Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

ΣΟΥΝΑΚ  ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΟ

Ο Σούνακ συμφώνησε με τον Μητσοτάκη να μην μιλήσει ο δεύτερος για τα αγάλματα.
Ο Μητσοτάκης μίλησε.
Οι εγγλέζοι έχουν μοιραστεί. Άλλοι κατακρίνουν τον Σούνακ και άλλοι είναι υπέρ του.
Οι έλληνες όλοι, είναι υπέρ του Μητσοτάκη.
Τι σύμπνοια!
Αν τολμήσει κάποιος έλληνας να πει ότι δεν έκανε καλά ο Μητσοτάκης, είναι χαμένος. Είτε υπουργός είναι, είτε εργάτης είτε φοιτητής, είτε υπάλληλος δημόσιος ή ιδιωτικός.
Είναι αυτό πολιτισμός;
Η κρατική τρομοκρατία ή η αποβλάκωση του λαού της είναι στοιχείο πολιτισμού μιας χώρας;
Θα μου πείτε, τι ξέρει από αγάλματα ο λαός της Ελλάδας;
Μία διόρθωση. Όχι ο λαός. Η λέξη αυτή έχει εξοστρακιστεί από το λεξιλόγιο των Υπουργείων, των Υπηρεσιών, των Σχολείων, των Τηλεοράσεων, σαν λέξη επικίνδυνη. Αντίς αυτού θα πρέπει να λέμε «ο κόσμος», «ο κοσμάκης», «οι άνθρωποι». Πάλι καλά που μας αφήνουνε το τελευταίο.
Αφού λοιπόν ο κοσμάκης της Ελλάδος δεν ξέρει από αγάλματα, ποιος θα πει ότι ο «κόσμος» αυτός είναι πολιτισμένος;    Με άλλα λόγια η έλλειψη Παιδείας , στοιχείου πολιτιστικής δράσης, είναι στοιχείο πολιτισμού;

Ή είναι πολιτισμός να συμφωνεί κανείς κάτι με κάποιον άλλο και ύστερα να καταπατά την συμφωνία;
Οι έλληνες είναι μαθημένοι, από την κορυφή της Κρατικής κάθε φορά Εξουσίας, άλλα να λέγονται στη χώρα τους, και άλλα να πράττονται. Κορυφαία παραδείγματα οι μεγάλοι ηγέτες του: Παπανδρέου και Τσίπρας. Που το θα φύγουμε από το ΝΑΤΟ είναι μένουμε στο ΝΑΤΟ, το έξω οι βάσεις έγινε μέσα οι βάσεις, το έξω από την ΕΟΚ έγινε μέσα στην ΕΟΚ, και το ΟΧΙ της κορυφαίας έκφρασης της θέλησης του λαού έγινε ΝΑΙ.
Αλλά έχουν τόσο γίνει συνείδηση στον έλληνα όλα αυτά, όπου είναι πολύ φυσικό γι αυτόν άλλα να λέγονται και άλλα να γίνονται.
Στους αγγλοσάξονες το ναι είναι ναι και το όχι είναι όχι.
Όταν οι αγγλοσάξονες λένε «η συμφωνία λέκλεισε», πάει και τελείωσε.
Δεν αλλάζει με τίποτα.     
Μια φορά είπε ψέματα ο Κλίντον, και το πλήρωσε.
Και ας μην μου πει κανείς ότι ο Σούνακ δεν είναι αγγλοσάξονας. Για να τον κάνουνε αρχηγό τους οι αγγλοσάξονες, κάτι ξέρουν παραπάνω από τους γελοίους έλληνες.

Πολιτισμός του ανθρώπου είναι η πολιτιστική του δράση και η πνευματική του καλλιέργεια.
Πολιτιστική του δράση είναι τα υλικά έργα του, οι δραστηριότητες και τα έθιμά του.
Ποια είναι τα υλικά έργα των ελλήνων; Τον Καλατράβα επιστρατεύσαμε για να κάνουμε ένα αξιόλογο Στάδιο.
Πολυκατοικίες μόνο ξέρουμε να χτίζουμε και να πειραματιζόμαστε με υλικά που οι άλλοι λαοί τα έχουν κατατάξει πλέον στην προϊστορία τους.
Και ποιες είναι οι δραστηριότητές του; Η δημιουργική εργασία, η σκέψη και η πολιτική, ό,τι  κάνει δηλαδή ο άνθρωπος είτε εργαζόμενος είτε ψυχαγωγούμενος ή σκεπτόμενος.
Τι δικό του έχει κάνει σε αυτό τον τομέα ο έλληνας εκτός από το να μιμείται και να πιθηκίζει;
Είναι αυτός πολιτισμός;
Ως για την πνευματική καλλιέργεια, αυτή είναι οι αξίες, η παιδεία, η μόρφωση, η αισθητική, η εκλέπτυνση της συμπεριφοράς.
Να τα δούμε ένα ένα; Μα δεν μπορούμε να τα δούμε γιατί είναι αόρατα…
Είναι πεπαιδευμένος ο έλληνας; Ποιος θα τον «παίδευε»; Οι δασκάλοι  που πεινάνε μέσα σε τετράγωνα κουτιά για σχολεία;  
Πώς θα μορφωθεί ο έλληνας; Με τη φουστανέλα; Με τα εβδομαδιαία περιοδικά; Με τις γελοίες έως αισχρές τηλεοπτικές φανφάρες;  
Να μην μιλήσω για την πολιτική. Πολιτική είναι η πεποίθηση όλων των ελλήνων ότι ο πρωθυπουργός μας είναι ήρωας ενώ ο Σούνακ έκανε κάτι ανεπίτρεπτο ακυρώνοντας την συνομιλία του με τον ήρωά μας.
Ως και το Μουσείο Ακρόπολης καταφέρθηκε ενάντια στον Σούνακ, γιατί αν δεν, τότε γρήγορα θα είχαμε νέες διοικήσεις στο Μουσείο.
Και να τι του είπε: «Πολιτισμός δεν είναι μόνον οι αρχαιότητες και τα έργα τέχνης, είναι οι σχέσεις και συμπεριφορές των ανθρώπων»
Κακόμοιροι έλληνες, θα μάθετε εσείς συμπεριφορά στον Σούνακ! Και σχέσεις ανθρώπινες!
Τα ίδια τα αγάλματα που γι αυτά ασχημονείτε λεκτικώς, γελάνε ή αν θέλετε ανατριχιάζουν με την ασχημοσύνη σας.
Ως για τα πνευματικά επιτεύγματα των αρχαίων ελλήνων, μην επαίρεστε. Καταδικός τους είναι ο υπέροχος πνευματικός πολιτισμός που δημιούργησαν.
Ο πνευματικός πολιτισμός ΔΕΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΕΊΤΑΙ.
Για να έχει πνευματικό πολιτισμό ένας λαός, πρέπει να τον δημιουργήσει ο ίδιος, τώρα-στη διάρκεια της γενιάς του.  
 

Φώτη γεια σου.
Ήξερες ότι τα όσπρια και κυρίως τα ρεβύθια κάνουν καλό στη διαφραγματοκήλη;
Εγώ δεν το ήξερα.
Μα δεν  σου γράφω γι αυτό αλλά για να σου πω ότι ο θεός με αγαπάει.
Ποιος θεός θα πεις. Όποιον θεό πιστεύει καθένας: τον θεό του Μαρξ, του Ιησού, του Σπινόζα, του φίλου μου του Αντώνη που γι αυτόν θεός είναι το γυναικείο στήθος.
Γιατί το λέω αυτό. Να γιατί.
Έψαξα στο ίντερνετ και βρήκα ένα κατάστημα που να πουλάει αυτοκόλλητες κόκκινες ταινιούλες-αυτές με τις οποίες ντύνω τις ράχες των βιβλίων μου.
Λίγο μακριά, όμως πήρα το αυτοκίνητο και τραβάω.
Το μαγαζί ήτανε πάνω στον δρόμο προς Π., λίγο μετά το Β.
Λίγο μετά το Β και πριν φτάσω στο μαγαζί, το αυτοκίνητο σταματάει και δεν ξαναπαίρνει εμπρός.
Κατεβαίνω. Το αυτοκίνητο σταματημένο στο δεξί μέρος του δρόμου, με την «μούρη» του να μπαίνει ως τη μέση στη δεξιά λουρίδα του δρόμου, εμποδίζοντας έτσι την προς Π όδευση των επερχόμενων αυτοκινήτων.
Έπρεπε να σταθώ δίπλα από το ανοιχτό πορτ μπαγκάζ ώστε με τα χέρια μου να προειδοποιώ τους ερχόμενους και οδεύοντες προς Π. Έτσι όμως παρεμποδιζόταν και η σειρά των αυτοκινήτων που έρχονταν από Π, γιατί καταλαβαίνεις, οι μες ερχόμενοι από Π είχανε ανοιχτό τον δρόμο μπροστά τους, ενώ οι αντίθετοι έπρεπε ή να τους περιμένουν όλους να περάσουν, ή με διάφορες προσπάθειες και κολπάκια να τους κάνουν να καταλάβουν ότι πρέπει να μετριάσουν την ταχύτητά τους ή και να σταματήσουν , για να περάσουν κάποτε και αυτοί.
Και όλων τα μάτια να στρέφονται αγριωπά προς εμένα.
Τυατόχρονα έπρεπε να τηλεφωνήσω στην ασφάλεια για να δω τι θα κάνουν και πότε θα το κάνουν.
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Η ώρα δύο το μεσημέρι. Ναι λοιπόν , να τηλεφωνήσω, πώς όμως που από τη μια μεριά τα τα χέρια μου είχαν αναλάβει την τροχονομική τους δουλειά, και από την άλλη, όταν έκανε πως σταματάει η πληθώρα των επερχόμενων αυτοκινήτων  δεν μπορούσα να διακρίνω στην οθόνη του κινητού μου από τον ήλιο που τα έκανε όλα άσπρα ώστε να τηλεφωνήσω.
Και ενώ προσπαθούσα να συνταιριάξω τις δύο αυτές υποχρεώσεις μου, νάσου και ένα γιώτα χι που ήρθε από έναν στενό χωμάτινο δρόμο, που τελείωνε (ή άρχιζε) ακριβώς εκεί όπου στεκόμουν εγώ με το αμάξι μου, κλείνοντας την δίοδο προς και από αυτό το μικρό δρομάκι-ένα από εκείνα που δημιουργούνται μόνα τους ανάμεσα σε σπαρμένα χωράφια από τη συχνή πάνω τους κυκλοφορία τρακτέρ και άλλων γεωργικών μηχανημάτων.
Κάποτε, όταν είχε μετριαστεί η ροή των προς Π αυτοκινήτων, μπόρεσε να μπει κι αυτό-περνώντας ξυστα δίπλα μου, στην κυκλοφορά της ασφάλτου.
Η κυρία της θέσης του συνοδηγού, ευγενής και καλλιεργημένη όπως φαινόταν, περνώντας από μπροστά μου-μάλλον όπως ήταν η διάταξη των οχημάτων μας από πίσω μας, μου είπε μαλώνοντάς με… χαριτωμένα και και… μπλαζέδικα: «Θα μπορούσατε ωστόσο να είχατε παρκάρει πιο δεξιά»!  Τη συγχώρησα νοερά, γιατί σωματικά παιδευόμουν να βάλω να συνεργαστούν τα τροχονόμα χέρια μου και τα θαμπωμένα από τον ήλιο μάτια μου ώστε να επιτευχθεί το σωτήριο τηλεφώνημα προς την εταιρία που με καλύπτει ασφαλιστικά.
Να κι ένα αστυνομικό να έρχεται προς την ίδια κατεύθυνση με μένα. Ένα κορνάρισμα και μια επιπληκτική φωνή και προχώρησε χωρίς να σταματήσει. Φαίνεται, σκέφτηκα, πως ή δεν θεώρησε μεγάλο το παράπτωμά μου, ή ήτανε βιαστικό-ποιος ξέρει.
Περίμενα να γυρίσει ή να στείλει κάποιον να τακτοποιήσει την υπόθεση όπως υτοί ξέρουν και όπως έχω δει να κάνουν με άλλους οι αστυνομικοί. Όχι όμως. Τίποτα δεν φάνηκε.
Τέλος, χωμένος μέσα στο πορτ μπαγκάζ μου που είχε σκιά, είδα και έκανα το τηλεφώνημα στην ασφάλεια. Άθλος, αφού δεν είχα κάποιον άλλο μαζί μου να αναλάβει την τροχονομική προσπάθειά μου.
Δεν σου είπα ότι για να  φτάσω στο τηλεφώνημα έπρεπε να βρω το νούμερο του τηλεφώνου που για να το κάνω έπρεπε να ψάξω στον φάκελο με όλα τα χαρτιά του αυτοκινήτου, που βρίσκονταν μέσα σε μια σακούλα και αυτή μέσα στο πορτ μπαγκάζ.
Τι να σου πρωτοπεριγράψω…
Το καλό με αυτά που έπρεπε όντας μόνος μου να κάνω, είναι ότι δεν πανικοβλήθηκα και δεν αγχώθηκα ώστε να τα παρατήσω όλα και να… να, τι;…
Έκανα λοιπόν το τηλεφώνημα όπως σου ειπα.
Οι άνθρωποι και υπομονετικοί και εξυπηρετικότατοι.
Τους είπα ποιος και που είμαι, προς ποια κατεύθυνση, αριθμό αυτοκινήτου κλπ κλπ, τέλος μου είπαν να περιμένω και έρχεται η βοήθεια. Με ρώτησαν αν θα πήγαινα κι εγώ μαζί  με τον οδηγό που θα μετέφερε το αυτοκίνητό μου στο γκαράζ, τους είπα ναι, και μου είπαν αυτό να το συνεννοηθείς με τον οδηγό μου θα έρθει.
Ενώ κάνω το τηλεφώνημα νάσου άλλο αστυνομικό αυτοκίνητο.. από Π προς εμένα αυτό.
Προς μεγάλη μου έκπληξη αυτό έκοψε λίγο ταχύτητα, για να με ρωτήσει μόνον ενώ πήγαινε: «Τι έγινε;» «Δεν παίρνει μπρος» απάντησα. Και έφυγε κι αυτό.
Δεν ξέρω από αυτά, όμως νόμιζα ότι θα σταματούσαν να με βοηθήσουν κατ’ αρχήν, να ρυθμίσουν την κυκλοφορία, αλλά και, βέβαια, να με τιμωρούσαν αν έβρισκαν να έχω κάνει κάποια παράβαση.
Αυτοί απλά έφυγαν!
Δεν μπορώ να ξέρω αν έπρεπε να κάνουν κάτι άλλο.
Μα εκείνη την στιγμή, έχοντας κάνει την κλήση, δεν είχα παρά ναν περιμένω  τροχονομώντας τώρα με μεγαλύτερη άνεση και αποτελεσματικότητα.
Κάποτε άκουσα το τηλέφωνο να ηχεί όπως όταν είχα μήνυμα.
Θα είχαν πάρει από την ασφαλιστική εταιρία για να μου πουν σε πόση ώρα θα βρίσκεται εκεί η βοήθεια-έτσι μου είχαν πει ότι θα κάνουν.
Πώς να μπορέσω να δω το μήνυμα αφού δεν το μπορώ ούτε στο σπίτι καθισμένος στην πολυθρόνα μου να το δω…
Άρχισα να πατάω όλα τα κουμπιά του τηλεφώνου, δεν έγινε τίποτα, σταμάτησα κι εγώ κι αυτό.
Τώρα πια σκεφτόμουν, αν δεν με πάρει μαζί του ο μηχανικός που θα έρθει, πώς θα πάω πίσω, και πού θα  το πάει, τέτοια.
Πέρασε και κάποιος στο διάστημα αυτό που μου είπε: «Εμποδίζεις εκεί  που είσαι»! Τι ακούει κανείς! Σαν να στάθηκα εκεί επίτηδες!
Εκεί που καθόμουν-καθόμουν! που βασανιζόμουν θα έπρεπε να πω-, ένα μικρό αυτοκινητάκι σταμάτησε πίσω από μένα, που έγραφε πάνω του κάτι που δεν θυμάμαι. Βγήκε από μέσα του ένας νεαρός που και η μπλούζα του έγραφε το ίδιο πάνω της.
Σοβαρός, ευπροσήγορος, ευγενικός θα έλεγα.
«Τι έγινε;» με ρωτάει. Του εξηγώ με δυο λόγια, και αμέσως τον ρωτάω: «Είστε από την Ασφαλιστική Εταιρία;»
«Όχι», μου λέει,  «περαστικός είμαι».
Του δίνω τα κλειδιά, μπαίνει ενώ εγώ εξακολουθώ να κάνω τον τροχονόμο, κάτι τον βλέπω να κάνει μέσα στο αυτοκίνητο, τον βλέπω μετά να προσπαθεί να βάλει μπρος, και την τρίτη φορά το αυτοκίνητο πήρε εμπρός.
Βγαίνει, «εντάξει είστε» μου λέει, μπαίνει στοαυτοκινητάκι του και  φεύγει.
Κλείνω το πορτ μπαγκάζ, μπαίνω και φεύγω.
Σταματώ στο πρώτο σίγουρο μέρος που βρήκα.
Σκέπτομαι! Μήπως ήταν αυτός ο άνθρωπος που έστειλαν από την Ασφαλιστκή;
Μα δεν θα μου το έλεγε;
Έτσι κι αλλιώς όμως πρέπει να ειδοποιήσω ότι είμαι εντάξει και να μην έρθουν οι άνθρωποι.
Παίρνω, τους εξηγώ τι έγινε, τους ευχαριστώ κλπ. Σε λίγο με παίρνει στο τηλέφωνο και ο άνθρωπος που είχε ξεκινήσει να με πάρει. Του λέω κι αυτουνού τα ίδια-φαίνεται δεν είχαν προλάβει ακόμα να τον ειδοποιήσουν για την αλλαγή της κατάστασης.
Και τώρα πια είμαι ελεύθερος να συνεχίσω την ημέρα μου.
Ρωτάω κάποιον πού είναι το μαγαζί που ψάχνω, πάω, κάνω τη δουλειά μου, μπαίνω στο αμάξι μου και τραβάω για το σπίτι, με την απόφαση να πάω αύριο το αυτοκίνητο στο συνεργείο να το κοιτάξουν.
Ο θεός με βοήθησε στέλνοντάς μου τον άνθρωπο αυτόν να μου φτιάξει το αυτοκίνητο, σκέφτηκα.
Ακόμα δεν με άφησε σε κάποια στροφή μέσα στην πόλη να κλείσω ολόκληρη περιοχή.
Ακόμα δεν άφησε τους αστυνομικούς να έρθουν και να κάνουν ερωτήσεις για τις υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου-άδειες, ασφάλειες κλπ.
Και, είπα, γλίτωσα και από τη μεταφορά του αυτοκινήτου σε κάποιο γκαράζ, όπου θα το πήγαινα μόνος μου αύριο.
Τέλος μου επέτρεψε να διεκπεραιώσω αυτά που πρέπει να κάνει κάποιος στις παρόμοιες περιπτώσεις, χωρίς να έχω κάποιον βοηθό.
Και ενώ έχω τελειώσει με αυτά, οδηγώ πια προς το σπίτι.
Κάποια δύο χιλιόμετρα από το σπίτι, υπάρχει ένα δρομάκι όπου είναι ένα συνεργείο αυτοκινήτων.
Κανένα μισό χιλιόμετρο πριν φτάσω στη διασταύρωση που οδηγεί στο συνεργείο αυτό, το αυτοκίνητο σβήνει πάλι.
Το ανάβω, ανάβει.
Και προχωρώ.
Και είκοσι μέτρα πριν από τη διασταύρωση για το συνεργείο, το αυτοκίνητο αρχίζει να καπνίζει.
Καπνό που δεν έβλεπα μπροστά μου.
Σκέψεις αυτόματες που γίνονται σε κλάσματα του δευτερολέπτου ώσπου να έρθει η απόφαση: «Να σβήσω εδώ που είμαι; Μα εδώ που είμαι είναι τώρα δρόμος μέσα στην πόλη και τα αυτοκίνητα έρχονται  το ένα κολλητά στο άλλο-τόσο βιαστικά. Όχι, δεν θα σβήσω εδώ.  Μα αν προχωρήσω ποιος μου λέει, εμένα του αδαούς από αυτοκίνητα, ότι δεν θα πάρει  φωτιά το όχημα; Ή ποιος μου λέει ότι προχωρώντας θα γίνει μεγαλύτερη η ζημιά που βέβαια έχει ήδη γίνει στο όχημα;
Κι αν δεν σβήσω εδώ, πού να σβήσω; Μα, πηγαίνοντας προς το συνεργείο. Μα το συνεργείο είναι κάμποσο μετά τη στροφή. Και ο καπνός έγινε τόσος που δεν μπορώ να δω πια καλά…»
Και στρίβω και μπαίνω στο δρομάκι, σταματώ εκεί και πετιέμαι έξω.
Από πίσω μου ερχόταν ένας που έστριβε κι αυτός στο ίδιο δρομάκι. Βλέποντας εμένα να σταματώ και να βγαίνω έξω, αγνοώντας τον καπνό σαν ίσως την σοβαρή αιτία που με έκανε να σταματήσω, αρχίζει να μου φωνάζει από πίσω. Ούτε κατάλαβα τι έλεγε.
Από την άλλη πλευρά του δρομακίου ερχόταν ένα μικρό αυτοκινητάκι, με οδηγό έναν νεαρό της γενιάς των «μάγκικων» νεαρών μας. Τους φωνακλάδες αλλά και καλόψυχους «μάγκες» όπως φαινόταν με μια ματιά, αλλά και  όπως αμέσως αποδείχτηκε.
Γιατί βλέποντας εμένα θορυβημένον να κοιτάζω το αυτοκίνητό μου, μου κάνει  «Βλάβη ε;», ενώ την ίδια στιγμή ακούει και τον αποπίσω μου που φώναζε.
Τι κάνει λοιπόν;
Σταματάει  το  αυτοκίνητό του στο ρελαντί και τα βάζει μεγαλόφωνα και αγριεμένα με τον οδηγό του αυτοκινήτου που μου φώναζε.
Και του λέει «Τι θέλεις ρε; Βλάβη έχει ο άνθρωπος:! Δεν το βλέπεις; Βλάβη! Τι ζητάς; Άντε μην κατέβω κάτου και…»
Και έφυγε.
Ας είναι καλά.
Εγώ πάλι τι να έκανα; Να βάλω μπρος ένα αυτοκίνητο πνιγμένο στους καπνούς; Σωστά ή όχι πράττοντας, δεν το τολμούσα μιας και η εικόνα του καιόμενου οχήματός μου ήταν μια σοβαρή πιθανότητα για μένα όπως είχαν διαμορφωθεί τα πράγματα. Προσπάθησα να βρω τρόπο να διευκολύνω με υποδείξεις τον πίσω μου οδηγό πώς να περάσει, όμως ο χώρος δεν ήταν αρκετός για κάτι τέτοιο και οι τροχονομικές μου προσπάθειες αυτή τη φορά ναυάγησαν.
Και μετά τι να έκανα; Να αφήσω το αυτοκίνητο εκεί να καπνίζει, και να μπορεί να πιάσει φωτιά ίσως από τη μια στιγμή στην άλλη και να τρέξω στο συνεργείο που ήταν εκατό μέτρα μακριά; Να κάνω τι; Να τους πω ότι το αυτοκίνητό μου καιγεται; Να…. μα τι άλλο να έκανα; Δεν έβρισκα να κάνω τίποτα μόνο στεκόμουν και το κοίταζα να καπνίζει όλο και πιο πολύ, λέγοντας μέσα μου :τώρα θα ανάψει… τώρα θα πάρει φωτιά…
Και μετά τον υπέροχο μάγκα μου, έρχεται από το ίδιο, ελεύθερο γι αυτούς μέρος του δρόμου, ένας θυμόσοφος, που με ύφος Γαλιλαίου όταν ανακάλυψε ότι η γη γυρίζει, έστρεψε προς εμένα και δείχνοντάς μου με το κεφάλι του το αυτοκίνητό μου, μου είπε: «Καπνίζει!...»
Καθόμουν λοιπόν εγώ εκεί μη ξέροντας τι να κάνω, καθόταν μουρμουρίζοντας ο επόμενος που ο μάγκας τον είχε κατσαδιάσει, και … και… τι;
Και να ο Θεός πάλι που ήρθε να δώσει τη λύση στην αγωνιώδη δική μου αγωνία, και στην αδημονία του αναμένοντος άλλου αυτοκινήτου.
Και ο θεός αυτή τη φορά ήρθε με το πρόσωπο ενός γερανοφόρου φορτηγού αυτοκινήτου, που το οδηγούσε ένας γέρων ρακένδυτος, ψηλός, με ένα πρόσωπο σαν πιεσμένο από πάνω ώστε να έχει πλατύνει στα πλάγια, και με μια φωνή όπως εκείνων που είχαν χειρουργημένο CA του λάρυγγος και τώρα έχουν τραχειοστομία. Και μάλλον έτσι ήταν.
Σταμάτησε όμορφα όμορφα ακριβώς μπροστά μου, κατέβηκε από το θηρίο όχημά του, με πλησίασε και μου λέει: «Άνοιξε το καπό». Ανοίγω το καπό. Ο καπνός διαχύθηκε σε όλο το πλάτος του ανοίγματος.
Σκύβει ο γέρων στο καπό, πάει να ακουμπήσει κάτι, έκαιγε, το άφηνε.
«Νερό;», του λέω, «λάδια»; «Πήγαινέ το στο συνεργείο»  μου λέει, και μου δείχνει το συνεργείο.
«’Ετσι» του λέω, «που καπνίζει;» «Ναι» μου λέει, «θα έρθω να τους πω κι εγώ.»
Τι να τους έλεγε άραγε;
Μπαίνω, βάζω μπρος, το πάω.
Εδώ παύουν οι δυσκολίες για μένα.
Να μην στα πολυλογώ, το αυτοκίνητο δεν είχε διόλου νερό μέσα. Βάζανε νερό και πάλι άδειο ήταν.
Τέλος άφησα το αυτοκίνητο για αλλαγή του ψυγείου, και για έλεγχο «μήπως έχει κάψει και φλάντζα».
Φώτη, να μην σου λέω από τι γλίτωσα. Τα ξέρεις. Μεγάλος άνθρωπος είσαι, ξέρεις τι θα μπορούσα να έχει συμβεί σε περιπτώσεις όπως αυτές, που όμως δεν συνέβη, γιατί ο θεός με αγαπάει.

