Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Του άρεσε ένα ανέκδοτο να διηγείται, που όταν το έκανε δεν μπορούσε να φτάσει στο τέλος του από τα γέλια που του προκαλούσε η γνωστή σ’ αυτόν συνέχειά του. Αυτό: Δυο άνθρωποι πήγαν κάποτε σε ένα ξενοδιχείο να κοιμηθούν. Ο ξενοδόχος τους έβαλε σε ένα δωμάτιο τον ένα και στο αποκάτω δωμάτιο τον άλλον.  Αυτός που έμενε στο επάνω δωμάτιο είχε τη συνήθεια, όταν έβγαζε τα παπούτσια του τη νύχτα για να κοιμηθεί, να πετάει το καθένα στο πάτωμα με δύναμη, πράγμα που έκανε μεγάλο θόρυβο.  Αφού εκείνος που έμενε αποκάτω υπόμεινε για μια δυο μέρες, παρακάλεσε τον αποπάνω να μην πετάει τα παπούτσια του στο πάτωμα γιατί τον ενοχλεί ο θόρυβος.
Ο αποπάνω πήγε το βράδυ να κοιμηθεί αλλά ξέχασε αυτό που του είπε ο αποκάτω, και πέταξε το πρώτο παπούτσι που έβγαλε,  στο πάτωμα. Ο αποκάτω ξύπνησε και περίμενε να πετάξει ο αποπάνω και το άλλο παπούτσι του ώστε να μπορέσει να κοιμηθεί επιτέλους. Ο αποπάνω όμως, θυμηθηκε τι του ζήτησε ο αποκάτω και έβγαλε το δεύτερο παπούτσι και το απίθωσε ήσυχα ήσυχα στο πάτωμα χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο.
Ο αποκάτω, βρίζοντας, περίμενε να ακούσει και το δεύτερο παπούτσι να πεταχτεί ώστε ύστερα να κοιμηθεί. Αφού περίμενε και δεν άκουγε τον δεύτερο ενοχλητικό θόρυβο και επειδή νύσταζε, δεν άντεξε, πήγε πάνω, άνοιξε την πόρτα του απόπάνω και του φώναξε θυμωμένα: «Βγάλε και το δεύτερο  παπούτσι να κοιμηθούμε επιτέλους!» 
*
Όταν είδε το έργο «ΔΙΑΓΩΓΗ ΜΗΔΕΝ» στον κινηματογράφο, γέλασε πολύ-και όποτε τον θυμόταν γελούσε πλατιά και καλωσυνάτα- με τον διάλογο δυο χωριατών που συζητούσαν περιμένοντας το λεωφορείο της γραμμής να τους πάει στο χωριό τους, το Κοντοσκάλι. Ρωτάει ο ένας τον άλλο: «Για το Κοντοσκάλι πας;» Λέει ο άλλος: «Όχι! Πάω για το Κοντοσκάλι.» Και ο πρώτος: «Α! Κι εγώ νόμιζα ότι πας για το Κοντοσκάλι…»
*
Όταν μου ζητούσε να του πάω κάποιο αντικείμενο που χρειάζονταν, και ξεχνούσε τη στιγμή εκείνη το όνομα του αντικειμένου, όπως σε όλους συμβαίνει κάποιες φορές, τότε συμπλήρωνε τη φράση βάζοντας στη θέση του ονόματος του κάθε φορά αντικειμένου, τη λέξη «τσακουμάκι». Ήθελε για παράδειγμα το ποτήρι που ήταν πάνω στο τραπέζι; Έλεγε «Γιώργη, φέρε μου από το τραπέζι το… το… το… το τσακουμάκι!» Το τσακουμάκι ήταν ένα είδος αναπτήρα. Μερικές φορές το έκανε και αστεία, επειδή ήξερε ότι μου άρεσε να το ακούω και διασκέδαζα με αυτό.
*
Πριν ξυριστεί ακόνιζε το ξυραφάκι. Έπαιρνε ένα ποτήρι από την κουζίνα και έβαζε μέσα το ξυραφάκι. Ύστερα με τον δείκτη του χεριού του πίεζε το ξυραφάκι στο γυαλί του ποτηριού ενώ ταυτόχρονα πηγαινόφερνε το ξυραφάκι μερικές φορές από τον πάτο ως το χείλος του ποτηριού.
*
Κάποτε, για μέρες, εκεί που κάποιες ήσυχες ώρες καθόμασταν στην αυλή ή στο δωμάτιο, άρχιζε να λέει τις παρακάτω ακαταλαβίστικες για μένα λέξεις, τη μία μετά την άλλη και με την ίδια πάντοτε σειρά: «οψιφιχιί, τασιροπιό, ξινομιλακά, ηθιζέ, δέλτα γαβιά» Το έκανε αυτό έτσι, χωρίς εμφανή λόγο, τελείως ξεκάρφατα όπως έμοιαζε σε μένα. 
Αυτό συνέχισε να το κάνει ώσπου εγώ, χωρίς να το προσπαθήσω, έμαθα απέξω αυτά που έλεγε. Και ας το είχα μάθει, όμως δεν ήξερα τι εσήμαινε αυτό που είχα μάθει. Μέχρι που, αφού διασκέδασε λίγο με την αδυναμία μου να βρω το νόημα της φράσης αυτής, μου είπε περί τίνος επρόκειτο: Ήταν η αλφαβήτα ανάποδα!
Μιλάω για τον πατέρα μου Γιωργία. Για τον «κύριο Κώστα» της οδού Τάπιας αριθμός τρία.  Τρεις κύριοι Κώστηδες στη σειρά στη μικρούλα μας τη γειτονιά! Ο Κώστας Χολιαστός, ο Κώστας Τσιάμας και ο πατέρας σου, ο Κώστας Ξενοδημητρόπουλος. Ένα μικρό μνημόσυνο για τον πρώτο στη σειρά από τους τρεις, τον Κώστα Χολιαστό, τον πατέρα μου.