Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

        ΘΑ   ΚΑΤΑΛΥΣΕΙ

Αφήστε με τον κόσμο μου να πλάσω.
Σε λίγο φεύγω. Να  'χω μία σκέπη
εκεί που άϋλος κι αγνός θα φτάσω
και μια γωνιά να με προσμένει πρέπει.

Αφήστε με. Στον κόσμο κατοικείτε
τούτον εσείς. Και όλα σας τα μίση
και κάθε ομορφάδα που μπορείτε
σ'  αυτόνε μέσα έχετε σκορπίσει.

Αφήστε με. Η ύπαρξη είναι τούτη
για μένα, η μονάχη που έχω ύλη
της άλλης για να πλάσω τ'  άγια πλούτη
που είν' η αγαπημένη μου και φίλη.

Αφήστε με. Όχι μόνη η φαντασία
μα κι η καρδιά και η ψυχή και το αίμα,
σφάγια να γίνουν πρέπει στη θυσία
το που της γης θα καταλύσει ψέμα.
ΔΕΝ  ΕΠΡΕΠΕ

Δεν έπρεπε την "ΠΡΕΒΕΖΑ" να γράψεις  Καρυωτάκη.
Λαγοκοιμόνταν μέσα μας οι σαρκοβόροι δράκοι,
η Απελπισιά, το Αδειανό, κι ο Φόβος ο Μεγάλος.
Νανούρισμα λες ήτανε ο εντός μας μέγας σάλος

τους αποκοίμιζε, κι εμείς ξεκλέβαμε τα χρόνια.
Οι κάργιες όμως ήρθανε στων δέντρων μας τα κλώνια
κι ο σοβαρός ο δάσκαλος με την εφημερίδα
σκότωσε την που πρόβαλε απ'  τα βιβλία ελπίδα.

Της Ανοχής και της Μικρής Ανάγκης το κουβάρι
αργά εξετυλίγονταν πριν ο άνεμος το πάρει
της "ΠΡΕΒΕΖΑΣ" και άκλωνο στην άκρη το πετάξει-
στη θεωρία περιττό κι ανώφελο στην πράξη.

Μα τίποτα δεν έμεινε μέσα μας να  'ναι φίλιο
όταν στη δεύτερη στροφή θανάτωσες τον ήλιο.
Ξυπνήσαν τότε τα θεριά, ορθώσαν το κεφάλι
και τη νικήτρα ενάντια μας ορέχτηκαν την πάλη.

Κι όταν του όπλου σου η κραυγή μάτωσε τον αέρα
επήγε και το πρόσχημα το τελευταίο πέρα:
οι δράκοι μας εσπάραξαν κι αφήσαν μόνο ράκη.
Δεν έπρεπε την "ΠΡΕΒΕΖΑ" να γράψεις  Καρυωτάκη.
              ΝΑ  ΠΙΩ

Ολάνθιστος ήμουν και μ'  έχεις ξεράνει.
Μου έχεις χτυπήματα δώσει σωρό
που αν ήθελα  αρχίσει εδώ να ιστορώ
μεγάλου βιβλίου ο χώρος δε φτάνει.

Μετά τάχα πού από δω θα με στείλεις;
Θα πάω όπου να  ’ναι-θα κάνω ό, τι πεις
τα σύνορα εγώ θα διαβώ της Ντροπής,
το ρόπτρο θα κρούσω της Άθλιας -ύλης.

Αλλά δε θ'  ακούσεις ποτέ παρακάλιο
να βγάλω απ'  τα χείλια ή λόγον πικρό.
φαρμάκι ή μεγάλο να πιω ή μικρό
μου δώσεις, θα τό  'πιω  με ύφος νηφάλιο.

Και όταν στο τέλος θα βγω νικητής
σε όσα μου έχεις γραφτό να τραβήξω
λιθάρι αναθέματος ζωή θα σου ρίξω
κι εγώ θα  'μαι τότε δικός σου κριτής.
ΜΕ  ΤΗΝ  ΠΟΙΗΣΗ

Δεν είναι για να δρέψω δάφνης φύλλα
που ατέλειωτα μαυρίζω άσπρα φύλλα.
Για να  'χω λίγο φως μέσα στον Άδη
τρυπίτσες μόνο ανοίγω στο σκοτάδι.

Αν λίγο με την ποίηση ασχολούμαι
δεν είναι ποιητή για να με πούνε-
μ'  αυτά τα ποιηματάκια όπου γράφω
αλλάζω μόνο θέση μες στον τάφο.
         ΠΑΙΔΟΥΛΑ

Τριγυριστή τριγυριστή παιδούλα
τη φούστα σου μάσε γιατί
καθώς σε θωρεί νοστιμούλα
αγόρι μεστό την πατεί

κι αν τρέξεις η φούστα θα πέσει
και τότε-πω πω τι ντροπή!-
γυμνούλια  'πο κατω  απ'  τη μέση
κοιλίτσες, μπουτάκια, ποποί...

Τριγυριστή τριγυριστή παιδούλα
την άγουρη τότε αρετή
που φέγγει αχνά σαν αυγούλα
με τι θα την κρύψεις-με τι;
       ΓΙΑ  ΟΣΑ  ΕΘΑΨΑ

Στοχαστικοί κι ασπαίροντες
όταν κοντά στο τζάκι
οι άλλοι θα στέκουν γέροντες
κι απ'  το πηχτό φαρμάκι

τις τελευταίες θα πίνουνε
και πιο πικρές γουλιές του,
ενώ απαλά θα κλείνουνε
ενός βίου καταμέστου

από χαράς πλανέματα
την κουρασμένη αυλαία,
τα γηραλέα τους βλέμματα
έστω και νυσταλέα

πάω θα ξεκουράζονται
σε κάτι μαραμένα
λουλούδια, ή θ' αναπαύωνται
πάνω σ'  αγαπημένα

κιτρινισμένα γράμματα
που γράφτηκαν πριν χρόνια-
στα χρόνια που τα θάματα
μοιάζαν πως θα ’ναι  αιώνια.

Ενώ λοιπόν θα νήχωνται
οι άλλοι μες στις μνήμες
πλάι σ΄ εμέ θα βρίσκονται
μονάχα κάτι ρίμες

να λεν για όσα έθαψα
στα μαύρα τους κατώγια
γράμματα που δεν έγραψα
και που δεν είπα λόγια.
               ΟΥΤΕ  ΔΩΡΟ

Τόσο ανάξιος έμπορος ήμουν εγώ λοιπόν
που δεν επάτησε ποτέ κανείς στο μαγαζί μου
και το μεγάλο απόθεμα των τόσων υλικών
ακόμα ακέριο κι άθικτο μένει στην κατοχή μου.

Τόσο αδέξια ήτανε η δική μου τακτική
και τόσο διέφερε πολύ από αυτήν των άλλων
που όλοι προτιμούσανε και πήγαιναν εκεί
και αδιστάκτως μάλιστα και αυθορμήτως μάλλον.

Τόσο δεν έστερξε κενείς κοντά μου να βρεθεί
στο χώρο που είχα όλη μου απλώσει την πραμάτεια
κι όταν την άπλωσα ήμουνα σαν λούλουδο που ανθεί
και τώρα βάζο αλάβαστρο που κείτεται κομμάτια.

Και τώρα που αποφάσισα να δώσω δωρεάν
τα πλούτη που αδιάθετα μου πιάνουνε το χώρο
στο κάλεσμά μου οι άνθρωποι φεύγουνε ως εάν
από εμέ δε θέλουνε να πάρουν ούτε δώρο.
                 ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ

Θερμόμετρα- κουβέρτες-σκωραμίδες
θλιμμένα απογέματα-ανία
φαϊ με ζυγισμένες τις μερίδες
αέρας πνιγηρός-νοσοκομεία...

Νυχτιές μοναχικές-ξενυχτισμένες
χλωμούλες αδελφές-μονοτονία
φιλίες αλλοπρόσαλλες, σαν ξένες
ενέσεις-σεταβλόν-νοσοκομεία...
   Ο  ΑΝΤΡΑΣ  ΠΡΕΠΕΙ  ΝΑ  ΖΕΙ

Ο άντρας πρέπει να ζει-πάει να πει
πρέπει να  'χει μια γυναίκα.

Ο άντρας πρέπει να προσεύχεται-πάει να πει
πρέπει
μια φορά την ημέρα
να οσφραίνεται γυναικείο άρωμα.

Ο άντρας πρέπει να υποψιάζεται την Πρώτη Αιτία-
πάει να πει πρέπει ν'  ακούει
μια γυναικεία φωνή να του λέει:
"πού πας;"
ή, ας πούμε: "άργησες απόψε".

Ο άντρας πρέπει από καιρό σε καιρό
να νιώθει πως υπάρχει-πάει να πει
να βλέπει κρεμασμένα γυναικεία ρούχα
στην κρεμάστρα του χολ.

Ο άντρας πρέπει κάθε τόσο
να ψηλαφάει ένα κορμί
αλλιώτικο απ’  το δικό του-
αλλιώς και τι να το  'κανε το χέρι.
                            ΑΔΕΙΑ

Όπως διψώντας έρωτα τα νιόγεννα μωράκια
τα ροδαλά χεράκια τους τείνουν λαχταρισμένα
έτσι και τα κλαδάκια τους έχουνε απλωμένα
σε αγκαλιά ορθάνοιχτη τα τρυφερά δεντράκια.

Μα τίποτε-μα τίποτε δεν πιάνουν. Τον αέρα
σπαθίζουνε τα φύλλα τους-ακούσιοι δον  Κιχώτες
ή που όλη νύχτα μάχονται απέλπιδα στρατιώτες
και μάθουν για την ήττα τους μόνο σα φέξει η μέρα.

Μα τίποτε-μα τίποτε. Ολάδεια πάντα μένουν
τα φουντωτά κλαδάκια τους κι η πράσινη αγκαλιά τους.
Ό, τι τριγύρω τους θωρούν νομίζοντας δικά τους
τα προσπερνούν και τρέχοντας σ'  άλλη αγκαλιά πηγαίνουν.

Τίποτε. Και διαβαίνουνε-και φεύγουνε τα χρόνια.
Και όσο μεγαλώνουνε οι τρυφεροί τους κλώνοι
αντί να σβει κι η πεθυμιά μαζί τους μεγαλώνει.
Και φεύγουνε και φεύγουνε και φεύγουνε τα χρόνια.

Και φεύγουνε αγύριστα. Και πίσω τους ρημάδια
ζωούλες που ανάρχιστα τελειώνουνε αφήνουν.
Κι αφήνουν δέντρα γέρικα που τα κλαδιά τους τείνουν
άχρωμα, άψυχα, ξερά, και άδεια… άδεια… άδεια

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ ΜΑΡΙΑ
(στην όμορφη Μαρία, κόρη του Γιάννη, φίλου, απόστρατου έλληνα υπαξιωματικού και υπέροχου ανθρώπου, με την οποία ήμουν ερωτευμένος. Λος Άντζελες, 1993)

Το διάφανο Μαρία το πρόσωπό σου
Ας μη του πόνου δάκρυα το υγραίνουν-
Μη τον πατέρα κλαις τον λατρευτό σου-
Ανθρωποι σαν εκείνον δεν πεθαίνουν.

Ειν' ο πατέρας σου λαμπρό αστέρι.
Ο θάνατος μικρούλι συγνεφάκι.
Εμπρός σου ζωντανόν θα σου τον φέρει 
Το πρώτο απαλοφύσητο αγεράκι.

Μην κλαις Μαρία. Γύρω σου ευωδάνε
Ανθώνες ωρθωμένοι απ' την ψυχή του.
Οι αιθέριες τους οσμές δε σε μεθάνε ;
Δε σεργιανίζεις μέσα τους μαζί του;

Ειν' ο πατέρας σου-δεν το 'χεις νιώσει;-
Ο αθέρας της Ζωής. Κι αυτός δε σβηέται
Όταν ο Χάρος το κορμί ξαπλώσει-
Αυτός παντοτινός και δε χαλιέται.

Γιατ' η Ζωή ό,τι πιο ωραίο έχει
Μ’ αθανασίας φόρεμα το ντύνει
Και κείνο σ' όλους τους χαμούς αντέχει
Και λάφυρο του Χρόνου δε θα γίνει.

Κλάψε αν θες-αν σου περσεύουν δακρυα-
Γι αυτούς που όταν ο Χάρος τους αδράξει
Στου Μηδενός τους ρίχνει κάποιαν άκρια
Και πια δεν είχανε ποτέ υπάρξει.

Δεν πέθανε ο πατέρας σου Μαρία.
Ειν' άσμα της Χαράς. Μαγεία τ' Ονείρου.
Καρπών εξαίσιων ειν' η ευφορία.
Η παλμοδότρα είναι πνοή του Απείρου.

 Μην κλαις Μαρία.
 ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥΑΡΕΓΚ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΣΤΟ   
ΡΥΘΜΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΣΕ ΩΡΑ ΧΙΝΟΘΥΕΛΑΑΣ 
   
Mάτια πέταλα ηλιαχτίδων
Στο πορφυρό πρόσωπο της ελπίδας.
Μάτια με μαύρα πέπλα σφραγισμένα.
Μάτια θηλές μελαψές στήθους λευκού.
Μάτια πέτρες πολύτιμες ερημικές.
Μάτια κυματίζουσες θάλασσες.
Κάτια αιχμές διατρυπώσες.
Μάτια εκηβόλα.

Στδμα ημίκλειστος αστερισμός.
Στόμα από γάλα και μέλι
Στόμα άβυσσος καταπίνουσα.
Στόμα τράχηλος τικτούσης μήτρας.
Στόμα ανεπαίσθητη έκλαμψη εαρινών αποχρώσεων.
Στόμα φτερωτό διάδημα κεφαλής συγκλινούσης.
Στόμα αρνητικό.
Στόμα περιέχον.
Στόμα ζυγός αμφιρρέπων επισφαλής.
Στόμα συναισθήματα αδιάψευστα και ηχηρά.
Στόμα ιτέα κλαίουσα.
Στόμα σφαδάζοντος εριφίου κραυγή.
Στόμα αλάθητος επίκλησις πνευμάτων τυραννικών.
Στόμα σαρκί και ύδατι περιγραφόμενον.
Στόμα εκχύνον τερμίτας εκκωφαντικούς.
Στόμα απόληξις αυλακών ευωδιαζόντων μύρα.

Στους ώμους παιχνιδίζοντα κύματα μαλλιών.
εκστατικά από το άγγιγμα του φωτός.
Κύματα μαλλιών γέφυρες
Ανάμεσα φωτιάς και απωλείας.

Μήλα παρειών προπέτειες ισχυρές, 
Αποκλίνουσες, γεννώσες. Ηλεκτρίζουσες
Εξαρτήματα λειτουργικά-
Ρυτίδες δροσερών δακρύων.

Πέτα αγέρι 
Πέτα θάνατε βροντερέ
Πάρε από τη μορφή αυτή τη μνήμη του Χρόνου
Και φυλάκισε την στο αιώνιο μουσείο σου.

Κύλα νερό καθρεφτίζον
Κύλα νάμα εαρινής βροχής
Και από τις άκρες των δακτύλων
Έλξε την άνωθεν ιλαρότητα.

Αμμος καίουσα τρέχε και άγγιζε
Μέλη ανεύθυνων υποστάσεων.
ΤΑ   ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ

Πάντοτε αναρωτιόμουνα γιατί τα κυπαρίσσια
τα ορθά και τα περήφανα και τα στητά και τα ίσια-
γιατί κοντά να στέκουνε-δίπλα στους πεθαμένους
συνέχεια ψιθυρίζοντας μονόλογους θλιμμένους.

Κι απόκριση δεν έβρισκα ίσα μ'  αυτό το δείλι
που μαγεμένος κοίταζα του πλάστη μας τη σμίλη
του ήλιου χρυσοπόρφυρη μια δύση να χαλκεύει
το δρόμο ετοιμάζοντας στης νύχτας τα ερέβη.

Κι ως οι ακτίνες βιάζονταν να λάμψουν πριν τη δύση
κι η γη τα μάτια έκλεινε απ'  το φωτομεθύσι
τις βελουδένιες κοίταζα κυπαρισσοκορφάδες
φωτιά να παίρνουν και να καιν σαν φλόγες σε λαμπάδες.

Και τότε μόνο ένιωσα γιατί στους τάφους πλάι
μία σειρά κυπαρισσιών σαν το φρουρό φυλάει:
ίσως οι άλλοι τους νεκρούς να τους ξεχνούν, μα η φύση
χωρίς κεράκια δεν μπορεί τα τέκνα της ν΄ αφήσει.
                                 ΑΝΥΠΟΠΤΗ

Το απόγευμα πέφτει κάπως βαρύ στους λεπτούς ώμους σου
και το σχήμα τους παίρνει.
Οι κλείδες δύο σκιερές αιχμές της επερχομένης εσπέρας
(οι αστυνόμοι περιπολούν άτεγκτοι και αδηφάγοι εδώ).

Γιορτινά σε κρατώ από το σφύζον χέρι σου.
Η βασιλική φλέβα σου
πορφύραν αιδούς περιβαλλομένη
πάλλει φαιδρά στο αδρό κράτημά μου.

Ενύπνια τρόμου εποφθαλμιούν τους κοιμωμένους.

Διάσπαρτοι ευτυχείς βόμβοι μελισσών
γεμίζουν τη θλίψη της ώρας με αδιάπτωτο παράπονο.

Το μονοπάτι με τις πέτρες, τις επιγραφές, τις πεταλούδες
και με τα πουλιά κατιόντα πάνω στα στίλβοντα βατόμουρα
δικαιώνει την ύπαρξή μας
και επιτείνει την απόφαση βαδίσματος.

Σαν τόξο πάνω μου γέρνεις.
Βέλη ευφρόσυνα εκτοξεύεις κάθε τόσο
που τις αυστηρές μορφές απαλύνουν.
Σε κάθε λουλούδι που βλέπεις πηγαίνεις και έρχεσαι.
Γερτός σε δέχομαι και σε προπέμπω.

Οι ασθενείς άνεμοι του μετεωρολογικού δελτίου
δε θα ταράξουν το κάλλος του απογεύματος
που με σένα απούσα μέσα του περιδιαβαίνω.
            ΤΑ  ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ’ΧΩ

Τα όνειρα που  'χω στη ζωή καμωμένα
περίλυπα στέκουνε γύρω από μένα
και κλαιν τα ματάκια τους, και θλίβει η μορφή τους
και άκαρποι πέφτουν και παν οι καρποί τους.

"Γιατί" , με ρωτάνε,  "γιατί να μας πλάσεις;
Τα ράκη εμείς κι οι ζητιάνοι της πλάσης.
Αστέγαστα, ατέλεστα, κούφια γυρνάμε
κι η νύχτα μας έφτασε και πια πού θα πάμε;"

Κι εγώ πονεμένα κι έτσι έρμα ως τα βλέπω
με όση μ'  απόμεινε θέρμη τα σκέπω
και δίχως μιλιά-τι να πω… τι να πούμε…
μαζί προχωράμε, μαζί περπατούμε.
      ΕΝ'  ΑΨΥΧΟ   ΚΟΥΦΑΡΙ

-Ποιος εισ'  εσύ που'  ρθες εδώ
 στο σπίτι μου απόξω
 και περκαλείς γονατιστός
 την πόρτα να σ'  ανοίξω;

-Είμαι αυτός που ως τα χτες
 αγάπη σου ζητούσα
 κι εσύ δεν καταδέχοσουν
 ούτε να με κοιτάξεις.

-Εσύ  'χες μάτια σκοτεινά
 πώς λάμπουν έτσι τώρα;
 εσύ  'χες άσχημη θωριά
 και τώρα είσαι ωραίος.

 Πρώτα τα χείλια σου ήτανε
 στεγνά και μαραμένα
 κι ως χτες που σ'  ήξερα ήσουνα
 γέρος κοκκινοτρίχης.

-Χτες βράδυ στην απόκρυφη
 την αγορά επήγα
 και την ψυχή μου έδωσα
 για ομορφιά και νιάτα.

 Τρεις μέρες θα  'μαι όμορφος
 τρεις μέρες θα  'μαι νέος-
 τρεις μέρες-και την τέταρτη
 άσχημος πάλι-γέρος.

-Βάγια Βαγιώ Βαγιούλα μου
 κλείσε τα παραθύρια
 την πόρτα διπλασφάλισε
 κι άμα ρωτούν για μένα

 να λες πως είμαι άρρωστη
 με πυρετό μεγάλο
 κι ότι τρεις μέρες μοναχή
 πρέπει να μείνω τάχα.

 Τρεις μέρες-και την τέταρτη
 έλα να με βοηθήσεις
 να διώξουμ'  ένα γέρικο
 εν'  άψυχο κουφάρι.
            ΟΙ  ΣΟΒΑΡΟΙ

Τα βλοσυρά τα πρόσωπα, τα συνοφρυωμένα
μη σας γελάνε φίλοι μου-δεν είναι αληθινά.
Τα βλοσυρά τα πρόσωπα-μάθετε από μένα
γιρλάντες κρύβουν μέσα τους απ'  άνθη εαρινά.

