρωί.

Τις καρδιές τις ευαίσθητες διαλέγει και τις τρυφερές,
όπως τρυφερά χορτάρια στο λειβάδι
τα ζωάκια για να φαν διαλέγουν.

Και όποιος ξέρει για του χορταριού τον πόνο
που στων χορτοφάγων λιώμα γίνεται τα δόντια,
αυτός
και τον πόνο που οι καρδιές πονούν
μπορεί να νιώσει.
Την αιωνιότητα όταν ορίζει, νοιώθει
πως μέσα από το κάδρο του ορισμού της
αυτή πάντοτε ξεφεύγει.
Κυλάει προς τα πίσω ή πετά εμπρος
όπως δα η ουσία της ορίζει.

Έτσι η ουσία της ακριβώς αυτή, χάνεται
πριν από τη συνείδηση του να νοηθεί:
Παρελθόν και Μέλλον πάντοτε γίνεται,
και το Παρόν αγνοεί.

Τότε αυτός καταλαβαίνει
ότι δεν είναι το διαρκές κυνήγι
στιγμών του παρελθόντος ή του μέλλοντος
που την αιωνιότητα συγκροτούν,
αλλά η αδράνεια στον εαυτό του
που την αχρονικότητα υπονοεί.
Αγάπες και φιλιά και αγκαλιές
Χαμένα μέσα στ' όνειρο του χτες
και στεναγμοί και λόγια λιγωμένα
μες στ' όνειρο του αύριο χαμένα.

Κι ακόμα ενώ τρυγάει φιλιά και χάδια
Κοιτάει την αγκαλιά του κι είναι άδεια.
Κι ακόμα ενώ η γλυκιά τον ντύνει πάχνη
Βλέπει ξανά, κι ούτε αγκαλιά υπάρχει.

Και μόνο μένουνε απ' όλα τούτα
Παιδιά, που ως ωριμάζουνε τα φρούτα
έτσι κι αυτά γεννιούνται κι αντριεύουν
και χάδια και φιλιά κι αυτά γυρεύουν.
Αν δεν υπήρχε το Πριν και το Μετά
θα ήμουν αυτό που θέλω να είμαι
γιατί χωρισμός ανάμεσα σε πράξη κι όνειρο
δεν θα υπήρχε.
Το Τώρα ένα άλλο Τώρα,
ανάλλαγο, θα ακολουθούσε,  
και σ' ένα συμμάζεμα ο κόσμος θα κλεινόνταν.  

Όμως καθένα Τώρα, ένα Άλλοτε γίνεται.
Κι αν ο Χρόνος γιατρεύει
είναι που απ' της οδύνης του το αντικείμενο
τον άνθρωπο μακραίνει.  
Πώς καταλάγιασε η βουή του κόσμου!
Πάρε πια δεν ακούγεται και δος μου.
Η ησυχία γλυκά γλυκά ζαλίζει
κι ο ύπνος θάνατο τώρα θυμίζει.

Μισοσκόταδο έγινε το φως μου.
Της γης ο πόνος έγινε δικός μου.
Από το μυστικό του μετερίζι
ο Κέρβερος ασίγαστα υλακίζει.

Πέφτει η βροχή στην τσίγκινη τη στέγη.
Τη συφορά οι σταγόνες της μετράνε.
Οι ώρες τρόμο κι αγωνία σκορπάνε.
Τα θύματα του το Αδειανό διαλέγει
Το βήμα του ακούγεται το πράο
καθώς εγώ λεπτά… στιγμές μετράω.
Του άρεσε ένα ανέκδοτο να διηγείται, που όταν το έκανε δεν μπορούσε να φτάσει στο τέλος του από τα γέλια που του προκαλούσε η γνωστή σ’ αυτόν συνέχειά του. Αυτό: Δυο άνθρωποι πήγαν κάποτε σε ένα ξενοδιχείο να κοιμηθούν. Ο ξενοδόχος τους έβαλε σε ένα δωμάτιο τον ένα και στο αποκάτω δωμάτιο τον άλλον.  Αυτός που έμενε στο επάνω δωμάτιο είχε τη συνήθεια, όταν έβγαζε τα παπούτσια του τη νύχτα για να κοιμηθεί, να πετάει το καθένα στο πάτωμα με δύναμη, πράγμα που έκανε μεγάλο θόρυβο.  Αφού εκείνος που έμενε αποκάτω υπόμεινε για μια δυο μέρες, παρακάλεσε τον αποπάνω να μην πετάει τα παπούτσια του στο πάτωμα γιατί τον ενοχλεί ο θόρυβος.
Ο αποπάνω πήγε το βράδυ να κοιμηθεί αλλά ξέχασε αυτό που του είπε ο αποκάτω, και πέταξε το πρώτο παπούτσι που έβγαλε,  στο πάτωμα. Ο αποκάτω ξύπνησε και περίμενε να πετάξει ο αποπάνω και το άλλο παπούτσι του ώστε να μπορέσει να κοιμηθεί επιτέλους. Ο αποπάνω όμως, θυμηθηκε τι του ζήτησε ο αποκάτω και έβγαλε το δεύτερο παπούτσι και το απίθωσε ήσυχα ήσυχα στο πάτωμα χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο.
Ο αποκάτω, βρίζοντας, περίμενε να ακούσει και το δεύτερο παπούτσι να πεταχτεί ώστε ύστερα να κοιμηθεί. Αφού περίμενε και δεν άκουγε τον δεύτερο ενοχλητικό θόρυβο και επειδή νύσταζε, δεν άντεξε, πήγε πάνω, άνοιξε την πόρτα του απόπάνω και του φώναξε θυμωμένα: «Βγάλε και το δεύτερο  παπούτσι να κοιμηθούμε επιτέλους!» 
*
Όταν είδε το έργο «ΔΙΑΓΩΓΗ ΜΗΔΕΝ» στον κινηματογράφο, γέλασε πολύ-και όποτε τον θυμόταν γελούσε πλατιά και καλωσυνάτα- με τον διάλογο δυο χωριατών που συζητούσαν περιμένοντας το λεωφορείο της γραμμής να τους πάει στο χωριό τους, το Κοντοσκάλι. Ρωτάει ο ένας τον άλλο: «Για το Κοντοσκάλι πας;» Λέει ο άλλος: «Όχι! Πάω για το Κοντοσκάλι.» Και ο πρώτος: «Α! Κι εγώ νόμιζα ότι πας για το Κοντοσκάλι…»
*
Όταν μου ζητούσε να του πάω κάποιο αντικείμενο που χρειάζονταν, και ξεχνούσε τη στιγμή εκείνη το όνομα του αντικειμένου, όπως σε όλους συμβαίνει κάποιες φορές, τότε συμπλήρωνε τη φράση βάζοντας στη θέση του ονόματος του κάθε φορά αντικειμένου, τη λέξη «τσακουμάκι». Ήθελε για παράδειγμα το ποτήρι που ήταν πάνω στο τραπέζι; Έλεγε «Γιώργη, φέρε μου από το τραπέζι το… το… το… το τσακουμάκι!» Το τσακουμάκι ήταν ένα είδος αναπτήρα. Μερικές φορές το έκανε και αστεία, επειδή ήξερε ότι μου άρεσε να το ακούω και διασκέδαζα με αυτό.
*
Πριν ξυριστεί ακόνιζε το ξυραφάκι. Έπαιρνε ένα ποτήρι από την κουζίνα και έβαζε μέσα το ξυραφάκι. Ύστερα με τον δείκτη του χεριού του πίεζε το ξυραφάκι στο γυαλί του ποτηριού ενώ ταυτόχρονα πηγαινόφερνε το ξυραφάκι μερικές φορές από τον πάτο ως το χείλος του ποτηριού.
*
Κάποτε, για μέρες, εκεί που κάποιες ήσυχες ώρες καθόμασταν στην αυλή ή στο δωμάτιο, άρχιζε να λέει τις παρακάτω ακαταλαβίστικες για μένα λέξεις, τη μία μετά την άλλη και με την ίδια πάντοτε σειρά: «οψιφιχιί, τασιροπιό, ξινομιλακά, ηθιζέ, δέλτα γαβιά» Το έκανε αυτό έτσι, χωρίς εμφανή λόγο, τελείως ξεκάρφατα όπως έμοιαζε σε μένα. 
Αυτό συνέχισε να το κάνει ώσπου εγώ, χωρίς να το προσπαθήσω, έμαθα απέξω αυτά που έλεγε. Και ας το είχα μάθει, όμως δεν ήξερα τι εσήμαινε αυτό που είχα μάθει. Μέχρι που, αφού διασκέδασε λίγο με την αδυναμία μου να βρω το νόημα της φράσης αυτής, μου είπε περί τίνος επρόκειτο: Ήταν η αλφαβήτα ανάποδα!
Μιλάω για τον πατέρα μου Γιωργία. Για τον «κύριο Κώστα» της οδού Τάπιας αριθμός τρία.  Τρεις κύριοι Κώστηδες στη σειρά στη μικρούλα μας τη γειτονιά! Ο Κώστας Χολιαστός, ο Κώστας Τσιάμας και ο πατέρας σου, ο Κώστας Ξενοδημητρόπουλος. Ένα μικρό μνημόσυνο για τον πρώτο στη σειρά από τους τρεις, τον Κώστα Χολιαστό, τον πατέρα μου.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Σάλιο των ζώων, που τόσο όμοιο
και τόσο διάφορο από νερό είσαι.
Μέσα σου διαλυμένη η ουσία της ύπαρξης,
όπως το πικρό στο γλυκύ διαλυμένο είναι.