Και εδώ τελειώνω.
Σήμερα δεν κάθισα να τα πω όλα αυτά μπροστά στον καθρέφτη μου γιατί ήμουν ταλαιπωρημένος, και αντίς γι αυτό τα λέω σε σένα.
Χαιρετίσματα σε όλα τα παιδιά.     
Γεια χαρά.














 

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

«ΠΡΟΣ ΩΡΑΣ»

Σάλος. Φουρτούνα, Ταραχή. Αντάρα. Τρικυμία.
Κουμουνιστές  εκάμανε γκουβέρνο στη Γραικία.
Φόβος και τρόμος άπλωσε πάνω από την Ευρώπη.
Βλέπουν με μάτι ανήσυχο εδώθε όλοι οι τόποι.
«Τσάι», «τσουράπι», «τσαγανό», «τσιγάρο», «τσιμινιέρα»,
Λέξεις που ως τώρα ήσυχες πλανιόνταν στον αέρα
Μα κι όσες άλλες  από «τσ» τους έλαχε ν’ αρχίζουν
Τον Τσίπρα στους ταλαίπωρους τους γήινους θυμίζουν
Και πλέον γόοι και ποπετοί την οικουμένη ζώνουν.
Κουμουνιστές. Κουμουνιστές τη γη μας την αλώνουν.
Ο Λένιν αναστήθηκε. Ζωντάνεψε ο Μαρξ.
Και το ’νιωσε αυτό καλά ως κι ο καθένας βλαξ.
Μέχρι κι εγώ ο αδαής περί τα πολιτίκς
Και που γι αυτά ολοζωής βαθιά με ζώνει νυξ,
Κι εγώ λοιπόν κατάλαβα πολλές τι αλλαγές
Θα δει η Ελλαδίτσα μας μεγάλες και μικρές,
Πια τώρα δε θα έχουμε την Τρόικα να μας τρώει
Μα θα συναλλασσόμαστε αισίως με μια Κατρόι.
Κι αντί να μας ταλαιπωρεί τ’ άθλιο Μνημόνιο εκείνο
Θα έχουμε ένα ανθρώπινο κι ευγενικό Μηομνίνο.
Στα εστιατόρια με μισή μερίδα περηφάνεια
Γαρνιρισμένη με άρωμα από χαρισμένα δάνεια
Τελείως θα χορταίνουμε την που είχαμε πριν πείνα
Και τα συσσίτια ν’ ανθούν θα πάψουν στην Αθήνα.
Τη λέξη όταν «Σύνταγμα» θα λέμε θα δακρύζουμε
Κι αντίγραφα Μνημόνιου καθημερνά θα σκίζουμε
Ενώ ο λαός ρακένδυτος στα μαύρα του τα κρέπια
Θα πλέει μέσα σε πέλαγο γεμάτο αξιοπρέπεια.
Δραχμές θα κουδουνίζουνε αντίς ευρώ στις τσέπες
Και θα ’ναι όνειρο άπιαστο οι πίτσες και οι κρέπες.
Κι οι ευρωπαίοι ενώ εμάς κοιτώντας θα γελάνε
Ο Τσίπρας θα αισθάνεται-αλί-πανευτυχής
Αγνοώντας πως γυμνόποδες στ’ αγκάθια όσοι πάνε
Είναι ηλίθιοι-τρισαλί-και όχι ευφυείς.
 

Στον φίλο κύριο Δέδε, που με ρωτάει, από την Αλάσκα, τι μου αρέσει στην πολιτική «τέλος πάντων».

Ναι. Τον μισώ πολύ αυτόν τον «καπιταλισμό»,
που η Ελλάς με τον «πολύν» έχει πολιτισμό…

Ναι. Δε μου αρέσει τίποτα στον «καπιταλισμό»
που άλλοι τρώνε ψίχουλα και άλλοι το σκασμό.
Ναι. Δε μου αρέσει τίποτα στον «καπιταλισμό»
που όλοι εκτιμούν του χρήματος μονάχα το δεσμό.
Ναι. Δε μου αρέσει τίποτα στον «καπιταλισμό»
που όλοι διψούν του σώματος μόνον καλλωπισμό.
Ναι. Δε μου αρέσει τίποτα στον «καπιταλισμό»
που αδιαφορεί για ταπεινού ρυακιού κελαρυσμό.
Ναι. Δε μου αρέσει τίποτα στον «καπιταλισμό»
όπου κανένας δεν τηρεί τον Άγραφο Θεσμό.
Ναι. Δε μου αρέσει τίποτα στον «καπιταλισμό»
που κοινωνία οι άνθρωποι δε φτιάχνουν, αλλά εσμό.
Ναι. Δε μου αρέσει τίποτα στον «καπιταλισμό»
που έχει αντί για συντροφιά τον συναγελασμό.

Δε μ’ αρέσει που οι γυναίκες πόρνες έχουν όλες γίνει
δε μ’ αρέσει που κι οι άντρες μαστροποί γίναν κι εκείνοι.
Μου αρέσει οι γυναίκες να ’ν’ ελεύθερες υπάρξεις
και στον έρωτα να λείπουν «ηθικές», ταμπού και τάξεις.
Δε μ’ αρέσει που όλοι κλέφτες ειν’ ο ένας για τον άλλο
και στον κλέφτη απολογούνται  όλοι τους, τον πιο μεγάλο.
Μου αρέσει να γινόνται οι ανταλλαγές τιμίως
που σημαίνει να μην κλέβει ένας άλλονε αγρίως.
Διαπλοκή καμιά δε θέλω να ’χουν οι δημοσιογράφοι
και μελάνι, κι όχι αίμα, τα γραφτά τους να τα βάφει.
Να υπηρετούνε θέλω το σεπτό λειτούργημά τους
σα να γίνονται όσα λένε, στα χωράφια τα δικά τους.
Δε μ’ αρέσει να με κλέβει των πολιτικών η φάρα
και να μη χωρά η βρωμιά τους να περάσει ουτ’ από σκάρα.
Θέλω να ’χει τίμιους άντρες της Βουλής μου η απόχη,
που να είναι ΝΑΙ το ναι τους-τ’ όχι τους να είναι ΟΧΙ.
Η Παιδεία θέλω να βγάζει μόνο ανθρώπους κι όχι ζώα.
και να διατηρεί η Υγεία και ψυχή και σώμα σώα.
Στην τιβί θέλω ν’ ακούω σοβαρές μόνο εκπομπές-
σοβαρό να ’ναι το κλάμα σοβαρές και οι χαρές.
Θέλω νιάτα για μπροστάρη στης πατρίδας τη βιοτή
θέλω Λαό πρώτον σε Χρέος, μα και πρώτον σε γιορτή.

Κύριε Δέδε με δυο λόγια: δε μ’ αρέσει ο φασισμός
που εσείς γι αυτόν μιλάτε σαν «ο καπιταλισμός».
Τι μ’ αρέσει; Δεν μαντεύεις; Η Δημοκρατία! Να!
Πού υπάρχει; Βρες το. Αν όχι, τότε ρώτα με ξανά.
 

Στο ταχυδρομείο της πόλης  ήρθε μια καινούργια υπάλληλος που φέρεται στους πελάτες σαν τσόκαρο.
 Οι ΕΛΤΑ δεν μαθαίνουν τρόπους στις «ζωώδεις» υπαλλήλους πριν τους δώσουν μια υπεύθυνη θέση;
 

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 2002
ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ

Πλατεία του Αρεος νεκροταφείο.
Αναιμικά στην πλάκα της κεράκια
τα φωτισμένα στέκουνε δεντράκια
του βραδινού αξαίνοντας το κρύο.

Από τους κλάδους τους, που βλέπουν κάτου,
δάκρυα σταλάζουν πολυπικραμένα
σαν όχι να φωτίζουν κάποια γέννα
μα το άσωστο γιορτάσι του θανάτου.

Μαύρη το Δικαστήρια εκκλησία
σε παγωνιάς ομίχλη τυλιγμένη
σα σε σφαγίων κνίσσα, εκεί που μένει,
γιατί του Αδη έχει ταχτεί θυσία.

Βαθύ στην έρμη την πλατεία το σκότος.
"Αλέα" και "Μαίναλο" χωλ μνημοσύνων,
που τελετή όντων εκεί οστεϊνων
συμβαίνει, και ηχεί κοκάλων κρότος,

καθώς τα χέρια τα γδυμνά προτείνουν
και με κριγμαύς αλληλλοσυλυπούνται
τα δίπλα ενώ τα πεύκα που ενοχλούνται,
άυπνα, στη γιορτή κατάρες δίνουν.

Κι όσους το βήμα εκεί διαβάτες φέρει,
το Χάρο ακώντας να θροεί σιμά τους
διπλιάζουν τα γοργά τα βήματα τους
και σε σταυρό το κρύο κινούνε χέρι.

Τρίπολη 2002
 

Νεότερα από το μέτωπο των μάρμαρων: ο Σούνακ μίλησε και είπε ότι οι δύο πλευρές είχανε συμφωνήσει να μην  ανακατέψουν τα μάρμαρα στις συζητήσεις τους.
Και τον πιστεύω γιατί οι εγγλεζοθρεμμένοι λένε πάντοτε την αλήθεια έστω  και αν αυτή είναι εναντίον τους.
Σκέφτηκε λοιπόν ο Μητσοτάκης: «Να πάω στην Ελλάδα χωρίς να μιλήσω για τα μάρμαρα, θα πέσουν να με φάνε οι μαρμαρόφιλοι. Ας πω στη συνέντευξη λίγα λόγια λοιπόν για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Και για ό,τι γίνει από κει και πέρα δεν θα φταίω εγώ. Κανείς δεν θα μπορεί να μου πει ότι δεν μίλησα. Γιατί θα έχω μιλήσει!»
Ο Σούνακ από την άλλη, σου λέει, αφού μίλησε για τα αγάλματα, αν γίνει η συνάντησή μου μαζί του, θα πρέπει εγώ να του πω κάτι για όσα είπε στην συνέντευξη, στην οποία μας λέει κλέφτες. Οπότε πάει η συμφωνία μας να μη μιλήσουμε για τα αγάλματα. Λοιπόν τι μένει; Ακύρωση της συνάντησης!
Κι έτσι έκανε.
Όπερ έδει δείξαι.
Μια κουτοπονηριά του Μητσοτάκη πληρώθηκε σκληρά από τον Σούνακ, γιατί οι εγγλέζοι δεν αγαπάνε τις κουτοπονηριές. Γιατί οι εγγλέζοι δεν παραμερίζουν ούτε παρακάμπτουν το εμπόδιο που θα βρεθεί στον δρόμο τους. Το τσακίζουν!
 

