(ΑΠΟ ΤΟΝ "ΣΤΕΦΑΝΟ" ΤΟΥ ΜΕΛΕΆΓΡΟΥ)
ΜΕΛΕΆΓΡΟΥ
1.
Αυτά Δορκάδα να της πεις. Kαλλίτερα ακόμα
Πες της τα ίδια δυο φορές. Και τρεις. Λέξη προς λέξη Τρέχα.
Μη στέκεσαι στιγμή. Πέτα. Μα.. .μια στιγμούλα..
Στάσου, πριν όλα να στα πω πώς βιάζεσαι Δορκάδα;
Λοιπόν ακόμα να της πεις... Μάλλον… τι λέω... Όχι.
Πες της πως δεν της απαντώ… Ή μάλλον πες της ότι...
Πες της τα όλα φανερά και τίποτα μην κρύβεις…
Αν και, γιατί εσένανε στέλνω να πας Δορκάδα
Αφού κι εγώ ο ίδιος, να!, μαζί σου προχωράω;..
2.
Κύμα πικρό του Ερωτα και θύελλες της ζήλειας
Ακοίμητες , και των γιορτών νερά φουρτουνιασμένα!
Πού πάω; Όλα άχρηστα του νου μου τα τιμόνια.
Θα δούμε πάλι άραγε την τρυφερή τη Σκύλλα;
Ω1 Συ Σελήνη που γλυκά τους π' αγαπούν φωτίζεις!
Κι άστρα! Και Νυχτα! Και μικρή συ λύρα που συντρόφι
Σ' είχα στα ξεφαντώματα! Άραγε θα την έβρω
Μονάχη της την άσωτη; Κι άγρυπνη ; Και κλαμμένη ;
Η βρήκε άλλον εραστή; Αν ναι, με δάκρυα τότε
Που σα βροχή θα τρέχουνε, ετούτο το στεφάνι
θα το μαδήσω απ' τ' άνθη του, και στην εξώπορτα της
θα το κρεμάσω, με αυτά επάνω του γραμμένα:
"Κύπρι, σε σε ο Μελέαγρος , που του κορμιού σου όλα
Τ' απόκρυφα τα διάβασε σαν ανοιχτό βιβλίο
Τα ερείπια της αγάπης του έχει εδώ κρεμάσει".
4.
Στη Ζηνοφίλα έδωσε την ομορφιά ο Ερως,
Αγάπης φίλτρα η Κύπριδα, κι οι Χάριτες τη χάρη
5.
Στα τρυφερά επιάστηκα τα δίχτυα της Διδύμης.
Σαν το κερί μες στη φωτιά τα κάλλη της με λυώνουν.
κι ας είναι μαύρη-τι μ' αυτό; Το κάρβουνο αν τ' ανάψεις
Λάμπει κι εκείνο και φωτά σαν ροδομπουμπουκάκι.
6.
Χιόνι, χαλάζι, κεραυνούς, σκοτάδι ρίχνε, καίγε,
Όλα τα κόκκινα της Γης σύννεφα ταρακούνα.
Μα μόνο αν με σκότωνες θα ’παυα. Όσο όμως
Να ζω μ' αφήνεις, άπαυτα εδώ κι εκεί θα τρέχω
Κι απ' όσα ως τώρα έκανα χειρότερα θα κάνω.
Γιατί στην ίδια του θεού την εξουσία είμαι
Πού ’σαι κι εσύ. Που κάποτε, πιστός στο θέλημά του
Χρυσός μέσα σε χάλκινη εχώθηκες θαλάμη.
7.
Τι την φυλάς την παρθενιά; Όταν θα πας στον Άδη
δε θα ’βρεις κόρη, εραστές. Της κύπριδας τις χάρες
οι ζωντανοί τις γεύονται. Θα ’μαστε μόνο στάχτες
και κόκκαλα, παρθένα μου, στου Αχέροντα το ρέμα.
8.
Ανθη μου στα θυρόφυλλα μείνετε κρεμασμένα.
Από τα δάκρυα που εγώ σας ποτ ισα, μη φύλλα
Βλασταίνοντας απότομα, σειστείτε-γιατί πάντα
Τα μάτια είναι των εραστών καταπλημμυρισμένα.
Μα σαν η πόρτα ανοιχτεί και βγει η Αμύντα, τότε
επάνω στο κεφάλι της ρίξετε τη βροχή μου,
Ωστε τα δάκρυα να τα πιουν τα ξανθωπά μαλλάκια.
9.
Της Νικαρέτης το γλυκό πρόσωπο που βαμμένο
Του Πόθου έχει τα χρώματα, και που συχνά προβαίνει
Στο παραθύρι το ψηλό, Κυπρί αγαπημένη,
Οι λαμπερές οι αστραπές το έχουνε μαράνει
που τα γλυκά τα βλέμματα στέλνουν του κλεοφώντα
καθώς μπροστά 'π' την πόρτα της αυτός συχνοδιαβαίνεί.
10.
Στης Ηλιοδώρας Κύπριδας ,και στης Πειθώς, κι ακόμα
Στης Χάρης της γλυκόλογης τη γεια εγώ τα πίνω.
Μία Θεά για με ειν' αυτές, αυτή που τόνομά της
Το ποθητό, με το κρασί το σμίγω και το πίνω.