Της πατρότητας και της ομοείδειας την ψυχή
στις σταγόνες σου μέσα σαν κιβωτός ιερή περιέχεις 
και κάστρο φιλότητας
και δίχτυ προστασίας από εχθρούς την κάνεις.

Μέσα σου τα μυστικά της ύπαρξης
θαλπωρή και ανοχή ανεξάντλητη βρίσκουν
του κόσμου την αλληγορία για να ζωγραφούν.
Πληγές ιαίνεις, νεογνά φροντίζεις,
και με ακούραστο τη γλώσσα όχημά σου,
παντού όπου η ζωή ανάγκη σ’ έχει,
του θανάτου την ξέρα νοτίζεις.
Αν η συνείδηση μπορούσε στον κόσμο ν' αναβλύζει,
πριν αποκτήσει ένα παρελθόν,
τότε το παρελθόν μας θα μας παρουσιάζονταν
περιγραμμένο από ένα ξεκάθαρο
και χωρίς ανωμαλίες όριο,
σαν χωράφι
που αυλακιές το ορίζουν επιτακτικές.

Μα η συνείδηση πάει κάτω και βαθιά,
 και μέσα σε μια προοδευτική χάνεται συσκότιση,
που ως τα σκοτάδια φτάνει  
που κι αυτά ο εαυτός μας είναι.

Και συλλογιόμαστε πράγματα άσκοπα,
 και το αδύνατο γυρεύουμε, γιατί η συνείδηση
θα μπορούσε να εμφανιστεί στον εαυτό της
μόνο σαν να 'ταν ήδη γεννημένη.
Στο κρεβάτι του θανάτου 
λίγο πριν η τελευταία μας βγεί πνοή,
μετανοούμε.

Πάνω μας έχουν σιγά σιγά μαζευτεί
κι έχουν στερεωθεί
πράξεις που δεν θα θέλαμε να είχαμε κάνει,
και φαντάσματα από πράξεις 
που ενώ θέλαμε δεν κάναμε.

Όλο αυτό το μάζεμα
με τη μετάνοια να το διώξουμε ζητάμε 
όπως το ριγμένο στους ώμους μας σακάκι
μ’ ένα  ξαφνικό ανασήκωμα των ώμων.

Μάταια όμως. Ο θάνατος παγώνει
κι αυτό το ανασήκωμα, κι αντί να ελαφρύνουμε
κολλάει κι αυτό επάνω μας
σαν μια ακόμα μέλισσα στο σμάρι.
Λυπημένος.
Μ’ ένα θαμπό βλέμμα κοιτάζει τον κόσμο.
Οι ώμοι κυρτωμένοι, το κεφάλι σκυφτό,
με μια νωθρότητα ποτισμένο το κορμί του όλο.

Αν τώρα
όταν ένας ξένος εμφανιζόταν
αυτός σήκωνε το κεφάλι
ξαναπαίρνοντας τη ζωηρή και ευκίνητη περπατησιά του,
τι άλλο θ' απόμενε από τη λύπη του παρά,
μια υπόσχεση να ξαναβρεθεί μαζί της
μετά την αναχώρηση του επισκέπτη;

Λυπημένος ώσπου να 'ρθει ένας επισκέπτης-
είναι αυτή λύπη;
Όχι. Η λύπη είναι η στάμπα του θανάτου
πάνω στα πρόσωπα των ζωντανών.
Οι κινήσεις του ζωηρές
λίγο υπερβολικά κοφτές
λίγο υπερβολικά γοργές.
Τα μάτια του εκφράζουν μια
λίγο υπερβολική φροντίδα
για την παραγγελία του πελάτη.