Κατ'  απ'  την άγριαν όψη τους χίλια τρελά παιχνίδια
ριζώνουνε αφύτρωτα κι ανάνθιστα σπαργούν.
Μύρια κρυφά  αφανέρωτα στριμώχνονται στολίδια
που αζήτητα κι αχάριστα σκουριάζουνε και σπουν.

Μες στ' αυστηρά, τ’ αγέλαστα, σφιχτοκλεισμένα χείλη
αειπάρθενες, ατρύγητες μαραίνονται ηδονές
κι ας μην ακούτε σεις ποτέ απ'  αυτά καλοί μου φίλοι
τις που πλαντάζουν μέσα τους χαρούμενες φωνές.

Κι όσα δεν τρέχουν δάκρυα από τα σκληρά τα μάτια
στις μυστικές του έρωτα κυλούνε τις βραγιές
και της αγάπης τα στενά νοτίζουν μονοπάτια
που σκοτεινά φαντάσματα γεμίζουν τις βραδιές..

Τα χρόνια φεύγουν άφωτα κι οι άφωτοι κερδίζουν
τον τίτλο που ανείπωτα μισούνε: "σοβαροί"`
μα την ψυχή ματώνουνε και την καρδιά ξεσχίζουν
όλα εκείνα που αυτοί δεν έχουνε χαρεί.
    ΖΕΝΤΑ

Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Το τύμπανο ηχεί μες στη νύχτα.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Το τύμπανο ηχεί μες στη ζούγκλα.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Το τύμπανο ηχεί λυπημένα.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε τ'  απόβραδο.
Τραμπ!  Τραμπ!  τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε με ρόδα στα χείλη.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε καλώντας εσένα.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
    ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ

Τα ρολόγια θα πάνε μπροστά
μία ώρα
λες και χρόνο πολύν μας χρωστά
τούτη η χώρα.

Ώρα μια πιο αργά  θα ξυπνά
ο λαός μας
κι ο καιρός πιο αργά θα περνά
ο κακός μας.

Μα η ώρα ή πάει μπροστά
λη πάει πίσω
τα γυμνά μου εγώ πάλι οστά
θα μετρήσω:

πάλι ο ήλιος θα εκπέμπει καυτά
φωτοβέλη
και τις ώρες χωρίς να μετρά
θ' ανατέλει.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ «ΏΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ»

Πρώτοι σε ό,τι Υπομονή,
Κόπο κι Ευθύνη δε ζητά-
πρώτοι σε ό,τι αν ζητηθεί
που δεν πληγώνει, δεν πονά.

Πρώτοι σε Κλείσιμο Ματιού
ή σ’ ένα Κλείσιμο Κουμπιού,
σ’ έναν στους Ούννους τεμενά,
σ’ ένα στους Γιάνκηδες «θενκ γιου»…

Κι ύστατοι πάντα στην Τιμή,
σ’ Αξιοπρέπεια, σε Ντροπή,
στις Τέχνες, στον Πολιτισμό,
στην που Χρυσός είναι Σιωπή.

Στην «Ώρα» πρώτοι εμείς «της Γης»
γιατί Φανφάρες μόνο θέλει,
έναν Φτηνό Ενθουσιασμό
κι Άστοχα-κι όπου πάνε Βέλη.

Πρώτοι!.. Κι οι Ξένοι μας θωρούν
και απομέσα τους γελούν-
πρώτοι σε αρίθμητες Βλακείες
σε γλείψιμο και κολακείες!

Αλλά στης Χώρας μας την Ώρα
ύστατοι ως πάντοτε και τώρα:
δεν μας πειράζει κι αν χαθούμε
μον’ έξω! έξω! ν’ ακουστούμε…

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Η ΜΞΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Σκύβοντας πάνω στου Ατλαντικού τα κύματα
καθώς το πλοίο αρμένιζε σα φέρετρο
με μας επάνω ζωντανούς-νεκρούς
καθώς το πλοίο αρμένιζε σα φέρετρο
με μας επάνω ζωντανούς-νεκρούς
σκύβοντας πάνω στου Ατλαντικού τα κύματα
πέσαμε μέσα.

Οταν μας βγάλανε
τα νερά
είχανε τ’ όνομά μας καταπιεί.
τα νερά
είχανε τ’ όνομά μας καταφάει
όταν μας βγάλανε.

Ετσι εδώ φτάσαμε ξένοι.
Δεν ξέραμε ούτε τι είμαστε
ούτε αν κάποτε
υπήρξαμε μια υπόσταση παραδεκτή από κάτι άλλο
έξω από μας.

Απλώσαμε λοιπόν τα δίχτυα στο νερό-ό,που νερό
και τις παγίδες μας στο χώμα-ό,που χώμα προσιτό
κι υψώσαμε πολυευαίσθητες ευήκοες αντέννες
μήπως κι ένα, νεκρό έστω
σκουλήκι ή μέδουσα κάποια ν’ αγκιστρώσουμε
ή μήπως πιάσουμε ένα μήνυμα οδύνης-
κάτι που να μας λέει πως ο καινούργιος μας πλανήτης
έχει πάνω του ζωή.

Κι οι μέρες του καινούργιου κόσμου μας
και του καινούργιου ήλιου έρχονταν
έλαμπαν, δοξάζονταν, μεσουρανούσαν
έφευγαν
κι οι ώρες μέσα τους ατέλειωτες πομπές
νεκρών αλλοτινών εικόνων.

Στο μεταξύ λατρεύαμε το θεό
που στην αρχή ήταν μια μεγάλη πέτρα ωοειδής
ύστερα η φωτιά και τελευταία
μία μορφή ξανθομαλλούσα ολύμπια και καρτερική.
Ετσι λατρέψαμε πολλούς χειροπιαστούς θεούς
και όλοι ειν' αλήθεια-ας ειν’ καλά
μας ανταμείψανε και μας προστάτεψαν.

Μα ούτε οι Θεοί
ούτε οι αντέννες και τα παραγάδια
μας φέραν κάποιο μήνυμα-κάποια αρχή.
Αυτά κενά κι εμείς χαμένοι έξω τους κι εντός τους.
Χαμένοι. Ατέλεστοι. Αδίκιωτοι. Ανύπαρκτοι.
Εκείνα που είχαμε αφήσει πίσω για να φύγουμε
(Να φύγουμε!Από πού;
Να φύγουμε! Για πού;
Να φύγουμε..)
ένα ταίριασμα της φαντασίας ήτανε.
Εκείνα που είχαμε αφήσει πίσω για να φύγουμε
Ενα παιχνίδισμα ήτανε του νου
ένας χαμός μες στο χαμό.
Ενας μικρός παρήγορος θεός ήταν εκείνα
Που ’χαμε αφήσει πίσω για να φύγουμε.

Ετσι, μετά από χρόνια μη-ύπαρξης
Μετά από χρόνια άγνοιας
μετά απο χρόνια δίχως όνομα, συνείδηση και φως,
είμαστε όπως όταν φτάσαμε εδώ.
Και πια καιρός ν' αρχίσουμε το χτίσιμο μονάχοι.
Να βαφτιστούμε εκ νέου-
ανάδοχοι κι αναδεκτοί εμείς
δίνοντας ένα όνομα στη νέα μας έκπτυξη
κι ας είναι ψεύτικο όπως το παληό,
να κάνουμε  τις  ίδιες πράξεις κάθε  μέρα
έτσι που να φιλιώσουμε με τη συνήθεια,
ν’ αρχίσουμε να υφαίνουμε το χρόνο,
να μαρμαρώνουμε το "τώρα" των τοπίων… των αστεριών…της αγωνίας μας
δένοντας μνήμες για το χάος του αύριο.
Κα φυτέψουμε καρπούς αισχύνης, τιμής,
αγάπης για την πατρίδα,
καρπούς ευγένειας, λύπης για το θάνατο,
ευγνωμοσύνης, τρόπων καλής συμπεριφοράς
και να φυτέψουμε καρπούς μίσους ζωογόνου
και καρπούς ανάγκης, 
να σπείρουμε ακόμα προϋποθέσεις ταξιδιών ανθρωποκτόνων, 
να φτιάξουμε με λίγα λόγια ό,τ ι
θα μας βοήθησει να μπορέσουμε να κρατηθούμε…
να ριζώσουμε…
ΜΑΥΡΟ-ΑΣΠΡΟ

Οι μαύροι ωκεανοί δε με φοβίζουν
πιοτό φαρμακερό αλλά τους πίνω.
Μα η άσπρη όταν έρχεται σταγόνα
το φως της το πολύ πώς ν'  απαλύνω;

Άχου-τη λύπη την κρατώ
μες στο φαρδύ μου ράσο
μα τη χαρά μου-τη χαρά!
με ποιον να τη μοιράσω;
    ΜΑΖΙ  ΤΟΥΣ

Μαζί με το σώμα
ο θάνατος παρασύρει
όλες τις λέξεις τις επιούσιες και επικλινείς
και όλες τις λέξεις
τις μη επιούσιες και μη επικλινείς.

Ύστερα, ούτε ο αέρας που πριν
αυτές γέμιζαν δε μένει
ούτε η ηχηρή προφορά
ούτε η αίσθηση του νοήματός τους.

Μαζί τους παίρνουν όλες τις πηγές τους
και βυθίζονται
αφήνοντας λευκή την επιφάνεια
για καινούργιες ψευδαισθήσεις.
                 ΠΕΡΙΠΟΥ  ΣΤΙΣ  ΕΞΗ

Περίφροντις ασθμαίνεις αμυνομένη.
Ανάκλασις κατόπτρων ερυθρών αι ζέουσαι εναντιώσεις σου.
κάθε πρωί η ημέρα σε ένα εμβρόντητο πανέρι σε αποθέτει
και σε περιφέρει ανέκφραστον και ηδείαν.
Θάμβος και ίλιγγος σε διαπερνούν δι ολίγον
όταν με τα γυμνά ξίφη μας διασταυρούσαι.
τα όρη ανατείνονται τανύοντα τα υπόγεια πόδια των
και σε φιλούν διερχομένην. Εσύ τότε γελάς.

Αναλλοίωτη και τερπνή υπάρχεις.
Τα άνθη του φωτός ακαταπαύστως δακρύοντα σε ραίνουν
εξ ου η δρόσος της φωνής σου
εξ ου τα μικρά ρυάκια ελέους
που από τ'  ακροδάχτυλα των κάτω άκρων σου αναβλύζοντα
ξεδιψούν την απελπισία μας.

Ανάρμοστη κίνησις δεν υπάρχει στο πλησίασμά σου.
Αρμονικά όλα τα ιστία σου δένουν.
Η θάλασσα τη γαλήνη σου εκφράζει κοπάζουσα.
Δεν είσαι μόνο μία σχεδία στο πέλαγος,
μα και το στήριγμά της.

Όταν στην απρόσμενη κάθοδο των πάμφωτων άστρων
τα ουράνια πλατύνονται ανοιγόμενα,
το άνοιγμα των χεριών σου μιμούνται όταν
το μέγεθος του αλιεύματός σου ελαστική περιγράφεις
Kαι αν και γνωρίζεις
ότι πάραυτα τα αλιεύματα μεγεθύνονται υπερβάλλοντα την κατάδειξιν,
εν τούτοις προσποιείσαι ενδοστρεφή απορίαν.

Η συντροφιά διαλύεται περίπου στις έξη.
Στις εφτά όλοι σχεδόν έχουν κοιμηθεί.
Ιδίως όσοι αύριο έχουν δουλειά.
Αγρυπνώσα τους παραστέκεις.
ΜΟΝΑ

Στις τρεις Αυγούστου πέθανες Άγγελε Τερζάκη.
Στις τρεις Αυγούστου έσβησε το μεγάλο τζάκι
που γύρω του μας μάζευε τις νύχτες του χειμώνα
σαν τα παιδιά που, αδύναμα, φοβούνται να  'ναι μόνα.

Μες στο βιβλίο των  Καιρών καινούργια μια σελίδα
θ'  ανοίξει` και ολόλαμπρη επάνω της μι’ αχτίδα-
της μούσας σου συντρόφισσα κι αδέρφι του Πηγάσου-
στοχαστική διαβαίνοντας θα γράψει τ'  όνομά σου.

4 Αυγούστου 1979
               ΣΤΟ  ΜΟΥΣΕΙΟ

Τα κίτρινα τα πρόσωπα αυτού του κάδρου
όπου φιλούν τα πόδια του Ισαύρου
λες κι έχουν μέσα τους κάποιαν αρρώστια.
Χτικιό σαν να τους τρώει τα εντόσθια.

Η επιφάνεια του τζαμιού η λεία
η σιγανή που πάνω του σπάζει ομιλία
τα πρόσωπά μας καθρεφτίζει τα ωραία
καθώς οι δυο κοιτάζουμε παρέα.

Ολύμπια ηρεμία στο Μουσείο.
Στου φύλακα το μέτωπο το θείο
μονάχα, μία μύγα περπατάει
τριγύρω όταν βαριέται να πετάει.
    ΧΙΛΙΟΚΟΥΡΕΥΤΑ

Α!  Ζωή ξεγελάστρα!
Πώς τους νιους ξεγελάς μη σ'  αφήσουν
αν κακιά και σκληρή σε νομίσουν!
Ουρανούς τάζεις κι άστρα

και ιδέες τους δίνεις
για να βρουν κάποιο λόγο να ζήσουν
το σκοτάδι σου φως να γεμίσουν
μαύρη νύχτα μη μείνεις.

Α!  Ζωή ξεγελάστρα!
Ειν'  αργά όταν πια εννοήσουν
κι όλοι μοιάζουν τα μάτια πριν κλείσουν
χιλιοκούρσευτα κάστρα.
ΤΟ  ΦΥΤΟ

Ένα μικρούτσικο φυτό
κορόϊδευε τη γλάστρα
που το  'θρεφε. Της έλεγε
πως τάχα θα μπορούσε
δίχως εκείνη, τη μικρή,
μεγάλο αυτό, να ζήσει.

Η γλάστρα δεν εθύμωνε.
Κυρία μυαλωμένη
χαμογελούσε μοναχά
και του  'λεγε θλιμμένη:
"κουτό φυτό, αν σπάσω εγώ
κι εσύ θα ξεψυχήσεις".
Μα το φυτό δεν πίστευε
τις τέτιες εξηγήσεις.

Κι έτσι περνούσε ο καιρός
ως που  'ρθε κάποια μέρα
κι έσπασε η γλάστρα η μικρή.
Το χώμα της εχύθη
και το μοκρούτσικο φυτό
επρόλαβε μονάχα
να θυμηθεί προτού χαθεί
τη γλάστρα να του λέει:
"κουτό φυτό, αν σπάσω εγώ
κι εσύ θα ξεψυχήσεις".

Κι αλήθεια τούτη τη φορά
δεν είχε αντιρρήσεις.

             ΔΙΑΦΥΓΗ

Μ'  ευθύνη και με φόβο φορτωμένοι
μες στης ζωής βαδίζουμε το δρόμο
τετράγωνο-κοφτό το μαύρο γένι
και η ψυχή μας γεμάτη τρόμο.

Η γη στο γύρισμά της μας ζαλίζει.
Ωχροί πολύ ξερνάμε κάθε τόσο
κι ύστερα πιάνουμε το μετερίζι
και κάνουμε και πάλι τον καμπόσο.

Για όλα έχουμε τρόπο. Και μονάχα
για τη φρικτή όταν ακούμε ώρα
πως δεν προσέχουμε κάνουμε τάχα,
ή γράφουμε ποιήματα-όπως τώρα.
        ΟΙ  ΑΝΘΟΠΩΛΕΣ

Οι ανθοπώλες της οδού βασίλισσας Σοφίας
δεν είναι παρ'  αναίσχυντοι κι απαίσιοι μαστροποί:
λουλούδια κόβουν και μετά μετά πολλής μανίας
τα διατιμούν και τα πουλούν χωρίς καμιά ντροπή.

Βάζουνε στα λουλούδια μας ταμπέλες και τιμές
και διαλαλούν τις χάρες τους σαν να  'τανε γυναίκες
από εκείνες τις φτηνές γυναίκες τις κοινές
που όλοι τις λεν Βερόνικες και Ρούλες και Αλέκες.

Φριχτή μια φτιάχνοντας σειρά που μοιάζει νεκρική
στις πόρτες στέκουν των φτηνών μικρών τους ισογείων
και θησαυρούς σωριάζουνε με μιαν ευγενική
μάσκα άτεχνα σκεπάζοντας πρόσωπα ηλιθίων.

Κι όπως οι κράχτες στα φτηνά λιγόφωτα μπουρδέλλα
με πονηρά καλέσματα μολύνουν τη σιωπή
και στους φτωχούς περαστικούς σαν διψασμένη βδέλλα
κολλάν οι λουλουδάτοι μας απαίσιοι μαστροποί.
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ

Ανατινάζοντας πίσω του όλες τις γέφυρες παρηγοριάς
βαδίζει
Ψάχνοντας την ουσία αυτού που είναι.
Γκρεμίζει μισοχτισμένους τοίχους
Και να κρυφτεί μέσα σε κάποια φανταστική σκιά
Δεν καταδέχεται.

Αναθυμώντας τους αρχαίους μύθους
Που τα γύρω μου πράγματα τραγουδούν
Αποβάλλει κατασκευασμένες εξαρτήσεις
Εγκαταλείπει κάθε είδους πίστη
Και λυτρώνεται.
ΤΟ ΚΕΛΑΔΗΜΑ

Άκουγε συνεπαρμένος το κελάδημα.
Γιατί τόσο του ταίριαζε δεν ήξερε να πει.
Μόνο άκουγε
Κρατώντας την ανάσα του
Εκστατικός.

Τα πράγματα είχαν όλα χαθεί.
Ένα κενό πράσινο είχε μονο μείνει.

Μόνο σαν η μελωδία τέλειωσε
Κι ενώ τα δέντρα και οι πεδιάδες ξανάπαιρναν τη θέση τους 
Δημιουργώντας πάλι το τοπίο,
Τότε κατάλαβε τι του άρεσε σε κείνο το τραγούδι:
Μέσα του είχε σκέψεις
Που αυτός δεν θα μπορούσε να έχει κάνει.
ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ

Όταν ξυπνώντας
Πριν σηκωθούμε
Παραδομενοι ακόμα στον κόσμο των ονείρων,
Στέκουμε για λίγο στο χείλος του ύπνου
Βλέποντας προς την ομίχλη
Που τις πεδιάδες σκεπάζει του διαλογισμού, 
Είναι σαν να περιμένουμε κάποιον
Να μας δώσει το κλειδί
Που την πόρτα της ζωής ανοίγει.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΡΟΤΖΕΡΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

Την Τζένιφερ Ρότζερς ακούγαμε που στο δασος τραγουδούσε.
Μέσα στη σιγαλιά ακουγόνταν μόνο το τραγούδι
Που η  Τζένιφερ Ρότζερς στο δάσος μέσα τραγουδούσε.

Ακούγαμε την Τζένιφερ Ρότζερς που στο δάσος τραγουδούσε.
Στο άκουσμα του τραγουδιού της
Του δάσους η ψυχή ψυχή του τραγουδιού της έγινε.
Του τραγουδιού οι λέξεις τα κλαδιά των δέντρων του ήταν
Κι ο που τα έσειε αγέρας η παλλόμενη φωνή της . 

Η Τζένιφερ Ρότζερς το δικό της τραγούδι
Στο δάσος μέσα τραγουδούσε.
Κοιτάζοντάς την βλέπαμε τα χείλη της ν’ ανοιγοκλείνουν  
Μιλώντας λόγια του εαυτού μας πριν υπάρξουμε
Χαλκεύοντας ιδέες που έλαμψαν
Προτού το φως των αστεριών φανεί.

Την Τζένιφερ Ρότζερς ακούγαμε που στο δασος τραγουδούσε.
Βλέποντάς την ξέραμε
Ότι αυτή με το τραγούδι της
τον κόσμο και το δάσος έπλασε.

ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΕΣ

Ό,τι σκεφτώ ή μάθω ή αιστανθώ
Μεγάλο και υψηλό κι ωραίο 
Που έχω με πόνο και με πίκρα δέσει
Ρέει μες απ’ τα λούκια της ψυχής κάτω
Και ρέοντας μεταμορφώνεται. 

Το ακολουθώ με αγωνία
Να σταματήσω  προσπαθώντας
Την ψυχοφθόρα πτωτική ροή
Ή έστω πιο αργή να τήνε κάνω.

Μάταια όλα. Αυτό
Φτάνει ταχύ πάντοτε κάτω. Και φτάνοντας εκεί
Βλέπω σε πράγματα καθημερνά να ’χει αλλάξει
Καισε συνήθειες βρώμικες ανώφελες.

Κάθομαι και σκέφτομαι τι έχασα.
Χρήσιμα ήσαν τα μπαλώματα εκείνα της αγνοίας-
Φιλοσοφία, Ποίηση, Μουσική.
Ωραία και τα παραγεμίσματα εκείνα του κενού-
Ιδέες, Οράματα, Ιδανικά. 
Ωραία τόσο που να φιλιωθώ δεν το μπορώ με το χαμό τους.
Και βαρυθυμώ και θλίβομαι. 