Κύριε Αργυρίου έχετε δίκιο. Πράγματι ήταν ατόπημα του πρωθυπουργού η συμπεριφορά του στην Αγγλία.
Όλοι οι ραδιοφωνικοί μας σταθμοί όμως και όλοι οι πολιτικοί-από ό,τι  είδα μέχρι τώρα, μιλάνε για απρέπεια του Σούνακ.
Ας πούμε και την δική μας άποψη για άλλη μια φορά μετά από χτες.
Ο Μητσοτάκης πήγε στην Αγγλία και είπε κλέφτη τον Σούνακ.
Πας δηλαδή στο σπίτι κάποιου, και ενώ ακόμα είσαι στην αυλή του σπιτιού καθ’ οδόν προς την είσοδο, όπου σε περιμένει ο οικοδεσπότης, λες: πού είναι αυτός ο κλέφτης να κουβεντιάσω μαζί του;
Και σύμφωνα με τη γνώμη όλων των ελλήνων που τρώνε με δέκα μασέλες από τον Μητσοτάκη, σωστά αυτός έπραξε.
Η δική μας άποψη όμως είναι αντίθετη.
Δεν λες κάποιον κλέφτη όταν:
1.
Είναι αυτός που χάρις σε κείνον σήμερα εσύ έχεις κράτος. Γιατί αυτός μαζί με τους συμμάχους του έδιωξε τους τούρκους από την Ελλάδα.
2
Είναι αυτός ο κάποιος ο κυρίαρχος του Παιχνιδιού σήμερα στην υφήλιο, που κυβερνάει τον κόσμο μέσω ΗΠΑ.
Λένε οι πληρωμένοι: Δε σέβεται (ο Σούνακ) την Ελλάδα.
Ποια χώρα είναι η Ελλάδα για να την σεβαστεί; Η Ελλάδα της διαφθοράς, η Ελλάδα της μιζέριας, η Ελλάδα η προσκυνημένη στους «συμμάχους», η Ελλάδα η ψωμοζήτα, η Ελλάδα που τρέφεται από την ελεημοσύνη των ξένων, η Ελλάδα-χώρα χωρίς Παιδεία, Υγεία κλπ.
Αυτή τη χώρα «δεν σεβάστηκε» ο Σούνακ.
3.
Έχουν φαγωθεί να ζητάνε τα μάρμαρα τελευταία.
Τι να τα κάνουν;
Καταλαβαίνουν οι έλληνες από τέτοια;
Είναι πολιτισμένοι οι έλληνες;
Τους νοιάζουν τα μάρμαρα ή μόνον η κακομοιριά και η πείνα που τους δέρνει;
Και βέβαια ούτε καταλαβαίνουν από τέτοια, ούτε πνευματικό πολιτισμό έχουν. Όταν τους ρωτήσεις σχετικά αρχίζουν: «Οι αρχαίοι μας πρόγονοι….»
Αγνοούν ότι πνευματικό πολιτισμό έχουν μόνον οι κοινωνίες που τον δημιουργούν. Που τον δημιουργούν ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ.
Και αν ακόμα υποθέσουμε ότι οι σημερινοί έλληνες είναι απόγονοι των αρχαίων ελλήνων, πάλι απολίτιστοι είναι αφού αυτοί οι ίδιοι, σήμερα, δεν έχουν πολιτισμό.
Γιατί ζητάνε λοιπόν οι πολιτικοί μας τα μάρμαρα;
Πρώτα για να αποσπάσουν-τάχα- το μυαλό του έλληνα από την δυστυχία του.

Και ύστερα για να αυξήσουν τον τουρισμό της χώρας, δηλαδή την ελεημοσύνη των ξένων που την έχουν αναγάγει σε «βαριά βιομηχανία». Για να αυξήσουν δηλαδή τον πλούτο της χώρας, ώστε να τρώνε περισσότερα οι έλληνες κλέφτες.

4.
Αν τα έπαιρναν πίσω, θα ήσαν ικανοί να τα συντηρήσουν;
Βλέπουμε πόσο συντήρησαν τα Ολυμπιακά κτίρια και χώρους μετά τους Ολυμπιακούς. Βλέπουμε πώς αφήνουν στην τύχη τους ευρήματα άλλα αρχαιολογικά, βλέπουμε πως στερούνται Μουσείων πόλεις με τεράστιον αρχαίο πολιτισμό, βλέπουμε… βλέπουμε… και τι δεν βλέπουμε…

Και με όλα αυτά, πάει ο Μητσοτάκης και λέει του Σούνακ: είσαι κλέφτης!
Μετά από αυτό τι να πει κανείς…
Τι να καταλογίσει στον Μητσοτάκη;
Μα ό,τι και να του καταλογίσει δίκιο θα έχει.

Αυτά όλα δεν ισχύουν βέβαια για εκείνους που έχουν για έργο τους την χρυσοπληρωμένη εξύμνηση του Μητσοτάκη.
Εμείς όμως κύριε Αργυρίου ας έχουμε το προσόν να βλέπουμε καθαρά.
Μεταξύ μας κι αυτό, γιατί οι αντίθετοι σε αυτά θα μας έφερναν τα δικά τους επιχειρήματα, νομίζοντας ότι αυτοί βλέπουν καθαρότερα.
Σε επίρρωση των παραπάνω συλλογισμών μου, επιλέγω να φέρω πάλι στο προσκήνο κι άλλους κάποιους στίχους μου για το ίδιο θέμα, μιας και κάθε τόσο οι «ιθύνοντές» μας επαναφέρουν το θέμα. Και ας φτάνουν οι στίχοι αυτοί στο άλλο άκρο το πράγμα:

ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ

Η Ακρόπολη αποκλείστηκε για δεύτερη φορά
από υπαλλήλους που ζητούν λεφτά απ’ το Σαμαρά.
Και η τι-βι όλη φρύαξε. Σκούζουν οι εφημερίδες.
Σύλλογοι εξανίστανται. Βοούν μανδάμ και δίδες.

«Να κλείσουν την Ακρόπολη!…την τόσο μας αρχαία!…
Πολιτισμού οι τύποι αυτοί δεν έχουνε ιδέα;!…»
Μαντάμες και υπουργάκοι μου και Τύπε κίτρινέ μου
ό,τ’ είπατε και γράψατε πηγαίνει κατ’ ανέμου.

Εικοσιτρείς ακρόπολες κι εξήντα παρθενώνες,
όσους κι αν πριν εχτίστηκαν δακρύβρεχτους αιώνες,
ας πάνε όλες στο χαμό μ’ αυτό αν είναι να ’βρει
ένα ο φτωχός ξεγέλασμα στην πείνα του τη μαύρη.

Όλα τα παλιομάρμαρα του κόσμου να χαθούνε
παρά οι φτωχοί μας το ψωμί ψωμάκι να το πούνε.
Άνθρωποι που παθιάζονται για πέτρινα μνημεία
και που για φτώχεια μέριμνα δε δείχνουνε καμία,

ψευτόκλαμα ειν’ το κλάμα τους κι αγύρτικη η οργή τους-
περσότερο τους γνοιάζει αυτούς μια πέννα απ’ το πουγκί τους.
Λέν οι αχρείοι: «τον Τουρισμό αυτό πολύ θα βλάψει
ξένος αφού στον τόπο μας να έρχεται θα πάψει!

…πέσαμε δέκα στα εκατό ήδη στον Τουρισμό!
Με την Ακρόπολη κλειστή τραβάμε στο χαμό!..»
Μα ή μ’ εκατό τοις εκατό ή με σαράντα μείον
του έρμου φτωχού δε θ’ αυξηθεί καθόλου το ταμείο’.

Συντρίμμια όλα τα μάρμαρα του τόπου αυτού να γίνουν
αν είναι μόνον ίδρωτα κι αίμα λαών να πίνουν.
Και παρανάλωμα φωτιάς ας γίνουν τα Μουσεία
αν πείνα στη φτωχολογιά φέρνουν κι απελπισία.

Του κόσμου κάθε άψυχο λιθάρι ας χαθεί
αν είναι μόνο μια ζωή ανθρώπου να σωθεί.

Και να κι άλλοι στίχοι σχετικοί με το ίδιο θέμα, επί δικτατορίας ΠΑΣΟΚ:

Κατά τη ΝΕΡΙΤ «θράσος έχουν οι βρετανοί που στέλνουν τα αγάλματα σε ξένες χώρες και όχι οι έλληνες που τα ζητάνε πίσω»(!)
Άντε πάλι με τ' αγάλματα...
Πάλι αυτοί, πάλι κι εγώ.

ΠΑΛI  Τ΄ ΑΓΑΛΜΑΤΑ

Λόγος για κάτι μάρμαρα γίνεται τελευταία
που μας τα πήραν λέει πριν πολλές δεκάδες
χρόνια
κι η κλίκα τώρα του ΠΑΣΟΚ τα θέλει πάλι πίσω.

Δε θέλει μάρμαρα ο λαός γελοίοι "κινηματίες".
Αν θέλετε ζητάτε τα μα όχι στ' όνομά του.
Φράγκο δε δίνει ο λαός γι αυτές τις παλιοπέτρες
που σχήμα κάποιοι ανθρώπινο ή ζώου τους έχουν
δώσει.
Τις τσέπες σας τα μάρμαρα κοιτάζετε μονάχα
απ' ό,τι τώρα πιότερο ακόμα να γεμίσουν.
Πώς; Μόνο σεις το ξέρετε. Εγώ υποθέτω μόνον
και λέω πως περιμένετε τον τουρισμό ν' αυξήστε
γιατ' οι τουρίστες θα 'ρχωνται τα μάρμαρα να
δούνε
και τον αγλέουρα κι από κει εσείς να ξαναφάτε-
και σεις και τα δισέγγονα και τα τρισέγγονά σας.

Έτσι κι αλλιώς λοιπόν ο λαός δραχμή δε θα ’δει πάλι-
με μάρμαρα είτε δίχως τους εκείνος θα πεινάει,
όπως πεινούσε πάντοτε καί ιδιαιτέρως όταν
ό,τι βρωμιά, την κάνετε τάχατες στ' όνομά του.

Τα μάρμαρά σας ο λαός δε θέλει να τα ξέρει-
κι αν θα τα πάρτε φάτε τα καθώς τις σάρκες
τρώτε
του λαού που κάθεται άβουλος κι ηλίθια σας κοιτάζει
το αίμα και τον ίδρω του λαίμαργα να ρουφάτε.
Φαϊ ζητάει ο λαός που σεις δε θα του δώστε
είτε τα βρωμομάρμαρα τα πάρετε είτε όχι.
Παλέψτε για τα μάρμαρα λοιπόν με δύναμη όση
σας δίνει η απληστία σας. Να ξέρετε όμως οτι
όλες σας τις βρωμόπετρες που για να σας τις
δώσουν
σα γύφτοι εκλιπαρήσατε, ο λαός τις γράφει όπου
μελάνι εκεί που κι η σοφή λέει παροιμία, δεν
πιάνει.
Αυτός όλα τα μάρμαρα γι αντάλλαγμα τα δίνει
για μιας ημέρας φαγητό σ' ενού άνεργου τραπέζι.
Κάντε ό,τι θέλετε λοιπόν με τις βρωμόπετρές
σας-
και πότε κάνατε ο λαός ό,τι ζητάει και θέλει;
και πώς μπορούσατε ποτέ αυτό να ’χατε κάνει,
αφού ο λαός πεινάει ψωμί κι όλο εσείς το τρώτε;
Και μήπως αν τα πάρετε τ’ αρχαία μάρμαρά σας
να τα φυλάξτε είστε ικανοί; Σε δύο χρόνια μόνο
καταστραμμένα θα ’ν’ κι αυτά σαν που όλα τ άλλα
είναι.
Τουλάχιστο, τρομάρα σας, να ξέρατε από Τέχνη...
Η μόνη τέχνη που καλά έχετε μαθημένα
ειν' η κλεψιά. Γιατί λοιπον δεν πάτε να τα κλέψτε
ώστε επιτέλους να 'ρθουνε, να πάψτε σα ζητιάνοι
το χέρι σας ν' απλώνετε κι εκτός από δολάρια
και πέτρες τώρα δουλικά να κλαίγεστε να πάρτε;
Άντέστε κομματόσκυλα, εμπρός, κλαφτείτε ακόμα.
Μα να 'χετε καλά στο νου: η κλίκα σας μονάχα-
η ξεκομμένη απ' το λαό-τα μάρμαρα ζητάει.
Όπως η κλίκα η ίδια σας εζήτησε να κάνει
κι αγώνες ολυμπιακούς-ακόμα έν' από κείνα
που ο λαός καταστροφή τα βλέπει, γιατί νιώθει
πως πιο δυστυχισμένονε με κείνους θα τον κάντε.
Κάντε λοιπόν το κέφι σας αισχροί "κινηματίες".
Και να φχαρστάτε συνεχώς το θεό σας μην
ξεχνάτε,
που ενός χαζού σας έδωσε λαού αφέντες να 'στε,
λαού ενος δουλόπρεπου που τα όπλα δε σηκώνει
κι όσοι μετρώντας είστε βρει, τόσους ν' ανοίξει
τάφους.

Κύριε Αργυρίου σας χαιρετώ και εύχομαι κάποτε να τα πούμε και δια ζώσης.
 

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Ώστε ο Μητσοτάκης τάβαλε με τον Σούνακ!
Γιατί;
Για να ικανοποιήσει ορισμένους κρετίνους που θέλουνε τ’ αγάλματα πίσω;
Γιατί νομίζει ότι ο ελληνικός λαός ενδιαφέρεται για τα αγάλματα;
Γιατί νομίζει ότι ο Σούνακ είναι  Ανδρουλάκης ή Τσίπρας ή Κασσελάκης;
Ή μήπως γιατί είναι πολιτικά βλάκας και δεν ξέρει ότι αυτός είναι ποντίκι και ο Σούνακ ελέφαντας;
Άγνωστοι αι βουλαί  του Υψίστου και μυστήριοι οι δρόμοι του μυαλού του.

Όταν το διάβασα αυτό σήμερα, μου ήρθε στο νου ένα ανέκδοτο που είχα ακούσει μικρός.
Ήταν ένας άντρας, τα παλιότερα χρόνια, σ’ ένα χωριό, όταν ακόμα δεν υπήρχαν αποχωρητήρια στο σπίτι μέσα, που φοβόταν να βγαίνει έξω τη νύχτα, και ανάγκαζε τη γυναίκα του να πηγαίνει μαζί του έξω για συντροφιά όταν ήθελε να αφοδεύσει.
Η γυναίκα του τι να έκανε, άφηνε τις δουλειές της ή τη βολή της και πήγαινε μαζί του έξω.
Μια βραδιά που έκανε κρύο, βγήκε πάλι έξω ο άντρας να «τακτοποιηθεί», τραβώντας και τη γυναίκα του βέβαια μαζί.
Εκεί που «καθόταν» λοιπόν, κοίταξε το  φεγγάρι και λέει της γυναίκας του που έτρεμε από το κρύο: «Κοίτα γυναίκα τι όμορφο είναι το φεγγάρι:»
Και η γυναίκα του: «Χέσε άντρα μου κι έμπα μέσα που θέλεις και φεγγάρι…»
Έτσι και στον Μητσοτάκη λέει ο έλληνας: «Κοίτα πρωθυπουργέ μου να βγεις αλάβωτος από τον ελέφαντα (και συ και η χώρα μας) και άσε τις μαλακίες…»

Μιας και θέλει  έτσι λοιπόν, να και κάτι άλλο σχετικό με τα αγάλματα, που αν δεν διάβαζα τα παραπάνω δεν θα το έβαζα:

«ΜΑΡΜΑΡΑ ΚΑΛΟΥΝ ΜΑΡΜΑΡΑ»

-Αλό! Αλό! το μάρμαρο το ελληνικό μιλάει!
Λαμβάνετε-λαμβάνετε μάρμαρα της Αγγλίας;

-Τι θέλεις;-σε λαμβάνουμε πολύ καλά μάι ντήαρ.

-Θέλουμε να μας έρθετε. Μας λείψατε πολύ.

-Από μακριά σου στέλλουμε γλυκό ένα φιλί
μα όμως δεν ερχόμαστε.

                                          - Σας θέλει ο λαός.

-Όχι ο λαός! Μια δεκαριά πολιτικοί μονάχα
για να ειπούν: «Τα φέραμε τα μάρμαρα-ιδού τα!»
και τουρισμό να φέρουνε που κι απ’ αυτόν να φάνε-
Οι έλληνες πολιτικοί μέχρι κι εδώ βρωμάνε.

-Ελάτε! Ήλιο έχουμ’ εδώ που από κει πιο λάμπει.

-Βλακείες! Λάμψη έχει αυτός σ’ όλη τη γη την ίδια.

-Εδώ ανήκετε-όχι εκεί-εδώ είστε γεννημένα.

-Πατρίδα όπου τον αγαπούν, μετράει για τον καθένα.

-Ελάτε. Η Μελίνα μας πολύ σας αγαπούσε.

-Άλλους αυτή αγάπαγε και σ’ άλλους εδινόταν.
Φτηνή αυτή, ακριβά εμείς. Άλλο να πεις τι έχεις;

-Τι να ειπώ… ότι πολύ η Ελλάδα μας σας θέλει;

-Πες της να βρει πολιτικούς, όπου με νου και γνώση
η Σέχτα όσα προσπαθεί, όμορφα αυτοί να κάνουν.

-Πως να τους βρει… όλοι αυτοί κλέβουνε την Ελλάδα.
…Καθήστε ’κει, καλά είσαστε, ποτέ να μην ερθείτε.
Κάλλιο εκεί και ζωντανά ή εδώ και να χαθείτε.
 

