Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

ΖΑΝΕΤ

ΤΟΠΟΣ: Ερημόνησο
ΠΡΟΣΩΠΑ: Άνταμ, Ζανέτ, Βεθύ.  
(Η Ζανέτ καθιστή σε μια καρέκλα στην αυλή ενός  όσο γίνεται ευπρεπούς παραπήγματος
Ένα μικρό αυτοσχέδιο τραπεζάκι δίπλα της με πάνω του βιβλία. Ο Άνταμ όρθιος μπροστά της. Συνεχίζουν συζήτηση)

ΑΝΤΑΜ
Μα τι θέλεις άλλο αγάπη μου να κάνω για να σ’ ευχαριστήσω; Σπίτι σου έφτιαξα να μένουμε κι εσύ κι εγώ μέσα. Νερό τρεχάμενο έφερα. Και ξέρεις με πόσους κόπους. Εργαλεία τράβηξα από το ναυάγιο και για όσα λείπανε τα έφτιαξα από ξύλο. Σκεύη κουζίνας, καλλωπιστικά είδη, τα κουβάλησα από το ναυάγιο για να έχεις και να μην σου λείπει τίποτα από εκείνα που χρειάζεται μια γυναίκα. Κάθε πρωί ανάβω φωτιά  και σου φτιάχνω το πρόγευμά σου με χορταρικά, φρούτα και με ψάρι που με κόπους ψαρεύω.  Από το διπλανό νησάκι σου έφερα μπανάνες με τη βαρκούλα που έφτιαξα να λάμνουμε οι δυο μας. Όλα όσα μπορώ σου τα έχω δώσει κι ακόμα σε ρωτώ τι άλλο θέλεις να σου φέρω-τι άλλο θέλεις να κάνω για σένα. Πες μου αγάπη μου.
ΖΑΝΕΤ
Δεν θέλω τίποτε άλλο Άνταμ. Κι αυτά πολλά είναι που έχεις κάνει για μένα.
ΑΝΤΑΜ
Τότε γιατί είσαι θλιμμένη; Τι σου λείπει;
ΖΑΝΕΤ
Τίποτα. Δεν ξέρω… Τίποτα…
ΑΝΤΑΜ
Μήπως έχεις όρεξη για κάτι και διστάζεις να μου το πεις μήπως και είναι δύσκολο για μένα; Μην διστάζεις. Πες το. Ότι πεις θα το κάνω για να δω το προσωπάκι σου χαρούμενο και λαμπερό. Μέχρι τώρα, το νιώθω, το γέλιο δεν βγαίνει από την καρδιά αλλά γεννιέται στο στόμα σου. Η μιλιά σου είναι ευγενική μα δεν έχει τις ρίζες της στην ψυχή σου. Βγες από τον εαυτό σου Ζανέτ μου.  Ζήσε και κάνε και μένα να ζήσω. Ξέρω, η ζωή δεν είναι ευχάριστη σ’ ένα ερημονήσι. Μα τι μπορώ να κάνω; Έχω έτοιμα τα ξύλα-φορτώματα από δαύτα- και τα πολύχρωμα πανιά. Κι όταν-αν φανεί κανένα πλοίο μακριά, θ’ ανάψω τη φωτιά και θ’ απλώσω τα πανιά για να μας δουν. Μα ως τότε τι να κάμω;
ΖΑΝΕΤ
Τίποτα Άνταμ. Τίποτα. Έχεις κάνει τόσα πολλά αγάπη μου! Είσαι τόσο καλός μαζί μου! Ύστερα πάντα ήθελα-το ξέρεις- να έκανα κάποιου είδους μοναχική ζωή. Ξέρεις πόσο με είχε κουράσει η κοινωνικότητα εκεί πέρα. Ρωτώντας τον εαυτό μου βρίσκω πολλές φορές να μη θέλω να φύγω από εδώ.
ΑΝΤΑΜ
Δείξε την αγάπη σου λοιπόν γι αυτό το μέρος. Δείξε την αγάπη σου-που λες πως νιώθεις για μένα.
ΖΑΝΕΤ
Ω! Άνταμ! Δεν πρέπει να είσαι παραπονεμένος αγάπη μου. Γιατί και πόσο σ’ αγαπώ και το ξέρεις, και στο δείχνω… τις στιγμές εκείνες…
ΑΝΤΑΜ
Μήπως… μήπως δεν σου αρέσω εγώ τις στιγμές εκείνες όπως τις λες; Μήπως, Ζανέτ μου…δεν είμαι καλός … στον έρωτα;..
ΖΑΝΕΤ
Όχι! Όχι! Αν έλεγα κάτι τέτοιο θα έλεγα ψέματα στον εαυτό μου. Μην το ξαναπείς αυτό αγάπη μου.
ΑΝΤΑΜ
Η φλόγα που μου ανάβεις κάθε φορά είναι η πιο μεγάλη που μπορεί να γίνει στο καμίνι του έρωτα. Και μόνο το δικό σου νερό μπορεί να μου τη σβήσει.
ΖΑΝΕΤ
Ναι, ναι. Μην συνεχίζεις άλλο πάνω σ’ αυτό καλέ μου και με κάνεις και ντρέπομαι…
ΑΝΤΑΜ
Τι σου λείπει λοιπόν αγάπη μου; Πες το μου και θα το ’χεις.
ΖΑΝΕΤ
Τίποτα δεν μου λείπει Άνταμ αγάπη μου. Όλα τα ’χω. και τα ’χω χάρη σε σένα και τις γλυκές κι αντρίκιες σου φροντίδες.
ΑΝΤΑΜ
Τότε τι...
ΖΑΝΕΤ
Δεν ξέρω… δεν ξέρω. Τίποτα. Έλα τώρα, μην βασανίζεσαι άδικα. Μην σκέφτεσαι τέτοια. Όλα είναι καλά. Και προ παντός μη βάζεις την ιδέα στο μυαλό σου ότι εσύ πρέπει να κάνεις κάτι και δεν το κάνεις. Έλα… είπες θα πήγαινες κατά την πηγή. Δεν πήγες ούτε χτες ούτε προχτές. Θα σου έχει λείψει. Πήγαινε. Μην κάθεσαι να φυλάς εμένα. Εγώ θα διαβάσω κάτι. Μόνο  φέρε μου κάποια από κείνα τα λουλουδάκια, αν υπάρχουν ακόμα. Θα σε περιμένω να φάμε μαζί.
ΑΝΤΑΜ
Μου υπόσχεσαι ότι δεν θα πλήξεις μόνη;
ΖΑΝΕΤ
Ναι αγάπη μου. Στο υπόσχομαι. Πήγαινε.
ΑΝΤΑΜ
Πάω λοιπόν. Σε χαιρετώ. Γεια σου αγάπη μου
(φιλιούνται)
ΖΑΝΕΤ
Γεια σου μοναδική μου αγάπη.  
(Ο Άνταμ βγαίνει. Στον εαυτό της)
Η ακεφιά μου είναι βαριά. Δεν του ξεφεύγει. Κι όπως κι εγώ, έτσι κι αυτός δεν ξέρει τι τήνε γεννάει. Όλα τα έχω αλήθεια όσα μια γυναίκα ποθεί. Αγάπη, έρωτα, άνεση, ασφάλεια. Μα κάτι άλλο θα ’ναι που δεν το μετρώ καθώς τις γυναικείες χρείες αριθμώ. Κι είναι καλός ο Άνταμ ο καημένος. Σκλαβωμένος στα μαύρα μου τα μάτια. Άντρας εύκολος που δεν χρειάζεται να του θυμίζεις το καθήκον του. Η Φύση του ’χει δώσει να το ξέρει από γεννησιμιού του: αφοσίωση στη γυναίκα. Μα κι εγώ δεν κάνω το καθήκον μου; Καλός αφέντης του δεν είμαι;  Κι όμως κάτι μου λείπει  Θε μου. Μου λείπει κάτι που θα μου έφερνε την πραγματική ευτυχία… Και δεν θέλει πολλά ο καημενούλης μου. Ένα μου χαμόγελο του φτάνει. Μία ματιά γλυκιά μου του είναι αρκετή.
(ακούγεται θόρυβος στα ξερόχορτα)
Μπα! Ο Άνταμ-κάτι θα ξέχασε.
(μπαίνει ο Βεθύ. Η Ζανέτ τον βλέπει έκπληκτη και τρομαγμένη)
ΒΕΘΥ
Μην τρομάζεις γυναίκα. Είμαι άνθρωπος κι εγώ. Μη φεύγεις. Να! Βλέπεις; Δεν κρατώ κανένα όπλο. Άνθρωπος είμαι γυναίκα! Καημένη! Τόσο έχεις ξεχάσει τους ανθρώπους μέσα σε εφτά μήνες; Μην τρομάζεις. Σώθηκα κι εγώ από το ναυάγιο. Το κύμα μ’ έριξε σε κείνο το νησάκι.
(Κοιτάζοντας ψηλά)
Θεέ μου! Μπορώ και μιλώ Θεέ μου! Είδα πάλι ανθρώπου πρόσωπο. Τυχερός μέσα στην ατυχία μου...
(προς την Ζανέτ)
Άνθρωπος είμαι… ναυαγός κι εγώ κυρά μου. Μην τρομάζεις.
ΖΑΝΕΤ
(ακόμα ξαφνιασμένη)
Δεν τρομάζω. Ξαφνικά όμως βλέποντάς σε μπροστά μου… καταλαβαίνεις.   Ύστερα δεν σε είχα δει στο πλοίο τόσες μέρες.
ΒΕΘΥ
Ίσως ταξίδευες σε άλλη θέση. Στην πρώτη;
ΖΑΝΕΤ
Ναι.
ΒΕΘΥ
Εγώ στην τρίτη. Γι αυτό. Εσύ τα έφτιαξες όλα τούτα ή είναι κι άλλος μαζί σου;
ΖΑΝΕΤ
(Κοιτάζει γύρω σαν θέλοντας να κερδίσει χρόνο. Ύστερα με σιγουριά)
Ναι. Μόνη μου. Εγώ.
ΒΕΘΥ
Είναι αυτό το τελευταίο νησάκι που έρχομαι. Δεν περίμενα να βρω ούτε εδώ κανέναν. Αλλά λάθεψα. Βρήκα μια όμορφη γυναίκα. Να έρθεις να μείνουμε στο νησί μου. Είναι πιο όμορφα εκεί.
ΖΑΝΕΤ
Παραπαίρνεις φόρα. Μου μιλάς σαν να με ξέρεις χρόνια.
ΒΕΘΥ
Είδα έναν άλλο άνθρωπο μετά από μήνες. Πώς θα έπρεπε να σου μιλούσα; Αλλά και τι πιο φυσικό ένας άντρας και μία γυναίκα να μένουν μαζί; Εμένα μου έχει λείψει πολύ μια ανθρώπινη συντροφιά τους μήνες ετούτους. Δεν μπορεί παρά να συμβαίνει το ίδιο και με σένα. Και σένα θα σου έχει λείψει μια παρέα.
ΖΑΝΕΤ
Πώς το ξέρεις;
ΒΕΘΥ
Μα είναι φυσικό.
(την πλησιάζει)
ΖΑΝΕΤ
Πώς σε λένε;
ΒΕΘΥ
Βεθύ. Και σένα;
ΖΑΝΕΤ
Ζανέτ.
ΒΕΘΥ
Εδώ θα ταίριαζε καλλίτερα να λεγόμασταν Εύα και Αδάμ.
ΖΑΝΕΤ
Μόνοι μας είμαστε, μπορούμε να αλλάξουμε τα ονόματά μας.
ΒΕΘΥ
(Παίρνει απαλά το χέρι της Ζανέτ και το φιλάει)
Το μήλο μόνον μας λείπει.
ΖΑΝΕΤ  
Δεν μας λείπει. Εδώ είναι, και ώριμο μετά τόσον καιρό.
(φιλιούνται. Τα φώτα χαμηλώνουν, σβήνουν για λίγο και ξανανάβουν. Ο Βεθύ είναι καθισμένος στην καρέκλα και η Ζανέτ στα γόνατά του έχοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του)  
Με έκανες ευτυχισμένη Βεθύ.
ΒΕΘΥ
(επιτηδευμένα σκεπτικός)
Ευτυχισμένη… Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι εννοεί μια γυναίκα όταν λέει ότι είναι ευτυχισμένη, μα αφού αυτό είναι καλό για μένα το δέχομαι με χαρά ασυζητητί…
(γελάει)
Μα και συ Ζανέτ, είσαι μια γυναίκα με όλα σου. Και πανέμορφη. Και θερμή… Θεούλη μου!
(την φιλάει. Κινώντας τον δείκτη του χεριού του προς αυτήν δήθεν επιτιμητικά)
Και ψεύτρα μέσα σ’ όλα.
ΖΑΝΕΤ
Μια φορά που είπα αλήθεια αυτή είναι.
ΒΕΘΥ
Δεν λέω γι αυτό. Αλλά για το πώς είσαι μόνη σου στο νησί. Μια γυναίκα με τα δικά σου χέρια, ντυμένη έτσι και να διαβάζει βιβλία, δεν μπορεί να έχει φτιάξει μόνη της όλα αυτά που βλέπω εδώ γύρω φτιαγμένα από χέρι ανθρώπου.
ΖΑΝΕΤ
Έχεις δίκιο. Καλά κατάλαβες. Ζω με τον άντρα μου. Έχει πάει σε μια πηγή στο πίσω μέρος του νησιού. Και όπου να ’ναι θα γυρίσει. Γι αυτό πρέπει να φύγεις τώρα. Μπορείς να έρχεσαι συχνά; Είναι κάποιο από τα κοντινά νησάκια το νησί σου;
ΒΕΘΥ
Για να βρίσκομαι κοντά σου η θάλασσα δεν μετράει. Πότε θα είσαι πάλι μόνη;
ΖΑΝΕΤ
Όποτε μου πεις ότι θα είσαι πάλι εδώ. Πότε;
ΒΕΘΥ
Μεθαύριο την ίδια ώρα.
ΖΑΝΕΤ
Εντάξει. Πήγαινε τώρα.
ΒΕΘΥ
Κανόνισε να έχουμε περισσότερη ώρα στη διάθεσή μας.
ΖΑΝΕΤ
Όση θέλεις Βεθύ.
(φιλιούνται)
ΒΕΘΥ
Γεια σου γυναίκα.
ΖΑΝΕΤ
Γεια σου. Μεθαύριο την ίδια ώρα.
(Ο Βεθύ βγαίνει)
Από την πρώτη στιγμή που τον είδα, κατάλαβα τι μου είχε λείψει όλον αυτό τον καιρό. Τι ωραία που είναι τώρα όλα! Και πρώτα η ζωή. Αγαπιέμαι διπλά!  Και επιτέλους έχω ένα μυστικό από τον Άνταμ. Κάτι εντελώς δικό μου. Κάτι που με κάνει… πώς να το πω… ελεύθερη, ανεξάρτητη. Ναι, ανεξάρτητη! Δεν έχω πια υποχρέωση να μένω με κανέναν. Από εδώ και πέρα χάρη θα κάνω όχι μόνον στην ανεξαρτησία μου αλλά και σε όποιον χαρίσω τον έρωτά μου! Ω! Ελευθερία! Πόσο πιο αξιαπόλαυστα τα κάνεις όλα!  Είναι σαν να απόκτησα ξαφνικά δυό ζωές! Κι ας το σκεφτώ και αλλιώς: έτσι που είμαι δοσμένη τόσο στον Άνταμ, δεν μου επιτρέπεται να έχω κάποιαν ανταμοιβή γι αυτό; Για τόσα χρόνια που είμαι πιστή στον άντρα μου δεν μου πρέπει κάποια ανταπόδοση; Κι έχω αγάπη αρκετή και για τους δυο. Αγάπη! Αγάπη! Ας κυκλοφορούσε σαν νόμιμο νόμισμα ανάμεσα σε όλους!.. Κι αν παίρνω αγάπη και από αλλού, αυτό δεν σημαίνει ότι θα έχω να δώσω περισσότερη αγάπη στον Άνταμ; Ω! Άνταμ! Πόσο θα κερδίσεις και συ από την καινούργια μου γνωριμία! Αυτό μου έλειπε λοιπόν και δεν το ήξερα ή δεν τολμούσα να το ομολογήσω στον εαυτό μου: κι ένας άλλος άντρας! Ω! Τώρα είμαι αληθινά ευτυχισμένη. Έλα Άνταμ! Έλα να με βρεις όπως με ήθελες πάντα! Πολύ αλήθεια σε έχω παιδέψει με την θλίψη μου άθελά μου… Έλα. Θα βρεις μια γυναίκα εδώ όπως την θέλεις και όπως πραγματικά σου αξίζει –μια γυναίκα ευτυχισμένη! Ναι. Τώρα νιώθω ότι είμαι πραγματική γυναίκα. Μια γυναίκα που έχει όλα όσα ποθεί κάθε γυναίκα: Απατώ!
(στέκει για λίγο αμίλητη σαν να άκουσε για πρώτη φορά αυτή τη λέξη. Ύστερα, με το πρόσωπό της να λάμπει θριαμβευτικά, την επαναλαμβάνει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της)
ΑΠΑΤΩ! Ω! Έλα Άνταμ να φάμε και να περάσουμε ένα όμορφο απόγευμα. Τώρα θα βλέπεις στο πρόσωπό μου ένα πρόσωπο πραγματικά χαρούμενο και λαμπερό. Και όταν χαμογελώ το χαμόγελο θα βγαίνει τώρα αληθινά από την ψυχή μου. Και πάντα έτσι. Τώρα δεν θα έχω ώρες μελαγχολικές. Ποτέ πάλι. Ούτε αύριο ούτε μεθαύριο. Είπα μεθαύριο-μεθαύριο του είπα να έρθει πάλι του Βεθύ. Και γιατί τάχα μεθαύριο; Αύριο έπρεπε να τόνε φέρω πάλι. Ω! Τώρα θα δώσω στον Άνταμ μια γυναίκα όπως την θέλει. Του αξίζει εξάλλου του καημένου, είναι τόσο καλός μαζί μου….

ΑΥΛΑΙΑ


 

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Ήθελα νάξερα.
Τα παιδιά που γλεντούσαν στις εφτά Οχτώβρη στο Ισραήλ, δίπλα από τη Γάζα, ήξεραν τι έκαναν;
Ήξεραν ότι δίπλα τους ακριβώς οι άνθρωποι δεν είχαν ψωμί να φάνε;
Ότι έμεναν σε τσίγκινα σπίτια;
Ότι δεν ήξεραν τι θα πει γλέντι χορός και γιορτή;
Ήξεραν ότι ακριβώς επειδή αυτοί είναι πλούσιοι, οι δίπλα τους ήτανε φτωχοί;
Ήξεραν ότι εκείνοι, οι διπλανοί, δεν μπορούσαν ούτε να ονειρευτούν μια τέτοια εκδήλωση σαν τη δική τους;
Και βέβαια τα ήξεραν όλα αυτά , όμως τη γνώση αυτή την είχαν κρύψει κάτω από τον πλούτο τους και δεν φαινόνταν.
Ήξεραν ακόμα ότι ο πλούτος τους αυτός είχε κάνει τον Χίτλερ να θελήσει να τους αφανίσει;
Και βέβαια το ήξεραν.
Ήξεραν ότι τον σημερινό τους πλούτο τον οφείλουν στην Αμερική, και ότι όλοι οι άλλοι λαοί του κόσμου θα ήθελαν να τους αφανίσουν επίσης;
Και βέβαια το ξέρουν.
Και μετά λοιπόν από την επίθεση εναντίον τους της Χαμάς, κάποιο από αυτά τα χρυσοστόλιστα γλεντζέδικα παιδιά, αντιλήφτηκε ότι ποτέ και πουθενά δεν θα ήσαν ήσυχοι αν συνέχιζαν να παραβλέπουν τη δυστυχία των γειτόνων τους;
Και σαν συνέχεια αυτού το παιδί αυτό, σκέφτηκε ότι έπρεπε να αρχίσει έναν αγώνα ενάντια του πλούτου, μέχρις ότου αυτός να μην εκκολάπτει τη φτώχια και τη δυστυχία των γειτόνων τους και άραγε τις εναντίον τους επιθέσεις;
Και αυτό το παιδί, βγήκε να πει στα άλλα παιδιά ότι πρέπει να φροντίσουν να είναι ίδια ευτυχιεμένοι όπως αυτοί όλοι οι άνθρωποι;
Βγήκε σε κάποιο Μέσο να πει τις ιδέες του;
Βγήκε να προσπαθήσει να προσεταιριστεί κι άλλα παιδιά;
Βγήκε να προσπαθήσει ώστε τις γνώσεις που είχε από την οργάνωση τού παρά τη Γάζα γλεντιού,  να τις εφαρμόσει για να πετύχει να μην ξανασυμβούν στο μέλλον ούτε τέτοια γλέντια ούτε τέτοιες επιθέσεις;
Κοιτάζω κάθε μέρα τις ειδήσεις, αλλά ακόμα τίποτα τέτοιο δεν βλέπω.