Μα έρχονται φορές που λέω
Ίσως αυτό να είναι όλο κι όλο
Ζωή ο,τι λέμε. Ίσως αυτή η μεταστροφή
Να είναι ο προορισμός, το μεγαλείο,
Ή έστω η μοίρα του ανθρώπου-
Σε τετριμμένες αίσθησες με τον καιρό
να μεταπλάθεται το πνεύμα.

Ίσως να είναι αυτή η μόνη οδός

Και η Σισύφεια η προσπάθεια κι η αγωνία του
Για το υψηλό που όλο πέφτει κάτω
Να ’ναι κι αυτή όλη κι όλη ένα τέχνασμα
Που αμβλύνει την ψευδαίσθηση της ματαιότητας. 
Ο βράχος τόσο που υψηλά έχει σηκώσει
Να πέφτει κάτω πάλι με ορμή
Για τον καθένα.
ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΗΣ ΔΥΣΤΥΧΙΑΣ

Σ’ ένα ανάσασμα
Σ’ ένα όνειρο
Σε μια ιδέα
Κλεισμένοι σ’ ευρύχωρο δωμάτιο
Δύστυχοι άντρες πάνε πέρα δώθε.
Μηχανικά και νευρικά κινούνται.
Πουλάνε, αγοράζουν, τρων, κοιμούνται.
Όλα μπορούν μέσα εκεί να κάνουν
Εκτός να πλησιάσουνε στους τοίχους-
Κάτι που η μόνη τους χαρά θα ήταν.
Τοίχους από γυαλί που είναι φτιαγμένοι.
Γυαλί όπου με τίποτα δεν σπάει.  Οταν θελήσουν
Το χέρι τους ν’ απλώσουν στο γυαλί
Μια δύναμη άφαντη 
Πίσω το χέρι τους το στέλνει.

Στην άλλη του γυαλιού πλευρά
γυμνές γυναίκες κατοικούν. 
Παιζογελούν, χορεύουν, τραγουδούνε.
Τους τοίχους εγγίζουν
Χωρίς την έγνοια ή την υποψία
Πως κάποιοι
Που έστω να τις ’γγίσουνε ζητούν, τις βλέπουν.

Και ταξιδεύει όλο το κτίσμα
Ενώ αθέατο ένα μεγάφωνο
Τραγούδια ευτυχίας μελωδεί.
Σ’ ένα ανάσασμα
Σ’ ένα όνειρο
Σε μια ιδέα
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΜΑΤΙΟΥ

Τι θαύμα το ανθρώπινοτο μάτι!
Και τι χρήσιμο!
Μ’ αυτό οδηγο και βοηθό του
Όλα ο άνθρωπος μπορεί.
Αυτό του δείχνει από πού να πιάσει το μαχαίρι
Για να σκοτώσει το συνάνθρωπό του
Αυτό τον οδηγεί
στην πόρτα του σπιτιού που πάει να κλέψει
στους εύπιστιυς τα εύκολα θύματα 
στη σύριγγα με το ναρκωτικό και πώς να δέσει  
το λάστιχο γυρω απ’ το χέρι του,
Στο πώς τον άσο του θα βγάλει απ’ το μανίκι…
Και για όλα αυτά τρέχοντας τα θαυμάσια
Βλέπει και που και που κανένα δέντρο
Κανα πουλί
Κι αν είναι τυχερός και κανα αστέρι.
ΓΙΑ ΔΕΣ…

Χτες μεσημέρι
Αφού έγεψα το πορτοκάλι
Πήρα τις φλούδες του και μία μία
Τις έκοψα μικρά λεπτά τετραγωνάκια.
Όλες.  Έτσι ύστερα κομένες
Τις έβαλα στο πιάτο από τα χόρτα
Σηκώθηκα
Και τράβηξα κατά την πόρτα
Για να πετάξω αυτά που έκοψα
Και να τα φαν οι κότες.
Όμως σταμάτησα στην πόρτα εμπρός.
Πού πάω;
Ούτε κότες έχω ούτε κοτέτσι, 
Ούτε αυλή πρασινωπή μέσα της να σγαρλίζουνε οι κότες.
Και ούτε είμαι δώδεκα χρονών
Να πάω ύστερα να παίξω μπίλλιες.

Έριξα τα κομένα φλούδια στα σκουπίδια.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

                  ΠΛΑΝΗ

Πολλές φορές γυρίζοντας απ'  τον περίπατό μου
κι ο νους ενώ σ'  απόκρυφους έρωτες μ'  οδηγάει
κι απ'  αγκαλιά σε αγκαλιά και σε φιλί με πάει
μία μικρούλα συναντώ εις τα μισά του δρόμου.

Μ'  αντιπερνά νωχελικά με λικνιστό ένα βήμα
και μου λιγώνει την καρδιά καθώς γεμάτη νάζι
τα μάτια μισοκλείνοντας στα μάτια με κοιτάζει
και κάποιας σπάνιας ευωδιάς μου στέλνει ένα κύμα.

Από τον πόθο φλέγεται όπως εγώ κι εκείνη
(μιλά το πράγμα μόνο του) να πάρει τα φιλιά μου
στην, ως την πλάθει, τρυφερή να γείρει αγκαλιά μου
και κει κλεισμένη ερωτικά για πάντοτε να μείνει.

Αυτό μαντεύοντας κι εγώ, έχω καιρό αρχίσει
τα πονηρά κοιτάγματα, τις μικροϋποκλίσεις, 
τις σιγοκαλησπέρες μου, μα οι αντααποκρίσεις
από την άλλη τη μεριά σαν να 'χουνε αργήσει.

Σε κάποιο φίλο τα  'λεγα χτες στο λεωφορείο
και -σύμπτωση- την ήξερε "αυτή την κακομοίρα":
Γέροι και άρρωστοι γονείς, δύο παιδιά και χήρα.
κΚαι για να ζήσει εργάζεται σ'  ένα βυρσοδεψείο.

Τα μάτια τα μισόκλεινε λοιπόν γιατί νυστάζει.
Νωχελικά δε βάδιζε, μα βαριοκουρασμένα`
Κι η μυρωδιά που εξωτική μου φαίνονταν εμένα
από κανένα θα  'ναι υγρό στα δέρματα που βάζει.
        ΤΑ  ΦΙΝΑ

Πάνω στο ξύλινο τραπέζι
μία παρέα χαρτοπαίζει
μικρά πολύχρωμα πουλάκια
τ'  αθώα της τράπουλας χαρτάκια.

Παίζουν οι παίχτες ζαλισμένοι
κι ούτε στο νου τους που πηγαίνει
πως τα χαρτιά παίζουν και κείνα
τα παιχνιδάκια τους τα φίνα.

Με χέρια τρέμοντα οι καημένοι
παίρνουν το επόμενο χαρτί
την ντάμα ψάχουν αλλ'  αυτή
πισ'  απ'  το δύο είναι κρυμμένη.
Ο  ΧΡΟΝΟΣ

Ο χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει
σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό
σβήνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη
μ'  ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό.

Εμείς παιζογελούμε σαν παιδάκια
και για τα μέλλοντα φροντίζουμε πολύ
σε σκοτεινά πλανιόμαστε σοκάκια
και παραδέρνουμε γυρεύοντας φιλί.

Κι χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει
σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό
σβήνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη
μ'  ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό.
ΜΠΟΡΕΙ

Μπορεί να  'ρθουν καθώς κοιμάμαι
ονειρικοί εφιάλτες με άμφια τρόμου
ντυμένοι, κι έτσι ανίδεος όπως θα  'μαι
πεσμένος πάνω στο ανάκλιντρό μου,
να με τρομάξουν-να ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω.

Πάλι μπορεί ανθρώπινοι ήχοι
αρπαχτικά τριγύρω να στείλουν όρνια
να με τρυπήσει το κρύο τους το νύχι
να με σκεπάσουν βροχές και χιόνια
και να τρομάξω-να ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω.

Φέρτε θεοί τον ύπνο εκείνο
που τελειωμό δεν έχει-όπου λειμώνες
φρικώδεις δεν υπάρχουν, και να μείνω
κάνετε  εκεί στων αιώνων τους αιώνες-
να μην τρομάξω και ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης: να μην ξυπνήσω.
                         ΤΟ  ΛΕΙΟ

Κάθε  Σαββάτο το πρωί μες στο λεωφορείο
σπερνά και γριές μαυρόντυτες βλέπει παντού η ματιά
και λυπημένοι ψίθυροι μου σκίζουνε τ'  αυτιά
καθώς σιγά πηγαίνουμε προς το νεκροταφείο.

Όταν κατέβουμε, οι γριές, που τρέμουν μες στο κρύο
μπροστά στους τάφους στέκονται, και με βαριά καρδιά,
ενώ τον ήλιο σύννεφα σκεπάζουν μολυβιά,
προσεκτικά ευπρεπίζουνε το μάρμαρο το λείο.

Ύστερα τ'  άνθη τα παλιά με τα καινούργια αλλάζουν
και με λογάκια τρυφερά στη λύπη βουτηγμένα
σαν οι νεκροί να ζούσανε μαζί τους κουβεντιάζουν.

Κι εκείνοι, αργά τα κρύα τους που δάκρυ στάζουν κι αίμα
στον όρθρο μισανοίγοντας μάτια τα σαπισμένα,
μ'  ένα πικρό τις άχρωμες γριές κοιτάζουν βλέμμα.
           ΝΑ  ΦΑΝΤΑΣΘΕΙ

Με έντασιν πολλήν
κάποτε προσεπάθει
τη μοναξιάν να φαντασθεί
και να την τραγουδήσει-
τι ποιητής θα ήμουν αν δεν έγραφε
και κάτι περί μοναξιάς…

Τώρα
στη μοναξιάν τελείως βουτηγμένος
δεν την τραγουδά.
Αυτή ωραία για κείνον τώρα γράφει
αυτή ωραία τον τραγουδά
και τπν χορεύει.
Κι ούτε κοπιάζει να τον φαντασθεί
εντάσεις και προσπάθειαι δεν της χρειάζονται-
καταδικός της είναι.
       ΤΟ  ΜΑΡΑΖΙ

Καράβι μαύρο αρμένιζε
με μαύρα τα πανιά του.
Μαύρα φορούν οι ναύτες του
κι ειν'  η καρδιά τους μαύρη.

Την κόρη πα'  να θάψουνε
του έρμου καπετάνιου
που πέθανε απ'  τον έρωτα
κι απ'  το πικρό μαράζι.

Μαζί τους την επαίρνανε
την πήγαιναν μαζί τους
μαζί τη σεργιανίζανε
σ'  Ανατολή και Δύση.

Και σ'  ένα απ'  τα ταξίδια τους
κει κάτου στη Βομβάη
ένα ωραίο παιδόπουλο
την κόρη ξεπλανεύει.

Για μια βραδιά τη γνώρισε-
για μια βραδιά τη  'χάρη
και το πρωί σηκώνεται
και κάνει για να φύγει.

"Πού πας παλληκαράκι μου
και πού μ'  αφήνεις μόνη;
Με μάγεψες-με πλάνεψες
και τώρα πας και φεύγεις;"

"Άλλο καράβι έρχεται
απόψε στο λιμάνι
και μέσα έχει όμορφες
ωσάν τον ήλιο κόρες."

"Ήλιος αυτές-φεγγάρι εγώ
βροχή κι εγώ δροσούλα
κι άμα με κάνεις ταίρι σου
καράβι θα σου δώσω."

"Εγώ γαμπρός δε γίνομαι`
σε γάμο δε στεριώνω`
κι έχει καράβια ο κύρης μου
σαράντα μετρημένα."

Βαρκούλα παίρνει ολόχρυση
παίρνει κουπιά ασημένια
στη θάλασσα ξανοίγεται
και πέφτει στα νερά της.
    ΜΕΙΝΕ!

Της γης το κουφάρι πατώ
και μέσα του χώνω
σαν ξίφος το πόδι μου
σημαία ξεδιπλώνω
στητός χαιρετώ
καλό ξεπροβόδι μου.

Καλό μου ξημέρωμα
στο βράδυ του δρόμου
που μόνος τραβώ
λευκό έχω φτέρωμα
κι αστέρια οδηγό μου
στο φως για να βγω.

Και μεσοστρατίς
(ποια χείλια την είπανε)
στριγγιά ακούω: "μείνε!
Γυρεύεις να βρεις
το φως που δεν ήτανε-
το φως που δεν είναι."
ΘΕΟΣ  ΜΑΚΕΛΛΕΥΤΗΣ

Ένας θεός μακελλευτής
χρειάζεται 'δώ πέρα
που να κρατεί στο χέρι του
μεγάλη μια μαχαίρα.

Να πελεκάει ζερβόδεξα
το θεϊκό του χέρι
κι όλα του κόσμου τ'  άσχημα
να κόψει σάπια μέρη.

Και γύρω γύρω κόβοντας
την πλάση του, ν'  αφήσει
μονάχα τον πυρήνα της
κι αυτός να ξανανθίσει.

Και τέτοια να ’ναι  η ευλογιά
που στ'  άνθισμα θα δώσει
που ένα κλαδί μόνο να βγει
κι άλλο να μη φυτρώσει.

Του Πόθου να  'ναι το κλαδί
τα φύλλα της Αγάπης
κι ηδονικούς γλυκούς καρπούς
να χαίρεται  ο διαβάτης.

Και όλα να 'ναι ηδονικά 
κι Έρωτας όλα να  'ναι
καθώς οι κύκλοι της ζωής
αιώνια θα κυλάνε.

Ένας θεός που σ’ όλα του
να μοιάζει του Θανάτου-
ένας θεός μακελλευτής
χρειάζεται  'δώ κάτου.
     Ο  ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Χαρταετός είμαι ψηλός
που πλέω στους αιθέρες
ξένιαστες νύχτες κι όμορφες
χαρούμενες ημέρες.

Μ' αστέρια κάνω συντροφιά
τις νύχτες, και τη μέρα
στον ήλιο μας το βασιλιά
λέω πρώτος καλημέρα.

Πετώ, βουτώ, λικνίζομαι
χάνομαι, ξαναβγαίνω
με τα πουλιά στο πέταγμα
στη χάρη παραβγαίνω.

Κι η φουντωτή μου η ουρά
στολίδι και χαρά μου
αυτή και πόδια και καρδιά
και χρυσωπά φτερά μου.

Η μοναχή σκοτούρα μου
ο σπάγκος που με δένει
σαν αφαλός μου με τη γη
και διόλου δε σωπαίνει

μόνο συνέχεια μουρμουρά
στ'  αυτί μου: «δίχως  'μενα
όλα όσα πριν αράδιασες
θα  'ταν για σένα ξένα».
(συνέχεια Καραϊσκάκη)

Βροντολαλούσαν τ’ άρματα και λάμπαν τα κεράκια.
Και κείνος ο πάλιάνθρωπος χτυπάει το Λεπενιώτη. Κατάκαρδα σημάδεψε και ξαπλωσεν ο γίγας.
Τότε κι οι άλλοι Αρματολοί κατάλαβαν πως θα ’ρθει
Και η δική τους η σειρά. Πρέπει να κάνουν κάτι.
Οι δύο πιό επίσημοι, Τσόγκας και Καραϊσκάκης,
Με δεκαπέντε άλλους μαζί, μαζεύονται στο Βάλτο.
Κι οι δυό αρχηγοί αποφάσισαν στα Γιάννενα να πάνε
Να προσκυνήσουν τον πασά. Το λένε και στους άλλους.
Κι αμέσως εταράχτηκε κι είπε ο Μπακογιάννης,
Του Καραϊσκάκη σύντροφος και αδερφοποιτός του: "Γιώργη το καλοσκέφτηκες αυτό που πας να κάνεις; "
"Για να το πω εγώ θα πει πως το ’χω λογαριάσει.
Δεν το ’χω το μυαλό μου εγώ απάνου από τη σκούφια".
"Ενάντια στον Αλήπασα ρε Γιώργη πολεμάμε
Και τώρα πώς για φίλο του θα σε δεχτεί κοντά του;
Προτού προλάβεις να του πεις, εκείνος θα σε κόψει.
Τζοχανταραίος του ήσουνα κάποτε. Όμως όταν
Ο Κατσαντώνης στ’ Αγραφα σήκωσε μπαϊράκι,
Κοντά του έτρεξες. Θαρρείς το ξέχασε ο Βεζύρης;
Το ξέρει πως τον πρόδωσες και δίκια θα σε κόψει.
Κι αν σου σχωρέσει την που του ’χεις κάνει προδοσία
Γιατί θα τόκανε αυτό; Τάχατες απ’ αγάπη;
Θα σ’ έχει χουσμεκιάρη του κι ενάντια θα σε βάλει
Με τους Ρωμιούς να πολεμάς-με τους φτωχούς ραγιάδες.
Κι ύστερα-πώς να σου το πω-δε θέλω μωρέ  Γιώργη
Προσκυνημένονε να δω τον αδερφοποιτό μου."
Κι ο Γιώργης που για γνωστικόν είχε το Μπακογιάννη
Και τ’ άρεσε που μίλαγε πάντοτε με το μέλι,
Του ’πε: "Α! Ωρε μπράτιμε! Α.' Ωρε Μπακογιάννη!
Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί γαμιέται.
Δεν είδες πώς τον έφαγαν ωρέ το Λεπενιώτη;
Και ξέχασες πως έπαθε τα ίδια ο Κατσαντώνης;
Εδώ αν μείνουμε, κι εγώ, και συ, και όποιος άλλος
κεφάλι κάνει να σηκώσει ενάντια στους αγάδες,
θα πάει από προδοσιά κι από Ρωμέΐκο βόλι.
Και γάρις μόνον η Τουρκιά μας πολεμά; Δε βλέπεις
Πως ειν’ οι Κοτζαμπάσηδες οι πιό μεγάλοι οχτροί μας;
Κάθε τσογλάνι που ’πιασε στα χέρια του παράδες
Εγινε κόλος και βρακί με των Τούρκων τη φάρα.
Φυλάγεσαι απ’ τον ένανε και σου τη φέρνει ο άλλος.
Μας λειπει η δύναμη μωρέ. Τίποτα δε θα κάνει
Κανένας μας χωρίς δικό να έχει ένα ασκέρι.
Εδώ καθόντας θα μας φαν όλους μας έναν έναν. 
Μονάχα μες στα Γιάννενα θα ’μαστε ασφαλισμένοι.
Δεν ήρθ’ ακόμα η ώρα μας μπράτιμε Μπακογιάννη.
Ακόμα ο Αλήπασας στις κορυφές ζυγιέται.
Θα πάρει τον κατήφορο. Αλλο δεν πάει απάνου.
Και τότε κάτι θα γενεί. Κάτι θ’ αλλάξει τότε.
Και για την ώρα εκείνη κεί πρέπει να εγνοιαστούμε.
Τότε θα δούνε ποιο σκοπόν ο πούντζος μου βαράει.
Κι όσο για τον Αλήπασα, πως τάχα θα με κόψει,
Εδώ κομμένος σίγουρα είμαι ωρέ Μπακογιάννη.
Εκεί έχω περσότερες ελπίδες για να ζήσω.
Τον ξέρω τον Αλήπασα. Η λεβεντιά τ’ αρέσει
Και πριν χαλάσει σκέφτεται κάποιο του παλληκάρι. 
Μα είναι μωράχαβλος μωρέ. Μπορείς να τον τουμπάρεις.
Μον’ αν στυλώσεις σαν το ζω’ και πεις δεν προσκυνάω Τότε σε κόβει σίγουρα. Αλλ’ αν τον προσκυνήσεις
Και του ειπείς πως ότι πει εσύ θα τον ακούσεις,
Τότε μαλάζει του ο θυμός. Αυτό κι εγώ θα κάνω.
Στον Κατσαντώνη έτρεξα-ναι-γιατ’ ύπαρχε η ελπίδα
Να ρθει απ’ τά Εφτάνησα βοήθεια στους Φραντσέζους
Και να ’βγαινε κάτι καλό και για τη δόλια Ελλάδα.
Μα κι οι Φραντσέζοι πάνε πια, πάει κι ο Κατσαντώνης Που θα τα βάζαν τάχατες, λέει, με το Σουλτάνο.
Ποιοί άλλοι τώρα ορθώνονται ενάντια σε κείνον;
Ο Αλήπασας. Γι αυτό σαυτόν με στέλνει το μυαλό μου. Οπου είναι του Σουλτάνου εχθρός, φίλος μας πρέπει να ’ναι.
Και σείς το ίδιο κάνετε. Εκεί είναι οι ελπίδες".
Ολοι σε σκέψη πέσανε μ’ αυτά που είπ' ο Γιώργης. Μονάχα ένας κουτούτσικος σηκώθηκε ο καημένος
Και λέει «Έγώ δεν πάω κει… Ο πασάς θα με σουβλίσει…"
«Αντε μωρέ στραβάριδο», κάνει ο Γιωργής γελώντας.
«Αν πάρει απόφαση ο πασάς εσένα να σουβλίσει
Εγώ θα κουμαντάρω ωρέ να σου γυρνώ τη σούβλα.
Κι αν παρακαίγεσαι ωρέ, μου λες και την ψηλώνω.
 Γιατί αλήθεια ο πασάς αν ένα θα διαλέξει
Απ’ όλους μας για σούβλισμα, εσύ ωρέ θα είσαι".
"Ο δόλιος το ’λεγα εγώ", λέει ο στραβαρίδης.
Ολοι γελούν."Ε, το λοιπόν"φωνάζει τότε ο Τσόγκας
"Τί λέτε; Αποφασίζετε; Το "ναι" είπαν όλοι τότε,
Κι αμέσως εκινήσανε στα Γιάννενα να πάνε.
Και φτάσανε και τον πασά γυρέψανε να δούνε.
Και κουρασμένους κι ελεεινούς απ’ την πεζοπορία
Μπρος στον πασά τους κουβαλουν-τούς μπάζουν στον οντά του. 
Βγάζει αυτός το ναργιλέ και τους καλοκοιτάζει.
"Καλώς ωρίσατε" τους λέει."Καιρό σας καρτερούσα".
Και στρέφοντας τα ματιά του ήρεμα σ’ έναν ένα,
Ξάφνου αστράψανε αυτά σαν είδανε το Γιώργη. 
"Εσύ ’σαι ωρέ παλιόγυφτε;". "Εγώ είμαι πασά μου". Ηρθανε στού πασά το νου τα χρόνια που κοντά του
Πάλι ο Γιώργης ήτανε. Το θάρρος του εθυμήθη
Την εξυπνάδα, την αντρειά, την που ’χε αξιοσύνη, Θυμήθηκε τ’ αστεία του, θυμήθηκε πως όταν
Σ’ ανάγκη βρέθηκε να βρει έμπιστο κάποιον κι άξιο
Να στείλει στον Πασβάντογλου, αυτόν είχε διαλέξει.
"Και τώρα ωρέ παλιόγυφτε, πες μου, τι να σε κάνω;"
Κι αυτή ’ταν η απόκριση του γύφτου Καραϊσκάκη:
"Αν με γνωρίζεις",  θαρρετά του λέει, "άξιον γι αφέντη Τότε αφέντη κάμε με. Αν πάλι με γνωρίζεις
Αξιον για χουσμεκιάρη σου, κάμε με χουσμεκιάρη.
Κι αν άξιον για το τίποτα, ρίξε με μες στη λίμνη"
Και τόνε κράτησε ο Αλής το γύφτο Καραϊσκάκη,
Κι ως γι αρχηγό τον γνώριζε, μπουλούκμπαση τον κάνει.


ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Ο Καραϊσκάκης, ανοιχτό και φεγγοβόλο πνεύμα
Και με μια δραστηριότητα που αγκάλιαζε όλα γύρω
Σε σχέσεις μ’ όλους είχε ρθεί και μ’ όλα όσα τότε
Μικρό ή μεγάλον έπαιζαν ρόλο στο Εικοσιένα.
Κι όπως διαβάζει, μερικές φορές, ο αναγνώστης
θα δει για κάτι να μιλώ που από πρώτη όψη
Φαίνεται πως καμμιά ή μικρή σχέση μονάχα έχει
Με τη ζωή του Ηρωα. Κι αν θα νομίσει έτσι,
Δε φταίει εκείνος μα εγώ, που μπλέκω γεγονότα
Και καταστάσεις, και μορφές, χωρίς μεγάλη τάξη.
Μα κι έτσι όμως γράφοντας νομίζω πετυχαίνω
Να κάνω λίγο να φανεί της εποχής το κλίμα
Που μέσα του ήτανε γραφτό να δρα ο Καραϊσκάκης.
Βέβαια απ’ το μωσαϊκό των μαύρων και των άσπρων
Ψηφίδων που συνθέτουνε τον έξοχο Αγώνα
Λίγες, και κείνες βιαστικά μονάχα, ξεσκεπάζω
Και λίγα για την καθεμιά λέγοντας μόνο λόγια.
Γιατί αν ήθελε κανείς να πιάσει και να γράψει
Για κάθε μιάν απ’ αυτές και να τις φανερώσει
Στο ταιριαστό τους μέγεθος, θα χρειάζονταν και χρόνος,
Και γνώσεις και ικανότητα πιότερα απ’ τα δικά μου.
Λοιπόν σχωρέστε τον "ποιητή" που ποιητής δεν είναι
και ό,τ ι σχέση άμεση θαρρείτε πως δεν έχει
Με τη ζωή του Ηρωα που θέλω να ιστορήσω
Με τούτο δώ το έργο μου, δεχτήτε το σα να ’ταν
Απλά και μόνο μια μικρή πληροφορία ακόμα
Της άγνωστης στους πιο πολλούς Ελληνες Ιστορίας.


ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΑΛΗΠΑΣΑ

Ας δούμε όμως τώρα πώς ο δράκος εσκεφτόταν,
Ο Αλής, που όταν πείναγε τρεφότανε μ’ανθρώπους.
Ας δούμε πώς τ’ απάνθρωπο θεριό  συλλογιζόνταν
Κι ας δούμε γιατί δέχτηκε να πάρει πάλι πίσω
Το Γιώργη που τον πρόδωσε. Ας πουμε εμείς τα όσα
Δε χρειάστη στον Μπακόπουλο να πει ο Καραϊσκάκης
Γιατί αυτά τα ξέρανε τους χρόνους κείνους όλοι.
Πάλι εκεί στα Γιάννενα για λίγο ας βρεθούμε 
Κι ας δούμε πόση προκοπή τα χρόνια είχε εκείνα.
Κι ας δούμε περισσότερους Ελληνες από κείνους
Που μέσα στού Αλήπασα ζήσανε τα παλάτια,
Ή φίλοι του, ή, οι πιότεροι, φανατικοί εχθροί του,
Που μέσα κει τους κράταγε μονάχα η ανάγκη.
Ο Αλήπασας είχε βαλθεί να φτιάξει νέο κράτος,
Δικό του, υποτάζοντας Ελλάδα κι Αλβανία.
Χρονιές πολλές επάλευε το σχέδιο στο μυαλό του
Κι όλο ετοιμαζότανε σε πράξη να το βάλει.
Μα ο Σουλτάνος που παντού είχε δικούς του ανθρώπους,
Εμαθε τί ο ισχυρός σχεδίαζε πασάς του
Και το οχτακόσα δώδεκα ήταν που τον διατάζει
(Για να ’βγει ο επίβουλος απ’ τή σφηκοφωλιά του)  
Να φύγει απ’ τά Γιάννενα να πάει στο Τεπελένι.
Και πηγε ο Αλήπασας. Μα φαίνεται πως τούτο    
Το πήρε σαν υποταγής σημάδι ο Σουλτάνος,
θάρρεψε πως ησύχασε απ’ του Αλή τα σχέδια
Και δεν εκίνησε στρατό στα Γιάννενα ενάντια. 
Σαν ο πασάς το είδε αυτό, στα Γιάννενα γυρίζει.
Μα τώρα δεν μπιστεύεται τους τούρκους. Σε καθέναν    Βλέπει κι έναν επίβουλο της ζωής του ή του θρόνου.      Ολους εχθρούς του τους θαρρεί και όργανα της Πύλης. Κι αναζητώντας για να βρει συμμάχους στα σχεδιά του, Στρέφεται προς τους Ελληνες και προς τους Αρβανίτες Που ξέρει πως κι οι δύο τους μισούνε το Σουλτάνο.
Ετσι μες στο πολύχρωμο αυτό το πανηγύρι,
Βλέπουμε παρδαλόχρωμους πολλούς να τριγυρίζουν
Και το δικό του ο καθείς το σχέδιο να δουλεύει. 
Από τη μια ο Αλήπασάς που αναγκασμένος είναι
Να λέει στο Σουλτάνο "ναι" κι "όχι" να συλλογάται. Και τη φιλία των Ρωμηών να επιδιώκει, όμως 
Να πρέπει να φυλάγεται το ίδιο κι από κείνους
Γιατί το ξέρει πως μπορεί κεφάλι να σηκώσουν
Όταν τον δουν σε πόλεμο να μπαίνει με την Πύλη.
Από την άλλοι οι Ελληνες που στον Αλή πλησιάζουν  
Και φίλοι του καμώνονται ώσπου ευκαιρία να ’βρουν 
Με το Σουλτάνο όταν πιαστεί να επαναστατήσουν  
Και που φροντίζουν μεταξύ των δυο να ισορροπήσουν:
Σουλτάνου και Αλήπασα. Μετά ειν’ οι Αρβανίτες
Που όπως και οι Ελληνες έτσι κι αυτοί πασκίζουν
Πάλι το κράτος το παλιό και κείνοι ν’ αναστήσουν
Και μια βοηθάνε τον πασά και μια τον πολεμάνε.
Κι ύστερα ειν’ οι ύαινες, πάει να πει οι Μεγάλες
Δυνάμεις, που προσμένουνε πότε θα πέσει η Πύλη
Να φαν από το πτώμα της. Μα που αργοί δε μένουν     Ούτε και τώρα. Η Ρωσσία να θέλει όσο μπορέσει     
Να φάει από την Τουρκιά μιας κι είναι δίπλα δίπλα.
Η Αγγλία την επέκταση να σκιάζεται των Ρώσσων
Κι από την άλλη το Μωρηά να θέλει να μας πάρει
Και με τη Μάλτα να την κάνει ένα προτεκτοράτο, 
Ο Ναπολέων στις δόξες του με όλους να τα βάζει,
Κι όλοι μαζί , Ρωσσία, Αγγλία, Αυστρία και Γαλλία,  
Μες στ’ άλλα τετοια "υψηλά" των κυβερνήσεών τους
Και το καθήκον να ’χουνε και να πολυπροσέχουν 
Μην η Ελλάδα ήθελε ποτέ να πάρει τα όπλα΄
Κι αν, όταν της επέτρεπαν, τα ’παιρνε, πώς το νέο 
Κράτος που θα γεννιότανε,υπόδουλό τους θα ’ταν.

Ομως αν ήταν ο πασάς σκληρός στη διοίκησή του,
Ηταν και μεταρρυθμιστής. Είχε πολύ ξεφύγει        
Απ’ τον Ανατολίτικο τρόπο ζωής και σκέψης.  
Βοήθησε τις συναλλαγές των επαρχιών του Κράτους  
Και με το εξωτερικό, και αναμεταξύ τους.
Με τους μεγάλους τα ’βαλε πολλές φορές φεουδάρχες.
Προώθησε το εμπόριο και τη βιοτεχνία.
Με μία λέξη έγινε για τους καιρούς εκείνους,
Ο εκπρόσωπος του αστισμού που τότε ανερχόταν.
Και μάζεψε στα χέρια του την εξουσία όλη
Κι έτσι των ολιγαρχικών κοπήκανε τα χέρια.
Τα Γιάννενα εγίνανε κέντρο του εμπορίου-
Τότε το μεγαλύτερο που είχε η Ελλάδα.
Μα και το μεγαλύτερο πνευματικό ήταν κέντρο
Για κείνηνε την εποχή. Εντός τους καταφύγιο
Βρήκανε διανοούμενοι πολλοί τα χρόνια εκείνα.
Κι ήταν ο Γιάννης Βηλαράς μαζί με τον Ψαλίδα
Δύο μεγάλοι δάσκαλοι του Ελληνικού του Γένους
Κι οι δύο δημοτικιστές, που είχαν καταλάβει
Οτι θα ξαναγεννηθεί το πνεύμα της Ελλάδας
Μόνο στη γλώσσα τη λαϊκή επάνω στηριγμένο.
Πρωθυπουργό είχε ο Αλής τον Μάνθο Οικονόμου
Που γίνονταν ό,τι έλεγε ("το είπε ο κυρ-Μάνθος").
Βοηθοί του ο Σπύρος Κολοβός κι ο Κώστας Βουρπιανίτης.
Επί των Εξωτερικών Μαρίνογλου ο Κώστας.
Αρχιτελώνης ήτανε ο Θόδωρος Μπατζάκας.
Ταμίας ήταν του πασά Γιάννης ο Μονοβάρδας.
Ο Δαμιράλης δεύτερος ήτανε στο Μπεράτι.
Στην Αρτα ο Καρυστινός. Ο Αρτας στο Πρεμέτι.
Και μες στην Γκόρτσα έπαρχο τον Κίνα είχε διορίσει.
Άλλοι σε θέσεις δυνατές ήταν ο Λογοθέτης,
Ο Λοιδωρίκης, και ο Δούκας κι ο Νικόλας Μίχος
Του ήρωα του Μεσολογγίου Αρτέμη ο πατέρας.
Εξω απ’ αυτούς κι άλλοι Ρωμηοί πόστα μεγάλα είχαν
Κι άλλοι πολλοί μικρότεροι. Κι ο πιο καλός ο φίλος
Του Αλήπασα εμέτραγε ο Νούτσος ο Αλέξης.
Και στους Τζοανταραίους του δεν είχε πλέον Τούρκο
Ουτε Αρβανίτη αρχηγό, μα Ελληνα: το Βάγια,
Που έμεινε στον Αλήπασα πιστός μέχρι το τέλος.
Και δίπλα στους πολέμαρχους του Αλή εξεχωρίζαν
Ονόματα από κείνα που, Ελληνας αν τ’ ακούει
"Δακρύζουνε τα μάτια του και λαχταρά η καρδιά του"-
Ονόματα όπως αυτά:
Οδυσσέας Αντρούτσος.
Θανάσης Διάκος.
Βαλτινός.
Λάμπρος Βέϊκος.
Γρίβας.
Τσούκας.
Βαρνακιώτης.
Αντρέας Ισκος.
Σκαλτσοδήμος.
Ρούκης.
Γάτσος.
Πανουργιάς.
Δυοβουνιώτης.
Παλαιόπουλος.
Κι άλλοι πολλοί-και υπάλληλοι, και στ’ άρματα λεβέντες.
Ενας λοιπόν απ’ τούς τρανούς ήτανε στο ντοβλέτι
Κι ο Καραϊσκάκης. Το οχτακόσα ήταν δεκαπέντε.
Κι οι μόνοι που στα Γιάννενα δεν πέρναγε η μπογιά τους
Ηταν οι τούρκοι. Ο Αλής τους κράταγε μακριά του.

Ο ήρωας που θ’ ανάσταινε σε λίγο την Ελλάδα
Είχε ένα μέτριο ανάστημα. Ητανε κοκκαλιάρης, Βαθουλωμένα μάγουλα, και μακροπροσωπάτος.
Μουστάκι μαύρο και κοντό, δόντια μικρά και σάπια. Μαλλιά μακριά στη ράχη του ριγμένα. Αρρωστιάρης .
Τα μάτια του ήτανε βαθιά χωμένα μες στις κόχες
Και από κει ελάμπανε κι ολοσπιθοβολούσαν.
Κι ως για το χρώμα, μελαψός ήτανε, σαν τους γύφτους
Γι αυτό και του κολλήσανε το παρανόμι "γύφτος". 
Μα τέτοια κρύβονταν ψυχή μέσα σ’ αυτό το σώμα
Που πρότυπο της λεβεντιάς φάνταζε στο λαό μας.

Εκεί, στα Γιάννενα, ο Γιωργής, χρονών τριανταπέντε
Τη Γκόλφο-ν-επαντρεύτηκε, την Ψαρογιαννοπούλου.

Κι άναψ’ ο αγώνας του Αλή με τη μεγάλη Πύλη.
Φτάνει της Πύλης ο στρατός. Ο Αλής πολιορκείται.
Του Βενετσάνου επάτησε τ’ αυλάκι ο Σουλτάνος
Και από κει στων Γιάννενων τα πρώτα σπίτια μπαίνει.
Στα οχτακόσα είκοσι, Αυγούστου εικοσιπέντε
Ο Αλήπασας βάνει φωτιά και καίει την πόλη όλη
Ν’ ανοίξει ο τόπος να μπορούν να ρίχνουν τα κανόνια.
Ο Καραϊσκάκης έκαψε ο ίδιος το Μαρούτσι,
Όπως ελέγαν του Βελή τ’ ωραίο το σαράι.
Μαζί του, μέσα, πολεμάει ο Οόυσσέας Αντρούτσος
Κι απόξω, τών Χαλδούπηδων "σύμμαχοι", ο Τζαβέλας,
Σουλιώτες με το Μπότσαρη, κι Αρματολοί του Ολύμπου.
Τα τρία του Αλήπασα παιδιά που πολεμούσαν,
Πρώτα τα δυό, Σελήμ, Μουχτάρ, και ύστερα ο τρίτος,
Βελής, παραδοθήκανε κι οι τρεις τους στο Σουλτάνο.
Οταν το έμαθε ο Αλής κούνησε το κεφάλι:
"Κρίμα καημένε Αλήπασα. Έχεις γεννήσει κότες ".
Και κάποια μέρα-ν-απ’ αυτές που ’δε τον Καραϊσκάκη
Γενναία όπως πάντοτε να πολεμάει και τότε,
"Πω με παράτησαν ωρέ" του λέει "τα παιδιά μου
Και συ για μένα πολεμάς ωρέ Καραϊσκάκη!".
Δεν του ’πε ο Γιώργης τίποτα, μέσα του είπε όμως:
«Αλήθεια ειν’ ορ’ Αλήπασα πως είσαι παλληκάρι.
Κι αν χούγια έχεις βρωμερά, κι αν τυραννάς τον κόσμο
Μα είσαι παλληκάρι ωρέ. Κρίμα να μη μετράμε
Στον ίδιο νταϊφά κι οι δυό, παρά να είσαι εχθρός μου.
Και χαίρομαι που έπεσες στη λούμπα των Ελλήνων.
Σε σπρώξανε και πόλεμο άνοιξες με την Πύλη.
Μέχρις εδώ καλά ωρέ. Να δούμε παραπέρα.
Οι Φιλικοί ειν’ έτοιμοι. Και ή την Πύλη πάρεις 
Η' τ’ άσπρο το κεφάλι σου το κόψει ο Σουλτάνος,
Οποιος κι αν μείνει, αχαμνός θα ’ναι και ρημαγμένος.
Ωρέ Αλή, συ μια φορά, ’γω δυο φορές μπαμπέσης.
Αλλά το δίκιο είναι μ’ εμέ.Το χώμα μου είναι τούτο.
Κι αν μπρος σου είμαι φίλος σου κι εχθρός είμαι μακριά σου,
Για την Πατρίδα γνοιάζομαι και συ για τη δική σου.
Από τι στράτες η ζωή αλήθεια μας περνάει…
Ως κι υπηρέτες στού εχθρού μας έστειλε το κάστρο-
Ως και νεφέρια του εχθρού μας έκανε η πουτάνα.
Και πόσα κάνει η Λευτεριά ως να ’ρθει τσαλιμάκια…
Χρόνια, αιώνες μας κρατεί κρυμμένη την είδη της.
Και να την ψάχνουμε θωρεί κι αδιάφορα γελάει. 
Α! Σαν γυναίκα όταν τη   βρω θα τη σφιχταγκαλιάσω.
Μα τ’ Αγραφα ήταν πάντοτε λεύτερα. Ε, μη βλέπεις
Αν τάχει ο Τούρκος τώρα πια και κείνα πατημένα
Τώρα κοντά τα πάτησε. Ο Βηλαράς μια μέρα
-Καλή του ώρα, ήτανε ο μόνος απ’ τούς λόγιους
Που τόνε καταλάβαινα-μίλαγε σαν και μένα-
Μου ’λεγε, όταν έσκυβαν οι Ευρωπαίοι στον Τούρκο
Που έλυνε τότε κι έδενε, στ’ Άγραφα βγήκαν Κλέφτες
Που, λέει, αναγκάσανε την Υψηλή την Πύλη
Κι έκανε συμφωνία με μας, τούρκος να μην πατήσει
Στ’ Άγραφα, ούτε στα βουνά, ούτε στους γύρω κάμπους.
Μοναχά τους εδίναμε, λέει, κάτι ψωρογρόσα.
Μπορεί κάνας προπάππους μου να ’τανε τότε Κλέφτης.
Α! Ωρέ Τουρκιά ή φάε με, ή, δόλια μου σε τρώω".

Μα δεν πολέμαγαν γι αυτόν ο Γιώργης κι ο Αντρούτσος
Μον’ την Τουρκιά πολέμαγαν όπου κι αν την εβρίσκαν.
Κι από τα Γιάννενα να βγουν κι οι δυό αποφασίζουν
Για να χτυπήσουν τ’  άσωστα τ’ ασκέρια του Σουλτάνου Και να τους κάνουν τη ζημιά που πιότερο μπορούνε.
Λέει ο Γιώργης στον πασά: "Αν κάποιος πάει έξω
Και κόψει τον εφοδιασμό στο Σουλτανοασκέρι
Εκείνοι θα πεινάσουνε κι η νίκη είναι δική σου".
"Το ξέρω αυτό ωρέ μπίρο μου. Μα ποιός γι αυτό ειν’ άξιος;"
Τον βλέπει λίγο σκεφτικός κι ύστερα "ωρέ μπίρομ,
Μόνον εσύ ’σαι άξιος γι αυτό Καραϊσκάκη".
"Πασά μου ναι, αλλά εδώ έχω τη φαμελιά μου.
Αν πάω δίχως τους, θα λεν πως την κρατάς ρεέμι
Και δε θα με πιστέψουνε ότι δικός τους είμαι".
"Ξέρεις να σκέφτεσαι ωρέ. Παρ’ και τη φαμελιά σου".
Και βγαίνει ο Γιώργης και μαζί χτυπάν με τον Αντρούτσο
Πισώπλατα τη Σουλτανιά.Τής Ευτυχίας η Πύλη
Προστάζει τον Χουρσίτ πασά απ’ τό Μωρηά να φύγει
Ν’ ανέβει και να πάρει αυτός την αρχιστρατηγία
Ενάντια στον Αλήπασα. Φεύγει ο Χουρσίτ κι αφήνει
Χωρίς ασκέρι το Μωρηά στο έλεος των ραγιάδων.
Τόσο πολύ δεν πίστευε κι αυτός, σαν τον Σουλτάνο,
Πως θα μπορούσε ο ραγιάς κεφάλι να σηκώσει.


