Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

ΔΕ ΔΥΝΑΣΑΙ

Την κατάρα βρόντησες κι έβρεξες οργή-
’πανωτές οι συφορές κι η γαλήνη αργεί.
Ρίξε κι άλλον κεραυνό-ρίξε αστροπελέκι
το κορμί που ρήμαξες στο ’να πόδι στέκει.

Ρίξε κακοβούλητε! Ρίξε και τη μαύρη
τη ζωή μου ρήμαξε, μα ποτέ δε θα ’βρει
δίκιωση η κάκια σου: κι αν θα μ’ εξοντώσεις
ένα πράγμα μόνο συ δε θα μου σκοτώσεις:

Πέρασα από δω κι εγώ! Πέρασα κι εγώ!
Λυώσε με-τα ίχνη μου θα ’ναι πάντα εδώ!
Κι όλους αν τους κόσμους σου πύρινη τους φτιάξεις
λάβα καί τον κόσμο μας τονε ξαναπλάσεις
μόριο από τη λάβα σου θα ’μαι για να σκάσεις-
μ’ έπλασες-δε δύνασαι πια να με χαλάσεις.
ΜΑΤΑΙΩΣΗ

Της γης το κουφάρι πατά
και μέσα του χώνει
σαν ξίφος το πόδι του
σημαία ξεδιπλώνει
στητός χαιρετά
καλό ξεπροβόδι του.

Καλό του ξημέρωμα
στο βράδυ του δρόμου
που πάει μοναχός 
λευκό έχει φτέρωμα
κι αστέρια οδηγό του
για να ’βγει στο φως.

Και μεσοστρατίς
ποια χείλια την είπανε-
στριγγιά ακούει: "Μείνε!
Γυρεύεις να βρεις
το φως που δεν ήτανε-
το φως που δεν είναι."
ΤΟ  ΑΛΟΓΟ

Κυρα-Γιαννού
κυρα-Γιαννού
ποιανού είναι τ’ άλογο
ποιανού;

Κυρα-Γιαννού
κυρα-Γιαννού
ποιανού είναι τ’ άλογο
δεν έχεις νου;
ΕΙΚΟΣΑΕΤΟΥΣ ΠΕΣΙΜΙΣΜΟΣ

Νιώθει στη γη να πέφτει σάμπως
πια τα φτερά του δεν τον πάνε
το σώμα του σε λίγο ο κάμπος
κι η χλόη του θα το κρατάνε.

Νιώθει τις ρίζες του να έλκονται κάτω
μες στο βαθύ και πλούσιο χώμα
και λέει θα φύγει πριν τη Μάτω
με το στραβό λοξό το στόμα.

Νιώθει να ωθείται προς τον πάτο-
καθώς ναυάγιο-της θαλάσσης
όπως βουλιάζει μες στον κάδο
χάρτινες βάρκες ο Θανάσης.

Και σαν ψυχή νιώθει που θέλει
Να χωριστεί από το σώμα. 
Αλλά-θεοί!-γιατί δε βγαίνει
και βασανίζεται ακόμα;..
ΔΙΑΛΕΞΗ ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑΣ

Συζητήσεις αξιόλογες δε θα γίνουνε μάλλον 
θ’ ακουστούν μόνο διαφορες για το ζήτημα γνώμες
και ζητώντας ναζιάρικα χίλιες δύο συγνώμες
οι "αρμόδιοι" συνάδελφοι μ’ ένα ζήλο μεγάλον

θα μιλήσουν για σπούτνικ και για ιπτάμενους δίσκους,
για σημεία και τέρατα που συμβαίνουν στα ουράνια,
για θολά νεφελώματα, για φαινόμενα σπάνια,
για εκλείψεις που οφείλονται σε τεράστιους ήσκιους.

Κι ενώ τέτοια θα λέγονται και θα χαίρονται όλοι
κάποιος μέσα στην αίθουσα το κενό θα μετράει
όχι κάποιου διαστήματος αχανούς μες στα χάη

μα της ίδιας της άχαρης και φριχτής ύπαρξής του
που ενώ έχει μέγεθος ουρανού παμμεγίστου
απορεί πώς χωράει στη μικρή τους την πόλη.
ΣΙΣΥΦΩΝ ΓΟΝΟΙ

Μη και δεν είμαστε Ταντάλων
και των Σισύφων μεις οι γόνοι;
Μη και μια μοίρα σαν και κείνων
πάνω μας μαύρη δεν απλώνει;

Βράχους πελώριους δεν κινάμε
για ν’ ανεβάσουμε ψηλά
και ο καθένας τους μ’ αντάρα
και πάλι κάτω δεν κυλά;               

Και να γλιτώσουμε όταν θέμε
από της δίψας την πληγή
μη δε στερεύει κάθε μία
που λαχταρίζουμε πηγή;

Ή μήπως άσαρκες φιγούρες
και μεις δε ζούμε σ’ έναν Άδη
και σαν και κείνους δεν τυλίγει
κι εμάς το τρίσβαθο σκοτάδι;

Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

      ΤΟ ΞΕΓΕΛΑΣΜΑ

Α!  Ζωή ξεγελάστρα!
Πώς τους νιους ξεγελάς μη σ’ αφήσουν
αν κακιά και σκληρή σε νομίσουν!
Ουρανούς τάζεις κι άστρα

και ιδέες τους δίνεις
για να βρουν κάποιο λόγο να ζήσουν
το σκοτάδι σου φως να γεμίσουν
μαύρη νύχτα μη μείνεις.

Α!  Ζωή ξεγελάστρα!
Ειν’ αργά όταν πια εννοήσουν
κι όλοι μοιάζουν τα μάτια πριν κλείσουν
χιλιοκούρσευτα κάστρα.
ΟΙ  ΑΝΘΟΠΩΛΕΣ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΣΟΦΙΑΣ

Οι ανθοπώλες της οδού βασίλισσας Σοφίας
δεν είναι παρά αναίσχυντοι κι απαίσιοι μαστροποί
λουλούδια κόβουν και μετά μετά πολλής μανίας
τα διατιμούν και τα πουλούν χωρίς καμιά ντροπή.

Βάζουνε στα λουλούδια μας ταμπέλες και τιμές
και διαλαλούν τις χάρες τους σαν να  ’τανε γυναίκες
από εκείνες τις φτηνές γυναίκες τις κοινές
που όλοι τις λεν Βερόνικες και Ρούλες και Αλέκες.

Φριχτή μια φτιάχνοντας σειρά που μοιάζει νεκρική
στις πόρτες στέκουν των φτηνών μικρών τους ισογείων
και θησαυρούς σωριάζουνε με μιαν ευγενική
μάσκα άτεχνα σκεπάζοντας πρόσωπα ηλιθίων.

Κι όπως οι κράχτες στα φτηνά λιγόφωτα μπουρδέλα
με πονηρά καλέσματα μολύνουν τη σιωπή
και στους φτωχούς περαστικούς σαν διψασμένη βδέλλα
κολλάν οι λουλουδάτοι μας απαίσιοι μαστροποί.
Ο ΓΙΑΝΗΣ Ο ΝΤΕΛΗΣ

Ο Γιάννης ο Ντελής ο τορναδόρος
απόψε θα γενεί μεγάλος ντόρος
αν τη γυναίκα του κάποιος πειράξει.
Βόλτα θα βγουν ντυμένοι στο μετάξι.

Μια μάξι της αγόρασε "ντουαλέττα"
με ψεύτικα τριαντάφυλλα στα πέτα
και της το είπε χωρίς περιστροφές:
λεφτά υπάρχουν-χάλα όσα θες.

Αυτή με βλέμμα όλο ηλιθιότητα
στο χέρι της ολόχρυση ταυτότητα
από τη μύτη κάτω μια ελιά
και κότσο έκανε τ’ άχερα μαλλιά.

Ο λύκος δέρμα πώς φορά προβάτου
και λύκος παραμένει αποκάτου 
έτσι κι η άξεστη χοντρή Μαρία
χωριάτα παραμένει θαυμασία.

Εκείνος με πουκάμισο ανοιγμένο
μέχρι τον αφαλό ξεκουμπωμένο
ζερβόδεξα κοιτάζει με καμάρι
μην κάποιος του πειράξει το θρεφτάρι.

Γελάει τρανταχτά, μασάει στραγάλια,
(μιλώντας τού πετάγονται τα σάλια)
και κάθε τόσο σφιχταγκαλιάζει
τη Μαριγώ του που αναγαλλιάζει.

Γιάννη Ντελή, φίλε μου Γιάννη
"κύριο" το χρήμα δε σε κάνει
και δε σε κάνουνε "κυρία"
οι "ντουαλέττες" σου Μαρία.

Φόρα το τσίτινο φουστάνι
και τα χωριάτικα συ Γιάννη-
σωστά καλλίτερα σκουπίδια
παρά αταίριαστα στολίδια.
                           Ο ΞΕΝΟΣ
Κάτι μου λεν όταν με βλέπουν τα δεντράκια.
Τα βράδια όταν μες στ’ άλση τους βρεθώ τα σκοτεινά
ψιθυριστά στην ησυχία ακούγονται λογάκια-
κάτι κρυφό η σιγανή φωνή τους μου μηνά.

Κάτι γυρεύουν από μένα οι πετρούλες.
Μόνος καθώς στα έρημα και στ’ άγρια περπατώ
με απαλές, τραγουδιστές με κράζουνε φωνούλες
που δώρο γλυκοπρόσφερτο στη μνήμη μου κρατώ.

Και το νερό φορές φορές το μούρμουρό του
έτσι καθώς μες στ’ άβαθο ρυάκι του κυλά
το άρωμα και τη δροσιά του δροσερού του χνώτου
μου στέλνει και το σώμα μου χαϊδεύει απαλά.

Αγαπημένα μου τη γλώσσα σας δεν ξέρω
μα μη μ’ αδικοκρίνετε-ψυχή μου, σώμα, νους
δικά σας είναι. Από σας κι αν στη μορφή διαφέρω
μα αντάμα σελαγίζουμε στους ίδιους ουράνούς.

Ξένος εγώ είμαι για τους άλλους τους ανθρώπους.
Αυτό εσείς το ξέρετε από μένα πιο καλά.
Κι ας ειν’ αυτό το ποίημα-δεν έχω άλλους τρόπους
η απόκριση στα λόγια σας που ακούω τα πολλά.

To μίλημά σας κι αν δεν ξέρω τι μου λέει
κι αν ίσως σεις δεν ξέρετε το τι σας λέω εγώ
όμως στον Πόνο μου η αγνή ψυχή σας-ξέρω-κλαίει
και, φίλοι μου, στον Πόνο σας, απέραντα πονώ.
                      ΠΡΑΒΙ

Μικρότατη η πόλις μας-χωριό σχεδόν.
Aι συζητήσεις μεταξύ ετεροφύλων
παρεξηγούνται αμέσως.
Μια καλησπέρα παίρνει ερμηνείας διαφόρους 
και πάντοτε ερωτικαί
νομίζονται αι σχέσεις αι πιο απλαί.

Πολύ δυσάρεστος κατάστασις αυτή
και μέγα κώλυμα δια τους ερωτευμένους:
μόνο μπορούν να βλέπονται από μακράν
και τότε ακόμα αδιαφόρως τάχα. 

Πολύ δυσάρεστος κατάστασις αυτή
τι συναντήσεις έτσι να κλειστούν
τι έρωτες να γίνουν
και πώς να πάει μπροστά αυτή η πόλις...
Ο ΜΟΝΑΧΟΣ

Τα χείλη του ματαίως ψάλλουν υμνωδίας
ανίερα φιλήματα τω όντι επιθυμούν 
κι αντί του οίνου της θείας Κοινωνίας
θα ’θελε το ποτήριον να ’ναι πλήρες ηδονής.

Μα δεν τον έστειλε κανείς
μόνος του επήγε-μάλιστα άνευ εμφανούς αιτίας-
και εμόνασε. Φαίνεται ανήκει εις αυτούς που προτιμούν
μόνο όταν είναι λίαν επικίνδυνοι τας αμαρτίας.

Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Η ΔΙΑΧΥΣΗ ΤΗΣ ΖΑΧΑΡΗΣ

Μέσα στην ησυχία
θόρυβοι κάτι αλαφροί έρχονται απ’ τον καφέ του.

Μπορεί να πει πως κάποιος δαίμονας εμπήκε στο φλιτζάνι του
και κει τα μάγια του δουλεύει.
Και λέγοντας αυτό θα ξέφευγε από το απίστευτο να πει
ότι ακούει τα βιαστικά κι ανάλαφρα-
τα μυστικά πατήματα της ζάχαρης
καθώς μες στον καφέ του τον πικρό αυτή διαλύεται.

Απίστευτο γι αυτόνε όχι-γιατί αυτός
ολημερίς μες στη σιωπή
της μοναξιάς τους ήχους τους λεπτούς ακούει
καθώς αυτή μες στην πικρή
γλυκαίνοντάς τηνε διαχύνεται ζωή του.
Ο  ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Χαρταετός είναι ψηλός
και πλέει στους αιθέρες
ξένιαστα βράδια κι όμορφες
χαρούμενες ημέρες.

Μ’ αστέρια κάνει συντροφιά
τα βράδια, και τη μέρα
στον ήλιο του το βασιλιά
λέει πρώτος καλημέρα.

Πετάει, βουτά, λικνίζεται
χάνεται, ξαναβγαίνει
με τα πουλιά στο πέταγμα-
στη χάρη παραβγαίνει.

Κι η φουντωτή του η ουρά
στολίδι και χαρά του
αυτή και πόδια και καρδιά
και χρυσωπά φτερά του.

Η μοναχή σκοτούρα του
ο σπάγκος που τον δένει
σαν αφαλός του με τη γη,
που διόλου δε σωπαίνει

μόνο συνέχεια μουρμουρά
στ’ αυτί του: "δίχως  ’μενα
όλα όσα πριν αράδιασες
θα  ’ταν για σένα ξένα".
Η ΝΥΦΟΥΛΑ

Τ'  άσπρα ροδοπέταλα
πέταξε  η νυφούλα
και μονάχη κλείστηκε
μες στην καμαρούλα.

Βγάζει τα νυφιάτικα
μόνη της ξαπλώνει
μόνη της σκεπάζεται
στο διπλό σεντόνι.

Ο καλός της σύννεφο-
σκάλα του νερού-
σύννεφο κι απόβροχο
του μεσημεριού.

Ο καλός της γέρακας
και ψηλά πετάει`
μ'  άλλους συνταιριάζεται
γέρακες και πάει.

Γάμος με το σύννεφο
και με το γεράκι
γάμος με το πέλαγο
και το αεράκι-

με το βαριοσύννεφο
γάμος δε στεριώνει
κι η ροδονυφούλα μας
μόνη της ξαπλώνει.
ΑΚΤΙΝΕΣ RÖNTGEN

Ιδιότητες ακτίνων Ραίντγκεν:
πρώτον-διαπεραστική
ανάλογος του πάχους των σωμάτων
ανάλογος του ποσού των ακτίνων.

To πάχος φταίει των ανθρώπων τάχα
που να τους νιώσει δεν μπορεί
ή μήπως-το χειρότερο-
το ποσόν των ακτίνων του;
ΒΑΡΚΑ ΖΩΗ

Μέσα σε βάρκα δε θα μπει
ξανα ποτέ του πάλι
γιατί έναν τρόμο παρευθύς
νιώθει να τον κυριεύει
και μια κρατεί αβάσταχτη
την κεφαλή του ζάλη
καθώς η βάρκα στα μικρά
τα κύματα χορεύει.

Aυτή ας λικνίζεται απαλά
στο γαληνό το κύμα-
κάθε της κίνηση μικρή
σεισμός γι αυτόν μετράει
κάθε της βήμα προς τα μπρος
στο θάνατο ένα βήμα
κάθε της τρίξιμο χαμός
και στον χαμό τον πάει.

Και του θυμίζουν όλα αυτά
της ζήσης του τα πάθη.
Ίδια στη ζωή αισθάνεται
να χάνεται-να σβήνει 
ίδιων αβύσσων προσμετρά
τ’ αμέτρητα τα βάθη
και ίδια, ούτε στη ζωή
μέσα μπορεί να μείνει.
          ΔΙΧΩΣ ΧΑΔΙ

Μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι
δίχως φιλί κι έτσι περνά η ζωή
μονάχος όταν πέφτει το σκοτάδι
μονάχος κι όταν έρθει το πρωί.