Κύριε Αργυρίου, έχετε δίκιο, με την αναμόχλευση στις μέρες μας των άπλυτων του ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσα να ξαναφέρω εδώ τα όσα πάμπολλα με τα οποία τον έχω σατιρίσει από τη γένεσή του.
Αλλά και γενικότερα όσα για την πολιτική και τους πολιτικούς έχω γράψει.
 Όμως αυτό τον καιρό ασχολούμαι με άλλα, συγκεκριμένα με την διάθεση των γραφτών μου σε κύκλους που ενδιαφέρονται γι αυτά, όπως και εσείς, αλλά που επιπλέον έχουν και τα μέσα της συντήρησης και κυκλοφορίας τους όπου  και όποτε δει.
Όταν όμως τσιγκλιέμαι αρκετά από κάτι, θα επανέρχομαι. Όπως σήμερα με τα μάρμαρα.

ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ
(από τον καιρό  του Σημίτη)

Βρε κοίτα πώς αλλάζουνε σε μία μέρα όλα
κι ενώ ο Σημίτης έλεγα πως θα τη φάει τη φόλα
κοίτα πώς τώρα γύρισε το φύλλο! Και να δείτε
πως προ εκπλήξεως κι εγώ κι εσείς θε να βρεθείτε.

Πια γκόβερνο όχι-δε θα 'ρθει-Νέας Δημοκρατίας,
γιατί απλούστατα ο Μπλέρ, ο ηγέτης της Αγγλίας
όσα έκλεψαν αγάλματά ο Ελγιν και οί άλλοι
εδήλωσε πως γρήγορα θα μας τα δώσει πάλι.

Kι αυτό θα γίνει σύντομα, πριν εκλογές να ’ρθούνε
ώστε όποιοι τώρα κυβερνούν, πάλι θα κυβερνούνε.
Γιατί; Θέλει και ρώτημα; Γιατί αν αυτό θά γίνει
φαϊ θα έχουμε όλοι μάς-και πια τo θέμα κλείνει.

Οι διαδηλώσεις παύουνε, παύουν κι οι απεργίες.
Και παύουν γιατί για όλα αυτά θα λείψουν οι αιτίες
αφού ο κόσμος τότε πια θα τρώει όσο θέλει
και τότε όλα ζάχαρη-και τότε όλα μέλι.

Τότε αν πεινάει ο λαός και πάει γι απεργία.
δίχως καθόλου άργητα ή κωλυσιεργία
μια ψησταριά θα στήνεται με σίδερο ένα ντούρο,
και η κυβέρνηση εκεί θα ψήνει έναν Κούρο.

Kι όταν φωνάζουν οι άνεργοι φαϊ πως δεν υπάρχει
μία Καρυάτιδα βραστή θα τρώνε δίχως πάχη.
Και βλοσυροί όσοι ροβολάν βοσκοί μας απ' τα όρη
θα τους σερβίρεται άμεσα κοκκινιστή μια Κόρη.

Τους Κένταυρους θα βάλουμε για μας δουλειές να κάνουν,
τους Γίγαντες τα έργα μας τα επίπονα θα φκιάνουν,
οι Νύμφες μας ημίγυμνες χορούς θα μας χορεύουν
με Σειλινούς και Σάτυρους αισχρά να τις χαϊδεύουν.

θα καταργήσουμε τη ΔΕΗ γιατί ο φωτοδότης
Απόλλων, φως ποιότητας θα μας παρέχει πρώτης'
και πάει ο ΟΤΕ και τα ΕΛΤΑ, ο Ερμής αφού ο μαγκιόρος
ανέξοδος και γρήγορος θα ’ναι μαντατοφόρος.

Τον Δία-Ρέππα μοναχά που από τo υπουργείο
στη φτώχεια πάνου κεραυνούς σβουρίζει δύο δύο-
από το χρυσοφόρο του θα πάρουμε τo πόστο
ώστε-ίδιο μάρμαρο κι αυτόν-να τονε φάμε ρόστο.

Η Άρτεμη θ' αντικαθιστά τη δεκαεφτά Νοέμβρη
αφού ένα βέλος θ' αμολά κι αυτή και όποιον έβρει,
με τα ποτάμια ο Ηρακλής θα καθαρίζει βούρκους,
κι ο Άρης, άμα μας ριχτούν, θα σταματάει τους τούρκους.

Και τότε πια παράδεισος θα είναι η Ελλάδα
κι ανάμνηση η που τρώγαμε ως τώρα φασουλάδα.
Και ο Σημίτης θα ’ναι πια πρωθυπουργός και πάλι
μιας και τη φτώχεια στη γωνιά θα ’χει για πάντα βάλει.

Πλην αν μετ’ τ’ άλλα αγάλματα μας έρθει και η Δίκη.
Γιατί αυτή απ’ τη χρυσή θα βγάλει ευθύς τη θήκη
τo ξίφος Της, που θάνατο σε άθλιους κλέφτες δίνει,
κι από την κλίκα του ΠΑΣΟΚ ρουθούνι δε θα μείνει.
 

Πάλι αυτοί,
με τον Μητσοτάκη τώρα,
ζητάνε τα μάρμαρα….
Πάλι αυτοί πάλι εγώ.

ΜΑΡΜΑΡΑ ΚΑΛΟΥΝ ΜΑΡΜΑΡΑ»
(Σαμαράς στα εγκαίνια του Μουσείου)

-Αλό! Αλό! το μάρμαρο το ελληνικό μιλάει!
Λαμβάνετε-λαμβάνετε μάρμαρα της Αγγλίας;
-Τι θέλεις;-σε λαμβάνουμε πολύ καλά μάι ντήαρ.
-Θέλουμε να μας έρθετε. Μας λείψατε πολύ.
-Από μακριά σου στέλλουμε γλυκό ένα φιλί
μα όμως δεν ερχόμαστε.
                                          - Σας θέλει ο λαός.
-Όχι ο λαός! Μια δεκαριά πολιτικοί μονάχα
για να ειπούν: «Τα φέραμε τα μάρμαρα-ιδού τα!»
και τουρισμό να φέρουνε που κι απ’ αυτόν να φάνε-
Οι έλληνες πολιτικοί μέχρι κι εδώ βρωμάνε.
-Ελάτε! Ήλιο έχουμ’ εδώ που από κει πιο λάμπει.
-Βλακείες! Λάμψη έχει αυτός σ’ όλη τη γη την ίδια.
-Εδώ ανήκετε-όχι εκεί-εδώ είστε γεννημένα.
-Πατρίδα, όπου τον αγαπούν, μετράει για τον καθένα.
-Ελάτε. Η Μελίνα μας πολύ σας αγαπούσε.
-Άλλους αυτή αγάπαγε και σ’ άλλους εδινόταν.
Φτηνή αυτή, ακριβά εμείς. Άλλο να πεις τι έχεις;
-Τι να ειπώ… ότι πολύ η Ελλάδα μας σας θέλει;
-Να έβρει τους πολιτικούς, όπου με νου και γνώση
η Σέχτα όσα προσπαθεί, όμορφα αυτοί να κάνουν.
-Πού να τους έβρει… όλοι τους κλέβουνε την Ελλάδα.
…Καθήστε ’κει, καλά είσαστε, ποτέ να μην ερθείτε.
Κάλλιο εκεί και ζωντανά ή εδώ και να χαθείτε.
 

 (από τότε...)

Ο ΣΥΡΙΖΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
ή
«ΠΡΟΣ ΩΡΑΣ»

Σάλος. Φουρτούνα, Ταραχή. Αντάρα. Τρικυμία.
Κουμουνιστές  εκάμανε γκουβέρνο στη Γραικία.
Φόβος και τρόμος άπλωσε πάνω από την Ευρώπη.
Βλέπουν με μάτι ανήσυχο εδώθε όλοι οι τόποι.

«Τσάι», «τσουράπι», «τσαγανό», «τσιγάρο», «τσιμινιέρα»,
Λέξεις που ως τώρα ήσυχες πλανιόνταν στον αέρα
Μα κι όσες άλλες  από «τσ» τους έλαχε ν’ αρχίζουν
Τον Τσίπρα στους ταλαίπωρους τους γήινους θυμίζουν.

Και πλέον γόοι και ποπετοί την οικουμένη ζώνουν.
Κουμουνιστές. Κουμουνιστές τη γη μας την αλώνουν.
Ο Λένιν αναστήθηκε. Ζωντάνεψε ο Μαρξ.
Και το ’νιωσε αυτό καλά ως κι ο καθένας βλαξ.

Μέχρι κι εγώ ο αδαής περί τα πολιτίκς
Και που γι αυτά ολοζωής βαθιά με ζώνει νυξ,
Κι εγώ λοιπόν κατάλαβα πολλές τι αλλαγές
Θα δει η Ελλαδίτσα μας μεγάλες και μικρές,

Πια τώρα δε θα έχουμε την Τρόικα να μας τρώει
Μα θα συναλλασσόμαστε αισίως με μια Κατρόι.
Κι αντί να μας ταλαιπωρεί τ’ άθλιο Μνημόνιο εκείνο,
Θα έχουμε ένα ανθρώπινο κι ευγενικό Μηομνίνο.

Στα εστιατόρια με μισή μερίδα περηφάνεια,
Γαρνιρισμένη με άρωμα από χαρισμένα δάνεια,
Τελείως θα χορταίνουμε την που είχαμε πριν πείνα
Και τα συσσίτια ν’ ανθούν θα πάψουν στην Αθήνα.
Τη λέξη όταν «Σύνταγμα» θα λέμε θα δακρύζουμε
Κι αντίγραφα Μνημόνιου καθημερνά θα σκίζουμε
Ενώ ο λαός ρακένδυτος στα μαύρα του τα κρέπια
Θα πλέει μέσα σε πέλαγο γεμάτο αξιοπρέπεια.

Δραχμές θα κουδουνίζουνε αντίς ευρώ στις τσέπες
Και θα ’ναι όνειρο άπιαστο οι πίτσες και οι κρέπες.
Κι οι ευρωπαίοι ενώ εμάς κοιτώντας θα γελάνε
Ο Τσίπρας θα αισθάνεται-αλί-πανευτυχής
Αγνοώντας πως γυμνόποδες στ’ αγκάθια όσοι πάνε
Είναι ηλίθιοι-τρισαλί-και όχι ευφυείς.



 

ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ ΒΗΤΑ

Μέρα ηλιόλουστη.
Παραλία του Β. για φράπες.
Κλειστό το μαγαζί.
Ανοίγει στις τέσσερες το απόγεμα.
Μόνος πώς να περιμένεις;
Ένας σύντροφος κάνει την αναμονή υποφερτή.
Όπως και τη ζωή.
Επειδή σύντροφος δεν υπάρχει γι αυτό είναι η ζωή ανυπόφορη.
Όπως του Αδάμ.

Στην παραλία μια γύφτισσα τηγάνιζε ψάρια.
Δίπλα της ο άντρας της
ξαπλωμένος σε ένα χράμι
περιμένοντας να τηγανιστούν.
Φορτηγό αυτοκίνητο γεμάτο με πιθάρια και γλάστρες με φυτά.
Τμήμα του εσωτερικού του αυτοκινήτου διαμορφωμένο σε σπίτι τους.

Πήγα στη δουλειά μου.
Όταν γύρισα είχαν αποφάει.
Η γυναίκα έπλενε τα πιάτα ενώ ο άντρας είχε ξαπλώσει στο παγκάκι της παραλίας.

Ζήλεψα.
 

ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ ΑΛΦΑ

Βόλτα με τ’ αυτοκίνητο στα Π.
 Ώρα τρεις μεσημέρι.
Ώρα ανάπαυσης.
Ένα εξάχρονο κορίτσι στη μάντρα, δίπλα στη βρύση του χωριού κάτι φκιάχνει.
Γεια σου. Εδώ είναι τα Π.;
Ναι.
Τι φρούτα βγάζει ν’ αγοράσω μερικά;
Δε βγάζει. Κι εμείς παίρνουμε από την Σ. Εμείς στο σπίτι έχουμε μόνο μήλα και δεν ξέρω αν η μαμά μου τα πουλάει.
Πόσους κατοίκους έχει το χωριό σου; Αλλά μικρό κορίτσι είσαι, δε θα ξέρεις.
Πώς δεν ξέρω; Έχει εκατό ανθρώπους και πενήντα σπίτια.
Και τι φτιάχνεις τώρα εδώ;
Γεμίζω καρυδότσουφλα με κερί, βάζω κι ένα φυτίλι, το ανάβω και τα βάζω μέσα σε ένα δοχείο με νερό και πλέουν και είναι όμορφα.
Τα πουλάς να πάρω ένα;
…Ναι (ψιθυριστή συνεννόηση με ένα αγοράκι που είχε έρθει στο μεταξύ κουβαλώντας στη φούχτα του καρύδια). Πενήντα λεπτά το ένα.
Πλήρωσα, το πήρα, έφυγα.
 

ΝΥΧΤΑ

Από τις άκρες των βλεφάρων κρατημένη
ανακλάται σε κάτοπτρα ματιών
που γι αυτά αθέατη είναι
γιατί στην ψυχή τους έχει αυτή
από άρνηση γενεών σβηστεί.

Σκύλου αλύχτισμα που αρχή δεν έχει.

Πράγματα του δωματίου μεταποιημένα
στα πρώτα τους πρόσωπα: δέντρο,
φλέβα της γης, όνειρο.

Μία θάλασσα μαύρου,
που δεν ξέρει τι-
με τον εαυτό της παίζοντας-
δώρο στον εαυτό της να κομίσει.

Νύχτα. Που μ’ ένα νεύμα χαριστικό
του πεθαμένου κεφαλιού της  
επιτρέπει κάποτε σε ήλιους  
κάποιαν από τις ερήμους της
σερνάμενοι να διασχίζουν.
 

ΤΙ ΕΊΝΑΙ Η ΖΩΗ;!;;

Ένας αρειανός γυρίζει στον Άρη έπειτα από την πρώτη επίσκεψη αρειανών στη γη.
Αμέσως τον περικυκλώνουν δημοσιογράφοι, και πλήθη λαού για να μάθουν τα της γης.
Και κείνος: Τα πράγματα είναι όπως τα περιμέναμε. Τίποτα καινούργιο. Θάλασσες, ζώα, δάση, ψάρια, άνθρωποι, αυτοκίνητα, κτίρια... Κανένα ίχνος ζωής εκεί πάνω.
 

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

Μήπως ο Τσίπρας που έβλεπε ότι το κόμμα «του» θα διαλυθεί, και μη θέλοντας να σκάσει η βόμβα στα χέρια  του, γι αυτό έβαλε τον Κασσελάκη στην Προεδρία του Κόμματος, ώστε το κόμμα να διαλυθεί στα χέρια εκείνου-του οποίου βέβαια ο Τσίπρας την ανικανότητα γνώριζε από πρώτο χέρι;
Θα μου πεις γιατί να διαλυθεί το κόμμα-τι ήταν εκείνο που, αφού πραγματοποιήθηκε, το καθιστούσε πλέον άχρηστο;
Το Μακεδονικό;
Η ανάγκη της ύπαρξης για ένα διάστημα κάποιου «αριστερού» κομματικού
πανδοχέα ώσπου να συνέλθει η Δεξιά από το στραπάτσο που είχε πάθει τότε;
Και μήπως η όλη ιστορία άρχισε με τον Κωνσταντόπουλο, που γνωρίζοντας πολύ καλά την ηλιθιότητα του Τσίπρα, έδωσε το δαχτυλίδι σ’ αυτόν, συναινώντας ή υπακούοντας σε όσους, βλέποντας μακριά, είχαν σχεδιάσει να γίνουν τα πράγματα όπως έγιναν;   
(Και μήπως το «μήπως» πρέπει να απαλειφτεί ώστε οι παραπάνω προτάσεις να μην είναι ερωτηματικές;)
Από την άλλη, και παράλληλα με όλα αυτά, υπάρχει και ο ελληνικός λαός (Λαός! Τη θυμάστε τη λέξη; Είναι «ο κόσμος», «ο κοσμάκης», «οι άνθρωποι»…)-ο ελληνικός λαός που χλευάστηκε, εμπαίχτηκε, διακωμωδήθηκε με το Δημοψήφισμα, με τα νταούλια, με τις «δεκαεφτά  ώρες διαπραγματευόμουν» με το «θα σώσω την Ευρώπη», με… με…
Ο ελληνικός λαός που δεν ξέχασε τι σημαίνει «Αριστερά», αλλά, ο καημένος κι αυτός, όπως το ’χει συνήθειο, το θυμήθηκε πολύ αργά, τόσο αργά που την ενθύμησή του να την πληρώνει με καινούργιες συμφορές.
 

O ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΩΝ


1 Με αητού ψυχή και θώρι
και μ’ απλή κι αγνή καρδιά
μόνον οι κουκουλοφόροι
βλέπουν πάντα καθαρά.

2 Κι ενώ οι άλλοι λεν τι «πρέπει»
και πια παύουν-και σιωπούν,
οι κουκουλοφόροι έπη
γράφουν, δίχως να μιλούν.

3 Όταν καίνε τις σημαίες
και του «Αγνώστου» τη σκοπιά
πλαστουργούν σκιερές αλέες
να βαδίσει η Ανθρωπιά.

4 Κι ας φωνάζουν οι αχρείοι
ελληνίδος όπου γης,
και καθείς ας επισείει
απειλές λογής λογής

5 για τους νέους, που «βεβηλώνουν»,
όπως όλοι λεν αυτοί
τα ιερά, όταν ξηλώνουν
ό,τι πρέπει να χαθεί.

6 Κι αν εκάη μια σημαία,
χίλιες καιν οι βουλευτές
βίλλα φτιάχνοντας μια νέα
με λεφτά από τις κλεψιές.

7 Κι άλλες χίλιες ο καθένας
υπουργός, πολιτευτής,
κομματόσκυλο, ή ένας
κρατικός αρχιληστής,

8 όταν κλέβει απ’ τον Δημόσιο
τον φτωχό τον κορβανά
ιερό δίχως και όσιο
κάτι να τον σταματά.

9 Κι όποιον κλέφτει, τόνε στέλνουν,
όχι για τη φυλακή,
μα στο σπίτι τον πηγαίνουν
να τα φάει ήσυχα ’κει.

10 Όμως όταν χαλαστούνε
μια καρέκλα, ένα σκαμνί,
οι ληστές αυτοί βοούνε
για την αβαρία αυτή.

11 Κι όλοι ενώ είναι πνιγμένοι
στα κλεμμένα τους λεφτά
στο ρεφραίν καθείς τους μένει:
«ποιος θα τα πληρώσει αυτά;»

12 Ω! Μιαροί! Ο κουκουλοφόρος
δεν μιαίνει τα ιερά:
των ηρώων μαντατοφόρος
νέα σάς φέρνει τρομερά.

