Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Φίλοι
Σας είχα υποσχεθεί τον Καραϊσκάκη μου, Αρχίζει λοιπόν σήμερα.



Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ

Εκεί στα βοριοδυτικά της Ρούμελης τα μέρη
Ητανε μια καλόγρια στ’ Αη-Γιώργη το ’κλησάκι
Κι άναβε τα καντήλια του και καθαρό το εκράτει.
Ητανε χήρα και φτωχή, και νέα κι άτεκνη ήταν.
Ζωή τη λέγαν κι ήτανε ζωή όλο γεμάτη
Και χόχλαζε το αίμα της κι έκαιγε το κορμί της.
Αυτή με βλέμμα χαμηλό άναβε τα καντήλια
Κι άναβε ο πόθος μέσα της και την κατάκαιε όλην.
Αυτή αμίλητα έσκυβε και σκούπιζε το χώμα
Κι έσκουζε το τραγόμορφο μέσα της το θηρίο.
Αλλά πολύ δεν κράτησε εκείνη η ξερασία.
Στο χρόνο πάνω της χηρειάς ξανάλαμψεν ο κόσμος
Κατάκατσεν η πυρκαγιά, μέρεψε το θηρίο.
Ο φοβερός αρματολός Δημήτρης Καραΐσκος
Στην αγκαλιά του τη ζωή πάλι της Ζωής επήρε
Κι απλόχερα της έδωσε ό,τι της πήρε ο Χάρος.
Το εκκλησάκι απ’ τή ντροπή κοκκίνησε, κι οι άγιοι
Εκλείνανε τα μάτια τους τ’ άτοπο μην ιδούνε.
Κι ο κόσμος όταν το ’μαθεν εχαμηλομιλούσε
Και του αντρός της οι γονιοί κι οι φίλοι και τ’ αδέρφια
Τη φαρμακογλωσσίζανε και την κατηγορούσαν.
Κι ύψωνε εκείνη τη φωνή κι αποκρινόταν σ’ όλους:
«Εχω μονάχα μια ζωή. Και θέλω να τη ζήσω.
Φτωχιά! Ο Τούρκος το ψωμί απ’ τό στόμα να μου παίρνει.
Χωρίς οσπίτι και χωρίς άνθρωπο να μιλήσω.
Όλα ετούτα τα μπορώ. Μα του κορμιού τη φλόγα
Δεν την αφήνω να με φάει κι ας λέτε οτι θέτε.
Μπορειτε σείς αν θέλετε να ζείτε πεθαμένοι
Μα ’γώ σε τούτο το κορμί θα δώσω ότι ζητάει».
Μον’ ή Ελλαδα δίπλα της στεκάμενη κοιτάζει
Και την αποβαραίνουνε οι βαριές της αλυσίδες
Και στο βαθύ ανυπόμονο τη ρίχνουνε πηγάδι.
Και "πότε" λέει "οι εννιά οι μήνες θα περάσουν;"
Και "πότε του Ηλιού το φως το τέκνο μου θε να ’δει;"
Και "πότε θα περάσουνε σαράντα τόσα χρόνια;"
Και χρόνοι μοιάζουν οι στιγμές κι αιώνες οι βδομάδες.
Και για να μην παθιάζεται στρώνεται και δουλεύει.
Τις πέτρες που θ’ αγγίξουνε τα πόδια του λειαίνει,
Πάει καθαρίζει τις πηγές οπού θα τον ποτίσουν,
Κάτι κλαράκια ξεπετά που δέντρα θα μεστώσουν
Νάχει να τρώει στ’ άγρια καθώς θα τριγυρίζει,
Και του ’τοιμάζει τη σπηλιά όπου θα κατοικήσει.

Δυό μήνες επεράσανε κι ο Καραΐσκος φεύγει
Αφήνοντας μες στη Ζωή άλλη ζωή ν’ αξαίνει.
Κι όταν εφούσκωσε η κοιλιά, πηρε η Ζωή τους δρόμους
Και κόνεψε σε μια σπήλια και μέσα κει γεννάει.
Μονάχη της  εγέννησε, μονάχη αφαλοκόπη.
Μόν’ η Ελλάδα δίπλα της, μ’ ένα κρυφό καμάρι
Τη γέννα εκείνην έβλεπε. Κι έκανε ό τι δυνόταν
Για να ξεδώσει τη χαρά που ’θελε να την πνίξει.
Στόλισε το έμπα της σπηλιάς με κάθε είδους άνθη:
Ασπρα να μοιάζουν στην ψυχή του νεογεννημένου,
Κόκκινα σαν το πάθος του για Λευτεριά και Δόξα,
Ρόδινα όπως την αυγή που θάφερνε στο Γένος,
Και της ελπίδας χρώματα, και χρώματα του Πόνου
Που παίδευε τους Έλληνες, και χρώματα του μίσους
Για καθετί το τούρκικο, και χρώματα της νίκης.
Γέμισε λιανοκάπαρη τον τόπον εναγύρω
Σημάδι του πατριωτισμού που τις καρδιές ψυχώνει,
Και κληματίδες για να λεν τη δύναμη που θα ’χε
Ο νους του νεογέννητου κι η ακλόνητη βουλή του,
Και καμπανούλες που ’δειχναν τη σταθερή του γνώμη,
Και στεμματάκια, δύναμης και μεγαλείου άνθη.
Και κρίνα σαν εκείνα όπου φυτρώνουνε στους κάμπους
Να δείξουν πως η ευτυχιά που ’χε μας ξεχασμένους
Ξανά θα μας εγύριζε μ’ αυτό το βρέφος κράχτη.

