ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ
(Της παρέας-του Μπούλη-ή Μπουλάρα-,
σπάνιου χαρακτήρα Ελληνοαμερικανόπουλου,
και της Τίνας, φίλης του)
Φαίνεται έρωτα για μένα
ότι έχει η Σαντορίνη
γιατί όλο με κοιτάει
και το μάτι όλο μου κλείνει.
Μα κι εγώ δεν πάω πίσω
και τ’ ομολογώ: ορισμένως
είμαι αγιάτρευτα μαζί της
και τρελά ερωτευμένος.
Αχ βρε Τίνα! Αχ βρε Τίνα!
Σηκω πάμε στην Αθήνα
κι από κει με τρεχαντήρι
Μεσσαριό και Ακρωτήρι.
Πάμε! Όλα εδώ πέρα
τίναξέ τα στον αέρα
και ας πάμε εγώ και συ
για της φάβας το νησί.
Και στο χώμα το ξερό του
να κολλήσουμε σαν βδέλλες
και να κάνουμε εκεί πέρα
όσες βάζει ο νους μας τρέλες.
Μια φορά μοναχά ζούμε
και ζωή δεν έχει άλλη
γι αυτό έλα ν’ αφεθούμε
στη μονάκριβή της ζάλη.
Κι ας μας φάει όλο το χρήμα
το Σαντορινιό το κύμα
κι ας θολώσει από δολάριο
το νερό του το καθάριο.
Με το λάγγεμα στα στήθια
κάθε όνειρο αλήθεια
με το κέφι μας γι αφέντη
κάθε βράδυ κι άλλο γλέντι.
Να μεθάμε και μαζί μας
να μεθούνε όλα γύρω
και με σπέρμα το φιλί μας
να καρπίζει κάθε στείρο.
Αχ! Βρε Τίνα! Αχ! Βρε Τίνα!
Σαντορίνη θέλω να ’δω:
Φοινικιά και Μεροβίλι
Εμποριό και Καρτεράδο.
Να ξελύσεις τα μαλλιά σου
να ζηλέψει το Αιγαίο
και με μια γλυκιά ματιά σου
να το κάνεις πάλι ωραίο.
Στου ηφαίστειου να δώσεις
το νησί ένα φιλί
να μας πει από τα δυο
ποιο το καίει πιο πολύ.
Και να δούμε αν οι κύκλοι
των πανέμορφων Κυκλάδων
πιάνουν μπάζα μπρος στους κύκλους
των δικών σου εμορφάδων.
Σήκω Τίνα και τραβάμε
κατευθείαν Σαντορίνη-
τ’ αλλα ας παν κατά διαόλου
κι η δουλειά στάχτη ας γίνει.
Άσε μισοτελειωμένα
όσα είχες αρχινήσει-
μας προσμένει εσέ κι εμένα
τ’ ακριβό Κυκλαδονήσι.
Και να μη σταθούμε διόλου!
Συνεχώς-λόγο τιμής-
σαν τους ανεμόμυλούς του
να γυρίζουμε κι εμείς.
Και αν έρημο κανένα
θα ’βρουμε ξενοδοχείο
και αν όρεξη για μπάνιο
πιάσει ξάφνου εμάς τους δύο,
να πηδήξουμε τη μάντρα
κι ο Μπουλαρας και η Τίνα
σαν ζευγαρωτά δελφίνια
να χορεύουν στην πισίνα.
Νεσκαφέ σερί για σένα
όπου πάμε θα ζητάω
και τα βράδια αν το γουστάρεις
θα σου φέρνω και κακάο.
Και βαμμένα μες στα αίματα
και πρωτόειδωτα και θεία
θα ’δουμε ηλιοβασιλέματα
σαν τραβήξουμε ως τα Ία.
Πάμε Τίνα! Πάμε Τίνα!
Σήκω πάμε στην Αθήνα
κι από κει με τρεχαντήρι
Μεσσαρια και Ακρωτήρι.
Τη φορά ετούτη όμως
κοίταξε μην αρρωστήσεις
και στο ραντεβού να έρθεις
μη ξανά καθυστερήσεις,
και μου πεις "θα έρθω Πέμπτη"
και Παρασκευή μου ’ρθεις,
γιατί αυτό αν πάλι κάνεις
καρπαζιά θα πέσει ευθύς.
Γιατί όχι τίποτ’ άλλο
μα απ’ της ζήσης τον αθέρα
χάνουμε έτσι-συλλογίσου-
μιαν ολόκληρη ημέρα.
Και στην τόση μέσα λύπη
της δικής μας εποχής
αν χαθεί χαράς μια μέρα
άντε πάλι να τη βρεις…
Και θα βγάλουμε και πάλι
άφθονες φωτογραφίες
σε χοτέλια, σε πισίνες,
σε δρομάκια, σε πλατείες.
Και θα τις κοιτάζω κάθε
που η δουλειά θα με κουράζει
και η κούραση αμέσως
τη γωνιά θα μου αδειάζει.
Και μεγέθυνση θα κάνω
της φωτογραφίας εκείνης
που φιλί στο μαγουλό μου
ένα ολόγλυκο μου δίνεις,
και στον τοίχο θα τη βάλω
στο δωμάτιο που κοιμάμαι
…γιατί θέλω το ποτήρι
που κρατάω να θυμάμαι.
Αχ! Βρε Τίνα! Αχ! Βρε Τίνα!
Σήκω πάμε στην Αθήνα
κι από κει με τρεχαντήρι
Μεσσαριά και Ακρωτήρι.