Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

 «Η κατάστασή σας δεν επιτρέπει τη διενέργεια της επέμβασης»
Εις μάτην οι ευχές σου και οι ελπίδες μου.
Με φέρανε στο σπίτι.
Σήμερα ένιωσα πώς μπορεί να πεθάνει κανείς από τη ζέστη. Να μην ανασαίνεις ούτε στο μπαλκόνι, ο ανεμιστήρας να στέλνει ζεστόν αέρα, λίγο πιο πολύ φαγητό, λίγο περισσότερη κούραση στο σπίτι, μη λήψη αρκετών ηλεκτρολυτών και η δουλειά έγινε. Οι άνθρωποι έχουν νόμους που τιμωρούν τους βιαστές. Γιατί η φύση να μην το κάνει; Σου έλεγα λοιπόν ότι όλα τα βλέπω όπως αληθινά είναι μέσα από τον τάφο μου.

Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

9 βράδυ. Θα ζητήσω να με κοιμίσουν. Ελπίζω να μη με θέλουν ξύπνιο για να συνεργάζομαι μαζί τους όπως συνηθίζεται στην επέμβαση αυτή. Ευχήσου μου Γιωργία να μην ξυπνήσω σε έναν κόσμο που δεν είναι ο δικός μου.
Και τώρα σε περίληψη τα όνειρα που είδα την περασμένη νύχτα. Σε περίληψη γιατί οι λεπτομέρειες… απέπτησαν. Τρέχω πάνω σε ένα αυτοσχέδιο ξύλινο τετράτροχο πατίνι καθιστός σε στάση οκλαδόν πάνω του. Αυτό γίνεται στην πόλη μας, εκεί που έβγαλα δημοτικό και γυμνάσιο και όπου βλεπόμασταν κάθε μέρα. Πάνω στο πατίνι είναι και δυο ρούχα, κάτι σαν τζάκετ ή πουλόβερ και από κάτω τους βαλμένα ένα μαχαίρι και ένα άλλο άγνωστο σε μένα σιδερένιο εργαλείο. Περνάω τις «Μηλιές», του Παθή, και τραβάω τον κατήφορο οδηγώντας το όχημά μου χωρίς τιμόνι αλλά με κατάλληλες κινήσεις του σώματός μου. Οδηγώ πηγαίνοντας προς το νοσοκομείο. Μετά από αρκετή ώρα, βρίσκομαι μπροστά στον Ντόναλντ, ντυμένον έτσι ασουλούπωτα όπως ξέρεις, και με το πέος έξω από το παντελόνι, αφύσικα μεγάλο και ορθωμένο, να το επιδεικνύει στους περαστικούς. Το πράγμα είναι τελείως φυσικό για όλους. Ο Ντόναλντ μπαίνει στι σπίτι του, που είναι ένα σπίτι όπως το δικό του στην πόλη που τώρα μένει, αλλά που όλο και περισσότερο μοιάζει με το σπίτι του Αγγελή στο Κoροπί. Εκεί ανεβαίνει στον πάνω όροφο που είναι πολύ μεγαλύτερος από ότι πραγματικά, και κάθεται σε ένα καναπέ με ύφος αφεντικού, ντυμένος τώρα κανονικά. Από γύρω πόρτες εμφανίζονται τύποι ντυμένοι αλήτικα και φτωχικά, που αν και δείχνουν σοβαροί, παραπέμπουν όμως σε μπουρλέσκ καταστάσεις. Όλοι τους κρατάνε από ένα όπλο, το οποίο κατά καιρούς επιδεικνύουν απειλητικά προς το μέρος μου. Εγώ παίρνω ύφος γενναίου, βρίσκω κι εγώ ένα όπλο, και τους δείχνω να καταλάβουν ότι δεν έχω απειλητικά σχέδια εναντίον τους, ώστε να κάνουν το ίδιο κι αυτοί με εμένα. Παρόλο αυτό αυτοί συνεχίζουν να με απειλούν αν και λιγότερες φορές από πριν αποκτήσω κι εγώ όπλο. Ο Ντόναλντ παίζει εμφανώς ένα ρόλο φίλου  προς εμένα, που συγκρατεί τους άλλους από το να με σκοτώσουν. Ένας όμως με σημαδεύει με ένα πιστόλι για πολλή ώρα δίνοντας μάλιστα την εντύπωση ότι είναι αποφασισμένος να με εκτελέσει. Νιώθω βαθιά την απειλή.Τελικά δεν το κάνει. Η κατάσταση αυτή με ένοπλους να με υποβλέπουν και να γλιτώνω κάθε φορά συνεχίζεται για πολλή ώρα.  Τέλος βγαίνω από το σπίτι και βρίσκομαι στο δρόμο προς το  νοσοκομείο. Φτάνω. Μπαίνω μέσα. Σκοπός μου να βρω την αίθουσα όπου θα γίνει η επέμβαση.Το νοσοκομείο έχει διαδρόμους όμοιους αλλά πολύ μακρύτερους από το νοσοκομείο στο οποίο υπηρετούσα όταν ήμουν στη μεγάλη πόλη. Περνάω διαδρόμους και δωμάτια. Ρωτάω ένα παιδί τι ώρα είναι. Μου λέει εννιά και τέταρτο. Σκέφτομαι: άργησα δέκα πέντε λεφτά. Τέλος βρίσκομαι σε ένα θάλαμο όπου είναι ο προορισμός μου. Είναι ένας τόπος φτωχικός και με αταξία στα έπιπλα και στα πάνω τους αντικείμενα, που δύσκολα μοιάζει με ιατρείο και πολύ λιγότερο με χειρουργείο. Οι γιατροί μου ακόμα δεν έχουν έρθει. Αντίθετα βρίσκονται στο δωμάτιο γνωστοί γιατροί με τους οποίους συνυπηρέτησα παλιά. Και πίνοντας ποτά συζητάνε σαν όπως σε ένα διάλειμμα των εγχειρήσεων που κάνουν. Προσπαθώ να μάθω για τους γιατρούς μου, παίρνω διφορούμενες απαντήσεις. Σκέπτομαι κοίτα πού ήρθα για να εξεταστώ-γιατροί που αργούνε, ακατάστατο και λερό δωμάτιο-ιατρείο… 
Αυτά.
Γεια σου.

Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

Γιωργία εν αναμονή της εξέτασης της Δευτέρας παραμένω οίκοι αγχόμενος.
Το άγχος λοιπόν να τι είναι για μένα: η αίσθηση ότι στο κέντρο ακριβώς της κοιλότητας του αριστερού ημιθωρακίου υπάρχει ένας αριθμός σκουληκιών τα οποία βρίσκονται σε διαρκή κίνηση χωρίς όμως να απομακρύνονται αλλήλων. Και που και που κάποιο δαγκώνει κάποιο κομματάκι κρέας μου και τότε ένας μικρός διαξιφισμός με διαπερνά-μια μικρή σουβλιά.
Χτες πήρα ένα αγχολυτικό, πέρασε το άγχος αλλά έπεσε η πίεση και αναγκάστηκα να μείνω στο κρεβάτι με τα πόδια κάπου ψηλά για πολλή ώρα. Δε θα ξαναπάρω. Εξάλλου το άγχος δεν με ενοχλεί πολύ. Βρίσκομαι στην πραγματικότητα σε μια κατάσταση πλήρους αταραξίας. Έχω αποδεχτεί ότι σε λίγες μέρες μπορεί να μη ζω. Και δεν θα μου λείψει η ζωή. Γιατί τι να την έκανα. Κανείς δεν περιμένει τίποτα από μένα, τίποτα δεν περιμένω εγώ από κανέναν, τίποτα δεν αφήνω στη μέση, σχέδια για κάτι καινούργιο δεν κάνω-τίποτα δεν θα χάσω πεθαίνοντας. Νυν απολύοις… Θα χάσω τον έρωτα θα μου πεις εσύ που με ξέρεις, το μόνο για το οποίο αξίζει η ζωή. Ε λοιπόν όχι, είμαι γεμάτος από αυτόν και μάλιστα όπως και με όποιαν ακριβώς τον θέλω. Τόσο που, πίστεψέ με, επιδιώκω να πεθάνω πάνω στην απόλαυσή του. Για το λόγο αυτόν δεν ενημερώνω την ερωμένη μου για τις «σωτήριες» ενέργειες που θα έπρεπε να κάνει όταν με δει να πεθαίνω.  Ύστερα σκέψου, ο έρωτας δεν είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα ζωής και θανάτου;
Έζησα κι εγώ. Είδα τη γλύκα. Βλέπω όλους αυτούς τους ζωντανούς και τους λυπάμαι όταν τους βλέπω γελαστούς. Δεν φαντάζονται τι τους περιμένει.
Έχω πολύν καιρό τώρα που βλέπω τα πάντα μέσα από τον τάφο-τη μόνιμη κατοικία μας. Όλα μέσα από εκεί φαίνονται τόσο καθαρά-όπως ακριβώς είναι. 
Και βλέπω τη ζωή μου από εκεί μέσα. Και βλέπω τον κόσμο από εκεί μέσα. Και βλέπω τους ουρανούς από εκεί μέσα.
    ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ   