Και δε θυμάται να ’ρθε κάποια μέρα
ντυμένη της ελπίδας τη χαρά
και δε θυμάται δροσερόν έναν αγέρα
μ’ αγάπη στ’ ανοιχτά του τα φτερά.

Νιώθει μονάχα να τον ζώνει ένα βράδυ
κι ενός αέρα κρύου η πνοή-
μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι
δίχως φιλί κι έτσι περνά η ζωή.

ΚΟΥΜΟΥΝΙΣΜΟΣ

Στο σπίτι μέσα κλάματα και θρήνοι.
Πενθούν για μία κόρη πεθαμένη.
Στο διπλανό το σπίτι που ένας τοίχος
από το πρώτο το χωρίζει
γέλια τραγούδια και χαρές:
το γιο τους τον μονάκριβο παντρεύουν.

Και πήγε ένας κουμουνιστής
και γκρέμισε τον τοίχο.

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΙ

Ανέραστοι κι ανήδονοι θα πάμε
στου Άδη τ’ ανεπίστροφα παλάτια.
Μ’ ακόρεστο έναν πόθο θα κοιτάμε
τις γελαστές διαβόλισσες στα μάτια.

Μα ελπίδα ουτ’ εδώ για χάδι θα ’χει. 
Για ηδονικές στιγμές καιρός δε μένει. 
Για πράγματα  άλλα δίνουνε μάχη
οι αγαπητοί μας οι πεθαμένοι.

Τουλάχιστο στου πόνου το κρεβάτι
ετοιμοθάνατοι, ας προσπαθήσουμε-
για να ’χουμε και μεις να λέμε κάτι-
της νοσοκόμας τα οπίσθια να τσιμπήσουμε.
  ΠΟΤΕ ΘΑ ΖΗΣΟΥΜΕ;

Στα στενάκια μας κλεισμένοι
στριμωγμένοι, διπλωμένοι
ανασαίνουμε
κέφι κι ώρα για κραιπάλη
δεν αφήνει η βιοπάλη
και πεθαίνουμε

ζαρωμένοι στο καυκί μας
και στην ώρα την κακή μας
διπλοκλείδωτοι.
Αχ! και πότε θα ξανοίξει
και για μας-να μας αγγίξει
πρωτοείδωτη

μία νέα αλέγρα ζήση
μακριά να μας κρατήσει
απ’ τα χώματα
ν’ απλωθούμε-ν’ ανοιχτούμε
στα ξενύχτια να ριχτούμε
και στα πιόματα…

να φουσκώσουνε τα στήθια
φλόγα όλο κι όλο αλήθεια 
ν’ αψηφήσουμε
τα μικρά και τιποτένια
και χωρίς καμία ένια
πια να ζήσουμε…
ΚΛΙΜΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ

Λέει
"να περάσει κι αυτή η μπόρα
και θα δεις!.."
Όμως περνάει κι αυτή η μπόρα
και τίποτα δεν βλέπει.
Ούτε πουλιά στον ουρανό
ούτε αστέρια
ούτε το ουράνιο τόξο.
Μόνο σύννεφα
που πάλι βρέχουν.
Και λέει πάλι:
"να περάσει κι αυτή η μπόρα
και θα δεις!.."
Μα πάλι τίποτα.
To κλίμα του φταίει-είναι ηπειρωτικόν.
ΚΑΘΩΣ ΠΡΕΠΕΙ

Περιπολία στον ουρανό άρχισε το φεγγάρι.
Δυο κλέφτες βλέπει να βουτάν του φούρνου το ταμείο.
Μια πόρνη παραπέρα στη μέση να ’χουν δύο.
Να χαρτοπαίζουν άγρια στου μπαρ μας το πατάρι.

Και το μικρό κυκλάμινο μες στο γλαστράκι βλέπει
που σ’ έναν ύπνο αλαφρό γέρνει το κεφαλάκι.
Με καλωσύνη το σοφό γελάει το φεγγαράκι
κι ήσυχο λέει φεύγοντας: "όλα είναι καθώς πρέπει".
                Η «ΕΥΤΥΧΙΑ»

Αν δεν τη βρίσκεις πουθενά την ευτυχία
δεν είναι που καλά δεν έχεις ψάξει
ή δεν την είχες όταν πέρασε αρπάξει
ή που σε δέρνει τάχα η ατυχία.

Δεν είναι που δεν είχες ησυχία
καλά να ψάξεις. Ή δεν είχες τάξη,
η άλλοι τη ζωή σου έχουν ρημάξει 
και τα σωστά σου πήραν εργαλεία.

Μάθε το-δεν υπάρχει ευτυχία.
Γι αυτήνε ψάχνοντας το χρόνο χάνεις.
Και νοσηρή διαπράττεις μια μοιχεία
όταν ζητάς στη δυστυχία σου ν’ απιστήσεις
και άλλη ερωμένη ν’ αποκτήσεις:
δούλος της δυστυχίας σου θα πεθάνεις.
Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ

Τόσο ήρθε απροσδόκητα
ετούτη η καταιγίδα
όπου καμιά φροντίδα
δεν πήραμε. Ανόητα
μέσα της θα χαθούμε.

Σε ποιών αιώνων τ’ άδυτα,
σε ποιες πτυχές του Χρόνου
οι ρίζες της απλώνουν
κι οι κλάδοι της ανάλγητα
τη ζήση μας χτυπούνε;
ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

Σαν πρόσωπα μου μοιάζουνε
τα φύλλα των βιβλίων
που σοβαρά κοιτάζουνε
αυτούς που τα διαβάζουν.
Άλλοτε άλλα μοιάζουν
με πρόσωπα αγίων,

που βλοσυρά κι αμίλητα
μετράν την αμαρτία,
άλλοτε με αφίλητα
πρόσωπα κοριτσιών
που βόλτα ομαδόν
βγήκανε στην πλατεία.

Κι έκπληξη άλλα μοιάζουνε
να ’χουν ή απορία
καθώς θωρούν να ψάχουνε
μέσα τους κάτι όντα
με ανύπαρκτα προσόντα
για τέτοια ιστορία.

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

ΑΛΙΟΣΑ

Ξέρω ένα παιδάκι που το λεν Αλιόσα.
Για να του μιλήσω δίνω όσα κι όσα.
Μα η μαμά του όλο μακριά το πάει
Κι από μένα όλο πέρα το κρατάει.

Και εκείνο μ’ αγαπά και με πλησιάζει
με χαρά με χαιρετά  κι όλο με κοιτάζει.
Όμως η μαμά του, σαν πουλί η κλώσα
όλο του φωνάζει «έλα δω Αλιόσα!».

Θέλω εκεί να πάω και να της ειπώ
Πόσο και Ρωσία και ρώσους αγαπώ,
τη Ρωσία πως έχω για ψυχή του κόσμου
κι ίδια μετ’ εκείνη που πλαντάει εντός μου.

Να της πω για Στάλιν. Να της πω για Λένιν.
Να της πω για το στερνό αίμα του Εσένιν.
Τον «Αλιόσα» να της πω του Τολστόι «-τσουκάλι»
Που σαν άγιος πέρασε της ζωής τη ζάλη.

Τον Αλιόσα να της πω που ο Πογκορέλσκι
Να του αρέσει έκανε τόσο το κοτέτσι.
Και για τον Καραμαζώφ τον γλυκύ Αλιόσα
Που σε τόσους συγγραφείς έχει δώσει τόσα.

Αλλά πάλι η μάνα του όλο το τραβάει
Κι από μένα μακριά πάντοτε κρατάει
Το μικρό ξανθό παιδί-το μικρό αγοράκι
Που ως από μακριά φανεί λάμπει το βραδάκι.

Ειν’ ένα χρυσό παιδί, καταδεχτικό
όμορφο, γλυκούλικο, έξυπνο, ζωηρό,
λες η γης δεν το γυρνά αλλ’ αυτό εκείνη
ενώ λάμπουνε ψηλά των αστέρων σμήνη.

Και σαν ρώσος περπατεί και πατά γερά
κι άλλοτε, σαν τρεχαλεί, έχει λες φτερά.
Και την ευτυχία λες των θνητών χαλκεύει
κάτω από των δύστυχων Δυτικών τη χλεύη.

Να ’σφιγγα θα ήθελα μια φορά το χέρι
ενού ρώσου στ’ όνομα που ακούει Αλιόσα
και να νιώσω αχώριστο που έχω γίνει ταίρι
μ’ όσα οι άνθρωποι όπου γης-όχι!-δεν μου δώσαν!
ΤΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΣΙΑ ΜΑΤΙΑ

Παχιά γουρούνια μας ρουφούν το λιγοστό μας αίμα.
Τον κόπο μας καρπώνονται, το μόχθο μας τρυγάνε
και τεχνικά ταιριάζοντας το δόλο και το ψέμα
νόμους εφτιάξαν και σαν ζα μ’ αυτούς μας κυβερνάνε.

Τη γυριστή ουρίτσα τους και το παχύ πετσί τους
κατ’ από ρούχα όμορφα κρύβουν σαν των ανθρώπων,
στολίδια και αρώματα γεμίζουν το κορμί τους
κι oρθοί να στέκουν έχουν βρει από καιρό ένα τρόπον.

Και είναι δύσκολο πολύ για κάποιον που δεν ξέρει
να ξεχωρίσει τα χοντρά γουρούνια απ’ τους ανθρώπους
γιατί εκτός απ’ το λαιμό, το πόδι και το χέρι
και τους ανθρώπινους καλά μιμούνται αυτά
τους τρόπους.

Όσοι γνωρίζουν μοναχά για ένα πράγμα ψάχουν:
προσεκτικά τα βλέπουνε στα μάτια μέσα κι ίσια-
οι άνθρωποι ανθρώπινα, μα τα γουρούνια θα  ’χουν
αιώνες κι αν περάσουνε τα μάτια γουρουνίσια.
ΜΟΝΑΧΟΙ  ΤΟΥΣ
(Κομοτηνή, '74, ομιλία Τρυπάνη με θέμα: Παλαμάς)

Ας παμε. Θα γελάσουμε πολύ.
Θα  `ναι και κείνος ο ψηλός
που του διπλώνει ο αφαλός
καθώς σε κάποιονε μιλεί
και την κοιλιά του σκύβει.

Θα ομιλήσει ο υπουργός
με θέμα  "Παλαμάς"
θα  `ναι καλά για μας
της Τέχνης ήταν λεπτουργός
νοήματα μεγάλα κρύβει.

Φουστάνια καλά θα φορέσουν
μετά την μπουγάδα οι κυρίες
(δε χάνουνε ευκαιρίες)
από τη βέρα θα πονέσουν
τα πρησμένα τους χέρια.

Οι ορισμένοι αξιωματικοί
τελευταίοι θα φτάσουν
και μπροστά θα κάτσουν
γίγαντες μικρονοϊκοί
με τα χοντρά τους ταίρια.

Μα πολύ θα κάνουμε χάζι
όσους μονάχοι τους πάνε
και τριγύρω κοιτάνε
με ντροπή και με νάζι
κάποιον γνωστό να χαιρετίσουν.

Όμως άγνωστοι καθώς είναι
γιατί αυτά δεν τ’ αντέχουν
και οι καημένοι δεν έχουν
πού την κεφαλήν κλίναι
μοναχοί τους κι εδώ θα καθήσουν.
ΑΝΟΙΞΗ ΗΡΘΕ

Άνοιξη ήρθε. Τρυφερές αναπνοές
τριγύρω κι άγνωροι, χαρούμενοι ήχοι.
Άνοιξη ήρθε. Μα σ’ υπόγειες στοές
το αίμα τους φτύνουν οι ανθρακωρύχοι.

Άγοιξη ήρθε. Μυρωδιές και βρόχια
πόθου απλώνει ο ήλιος ο καθάριος.
Άνοιξη. Μα χωμένος μες στη φτώχεια
δεν τηνε χαίρεται ο προλετάριος.

Άνοιξη. Τ’ ανθισμένο της φουστάνι
την όραση ευφραίνει των πλουσίων.
Άνοιξη. Μα στα βρώμικα δεν φτάνει
τα κτίρια των γραφείων των Δημοσίων.

Άνοιξη-με τη Ρέα και τη Μάριον
οι κεφαλαιοκράτες διασκεδάζουν.
Άνοιξη-κι οι ψυχές των προλετάριων
όχι απ’ αγάπη μ’ από μίσος βράζουν.
Ο ΧΑΣΑΠΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ

Στο σπίτι όχι-δε χορεύαμε
χασάπικους χορούς. Αυτούς τους γνώρισα
σε κάτι ταβερνάκια μυστικά
σε κάτι ταβερνάκια στενωπά
που όταν έρχονταν η ώρα
που όταν έφτανε η ώρα
που όταν έπρεπε
σηκώνονταν ο άντρας
μέριαζε τις καρέκλες τα τραπέζια και το σύμπαν
και μόνος
άγνοια όλος και άφεση
εχόρευε πατώντας πα’ στο πάτωμα της οικουμένης-
στο άϋλο το πάτωμα του κόσμου εχόρευε πατώντας.

Και μέσα στην αυτάρκεια του κλεισμένος
ήτανε πια ανοιχτός σε όλα
και καλόδεχτος
κι ωραίος
κι αυτός και ο χορός του.
Και ο χορός του γίνονταν θρησκεία
και ο χορός του έχτιζε απ’ τήν αρχή τον κόσμο
ευθύ κι ατρόμητον
και σταθερό
κι αντρίκιο
με μέσα του όλα τα καλά και καμιά θέση-
καμιά πρόβλεψη
για υποκρισίες γι ατιμίες και για δόλους.

'Έτσι εγνώρισα εγώ-
έτσι εγνώρισα εγώ ετούτον το χορό
που ας τον λέω χορό, γιατί δε βρίσκω
γιατί δεν ξέρω άλλα λόγια πιο καλά
να ζωγραφίσω με μια λέξη την Αγιότητα
να ζωγραφίοω την Αγνότητα με μία λέξη-
γιατί δεν ξέρω άλλα λόγια πιo καλά-
γιατί άλλο λόγο οι άνθρωποι δεν έχουν
για το Αληθινό.
ΚΥΚΛΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ

Φυλακισμενον μ’ έχουν στου λίκνου μου τη στρώση
και δεν μπορώ πιο πέρα εγώ να μπουσουλήσω.
Του Χάους τ’ άγρια βύθη γυρνώ και βλέπω πίσω
ψάρια και φύκια γύρω μ’ έχουνε περιζώσει.

Φυλακισμένον μ’ έχουν στης πόλης μου τους δρόμους
και δεν μπορώ πιο έξω το βήμα μου να σύρω
ονείρων σαπισμένα κορμιά βρωμούν τριγύρω
μπροστά και πίσω βλέπω χίλιες χιλιάδες τρόμους.

Φυλακισμένον μ’ έχουν στης γης την καμπυλότη
κι αδύνατο ν’ ανοίξω φτερά για παραπέρα.
Μπροστά μου καταισχύνη' άρπυιες στον αέρα
πίσω μου μια χαμένη- καρβουνιασμένη νιότη.

Φυλακισμένον μ’ έχουν στου Σύμπαντος τα χάη.
Στου Άπειρου λιμνάζω τα σκότη. Εμπροστά μου
ξέρω-καλά μυριάδες και όλα εδικά μου.
Κινώ, αλλά ο Κύκλος-Φρουρός με σταματάει.
ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΩ

Να λησμονώ το θάνατο δε θέλω
καμμιά στιγμή της νύχτας ή της μέρας.
Όπως τον μαύρο εκατάτρωγεν Οθέλλο
της ζήλειας το αδηφάγο, απαίσιο τέρας, 

έτσι και μένα θέλω να κατέχει
για πάντα η στιγμή η ευλογημένη
του τέλους. Και η σκέψη μου να τρέχει
μόνο σ’ αυτήν. Για τ’ άλλα να ’ναι ξένη.

Ποτέ δε θα θελήσω ν’ αποτρέψω
το νου από του θάνατου την ώρα 
όταν τη δω μ’ αγάπη θα της γνέψω- 
έχω καιρό σκοτώσει την Πανδώρα.

