Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

"Ο αδερφός μάλιστα του Ν. Σολιώτου… ανήρ αγράμματος, ήτον αυτοδίδακτος ωρολογοποιός και νομισματοχαράκτης, εκτυπώσας κρυφίως εξ απλής φιλοτεχνίας και ουχί εκ κερδοσκοπίας, όλα τα εν Ελλάδι κυκλοφορούντα τότε νομίσματα. Απέθανε δε εκ φλογώσεως των οφθαλμών οξείας, γεννηθείσης διότι εκ μεγίστης περιεργείας επιμόνως ανέβλεφεν εις τον κύκλον εκλιπόντος ηλίου". ("Φιλίστωρ", τ.Γ', τχ 1, Ιαν. 1862, σ.69)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΟΛΙΩΤΗΣ

-Τ' είναι που ζήταγες Γιωργή
Τον ήλιο σαν εθώρεις;

-Ολη τη μέρα μας θωρεί
Με το λαμπρό του μάτι
Και μπρος του σκύφτουμεν εμείς
Το βλέμμα το δικό μας.  
Μα ένας Σολιώτης δεν μπορεί
Να προσκυνάει κανέναν
Οσο μεγάλος ειν’ αυτός
Κι όσο ψηλά κι αν στέκει.

-Οποιος τον ήλιο Γιώργη δει
Μέρα δεν ξαναβλέπει.

 -Το ’ξερα. Ωρα όμως πολλή
Μ' ορθό μου το κεφάλι
Τον είδα. Κι έγινα έτσι δα
Εγώ τρανότερός του.

 -Και πώς θα ζεις έτσι χωρίς
Το γλυκοφώς να βλέπεις;

-Ακου αδέρφι τι θα πω.
Οταν τον ηλιο είδα
Γύρω μου εχύθη σκοτεινιά.
Εχάθηκε το φως μου.
Κα όταν είχαν βυθιστεί
Ολα στη μαύρη νύχτα
Να ξεπροβάλει αρχινά
Από τα μάκρη πέρα
Εν' άλλο φως πιό φωτεινό
Και πιό γλυκό απ' του ήλιου.
Και φιλικά και χαρωπά
Γοργότρεξε κοντά μου
Κι όπως το άνθος η δροσιά
Ετύλιξέ με όλον.
Κι ήταν σα να ’λειπε η ψυχή
Και τώρα ήρθε στο σώμα
Κι από νεκρό που ήταν αυτό
Τώρα ζωή γεμάτο.
Κι αυτός ο ήλιος ο λαμπρός
Εθρόνιασεν εντός μου
Σα να περίμενε αυτή
Την πράξη μου για να ’ρθει.
Κι ειν' άσωστο το φως αυτό
Και νύχτα δε γνωρίζει.

-Λένε πως η αρωστια αυτή
θανατερό έχει τέλος.

-Οποιος γνωρίσει τέτοιο φως
θάνατο δε φοβάται.
Κι εγώ το γνώρισα αδερφέ
Και θάνατο δεν έχω.

 -Κι αφού δεν είναι ηλιοφώς
Πώς λεν το νιό το φως σου;

-Αδέρφι μου Ελευτεριά-
Ελευτεριά το λένε.