Η ΦΙΛΙΚΗ, ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ

Φαντάζομαι το μυστικό της Φιλικής να εχύθη  
Σαν αγεράκι καθαρό και κρύο απτή Ρωσσία,
Δροσίζοντας καρδιές και νου απ’ όπου κι αν φυσούσε.
Κι οι μυημένοι πούξεραν τι ειν’ χαρά ετούτη
Αχόρταγα ρουφάγανε  το θείο της το μύρο
Κι εκείνοι που δεν ήξεραν ρωτούσαν μεταξύ τους
Κι απόκριση δεν έβρισκαν. Μα νοιώθανε πως κάτι,
Κάτι καινούργιο έρχεται, καλό για την Πατρίδα.
Τα ζα πιό γρηγορα απο πριν άρχισαν να δουλεύουν.
Τ’ αλέτρι μοιάζει πιο λαφρύ στο χέρι του αγρότη.
Ο Τούρκος κι ο Κοτζαμπάσης μες στού ραγιά τα μάτια
Μικρή και πιό αδύναμη φτιάχνουνε τώρα εικόνα.
Γρύλλοι διπλοερωτεύονται μες φυλλωματάκια
Ανθούς πετάν κάτι κλαδιά από χρόνια ξεραμένα
Τα δέντρα δε θροϊζουνε μα λες πως τραγουδάνε
Κι οι πέτρες κακοδέχονται το Τουρκικό το πόδι.
Και μες στη γης, βαθιά βαθιά, κάτου στον Κάτου Κόσμο
Κάτι νεκροί αναδεύονται και αλαφροξυπνούνε
Κι αποθαμάζουν: Τάχα τί τη νάρκη τους ταράζει;
Τί να ’γινε απάνου κει, μεγάλο και καινούργιο
Κι η μάνα γη στις φλέβες της το πήρε και το φέρνει
Μέχρις αυτούς που κείτονταν αιώνες πεθαμένοι
Κι αποζυπνούν και γνιάζονται και νιώθουν λίγο λίγο
Και χαίρονται, και τραγουδούν, λες και σαρκώνουν πάλι;
Κι ανήμποροι να έβγουνε πάλι στον πάνου Κόσμο
Ανοίγουνε μάτια κι αυτιά και νέα περιμένουν.

Βρισκόμαστε στην Οδησσό, οχτακόσα δεκαπέντε.
Ξάνθος Τσακάλωφ και Σκουφάς φτιάχνουν την Εταιρεία.
Κι αρχίζουνε να κατηχούν Ρωσσία, Ευρώπη, Ελλάδα.
Το μυστικό ταξίδευε κι έμπαινε μες σε σπίτια
Και σε παλάτια έμπαινε και μέσα σε καλύβες.
Και εμυούνταν Εμποροι, Στρατιωτικοί, Ναυτίλοι,
Δασκάλοι, Νομικοί, Γιατροί, Γραμματικοί και Λόγιοι,
Φαρμακοποιοί, Δικαστικοί, Πολιτικοί, Πρλξένοι.
Κι έφτασε και στα Γιάννενα. Κι όλοι οπλαρχηγοί μας,
Κι από τους πρώτους μες σαυτούς και ο Καραϊσκάκης,
Εκοινωνήσανε τα’ αγνό κρασί του Εικοσιένα.
Αλλά, ένας Ζακυθηνός, ο Διόγος, πήγε κι είπε
Λέξη προς λέξη στον πασά ό,τι είχε μάθει ως τότε
Για το μεγάλο μυστικό.Του πρόδωσε ακόμα
Κι αυτά της αναγνώρισης τα Φιλικά σημάδια.

Και λέει ο Ιωάννης Φιλήμονας στο "Δοκίμιον περί της Φιλικής Εταιρίας", σελ. 321:

"...ήτον όσον παράδοξον, τόσον φρικώδες φαινόμενον ο τρόπος του τυράννου τούτου χειρονομούντος τα σημεία της Εταιρίας".

Ως για το Διόγο έλαβε ό,τι εδικαιούνταν.
Μια μέρα βρέθηκε νεκρός με μαχαιριές γεμάτος,
Χωρίς ποιος τόνε σκότωσε ποτέ κανείς να μάθει.
Ποιος άλλος: Η Επανάσταση, που κιόλας είχε αρχίσει,
Τη δόξα στους αληθινά γενναίους να χαρίζει,
Και στους προδότες θάνατο, ή σαν αυτόν του Διογου,
Ή σαν εκείνον που αυτή, αηδιασμένη όντας,
Στην Ιστορία το έργο αυτό άφησε να στεριώσει.

Καπεταναίοι Ρούμελης και Δυτικής Ελλάδας
Λαβαίνουνε μηνύματα να πάνε στη Λευκάδα.
Στου Γεναριού το μέσασμα του ιερού Κοσιένα
Βρίσκονται εκεί ο Πανουργιάς με τον Καραϊσκάκη,
Ο Βαρνακιώτης, ο Μακρής, Κατσικογιάννης, Κίτσος
Αντρούτσος, Τσόγκας, Στουρναράς, Τομπάζης απ’ την Υδρα.
Ο Καραϊσκάκης πριν ερθεί πήρε τη φαμελιά του
Και στο νησάκι Κάλαμο την άφησε γΐ' ασφάλεια.
Μαζεύτηκαν όλοι λοιπόν στο σπίτι του Ζαμπέλιου,
Του Λευκαδίτη ποιητή κι ένθερμου πατριώτη.
Και στάχτη για να ρίξουνε στα μάτια των Εγγλέζων
Με ορθάνοιχτα παράθυρα και πόρτες του σπιτιού του
Τρώνε και πίνουν, τραγουδούν, χορεύουνε, γελάνε.
Μετά κλειδαμπαρώνονται κι αρχίζουν την κουβέντα.
Μιλάνε γιά Επανάσταση, για Λευτεριά μιλάνε,
Τις όποιες έχει ο καθείς ειδήσεις διασταυρώνουν
Κι αποφασίζουν για να μην ανέτοιμοι βρεθούνε
Η ώρα όταν την Άνοιξη θα έρθεί η μεγάλη
Να δούνε από τώρα τί, τότε καθείς θα κάνει.
Και παίρνουν την απόφαση να μείνουν στη Λευκάδα
Ισα με τις παραμονές της έναρξης του Αγώνα.
Τότε θα φύγει ο Πανουργιάς μαζί με τον Αντρούτσο
Και για την Ανατολική θα πάνε την Ελλάδα
Να τη σηκώσουν στάρματα, ενώ οι άλλοι όλοι
Το ίδιο για τη Δυτική θα κάνουν την Ελλάδα.

Πώς όταν κάποιος γατζωθεί στού πλούτου τίς αρπαγές
Πια και να θέλει δεν μπορεί να λυτρωθεί από κείνες!
Ο,που ο πλούτος τον τραβά εκεί κι αυτός πηγαίνει.
Ξεχνάει φίλους, συγγενείς, ξεχνάει και Πατρίδα
Κι ο μόνος είναι του σκοπός πώς κιάλλο να πλουτίσει.
Αδύναμος ο άνθρωπος βλέπεις, κι ο πλούτος δίνει
Δύναμη σ’ όποιον τον κρατεί. Και όλα του ο πλούσιος
Τα πάθη, με τον πλούτο του μπορεί να τα χορτάσει.
Γιατί αυτή ορίστηκε η μοίρα του ανθρώπου:
Οι πέτρες και τα μέταλλα και τα έγχρωμα χαρτάκια
Να κυβερνάνε τη ζωή και την υπόληψή του.
Όλα σκοτάδι κι άρνηση. Όλα όχι και κατάρα
Στις σχέσεις τις ανθρωπινές παράς αν δεν υπάρχει.
Μα κοίτα όλα πώς όμορφα γίνονται και ωραία
Οταν αστράψει ο χρυσός κι όταν φανεί τ’ ασήμι.
Και ποιος θα είναι τον παρά στα χέρια του που θα ’χει
Κι άλλους θ’ αφήσει θέλοντας να ’ρθούν να του τον πάρουν;
Θα πολεμήσει άγρια με νύχια και με δόντια.
Στού πλούτου του τη δούλεψη θα βάλει το μυαλό του
Για να του πει πώς να φερθεί τον πλούτο του να σώσει.
Ανθρώπους με το χρήμα του το ίδιο θ’ αγοράσει
Και θα τους κάνει όργανα τυφλά της βούλησης του.
Κι ό,τι το δρόμο του εμποδά με βιά θα καταστρέψει.
θα κατακλέψει αδύναμους, θα κρεουργήσει αθώους,
θα ψεμματίσει, θα κλαυτεί, το διχασμό θα σπείρει,
 Και δε θα λείψει ατιμία, βρωμιά και προδοσία
Που να μην κάνει ο πλούσιος, πλούσιος για να μείνει.
Ετσι κι οι Κοτζαμπάσηδες, κι οι Προεστοί, κι οι Αρχόντοι,
Για να μπορέσουν τον παρά που ’χανε να κρατήσουν.
Κι αυτός ο λόγος ήτανε που αντίθετοι σταθήκαν
Στο Σηκωμό, που χτύπησε όχι τον Τούρκο μόνο
Μα και τους Κοτζαμπάσηδες που ’ταν μαζί του ένα.
Και όλοι τους λυσσάξανε με μπαμπεσιά και δόλο
Να σταματήσουν το "κακό"-να πάψουν τον Αγώνα.
Να μην αλλάξει τίποτα στο σύστημα του Κόσμου.
Καλά ήταν οι τσέπες τους γεμάτες με χρυσάφι.
Καλά οι Τούρκοι έκαναν και δούλους μας κρατούσαν.
Ετσι ήτανε από θεού δοσμένο:οι ραγιάδες
Καλά ’καναν κι υπόφεραν, καλά ’ταν κι ας πεινούσαν. Καλά  ’ταν και ο βούρδουλας τους μάτωνε των Τούρκων
Αφού παράδες γέμιε την τσέπη τη δική τους.
Και τώρα κάτι άθεοι θέλανε να χαλάσουν
Την τάξη που βασίλευε  για αιώνες στην Ελλάδα.
Ζηλέψανε τα νιόφαντα τα χούγια της Γαλλίας
Και ζήταγαν ισότητα και λευτεριά οι άθλιοι.
Και πρώτος ο Βελεστινλής. Θράσος που το ’χε αλήθεια
Με το Σουλτάνο-το θεό τον ίδιο-να τα βάλει!
Και ύστερα οι Φιλικοί.Τί άνθρωποι και τούτοι
Να θέλουν σώνει και καλά το Εθνος να σηκώσουν
Κι ενάντια να το παν σε ποιόν; Στον κραταιό Σουλτάνο.
Και λόγια βάνουν στο λαό και όπλα του μοιράζουν.
Μα αν ο λαός στα χέρια του πάρει την εξουσία
Πάμε πια εμείς. Χαθήκαμε. Πάει και ο παράς μας.
Εμείς τι να την κάνουμε τη λευτεριά του Γένους
Αφού όλη μας τη δύναμη θα μας αποστερήσει;

Ο Πουκεβίλ,στο βιβλίο του που βγήκε στο Παρίσι το 1805 με τον τίτλο "Ταξίδι στο Μοριά, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλβανία και σε πολλά άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας", γράφει:
"Οι Ελληνες έχουν τους πιό μεγάλους εχθρούς ανάμεσα τους.Είναι οι Κοτζαμπάσηδές τους, που κυλιούνται μπροστά στα πόδια των Τούρκων και βασανίζουν σκληρά εκείνους που θάπρεπε ν’ αγαπάνε και να παρηγορούν. Με την αναίδεια τους, με την αλαζονεία τους και τη χαμέρπειά τους, που κύρια τους χαρακτηρίζει, βάλανε όρια ανάμεσα σ’ αυτούς και στο Ελληνικό Εθνος. Το διεφθαρμένο γένος τους έχει όλα τα ελαττώματα των δούλων και ικανοποιείται από τις ταπεινώσεις των Τούρκων με τα μονοπώλια, τις συμφεροντολογικές καταδόσεις και τις σιχαμερές καταληστεύσεις. Στην εκκλησία παίρνουν θέση κοντά στο ιερό, κάνοντας επίδειξη της φαρισαϊκής υπεροψίας τους, εξαγοράζοντας την πρωτοκαθεδρία τους αυτή με τίμημα την ευτυχία των συμπατριωτών τους".

Ομως το δέντρο είχε γερές ρίζες στο χώμα δέσει
Και πλέον δε γινότανε για να το ξεριζώσουν.
Και φοβερός πια χείμαρρος εβούΐζε μπροστά τους
Της φτώχειας το ξεχείλισμα, και κρατημό δεν είχε. 
Ήταν τρανή η απόφαση. Και δεν πισωδρομούσε.

"Το πράγμα τέλος πάντων κατήντησεν εις τόσον βαθμόν ενθουσιασμού... ώστε και μυρίας γλώσσας Δημοσθενικάς αν είχε τις...", γράφει ο Περραιβδς, "δια να καθησυχάσει την ορμή των Ελλήνων, ου μόνον εκοπίαζεν ματαίως, αλλ’ εκινδύνευεν ακόμα και η ζωή του, επειδή τον ενόμιζαν τουρκολάτρην και μάλιστα πολύ περισσότερον υπέκειντο εις τον κίνδυνον οι Αρχιερείς και οι Προύχοντες, ως συνεχή σχέσιν έχοντες μετά των Τούρκων".



ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ ,ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΔΕΣ ΚΑΙ Π.Π.ΓΕΡΜΑΝΟΣ

Ας δούμε τί ετράβηξε ο Δικαίος Παπαφλέσσας
Από τους Κοτζαμπάσηδες, σαν ήρθε στην Ελλάδα
Σταλμένος απ’ τούς Φιλικούς για να την ξεσηκώσει.
Μα ό,τι κι αν του κάνανε δεν ίδρωνε ταυτί του.
Αυτός εκείνο που ’θελε το πέτυχε ως πέρα
Γιατί ο λόγος του δαυλί, και θα γεννήσει φλόγες.
όπου και Κοτζαμπάσηδες θα κάψουνε και Τούρκους.  
Ο πρώτος του ήτανε σταθμός οι Σπέτσες και η Υδρα.
Οταν τους λέει να ’τοιμαστούν γιατί λεφτασε η ώρα
Του λέγαν ότι χάζεψε και λέει παλαβομάρες.
Κι όταν αυτός στη γνώμη του με πάθος επιμένει
"Τότε" του λεν "δεχόμαστε κι εμείς να σηκωθούμε
Οταν θα έχει χαλαστεί η Τούρκικη αρμάδα".
Πάλι καλά δε ζήτησαν προτού να σηκωθούνε
Να ’ναι η Κωσταντινούπολη Ελληνική. Ας είναι.
Μετά από κεί ο "τρελόπαπας", όπως τόνε φωνάζαν
Τοιμάζεται για το Μορηά. Οταν αυτό το μάθαν
Οι Μωραΐτες Προεστοί, κόπηκε η χολή τους.
Γιατί πολλά είχαν ακουστεί γι αυτόν τον Παπαφλέσσα.
Πως είχε πάρει τ’ άρματα στο χέρι του ο ίδιος
Και χτύπαγε ό,που έβρισκε τους Τούρκους. Και ακόμα
Οτι με της Μονεμβασιάς τα ’βαλε το Δεσπότη.
"Αν ειν’ αυτός χαθήκαμε" λέγανε μεταξύ τους.
Βάζουν λοιπόν ανθρώπους τους στα μέρη τα παράλια.
 Μα το μυρίστηκε ο παπάς και πάει και ξεμπαρκάρει
Μέσα στ’ Ανάπλι όπου Τούρκοι μονάχα εκατοικούσαν.
Μασκαρεμένος μια σε μπέη και μία σε ζητιάνο
Ξεφεύγει τις κακοτοπιές και πάει για το Αργος
Και το Νικήτα Φλέσσα εκεί βρίσκει, τον αδερφό του
Που Κλεφτοκαπετάνευε σε κείνα εκεί τα μέρη.
 Μαθαίνει πως οι Προεστοί θέλουν με κάθε τρόπο
Να τον μποδίσουν στο σκοπό που ’χε να ξετελειώσει.
Εφτά μαζί του παίρνοντας τότε αρματωμένους
Τραβάει και πάει στην Κόρινθο, και από κει μηνάει Στ’ αρχοντιλίκια του Μορηά να πα’ να τόνε βρούνε
Γιατί τους φέρνει μήνυμα του ίδιου του Υψηλάντη.
Εκείνοι δεν πηγαίνουνε, και του μηνάν εκείνος
Να πάει και να τους εβρεί στο Αίγιο-στη Βοστίτσα.
Πάει με τα παλληκάρια του ο Φλέσσας και τους δείχνει
Τα πληρεξούσια γράμματα που ’χε απ’ τον Υψηλάντη
Και που οριζόταν στο Μορηά "άλλο του εγώ" με κείνα.
Και τους διαβάζει διαταγές γραφτές του Υψηλάντη
Να του τοιμάσουν στράτευμα χιλιάδες εικοσπέντε.
Τα’ ακούει ο Παλαιών Γιατρών και οι Κοτζαμπασήδες
Κι ολόρθες τους σηκώνονται της κεφαλής οι τρίχες.
Λύνεται η συμμάζωξη κι οι Προεστοί το βράδυ
Μαζεύονται και συμφωνούν να πουν στο Φλέσσα "όχι".
Την άλλη μέρα μάζωξη καινούργια. Ο Δεσπότης
Παλαιών Πατρών ο Γερμανός, βάζει στον Παπαφλέσσα
Εντεκα ερωτήματα που ικανό καθένα
Ητανε να τορπιλιστεί κι η σκέψη του Αγώνα.
Ας πούμε: "τί θα κάνουμε αν Αγγλία και Αυστρία
Πόλεμο μας κηρύξουνε;"  ή: "έχει. συμφωνήσει
Ολόκληρο πάνω σ’ αυτό, το Εθνος;" Λες πως κιόλας
Γίναμε κράτος κι η Αγγλία πόλεμο μας κηρύττει
Η λες πως κάθε Ελληνας έπρεπε -όλου του Κόσμου-
Να έχει κάνει δήλωση πως συμφωνεί με τούτα.
Αλλά ο Παλαιών Πατρών κι άλλη είχε μια αιτία
Που πήγαινε αντίθετα στο Φλέσσα. Είχε τη ζήλεια.
Και ποιος να τ’ ακουγε: αυτός, ένας κοτζάμ Δεσπότης
Να δέχεται προστάγματα από αρχιμανδρίτη-
Γιατί ετούτο τον βαθμό είχε ο Παπαφλέσσας.
Ακουσε τα ρωτήματα ο Φλέσσας και σε όλα
Απάντησε με ψέμματα-τί άλλο να ’χε κάνει-
Και σ’ όλα καθησύχασε τον πονηρό Δεσπότη.
Μετά μίλησε ο άρχοντας Αντρέας ο Ζαΐμης.
Είπε πως όλα όσα άκουσαν από τον Παπαφλέσσα
Ηταν «μπερμπάντικα σχεδόν, άστατα, απελπισμένα,
Στασιαστικά κι ιδιοτελή", και πως νωρίς ακόμα
Είναι για τετια πράγματα (Τί καρτερούσε τάχα;
Ποια ώρα πιο κατάλληλη θα έβρισκε από κείνην;)
Κι όλοι μαζί του συμφωνούν. Μα τον πιο κρύφιο φόβο
Που ένιωθαν οι Προύχοντες, ο Σώτος Χαραλάμπης
Μιλώντας τον φανέρωσε ύστερα απ’ τον Ζαΐμη.
"Εγώ πιστεύω" είπε αυτός "όσα μας είπε ο Φλέσσας
Κι ακόμα περισσότερα. Μα σα χαθούν οι Τούρκοι
Τότε με μας τί γίνεται; Πού θα παραδοθούμε;
Ποιόν θα ’χουμεν ανώτερο; Αφού πάρει τα όπλα,
Κανένα πλέον ο ραγιάς δε θα μας έχει φόβο
Και ούτε θα μας σέβεται κι ούτε θα μας ακούει.
Θα πέσουμε στα χέρια αυτών που ούτε το πηρούνι
Δεν ξέρουν να κρατήσουνε. Καλλιώρα σαν και τούτον"
Και δείχνει με το χέρι του τον Φλέσσα το Νικήτα.
Κι αποφασίζουν όλοι τους σε μοναστήρι μέσα
Να κλείσουν τον "τρελόπαπα"  για να σιγουρευτούνε.
"Ο,τι κι αν λέτε δεν τ’ ακώ!" τους λέει ο Παπαφλέσσας.
θα γίνει η Επανάσταση είτε το θέτε ειτ’ όχι.
Εγώ επήρα προσταγή από τον Υψηλάντη
Να ξεσηκώσοο το λαό, και θα τον ξεσηκώσω".
Ρίχνει το βλέμμα ολόγυρα κι ύστερα συνεχίζει:
"Κι όποιον ξαρμάτωτο θα βρουν οι Τούρκοι,ας τον κόψουν".
Πετιέται πάνω ο Πατρών κι αρχίζει να τον βρίζει:
"Εισαι ένας εξωλέστατος. Αρπαξ κι απατεώνας".
Τους άφησε να ωρύωνται και φεύγει. Δεν τολμούσαν
Βλέπεις να τον αγγίξουνε, γιατί τόνε φύλαγαν
Οι εφτά που τον παράστεκαν δικοί του, αρματωμένοι.
Και αλωνίζει το Μωρηά.Φώναζε ι. Εμψυχώνει.
Ενθουσιάζει το λαό και τον καλεί στα όπλα.
Και ο λαός δε γύρευε και δεύτερη κουβέντα.
Αυτός ήταν ο Κλήρος μας, αυτοί κι οι προύχοντες μας-Ενάντιοι σ’ Επανάσταση, στη Λευτεριά ενάντιοι.
Κι εκτός απ’ τών Φαναριωτων την άτιμη την κλίκα
Και των Τούρκων το συρφετό και τόσα άλλα ενάντια,
Είχε κι αυτούς της Καλογριάς ο Γιος ν’ αντιπαλαίψει
τις τύχες σαν στα χέρια του επήρε της Ελλάδας.
Γιατί κάθε κατόρθωμα και νίκη του σε μάχη
Ήτανε μία μαχαιριά στο ίδιο το κορμί τους.


ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΞΠΑΝΛΣΤΑΣΗ

Ομως αλλιώς τα πράγματα οι Ελληνες τα βλέπαν
Οι αληθινπί, που υπόφεραν απ’ τό ζυγό των Τούρκων.
Να μάθει ότι αρχηγός εμπήκε ο Υψηλάντης
Ο λαός δεν εκρατιότανε.Ο Καρατζάς στην Πάτρα
Παίρνει την πόλη κι έκλεισε τους Τούρκους μες στο κάστρο.
Δυο μέρες ύστερα απ’ αυτό, στις εικοστρείς του Μάρτη
Δικαίος και Γέρος του Μωρηά μπαίνουν στην Καλαμάτα.
Μεταπαυτά και άλλο μη μπορώντας πια να κάνουν
Οι Κοτζαμπάσες του Μωρηά μπήκανε στον Αγώνα.
Ας δούμε τί έγινε αλλού: οι Φιλικοί στις Σπέτσες
Με Γιώργη Πάνου αρχηγό, πείθουνε τους αρχόντους
Και ανεβάζουν Λευτεριάς παντιέρα στα καράβια.
Και όταν κάποιο απ’ αυτά για τα Ψαρά τραβάει,
χωρίς καμμιά οι ψαριανοί αντίθετην ιδέα
Μπαίνουν με τα καράβια τους κι εκείνοι στον Αγώνα.
Στην Υδρα, οι πλούσιοι άρχοντες ούτε ν’ ακούσουν θέλαν
Για Επανάσταση. Γι αυτούς ο Ιμπραήμ Σουλτάνος
Ο "βασιλιάς" τους ήτανε, κι ήταν πιστοί σε κείνον
Και στα προνόμια που αυτός τους είχε χαρισμένα.
Οι Πρόκριτοι απ’ τό Μωρηά τους γράφουν και τους λένε:
"Μόλο που δεν το θέλαμε, το Κίνημα εγίνει, 
Κι ας ήτανε παράκαιρο. Κι όταν οι Τούρκοι σφάζουν
Δε θα κοιτάξουνε να δουν ποιός τα ’θελε-ποιός όχι.
Γι αυτό κι εσείς πράξτε σωστά:στα όπλα σηκωθήτε".
Αλλ’ αν δεν εβρισκότανε ο Αντώνης Οικονόμου
Μαζί με άλλους Φιλικούς για να τους αναγκάσει,
Ακόμα αξεσκλάβωτη θα ήτανε η Υδρα.
Γιατί σαν είδαν οι άρχοντες πως ο λαός σηκώθη
θέλανε να το σκάσουνε μαζί  με τα λεφτά τους.

(συνεχίζεται)

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

 ΧΩΡΙΣ  ΣΚΟΠΟ

Ατέρμονη ρουτίνα στη δουλειά
κάποτε κάποτε μια αγκαλιά
αγώνας άγχος και φασαρία
η ίδια πάντοτε ιστορία.

Από το λίκνο κι ως τη θανή
χαρά κι ελπίδα δε θα φανεί
η ζήση πόνος-μονάχα πόνος`
και μόνος ο άνθρωπος-μόνος-μόνος.

Μικρά μεγάλα όλα φθορά
κι όλα πουλιούνται στην αγορά
βιασύνη, ζήλεια, αιδώς, βλακεία
όλα στο κόστος-μικρή αξία.

Και προχωρούμε χωρίς σκοπό
Προς δύο μέτρα χώμα νωπό
Κι ολη η πορεία μας μια οδύσσεια
από τη μήτρα στα κυπαρίσσια.
       ΜΟΝΗ  ΤΗΣ

Τ'  άσπρα ροδοπέταλα
πέταξε  η νυφούλα
και μονάχη κλείστηκε
μες στην καμαρούλα.

Βγάζει τα νυφιάτικα
μόνη της ξαπλώνει
μόνη της σκεπάζεται
στο διπλό σεντόνι.

Ο καλός της σύννεφο-
σκάλα του νερού-
σύννεφο κι απόβροχο
του μεσημεριού.

Ο καλός της γέρακας
και ψηλά πετάει
μ'  άλλους συνταιριάζεται
γέρακες και πάει.

Γάμος με το σύννεφο
και με το γεράκι
γάμος με το πέλαγο
και το αεράκι-

με το βαριοσύννεφο
γάμος δε στεριώνει
κι η ροδονυφούλα μας
μόνη της ξαπλώνει.
 ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΙ

Ανέραστοι κι ανήδονοι θα πάμε
στου Άδη τ'  ανεπίστροφα παλάτια.
Μ'  ακόρεστο έναν πόθο θα κοιτάμε
τις γελαστές διαβόλισσες στα μάτια.

Μα ελπίδα ούτε  εδώ για χάδι θα  'χει
για ηδονικές στιγμές καιρός δε μένει
για πράγματα  άλλα δίνουνε μάχη
οι αγαπητοί μας οι πεθαμένοι.

Τουλάχιστο στου πόνου το κρεβάτι
ετοιμοθάνατοι, ας προσπαθήσουμε-
για να  'χουμε και μεις να λέμε κάτι-
της νοσοκόμας τα οπίσθια να τσιμπήσουμε.
 ΤΟ  ΑΛΟΓΟ

Κυρα-Γιαννού
κυρα-Γιαννού
ποιανού είναι τ΄ άλογο
ποιανού;

Κυρα-Γιαννού
κυρα-Γιαννού
ποιανού είναι τ'  άλογο
δεν έχεις νου;
ΝΑ  ΖΗΣΟΥΜΕ

Στα στενάκια μας κλεισμένοι
στριμωγμένοι, διπλωμένοι
ανασαίνουμε
κέφι κι ώρα για κραιπάλη
δεν αφήνει η βιοπάλη
και πεθαίνουμε

ζαρωμένοι στο καυκί μας
και στην ώρα την κακή μας
διπλοκλείδωτοι.
Αχ και πότε θα ξανοίξει
και για μας-να μας αγγίξει
πρωτοείδωτη

μία νέα αλέγρα ζήση
μακριά να μας κρατήσει
απ'  τα χώματα
ν'  απλωθούμε-ν'  ανοιχτούμε
στα ξενύχτια να ριχτούμε
και στα πιόματα,

να φουσκώσουνε τα στήθια
φλόγα όλο κι όλο αλήθεια
ν'  αψηφήσουμε
τα μικρά και τιποτένια
και χωρίς καμία ένια
πια να ζήσουμε.
ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ

Τα κρύα μας θυμώνουνε
μας τυραννούν τα χιόνια
οι νύχτες άγριες έρχονται
και λες κρατούν αιώνια.

Γλιστρίματα, σπασίματα
κι αρρώστιες χίλιες δύο
κάθε χειμώνα κάνουνε
το σπίτι φαρμακείο.

Χρήματα για τα κάρβουνα
για ρούχα, για ομπρέλες
Α!  Το χειμώνα χίλιες δυο
βυζαίνουν μας αβδέλλες.

Και όλοι ενώ πασκίζοντας
λίγο να ζεσταθούμε
το καλοκαίρι το ζεστό
με λύσσα νοσταλγούμε,

όταν θα  'ρθει ανάποδον
αρχίζουμε αγώνα:
Άχου!  Τι ζέστη φοβερή!-
ζητούμε το χειμώνα.
          ΣΚΥΘΡΩΠΟ

Πλέον τελείωσε. Δε γράφω στίχους.
Δεν έχω τίποτε νέο να πω.
Βγάζω μόνο άναρθρους, πένθιμους ήχους
απ'  του λαιμού μου τη στενωπό.

Και τι να έλεγα; είν'  ειπωμένα
όλα όσα λέγονται, και μόνο στέκει
κρυμμένο μέσα σε κάποια πέννα
τ'  άμωμο-τ'  άρρητο-τ'  αστροπελέκι.

Όλα όσα γράφτηκαν κι όσα γραφτούνε
αυτό τα βλέπει, και σκυθρωπό
κοιτάζει εκείνους που στιχουργούνε.
Τι να σας γράψω… τι να σας πω…
            ΓΟΥΡΟΥΝΙΣΙΑ

Παχιά γουρούνια μας ρουφούν το λιγοστό μας αίμα.
Τον κόπο μας καρπώνονται, το μόχθο μας τρυγάνε
και τεχνικά ταιριάζοντας το δόλο και το ψέμα
νόμους εφτιάξαν και σα ζα μ'  αυτούς μας κυβερνάνε.

Τη γυριστή ουρίτσα τους και το παχύ πετσί τους
κατ'  από ρούχα όμορφα κρύβουν σαν των ανθρώπων
στολίδια και αρώματα γεμίζουν το κορμί τους
κι όρθιοι να στέκουν έχουν βρει από καιρό ένα τρόπον.

Και είναι δύσκολο πολύ για κάποιον που δεν ξέρει
να ξεχωρίσει τα χοντρά γουρούνια απ'  τους ανθρώπους
γιατί εκτός απ'  το λαιμό, το πόδι και το χέρι
και τους ανθρώπινους καλά μιμούνται αυτά τους τρόπους.

Όσοι γνωρίζουν μοναχά για ένα πράγμα ψάχουν
προσεκτικά τα βλέπουνε στα μάτια μέσα κι ίσια:
οι άνθρωποι ανθρώπινα, μα τα γουρούνια θα  'χουν
αιώνες κι αν περάσουνε τα μάτια γουρουνίσια.
                 ΜΑΡΙΑ

Οι μέρες φύγαν όμορφες κι απλές.
Κανείς δε ρώτησε για τη Μαρία.
Αυτές οι νύχτες για διαχύσεις τολμηρές
μόνο, και γι αγκαλιές ειν'  ευκαιρία.

Σαν όλοι να  'ξεραν που έχει πάει
σαν να μην έφυγε ποτέ ακόμα
και σαν το χώμα να μη σφαλάει
το λουλουδένιο της το στόμα.

Χάρμα οι μέρες στο καταφύγιο.
Κεφάτη κι εύθυμη η παρέα.
Τα βράδια ένα κηροπήγιο
δημιουργεί ατμόσφαιρα ωραία.

Κι αν κάποιος ρώταγε: "Τι έγινε η Μαρία;"
θα τιναζόμασταν ξαφνιασμένοι
και μετά για την αυριανή πεζοπορία
θα κουβεντιάζαμε μουδιασμένοι.
ΣΙΣΥΦΩΝ

Μη και δεν είμαστε Ταντάλων
και των Σισύφων μεις οι γόνοι;
Μη και μια μοίρα σαν και κείνων
πάνω μας μαύρη δεν απλώνει;

Βράχους πελώριους δεν κινάμε
για ν'  ανεβάσουμε ψηλά
και ο καθένας τους μ'  αντάρα
και πάλι κάτω δεν κυλά;               

Και να γλιτώσουμε όταν θέμε
από της δίψας την πληγή
μη δε στερεύει κάθε μία
που λαχταρίζουμε πηγή;

Ή μήπως άσαρκες φιγούρες
και μεις δε ζούμε σ'  έναν Άδη
και σαν και κείνους δεν τυλίγει
κι εμάς το τρίσβαθο σκοτάδι;

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

         ΘΑ  ΜΑΣ  ΠΑΙΔΕΥΕ

Κι αν το  'βλεπα που στην ουσία ήταν κλοπή
μα ν'  αντιδράσω δεν μπορούσα.
Στα τέτοια το Συμβούλιον ήτο ανένδοτον.

"Η μάννα μου η άρρωστη...
τα φάρμακα... οι γιατροί..."
όλο αυτά αράδιαζε.

Αυτά είναι υποθέσεις καθαρά ιδιωτικές.
Εμάς το ανεξόφλητο γραμμάτιο μας πονά.
Όσοι δεν έχουν να πληρώσουν τέτοια λένε 
κι αν τους ακούγαμε, τώρα κι εμάς
κάποιο ανεξόφλητο γραμμάτιο θα μας παίδευε.
ΟΙ  ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

Επικινδύνως έκυπτεν απ'  το παράθυρον
(μόνο έτσι φαίνονταν ο δρόμος).

Κι είχε το λόγον του για ν’ ανυπομονεί:
απόψε θα της πρότεινε να παντρευθούν.

Η στάσις της είχεν πολύ αλλάξει τελευταίως.
Όπως την ήθελεν είχε επιτέλους γίνει.

Πολύ δεν εμιλούσε.
Το κάπνισμα είχε παύσει.
Να διακρίνει είχε μάθει
ένα ωραίον πίνακα, και το κυριότερον
της ήρεσε κι αυτής
ώρα να μένει άφωνη κι εκστατική
μετά την κάθε αναζήτησιν χαράς
και στην υπέροχον εκείνην είχε μάθει την σιωπήν
κάθε λεπτό και πιο βαθιά να μπαίνει
καθώς εις μίαν στάσιν πλήρους χαλαρώσεως
κι οι δυο εις το κρεβάτι εξάπλωναν.
Κι όταν σε τέτοιες ώρες εμιλούσαν
εγίνονταν κι αυτό τόσον σιγά κι ωραία
που αντί να διαλύει εμεγάλωνε
την πλήρη εκστάσεως σιωπήν-α!  
νιώθονταν απολύτως τις στιγμές εκείνες!

Η άλλη τώρα για τηλέφωνο έψαχνε.
Θα του  'λεγε να μη την περιμένει.
Πως άλλο δεν μπορούσε να τον ανεχθεί.
Να μη μιλά!  πού ακούστηκε!
Να μη καπνίζει!  φοβερόν!
Κι ούτε μπορούσε όρθια να μένει
και να βλέπει ζωγραφιές.

Μπορεί να μη τον έπαιρνε και διόλου.
Πολύ του πήγαιναν οι εξηγήσεις.
            ΣΑΝ  ΨΙΘΥΡΟΣ

Δε θέλω μέσα στη βοή να ζω του αθλίου κόσμου
στ'  αυτιά μου κύμβαλα κενά ν'  ακούω να χτυπάν.
Άλλος μου έχει οριστεί ο κόσμος ο δικός μου
άλλοι ουρανοί με παίρνουνε κι άλλοι καιροί με παν.

Σκιές δε θέλω δολερές να μου κρατούν το φως μου
στις λίμνες των ονείρων μου φαύλοι να κολυμπάν.
Τις υψηλές βουνοκορφές όπου φυλάω εντός μου
δε θέλω αλλοπρόσαλλα βέβηλοι να πατάν.

Θέλω να φτάνει ως σ' εμέ σαν ψίθυρος σβησμένος
σαν μακρινός αντίλαλος του κόσμου ο αχός
κι εγώ με όλα μακρινός κι απ'  όλα ξεχασμένος
σ' ένα καινούργιο θάνατο να δίνομαι καθώς
πάνω σε κίτρινα χαρτιά ολημερίς σκυμμένος
θα συνταιριάζω τους σβηστούς τους ήχους μοναχός.
(συνέχεια ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ)
ΑΛΗΠΑΣΑΣ
Οι άνθρωποι δεν αλλάζουνε. Αφότου στη γη πάνου
Βρέθηκε ο άνθρωπος να ζει, ο ίδιος πάντα  θα ’ναι.
Μόνο οι μάσκες που φορεί θ’ αλλάζουν κάθε τόσο
Και θα πληθαίνουν όσο παν, γιατί η τεχνική του
Κάνει προόδους θαυμαστές. Μα η ψυχή του θα ’ναι
Ίδια σαν πού ήταν πάντοτε. Και ίδια πάντα θα ’ναι
Ωσπου τ’ ανθρώπου η ειδή πάνω στη γη να σβήσει.
Όλα λοιπόν και στου Αλή τα χρόνια ήταν ίδια
Καθώς  και τώρα. Διάφορος  ήταν ο τρόπος μόνο
Που ο άνθρωπος επάλεύε για ναποκτήσει τα ίδια
Εκείνα όπου λαχταρά και σήμερα η ψυχή του.
Έκλεβαν και σκοτώνανε οι δυνατοί και τότε.
Το χρήμα ήταν ρυθμιστής όλων των ανθρωπίνων,
Και τότε είχε ο άνθρωπος στο αίμα του ορμόνες
Που όταν εζεχείλιζαν ζητούσε τ’ άλλο φύλο.
Και μερικοί και τότε αυτό το λέγανε "αγάπη"
Και το θωρούσαν υφηλό αίσθημα και ωραίο,
Γιατί να κοροϊδεύεται ο άνθρωπος και τότε
Ζητούσε, τάχα νόημα η ζήση του πως έχει.
Ως για τις μάσκες τότε μια υπήρχε που όμως ’χάθη .
Ητανε η παλληκαριά. Η πιό ωραία μάσκα
Που φτιάχναν οι ελεύθεροι με της ψυχής το λεύκος
Και με του αιμάτου το βρασμό. Κι όσοι ήσαν παλληκάρια
Χωρίς αυτοί να της ζητούν, η ζωή τους αγαπούσε
Κι ή τους εχάριζε τιμές και μεγαλεία και πλούτη
Ή, αν της άρεσεν αλλιώς, έπαυε να τους σκέπει.
Κι η Δόξα πια ορίζονταν αιώνια συντροφιά τους.

Ενας τρανός  παλληκαράς μες στους παλληκαράδες
Ητανε κι ο Αλήπασας. .Ξεκίνησε από Κλέφτης
Και χάρη στην αγριάδα του και  την παληαθρωπιά του
Πασά μέσα στα Γιάννενα τον έκανε ο Σουλτάνος.
Ηταν ξανθός, μέτριος στο μπόι , χοντρός , γαλανομάτης.
Ενα παράξενο ήτανε χαρμάνι εξυπνάδας
Κακίας και κουτοπονηριάς. Και ήτανε πανούργος.
Αλλά μαζί και αφελής. Από τη μια τσιγκούνης
Από την άλλη απλόχερος. Δραστήριος και τεμπέλης.
Μέσα του δεν εφώλιαζε άνθρωπος ή θηρίο
Αλλά ένα παράξενο ανθρωποφάγο τέρας.
Εσκότωσε τ’ αδέρφια του να πάρει τα λεφτά τους.
Κρεμούσε ανθρώπους ζωντανούς. Σούβλιζε, έγδερνε άλλους.
Αλλους αποκεφάλιζε ο ίδιος με πριόνι.
Στη λίμνη άλλους έπνιγε, στ’ αμόνι άλλων πάνω
Τα κόκκαλα ετσάκιζε και  πάνω στις πλευρές τους
Μεγάλα βάρη έβαζε ώσπου να τους τις σπάσει.
Και την κλεψιάν εχτύπησε για να ’ναι ο μόνο κλέφτης.
Χτύπησε τους εκβιαστές, μπέηδες και αγάδες
Για ν’ απομείνει εκβιαστής μόνος αυτός μεγάλος.
Το έγκλημα για να ’ναι αυτός μόνος εγκληματίας.
Εχτύπησε τους άρπαγες, άρπαγας μόνος να ’ναι.
Την αδικία, για ν’ αδικεί αυτός μόνο τους άλλους.
Εκανε ό,τι δηλαδή κάνανε στον καιρό μας
Οι Σύμμαχοι στο δεύτερο πόλεμο το μεγάλο:
Το Χίτλερ εξοντώσανε για ν’ απομείνουν μόνοι
Φονιάδες κλεφτές κι άδικοι σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Μα μ’ όλα του τα εγκλήματα και με τις θηριωδίες
Είχε ο Αλής και μερικά καλά. Κι ένα από τούτα
Πως ετιμούσε ήτανε του άλλου την αξία-
Αξία του νου-και πιό πολύ, την παλληκαρωσύνη.