Κάθε ημέρα θέλω να μυρίζω
θανάτου ευωδιές εις τον αέρα
κάθε ημέρα θέλω να σαπίζω
και να πεθαίνω θέλω κάθε μέρα.

Σάββατο 26 Μαΐου 2018

ΜΟΝΩΣΙΣ

Δε θέλει μέσα στη βοή να ζει του αθλίου κόσμου.
Δε θέλει κύμβαλα κενά ν’ ακούει να χτυπάν.
Άλλος του έχει οριστεί ο κόσμος ο δικός του.
Άλλοι ουρανοί τον παίρνουνε κι άλλοι καιροί τον παν.

Σκιές δεν θέλει δολερές να του κρατούν το φως του
στις λίμνες των ονείρων του φαύλοι να κολυμπάν.
Τις υψηλές βουνοκορφές όπου φυλάει εντός του
δεν θέλει αλλοπρόσαλλα βέβηλοι να πατάν.

Θέλει να φτάνει ως αυτόν σαν ψίθυρος σβησμένος,
σαν μακρινός αντίλαλος του κόσμου ο αχός
κι εκείνος μ' όλα μακρινός κι απ’ όλα ξεχασμένος

σ’έναν καινούργιο θάνατο να δίνεται καθώς
πάνω σε κίτρινα χαρτιά ολημερίς σκυμμένος
θα συνταιριάζει τους σβηστούς τους ήχους μοναχός.
ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Το φως του λαμπτήρα ξάφνου
την εξουσία του χάνει.
Φέγγει ακόμα, μα νιώθει
ο βασιλιάς έρχεται, και θαμπωμένο
μπρος του αναπότρεπτα θα υποκλιθεί.

Θορυβώδη ποδοβολητά στρατιών ακτίνων
που από μακριά γρήγορα φτάνουν
κάνουν να τρέμει
και πελιδνό να γίνεται κάθε αναμμένο.
Από το μέτωπο της φωτιάς  το στέμμα κατρακυλάει
ψυχρό κιόλας.

Λίγο ακόμα και όλα θα νήχονται
μέσα στην πηχτή, απρόσμενη
ανηλεή θάλασσα, μέχρις ότου
η ξαφνική, παράλογη κατοχή, πάψει πάλι,
και τ’ αστέρια το τρεμοφέγγισμα
και την ωχρότητά τους πάλι φανερώσουν.

Ο ΛΟΧΑΓΟΣ
(Έβρος, Τρίγωνο, 1974)

Όλοι απορήσαν με του λοχαγού τα λόγια
γιατί τον ξέρανε δειλό:
"Φέρτε ένα τζιπ!
Θα πάω γι αναγνώριση!
Πρέπει να μάθουμε τι κάνει ο εχθρός
Οι σκύλοι στέκουνε απέναντί μας έτοιμοι
να μας ρημάξουν-να μας φαν
και μεις δεν ξέρουμε ακόμα ούτε
πού έχουν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους.
Φέρτε ένα τζιπ!
Θα πάω να μάθω!

Θα κρύψω το αυτοκίνητο στην όχθη
θα τρέξω προς το Τρίγωνο
θα προχωρήσω προς το πρώτο τους πολυβολείο
ύστερα βόρεια, ώσπου να δω
περνώντας δίπλα-μέσα απ’ τις γραμμές τους
ωσπου να μάθω ό,τι χρειάζεται
να τους τσακίσουμε όταν κοπιάσουν.

Κι αν κάνουν πως με μυριστούν
κι αν μ’ εντοπίσουν
και μου ρίξουνε
α! δεν κιοτεύω εγώ στα τούρκικα τερτίπια
δε με τρομάζει ο κίνδυνος εμένα-οι σφαίρες
ήχος ευχάριστος είναι στ’ αυτιά
όταν γνωρίζω πως προσφέρω στην πατρίδα.
Φέρτε ένα τζιπ!
Θα πάω γι αναγνώριση!"

To ’λεγε τόσο σοβαρά που τον πιστέψανε.
Κάποιος επήγε για το τζιπ.
Μα ’κει που περιμένανε να ’ρθεί, ακούσανε απ’ το
ραδιόφωνο
πως στη Ζυρίχη είχε υπογραφτεί ανακωχή. 
Κι αυτή ήταν η εξήγηση του τόσου θάρρους-
το ’μαθε ο πανούργος λίγο πριν
και βγήκε απ’ τη σκηνή του να τους καταπλήξει.
ΗΓΗΣΩ

Στου τάφου της το χείλος καθισμένη
με συντροφιά τη δούλη σύνοδό της
η Ηγησώ θρηνεί τον εαυτό της
κι ας είν' αιώνες τώρα πεθαμένη.

Στο χέρι δε θα βάλει το απαλό της
το κόσμημα που βλέπει έτσι θλιμμένη
που θα 'θελε και κείνο να πεθαίνει
να το 'χει και στο θάνατο δικό της.

Θρηνεί το μαρμαρένιο της το στήθος
για χάδι που ποτέ δε θα γνωρίσει.
το στόμα για φιλιά που δε θα πάρει.
Κι αυτή δοσμένη στο δικό της βύθος
πικρά θρηνεί για το μαργαριτάρι
το χέρι της που πια δεν θα στολίσει.
ΕΝΗΜΕΡΟΤΗΣ

Αυτό το παιδί δεν κάνει για στρατιώτης.
Τα βέλη που εκτοξεύει δεν σκοτώνουν
μα πυρπολούν.
Στην πάλη όταν αδράξει τον εχθρό
αυτός θα σπαρταράει από πόθο
στην αγκαλιά του
κι όταν μια διαταγή θα πάρει
την εκτελεί τόσο γλυκά...

Ακούστε μια τριαντάχρονη που ξέρει ζωντοχήρα
κι αυτά τα ρούχα βγάλτε τα από τούτο το παιδί.
Άλλες πατρίδες κι άλλες μάχες του ταιριάζουν.

ΕΜΠΡΟΣ!

Εμπρός!
Στα κουπιά!
Να φύγουμε!
Να ξανοιχτούμε!
Ν’ αρμενίσουμε!
Πάντα υπάρχει ελπίδα
να μας εβρεί μια τρικυμία που θα σπάσει
του καραβιού τα ξάρτια και θα σκίσει τα πανιά.
Που το τιμόνι μας θα κομματιάσει
και το καράβι θα τσακίσει
πάνω σε βράχους κάποιους άγνωστους.

Κι αν θα γλιτώσουμε
ίσως βρούμε εκεί
τις μέρες που δεν είχαμε ποτέ μας
και τη ζωή που μέχρι τώρα μόνο εποθούσαμε
χωρίς να τήνε ζήσουμε ποτέ.

Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Ο ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ

Όταν του μιλούν από το παράθυρο
σαν να μιλούν σε νεκρόν είναι.
Και σε αρρώστους ακόμα,
αλλιώς τις λέξεις-με απαίτηση-συλλαβίζουν.

Από σπλαχνιά μπορεί και να το κάνουν
για τους ίδιους,
να μην του δώσουν την οδύνη τους να καταλάβει
που τόσα πράγματα τους λείπουν.

Εκείνος
θαρρετά τους κοιτάζει
και ό,τι αυτοί θα ήθελαν
με ένα άπλωμα του χεριού του αυτός έχει.

Και όταν τον πληρώνουν
σαν έναν οβολό να του δίνουν είναι
για να τους περάσει απέναντι
στο δικό του βασίλειο.
ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Έχει ένα σκυλί. Μες στον κόσμο αυτόν
τον εχθρό και το σάπιον
έχει κάποιον

Σαν τον δει κουνά
χαρωπά
την ουρά του.

Αν φανεί ντορής
ρίχνει ευθύς
τ’ αυτιά κάτου.

Κότα ή πουλί
σε βολή
δεν αφήνει

κι "έλα!" σαν του πει
τρέχει εκεί
με βιασύνη.

Βόλτα όταν πεζοί
οι δυο μαζί
κάπου πάνε

γλώσσα ίδια μια
μοναχά
δεν μιλάνε.

Μα αίσθησες και νους
με κοινούς
ρυθμούς τρέχουν

κι ούτε μια στιγμή
βαρετή
τα δυο έχουν.

Έχει ένα σκυλί. Μες στον κόσμο αυτόν
τον εχθρό και τον σάπιον
έχει κάποιον.
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Οι ποιητές μας παίρνουν τη ζωή και τη σκαλίζουνε
και τη διϋλίζουνε
την κοσκινίζουνε
την αναλύουν…
και βρίσκουν μέσα της μονάχα πίτουρα
και περιττώματα και σάπια φλούδια.

Ύστερα
λίγο έκπληκτοι, όμως αποφασιστικά
παίρνουν απ’ το μπακάλικο χρυσές μπογιές κι αρώματα
και με πολλή πολλή επιμέλεια
ντύνουν τα πίτουρα χρυσάφι κι ευωδιές τη βρώμα.

Ας ειν’ καλά, σ’ ένα μασκάρεμα καθώς αυτό
οι ανεύθυνοι αρέσκονται-ο κόσμος όλος.

Ομως τ’ Ωραίο
το Ιδανικό
το Αληθινό
το Απροσποίητο
βρίσκεται-απροσπέλαστο γι αυτούς-
στον άλλο πόλο
SIEN WITH CIGAR IN WHITE DRESS SITS NEXT TO STOVE ON THE FLOOR
(Van Gogh)

Λοιπόν Σιέν αυτό ήτανε το τέλος της ζωής σου
δίπλα στη σόμπα καθιστή,επάνω στις σανίδες
μιας πάλης τα γυρίσματα να σκεφτεσαι ανίσου
κι ενός βιβλίου τις μελανές και άγραφες σελίδες. 

Κι αν τα μαλλιά σου έχουνε μαύρο ακόμα χρώμα
μα η ματιά δεν ξεγελά κι η όψη του προσώπου
κι όσα κραυγάζει τραγικά το σφραγισμένο στόμα
για μια ήλικία μοναχά μιλούν-γι αυτήν του
ανθρώπου.

Σιέν-Σιέν αυτό λοιπόν-αυτό είναι το τέλος;
ένα τσιγάρο μοναχά η μόνη σου συντρόφια
κι αυτό χωμένο άτονα στα χέρια σου σαν βέλος
μέσα σε σάρκες άζωες-σε περιστέρια ψόφια...

Σιέν, σε λίγο η νυχτιά θα μπει στην κάμαρά σου
και ό,τι η μέρα βιαστική δε σ’ άρπαξε περνώντας
αυτή θ’ αρπάξει.  Μα εμάς για πάντα η ζωγραφιά σου
θα μας ζεσταίνει την καρδιά θλιμμένα τραγουδώντας.
ΑΓΑΠΗ

Τ’ ειν’ η ζωή;" ερώτησα το βιαστικό αγέρι.
«Εγώ όλο τρέχω-εγώ φυσώ, εγώ περνάω μόνο.
Ρημάζω, καίω, καίγομαι, γκρεμίζω, ξεριζώνω
και τα πετούμενα κρατώ μες στ’ απαλό μου χέρι.»

Ερώτησα τη θάλασσα τ’ είν’ η ζωή να μάθω.  
"Εγώ τα γοργοτάξιδα καράβια σου βυθίζω
εγώ ανταριάζω και χτυπώ, θυμώνω και αφρίζω
και το νερό ζυμώνοντας ψάρια και φύκια πλάθω."

Στο χώμα που στη ράχη του όλα γερά κρατάει
στράφηκα και απόκριση ζητώ στο ρώτημά μου-
"Η απόκριση δε βρίσκεται στα χείλη τα δικά μου
μα ρώτησε τον πλάστη μας που όλα τ’ απαντάει."

Και στράφηκα τριγύρω μου: "Όπου κι αν είσαι πες μου
Πλάστη, τι είναι η ζωή που όρισες να ζήσω;
δώσε μου την απάντηση που μόνος μου δε βρίσκω
και που κρατάει μέσα της τις χάρες τις κρυφές μου".

Αμέσως κάθε θόρυβος, κάθε φωνή εστάθη.
Και στη σιωπή που άφησε το τέλος της μιλιάς μου
μού αποκριθήκαν απαλά οι χτύποι της καρδιάς μου:
"Αγάπη είναι η ζωή… Αγάπη... Αγάπη... Αγάπη..."
ΝΕΚΡΟΣΥΛΙΑ

Δίπλα σ' υπόγειου σκοτεινού
διαδρόμου τους δυο τοίχους
φέρετρα μαυροκίτρινα
κείτονται σε δυο στοίχους.

Μέσα τους βρίσκονται κορμιά
νεκρά, μισολυωμένα
που αγριόχορτα τα σκέπουνε
και φύλλα ξεραμένα.

Στα σάπια ξύλα ανάμεσα
έχουν αράχνες στήσει
τον άσπαστό τους τον ιστό
που έχει όλος γεμίσει

ζωύφια μύρια βρωμερά
που απ' των νεκρών το σώμα
τρέφονται-που πεθαίνουνε
και ζούνε μες στο χώμα.

Κυρτή εκείθε μια γριά
διαβαίνει κάθε βράδυ
κρατώντας μες στο χέρι της
λυχνάρι. Όπως χάδι

ο αέρας απ' το μαύρο της
το ρούχο ακραγγίζει
των πεθαμένων τα κορμιά
και σαν να τα 'ρεθίζει

αργά σηκώνοντας αυτά
το άσαρκο κρανίο
γελούνε σαν το θέαμα
να ήτανε αστείο.
ΤΟ ΜΕΛΑΝΟΔΟΧΕΙΟ

Κάποιες φορές αιστάνεται
σαν μελανοδοχείο
που κάποια πέννα μέσα του
βουτώντας ταχτικά
μαύρα αραδιάζει γράμματα
πάνω σε άσπρη κόλλα
μαύρα αραδιάζει γράμματα
σε φύλλα ολολευκά.

Και κάποια μέρα μέσα του
η πέννα σα χωθεί
μελάνι άλλο δε θα βρει-
θε' να 'χουνε σωθεί
οι στάλες της ολόμαυρης
κι ολόστιφης ζωής του'΄
και κάποιο χέρι νευρικό
θα σπάσει το γυαλί του.

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

     ΟΠΙΣΘΟΒΟΥΛΙΑ

Ενδεδυμέναι ένδυμα αγνότητος
και περιχυμέναι αγιότητος σιρόπιον
αι νέαι μας εμφανίζονται εις τας οδούς.

Και βεβαίως τον πίνοντα όπιον
δύνανται ευκόλως να εξαπατούν.

Εις ένα όμως καλόν παρατηρητήν
αρκεί εν βλέμμα των
δια να εννοήσει αλανθάστως
και εις όλην την έκτασίν της
την υποκρισίαν των.
                         Η ΜΟΔΑ

Εστόλιζον τον τάφον του ρόδων σκιαι
που εις πλησίον μνήμα εφύτρωνον.

Αυτό πολύ του εκακοφαίνετο διότι ήλπιζεν
ο θάνατος πως εξισώνει
και πως αφότου σφραγισθούν τα χείλη
ουκ ένι πλέον δούλος ουδ' ελεύθερος
άρσεν και θήλυ.

Κι αν άρσεν δεν τον πείραζε να παραμείνει
όμως τον επηρέαζεν η διαφορά εκείνη-
δεν θα μπορούσε άραγε
ν' ανθούν και εις αυτού τον τάφον ρόδα;

Μα δε βαρυέσαι
δεν άλλαξεν εις μίαν ολόκληρον ζωήν
θα άλλαζε στο θάνατον η μόδα;
         ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Μια δύση πέραθε αργογέρνει
πάνω απ’ του λόφου με τα πεύκα
την απαλόκυρτη γραμμούλα-
μια δυση πέραθε αργογέρνει.

Πορφυροντύνονται τα ουράνια
’πό τις αιμάτινες τις φλόγες
που πυρπολούν την Οικουμένη-
πορφυροντύνονται τα ουράνια.

Α! Μιαν ακτίνα μες στο λάμπος
το ερυθρό κι αυτός να ήταν-
στο ερυθρό κι αυτός να ήταν
το λάμπος μέσα μιαν ακτίνα...