Φέρει τον δίσκο με τόλμη σχοινοβάτη
κρατώντας τον σε μια ισορροπία αδιάκοπα ασταθή.

Αμφιβολία δε χωρεί: ο σερβιτόρος μας παίζει.

Τι παίζει όμως;
Δεν χρειάζεται πολύ να τον προσέξουμε
για να το δούμε.
Ο σερβιτόρος μας παίζει
κάνοντας πως είναι σερβιτόρος.
Την αγωνία μου για ν' αποφύγω,
θα πρέπει να τη σκέπτομαι διαρκώς,
για να φυλάγομαι να μη τη σκέφτομαι.

Αυτό σημαίνει πως μαζί μου
να παίρνω πρέπει αυτό που θέλω ν' αποφύγω.
Μέσα στην ίδια τη συνείδηση λοιπόν-μες στη συνείδηση μου-
θα βρίσκονται μαζί και η αγωνία,
και η φυγή απ' αυτήνε 
προς τους μύθους που καθησυχάζουν.

Δεν πρόκειται λοιπόν να διώξουμε την αγωνία
Από την αγωνία θα ξεφεύγαμε,
αν είχαμε τη χάρη να μπορούμε
να δούμε τον εαυτό μας όχι από μέσα-
όπως τον βλέπουμε-,
αλλ' αν τον συλλαμβάναμε από τα έξω,
όπως τους άλλους,
ή
σαν ένα πράγμα.
Η Ρόδος είναι όμορφο νησί. Εκεί η Ελένη
από την Πολυξώ κρεμάστηκε.

Το κεφάλι της γερμένο σαν σε ντροπή ερωτογεννήτρα.
Ο αγέρας να της σηκώνει το φουστάνι
για τελευταία δείχνοντας φορά
το δοχείο, ξέχειλο, της ηδονής.
Τα χείλια της, και κλειστά. «έλα» λέγαν.
Τα στήθη της κήποι απριλιάτικοι
με μέσα τους κορίτσια
την ώρα του πρώτου ερωτικού τους ρίγους.

Ο θάνατος,
Πριν την είδη της άμορφη κάνει,
χαίρεται μαζί της
ό,τι ζωντανοί μόνο μέχρι τώρα μπορούσαν.
Και το δέντρο που κρεμασμένην την κρατεί
από αθώρητες πληγές 
χυμούς γαλακτώδεις ξεχύνει.

Και νεκρή όμορφη ήταν το παλιοθήλυκο.

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Σα με τραβά η στενοχώρια
και με κατέχει ο θυμός
της φαντασιάς στενεύουν τα όρια
και αχρηστεύεται ο ηθμός.

Αμέσως τότε εγώ ξεχύνω
πα’ στο χαρτί το καθαρό
ποτάμια γράμματα, να πλύνω
το νου με κάτι δροσερό.

Το δροσερό εδώ οι λέξεις
που σαν παιδιά χοροπηδούν
και που με σε όσο αντέξεις
δε σώνουν να παιζογελούν.

Σιγά οι ιδέες ξανανιώνουν
και αποδιώχνονται οι καημοί
και πάλι οι σκέψεις ξεδιπλώνουν
πάλι καπνίζουν οι βωμοί.

Κι από τον πόνο απομένει
κι εκείνη μόλις αισθητή
μικρή μια θλίψη, προορισμένη
κι αυτή γοργά να ξεχαστεί.
Εις τη γη πάνω υπάρχουν
σαν και με άνθρωποι άλλοι
που 'χουν χέρια σαν και μένα
και ποδάρια και κεφάλι;

Όχι. Όσους έξω είδα
βιαστικοί να περπατάνε
δεν υπάρχουνε-δε ζούνε
οι αισθήσεις ξεγελάνε.

Μόνο εγώ στη γη υπάρχω
κι ό,τι ζήσω κι ό,τι πάθω
κι όσους βλέπω τώρα γύρω
στο μυαλό μου εγώ τους πλάθω.

Κι αν θελήσω και πεθάνω
κι όλοι οι άλλοι θα χαθούνε,
αφού μόνο στο μυαλό μου
όσο ζω κι εκείνοι ζούνε.
ΤΙ ΝΑ ’ΚΑΝΕ

«Αντρέα θυμίσου. Πρέπει -ακούς; Κοίταξε μην
ξεχάσεις
στη Νέα Υόρκη όταν πας-με το καλό όταν φτάσεις
στο Γιώργο τηλεφώνησε και πες του ...ξέρεις
τώρα...
μόνος του, δίχως χρήματα σε μία ξενη χώρα...»

« Αν θέλω ας κάνω και αλλιώς. Έτσι και δε τον πάρω
ποιος είδε και δε σκιάχτηκε-όταν θα 'ρθώ-το Χάρο...
Τον ξέρω-ούτε για ψωμί δεν έχει. Ένα ψοφίμι
που δεν απόχτησε ποτέ χρήματα, δόξα, φήμη…»

Πάντα στις γνωριμίες του και στις δημόσιες σχέσεις
ο Αντρέας ήτανε καλός. Κρατεί τις υποσχέσεις.
Kαι μ' ενδιαφέρον φρόντισε να ντύσει τη φωνή του
(κάποια σηγμή πλησίασε τα όρια του ευαισθήτου).