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΜΙΧΑΗΛ

"Θέλω Βασίλειον παρακοιμώμενον"
είπε ο Μιχαήλ
"ως πιστόν όντα...
υπό πάντων ευφημείσθαι ως βασιλέα".
"Βασιλεύς δε", λέει το Χρονικό "επληρούτο δακρύων..."
"Και των σκήπτρων πεσόντων ως έθος" τον έστεψε συμβασιλέα.

Λίγο αργότερα ο Βασίλειος εδολοφόνησε τον Μιχαήλ.
Κι αφού πια ήταν μόνος βασιλιάς
το ελαφρυντικό βρέθηκε αμέσως: μεγάλο κάθαρμα ο Μιχαήλ...

Μα ο Βασίλειος δεν εστάθηκε σ' αυτό'
έχτισε μοναστήρια κι εκκλησίες τόσες
που φτάναν γι άλλα δέκα εγκλήματα-
«Eξιλασκόμενος τω Θεώ» λέει ο Ζωναράς.
 

ΣΩΠΑ!"

Τη νύχτα προς τις δυόμισι με τρεις
σαν μεθυσμένος μ'  αϋπνία μπεκρής
στον ουρανό κοιτάζω κι αντικρίζω
το φεγγαράκι το ασημί και γκρίζο.

Μόνο καθώς εμένα περπατεί
στον ουρανό τον έρμο και πλατύ
χλωμό σαν άρρωστο ένα παιδάκι
και με πικρό-αγέλαστο χειλάκι.

Και λέω: "τι να κάναμε κι οι δυο
και μια ζωή περνάμε ρημαδιό.."
και λέω: "ποιος τους δρόμους μας χαράζει
και οδοιπόρους μέσα τους μας βάζει.."

Και λέω: "όποιος κι αν είναι, όσο ζει
χαρούμενη μια μέρα να μη δει-
του πόνου η φωτιά να τονε καίει
και όλο να θρηνεί, κι όλο να κλαίει..."

Και πριν ο λόγος μου κιωθεί ο φριχτός
"σώπα! " μου λέει του φεγγαριού το φως,
"έτσι που εκεί θερμά παρακαλιέσαι
τον εαυτό σου αδέρφι καταριέσαι".

ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ

Στην τελευταία ντυμένες μόδα,
ωραίες, τρυφερές, χαριτωμένες,
με μύρα στολισμένες και με ρόδα
κυρίες ιδανικές κι εκλεπτυσμένες,

τις φωτισμένες κοσμούν βιτρίνες
μεγάλων και λαμπρών καταστημάτων.
Ποτέ τους δεν ξαπλώνουνε σε κλίνες
ερώτων ή σ' ανάκλιντρα θανάτων.

Για κείνες είναι ζωή τους όλη
μια στάση αυστηρά καθορισμένη.
Κι ουτε έχουνε ποτέ αργία ή σκόλη
και ώρα για ξεκούραση δοσμένη.

Μόνο όταν βράδυ τα φώτα σβήνουν
κι η Νύχτα με το Θάνατο φιλιούνται
εκείνες απαλά τα μάτια κλείνουν
και, δίχως να τις βλέπουμε, κοιμούνται.
 

ΤΑ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΑ

Έπιπλα δεν είχε το δωμάτιο
και όσον να πεις
ένα τραπέζι
απαραιτήτως χρειάζονταν.

Δε θα 'τρωγε καλά για λίγες μέρες
το κάπνισμα θα εμετρίαζε
το φως νωρίς θα το 'σβηνε
λίγο από δω-λίγο από κει
θα τα κατάφερνε στο τέλος.

Και όχι πολυτέλειες.
Δεν ήθελε
ξύλο καλό, ούτε μορφήν και στυλ θα εκοιτούσε.
Ένα απλό τραπέζι.
Λίγο γυαλιστερό μόνο στην επιφάνεια
και κάπως, όσο γίνονταν
τα πόδια του κομψά
(μπορεί να το 'ντυνε και με χαρτί.
Έτσι κι η φθήνεια του θα κρύβονταν
και τακτικός θα έλεγαν πως είναι).

Τώρα θα πεις:
μεγάλη ανάγκη ήταν το τραπέζι;
Ανάγκη όχι, μα είναι κάποια συντροφιά.
ένα δωμάτιο άδειο άσχημα χτυπάει. Πάλι
κάποιος μπορεί να ’ρχόταν
και την κατάντια του να δει δεν θ' ανεχόταν.
Και τέλος είναι κάτι όρθιο
μέσα σε τόσα γκρεμισμένα.

ΟΛΟΛΥΖΕΙΝ

"Άχου! Οι χαμένες μας πατρίδες!
“Άχου! Οι χαμένες μας ζωές!"

Λες και τις πατρίδες τις είχαμε αποθέσει
σαν κύπελλα
πάνω σε γυμνές κοιλιές γυναικών
που γελώντας τα χύνουν..
ή πως τις παίρναμε στο κρεβάτι μας όταν κοιμόμασταν-
μα μήπως και τότε θα 'ταν δικές μας;
 

Ο ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ

Οι κινήσεις του ζωηρές
λίγο υπερβολικά κοφτές
λίγο υπερβολικά γοργές.
Τα μάτια του εκφράζουν μια
λίγο υπερβολική φροντίδα
για την παραγγελία του πελάτη.

Φέρει τον δίσκο με τόλμη σχοινοβάτη
κρατώντας τον σε μια ισορροπία αδιάκοπα ασταθή.

Αμφιβολία δε χωρεί: ο σερβιτόρος μας παίζει.

Τι παίζει όμως;
Δεν χρειάζεται πολύ να τον προσέξουμε
για να το δούμε.
Ο σερβιτόρος μας παίζει
κάνοντας πως είναι σερβιτόρος.
 

ΝΑΥΑΓΟΣ

Είναι ναυαγός.
Γεννήθηκε ναυαγός.
Κι ολοζωής μηνύματα στέλνει
σε μπουκάλια μέσα
προειδοποιώντας:
«μην πλησιάζετε».
 

ΞΕΡΩ

Για σάς ξέρω πριν έρθετε
γι αυτό και σας καλωσορίζω πριν σας δω.

Ξέρω για σάς πριν τα καλέσματα μου στείλουν
οι ανάπηροι αντάρτες
πριν των νεκρών συντρόφων ο χαμός
ηχήσει άπνους
πάνω απ’ τη στάχτη των ιδανικών μας.

Για σας που πολεμήσατε
τον ίδιο εχθρό πριν από μένα
ξέρω πολλά.
Ήμουν το βάρος στο σφυρί
κι η κόψη στο δρεπάνι.
 

Η Ελλάδα έχει ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων, μας λένε.
Πούντη;
Η Ελλάδα έχει κύριοι ιστορία διακοσίων δύο χρόνων.
Έλληνες σκόρπιοι υπήρχαν πάντοτε όπως υπάρχουν πάντοτε σκόρπια και άλλοι λαοί, είτε τελικά χαμένοι σήμερα, είτε κρατικές οντότητες ως σήμερα.
Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Η Κίνα υπήρχε και υπάρχει για χιλιετίες. Και σήμερα είναι η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη του κόσμου, ενώ ετοιμάζεται να πάρει τα πρωτεία και στην Άμυνα.
Το Ιράν (μαζί με την Ρωσία), είναι σήμερα το αντίπαλο δέος της Αμερικής και του ΝΑΤΟ, όπως ήτανε και στον καιρό της αρχαίας Αθήνας-του ΝΑΤΟ της τότε εποχής.
Η Αίγυπτος είναι μια δημοκρατία σοβαρή, δυναμική, με κύρος παγκόσμια.
Οι Εβραίοι, παρά τα όσα πάθανε κατά καιρούς, είναι σήμερα μια υπολογίσημη δύναμη, έστω ελέω Αμερικής, και ο λόγος της μετράει από δω κι από κει.
Οι έλληνες;
Οι Έλληνες, μόλις πριν από διακόσα χρόνια οι ξένες Δυνάμεις
( Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία) τους έκαναν κράτος. Και όχι γιατί το άξιζαν, αλλά γιατί οι ξένοι ήθελαν μια γεωγραφική οντότητα ανάχωμα για την κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο.
Εδιώξανε λοιπόν τους τούρκους απ' τον τόπο, κι Έλληνες μας βαφτίσαν από κάποιους που παλαιά ζούσαν εδώ.
Μετά, έτσι έτοιμους, μας δώσαν μια κλωτσιά και από τότε πια εμείς περήφανοι γυρνάμε.
Εκείνοι μας λαδώνουν κάθε τόσο, τα σύνορά μας καθορίζουν,
τους ολυμπιακούς κάνουν αγώνες μας, τους τρομοκράτες μας πιάνουνε, μας δίνουν όπλα και πηλίκια και στολές και λέμε μεις "οι ένοπλες δυνάμεις μας",λεφτά μας δίνουνε και λέμε μεις "η οικονομία μας".
Όμως κι εμείς από την άλλη τους δουλεύουμε πιστά. Τις κυβερνήσεις έχουμε που αυτοί μας λένε, οι εφημερίδες κι οι τηλεοράσεις μας γράφουν και λένε ό,τι αυτοί διατάξουνε
κι ως για μπογιά, βάζουμε μπόλικη, όταν σκυμμένοι τα παπούτσια τούς γυαλίζουμε.
Κι έχουμε εθνάρχη τον Καραμανλή, κι έχουμε εθνική σταρ την Αλίκη Βουγιουκλάκη, κι έχουμε κωμικό τον Σεφερλή, κι έχουμε τρακόσα κοράκια για βουλευτές, κι έχουμε υπουργεία παραρτήματα των Αμερικανικών υπουργείων, κι έχουμε «σειρές» (Πανθέοι, Έρως Φυγάς, Η Γη της Ελιάς, Οι Πανθέοι, Η Μάγισαα, Το προξενιό της Ιουλίας, για να περιοριστώ σε σημερινές), όπου μέσα σε ένα δωμάτιο η κάμερα παίρνει για μισή ώρα το πρόσωπο ενός ηθοποιού, μετά περιμένουμε να πάει η κάμερα και να πάρει το πρόσωπο του συνομιλητή του και ούτω καθεξής, κι έχουμε κόμματα ανεύθυνα και δοτά, που φροντίζουν για την ευτυχία των αρχηγών και των παρατρεχάμενών τους.
Και αφού όλα είναι διαλυμένα μέσα στο «κράτος» μας, ήρθε και ο Κασσελάκης να εφαρμόσει το αμερικανικό σύστημα σε ένα κόμμα-αντρείκελο, συνηθισμένο σε μια ανεύθυνη, δουλική, τυχάρπαστη «διακυβέρνηση» από έναν δοτό και δαχτυλιδένιο Χαζοχαρούμενο ολκής βουτυρομπεμπέ.
Και φυσικά μέσα στην τυχαιότητα και στο αλαλούμ που χαρακτηρίζει την Ελλάδα, μέσα σε μια χώρα όπου ο κοτζαμπασιδισμός ακόμα κυριαρχεί (και πώς να μην κυριαρχεί αφού οι παππούδες και οι προπαππούδες μας-τόσο κοντινά στην εποχή μας πρόσωπα-τα ζούσαν αυτά επί τόσα χρόνια που η κατάσταση αυτή να έχει μπει στο ντι εν έι μας), όπου η μίζα είναι προϋπόθεση επιτυχίας, όπου τα Υπουργεία τύποις μόνον υπάρχουν, δεν πρόκειται να πετύχει η προσπάθεια όποιου Κασσελάκη, έστω και αν αυτός έχει τις καλλίτερες προθέσεις.
Εκείνο που θα μπορούσε να είχε λείψει από τον Κασσελάκη ήταν η δήλωση από τον ίδιο της διαφορετικότητάς του-όπως τη λέμε.
Τόσοι πρωθυπουργοί και υπουργοί έχουν περάσει, που είχαν αυτή την διαφορετικότητα, όμως, ποτέ δεν την δήλωσαν δημόσια.
Έχω την υποψία ότι αυτό ήταν έργο της Αχτσιόγλου. Ότι αυτή δηλαδή τον έσπρωξε να κάνει αυτή την ενημέρωση στο λαό. Επειδή δηλαδή αυτή, στις προηγούμενες εθνικές εκλογές, είχε δηλώσει (ακκιζομένη μάλιστα μπρος στον φακό), ότι έχει γκόμενο τον Τζανακόπουλο, έπεισε τον Κασσελάκη να προχωρήσει στην σχετική δήλωσή του, τάχα για να δείξει ότι είναι φιλαλήθης όπως αυτή, και ότι δεν έχει μυστικά από τον λαό του  ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως και νάχει, εύχομαι να βγει κάτι καλό  από τον ΣΥΡΙΖΑ, το μόνο κάμμα που, έστω στα λόγια μόνον αριστεροφέρνει, μιας και το άλλο αρισταρό κόμμα, το ΚΚΕ, κοιμάται τον ύπνο όχι του δικαίου, αλλά του αδίκου…

 

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2023

Η θύελλα που θ’ αλλάξει το χάρτη της γης έρχεται.
Ο καπιταλισμός έγραψε την ιστορία του.
Μια άλλου είδους δυστυχία θα κυριαρχήσει πάνω στα ερείπια.  
Οι άνθρωποι χόρτασαν δασκεδάσεις, ανακαλύψεις, ηλεκτρονικές συσκευές, χλιδή, παραλογισμούς.
Δανείστηκαν πολλά. Καιρός να τα δώσουν πίσω με τόκο.
Παλιά ήταν ο πύργος της Βαβέλ.
Σήμερα είναι η τεχνική υπεροψία.
 

28 ΟΧΤΩΒΡΗ
ή
ΤΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΑ ΝΑΙ


Η επέτειος του ΟΧΙ. Που μεγάλο λέμε ότ' ήταν.
Που μας είχεν οδηγήσει στη μεγάλη μας την ήτταν
και απόδειξε σε όλους η φυλή η ελληνική
πόσο είναι χαζοβιόλα και καθόλου λογική.

Μα ως γνωστόν εκτός απ' τ' ΟΧΙ-
γνώσεις είν' αυταί κοιναί-
κάθε γλώσσας μοίρα το 'χει
να 'χει μέσα της και ΝΑΙ.

Και στων ΝΑΙ του άθλιου πλήθους
θα σας φέρω τη ζαλάδα,
φαινομένου πλέον συνήθους
για τη δόλια την Ελλάδα.

Γιατί ΝΑΙ για χρόνια τώρα
λέμε σ' όλα τα στραβά
και γι αυτό συνέχεια η χώρα
τον κατήφορο τραβά
.
Και πλατιά σφραγίδα βάζουν
στην καινούργια αυτή ορμή της
οι υπουργοί που τής ρημάζουν
τα λεφτά και την τιμή της.

ΝΑΙ λοιπόν το γκόβερνό μας
έβαλε βουλή να λέει
σ' ό,τι ενάντιο στα όνειρά μας
και στα πάτρια είναι κλέη.

ΝΑΙ στο όργιο των σκανδάλων,
ΝΑΙ στο σκύψιμο της μέσης,
ΝΑΙ στην ειρωνεία των Γάλλων,
ΝΑΙ σε ψεύτικες εκθέσεις.

ΝΑΙ στο δράμα της Παιδείας
ΝΑΙ σ' Αγγλία και σ' ΕΟΚ
ΝΑΙ στο χάος της ανεργίας
ΝΑΙ στων εκδοτών τα μπλοκ.

ΝΑΙ στων δημοσίων πόρων
την αλόγιστη σπατάλη,
ΝΑΙ στων δημοσίων χώρων
την κατάντια και το χάλι.

ΝΑΙ στην έλλειψη σχολείων
ΝΑΙ στις βίλλες υπουργών
ΝΑΙ στους διορισμούς φιλίων-
σ' απολύσεις ΝΑΙ απεργών.

ΝΑΙ στης άσφαλτου το αίμα
ΝΑΙ στο ξάφρισμα, στη ζούλα,
ΝΑΙ στη διαφθορά, στο ψέμα
στην κλεψιά και στη ρεμούλα.

ΝΑΙ σε κάθε σαλτιμπάγκο,
ΝΑΙ σε κάθε μασκαρά
που του έλληνα τον πάγκο
τον 'ρημώνει από χαρά.

ΝΑΙ σε Tούρκων απαιτήσεις
και στις τόσες τους φοβέρες-
στων σκαφών τους τις προκλήσεις,
στις Αιγαίες τους κρουαζιέρες.

ΝΑΙ σε κάθε τι που δείχνει
πως ανεύθυνοι μετράμε,
ΝΑΙ σε κάθε τι που δείχνει
μακριά πως δεν κοιτάμε…

Και μας πέφτουνε στην πλάτη
βουρδουλιές τα τόσα ΝΑΙ
βρίσκοντάς μας σε ραχάτι
μες σε κάποιον καφενέ.

Και σαν άνοες γελάμε
και κανένας δεν κοιτάει
πως οι έλληνες μετράμε
της Ευρώπης το προσφάϊ.

Τέτοιοι είμαστε. Ωραία. Δεν πειράζει. Τι να γίνει...
Αλλ' ας μη γινόμαστε όμως σαλτιμπάγκοι κι αρλεκίνοι
να θαρρούμε ότι κάποια και για μας στη γη αυτή
θέση έχει στην πορεία της προόδου φυλαχτεί.

Κακομοίρηδες για πάντα θ' απομένουμε κι αχρείοι
κι ένα ΟΧΙ κάθε χρόνο θα ψελλίζουμε -οι γελοίοι!-
λες κι αυτό μας δίνει κλέος-μάλιστα έχοντας τη λόξα
ότι τάχα των ελλήνων μονοπώλιο είν' η δόξα...

Ω! Αστεία καραγκιοζάκια που ποζάρετε γι ανθρώποι!
Στου πολέμου την ανάγκη δόξα παίρνουν όλοι οι τόποι.
Δάφνες πρέπουν στους πολίτες της πατρίδας μόνο εκείνης,
που τη δόξα την κερδίζουν στους αγώνες της ειρήνης!

Τραγωδία με οικογένεια στην Αχαΐα: Έχασε δύο μωρά σε διάστημα 15 μηνών
(Οι εφημερίδες της 24-10-23)

Λοιπόν, έγιναν τα δέοντα;
Κλήθηκαν οι γιατροί και οι νοσοκόμες που ασχολήθηκαν με αυτά τα παιδάκια, να ερωτηθούν τι ύφος είχε η μητέρα όταν κουβέντιαζε μαζί τους για τα παιδάκια της;
Ελέγχτηκε ο κομπιούτερ της για να δουν αν ζητούσε να πληροφορηθεί τις ιδιότητες κάποιου φάρμακου;
Αν όχι, γιατί οι Αρχές εφαρμόζουν δύο μέτρα και δύο σταθμά για δύο πισπιρίγγιες περιπτώσεις;
 

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Ποτέ μου δεν απόκτησα
σπίτι στη γη επάνω.
Μα έχω σχέδια πολλά
για όταν θα πεθάνω.