Ή συννεφάκι πυρωμένο
ντυμένο κόκκινο μανδύα
να ’ταν και κείνος μες στη δύση-
ή συννεφάκι πυρωμένο …

Τώρα μια σκια μικρούλα είναι
μες στου φωτός την πανδαισία-
μέσα στις λάμψεις των σελάτων
τώρα μια σκια μικρούλα είναι.
ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΑΓΑΠΗ

Σε τάφο πλάι χρονίτικο στέκει γλυκιά κοπέλα.
Μοσκοβολάει γαρύφαλλο-μοσκοβολάει κανέλλα.
To χείλι σταφιδόμοιαστο. Το μάτι στερεμένο.
Και λες το στόμα που μιλεί κι αυτό στη γη θαμμένο.

«Καλέ μου αν αδάκρυτο εκράταγα το μάτι
στο ίδιο τώρα θα ’μουνα μαύρο της γης κρεβάτι.
Όμως καλέ μου έκλαψα ένα χρόνο νύχτα μέρα. 
Του μισεμού σου μ’ έφαγε-με λιάνισεν η ξέρα.

Απ’ το βαρύ το χτύπημα δεν το μπορώ να γιάνω.
Άδειασε ό,τ’ είχα μέσα μου κι ακόμα πίκρια βγάνω.
Πα’ στης αγάπης την πληγή ο πόνος άνοιξε άλλη-
μετρώ τες και ζαλίζομαι ποια είναι πιο μεγάλη.

Αλλ’ απ’ το σώμα που ’ξερες ό,τι έχει απομείνει
κείνη η φωτιά που το ’καιγε ακόμα αυτή το ψήνει-
καλέ μου απόψε το κορμί αυτό θα παραδώσω
σε άλλου χάδια και φιλιά. Μα δε θα σε προδώσω.

Φωλιά μια είμαι αδειανή. Ένα κερί σβησμένο.
Φλογίτσα είμαι άθερμη και άφρι μαυρισμένο.
Είμαι το ντύμα του φιδιού, του τζίτζικα το ντύμα.
Δικά σου φίδι, τζίτζικας-όχι-δεν έχω κρίμα.

Χαμένο ένα κι άψυχο κουφάρι θα κρατήσει
εκείνος που τα χείλια μου απόψε θα φιλήσει. 
Σχώρα καλέ το σάρκινο κορμί που ζει ακόμα
και το που λόγια ετόλμησε τέτοια να ειπεί το στόμα.»

«Πίστη γλυκιά πασκίζοντας να κάνει την ελπίδα
όταν τον ρώταες όνομα και κύρη και πατρίδα
ο ξένος που επόθησες ο καινουργιοφερμένος
να μην τρομάξεις, ψέματα σου ’λεγε ο καημένος.

Με αρώματα εμπέρδευε της σάρκας τη σαπίλα
και μακριά σου εστέκονταν κάθε που σου εμίλα
να μην ιδείς τα χέρια του άσπρα κοκαλωμένα
να μην ιδείς τα μάγουλα με χώμα λερωμένα.

Αν μια φορά πόναγες συ, διπλοί οι δικοί μου πόνοι. 
Το ξύλο βάρκα έκανα, πανάκι το σεντόνι
και πότε αψύς πότε γλυκύς φυσώντας με ο πόθος
να ’μαι! αντίς μέσα ξαπλωτός πάνω στη γης ολόρθος.

Κι ανέχαρη αγαπούλα μου, κι απέλπιδη σε βρήκα.
Μα να! ελπίδα και χαρά σου φέρνω εγώ για προίκα:
αχ! αηδονάκι μου χλιβό! αχ! μαραμένο δάσο!
εγώ απόψε… εγώ... εγώ... εγώ θα σ’ αγκαλιάσω!»
ΕΚΤΟΝΩΣΙΣ

Αι παρελθούσαι θλίψεις
ενίοτε ασφυκτικώς διογκούνται
και των πάντων υπερχειλίζουσιν.

Και είτε εις σκέψεις ευχαρίστους αφημένος
είτε εις κάποιον σύγγραμα εντρυφών
είτε υπ' οργής κατέχεται
είτε χαράν κατέχει,
πρέπει τα πάντα να εγκαταλείψει
και να επιβλέψει την εκτόνωσιν.

Είτε παθήματα άλλων θα διαβάσει από σχετικά βιβλία
είτε στο ημερολόγιόν του σκυμμένον
θα τον έβρει τo πρωί.

Κατόπιν
δια πολλάς ημέρας ζει.
ΜΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΙΣ


Μία μικρά παρέκκλισις
από το σύνηθες δρομολογιον
αξίζει ό,τι και να ειπείς.
Όσοι δεν επεχείρησαν
αυτοί να καταλάβουν δεν μπορούν.
Κι αν κάποιος το καινούργιο που
θα δει
χαράν καλέσει,
θλίψιν αν άλλος
όμως αμφότεροι
τον ίδιον άθλον θα έχουν επιτελέσει-
θα έχουν αμφότεροι
το άγνωστον υποψιασθεί.

Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΒΙΤΡΙΝΩΝ

Στην τελευταία ντυμένες μόδα
ωραίες, τρυφερές, χαριτωμένες
με μύρα στολισμένες και με ρόδα
κυρίες ιδανικές κι εκλεπτυσμένες
τις φωτισμένες κοσμούν βιτρίνες
μεγάλων και λαμπρών καταστημάτων.

Ποτέ τους δεν ξαπλώνουνε σε κλίνες
ερώτων ή σ’ ανάκλιντρα θανάτων-
για κείνες είναι ζωή τους όλη
μια στάση αυστηρά καθορισμένη. 
Κι ούτε έχουνε ποτέ αργία ή σκόλη
και ώρα για ξεκούραση δοσμένη.

Μον’ όταν βράδυ, τα φώτα σβήνουν
κι η Νύχτα με το Θάνατο φιλιούνται,
εκείνες απαλά τα μάτια κλείνουν
και, δίχως να τις βλέπουμε, κοιμούνται.
ΦΟΡΩΝΤΑΣ

Φορώντας το πράσινο
φορώντας το κίτρινο
φορώντας το μπλε
μας κόπιασες Άνοιξη.

Σαν νύμφη χορεύοντας
σαν κόρη ερωτεύοντας
σαν νια τραγουδώντας
μας κόπιασες Άνοιξη
κρατώντας τ’ αστέρι
κρατώντας τ’ αγέρι
κρατώντας φιλί.

Και κραδαίνοντας την ανυπομονησία
τον παραλογισμό
και την ασπλαχνιά μας ήρθες.
ΑΠΑΘΕΙΑ

Στη στράτα την απόμερη-στην άκρη του χωριού
το μνήμα δεκοχτάχρονου εστήθη αγοριού.
Δεν το ευλόγησε παπάς, δεν το 'κλαψε μητέρα
η νύχτα δεν το πόνεσε δε δάκρυσεν η μέρα.

Βοσκόπουλο που έβοσκε τ' αρνιά-ποιος το θυμάται
τι κι αν επέθανε-κι αν ζει τι τάχα κι αν κοιμάται.
To αφεντικό του πλήρωσε άλλον βοσκό' τ' αρνάκια
άλλον αφέντη έκαναν κι άλλον τα κατσικάκια.

Όμως επάνω στο ξερό της μαύρης γης το χώμα
στον τάφο που δεν έκλεισε καλά καλα ακόμα
όποια κι αν τύχει να διαβείς μέρας ή νύχτας ώρα
θα δεις στον τάφο να θρηνεί μια κόρη μαυροφόρα.

Ω! Προσπεράστε! Τι θα πει... τ' ήταν για σας τ' αγόρι;
Τι κι αν επέθανε; Κι αν ζει; Τι τάχα κι αν κοιμάται;
Μια μαυροφόρα κοπελιά που κλαίει τον καλό της-
δικός της ήταν κι ο καλός κι ο θάνατος δικός της.
ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ-ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

Δεν ειν’ αυτή μετάληψη.
Αυτή ’ναι ίδια η μάχη.
Μια τέτοια κίνηση… ο πίνακας
σύγκορμος τραντάζεται.
To λάβαρο λες ματωμένο κιόλας.
Πρόσωπα, βλέμματα, αεικίνητα, αδημονούντα.

Αριστερά του Μπότσαρη η Ελλάδα.
To πρόσωπό της μόνο φαίνεται
γεμάτο αγωνία κι αίσθηση και ταραχή
λες ότι γνοιάζεται κι αυτή το τι θα κάνει ο Μάρκος
(για την οικονομία του πίνακα μονάχα
γιατί την ώρα εκείνη
ο Μάρκος ήταν η Ελλάδα).
ΧΑΜΕΝΗ ΧΑΡΑ

Γελάει με τις γυναίκες που αποστρέφουν
το πρόσωπο από κείνον σα τον δουν
καθώς απ’ τη δουλειά τους επιστρέφουν
ή σαν καθώς πηγαίνουν να εργαστούν.

Σε κάποιο απροσδόκητο φανάρι
καθώς πατούν του φρένου το πεντάλ
γυρίζουν προς το μέρος του με χάρη
το πρόσωπο το round ή το oval.

Αλλά το πρόσωπό του όταν δούνε
που γέρικο και άσχημο ειν’ πολύ
αμέσως το δικό τους το γυρνούνε
λες ίσως και τους πρόσφεραν χολή.

Και να ’ναι τυχερος πολύ θα πρέπει
αν τύχει να προλάβω και να δει
τ’ ωραίο προσωπάκι που τον βλέπει-
που στρέφει έστω για λίγο προς τα κει.

Και πια πικρά γελάει-τι άλλο μένει
για καποιονε που πια δεν καρτερά-
για κάποιονε που ξέρει πως χαμένη
γι αυτόν είναι του έρωτα η χαρά.
ΑΣΦΥΚΤΙΚΑ

Βλέπω τις μέρες που εμπρός-
εμπρός μου στέκουν κι όχι πίσω. 
Εκείνες είναι ο εχθρός-
αυτές μπροστά μου θ’  απαντήσω.

Για κείνες θρήνος από πριν
αρμόζει-θρήνος από τώρα. 
Σε κείνες ζουν όλα τα πλην
και τα θεριά τα χαροβόρα.

Σ’ όλες τις μέρες της ζωής
ήτανε τ’ άγρια μοιρασμένα
μα σα μια μέρα σβήσει, ευθύς
όσα θεριά κρατεί κρυμμένα,

στου μέλλοντος θα στριμωχτούν
τις άφαντες ακόμα μέρες
και τώρα οι μέλλουσες κρατούν
και κείνων όλων τις φοβέρες.

Κι όλο και πιο ασφυκτικά
γεμίζει πόνο κάθε μέρα
κι όλο και πιο αναιμικά
έχουμε μεις φως και αέρα.

ώσπου τη μέρα τη στερνή
ασήκωτο μολύβι ο Πόνος
λάμα στο στήθος να χωθεί
και να σωθεί για μας ο Χρόνος.

Τρίτη 22 Μαΐου 2018

              ΦΟΒΟΣ

-Γιατί σε χάδι δεν απλώνεις
χέρι; Γιατί στόμα πικρό
όταν μιλάς μόνο πληγώνεις;
Λόγο γιατί δε λες γλυκό;

Τόσα θερμά η ψυχή που κλείνει
τάχα γιατί να μην τα λέει;
Γιατί χαρά ούτε σ’  άλλους δίνει,
γιατί κι αυτή στο δάκρυ πλέει;

Φωνή γιατί βραχνή να βγαίνεις;
Μάτι γιατί κοιτάς σκληρά
και την ψυχή δεν αλαφραίνεις
και την καρδιά πονάς βαθιά;

-Φόβος μας δένει και μας έχει
αμίλητα, σφιχτά, κλειστά.
Φόβος μεγάλος μας κατέχει
και μας κρατεί κεριά σβηστά.

-Σπάστε το φόβο. Κλείσετέ τον
αυτόν αντίς σας φυλακή  
κι εκεί για πάντα αφήσετέ τον
και σεις εβγείτε από κει.

Και αντηχήστε μες στη ζήση  
με την ωραία σας φωνή!
Και αδερφώστε με τη φύση
που λείποντάς της σεις πονεί.


-Σώπασε μη σ’ ακούσει ο φόβος
και μας κλειδώσει πιο βαθιά
και το σκοτάδι γίνει ζόφος
και μας λιανίσουν τα σπαθιά.

Σώπα και κάθισε μαζί μας
ως να ’ρθει η ώρα η στερνή
που τότε μόνο η φυλακή μας
λεύτερος κάμπος θα γενεί.

Τότε-α-τότε ό,τι κλειούμε
στα σωθικά μας-ό,τι κλεις
πλέρια τριγύρω θα σκορπούμε
κι όλα μ’ αγάπη θα φιλείς.

Σώπα! Πολλά ’χουμε μιλήσει.
Τα λόγια ετούτα, τα στερνά
ας είναι που έχουμε ψελλίσει.
Σώπα! Ο φόβος κυβερνά!

Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

  Ο ΠΑΝΙΚΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Πατά γυμνός σε πετρώδη εδάφη
μακριά ’πο ήλιου φως
και κύκλους μέσα στο σκότος γράφει
σαν λύκος μοναχός.

Οσμήν εχάρισε μόνον η φύση
στο σώμα το σκυφτό
και όπου κάπου του Έρωτα ανθίσει
το ρόδο το γλυκό

ταχύς πετά ο Πανικός της Αγάπης
σαν σκότους αστραπή
και πριν χαρεί ευωδιά ο διαβάτης
το άνθος θα κοπεί.
   ΣΚΟΝΗ ΧΡΥΣΉ…

Σκόνη χρυσή που κάθεσαι
πάνω στα περασμένα
και δίνεις κάλλος στ'  άσχημα
και γεια στα πονεμένα`

που δίνεις πλούτο στα φτωχά
δίνεις στα γκρίζα χρώμα
και μέλι κάνεις γλυκερό
κάθε πικρό μας πιόμα`

σκόνη χρυσή που απόμεινες
η μόνη μας ελπίδα
έλα σε μας-το άπατο
του χρόνου ρυάκι πήδα

και μείνε μέσα στο Παρόν-
τα μαγικά σου δώρα
ανάγκη έχει όχι το Χτες
μα πιο πολύ το Τώρα.
ΤΟ ΡΥΑΚΙ

Μικρός θυμάται του άρεσε μες στο μικρό ρυάκι
που πότιζε τον κήπο τους, να ρίχνει ένα χαρτάκι
κι ύστερα στους υδάτινους τ' ακολουθούσε δρόμους
μέχρι που έπεφτε μ' ορμή μέσα στους υπονόμους.

Κλεισμένο μες στο χάρτινο εφήμερό του ψέμα
να παραδέρνει το 'βλεπε στου ρυακιού το ρέμα
στις λάσπες και στα χώματα της όχθης να χτυπιέται
κύκλους να κάνει, να βουτά, να χάνεται, να σβηέται.

Θα είχε κόψει από νωρίς του βίου του το νήμα
όμως αυτή η παιδική συνήθεια τον κρατάει:
πριν πέσει ανυπεράσπιστος μέσα στ' ογρό του μνήμα
με λυπημένη κι ήρεμη θέλει μια ειρωνεία
να βλέπει κάθε κύματος καινούργιου τη μανία
καθώς, αναίτια, πριν σβυστεί ,στους βράχους τον πετάει.
                       ΑΔΡΟ

Δεν είναι που δε σ’ έφεραν οι κάμποι
τα πέλαγα κι η άμμος της ερήμου 
δεν είναι που η χάρη σου για να ’μπει
εγκρέμισα τους τοίχους της ζωής μου .

Δεν είναι που προσμένοντας εσένα
δε γνώρισα χαρά καμίαν άλλη
ουτ’ είναι που ακλουθώντας με η πέννα
για σε μονάχα εβάλθηκε να ψάλλει.

Μα είναι που του Χρόνου το ατλάζι
καθώς θα δειλοστέκεις από πίσω
παχύπλεχτο κι αδρό θα σε σκεπάζει
και πια, αγάπη, δε θα σε γνωρίσω.
                         ΑΝΑΓΚΑ…

Μακριά από τους ανθρώπους δεν τολμάει
τους άσπλαχνους κι αδίσταχτους να ζήσει-
μακριά από τους ανθρώπους που αγαπάει
δε γίνεται να φύγει-να χωρίσει.