Να μου μιλήσει του 'πανε-τι να 'κανε και κείνος
τους το 'ταξε και πράττοντας ως πάντοτε υπευθύνως
με πήρε. Πάει κι αυτό λοιπόν μέσα στα τελειωμένα
γι αυτούς που του το ζήτησαν… για κείνονε… για
μένα...
ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΜΗΣ

Έχοντας το Μίμη στο μυαλό σου
πας να γράψεις Άνθρωπος
και κάτι σου τραβάει το χέρι
κι άθελά σου
βγαίνει του άλφα η γραμμή απ' το χαρτί
τον ανήφορο παίρνει
και στ' άστέρια φτάνει.
Και όταν
φωτεινή,
κατέβει,
πας,
έκπληκτος πια
να συνεχίσεις νι
και γάμμα βγαίνει
και τέλος γράφεις Άγγελος.
Και πας να γράψεις άντρας
κι οι έγκυες οι μήτρες του άλφα σπάζουνε
και λέξεις άλλες βγαίνουν από μέσα τους
που πλημμυρίζουν το χαρτί-
λέξεις καθώς σεμνότητα
περφάνια,
λεβεντιά,
δόσιμο,
μπέσα,
σύνεση,
ευψυχία,
εγκαρδιότητα.
Και δυο φορές τον έχω μόνο δει όλες κι όλες.
Και σας χαρίζω μια ζωή μαζί του
στην ίδια πόλη
στους ίδιους δρόμους και στις ίδιες τις παρέες
κάθε ημέρα βλέποντάς τονε για χρόνια.
Κάποιοι το χάρισμα έχουνε σε μια στιγμή να βλέπουν
ό,τι άλλοι μιαν αιωνιότητα δε θα 'βλεπαν κοιτώντας.
Όταν δε βρίσκεις συντροφιά
που πάνω της ως τώρα υπολόγιζες,
για να υπάρξεις,
αρκείσαι τότε στα μειδιάματα
του γείτονα στο αποκάτω το διαμέρισμα
και στα καλημερίσματα τα τυπικά
του παντοπώλη και του γαλατά.
Κι αυτοί πια είναι τότε οι σύντροφοί σου
που όλες τις άλλες ώρες
μακριά σου στέκουνε,
λες σαν διακριτικά,
μόνον αφήνοντάς σε
για να γράψεις.
Αν πεθάνω δίχως κάποιον φίλο
στο προσκέφαλο μου ν’ αγρυπνά
και τα μαύρα να φυσάει με ζήλο
νέφη που με πνιγούνε πυκνά,

αν πεθάνω μια γυναίκα δίχως
σ’ απαλό ένα κλάμα να δοθεί,
αν πεθάνω δίχως ένας θρήνος
πάνω απ’ τον νεκρό μου ν’ ακουστεί,

δε θα με πειράζει διόλου-φρίκη
διόλου δε θα νιώσω εγώ γι αυτό:
ήττα δε λογιάζω ούτε νίκη
ψεύτικο αν κάτι στερηθώ.

Τρόμος όμως μέγας θα με κλείσει
αν στου απείρου μέσα τη σιωπή
αστεράκι κάποιο δε θα σβήσει-
η χρυσή του ανάσα αν δεν κοπεί.

Και πικρός κι αδίκιωτος θα νιώθω
αν μια πέτρα ανείπωτα θλιβή
δεν κομματιαστεί από τον πόθο
που την τρώει και δίχως μου δε σβει.
Στου νεκροταφείου το πλατύ αλώνι
η μελαγχολία την ψυχή αλώνει
κάθε τάφος πλάκα και σβηστό καντήλι
κι έναν τρόμο γύρω  η νυχτιά έχει στείλει.

Στο σκοτάδι κάτι φωτοσκιές κινούνται-
άραγε αξύπνητα οι νεκροί κοιμούνται
ή ασώματοι κι αγνοί όπως θέλαν να  ’ναι
βγαίνουν απ’ τους τάφους τους κι άσκοπα γυρνάνε;
Στη στροφή και στη γωνία
οδηγώντας με μανία
αυτοκίνητο ένα βγήκε
και στο δρόμο του εμπήκε.

Μ’ έναν πήδο ο νιος προφτάνει
κι απ’ τον Χάρο πέρα κάνει
τη στιγμή την τελευταία
γλίτωσε κι όλα ωραία.

Αν τον λιώναν οι τροχοί
μια αγάπη μοναχή-
α! ένα χέρι τον βλογούσε
απ’ το σπίτι όταν κινούσε.
Κατά πως θέλουν οι αδένες  μας ,
τρέμουμε σα θα δούμε θηλυκό.
Κατά πως θέλει η κοινωνία
δίπλα μας τις γυναίκες τις κρατεί.
Κατά πως θέλει η φύση
Ο έρωτας ο απλήρωτος μάς χάνει.
Μπορεί να βρούμε πότε άρχισε το Σύμπαν-
το CERN φιλότιμα πολύ γι αυτό δουλεύει-,
μα κι αν τα κάνουμε ακόμα όλα λίμπα
ποτέ δε θα’ βρουμε γιατί ο έλλην κλέβει.

Είναι η κλεψιά για τον κάθε έλληνα η τιμή του.
Κι είναι αγέννητη και άφθαρτη-ειν’ αιώνια.
Μ’ αυτήν γεννήθηκε και με αυτήν μαζί του
στα μαρμαρένια θα παλέψει αυτός τ’ αλώνια.
ΑΓΡΟΤΕΣ-ΟΙ ΝΕΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ

Ποιος είπε πως δεν είμαστε απογόνοι
εκείνων των αρχαίων μας προγόνων-
ή ότι τάχα αυτοί δεν είν’ προγόνοι
των τόσο που τους μοιάζουν απογόνων;

Κι ιδού η απόδειξη μπροστά μας ζώσα:
Οι αγρότες μας, η δόξα κι η τιμή μας,
που όλοι οφείλουμε σε κείνους τόσα-
που με το αίμα τους καρπίζει η γη μας-

οι αγρότες μας λοιπόν οι τιμημένοι
Σπαρτιατική λιτότητα εδείξαν
κι όταν τους δώσαν ψίχουλα-οι καημένοι...-
τους δρόμους που ‘κλειναν ευθύς ανοίξαν!