Θα 'χω ένα σπίτι τότε εγώ
που όλα θα χωράει.
Η γη σαν μια πετρούλα του
μικρούλα θα μετράει.

Ήλιους θα έχω λαμπερούς
για φώτα, και τα βράδια
όχι φτηνούς πολυέλεους
μα ολόγιομα φεγγάρια.

Αντίς χαλιά, στο πάτωμα
θα στρώνω Γαλαξίες.
Κομήτες μες στα βάζα μου
θα έχω για γαζίες.

Κι αν χρειαστώ και της βροχής
τις δροσερές σταγόνες
ωραία νεφελώματα
θα βρέχουν για αιώνες.

(Και θα 'χω για ενθύμιο
φυλάξει σε μιαν άκρη
απ' τη ζωή που 'ζησα 'δώ
μιαν αδικιά-ένα δάκρυ.)

Πάρκα του και δωμάτια
αλλέες, σοφίτες, κήποι,
θα 'χουνε όλα τα καλά-
τίποτα δε θα λείπει.

Και στην κρεββατοκάμαρα-
θυμάμαι, ας μην το είπα-
θα 'χω σε μια γωνία της
κομψή μια μαύρη τρύπα.
 


ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ
(Όταν ο Κώσυτας Καραμανλής ζήταγε το 2005 από τα κόμματα την περίφημη συναίνεση)

ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
(μόνος στο γραφείο του, βαδίζοντας νευρικά πάνω κάτω)
Συναινώ, συναινείς, συναινεί. Συναινούμε συναινείτε συνενούνε. (το ίδιο δυο φορές ακόμα πιο γρήγορα κάθε φορά) Συναινώ, συναινείς, συναινεί. Συναινούμε συναινείτε συνενούνε. Συναινώ, συναινείς, συναινεί. Συναινούμε συναινείτε συνενούνε. Ορίστε! Όλοι ξέρουνε γραμματική. Τα ρήματα! Όλοι τα ξέρουνε. Πού η δυσκολία για συναίνεση; Συναινώ, συναινείς, συναινεί. Συναινούμε, συναινείτε…
(Μπαίνει ο Παπανδρέου)
ΚΑΡ
Συναινείτε;
ΠΑΠ
Συναινείτε.
ΚΑΡ
Εσείς, συναινείτε;
ΠΑΠ
Συναινείτε.
ΚΑΡ
(επεξηγώντας τα λόγια του με μιμική)
Εσείς…ΕΣΕΙΣ…συναινείτε;
ΠΑΠ
Εσείς…συναινείτε!
ΚΑΡ
Εσείς…εσείς…
(στον εαυτό του)
Δεν ξέρει τη γλώσσα καλά ο κακομοίρης…
(απελπισμένος)
Πρόσεξε. Πες μαζί μου…πες μαζί μου! Συναινώ…
ΠΑΠ
Συναινώ…
ΚΑΡ
Συναινείς…
ΠΑΠ
Συναινείς…
ΚΑΡ
Έτσι μπράβο!.. Συναινεί!
ΠΑΠ
Συναινεί.
ΚΑΡ
Συναινούμε…
ΠΑΠ
Συναινείτε…
ΚΑΡ
Συν-αιν-ού-με… Συν-…
ΠΑΠ
Συν…
ΚΑΡ
…αιν…
ΠΑΠ
…αιν…
ΚΑΡ
…ου…
ΠΑΠ
…είτε!
ΚΑΡ
(έξαλλος)
Όχι –\είτε! Ούμε!.. ούμε… ούμε…
ΠΑΠ
…Ούμε… ούμε… ούμε…
ΚΑΡ
(με ελπίδα)
Μπράβο! Όλο μαζί;...
ΠΑΠ
ουμεουμεούμε!
ΚΑΡ
Όχι αυτό! Το προηγούμενο! Συν και αιν και ούμε;…
ΠΑΠ
Συναινείτε!
ΚΑΡ
(ουρλιάζοντας προς την πόρτα)
Σπηλιωτόπουλε!
(μπαίνει ο Σπηλιωτόπουλος)
Δε μου λες, η ονομαστική πληθυντικού δεν διδάσκεται;
ΣΠΗΛΙΩΤΌΠΟΥΛΟΣ
Πώς το λέτε αυτό κύριε πρωθυπουργέ; Κλέβουμε, τρώμε, σουφρώνουμε, ληστεύουμε, πίνουμε αίμα, κάνουμε σκάνδαλα, είμαστε διεφθαρμένοι , κατέχουμε…τόσες ονομαστικές πληθυντικού...
ΚΑΡ
(αγριοκοιτάζοντάς τον )
Καλά καλά, πήγαινε…
(Ο Σπηλιωτόπουλος βγαίνει. Στον Παπανδρέου, με μια τελευταία αμυδρή ελπίδα, εξουθενωμένος)
Συναινούμε.
ΠΑΠ
(ήρεμα)
Συναινείτε.
ΚΑΡ
Καλά Γιώργο. Βγαίνοντας πες του Αλαβάνου να περάσει.
(Βγαίνει ο Παπανδρέου και μπαίνει ο Αλαβάνος. Με όλη την προσοχή του στα χείλη του Αλαβάνου)
Συναινείτε;
ΑΛΑΒΑΝΟΣ
Όχι. Εμείς μόνο ΣΥΝ-
ΚΑΡ
Εντάξει Αλέκο. Βγαίνοντας στείλε τον Καρατζαφέρη.
(Βγαίνει ο Αλαβάνος μπαίνει ο Καρατζαφέρης)
ΚΑΡ
Εσύ Γιώργο από γραμματική τα πας καλά. Πες μου, συναινείτε;
ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ
Εμείς μόνο αινούμε Πρόεδρε. Την πατρίδα.
ΚΑΡ
(Κάνει μια κίνηση να του επιτεθεί. Συγκρατείται)
Εσύ και η πατρίδα σου… Τσακίσου από δω και πες της Αλέκας να ’ρθει.
(Βγαίνει ο Καρατζαφέρης. Ο Καραμανλής με μια ελπίδα)
«συν» ο Αλαβάνος, «αινούμε» ο Καρατζαφέρης, αν τους βάλω μαζί τους δύο, θα έχω το συναινούμε!
(το ξανασκέφτεται)
Αν όμως το μίγμα εκραγεί;-άστο καλλίτερα, δε μου χρειάζονται τώρα κι άλλες εκρήξεις…
(Μπαίνει η Αλέκα)
ΚΑΡ
Συναινείτε;
ΑΛΕΚΑ
Με τι;
ΚΑΡ
Καλά, πήγαινε.
(βγαίνει η Αλέκα. Στέκει μπροστά στον καθρέφτη. Βλέποντας μέσα το είδωλό του)
Συναινείτε;
ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΛΉ ΑΠΌ ΤΟΝ ΚΑΘΡΈΦΤΗ
(νυσταγμένο)
Δεν πάμε για ύπνο; Νύσταξα.
ΚΑΡ
(με παράπονο)
Μα γιατί δεν συναινούνε;
ΤΟ ΕΪΔΩΛΟ
Δεν έχουν πάρει όλοι στέρεα Παιδεία όπως εσύ…Πάμε.
ΚΑΡ
Πάμε.
(μαζεύει τα χαρτιά του και βγαίνει)
 

Στις 26 Μάη (του 2023) είχα γράψει το παρακάτου εδώ:
«Να μιλήσω λίγο και για το άλλο θέμα που έχει γίνει δεύτερο μπροστά στις εκλογές-για την Πισπιρίκου.
Από ό,τι ακούω όχι μόνον από την αρχή αλλά και μέχρι σήμερα, όλες οι κατηγορίες εναντίον της είναι… η εξής μία: ότι έδειχνε απαθής για όσα συνέβαιναν στις κόρες της.
Και ακούς αυτό να λέγεται από διάφορα στόματα μαρτύρων, με λόγια άλλα κάθε φορά. Αν δείτε τις ειδήσεις όποιου είδους, θα το δείτε αυτό.
Πρέπει μήπως να τιμωρηθεί γιατί έχει αυτό τον χαρακτήρα;
Ακούστε λοιπόν μια περίπτωση ανθρώπου παρόμοια με αυτήν, που την έζησα από κοντά.
Όταν φοιτούσα στο Πανεπιστήμμιο της Θεσσαλονίκης, είχαμε έναν συμμαθητή-δεν είναι ανάγκη να πω το όνομά του-, που οτιδήποτε και να έλεγε, το συνόδευε με μια έκφραση του προσώπου του σαν να κορόϊδευε εκείνον στον οποίο μιλούσε. Έλεγε ας πούμε σε κάποιον «έχεις ένα τσιγάρο γιατί εμένα μου τέλειωσαν;», ενώ ταυτόχρονα το πρόσωπό του έπαιρνε την έκφραση ανθρώπου που λέει ψέματα, και  μάλιστα σε κείνον από τον οποίο περίμενε να του δώσει ό τι του είχε ζητήσει.
Όλους τους εκνεύριζε αυτή του η συμπεριφορά. Και λέγαμε μέσα μας ότι «ψέματα λέει», και  άλλοι του ικανοποιούσαν το αίτημά του (όπως π. χ. στην παραπάνω περίπτωση), ενώ άλλοι, χολωμένοι ή εκνευρισμένοι από την συμπεριφορά του αυτή, δεν το έκαναν.
Αν λοιπόν αυτός ο άνθρωπος βρισκόταν κάποτε αντιμέτωπος με την κατηγορία τριών φόνων, θα συμπεριφερόταν όπως πιο πάνω περιέγραψα, είτε μιλούσε με γιατρούς, είτε φώναζε κάποιον για να τον βοηθήσει (για κάποιο περιστατικό ανάλογο με την περίπτωση της Πισπιρίκου ), γιατί έτσι τον οδηγούσε το ντι εν εϊ του να κάνει.
Και να γιατί το υποστηρίζω αυτό.
Ο άνθρωπος αυτός, στα τριάντα του χρόνια αρρώστησε από Ca του πνεύμονος. Και, δυστυχώς, μας άφησε σ’ αυτή την ηλικία από τη νόσο αυτή.
Ε! λοιπόν, προσέξτε σας παρακαλώ. Κατά τη διάρκεια της ασθενείας του και μέχρι της κοιμήσεώς του (επιτρέψτε μου να το λέω έτσι γιατί ήταν άγιος άνθρωπος, ήταν ο καλλίτερος άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου-και αυτή είναι η πίστη και η γνώμη όλων των συμφοιτητών) που έγινε σε ένα χρόνο περίπου μετά από τη διάγνωση, ίδια μιλούσε και τότε σε όλους όπως πριν. Και ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΜΙΛΟΥΣΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ (την οποία ήξερε πολύ καλά όντας γιατρός), την ίδια αυτή έκφραση «ειρωνείας» είχε και πάλι….
Και δεν ξέρω εγώ αν είναι ένοχη η Πισπιρίκου ή όχι, όμως δεν θα ήθελα να ακούω ότι ο τρόπος με τον οποίο κάλεσε τον γιατρό ή ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούσε ενώ οι γιατροί πάσκιζαν να συνεφέρουν κάποιαν  κορούλα της, είναι στοιχείο ενοχής της, πάνω στο οποίο μάλιστα θα στηριζόταν και μία πιθανή καταδίκη της.
Θα μου πείτε: «Οι ψυχολόγοι θα κάνουν τη δουλειά τους».
Αναμφίβολα.  Όμως βλέποντας μετά από τόσους μήνες να επιμένουν οι μάρτυρες στα όποια παραπάνω είπα, θέλοντας μάλιστα αυτοί με αυτά να αποδείξουν ότι η Πισπιρίκου έκανε τα εγκλήματα, σκέφτομαι: Τι διάολο, δεν έχουν μάθει ακόμα ότι δεν παίζει  ρόλο αυτό στην υπόθεση;»
Προχτές είδα ότι ο Κούγιας παραιτήθηκε, γιατί αγανακτεί όταν  βλέπει ότι η Πισπιρίκου θεωρείται ένοχη γιατί είχε την τάδε ή την τάδε έκφραση στο πρόσωπο ή την τάδε αντίδραση όταν, ας πούμε πήγαινε να φωνάξει τον γιατρό γιατί κάτι έπαθε η κόρη της, ή την ώρα που οι γιατροί προσπαθούσαν να σώσουν την κόρη της-ή τις κόρες της.
 

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
ή
GYMPOLITIC
(Όταν ο Γιωργάκης έγινε αρχηγός Κόμματος)

Παρά μια ίωση που με ταλαιπωρεί από χτες, η επιθυμία μου να ενημερώσω τους αναγνώστες του περιοδικού μου «ΛΟΓΙΑ», με έστειλε χτες στο σπίτι του Παπανδρέου, μέσα σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο με όργανα γυμναστικής. Ο λόγος ήτανε η ανακοίνωση από τον Γιωργάκη Παπανδρέου της ίδρυσης Κόμματος από αυτόν.

-Κύριε Χολιαστέ, μου λέει, υπέροχα τα «ΛΟΓΙΑ». Συγχαρητήρια!
-Ευχαριστώ κύριε πρωθυπουργέ. Δεν περίμενα να τα εξυμνείτε μιας και γράφουν την αλήθεια για σας και για το νέο  Κόμμα σας.
- Μη με ευχαριστείτε, έτσι λέω σε όλους. Μου το έμαθε ο μπαμπάς- «στην πολιτική όλα επιτρέπονται», μού έλεγε.
-Κύριε Πρόεδρε, μια ερώτηση με τρώει και θα σας την κάνω αμέσως. Πώς και τόσον καιρό βλέπατε ότι το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου κατάστρεφε τη χώρα και δεν μιλούσατε και μιλάτε τώρα που φτιάχνετε νέο κόμμα;
-Το έβλεπα και το καυτηρίαζα. Κακώς μου καταμαρτυρούν ότι δεν το έκανα.
-Και γιατί δεν ακουγόταν αυτό τότε;
-Γιατί είμαι χαμηλών τόνων. Γι αυτό.
-Τώρα όμως ακούγεστε…
-Τώρα μην κοιτάτε, είμαι αρχηγός Κόμματος και όπου πάω έχω ένα σωρό μικρόφωνα δίπλα μου. Βλέπετε, όλα έχουν την εξήγησή τους.
-Έχετε λέτε κύρος στο Εξωτερικό. Πού το οφείλετε αυτό το κύρος κύριε υπουργέ;
-Στο χορό!
-Στο χορό;
-Στο χορό. Τους χορεύω ζεϊμπέκικα και χασάπικα όπως έκανα τότε με τον Ερντογκάν. Και όταν δεν πιάνουν αυτά, τότε με χορεύουν αυτοί στο ταψί. Πάντοτε ο χορός δηλαδή είναι που έχει το λόγο.
-Θέλατε τότε να κάνετε δημοψήφισμα κύριε Πρόεδρε. Αν γίνετε πάλι πρωθυπουργός θα κάνετε συχνά δημοψηφίσματα;
-Προς το παρόν δε θα κάνω. Τα δημοψηφίσματα θα γίνονται όταν «φύγει» (με συγχωρείτε για τη συγκίνηση αλλά αυτός ο άνθρωπος είναι ό,τι έχω στη ζωή) όταν φύγει η μαμά. Μέχρι τότε αυτή θα μου λέει τι να κάνω. Ύστερα είναι που θα ρωτάω το λαό.
-Μόνος σας δε σκοπεύετε να αποφασίσετε ποτέ τίποτα;
-Απολύτως.
-Και γιατί κύριε πρόεδρε;
-Κοιτάτε, σε κάθε οικογένεια υπάρχει κι ένα καθυστερημένο παιδί. Ε, έτυχε στη δική μας να είμαι εγώ.
-Και γιατί ο πατέρας σας σάς έστρεψε προς την πολιτική, αφού έβλεπε πως είσαστε… καθυστερημένος όπως είπατε;
-Δεν το ήξερε. Νόμιζε πως είμαι χαμηλών τόνων.
-Πέστε μου κύριε Πρόεδρε, εκτός απ’ το χορό τι άλλο θα σας βοηθήσει στην επιτυχή ενάσκηση των καθηκόντων σας αν-ό μη γένοιτο- γινόσασταν πρωθυπουργός;
-Κύριε Χολιαστέ άκουσα καλά; Είπατε «ό μη γένοιτο»;..
-Μάλιστα κύριε υπουργέ, έτσι είπα.
-Πώς τολμάτε μέσα στο ίδιο μου το σπίτι;..
-Είμαι υψηλών τόνων κύριε πρόεδρε.
-Α! Μάλιστα! Βλέπετε ότι με δικαιολογείτε-υπάρχουν τόνοι και τόνοι…
-Σωστά. Δεν μου απαντήσατε όμως κύριε Πρόεδρε στην ερώτησή μου. Υπάρχει και κάτι άλλο πλην του χορού που θα χρησιμοποιήσετε για το καλό της χώρας;
-Και βέβαια υπάρχει και κάτι άλλο. Είναι η γυμναστική!
-Αν κατάλαβα καλά δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσετε ποτέ το μυαλό σας.
-…«μυαλό»;…
-Μυαλό! Εκείνο με το οποίο διαλογιζόμαστε… αυτό που έχουμε μέσα στο κεφάλι μας…
-Αααα! Τώρα θυμάμαι! Κάποτε η μαμά μού είπε αυτή τη λέξη. Μού είπε… πώς το είπε-πώς το είπε… α! να! Μου είπε: «δεν πειράζει παιδί μου που δεν έχεις μυαλό, έχεις το όνομα». Κι εγώ αφού δεν πείραζε που δεν είχα απ’ αυτό, δε ρώτησα και τι είναι.
-Για να τελειώνουμε κύριε Πρόεδρε, πέστε μου-στο θεό σας-πώς η γυμναστική θα σας βοηθήσει να κυβερνήσετε-ο μη γένοιτο-την Ελλάδα;
-Να σας πω:

Δεν ξέρω πώς δεν έχετε
πάρει χαμπάρι ακόμα
πόσα ένα γυμναζόμενο
μπορεί να κάνει σώμα.

Γι αυτό, κι αφού ρωτήσατε,
ιδού του όλου ψήγματα,
ήγουν τουτέστιν δηλαδή
ιδού τα παραδείγματα:

Γυμνάζοντας τον ένα μου
μονάχα κοιλιακό
σε μια μονάχα εγώ νυχτιά
λύνω το Κυπριακό.

Με μία άσκηση σωστή
του ενός μου δικεφάλου
τρία εγώ «μπράβο!» αποσπώ
του πρόεδρου του Γάλλου.

Με μοναχά λίγα πους-απς
τους Άγγλους θα τους πείσω
τα Μάρμαρα που μας κρατούν
να μας τα δώσουν πίσω

και μ’ ένα τζόγκινγκ μου απ’ αυτά
που μ’ είδατε να κάνω
τη διαφθορά στου μηδενός
τα όρια τηνε φτάνω.

Και με τα βάρη παίζοντας
(για μένα αστείο πράμα)
παίζω εγώ στα δάχτυλα
τον ίδιο τον Ομπάμα.

Πέντε φορές σηκώνοντας
τους δύο μου αλτήρες
κάνω να στρέφει ο Ερντογκαν
ως κι ενενήντα μοίρες

Και- κάτι που κυβέρνηση
δεν το ’χε ως τώρα ελπίδα-
θα διευθετήσω έτσι εγώ
την υφαλοκρηπίδα.

Δυο επικύψεις κι’ έσβησαν
τα Σκόπια από το χάρτη
και μ’ άλλη μια την εκλογή
του Τσίπρα βγάζω σκάρτη.