13 Ένα αγώνα φέρνει νέον
στην πανάθλιά σας γη
και σας λέει: «ξεχάστε πλέον
όσα κάνατε όλοι πριν».

14 Κι οι μολότωφ θε’ ν’ ανάψουν
μια τρανή τώρα φωτιά
και συθέμελα θα κάψουν
όσα σάπια και παλιά.

15 Κι οι κουκουλοφόροι δίνουν
σάρκα στ’ όνειρο κι οστά
κι όλα πίσω τους αφήνουν
και τραβούν γοργά μπροστά.

16 Απ’ τα βάθη των αιώνων
οι ήρωές μας τους θωρούν
και θερμά μ’ ευχές τους ραίνουν
και μ’ ευλόγια όση μπορούν.

17 Κι αν εζούσανε και τώρα
θα διαδήλωναν μαζί,
με κεινούς όπου η χώρα
θέλουν λεύτερα να ζει.

18 Κι αν υπήρχανε, οι ίδιοι
πρώτοι θα ’βαζαν φωτιά,
κι άλλη μια στις που ’χουν ήδη
έτσι παίρνοντας πρωτιά.

19 Ω! Αν εζούσαν οι καλοί μου
θα ’χανε ξεσηκωθεί
κι όλοι οι άθλιοι του Μαξίμου
θα ’χανε όλοι τους χαθεί.

20 Δε σκοτώθηκαν εκείνοι
για να οργιάζει η διαφθορά
για ν’ ανθούν μαφιόζων κτήνη
και να καίει η αγορά,

21 τα παιδιά μας για να βγαίνουν
κούτσουρα από τα σχολειά,
και πάντα άνεργα να μένουν
κι ας γυρεύουνε δουλειά,

22 οι εργάτες μες στους δρόμους
αρρωσταίνοντας να σβηούν,
να τους λένε παρανόμους
αν πεινώντας απεργούν,

23 ο αλλοπρόσαλλος ο «θείος»
τρισεκατομμύρια να ’χει
ο λαός ενώ αισίως
για ευρώ ένα δίνει μάχη,

24 και αβίωτος να ’ν’ο βίος
σε παιδάκια τρυφερά
και να δυστυχεί αισίως
κάθε μια νοικοκυρά.

25 Φλόγα που τα βρώμια καίει
και τα σάπια καταλεί,
ο εμπρηστής, όχι, δε φταίει,
μα η πατρίδα τον φιλεί…

26 Όλοι οι ήρωες του «Αγνώστου»
άμοιροι ήσαν και φτωχοί
που καθέναν ο υπουργός του
έστελνε να σκοτωθεί

27 για να μένει εκείνος σώος
κι απ’τις σάρκες τους να ζει
σαν αυτός να ’τανε αθώος
ή αυτοί να ’ταν χαζοί.

28 Για να βγαίνουν βουλευτήδες
Άκηδες βλητοκουτοί
και να πνίγουν Παπουτσήδες
τις Σαμίνες με κουπί.

29 Οι ήρωες –όχι!-δε χαθήκαν
για να κλέβει ο βουλευτής
κι ο υπουργός να ’χει για προίκα
θησαυρούς ολοζωής.

30 Και «αυτή ’ναι η Ελλάδα»
όποιος πει πρωθυπουργός,
δεν του πρέπει μες στη ΓΑΔΑ
και δοχείο ναν’ νυκτός;

31 Ω! Γενναίοι κουκουλοφόροι!
Η φιλτάτη μας πατρίς
της Βουλής δεν είναι οι χώροι,
μα όπου είστε, είναι, εσείς!

32 Από εσάς, αν είναι να ’λθει
θα ’λθει πάλι η λευτεριά
που ο Πολιτικός εβάλθη
ν’ ανταλλάξει με σκλαβιά.

33 Εις εσάς χτυπάει κλεισμένη
της πατρίδος η καρδιά
κι από σας μόνο προσμένει
όπως τότε ελευθεριά.

34 Και ο Ευρωπαίος κοιτάει
τον αγώνα τον ιερό
τους δυνάστες σας ρωτάει:
«θε’ τε ν΄ αναλάβω εγώ;»

35 Απ΄τις μαύρες σας κουκούλες
πίσω εκρύφθη η λευθεριά
όπως μέσα σε σακκούλες
να μη σβηούνε τα κεριά.


36 Μα κεριού δεν είναι αχτίδα
ό,τι πίσω έχετ’ εκεί-
μόνον είναι θρυαλλίδα
βόμβας, πλούτου φονική.

37 Κι ανυπόμονα το χέρι
που τήνε κρατεί κοιτά
καθώς βιάζεται να φέρει
εις στους σκλάβους τη χαρά.

38 Ρίξτε πύργους, κάψτε κάστρα,
Βουλής κτίριο ρίξτε αισχρής-
στείλτε μήνυμα προς τ’ άστρα
ότι υπάρχετε κι εσείς.

39 Ρίξτε πλούτια υψωμένα
ως της φτώχειας το λαιμό!
Ρίξτε ονόματα πρησμένα
από Χρήμα και Καιρό!

40 Σπάστε! Κάψετε! Ρημάξτε!
Κι ό,τι θε’ νε, όποιοι, ας πουν:
Σας τρομάζουνε; Τρομάξτε!
Σας ζημιώνουν; Να χαθούν!

41 Και μη σκέψη γεννηθεί σας
πως χαλάτε ξένο βιος:
όλη η πλάση είναι δική σας
μιας και βγήκατε στο φως.

42 Κάτω οι πατρίδες όπου
βλέπουν μόνο ένα παιδί
και κάθε άλλο, του ίδιου τόπου,
το αφήνουν να χαθεί.

43 Θάνατος στα έθνη εκείνα
τέκνα ανάξια όπου γεννούν
και ποδοπατούν τα κρίνα
και τσουκνίδες καλλιεργούν.

44 Κάτω ως ρίχτει ’λάφι λιόντας
ρίξτε κάστρα ανίερα
για του έθνους πολεμώντας
τα σεπτά και τα ιερά.

45 Τέτοιο κράτος ας πεθάνει
τέτοιο κράτος ας χαθεί
που η κακία δέκα κάνει
και ουδ’ ένα η αρετή.

46 Στους λαούς τους τέτοιους πρέπει
χαλασμός και συφορά,
χαλασμός αφού τους τέρπει
και φιλούν τη συφορά.

47 Δεν αξίζει για να ζήσει
ένα κράτος σαν αυτό
που ρεμούλα και μπαξίσι
παίζουν μέσα του κρυφτό.

48 Με μολότωφ και σφεντόνα
θα ’ρθει πάλι ξαστεριά-
με παιδιά που στον αγώνα
πολεμάνε σαν θεριά.

49 Και πατρίδα φκιάστε νέα
που η χαρά του καθενού
να ’ναι τ’ άλλου η παρέα
και οι δυο τους τ’ ουρανού.

50 Και μια φτιάχτε νια πατρίδα
να ’ναι μάνα για ολουνούς,
καρπισμένη να ’ν’ η ελπίδα
και ανθός της να ’ναι ο νους.

51 Και «εκπρόσωποι» να λείψουν
με την πέτρινη ματιά
που κοιτούν κάθε να κρύψουν
των πατρώνων τους βρωμιά.

52 Από σας μόνο η Ελλάδα
θα ’δει πάλι προκοπή
απ’ των βουλευτών της πρώτα
την κλεψιά αν αποκοπεί....

53 «Άγνωστοι» Άγνωστον εκάψαν.
Δε σας λέει αυτό, μιαροί,
φωτιά αυτοί πως δεν ανάψαν
μα μνημόσυνου κερί;

54 Υψηλό ό,τι συμβολίζει
του Αγνώστου το ιερό,
των νεαρών δεν το βρωμίζει
η ορμή, όσον καιρό.

55 Οι «Άγνωστοι» τις ευλογίες
παίρνουν των παλληκαριών
που τιμήσαν τις αξίες
των προγονικών γενιών.

56 Ω Σεμνοί κουκουλοφόροι!
Ω! Σεπτοί καταστροφείς!
Οδηγοί σεις πρωτοπόροι
για τα φώτα της Αυγής!

57 Που εκάψατε θυμώνουν
κάτι κάδους σκουπιδιών
και ουρλιάζοντας ομώνουν
να σας κάνουν σκιές σκιών.

58 Μα οπλισμένοι με άγιο θάρρος
και με όπλα παιδικά
ο σοφός σεις είστε ο φάρος
που φωτίζει ιδανικά.

59 Κι αυτοί αξίζει να χαθούνε
απ’ το πρόσωπο της γης-
μες στη μαύρης γης να μπούνε
πάλι φως μη δουν αυγής.

60 Τώρα σεις αυτούς κρατάτε
με τα μάτια ολοκλειστά,
που δε θα ’χε γης να πάνε
αν τα είχατε ανοιχτά.

61 Ω! Απαίσιοι πρεπολόγοι!
Ω! Αχρείοι μαστροποί!
Σας αξίζουν τόσοι ψόγοι
όσοι αίνοι στην ντροπή!

62 Στων αγώνων τ΄ανηφόρι
που στην πρόοδο τραβά
οι έλληνες κουκουλοφόροι
βλέπουν πάντα μακριά.

63 Ω Σεμνοί κουκουλοφόροι!
Ω! Σεπτοί καταστροφείς!
Οδηγοί είστε πρωτοπόροι
για τα φώτα της Αυγής!

64 Οδηγείστε! Οδηγείστε!
Και σας ακλουθάμε εμείς!
Ιχνηλάτες άξιοι είστε
της Χαμένης Μας Τιμής!

65 Το αίμα σας, πυρρό που στάζει,
και γι Αυτήν έχει χυθεί,
η Παιδεία το κοιτάζει
απ΄ το βάθρο Της σβηστή.

66 Χάμου απ’ της Βουλής ριγμένη
την κερδόσκοπη βουλή,
την πνοή σας περιμένει
να πετάξει σαν πουλί.

67 Σας φωνάζουνε βεβήλους
για σκοπιά που ’χει καεί-
αλλ΄ αυτοί ρίχνουν στους σκύλους
άγια κι όσια για φαί.

68 Κι οι «σκοπιές» που εκείνοι χτίζουν
βεβηλώνουν συνεχώς
με το πλούσιο που σκορπίζουν
μαύρο κι άδικο ένα φως.

69 Κι αυτοί σήμερα φωνάζουν
για βεβήλωση ιερών,
που ανεμόμυλοι φαντάζουν
όλων να ’ναι των καιρών.

70 Κι ο πρωθυπουργός λυσσάει
απ την Εσπερία μακριά
και παλιά αναμασάει
και τη μέρα λέει νυχτιά.

71 Και η ίδια η Ευρώπη
δίνοντας λεφτά με ουρά:
«Φέουδό μου όλοι οι τόποι»
υλακτιάει με χαρά.

72 Α! Ευρώπη! Λίγα θα ΄ναι
και για σένα τα ψωμιά-
οι ασιάτες ξεκινάνε
να σε θάψουν με κορμιά!

73 Τρεις «μεγάλες» οικογένειες
που το χρήμα δεν ψηφούν
στου λαού πατούν τις έγνοιες
πιο «ψηλά» για ν’ ανεβούν.

74 Και με οικογενειοκρατία,
και με μπράβων της τον κλοιό
της Βουλής η Αλητεία
το λαό τρομάζει πλιό.

75 Κι ως σε κάτοπτρο αντικρίζει
τη θωριά της την αισχρή,
’σάς αληταριό βαφτίζει
και φασίστες θεωρεί.

76 Και με τον κουκουλοφόρο
τα ’χουν οι πολιτικοί
που τον κλέβουν μες στον ντόρο
και τα τρώνε παρεκεί.

77 Αλλ’ αυτός με μια σφεντόνα
τα όσα κτήνη αψηφά
και με αλύγιστο το γόνα
ν΄ ανθρωπίσουν τους ζητά.

78 Και βοηθό έχει παρέκει
του λαού το αγνό λεφούσι
που αν κι ακόμα άπραγο στέκει
μα το τρέμουνε οι πλούσ’οι..

79 Οι χαφιέδες ενάντιά του
κοάζουνε των καναλιών,
αναμέσον με δεινά του
φορτωμένων κουταλών.

80 Και βοούν κοντυλοφόροι
με χρυσάφι πληρωτοί
τάχα οι κουκουλοφόροι
για τη χώρα ειναι ντροπή.

81 Και συφέρο αυτοί που έχουν
να ’χει ο λαός ζυγό,
στα «παράθυρα» όλο τρέχουν
κι άλλα λεν απ΄ ό,τι εγώ.

82 Και ιμάτια ξεσκιούνε
για κουκούλες σαν ακούν,
χίλια ευρώ ενώ τσιμπούνε
κάθε λέξη που θα πουν.

83 Και αλήτες τους βαφτίζουν
και τους λεν φασισταριό
τους νεαρούς όπου λογχίζουν
της δουλείας το θεριό.

84 Και καλά γραβατωμένοι
και τα μάλα κορδωτοί
σκνίπα γίνονται-οι καϋμένοι!-
με ανοησίας πιοτί.

85 Μα τους προσπερνάς σύ όλους
και τα τέτοια τ’ αγνοείς-
συ μακριά είσαι από δόλους
και διαθέσεις χαμερπείς.

86 Τους σκυμμένους ξεντροπιάζεις,
τους δοτούς ταρακουνάς,
τους φασίστες ξεμπροστιάζεις
και τους δείχνεις και σε μας.

87 Κι αιστανόμαστε ευφροσύνη
σα σε βλέπουμε μπροστά
στον αγώνα που μας δίνει
όσα, όποιος μας χρωστά.

88 Για όσους ζουν αναγκεμένοι
στων μεγάλων την κλεψιά,
και στης ζήσης είναι ξένοι
τη γλυκάδα την αψιά,

89 για όσους είν’ πληγές γεμάτοι
στην καρδιά και στην ψυχή
και γι αυτούς να δει τους μάτι
δεν υπάρχει, ούτε ευχή-

90 για κεινούς που ούτε να δούνε
μέρα ελπίζουνε καλή
και συμπόνιας δεν τρυγούνε
ψεύτικο έστω ένα φιλί,

91 για όσους αίμα τους κι ιδρώτας
των πλουσίων είναι σοδειά
και παρά δε ζουν μετρώντας
μα φριχτή αναπαραδιά,

92 για κεινούς που να δουλέψουν
θέλουν, κι άνεργοι όλο ζουν,
και που μόνο σα θα κλέψουν
την ημέρα τους περνούν,

93 είναι οι κουκουλοφόροι
γι αυτούς φίλοι κι αδερφοί
και σαν του ματιού έχουν κόρη
την αγνή τους τη μορφή.

94 Είναι οι κουκουλοφόροι
μαχαίρι ένα κοφτερό
κι είναι σάρισα και δόρυ
και πιοτί φαρμακερό,

95 όπου σφάζει και τρυπάει
και δλητήριο κερνά
και ο πλούσιος μαρτυράει
κι ό,τι έφαγε ξερνά.

96 Κι από κείνους καρτεράνε
οι φτωχοί το γδικιωμό
και των τόσων προσδοκάνε
των βασάνων τους σωσμό.

97 Ω! Γενναίοι κουκουλοφόροι!
Η φιλτάτη μας πατρίς
της Βουλής δεν είναι οι χώροι
μα όπου είστε είναι εσείς.

98 Και μη σκέψη γεννηθεί σας
πως χαλάτε ξένο βιος:
όλη η πλάση είναι δική σας
μιας και βγήκατε στο φως.
--------------------
 

ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΤΟΥ

Βασίλη κι αν ζωές χιλιάδες ζούσες
πάλι από Ποίηση δε θα νογούσες.
Είσαι μακριά απ’ της Ποίησης τα φώτα.
Στα Σκότη ακόμα νήχεσαι τα Πρώτα.

Κι ουτ’ από κει να βγεις έχεις ελπίδα.
Για σε δεν έχει σωτηρίας σανίδα.
Βαθιά χωμένος στην πεζότητα είσαι
και το αντίθετο ας προσποιείσαι.

Η Ποίηση θέλει Πνεύμα. Θέλει Βάθος.
Να Την υπηρετείς θέλει με Πάθος.
Να Της χαρίσεις θέλει την ψυχή σου
και τότε μόνο θα γενεί δική σου.

Μα συ αλλού είσαι φίλε χαρισμένος.
Για όλα της Ποίησης είσ’ ένας ξένος.
Χάμου πατάς εσύ κι εγώ πετάω-
κι ενώ ψελλίζεις συ, εγώ τραγουδάω.

Μ’ αν ως θαρρώ, δεν ξέρεις, μάθε ότι
κι οι δυο χρειαζόμαστε στην ανθρωπότη:
τη ζήση ο ένας μ’ άνθη να στολίζει
κι ο άλλος με μανία να τον βρίζει.

Είσαι ο νέος. Ο πρίγκιπας της βιάσης.
Μεριάζω, άνθρωπε νέε, να περάσεις.
Μα θες δε θες στην άκρη εγώ του δρόμου
θα κάνω το ταξίδι το δικό μου.
 

ΠΕΡΙ CERN-
ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΗΣ ΓΕΝΕΥΗΣ 10-9-08

Τι άσκοπα τα λεφτά τους που χαλάνε
αυτοί οι ανεκδιήγητοι Ευρωπαίοι!
Το Σύμπαν θέλουνε να δούνε λέει
πώς άρχισε! Και χρόνια κουβαλάνε

και χτίζουν ένα τούνελ στη Γενεύη
που στην αρχή του κόσμου θα τους πάει-
πριν απ’ του χάους τα πηχτά ερέβη
κι ο Χρόνος πριν αρχίσει να μετράει…

Επιστημονικές, χαζές σπατάλες…
δε ρώταγαν και κατά δω κανέναν
να μάθουν τις αλήθειες τις μεγάλες
που τώρα θα τους πει αυτή η πέννα:

Γιατί, το Σύμπαν μας, ω! προφεσόροι
από έλληνα έναν είχε ξεκινήσει,
το πάμμικρο όταν Σύμπαν είχε-a priori-
με το ποδάρι του αυτός κλοτσήσει.