Και παν τα μπλόκα…πάνε οι φωνές τους…
Και δείξαν ότι όσα τσαμπουνούσαν
δεν τα πιστέψαν ούτε αυτοί ποτέ τους .
Κι ήταν νεκροί όταν λέγαμε πως ζούσαν.
Αμερική! Στα ξενοδοχεία
μπουφές γεμάτος εύγευστα, ελαφρά,
φαγητά λαχταριστά.
Αμερική! Δρόμοι πλατιοί
κήποι μεγάλοι σε κάθε σπίτι μπρος. Ουρανοξύστες
με ρίζες όσο το ύψος τους. Γυναίκες
με το χαμόγελο πάντα στα χείλη.
Αμερική! Μπάρμπεκιου Σάββατο με φίλους.
Ήρεμο την Κυριακή
και καθαρό γκαράζ-σέιλ.
Αμερική! Ελευθερία! Χιούμορ! Ξεγνοιασιά!
Αμερική! Τέικ γιουαρ τάιμ!
Αμερική! σε κάθε γειτονιά βιβλιοθήκη.
Κέντρο Πνευματικό σε κάθε πόλη.
Ορθάνοιχτα όλα. Μυστικό κανένα.
Αμερική.
Βεγγαλικά δεν έπλεξα
που ανάβουν, λαμπαδιάζουνε και σβηουν .
Το λύχνο  έχω εγώ ανάψει του αεί
που λάδι του το δάκρυ-ζωής συντρόφι-
και φτίλι του η ανάσα της ψυχής.
Κι όποιον από το φως μου ζεσταθεί
κι όποιον κάτω απ’ το λύχνο μου διαβάσει-
αυτόνε θα τον θυμηθώ
όταν έλθω
εν τη βασιλεία μου.
Χιονονιφάδα η αίσθηση είναι της ομορφιάς.
Δεν ξέρεις πως είσ’ όμορφη ώσπου να την αγγίσεις.
Μα σαν τη ‘γγίσεις πια νερό στα χέρια σου κρατάς:
Α! Μία στιγμή θα εισ’ όμορφη στη διάρκεια όλης της ζήσης.               
Έξω απ΄το σπίτι του πριν βγει καθένας
Στολίζεται και καθαρίζεται,
Και της χαράς φοράει τη μάσκα -
Ή της αδιαφορίας κατά τις περιστάσεις-

Γυρίζοντας στο σπίτι η μάσκα βγαίνει
Αποκαλύπτοντας το πρόσωπο
Πιο αξιολύπητο
Μετά από κάθε του μασκάρεμα.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Μου κρύβει ο έρμος τη διεύθυνσή του
ενώ την ξέρω ως ξέρει το βρακί του! 
Του τύπου η βλακεία και σίδερα κοιλαίνει
κι ον βούλεται απολέσαι, ο Κύριος τον μωραίνει.

…Λοιπόν θα πάω μία νύχτα σκοτεινή
(ώρα που το καθένα πνίγει σχοινί),
ένα κουζινομάχαιρο θ’ αρπάξω
και τα παιδιά του-όσα- θα σφάξω.

Στην τσίτα του θα δώσω την αλάνα
μια όχι κρεάτινη τώρα μπανάνα 
να δω αν εξέχασε ή αν νογάει
και σαν φαϊ να τήνε μασουλάει.  

Και σπώντας εκεινού το καυκαλό του
θα κάνω δώρο τον εγκέφαλό του
στη γη, ώστε να έχει αυτή δια βίου
δείγμα μυαλού ανθρώπου ηλιθίου.

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΚΑΝΑΠΕ

Στο μικρό καναπέ καθισμένη
σαν φλογίτσα μικρή αναμμένη
και τρεμίζανε τ' άσπρα της κρέατα
από το κρύφιο καρτέρεμα του έρωτα.

Στο μικρό καναπέ ξαπλωμένη
πυρκαγιά τρομερή φουντωμένη-
πόδια, μάγουλα, στήθη της έκαιγαν
και τα χείλια δεν ήξεραν τι έλεγαν.

Στο μικρό καναπέ κοιμισμένη
σαν φωτιά που 'ναι μόλις σβυσμένη.
Που και που κάτι σπίθες τινάζονται
και τα κρέατα τ' άσπρα τραντάζονται.
ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ

Ο ουρανός μου βρέχει αίμα.
Χοντρές οι στάλες του χτυπάνε
το ντελικάτο μου κορμί
κι έτσι ως πέφτουνε μ’ ορμή
λες και να σβήσουνε ζητάνε
της ύπαρξής μου τ’ άθλιο ψέμα.

Μα έχει με σίδερο πλαστεί
και με τσιμέντο έχει πετρώσει
της πλάνης τ’  άγριο πουλί
και ίδιο ολόπικρο χαλί
χοντρά φτερά έχει απλώσει
κι έχει με κείνα σκεπαστεί.
ΠΑΤΡΊΣ ΕΝ ΠΟΡΝΕΊΑ ΘΝΉΣΚΟΥΣΑ

«Ποιος είναι αναμάρτητος
να ρίξει πρώτος πέτρα;
Τις ανομίες ολωνών
θα μπόρειε  ποιος να εμέτρα;

Από τον άθλιο βασιλιά
ως τ’ άμετρά μου πιόνια
στη χώρα ποιος δεν έκλεβε
τώρα και τόσα χρόνια;

Κι αφού ο λαός με πρόδωσε
ποιος μένει να με γιάνει
και όχι  πόρνη αλλά κυρί
α πάλι να με κάνει;..

Κανείς! Γι αυτό ελάτε μου
της γης οι πόρνοι όλοι!..
και βιάστε με… και πάρτε με…
…δική σας είμαι όλη…»
ΔΙΑΠΙΣΤΏΣΕΙΣ

Δεν ξέρω γιατί έχω μια χαρά
που ήρθε το Μνημόνιο
αρσενικό σαν να ’μουνα
που βλέπει αντιμόνιο.

Είναι γιατί ο κόσμος πια
διόλου δε διασκεδάζει
και γενικά κάνει ζωή
που στη ζωή μου μοιάζει-

χωρίς παρέες δηλαδή,
χωρίς χορούς και γέλια,
χωρίς το θέρος διακοπές
κι ουρά κάτω απ’ τα σκέλια.

Ναι. Πράγματι. Αυτό είναι. Ναι.
Χωρίς αμφιβολία
για τη χαρά που μου ’χει ’ρθει
αυτή ’ναι η αιτία:

πως ξεκομμένος τώρα πια
απ’ τον κόσμο δε μετράω
κι έχω παρέες ταιριαστές
όπου κι αν πλέον πάω.
           ΧΙΟΝΙ

Κι αν χιόνι πέφτει τι μ’ αυτό;
κι αν κρύες του οι νιφάδες,
όμως δεν παύουν εν ταυτώ
να είναι και...νυφάδες!

Ας έρχονται. Ο άνυμφος
εγώ κι ο μονασμένος
θα πάψω και κατάδικος
να 'μια και κολασμένος.

Και οι νιφάδες θηλυκά.
Ας έρθουν οι καλές μου
και, ή θέλουνε, ή στανικά
θα γίνουνε δικές μου.

Ας έρθουνε. Στο πάλεμα
που ανέκκλητα θα γίνει
αμέτοχη ή παράμερα
καμιά τους δε θα μείνει.

