Τρίτη 31 Μαΐου 2022

(από ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΥΟΘ 2006)

Ο Α ντρέας,ένα φίλος που δεν ξέρει πώς ένα ποίημα εννοεί ό, τι εννοεί, που όμως του αρέσει η ποίηση, μου ζήτησε να του πω δυο λόγια για το ποίημα "Πώς;..", του "Τελευταίου βιβλίου του 2005".
Του δίνω μιαν από τις ερμηνείες που θα μπορούσε να έχει.

ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΝΤΡΕΑ
Το άρχισα σαν μια απλή ερώτηση που μου σφηνώθηκε στο μυαλό σαν είδα την τελευταία πανσέληνο: "πώς να πας να κοιμηθείς-και ν' αφήσεις το φεγγάρι...".
Και ήθελα να δώσω στο τέλος του ποιήματος τη γενίκευση "πώς θ’ αφήσεις τη ζωή για να πας στο θάνατο".
Ίσως το "πώς να πας να κοιμηθείς-και ν'αφήσεις το φεγγάρι" έπρεπε να κλείνει και όχι να ανοίγει το ποίημα για να καταφέρω αυτό που ήθελα. Άπαξ όμως και μου σφηνώθηκε για πρώτος στίχος στο μυαλό, δεν άλλαζε πια με τίποτα.
Μα και έτσι μου αρέσει το ποίημα αυτό και γι αυτό άλλωστε σου το στέλνω.

Η δεύτερη στροφή του είναι μια καλή εικόνα και ικανή μόνη αυτή να δώσει τη μαγεία του φεγγαρόφωτος.
Το "εσύ" στην πρώτη και στην τελευταία στροφή δίνουν με ένταση και χωρίς αμφισβήτηση τη μόνιμη, προϋπάρχουσα οπωσδήποτε του ποιήματος, κατάσταση, αλληλεπίδρασης τουλάχιστον, του ποιητή με το φεγγάρι.
Το πρόσωπο αυτό λατρεύει το φεγγάρι για τη θλίψη και για τη χάρη του (β1 στροφή), που αυτό τον καλεί (γλυκά) να τα απολαύσει (δ' στροφή).
Το "απ' τα ουράνια τέτοιο σώμα" της δ' στροφής, εκτός από το φεγγάρι σαν ουράνιο σώμα, παραπέμπει και σε σώμα γυναικείο, αφήνοντας ορθάνοιχτο το δρόμο και για τέτοια, ερωτική δηλαδή  προσέγγιση και ερμηνεία.
Το "απαρνηθείς", σημαίνει βέβαια πως αποποιείσαι κάτι που σου προσφέρεται. Ώστε δεν θα είχε πρόβλημα το πρόσωπο του ποιήματος, αν προτιμούσε το φεγγάρι από τη γη, να του αρνηθεί αυτό ό, τι εκείνος θα του ζητούσε. Αυτό το γεγονός οξύνει και μεγεθύνει την αιτία που έκανε το πρόσωπο να σκεφτεί την αυτοκτονία (κρατάει μαχαίρι, θέλει ν’ αφήσει το φεγγάρι, το μόνο φως, θέλει να κοιμηθεί-ας σκεφτούμε εδώ ότι μερικοί άνθρωποι, όπως οι άγιοι, δεν πεθαίνουνε, κοιμούνται), επειδή πρέπει η αιτία αυτή να είναι ισχυρότερη από την απόλαυση του φεγγαριού από έναν λάτρη του.)
Η γη πάλι, αν και ντυμένη σαν νύφη (και όχι νυφούλα, που θα προδιάθετε και το πρόσωπο του ποιήματος αλλά και τον αναγνώστη πολύ πιο ευνοϊκά γι αυτήν), και αν και είναι λαμπρή απόψε, δεν παύει να είναι μαύρη ("μαυρίλα", γ' στροφή), ούτε να έχει για στρώμα χώμα και το φιλί της να είναι αιώνιος ύπνος.
Μεγάλη και η διαφορά αυτή αλήθεια της γης από το φεγγάρι. Η μία κάτω, το άλλο επάνω, στα ουράνια, με ό,τι συνειρμούς γεννάει αυτό.

Ποιος ξέρει τι έκανε το πρόσωπο του ποιήματος να θελήσει να πεθάνει, χάνοντας όλα τα πλεονεκτήματα που του εξασφάλιζε άνετα η αγάπη του προς το φεγγάρι...
Η αλλαγή της αναφοράς του φεγγαριού σαν σελήνης (προτελευταίος στίχος), κάνει τη γη να χάνει ακόμα ένα, το βασικότερο ίσως πλεονέκτημα που είχε μέχρι τώρα μέσα στο ποίημα, δηλαδή το ότι αυτή είναι θηλυκό, ενώ το φεγγάρι ουδέτερο, και το πρόσωπο που μιλάει στο ποίημα είναι σαφώς άρσενικό, άραγε έλκεται από τα θηλυκά. Τώρα και το φεγγάρι γίνεται θηλυκό, ώστε παύει πια η γη να έχει πιθανότητες να κερδίσει με τη βοήθεια και του φύλου της, το μέχρι πιο πριν αμφιταλαντευόμενο πρόσωπο.
Τέλος το πρόσωπο ρίχνει κάτω το μαχαίρι και δε θ' αγκαλιάσει-δε θα "κοιμηθεί" τη γη. (Ας θυμηθούμε εδώ εκτός από τον ύπνο-θάνατο και τον ύπνο-έρωτα του Μακρυγιάννη).
Μπαίνουμε τώρα σε μιαν δισημία, με την όχι έντονη εδώ επισήμανση της οποίας, μπορεί να τελειώνει αυτό το ποίημα, όμως αρχίζει μια ολόκληρη συζήτηση για τις σχέσεις έρωτα-θάνατου, που όμως δεν θα μπω σ'αυτήν.
Μία απόπειρα λοιπόν αυτοκτονίας ακόμα (δεν μας λέει το ποίημα αν και πόσες έχει κάνει ακόμα το πρόσωπό του), που έμεινε απόπειρα.
Και το πρόσωπο δεν πεθαίνει, όχι γιατί βρήκε κάτι πάνω στη γη για το οποίο να αξίζει να ζήσει, αλλά γιατί εξακολουθεί να έλκεται από την ομορφιά του φεγγαριού, να είναι ένας ονειρευτής ακόμα, αν και άπελπος, ακόμα και σαν ονειρευτής.
Ισως την επόμενη φορά που το πρόσωπο θα επιχειρήσει να αυτοαναιρεθεί σαν "αντικείμενο", να μην υπάρχει φεγγάρι, και να μην βρεθεί κανείς μέσα ή έξω του που να τον πείσει, με τα λόγια (με το Λόγο) να πετάξει το μαχαίρι, αλλά να το χρησιμοποιήσει και να “κοιμηθεί" τη Γη.
Αλήθεια πόσο πολύ απελπισμένος είναι ο φίλος μας που ούτε στα όνειρά του να μην έχει πια ελπίδες...
Πόσα πολλά μπορεί κανείς να πει πάνω σε ένα ποιηματάκι πέντε στροφών...
Δε θα εκμεταλλευτώ όμως την επιθυμία που έχεις να με διαβάζεις ώστε να συνεχίσω πάνω στο θέμα.
Απλά σου στέλνω το ποίημα.
Γιατί σε ποιον να το 'στελνα; Ξέρω, θα πεις: στους ενοίκους της πολυκατοικίας μου. Μα έπαψα να τους δίνω γραφτά μου. Τώρα, για πόσον καιρό ακόμα δεν ξέρω, εσύ θα είσαι το "κοινό" μου. 

Στη Ντία
Ντία, είδα τον Καρπούζο και μου είπε κάτι που κι εγώ θα ήθελα, να βρεθούμε δηλαδή βρε αδερφέ και να τα πούμε!
Όμως αν βρεθούμε, τότε θα ξεθυμάνει η τάση μας για κουβέντα και ώσπου να μας...ξαναέρθει, εγώ θα μένω χωρίς να με σκέφτεται κανένας, όπως τώρα με θυμάσαι εσύ.
Και μου είναι απαραίτητο κάποιος να με σκέπτεται φιλικά.
Ας καθυστερήσει λοιπόν η...χαλάρωση της σκέψης μας του ενός για τον άλλο.
Θα προσπαθήσω να στα πω και με στίχους αυτά που είπα μόλις πιο πάνω.
Γεια σου Ντία προς το παρόν. Εξάλλου έχεις τι να κάνεις, θα σου περνάει π ώρα διαβάζοντας τα βιβλία που σου στέλνω.
Το Γιώργη τον Καρπούζο χτες
έχω τρακάρει
και το ίδιο μήνυμα από σε
πάλι έχω πάρει.







Μού λες να έρθω από κει
και να ιδωθούμε,
κι ό, τι δεν έχουμε καιρό
ειπεί, να πούμε.

Θα φάμε είτε στο σπίτι σου
ή κάπου έξω
σε όποιο μέρος είτε συ
ή εγώ διαλέξω.

Και ύστερα θα φύγουμε
κι οι δυο χορτάτοι,
μα πεινασμένος τώρα εγώ
για άλλο κάτι.

Γιατί όπου κι αν πηγαίναμε
κι αν λέγαμε ό, τι,
μετά θα ησυχάζαμε;
Και βέβαια, διότι

να! εβρεθήκαμε, και πια
 η ομιλία
τελείως ικανοποίησε
όποια φιλία.

