Η ΓΙΟΡΤΗ
Μία τούρτα είν’ αφημένη
στο τραπέζι το βαρύ.
Μία τούρτα μουχλιασμένη
που αναδίνει άθλια οσμή.
Μαύρο απόσβηστο κεράκι
στέκει πάνω της καθώς
απορφάνευτο παιδάκι
ή σαν ήλιος σκοτεινός.
Το δωμάτιο παγωμένο
και το σπίτι αδειανό
σαν καράβι κουρσεμένο
σ’ ανοιχτόν ωκεανό.
Δεν ακούγονται τραγούδια
και χαρούμενες φωνές
δεν προσφέρονται λουλούδια
κι ούτε λέει κανείς ευχές.
Μόνο, νύχτα, το φεγγάρι
κάτι σκιές δείχνει θαμπές
που αγκαλιάζονται ομάδι
και φιλιούνται μοναχές.
Μη σταθείτε οδοιπόροι-
μην ταράξετε στιγμή
τη σιωπή που στεφανώνει
την παράξενη γιορτή.