Αλλά εκείνο τον καιρό, τα Γιάννενα η μόνη
Η πόλη ήταν στον τόπο μας τον Τουρκοπατημένο
Που άκμαζε ασυνήθιστα για πόλη που βρισκόταν
Κάτω απ’ τον Τούρκικο ζυγό' και μάλιστα ήταν κέντρο Στρατιωτικό, εμπορικό, αλλά και των Γραμμάτων.
Κι ήταν πολλοί οι Ελληνες που απ’ την άλλη Ελλάδα
Εφύγανε και πήγανε στα Γιάννενα να ζήσουν.
Και αρκετοί που στην Αυλή του Αλή εζούσαν μέσα.
 Οσο κι αν στον ανήξερο μοιάζει με προδοσία
Το πράγμα αυτό, δεν ήτανε. Στου Αλή πασά τα σπίτια
Μαθαίνανε οι Ελληνες γράμματα, η μαθαίναν
Απ’ τούς ανθρώπους του Πασά, την Τέχνη του Πολέμου.
Οταν θα βγαίναν από κει καθείς τους, τότε μόνο
Κι ανάλογα το πώς αυτά που μάθαν θα εφαρμόζαν,
Θα δείχνονταν καθένας τους αν ήτανε προδότης
Ή αν παλληκάρι θάτανε κι άξιος σαν πατριώτης.
Κι αλήθεια πέρασαν πολλά λιοντάρια των ελλήνων
Από τη ζούγκλα του Αλή, θραφήκανε κει πέρα
Νυχιάσανε, δοντώθηκαν, κι ύστερα βγήκαν έξω
Κι ενάντια πολεμήσανε του Αλή και των Τουρκώνε
Η βόηθησαν με Γράμματα του Εθνους τον Αγώνα.
Απ’ τούς πολλούς τους τέσσερους εδώ θα μνημονέψω.
Ψαλίδας, Γιάννης Βηλαράς, Αντρούτσος, Καραϊσκάκης.
 Μα ήταν κι όσοι βγαίνοντας λύκοι απ’ τού Αλή τη στρούγκα Ενάντια στην πατρίδα τους προδοτικά στραφήκαν.
Και να τέσσερα ονόματα που πρόδωσαν και βλάψαν:
Βάγιας και Ιερόθεος, Παλάσκας και Κωλέτης.
Γεννιέται το ερώτημα γιατί ο Αλής δεχόταν
Κι έτρεφε μες στον κόρφο του αγρίμια που κατόπιν
Ενάντια του θα ρίχνονταν να τον κατασπαράξουν;
Ο Αλήπασας είχε στραφεί ενάντια στο Σουλτάνο
Και στον αγώνα του αυτό συμμάχους χρειαζόταν.
Και πρώτα μες στους Ελληνες κοίταζε να τους έβρει
Που για εχθρούς τους ήξερε κι εκείνους του Σουλτάνου.
Γιά τούτο και τους έβαζε και μέσα στην Αυλή του
Ελπίζοντας πως ό,τι αυτοί μάθουν, καλό θα ήταν,
Γιατί θα το εφάρμοζαν ενάντια στο Σουλτάνο.
Aλλ’  ακριβώς ο Αλήπασας μ’ αυτό τον πόλεμό του
Που ενάντια εξεσήκωσε στο μέγα το Ντοβλέτι
Του Εικοσιένα βόηθησε τη μπόρα να ξεσπάσει
Που έπνιξε και κείνονε και τράνταξε την Πύλη.


Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΣΤΟΥ ΑΛΗΠΑΣΑ

Μες στα μπουντρούμια του Αλή, εκεί ο Αλής ο ίδιος
Επρόστάξε και ρίξανε, παιδί, τον Καραϊσκάκη, 
Στα δίχτυα του ντερβέναγα σαν έπεσε στο τέλος.
Του κάνανε τα πόδια του τούμπανο από το ξύλο.
Εγνώρισε το φάλαγγα, κούτσουρο, αλυσίδες.
Μα η εξυπνάδα του μαζί με την παλληκαριά του
Γρήγορα τον ξεχώρισαν μες στους φυλακισμένους
Και βρέθηκε μες στην Αυλή του Αλή, Βεζύρη ακόμα,
Που γρήγορα κατάλαβε στ’ αλήθεια ποιο ήταν κείνο
Τ’ αδάμαστο παιδόπουλο των δεκαέξη χρόνων.
Μες στην Αυλή του Αλήπασα μένει ο Καραϊσκάκης
Χρονιά εφτά' και γίνηκε του Αλή τζοχανταραίος-
Πάει να πει επίλεκτος σωματοφύλακας του.
Ας δούμε τώρα δυο μικρά που γίναν επεισόδια
Που απ' του Ηρωα τη ζωή φύλαξε η Ιστορία,
Οσον καιρό μες στου πασά Βρισκόταν το ντοβλέτι.
Μια μέρα είχανε χορό στήσει τα παλληκάρια
Μες στην αυλή του σεραγιού. Και ο Καραϊσκάκης
Μπροστά μπροστά λεβέντικα τον τσάμικο τον σέρνει.
Ο γιος τ’  Αλήπασα περνά, και ο χορός το φέρνει
Και μία φουρλα πηδηχτά κάνει ο Καραϊσκάκης.
Κι ως καλοκαίρι οι Ελληνες βρακιά δεν εφορούσαν
Η φουστανελλα ανέμισε και βγήκανε στα φορά
Του Ηρωα τα πλιάτσικα. Και τα ’δε ο Μουχτάρης.
Ευθύς τραβάει στον Αλή και "το και το πατέρα, 
Το κερατά μου ’κανε ’μένα το Καραϊσκάκη".
Στέλνει ο Αλής και φέρνουνε τον Ηρωα μπροστά του. "Παλιόγυφτε, τι έκανες" του λέει "στο παιδί μου;"
"Πασά μου χορευα και να, έκανα μία φούρλα".
Και κει, μπροστά και στον πασά,την ίδια φούρλα κάνει.
Κι είδε του Γιώργη τα κρυφλα και ο πολύς Βεζύρης.
Σκάει στα γέλια ο Αλής: "Πώς τόκανες βρε μπίρομ;
Κάμε το πάλι ωρέ!". Και "Να, Ετσι έκαμα πασά μου"
Κι άλληνε μια φορά πηδά. Κι όλο γελά ο Σουλτάνος.
"Μ’ έκανες και διασκέδασα ορέ μπίρομ! Χάϊντε τώρα".
Τι ρόδα να ’χει μια ψυχή πρέπει και πόσο ατσάλι
Ωστε αλύγιστη απ’ τη μια και άτρομη να στέκει
Κι από την άλλη στις ψυχές των άλλων να γεννάει
Φωτίζοντας τα τρίσβαθα σκοτάδια της οργής τους,
Το άδολο, τ’ ανυπόκριτο, το καρποφόρο γέλιο;
Κι όχι δουλόπρεπα παρά, με κείνηνε την τόλμη
Που όσοι νοιώθουν σίγουροι για τον εαυτό τους μόνο
Την έχουν, και που βρίσκεται σφιχτοπλεγμένη εντός τους
Με καλωσύνη, με χαρά, κι αστραποβόλο πνέμα.

Και τώρα τ’ άλλο που ’γινε και καθαρά μας δείχνει
Ο ήρωας τον κίνδυνο πόσο τον αψηφούσε.
Κείνα τα χρόνια, ο Οσμάν πασάς ο Πασβαντόγλου
Είχε σηκώσει ανταρσιάς κι εκείνος μπαϊράκι.
Και ο Σουλτάνος πρόσταξε τους γύρω του πασάδες
Να παν να τον βαρέσουνε. Ο Αλήπασας συνάζει
Στρατό χιλιάδες δώδεκα και πάει με τους άλλους.
Μέσα σε τούτους βρίσκεται και ο Καραϊσκάκης. 
Στο μεταξύ ο Πασβάντογλου μες στο Βιντίνι εμπήκε
Που βρίσκεται στη δεξιά του Δούναβη την όχτη
Χαντάκι άνοιξε βαθύ γύρω του, κι εκεί μεσα
Να ξεχυθεί του Δούναβη απόλυσε το ρέμα.
Και το Βιντίνι έγινε νησί μ’ αυτό τον τρόπο.
Εκεί εταμπουρώθηκε γερά ο Πασβαντόγλου
Κρατώντας μόνο δώδεκα χιλιάδες νοματαίους
Κι έδιωξε τους υπόλοιπους. Και τρόφιμα γεμάτος
Για μια πολύχρονη έτοιμος ήταν πολιορκία.
Μέσα σε κείνο το νησί το έτσι αρματωμένο
Που δεν κατάφερνε να μπει ούτε κουνούπι μέσα
Ηθελε κάποιον ο Αλής να στείλει, για να πάει
Κάποιο κρυφό του μήνυμα, γιατί να τα ταιριάξει
Μόνος αυτός, εγύρευε με τον αποκλεισμένο.
Κι απ’ τις χιλιάδες δώδεκα που και αυτός οδήγα
Εδιάλεξε μαντάτορά του τον Καραϊσκάκη.
Αυτό σημαίνει ο Αλής πως είχε καταλάβει
Πόσο καπάτσο ήτανε το παιδαρέλι εκείνο
Το τότε δεκαεξάχρονο με τα σπιθάτα μάτια.
Κι η ικανότητα του Αλή να κρίνει, δικαιώθη.
Γιατι ό,τι του ζητήθηκε το ’καν’ ο Καραϊσκάκης
Χωρίς να λείψει τίποτα ή κάτι .να στραβώσει.


Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ

Πώς όταν έχει συννεφιά που την ψυχή μαυρίζει
Ξάφνου μια αχτίδα τα πηχτά τα σύννεφα τρυπάει
Και πάλι αντρώνεται η ψυχή και πάλι πεταρίζει…
Πώς όταν ειν’ το πρόβάτο απ’ το μαντρί χαμένο
Κι ενώ μετά τ’ ολόημερο το ψάξιμο γυρνάει
Πάλι στα στέκια του ο βοσκός κακαποφασισμένος
Ξάφνου ακούγεται δειλό το βέλασμα να φτάνει
Του αρνιού που νομιζότανε για πάντοτε χαμένο 
Και του βοσκού σκιρτά η καρδιά σα να ξαναγεννήθη…
Και πώς στο κρύο της νυχτιάς μέσα ο στρατολάτης
Σα βρει σβησμένη μια φωτιά στις στάχτες μέσα ψάχνει
Μήπως και σπίθα κάποια βρει να τηνε ξανάναψει-
Και τηνε βρίσκει κι η ψυχή του αρχίζει να ζεσταίνει,
Ετσι και στην απελπισία που ’χε ο Αλής σκορπίσει
Τους Κλέφτες ξεπατώνοντας από βουνά και κάμπους,
Κι ενώ σιωπούσε ο Όλυμπος και λούφαζεν η Πίνδο
Ξάφνου εξαναφώτισε ο τόπος και ο πάγος
Αρχισε πάλι της Σκλαβιάς ξερά να σιγοτρίζει:
Του Κατσαντώνη βρόντηξε στ’ Αγραφα το ντουφέκι.
Ο Γιώργης εικοστέσσερων ΗΤΑΝΕ  ΤΟΤΕ χρόνων.
Τζοχανταραίος του'πασά. Στο δρόμο που ’χε κάνει
Απ’ τον εφιάλτη στ’ όνειρο και στη χλιδή απ’ την πείνα
Είχε γνωρίσει πια καλά τις δυό του κόσμου στράτες:
Η μια ήταν τη μέση σου στον τύραννο να σκύβεις
Και να τον γλύφεις σα σκυλί για να σ’ αφήνει εκείνος
Με ψίχουλα από τ’ άδικο φαΐ του να χορταίνεις.
Κι ήταν η άλλη το στενό κι ανήλιο μονοπάτι
Που μες από χαλάσματα και κακοπάθειες κι αίμα
Στης Λευτεριάς το φωτεινό τραβάει το παλάτι.
Δύσκολη στράτα και τραχιά. Κι όποιος την περπατήσει Την κρύα νιώθει δίπλα του παρέα του θανάτου.
Αυτό το δεύτερο στρατί πήρε ο Καραϊσκάκης. 

Ξενητεμένος αν κανείς, λάβει από την πατρίδα
Γράμμα που μέσα να μιλά για τα παλιά του στέκια
Εκεί που περνοδιάβαινε με τους γλυκούς τους φίλους,
Ένα μαχαίρι αλύπητα τρυπάει την καρδιά του.
Και δεν του δίνει θάνατο, μα ζήλεμα και πόθο.
Πόθο και πάλι να βρεθεί εκεί που πρωτανοίξαν
Τα θαμπωμένα μάτια του στα θάματα του κόσμου.
Και ζήλεια. Ζήλεια για τ’ αυτούς όπου στα μέρη εκείνα
Παιζογελούν αδιάφοροι και σιγοπερπατάνε.
Και θέλει αγέρας να ’τανε και να γοργοπνοούσε
Και πάλι να βρισκότανε στ’ αγαπημένα μέρη.
Ετσι κι ο Γιος τη Καλογριάς ένιωσε την καρδιά του
Χορό μέσα στα στήθια του να στήνει παθιασμένον
Σαν έμαθε πως στ’ Αγραφα που Κλέφτης πρωτοβγήκε
Τώρα ενός άλλου Ελληνα τ’ όπλο εκελαδούσε.
Κι ακολουθώντας τους τρελούς τους χτύπους της καρδιάς του
Πουλί σα να ’ταν πέταξε κοντά στον Κατσαντώνη.
Γρήγορα τον ξεχώρισε κι εκείνος απ’ τούς άλλους
Και σ’ ολιγάκι γίνηκε πρωτοπαλληκαρό του.
Μα πριν, πολλές περάσανε μαζί χαρές και λύπες
Και τούρκους χάλασε πολλούς των δυο τους το μαχαίρι.
Ιλιάσμπεγας, Ξηρόμερο, Κεράσοβο και Βάλτος
Του Κατσαντώνη οι πιο τρανές σταθήκανε οι νίκες
Που  με  το Γιό  της Καλογριάς  επέτυχε  παρέα
Σηκώνοντας απ’ την  αρχή   στα όπλα την  Ελλάδα.
Και  κει, στα Μαλατέϊκα του Βάλτου, ’γίνει   ετούτο:
Οταν η   μάχη   βρίσκονταν  στο  βράσιμο απάνου
Ο Καραϊσκάκης, άπραγος  ακόμα, εταράχτη .
Τότε ο Τσάκας, φοβερός κι αντρειωμένος Κλέφτης
Του δίνει μια στην κεφαλή με τη βαριά του χέρα.
"Σκιάζεσαι ορέ παλιόγυφτε;" του κάνει. Και ο Γιώργης
Οχι θυμό δεν κράτησε στον Τσάκα.μα κι εδέθη
Με μια φιλία αληθινή μαζί του. Κι όταν ήρθε
Ο βλογημένος ο καιρός που ο Καραϊσκάκης
Ζωή στην Επανάσταση ξανάδινε και Δόξα,
Ο Τσάκας ήταν δίπλα του πρωτοπαλλήκαρό του.
Μα σήμερα, μετά απ’ αυτά  που του είχε πει εκείνος
Ο Ηρωας καταντράπηκε και χιλιοπαρεκάλει
Ν’ ανοίξη η γής και μέσα της για πάντα να τον κλείσει.

Τέλειωσε η μάχη. Σώπασαν τα καριοφύλια. Η νύχτα
Πιο μολυβένια έπεσε κι από τα μαύρα βόλια.
Ηταν η αγριότερη μάχη που ο Κατσαντώνης
Στην ολιγόχρονη έκανε κι ολόδοξη ζωή του.
Ο Αλούς Μπεράτης ήτανε, μας λέει ο Φραγγίστας
(Γιος του ως τότε δεύτερου μετά τον Κατσαντώνη) "Μεγάθυμος Δερβέναγας". Και τον ακολουθούσαν Αρβανιτάδες διαλεχτοί  γύρω στους τετρακόσους.
Και μέτραγαν μια κατοστη μόνο οι Κατσαντωναίοι. 

Κι άνοιξε ο πόλεμος τραχύς κι από τα δύο μέρη.
Κι άδειαζαν τα δεκάρικα φουσέκια απ’ τις παλάσκες Πρώτη φορά τόσο γοργά. Και οι Κατσαντωναίοι
Στα καριοφύλια τρεις φορές και άλλοι μέχρι πέντε Αλλαξαν στουρναρόπετρες. Είχεν ανάψει ο τόπος.
Οποιο ταμπούρι να ’πιανες βογγούσε από τα βόλια.
Κι όσο οι ώρες πέρναγαν πιό φονικό γινόταν 
Και πιό θρεμμένο κι απ’ τις δυο μεριές το ντουφεκίδι. Πρώτη φορά ο Καραϊσκάκης είδε τετοιο πράγμα.
Ο, τι εκείνος γνώρισε δεκαπεντάρης Κλέφτης
δεν ήταν τίποτα μπροστά στην Κόλαση ετούτη.
Μα έσωσ’ η μάχη κι έπεσε το παγερό σκιτάδι.
Οι λαβωμένοι βάλθηκαν σε μιά παράγκα μέσα,
Τα παλληκάρια φάγανε το ξεροκόμματό τους,
Τα καραούλια πιάσανε τ’ ακοίμητά τους πόστα,
Κι οι άλλοι παραδόθηκαν στον ύπνο το ζωοδότη.
Ολοι εκτός της Καλογριάς το Γιό. Η κεφαλή του
Απ’ το χαστούκι το βαρύ τον πόναγεν ακόμα.
Μ’ αυτό δεν ήταν τίποτα. Πιότερον πόνο νιώθει
Απ την αλήθεια που ’κλεινε ό,τι  του είπε ο Τσάκας.
Εκάθησε κατάχαμα στο ματωμένο χώμα
Κι ακούμπησε την κάρα του πα’ σ’ ένα ξερολίθι.
"Φοβήθηκα. Ναι. Ετρεμα μη χάσω τη ζωή μου.
Εβλεπα γύρω τα κλαριά κι έλεγα τώρα... τώρα…
Τώρα θαρθεί και θα με βρει το φονικό το βόλι.
Κι αντίο πια και σεις δεντρά και λόγγοι και πουλάκια.
Και όχι το φοβόμουνα. Είχα πιστέψει κιόλας
Οτι η τελευταία μου η μέρα αυτή θε να ’ναι.
Οτι ετούτη η μάχη μου θα ’τανε η στερνή μου.
Νόμιζα ότι έκρυβα το φόβο μου απ’ τούς άλλους.
Μα ο Τσάκας με κατάλαβε. Ποιός ξέρει πώς φαινόμουν…
Μια γυναικούλα είμαι λοιπόν. Και τρέμω σαν τ’ ορνίθι.
Κι έπρεπε άντρας να γενώ για να το καταλάβω.
Παιδί το είχα το μυαλό πανω απ’ το καύκαλό μου.
Και τίποτα δεν μ’ ένοιαζε. Γιατί δεν εσκεφτόμουν.
Δεν ήξερα τ’ ειν’ η ζωή. Δεν ήξερα ποιός είμαι.
Όλα ήταν ένα όνειρο. Όλα ήταν ένα ψέμα.
Τώρα δουλεύει το μυαλό. Κι αυτό με πάει πίσω.
Μα τί λοιπόν; Μες στη ζωή ζητάω να γυρίσω
Που στην Αυλή ζούσα του Αλή; Δούλος του κάθε τούρκου;
Οχι. Αυτό χίλιες φορές όχι. Μα τότε όμως
Τι άλλο από την Κλέφτικη ζωή μου απόμενει;
Η μήπως θα μπορούσα εγώ να μείνω στο χωριό μου
Και να τρυγώ τ’ αμπέλια μου και να μεθάει ο Τούρκος
Και να θερίζω γέννημα να τρώει ο Κοτζαμπάσης;
Ούτε κι αυτό. Μόνο λοιπόν το Κλέφτικο μου μένει.
Μα σήμερα... τι ’ταν αυτό;.. Οι Κλέφτες δε φοβούνται.
Ούτε για Κλέφτης το λοιπόν δεν κάνω; Και γυρεύω
Και Καπετάνιος να γενώ, να με θαμάζουν όλοι,
Και των Αγράφων θέλω ’γώ να ’χω τ’ Αρματολίκι;
Ναι, μ’ εκτιμάει ο Αλής. Μπορεί να μου το δώσει.
Μα σήμερα να μ’ έβλέπε να τρέμω μες στη μάχη
Τη γνώμη θ’ άλλαζε κι αυτός. Γιατί μπορεί ό,τι θέλεις
Βρωμοόουλειές κι εγκλήματα και ατιμίες να κάνει
Μα όλοι τόνε ξέρουνε πως είναι παλληκάρι.
Δεν τόνε νοιάζει ο θάνατος.  Δε συμπονάει τους άλλους-
Σα νάτανε κοτόπουλα τους σφάζει. Τους τσακίζει.
Αραγε ούτε λύπηση για τον εαυτό του νιώθει.
Δε θάταν ο πατέρας μου αυτός ο Καραΐσκος.
Εκείνος είν' ατρόμητος. Πραγματικό λιοντάρι.
Αν ήμουν γιος του θάμουνα ίδιος κι εγώ με κείνον.
Μπορεί όμως η μάνα μου να ’τανε φοβιτσάρα
Και απ’ αυτήν  ο έρμος εγώ να πήρα να φοβάμαι.
Ή και μπορεί κι οι δύο τους φόβο να μην ενοιώθαν.
Μπορεί εγώ σε άλληνε ν’ ανήκω οικογένεια
Σβησμένη τώρα και καιρούς… χαμένη στους  αιώνες…
Πού με τραβά η σκέψη μου!.. Μα λόγια, λόγια, λόγια.
Ο Τσάκας όμως μ’ ενοιωσε. Ντροπή! Ντροπή! Ντροπή που!"
Αυτά σκεφτόνταν κάθοντας ξυπνός ο Καραϊσκάκης.
Και μες στο σκότος το βαθύ, βήματα πλησιάζουν.
Κι ο Καπετάνιος έρχεται και στέκεται κοντά του:
"Γιατί στέκεσαι ξάγρυπνος ωρέ Καραϊσκάκη;"
"Με ξάναψεν ο πόλεμος και μούκοψε τον ύπνο".
"Τέτοιο κακό πρώτη φορά κι εμένα μούχει τύχει.
Τι λύσσα τα παλιόσκυλα! Πολλά θα τους ετάξαν.
Μα ξεσηκώσαμε καλά κι εμείς του εδικούς μας.
Κανένα απ’ τους λεβέντες μας παράπονο δεν έχω.
Σαν τα θεριά πολέμησαν. Θεός να τους φυλάει".
"Αν δεν τους ψύχωνες εσύ θα τόβαζαν στα πόδια".
"Για τούτο ωρέ Καραϊσκάκ’ είμαι και Καπετάνιος.
Για να τραβώ εγώ μπροστά κι οι άλλοι ν’ ακλουθάνε.
Αλλιώς ένα θε να ’μουνα μονάχα καριοφύλλι".
"Συμπάθα μου το ρώτημα. Μα πες μου Καπετάνιο.
Εσκιάχτηκες καμμιά φορά;". "Μία φορά και δύο;
Και ποιος δε σκιάζεται ωρέ; Μα οι άντρες δεν το δείχνουν".
Εγινε μια βαριά σιωπή. Μέσα στην ησυχία
Φτερούγιζε η αποκοτιά του Γιώργη να ρωτήσει
Και τρεμίζε η απόκριση του ήρωα Κατσαντώνη.