Και για ένα διάστημα εσύ-
και δίκιο θα 'χεις-
για τη δική μου συντροφιά
πια δε θα ψάχεις,

ούτε σαν πριν δε θα ζητάς
μαζί με μένα
να πούμε κάποια αλήθεια ή
ψέμα κανένα...

Καλά. Όμως ύστερα; Ώσπού
πάλι ν'αρχίσει
να θέλει η φίλια μας να...
γεύμα τίσει;..

Ως τότε πως περνά ο καιρός,
που εμέ βεβαίως
ούτε άπαξ δε με σκέπτεται
κανείς μηνιαίως;

Πώς θα περνάω τότε εγώ,
δίχως να ξέρω
πως κάποιος άνθρωπος κι εμέ
ζητάει το γέρο;

Και ξέρεις δα ο ποιητής
πως αργοσβήνει,
η σκέψη κάποιου απα' στη γη
αν δεν το ν κλείνει.

Και μάθε Ντία πως,  εδώ,  
\ο κοχλίας έρμον
της ζωής που ο άθλιος μ' έριξε
και ο ατέρμων,

γιατί εσύ με σκέπτεσαι
επιβιώνω
και στη στυγνή την πόλη μας
το βήμα απλώνω.

Άσε ν' αργήσει όσο μπορεί
εκείνη η μέρα
που η σκέψη σου από μένανε
θα κάνα πέρα.

(για λίγο ίσως βέβαια,
μα που όμως φτάνει
αν τώρα εγινότανε
να με πεθάνει.)

Τώρα στο μάτι βρίσκομαι
κακιάς μιας δίνης
με όσα μύρια κι αν ειπείς
δεν της το κλείνεις,

και μακριά χρειάζομαι
από με να μένεις
και τη συμπόνια σου από κει
να μου υφαίνεις

Γιατί αν μου 'λείπε κι αυτή
(που θα γινόταν
αν κάπου είχαμε βρεθεί),
πια όλα χανόνταν.

Φαντάσου πού κατάντησα:
να σου ζητάω
μακριά μου να 'σαι, αντίς να σε
αποζητάω...

"Καλή μου φίλη, αλάργα μου
κάτσε", να λέω!.,
δεν είναι αυτό ανάμεσα
σε φίλους νέο;

Να ξέρω πως με σκέπτεσαι
Άσε με Ντία
και ας μην κάνουμε μαζί
βόλτα καμία.

Και κάποτε όταν πιούμεμεις
καφέ κανένα,
θα είμαι ως τότε ζωντανός
χάρη σε σένα.
 

Λύρα Μαρία

Κάποιος σοφός αόρατος ηνίοχος που τ' άρματα οδηγεί των αξιών
έχει ορίσει ώστε σε σας το μέτρο της γυναίκας να συναγωνίζεται με κείνο της καλλιέργειας του πνεύματός σας.
Και πια στα όρια τα ύψιστά τους αδερφωμένα και τα δυο κρατώντας, πιδέξια τα πάει στο δρόμο της ζωής σας.
Κι έλκοντας ή ωθώντας το 'να ή τ' άλλο-ανάλογα με την περίσταση και την ανάγκη-χαρίζει στους εταστικούς
της αρμονίας τους την απόλαυση,
και κόλαφο ένανε στον μύθο καταφέρνει
της γυναικείας υστέρησης σε νου, πειθώ και λογισμό,
ενώ την ίδια τη στιγμή της πόλης σας η βιβλιοθήκη,
στα χλια φωλεύοντας τα ρεύματα που τα υψιπέτη γεννούν φτερά σας,
έχει πετύχει ό,τι όλες οι βιβλιοθήκες θα 'θελαν,
μα λίγες καταφέρνουν: την επιτέλεση του προορισμού της.
Έτσι εξηγεί κάποιος ποιητής,
πάει να πει κάποιος του απόλυτου θεράπων,
την επιμένουσα εντύπωσή του πως
σε κάθε παρουσίαση, ομιλία ή τελετή,
που σεις,
ή διoργανώνετε ή σ' αυτήν μέσα κινείστε-
κάθε φορά το λάθος πρόσωπο τιμάται.
 

Γιατί άραγε οι τίτλοι των αναρτήσεών μου αφνικά διαγράφτηκαν όλοι και εμφανίζεται αντίς τους το "χωρίς τίτλο"; Πάλι καλά που μπορώ και γράφω εδώ μέσα να λέω. Σε κανα δυο τρία χρόνια, αν ζήσω τόσο, ίσως κάποιος να μου πεί γιατί συνέβη αυτό και πώς μπορώ να το διορθώσω.
Θ>α εκδικηθώ τον φταίχτη όταν οι μηχανές της επικοινωνίας θα στηρίζονται στην ποίηση.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ 2006!
(όταν η σάρκα μου περπάταγε στους δρόμους της Τρίπολης)


Στη Σούλα (κυρία Ρωρερκάρ) αφιερώνεται το παρόν (μπορεί το τραπέζι της να χρειάζεται υποστήριγμα) και ο υποφαινόμενος (για όταν θέλει να τρομάζει τα παιδιά της).

Το πρώτο βιβλίο του 2006!
Μα τι βιβλίο είναι αυτό; Ποιηματάκια και γράμματα σταλμένα σε διαφόρους, και ό, τι άλλο βγει από την πέννα μου το δένω σε ένα βιβλίο και το δίνω;
Ακριβώς αυτό.
Είναι τόσο ωραίο να γράφεις χωρίς όποιου είδους αναστολές, χωρίς να φοβάσαι πως θα χαλάσεις μια καλή λογοτεχνική φήμη σου, με το υπέροχο συναίσθημα πως είτε το βιβλίο που γράφεις βρει θέση σε μια βιβλιοθήκη ή σε κάποιον κάλαθο σκουπιδιών πεταχτεί, για σένα είναι το ίδιο, ότι τέλος είσαι ένα παιδί σε κάποιον παιδότοπο και κάνεις ό, τι σου κάνει κέφι, αδιαφορώντας για τους μεγάλους.
Και δεν τρέμεις μήπως σου ξεφύγει κάποιο λάθος τυπογραφικό ή άλλο.

Και να μη γνοιάζεσαι για όποια σειρά εκείνων που θα μπούνε μέσα στο βιβλίο.
Και ακόμα, να βλέπεις τι έγραψες και να γελάς με ό, τι ήθελες να πεις.
Αλήθεια τι ανόητα γραφτά!
Και τι φανταστικά!
Ένας κατάδικος αν, απομονωμένος από όλα μέσα στο κελί του, έγραφε ένα βιβλίο που κανείς δεν πρόκειται να διαβάσει, και υστέρα το πέταγε έξω από το παράθυρό του στα σκουπίδια της αυλής, λιγότερο μόνος θα ένιωθε από ό, τι εγώ.
Ωραίο συναίσθημα να ξέρεις πως έχοντας κόψει και την τελευταία κλωστή που σε κρατούσε, βυθίζεσαι εκεί όπου δεν υπάρχουν ούτε βιβλία, ούτε ποίηση και ποιητές, ούτε λάθη και αγωνίες-βυθίζεσαι στο Αληθινό, που θα πει στο Μηδέν, στο Τίποτα, στο Αιώνιο, τέλος όπως θέλει το λέει κανείς.
Ελευθερία!
Καλήν ανάγνωση φαντασιές του νου μου.

 

Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Τον έχεις δει πρόπερσι που ήρθες εκείνο τον Βρουτοειδή τύπο του εστιατορίου που είχαμε φάει μαζί. Χοντρός, μονοκόμματος, βλάκας, πάντοτε αξύριστος και αγροίκος, άτσαλος, αγενής, χοντροειδής, άγαρμπος, ακαλαίσθητος.
Και αυτός ο τύπος είναι αυτός που κάνει κουμάντο στο  εμπορικότερο εστιατόριο της πόλης.
Πώς και συμβιβάζονται τα δύο;
Εν πάσει περιπτώσει σήμερα ήταν μια όμορφη και ζεστή μέρα.
Είχα κοιμηθεί καλά, πόδια μέση δεν με πονούσαν, αποφάσισα να κάνω τις δουλειές που δεν περίμεναν ή που έπρεπε κάποτε να γίνουν. Το πρώτο ήταν να βάλω λεφτά στα δύο καρτοκινητά μου, γιατί και των δύο είχαν τελειώσει. Ύστερα έπρεπε να πάρω λεφτά από την Τράπεζα γιατί… κι αυτά είχαν τελειώσει. Και τελευταίο να ταχυδρομήσω πέντε φακέλους.
Τους οποίους και αφού ντύθηκα, πήρα υπό μάλης και ξεκίνησα.
Έκανα το λάθος και φόρεσα μπουφάν. Άρχισα λοιπόν να ζεσταίνομαι πριν φτάσω στο τηλεφωνάδικο για να «γεμίσω». Ε, λέω, θα τελειώσω γρήγορα γρήγορα και θα γυρίσω σπίτι.
Και πράγματι, στο τηλεφωνάδικο ήμουν τυχερός. Τελείωσα αμέσως.
Παίρνω τον ανήφορο για το Ταχυδρομείο. Και τι; Ουρά δέκα πέντε ατόμων για δύο βραδυπορούντα, λόγω της φύσης της δουλειάς, ταμεία.
Καρέκλες τρεις πιασμένες ήδη, τα πόδια να έχουν αρχίσει να διαμαρτύρονται.
Φεύγω με το βάρος των φακέλων να γίνεται όλο και πιο αισθητό.
Από Ταχυδρομείο για Τράπεζα φορτωμένος. Φτάνω ύστερα από στάσεις για αιώρηση των ποδιών στα παγκάκια.
Στην Τράπεζα ουρά μακροαργόσυρτη.  Τότε σκέφτηκα γιατί. Και έπρεπε μάλιστα να το είχα προβλέψει και να άφηνα τους φακέλους για άλλη μέρα-τέλος και αρχή μηνός, και τα δύο αυτά είναι υπερφορτωμένα από ανθρώπους που παίρνουν το μηνιάτικό τους.
Απελπισία. Το σπίτι είναι μακριά. Η ώρα να είναι δυόμισι πια, και εγώ να περπατοκάθομαι για δύο ώρες.
Ας ξεκουραστώ στο γνωστό σου υπαίθριο εστιατόριο, και με την ευκαιρία ας δροσιστώ στη σκιά του. Και ας πάρω κάτι για φαγητό, ώστε να μην έχω και να μαγειρέψω τηγανιτές πατάτες όταν πάω στο σπίτι, που βλάπτουν κιόλας, έστω και αν τρώγονται κατά αραιά διαστήματα.
Πηγαίνω, κάθομαι, παραγγέλνω.
Λέω: καλά είμαι πια. Οι δουλειές δεν έγιναν, θα γίνουν αύριο μεθαύριο, ας απολαύσω το κουνουπίδι καπαμά που  είχα ΧΡΟΝΙΑ να φάω.
Παρήγγειλα και μια κόκα κόλα και απολάμβανα το φαγητό προσβλέποντας και στο επιπλέον δρόσισμα της κόκα κόλας μετά το φαγητό.
Και κει επάνω νοιώθω ένα χέρι να ακουμπάει  στον ώμο μου. Γυρίζω, και, ο Βρούτος! Και αρχίζει, με μένα γυρισμένον μόνιμα λοξά προς τα πίσω για να τον βλέπω ευγενικά φερόμενος…. «Γεια σου! Καλό; Εγώ τρελαίνομαι για κουνουπίδι… τέτοιο έφαγα κι εγώ σήμερα. Οι άλλοι δεν το κάνουνε, δεν το ξέρουν καθόλου… ξέρεις πώς λέγεται; Καπαμάς! Καπαμάς κουνουπίδι…»
Με τη μπουκιά στο στόμα τον άκουγα κοντεύοντας να στραβολαιμιάσω. Τα σάλια του πέφτανε στον αυχένα μου και στο δεξί μου μάγουλο μιας και λόγω φαγητού είχα βγάλει τη μάσκα.
Και συνέχισε δυναμώνοντας τη φωνή του: «…Καπαμάς κουνουπίδι, όχι καπαμάς αρχίδια! Ε;...» Ένα δεύτερο χτύπημα στον ώμο μου, αποχαιρετιστήριο αυτή τη φορά, και, σκασμένος στα γέλια με το αστείο του απομακρύνθηκε.
Σαν μια τσουκνίδα μέσα σε άνθη, σαν λύκος μέσα σε κοτέτσι ήρθε αυτό το «αρχίδια» να καταστρέψει την ατμόσφαιρα που μέσα μου είχα δημιουργήσει για να φάω ήσυχα ήσυχα-την ατμόσφαιρα της ησυχίας και  της ξεκούρασης από την ταλαιπωρία της ημέρας. Έτσι, κάθε κομμάτι κουνουπίδι που έπιανα στο πιρούνι, φάνταζε σαν να έβαζα στο στόμα μου έναν όρχι,  αντί για σάλτσα μου έμοιαζε ότι στάζει αίμα, και κάτι στενόμακρα λαχανικά παρίσταναν τις σπερματοδόχες κύστεις του.
Πλήρωσα και έφυγα άρον άρον.
 

Σάββατο 28 Μαΐου 2022

ΚΑΛΑΝΤΑ

Καλήν ημέρα δύστυχοι
και είτε ειν’ ορισμός σας,
ή όχι, εγώ τα κάλαντα
θα πω στο αρχοντικό σας.

Καληνημέρα κλέφταρε
Καραμανλή που υφαίνεις
ρούχο μετάξινο με ιδρώ
κι αίμα εργασίας ξένης.

Καλην ημέραν υπουργοί
 που γλωσσοκοπανάτε
για να δικιολογήσετε
τα όσα μας βουτάτε.

Που οχυρωμένοι πίσω από
τον καπιταλισμό σας
το κάθε ευρώ μας κάνετε
κεφάλαιο δικό σας.

Γεια σας που όταν ο λαός
κάποτε θα ξυπνούσε
λαιμούς θα είχε να 'κόβε
ωσότου βαριεστούσε.

Καληνημέρα δήμαρχε
που έναν παρά δε δίνεις
για τίποτα, μόνο κοιτάς,
αρπάς και καταπίνεις.

Και διόλου δε σκοτίζεσαι,
γιατί καλά γνωρίζεις
ότι αρκεί να εκλεγείς
και ύστερα αλωνίζεις,


σε πορτοφόλια αλλότρια
και περιβόλια ξένα
χωρίς ποτέ λογαριασμό
να δίνεις σε κανένα.

Κοιμήσου ήσυχα. Όλοι αυτοί
που κλέβουνε μαζί σου
σαν μέλισσες βασίλισσα
φυλάνε τη ζωή σου.

Γιατί αν τους πάθεις τίποτα
και μέσα μπεις στην κάσσα
αμέσως τότε κόβεται
και η δική τους μάσα.

Γεια σας ποιητές της Τρίπολης
που με την ποίησή σας
την επανάσταση κι εσείς
κάνετε τη δική σας.

Μόνο που άλλο μη έχοντας
ενάντια του να πάτε
τον γυάλινο της ποίησης
πύργο πετροβολάτε.


Κι ας θρύψαλα τον έχετε
ήδη από χρόνια κάνει,
όμως το που του κάνατε
στραπάτσο δε σας φτάνει,


παρά χωρίς καθόλου αιδώ-
και πού να τηνε βρείτε-
απτόητοι κι ακάθεκτοι
ακόμα στιχουργείτε.

Γεια σου Τριπόλεως μουσική
που τόσες μελωδίες
γεμίζεις κάθε Κυριακή
της πόλης τις πλατείες,

που φτάνει-βαρεθήκαμε
τα "ντο", τα "σι", τα "φα" σου-
λίγο και μας άσε άμουσους
και λίγο ξεκουράσου.

Γεια σου Μαλλιαροπούλειο
που όλο και ακούμε
πως θα σε φτιάξουνε, αλλά,
ακόμα να το δούμε.

Κι έτσι καθώς σ' αφήσανε,
η πρόσοψή σου δείχνει
πως μ'ένα μόνο φύσημα
κι ένα παιδί σε ρίχνει.

Μα όμως δε θα πέσεις συ,
και θα 'σαι πάντα όρθιο
για της ρεμούλας να μιλάς
και των σκανδάλων τ' όργιο.

Καληνημέρα ευγενικοί
της Τρίπολης έμποροι  
που αν και σας ταράζουνε
η κλεισούρα και οι φόροι,

πόντοτε είστε πρόσχαροι,
πάντα καλοπσυνάτοι
και πάντα στους πελάτες σας
καλό θα πείτε κάτι.

Η τάξη σας της πόλης σας
λαμπρό είναι στολίδι.
Όμως ακούστε το κι αλλιώς,
κι ας το μισόειπα ήδη:

για σας αν ήταν να μιλώ,
για ώρες θα μιλούσα
παινεύοντας τα που 'χετε
μες στην ψυχή σας λούσα.

Μα κι απ' αυτά τα κάλαντα
που δε μοιράζουν χάδια,
 ευχές σας στέλλω εγώ θερμές
μες απ' τα φυλλοκάρδια.

Καληνημέρα των "καφέ“
όμορφες σερβιτόρες
κι όλα καλά κι ωραία σας.
Μα όμως ώρες ώρες

είστε πολύ αγέλαστες.
Βάλτε ένα χαμογέλιο!
Χρυσό ραβδάκι γίνετε!
Μην μένετε φραγγέλιο!

Καληνημέρα Κου Κου Ε
που στη Βουλή όταν μπήκες
πια όχι όπως ήξερες
αλλά όπως τα βρήκες.

Γεια σου ΠΑΣΟΚ που έδωσες
της μάσας τη σκυτάλη
να φάει λίγο κι η Δεκσά
και πια την παίρνεις πάλι.

Γεια σας τρακόσοι της Βουλής
που η χώρα θα σωνόταν
αν ο καθένας από σας
ευθύς ξεπαστρευόταν.

Καληνημέρα βομβιστές,
λιοντάρια δίχως χήτη-
προσέξτε μη απ' τις βόμβες σας
ανοίξει καμιά μύτη.

Κι αφήστε τους ανέμυαλους
εκείνους καμικάζι-
παλαιστινίους κι ιρακινούς-
το αίμα τους που βράζει,

να πάνε να σκοτώνουνε
κι άλλους και τον εαυτό τους-
λαοί αυτοί είναι βάρβαροι
καλούς δεν έχουν τρόπους,

και -οι άξεστοι- αφανίζουνε
τους εκμεταλλευτές τους.
Γι αυτούς καμία ποίηση
δεν θα 'χει αναπαίστους.

Ενώ για σας, τους ευγενείς,
που φέρεστε ανθρωπίνως
πολλά ποιήματα κρατεί
των ποιητών το σμήνος.