Κι αφού στην κεφαλή τους δεν τον θε’ νε
και λεν ότι στη μέση τους στενεύει
κι αφού και στην καρδιά τους όπως λένε
αντί να τη μερεύει την παιδεύει

στο πέλμα τους μονάχα το τριζάτο
εβρήκε να κρυφτεί-κι ως περπατούνε
και φέρνουν τον πλανήτη άνω κάτω
τον λιώνουν-τον σκοτώνουν-τον πατούνε.

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ

Ιδιοκτήτης επιτέλους
έγινα κι εγώ ακινήτου.
Είναι βέβαια μονάχα
ένα τόσο δα κομμάτι
κι ασφαλώς σπουδαίο δεν είναι
αλλά όμως είναι κάτι΄
επιτέλους ιδιοκτήτης
έγινα κι εγώ ακινήτου.

Επιτέλους! Είν' αλήθεια!
Έχω γίνει γαιοκτήμων!
Ένα οικόπεδο επήρα
γύρω στα τρακόσα μέτρα
χώμα αφράτο-όσο κι αν ψάξεις
δε θα βρεις ούτε μια πέτρα.
Επιτέλους! Ειν' αλήθεια-
έχω γίνει γαιοκτήμων.

Ματαιοδοξία τόση
έκρυβα λοιπόν εντός μου
πόσο χαίρομαι μονάχα
οι δικοί μου το 'χουν δει
(ντρέπομαι να δουν οι ξένοι
ότι κάνω σαν παιδί)-
ματαιοδοξία τόση
έκρυβα λοιπόν εντός μου...

Μ' αφού όλοι αγοράζουν
δε θ' αγόραζα κι εγώ;
Τώρα ξέρω πως κατέχω
τόσο χώμα όλο δικό μου
τόσα μέτρα γης ορίζω
κι όλο λέω στον εαυτό μου:
αφού όλοι αγοράζουν
δε θ' αγόραζα κι εγώ;

Λύπη μόνο με κατέχει
που επλήγωσα τη γη.
Με δοκάρια σιδερένια
που της έμπηξα βαθιά
την εξέσκισα κομμάτια
όπως σώμα τα σπαθιά.
Λύπη μόνο με κατέχει
που επλήγωσα τη γη.

…Και στο βάθος μια απορία:
τι τη θέλω τόση γη;
όλο κι όλο αυτό που θέλω
δύο μέτρα είναι χώμα-
τι τ' αγόρασα διακόσα
και ογδόντα τόσα ακόμα;
Και στο βάθος μι' απορία:
τι τη θέλω τόση γη;
ΠΑΙΔΕΥΩ

Είμ' ένα ον διστακτικό κι απίστευτα δειλό
μιαν έκφραση στο πρόσωπο θλιμμένη πάντα έχω
σπάνια, βαριά και βαρετά σα μου μιλούν μιλώ
κι από παρέες ζωηρές κι ευτράπελες απέχω.

Οι φίλοι μου μ' αφήσανε μονάχο από καιρό
και για να διασκεδάσουνε μόνο με πλησιάζουν
γιατί στις απαιτήσεις τους πάντοτε υποχωρώ
καθώς μ’ ενέργειες πρόστυχες φριχτά μ' επηρεάζουν.

Αρπαχτικά κοιτώντας με με βλέμμα κορακίσο
φανταστικά προβλήματα μου βάζουνε να λύσω.
Κι εγώ πολύ προσέχοντας μη κι ίσως τους προσβάλω
κι ιδέα μη θέλοντας καμιά στο νου τους να τους βάλω
τα ψέματά τους τα πολλά πως διόλου δεν πιστεύω,
μ’ ανύπαρκτα προβλήματα τη ζήση μου παιδεύω.
ΚΑΤΑΝΤΗΜΑ

Ερώτων παρανόμων ιστορίες
μακριά ’π’ την κλίνην την συζυγικήν
θυμάται.
Τότε που νέα ήταν και την πρόσεχαν
και βαρετή καμιά μέρα της δεν ήταν
(τι αλλαγαί κλινών! τι αλλαγαί σωμάτων!
τι πανδαισία μεθυόντων αρωμάτων!)

Και τώρα να πού έφθασε: έναν αλήτη έχει
κι αυτόν με δυσκολία τον κρατεί.
ΑΠΕΙΡΙΑ

"Αντίθετα από σε
εγώ έχω εμορφιάν
το σώμα όπως πρέπει καμωμένο
στα μέλη συμμετρίαν
και πρόσωπον ηδύ.
Παράξενο το βλέπω
το αγόρι το δικό μου να τραβήξεις".

"Κι αν έχεις εμορφιάν
και πρόσωπον ηδύ
για την αγάπην είσαι
ένα μικρό παιδί-
δεν έχεις κοιμηθεί
όπως εγώ με τόσους
και ποιος θα σου την μάθει
του έρωτα την τέχνην..."
ΠΑΡΑΞΕΝΟ

To χώμα ρίξαν
ψάλαν τις ευχές
και αποσύρθηκαν.

Αυτό ανέμενε κι εκείνος-την τελευταίαν
με τους ανθρώπους επαφήν.

Βέβαια θα 'ρχονταν κάποτε δυο χέρια
στο χώμα πάνω ν' αποθέσουν
τριντάφυλλα
μ' αυτό δεν είναι
-δεν μπορείς να το καλέσεις
επαφήν.
Τώρα μόνος ήτο. 
Τριγύρω, πάνω, κάτω, χώμα.
Μα το χώμα δεν μιλά.
Κι αυτό ήταν όλο ό,τι επόθησε
σαν έλεγε πως ζούσε.
Γιατί,
όσον παράξενο και να το πεις
τώρα γι αυτόνε άρχιζε η ζωή.
Η ΥΠΟΨΙΑ ΤΟΥ

Αληθώς η ημέρα ήτο ωραιοτάτη.
Ο ήλιος
όπως σπανίως εμφανίζεται ενεφανίσθη
και, αν επρόσεχε κανείς,
σαν κάτι νέον να υπισχνείτο.

Και εις αυτόν τουλάχιστον τίποτε δεν συνέβη.
Όμως τα μάτια του
κάτι σα μία διανόησιν αποκρύψεως συνέλαβον
και τα αυτιά του
σαν κάποια χαμόγελα γύρωθεν συνέλεξαν.

Ίσως αυτό να ήτο το υπεσχεμένο νέον
ή πάλιν να ήτο
μόνη η υποψία του.
ΞΕΡΩ

Για σας ξέρω πριν έρθετε
γι αυτό και σας καλωσορίζω πριν σας δω.
Ξέρω για σας πριν τα καλέσματα μου στείλουν
οι ανάπηροι αντάρτες 
πριν των νεκρών συντρόφων ο χαμός
ηχήσει άπνους
πάνω απ’ τη στάχτη των ιδανικών μας.

Για σας που πολεμήσατε
τον ίδιο εχθρό πριν από μένα
ξέρω πολλά:
ήμουν το βάρος στο σφυρί κι η κόψη στο δρεπάνι.
ΔΥΣΑΡΜΟΝΙΕΣ

Τι θες το γέλιο άνθρωπε
αφού δεν ξέρεις πότε
και πόσο πρέπει να γελάς…
τη λύπη άφησέ την
αφού λυπάσαι πράγματα
που λύπη δεν αξίζουν...

Χαρά, θυμό, αφοσίωση,
έκπληξη, αδιαφορία,
πέταξ’  τα αφού δεν έμαθες
σε ποιόνε να τα δείξεις.

Ύστερα τα Ιδια πρόσωπα
που τώρα αξιζουν τούτο
αύριο τ’ άλλο απαιτούν
και πάει πια χαμένο

κι άπρεπο μοιάζει όποιο πριν
αίσθημα είχες νιώσει.
Κάθισε μόνος στη γωνιά
του δωματίου σου κι άσε

ό,τι αισθάνεσαι, εκεί,
στους τοίχους να χτυπάει-
στο πάτωμα να σέρνεται
να πίνεται απ’ το χώμα.

Σάββατο 19 Μαΐου 2018

ΜΟΛΥΒΊ

Ξέρω: σε λίγο θα ροδίσεις τα σύννεφα
κι σ’ όλα γύρω σου ένα πορτοκαλί θα δώσεις χρώμα.
Ύστερα κόκκινο, πιο κόκκινο,
που λίγο λίγο αναιμικά θ' αδυνατίζει,
κι όταν τελείως πια θα ’χεις βυθιστεί
ένα μολυβί βαρύ.

Και ξέρω,
τ’ άλλο το πρωί τα ίδια τώρα ανάποδα θα κάνεις
καθώς θα ’ρχεσαι:
μολυβί, κόκκινο, πορτοκαλί
και πια άσπρο-αυτό το ανήλεο
εξονυχιστικά ερευνητικό
παμφάγο άσπρο.

Και κάθε μέρα πάλι τα ίδια...και τα ίδια...και τα ίδια...
Ίδιες ιδέες, ίδιες εικασίες, ίδια πράγματα.

Σε βαρέθηκα ήλιε.
ΜΙΚΡΟ ΠΟΙΗΜΑ

Πάνω στο γράμμα γράμμα
το πρώτο θα σβηστεί.
Πάνω στο θάμα θάμα
το ’να θα ξεχαστεί.

Πάνω στον πόνο πόνος
πα’ στον καημό καημός
διπλά μετράει ο πόνος
διπλά μετρά ο καημός.
Η ΥΠΟΣΧΕΣΙΣ

Ηπειλήθη σύρραξις εις το
εργοστάσιον.
Θα έθετον πυρ εις το
μηχανοστάσιον
αν κάποιος δεν ευρίσκετο να
τους ειπεί "θα γίνει!"

Αυτό το τέλος ήτο της βοής.
Δι εν έτος θα αρκέσει η υπόσχεσις.
Και τότε κάποιος άλλος θα βρεθεί
που νέαν υπόσχεσιν θα δώσει
ηχηροτέραν ίσως
της παλαιάς.

Η ΚΛΟΠΗ

Η αιωνία θύρα αιωνίως κλειστή
θα μένει
δια τον υιόν του μπακάλη μας
του Κλεομένη
που για να παίξει στα χαρτιά
αφήρεσεν από το ταμείον ένα
ποσόν-
όχι ένα χιλιόδραχμον πάντως
πάνω από μισόν.

Όμως όσον και αν
το χαρτοπαίζειν του ήρεσεν
δεν συγχωρείται ευκόλως
μία τοιαύτη κλοπή
και μάλιστα εις βάρος του
πατρός του.

Αν χρήματα ήθελε-
αν και αυτό είναι ντροπή-
και πουθενά αλλού δεν ηδύνατο
να έβρει
ας έβρισκε μίαν τράπουλαν να
μάθει
καθώς και άλλοι εις τα χαρτιά να κλέβει.
ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Δωμάτιο αγαπημένο
του έρωτά μου κόνεμα και καταφύγιο
του έρωτά μου του θερμού φωλιά
φωλιά του έρωτά μου του άγριου και του γλυκού
και του πικρού και του στιφού έρωτά μου 
δωμάτιο του έρωτά μου
με το μικρό κρεβάτι στη γωνιά
το κομοδίνο και τη σταχτοθήκη
το τραπεζάκι με το ράδιο
και την καρέκλα όπου έβαζε
και την καρέκλα όπου απίθωνε
και την καρέκλα όπου έβγαζε
τα ρούχα της η αγαπημένη
και κάθε μέρα έπρεπε άλλη καρέκλα
στη θέση της παλιάς να βάζω
γιατί εκείνη ή καίγονταν στην επαφή
ή πέταγε μαζί τους στα ουράνια.

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

 ΤΟ ΑΣΚΟΠΟ ΚΑΜΩΜΑ

To μεγάλο μυστικό καμώνονται πως αγνοούν οι ανθρώποι.
Τα βραδυνά χαρούμενες κάνουν βεγγέρες
την ημέρα εργάζονται, είναι πατέρες,
και μικροί σαν είναι παίζουν τόπι.
Κι ας τους το θυμίζουν όλοι γύρω τους οι τόποι
εκείνοι απαιτούν, επιβάλλονται με φοβέρες
παραφροσύνης περνάνε βέρες.
Έτσι κρύβουν το μεγάλο μυστικό oι ανθρώποι.
ΕΝ ΤΥΧΑΙΟΝ ΑΛΜΑ

Εις σε που θλίβεσαι εις την θέαν των ανθρώπων
και βαθέως αισθάνεσαι την οδύνην των οπάρθενων πια κοριτσιών
εις σε και μόνον δικαιολογείται
η απόκρυψις της χαράς
όταν έλθει.

Συ μόνο
που κάθε βήμα σου είναι πόνος
μπορείς την χαράν δια τον εαυτόν σου να κρατείς
όταν με εν τυχαίον άλμα της  σε φθάνει.

Επειδή γνωρίζεις καλώς
ότι ταχέως θα απέλθει
και ακόμα
ότι ουδείς την πρέπουσαν αξίαν θα της έδιδε
αν του την προσέφερες.
ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ

Στο μικρό το λιμάνι
ένα κότερο φτάνει
στο λιμάνι αράζει
την πόλη κοιταζει.

Με χαρωπά λικνίσματα
της στέλνει χαιρετίσματα
και στοργικά εκείνη
φιλιά γλυκά του δίνει.
ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ

Πώς διαλύει το βράχο
φουρνέλου φωτιά…
πώς δρεπάνι θερίζει
και σωρεύει σοδειά…

πώς φουρτούνα χιμάει
και χαλά το καράβι
και στης θάλασσας τ' άγρια
κρύα βύθη το θάβει…

κάστρο πώς αντρειωμένο
νερού κύμα γκρεμίζει:
έτσι χτύπημα μοίρας
τη ζωή μας τσακίζει.
ΜΥΓΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Απάνω στο βιβλίο μου
καθώς καθόμουνα στο ηλιοστάσι
μια μύγα ήρθε να διαβάσει.

Τα πόδια της ελύγισε
κι εστάθη λίγο έτσι διπλωμένη
στο διάβασμά της ξεχασμένη.

Κατόπιν εσηκώθηκε
και το σοφό της ξύνοντας κεφάλι
"θεέ μου", είπε, "τέτοιο χάλι

ποτέ δεν το περίμενα:
οι άνθρωποι μοχθούν να μάθουν ό,τι
για μας η γνώση ήταν η πρώτη".
ΑΦΡΟΣΥΝΗ

Το πλοίον τρέχει απτόητον απ’ τα κύματα.
Η θάλασσα ας γυρεύει θύματα
είναι καλά τριγύρω φυλαγμένο
με σίδερα φτιαγμένο.

Ο πλοίαρχος φλυαρεί με μια κυρίαν
οι ναύτες τραγουδούν στην πρύμνη
κι οι επιβάτες κάτω διασκεδάζουν.
Μ’ αυτό το πλοίον τίποτα δεν έχουν
να φοβηθούν-
είναι καλά τριγύρω φυλαγμένο
με σίδερα φτιαγμένο.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

Ανοίγω εργοστάσιο επειγόντως
και ψάχνω υπαλλήλους τίμιους όντως.
Δολάρια δίνω τρία κάθε ώρα
άνεργοι εδώ υπάρχουνε πληθώρα.

Κανένα δεν πιέζω. Αν θέλει μένει
αλλιώς στην ανεργία του πηγαίνει.
Αυτός αποφασίζει-ελευθερία
στη χώρα μας ανθεί την τεραστία.

Γυρεύω μεξικάνους δουλευτάδες
ινδούς και αφγανέζους θεριστάδες
γραικούς, πακιστανούς και πορτορίκους
ινδιάνους μελαψούς δουλοπαροίκους.

Δολάρια τρία δίνω κάθε ώρα.
Ετούτη εδώ η μεγάλη μας η χώρα
φτηνούς γυρεύει κι άφθονους εργάτες
με σίδερο το στήθος και τις πλάτες.

Κακότυχοι εμιγκρέδες σκοτωμένοι
ελάτε στη δουλειά μου τη στρωμένη
κι εγώ με τα λεφτά που θα σας δώσω
υπόσχομαι ξανά να σας σκοτώσω.