-Μου λες θα φύγεις αλλά εγώ
Τότε τι θάχω ναγαπώ;
-Σα φύγω εγώ συ θάχεις ναγαπάς
Το σύννεφο-το συννεφάκι.
Ακου τι λέει το σύννεφο:
«Είμαι το πάνω απόλα.
Εποπτεύω σε όλα.
Βλέπω εκεί που μάτι δε βλέπει.
Βλέπω το ερχόμενο
που κάθε μέρα, κάθε ώρα και στιγμή
Μέσα στον κύκλο του έρχεται.
Βλέπω τα όρη και τις κοιλάδες
Και τις φωνές τους ακούω τη νύχτα
Τις  τελευταίες, τις έρημες, τις παρακλητικές-
Σαν άμοιρα παιδιά φωνάζουν μες στη νύχτα.
Όταν στο χείλος φτάσουν των κραυγών
Σπεύδω να τα σκεπάσω ελεητικά
Να  ταγκαλιάσω.
Είμαι   το  σύννεφο.
Φωνές  που  στη  Γη   δε  φτάνουν
Πρώτο  εγώ και   μόνο ακούω απόλα
Κι  ακούω ήχους
σταλμένους από μάκρη ατέλεστα
Από ήλιους δεισιδαίμονες
Και γαλαξίες με δόντια δεινοσαύρων
κι από Θεούς Ολύμπων μακρινών.
Είμαι το σύννεφο.
Από καρδιά μικρού κοριτσιού είμαι φτιαγμένο
από φτερά δράκου ανθρωποφάγου
από απήγανου ευωδιά
Κι  από  δροσιά αυγινή.

Είμαι το σύννεφο.
Περιπολώ και ανιχνεύω τα ρικνά
πατήματα της δρόσου στα σπαρτά
Και τα μικρά πνιχτά επιφωνήματα ακούω
Του έρωτα του πρώτου
Του δειλού.

Είμαι το σύννεφο
που βρίσκομαι τόσο κοντά
και τόσο μακριά σας."

-Όμως το σύννεφο δεν έχει ποδαράκια
Άσπρα, τρυφερά
ελκυστικά ξαπλωμένα, μισάνοιχτα.

-Τότε σα φύγω από κοντά σου ναγαπάς
Το ρυάκι-το ρυακάκι.
Ακου τι λέει το ρυάκι :
"Χάνομαι και αναφαίνομαι στο ίδιο μέρος την ίδια
στιγμή.
Φεύγω και πάντα είμαι εδώ.
Κυνηγημένο απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό
Τονα μου μέρος σπρώχνει τάλλο και πηγαίνω.
Τρέχω ολοένα
Και ποτέ ανάπαψη δεν είδα ούτε θα δω.
Και μίσος το μουρμουρητό μου και κατάρα.
Γιατί δεν ήθελα να υπάρξω.
Στα κλειστά βάθη της ανυπαρξίας να βρίσκομαι
Πάντα ήθελα
Αντί αδύναμο τώρα
Να ποθώ πίσω εκεί τρέχοντας να γυρίσω.

Και μίσος το μουρμουρητό μου και κατάρα
Για τον ίδιο μου τον εαυτό.
Και τρέχω -και πηγαίνω.

Είμαι το ρυάκι.
Πηγαίνω, τρέχω, κυλώ..."

-Μα φως μου εσύ
Δεν έχει στόμα του ρυακιού το δέρμα
Ευωδιαστό και τριανταφυλλένιο
Ούτε χείμαρρους φωτεινούς μαλλιών μετάξινων έχει το  ρυακάκι.