Όλα απ’ τους έλληνες δεν ξεκινήσαν;
Κάτι αντίθετο έχετε να πείτε;
Πού πρώτοι οι έλληνες-πέστε!- δεν ήσαν;
Βλέπετε; Δεν μιλάτε: συμφωνείτε!

Κι έσπασε αυτό και άρχισε να τρέχει
κι από κοντά ο έλληνας το έχει
γιατί εκτός που ξέρει να κλοτσάει
πολύ καλά κατέχει κι από χάη…

Και μη φοβόσαστε πως μαύρη τρύπα
το CERN που ίσως γεννούσε, θα σας χάσει-
το ξέρω και ως τώρα ας μην το είπα:
όλες ο έλληνας τις έχει μάσει,

και τις κουβάλησε μες στην Ελλάδα
και από τότε εκείνες καταπίνουν
κάθε που είχε ο λαός ικμάδα
τόσο, που αρχίσανε πλέον να κλείνουν…

Λοιπόν την τέτοιαν αναζήτησή σας
αφήστε την και άλλο κάτι πιάστε.
Και πια τον άχρηστο επιταχυντή σας
σε μας παρακαλώ να τον περάστε:

έχει πολλά εδώ να επιταχύνει-
όπως μ’ αυτό το ποίημα κάνει τώρα
που στο τετράστιχο ετούτο κλείνει
αλλιώς πολλήν ακόμα θα ’γραφα ώρα.
 

Μήπως ο Τσίπρας που έβλεπε ότι το κόμμα «του» θα διαλυθεί, και μη θέλοντας να σκάσει η βόμβα στα χέρια  του, γι αυτό έβαλε τον Κασσελάκη στην Προεδρία του Κόμματος, ώστε το κόμμα να διαλυθεί στα χέρια εκείνου-του οποίου βέβαια ο Τσίπρας την ανικανότητα γνώριζε από πρώτο χέρι;
Θα μου πεις γιατί να διαλυθεί το κόμμα-τι ήταν εκείνο που, αφού πραγματοποιήθηκε, το καθιστούσε πλέον άχρηστο;
Το Μακεδονικό;
Η ανάγκη της ύπαρξης για ένα διάστημα κάποιου «αριστερού» κομματικού
πανδοχέα ώσπου να συνέλθει η Δεξιά από το στραπάτσο που είχε πάθει τότε;
Και μήπως η όλη ιστορία άρχισε με τον Κωνσταντόπουλο, που γνωρίζοντας πολύ καλά την ηλιθιότητα του Τσίπρα, έδωσε το δαχτυλίδι σ’ αυτόν, συναινώντας ή υπακούοντας σε όσους, βλέποντας μακριά, είχαν σχεδιάσει να γίνουν τα πράγματα όπως έγιναν;   
(Και μήπως το «μήπως» πρέπει να απαλειφτεί ώστε οι παραπάνω προτάσεις να μην είναι ερωτηματικές;)
 

Στις Εβελίνα και Εβίτα
Του Ναυπλίου

Α! Καλό μου εσύ χιονάκι!
Tι ωραία να σε πιάνω
και μια μπάλα να σε κάνω
Και να σε πετώ επάνω
σ’ ένα φίλο μου παιδάκι!

Tι ωραία να κυλιέμαι
στο απαλό σου πάνω τ’ άσπρο
το λαμπρά σα φάτνης άστρο,
Ή με σε να χτίζω κάστρο
και σε όλους να παινιέμαι!

Ή να πλάθω μια μπαλίτσα,
πάνω σου να την κυλάω
κι όταν κάμποσο την πάω
πια να μη τήνε χωράω
στη μικρή μου αγκαλίτσα.

Μα η τρέλα μου η μεγάλη
είναι ο χιονάνθρωπός μου
που είν’ ο πι’ όμορφος του κόσμου
και που είναι όλος δικός μου
από νύχια ως κεφάλι.

Να κρατάει μες στο χέρι
μια σκούπα του περνάω,
μια σκούφια τού φοράω,
μάτια, μύτη δεν ξεχνάω
…και του φτιάχνω κι ένα ταίρι.

Και-αχ- νιώθω έναν πόνο
σαν ο ήλιος όταν βγαίνει
αρχινάει να τον φυραίνει
κι ο χιονάνθρωπος πεθαίνει
κι εγώ μένω πάλι μόνο…

Μα θα ρίξει πάλι χιόνι
και ξανά θα φτιάξω άλλον
πιο καλόν και πιo μεγάλον
και στη σκια θα τόνε βάλω
να μη γρήγορα μου λιώνει.
 

ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ…

 Στο μπράτσο το λευκό μια μελανιά.
το δεξιό της μάτι μαυρισμένο...

Πρέπει να τόνε διώξει τον αλήτη.
Πρέπει ν’ απαλλαγεί.

Μόνο τα μάτια του ας μην είχανε αυτό το χρώμα…

Πονάν ακόμα τα πλευρά της
και ο τρυφερός γλουτός σε κάθε βήμα της πονά.
Τα χέρια του χτυπούνε όπου βρουν όταν θυμώνει
κι απ' τις φωνές του σειέται η γειτονιά.

Τι λόγια πίστης και υποτακτικά
τι παρακάλια δεν του κάνει…
κι ούτε φωνή δε βγάζει όταν τη χτυπά-
της το ’χει απαγορεύσει-
μα τίποτε αυτόνε δεν τον σταματά
λες η σιωπή της τον εξαγριώνει.

Ω! Και τι δρόμο θα ’χε τώρα πάρει
αν δεν την αγκαλιάζανε αυτά τα χέρια
με όσην τέχνη τη χτυπούν...

Τo μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού της σπασμένο
Απ’ το μεγάλο μακελειό ’δω και τρεις μήνες.
Για τα καλά είχε τότε πάρει την απόφαση
του χωρισμού
και θα την κράταγε και τότε.

Αυτά τα μάτια να μην ήταν μόνο…
τα μελιά...
 

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Κασσελάκη
Έφυγα από την Ελλάδα και πήγα στην Αμερική όπου έμεινα δέκα τέσσερα χρόνια.
Εκεί, ανάμεσα σε ελληνοαμερικάνους, γνώρισα και ανθρώπους που ποτέ δεν τους είχε αρέσει ο τρόπος ζωής στην Αμερική, και ποθούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Έλεγαν: Τι καλά που ήταν εκεί! Με τα φιλαράκια, την ταβέρνα, την ήσυχη γειτονιά, τα θερινά τα σινεμά, με μια οικογένεια δεμένη, με… με…
Και μερικοί από αυτούς, πουλούσαν ό,τι είχαν φτιάξει στην Αμερική, και γύριζαν στην Ελλάδα.
Αυτούς λοιπόν Κασσελάκη, τους είδα να γυρίζουν πίσω στην Αμερική, και να προσπαθούν να ξαναφτιάξουν από την αρχή τη ζωή τους. Γιατί;
Γιατί, Κασσελάκη, δεν βρήκαν την Ελλάδα όπως την ήξεραν πηγαίνοντας εκεί. Η Ελλάδα είχε αλλάξει Κασσελάκη. Και οι μισοί από αυτούς είπαν: «Βρε αυτή είναι η Ελλάδα που ήξερα ή μήπως ήρθα σε μια ξένη χώρα;» Και οι άλλοι μισοί δεν στάθηκαν στη διαπίστωση αλλά είπαν: «Τι κατάσταση είναι αυτή! Πώς έγινε έτσι αγνώριστη η πατρίδα μου… θα την αλλάξω!»
Και οι δεύτεροι αυτοί, μην μπορώντας να αλλάξουν τη χώρα, είπαν: «Θα αλλάξω τουλάχιστον τη γειτονίτσα μου-θα ξαναφτιάξω τους συγγενείς, τους παλιούς φίλους, τα καταστήματα, τις γυναίκες. Θα τα κάνω όλα όπως ήταν τότε, στον μικρό μου έστω περίγυρο!»
Όμως Κασσελάκη αλλάζει πορεία το ποτάμι; Όχι Κασσελάκη. Αυτό μόνον ο Ηρακλής το έκανε, γιατί εκεί η κόπρος ήτανε μυθολογική, ενώ η νυν εδώ κόπρος είναι ζώσα και σπαργώσα-είναι πραγματική. Και εδώ μάλιστα το ποτάμι παρασέρνει και κείνον που θέλει να του αλλάξει την πορεία.
Έτσι αυτοί, ούτε το ποτάμι άλλαξαν, ούτε το ρυάκι της γειτονίτσας τους.
Εκείνο που έπαθαν ήτανε να χάσουν και την ωραία εικόνα που είχαν στο μυαλό τους για τα παλιά, έχασαν δηλαδή ως και την ανάμνηση εκείνης της γειτονιάς.
Γύρνα πίσω στην Αμερική Κασσελάκη.
 

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε το μοναδικό αριστερό εγχείρημα στη μεταπολεμική Ευρώπη που κατάφερε να βρεθεί στη θέση της κυβέρνησης.»
(Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ θεσσαλονίκης)

«Αριστερό εγχείρημα»!
Πού στοχεύει η αριστεροσύνη σας;
Και «εγχείρημα»! Μα εγχείρημα σημαίνει αποτυχία.
Και ο κόσμος είναι γεμάτος από αποτυχημένα εγχειρήματα.
Στην ευθεία γραμμή της ανθρωπιάς, της αξιοπρέπειας, της ισότητας και της δικαίωσης της ύπαρξης, πού τάχα τοποθετείτε εσείς το εγχείρημά σας;
Πόσο κοντά ή πόσο μακριά από την τελεία που χωρίζει την ευθεία αυτή σε Αριστερά και Δεξιά είσαστε;
Γιατί όλα τα αριστερότερα της τελείας, είναι ΑΡΙΣΤΕΡΑ.
Και αν το «αριστερά» σας δεν έχει καμία σχέση με τον κουμουνισμό, τότε καλά κάνετε και χρησιμοποιείτε τον όρο «αριστερά». Γιατί τότε για σας «αριστερά» είναι να αυξηθεί το μεροκάματο κατά ένα ευρώ το μήνα, ή αντί για οχτάωρο εργασίας να καθιερωθεί το εφτά ώρες και πενήντα οχτώ λεπτά της ώρας.
Αν όχι, τι εσείς εννοείτε με το «εγχείρημα» και τι με το «αριστερά».
Μήπως για σας αριστερά είναι ό,τι δεν είναι δεξιά;
Τότε πέστε μας τι σημαίνει δεξιά.
Με δυο λόγια, ποια αριστερά είσαστε;
Η Ρεπουμπλικανική Αριστερά των Γάλλων;
 Ο Σοσιαλισμός;
Ο Κουμουνισμός;
Ο Αναρχισμός;
Μα ούτε καν σοσιαλιστές τολμάτε να πείτε πως είσαστε.
Πού στοχεύει λοιπόν η αριστεροσύνη σας;
Το κουμουνιστικό κόμμα πάλι, κάθεται στα μαξιλάρια του ξαπλωτό σαν οδαλίσκη αναπαυομένη, περιμένοντας να επικρατήσει ο κουμουνισμός στη γη και αυτό τότε να «κυβερνήσει».
Εσείς ούτε αυτή την ουτοπία υιοθετείτε.
Ή μήπως την υιοθετείτε και δεν το λέτε; Τότε θα λέγαμε ότι έχετε έναν σκοπό, ένα όραμα: το όραμα του μακρινού μέλλοντος: της σοσιαλιστικοποίησης όλων των επί γης κρατών, κάτι που αυτόματα σημαίνει: κουμουνισμός. Επειδή υποθέτω ότι ξέρετε πως κουμουνισμός δεν θα υπάρξει στη γη, αν έστω και ένα από τα κράτη της δεν έχει γίνει σοσιαλιστικό.
Μα δεν είστε ούτε σοσιαλιστές.
Λοιπόν σαν «αριστερά» δεν μένει παρά ότι στοχεύετε προς τον αναρχισμό;
Αλλά αυτά είναι οι δικές μου ερμηνείες της ανακοίνωσής σας.
Τελικά, εσείς οι ίδιοι, ξεκαθαρίστε μας: τι σημαίνει για σας «εγχείρημα» και, κυρίως, τι σημαίνει για σας «αριστερά».
Θέλετε να χτίσετε ένα σπίτι με θεμέλια και τοίχους χωρίς σκεπή;
Θέλετε να πλάσετε ένα πουλί χωρίς φτερά;
Θέλετε να φκιάστε έναν ουρανό χωρίς αστέρια;
Φκιάστε τα, μόνο δώστε τους άλλα ονόματα.
Γιατί ούτε σπίτι, ούτε πουλί, ούτε ουρανός δεν είναι  αυτό που φκιάσατε.
Μέσα σε έναν κόσμο καπιταλιστικό, ώ! μικροί δονκιχωτίζοντες, δεν υπάρχει αριστερά.
Το δικό σας «αριστερό εγχείρημα» ήτανε μια προσπάθεια να αναδειχτούν κάποιοι που σκοπός τους ήτανε να ακουστεί το όνομά τους και να αποκτήσιουν μιαν «αξία» στο παζάρι της παγκόσμιας Βαβυλωνίας, δηλαδή του παγκόσμιου κομφούζιου, του παγκόσμιου χάους, της παγκόσμιας σύγχυσης.
Και άφεριμ! Το πετύχατε.
ΥΓ
Και ακόμα πέστε μου.
Του ΣΥΡΙΖΑ το ΣΥ το λέτε συνασπισμό. Μήπως καλλίτερα θα του ταίριαζε συνονθύλευμα;
Αμ εκείνο το «Ριζοσπαστική» τι σημαίνει; Θέλατε να πείτε μ’ αυτό ότι είσαστε ριζοσπάστες-τι άλλο βέβαια;
Δηλαδή σφετεριστήκατε την ουσία του κουμουνισμού όπως αυτή εκφράστηκε στην εφημερίδα του.
Μα και αν ακόμα ήσασταν ριζοσπάστες, ποιανού ρίζες θα σπάζατε; Αυτουνού που δεν έχει ρίζες ή εκείνου που θέλει να κρατήσει τις ρίζες του άσπαστες;
Τι τίτλος αλήθεια!


ΣΥΡΙΖΑ

Ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα
Ήρθε ο καιρός των δεύτερων-των διαβολοσκορπισμάτων.
Το Κόμμα (ΚΚΕ Εσωτερικού και μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ), που δημιουργήθηκε τότε από αποστάτες, από «αποστάτες» τώρα διαλύεται.

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2023

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ

Έμαθε πως άλλο σπίτι έχτισαν
στη θέση του παλιού
αφού εκείνο εγκρέμισαν τελείως.

Τάχα τους παίδεψε η αντοχή που τα θεμέλια του είχαν,
ν’ αντέξουνε τις τόσες πίκρες
για τόσα χρόνια πάνω τους,
ν’ αντέξουνε τα τόσα πένθη του παιδιού,
νεκρού ζωή που ζούσε;

Και τάχα όλο το σπίτι να το χάλασαν,
που άγγελου φτερό σα να ’ταν
όλον εβάσταζε τον ουρανό
τις νύχτες που η βροχή δεν έλεγε να πέσει,
ή μην εκείνο το μικρό το καμαράκι εγλίτωσε
κι υπάρχει ακόμα;

Μπορεί. Ασήμαντο ήτανε πολύ.

Σε κείνο μέσα ο θάνατος τον επισκέφτηκε-
μικρό παιδί ακόμα-κάποιο βράδυ.
Ελάθεψε ο πολυαχθής
και το επήρε γι άρρωστο.
Δεν εκατάλαβε ούτε αυτός
πως ήταν από τότε κιόλας πεθαμένο...

...τάχα υπάρχει ακόμα;
Θα πήγαινε να δει.
 

ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ...
(Στον συνάδελφο Μαριάτο)

Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας;
Που άνετα στο πίσω κάθισμα ενός ταξί κάθονται
και «Ριτς Οτέλ!» διατάζουν;

Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας
και μας φθείρουν και μας τελειώνουν;

Ποιοι είναι αυτοί οι πάντοτε χαρούμενοι
και γελαστοί κύριοι
που πάντοτε από κομψές
κυρίες και δεσποινίδες συνοδεύονται;

Ποιο είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που ζουν με τη ζωή μας; 

ΤΡΙΑ ΑΔΕΡΦΙΑ

Τρία αδέρφια. Κάτι λίγο απ' το καθένα τους,
ξεκόβει κάθε τόσο και βαδίζει ανάστροφα,
προς μυστηριακές τελετές προαιώνιες
βρίσκοντας εκεί την πλήρη ένωση και τον ταγμένο προορισμό.

Και αυτός ο αληθινός προορισμός του είναι.

Να προχωρεί αφήνει το υπόλοιπο κομμάτι του στο δρόμο, χωρίς καρδιάς γιορτές
χωρίς ιδιαιτερότητες
όλα ίδια όπως όλοι και καθένας στη δουλειά του.  
Ύστερα γυρίζει πάλι στον κόσμο
και ακολουθεί τα κομμάτια που άφησε  αμέτοχο,
χαμένο ανάμεσα σε τόσα ξένα.
 

ΟΙ ΞΥΛΙΝΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ

Πόσες ζωές κάθε μέρα ζείτε
και από πόσα νεκροκρέβατα έχετε
σήμερα μόνον
σηκωθεί;
Τι ευθύνη να ζητήσει κανείς από ξένους  
άλλους ανθρώπους;
Σε μια στιγμή "είμαι" λέτε
και την ίδια στιγμή «δεν είμαι".  
Και κανείς
ψέματα πως λέτε δεν θα πει, αφού σας βλέπει
να ’χετε τώρα ένα ενδιαφέρον στη φωνή,
και πάλι αμέσως ένα μαχαίρι
να σφίγγετε στο χέρι.

Την κάθε στιγμή της ζωής τους
ίδια την κρατούν.
Λατρεμένες γι αυτό είναι
και αξιέραστες.
Και στη μικρή στείρα κοιλιά τους
τον σπόρο φέρουν, που την πλήρη,
την χωρίς μεταπτώσεις
υπόσχεται ευτυχία.
 

ΒΡΑΧΕ…

Να με μάθεις ασάλευτε βράχε την ακινησία σου θέλω, όταν πάνω σου
το κύμα, άσπρο και τρυφερό έρχεται.
πώς, τότε,
ήλιος δεν γίνεσαι για να το κάψεις;

Στης επιφάνειάς σου τις μικρές φωτεινές σπηλιές
πόσο ζηλευτά ταιριάζουν τα πουλιά!
Δέχεσαι πάνω σου τόσα ερωτικά αγκαλιάσματα,
τόσα λιγωτικά φτερακίσματα,
που τόσο σε πονούν
επειδή ο πόνος δεν είναι έλλειψη
αλλά γνώση της αδυναμίας της επάρκειας.