Και κάνοντας δυο έλξεις μου
να!-μα την παναγία-
θα πάψει πια η χώρα μας
να έχει ανεργία.

Για την Παιδεία μοναχά
μια έκταση χρειάζεται
ώστε κάθε έλλην στο εξής
σοφός να λογαριάζεται

Κι ως για το μέγα πρόβλημα
που είναι η Υγεία,
μία στροφή θα χρειαστεί
του σώματος πλαγία.

Και για να μην πολυλογώ,
με τη γυμναστική μου
κάθε που θέλω αλλαγή
θα είναι πια δική μου.

Θα ημπορούσα αν θέλατε
και άλλα να σας πω
μα να σας δώσω κούραση
δεν το ’χω εγώ σωστό,

τώρα που έτσι μάλιστα
σας ταλανίζει η γρίπη-
αν και αυτό, τ’ ομολογώ
πως σας το λέω με λύπη.

Γιατί εγώ-μη βλέπετε
πολύ που δε μιλάω-
ό,τι έχω πάνω μου καλό
αν δεν το δείξω σκάω.

Ίσως μιαν άλληνε φορά
που θα ’σαστε καλλίτερα
να σας ειπώ για θαύματα
που κάνω μεγαλύτερα.

Και θα φροντίσω γρήγορα
εγώ αυτοπροσώπως
να είστε σύντομα καλά-
…όχι… δε μου είναι κόπος…

Να! τα πους-απς μου αύριο
σε σας θα τ’ αφιερώσω
κι απ’ το μαρτύριο του ιού
ευθύς θα σας γλιτώσω.

-Ευχαριστώ κύριε Πρόεδρε. Ευχαριστώ και για τη συνέντευξή σας. Γεια σας.
-Μια στιγμή κύριε Χολιαστέ… εσείς μού μοιάζετε να ξέρετε πολλά. Να σας ρωτήσω κι εγώ κάτι. Επιτρέπετε;
-Αν και εγώ κάνω εδώ τις ερωτήσεις, όμως σας επιτρέπω-ορίστε, σας ακούω.
-Προχτές ο Βενιζέλος έσκυψε προς το μέρος μου και μου είπε: «Μεταξύ μας Γιώργο, η τέλεια διακυβέρνηση της χώρας θα ήτανε μαζί των δυο μας-μια διαρχία δηλαδή όπου εσύ να γυμνάζεσαι κι εγώ να σκέπτομαι.» Από τότε ψάχνω μια ευκαιρία να ρωτήσω κάποιον-πέστε μου κύριε Χολιαστέ, τι θα πει «σκέπτομαι»;
 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ ΣΥΝΑΝΤΗΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΑΝΤΆΛΛΑΞΑΝ ΑΠΟΨΕΙΣ

(Οι εφημερίδες)

Το κρυφό μαγνητόφωνο της στήλης έγραψε τη συνομιλία του Γιώργου Παπανδρέου  με τον Αλέξη Τσίπρα.
Παραθέτω ένα μικρό μέρος της συζήτησης.
………………..
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Ναι, αυτό το έχω καταλάβει , όμως στον αριστερό ώμο  ή στον δεξιό το κρεμάμε;
ΤΣΙΠΡΑΣ
Στον αριστερό.
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Και με το νταουλόξυλο κτυπάμε στη δεξιά πλευρά του νταουλιού-έτσι;  
ΤΣΙΠΡΑΣ
Ναι. Και στην αριστερή πλευρά το χτυπάμε με τη βίτσα.
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Και ποιο είναι το καλύτερο δέρμα για νταούλι;
ΤΣΙΠΡΑΣ
Παλιότερα χρησιμοποιούσαν το δέρμα λύκου ή γαϊδουριού, σήμερα χρησιμοποιούν κατσικίσιο ή αρνίσιο δέρμα. Μεταξύ μας όμως Γιώργο, το ανθρώπινο δέρμα είναι το πιο καλό απ’ όλα.
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Πώς το ξέρεις αυτό-το δοκίμασες;
ΤΣΙΠΡΑΣ
Ναι, αλλά χωρίς να γδάρω κανέναν άνθρωπο, αλίμονο… Όμως κι έτσι, σε ζωντανούς έλληνες χτυπώντας με τις βίτσες και τα νταουλόξυλά μου, ίδιον ήχο έβγαζα-σαν να χτυπούσα κάτι κούφιο, κάτι κενό… αλήθεια σου λέω…
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Εγώ πάλι έχω μανία με τη γυμναστική. Όπως έλεγαν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας…
ΤΣΙΠΡΑΣ
Ποιοί πρόγονοί μας;
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Οι έλληνες ντε!
(ακούγονται γέλια του Παπανδρέου και κατόπιν μαζί του Τσίπρα)
ΤΣΙΠΡΑΣ
Ουφ! Γελάσαμε και σήμερα. Κάτι έλεγες για τη γυμναστική…
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Ναι. Όπως έλεγαν λοιπόν κάποιοι αρχαίοι, «νους αγιής εν σώματι υγιεί»…
ΤΣΙΠΡΑΣ
(διακόπτοντάς τον)
Όχι «αγιής», «υγιής» θέλεις να πεις.
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Έτσι τόλεγα κι εγώ, αλλά ο Μπαμπινιώτης με διόρθωσε. Μου είπε ότι το άλφα εδώ είναι άλφα στερητικό, και όταν μιλάω για τον εαυτό μου αυτό τον τύπο να χρησιμοποιώ. Και αυτό κάνω-Μπαμπινιώτης είναι αυτός, κατέχει τη γλώσσα στην εντέλεια…
ΤΣΙΠΡΑΣ
Ναι… Τώρα μιας και ασχολείσαι με τη γυμναστική, πες μου και μένα που δεν γυμνάζομαι, να μάθω κάτι γι αυτήν.
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
(με συνεχή και γρήγορη ομιλία ανθρώπου που κατέχει βαθιά και επιστημονικά το θέμα για το οποίο μιλάει)
Στην πιο απλή μορφή της η γυμναστική επιτυγχάνεται με ευχάριστες, φυσικές και αερόβιες δραστηριότητες που βελτιώνουν το καρδιοαναπνευστικό σύστημα και τονώνουν το μυικό σύστημα . Τέτοιες δραστηριότητες είναι το περπάτημα, το ήπιο τρέξιμο, η ποδηλασία και η κολύμβηση. Όταν το περπάτημα γίνει πιο συστηματικό, δηλαδή καλύπτει μεγαλύτερες αποστάσεις, διαρκεί περισσότερη ώρα και πραγματοποιείται στη φύση, τότε μετατρέπεται σε πεζοπορία, απλή ή ορεινή. Μια εναλλακτική μορφή της είναι το τρέκινγκ, το οποίο συνδυάζει την πεζοπορία με την περιπέτεια, και το ταξίδι. Γίνεται συνήθως ομαδικά και με τη βοήθεια……
 

 

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023



ΤΟ ΠΑΡΤΥ ΣΤΟΝ «ΑΒΈΡΩΦ»

Λοιπόν στο «Αβέρωφ» έγιν' ένα πάρτι.
Ε και; Αυτός έπρεπε να ’ναι λόγος
τόσα να ειπωθούν και να γραφτούνε;
Οι άγγλοι τη σημαία έχουν βρακί τους-
λοιπόν; είναι απάτριδες οι εγγλέζοι;
Η Αγιασοφιά ως και τζαμί έχει γίνει-
δεν είναι το άστρο της Ορθοδοξίας;
Γίνονται δεξιώσεις στους στρατώνες
στις εκκλησές γινόνται πανηγύρια-
λοιπόν εχάσαν οι πιστοί την πίστη
και οι στρατιώτες σας τη γενναιότη;
Φτύσανε το Χριστό και τον εβρίσαν-
έχει απ’ αυτό Θεός να είναι πάψει;
Όργια οι παπάδες κάνουν κάθε τόσο-
λοιπόν δεν τους φιλάμε πια το χέρι;
Αν οι που τώρα βοούν για τον «Αβέρωφ»
φωνάζαν ίδια για των βουλευτών σας
τις τόσες τις κλεψιές που έχουν κάνει,
τότε καλά θα κάναν να φωνάζουν.
Μα όχι! τους εμάρανε η αξία
που τάχα έχει για κείνους ο «Αβέρωφ»,
ενώ ο νους τους είναι μ’ όσα λένε
ν’ απασχολήσουν το λαό, κι εκείνος
τις βρωμερές τις πράξεις να ξεχάσει
που κάνουν βουλευτές και υπουργοί του.

Παιδιά, σεις απ’ αυτά παρθένοι που είστε,
πετάξτε τις αξίες. Τις ανάγκες!
υπηρετείστε, νέοι, τις ανάγκες!
Οι αξίες τα μαχαιροπήρουνα είναι
για να σας κομματιάζουν οι αχρείοι
και να σας καταπίνουν λίγο λίγο.
Όχι οι αξίες αλλά οι ανάγκες
είναι, που αν μπορέστε να καλύψτε,
θα ζήσετε ευτυχείς στον κόσμο μέσα!

Μα και γιατί ολ’ αυτά για τον «Αβέρωφ»;
Γιατί έκανε αυτό που είχε καθήκον;
Ή τάχα γιατί μόνο αυτό το πλοίο
έκανε κάτι, ενώ τ’ άλλα όλα
ήτανε νούλες και τα θαλασσώσαν;
Ή μήπως επειδή έφερ' απ’ το Κάϊρο
τον Παπαντρέα, για να μας πουλήσει
δεμένους χεροπόδαρα στους Άγγλους
με αντίτιμο πρωθυπουργός να γίνει;
Λέει, λευτέρωσαν με τον «Αβέρωφ»
μισή από τη σημερνή Ελλάδα.
Και που τη λευτερώσανε τι τρέχει;
Την πήρανε, τη φάγανε, την τρώνε…
ποιο κέρδος ο λαός είχε από τούτο
ώστε να δίνει αξία στο «Αβέρωφ»;
Το φτιάξαν το «Αβέρωφ», λέει, κάποιοι,
που ευεργέτες έκτοτε τους λένε.
Και επειδή αποφασίσαν κάποιοι
λίγα από τα κλεμμένα τους να δώσουν
σε σας απ’ όπου τα ’χανε κλεμμένα
τάχα γιατί εσάς να σας δεσμεύει-
το τι οι λεφτάδες κάνουν μεταξύ τους
συμφέροντα άνομα υπηρετώντας;
γιατί έστω λίγο σας ενδιαφέρει;

Φίλοι, αν θέλετε να φκιάστε χώρα
περήφανοι για κείνηνε που θα ’στε,
ξεχάστε τις αξίες! Τις ανάγκες!
Υπηρετείστε, φίλοι, τις ανάγκες!
Οι αξίες τα μαχαιροπήρουνα είναι
εσάς για να ξεσχίζουν οι αχρείοι
και να σας καταπίνουν λίγο λίγο.
Κάτω οι αξίες! Τις ανάγκες φίλοι
με την ορμή σας όλη θεραπέψτε
ώστε ευτυχείς να ζήσετε στον κόσμο!

Χορεύουν χορούς φτερωμένες οι ξένες
και παίρνουν μαζί τους ψηλά την ψυχή μας
σε κίνημα ένα χεριού και κορμιού τους.
Και βλέπουν οι έλληνες οι «χορογράφοι»
και λένε: «Αυτό; Να! Κι εγώ θα το κάνω!»
και βρίσκουν ανόητες κάποιες «κυρίες»
και πώς να κλοτσάνε γερά τις μαθαίνουν
και πώς χοντροειδώς να υψώνουν το χέρι
που πάει απ’ το σώμα τους να ξεκολλήσει
και πώς τα παχιά να κινούν κρέατά τους
βαριά σέρνοντάς τα σε θεάτρων το πάλκο.

Μιλούν στο λαό τους οι ηγέτες οι ξένοι
με γλώσσα που όλοι στη χώρα εννοούνε
και με πειστικό, σοβαρό έναν τρόπο-
μιλούνε σταράτα, στριγκλίσματα δίχως.
Κι εκεί οι δικοί σας «ηγέτες» οι φαύλοι
μια γλώσσα μιλάνε που αυτοί μόνο ξέρουν
και κείνοι μονάχα μπορούν να εννοήσουν.

Λένε οι απ’ αυτό έχοντες συμφέρον:
«Είμαστε απόγονοι αυτών που ζούσαν
στον τόπο αυτό προτού χιλιάδες χρόνια.
Κι είν’ ένδοξο και το δικό μας κράτος
όπως το κράτος ένδοξο ήταν κείνο.»
Ιδέτε κράτη όπως η Ινδία,
το Ισραήλ, το Ιράκ, το Ιράν, η Κίνα,
η Ιταλία,η Αίγυπτο, η Ρωσία…
που τότε ήταν ισχυρά στ’ αλήθεια,
μα που και σήμερα δύναμη έχουν
ίδια ή πιότερη απ’ την πρωτινή τους-
που είναι λαοί με κότσια-που κρατάνε
την ίδια δόξα σήμερα όπως τότε
και που ρυθμίζουν τις δικές τους τύχες
αλλά και που του κόσμου επηρεάζουν,
κι όχι που μυξοκλαίνε για βοήθεια.
Ξύπνα λαέ αν θέλεις να επιζήσεις-
ανύπαρκτους κι αστείους ξέχνα «προγόνους»
και μες στα χέρια σου πάρ’ τη ζωή σου…

Ποιο άλλο κράτος έχει έναν γελοίο-
έναν ηλίθιο τύπο που ντυμένον
με τα εθνικό του έλληνα τα ρούχα
του ίδιου του λαού σας σατιρίζει
την τέλεια υποταγή στους άθλιους κλέφτες
απ’ της τιβί σας το γυαλί το κοίλο;
Και δεν το κάνει για να σας ξυπνήσει
και να ξεσηκωθείτε και στους δρόμους
να βγείτε όπλα φονικά κρατώντας,
μα-με τον τρόπο του-για να χωνέψτε
ότι αυτή σας ήτανε η μοίρα
κι αδιαμαρτύρητα να τη δεχτείτε…

Πάτε σ’ αγώνες με την Εθνική σας
κι ενώ είναι η χειρότερη απ’ όλες
ύμνους εσείς υψώνετε για κείνη
και όταν χάσει-που όλο είναι χαμένη-
εσείς τα βάζετε ή με την τύχη,
ή με τον διαιτητή που άδικος είναι,
αντίς να πείτε «ναι! είμαστε χάλια!»
και όλο νεύρο ν’ ανασκουμπωθείτε
και άξια μια Εθνική να φτιάξτε άλλη.
Είστε λαός εσείς για ν’  απαιτείτε
ίσος με άλλους λαούς να θεωρείστε
που ξέρουν το σκοινί τους ως πού φτάνει
και όλο πιο πολύ και το μακραίνουν;

Οι άλλοι λαοί το λόγο τους σα δίνουν,
θα τον κρατήσουν πλην αν θα πεθάνουν.
Εσείς μ’ ένα σκοπό δίνετε λόγο:
για να μπορείτε να τόνε πατάτε.
Είστε λαός εσείς για ν’  απαιτείτε
ίσος με άλλους λαούς να θεωρείστε
που έχουν «ναι» το «ναι» και «όχι» τ’ «όχι»;..
Χλεύη και όνειδος μονάχα υπάρχει
για σας στων άλλων λαών μέσα τη σκέψη.
Κι ως να ξυπνήστε και να μη σας βλέπουν
να ζητιανεύετε ελευθερία,
να κυβερνιέστε από παλιανθρώπους,
και σε ζυγό δικτατορίας να ζείτε
που την νομίζετε Δημοκρατία,
τόσο περσότερο θα σας οικτίρουν
και θα σας έχουνε κι αυτοί για δούλους.

Εμπρός! Ανοίξτε το ραδιόφωνό σας!
Τι ακούτε; Θα σας πω εγώ τι ακούτε:
Μονάχα δυο σταθμούς: της Εκκλησίας
έναν, και του ποδόσφαιρου τον άλλον.
Μ’ αυτούς  τους δυο σταθμούς σας νανουρίζουν
μ’ αυτούς τους δύο σας αποβλακώνουν
μ’ αυτούς τους δυο σταθμούς σας μαστουρώνουν,
και ύστερα σας κλέβουν… σας  σκοτώνουν…

Οι ξένοι βλέπουνε τις απεργίες,
βλέπουνε τα κλεισίματα των δρόμων,
βλέπουνε των σχολών τις καταλήψεις
κι αναρωτιούνται πώς-γιατί όλα τούτα,
ενώ στις χώρες τους αυτά γινόνται  
χωρίς να κακοπάθουν οι πολίτες,
χωρίς συγκοινωνιών παρακωλήσεις
ή κλείσιμο σχολείων και τα τέτοια.
Δεν ξέρουν οι καημένοι οτ’ η Ελλάδα
από ληστές και κλέφτες «κυβερνιέται»
κι ότι σ’ αντάλλαγμα για τις κλεψιές τους
αφήνουν οι πολιτικοί τον κόσμο
(λαό πια έχουν πάψει να τον λένε)
να κάνει ό,τι θέλει ένας στον άλλο,
αρκεί σ’ εκείνους να μη χέρι βάλει
και τα κλεμμένα πίσω μη ζητήσει.
Έτσι κι εκείνοι κάνουν ό,τι θέλουν-
θα πει τρωγόνται αναμεταξύ τους.
Κι έτσι ενεργώντας την εντύπωση έχουν
πως ειν’ ελεύθεροι, γιατί αυτό δείχνει
που ό,τι θέλουν –οι αστείοι- κάνουν.
Και δεν γνωρίζουν πως η ελευθερία
ποτέ στους πεινασμένους δεν πηγαίνει,
καθώς δεν αγαπά η δημοκρατία
και τη σκλαβιά ποτέ δεν συντροφεύει.

Και ο πρωθυπουργός της δυστυχίας
των άμυαλων και άσωτων ελλήνων
δόστου με το τσουβάλι λόγους βγάζει
για τις θυσίες μιλώντας των ελλήνων
(καλά που δεν τις λέει κι αυτοθυσίες…)
και πως η χώρα πια το δρόμο βρήκε
στην ευτυχία που τήνε πηγαίνει,
ενώ η δυστυχία πιο κει γελάει
και μ’ ανοιχτή αγκαλιά σας καρτεράει.

Ψάχνουν οι υπουργοί να βρουν ποιοι είναι
όσοι κρυβόνται πίσω απ’ τις κουκούλες  
και σπάζουνε και καίνε και ρημάζουν.
Και δεν μπορούνε. Αλλ’ από την άλλη
και ο λαός ψάχνει να βρει ποιοι είναι
αυτοί που αίμα κι ίδρωτα του πίνουν
και πίσω κρύβονται από την κουκούλα
του υπουργού, του βουλευτή κι ακόμα
των μπράβων τους και των παλληκαριών τους
(βιομήχανων και δημοσιογράφων
και λυμεώνων καρεκλοκενταύρων
και συγγενών και φίλων και κουμπάρων)
και ούτε αυτοί μπορούνε-οι καημένοι!
Κι ας έχει ο λαός δύναμη τόση
που όλους μεμιάς μπορεί να εξοντώσει΄
μα δεν το κάνει: μεγαλύτερη είναι,
από τη δύναμη, η βλακεία που ’χει.