-Τότε αγάπα αντίς για μένα
Το πρόβατο-το προβατάκι.
Ακου τι λέει το πρόβατο:
"Το δύσμορφο εγώ
Το αλλόκοτο
Τι ξεροπόδια
Και τι κεφάλι κωνικό σκυλίσιο…
Βορά εγώ στων ανθρώπων τις θρησκείες
Που τον αφανισμό μου αποζητούν...
Να πεις πως δεν ήμουν ζώο
Αγαπητό στους Θεούς...
Ημουν και παραήμουν
Τα πιο αγαπημένα τέκνα του θεού
κοπάδια τρέφαν τους προγόνους μου.
Σταυρός από το αίμα μου
έσωσε τους Εβραίους απτή σφαγή
κι ο ίδιος ο Χριστός-θεός
Αμνός εκλήθη.
Το δύσμορφο εγώ… Το αλλόκοτο..
Χιλιάδες χρόνια τρέφω τους ανθρώπους
Κι ακόμα πεινασμένοι μένουν και με ξανατρών".

-Μα το προβατάκι αγάπη μου
 Δεν έχει χείλια άνθινα γραμμένα ρόδα
ούτε μικρά, παρακαλεστικά
έκπληκτα και λάγνα επιφωνήματα.

-Τότε αγάπα αντίς για με
την καρέκλα-την καρεκλίτσα.
Άκου τι λέει η καρεκλίτσα:

«Από το άφωτο στο άφωτο ήρθα.
όλα εκεί ήταν μαύρη σκόνη
όλα εδώ είναι μαύρη σκόνη.
Από την ανυπαρξία στην ανυπαρξία ήρθα.
Από την επιθυμία έφτασα στην επιθυμία.
Από την ουτοπία την πάνω
στην ουτοπία την κάτω ήρθα.
Τους ωκεανούς της Ανάγκης διαβαίνοντας
Η τετράκωπος εγώ
Και, η  αιξ   εγώ,
Τα όρη  της  υπομονής  σκαρφαλώντας
έφτασα από  την  Αρνηση  στην  Αρνηση.

Μέχρι   τη  στενή  πύλη  εγώ
Αδύναμα σύρθηκα
Και  ράθυμα χέρια απλώνοντας
Πέρασα.

Σπόροι  Χρόνου  εκκολάπτονται   στα σπλάχνα  μου."

-Μα η καρέκλα δεν  έχει  υπήνεμα ακρογιάλια
Να με  δέχονται  ναυαγό κάθε   μέρα
ούτε  στήθη  ακιδοφόρα
Ημικλινή, απαλόκυρτα έχει
Και επιζητούντα.

-Τότε αγάπα αντίς για με
την κουκουβάγια-την κουκουβαγίτσα.
Ακου τι λέει η κουκουβάγια:
"Η Σοφία σε με υπάρχει.
Και γλώσσα ως δεν έχω ανθρώπινη
Μιλάω με το αίμα της καρδιάς και λέω
Το αύριο, τα σήμερα και το χτες  δεν υπάρχουν.
Το εδώ και το εκεί δεν υπάρχουν
Ένας  Ερως  θερμός   
Κατακαίων και  Παντοβόρος υπάρχει.

Οι μέρες είναι πιο αγνές όταν τις βλέπει ο ερωδιός.
Το ζύγιασμα του αετού πριν εφορμήσει
Αξίζει πιο πολύ απόλη την ανθρώπινη σκέψη.
Και ό, τι αξίζει πιο πολύ από το ζύγιασμα του αετού
είναι ένα βασιλικό σύκο ώριμο
κομμένο πρωί.

Αγνή είναι η φωνή μόνο του πουλιού
 που δεν ξέρει γιατί λαλεί.

Η κακία, υπάρχει μέσα στον καλό άνθρωπο
όπως η πυρίτιδα μέσα στο όπλο-
Αν εκραγεί αλίμονο στον πλησίον.

Ο άνθρωπος που μιλάει
άλλη γλώσσα από τους γύρω του
είναι ένας χαμένος άνθρωπος.

Όποιος δείξει τον ήλιο και πει
"Αυτό είναι ένα δέντρο", έχει σωθεί
Γιατί η πίστη είναι το τρίτο σκαλοπάτι του χαμού
Η γλώσσα είναι το δεύτερο σκαλοπάτι του χαμού
Η κίνηση είναι το πρώτο σκαλοπάτι του χαμού".

-Όμως η κουκουβάγια αγάπη μου
Δεν έχει χέρια βελούδινα και ονειρικά
Ούτε μελένιες υποσχέσεις στα φτερά της κρύβει.