Καινούργιο εργοστάσιο ανοίγω
κι ενώ θα θησαυρίζω λίγο λίγο
θα έχετε και σείς εδώ και τώρα-
σκεφτείτε-τρία δολάρια την ώρα.

Σκουπίδι ευτελές αυτού του τόπου
ξεσκλίδι, παραμάζεμα τ' ανθρώπου
στην έτοιμη δουλειά μου σε φωνάζω
και μέσα σ' εργοστάσιο σε βάζω.

Και βρώμικο παιχνίδι εγώ δεν παίζω.
Ζητάω μα κανένα δεν πιέζω-
στη χώρα μας αυτή την τεραστία
πρωτόγνωρη ανθίζει ελευθερία.
Η ΒΑΡΚΟΥΛΑ

Μια βαρκούλα. Και τριγύρω της τα κύματα.
Πώς ν' αντέξει τέτοια η άμοιρη χτυπήματα.
Όσοι οι άνθρωποι και τόσα ανοίξαν μνήματα.
Μια βαρκούλα. Κι από πάνω της τα κύματα.
Ο ΚΡΙΤΗΣ

Κριτή εσύ που κρίνεις τα γραφτά μου
να ξέρεις ότι δε θα σκοτιστώ
αν άξιο συ μου κρίνεις το μιστό
ή με μανία τα πατήσεις χάμου.

Δε γράφτηκαν για σένα όλα τούτα.
Ανάγκη είχε για δόσιμο η ψυχή
και τα 'δωσε ως πιστός την προσευχή
κι όπως το δέντρο ξεχειλίζει φρούτα.

Γι αυτό κριτή σου λέω πως δεν αξίζει
με τέτοιες ιστορίες ν' ασχοληθείς`
και κάνε όπως κάνει ο καθείς
που βλέπει, προσπερνά και δεν αγγίζει.

Προσπέρνα. Μα σκοπό τέτοιο αν δεν έχεις
πρόσεξε-στ' άγγιγμά τους θα καείς.
(κι αν όχι τότε είσαι αδαής
και πάλι πρέπει απ' αυτά ν' απέχεις).
ΣΤΑΡΙ ΣΤΟ ΣΑΚΚΙ

Τόσο πολλά είναι μέσα στον μικρό χώρο
και τόσο κοντά το ’να στ’ άλλο
τα πριν τόσο απλωμένα  που,
ασυνήθιστα σ’ αυτό
ασφυκτιούν. 
Η μέσα τους ζωή πιεσμένη έτσι
Κινδυνεύει όλη κλείσιμο να γίνει και υπομονή.

Ν’ αγαπιούνται όμως έμαθαν εκεί
χωρίς υπεκφυγές. Αλλιώς
θα ξέφευγαν από την ηρεμία του κέντρου τους
και θα έμεναν χωρίς ελπίδα
κάποτε 
σε πεδίο πλατύ να ριχτούνε,
και με της γης την ευλογία, το πράσινο
που τώρα σαν σε όνειρο κατέχουν
να φανερώσουν.

ΟΤΑΝ

Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού το δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς ακόμα να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι
για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.

Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ’ αφήνουνε να μείνεις.

Για δίκαιο μη μιλήσεις-
για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στη μάχη.
Τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τόνε θυμώσει τον εχθρόν που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.

Και ξέρεις δα οι νικητές τι εύκολα θυμώνουν.

Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

ΠΕΡΙΤΤΕΣ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΕΙΣ

Την οργή θα μοιράσει σ' αδιάβατα μέρη
κανείς που δεν ξέρει
και σκότος θα βάλει στο φως του ηλίου
μηνός Ιουλίου.
Ακτίνα μιλίου
θα ναρκοθετήσει εδάφους φιλίου.
Σ' αθώου το χέρι
ματωμένο θα βάλει από φόνο μαχαίρι.

Με μύρα της λύπης χαρές θα μυρώσει
και δόξα θα δώσει
σ’υπάρξεις μωράς, ταπεινάς κι αδεξίας-
σ' υπάρξεις γελοίας.
Σ' αδόλου φιλίας
το φάσμα θα πέμψει υστεροβουλίας
και θα καμαρώσει
τον κόσμο του γήινου που μοιάση έχει τόση.

ΩΡΕΣ ΘΑΝΑΤΟΥ

Σαν ένα σύννεφο που μόνιμα θα μείνει
σα δέντρο που απ' τη ρίζα έχει κοπεί
έτσι μας πλησιάζει η ώρα εκείνη
και μας τυλίγει η κρύα της σιωπή.

Σαν ορφανή να 'χει απομείνει η Πλάση
κι ο ήλιος δίχως λάμψη και φωτιά
και μαραζώνεται κι έχει δειλιάσει
κι η πιο άβουλή μας αποκοτιά.

Και να την! Φτάνει η ώρα. Όπου να 'ναι
θα σωριαστεί το δέντρο. Κι ο ουρανός
απ' όσα τώρα μας χαρίζει δώρα
θα μείνει ανεπίστροφα κενός.
SUNFLOWERS, MUNICH,
NOUE PINAKOTEK
(Van Gogh)

Ποιος μας ζωγράφισε πικρός ζωγράφος
κι είναι τα φύλλα μας κιτρινισμένα
κι έτσι κειτόμαστε σαν πεθαμένα
κι είναι το βάζο μας πικρό σαν τάφος;

Εμάς που στρέφαμε τα πρόσωπά μας
στο μέγα του ήλιου πυρρό στεφάνι
τώρα ένα μαύρο πικρό μελάνι
κλέβει το γέλιο μας και τη χαρά μας.

Μα ο μεγάλος μας καημός και θλίψη
είναι για σέναν ζωγράφε-πλάστη:
σ’ αυτόν που έτσι μας εφαντάστη
θα ’χουνε κι έρωτας κι αγάπη λείψει.


“ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΟΙΗΤΕΣ!”

-Πώς λέγεται ο πελάτης σας;
-Ιησούς.
-Κι ο τόπος του καταγωγής;
-Η Ναζαρέτ.
-Τ’ όνομα του πατέρα του;
-Ιωσήφ.
-Και επαγγέλλεται;
-Ποιητής

-Κύριε Ιησού λυπάμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Έχουνε τόσο διάφορες ιδέες από μας…
Καλά είμαστε τακτοποιημένοι
με τα εργοστάσια
με τα όπλα
με τις μηχανές μας.
Κύριε Ιησού λυπάμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Εχετε τόσα εναντίον σας...
Θέλετε ν’ αγαπάει ένας τον άλλο-
πώς θ’ αγαπήσω κάποιον
που θέλει να μου πάρει τα λεφτά
(αλήθεια επισκεφτήκατε ποτέ σας
ψυχολόγο;)

Ακόμα λέτε… για να δω…
Α! Ναι! Μακάριοι οι πτωχοί...
με συγχωρείτε που γελώ
συνήθως ξέρετε είμαστε ευγενέστατοι εδώ…

Κύριε Ιησού λυπάμαι-
θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.

Πάρτε τον!
Ο στρατιώτης
θα σας διαβάσει τα δικαιώματά σας.
Σε μας
και οι φυλακισμένοι έχουν, κύριε, δικαιώματα.
Πηγαίνετε.
Περνώντας από τη Γεθσημανή μπορείτε αν θέλετε
να κάνετε ένα τηλεφώνημα.
Δε θέλουμε ποιητές.
TO ΚΟΜΜΑΤΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ

"Παρ’ το μαχαίρι!
Κόψ’ του το κεφάλι!
Χώρισ’ το από το σώμα που γυναίκα
καμιά να το χαρεί δεν είχε αφήσει
αφότου έχασε την Ευρυδίκη.
Κόψ’  το!
Βαθιά του χώσε το μαχαίρι!
Και μες στην κίνησή σου όλη βάλε
την πίκρα που μας είχε ποτισμένες:
να φεύγει μακριά μας
λες κι από μας καμιά γυναίκα η Κύπρι
με σώμα ωραίο δεν επροίκισε
και δεν της έχει δώσει τέχνες
και νάζια της γλυκιάς αγάπης.
Βάλε στο χέρι την εκδίκησή μας
γιατί απρόσεχτες μας είχε αφήσει.
Απρόσεχτη να μένει η γυναίκα...
και πώς ο κόσμος μας θα προχωρήσει;
πώς τ’  άλλο το πρωί θα έβγει ο ήλιος;
πώς θα λαλήσει στο κλαρί τ’ αηδόνι;
Χτύπα λοιπόν! Του πιάνω τα μαλλιά του
και τούτη βάνω τη μεγάλη πέτρα
κάτω απ’ τον ασπροκέρινό του το λαιμό. 

Α! Έτσι μπραβο!
Να λοιπόν η κεφαλή σου
που τέτοια σου  λεγε να πράττεις έργα.

Χείλη αφίλητα...
μαλλιά και στήθη αχάϊδευτα απ’  του έρωτα το χάδι...
Τι να σας πω;..
Να πάτε να χαθείτε;
Χαμένα ήσασταν και πριν και τώρα.
Χαμένο ό,τι δε βρίσκει την αγάπη.

Δος το μαχαίρι.
Βγάλ’ του το μανδύα-όσα κομμάτια του  χουν απομείνει
από το ξέσχισμα που με τα νύχια του εκάμαμε
όσο ακόμα ζούσε.
Γύμνωσ’ το στήθος του που σαν μια πέτρα
έχει αναίσθητο πια τώρα μείνει.
Γύμνωσ’ το να το δούμε τώρα κάνε
γιατί τις πλάτες του ξέραμε μόνο.
Γύμνωσ’  το στήθος του να το ξεσκίσω
και να του ξεριζώσω την καρδιά... 
Καρδιά κι αυτή... κρυότερη απ’  το χιόνι...
Βράχος αν ήτανε θα με κοιτούσε
όταν γυμνή εφάνηκα μπροστά του
τάχα τα ρούχα μου πως είχα χάσει.

Τρίχες πυκνές... κατάμαυρες... λες θέλουν
και πεθαμένον να μας τόνε κρύψουν...
Πάρε το χέρι σου από κει…
Να! Πάρ’  την πρώτη!
Να και τη δεύτερη!
Να και την τρίτη!
Μία για κάθε όχι σου σε μένα.

Ζεστό κι αχνίζει το κορμί του ακόμα… 
Ζέστα κι αχνός που όσο κι αν ποθούσα
δεν μπόρεσα ποτέ μου να τα νιώσω.
Πάρε και τούτη! Αντίσταση πια τώρα
δε θα μου φέρεις. Ότι θέλω κάνω
απάνω στο δικό μου πια κορμί σου.

Να η καρδιά...
φέρε και το κεφάλι...
Ας γίνουνε ψαριών τροφή τα δυο τους 
στη θάλασσα-στο κύμα τα πετάω..."
ΕΡΩΣ ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΟΣ

Μια τέτοιου είδους ταραχή
πρώτη φορά τη νιώθει...
Τι χτύποι εκείνοι της καρδιάς!
Τι χλώμιασμα! Τι μέθη!
Πώς γίναν κρύα τ’  άκρα του!
Πώς τόνε πήρε η ζάλη!..

Και τέλος όταν μπόρεσε
πάλι να κυριαρχήσει
στον εαυτό του-τι αλλαγή
μέσα του είχε γίνει-
πώς ο έρωτας τον έκανε
παντοτινό του σκλάβο!

Τρίτη 15 Μαΐου 2018

ΘΕΑΤΡΟ

Στο θέατρο πηγαίνουμε να βρούμε
τον κόσμο που θα έπρεπε να ζούμε-
τον κόσμο το σωστό, δίχως ψέματα,
γυμνόν και βουτηγμένον στα αίματα.

Η εικόνα η ζωντανή μας συναρπάζει
κι εντός μας λεωφόρους νέες χαράζει-
για μια ζωή με δίχως προσχήματα
το θέατρο μας δίνει μαθήματα.

Μα τίποτα με τούτο δεν αλλάζει.
Ανέκκλητα η Μοίρα μάς αρπάζει
τα όποια του θεάτρου ωφελήματα
καθώς ναυαγισμένους τα κύματα.

Και πριν από την αίθουσα να βγούμε
το όποιο μάθημά μας ξεχνούμε:
στα ένοχά μας λάμπουν τα βλέμματα
τα ίδια θλιβερά προμαντέματα.
ΤΟ ΛΑΜΔΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

Οι εύφορες ώρες στης λήθης πετούν τα φτερά
και μέσα τους όλα γαλήνη και φως και χαρά.
Μαζί τους πετά η ψυχή στα ουράνια
και λουζεται ο νους σ' υψηλών ηδονών συντριβάνια.

Στις εύφορες ώρες πώς όλα ωραία και καλά!
Πώς ήρεμα έτσι ο πλάνος ο χρόνος κυλά!
Πώς έτσι μας δένει γλυκά η αυταπάτη
που λες "γιατί ψάχνω να βρω ευτυχία αφού να τη!"

Πώς θάρρος οπλίζονται οι σκέψεις οι πρώτα δειλές!
Πώς όλες ακέρια ξοφλούνται οι παλιές οφειλές!
Πώς κάθε μας πρόβλημα βρίσκει μια λύση
χωρίς περιττές διαφωνίες κι ανώφελα μίση!

Και μέσα σε τέτιας μιας μέθης το λάγνο φιλί
κανείς δεν προσέχει-και βέβαια τι ωφελεί-
το μαύρο κοράκι του μαύρου θανάτου
που ωραία φωλιάζει στης Λήθης το λάμδα αποκάτου.
ΝΑ ΧΩΡΙΖΟΥΝ

Του χωρισμού των έφθασεν η μέρα.
Αδύνατον να πάνε παραπέρα.
Το ένιωθαν καλά-το τέλος είχε φθάσει.

Χωρίσανε το βράδυ με αοριστίες
για την συνάντησιν την επομένην
"τηλέφωνο θα πάρω κάποια μέρα..."
"θα περιμένω-ναι-εξάπαντος..."

Μα ήξεραν πως έλεγαν κενά-
ούτε αυτός θα έπαιρνε, ουτ’ εκείνη
στ’ ακουστικό θ’ ανέμενε όπως πρώτα.

Είναι μια μέθοδος καλή κι αυτή
γι ανθρώπους ευαισθήτους
να χωρίζουν.
Η ΜΟΥΣΙΚΟΥΛΑ

Όταν το σούρουπο μεστώνει
και πριν ακόμα γίνει βράδυ
τις θείες νότες της απλώνει
μια μουσική γλυκιά σα χάδι.

Πέφτει απαλά σαν τη δροσούλα
μες στη σιωπή της γειτονιάς μου
καθώς ανέγγιχτη νυφούλα
σε γιορτινό κρεβάτι γάμου.

Και με τρυπά σα νοσταλγία
και με πονεί σαν ερωμένη
η μαγική της μελωδία
που στον αέρα είναι χυμένη.

Μήπως του Πάνα η φλογέρα
και του Απόλλωνα η λύρα
ξεπροβοδίζουν την ημέρα
χαρίζοντάς της τέτοια μύρα;

Μήπως σε με που δεν με ξέρει
τη θαλπωρή από το θέρο
και τη γαλήνη από τ’ αστέρι
στέλνει η καλή που δεν την ξέρω;

Ή μην ο αγέρας απ’ τα μάκρη
σοφός ως έρχεται του κόσμου
του ταξιδέματος το δάκρυ
και τη χαρά σταλάζει εντός μου;

Α! Του σπανίου τους του κάλλους
γνώστες αυτοί δεν ειν’ οι ήχοι
από ποιητές φύγαν μεγάλους
κι ήρθαν σε με να γίνουν στίχοι.

Δευτέρα 14 Μαΐου 2018

Ο ΕΛΑΣΣΩΝ ΠΟΙΗΤΗΣ

Σαν τους αρχαίους έλληνες έχει κι αυτός υψώσει
έναν βωμό στη μέγιστη την άγνοια του την τόση.   
Έναν βωμό που τον κρατεί μες στην ψυχή βαθιά του.
Έναν βωμό στο Άγνωστο και Μέγα ποίημά του.