Σαν μόνος να ’μαι πετεινός
σε πλήθος μέσα ορνίθων
των Δαναίδων τελικώς
θα μιμηθώ τον πίθον-

γιατί "αυτό κάνε μου" η μια,
η άλλη "θέλω εκείνο",
κάθε τους σβηώντας πεθυμιά
πλέον άπατος θα μείνω.

Κι ειν' η φορά η πρώτη αυτή.
νιφάδες, που, κι ας νιώσουν
την καυτερή μου αναπνοή,
μα…εμένανε θα λιώσουν.
ΤΟ ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΟ ΠΑΓΩΤΌ-
ΔΏΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΆΧΡΟΝΗΣ ΓΙΏΤΑΣ

Το παγωτό που μου ’χεις δώσει Γιώτα
Τα παγωτά μου θύμισε τα πρώτα
Που μου ’ παιρνε ο παππούς μου
Και μου ’φευγε ο νους μου.

Κι ωραίο έτσι που το ’χεις ζωγραφίσει
Για χρόνια και για χρόνια θα κρατήσει-
Ποτέ του δε θα λιώσει
Ποτέ δε θα τελειώσει.

Κι ενώ το παγωτό όλους παγώνει,
Το παγωτό σου αντί να με κρυώνει
Το αντίθετο συμβαίνει:
Μυστήριο: με ζεσταίνει!..
ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΕΣ

Δεν έχω σάρκα να δέσω τα κόκαλά μου,
ρούχα τηβεννικά να ενδυθώ,
μουσικές τα λόγια μου να στολίσω,
περικοκλάδες ιντερνετικές .

Φύλλα ωραιόχρωμα
άνθη ελκυστικά 
από μένα λείπουν
η σκέψη μου
γλώσσες που γλύφουν γρατζουνάει.

Όμως καρποί μου
σε προϊστορικούς τάφους ακόμα  ελπιδοφορούνε,
και τα οστά μου 
άγγιχτα από τις λόγχες του Καιρού.
ΤΑ ΚΟΡΊΤΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙΌΔΙΑ

Ένα Χαμόγελο στα Διόδια
και της Χαράς ανοιούν τα ρόδια
τ’ Αηδόνι πάλι τραγουδάει
πάλι η Ζωή χαμογελάει.

Και η ευχούλα «καλό Δρόμο»
απ’ την Ψυχή διώχνει τον Τρόμο
και το Αμάξι λες μεθάει,
και δεν κυλάει στη Γη-πετάει.

Κι αχ! ένα βλέμμα όλο γλύκα
το «εν Τούτω» μας θα είναι «νίκα»
σ’ όποια κι αν μάχη οδηγάει
ο Δρόμος που άφευγα μας πάει.

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

ΧΡΌΝΟΣ

Την ύστατη ώρα του ας στείλει απόψε ο Χρόνος
που για μένα φυλαγμένη έχει. Εγώ
το μολύβι μου καλά το έχω
και ωραία τοποθετήσει
στην κώχη δίπλα του κλειστού βιβλίου-
η μύτη του ν’ αγγίζει
στην κάτω ακριβώς γωνία του πίσω εξώφυλλου
και το ποτήρι του καφέ
στου τραπεζιού την πάνω τη γωνία
με το χερούλι του προς το παράθυρο.

Ας στείλει ο Χρόνος τη στιγμή του.
Έτσι που έχω ετοιμαστεί 
από κει κι ύστερα
Χρόνος μαζί του θα ’μαι.
ΜΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑ

Να το κερί. Το βλέπει καθώς λιώνει
φωτίζοντας αχνά την κάμαρά του.
Κάποιο αόρατο για τη ματιά του
το κόβει αργά και σταθερά πριόνι.

Και όλο λιγοστεύοντας κει χάμου,
χαρτιά του δείχνει, ξύλα, ένα κασόνι...
να! τώρα του θερμού του γάμου
η σμίξη με τη φλόγα τελειώνει.

Δυο λαμπυρίσματα προτού να σβήσει
και τέλος. Σαν μια σκότους δίνη
στο δωμάτιό του ένας καπνός θα πλέει
ενώ από κείνον μοναχά θα μείνει
μια απουσία, πως έσβησε να λέει
χωρίς να έχεο τίποτα φωτίσει.
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΒΑΝΕΣΑΣ

Ήταν δεκαεξάχρονη
τώρα είναι παντρεμένη.
Ήταν αγριολούλουδο
ανθός σε βάζο τώρα.
Ήταν αδέρφι του ηλιού
τώρα σβηστό φεγγάρι.
Ήταν  τραγούδι και μιλιά
βουβό είναι τώρα στόμα.
Ήταν αστέρι λαμπερό
κι είναι κερί σε τάφο.
Ήταν δεκαεξάχρονη
και τηνε ξεπουλήσαν.

ΗΤΑΝ Η ΧΑΡΑ ΜΟΥ
(της κυρίας Ρωρερκάρ)

Ήταν η χαρά μου
κι ήταν η ελπίδα.
Όταν με θωρούσε
μ’ έφεγγε μια αχτίδα.

Σα με συναντούσε
κι έλεε καλησπέρα,
χάνονταν το σκότος
κι έλαμπε η μέρα.

Κι είτε με τη φόρμα
ή έβαζε φουστάνι,
λες για με ντυνόταν-
για να με τρελάνει.

Και τα σταυρωτά της
πάντοτε χεράκια
τη ζωή μου ήταν
που’τρωγαν γεράκια.

Σα μου εμιλούσε
άγγελοι με ζώναν
κι όταν μου γελούσε
μου ΄λυναν τα γόνα.

Στην καρδιά μου μέσα
ήτανε κλεισμένη-
κείνη τη χτυπούσε
ζωντανή να μένει.

Μου ΄λεε καλημέρα,
ζούσα για ένα μήνα.
Δε με χαιρετούσε,
μ’ έστελνε στο μνήμα.

Σαν απ’ του σπιτιού της
πέρναγα την πόρτα
τι να πρωταγγίξω
δε νογούσα πρώτα-

το χαλκωματένιο
πόμολο που λάμπει;
τ’ άπονο το ξύλο
με τα λάγνα θάμπη;

Κι ο κυρ-Παναγιώτης
να μου λέει γι αυτήνε
πως γυναίκα τάχα
καθώς όλες είναι.

Μα για μένα αθέρας
ήτανε και μέλι
κι ό,τι με τρυπούσε
του έρωτά της βέλη.