Και ξέρετε-ω θεοσεβείς
πολιτισμένοι φίλοι;
Τις βόμβες σας μη βάλετε
λέω, ξανά, φιτίλι,

μα ένα μαγνητόφωνο.
Κι όσοι από κει περνούνε
αντί για κρότους βάρβαρους
"μπαμ!" μια φωνή ν'ακούνε.

Κληνημέρα Θοδωρή
Κι εσύ Κολοκοτρώνη
που αγάλματα η πόλη τους
παντού δικά σου υψώνει

γιατί οι Μεγάλες Δύναμες
κάποτε αποφασίσαν
και ένα τους παράρτημα
που "Ελλάς" το είπαν, στήσαν.

Καληνημέρα Ευρώπη συ
που ενώνεσαι ολοένα
μα ακόμα ειν’ τα κράτη σου
ανάμεσά τους ξένα.

Και τρώγονται ποιο πιότερο
θα κλέψει από τ' άλλο
και που -τυχαίως...-τρώει καλά
πάντοτε το μεγάλο.

Γεια σου Ελλάδα που όλοι σου
Οι πολιτικοί «τα πιάνουν»
και βίλλες χτίζουν κι όμορφη
ζωή και πλούσια κάνουν.

Και σαν μοσχάρι εσύ λαέ
τους κλέφτες άφηνέ τους
άβουλος να σε κλέβουνε
κι "ευχαριστώ σας" πες τους

όταν κοντά σου θα 'ρθουνε
κρατώντας το μαχαίρι
και των αγγέλινων βοδιών
και σένα γίνουν ταίρι.

Καληνημέρα ιερείς,
ληστές του λαού με γάντια
που ευθύνη έχετε τρανή
στης χώρας την κατάντια.

Και που αν τα ράσα βγάζατε
και παύατε το ψέμα
νέο και ολοζώντανο
θα 'βάζε η χώρα αίμα.

Γεια σου Εκκλησά πόρνη γριά
και πολυστοματούσα
όπου αμπέλια εσύ τρυγάς
είτε φτωχά είτε πλούσ'α,

και δυναμώνεις και πολύ
περσότερο ληστεύεις
και δε σε νοιάζει σ' οποιανής
δίκια κι αν πέφτεις χλεύης.

Γεια σου Εκκλησία βδέλυγμα!
Κοράκι του θανάτου!
Που είναι για σένα η ζωή
στέρνας χρυσός απάτου,

κι όλο ρουφάς κι όλο μασάς
και όλο και χοντραίνεις
κι άμετρα ας έχεις θύματα
και πάλι δε χορταίνεις.

Γεια σου Εκκλησά που του θεού
τις σάρκες τις ξεσκίζεις
και τον Παράδεισο πουλάς
και Κόλαση κερδίζεις.

Γεια σου Εκκλησία ύαινα
που όχι των ζωντανώνε
μα και νεκρούς σα βρίσκεις, τρως
τις σάρκες και κεινώνε.

Γεια σου Εκκλησά που όπου δεις
πόνο και δυστυχία
πουλάς νεράκι καθαρό
για μια περιουσία.

Γεια σου Εκκλησά Μοίρα κακή
του άμοιρου τ' ανθρώπου-
ανθρώπου γέρου ή μικρού-
ανθρώπου όποιου τόπου,

που αν υπήρχε διάβολος
θα 'σασταν συνεταίροι
αρκεί και μες στην Κόλαση
να 'ταν να βάλεις χέρι.

Γεια σου Αρχιεπίσκοπε
που κάτω από τα ράσα
κρύβεις τους βρώμιους όμοιους σου
που πιάστηκαν στα πράσα.

Καληνημέρα υπουργέ
της άμοιρης Παιδείας
τα όρια που ξεπέρασε
πλέον και της αηδίας,

κι όταν ακούμε να μιλούν
γι αυτήν, δεν αντιδρούμε,
γιατί άλλο δεν προσμένουμε
χειρότερο να ιδούμε.

Καληνημέρα σου και σε
παμπόνηρε Τατούλη
που ας παραπέμπει τ' όνομα
σε κάτι τοσοδούλι,

τόσα που κλέβεις θα 'πρεπε
να ελεγόσουν Τάτος:
ποντίκι ο Πολιτισμός
και γάτος συ χορτάτος.

Καληνημέρα Θόδωρε
Ρουσόπουλε,που ψέμα
Ειν’ όχι μόνον όσα λες
μα και τα μη ειπωμένα.

Καληνημέρα σου και σε
Υγείας Κακλαμάνη
που δέκα η αγυρτεία σου
κι η αλήθεια σου μια κάνει.

Συνειδητά που όντας σύ
της Μά(ντ)σας Δον Κιχώτης,
τον έλληνα ψιλό γαζί
τόνε δουλεύεις πρώτης!

Καλή σου μέρα υπουργέ
και σένα της Αμύνης
που ούτε σου τα τρισέγγονα
δεν θα χαθούν εκ πείνης,

αφού απ' όσα γι αγορές
στους ευρωπαίους σκάζεις
δύο φορές περσότερα
στη μέσα τσέπη βάζεις.

Καληνημέρα πρόεδρε
και σένα της Βουλής μας,
του καταγώγιου αυτού ληστών
και διαφθοράς και μίζας.

Κάπελας είσαι άριστος-
σ' ένα μπουρδέλο πρέπει
μία τσατσά καθώς εσύ
που όλα να τα βλέπει,

και όλα με την πορνική
της αύρα να τα ντύνει
ώστε απ’ αυτό τον τζερτζελέ
να κονομάει και κείνη.

Καληνημέρα σας χρηστοί
θείοι βιομήχανοί μας
που το δαιμόνιο υψώνετε
στα ύψη της φυλής μας,

και που όταν κάτι πάει στραβά
κι έχετε γκίνιες, τότε,
τους αστακούς αφήνετε
κι εργαζομένους τρώτε.

Καληνημέρα ναύαρχε
Βαρδή Βαρδινογιάννη,
λύκε, προβάτων φύλακα
που ο Κώστας σ' έχει κάνει.

Για σένα η θαλασσα κρασί,
μεζέδες τα καράβια
κι οι πλοίαρχοι τζομπανόσκυλα
κι οι ναύτες τα κουτάβια.

Τρώγε και πίνε. Κι αν σου ρθεί
και σένα μιά Σαμίνα,
δήμαρχο υποψήφιο
σε χρίζουνε για Αθήνα!

Και, Αλογοσκούφη, ακάθεκτος
και vιά φκιάσε κλιμάκια:
οι τσέπες κι αν αδειάσανε
υπάρχουν και τσεπάκια.

Και Μολυβιάτη, με κακό
Τον Ερντογκάν μην παίρνεις.
Μονάχα πρόσεχε, πολύ
κοντά του να μη γέρνεις.

Παυλόπουλε, μη χολοσκάς
Πακιστανούς κι αν πιάσαν,
και αν τους νόμους μας εν μια
νυκτί επαραβιάσαν-

άσε και κάποιους αλλουνούς
να κάνουν το δικό τους
σε τόπο έναν που άλλωστε
τον έχουν φέουδό τους.

Κι αν τα ονόματα ήξερα
των υπουργών απάντων,
κάτι για όλους θα 'βρισκα
να 'λεγα τέλος πάντων.

Μα τώρα πάλι θα στραφώ
προς τον μεγάλο Βούδδα,
τη βραδυκίνητη, οκνή,
απρόθυμη αρκούδα

που 'χουμε για πρωθυπουργό.
Και όμως, κυβερνάει.
Και ακίνητος, και καθιστάς
και δίχως να μιλάει.

Άραγε όταν σηκωθεί
πάλι θα κυβερνήσει
ή την καρέκλα σπρώχνοντας
όλα θα τα διαλύσει;

Όμως πολλά τα είπαμε
τα κάλαντα και φέτος
και πρέπει να τελειώνουνε,
γιατί το νέο έτος,

όπου και να 'ναι ειν' εδώ
και πρέπει αυτά που γράφω
να μπουν στο νέο βιβλίο μου
(λίγο να πω: στον τάφο).

Λοιπόν καλή νέα χρονιά
εύχομαι σ' όλους τώρα.
Του χρόνου πάλι, ως τότε αν
υπάρχει ετούτη η χώρα.
 


ΤΟ ΚΑΡΑΒΑΚΙ
ή
Η ΗΠΑτίτιδα του Μητσοτάκη


«Πού πας, Μητσοτάκη, με τέτοιον καιρό;
Η Αρκούδα εξύπνησε, δεν τη φοβάσαι;
Οι σφαίρες κι οι πύραυλοι πέφτουν σωρό,
πού πας, Μητσοοτάκη, με τέτοιον καιρό;»

«Για χώρα πηγαίνω πολύ μακρινή.
Οι ΗΠΑ μου φέγγουνε σώος να περάσω.
Και όσα εμπόδια κι αν βρω, μα θα φτάσω
με πρίμο αγεράκι, μ’ ακέριο πανί.»

«Κι αν Πέρσες σου στήσουν τη νύχτα καρτέρι;
Φρουρών αν επάνω σου πέσει θεριό
και πάρει τους ναύτες και τον τιμονιέρη;
Πού πας, Μητσοτάκη, με τέτοιον καιρό;»

«Ο θείος ο Σαμ με στοργή με φροντίζει.
Με ΝΑΤΟ έχω εγώ ιερή συμφωνία.
Ο Μπάιντεν ορθός το τιμόνι μου αγγίζει.
Στην πλώρη μου στέκει η ΕΟΚ και η ΣΙΑ.»

Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

 

ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ (2000-2005)

ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ

(ιδιοκτήτη της πολυκατοικίας Σοφοκλέους 3)

 

 

 

Κυρ-Παναγιώτη κυρ-Παναγιώτη

μες στην καρδιά μας θέση έχεις πρώτη.

 

Κυρ-Παναγιώτη Στη ζήση ετούτη

Ψυχής συ σπάνια Κατέχεις πλούτη.

 

Ευγένεια όλο και καλοσύνη

το πρόσωπό σου γύρω ξεχύνει.

 

Διόλου δεν κρύβεις μέσα σου δόλους

και λόγο έχεις καλόν για όλους.

 

Κι όλους μας έχεις μες στην καρδιά σου

σαν να 'μαστέ όλοι παιδιά δικά σου.

 

Φιλιά κι αγάπη για όλους έχεις

κι α' σε ζητήσουμε αμέσως τρέχεις.

 

Κι όλους φροντίζεις κι όλους προσέχεις

λες μόνη σου έγνοια εμάς πως έχεις.

 

Με τον καλό σου λόγο μας ντύνεις

και με παράπονο δε μας αφήνεις.

 

Μ' ένα πανάκι πάντα στο χέρι

δίνεις την πάστρα στο κτίριο ταίρι.

 

Κάθε βρωμίτσα μάς καθαρίζεις

την πόρτα πάντα καλοσκουπίζεις.

 

Πάντα μαζεύοντας χαρτιά, σκουπίδια,

 κάνεις τα σπίτια μας λαμπρά στολίδια.

 

Στη Σοφοκλέους- το λένε όλοι-

το πι όμορφο έχεις κτίριο στην πόλη.

 

Κάπου αν νοικάρη σου κάτι πειράζει

κι εσυ πειράζεσαι- και σένα νοιάζει.

 

Κάτι καθένας μας θέλει από σένα;

δεν έχει πρόβλημα διόλου κανένα-

 

θα βρει βοήθεια κι αγάπη θα ’βρει

κι η ώρα του πέρα πηγαίνει η μαύρη.        

 

Κάτι από σένανε όσοι ζητάνε

πάντοτε το 'χουνε- ό,τι και να ’ναι.

 

Άλλος ζεσταίνεται άλλος κρυώνει

ο νεροχύτης του κάποιου βουλώνει,

 

άλλου η βρύση του χαλάει και στάζει

το παραθύρι του κρύο κάποιου μπάζει...

 

και τρέχει πάντα ο κυρ-Παναγιώτης

σαν επιτήδειος καλός στρατιώτης,

 

κι όλα διορθώνονται στο άψε σβήσε:

κυρ-Παναγιώτη μου μάγος μην είσαι;

 

Κυρ-Παναγιώτη μας λάμπει η καρδιά μας

λάμπουν το σπίτια μας με σε κοντά μας.

 

Και απονήρευτος κι αγνός τελείως

κυρ-Παναγιώτη μου σου είναι ο βίος.

 

Και αν για σένανε κακό θα πούνε

τ' αυτιά σου κάνουνε πως δεν ακούνε.

 

Κι αν σ' αδικήσουνε δεν τους κακιώνεις

και χέρι φίλιας συ τους απλώνεις.

 

Φίλο σε νιώθουμε όλοι καλόν μας

κυρ-Παναγιώτη μας, κι αγαπητόν μας.

 

Χρόνια εμόχθησες για να προκόψεις.

Όλες εγνώρισες της ζωής τις όψεις.

 

Θηρία ανθρώπινα σου πιάσαν έχθρες.

Πολλοί σου πέταξαν του μίσους πέτρες.

 

Όμως κανένανε συ δεν εμίσησες

κι ίδια να κάνεις σ' αυτούς, δε ζήτησες.

 

Το γιο σου κοίταγες και τ' άξιο ταίρι σου

και όπου σου 'δειχνε τράβαες, τ' αστέρι σου.

 

Κυρ-Παναγιώτη μας ένα θα πούμε:

φίλο σε νιώθουμε και σ' αγαπούμε.

 

Και σου ευχόμαστε γερός να μένεις

κι ό,τι εκέρδισες ν’ απολαβαίνεις.

 

 

 

 

ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ (2000-2005)
Η ανεκτικότητα που δείχνουν πολλές φορές οι μεγάλοι άνδρες, δεν είναι τίποτ' άλλο από βαθιά περιφρόνηση που έχουνε για τους άλλους ανθρώπους κι όταν ένα μεγάλο μυαλό κυριευθεί ολότελα απ' αυτή την περιφρόνηση,δεν λογαριάζει πια τους άλλους σαν ομοίους του. Είναι ανεκτικός σ' αυτούς όπως και στα ζώα,που δεν μπορούμε να τους καταλογίσουμε τους παραλογισμούς τους και την κτηνωδία τους.
Η κατάρα που βαρύνει τον μεγαλοφυή, είναι, ότι όσο οι άνθρωποι τον βλέπουν μεγάλο και θαυμαστό, τόσο αυτός τους βρίσκει μικρούς και ελεεινούς. Όμως αυτή του την γνώμη δεν μπορεί να την εκφράσει, όπως και οι άλλοι δεν εκφράζουν τη δική τους.
Οι φιλόσοφοι
 

Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ
(Καλάβρυτα. 26-6-05. Ώρα 8 βράδυ. Δωμάτιο χωριάτικου σπιτιού)

"Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ…"
(Λαϊκή ρήση)

ΕΚΕΙΝΗ
-Έφτασε το τέλος λοιπόν.
ΕΚΕΙΝΟΣ
-Το οριστικό τέλος αυτή τη φορά.
ΕΚΕΙΝΗ
-Όλα κάποτε τελειώνουν.
ΕΚΕΙΝΟΣ
-Κοινότυπο, όμως αληθινό.
ΕΚΕΙΝΗ
Αυτός ο κάπρος... ωραίος... ζωντανός... τον θέλεις; Πάρτονε, σου πρέπει.
ΕΚΕΙΝΟΣ
-Όχι. Πράγματα εκεί... μπορείς όλα να τα πάρεις εσύ...
ΕΚΕΙΝΗ
-Αυτόν τον αρκούδο;.. στο έδωσα την ημέρα που πήγαμε στο σπήλαιο...
ΕΚΕΙΝΟΣ
-...Θυμάμαι...
ΕΚΕΙΝΗ
-Τότε που έχασα την πιάστρα των μαλλιών μου.
ΕΚΕΙΝΟΣ
-Τη χτένα σου είχες χάσει.
ΕΚΕΙΝΗ
-Ναι, τη χτένα μου...
(τρίβει τα μάτια της που πάνε να δακρύσουν)
Κι αυτός ο Νίκος... σήμερα βρήκε να κάψει τα χόρτα του... δάκρυσαν τα μάτια μου...
ΕΚΕΙΝΟΣ
-Απ' αυτό είναι; Για μια στιγμή νόμισα πως ίσως...  η  συγκίνηση... Έχω ένα χαρτομάντιλο- να στα σκουπίσω. Γύρισε. Έτσι μπράβο... Έχεις δει τα χείλη σου στον καθρέφτη από κοντά; Έχουν τόσες πολλές μικρές χαραματίτσες...
ΕΚΕΙΝΗ
-Αγά... Σάκη! Τι είπαμε;.. Σε παρακαλώ καλέ μου!
Βρεθήκαμε εδώ για ν' αποχαιρετιστούμε. Αγαπάς μιαν άλλη γυναίκα στην Τρίπολη, αγαπώ έναν άλλον άντρα στην Αθήνα. Χωρίζουμε! Και συ με τα υποκοριστικά σου... Αφού το ξέρεις ότι... Σε παρακαλώ αγά... σε παρακαλώ καλέ μου...
ΕΚΕΙΝΟΣ
-Καλή μου, ξέρεις το πάθος μου με τις λέξεις. Πρέπει να λένε ό,τι νοούν!
ΕΚΕΙΝΗ
-Κι όταν αυτές λένε ό,τι νοούν, εγώ τότε δεν νοώ τι λέω... Μόνο για σήμερα δε θα μπορούσες να παρατούσες το πάθος σου αυτό; Όχι υποκοριστικά, σε παρακαλώ... Πρέπει να χωρίσουμε Σάκη!
ΕΚΕΙΝΟΣ
-Όμως σωστό είναι όπως το είπα. Δεν είναι ούτε χαράδρες ούτε χαραγματιές. Είναι ακριβώς αυτό: χαραγματίτσες!
ΕΚΕΙΝΗ
-Σάκη! Λέω να πάρω κι αυτή σου τη φωτογραφία...
ΕΚΕΙΝΟΣ
-Κι εγώ ετούτη...
ΕΚΕΙΝΗ
-Να και το ρουζ! Αυτό πια είναι δικαιωματικά δικό μου!
ΕΚΕΙΝΟΣ
-...Θυμάσαι που έβαφες μ' αυτό τις ελίτσες σου;
ΕΚΕΙΝΗ
-Αγάπη μου αγάπη μου αγάπη μου...τι σε παρακάλεσα μόλις;
ΕΚΕΙΝΟΣ
-Συγνώμη. Ήδη τρέμεις... συγνώμη... Γιατί στέκεις έτσι- κάτι σκέπτεσαι;
ΕΚΕΙΝΗ
-Ξέρεις... ξαφνικά νιώθω πως δεν τον αγαπώ και πάρα πολύ εκείνον τον άντρα...
εκεινοσ
-Χμ! Κι εγώ... θα έλεγα... δηλαδή νομίζω... πως να! θα μπορούσε να ένιωθα κάτι παραπάνω γι αυτή τη γυναίκα...
ΕΚΕΙΝΗ
-…Λοιπόν… συνεχίζουμε. Πάρε συ το κασετόφωνο. Κι αυτές τις κασέτες.
ΕΚΕΙΝΟΣ
-Θα 'θελα μόνο τούτο το κορδελάκι...
ΕΚΕΙΝΗ
-Πάλι;!;!..
ΕΚΕΙΝΟΣ
-Κοίτα γλυκιά μου, κάνω ήδη πολλές προσπάθειες. Δε σου μίλησα καθόλου τόσην ώρα για τα ποδαράκια σου, για κείνο το δαχτυλάκι σου, για τη μεσούλα ή τ' αυτάκια σου. Ούτε για το περιστεράκι που...Τι κάνεις;..
ΕΚΕΙΝΗ
-Σβήνω το φως. Αναβάλλουμε το χωρισμό μας μέχρι να πάθεις λαρυγγίτιδα. Αγαπημένε μου!
(αγκαλιάζονται)   
ΕΚΕΙΝΟΣ
-Γλυκιά μμμμμ….


