ΕΝΤΕΛΕΙΑ
Εγύριζα απ΄την πόλη τη γειτονική
Που πήγα να τηλεφωνήσω στην Θωμαϊδα
Ή στην Θεώνη, ή στην Κατερίνα.
Κι οι τρεις κλεισμένα τα τηλέφωνά τους.
Και γύριζα από κει.
Και στη στροφή
Νάτη!
Μαύρη η φούστα της στη μαύρη νύχτα μέσα.
Δυο μαύρες σκιες μαζί της-φιλενάδες της.
Μόλις και διακρινόνταν οι σιλουέτες τους
μέσα στην άναστρη νυχτιά, απ’ το λίγο φως
κάποιου παράθυρου πιο πέρα.
Κι έλαμψε η νύχτα απ΄ τα χιονάτα πόδια της.
Για τέτοια μια λαμπράδα
ως της γης την άκρη πας.
Δυο όρθιες, στέριες, μαλακές, ηδονικές κολώνες
Που το Ναό στηρίζουνε του Κόσμου.
Τόσο ηδονικές
που αναρωτιέσαι
αν κάτι περισσότερο υπάρχει που ν΄ αξίζει.
Και μες στο κάτι αυτό τολμάς να βάλεις
Ως και την Πύλη του Ναού.
Τώρα,
Μετά από τ΄ όραμα αυτό,
Μπορεί κανένας άφοβος να ζήσει.
Να ξέρεις-όχι ίσως πως υπάρχει,
Μα ότι κάποτε υπήρξε Αυτό,
Τ΄ άλλα όλα είν΄ αδιάφορα.
Και η ζωή ακόμα η μία κι η πολύτιμη.
Κι ο θάνατος
Μα θάνατος μετά από κάτι Τέτοιο υπάρχει;
Και όχι τίποτα-ένα παλιοκόριτσο ήτανε-
Μια ασήμαντη γειτονοπούλα.