Κι έτσι επερνούσε
η άχαρη ζωή μου
τη χαρά να παίρνει
και την εμπνοή μου

και να μη τα στέλλει
διόλου πάλι πίσω
μήπως και μπορέσω
λίγο για να ζήσω.
                    ΟΙ ΑΔΙΚΙΩΤΟΙ

Όπου αυτοί πάνε, σκοτεινά πάντοτε είναι.
Κάποτε, δεξιά ή αριστερά τους
φώτα χύνονται, που το κάθε τι λαμπρύνουν.

Και τα μάτια βλέπουν
και επιθυμούν εκεί να ήσαν
και κάθε βλέμμα τους να ξεγεννάει τα γύρω ένα ένα,
και κείνα να έρχονται ζωντανά
κι όχι ως πριν η σκιά τους να τα κρύβει.

Μ΄αντίς αυτό νοήματα από άλλους τελειωμένα
θέση παίρνουν στη σειρά
ένα ένα,
απ΄αυτούς για να εννοηθούν όχι σαν γέννας ευωχία,
μα σαν θανάτου ανημπόρια, 
πρωτού στο χωνευτήρι πέσουν
απ’ όπου κάποτε,
σε κάποιο Άλλο Φως,
μακριά πάλι 
θα ξαναγεννηθούν.
  ΚΑΘΟΤΑΝΕ ΣΤΗ ΣΚΑΛΑ
  ή
  Η ΣΤΑΓΟΝΑ ΠΟΥ ΞΕΧΕΙΛΙΣΕ
  ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ
(της κυρίας Ρωρερκάρ)

Το παιδικό σου στήθος... η αλαφρότη
έτσι απαλά ως ήσουν καθισμένη
στα ολόλευκα σκαλιά...η αθωότη
που στη ματιά σου έφεγγε... την ξένη...
   
Στη θέα σου η ανάπνια μου κομμένη.
Παραλυμένη η αντρίκια μου σκληρότη.
Ψυχής πνοή στις σάρκες μου δε μένει.
Τα μαύρα μέσα μου χυμήσαν σκότη.

Φεύγω. Μιαν άνιση κέρδισες μάχη:
τα όπλα όλα το κορμί σου τα ΄χει.
Φεύγω. Η Γυναίκα μέσα σου ας γιορτάσει-
εσκότωσες τον άντρα που ΄χεις πλάσει.
Φεύγω. Καθώς το θέλησες εγίνει:
ένας νεκρός την πόλη σου αφήνει.
            ΤΟ ΔΕΝΤΡΑΚΙ

Η ζωή του ένας κάμπος ερμιός.
Τόσο έρμος που λες: «γιατί υπάρχω»;
Ούτε καν ένας πάνω του ανθός,
πράσινη ούτε μικρούλα του μια άκρη.

Μα στο χώμα του αυτό το ξερό
φέτος ένα φυτρώνει δεντράκι-
πρασινούλι, ομορφούλι, χλωρό,
πολυπόθητο ένα δεντράκι.

Κι αχ! τι ρίζες απλώνει τρανές!
Κι αχ! αμέσως πώς φύλλα γεμίζει!
Στις φρυγμένες του πώς τις πλαγιές
της σκιάς την ευλόγια χαρίζει!

Κι όποια θλίψη εκρατούσε βαθιά
την ψυχή του βαριά να παιδεύει,
με τις ρίζες του αυτές για σπαθιά
ένα δέντρο μικρούλι κουρσεύει.

ΚΑΤΑΔΙΚΗ

Με αναμνήσεις,
με οραματισμούς,
μ’ ένα κομμάτι μουσικής,
γράφοντας κάτι,
πασκίζει να ξεφύγει από το χάος.
Να πάρει δύναμη από κάτι προσπαθεί.
Τουλάχιστο να σώσει κάποια αξιοπρέπεια
εδώ που όλα είναι συντρίμμια
και από πού αλλού δεν έχει να πιαστεί.

Αγωνίζεται.

Και μένει μόνον ο αγώνας να του λέει
πόσο αδύναμος νιώθει μπροστά
σε τόσα που τον ζώνουν εχθρικά.
Και λέγοντάς του το να σβήνει.
ΕΠΙΒΟΥΛΉ

Στην τηλεόραση
Όλα λαμπρά, ωραία.

Φτάνει να κλείσει το κουμπί
Για να βρεθεί μονάχος
Και μ’ όλες του τις δυστυχίες αγκαλιά.

Η διαφορά- ότι στο μεταξύ
Η τηλεόραση δύναμη παίρνει
Κάθε φορά και μεγαλύτερη
Ώστε περσότερο κάθε φορά
Να τον κρατεί.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

ΔΕΚΑ ΤΕΣΕΡΕΣ ΦΛΕΒΑΡΗ

Κι αν μου στύψεις το κεφάλι
την ψυχή κι αν θα μου γδάρεις
ούτε ευχή δε θα 'βρεις πάλι
από μένανε να πάρεις.

Λες και πάντα ήταν για μένα
δέκα τέσερες Φλεβάρη
σου τα έχω όλα δοσμένα
και μου τα 'χεις όλα πάρει.

Έτσι αν θέλεις του εθίμου
τη σειρά να συνεχίσεις
πρέπει του άγιου Βαλεντίνου
κάτι εσύ να μου χαρίσεις.

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

ΟΙ ΓΕΝΙΕΣ

Κάθε τριάντα χρόνια
ανανεώνονται οι γενιές.

Κάθε τους μία 
για δικιοσύνη μάχεται
για ελευθερία. 

Αγώνες.
Αίματα.

Έτσι η ανθρώπινη αθλιότητα
η αλλιώς αβάσταχτη
βρίσκει ένα λόγο ύπαρξης καθώς
κάθε τριάντα χρόνια
αγέρωχη
τη ματαιδοξία της ξανανιώνει.