 

 

Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

ΘΑ ΘΕΛΑ ΝΑ ΞΑΝΑ

Θα θελα να ΞΑΝΑ
Γεννιόμουνα στη Σπάρτη
Πάλι εκεί
Άγιδος τρία
Τώρα τι θα ’κανα θα ήξερα
Χοντρές κάτι αλυσίδες θα δενόμουν
Μη κα’νας άνεμος αυτοσυντήρησης
Μακριά με πάρει
Κι απέ
Μια θα γινόμουν μέσα της πορτοκαλιάς κλωνάρι
Να ξελογιάζω νόες και ψυχές
Μια θα γινόμουν μάτι ένα
Εκεί
Λυκούργου και Άγιδος
Τους μαθητές να βλέπω μεσημέρι που σχολάνε
Και θα περιφερόμουν έτσι
Ένα μόριο μες στη Σπάρτη-
Ένα μόριο μες στην άσπρη τη σταγόνα
Που στη μαύρη μέσα θάλασσα της γης αιωρείται
Ταίρι χωρίς να βρίσκει
Έτσι σαν δείγμα
Του πώς θα ήτανε ο κόσμος μας αν ήταν
Άσπιλος γενναίος κι απλοϊκός.

Να βλέπω και τα σπαρτιάτικα τα κοριτσάκια
Τα αθώα
Τα αθώα
Τα αθώα
Από κάθε πονηριά και αμαρτία
Και που όταν γίνουνε γριούλες
Θα είναι ακόμα
Αθώες
Αθώες
Αθώες
Από κάθε κρίμα
Από κάθε νόθευση
Από κάθε αναισχυντία.

Γιατί η πόλη αυτή
Η δική μου ‘
Η δική μου
Η δική μου
Κάστρα απ’ το χρόνο αχάλαστα έχει στήσει
Κάστρα Αντρειάς, Αγνότητας,
Θάρρους, Πατρίδας, Δίκιου,
Έτσι που ο εχθρός
Να κάνει πίσω από μακριά μόνο θωρώντας την.

Να υπηρετήσω και σαν σάρκα του’ την πόλη
Την πόλη αυτή
Αγνή, αχάλαστη κι αδούλωτη που μένει
Από «ισμούς» από «προόδους» και από μολύσματα
Κρατώντας για τον εαυτό μου όσα η Σπάρτη
Όσα ο τόπος μου
Όσα η μάνα και η κόρη κι η ερωμένη μου
Μου χάρισε από τύχη αγαθή
Γεννώντας με-
Αποφασίζοντας να με γεννήσει
Εδώ
Άγιδος τρία
Πρώτο δωμάτιο μπαίνοντας αριστερά
Γεμάτο ρόδια,
Πορτοκάλια,
Κρίνους άσπρους και λευκούς και γαλακτόχρους
Και μες στο βάθος την κληματαριά
Με τα βαριά
Γλύκα και νοστιμιά βαραίνοντας σταφύλια
Και με την καϊσιά στο βάθος
Στον τοίχο κολλητή
Που απ’ τους Κρουσκαίους μας εχώριζε.

Θα θελα να ΞΑΝΑ
Γεννιόμουνα στη Σπάρτη
Και για τίποτα
Και για κανέναν
Να μην έφευγα ποτέ απ’ αυτήν
Κι ας ήταν πάλι να την κουβαλάω μέσα μου
Όπου κι αν πήγαινα
Κι ας ήταν πάλι να με οδηγεί
Να με πονά
Να με κατέχει
Να με δονεί κάθε το φως που ερχόταν
Με υπάρξεως αθάνατες πνοές
Να με μεθάει πάλι απ’ την αρχή
Να με μαθαίνει πάλι απ’ την αρχή
Τι είναι γνώση και τιμή
Τι είναι θάρρος
Τι καθήκον
Τι είναι ασπίδα δόρυ θώρακας και κράνος
Και τι το τέλειο μέσα τους είναι κορμί
Φτιαγμένο δόξα και τιμή κι αντρεία
Για να  μπορεί ένας λαός
Για να μπορεί μία γενιά
Μοναδική να μένει και αθάνατη στους αιώνες
Λοιδορώντας
Από το ύψος που έφτασε
Και καθώς ήρεμη στέκει εκεί
Και όμορφη
Και ακλόνητη
Κι ωραία-
Λοιδορώντας επαναστάσεις γαλλικές
Και αυτοκρατορίες κάθε είδους.

Θα θελα να ΞΑΝΑ
Γεννιόμουνα στη Σπάρτη
Την πόλη του όνειρου του ξυπνητού
Την πόλη που σιωπώντας τόσα λέει
Την πόλη που το Λάμδα της
Μπροστά εμπήκε από το Άλφα
Την πόλη την φυλάγοντας ιερά
Την πόλη την φυλάγοντας αέναες
Και άφταστες κι ιδανικές αξίες
Την πόλη ζωντανό μνημείο ταύτισης
Φύσης κι Ανθρώπου,
Σθένους κι ευαισθησίας,
Καθήκοντος και Μοίρας
Την πόλη τη μοναδική στον κόσμο μέσα
Την πόλη που ριζώθηκε στο Δώρειο χώμα
Και το Ευρώτειο πίνοντας το νέκταρ
Και την πνοή ανασαίνοντας του Ταϋγέτειου αιθέρα
Ταίριαξε μια Ιδέα υψηλή
Μοναδική κι ωραία
Που κι όταν θα χαθούν οι αστερισμοί
Κι οι ήλιοι
Και τα σύμπαντα
Αυτή αχάλαστη κι αιώνια θα πλανιέται
Στου Απείρου μέσα τα όνειρα
Προσμένοντας τη νέα Πλάση να φανεί
Νόημα και σε κείνην για να δώσει.

Θα θελα να ΞΑΝΑ
Γεννιόμουνα στη Σπάρτη.
 

Κυριακή 22 Μαΐου 2022

ΣΗΜΕΡΑ. ΕΔΩ.

Ανοίξου! Μίλα! Βγες! Κάνε παρέες!
Κάποιων γνωστών μου είναι οι συμβουλές.
Παροτρύνσεις βεβαίως ωραίες
Μα φρούδες στην ουσία κι απατηλές.

Με ποιον αληθινά εδώ πέρα να μιλήσεις;
Σε ποιόνε ν’ ανοιχτώ; Να βγω για πού;
Τρέφονται οι άνθρωποι εδώ με ειδήσεις.
Δεν είναι αυτό παζάρι για αλεπού.

Για γλώσσα να μιλήσεις; Για λογοτεχνία;
Για ερωτήματα που απάντηση ζητούν;
Είναι σε κότες σαν να έδειχνες βιβλία
Και ν’ απαντάς σε όσους δεν ρωτούν.

Κλεισμένος στο καβούκι μου το μαύρο
Είναι η μόνη της ζωής μου οδός εδώ.
Όσο κι αν ψάξω συνομιλητές δε θα ’βρω.
Ούτε καν έμφρονα ένα εδώ θα βρω.
 

Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

ΠΕΡΙ ΜΠΟΥΛΙΝΓΚ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Από την οικογένεια το παιδί μαθαίνει να χτυπάει τα άλλα παιδιά. Γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών το χτυπάει ο πατέρας του και η μητέρα του, κινέτσι κι αυτό μαθαίνει να χτυπάει τα άλλα παιδιά, ενώ αργότερα το ίδιο παιδί θα χτυπάει και μεγάλους, είτε για να τους κλέψει είτε για να καταφέρει να κερδίσει οτιδήποτε από αυτούς.
Οι μεγάλες οικονομικές ανισότητες είναι ένα άλλο αίτιο που τα φτωχά παιδιά κακομεταχειρίζονται όποτε μπορούνε τα πλούσια παιδιά. Γιατί ξέρουν ότι ποτέ δεν θα μπορέσουν να γίνουν πλούσια κι αυτά, και κάνουν δύσκολη τη ζωή των πλούσιων παιδιών όπως μπορούν: χτυπώντας τα, βρίζοντάς τα, μη επιτρέποντάς τους να συμμετέχουν στις ίδιες  δραστηριότητες που αυτά υπηρετούν. Αντιδρούν έτσι στη φτώχεια τους, ισοφαρίζοντας τον πλούτο που δεν έχουν.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτοί οι λόγοι που  παιδιά στρέφονται κατά παιδιών. Είναι και η διαφορετικότητα που φτάνει μέχρι τον ρατσισμό. Έχει έναν τρόπο ομιλίας το παιδί ο οποίος δεν αρέσει στα άλλα παιδιά; Πειράγματα και χειροδικίες κατά αυτού! Ντύνεται, περπατάει, φέρεται διαφορετικά από όπως η πλειοψηφία των παιδιών κάνουν; Κοροϊδίες, διαβολές, πειράγματα, στριμώγματα σε γωνίες για εκφοβισμό ή για ξύλο.
Αυτά δεν έρχονται στο μυαλό των παιδιών με την επιφοίτηση κάποιου πνεύματος. Είναι το αποτέλεσμα της γνώμης και της πεποίθησης που βλέπει το παιδί  να υπάρχει μέσα στην οικογένειά του. Ποιος δεν ξέρει ότι οι έλληνες ανέχονται και δεν αποδέχονται τους ξένους; Με πόσους προσβλητικούς λόγους δεν στολίζουν τους ξένους όταν αυτοί δεν είναι κοντά για να τους ακούσουν, με πόση μανία δεν καταφέρονται εναντίον τους με το παραμικρό, τι ατμόσφαιρα δεν έχει δημιουργηθεί στο σπίτι, ακόμα και αν οι  γονείς δεν έχουν αυτή την πρόθεση-να κάνουν δηλαδή ίδιο με αυτούς το παιδί  τους…
Και ένας άλλος σπουδαίος λόγος που επιτείνει την δυσάρεστη αυτή κατάσταση, είναι η σιωπή από εκείνους που βλέπουν και ακούν τέτοια περιστατικά. Σιωπή είτε από φόβο μήπως πάθουν τα ίδια ή μήπως τιμωρηθούν σκληρά από τους δράστες του μπούλινγκ, είτε διότι το θεωρούν φυσιολογικό, είτε γιατί «τι με νοιάζει εμένα».
(Στην Αμερική συμβαίνει κάτι ανάλογο ανάμεσα σε μαύρους και λευκούς. Παρόλους τους νόμους, οι λευκοί μισούν τους μαύρους και οι μαύροι τους λευκούς. Όμως παρά το μίσος τους δεν φτάνουν σε ακρότητες για τους εξής λόγους: Πρώτα γιατί όλοι ξέρουν πως εκεί πέρα όλοι είναι «ξένοι». Ύστερα επειδή η φτώχεια  επιδοτείται από το κράτος έτσι που μεγάλες διαφορές  στην καθημερινή ζωή και στην απόκτηση των προς επιβίωση αναγκαίων δεν υπάρχει. Και  ακόμα γιατί στα σχολεία διδάσκονται οι κανόνες συμπεριφοράς όλων προς όλους, και κάθε τέτοιο-σπάνιο-περιστατικό, τιμωρείται αυστηρότατα.)
Με όλα αυτά λοιπόν (το παράδειγμα των γονιών, την παρενόχληση ατιμωρητί των άλλων, τις μεγάλες υπάρχουσες οικονομικές διαφορές, το να είναι τόσο διαδεδομένη η κατάσταση αυτή ώστε να θεωρείται φυσική), το μπούλινγκ συνεχίζεται απτόητο και ανθεί στην Ελλάδα.
Όλοι ξέρουν ότι γίνεται. Και έχουν μάθει  ότι ούτε γι αυτό που ενώ γίνεται δεν μπορούν να το κάνουν να μη γίνεται, όπως ξέρουν ότι οι πολιτικοί τους κλέβουν και ότι γι αυτό δεν μπορούν να κάνουν τίποτε, όπως ξέρουν ότι όλοι παρανομούν και όλοι το ξέρουν, και ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο γι αυτό παρά και οι ίδιοι να παρανομούν, όπως ξέρουν ότι δεν πρέπει να πετάνε τα σκουπίδια στον δρόμο αλλά και ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτε γι αυτό, όπως ξέρουν ότι οι δημόσιο υπάλληλοι δεν δίνουν δεκάρα για τον πολίτη και ξέρουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα  γι αυτό, όπως ξέρουν ότι η Παιδεία, η Υγεία οι Συγκοινωνίες, οι… τα… -ότι όλα βρωμάνε στην Ελλάδα και ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι γι αυτό.
Και πρώτοι από όλους αυτό το ξέρουν οι διευθυντές κάθε Υπηρεσίας, οι Υπουργοί κάθε Υπουργείου, ο Πρωθυπουργός ακόμα,  αλλά κι αυτοί με τη σειρά τους ξέρουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι αυτό.
Και με όλα  γνωστά από όλους βαδίζει τον δρόμο της η Ελλάδα.  
Και όταν ένας θάνατος συμβεί σαν συνέπεια του μπούλινγκ, του θέματος επιλαμβάνονται αμέσως εκείνοι οι υψηλόβαθμοι που ξέρουν ότι αυτά γίνονται και ξέρουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να μην γίνονται.
Και κάμνουν σοβαροί δηλώσεις στις τηλεοράσεις και οι έλληνες τους ακούν και λένε ο ένας στον άλλο «καλά λέει, πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι άθλιοι». Και αυτοί που λένε αυτά είναι εκείνοι που ξέρουν ότι αυτά γίνονται και ότι δεν μπορούν να κάνουν να μην γίνονται.
 

Όταν καθίσεις και σκεφτείς
για ώρα πολλή
ποιος για λίγο θα γνοιαστεί
όταν πεθάνεις
κι ούτε ένανε δεν βρίσκεις,
κι ύστερα βάλνεσαι να βρεις
ποιος θα χαρεί στο θάνατό σου
και χάνεσαι στο μέτρημα,
ε! τότε λες
όσο περσότερο αργεί  
τόσο η χαρά και πιο μεγάλη θα ’ναι,
και συνεχίζεις φάρμακα να καταπίνεις
 

Τρίτη 17 Μαΐου 2022

ΓΚΛΕΝΑΡΒΟΝ

2. ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΙΩΝ




α. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ


Κ ι αφού
οι ευρωπαίοι
εδιώξανε τους τούρκους απ' τον τόπο
κι έλληνες μας βαφτίσαν από κάποιους
που παλαιά ζούσαν εδώ,
μετά, έτσι έτοιμους, μας δώσαν μια κλωτσιά
και από τότε πια εμείς περήφανοι γυρνάμε.

Εκείνοι μας λαδώνουν κάθε τόσο,
τα σύνορά μας καθορίζουν,
τους ολυμπιακούς κάνουν αγώνες μας,
τους τρομοκράτες μας πιάνουνε,
μας δίνουν όπλα και πηλίκια και στολές
και λέμε μεις "οι ένοπλες δυνάμεις μας",
λεφτά μας δίνουνε και λέμε μεις "η οικονομία μας"...

Όμως κι εμείς από την άλλη τους δουλεύουμε πιστά:
τις κυβερνήσεις έχουμε που αυτοί μας λένε
οι εφημερίδες κι οι τηλεοράσεις μας
γράφουν και λένε ό,τι αυτοί διατάξουνε
κι ως για μπογιά, βάζουμε μπόλικη,
όταν σκυμμένοι τα παπούτσια τούς γυαλίζουμε.

Και ο λαός μ' ολάνοιχτο το στόμα ακούει
το δολοφόνο αρχικινηματία να του λέει
πως η Ελλάδα-επιτέλους!..-ειν' ελεύθερη…





β. ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ

Όσοι αν ζούσανε πενήντα χρόνια πριν
θα γίνονταν τσαντάκηδες,
μεσάζοντες σε βρώμικες δουλειές
και άνθρωποι της νύχτας,
όλοι αυτοί.
όταν οι ξένοι εδιώξανε τη χούντα
το κόμμα φτιάξανε των "κινηματιών".

Και τώρα οι βρώμικες δουλειές εγίναν εξουσία'
και τώρα οι άνθρωποι της νύχτας όχι νύχτα
μα μέρα μεσημέρι κακουργούν'
κι όσο για κείνους που θα γίνονταν τσαντάκηδες
τα χρηματοκιβώτια και τις τράπεζες
και τα χρηματιστήρια σήμερα ξαφρίζουν



γ. ΔΟΣΟΛΗΨΙΕΣ

Όταν οι αμερικάνοι
αποφασίσανε να ρίξουνε τη χούντα,
πιάσανε τους δικούς τους
και τους το σφυρίξανε. Αυτοί
μες στο Πολυτεχνείο εμπήκανε
κι αρχίσαν να φωνάζουνε για λευτεριά.

Ο Παπαδόπουλος έπεσε,
ο Ιωαννίδης έδωσε την Κύπρο.

Κι όταν εγίναν όλα
με το σχέδιο σύμφωνα των αμερκάνων
τότε στους «ήρωες» του Πολυτεχνείου
την εξουσία εδώσαν οι αμερκάνοι.

Κι οι «ήρωες», τ’ όνομα μόνο αλλάζοντας-
από δικτατορία σε δημοκρατία-
μας κυβερνήσανε για δυο δεκάδες χρόνια.

Και ρημάξανε τον τόπο.