Όσοι κατηγορούνται ότι κλέψαν
ξέρουν πολλά για τους κατήγορούς τους
κι απ’ όπου να σκεφτείτε «τους κρατάνε»,
γι αυτό κι εκείνοι δε θα τους «καρφώσουν»
κι όλοι τους τελικά θα βγούνε λάδι.
Γι αυτό και έλληνα, κουτέ λαέ μου,
μην περιμένεις κάτι να προκύψει
για να πληρώσουν οι εγκληματίες.
Αλλά τι κάνω και σε συμβουλεύω,
μιας και καλά κι εγώ και όλοι ξέρουν
πως απ’ τα πριν συ έχεις συχωρέσει
όλους τους κλέφτες τους πολιτικούς σου.
Τι λέω τώρα «έχεις συχωρέσει»…
απλά, εσύ ούτε χαμπάρι πήρες
πως σ’ έκλεψαν και το αίμα σου σού ήπιαν-
τόσο καλός σαν, λες, να μην υπάρχεις…

Ωραία: Να σε κλέβουν όλοι οι άλλοι.
Μα να σε κλέβει και ο κουτο-Άκης
ένας λιμοκοντόρος της δεκάρας;
Ο Άκης ο «ωραίος», της Αμύνης
ο υπουργός που αν άκουγε για τούρκο
επάνω του -ο ψόφιος- εχεζόνταν;
Ο Μουσολίνι των σοσιαλιστάδων;
Ο σοβαροφανής, που ο Αντρέας
τον πήρε κι υπουργό τον είχε κάνει
για να ’χει και η Βόρεια η Ελλάδα
κάποιον εκπρόσωπο στο φαγοπότι;
Μα να σε κοροϊδεύει και ο Άκης;…
Και τόσα χρόνια οι σοσιαλιστές σας
που ο κλέφτης τους επάσαρε το «έσχες»
δεν είχαν δει πως γδέρνει το Δημόσιο;
Έπρεπε να ’βγει κάποια εφημερίδα
(άλλοι αισχροί και κείνοι παλιοκλέφτες)
να πει αυτά που ολ’ η Ελλάδα ξέρει
και τότε να «σκεφτούνε» οι πασόκοι
να ερευνήσουνε του Δον Ζουάν τους
τα βρώμια και τα μαύρα και τα ξέφτια;

Αυτοί ’ναι των κομμάτων σας οι πρώτοι!
Αυτά τα βρώμια είναι κόμματά σας!
Αυτοί ’ναι οι αισχροί οι βολευτές σας!
Να τους χαιρόσαστε γιατί σας πρέπουν.
Γιατί αν δεν σου πρέπαν θα τους είχες
στείλει απ’ όπου ήρθανε αμέσως
στην πρώτη που εκάμαν κουτσικέλα.
Μυαλό αλήθεια δε θα πρέπει να ’χεις
Λαέ, κι αξιοπρέπεια, αισθήματα ούτε.
Ένα ον άβουλο κι υποταγμένο
όλη σου είναι η αξία που ’χεις.
Γιατί αυτιά και μάτια έχεις. Κι ούτε
τα χέρια σου πιασμένα δε σου είναι.
Και ούτε όπλα φονικά σου λείπουν.
Μυαλό λοιπόν! Μυαλό λαέ σου λείπει.
Ένα ρομπότ που προγραμματισμένο
στην υπακοή και στη δουλεία είσαι,
ένας λαός ντροπή της Γης, που ως στρέφει
ανάμεσα στ’ αδέρφια της τ’ αστέρια,
εκείνα ειρωνικά τήνε κοιτάζουν
για το κατάντημα ενός παιδιού της,
που ως τ’ άλλα, σαν ζωή να ’χουν, δε ζούνε,
παρά κι αθάνατα είναι πεθαμένα.
Απόφαση ας το πάρουνε πια όλοι-
και πιο εγώ που κι άλλα έχω γνωρίσει
έθνη, λαούς, κράτη στη γη επάνω
και μου ’δωσε η φύση την κατάρα
μυαλό να έχω και σωστά να κρίνω-
πως οι έλληνες ποτέ δε θα εκδικήσουν
το αίμα που τους έχουνε πιωμένα.
Ότι ποτέ τους δε θα εναντιωθούνε
σε κείνους που τους έχουν κάνει σκλάβους.
Ελλάδα στη γη πάνω αλήθεια είσαι
η πρώτη στην ανείπωτη βλακεία.

Κάνει ο Παπαντρέου-και μαζί του
η κλίκα όλη που σε «κυβερνούσε»-
μάτσο τις διαπιστώσεις κάθε μέρα
κι ορμητικά επάνω σου τις ρίχνει
λες και τον έβαλες εκεί για να ’βρει
για τη φριχτή κατάντια σου ποιος φταίει
κι όχι για να σε βγάλει απ’ αυτήνε.
Και σου κατηγορεί τους κερδοσκόπους
και μύδρους προς Βρυξέλλες εκτοξεύει,
τη Νέα Δημοκρατία καταγγέλλει,
επίορκους και φαύλους εντοπίζει,
κι εν τέλει με τον άδικο τα βάζει
τον κόσμο έτσι που φτιαγμένος είναι.
Κι αυτός μετά ’π’ αυτά τι κάνει όλα;
Διορθώνει τίποτα; Όχι βεβαίως:
πώς με τον εαυτό του να τα βάλει
αφού όπου κι αν χτυπήσει για να σπάσει
το σάπιο και το βρώμιο και το άθλιο,
τον εαυτό του θα ’βρισκε αποκάτου
είτε σαν υπουργό, είτε σαν μέλος
και του ΠΑΣΟΚ, μα και του άθλιου όλου
του οικοδομήματος, που οι λεφτάδες
έχουνε στήσει ώστε να μη κάποιος
την εξουσία τους αμφισβητήσει…
Και πια τι κάνει ο πρωθυπουργός σου;
ΠΡΕΠΟΛΟΓΕΊ! Αυτό και μόνο κάνει.
Μιλάει και στους χρόνους όλους κλίνει
ρήματα ισοδύναμα του ΠΡΈΠΕΙ
μιας και το ίδιο-κρίμα!-αυτό το «ΠΡΕΠΕΙ»
δεν κλίνεται και πουθενά δε βγάζει
έξω απ’ τη φρούδα επανάληψή του.
Κι ας κρύβει μέσα του τόσες ελπίδες`
αλλ’ ανεκπλήρωτες κι αυτές σαν το ίδιο,
που πουθενά ποτέ δε «μεταβαίνει».
Και όχι μόνον ο πρωθυπουργός σου
αλλά και όλοι οι πολιτικοί σου
«ΠΡΕΠΕΙ» φωνάζουν απ’ τα παραθύρια
που η τιβί προθύμως τους ανοίγει,
«ΠΡΕΠΕΙ» φωνάζει κάθε σαλτιμπάγκος
σαν τον ζορίσουνε ν’ αρθρώσει κάτι.

Ονόματα μπροστά σου παρελαύνουν
κρατώντας διαφθοράς μαύρες σημαίες
και συ χειροκροτείς βλέποντας μόνο
τα καλογυαλισμένα τους παπούτσια
κι ακούγοντας τις μπάντες που παιανίζουν
κι όχι τους στεναγμούς της δυστυχίας
που το λαό στα δίχτυα της τυλίγει.
Τι μεγαλοψυχία έλληνά μου!

Οι επιτροπές για διαφθορά πληθαίνουν
μ’ αποτελέσματα διόλου δε φέρνουν
και συ: «τιτάνιο αλήθεια έχουν έργο»,
λες, «ο θεός δύναμη ας τους δίνει».

Οι δημοσιογράφοι σου αραδιάζουν
ό,τι τους έχουνε διατάξει εκείνοι
την προδοσιά τους που χρυσοπληρώνουν:
κουτσομπολιά, ληστείες, μοντελάκια,
κι αφήνουν έξω αυτό που είναι ταγμένοι
να ανακαλύπτουνε και να προβάλουν.
Και συ τα φώτα της οθόνης βλέπεις
κι αρχίζεις ατελείωτους καυγάδες
για το αν έρωτα έκανε η τάδε
ή αν απλά έξω βγαίνει με τον δείνα
κι αν τα ελληνικά του Παπαντρέου
καλυτερεύουνε μέρα τη μέρα.
Χαζέ, μικρονοϊκέ, βλάκα λαέ μου
άθυρμα υπουργών και βουλευτών σου!

Κι ακούς να λέγονται λέξεις και φράσεις
που, αμόρφωτος, δεν τις καταλαβαίνεις,
μα που κουνάς το άδειο σου κεφάλι
σαν τάχα να ’χεις πλήρως εννοήσει.
Και είναι ν’ απορεί κανείς, τι χώρα
είναι αυτή όπου οι «κυβερνήτες»
άλλη μιλάνε γλώσσα απ’ το λαό της΄
αλλά είναι κι αυτό μια ιδιομορφία
του ευφυούς λαού αυτής της χώρας
κι είναι μια διαφορά του από τις τόσες
που έχει αυτός απ’ τους λαούς που λέει
«κουτόφραγκους» και «αμερικανάκια».
Και είναι φυσικά ολ’ η εξυπνάδα
στου έλληνα το τσερβέλο μαζεμένη
που πλέον χώρος δεν υπάρχει άλλος
να μπουν εκεί η τάξη, η νομιμότη,
η ανιδιοτέλεια, ο σεβασμός του άλλου,
κι η εργατικότητα κι η σωφροσύνη.
Ω! Εξυπνάδα! Ελλήνων μόνον ταίρι!
Δώρο της Φύσης που στα μάτια λάμπεις
μόνο των τετραπέρατων ελλήνων
που όλοι έξυπνοι είναι με πατέντα!
Δώσε και μένα τέτοια μια εξυπνάδα
όλα καθώς εκείνοι να τα βλέπω
ρολόϊ να βλέπω να δουλεύουν όλα
μες στην που πλέει στη χαρά πατρίδα
και που πλαντάζει από ευτυχία!
Για να ’μαι πια κι εγώ καθώς εκείνοι
έξυπνος και να μη-ο κουτός-νομίζω
πως όλα είναι στραβά σ’ αυτό τον τόπο!

Τα λεφτά τον κόσμο πλέον κυβερνάνε
κι όπου θέλουνε αυτά τον οδηγάνε.
Με αυτά ή ένας λαός μεγαλουργεί
ή να ζει να συνεχίσει δεν μπορεί.
Κι όλοι οι άνθρωποι μιας χώρας προσπαθούνε
λίγο χρήμα να μπορέσουνε να βρούνε
και μ’ αυτό είτε φτωχά είτε πιο φτωχά
να επιζούν μέσα στον άχαρο ντουνιά.
Και, λαέ ελληνικέ και συ το ίδιο.
Λίγα χρήματα πασκίζεις ν’ αποκτήσεις
ώστε ανθρώπινα στη γη πάνω να ζήσεις.
Αλλά γνώμη έχουν άλλη εκείνοι όπου
λυμεώνες και ολετήρες ειν’ του τόπου.

Ο Πρώτος σου απ’ όλους τους πολίτες
βγαίνει και τι να γίνει «ΠΡΕΠΕΙ» λέει-
κάτι που και οι κότες σου το ξέρουν
και δεν το λεν γιατί έχουν λίγη τσίπα
και δεν τη στέργουνε την κοροϊδία.
Και τον ακούς εσύ και τον θαυμάζεις.
«Μπράβο του ο τίμιος ο Πρόεδρός μας!
Ακόμα μια πενταετία να μείνει!»
Και μέσα του αυτός στα γέλια σκάει
με την ανοησία που σε δέρνει-
που αγράμματον εσένανε κρατάει
ενώ αυτός τις κόρες του σπουδάζει
στα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια.

Κι όλο «ΠΡΕΠΕΙ» τσαμπουνάει ο Παπανδρέου
κι όλο «ΠΡΕΠΕΙ» ο Κωστάκης μπεμπεκίζει
κι οι υπουργοί κι οι βουλευτές που ’χεις ψηφίσει
μόνο «ΠΡΕΠΕΙ» λέει καθείς όπου καθίσει.
Και του «θα», στα ουράνια χαίρεται η ψυχή του
που παιδί ένα έχει βγάλει αντάξιό του
και την ίδια τη δουλειά με κείνο κάνει.
Και γελάς εσύ με μπρίο και καμάρι
που το «θα» δε λένε πια οι πολιτικοί σου
και γελάς όπως ο βλάξ ο Μανωλιός
που τα ρούχα του τα έβαλε αλλιώς.

Τα λεφτά στη Σοφοκλέους σου επήραν
αλλά συ δεν τους εθύμωσες καθόλου
μόνο έσκυβες τα κέρματα να πάρεις
που απ’ τις χάσκουσες τις τσέπες τους επέφταν.

Κι η δουλειά σα να ’ναι όλων τους να λένε
όπου παν κι όπου σταθούνε μόνο «ΠΡΕΠΕΙ»,
τους ακούς με σοβαρότητα και δέος.
Κι ενώ «ΠΡΕΠΕΙ» από το στόμα όλο βγάζουν
μα το χέρι τους στην τσέπη σου το βάζουν
και σου παίρνουν ό,τι χρήματα σου μένουν.

Κι η βροχή σε πλημμυράει των τόσων «ΠΡΕΠΕΙ»
και σα να ’σουν μηχανή λαμαρινένια
μπαίνει μες στις πιο μικρές σου χαραμάδες,
κάθε κύκλο και γωνίτσα σου λαδώνει
και να! πάλι κελαδείς ευτυχισμένα
τόσα «ΠΡΕΠΕΙ» αφού σου ’χουν χαρισμένα.
Η ευκτική για σένα όλη ειν’ η ζωή σου
κι ειν’ ο παρατατικός ο θάνατός σου.

Μές σε σκάνδαλων το βάλτο σ’ έχουν ρίξει
και συ ένα καλαμάκι πήγες κι ήβρες
και μ’ αυτό αέρα λίγον ανασαίνεις
για να μη απ’ ασφυξία πας και πεθάνεις
και αυτοί ποιον πάλι θα ’χουνε να κλέψουν;

Σου λένε πως εισ’ έλληνας. Το χάφτεις
και πας στις εκκλησιές κεριά κι ανάφτεις
που ένδοξους προγόνους τόσους έχεις.
Κι οι Σλάβοι μέσα σου χορό έχουν στήσει
κι οι τούρκοι το μυαλό σου κυβερνάνε
κι οι βούλγαροι κι οι ενετοί κι οι άλλοι-
όσων σπορά μπασταρδεμένη υπάρχεις-
δεν ξέρουνε, για κλάμα ή για γέλιο
είναι το που εφτιάξανε χαρμάνι!

Κι όπως τραβάς στα μιαρά των υπουργών γραφεία
για μια θεσούλα κλαίγοντας του γιου σου ή της κόρης
έτσι και στα κανάλια τους τα βρωμερά πηγαίνεις
δίκιο εκεί μέσα για να βρεις σα δικαστήρια να ’ναι.
Και οι απάνθρωποι αυτοί, οι δημοσιογράφοι
μια δεύτερη κυβέρνηση έχουνε πλέον γίνει
ίδια με κείνην σε βρωμιές, σε διαφθορά και απάτες.
Κι η μια την άλληνε βοηθά για να σε  κατακλέψουν
και ατιμώρητοι μετά να μείνουνε δια βίου
γιατί ο πολύς πρωθυπουργός, όποιος αυτός κι αν είναι,
«τους έστειλε στο σπίτι τους» ήσυχα για να φάνε
όσα σεμνά και ταπεινά σου έχουνε σουφρώσει.
Και στο αναγγέλλουν σαν βαριά να είναι τιμωρία
πως όσοι κλέψανε, μαζί θα πάρουν τα κλεμμένα
και με ταξίδια και χαρές και ζώντας μες σε βίλες,
θα τα χαλούν χωρίς ποτέ να δώσουν κάπου λόγο.
Και όπως τ’ οχταπλόκαμο θαλασσινό, αν πεινάει
ένα πλοκάμι του γοργά και λαίμαργα θα φάει,
έτσι και συ ο κουτεντές και ο πολυκλεμμένος
δεν τρως τις σάρκες των κλεφτών μ’ αυτές για να χορτάσεις
μα των παιδιών σου για να μη την ησυχία ταράξεις
των δολοφόνων και κλεφτών που σου ’πιανε το αίμα.

Να ο φασίστας σου ο Χαρδαβέλας
να ο Αυτιάς το τσόκαρο του Άλτερ,
να ο Παπαδάκης σου ο καραγκιόζης,
να ο ινστρούχτορας ο Πρετεντέρης,
να η παγοκολώνα σου η Τρέμη
βασίλισσα σφηκοφωλιάς αντάξια,
να ο σαλιάρης ο Παυλόπουλος σου
που μια βλακεία πετάει κάθε μέρα,
να η μικρόνους Παναγιωταρέα
για γοερά που ειν’ κλάματα δασκάλα,
να κι όσοι εδώ από μένα είναι γραμμένοι
κι όσοι δε γράφτηκαν, γιατί πολλοί ’ναι.
Να οι χρυσοπληρωμένοι σου χαφιέδες
λαέ, που όπως κάθε υπουργός σου
έτσι καθένας απ’ αυτούς σε κλέβει
και καλοζεί απ’ τον δικό σου ιδρώτα.

Χορεύουνε τα σκάνδαλα εναγύρω
κι αντί στο Ζάλογγό τους να τα στείλεις,
χαζά χοροπηδάς και συ μαζί τους.
Και να οι περιουσίες που φτιαχτήκαν
σε βουλευτηλικιού ένα μόνο χρόνο!
Να! οι αγορές σπιτιών με το τσουβάλι
να! στρέμματα χρυσά φτηνοπαρμένα
να! οι βίλες οι πανάκριβες που βγαίνουν
όπως μετά βροχή τα μανιτάρια
να! νυφικά εκατό χιλιάδες το ’να
να! οι εξαποδώ οι εταιρίες
να! η χλιδή-να! ο πλούτος ο κλεμμένος.

Και συ τ’ ακούς και όπως τα πουλάκια
πάνω σε ιπποπόταμους καθόντας
σιχαμερά τσιμπολογούν τσιμπούρια,
έτσι κι εσύ πετάς ολόγυρά τους
κι απ’ τις ευθύνες τους τούς καθαρίζεις
και καθαρούς τους αποδίδεις πάλι
στης δυστυχίας σου τον φαύλο κύκλο.

Κι οι υπουργοί όχι μονάχα κλέβουν,
μα και σκοτώνουν-μιας και τα λεφτά σου
πάνε στις τσέπες τους και όχι σ’ έργα,
αντί στους τόπους της δουλειάς ασφάλεια,
αντί των πλοίων και σιδηροδρόμων
τ’ αναίμακτα να χτίζουν δρομολόγια.
Και συ; Εσύ τους βλέπεις μετά κάθε
που εκείνοι έκαναν δολοφονία
να βγαίνουν και ανενδοίαστα να λένε
ότι «ΕΔΕ διετάχθη παραχρήμα»
και ότι «μέτρα θα ληφθούν έτσι ώστε
ποτέ να μη ξανασυμβούν παρόμοια».
Κι αν και αυτά στα έχουν ειπωμένα
χίλιες φορές, μα συ με χαίνον στόμα
τους βλέπεις και πιστεύεις ό,τι λένε
και ήσυχος πηγαίνεις στη δουλειά σου
μετά ’πο την κηδεία των δικών σου
που μες σε δρόμους και μες σ’ εργοστάσια
την τελευταία αφήσανε πνοή τους
που δροσερό αγεράκι είναι για κείνους
που με τον πλούτο για όπλο τους σκοτώσαν.

Δε βασανίζουν τώρα το κορμί σου
με κνούτα, με τροχούς και με τανάλιες
αλλά στοχεύουνε μες στο μυαλό σου
με διαφημίσεις και γελοία «σόου».
Οι δημοσιογράφοι σου μπορούνε
να πουν ό,τι θελήσουν, αρκεί μόνο
ενάντια στις κλεψιές να μη μιλήσουν.
Και συ ακόμα, το δικαίωμα έχεις
να πεις όποιαν ιδέα σου κατέβει
έξω από κείνες που ενάντιά τους στρέφουν
αυτούς που την κλεψιά δεν την αντέχουν.
Και σ΄ έχουν μάθει να πιστεύεις ότι
το κράτος δεν δικιώνεται να κλέβει
 (κι ας  κλέβει, κι ας ληστεύει κι ας ρημάζει),
μα το δικαίωμα να κλέβουν το ’χουν
οι ιδιωτικές μεγαλοεπιχειρήσεις,
λες και αυτές το χρήμα δεν το κλέβουν
απ’ το λαό σαν που το κράτος κάνει.
Κι έτσι αν κάποτε έφτιαχνες το κράτος
και κείνο έπαυε τελείως να κλέβει,
όλα σου τα κλεμμένα τότε θα ’ταν
στων επιχειρηματιών τις τσέπες-
θα πει: όχι και πάλι στις δικές σου.

