ΣΑΝ ΤΟ ΧΑΔΙ
Δίπλα σ' υπόγειου σκοτεινού
διαδρόμου τους δυο τοίχους
φέρετρα μαυροκίτρινα
κείτονται σε δυο στοίχους.
Μέσα τους βρίσκονται κορμιά
νεκρά, μισολυωμένα
που λούλουδα τα σκέπουνε
και φύλλα ξεραμένα.
Στα σαπισμένα έχουνε
τα ξύλα αράχνες στήσει
ιστόν γερό και άσπαστο,
που έχει όλος γεμίσει
ζωύφια μύρια βρωμερά
που απ' των νεκρών το σώμα
τρέφονται-που πεθαίνουνε
και ζούνε μες στο χώμα.
Κυρτή εκείθε μια γριά
διαβαίνει κάθε βράδυ
κρατώντας μες στο χέρι της
λυχνάρι. Σαν σε χάδι
ο αγέρας απ' το μαύρο της
το ρούχο ακραγγίζει
των πεθαμένων τα κορμιά
και σαν να τα ερεθίζει,
αυτά σηκώνοντας αργά
το άσαρκο κρανίο
γελούνε σαν το θέαμα
να ήτανε αστείο.