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΧΑΠΙ

Άκου φίλε μου. Τον μήνυσε λέει διότι πριν από τριάντα χρόνια της έπιασε το μάγουλο!  Μα τι θέλουν;  Με τόσες γυναίκες να κυκλοφορούνε δίπλα μας ημίγυμνες , εμείς να μένουμε ψυχροί και απαθείς; Και καλά οι γυναίκες που συναντάμε στο δρόμο. Μα να ήταν μόνον αυτές; Πηγαίνεις στον κινηματογράφο και βλέπεις περισσότερα από όσα βλέπει ένας άντρας την πρώτη νύχτα του γάμου του. Γυρνάς σπίτι, ανοίγεις την τηλεόραση και το δωμάτιο γεμίζει με νεαρά κορίτσια που γελάνε, συζητάνε για σεξ, φιλιούνται παθητικά με τους άντρες, και δείχνουν στο φακό όσα μπορούν ίσα για να μη τις απιάσει ο νόμος.  Και σε κάθε διαφήμιση, είτε στο δρόμο είτε στην τηλεόραση είτε στα περιοδικά, γυμνές γυναίκες σε προκαλούν να αγοράσεις το ένα και το άλλο προιόν.
Και συ, πρέπει να περπατάς στο δρόμο σαν να μην βλέπεις και να μην ακούς. Και να προσπερνάς όλα αυτά σαν να είσαι από πέτρα ή από κάποιο ουδέτερο μέταλλο φτιαγμένος. Ασυγκίνητος. 
Μα έλα που η φύση αλλιώς έχει φτιάξει τους ανθρώπους! Έλα μου που έχει κάνει τους άντρες να τους αρέσει η γυναίκα και να την επιθυμεί μόνον που ξέρει ότι κάπου υπάρχει! Πόσο μάλλον όταν τη βλέπει μπροστά στα μάτια του σε όλο της το εκμαυλιστικό μεγαλείο! 
Όμως τι θέλουν οι νόμοι και η Πολιτεία; Να παρελαύνουν μπροστά τους οι γυναίκες και αυτοί να καταπιέζουν τη φυσική επιθυμία τους; Παρόλαυτά προσπαθούν οι καημένοι, κάνουν ότι δεν βλέπουν, πολλές φορές αποφεύγουν να περάσουν από δρόμους που σκανδαλίζουν, φυλάγονται από τα κακά συναπαντήματα, όμως το ίδιο το κακό έρχεται και τους βρίσκει εκεί που δεν το περιμένουν, γιατί έχει γεμίσει πια η πόλη μας και κάθε πόλη από γυμνό και μάλιστα προκλητικό γυμνό.
Κι αν πεις κάτι σε μια κοπέλα είσαι ανήθικος. Αν της προτείνεις να την κεράσεις έναν καφέ ας πούμε, είσαι υποψήφιος κατηγορούμενος. Και αν την αγγίξεις, δεν σε γλιτώνουν πέντε δικηγόροι μαζί. Η Πολιτεία είναι κατηγορηματική επ’ αυτού. Και δικαστές, γυναικείοι σύλλογοι, θρησκευτικές οργανώσεις, είναι έτοιμοι να σε κατασπαράξουν όταν δουν ή ακούσουν το παραμικρό. Ο σαρδανάπαλος! Ο αισχρός! Ο διεφθαρμένος! Το τέρας! Ο πρόστυχος! Αυτά και άλλα πολλά ακόμα ακούγονται σε αυτές τις περιπτώσεις. Και ο ανήθικος, το τέρας, ο ξεδιάντροπος, σπεύδει να δικαιολογηθεί ή να τρέξει να κρυφτεί από τα μάτια όσων τον είδαν να κάνει την κολάσιμη πράξη.
Κακόμοιροι άντρες!
Αλλά μπορούμε να γλιτώσουμε και εμείς οι άντρες και οι γυναίκες, οι μεν από τα δικαστήρια και τις επικρίσεις, οι δε από τα μικρά ή μεγάλα πειράγματα και ενοχλήσεις των αντρών.
Η λύση είναι ένα χάπι που όταν οι άντρες θα το παίρνουν, θα τους αφήνει αδιάφορους για τις γυναίκες, για ορισμένες ώρες της ημέρας. Κατά προτίμηση αυτές θα είναι οι ώρες εργασίας. Μα μπορεί να είναι και το χρονικό διάστημα που κάποιος θα επέλεγε αυτόβουλα. 
Δια νόμου λοιπόν όχι θα απαγορεύεται αλλά θα είναι ανύπαρκτη και η παραμικρότερη επιθυμία του άντρα για τη γυναίκα.
Οι επιστήμονες έχουν δημιουργήσει χάπια για ένα σωρό αρρώστιες και καταστάσεις. Ο άνθρωπος πήγε στο φεγγάρι, ετοιμάζεται για διακτινισμούς σε απείρως μακρινά αστέρια, η νανοτεχνολογία ελέγχει την ύλη σε ατομικό επίπεδο, η ψυχολογία και η νευροχειρουργική κάνει αν θέλει έξυπνους ανθρώπους τους ηλίθιους και ηλίθιους τους έξυπνους, η τεχνητή νοημοσύνη ετοιμάζεται, ε, μη μου πει κάποιος ότι είναι ακατόρθωτο ένα χάπι που να κάνει ανενεργή τη λίμπιντο του άντρα για όσες ώρες θέλει αυτός ή για όσες ώρες κρίνει η Πολιτεία.
Η Πολιτεία θα μπορεί να υποχρεώσει τους άντρες να παίρνουν το οχτάωρο χάπι τους στις οχτώ το πρωί ας πούμε. Στη διάρκεια των ωρών λοιπόν αυτών, από τις οχτώ το πρωί  μέχρι τις τέσερες το απόγεμα, ας πάνε να χορεύουνε δίπλα τους ολόγυμνες γυναίκες, εκείνοι θα τις βλέπουν και θα λένε με το νου τους «τι τις έπιασε και χορεύουν;», και θα αποστρέφουν από αυτές το βλέμμα σαν να βλέπουν κάτι αηδιαστικό και αταίριαστο.
Έτσι, τις ώρες της ημέρας που θα αποφάσιζε η Πολιτεία, οι γυναίκες δεν θα είχαν καμία ενόχληση, αλλά και οι άντρες δεν θα είχαν να υποφέρουν επειδή βλέπουν κάτι που επιθυμούν, γιατί απλούστατα, δεν θα το επιθυμούν τότε.
Ακόμα αντί για χάπια, θα ήταν εξίσου εύκολο, αρκεί να τους ζητηθεί, να φτιάξουν οι επιστήμονες μια συσκευή που να εκπέμπει ακτίνες, που ας τις πούμε εδώ αντιεπιθυμητικές, οι οποίες θα καθιστούσαν τους άντρες αδιάφορους παροδικά, για όσο διάστημα η Πολιτεία θα έκρινε.
Ας κάνουν κάτι από τα δυο να ησυχάσουμε.
Ή μήπως έχει υπάρξει αυτή η πιθανότητα (πώς να το ξέρω;) και δεν επέτρεψαν οι γυναίκες να υλοποιηθεί;