Κι ο ήλιος την ημέρα αυτήν εφώτιζε σαν όπως
Τα μάτια του νιογέννητου ολοζωής θα λάμπαν:
Με θέληση, με δύναμη, μ’ αγνότη και με λάβρα.
Κι οι πέτρες χαίρανε διπλά και τρίδιπλα τα δέντρα
Κι "αχ! Πότε το ποδάρι του θα μας αγγίσει", ελέγαν 
Κι "αχ! Πότε το ντουφέκι του πάνω μας θα κρεμάσει".
Κι η Ρούμελη εσείστηκε-εσείστη κι ελυγίστη
Και το Μωρηά κοιτάζοντας με μάτι που η περφάνια
Και η χαρά τα βούρκωναν, βάζει φωνή: «Αδέρφι!
Τον ήλιο είδε σήμερα και ο δικός μου δράκος!»
Και  ο Μωρηάς  με  το Νοτιά της  στέλνει   συχαρίκια
Και   με  το κύμα χαρωπά την αδερφοφιλούσε.
Μόνον οι  τούρκοι   την ημέρα  εκείνη δεν μιλούσαν.
Χωρίς  να ξέρουν  το γιατί μια στενοχώρια νιώθαν
Σαν  ξάφνου  να μη χώραγαν  στης Ρούμελης  το  χώμα
Ή  σαν το Χάρο  νά ειδανε   ονόματα να γράφει
Στο  μαύρο  το  τεφτέρι του, και σαν να τους εφάνη
Τα τούρκικα ονόματα πως  πολυπερισσεύαν. 
Και  η καλόγρια  μ’ αγκαλιά στεκόντανε το γιο της
Και   με το  νου  της ξάγρυπνο. Κι έλεγε   "Πού  να πάω"
Τόπος  κανένας  δεν κρατεί   γυναίκα ντροπιασμένη.
Σπίτι  κανένα δεν ανοι’  την  πόρτα του  σε  μένα.
Και   τούτο εδώ  το  νιάνιαρο  πώς  θα το  μεγαλώσω;"
Κι   ενώ αυτά σκεφτότανε, αητό έναν δεν είδε
Που βόλτες πάνω έφερνε ’πό κείνη και το βρέφος
 Και σιγανομουρμούριζε το φονικό του ράμφος:
"Για δε’ πράμα παράξενο-πρώτη φορά μου βλέπω
Ν’ ανοίγει ένα αητόπουλο τα μάτια του σε κάμπο!»

Και με το γιό της στη σπηλιά έμεινε όσες μέρες Φτάνανε πάλι να μπορεί τους δρόμους για να πάρει Τρώγωντας ό,τι φτωχικό της έφερνε τα βράδια 
Ένας γερο-καλόγερος.  Μετά το γιό της πήρε
Και πήγε και τον άφησε σ’ έναν Σαρακατσάνο
Να τον βυζαίνει η νεαρή γυναίκα του, η Πουλιάνα,
Κι αυτή καλογερίστικα ντυμένη τριγυρνούσε
Και μοσκολίβανο, κεριά, και γιατρικά πουλούσε.
Ώσπου έξη επεράσανε χρόνια, και τον μεγάλο
Και τον ακούραστο εραστή-το θάνατον εβρήκε Και σε μια ατέλειωτη ηδονή βρίσκεται από τότε.

Ο γιός της εμεγάλωνε ξένος, φτωχός και μόνος 
Σαν άγριο χόρτο στην ερμιά. Και τώρα δος μου Ελλάδα
Τη χάρη και  τη δύναμη τη ζήση να ιστορήσω
Και τα μεγάλα να ειπώ που το παιδί ετούτο
Έργα για Σένα έκανε για να Σε λευτερώσει
Απ’ τών τουρκώνε το ζυγό. Δος μου αυτή τη χάρη
Για να μπορέσω πριν αυτόν κι εγώ  τον κόσμο αφήσω
Αφού άλλο τίποτα για Σέ δεν το μπορώ να κάνω
Τουλάχιστο ότι έκαναν άλλοι γιε Σέ να υμνήσω
Για να ειπώ ότι κι εγώ κάτι έκανα για Σένα.


ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΔΕΣ, ΚΛΗΡΟΣ, ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ

Κάπου τρακόσα και πενήντα χρόνια επέρασαν
Αφόντας  εσκλαβώθηκαν οι έλληνες  στους τούρκους-
 Αφόντας το Βυζάντιο, κακοδιαφεντεμένο,
Έπεφτε κατ’ απ’ των Τουρκών τ’ αγριεμένο πλήθος.
Κι ύστερα απο τη μέρα αυτή τη μαυροφορεμένη
Αρχισε για τους Ελληνες το σκότος της δουλείας.
Κι όπως σε κάθε μια εποχή κι όπως σε κάθε χώρα
Ή με σκλαβιά ή με λευτεριά, ή με Θεό ή με Διάλο
Και στην Ελλάδα οι άνθρωποι στα δυό εχωριστήκαν.
Σε πλούσιους και σε φτωχούς. Κι οι πλούσιοι ήταν εκείνοι Οπου εχθροί γινήκανε της ίδιας τους πατρίδας
Γιατ’ έτσι μόνο μπόρεγαν να διατηρούν τον πλούτο.
Τους λέγαν Κοτζαμπάσηδες, τους λέγαν Φαναριώτες
Και τους ελέγαν άρχοντες, και προεστούς τους λέγαν, 
Τους λέγαν μεγαλέμπορους, μεγαλοαπατεώνες.
Κι όλοι τους είχανε κοινό πως για να βρούνε χρήμα
Τη δόλια και την άμοιρη Πατρίδα ξεπουλούσαν.
Καθώς κάνουν και σήμερα οι αρχόντοι στην Ελλάδα.
Και γέμιζαν οι στέρνες τους κι άδειαζεν η ψυχή τους.
Κι υποκλινόνταν στον αγά, και φίλαγαν τα κρόσσα
Της  άκρης  του  χρυσόπλεχτου  κι  αστραφτερού  σοφά  του.
Κι ήταν πιό τούρκοι απ’ τούς τουρκούς σε σκέψη και σε πράξη
Και κλέβανε τους Ελληνες πιότερο από κείνους.
Πιότερο τους ατίμαζαν και τους απομυζούσαν.
Μονάχα κάθε Κυριακή αντί για να τραβήξουν
Οπως οι Τούρκοι στο τζαμί, στην εκκλησιά πηγαίναν
Ντυμένοι με τ’ στραφτερά και τα χρυσά τους όλα
Ως κάνουνε και σήμερα οι πλούσιοι στην Ελλάδα.
Και πάντοτε για έγνια τους μες στο μυαλό τους είχαν
Μην οι ραγιάδες σηκωθούν τον Τούρκο να χτυπήσουν.
Γιατί οι Τούρκοι εμέτραγαν εγγύηση για κείνους
Οτι θα τρώνε πάντοτε μ’ ολόχρυσα κουτάλια-
Γιατί έτσι θα χανότανε η τάξη που κρατούσε
Και 'κράτει πάμπλουτους αυτούς κι ολόφτωχους τους άλλους.
Κι οι άλλοι ήσαν οι φτωχοί που, ή τη γης δούλευαν
Είτε τεχνίτες ήτανε μέσα στις πολιτείες
Ή στα καράβια πνίγονταν ή με τα ζα γυρίζαν.
Αθλιοι των αθλίωνε, χωρίς ουτ’ ένα ρούχο
Το κρύο να πολεμήσουνε, χωρίς δύναμη τόση
Ωστε ν’ αντιπαλαίψουνε και όχι να ειπούνε
Στις ατιμίες των_ Τούρκων, στων προεστών τη βία.
Στα δέκα που καζάντιζαν απ’ τή σκληρή δουλειά τους
Τα εφτά οι Τούρκοι τα ’παιρναν, τα δυο οι Γραικοί οι γδάρτες
Και το ’να έμενε σ’ αυτούς για να ψευτοπεράσουν.
Και μετ’ εκείνο έπρεπε να φάνε, να ντυθούνε
Να συντηρήσουν φαμελιά και δύναμη να πάρουν
Για να ξαναδουλέψουνε και να τους ζανακλέψουν
Τα ξένα τ’ αγριόσκυλα και οι εντόπιοι λύκοι.
Γράφει ο Γάλλος Πουκεβίλ για τους Κοτζαμπασήδες
Πως πιο μεγάλοι ήταν εχθροί απ’ ότι ήταν οι τούρκοι
Για τους συμπατριώτες τους. Και πως σκληρά παιδεύαν
Τους που ’πρεπε να γνοιάζονταν και να παρηγοράνε.
Πως με χαμέρπεια, αναίδεια, και με αλαζονεία
Ένα ψηλόν εφτιάξανε τοίχο που χωρισμένους
Απ’ τό ίδιο τους τους κράταγε το Ελληνικό το Γένος.
Και καταδότες, ταπεινούς, τους λέει και διεφθαρμένους.
Και λέει πως χαιρόδουλοι και τουρκολάτρες ήταν.
Και λέει πως κι αν ο Ρωμιός ήταν του Τούρκου σκλάβος
Μα εκατό ήταν φορές πλέον δυστυχισμένος
Χάρη στους Κοτζαμπασήδες που τον εξεγυμνώναν.
Και λέει οι Κοτζαμπάσηδες πιό μισητοί πως ήταν
Στους Ελληνες, απ’ ότι αυτοί οι άγριοι οι Τούρκοι.
Κι αυτός που την Ελληνική έγραφε "Νομαρχία",
Ανώνυμος, δηγάται πως, μ’ όση δουλειά κι αν κάναν
Δεν ημπορούσαν οι Ελληνες να ζήσουν σαν ανθρώποι
Γιατί μες απ’ τά χέρια τους οι Προεστοί τους παίρναν
Ό,τι αυτοί αξιώνονταν απ’ τή σκληρή δουλειά τους.
Και μας δηγάται και για μιά φτωχούλα φαμελίτρα
Που πέντε είχε ανήλικα παιδιά κι' ήτανε χήρα.
Επήγε στον Κοτζάμπαση και τον παρακαλούσε
Το φόρο που της όρισε να της τόνε λιγέψει.
Γιατ’ είχε-του ’πε η άμοιρη-πέντε παιδιά να θρέψει.
Κι εκείνος την αντίσκοφτε: "Πέντε παιδιά είπες έχεις;
Απέ λοιπόν πούλα τα δυό και δώσε μου το φόρο".
Γι αυτό είχε δίκιο ο λαός και οι Καπεταναίοι
Που όλους αυτούς τους λέγανε τουρκοκοτζαμπασήδες.
Και οι φορές δεν ήτανε λίγες που οι ραγιάδες
Για νάβρουνε το δίκιο τους από την  τυραννία
Που εξασκούσαν πάνω τους οι Χριστιανοί αρχόντοι,
Στον τούρκο επηγαίνανε του τόπου τους αφέντη
Και του παραπονιόντουσαν. Κι αν λάχαινεν εκείνοι
Να ’ναι άνθρωποι καλόψυχοι, κάποτε τιμωρούσαν
Τον Κοτζαμπάση που ’δειξε τόσο μεγάλο ζήλο.
Για κάποιονε Κοτζαμπάση μας λέει ένα τραγούδι,
Διαμάντι ένα απ’ τά τόσα μας δημοτικά τραγούδια:

"Εκείνον τον παληό καιρό και το παλιό ζαμάνι
Μ’ είχεν η χώρα προεστό, μ’ είχεν η χώρα πρώτον.
Κι οντά ’ριχνα το δόσιμο και το βαρύ τεφτέρι
Δέκα στους πλούσιους έριχνα, στις χήρες δεκαπέντε.
Στη δόλια τη φτωχολονιά έριχνα τριανταπέντε.
Κι η φτώχεια κλάψαν έκαμε, κλάψαν από τ’ εμένα
Και ο πασάς επρόσταξε, μου ’κοψαν το κεφάλι".