Ο ουρανός,
μέσα στην μπλε κοιλιά του
ένα κενό αφήνει, για να σε κοιμίζει μέσα του κάθε βράδυ
παντρεύοντας τις μικρές λάμψεις των άστρων του,
με το μέσα σου ασάλευτο σκοτάδι.
 

ΣΑΝ ΑΝΗΜΠΟΡΙΑ

Όπου αυτοί πάνε, σκοτεινά πάντοτε είναι.
Αντικρύ τους, κάποτε, δεξιά ή και αριστερά τους,
φώτα ξεχύνονται και το κάθε τι λαμπρύνουν.
Και τα μάτια τους τα βλέπουν,
και επιθυμούν να είναι εκεί,
και κάθε ματιά τους        
να γεννάει τα γύρω πράγματα ένα ένα,
και κείνα να έρχονται ζωντανά, και όχι         
η σκιά τους μόνο να τα ορίζει.

Τώρα, νοήματα από άλλους τελειωμένα    
θέση παίρνουν στη σειρά, ένα ένα,
απ' αυτούς για να εννοηθούν όχι σαν ευωχία γέννας,
 αλλά σαν τελευταίων στιγμών ανημπόρια,
πριν στο χωνευτήρι πέσουν,
απ' όπου κάποτε,
σε κάποιο άλλο φως,
μακριά,
θα ξαναγεννηθούν.
 

ΜΕ ΣΚΟΤΟΣ ΚΙ ΑΙΜΑ

Στη ζωή πόσες ορμές,
και πόσες απωθήσεις ερωτικές!
Και πλανιούνται μαύρα φαντάσματα οι ψυχές εκείνων,
που πνίγηκαν στης άρνησης το ρέμα.

Όλα καλά στη ζωή τους ήταν.
Και ξάφνου ο έρωτας   έρχεται
φορτωμένος δισταγμούς
και αποφάσεις που όλο αναβάλλονται.

Οι νύχτες μακραίνουν,
οι χαρές αγκάθια φυτρώνουν,
ο ήλιος παγώνει.

Και τα χέρια τα άδεια τους αυτοί κοιτάζουν
και το φως να σβήνει μέρα με τη μέρα.

Κι αν κάποτε μια εξομολόγηση αποφασίσουν
είναι κι αυτή τόσο με σκότος κι αίμα ποτισμένη
και τόσο γίνεται αδέξια
που πια όλα χαλούν.

Και καταλήγουν
αυτοί μόνοι,
και  κείνες,
νεότατες,
σε κάποιο μοναστήρι μέσα,
ν’ αργοπεθαίνουν.
 

ΩΣ ΠΟΤΕ;

Πέτρες, βιβλία, δέντρα, άνθρωποι, ιδέες…

Από τα πρόσκαιρα θα φύγουμε ποτέ;
Από τα πράγματα θα λυτρωθούμε, που επιτακτικά
το μερίδιο τους γυρεύουν κάθε μέρα
και μας διαμοιράζουν  και μας χρησιμοποιούν;

Πότε το χέρι μας θωπευτής παρειών
θα πάψει να ’ναι;
Ο νους μας
διαπεραιωτής θεωριών  και υποθέσεων;
Ως πότε θα είμαστε η γέφυρα
για τόσα από μέσα μας διαβατικά,
φοβερά και ματωμένα;
Πότε κι εμείς
με κουδούνια θα πάψουμε να είμαστε
όπως τα πρόβατα, αναγνωρισμένοι;
Μας προσμένει άραγε αυτή η χάρη;
 

ΤΟ ΒΑΘΥ

Το Βαθύ αμέτοχο σε όλα είναι.
Όταν η ψυχή μας το πλησιάζει,
Εκείνο όλο πιο κάτω
Απώθηση σα να 'ναι  
φεύγει.

Υπάρχει λοιπόν κάτι βαθύτερο από την ψυχή,
ή εκείνο η αντανάκλασή της είναι
στους βαρείς καθρέφτες που
γύρω της
φρουρούς έχει αυτή τοποθετήσει,
για να της φέρνουν πίσω κάθε όραμα
που, με πετάγματα σαν πουλιού
να της φύγει
στην ανεπάρκειά της σφαλερά υπολογίζοντας
πετά;
 

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ

Το άγαλμα στήθηκε με μια γιορτή   
πολύχρωμα στολισμένη, σαν άλογο
σε πριγκηπικά γενέθλια.
Μεγαλόπρεπη.

Του λαού τα στήθη άδειαζαν όλο τον αέρα τους   
στην κραυγή: "Λένιν για πάντα". Και το "πάντα"   
τρυπούσε τις λεπτές πλάκες της αμφιβολίας    '
κι από την άλλη μεριά της, θριαμβευτικά, αναφαίνονταν.
Σαν άνεμος που έβγαινε από μια μυρωμένη γη   
λιπόθυμες αύρες δωρίζοντας στο πέρασμα του,
έτσι ανάβλυζε από την ψυχή του ηγέτη
η αγάπη για τον άνθρωπο.

Στο μέρος εκείνο χτίσανε εκκλησία μετά,
όταν ο λαός,
χτυπημένος από την αρρώστια,
μες στο παραλήρησα του
τον ανδριάντα γκρέμισε.

Από τις εικόνες της ένα υγρό κόκκινο βγαίνει,
ρυάκι γίνεται, και μακριά πάει.
Η Δύση
με τα χρυσά κοιτάζοντας γυαλιά της,
"πιέστε" ουρλιάζει, «Ρώσοι, του Χριστού μας το αίμα!"

Μα κείνο δεν είναι αίμα  
παρά το Κόκκινο της Επανάστασης,
που σ' όλα, και χρώμα,
και πνοή ζωής δίνει.

Η Δύση
με τα χρυσά κοιτάζοντας γυαλιά της,
"πιέστε" ουρλιάζει, «Ρώσοι, του Χριστού μας το αίμα!"
Μα κείνο δεν είναι αίμα  
παρά το Κόκκινο της Επανάστασης,
που σ' όλα, και χρώμα,
και πνοή ζωής δίνει.

ΜΟΝΑΧΟΙ  ΤΟΥΣ
(Κομοτηνή, '74, ομιλία Τρυπάνη με θέμα:Παλαμάς)

Ας παμε. Θα γελάσουμε πολύ.
Θα  `ναι και κείνος ο ψηλός
που του διπλώνει ο αφαλός
καθώς σε κάποιονε μιλεί
και την κοιλιά του σκύβει.

Θα ομιλήσει ο υπουργός
με θέμα  "Παλαμάς"
θα  `ναι καλά για μας
της Τέχνης ήταν λεπτουργός
νοήματα μεγάλα κρύβει.

Φουστάνια καλά θα φορέσουν
μετά την μπουγάδα οι κυρίες
(δε χάνουνε ευκαιρίες)
από τη βέρα θα πονέσουν
τα πρησμένα τους χέρια.

Οι ορισμένοι αξιωματικοί
τελευταίοι θα φτάσουν
και μπροστά θα κάτσουν
γίγαντες μικρονοϊκοί
με τα χοντρά τους ταίρια.

Μα πολύ θα κάνουμε χάζι
όσους μονάχοι τους πάνε
και τριγύρω κοιτάνε
με ντροπή και με νάζι
κάποιον γνωστό να χαιρετίσουν.

Όμως άγνωστοι καθώς είναι
γιατί αυτά δεν τ’ αντέχουν
και οι καημένοι δεν έχουν
πού την κεφαλήν κλίναι
μοναχοί τους κι εδώ θα καθήσουν.

            ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ’ ατσαλένια
και με το χέρι εχάιδεψε τ’ ατσάλινά του γένια.
Τ’ όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.

Κι ως το ’δε ο γίγας τ’ ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσε η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ’ του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.
 

Ο  ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ
Στηυ Καθυ, την κόρη της φίλης μου Βάσως στην Αμερική

Νάξερα πούναι  οι ψυχές
Να παω να τις ρωτήσω
Και  να τους πω:   «Γιατί  ψυχές
Μπαίνετε  μες  στο  σώμα;

Ποιο χέρι  στην αιώνια σας
Την ύπαρξη απλώνει
Και  στο  θνητό  έτσι κορμί
Σας φυλακάει  τ’ ανθρώπου;

Κι  εσείς γιατί  την πρώτη  σας
Ουσία δεν ξεχνάτε
Κι  αμίλητες κι ακίνητες
Δε  στέκετε   εκεί  μέσα

Μόνο τα βελουδόπλαστα
Φτεράκια  αργοχτυπάτε-
Και κάθε χτύπος  ευλογιά,
Μάλαγμα και  ’φροσύνη-

Μόνο το διαμαντένιο σας
Το φως  γυροσκορπάτε-
Και  κάθε αχτίδα του χαρά
Και  λάμψη κι  ομορφάδα;»

Υστερα να κατέβαινα
Ηθελα από τα ύψη
Των καθαρών  τους των κορφών
Και   μέσα να βυθίσω

Στου νου τις πετροκάμωτες
Και  σκοτεινές χαράδρες
Και με φωνή που ο άδικος
Ο πόνος την υψώνει

Να του φωνάξω:   «Πες μυαλό
 Και  συ με τη σειρά σου
Ποιος  μες  στο άδειο το καυκί
Σ’ έβαλε  του ανθρώπου

Να τρως απ’ τη ’φροσύνη  του
Να πίνεις  τη χαρά του
Κάθε  του γλυκοθάμπωμα
Να πικροχρωματίζεις,

Κι  ότι η ψυχή γεννά καλό
Και  απαλό κι ωραίο
Με  τα γαμψά να το ξεσκείς
Και  μυτερά σου  νύχια-

Ποιος  στο  σερνάμενο έδωσε
Το φίδι, εξουσία
Να ’χει  στον λεύτερο  αητό
Πάνου, τον  υψικράτη;»

Κι  ανήμπορος τα δύο τους
Ν’ ακούσω τι  μου λένε,
Κι απανω απ’ τ’ αγεφύρωτα
Κρεμάμενος  τα χάη,

Και  πριν  να πέσω να χαθώ
Και  πριν ξαναγυρίσω
Απ’ το Μηδέν που βρίσκομαι
Στο Τίποτ’  από  ’π’ ούρθα

Φριχτή  να βάλω μια φωνή
Κι  οι Κόσμοι να τρεμίσουν-
Στριγγιά φωνή που ν’   ακουστεί
Στα μάκρη  των Συμπάντων:

"Ποιος  σαδιστής  δημιουργός
Επλασε  τετοια  αμάχη
Και  μέσα την εφύτεψε
Στ’ ανθρώπινα τα στήθια;

Ποιου πλαστουργού πανάθλιου
Η διεστραμμένη σμίλη
Εχει  ένα τέτοιο σύμπλεγμα
Ανίερο  σμιλέψει

Και  το ζωντάνεψε και μες
Στ’  ανθρώπινα τ’  αλώνια
Το ’ζεψε, κι  ασταμάτητα
Γυρίζοντας εκείνο

Ποδοπατάει  αλύπητα
Την ευτυχία τ’  Ανθρώπου
Χωρίς αυτή όχι καρπό,
Μα ουτ'  ανθό να δώσει;

Ποιος;  Ας φανερωθεί λοιπόν
Ωστε προτού να σβήσω
Πάνω στο σιχαμένο του
Το πρόσωπο να φτύσω!"

Μα ούτε  τώρα θα ’παιρνα
Απόκριση  καμία.
Μόνο  θ’ ακούγονταν βραχνός
Μέσα στην ερημία

Ο  αντίλαλος απ’ τις τρανές  
Φωνές  μου  που  θαρχόταν
Από  μακριά κι  από βαθιά
Κάπου, σαν  όπως φτάνει

Στ’  αυτιά μας  το  υπόκωφο
Βόγγημα της γυναίκας
Οταν  εκείνη  δίπλα μας,      
Κάτω μας, σπαρταράει.
                 -----
 

«Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε το μοναδικό αριστερό εγχείρημα στη μεταπολεμική Ευρώπη που κατάφερε να βρεθεί στη θέση της κυβέρνησης.»
(Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ θεσσαλονίκης)

«Αριστερό εγχείρημα»!
Πού στοχεύει η αριστεροσύνη σας;
Και «εγχείρημα»! Μα εγχείρημα σημαίνει αποτυχία.
Και ο κόσμος είναι γεμάτος από αποτυχημένα εγχειρήματα.
Στην ευθεία γραμμή της ανθρωπιάς, της αξιοπρέπειας, της ισότητας και της δικαίωσης της ύπαρξης, πού τάχα τοποθετείτε εσείς το εγχείρημά σας;
Πόσο κοντά ή πόσο μακριά από την τελεία που χωρίζει την ευθεία αυτή σε Αριστερά και Δεξιά είσαστε;
Γιατί όλα τα αριστερότερα της τελείας, είναι ΑΡΙΣΤΕΡΑ.
Και αν το «αριστερά» σας δεν έχει καμία σχέση με τον κουμουνισμό, τότε καλά κάνετε και χρησιμοποιείτε τον όρο «αριστερά». Γιατί τότε για σας «αριστερά» είναι να αυξηθεί το μεροκάματο κατά ένα ευρώ το μήνα, ή αντί για οχτάωρο εργασίας να καθιερωθεί το εφτά ώρες και πενήντα οχτώ λεπτά της ώρας.
Αν όχι, τι εσείς εννοείτε με το «εγχείρημα» και τι με το «αριστερά».
Μήπως για σας αριστερά είναι ό,τι δεν είναι δεξιά;
Τότε πέστε μας τι σημαίνει δεξιά.
Με δυο λόγια, ποια αριστερά είσαστε;
Η Ρεπουμπλικανική Αριστερά των Γάλλων;
 Ο Σοσιαλισμός;
Ο Κουμουνισμός;
Ο Αναρχισμός;
Μα ούτε καν σοσιαλιστές τολμάτε να πείτε πως είσαστε.
Πού στοχεύει λοιπόν η αριστεροσύνη σας;
Το κουμουνιστικό κόμμα πάλι, κάθεται στα μαξιλάρια του ξαπλωτό σαν οδαλίσκη αναπαυομένη, περιμένοντας να επικρατήσει ο κουμουνισμός στη γη και αυτό τότε να «κυβερνήσει».
Εσείς ούτε αυτή την ουτοπία υιοθετείτε.
Ή μήπως την υιοθετείτε και δεν το λέτε; Τότε θα λέγαμε ότι έχετε έναν σκοπό, ένα όραμα: το όραμα του μακρινού μέλλοντος: της σοσιαλιστικοποίησης όλων των επί γης κρατών, κάτι που αυτόματα σημαίνει: κουμουνισμός. Επειδή υποθέτω ότι ξέρετε πως κουμουνισμός δεν θα υπάρξει στη γη, αν έστω και ένα από τα κράτη της δεν έχει γίνει σοσιαλιστικό.
Μα δεν είστε ούτε σοσιαλιστές.
Λοιπόν σαν «αριστερά» δεν μένει παρά ότι στοχεύετε προς τον αναρχισμό;
Αλλά αυτά είναι οι δικές μου ερμηνείες της ανακοίνωσής σας.
Τελικά, εσείς οι ίδιοι, ξεκαθαρίστε μας: τι σημαίνει για σας «εγχείρημα» και, κυρίως, τι σημαίνει για σας «αριστερά».
Θέλετε να χτίσετε ένα σπίτι με θεμέλια και τοίχους χωρίς σκεπή;
Θέλετε να πλάσετε ένα πουλί χωρίς φτερά;
Θέλετε να φκιάστε έναν ουρανό χωρίς αστέρια;
Φκιάστε τα, μόνο δώστε τους άλλα ονόματα.
Γιατί ούτε σπίτι, ούτε πουλί, ούτε ουρανός δεν είναι  αυτό που φκιάσατε.
Μέσα σε έναν κόσμο καπιταλιστικό, ώ! μικροί δονκιχωτίζοντες, δεν υπάρχει αριστερά.
Το δικό σας «αριστερό εγχείρημα» ήτανε μια προσπάθεια να αναδειχτούν κάποιοι που σκοπός τους ήτανε να ακουστεί το όνομά τους και να αποκτήσιουν μιαν «αξία» στο παζάρι της παγκόσμιας Βαβυλωνίας, δηλαδή του παγκόσμιου κομφούζιου, του παγκόσμιου χάους, της παγκόσμιας σύγχυσης.
Και άφεριμ! Το πετύχατε.
ΥΓ
Και ακόμα πέστε μου.
Του ΣΥΡΙΖΑ το ΣΥ το λέτε συνασπισμό. Μήπως καλλίτερα θα του ταίριαζε συνονθύλευμα;
Αμ εκείνο το «Ριζοσπαστική» τι σημαίνει; Θέλατε να πείτε μ’ αυτό ότι είσαστε ριζοσπάστες-τι άλλο βέβαια;
Δηλαδή σφετεριστήκατε την ουσία του κουμουνισμού όπως αυτή εκφράστηκε στην εφημερίδα του.
Μα και αν ακόμα ήσασταν ριζοσπάστες, ποιανού ρίζες θα σπάζατε; Αυτουνού που δεν έχει ρίζες ή εκείνου που θέλει να κρατήσει τις ρίζες του άσπαστες;
Τι τίτλος αλήθεια!







ΣΥΡΙΖΑ

Ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα
Ήρθε ο καιρός των δεύτερων-των διαβολοσκορπισμάτων.
Το Κόμμα (ΚΚΕ Εσωτερικού και μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ), που δημιουργήθηκε τότε από αποστάτες, από «αποστάτες» τώρα διαλύεται.

*

ΗΜΕΡΑ ΑΝΔΡΩΝ Η 19 ΝΟΈΜΒΡΗ
Ο Σύλλογος Ανδρών Ελλάδας έχει προγραμματίσει για την ημέρα αυτή συγκέντρωση των ελλήνων μελών του στο Καλλιμάρμαρο,συνιστώντας την προσέλευση και των συζύγων των μελών, οι οποίες θα καλύψουν τα κενά καθίσματα του Σταδίου.