Και τώρα που για πτώχευση πηγαίνεις
κι ούτε να φας δεν έχεις κακομοίρη
αυτοί επιτροπές σκαρώνουν τάχα
για ομόλογα, για ζήμενς, βατοπέδι,
και κάνουν πάλι τα ίδια και τα ίδια:
Κωλυσιεργούν, τσακώνονται από πάνω
από το πεινασμένο το κορμί σου,
συμψηφισμούς ακόμα τώρα κάνουν,
και αναλώνονται σε κείνα μόνο
που θα τροφοδοτήσουν τα κανάλια.
Και πάλι κάποιο πόρισμα θα βγάλουν
«ήξεις αφίξεις, τρία και δύο πέντε,
μου δίνεις και σου δίνω» και τα τέτοια,
και να! κανείς τιμωρημένος πάλι,
να! τα λεφτά μες στων κλεφτών τις τσέπες!
Και όλοι ενώ γνωρίζουν στην Ελλάδα
ποιοι είναι οι κλέφτες κι ο καθένας πόσα
έχει απ’ του κράτους τα λεφτά κλεμμένα,
κανένας δεν κινείται να τους πιάσει
και μες στη φυλακή να τους σταυλίσει
και να τους πάρει τα κλεμμένα πίσω.

Και νοιώθεις να ’σαι τρισευτυχισμένος
ν’ ακούς να λέει ο πρωθυπουργός σου
ότι μαζί στο δρόμο προχωράτε
κάνοντας και οι δυο βαριές θυσίες
για της πατρίδας σας τη σωτηρία.
Αλλά τι λέω-αυτό καλά το ξέρεις
εσύ, που συναντώντας μες στο δρόμο
τον πρόεδρο της κυβερνήσεώς σου
τον σταματάς με δάκρυα στα μάτια
και τον παρακαλείς: «Ω! Μη διστάζεις!
Να! Κόψε τους μισθούς μου! Η Ελλάδα!
Η Ελλάδα να σωθεί κι εγώ ας πάω!..»
«Φιλοπατρία» που σε δέρνει αλήθεια…

Βεβαίως. Αφού σ’ έχουν συνηθίσει
με Βουγιουκλάκες για ηθοποιούς σου
με Καστρινούς-Φλερύ για χορογράφους,
με άθλιο σινεμά και θέατρο νούλα,
με «δρώμενα» που αν τα στύψεις όλα
ούτε σταγόνα Τέχνη δε θα βγάλεις,
με τηλεόρασης καρικατούρα,
πια έμαθες στ’ ανύπαρκτα ή στα μέτρια
και που δεν έχεις δε σε νοιάζει Υγεία,
κι ούτε Παιδεία-διόλου δε σου λείπει.

Και, καραγκιόζης συ, στέκεις αντίκρυ
από λαούς γεμάτους με ζωντάνια,
λαούς με εργατικότητα, συνέπεια,
λαούς που ξέρουν από πού κρατιόνται,
που έχουν εργοστάσια και αγρότες
κι όχι τεμπέληδες και συντεχνίες,
λαούς μπροστά γερά που περπατάνε
στις ίδιες τους δυνάμεις στηριγμένοι
κι όχι μ’ ΕΟΚ και ΝΑΤΟ δεκανίκια,
λαούς που τους αντρώνει η περηφάνεια
κι όχι το ψευτοπαίνεμα με λόγια,
λαούς που έχουν σύνορα και φράχτες
που μέσα τους κανείς δεν μπαίνει ξένος
κι όχι Αιγαία που έχουν και που εντός τους
οι γείτονες χορό έχουνε στήσει,
λαούς που οι ξένοι τους υπολογίζουν
και δεν τους έχουνε για να γελάνε,
λαούς ισάξιους με κεινούς σε κότσια
που δόξα δεν μετράνε αυτήν που όλοι
κερδίζουν στους αντρόφονους πολέμους,
μα κείνη που κερδίζουν στην ειρήνη
με εργατικότητα, μ’ ιδρώτα κι αίμα.
Λαούς, πολιτικούς κι ηγέτες που έχουν
κι όχι αντρείκελα των ευρωπαίων-
γάλλων και γερμανών ή όποιων άλλων-,
ηγέτες που μιλάνε όπως ίσοι
με όποιους μεγάλους άλλους κι αν βρεθούνε.
Ηγέτες που όταν τους χτυπά στην πλάτη
κάποιος Ζισκάρ ή Σαρκοζί κανένας
δεν χαίρονται βραβείο σαν να πήραν
ούτε χεσμένοι εδώ μας ξαναρχόνται,
τρανοί κι αυτοί θαρρώντας πως εγίναν.
Ηγέτες όπου δεν εκλιπαρούνε
και δεν ακκίζονται πόρνες σαν να ’ναι
ούτε σαν κίναιδοι-που είναι-κουνιόνται
και ως τ’ αυτιά τους δεν ανοιούν το στόμα
σε κάποιο αστείο που ο Μεγάλος είπε
σαν από κάτω του να είναι κιόλας
και κατακόκκινοι να ευχαριστιόνται
ζητώντας ένα βλέμμα να τους ρίξει
ο αμερικάνος πρόεδρος, να το ’χουν
να λεν και να το δείχνουν, και οι γελοίοι-
να το εξαργυρώνουνε  με ψήφους…

Σε πείραξε το πάρτυ στον «Αβέρωφ»
Ολόκληρες γκαμήλες καταπίνεις
Και πνίγεσαι από ένα κουνουπάκι…

……………………………………..
Λος Άντζελες

 

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2023

ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Ένας αλήτης πέθανε.
Στην ύστερή του ώρα
κανείς δεν παραστάθηκε
κι ακόμα μέχρι τώρα

δε βρέθηκε ένας χριστιανός
να κλάψει το χαμό του
να τόνε ψάλλει ευλαβικά
να κάνει το σταυρό του.

Γι αυτό μετά την προσευχή
που κάνω κάθε βράδυ
εκεί στου δρόμου τη γωνιά
μες στο πηχτό σκοτάδι

γι αυτούς που δεν τους έκλαψε
κανείς, εγώ θα κλαίω
και κάθε βράδυ και γι αυτούς
μια προσευχή θα λέω.

Μόνο που σκέφτομαι κανείς
αν θα βρεθεί να κλάψει
όταν και μένανε θα βρουν
πεσμένον-ποιος θα κλάψει

το ξυλιασμένο μου κορμί-
δε σκέφτομαι κανέναν΄
γι αυτό μαζί με τους νεκρούς
θα κλαίω και για μένα.

ΣΑΝ ΤΟ ΧΑΔΙ

Δίπλα σ' υπόγειου σκοτεινού
διαδρόμου τους δυο τοίχους
φέρετρα μαυροκίτρινα
κείτονται σε δυο στοίχους.

Μέσα τους βρίσκονται κορμιά
νεκρά, μισολυωμένα
που λούλουδα τα σκέπουνε
και φύλλα ξεραμένα.

Στα σαπισμένα έχουνε
τα ξύλα αράχνες στήσει
ιστόν γερό και άσπαστο,
που έχει όλος γεμίσει

ζωύφια μύρια βρωμερά
που απ' των νεκρών το σώμα
τρέφονται-που πεθαίνουνε
και ζούνε μες στο χώμα.

Κυρτή εκείθε μια γριά
διαβαίνει κάθε βράδυ
κρατώντας μες στο χέρι της
λυχνάρι. Σαν σε χάδι

ο αγέρας απ' το μαύρο της
το ρούχο ακραγγίζει
των πεθαμένων τα κορμιά
και σαν να τα ερεθίζει,

αυτά σηκώνοντας αργά
το άσαρκο κρανίο
γελούνε σαν το θέαμα
να ήτανε αστείο.
 

ΑΠΟΣΤΕΡΟΥΝ

Όταν τις πρώτες της δειλές
ανακαλύψεις κάνει
καθώς τις νύχτες τις θολές
σε θάλασσες απατηλές
η φαντασία λάμνει

καθόλου δεν την παραιτώ
και δίχως ν' αποσταίνω
τα χαλινάρια παραιτώ
όπου πετάει κι εγώ πετώ
κι όπου με πάει πηγαίνω.

Δε με ωθεί η αναμονή
το τέλος της ποιο θα 'ναι-
πάντοτε βγάζει μια φωνή
σαν το θηρίο που πονεί
κι όλα τελειώνουν-πάνε.

Μα με κρατάει η θαυμαστή
ρώμη που πρέπει να 'χει
που τη βοηθάει να μην πιαστεί
αιχμάλωτη, ή να κουραστεί
μες στη γιγάντια μάχη

που δίνει μέσα στις φρικτές
αβύσσους των αβύσσων
με αντιπάλους τις ειρκτές
που αποστερούν τους ποιητές
ωραίων παραδείσων.
 

ΚΟΡΙΤΣΙΑ

Στων κοριτσιών τα χέρια τα λουλούδια
δύο φορές ανθίζουν κι ευωδάνε
και τα κορίτσια τα φιλούν τα πίνουν και μεθάνε.

Στων κοριτσιών τον ύπνο η ιστορία του
στων κοριτσιών τη λάμψη η ομορφιά του.

Κορίτσια αλαφρόπιωτα σαν κόκκινο κρασί
κορίτσια βυζανιάρικα κορίτσια μεστωμένα
κορίτσια μαυρομάτικα και γαλανοματένια.
 


ΑΡΡΗΤΟΛΕΠΤΟΠΝΕΥΣΤΙΑ

Τον θεόν ο πτωχός επροσκύνησε
με κατάνυξιν τόσον βαθείαν
κι είχε τόσην στο πρόσωπον έκστασιν
την εικόνα ως εθώρει την θείαν,

που απ’ το σκύψιμο μεν του εσκίστηκε
μια σκελέα παλιά που φορούσε
κι εις το χαίνον το στόμα του εχώθηκε
μία μύγα που γύρω πετούσε.

Κι ο γιατρός και ο ράφτης του πήρανε
τόσα χρήματα που εσοφίστη
να καλεί μυγοχάφτη τον πλάστη μας
και ακόμα φτωχών ρουχοσκίστη.

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2023

Δε θα το πω, θα το ξαναπω  κύριε Ρέις , γιατί το έχω πει κι άλλες φορές.
Τα βιβλία βλάπτουν.
Όχι τα επιστημονικά, αλλά όλα τα άλλα.
Γιατί μας μαθαίνουν αυτά που θέλουν να μάθουμε εκείνοι που τα κυκλοφορούν.
Γιατί αυτοί, έχουν επιλέξει τι θα κυκλοφορήσει. Τα άλλα βιβλία τα έκαψαν όπως ο Πλάτωνας ή ο Χίτλερ, ή τα «έκοψαν» ώστε να μην κυμμλοφορήσουν.
Δ ιαβάζοντας λοιπόν βιβλία, διαβάζουμε ό,τι αυτοί θέλουν να διαβάσουμε.
Και βέβαια «αυτοί» είναι οι «ισχυροί» κάθε εποχής.
Παράδειγμα η Βίβλος. Περιέλαβε όσα βιβλία έκριναν οι ισχυροί (οι  πλούσιοι) της εποχής. Τα χιλιάδες άλλα βιβλία που έγραψαν άλλοι εβραίοι, χαντακώθηκαν.
Διαβάζοντας λοιπόν βιβλία, επικροτούμε ξένες επιλογές.
Με όλες τις τραγικές συνέπειες και για άτομα και για λαούς.
Γεια χαρά.
 

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

 ΠΑΝΕ

Και θα έρθουνε χρόνια και θα φύγουν…
Και θα 'ρθούνε καιροί και θα περάσουν…
Και τα γέλια κι οι κλάψες των ανθρώπων
αναρχίνιστα πάλι, θα σωπάσουν.

Πού οι πράξεις τους τότε οι δοξασμένες;
Πού οι γιορτές τους; Τα λόγια που ψέλλιζαν;
Πού η φωνή τους; Το βλέμμα τους πού είναι;
Πού οι ιδέες στο νου τους που βομβίζαν;

Πού οι ώρες οι ατέλειωτες του πόνου;
Πού οι πόθοι-το φως της ύπαρξης τους;
Πού οι μάχες; Τα μίση τ' αντροφόνα;
Πού ο έρωτας που άνθιζε μαζί τους;

Πού τα σπίτια τους; Πού τα καταφύγια;
Πού τ' αστέρια; Η γη και το φεγγάρι;
Πού οι όμορφες; Πού-πού τα κορίτσια;
Πού η δροσιά; Πού η φρεσκάδα; Πού η χάρη;

Πάνε! Πάνε! χαθήκαν όλα! Πάνε!
Πάνε! Πάνε! Αγύριστα όλα πάνε!
Πάνε όλα! Απ' το Τίποτα όλα ήρθαν
και στο χάος τραβούν του Πουθενά!

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΩΣ
Κείνο που οπωσδήποτε του αρέσει
Σ' αυτή τη ζωγραφιά
Δεν είναι τ’ απαστράπτοντα πετράδια
Που τον σταυρό κοσμούν
Στου αρχιπειρατή που κρέμεται το στήθος,
Ούτε οι γωνίες του οι τόσο προσεγμένες
Με χάριν σκαλιγμένες,
Ή ο Εσταυρωμένος που θλιμμένα γέρνει
Το άσαρκο κεφάλι του στο ξύλο επάνω-
Στη μέση του Σταυρού
Μ' αντίς γι αγκάθια στο στεφάνι του
Μικρές χρυσές αχτίδες.

Κείνο που οπωσδήποτε του αρέσει  σ’ αυτή τη ζωγραφιά
Είναι η ιδέα του καλλιτέχνη για το τι
Απαραιτήτως πρέπει ένας αρχιπειρατής
Στο στήθος του να φέρει.

 

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2023

ΔΙΧΩΣ ΤΗ ΜΝΗΜΗ

Δίχως τη μνήμη δεν μαθαίνει κάποιος
 τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων,
τις φιλοσοφικές θεωρίες, τις τέχνες,
την καταγωγή της μηλολόνθης.

Δίχως τη μνήμη δεν θα ξέραμε
Ότι κάποιοι πριν από μας
τις ίδιες βλακείες  έκαναν και είπαν.
Και δεν θα μετρούσαμε  με χιλιετίες
την ανθρώπινη κακομοιριά.

Αν η μνήμη ατροφούσε,
η ελπίδα τότε θα γεννιόταν
τα μιαρά όντα καθαρόψυχα να γίνουν,

και απενοχοποιημένα να υπάρχουν
καθώς τα πετροχελίδονα, οι χείμαρροι,
τα τετράχορδα και οι αλεπούδες.
 

ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΟΤΑΝ

Την αιωνιότητα όταν ορίζει, νοιώθει
πως μέσα από το κάδρο του ορισμού της
αυτή πάντοτε ξεφεύγει.
Κυλάει προς τα πίσω ή πετά εμπρός-
όπως δα η ουσία της ορίζει.

Έτσι η ουσία της ακριβώς αυτή, χάνεται
πριν από τη συνείδηση του να νοηθεί:
Παρελθόν και Μέλλον πάντοτε γίνεται,
και το Παρόν αγνοεί.

Τότε αυτός καταλαβαίνει
ότι δεν είναι το διαρκές κυνήγι
στιγμών του παρελθόντος ή του μέλλοντος
που την αιωνιότητα συγκροτούν,
αλλά η αδράνεια στον εαυτό του
που την αχρονικότητα προϋποθέτει. 

Η ΓΡΙΑ

Βγήκε η γριά ν’ αγοράσει τσιγάρα.
Δόντια σαν ξεδοντιάρα τσατσάρα.
Κλαρωτό ένα φουστάνι φοράει
και καθένας μαζί της γελάει.

Βρε γριά, γιατί ακόμα καπνίζεις
και Μελεάγριο δαυλί μας θυμίζεις;
Και γιατί σαν να ήσουνα νέα
περπατάς, και σαν να ’σουν ωραία;

Μα κοντά στα κουσούρια της όλα
η γριά μας κουφή είναι κιόλα
κι όσο φτάνει στον Όλυμπο ο μπάτης
τόσο φτάνει η φωνή μου στ’ αυτιά της…

Να την! τώρα που στέκοντας κάπου
με μανία τραβά προς τα κάτου
τo φουστάνι της που ’χει ανέβει
και δεινά για το σύμπαν χαλκεύει.
 

ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
(Λος Άντζελες 1994)

Ο Δημήτρης.
Συνάδελφος.

«Oι γιατροί είναι το εκτελεστικό όργανο της Μοίρας» είπε.
Θυμάμαι ήθελα κάτι να πω.
Κάτι να συμπληρώσω.  
Τι, δεν ήξερα.  

Πέθανε από καρκίνο.

Φεύγοντας από την πατρίδα
πήρα το μνήμα του μαζί μου.

Άφησα τις χαρές μου άστεγες
σαν Νύμφες απ’ τα στέκια τους διωγμένες
κι έφερα το κορμί μου και το πέταξα
βορά στ’ ατσάλινα σαγόνια
(ε, όσο και να πεις
μήπως και οι εδώ καλοπερνάνε;)

Και μέσα από φαντάσματα εγκλημάτων
και μέσα από σκιές αδικιών
και μέσα από συστήματα ενοχών περνώντας,
ανυπόστατων,
έφτασα μπρος στον μπρούτζινο ζυγό.

Και πώς ζυγίζονται οι Ψυχές;
Και πώς ζυγίζονται οι νύχτες οι αξημέρωτες;
Και πώς τα δάκρυα που πια έχουν στερέψει;

Τώρα γνωρίζω τι ήθελα να συμπληρώσω:
«Κι οι δικαστές Δημήτρη… Κι οι δικαστές…»
 

ΤΟ ΚΤΙΡΙΟ ΤΗΣ ΔΥΣΤΥΧΙΑΣ

Σαν ένα ανάσασμα
Σαν ένα όνειρο
Σαν μια ιδέα.

Κλεισμένοι σ’ ένα ευρύχωρο δωμάτιο
Δύστυχοι άντρες πάνε πέρα δώθε.
Μηχανικά και νευρικά κινούνται.
Πουλάνε, αγοράζουν, τρων, κοιμούνται.

Όλα μπορούν μέσα εκεί να κάνουν
Εκτός απ’ το να ρίξουνε τους τοίχους-
Τοίχους από άσπαστο γυαλί που είναι φτιαγμένοι-
Κάτι που η μόνη τους χαρά θα ήταν.
Γιατί όποτε θελήσουν
Το χέρι τους ν’ απλώσουν στο γυαλί
Μια δύναμη άφαντη  
Πίσω το χέρι τους το στέλλει.

Στην άλλη του γυαλιού πλευρά
γυμνές γυναίκες κατοικούν.  
Παιζογελούν, χορεύουν, τραγουδούνε.
Και τους τοίχους ’γγίζουνε
Αδιάφορες στην αίσθηση ότι κάποιοι
Που έστω να τις αγγίσουνε ζητούν,
τις βλέπουν.

Και ταξιδεύει έτσι όλο το κτίσμα
Ενώ μεγάφωνο ένα αθέατο
Τραγούδια ευτυχίας μελωδεί.

Έτσι.
Σαν ένα ανάσασμα.
Σαν ένα όνειρο.
Σαν μια ιδέα.
 

Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2023

ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΡΗ ΣΤΗΝ ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ
(Όταν, κάποια περίοδο, παλιά, θέλησα να καλοπιάσω την Αμερική)

ΠΡΟΣΩΠΑ: Θαρραλέος, Φοβιτσιαρης, Άρης, Κάποιος, Φτωχός, Κουμουνιστής.


(Είναι πρωί. Ο Θαρραλέος και ο Φοβιτσιάρης βαδίζουν σε ένα ερημικό τοπίο έξω από το Λος Άντελες, πηγαίοντας προς την πόλη.


ΘΑΡΡΑΛΕΟΣ (Θ)
Γιατί   δεν  προχωράς;   Τί  περιμένεις;

ΦΟΒΙΤΣΙΑΡΗΣ (Φ)
Ακουσα ένα θόρυβο  εκεί  πέρα.

Θ.  
Προχώρα τώρα κι  άσε  τους  θορύβους.                            
Οσο  και  αν  καθυστερείς, το  ξέρεις,
Το  δικαστήριο  δε θα το γλιτώσεις.
Πάμε λοιπόν γιατ'   είμαι   μαρτυράς  σου
Και  θέλω γρήγορα να ξεμπερδέψω.

Φ.
Γιατί   δεν πήρες  τ'  αυτοκίνητό σου;

Θ.  
Γιατί, με  τί  να τούβαζα βενζίνη.
 
Φ.  
Αν ετσοντάραμε κι  οι  δυο  μας κάτι
θάχαμε για όσο γκάζι χρειαζόταν
Για να μας πάει ως την πολιτεία.
…Ακου… Δεν άκουσες ούτε και  τώρα;

Θ.   
Μα την αλήθεια τώρα έχω ακούσει.
Σα βούΐσμα   αυτοκινήτου που  μαρσάρει.

Φ.  
Μ'   από πού ήρθε  ο  θόρυβος  ετούτος;

Θ.  
Νομίζω από κει πέρα… Δε  βαριέσαι;..
Αν αυτοκίνητο ήτανε  πούντο;
Της φαντασίας  μας ήτανε γέννα.

Φ.  
Ιδια η  φαντασία και   των  δυό  μας;  

Θ.   
Μου κόλλησες  κι   εμένα  την   ιδέα
ότι  ακούς. Μα… Πάλι...

Φ.   
Ω!   Θεέ  μου!
Τί να συμβαίνει… Μήπως εξωγήινοι…  

Θ.  
Τί  εξωγήινοι και παραμύθια.
Γήινος  πολύ ο θόρυβος  μου  μοιάζει.
Αν ήταν  εξωγήινοι  πού είναι;  

Φ.  
Ίσως  για μας αόρατοι  να είναι.

Θ.  
Ουφ! Φαίνεται  τα χάσαμε κι  οι   δυό  μας.
Μας  βάρεσε η φτώχεια στο κεφάλι,
Μας περιμένει και  το  δικαστήριο,
Κι  ακούμε   βουϊσματα που  δεν  υπάρχουν.
Μα ότι  νάτανε τελείωσε-πάμε.  

Φ.   
Σε  τέτιαν   ερημιά και   μοναχοί   μας;
Αχ  Θαρραλέε   μου  πολύ  φοβάμαι.  

Θ.   
Από  το   θάρρος   μου  πάρε  κουράγιο.
Και  πούναι  η   ερημιά  μωρέ   ψοφίμι;
Δυό  μίλια παραπέρα είναι  η  πόλη.
Ακου εξωγήινοι… Αλλά και  νάταν
Εμάς  οι  εξωγήινοι  θα διάλεγαν;
Ελα. Της  φαντασιάς   μας  ήταν. Πάμε.  

Φ.   
Πάμε. Μα να θυμάσαι… νάτο  πάλι…

Θ.   
Θεέ  μου!  Αλήθεια! Κοίτα εκεί  πέρα!
Κάτι  να βγει  πασκίζει  από  το χώμα.  

Φ.   
Θεούλη  μου  μεγάλο που  θα είναι…  

Θ.  
Τώρα για τρέξιμο  είναι  η ώρα.
Μπρος  Φοβιτσιάοη.Τρέχω. Ακολούθα.  

Φ.   
Δεν  πάω πουθενά. Εδώ  θα κάτσω
Να  δω  τι   είναι  η  γη   που   θα μας   δείξει.

Θ.
Βρε πάμε. Συ δεν ήσουν που φοβόσουν;  

Φ.  
Εγώ τους εξωγήινους φοβάμαι.
Τίποτα γήινο  δε  με  τρομάζει.  

Θ.  
Και  τί  θα γίνει  με  το  δικαστήριο;   

Φ.  
Δεν ξέρω. Μα προτού να δω τι  τρέχει
Δε φεύγω από  δω πέρα ούτε  με  βίντζι.
Να! Πάλι   το  μηχάνημα μουγκρίζει.
Να! Λίγο  βγήκε πάνω από το χώμα.

Θ.  
Ναι. Βγήκε. Και  μηχάνημα ειν'  αλήθεια.  

Φ.  
Τί άλλο θάταν νόμιζες!   Θηρίο!
Κοίτα, σαν τανκ δε μοιάζει από κείνα
Που εξήντα χρόνια πριν ήταν  της  μόδας;
Παλαιικό κι αγκομαχώντας  βγαίνει
Ποιός ξέρει  από ποια της γης  μας  βάθη.  

Θ.  
Τί  θέλει ένα τανκ στης γης τα βάθη;
Και κάποιος τ'   οδηγεί; και  τ'  ακλουθάνε
Τανκς κι άλλα, ή στρατιώτες, ή τί άλλο;  

Φ.  
Στάσου καημένε  μου που πήρες φόρα.
Ενα τανκάκι  είναι  όλο κι  όλο.      
Να, τώρα βγήκε από τη γη τελείως
Και  προχωρεί  αργά κι  αγκομαχώντας.
Κι  έβαλε πλώρη κατά μας-γιά δες  το…

Θ.  Νομίζω γρήγορα θα σταματήσει.  

Φ.  
Το είπες κ ι  έγινε. Και από μέσα
Κοίταξε, κάποιος φαίνεται πως  βγαίνει.

Θ.
Κάποιος ή κάτι; Είναι αυτό το πράγμα-
ένας σωρός σιδερικών και  σκόνης-
Ανθρωπος; Κι  όμως να! Βλέπω έχει  πόδια…

Φ.
Και χέρια… και κεφάλι… μα τί  στέκεις;
Τι στέκουμε;  Ας  τρέξουμε κοντά του
Να τον  βοηθήσουμε  τον κακομοίρη...

(πηγαίνουν προς τα τανκ)

ΑΡΗΣ
Να πάρει ο κόρακας και να σηκώσει
Τί τόθελα ετούτο το ταξίδι;..
Τί έτσι με βλέπετε;  

Φ.   
Πρώτη φορά μας
Βλέπουμε άνθρωπο απ' τη γη να βγαίνει.
Πάντοτε όλοι μπαίνουν εκεί μέσα.  

Α.
Άνθρωποι μπαίνουνε. Θεοί όμως όχι.

Φ.
Είσαι θεός;

Α.
Δε φαίνεται αμέσως;

Φ.
Οχι θα έλεγα. Μα όλα τούτα
Που βλέπω πάνω σου, θεό μυρίζουν.
Κι αν όχι θεό, μα ήρωα κανένα
Που απ’ τους Ελληνικούς εβγήκε μύθους.

Α.
Καλά την ξέρεις βλέπω την Ελλάδα.

Θ.
Μα είμαστ' Ελληνες.

Α.   
Ωχου ο έρμος,
πάλι εκεί εβγήκα; Στην Ελλάδα;

Θ.
Δε βγήκες στην Ελλάδα. Ετυχε όμως
Εμείς Ελληνες νάμαστε.

Α.    Πού βγήκα;
Ποιο μέρος ειν' αυτό; Δεν είν' οι ΗΠΑ;

Θ.  
Οι ΗΠΑ είναι. Εδώ ήθελες νάρθεις;

Α.
Ναι μα το Δία. Ηρθα εκεί που θέλω.
Αλλά τί θέλουν οι Ελληνες στις ΗΠΑ;

Θ.
Καθένας τους και μία ιστορία.

Α.
Γιατί παραξενεύομαι αλήθεια;
Απ’ τον καιρό του Οδυσσέα ακόμα
Πάντοτε οι Ελληνες φευγιό γύρευαν.
Ωσπου θεσμό οι Αθηναίοι το κάναν
Κι εξόριζαν πολίτες στην αράδα.

Θ.
Βλέπουμε πως την ξέρεις την Ελλάδα.
Κι αφού είσαι θεός, τότε θα είσαι
Απ' τους αρχαίους κάποιος τους θεούς μας.

Φ.
Μπράβο που το κατάλαβες εν τέλει.
Μα τί ζητάει στον εικοστόν αιώνα
Ενας θεός απ’ την αρχαία Ελλάδα;

(στον Άρη)

Και ποιος θεός απ’ όλους τάχα είσαι;

Α.
Δε βλέπεις πούχω περικεφαλαία;

Φ
Το βλέπω.

Α.         
Το κοντάρι μου το βλέπεις;

Φ.
Το βλέπω.

Α.         
Βλέπεις και την πανοπλία;

Φ
Κι αυτή τη βλέπω.

Α.   
Ε, θεός ποιος τάχα
Αρχαίος έτσι θάταν οπλισμένος;

Φ.
Η Αθηνά ήταν έτσι οπλισμένη.
Ετσι απ’ του Δία βγήκε το κεφάλι.

Α.
Ε και λοιπόν; Σου μοιάζω για γυναίκα;
Ομως καιρό για χάσιμο δεν έχω.
Από το Δία έχω πάρει άδεια
Να μείνω πάνω δω μια μέρα μόνο.
θέλω σ’ αυτής της χώρας τους πολίτες
Οσο πιο γρήγορα μπρος να με φέρτε.

Θ.
Θεός και δε μπορείς να πας μονάχος
Μα κάποιος άλλος πρέπει, να σε πάει;

Φ. Και διαταγές να μη μας δώσεις πάλι.
Μ’ ευγένεια οι κάτοικοι εδώ μιλάνε.

Α.
Σ’ ό,τι είπατε κι οι δυό έχετε δίκιο.
Γι αυτό λοιπόν κι εγώ δε σας διατάζω
Μα σας παρακαλώ εκει να με πάτε.
Ως για να πήγαινα εκεί μονάχος
Ξεχνά το. Εχω τόσα από τον κόσμο
Χρόνια πολλά που άθελα μου λείπω,
Πούχω ξεχάσει πια τα μέρη όλα.

Θ.
Μ’ αν πράγματι θεός αρχαίος είσαι
Πες μας τι θέλεις κι ήρθες εδώ πέρα;
Και από πού; Και πού το τανκ εβρήκες;
Και ως εδώ με τρόπο ποιόνε ήρθες;

Α.
Αλήθεια μ’ Ελληνες είμαι μπλεγμένος.
Το δρόμο πριν να δείξετε σε κάποιον
Από ανάκριση τόνε περνάτε.
Ελληνες είστε.Τέτια περιέργεια
 Μον’ η φυλή εκείνη έχει στον κόσμο.
Λοιπόν καλά παιδιά μου είμαι ο Αρης.
Ο τοομερότατος θεός του πολέμου.
Πενήντα χρόνια τώρα περιμένω
Να γίνει πόλεμος πάνω στη γη σας
Ωστε κι εγώ να ξεμουδιάσω λίγο.
Μα τίποτα.Ούτε φύλλο δεν κουνιέται.
Πήρα κι εγώ λοιπόν των ομματιών μου
Κι ήρθα να συναντήσω τους ανθρώπους  
Να τους τα φάλλω έξω από τα δόντια
Ωστε τον πόλεμο ν’ αρχίσουν πάλι.
Κι αν όχι, να κοιτάξω με τι τρόπο
Γνώμη να τους αλλάξω θα μπορούσα.
Ξέρω τι όπλα έχετε φτιαγμένα.
Τα βλέπω και μου πέφτουνε τα σάλια
Οπως μικρό παιδί που στη βιτρίνα
Κοιτάζει μέσα ζαχαροπλαστείου
Γεμάτη με γλυκά και με καλούδια
Μα δε μπορεί ούτε ένα να βουτήξει.

Θ.
Και γιατί διάλεξες αυτή τη χώρα;

Α.
Γιατί αυτή 'ναι η πιό πλούσια απ’ όλες
Κι η δυνατότερη κι η πιο μεγάλη
Και ό,τι πει αυτή, αυτό θα γίνει:
Πόλεμος, πόλεμος. Ειρήνη, ειρήνη-
Που ξορκισμένο νάναι τ’ όνομα της.

Φ.
Καλά, πόλεμοι τόσοι έχουν γίνει
Απ' τον καιρό του Δεύτερου Παγκόσμιου.
Αυτοί δεν ήταν αρκετοί για σένα;    
Μέση Ανατολή, Βιετνάμ, Κορέα…

Α.
Για μένα αυτά ήτανε παιχνιδάκια.
Ν’ ασχοληθώ με τετοια εγώ δεν πάει.
Εστειλα εκεί κάτω τα παιδιά μου-
Το Φόβο και τον Τρόμο-να μαθαίνουν.
Εγώ μιλώ για πόλεμο μεγάλο
Οπως τους δυό Παγκόσμιους ας πούμε.
Ω! τι μεγάλοι πόλεμοι αλήθεια!
Τους σκέφτομαι κι αγάλλεται η ψυχή μου,
Τι μεγάλεία! Τι καλές ημέρες!
Κι ανάμεσα στους δυο αυτούς πολέμους
Είκοσι χρόνια πέρασαν μονάχα.
Διάστημα λογικό. Μα όμως τώρα
έχουν από το Δεύτερο Παγκόσμιο
Πενήντα χρόνια ολόκληρα περάσει.
Ε, πια, αυτό δεν υποφέρεται άλλο.
Υπομονή… υπομονή… ως πότε!
Πήρα λοιπόν αυτή τη σακαράκα
Και κίνησα για δω. Με τί ναρχόμουν;
Πεζός; Με άλογο; Η' με κανα άρμα;
Αναχρονιστικά ειν’ όλα τούτα.
Στον Τρωϊκό βρισκόμαστε ακόμα;
Ενώ το τανκ… Αξίζει του πολέμου
Πάνω του ο θεός να ταξιδεύει.
Το πήρα από ’να Γερμανό σε μάχη.
Εξήντα χρόνων είναι το καημένο-
Παλι καλά και τόσο που με πήγε.

Θ.
Και από πού σε φέρνει; Σχώρεσέ μας
Τις τέτιες που σου κάνουμε ερωτήσεις
Μα πρώτη μας φορά θεό θωρούμε.

Α.
Ρωτήστε ότ ι θέλετε. Μονάχα
Γρήγορα κάντε πριν η διορία
Τελειώσει που μου έδωσε ο Δίας.
Από της γης τα βάθη έχω φτάσει
Με περιπέτειες που αν τις ιστορήσω
Πρέπει πενήντα χρόνια να μιλάω.
Ολοι οι θεοί εκεί μένουμε τώρα
Αφότου μας ξεχάσαν οι ανθρώποι.
Κι άπρακτον βλέποντας με τόσα χρόνια
Οι άλλοι οι θεοί με κοροϊδεύουν.
Μάλιστα ακούστηκε και μία γνώμη
Από θεό να με ξεγράψουν λέει,
Γιατί πιστούς δεν έχω πια στον κόσμο.
Εμένα, που με τρέμαν όλοι οι τόποι.
Που στ' άκουσμά μου φεύγαν οι ανθρώποι.
Εμένα-άκου λέει-να με ξεγράψουν…

Θ.
Αλλ' αφού βιάζεσαι και συ, ας πάμε
Κι ώσπου να φτάσουμε τα συζητάμε.
Γιατί κρατάς ακόμα όμως δόρυ
Κι αφού να είσαι θέλεις μες στη μόδα
Ας πούμε δεν κρατάς… ένα μυδράλλιο;

Α
Είχα, μα οι άλλοι οι θεοί φοβόνταν
Και μούπαν αν εκεί θέλω να μείνω
Στα χέρια μου να μη το ξαναπιάσω.
Γι αυτό κι εγώ το δόρυ ξαναπήρα.
Κοιτάξτε και την περικεφαλαία…
Την πανοπλία μου… σκούριασαν όλα.
Είμαι θεός εγώ; Που ενώ εβδομήντα
Ημουνα πήχες, τώρα έχω κοντύνει
Και στο ύψος το δικό σας έχω φτάσει;
Που ενώ έβγαζα φωνή στις μάχες
Σα μύριοι δυνατοί να σκούζουν άντρες,
Αν θα φωνάξω τώρα δε μ' ακούνε
Ούτε σε μέτρα εκατό πιο πέρα;
Γι αυτό και θέλω σε κεινούς να πάω
Που αυτή την πλούσια χώρα κατοικούνε
Για να τα πω σε κείνους κατευθείαν.
Ισως αυτοί τον πόνο μου να νιώσουν
Και κάποιο νέο πόλεμο ν’ ανοίξουν.
Ομως γιατί δεν έχετε αμάξι;

Θ.
Και πούχω είναι σα να μη το έχω.
Γιατί λεφτά δεν έχω για βενζίνη.
Γι αυτό περπάτησε και συ μαζί μας
Ωσπου να φτάσουμε στην πόλη μέσα.
Εκεί σ' αφήνουμε με τους ανθρώπους
Και πάμε πια κι εμείς για τη δουλειά μας.

Α
Και με καλό ποια είναι η δουλειά σας;

Θ.
Ο φίλος μου έχει ένα δικαστήριο.

Α.
Τη χάρη κάνετέ μου σαν τελειώστε
Περάστε από δω για να με πάρτε.

Φ
Στο υποσχόμαστε το δίχως άλλο.
Μα φτάσαμε. Σα στρίψεις τη γωνία
θα δεις της πολιτείας τους ανθρώπους.