Υπάρχει ο άγνωστος θεός. Όλα μου το φωνάζουν
και όλοι οι άλλοι του θεοί το δρόμο του ’τοιμάζουν.
Ξέρει, σε κάποιο γύρισμα του βίου του του φαύλου
θα  γροικηθεί λυτρωτική η φωνή του Θείου Σαύλου.
ΕΙΣ ΝΕΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ

"ΕΙΣ ΝΕΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ"
ήτο η αφιέρωσις.
Και πάντοτε δι εμέ αναπάντητον το ερώτημα θα παραμένει :
το "ΝΕΟΝ" ή το "ΓΕΡΟΝΤΑ"
είναι το ουσιαστικόν;

Τινές υποστηρίζουν ότι ανάξιον λόγου το θέμα είναι.
Θαυμάζω την αξιολύπητον πεποίθησίν των
(τουλάχιστον δεν αγωνιούν).
Όμως εγώ να διερωτώμαι δεν θα παύσω
διότι όσον και να ειπείς
και αι δύο εκδοχαί είναι πιθαναί:
και νεαρούς, την ψυχήν γέροντας,
ευρίσκεις,
και νεαρούς την ψυχήν,
γέροντας,
ομοίως.
ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗ

"Στον ίδιο παρονομαστή".

Ποτέ δεν είχε νοιώσει τι εσήμαινε
η έκφραση αυτή. Σήμερα μόνο
και μόλις σήμερα ένιωσε τον πόνο
που στη φωνή εξεχώριζεν εκείνων
όταν τη φράσιν εξεστόμιζαν αυτήν.

«Στον ίδιο παρονομαστή!»
κατάλαβε τουλάχιστον
μια φράση παραπάνω τι σημαίνει.
Είναι και τούτο κάτι
για όσους βρίσκονται ανελέητα
στον ίδιο πάντα παρονομαστή.
ΤΟ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ Ο ΑΤΣΑΛΙΝΟΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ

Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ’ ατσαλένια
και με το χέρι εχάιδεψε τ’ ατσάλινά του γένια.
Τ' όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.

Κι ως το ’δε ο γίγας τ’ ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσε η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ’ του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.

Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Η ΚΑΡΦΙΤΣΑ

Θα 'ταν τριανταπέντε πάνω κάτω
κι ήτανε τα μαλλιά της άνω κάτω
καθώς τα εφυσούσε ένας αέρας
ζεστός από τη ζέστα της ημέρας.

Μιαν άσπρη οδηγούσε Μαζεράττι
και δίπλα μου το ρεύμα την εκράτει
της κίνησης στη SHERMAN HIGH WAY
επάνω σε μιαν άσφαλτο που καίει.

Στο σπορ της το αμάξι ήτανε μόνη
και είχε το 'να χέρι στο τιμόνι
και τ' άλλο απλωμένο προς το μέρος
του στήθους όπου εδράζεται ο έρως.

Εκεί ματαίως απ' ώρα προσπαθούσε-
μπροστά ενώ το δρόμο εκοιτούσε-
να βγάλει απ' τη φαρδιά της τη μπλουζίτσα
μια ολόχρυση απαστράπτουσα καρφίτσα.

Που όμως συνεχώς αντιστεκόνταν
ξεμάκραινε, διπλώνονταν, κρυβόνταν.
Κι εκείνη εσυνέχιζε την πάλη
κρατώντας πάντα ίσια το κεφάλι

και, θε μου, με μιαν έκφραση απλωμένη
στο πρόσωπο, καθώς γαληνεμένη
μια θάλασσα μετά την τρικυμία
που πλήρως ηρεμεί, ή σαν καμία

γυναίκα που αναλώθει όλο το βράδυ
στου έρωτα τη φλόγα και το χάδι-
που ολόκληρη εδόθη στα σκοτάδια
κι η μέρα τήνε βρήκε τέλεια άδεια.

Σου εύχομαι κυρία να μπορέσεις
το κόσμημα επιτέλους ν' αφαιρέσεις.
Αν μείνει, με τη λάμψη του την τόση
ποιος ξέρει τι κρυφό θα φανερώσει.

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Η' ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ!
(της ξενιτιάς)

Στην ανοιχτή τη θάλασσα!
Στη γαλανή παντάνασσα!
Εκεί! Εκεί ας πάμε!
Μ' αυτή-μ' αυτή ας μεθάμε!
Στους ψαράδες! Στους ψαράδες!
Κάθε ψάρι δέκα Ελλάδες.

Στην πρώτη την κοιτίδα μας!
Στη μοναχή πατρίδα μας!
Κοντά της ας βρεθούμε!
Την άρμη της ας πιούμε!
Στων κυμάτων της τα τόξα-
κάθε κύμα και μια δόξα.

Στης θάλασσας τα κύματα!
Στα γαλανά της μνήματα!
Ας τρέξουμ' εκεί πέρα!
Στο λεύτερον αέρα!
Αυτή ψυχή μας όλη-
χωριό, αυλή, περβόλι…
ΕΑΣΟΝ

«Έαρ: άνοιξις.
Έασον: προστακτική του ρήματος εάω-εώ.
Τηλικούτος…»
Έκλεισε το βιβλίον.
Αυτό το «έασον»
πολύ του ήρεσεν.
Αληθώς
ήτο ό,τι επί τόσον χρόνον ανεζήτει.
«Αφήνω» δεν του ήτο αρεστόν.
Μα «έασον» θαυμασίως ήρμοζεν εις πάντα.

Κατά πρώτον έασε τον θεόν
(τούτο αρκούντως τον εδυσχέρανε).
Τα υπόλοιπα ήσαν εύκολα:
έασεν τα μαθήματά του (πολύ τον εβασάνιζαν)
έασεν τον θάνατον,
τας συνηθισμένας ηδονάς,
την συνείδησίν του.

Τίποτε πλέον δύσκολον δεν ήτο
με την θαυματουργόν αυτήν λέξιν οδηγόν.
Διότι την ησθάνετο ιδικήν του
και ως εκ τούτου την εχειρίζετο
όσον ουδείς θα ηδύνατο
αποτελεσματικώς.
ΚΟΜΟΤΗΝΗ

Όταν του στείρου πέλαγου των πόθων η πλημμύρα
μα τα μικρά της κι ύπουλα με ζώνει κυματάκια
μονάχος βγαίνω στα στενά κι ανήλιαγα δρομάκια
της πόλης όπου άγνωστον με πέταξεν η μοίρα.

Καθώς τα μάτια δω και κει μηχανικά γυρίζω
κάτι μορφές βλέπω θολές στα τζάμια να κολλάνε
και μ' ένα βλέμμα ανέκφραστο τους δρόμους να κοιτάνε
λες και μαγνήτης τις τραβά το χρώμα τους το γκρίζο.

Σαν ζωγραφιές νοσταλγικές μοιάζουν και λυπημένες
που ο χρόνος τους επέρασε κι είναι μισοσβησμένες.
Και τόσο είναι θλιβερές που λες πως όταν βρέχει
δεν είν' οι στάλες της βροχής στα τζάμια που κυλάνε
αλλά το δάκρυ απ' τα σβηστά τα μάτια τους που τρέχει
καθώς αυτές ανέκφραστες τους δρόμους τους κοιτάνε.
Τ’ άσκεφτα

Βγαίνοντας για τον βραδινό περίπατο ξαφνιάστηκα.
Τι ’ναι αυτό το υγρό
που πέφτει σε σταγόνες γρήγορες
συμμετρικές
τόσο κοντά τη μία με την άλλη
και δεν αφήνει άβρεχο τίποτα;
Που ο θόρυβος που κάνει
χτυπώντας στα γερτά τα κεραμίδια,
στις ψυχές,
στα κόκκαλα, στο χώμα,
μοιάζει με μούρμουρο λυπητερό-
μοιάζει σαν θρήνος τ’ ουρανού
σαν αστρομοιρολόγι;..

Βέβαια δε θα βγει ο ήλιος πια ποτέ-
αυτό το ατέλειωτο υγρό τον έχει σβήσει.
Κι όπως νυχτώνει και δε βλέπω ούτε φεγγάρι
λέω θα το ’σβησε κι αυτό.
Τι να ’ναι το υγρό αυτό που εσκαρφάλωσε κει πάνω
και ποιος υπομονή τόσο μεγάλη έχει
σε τόσες στάλες να το ξεχωρίζει;

Ο εγγονός μου όταν τον ρώτησα
μου ’πε αμέσως: "Βροχή παππού-βρέχει."
Α! Τ’ ασυλλόγιστα-
τ’ άσκεφτα νιάτα!...
ΝΑ ΤΑ ΦΥΛΑΤΕ

Όταν δειτε ένα κομμένο
άνθος κάτω πεταμένο
μη καλοί μου το πατήστε
κι ούτε κάτω να τ’ αφήστε.

Και τα δυο τα χέρια απλώστε
στοργικά να το σηκώστε
και να το ’χετε μαζί σας
σαν χαρά και σα γιορτή σας.

Κι αν σας βρουν κακές ημέρες
κι αν η βάρκα βγει σε ξέρες
κι αν σας θλίβουν όλοι οι τόποι
κι αν σας διώχνουν οι ανθρώποι

τότε βγάλτε και μυρίστε
το λουλούδι-θ’ απορήστε
πώς λησμόνια και γαλήνη
ένα ανθάκι τόση δίνει.

Και οι πόνοι σας θα γιάνουν
και οι θλίψες θα μαράνουν
και θα γίνουν ευωχία
τ’ άσημά σας τα ψιχία. 

Σημασία λίγη δώστε
κι ό,τι λέω φίλοι νιώστε:
μη τ' ανθάκια τα πετάτε-
στην ψυχή να τα φυλάτε.

ΕΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Εγνώρισα το θάνατο
στο ποδοβολητό των σπίνων του Ιουνίου.
Εγνώρισα το θάνατο
στις κρύες νύχτες του χειμώνα
στις ζεστές μέσα νύχτες του καλοκαιριού.
Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στα πράσινα φύτρα των πρώτων σκίνων
μέσα στα μάτια πληγωμένου ελαφιού
μέσα σε καλοκαίρια ολόκληρα βουτηγμένα σε άσκοπον ιδρώτα
μέσα σε νερά γαλήνια 
νύχτα ανάστερη
το σοβαρό και αμέτοχο πρόσωπό του μου γελούσε.

Εγνώρισα το θάνατο
στα επιφωνήματα των άστρων όταν πέφτουν
στο κρυφομίλημα παρθένων
στο γέλιο των πορνών.
Κατω από λέξεις χωματένιες
βαριές ακόμα από σίδερο και ιλύν
εγνώρισα το θάνατο.

Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στου πέπλου της σιωπής τις παχιές δίπλες
μέσα στην άτολμην οργή και την αμηχανία
μέσα στην πλήρη επάρσεως άρνηση
στην τυφλή μέσα κατάφαση και την υπακοή.

Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στων αηδονιών το γλυκολάλημα
μες στην καρδιά και μέσα μέσα
στις έλικες τις ευφυείς του εγκεφάλου.
Μέσα κι ανάμεσα σε δυο κορμιά αγκαλιασμένα
εγνώρισα το θάνατο.

Εγνώρισα το θάνατο μέσα στο μέγα άδειο
της ώρας που ο ύπνος του μεσημεριού χωρίζει από το σώμα.

Μες στων παιδιών το βύζαγμα-στο δέσιμο χειλιών και ρόγας
εγνώρισα το θάνατο.
ΌΠΟΥ ΜΑΣ ΠΑΝΕ

Χωρίς ν’ ανήκουμε σε μια ομάδα
χωρίς κουρτίνες στα μάτια εμπρός
της σκέψης άσβηστη πάντοτε η δάδα
το δόγμα αιώνιος για μας εχθρός.

Χωρίς δεσμεύσεις και παραζάλη
το δρόμο παίρνουμε τον καθαρό
κι αν λάθος κάνουμε πάλι και πάλι
δρόμο αλλάζουμε με τον καιρό.

Πολλές προτάσεις να ενταχτούμε
σε κάποια φόρμα ελκυστική
στραβά τα ίσια για να δεχτούμε,
δίκαιον όποιον μας αδικεί.

Όμως αδούλωτο το πνεύμα να ’ναι
άλλη ωραιότερη δεν ειν’ χαρά.
Λεύτεροι να ’μαστε κι όπου μας πάνε
τα όνειρά μας τα καθαρά.

ΌΛΑ ΦΘΟΡΑ

Ατέρμονη ρουτίνα στη δουλειά
κάποτε κάποτε μια αγκαλιά
αγώνας άγχος και φασαρία
η ίδια πάντοτε ιστορία.

Από το λίκνο κι ως τη θανή
χαρά κι ελπίδα δε θα φανεί
ο βίος είναι μονάχα πόνος
και μόνος ο άνθρωπος-μόνος-μόνος.

Μικρά μεγάλα όλα φθορά
κι όλα πουλιούνται στην αγορά
βιασύνη, ζήλεια, αιδώς, βλακεία,
όλα στο κόστος-μικρή αξία.

Και προχωρούμε χωρίς σκοπό
προς δύο μέτρα χώμα νωπό
κι όλη η ζωή μας μία οδύσσεια
από τη μήτρα στα κυπαρίσσια.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

ΔΕΥΤΕΡΑ

Κάθε Δευτέρα στη δουλειά πηγαίνοντας φοβάμαι
για το ρεπό της Κυριακής πως πρέπει να πληρώσω
πως λόγο σ' έναν άτεγκτο κριτή πρέπει να δώσω
για δύο ώρες πιο πολύ που, Κυριακή, κοιμάμαι.

Αφήνοντας απείραχτα τα δυο βρασμένα αυγά μου
νωρίτερα από άλλοτε εις τη δουλειά πηγαίνω
και τη φωνή του διευθυντή ν' ακούσω περιμένω
ενώ σωροί από χαρτιά στοιβάζονται μπροστά μου.

Μα ως πάντοτε και σήμερα τίποτα δε συμβαίνει
η μέρα όσο προχωρεί σαν πάντοτε βαραίνει,
σαν πάντοτε λαλίστατο έρχεται το γκαρσόν
κι απ' το γραφείο το διπλανό θ' ακούσω όπου και να 'ναι
τον ήχο που στο πάτωμα κάνει το τιρμπουσόν
όταν, αφού ανοίγουνε τις σόδες, το πετάνε.
    ΓΚΡΙΖΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

Στου παλιού σταθμού την άκρη περιμένοντας το τρένο
δύο άθλιους κοιτάζω νυσταγμένους επιβάτες
στις βρεγμένες τις καρέκλες να κουρνιάζουνε σα γάτες
και τις ράγες να κοιτάνε μ' ένα ύφος λυπημένο.

Έχουν ρούχα λερωμένα με βρωμιές κάθε λογής
και τ' αδύνατά τους πόδια στο μπετόν γυμνά πατάνε-
εν' αγίνωτο καρπούζι τώρα βγάζουνε να φάνε
(δυνατά για να τ' ανοίξουν το χτυπάνε καταγής).

Σαν τελειώσουν το φαί τους, με ζουμιά περιχυμένες
μόνο φλούδες μένουν κάτω μέχρι έξω φαγωμένες
ενώ γρήγορα στον ύπνο χορτασμένοι αυτοί το ρίχνουν.

Κι έτσι ως βαριά κοιμούνται οι δεξές γροθιές τους δείχνουν
του ενός προς άδικο έναν ουρανό με χρώμα γκρίζο
και του άλλου προς εμένα πούρο Αβάνας που καπνίζω.
ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ

-Σύννεφο συννεφάκι μικρούλι, λευκωπό
πώς βρέθηκες μονάχο στον γαλανό ουρανό
και πας με τ’ αγεράκι που πνέει απαλό
και μια φτερά αγγέλου θυμίζεις, μια σταυρό;
Γωνιά καμιά δεν έχεις-σκιά για να σταθείς
ο ήλιος θα σε κάψει-θα σβήσεις-θα χαθείς.