*

«Ο Τσίπρας απείλησε με κυρώσεις τον Ερντογκάν.»
(από τις εφημερίδες του 2019)

Κάποιος ας κλείσει το στόμα σε αυτό το ροδοκόκκινο γουρουνάκι που νομίζει ότι η πολιτική είναι ένα δεκαπενταμελές. Γιατί ροδοκοκκινισμένο θα γίνει έτσι κι αλλιώς  από την πύρα κάποιας ψησταριάς, για να φαγωθεί από την παρέα των «σοβαρών» πολιτικών, που όμως τουλάχιστον δεν χαζοχαμογελάνε μπροστά στο φακό όταν η Ελλάδα φωνάζει πέφτοντας ήδη στον γκρεμό από δικό του σπρώξιμο.
Ας βγάλει κάποιος από την πιάτσα των Κοινών αυτό το κακοωριμασμένο ζωάκι που παίζει τις κουμπάρες μέσα στα πολιτικά γραφεία της υδρογείου , αυτόν το γελωτοποιό της Ευρώπης.
Ένα χαμίνι ας βρεθεί να ρίξει μια πέτρα που θα σπάσει αυτή τη βιτρίνα του Κόμματος, που πίσω της αναιδείς μικροαπατεώνες εμπορεύονται ασυνείδητα σάρκες και χώματα.
(Και αυτή δεν είναι πολιτική γνώμη ούτε προεκλογική παρότρυνση. Γιατί εξάλλου ούτε ο επελαύνων ελέφας  είναι το σωστό ζώο που θα αντικαθιστούσε το γουρούνι).

*

Αν ο Μητσοτάκης μιλούσε στον Σολτς όπως του μίλησε προχτές ο Ερντογκάν, τότε θα του συγχωρούσα όλα τα στραβά της χώρας (αν και, τότε, θα είχε στραβά η χώρα;..)
*
ΝΑ ’ΧΑΜΕ ΕΝΑΝ ΑΡΧΗΓΟ…
(από τον καιρό ακόμα της δυαρχίας Σαμαρά-Βενιζέλου)

Έναν ηγέτη να ’χαμε του Ερντογκάν να μοιάζει
να χτίζει κάθε πράξη του και όχι να ρημάζει…

Να ’ταν πολύς ο Σαμαράς κι όχι όπως είναι λίγος-
κάθε του να μην τελείωνε κουβέντα με γελάκι,
να μη τόσο ήταν αλαφρός και χαζογκομενάκιας,
να μη σκεφτότανε πολύ τη φράση πριν τελειώσει,
να δείχνει πως αληθινά θυμώνει όταν θυμώνει,
να μην τόσο ηθοποίηζε στα «σοβαρά» μιλώντας,
μούτρο να είχε όχι παιδιού αλλά μεσόκοπου άντρα,
εύκολος να μην ήτανε σε πόζες αρχηγίας,
να ’χε μυαλό περσότερο και άχερα πιο λίγα,
να υποσχόταν μοναχά ό,τι μπορεί να κάνει,
να μη το «έπαιζε»-ο χαζός!-σωτήρας της Ελλάδας,
να μην εφασιστόφερνε και πατριδολατρούσε,
να μην κρεμόταν απ’ του νέου Καραμανλή τα φρύδια,
τότε μπορεί να λέγαμε ότι με λίγη τύχη
ίσως να μην κατάστρεφε ό,τι έχει απομείνει.

Έναν ηγέτη να ’χαμε του Ερντογκάν να μοιάζει
να χτίζει κάθε πράξη του και όχι να ρημάζει…
    
Κι ο Βενιζέλος να ’χε εκτός του λίπους και μυαλό-
να μην τόσο κοφτότανε να γίνει αρχηγός,
να μη σκεπάζει με ωραίον κάθε ψευτιά του λόγο,
να μην αντιμνημονιακός-ο βλαξ!- το «παίζει» τώρα,
να μη ενώ λιβάνιζε τον ΓΑΠ τώρα τον «ρίχνει»,
ανέμους ενώ έσπειρε να μην προσμένει αιθρίες,
συγνώμη να μη ζήταγε μόνο για να…ζητήσει,
να μη επειδή είναι παχύς θαρρεί ότ’ είν’ και μέγας,
να μην  τα έκανε μπροστά σε Μέρκελ και Λαγκάρντ
να μίλαγε στους έλληνες με λόγια αληθινά,
να ένοιωθε πως το ΠΑΣΟΚ τα λοίσθια πνέει τώρα
και να μην ήθελε φιλί ζωής σ’ αυτό να δώσει,
τότε μπορεί να λέγαμε ότι με λίγη τύχη
ίσως να μην κατάστρεφε ό,τι έχει απομείνει.

Έναν ηγέτη να ’χαμε του Ερντογκάν να μοιάζει
να χτίζει κάθε πράξη του και όχι να ρημάζει…

*
Υπάρχει Θεός! Ναι, υπάρχει!
Ό,τι τόσο τον παρακαλούσα να δω πριν πεθάνω, το έκανε.
Μάλιστα: ο Μητσιτάκης είπε χτες, ότι σύντομα θα καθιερώσει τον γάμο μεταξύ ομοφίλων.
Σ ε ευχαριστώ Θεέ μου. Και αν κάποτε σε στενοχώρησα, ύστερα από αυτό που έκανες για μένα σου ζητώ όχι μία, αλλά χίλιες φορές συγνώμη.
Και ελπίζω να μην σταματήσεις εκεί.

*

Κύριες Γκουτέρες, Γενικέ Γραμματέα του ΟΗΕ,
Απευθύνομαι σε σας με τον αρμόζοντα σεβασμό για τη θέση που κατέχετε, και για την προσπάθειά σας να ανταποκριθείτε στις απαιτήσεις του λειτουργήματος σας.
Και εννοώ αυτό που λέω.
Όμως έχω να σας κάνω μια ερώτηση-μάλλον σας ζητώ να μου απαντήσετε σε μιαν απορία μου.
Οι αρμόδιες υπηρεσίες σας μας έχουν κατ’ επανάληψη πει ότι είκοσι πέντε χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν κάθε μέρα από την πείνα σε όλο τον κόσμο.
Δεν σας έχω ακούσει-δεν έχω δει στα ΜΜΕ εννοώ-να επισημαίνετε το γεγονός στους αρχηγούς κρατών, ζητώντας τους να ενεργήσουν ώστε να εκλείψει ή να μετριαστεί η κατάσταση αυτή.
Το  κάνετε αυτό όμως για τα παιδιά των Παλαιστινίων που σκοτώθηκαν και σκοτώνονται από το Ισραήλ.
Και αναρωτιέμαι: Γιατί αυτή η διάκριση; Μήπως ο θάνατος ενός παιδιού από πείνα είναι κατά κάποιον τρόπο δικαιολογημένος, ενώ από σφαίρα όχι;
Αυτό.
Και επαναλαμβάνω ότι με καλή πρόθεση και με σεβασμό στο αξίωμά σας ρωτώ.
 

ΕΝ’ ΑΓΓΙΓΜΑ…

Πώς έτσι εφτάσαμε λοιπόν σε τέτοια ευαισθησία
που ακραία ένα ερέθισμα μικρό να μας δονεί,
και να μας ρίχνει σ’ άμετρα βαθιάν απελπισία
μια εικόνα-κάποιο άγγιγμα-μια σκέψη-μια φωνή...

Εσμίλεψε το πνεύμα μας όχι του μίσους σμίλη
αλλά της αναντίρρητης κι απλής αποδοχής
όσων κι αν έρχονταν δεινών΄ κι ευφρόσυνα τα χείλη
δε μισανοίξανε παρά για λόγια προσευχής.

Τον δρόμο της εβάδισε η ζωή όχι πατώντας
πάνω στ’ ολόπαχο χαλί της σκέψης της φτηνής
μα σε βουνών τις μυτερές τις πέτρες
σκαρφαλώντας
κατ’ από δηώσεις, απειλές, και διώξεις απηνείς.

Εξασκηθήκαμε στα πιο εξαίσια μέρη του όλου
κάθε ημέρα φτάνοντας ψηλότερες κορφές.
Η ορμή μας το προπέτασμα του επουράνιου θόλου
διέσχισε, πίσω αφήνοντας πρωτόγονες μορφές.

Απ’ του νερού κι απ’ της φωτιάς τα χέρια ξεκινώντας
μες στο νερό βρεθήκαμε πάλι και στη φωτιά
όχι στεκάμενοι, αλλά, τον μέγα κύκλο κλειώντας
που άγνωστα του βρίσκονται και τέρμα και πρωτιά.

Σε κάθε που φαινότανε να φτάνει καταιγίδα
κι ενώ τη μάχη ετοίμαζε ο μαύρος ουρανός,
του έαρος μεις εφέραμε στους ώμους τη χλαμύδα-
κι από ελπίδες ξαστεριάς ο σάκος μας κενός.

Κι ο πόνος για το πάτημα της χλόης και το κλάμα
για του χιονιού το λιώσιμο στην ήσυχη βροχή
αντί ν’ ανοίγουν τον κρουνό στερεύανε το νάμα
του λυτρωμού απ’ την άδικη κι αναίτιαν ενοχή.

Άραγε πώς εφτάσαμε σε τέτοια ευαισθησία
που ακραία ένα ερέθισμα μικρό να μας δονεί,
και να μας ρίχνει σ’ άμετρα βαθιάν απελπισία
μια εικόνα-κάποιο άγγιγμα-μια σκέψη-μια
φωνή…

ΝΑ ΖΗΣΕΙ

Ας ειν’ καλά-οι φίλοι όλοι τον προδώσανε.
Και οι γυναίκες-
χώμα να πιάνουνε και μάλαμα να γίνεται-
τον βλέπανε και φεύγαν.
Ο κόσμος ένα αξήγητο μυστήριο
βασανιστικό.
Οι εποχές-καλή τους στράτα-
επέρναγαν η μια μετά την άλλη
χαρές ανέγγιχτες.
Το φως ένας απόλυτος καθρέφτης και τα πράγματα-
τα πράγματα!
χαρτιά μιας τράπουλας σημαδεμένης.

Την ευλογία του ας έχουν όλα. Εγνώρισε μαζί τους
τον κόσμο τον Αταίριαστο-
τον κόσμο της Οδύνης.

Μα τώρα
ήρθε ο καιρός να φύγει από δω κι αυτός-
ήρθε η ώρα και γι αυτόν να ζήσει.
 

ΟΙ ΚΛΩΣΤΕΣ
(Plymmer St Factory
Canoga Park
L. A.
USA)

Μ’ ένα ρυθμό αργό αργό και ρυθμικό συνάμα
οι πλεκτικές οι μηχανές κινούν τις κεφαλές τους
ενώ αυτός υπηρετεί τροχαίους κι αναπαίστους
μια το μολύβι αδράχνοντας, μια πιάνοντας τη λάμα.

Σε δύο μέτρα απόσταση μ’ ακρίβεια μετρημένη
οι κεφαλές των μηχανών πηγαίνουν και γυρίζουν
κι απ’ την ευθεία άλλη γραμμή σάμπως να μη γνωρίζουν
η ρότα τους ακλόνητα ευθεία πάντα μένει.

Κι αν δεν εκόβονταν ποτέ οι τρεχαλητές κλωστίτσες
κι αν δεν εσπάζανε ποτέ οι γυαλιστερές βελόνες
τότε οι καλές μας μηχανές θα πλέκαν για αιώνες
γιακάδες και πουκάμισα, πουλόβερ και φουστίτσες.

Έτσι κι εμείς δεν παύουμε να τρέχουμε ολημέρα
κάθε ημέρα κάνοντας τα πράγματα τα ίδια.
Για παρεκκλίσεις χαρωπές και για τρελά παιχνίδια
καιρός δε μένει κι οι χαρές οι ωραίες πάνε πέρα.

Κι αιώνια θα κινούσαμε κι εμείς τις κεφαλές μας
κι άχθος αρούρης θα ’μασταν στ’ άλλο της πάνω βάρος
αν κάθε τόσο ο τρομερός κι αλύπητος κουρσάρος
δεν έκοβε τις, άλλωστε, λεπτότατες κλωστές μας.
 

ΞΕΧΕΙΛΟ

Η Ρόδος είναι όμορφο νησί. Εκεί η Ελένη
από την Πολυξώ κρεμάστηκε.

Το κεφάλι της γερμένο σε ντροπή ερωτογεννήτρα.
Ο αγέρας να της σηκώνει το φουστάνι
δείχνοντας για τελευταία φορά
το δοχείο ξέχειλο της ηδονής.  

Τα χείλια της, και κλειστά "έλα" να λένε.
Τα στήθη της κήποι απριλιάτικοι
με μέσα τους κορίτσια την ώρα του πρώτου
ερωτικού τους ρίγους.
    
Ο θάνατος
πριν την ειδή της άμορφη κάνει
χαίρεται μαζί της ό,τι
ζωντανοί μόνο μέχρι τώρα μπορούσαν.

Και το δέντρο που κρεμασμένη την κρατεί
από αθώρητες πληγές χυμούς ξεχύνει γαλακτώδεις.

Και νεκρή
όμορφη ήταν το παλιοθήλυκο.
 

Ο  ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ  ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ

Χοπ!  Χοπ!  Χοπ!

Πηδήξτε και σεις τρεις φορές:
ανάταση πρόταση έκταση κάτω
επάνω και κάτω, δεξά αριστερά.

Χοπ!  Χοπ!  Χοπ!  

Ας τρέξωμε όλοι και ας γυμναστούμε
να φτιάξωμε σώμα ωραίο κι ευθύ
να φτιάξωμε σώμα γερό
ας τρέξωμε όλοι
ας φτιάξωμε όλοι ένα σώμα γερό.

Χοπ! Χοπ!  Χοπ!

Ας τρέξωμε όλοι και ας γυμναστούμε
να φτιάξωμε ακμαίο ένα σώμα
να φτιάξωμε σώμα ευθύ
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ωραίο
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ευθύ
ας τρέξωμε όλοι
ανάταση πρόταση έκταση κάτω και κάτω και κάτω
ας δώσωμε όλοι
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ευθύ
Χοπ!..Χοπ!..Χοπ!..
 

ΜΑΣΣΑ

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Το άνθος κόπηκε
η πηγή στέρεψε
το πουλί δίπλωσε τα φτερά
το τραγούδι σταμάτησε.

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Το μαχαίρι άστραψε στον αέρα
το μαχαίρι χτύπησε στην καρδιά
το μαχαίρι δίπλα της πεσμένο.

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Η Μάσσα επρόδωσε
η Μάσσα επλήρωσε.

Η Μάσσα κείται δίκαια στο ψυχρό χώμα.

Η  ΕΥΤΥΧΙΑ

Η ευτυχία είναι άπιαστο πουλί
πεζό
τρικάταρτο δε.

Ίχνη απροσδιόριστα αφήνει όπου αδιάβατα διαβαίνει.
Περιπολεί σε όρη αστείρευτα
σε θαλασσινά άνθη ανθεί
σε κόκκινες κορδέλες μαλλιών ατροφικών δένει
πρόσωπα παιδικά αγκαλιάζει
με χέρια ολάσπρα και αξεδιάλυτα.

Ιππεύει καλοκαιρινές φεγγαραχτίδες
και πόρπες χρυσών λυμένων ζωνών.
Διαστέλλει φανταστικές ονειροπολήσεις
και κόρες γαλανών ματιών ιριδίζουσες.
Προκαλούσα, συμπτύσσει και εκπτύσσει
σκέλη άτριχα.
Καμιά φορά πετιέται με το κομμένο νύχι.

Η ευτυχία είναι μία σαρκαστική αντιλόπη
ασπαίρουσα κάτω από  το ανοιχτό
πλησιάζον στόμα πεινώντος λέοντος.

Η ευτυχία είναι κώδων ηχών κάτω από
εκατόν πενηντατρία βαμβακερά
στιλπνά στρώματα.

Στο πάτωμα έρπει
ανεβαίνει στα μισάνοιχτα συρτάρια
και χώνεται μέσα στα κρύα εσώρουχα.
Φεύγει λίγο πριν  αυτά φορεθούν.

Σε αδιάφθορα πελάγη  
αδιάφθορη και κενή  ταξιδεύει
ανάμεσίς αφρού και πρώτου κύματος.

Στου ευκαλύπτου τη ρίζα γαντζώνεται
και προχωρεί μαζί της
μέχρι το υπόγειο νάμα.

Στι χι της χαράς σταυρώνεται
εξιλαστήριο θύμα απρόθυμο.

Τις ανταύγειες των πρωτομαγιάτικων ρόδων
έλκουσα
πλαταίνει τα όρια του ιλαρού σύμπαντος
και μέσα του ανέμελα τριγυρνά.

Η ευτυχία
ερημική εκκλησιά που αιωρείται
πάνω από βωμούς αταίριαστους
και ασύδοτα ιερά.

Η ευτυχία
ατέρμων κοχλίας παραπλανητικός.
 

ΜΙΚΡΗ ΩΔΗ ΣΤΟ  ΜΟΥΣΜΟΥΛΟ

Σύκα στο περιβόλι  και δαμάσκηνα
ρόδια και δίφορα λεμόνια
σταφύλια... αχλάδια ζουμερά...
φράουλες...

Μόνο τα ευαίσθητα
χνουδάτα
κλαδωτά
εύθραυστα μούσμουλα
λείπουν.

Πρώτα μας ήρθαν.

Κροτάλισαν ευγενικά πάνω στο δέντρο τους
εψάλαν τις γλυκές τους μελωδίες
κουβάλησαν
στο φως και στη διαφάνεια τους το καλοκαίρι,
φραγμό στην ίδια την επιβουλή τους
εβάλανε διαφράγματα ωχρά
τοποθετώντας τα με τακτ
τριγύρω στον καρπό
κι αφού μας επλημμύρισαν ανταύγειες
και μνήμες οσμηρές
κι επαναλήψεις
και συνέχειες
επαραχώρησαν τη θέση τους
σε όλα τ’ άλλα.

Ω!  Μούσμουλο συμπυκνωμενο
και ανέκφραστα θολό!
Ω!  Μούσμουλο
αβρό και στοργικό!
Ω!  Πρωτοβρόχι στης ζωής την ξέρα!
Ω!  Υπομονή στην άκρη της βροχής!
Ω!  Αδιάσπαστε, πικρέ
κολλώδη ήλιε της πρώτης καλημέρας!

Ω!  Στο περιβόλι σύκα... φράουλες...
μα με το μύρο σου ολα ανθούν
και με τη θύμησή σου όλα
δένουν και καρπίζουν.