11.
Νύχτα, μητέρα των βθεών, θερμά παρακαλώ σε,
Συντροφε στα γιορτάσια μου, αγαπημένη Νύχτα,
Ναι, σε θερμοπαρακαλώ για ένα πράγμα μόνο:
Δέσποινα Νύχτα, κάποιος αν κατω από την κουβέρτα
Της Ηλιοδώρας έχει μπει και κει παρηγοριέται
και απαλοζεσταίνεται δίπλα στο κοιμισμένο
Το σώμα της, που πιο πολύ ο ύπνος τ' ομορφαίνει ,
Τότε ο λύχνος ας σβυστεί. Κι εκείνος που χαμένος
Μες στα γλυκά τα στήθια της αναπαμό δεν έχει,
Δώσε του Ενδυμίωνα να κοιμηθεί τον ύπνο.
.
12.
Το κύπελλο εγλύκανε γιατί της Ζηνοφίλας
Λέει της πολυαγάπητης πώς φίλησε το στόμα
Που ασταμάτητα μιλεί. Α! Τυχεροί! Ας ήταν
Τα χείλη της ν' αγγίζανε απάνω στα δικά μου
Και να ’πινε με το φιλί εκείνο την ψυχή μου.
13.
Γλυκό είναι το τραγούδι σου μα τον Αρκάδα Πάνα
Που με τη λύρα συντροφιά μας πλέκεις Ζηνοφίλα.
Ναι, μα τον Πάνα, ολόγλυκα τον δίνεις το ρυθμό του.
Πώς να ξεφύγω; Από παντού έρωτες με κυκλώνουν
Και ούτε λίγο ανασασμό μ' αφήνουνε να πάρω.
Η Αφροδίτη μου γεννά τον πόθο; Ή πάλι η Μούσα;
Η Χάρη; Μα.. τι λέω εγώ… Όλα. Και τσουρουφλιέμαι .
14.
Ναι! μα την που κολύμπησε στ' άσπρο το κύμα Κύπρι,
Σαν τ’ όνομα έχει τρυφερό και το κορμί η Τρυφέρα.
15.
«Μπρος! Όλοι για του Ερωτα το ωραίο το ταξίδι…»
Τα λαμπερά κι ολόγλυκα μάτια της Ασκληπιάδας
πού της Γαλήνης μοιάζουνε ,πειθώ γεμάτα λένε .
16.
Γιατί στης Ηλιοδώρας μου το δέρμα πάνω εστάθεις
Τα άλλα τ’ ανοιξιάτικα αφήνοντας λουλούδια
Ανθοτρυγήτρα μέλισσα; Μη για να μου μηνύσεις
πώς το κεντρί του Ερωτα μες στην καρδιά του κλείνει
Εκτός από τη γλύκα του κι άφευγη μία πίκρα;
Νομίζω αυτό πως είπες-ναι. Αλλά, αγαπητή μου
Γύρισε πίσω. Από παλιά το νέο αυτό το ξέρω.
17.
Ω! Νύχτα! Ω! Ακοίμητε για τη Λιοδώρα πόθε!
Κι ω! στη γερτή την ξώπορτα ερωτοπεισματάκια
Που ’ναι χαρά σας δάκρυα να βλέπετε να χύνω…
Άραγε απ' την αγάπη μου της έχει μείνει κάτι;
Κάποιου φιλιού η θύμηση τάχα να σιγοκαίει;
Μέσα στη στάχτη την ψυχρή για συντροφιά να έχει
Τα δάκρυα στο κρεββάτι της; Τάχα η φαντασιά μου
Κλεισμένη μες στα στήθια της να ευφραίνει την ψυχή της;
Η άλλον βρήκε έρωτα, νέον, και νέα παιχνίδια;
Λυχνάρι, μη ποτέ δεχτείς να δεις τίποτα τέτοιο:
Γι αυτήν που σούχω 'μπιστευτεί φύλακας συ να είσαι.
ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΥ Η ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ
Παφία Κυθέρεια, ο Κλέανδρος, απ' την ακρογιαλιά σου
Να κολυμπάει τη Νικώ στο διάφανο είδε κύμα.
Κι ο έρωτας τον έκαψε. Και κάρβουνα αναμμένα
Εμπήκαν στην καρδούλα του απ' της μικρής το σώμα
Τ' ολόβρεχτο. Και στην ξηρά ναυάγησε εκείνος.
Αυτή, αφροταξίδευτη, στην παραλία βγήκε.
Τώρα κι οι δύο σβύνουνε μέσα στον ίδιο πόθο¬
Πιάσανε τόπο οι ευχές που στην ακτή είχε κάνει.
ΡΟΥΦΙΝΟΥ Η ΑΔΕΣΠΟΤΟ
Την ώρα βρήκα που ήτανε μόνη της η Εροδίκη
Και την ικέτεψα τ' αβρά πιάνοντας γόνατά της:
"Σώσε" της είπα", καπόιονε που χάνεται για σένα.
Την που από μέσα μου ψυχή πετάει κράτησε την.»
Έκλαψε όταν μ' άκουσε. Εσκούπισε το δάκρυ
Και τρυφερά τα χέρια της πήρανε τα δικά μου.