-Αφού εν’ αδέρφι βρήκα στης γης την απλωσιά
χαρά δε θέλω άλλη-δε θέλω άλλη δροσιά.
Και τόπο αν κανένα δε θα ’βρω να σταθώ
κι αν σβήσω κι αν διαλύσω, ποτέ δε θα χαθώ:
η έγνοια στη φωνή σου κι η ζέστα στη ματιά
παντοτινή μου ασπίδα στου χρόνου τα σπαθιά.
ΤΟ ΚΕΡI

Θα πήγαινε ν’ ανάψει ένα κερί.
Το ύφος του θα διόρθωνε εις συντετριμμένον
με βήματα μικρά θα έμπαινε, διστακτικά
και με σκυφτό κεφάλι.
Θα έκανε μια κίνησιν φιλήματος
προς την εικόνα-
όμως χωρίς να ακουμπήσει στο γυαλί-
μετά δυο τρία βήματα οπίσω
κάνοντας ταυτοχρόνως το σημείον του σταυρού.

Ύστερα ήταν το κερί. Για να τ’ ανάψει
σήκωμα του κεφαλιού (να μην καούμε κιόλας)
στερέωσις του κεριού στο μανουάλι
κι υπόκλισις μετρία προς το ιερόν.
Σ’ αυτήν τη στάση πέντε ως δέκα δευτερόλεπτα
με το σιαγόνι ν’ ακουμπά στο στέρνον
κι ύστερα έξοδος ως είχε μπει
αθορύβως.

Μα το κυριότερον είναι το πρόσωπο να κρύβονταν.

Α! Να! Θα πήγαινε την ώρα
που το σκοτάδι πέφτει λίγο λίγο
ενώ τα φώτα δεν ανάβουνε ακόμα.
Στο μισοσκόταδο
το πρόσωπο σχεδόν καθόλου δε θα φαίνονταν.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΥ ΕΙΚΟΣΑΧΡΟΝΟΥ EN
AMEPIKH ΕΛΛΗΝΑ

Κοιτώντας στον καθρέφτη τελευταία
θαρρώ πως άνθρωπος τόσο δε μοιάζω-
πως διαφοροποιούμαι-πως αλλάζω
πως πρόσωπο και σώμα φτιάχνω νέα.

Σαν ο καθρέφτης το κορμί μου να 'ναι
και μ' αριθμούς και γράμματα γεμίζει
κι η όψη μου που Ουάσινγκτον θυμίζει
χλευάζει τους ανθρώπους που πεινάνε.

Νομίζω γίνομαι όπως με βλέπουν
όσοι εδώ, σ' αυτήν τη χώρα, ζούνε-
αυτό με πάθος που όλοι τους ζητούνε
και που όλα τους σε κείνο αποβλέπουν.

Ναι. Πράγμα θα ’μαι αύριο μεθαύριο.
Σε μία χώρα που για να υπάρξεις
την ύπαρξή σου πρέπει ν' αποτάξεις
Παράς θα γίνω-χρήμα-ένα δολάριο.
ΣΩΒΙΝΙΣΜΟΣ

Καινούργια ποιήματα με δανεικό μολύβι περσικό.
To μαύρο του μελάνι άραγε ποιο κρύβει μυστικό
και τι μας φέρνει από τη μακρινή πατρίδα
του Ξέρξη, του Οροφέρνη και του Δάτι και του Μίδα...

Ίσως ανάμεσα στους Πέρσες που πολέμησαν στις
Πλαταιές
να βρίσκεται κι ο πρόγονος (κι ας πέρασαν τόσες γενιές)
του πέρση που στο μαγαζί του τα μολύβια αυτά πουλάνε-
αφήσαμε και μερικούς ζωντανούς πίσω να πάνε.

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΜΑΣ ΗΘΕΛΑΝ

Οι άλλοι μας ήθελαν δικούς τους
αλλιώς δε θα μας δίναν τόπο να σταθούμε
γη να πατήσουμε.
Έτσι και μεις εκάναμε πως είμαστε δικοί τους
σηκώναμε ψηλά τα χέρια και φωνάζαμε "ωσαννά"
και "αλληλούια" και "δόξα Σοι ο θεός"
ενώ μέσα στα χέρια μας
κρατούσαμε τη σάρκα ο ένας του άλλου.

Πηγαίναμε στα μέρη όπου συχνάζανε
και λέγαμε μαζί τους "τι καιρός!"
"λέτε να πέσει η κυβέρνηση;"
ή το πολύ "απόψε δεν αισθάνομαι καλά".
Μα τα κρυφά μας λόγια απλώνανε τα χέρια κι
αγκαλιάζονταν
και πάθιαζαν μες στο ζεστόν αέρα τους
σα γλώσσες σε φιλί στόμα με στόμα.

Ύστερα
βράδυ
φεύγαμε λέγοντας "πάμε για ύπνο"
και σίγουρο είναι πως κανένας ούτε τότε
δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί
πως ίσως δεν πηγαίναμε να κοιμηθούμε
αλλά για κάτι που ας τ’ αφήσουμε ανείπωτο
γιατί δεν ξέρουμε κι εμείς ακόμα
πώς τέτοιαν άφεση
με λόγια έστω εαρινά
να περιγράψουμε.
PACK RAT

Είμαι ο Pack Rat εγώ, ο μαζευτής.
Ό,τι κι αν βρω που μ αρέσει, ευθύς
το παίρνω και το πάω στη φωλιά μου-
αρκεί να το χωράει η αγκαλιά μου.

Μικρά γυαλιστερούλια υλικά
κομμάτια από σπασμένα γυαλικά
κουμπιά, πεντάρες χάλκινες, προκούλες
μα πιο συχνά πολύχρωμες πετρούλες.

Είμαι ο Pack Rat εγώ-κι είμαι σοφός
κατέχω ένα μυαλό γεμάτο φως.
Ειμ’ ένα ζώο εγώ γεμάτο τρόπους
που έχω πάρει απ’ τους ανθρώπους.

έτσι κι αυτοί μαζί τους κουβαλούν
από τα γύρω τους ό,τι μπορούν,
μέσα στα σπίτια τους όλα τα βάζουν
και τη ζωή τους έτσι, λεν, αλλάζουν.

Αλλ’ από κείνους υπερτερώ-
με το φορτίο μου όπως προχωρώ
αν πιο πολύ δω κάτι να γυαλίζει
το νου μου η λάμψη τόνε ζαλίζει

πετώ τη λεία μου την παλιά
και την καινούργια παίρνω ζαλιά
και πάω και τη βάζω στη φωλιά μου-
αρκεί να τη χωράει η αγκαλιά μου.
ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΤΑ ΦΤΕΡΑ

Ο ουρανός του βρέχει αίμα
χοντρές οι στάλες του χτυπάνε
το ντελικάτο του κορμί
κι έτσι ως πέφτουνε μ’  ορμή
λες και να σβήσουνε ζητάνε
της ύπαρξής του τ’ άθλιο ψέμα.

Μα με τσιμέντο έχει πετρώσει
κι έχει με σίδερο πλαστεί
της Πλάνης τ’ άγριο πουλί
και ίδια ολόπικρο χαλί
χοντρά φτερά έχει σκεπαστεί
που ολόγυρά του έχει απλώσει.
ΓΥΡΙΣΜΟΙ

Του γυρισμού η ευτυχία το βράδυ στο σπιτάκι
μετά το μόχθο της δουλειάς.
Του θάνατου η λύτρωση ένα βράδυ στο σπιτάκι
μετά το μόχθο της ζωής.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Οι ιδέες που μπορούν να γίνουν ποιήματα
σαν ψάρια πηγαινόρχωνται στη θάλασσα
του νου του ποιητή. Και κείνος
ένα καλάμι όλο κι όλο έχοντας
στη θάλασσα το ρίχνει,
και πιάνει που και που κανένα ψάρι-πάει να πει
ποίημα κάνει μιαν από τις τόσες του ιδέες.
ΟΙ ΑΤΕΛΕΣΤΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες
μαύρα κενά υπάρχουν αφημένα.
Μέσα τους ζουν παντέρημες και μόνες-
πλάσματα που είν’ απ’ όλους ξεχασμένα-

κάτι μορφές απέραντα θλιμμένες
με χώμα σκεπασμένες και με σκόνη-
βουβές μορφές, σε μένα αγαπημένες
κάποιο κοινό σημάδι μας ενώνει.

Είναι αυτοί που έφεγγε βαθειά τους
η φλόγα ενός ευγενικού ταλάντου.
Που τη μεγάλη εφώτιζε καρδιά τους
το φως ενός ηλίου αμαράντου.

Που ενώ να δώσουν είχαν κάτι νέο
μες στα παλιά εφθείραν τη ζωή τους-
που αναλωθήκαν μέσα στο χυδαίο
ενώ τ’ Ωραίο πλαντούσε στην ψυχή τους.

Ειν’ οι σκιες αυτών που ενώ πλασμένοι
για έργα ήταν τέχνης φτερωμένα
μες στην αφάνεια εζήσανε χαμένοι
σαν άστρα από τα σύννεφα κρυμμένα.

Είν’ οι Μπετόβεν που δεν έχουν μουσουργήσει
γιατί δεν έλαμπε ακόμα η μουσική
είν’ οι Ντα Βίντσι που δεν έχουν ζωγραφίσει
γιατί στη λίθινη εζήσαν εποχή.

Είναι οι Όμηροι κι οι Σαίκσπηρ κι οι Ικτίνοι
που ζούσαν πα’ στα δέντρα ή σε σπηλιές
οι Καρυωτάκηδες, οι Πόε, οι Λαμαρτίνοι
στου Ανθρώπου που έζησαν το λυκαυγές.

Μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες
κάποιες μορφές παράξενα σαλεύουν
κι από τις μουχλιασμένες τους κρυψώνες
έξω-στο φως-τώρα να βγουν γυρεύουν.

Πόσο πικρές αλήθεια πρέπει να ’ναι-
πόσο θα νιώθουν δύστυχες και μόνες
κάτι μορφές που ατέλεστες γυρνάνε
μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες…

Γιαυτό θεέ σε ικετεύω όχι να δώσεις
στις σκιές αυτές της δόξας τη χαρά
όμως τελείως μη τις αγνοήσείς-
από δαφνόφυλλα φτιάξε ξερά

ένα στεφάνι κι έτσι ως είσαι αγαθός
δώσε τους λίγη απ’ την ουράνια ευτυχία-
όχι τιμές μεγάλες-να! καθώς
στους λήγοντες κερδίζουν τα λαχεία.
ΞΑΝΑ

Είχε δυο χρόνια να τη δει.
Είχε δυο χρόνια να τον δει.

Τυχαία συναντήθηκαν.

Εκείνη κάποιον άλλον εσυνόδευε.
Εκείνος κάποιαν άλλη κουβαλούσε.

Στη μνήμη των οι νύκτες ήλθαν
οι ατελείωτες
που πέρασαν μαζί
αναλλοίωτες. 

Τους διώξαν και τους δυο το ίδιο βράδυ
κι ενώθηκαν ξανά το ίδιο βράδυ.
ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439

"Πόσο μας κούρασαν κι αυτοί οι Λατίνοι..
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!

Τίποτα αυτοί. Ανυποχώρητοι.

Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με το Μουράτ απέξω από την Πόλη;

Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν... και συσκεφτόμασταν…
(κουράστηκα στο τέλος).

Και φύγαμε ατιμασμένοι απ’ τη Φερράρα.
Υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν…
Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ’τους παλιο-Λατίνους".

Τρίτη 8 Μαΐου 2018

ΒΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΝΟΤΙΑΣ

Ποτέ δεν έμαθα πού ειν' ο Νότος ή ο Βορράς
κι απ' τους αέρηδες βοριάς ποιος είναι και ποιος νοτιάς.
Πως ειν' οι μέρες αντιλαμβάνομαι νοτινές
όταν μαζεύονται τα παλιόχαρτα στις γωνιές.
Και-φίλε μου άκου-αυτό συμβαίνει κι εδώ κι εκεί
για όσους δεν ξέρουνε και σ' Ελλάδα κι Αμερική.
MOCKINGBIRD

Είμαι το πουλί που κοροϊδεύει. 
Είμαι το πουλί που προσποιείται. 
Είμαι πρωτομάστορας στη χλεύη. 
Είμαι… μα ακούστε και θα δείτε.

Μόνο την ημέρα εγώ κοιμούμαι
τις νυχτιές στα δέντρα πάνω τρέχω
κι άλλων τις φωνές πουλιών μιμούμαι
σαν φωνή δική μου να μην έχω.

Απ’ το πώς λαλούνε τα γαρδέλια
μέχρι το αηδονίσιο τ’ ορατόριο
τα ’χω μάθει όλα στην εντέλεια-
κι έχω ένα πλούσιο ρεπερτόριο.

Να! με το κελάδημα που κάνω
σάμπως τα πουλιά που θέλουν ταίρια
χώρισα στο χρόνο μόλις πάνω
δυο ερωτευμένα περιστέρια.

Κι έχω μες στις άλλες τόση βάλει
δύναμη και τέχνη απ’ τη φωνή μου
που-καλοί μου εσείς, ακούστε χάλι-
ξέχασα στο τέλος τη δική μου.
ΤΑ ΔΥΟ ΦΙΛΙΑ

Περίμενε και θα ’ρθουν δυο φιλιά
θα  ρθούν από μακριά για σένα
στην καυτερή τους την αγκαλιά
να σε τυλίξουν λαχταρισμένα.

To ’να της άγριας αγάπης θα ’ναι
τ’ άλλο του θάνατου το κρύο φιλί
κι έτσι τα δυο καθώς θα σε πονάνε
πες αν μπορείς ποιο καίει πιο πολύ.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

Στη χώρα των λουλουδιών
μια μέρα καλεσμένος βρέθηκα των κρίνων.

Πολλά λουλούδια έβλεπα
να περπατούν στους δρόμους. 
bιολέτες αγκαλιά με γιασεμιά
γλαδιόλες να κρατούν κυκλάμινα απ’ το χέρι
ορτανσίες, υάκινθους…

Το φόβο μου έδιωχνε η προστασία των κρίνων.
Αλλιώς αμέσως θα είχα φύγει.

Γιατί παράξενα πολύ εφέρονταν
τ’ αγαπημένα μας λουλούδια:
ανθρώπους κόβαν
τους εμύριζαν
και μ’ ένα μορφασμό αηδίας τους πετούσαν.

Μερικά ακόμα τους πατούσαν.
ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΣ

 "Τους φίλους τους μικρούς θα παραιτήσω
και συντροφιές μεγάλες θα ’βρω
στο νουν και στην ευγένειαν και στα ήθη. 
Εις το εξής μ’ ομοίους μου και μόνο θα μιλώ".

Έτσι σκεπτόταν, έτσι πάσκιζε
έτσι του ’πρεπε πραγματικά.

Μα όταν έφθανε της μοναξιάς το χάος
εις φίλους έτρεχε μικρούς να το πληρώσουν.
Και τα κοινότατα άρχιζαν-
οι γυναίκες, τα χαρτιά…

Αυτούς τους φίλους τότε τους ευγνωμονούσε. 
Καλά που βρίσκονταν κι αυτοί.
Στις τέτοιες του στιγμές
ποιος θα τον δέχονταν
μεγάλος…

Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

"Θα βλέπω την τι-βι πίνοντας μπύρες.
Το σκύλο θα κρατάω αγκαλιά
και θα τον ξύνω που τον τρων οι ψείρες.

Εσύ να μη βιαστείς και ας αργήσεις.
Ξέρω πως παίρνει ώρα αυτή η δουλειά.
Τις  μπύρες μόνο έξω να μου αφήσεις.

Μόνο, περνώντας από τις φιλύρες
πρόσεξε μην τρομάξεις τα πουλιά.
Το σκύλο εγώ κρατώντας αγκαλιά
θα βλέπω την τι βι πίνοντας μπύρες".
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Θα ταξιδέψει. Ήρθε η ώρα.
Τις τελευταίες του θα μαζέψει
δυνάμεις που ’κρυβε ως τώρα
και πια κινά-θα ταξιδέψει.

Θα ταξιδέψει όχι σαν χέλι
προς κάποιες θάλασσες των Νότων
θα ταξιδέψω όχι σαν χέλι
προς κάποιες θάλασσες ερώτων.

Θα ταξιδέψει σαν ελέφας
οκνός ανέραστος και μόνος
θα ταξιδέψει σαν ελέφας
προς την καρδιά ενός χειμώνος.

Σαν πριν την ώρα ωριμασμένη
στο δέντρο πάνω μια οπώρα
τώρα θα πέσει. Η βλογημένη
του ταξιδιού έφτασε η ώρα.