(Ο Άρης φτάνει τους πολίτες και τους μιλάει)

Α.
Κυρίες μου και κύριοι Αμερικάνοι
Είμαι ο θεός-ο Αρης- του πολέμου.
Πενήντα χρόνια μ’ έφαγ' η ανεργία.
Εσείς που ξέρετε από εργασία
Εσείς που ξέρετε το τι σημαίνει
Εστω και χάσιμο δουλειάς μιας ώρας
Τον πόνο μου λιγάκι συμπονέστε.
Δέστε πως έχω ο έρμος καταντήσει.
Μ' έχει αδυνατίσει η στενοχώρια.
Όρεξη ούτε για να φάω δεν έχω.
Τις νύχτες ο φτωχός μάτι δεν κλείνω.
Δεν έχω κέφι ούτε και στα πάρτι
Που κάνουν οι άλλοι οι θεοί να πάω.
Κοιτάτε με αξύριστος πώς είμαι.
Κοιτάτε σκουριασμένη πανοπλία.
Τα πέδιλα μου δέστε πως σκιστήκαν
Οχι από μάχη ή πόλεμο κανένα
Μ' από τους δρόμους που μοναχός παίρνω
Τον πόνο προσπαθώντας να ξεχάσω.
Ικέτης έρχομαι παρακαλώντας.
Κάντ' ένα μέγα πόλεμο καλοί μου.
Δε γνιάζεστε δουλειά να βρω και πάλι;
Όμως ποτέ μου δε θα βρω αν ίσως
Και δεν ακούστε την παράκλησή μου.
Οι νικητές θα είσαστε ορισμένως
Σε όποιον πόλεμο θέλατε ανοίξει.
Κάνετε αυτό που σας ζητώ καλοί μου.
Μ' αυτή τη δυστυχία που με βρήκε
Περίγελως των θεών είμαι των άλλων.
Γιατί εκείνοι έχουν τις δουλειές τους.
Ο Ηφαιστος βροντοκοπάει συνέχεια.
Ο Ερμής εγίνη έμπορος μεγάλος,
Ο Απόλλων πήρε τη ΔΕΗ του κόσμου
Ο Ποσειδώνας με τη ναυτιλία…
Ολοι φτιαχτήκαν και καλοπερνάνε.
Κι αν πεις για τις γυναίκες τις θεές μας
Ζωή και κότα την περνάν και κείνες.
Η Αφροδίτη έχει ινστιτούτο
Ανοίξει καλλονής και θησαυρίζει.
Η Δήμητρα ρημάζει τους αγρότες,
Η Αθηνά έχει ανοίξει φροντιστήριο,
Σύμβουλος οικογενειακή η Εστία,
Κι η Αρτεμη αλυσίδα έχει φτιάξει
Καταστημάτων μ' είδη κυνηγίου.
Και η δουλειά της Ηρας όπως τότε
Να τρέχει ακόμα πίσω από το Δία
Γιατί κι ακόμα εκείνος ξενοβλέπει.
Μόνον εγώ χωρίς δουλειά έχω μείνει.
Νιώστε τη θέση μου καλοί μου φίλοι
Κι ανοίξτε πόλεμο έναν μεγάλο.
Περίμενα να γίνει με Ρωσσία.
Αλλά και κείνη τώρα έχει σβήσει.
Κάτι ο Χουσεΐν να κάνει πήγε
Αλλά το σταματήσατε το πράγμα
Προτού να ξαπλωθεί και παραπέρα.
Έλπισα κάτι από τη Σερβία  
Αλλά κι εκεί ειρηνικά το πάτε.
Βέβαια θα μου πει από σας κανένας:
Εδώ ήρθες πόλεμο για να ζητήσεις
Που και τους δυο παγκόσμιους πολέμους
Εμείς τους κάναμε να σταματήσουν;
Και δίκιο θάχετε να μου το πείτε.
Ομως η χώρα αυτή είναι η μόνη
που θα μπορούσε πόλεμο ν' ανοίξει.
Γιατί και δυνατή 'ναι και μεγάλη
Κι ο λόγος της περνάει μες στον κόσμο.
Βλέπετε αλήθεια πόση ανάγκη έχω
Νάρχωμαι να ζητώ απ’ τους εχθρούς μου-
Εσάς, που υπηρετείτε την Ειρήνη-
Να λυπηθούν και με τον κακομοίρη.
Υπάρχει μεγαλύτερη κατάντια
Για το θεό του πόλεμου! τον Αρη!;
Γι αυτό ακούστε με καλοί μου ανθρώποι;
Δε σας συγκίνησαν τα όσα είπα;
Απρακτος απ' τη χώρα σας θα φύγω;
Ακαρδα έτσι θέτε να με διώχτε;
Εδώ δε λέτε είναι η πατρίδα
Που αληθινά τα όνειρα τα κάνει;
Πέστε πως ένα όνειρο για μένα
Ειν' ό,τι λέω κι από σας ζητάω.
Και το δικό μου τ' όνειρο αληθέψτε-
Κάντ' έναν πόλεμο καλοί μου ανθρώποι.
Κι αν δεν αξίζω εγώ αυτή τη χάρη,
Αν τη στραβή αυτήν έχετε γνώμη,
Κάντε το για τα δυό μου τα παιδάκια.
Μάλιστα. Δυό μικρά παιδάκια έχω-
Δε θα τα λυπηθείτε ουτ' εκείνα;
Κάθε φορά στο σπίτι που γυρίζω
Με λυπημένο βλέμμα με κοιτάνε
Και με φωνή απ' την πείνα ραγισμένη
"Βρήκες δουλειά μπαμπά;" μόνο ρωτάνε.
Μα πού να βρω… Και πού δεν έχω πάει...
Γύρισα και στις πέντε τις ηπείρους.
Ποδιές εφίλησα κατουρημένες
Και πόρτες χτύπησα που δεν ανοίξαν.
Επήγα στην Ευρώπη , στην Ασία,
Σε Αφρική και Αυστραλία επήγα.
Σ' όλες τις χώρες πήγα. Μέσα μπήκα
Στις πιό αγαπητές μου κυβερνήσεις
Που άλλοτε με λόγο μου ένα μόνο
Πολέμους ατελείωτους αρχίζαν.
Τώρα στα μούτρα όλοι μου πετάγαν
Ψυχρό ψυχρό κι ανάλγητο ένα «όχι»!
Κι όταν γιατί αυτό τους ερωτούσα
Ολοι εδώ, σε σας ναρθώ με στέλναν:
"Η Αμερική γι αυτό ειν' η αιτία
Που όλα με το καλό θέλει να γίνουν.
Αυτή ειρήνη έφερε στη γη μας
Κι ότι εκείνη πει, αυτό και κάνει.
Και όπου πόλεμος πάει ν' αρχίσει,
Τρέχει αμέσως και με συζητήσεις
Και την πειθώ, και την καλή την πίστη
Την κάθε εχθροπραξία σταματάει.
Σ' αυτή να πας παράπονα να κάνεις".
Γι αυτό ήρθα σε σας κι εγώ καλοί μου.
Κι όχι παράπονα-Δίας φυλάξοι-
Παράπονα δεν ήρθα για να κάνω-
Ποιός ειμ' εγώ για νάχω απαιτήσεις;
Μόνο να σας παρακαλέσω έχω έρθει.
Τα μέτρα σας για λίγο χαλαρώστε
Που την ειρήνη φέρνουνε στον κόσμο.
Στον τοίχο που γερόν έχετε χτίσει
Κι απέξω του εμένα έχετ' αφησει
Ανοίξτε μια μικρούτσικη τρυπούλα
Οχι για νάμπω εγώ ο ίδιος ίσως
Αλλά το χέρι μου και το σπαθί μου-
Κάτι θα κόψω… κάτι θα χαλάσω…
Πολλές ως τώρα ήταν οι δυνάμεις
Που κυβερνήσανε αυτό τον κόσμο.
Μα όλες τάχανε καλά μαζί μου.
Εγώ τις εβοηθούσα να τρανεύουν
Κι όλον να διαφεντεύουνε τον κόσμο.
Εσείς μοναχά ενάντια μου τραβάτε.
Γιατί; Της γης εγώ δεν είμαι γέννα;
Κι όμως, σε λίγο, έτσι αν συνεχίστε
θα γίνω χόουμλες κι εγώ. Και τούτο
Τι περιθώρια ξέρετε μ' αφήνει:
Γιατί όντας σπίτι μου η γη μας όλη
Τότε τη γη θ' αναγκαστώ ν' αφήσω
Και να γυρέψω στέγη σ' άλλα αστέρια.
Γιατί σε περιπέτειες θέτε τέτιες
Εμένα τον βαριόμοιρο να ρίξτε!

(οι πολίτες έχουν αρχίσει να φεύγουν λίγοι λίγοι)  

..Μη φεύγετε καλοί μου Αμερικάνοι.
Τσάμπα λοιπόν μιλούσα τόσην ώρα;.
Αχάριστοι! Τραβάτε! Φύγετε όλοι!
Ετσι πληρώνετε λοιπόν εκείνους
Που σας ευεργετήσανε μια μέρα;
Φύγανε όλοι... Ομως όχι… κάποιοι
Τα τελευταία μου ακούοντας λόγια
Πίσω γυρίζουν. Ω! Ελπίζω ακόμα.

ΚΑΠΟΙΟΣ (Κ)

Που μας ευεργετήσανε; Τι λόγος…
Και πώς αυτό εγινη κύριε Αρη;

Α.
Με πόλεμο δε διώξατε τους Αγγλους  
Και αποκτήσατε τη λεφτεριά σας;
Μη έτσι -άσπλαχνα λοιπόν φερθήτε
Σε με που σας βοήθησα μια μέρα.
Τουλάχιστο κοντά μου εδώ σταθήτε
Και πέστε μου ποιός τάχα είναι ο λόγος
Που ούτε να μ' ακούσετε δε θέτε.

Κ.
Ο λόγος είναι αγαπητέ μου Αρη
Πως ό,που θα μπλεχτείς κακό θα φέρεις.
Αίμα, καταστροφή και δυστυχία.

Α.
Ετσι θαρρείς; Αμερικάνε, άκου:
Δεν ήρθα εδώ να κλάψω σα ζητιάνος.
Ηρθα για να σας δείξω πως αξίζω
Και πως η γνώμη πούχετε για μένα
Είναι στραβή-και να σας την αλλάξω.

Κ.
Μα όλοι αυτό το ξέρουν-πως ο Αρης
Κι ο Πόλεμος που κουβαλεί μαζί του
Μόνο καταστροφές φέρνει ό,που πάει.
Α
Για πες μου εσύ-ποιά είναι η δουλειά σου;

Κ.
Είμαι μηχανικός.

Α.
Λοιπόν για πες μου
Η πρόοδος που έχει η ανθρωπότης
Στα τελευταία αυτά πενήντα χρόνια
θάτανε ίδια αν δεν είχε γίνει
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμός σας;
Ποιός όλα σας τα γκρέμισε τριγύρω
Κι απ' την αρχή τα φτιάξατε ένα ένα;
Κι αυτό τί σήμαινε; Δουλειά δε βρήκε
Κι ο τελευταίος από τους ανθρώπους;
Κι απ' την αρχή όλα φτιάχνοντας τα
Στο νέο χτίσιμο δε βάλατε όλη
Την πείρα που αποχτήσατε ως τότε
Και όλα πιο όμορφα έχουνε γίνει;
Και όχι μόνο σεις, αλλά και κείνοι
Που βγήκαν απ' τον πόλεμο χαμένοι
Κι εκείνοι δε γίνηκαν πιο μεγάλοι
Απ' ό,τι ήσαν πριν; Τη Γερμανία
Ερείπια δεν την ειχα αφήσει όλη;
Και κυβερνάει τώρα την Ευρώπη.
Μα κι η Ιαπωνία στην Ασία
Δε βγήκε κερδισμένη απ' όλα τούτα;
Τώρα δεν τρώει κι αυτή με δυό μασέλες;
Κι η τεχνική αν έχει προοδεύσει
Εγώ είμαι τα μυαλά που ακονίζω
Και που τα σπρώχνω νέα να επιδιώκουν
Και να εφευρίσκουνε μέσα προόδου.
Δεν τα χρωστάτε όλα αυτά σε μένα;

Κ.
Η Ευρώπη έγινε πάλι μεγάλη
Γιατί εμείς της δώσαμε βοήθεια.
Ως για την πρόοδο που πάντα υπάρχει
Μετά 'πο αναστάτωσες μεγάλες,
Εχεις σ' αυτό βεβαίως κάποιο δίκιο.
Νου και ψυχές ο πόλεμος ξυπνάει.
Μα τίποτα δε θέλουμε από τούτα
Να το πληρώσουμε, αν είναι, μ' αίμα.
Εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν
Στον πόλεμο που συ γι αυτόν καυχιέσαι.
Εκατομμύρια σπιτικά διαλύσαν.
Εκατομμύρια ανάπηροι εμείναν
Και γέμισε ο τόπος όλος αίμα
Και ορφανά και χήρες και συντρίμμια.

Α.
Μα όσοι ζήσατε καλοπερνάτε.

Κ.
Απ' άλλων ζήση και χαρά φτιαγμένη,
Μια τέτοια καλοπέραση να λείπει.
 
Α.
Τα σύκα ας τα πούμε σύκα φίλε.
Την καλοπέραση είχανε στο νου τους  
Οσοι τον πόλεμο αυτό αρχίσαν.

Κ.
Δεν τηνε θέλουμε τέτοια ευτυχία.

Α.
Αμπέλι ακλάδευτο βαρέλι άδειο.
Παραδεχτείτε τούτη την αλήθεια.
Για να καλοκαρπίσει κάθε δέντρο
Θέλει ένα κλάδεμα γενναίο πρώτα.
Κι εγώ από κλάδεμα αν δε γνωρίζω…
..Και τώρα θέλω κάτι να ρωτήσω
Αυτό τον κακομοίρη εκεί πέρα.

ΦΤΩΧΟΣ (Φ)
Εμένα;

Α.      
Ναι. Εσένανε. Γιά πες μου
Είσαι φτωχός ή πλούσιος άνθρωπέ μου;

Φ.
Θεόφτωχος.

Α.   
Και όσοι είναι πλούσιοι
Για πες μου, μήπως ξέρεις πώς πλουτίσαν;

Φ.
Απ' τη δουλειά τους πλούτισαν. Δουλέψαν.

Α.
Τα πλούτη τους τα κάμαν από μένα…
Μες στην αναμπουμπούλα του πολέμου
Καθένας άρπαζε ό,τι μπορούσε
Και όσοι περισσότερα μαζέψαν
Αυτοί οι σημερινοί είναι οι πλούσιοι.
Ποιός ξέρει αν σε πόλεμο ένα νέο
Δε θασαι συ ο αυριανός ο πλούσιος;

Φ.
Δε θέλω πλούτη έτσι κερδισμένα.

Α.
Και,νεαρέ μου εσύ για πες μου κάτι.
Σ' αρέσουνε παιδί μου οι γυναίκες;  

ΝΕΑΡΟΣ (Ν)
Μ' αρέσουνε.

Α.   
Και μέχρι τώρα πόσες
Εχεις γνωρίσει ερωτικά παιδί μου;

Φ.
Καμμία.  

Α.       
Ομως πόλεμος αν γίνει
Τότε γυναίκες θα χορτάσεις γιε μου.  
Κάθε που νικητής θα μπαίνεις κάπου
Ολες δικές σου θάναι οι γυναίκες.
 
Κ.
Πατριώτες για πολύν καιρό ακόμα
θα κάτσουμε ν' ακούμε τέτια λόγια;
Τί τον φυλάμε αυτό τον θεομπαίχτη
Και δε τον στέλνουμε απ’ ό,που ήρθε;

Α.
Ελα εσύ που θέλεις να με διώξεις.
Από πού έχεις έρθει άνθρωπέ μου;

Κ.
Από την Ολλανδία.Τώρα όμως
Είμαι Αμερικανός κι εγώ πολίτης.  

Α.
Είσαι γιατί δε σ' έδιωξε κανένας
Οταν τη γνώμη σου και συ μιλούσες.

Κ.
Λόγια εγώ ποτέ δεν είπα τέτια.
Μιλούσα όμορφα κι ειρηνεμένα.

Α.
Μα η Αμερική λοιπόν δεν είναι
Η χώρα που ανθεί η ελευθερία;
Κάτσε λοιπόν στην πάντα άνθρωπέ μου
Και άσε με τουλάχιστο να λέω
Αφού άλλο δεν μπορώ να κάνω κάτι.
Είναι κανείς κουμουνιστής δω πέρα;

ΚΟΥΜΟΥΝΙΣΤΗΣ (ΚΜ
Ναι. Ειμ' εγώ.
Α.   
Ελα που σε γυρεύω.
Λες πως τον πόλεμο και συ δε θέλεις;

ΚΜ
Κουμουνιστής και πόλεμο να θέλει;

Α
Καλά λοιπόν. Μα πρόσεξε καημένε
Τι θα μπορούσε μια χαρά να γίνει:
Να γίνει ένας πόλεμος μεγάλος
Κι ύστερα πάλι η ίδια η Ρωσία
Η' κάποια άλλη χώρα,να μπορέσει
Και τον κουμουνισμό να φέρει πάλι
Σε όσα πιο πολλά μπορέσει κράτη-
Ο,τι έγινε στο Δεύτερο Παγκόσμιο…
Δε θα σου άρεσε τέτιο σενάριο;

ΚΜ.
Οχι, γιατί την ξέρω τη συνέχεια.
θα γίνει ό,τι εγίνη στη Ρωσία
Κι όλοι ελεύθεροι θα γίνουν πάλι.

Α. Μα τί κουμουνιστής τότε μου είσαι;

ΚΜ.
Από συνήθεια μοναχά το λέω.
Πάει   ο κουμουνισμός. Καπνός εγίνη.
 
Κ.
Αρη, σε μια μεγάλη χώρα ήρθες
Που όλο το μεγαλείο της χρωστάει
σε σένα όχι παρά στην Ειρήνη.
Μη από μας δουλειά να βρεις γυρεύεις.
Ζούμε στη χώρα μας ευτυχισμένοι
Στους δίκαιούς μας υπακούοντας νόμους.
Και όντας δυνατοί, όταν κανένας
Βοήθεια μας ζήτησει, τον βοηθούμε.
Και ό,που δούμε πόλεμου σημάδι ,
ευθύς να τ' αφανίσουμε κοιτάμε.
Γιατί ο πόλεμος καταστροφή μας
θα είναι, και μαζί του κόσμου όλου.
Ή μη δεν ξέρεις πως τα όπλα τώρα
Τέλεια μπορώ να πω πως έχουν γίνει
Και ότι μέσα σε στιγμές μονάχα
Μπορούν τη ζωή από τη γη να σβήσουν;
Φύγε λοιπόν και άσε μας ησύχους.
Τράβα και πάλι εκεί απ’ ό,που ήρθες.

Α.
Ο δύστυχος! Και από δω με διώχνουν.  
Αν μ' άδεια χέρια πάω στην Αφροδίτη
Αλλον θα βρει και μένα θα μ' αφήσει.
Κείνος ο Ερμής πολύ την τριγυρίζει.
Κι όλο της κουβαλάει δώρα ο άθλιος
Κλέβοντας από δώθε κι από κείθε.
Μα να που έρχονται οι δυο μου φίλοι.
Φίλοι πώς πήγε το δικαστήριο σας;

Θ.
Αρη τηνε κερδίσαμε τη δίκη.
Και συ τί έκανες; Τους έχεις πείσει;

Α.
Με διώξανε. Και να, τραβάω πίσω.

Θ.
Και λες θα πάρει πάλι μπρος το τανκ σου;

Α.
Θα πάρει.Λίγο λίγο τόχω μάθει.
Μα δε μου λέτε σεις καλά παιδιά μου
Μήπως μπορείτ' εσείς να με βοηθήστε;

Θ.
Εμείς; Και πώς;

Α.   
Ο Πρώτος ο Παγκόσμιος
Με μια δολοφονία δεν είχε αρχίσει;
Δεν καθαρίσαν κάποιον αρχιδούκα;

Θ.
Ναι.

Α.      
Ρε παιδιά,τι λέτε,θα γινόταν...

Θ.
Πες το.Τι θες;

Α.   
Να ρε παιδιά… το Γέλτσιν
Επίσκεψη αν έρθει εδώ πέρα
Τί λέτε-γίνεται να τον σκοτώστε;

Θ.
Παραλογίζεσαι βεβαίως Αρη.
Κι αν τον κουμουνισμο πολύ μισούμε
Μα δε θα γίνουμε-όχι-δολοφόνοι.
Ομως μια συμβουλή εχω για σένα,
Τράβα από δω γραμμή για την Ελλάδα.
Εκεί μαλώνουνε με δίχως λόγο.
Λίγο κι εσύ αν πας να τους τσιγκλίσεις,
Δίπλα οι Τούρκοι, Βούλγαροι από πάνω,
Σκόπια… Δουλειά καλή μπορείς να κάνεις.
Κι έτσι κι εκεί αρχίσει κάτι τέτιο
Και πάρουνε φωτιά και τα Βαλκάνια
Εύκολα μέσα μπαίνει κι η Ευρώπη
Κι η Αμερκή θ' ακολουθήσει τότε.
Ναι.Στην Ελλάδα πήγαινε ν' αρχίσεις.

Α.
Θα πάω. Και να έχανα τί έχω;
Εξ άλλου ο λαός δικός μου είναι.
Καλά με ξέρουν όλοι εκεί κάτω.
Κι εγώ τους ξέρω βέβαια το ίδιο.
Μπορεί εκείνοι να με καταλάβουν.

ΤΕΛΟΣ