Αλλά εκτός από αυτούς που έλληνες λογιόνταν
Ηταν κι οι άλλοι απ’ την τουρκιά που ήρθανε όταν είδαν
Πως η τουρκιά πια έπαψε πλούσια σαν πρώτα να ’ναι
Και που επειδή εμένανε σ’ ένα της Πόλης μέρος
Οπου Φανάρι λέγονταν, τους είπαν Φαναριώτες.
Οι Φαναριώτες είχανε λοιπόν τη λόξα ότι
Από παλαιά κρατιούντανε σόγια του Βυζαντίου
Και γιατί εκατέχανε τάχατες ξένες γλώσσες
Και γιατί λέει κατέχανε κι από διπλωματία,
Είχανε  την απαίτηση  ο Λαός  να τους δουλεύει
Κι όλα έτοιμα να τα ’βρισκαν αυτοί, και δίχως κόπο.
Εκουβαλήσανε μαζί τους τίτλους ευγενείας
Και λέγαν  πως απόγονοι πριγκήπων ήσαν τάχα
-Αρα κι ίδιοι πρίγκηπες-και  βγάνανε και δείχναν
Χαρτιά που τάχα ήτανε απόδειξη για τούτο.
Αλλά με γεια τους και χαρά. Μακάρι να κρατάγαν
Από τα σόγια πούλεγαν. Μα αυτό δεν ωφελούσε
Αφού ήτανε ενάντιοι στα δίκια της Ελλάδας.
Αμέσως όταν ήρθανε σπείρανε τη διχόνοια
Και θέλανε τους έλληνες να τους αδυνατίσουν
Ωστε αυτοί να κυβερνούν. Κι όχι μονάχα τούτο,
Μα ήτανε αντίθετοι στο Σηκωμό του Γένους
Αλλοτε λέγοντας νωρίς πως τάχα είναι ακόμα
Κι άλλοτε περιμένοντας το λυτρωμό απ’ τούς ξένους
Ενώ εμείς θα είχαμε τα χέρια σταυρωμένα.
Κι ακόμα τούτο: Φέρανε μαζί τους μία γλώσσα
Και μίλαγαν και γράφανε σ’ αυτήν, κι αποζητούσαν
Να κάνουνε και το Λαό μ’ αυτήνε να μιλάει.
Ξέρουμε όλοι τι κακό έκαναν στην Ελλάδα
Μόνο με τη μανία τους αυτή. Και γεγονός να ένα
Που δείχνει πώς οι Ελληνες οι αγνοί αυτό το βλέπαν:
Ο Καραϊσκάκης κάποτε, στον Πειραιά σαν ήταν
Πρωτάτος στο στρατόπεδο, και θέλησε να στείλει
Μια επιστολή σε κάποιονε, ζήτησε να του φέρουν
Εναν καλό Γραμματικό να του υπαγορέψει.
Επήγε ένας λογιώτατος που του ’πανε πως ξέρει
"Πολύ βαθιά" τα Ελληνικά. Αλλά εκείνος ήταν
Απ’ τούς Φαναριωτόπληκτους, και τον Καραϊσκάκη
Τον έπρηξε με τα "βαθιά πολύ" Ελληνικά του.
Νευριασμένος φώναξε τότε ο Καραϊσκάκης:
«Όχι αυτόνε. ΙΙαρτε τον. Τον άλλον να μου φέρτε
Εκείνονε που γράφοντας δε βάζει "νι" στον πάτο".
Και για τον Κλήρο του καιρού εκείνου δύο λόγια.
Υπήρχανε πολλοί καλοί παπάδες πατριώτες
Που κράτησαν ακοίμητη του Γένους την ελπίδα.
Μα οι πιό πολλοί αρχιερείς ήταν των Τούρκων φίλοι
Τόσο που ό,τι μάθαιναν όταν ξομολογούσαν
Το πρόδιναν στον τύραννο. Κι ο άγνωστος Γιαννιώτης
Πούγραψε την "Ελληνική" τη "Νομαρχία", μας λέει
ότι ο Αρτης, Γρεβενών, και ο Ιωαννίνων,
Ήταν οι μεγαλύτεροι προδότες του τυράννου,
Εκτός που ησαν "ασελγείς, άσωτοι εις το άκρον,
Πόρνοι, μοιχοί, και φανεροί", λέει, "αρσενοκοίτες".
Οταν σηκώθη ο Λαός λοιπόν το Εικοσιένα
Δεν εσηκώθη των Τούρκων ενάντια μα και κείνων
Που τόνε τυραννούσανε πιότερο από τους Τούρκους:
Των κληρικών, των προεστών και των κοτζαμπασήδων.
Και κάτι παραστατική που δίνει μιαν εικόνα
Του ποιος ήταν ο ανώτερος ο κλήρος και  ο ρόλος
Που ’παιζε αυτός την εποχή της Επανάστασης μας,
Ειν’ η απόκριση σε τρεις που δίνει Ευρωπαίους
Ενας δεσπότης, σαν αυτοί θελήσανε να μάθουν
Αν υποφέρουν οι Γραικοί κι είναι δυστυχισμένοι.

Η πένα η σατιρική μιλάει του Φερραίου:
"Να έχετε τέκνα, την ευχή μου
Κι ακούσατε την απόκρισή μου:
Εγώ τον ζυγόν δεν τον γνωρίζω,
Ούτε ξεύρω να τον νομίζω.
Τρώγω, πίνω, ψάλλω με ευθυμίαν.
Τότε υποφέρω αδημονίαν,
Οστις με βλάψει στην επαρχίαν.
Αυτή του Τούρκου η τυραννία
Σ’ εμέ είναι ζωή μακαρία.
Αφού το ράσον τούτο εφόρεσα,
Πλέον τινά ζυγόν δεν εγνώρισα.
Δύο πόθώ, ναι, μα τας εικόνας,
Ασπρα πολλά και καλας κοκκώνας.
Περί της Ελλάδος, που λέτε,
Δεν με μέλει κι ας τυραννιέται.
Μ' αν βαστάζει χωρίς να στενάζει
όλας τας αμαρτίας ευγάζει.
Ημείς πάντα ξομολογούμεν
Και ψυχικά τους νουθετούμεν.
Πίστιν να έχουν στον Βασιλέα (=Σουλτάνο)
Και σέβας εις τον Αρχιερέα.
Στον Τούρκον τ’ άσπρα να μη λυπούνται,
Τότε γαρ την ψυχήν ωφελούνται.
Και αρχιερέων παρρησίας
Και παπάδων πολλάς λειτουργίας.
Ο πνευματικός τους διορίζει
Πως πρέπει καθείς να δευτερίζει.
Αυτοί άρχισαν να παρακούσι
Και όλοι ελευθερίαν φρονούσι.
Δια τούτο και ημείς συμφωνούμεν,
Ομού με Τούρκους τους βαρβαρούμεν
Επειδή όλοι μας το θεωρούμεν,
Πως θέλει λείψει ό,τι βαστούμεν.
Χριστός, μας λέγουν, θέλει ελευθερίαν
Ημείς δεν έχομεν το δεσμείν και λύειν
Με θλίβει εμένα η μικρά Επαρχία,
Ελπίζω δι άλλην πλουσίαν.
Εχω (φίλους) πασάδες και τους ελτζίδες
Και είναι σίγουρες οι ελπίδες.
Και οι κοκκώνες είναι μέγα θαύμα,
Ευκολύνουν γαρ το κάθε πράγμα.
Φθάνει γουν η τόση απολογία,
Τουτ' η γυνή φέρει παρρησία." 