Για όσα πάθαινε ο Αλής από τον Κατσαντώνη
Ντροπή και πόνο ένιωθε μες στη σκληρή καρδιά του.
Και παλληκάρι όντας κι αυτός, πολύ βαριά του ’ρχόταν
Που δε δυνότανε κι αυτόν στο χέρι να τον βάλει.
Ομως αλήθεια λύσσαξε σαν του ’παν πως ο Κλέφτης
Ο, που σταθεί κι ό,που βρεθεί κι ό,που έστηνε κονάκι
"Χέζω τα γένια του Αλή", ελεγε, ο Κατσαντώνης.
Η μεγαλύτερη βρισιά μέτραγε αυτή για τούρκο.
Και τον πιο μέγα απ’ όλους του κράζει τους πολεμάρχους-
Τον άγριο και τρομερό, τον μέγα Βεληγκέκα,
Και το κεφάλι του ζητά του Κλέφτη Κατσαντώνη.
"Κι αν μου το φέρεις μπρε, πασά στη Ρούμελη σε κάνω".
Κι ο Βεληγκέκας κίνησε κι έψαχνε για τον Κλέφτη.
«Στην Αλαμάνα βρίσκομαι» του γράφει ο Κατσαντώνης.

"Στις δεκαπέντε του Μαγιού, στις είκοσι του μήνα
Ο Βεληγκέκας κίνησε να πάει στού Κατσαντώνη.
Επάτησε κι εκόνεφε σ’ ενού παπά το σπίτι:
-Παπα ψωμί, παπά κρασί, να πιουν τα παλληκάρια.
Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν, κι εκεί που λακριντίζαν
Μαύρα μαντάτα του ’ρθανε από τον Κατσαντώνη.
Στα γόνατα γονάτισε. Γραμματικέ, φωνάζει,
Τα παλληκάρια μάζωξε κι όλον το νταϊφά μου.
Εγώ παγαίνω από μπροστά στην κρύα τη βρυσούλα.
Στη στράτα όπου πάγαινε, στη στράτα που παγαίνει
Οι Κλέφτες τον καρτέρεψαν και τον γλυκορωτούσαν:
-Πού πας Βελή, μπουλούκμπαση, ριτζάλι του Βεζύρη;
-Σε σένα Αντώνη κερατά, σ’ εσένα Κατσαντώνη.
Κι ο Κατσαντώνης έβαλε φωνή απ’ το μετερίζι:
Δεν ειν’ εδώ τα Γιάννενα, δεν ειν’ εόώ ραγιάδες
Για να τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια.
Εδώ ’ναι λόγγοι και βουνά και Κλέφτικα ντουφέκια.
Τρία ντουφέκια το δωσαν, τα τρία αράδα-αράδα.
Το ’να τον πήρε ξώδερμα και τ’ άλλο στο κεφάλι.
Το τρίτο το φαρμακερό τον πήρε στην καρδιά του.
Το στόμα του αίμα γιόμισε, τα χείλη του φαρμάκι".

Το τρίτο το φαρμακερό ήταν του Καραϊσκάκη.
Και στο χορό που στήσανε τη νίκη να γιορτάσουν
Όλοι τους του φωνάζανε "Γεια σου λεβέντη Γιώργη". Απ’ την ήμερα κείνη εκεί, τ’ όνομα Καραϊσκάκης
Επήρε κι ακουγότανε σ’ όληνε την Ελλάδα.

Ποιός τον θυμάται σήμερα τον Κατσαντώνη αυτόνε;
Μες στα βιβλία τ’ όνομά του μόνο είναι γραμμένο.
Απ’ τις ψυχές έχει σβηστεί των νεαρών ελλήνων.
Οι έλληνες νέοι σήμερα, χωμένοι μες στο βούρκο
Της αμερικανόφερτης "προόδου", έχουν χάσει
Κάθε επαφή με τις γερές τις ρίζες της Φυλής μας. Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που ούτε καν ρίζες έχουνε ούτε καν έθνος είναι
Και που για μέτρο ανθρωπιάς μετράει γι αυτούς το  χρήμα,
Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που βιά και τρόμο εννοούν σα λεν "ελευθερία"
Και δίκιο του ισχυρότερου σα λεν "δικαιοσύνη", Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που κάθε μέρα πιό βαθιά μπήγουνε το μαχαίρι
Στις σάρκες του αληθινού Πολιτισμού του Ανθρώπου, Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που κούφιοι κι ανερμάτιστοι πλανιώνται στον αέρα
Κι όπου καμμιά μην έχοντας αξία να προβάλουν 
Ισα τραβάν προς το Χαμό με μουσικές και γέλια
Που φρίκη μόνο προκαλούν σε κείνον που κατέχει, Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που ούτε πορεία ούτε ρυθμό έχουνε και που μόνο
Σκοπό έχουν να τραβήξουνε στην άβυσσο μαζί τους
Κι όλους τους άλλους τους λαούς της γης και να σκοτώσουν
Ο,τι Καλό ’χει ο άνθρωπος μέχρι τα τώρα δώσει, Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που τίποτα δεν έχουνε Καλό για να το χάσουν,
Τραβάν κι αυτοί προς το Χαμό, ξοπίσω τους τραβώντας
Το κάθε τι Ελληνικό. Κι ακούγονται μονάχα
Απ’ όσους έξω μένουνε απ’ τού Χαμού τη Δίνη
Οι απελπισμένες οι κραυγές, οι τραγικές και άγριες
Που βγάζουν όσα Ελληνικά και όσα Φωτισμένα, 
Προτού, έτσι, αφρόντιστα, σαν άχρηστα, να σβήσουν.

Και ήρθε ο Τσολάκογλου, πρόγονος του δικού μας Κοτζαμπάσης μες στ’ Αγραφα, που άρμεγε τους ραγιάδες
Και που την ησυχία του χάλαγε ο Κατσαντώνης
Γιατί ελεύτερη έκανε τη σκέψη των ραγιάδων,
Και πήγε και τον πρόδωσε στον Αγο Μουχουρντάρη.
Κι οι Τούρκοι τόνε ζώσανε. Κι αυτός γιουρούσι κάνει,
Μ’ όλα τα παλληκάρια του. Έντεκα σκοτωθήκαν.
Κι ο Καπετάν Δίπλας μαζί, όπου στον νταϊφά του
Πρώτη φορά Κλεφτοπουλο εβγήκε ο Κατσαντώνης.
Κι ο Κατσαντώνης μήνυμα πηρε απ’ την Αγια Μαύρα
Να πάει που κινδύνευε ο τόπος, να βοηθήσει.
Κι έτρεξε όταν τ’ άκουσε μ' όλο το νταϊφά του.
Και συναγμένους βρίσκει εκεί κι άλλους Καπεταναίους
Κι αναμεσό τους ο άγριος Κλέφτης, ο Καραΐσκος.
Ετσι για πρώτη κι ύστερη φορά έσμιξ’ ο Γιώργης,
Τότε πρωτοπαλλήκαρο του θρυλικού Αντώνη,
Με τον πατέρα του. Αλλά, κανένας απ’ τους δύο
Δε δίνει τέτοια γνωριμιά. Αλλοι Καιροί τους παίρναν,
Αλλοι Ουρανοί τους πήγαιναν του Αγώνα τους ανθρώπους.

Οι Φράγκοι την Ιόνια παίρνουνε Πολιτεία.
Κι ο Κατσαντώνης στ’ Αγραφα γυρνάει. Αρρωσταίνει.
Τον κρύβουνε σε μια σπηλιά ωσότου να γερέψει.
Κι ένας προόότης ελεεινός, τόνομα Γιάννης Γκούρλιας,
Προδίνει το ανίκητο "Ξεφτέρι της Ελλάδας".
Και κάθε χτύπος του σφυριού πάνω στα κόκκαλά του
Σα στης Ελλάδας να ’πεφτε τα κόκκαλα μου μοιάζει
Και σαν μαζί τους να ’σπασε μου μοιάζει η πιό ωραία
Κι η πιό γλυκόφωνη χορδή της λάλας της ψυχής Της.

Κάποτε το τριαντάφυλλο ένα χέρι θα το κόψει.
Κι όσο πιο ωραίο πιο γρήγορα.Το ίδιο και τους Κλέφτες.
Κάποτε, μέσα στη βουή μιας Τουρκοφόνας μάχης
Ετσι κι ο Χάρος, άγνιαστος για λευτεριές και δίκια
Το σκεβρωμένο χέρι του μες στο σωρό θ’ απλώσει
Κι ό,τι καλλίτερο θα δει, μαζί του θα το πάρει.
Κι η αξιωσύνη των Κλεφτών κι  η παλληκαρωσύνη
Είναι ότι το ξέρουνε του Χάρου το παιχνίδι
Κι αγόγγυστα το δέχουνται και γελαστά το παίζουν.
Γιατί έχουνε καλλίτερο το Χάρο από τη ζήση
Κατ’ απ’ την τούρκικη σκλαβιά, και πιό καλή από κείνην
Τη ζήση που με σύντροφο το καριοφύλλι κάνουν.
Και στού πολέμου τη βροντή και στον καπνό της μάχης
Νιώθουν πως έχουν απ’ τη μιά έναν εχθρό-τον Τούρκο
Κι από την άλλη το άλυπο του Χάρου τι δρεπάνι
Που αν τους κόψει, λυτρωμό ξέρουν ότι τους δίνει.
Ευλογημένη η Τουρκιά, κι απ’ όποιον κι αν σταλμένη,  Οπου σε τόσες φώληασε ψυχές την άγια γνώση
Ο θάνατος καλλίτερος απ’ τή ζωή πως είναι.
Ευλογημένη η Τουρκιά και τρις ευλογημένη
Που τόσους ήρωες έκαμε και γέμισε η Ελλάόα.
Ευλογημένη που ’φερε τόσο πηχτό σκοτάδι,
Όπου οι  πολυστέναχτοι   τρυπώντας  το ραγιάδες
Στο φως της άλλης βγήκανε μέρας, που ανέσπερη είναι.

Κι ο ήρωας επέθανε. Πέθανε ο Κατσαντώνης.
Τάχα οι κοινοί όπως θνητοί κι οι ήρωες πεθαίνουν; 
Η' ακόμα κι όταν σβήσουνε τ’ άστρα, κι όταν η γη μας
θα ’ναι μια κρύα κι άφωτη μαραγκιασμένη μάζα,
Ακόμη τότε μη οι ψυχές θα πλέουν των ηρώων
Μες στων αιθέρων τα ιλαρά και τ’ άΰλα τα πλάτη
Σα σπέρματα γεμάτα φως που ήρεμα θα προσμένουν
Τη νέα χτίση με χαρά και φως να τη γεμίσουν; 
Μη των ηρώων οι ψυχές ειν’ η ψυχή του Κόσμου;

Κι ο ήρωας επέθανε. Πέθανε ο Κατσαντώνης.
Λάμε πως είναι "ήρωας" για τέτοιο παλληκαρι
Οπως αυτός. Μα ήρωες ήτανε κι όλοι οι άλλοι
Όπου στη μάχη έπεσαν εκείνη. Όλοι όσοι
Σε όσες μάχες πέσανε του τραγικού ’Κοσιένα.
Γιατί κανένα ανθρώπινο νόμο ακολουθώντας
Δεν πήγανε να γίνουνε Αρματολοί και Κλέφτες.
Κανένας χωροφύλακας στην πόρτα τους δεν πήγε
Για να τους δώσει διαταγή να στρατολογηθούνε.
Γιατί κανείς οπλαρχηγός δεν πήγε με το ζόρι
Για να τους φέρει με τη βιά μέσα στο νταϊφά του.
Τότε ούτε νόμους είχανε ούτε χωροφυλάκους-
Κι οι αρχηγοί εδέχονταν μονάχα τους γενναίους
Κι όληΤιμη κι η δόξα τους, παντοτινή που θα ’ναι
Δε δόθηκε απ’ άλλονε κανένανε στους Κλέφτες.
Μονάχοι τους την κέρδισαν, μονάχοι τους την πήραν,
Μονάχοι εβροντοφώναξαν κι έτοιμοι τη βουλή τους
"Ελευθερία ή θάνατος". Γιατί μονάχοι πήγαν
Και κάθε στάλα απ’ την πικρή τη λίμνη της ζωής τους
Τη δώσαν για να ποτιστεί το χώμα της Πατρίδας
Ωστε το δέντρο πάνω του της Λευτεριάς ν’ ανθίσει
Το πάμφυλλο,το πάνδροσο,το δρακογεννημένο.
Κι αν δε μας έδωσ’ η Ιστορία τα ονόματά τους
Και τί με τούτο-όταν λέμε Αρματολοί και Κλέφτες
Μες στον τραχύ τον ήχο τους κλείνουν αυτές οι λέξεις
Ολων Εκείνων τ’ όνομα που πέσαν για τον ίδιο
Ιερό και Αγιο σκοπό και ίδια ήρωες ήταν.
Γιατί όνομα οι ήρωες δεν έχουν. Εχουν μόνο
Φως δυνατότερο του ηλιού που να τους δεις τυφλώνει.
Και να μονάχα τι μπορεί μ’ αυτούς κανείς να κάνει:
Το ένα είναι να ζητάει στο ύψος τους να φτάσει.
Και τ’ άλλο να!, όσο μικρή κι ασήμαντή του η πένα
Δικό τους ό,τι δύναται μ’αυτήν να τραγουδάει. 

Ο Κατσαντώνης πέθανε.Το μπαρουτοθρεμμένο
Ντουφέκι του, ανάμεσα σε σάρισες ευρέθη
Σε τοξα, σε ακόντια και σε χρυσές ασπίδες.
Με όλα αυτά ας τ’ αφήσουμε τη γνωριμία να δώσει.
Κι ας δούμε μεις τι απόγιναν οι διαλεγμένοι οι άντρες
Οταν χωρίς του αρχηγού μείνανε την ορμήνια.
Όταν λοιπόν απ’ τον Αλή χαλάστη ο Κατσαντώνης
Οι Κλέφτες κάναν σύναξη κι είπαν να μη σκορπίσουν.
Και γι αρχηγό τους όρισαν όλοι τον Λεπενιώτη 
Αντράκλα δυσθεώρατο, γενναίο παλληκάρι.
Κι ο Αλής, που θαρρειε γλίτωσε απ’ τους Κατσαντωναίους,
Νέους μπελάδες έβαλε στην άσπρη κεφαλή του.
Κι ο ξακουστός ντερβέναγας, ο Σουλεϊμάν ο Τότης
Εστάλθηκε απ’ τον Αλή να φάει το Λεπενιώτη.
Μα στ’ Αγραφα, στην Παπαδιά, κι ο ίδιος εχαλάστη 
Κι εξήντα απ’ τους στρατιώτες του έφαγε το σκοτάδι.
Η πρώτη ήταν νίκη τους αφότου ορφανέψαν.
Αυτή την ακολούθησαν κι άλλες, μικρές μεγάλες.
Ωσπου ο Αλής ενάντια τους, σύννεφο στέλνει Τούρκους Με τον Μπεκήρ Τζογάδουρο και το Χασάν Τσαπάρη.
Και η Τουρκιά τους στρίμωξε και θα χανόνταν όλοι,
Αν δεν αποφασίζανε στα Εφτάνησα να πάνε.
Εκεί κουμάντο κάνανε οι Φραντσέζοι, όπου τότε
Πολιτική φιλότουρκη κρατούσαν.Τους διατάζουν
Να φύγουνε μονοημερίς, αλλιώς θα τους βαρέσουν.
Άλλο κι αυτοί δεν δύνονταν, γυρίζουν πάλι πίσω. 



Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΑΡΜΑΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΟΥ ΑΛΗΠΑΣΑ

Οχτώβρη του οχτακόσα εννιά, Ζάκυθος και Ιθάκη
Κεφαλονιά και Κήθυρα, πέφτουν στα νύχια του Αγγλου.
Ο Τσώρτς ο Ρίτσαρντ, που ξανά μπροστά μας θα τον δούμε
Μετά από χρόνια δεκοχτώ, στού Πειραιά το δράμα
Που παίχτηκε ανάμεσα ξένων και Καραϊσκάκη, 
Απ’ τη Λευκάδα ήθελε να διώξει τους φραντσέζους,
για τούτο κι έφκιασε στρατό από Ελληνες λεβέντες.
Καραϊσκάκης, Λεπένιώτης,Τσόγκας και Φραγγίστας,
Πάνε μαζί του. Γρήγορα πήραν χαμπάρι όμως
Πως πιόνια μόνο ήτανε στο Αγγλικό παιχνίδι.
Το οχτακόσα δώδεκα, τους στέλνει ο Αλής ανθρώπους
Και τους μηνάει να δεχτούν νάρθουν με τα νερά του,
Κι όλα ξεχνάει τα πρωτινά κι Αρματολούς τους κάνει.
Ο ήρωας τότε ήτανε γύρω στα τριανταδύο.
Το δέχονται όλοι τους. Κι ευθύς φεύγουν απ’ τή Λευκάδα
Και βρίσκονται στη Ρούμελη. Κι ο Αλήπασας μοιράζει
Από ’να στον καθένα τους Αρματολίκι. Πήρε
Ο Λεπενιώτης τ’ Αγραφα, και ο Καραϊσκάκης
Κολτσής στη Σάμη έγινε. Και άλλοι πήραν άλλα.

Πολλά η Ανάγκη εργάζεται. Μα πάντα έχει εχθρό της
Το νου που ξεσηκώνεται και το αίμα που κοχλάζει.
Άλλη ήτανε η Κλεφτουριά, τα’ Αρματολίκι άλλο.
Τότε το δίκιο του φτωχού πρώτη τους ήταν ένοια.
Τώρα να κάνουν είχανε ότι οι αγάδες λένε
Κι οι προύχοντες οι χριστιανοί, ενάντια στους ραγιάδες.
Μα τούτο δεν τους άρεσε. Κι αρχίσανε να παίρνουν
Πάλι το μέρος των φτωχών. Απ’ τ’ άλλο μέρος πάλι
Ούτε κι εκείνοι αρέσανε στους πλούσιους, που κοιτάζαν
Πώς το ραγιά θα κλέβουνε για να πλουτούν εκείνοι
Χωρίς εμπόδιο νάχουνε κανένα στους σκοπούς τους.
Κι ανήμερα μέρα Λαμπρή που ανασταίνει ο Πλάστης
Κι ανήμερα μέρα Λαμπρή που ανασταίνει η Πλάση
Οι πλούσιοι με το κάθαρμα Τσολάκογλου αρχηγό τους
Του Νίκου Θέου οπλίσαν το άτιμο το χέρι.
Και ο παλιάνθρωπος αυτός χτυπάει το Λεπένιώτη.
Μεσάνυχτα ήταν κι έκραζαν χαρούμενα οι καμπάνες
Και διαλαλούσαν του Χριστού το Σηκωμό απ’ τον τάφο.
Και οι ραγιάδες άκουγαν και σιγομουρμουρίζαν 
"Αμποτες και το Σηκωμό του Γένους μας να δούμε".



(συνεχίζεται)