-Τότε αγάπα αντίς για μένα τη νύχτα-τη νυχτούλα.
Άκου τι λέει η νύχτα:
"Μισώ τους τυφλούς γιατί δική τους μέχουν
Σαν πίστη ερωμένη.
Γιατί απαρακάλεστα μέχουν για πάντα.
Γιατί να τους φύγω δεν μπορώ.

Είμαι  η  αδελφή  των κρυφών  σκέψεων  και   των  άλλων εαυτών
Όταν αυτοί προδομένοι από της μέρας το ξεδίπλωμα
Όλη τους την ύπαρξη επάνω μου αποθέτουν.
Είμαι η αδελφή της άλλης όψης των δεινών.
Είμαι η μήτρα του Έρωτα που μέσα μου κατοικεί
Και πάνω στα κρεβάτια του Θάνατου χορεύει.

Προϋπάρχω του Φωτός και της Θλίψης του.
Στο διάβα μου όλες τις πόρτες ανοίγω
Και όλα τα σύνορα.
Εγώ η άρχουσα είμαι-
Η Πανταχού Παρούσα εγώ είμαι"

-Ναι αγαπούλα μου καλή
Σα φύγεις συ από κοντά μου
Γω θάχω ν’ αγαπώ τη νύχτα
Γω θα χω ναγαπώ
Τη νύχτα- τη νυχτούλα που σου μοιάζει.

Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

Είμαι πανέτοιμος.
Ο θάνατος είνα η λύτρωση από τα δεινά της ζωής.
Γι αυτό τον καλωσορίζω.
Τι γαλήνη! Τι ηρεμία! Τι ευτυχία!
Το κρεβάτι μου.
Εγώ ξαπλωμένος πάνω του.
Πόσο αγόγγυστα και αδιαμαρτύρητα δεχόταν το βάρος μου τόσα χρόνια!
Οι τοίχοι, φυλάσσοντάς με μέσα στο δωματιό μου, ανάμεσα σε τόσα γνώριμα και αγαπημένα, μακριά από τους κινδύνους του έξω!
Το καλαθάκι των αχρήστων!
Από πόσες βρωμιές με απάλλαζε με μόνη την υποχρέωσή μου να το αδειάζω μια φορά την ημέρα!
Η απλώστρα των ρούχων που στέγνωνε τα ρούχα μου δίνοντάς τα μου πάλι στεγνά για να τα φορέσω! 
Το τραπέζι δεξιά μου! Πόσα  που χρειαζόμουν  μου έβαζε στο χέρι μου κάθε μέρα!
Τα βιβλία μου! Που με μάθανε πως ο καιρός που ασχολήθηκα μαζί τους ήτανε ολότελα χαμένος μιας και τίποτα δεν μου μάθανε. Μα όχι, μου μάθανε πως τίποτα δεν μαθαίνει κανείς από αυτά. 
Το τραπεζάκι με το τραπεζομάντηλο! Ό,τι απόμεινε από τις θύμησες της παιδικής ηλικίας! 
Θάνατε, εκτός που θα με γλιτώσεις από τα βάσανα της ζωής, άραγε θα έχεις ένα σκοπό εσύ τουλάχιστον;
Μα άλλο δεν ρωτώ.
Στην αιωνιότητά σου παραδίνομαι.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

  ΑΥΤΟ!

Η πρώτη ύλη που ’φτιαξε τον άνθρωπο ο θεός
δεν πρέπει να ’ταν χώμα.
Πρέπει αυτός να ήτανε βαφέας κραταιός
και κείνη να ’ταν χρώμα.

Και ούτε τον εφύσησε όπως λένε τρεις φορές
ψυχή για να του δώσει
μα το λιπώδες του έκδοχο ή κι ίσως το υδαρές
απλά για να στεγνώσει.

Αυτή ’ναι η εξήγηση που μέσα σα βρεθώ
σε μαγαζί χρωμάτων
στη μυρωδιά τρελαίνομαι-στην αίσθηση μεθώ
των τόσων αρωμάτων.

Κι όταν περνώντας κτίρια που φρέσκα έχουν βαφτεί
το βήμα μου βραδύνω
σ’ αυτό με σπρώχνει ασύνειδα η ιδέα μου αυτή-
το πάθος μου εκείνο.

Αθώο πάθος. Όμορφο. Αγνό. Σαν παιδικό.
Μπορώ να το κορέσω.
Μα το ανόσιο πάθος μου για κείνη, το βραχνό,
αυτό! πώς θα μπορέσω;