(Γράφω ενενήντα τέσσερα, εικοσιέξη Ιούλη.
Τούτη στιγμή που γράφω αυτά,στην τηλεόραση μου
Βλέπω τον Κλίντον με δεξά του το Χουσεΐν να στέκει
Κι αριστερά του του Ισραήλ να ’χει τον Κυβερνήτη.
Τάχα να είναι η αρχή του τέλους του Ανθρώπου
Αυτή η συμφιλίωση Ισραήλ-Ιορδανίας;
Γιατί αφότου εχάθηκε η ελπίδα της Ρωσσίας
Δε μένουν παρά οι Αραβες η ελπίδα του Ανθρώπου-
Η ελπίδα ότι τελικά θ’ αποκοπεί η πορεία
Η φρενιτιώδης του Χαμού που ακολουθούν οι ΗΠΑ
Σερνοντας πίσω τους λαούς στο άρμα τους δεμένους-
Λαούς που ως χτες αμόλυντοι δείχνανε πως θα μέναν
Απ’ τό που απ’ την Αμερική ξεκίνησε μικρόβιο.
Κι αφού νικήθηκε ο Χριστός τώρα ο Αλλάχ μας μένει
Και οι πιστοί Του-οι Αραβες, που ακόμα στέκουν όρθιοι
Και σθεναρά αντιστέκονται στού Χαλασμού το ρέμα.
Ω! Πώς τυφλώνεις, όποιε Θεέ, τόσα μιλιούνια κόσμου
Κι αυτά δε βλεπουνε σωστά… Και, Θε, πώς το μυαλό τους
Ανάποδα να σκέφτεται το κάνεις και να κρίνει…
Και άνω-κάτω κάνουνε την Οικουμένη όλη
Οταν μια "τρομοκρατική" κάπου ενέργεια γίνει
Και σκοτωθούν ένας ή δυο ή δεκαπέντε άνθρωποι,
Ενώ αυτοί σκοτώνουνε καθημερνά χιλιάδες
Με ενέργειες τρομοκρατικές που όμως κανείς δε λέει
Το νόημα που έχουνε πράγματι να τους δώσει.
Και ό,ποιον κλέψει για να φάει, θεέ, γιατί πεινάει,
Τον κλείνουνε στη φυλακή και τόνε στιγματίζουν
Και μένουν έξω όλοι αυτοί, και με βοηθό το νόμο
Και με το χωροφύλακα προστάτη δυνατό τους
Κλέβουνε του φτωχού το βιός κι όλο και πιο πλουτίζουν.
Ποιος είπε ότι όλα αυτά ο Κοραής που γράφει
Αφότου εκείνος τα ’γραψε άλλαξανε καθόλου;
Ποιος είπε πως διορθώθηκε ο Κλήρος; Οτι τώρα
Οι δυνατοί δεν κλέβουνε; Πως άλλαξεν ο κόσμος;
Οχι. Ούτε άλλαξε ποτέ ούτε θ’ αλλάξει κάτι
Οσα κι αν χρόνια θα διαβούν. Τα πρόσωπα μονάχα
Και του θεάτρου η σκηνή που αυτά πάνω της δρούνε
Εκείνα μόνον άλλαξαν .Οι άνθρωποι ίδιοι μένουν.
Κι ίδια και πάλι κλέφτουνε κι ίδια σκοτώνουν πάλι.
Τα πρόσωπα αλλάζουνε μονάχα' και μαζί τους
Αλλάζουνε κι οι ποιητές που, ονειροπαρμένοι,
Πάντοτε για τα πράγματα τα ίδια θορυβούνε
Ενώ καλά το ξέρουνε, κανείς δεν τους ακούει
Και όχι μόνο αλλά γελούν με τα γραφόμενά τους.
Κι εγώ ετούτα γράφοντας δε λέω κάτι νέο
(Κι είναι η μόνη αξία μου ότι αυτό το ξέρω)
Μα να! Γυρεύω ν’ ακουστεί και η φωνή η δικιά μου
Για του Ανθρώπου το Άδικο για Δίκιο να φωνάζει
Εστω κι αν μέσα πνίγεται σ’ άλλων φωνών τα πλήθη
Που κράζουνε τ’ αντίθετα. Μπορεί-ποιός ξέρει-να ’ρθει
Μια μέρα όπου οι φωνές οι άλλες θα σωπάσουν.
Κάτι ας υπάρχει νακουστεί-να μη νεκρώσει η γή μας.
Η κι ίσως να ’ρθει κάποια αυγή-ποιός ξέρει, όλα μπορούνε-
Που οι άνθρωποι να δουν σωστά και δίκαια να πράξουν.
Να ξέρουν τότε πως και πριν, μες στ’ Άδικου τη δίνη,
Κάποιοι γνωρίζαν κι έλεγαν και γράφανε το Δίκιο.
Κι ακόμα ίσως κάποια αυτιά να ’ναι φτιαγμένα έτσι
Που να μπορούν μες στη βοή και μέσα στην αντάρα
Να πιάνουν όσα οι Ποιητές μηνύματα σκορπάνε.
Κι ίσως γι αυτούς τώρα κι εγώ να κάθομαι δω χάμου
Και με μεγάλη υπομονή χαρτιά να μουτζουρώνω.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο φως του Εικοσιένα)


ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ

Τη γη, ο ήλιος, γέννα του, τηνε λαμπροφωτίζει
Κι από το φως του αυτή ζωή παίρνει κι ολοκαρπίζει.
Και τα ζωάκια οι μάννες τους, ωσότου να μεστώσουν
Με ζεστασιά τα ντύνουνε και με στοργή τα σκέπουν.
Και τα δεντρά το σπόρο τους φροντίζουν να τον ντύσουν
Με ντύμα που από τα κακά τα προστατεύει όλα
Ως νάβρουν την αφράτη γη, κι ως να ’βρουν τ’ άγιο χώμα
Που μέσα του με σιγουριά και θάρρος θα χωθούνε.
Μα του άνθρωπου του δύστυχου λίγες οι μάννες είναι
Που ως τα ζώα ή τα δεντρά τους γιους τους θ’ αγαπήσουν.
Οι πιότερες αφήνουνε στους τέσσερες ανέμους
Γυμνή και απροστάτευτη τη γέννα τους, και φεύγουν
Χωρίς μυαλό στην κεφαλή και πόνο στην ψυχή τους
Και παν να βρούνε της ζωής τις πρόσκαιρες τις χάρες
Και σε λερές ξαπλώνουνε και πολυδόχες κλίνες
Γυρεύοντας τη σάρκα τους μόνο να ηδονίσουν.

Οσο καλή κι αν ήτανε η καλογριά μητέρα
Δεν μπόρεσε δίπλα στο γιό της να σταθεί γιατί είχε
Δουλειά να βρει για να μπορεί να ζήσει. Και για τούτο
Δυό μήνες μόνον ύστερα που φάνηκε στον κόσμο,
Μονάχο Ελλάδα απόμεινε το διαλεχτό παιδί σου.
Γιατί από τη μητέρα του σε ξένους παραδόθη.
Ξένοι το μεγαλώσανε όσο κι αυτοί εδυνόνταν.
Κι ύστερα ολομόναχο απόμεινε στον κόσμο.
Και ανυπόδητο, άστεγο και παραπεταμένο
Χωρίς κανένα στήριγμα, χωρίς καμμιά βοήθεια
Με μονή την αξία του και την παλληκαριά του
Μονάχο του παλεύοντας. μονάχο του μοχθώντας
Σού χάρισε τη Λευτερια-Σού χάρισε τη Δόξα.
"Με μόνη την αξία του και την παλληκαριά του"
Λέω εγώ σαν Ποιητής που θέλω να λογιέμαι.
Παλληκαριά κι αξία ποιός του τα ’χε όμως δώσει;
Βαθιά Πατρίδα η γνώμη Σου κι άγνωστες οι βουλές Σου 
Κι ένα μυστήριο είναι για μας οι δρόμοι του μυαλού Σου.
Ποιός ξέρει ποια παλαιϊκά σπέρματα της φυλής μας
Μες στο κορμί του αντρείεψες. Ποιός ξέρει από τα βάθη
Πόσων αιώνων στράγγιζες στου Χρόνου το τουλπάνι-
Τις αρετές του Αρχηγού-τα δώρα του μπροστάρη-
Και την ηρωική μ’ αυτά ζύμωσες την ψυχή του.
Ποιός ξέρει από ποιόν πρόγονο, χαμένον μες στα βάθη
Των ανιστόρητων καιρών, τη θέληση επήρες
Κι αδάμαστο κι ατσάλινο κάστρο την είχες στήσει
Στα στήθη του τ’ ανήμπορα. Ποιος ξέρει με ποια φλόγα
Την άλληνε-τού πυρετού του έσβηνες τη φλόγα.
Ποιος ξέρει ποιου Θεμιστοκλή τη μεγαλοφυία
Μπόλιασες μες στη σκέψη του. Ποιος ξέρει ποιου Αριστείδη
Τη δικιοσύνη ταίριαζες στις πράξεις και στα λόγια.
Ποιός ξέρει από ποιο Νέστορα τη φρόνησιν επήρες
Και την αντρείαν Αίαντα ποιανού έχεις ταιριάξει, 
Κι Αριστοφάνη τις αισχρές ποιού τις εκφράσεις πήρες
Που από τα βάθη μιας ψυχής αγνής και ρωμαλέας
Ξεχείλιζαν, και σπάταλα τα ’χες φυτέψει όλα
Μέσα σε κείνο το κορμί. Αληθινά Πατρίδα, 
Πόσο τ’ αταίριαστα Εσύ τα κάνεις ταιριασμένα.
Πόσο τ’ αδύνατα για Σέ δυνάμενα ειν’ όλα
Και πόσο με  τ’ Ασύνηθο για όπλο Σου διδάσκεις.
Ελληνική, γερή Φυλή, αχάλαστη στους αιώνες
Πρώτη στο Μέγα, στο Καλό, στο Υψηλό, στ’ Ωραίο
Κομμάτι από Σένανε κι εγώ, πονώ μαζί Σου.

Ειν’ η ζωή μια ευλογιά ή μια βαριά κατάρα;
Είναι νεράκι γάργαρο η βούρκος βρωμισμένος;
Φως ή σκοτάδι; Φίλημα ή δάγκωμα και πόνος;
Μέρα γλυκεία Καλοκαιριού; Νύχτα άγριου Χειμώνα;
Κόπου ξανάσασμα σε σκιά; Βάσανο σε λιοπύρι;
Ότι και να ’ναι, ειν’ αυτή. Και νόημα δεν έχει
Κανείς όσα ειν’ απάντητα συνέχεια να ρωτάει.
Η ζήση είναι να τη ζεις. Είναι για να κινείσαι.
Να κάνεις κάτι μες σαυτόν που βρέθηκες τον κόσμο.
Να πράττεις. Και οι πράξεις σου καιρό να μη σ’ αφήνουν
Για να σκεφτείς τι ειν’ η ζωή. Τότε μονάχα ύψώνεις
 πιο ψηλό της νόημα του Ανθρώπου την ουσία.

Και ζούσε και μεγάλωνε της Καλογριάς η γέννα
Και ζούσε και μεγάλωνε το άνθος των γενναίων
Και ζούσε και μεγάλωνε Πατρίδα το παιδί Σου
Κυνηγημένο απάνθρωπα κι από θεούς κι ανθρώπους. 
Και κάνοντας θελήματα βαρια, που ήταν πιο πάνω
Από την ηλικία του, κέρδιζε τη ζωή του.
Φτώχεια, μιζέρια γύρω του. Αλώνιζαν οι Τούρκοι.
Μα η δική του η ζωή πιό άχαρη απ’ όλες.
Ενα κουρέλι εσκέπαζε μονάχα το κορμί του.
Σαν ξένος εμεγάλωνε ανάμεσα σε ξένους.
Και δεν εξέχασε ποτέ σε όλη τη ζωή του
Τον τρόπο που του φέρνονταν οι δυνατοί κι οι πλούσιοι
Σ’ αυτόνε, τον αδύναμο και τον ορφανεμένο:
Σκληρά, περιφρονητικά, χειρότερα από ζώο.
Γι αυτό και τους αδύναμους πάντα τους συμπονούσε
Και κατηγόραγε αυτούς που άδικα τους φερνόνταν.
Κι όταν πια τράνεψε  έλεγε: "Οποιος αφέντης γίνει
Χωρίς να γίνει δούλος πριν, μπάσταρδος είναι αφέντης
Κι αλί σ’ αυτόν που δούλος του στα χέρια του θα πέσει".
Με τα παιδιά κάθε ημέρα τ’ άλλα ετσακωνόταν
Και με τον πετροπόλεμο που στήναν κάθε τόσο
Άνοιγε το κεφάλι τους κι άνοιγαν το δικό του.
Και δεν τόνε φωνάζανε ποτέ με τ’ όνομά του:
Μπάσταρδο τον ανέβαζαν, μούλο τον κατεβάζαν.
Ξυπόλητος περπάταγε στις κοφτερές τις πέτρες
Και κείνες εματώνανε, σκιούσαν τα πέλματά του.
Και τον πληγώναν τα ξερά του θέρους τ’ άγρια αγκάθια
Και του παγώναν το κορμί τα χιόνια το Χειμώνα
Και πρήσκανε τα πόδια του την Ανοιξη οι τσουκνίδες.
Και τον καιρό εκείνονε μια η χαρά του μόνο.
Και μια η αναγάλλια του: όταν του μπιστευόνταν
Να βόσκει γίδια. Έτρεχε πιό γρήγορα από κείνα
Και στο ψηλοσκαρφάλωμα παράβγαινε μαζί τους.

Τα γιδοπρόβατα λοιπόν ήτανε η χαρά του.
Κι ο πόθος του; Ο πόθος του ποιος ήτανε λες; Ένας:
Να γίνει Κλέφτης στα βουνά. Να γίνει καπετάνιος.
Εκεί, καθώς τριγύριζε μέσα στα τσελιγκάτα
Έβλεπε να συχνοπερνούν Αρματολοί και Κλέφτες.
Με τα χυτά στους ώμους τους μαλλιά, με το φεσάκι
Που φόραγαν ασίκικα στο πέρφανο κεφάλι
Με τα χρυσοϋφασμένα τους γελέκια, το ντουφέκι
Τ’ ασημοδουλεμένο τους στον ώμο περασμένο,
Τις μπρούτζινες παλάσκες τους, τις λαμπερές τοκάδες,
 Και με μπιστολομάχαιρα γεμάτο το σελάχι.
Και το ’ξερε πως είχανε δικό τους μπαϊράκι
Παλληκαριά και λεβεντιά γεμάτο, κι αξιοσύνη.
Και τους καμάρωνε χορό να στήνουν. Και χτυπούσαν
Στα δασωμένα στήθια τους και στη λιγνή τους μέση
γατζούδια κι ώρια χαϊμαλιά κι ασημοβραγκαλίδια.
Κι όταν οι φλάσκες άδειαζαν και κόρωνε το γλέντι
Εβλεπε ν’ αστραφτοκοπούν ανάμεσα στα ελάτια
Οι γυμνωμένες πάλες τους κι άκουγε να βροντάνε
Τα καριοφύλλια, πνίγοντας του ταμπουρά τις τσίγκλες.
Και αντηχούσαν δίπλα του της λεβεντιάς τραγούδια:
"Πασά μου έχω το σπαθί-Βεζύρη το ντουφέκι 
Κάλλιο να ζω με τα θεριά παρά να ζω με Τούρκους".


31



Και θάμαζε την Κλεφτουριά να ρίχνει το λιθάρι
Και να συναγωνίζεται στο τρέξιμο, στον πήδο.
Με βία εκρατιότανε κοντά τους να μην τρέξει
Και να τους δείξει ότι κι αυτός ήταν μαζί τους άξιος
Να παραβγεί, ν’ αγωνιστεί και να τους ξεπεράσει!.
Αυτός ήταν ο πόθος του. Να γίνει Καπετάνιος
Και να τον τρέμει ο ντουνιάς-να τον θαμάζει ο κόσμος.
Κι όπως με τα κατσίκια του και με τους Κλέφτες έτσι:
Αυτός μπροστά να οδηγά κι εκείνοι ν’ ακλουθάνε.
Για πού; Αλλά για πού αλλού; Για του φτωχού το δίκιο.
Για να μη κι άλλα σαν αυτόν παιδιά κακοπεράσουν.
Να μη γνωρίσουν σαν αυτόν πείνα και δυστυχία.
Αλλ’ αχ! ακόμα ήταν μικρός. Έπρεπε να προσμένει.
Ή να βιαστεί μην έπρεπε γοργά να μεγαλώσει;
Σε ζάλη τέτοια έχοντας το νου του βουτηγμένον
Έζησε και μεγαλώσε αγρίμι μες στ’ αγρίμια.
Και σ’ ηλικία που τα παιδιά ντάντεμα τ’ άλλα θέλαν
Τον πιο σκληρόν αγώνα του κείνος αγωνιζόνταν
Με τους ανθρώπους, και φιλιά έπιανε με τη Φύση.
Και τίποτε δεν έβλεπες άλλο πάνω σε τούτο
Το πρόσωπο το πρόωρα κι άγρια βασανισμένο
Παρά δυο μάτια βαθουλά που καίγαν και σπιθίζαν.
Κι αυτών των μαύρων των ματιών η φλόγα και η σπίθα
Ποτέ δεν έσβησε απ’ αυτά-σ’ όληνε τη ζωή του
Εφώτιζε κι εθέρμαινε και στόλιζε τον κόσμο.

Κι όπως ο σπόρος ο καιρό μέσα στη γη κλεισμένος
Σα νιώσει πως ήρθ’ η Ανοιξη μεμιάς τρυπάει το χώμα
Και ξεπετιέται λεύτερος κι αρχίζει ν’ ανεβαίνει
Ετσι κι ο Γιος της Καλογριάς οχτώ χρονώ’ σα ’γίνει
Μια έδωσε και το ’σκασε απ’ τους Σαρακατσάνους.
Το Μαυρομμάτι άφησε, στη Γράλιστα τραβάει.
Πάει στου Λώλου τη σπηλιά και στήνει εκεί λημέρι.
Και κει εζούσε ολόμονος, έχοντας γι άρματα του
Μονάχα τη σβελτάδα του και την καπατσοσύνη.
Και μέσα κει στην ερημιά νοιώθει πως ανασαίνει
Πιο λεύτερα απ’ ότι ένοιωθε στο θλιβερό χωριό του
Με των Ελλήνων τις βρισιές, των Τούρκων τη φοβέρα.
Κι όταν σε μια βουνοκορφή βρισκόταν, όλα κάτω
Του φαίνονταν τόσο μικρά… και τόσο αυτός μεγάλος…
Εκείνη ήταν η αρχή. Κι ύστερα όσο ζούσε
Ψηλότερα… ψηλότερα να φτάσει προσπαθούσε.
Κυνήγι κι αγριόχορτα ήτανε η τροφή του
Και το που από ανάρμεγες βύζαινε γίδες γάλα.
Όμως αυτά δεν ήτανε σίγουρα κάθε μέρα.
Και για να ζήσει έκλεβε. Κι όταν τον παγανεύαν
Σαν αλεπού εξέφευγε από τα δόκανα όλα.
Κι απ’ τις κλεψιές που έκανε, κι απ’ τή ζωή που ζούσε
Τόσο κακό απόχτησε όνομα, που οι μανάδες
Για να τα συνετίσουνε λέγανε στα παιδιά τους:
"Βρε σείς, εκαταντήσατε σαν τον Καραϊσκάκη".

Εκεί ο ήρως απόχτησε τους πρώτους του συντρόφους.
Ητανε συνομήλικα παιδιά, που μαγεμένα
Από τη μεγάλη τόλμη του κι από την εξυπνάδα
Τόνε δεχτήκαν γι αρχηγό. Και πριν ενώ τον διώχναν
Τώρα με σέβας άρχισαν όλα να τόνε βλέπουν.
Σε λίγο όλη η συντροφιά είχανε γίνει Κλέφτες
Με αρχηγό τον άχνουδο ακόμα Καραϊσκάκη.
Και τριγυρίζαν τ’ Αγραφα με τις ψηλές κορφάδες-
Αη Λιά, Τσουρνάτα, Καραβά-όλες τους φορτωμένες
Με κρύα νερά και μ’ έλατα, με θάμνους και με πεύκα.
Μα Κλέφτες δίχως άρματα δεν τους καλοφαινόταν
Και πάντα τους γυρεύανε και όπλα ν’ αποχτήσουν.
Κι η ευκαιρία μονάχη τους τους βρήκε. Σαν οι Τούρκοι
Μάθαν πως κάτι νιάνιαρα τ’ Αγραφα εσβαρνίζαν
Στείλαν έναν μπουλούκμπαση στο χέρι να τα βάλει.
Αλλά τ’ αμούστακα παιδιά μάθανε τα μαντάτα
Και μετερίζια πιάσανε κοντά στον Αη Θανάση.
Κι όταν οι Τούρκοι σίμωσαν."Βαράτε παλληκάρια"
Το πρώτο το πολεμικό το πρόσταγμα ακούστη
Από το στόμα του παιδιού ακόμα Καραϊσκάκη.
Κι όλοι απάνου πέσανε στους Τούρκους ένα σώμα
Με ιαχές και με οργή και με μανία τόση
Που οι Τουρκαλάδες τα ’χασαν και το ’βαλαν στα πόδια
Τρεις σκοτωμένους πίσω τους αφήνοντας, και όπλα
Ακόμη περισσότερα, γιατί πολλά τους πέφταν
Ετσι όπως πανικόβλητοι τρέχανε να σωθούνε.
Μετά απ’ αυτό εγέμισε ολόκληρη η παρέα
Μ’ άρματα το σελάχι της, με φήμη τ’ όνομά της.
Το δεύτερο κατόρθωμα της λιγοστής παρέας
Την τόλμη εφανέρωσε όχι μόνο τη μεγάλη
Αλλά και το πολεμικό του αρχηγού δαιμόνιο.
Κάτι βαφτίσια γίνονταν στη Γράλιστα. Και πήγαν.
Το βράδυ, άμυαλα παιδιά, κονέψανε στο σπίτι
Οπου τη μέρα γλένταγαν. Κάτι ποτέ που οι Κλέφτες
Οι έμπειροι δεν το τολμάν. Προδότες τους προδώσαν
Κι έφτασεν ο ντερβέναγας και τους περικυκλώνει.
Πολλοί οι Τούρκοι. Λίγοι αυτοί. Θα τους επετσοκόβαν.
Κι ο Καραϊσκάκης πρόστάξε κι όλοι τις κάπες βγάλαν.
"Κι όταν την πορτα ανοίξω εγώ ρίχτε τες όλες έξω"
Τους είπε. Κι έτσι κάνανε. Και μέσα στο σκοτάδι
Οι Τουρκαλάδες θάρρεψαν οι κλέφτες ότι βγαίνουν
Κι αδειάσανε τα όπλα τους όλοι στις κάπες πάνου.   
Ως να ξαναγεμίσουνε φύγαν τα παιδαρέλια.
Αλλά ο Γιος της Καλογριάς εβάλθηκε ακόμα
Τον ίδιο το ντερβέναγα να τον εξευτελίσει.
Απ’ άλλο δρόμο οδήγησε λοιπόν τα παλληκάρια
Κι έπιασαν ένα ψήλωμα στις πλάτες των Τουρκώνε.
Και από κει τρεις μπαταριές, έτσι για κοροϊδία
Ερίξανε προς των τουρκών το έκπληκτο μπουλούκι.

(Συνεχίζεται. Το έργο ανακτάται δύσκολα, με «σκανάρισμα» από χειρόγραφο)