δ. ΣΥΜΒΙΩΣΙΣ


Χοντροί υπουργοί κι αντιπαθητικοί
κομματικοί παράγοντες και πρόεδροι
οργανισμών και άλλοι τέτοιοι
βγαίνουν στις τηλεοράσεις και μιλάνε
κι η έγνοια όλη τους είναι το πώς
θα φάνε και θα πιούνε και θα κλέψουνε.

Κι ο άνους ο ελληνικός λαός
την τηλεόραση ανοι' και τους ακούει.

Κι αντί στο πρώτο το άκουσμα
να πάρει τ' όπλο και να βγει στους δρόμους,
αντίθετα προσέχει τις κουβέντες τους
σαν άνθρωποι να του μιλούνε
κι όχι κτήνη.




ε. ΣΤΟ ΧΑΟΣ

Εδώ κι εκεί
μέσα στο Χάος
μια γέφυρα υπερσύγχρονη
ένα τούνελ,
λίγο μετρό…

Κι αυτά με χρήματα από ζητιανιά χτισμένα
και με τα χέρια ξένων που ένα ξεροκόμματο
σ' αντάλλαγμα θα πάρουν της ζωής τους
που τηνε χάνουν είτε κεί, πάνω στα έργα
("εργατικά ατυχήματα" τα λέει ο δολοφόνος
αρχικινηματίας)
είτε σιγά σιγά
σε θάνατο ένανε καθημερνό δοσμένοι
μέσα σε διώξεις κι εξευτελισμούς και τρόμους.

Και όλα αυτά για να μπορούνε οι βρωμεροί "κινηματίες"
να λένε "φτιάξαμε" και "χτίσαμε" και "κάναμε"..

Εδώ κι εκεί.
Μέσα στο Χάος.
Μια γέφυρα υπερσύγχρονη
ένα τούνελ.
λίγο μετρό.

Σαν το κεράσι σε μια τούρτα πάνω
φτιαγμένη από σκουπίδια και βρωμόχαρτα.





στ. ΤΟ ΓΥΑΛΙΣΜΑ


Ο λαθρομετανάστης
γυάλισε τα παπούτσια του λιμενικού!
Οι τηλεοράσεις βούιξαν.
Φρύαξε ο Τύπος.
Η ελληνική φιλοξενία τρώθηκε.
Στη Βουλή
Εξετάσεις ζητήθηκαν...
συζητήσεις έγιναν…
(λες και αυτά δεν γίνονται καθημερνά..
μα τώρα βλέπεις ήτανε η κάμερα..)

Μετά
οι κινηματίες
πήρανε τον μετανάστη
τον βάλανε να τους δουλεύει για ένα ξεροκόμματο
τον πέταξαν σ' ένα υπόγειο να κοιμάται
και τον αφήσαν σαν σκυλί
στον δρόμο να πεθάνει αν αρρωστήσει.

Καλά που η τηλεόραση τα τέτοια δεν τα δείχνει-
πώς θα την άφηναν...-
Εδώ μιλάμε για συμφέροντα μεγάλα:
μετρό, αεροδρόμια, έργα ολυμπιακά-
τόσα που οι τσέπες των κλεφτών "κινηματιών"
δεν προλαβαίνουν να γεμίζουν-
τέτοια να δείχνουμε είμαστε τώρα;..







ζ. ΟΙ ΠΕΛΑΡΓΟΙ ΤΩΝ ΗΛΙΘΙΩΝ


Οι πελαργοί μειώθηκαν στη Θράκη!
Ω! συφορά! Τώρα
οι άρρωστοι ούτε ράντζα δε θα βρίσκουνε,
οι υπάλληλοι οι δημόσιοι μας δικτατορίσκοι θα 'ναι,
οι Τούρκοι θα μας πάρουν το Αιγαίο,
η διαφθορά στη χώρα θα περσέψει
κι η φτώχεια θα ρημάξει το λαό.
Ω! συφορά!

Μα όχι ευτυχώς!
Η πολιτεία
που μέλημά της η ευτυχία είναι του πολίτη
έλαβε μέτρα προστασίας των πελαργών.

Δόξα τω θεώ-η Ελλάδα σώθηκε.
Όλα καλά θα συνεχίσουν να πηγαίνουν.





η. ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΜΑΣ


Οι ηθοποιοί μας...
που ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους μπρος στο φακό...
που αγωνίζονται
ποιος θα φωνάξει δυνατότερα
στη σκηνή πάνω...

Οι κακόμοιροι
οι άθλιοι ηθοποιοί μας...





θ. Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΏΝ
ΚΥΡΙΟΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ


"Εργάζομαι δεκαεφτά ώρες την ημέρα.."
Τόσο ανεπαρκής είναι λοιπόν
που δεν του φτάνουν οι οχτώ;

Από τέτοιους που δουλεύουν
παραπάνω απ' ό,τι πρέπει
πάει κατά διαόλου ο τόπος.





ι. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣΙΜΙΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ


Όχι! Δε φεύγω!
Τι να τους κάνω εγώ που δε με θέλουν;
Κ ι άλλος ναρθεί τα ίδια θα κάνει και χειρότερα.
(Τους το 'πα κιόλας-η Ελλάδα αυτή 'ναι)
Δε φεύγω!-

Πού θα ξανάβρω εγώ τέτοιον λουφέ
και τέτοιες ρεβεράντζες;

Μόνο να συνεχίσω να μιλώ για ελευθερίες
δημοκρατίες και δικαιώματα,
και να τους λέω πως εγώ τα έφερα στον τόπο.

Δε φεύγω! Αφού ο λαός με ανέχεται
είμαι ο πρωθυπουργός που του αξίζει.

'Ύστερα, με τον Μπους επάνω,
ούτε στον ύπνο μου πρωθυπουργία δεν ξαναβλέπω.
Δε φεύγω!

Κι αν την Ελλάδα την ερήμαξα τελείως
ε και;
Καλά να είμ' εγώ και τα λεφτά μου μόνο.
Έξυπνος ήμουνα -προόδεψα-
πρέπει γι αυτό λόγο να δώσω;

Δε φεύγω!






ια. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ


Παιδιά ανεκπαίδευτα ή παμπόνηροι
μεσόκοποι κοιλαράδες.
Περιπολώντας
παίζουν τις αλισιδίτσες τους
καπνίζουνε τα τσιγαράκια τους
μιλάνε με τις γκόμενές τους.

Και καλά κάνουν.
Γιατί να κάνουν τη δουλειά τους;
Έτσι κι αλλιώς θα πληρωθούν.
Ή μήπως αν σακατευόνταν
ή αν σκοτώνονταν επάνω στη δουλειά
θα τους επλήρωνε κανείς;

Μάλιστα τώρα με τους πράσινους
λίγο ν' αφήνουν, σαν να τους ξεφεύγει πού και πού
"δημοκρατία", να ψιθυρίζουνε ή "σοσιαλισμός",
τότε και την προαγωγή τους έχουν σίγουρη.





ιβ. ΑΚΗΣ


Από τον Μουσολίνι γελοιωδέστερος
πολιτικός καθόλου
άδειο κεφάλι
ο γελωτοποιός του θιάσου.

Στα μάτια του μιαν απορία ν' ανθίζει βλέπεις
που τηνε νιώθεις και στα λόγια του
καθώς αρχίζει να μιλά: "και τώρα τι να πω;
Τι ξέρω; Κι όμως, πρέπει να μιλήσω..."
Κι αρχίζουν οι γκριμάτσες μεγαλείου
και οι χειρονομίες που συνέργεια
καμιά δεν έχουν με το λόγο.

Όμως καθώς η ομιλία προχωρεί
και βλέπει όσους τον ακούνε
να μη γελούν αλλά να τον προσέχουνε
τότε το πράγμα φυσικό να βρίσκει αρχίζει
κι εντείνει τις χειρονομίες και τις φωνές.

Γιατί κι αυτός καταλαβαίνει ακόμα
πως σε λαό ανόητον μιλάει.

Και τότε νιώθει άνετα
και απορία δεν έχει.





ιγ. ΟΙ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ


Ο παππούς
προδότης του λαού και της πατρίδας του
με τις πληγές ακόμα της ψυχής μας ανοιχτές
και τους νεκρούς μας άθαφτους
μας επαράδωσε αλυσόδετους στους Άγγλους.
Αντίτιμο της προδοσίας του: η πρωθυπουργία.

Ο γιος
προδότης του λαού και της πατρίδας του
ζωσμένος το αλεξίσφαιρο γιλέκο του-
τάχα πως κινδυνεύει ο γελοίος-
και μ' ένα τσούρμο αλήτες από πίσω του,
με τα πλεμόνια του γεμάτα υποσχέσεις,
πανούργος κι άπληστος σαν αρχηγός Αυλής Θαυμάτων
στα πόδια μπρος μας πέταξε των ευρωπαίων
αφού εφοδίασε πρώτα τον καθένα μας με βούρτσες
μπογιές και μ' ένα κασελάκι.
Αντίτιμο της προδοσίας του: η πρωθυπουργία.

Ο εγγονός
πιστός στις παραδόσεις της οικογένειάς του
και στου λαού του ίδιου πάντα υπολογίζοντας
τη διανοητικήν αναπηρία
τα νύχια του ακονίζει,
στρατολογεί αθόρυβα λακέδες
και σκάβει το λαγούμι του για να βρεθεί
κάτω από την καρέκλα του πρωθυπουργού
ώστε την ώρα την κατάλληλη,
να ορθωθεί
και πια
γεμάτος λάσπη, σκότος και σκουλήκια
να κάτσει πάνω της.

Για να πετάξει τώρα το λαό κι αυτός
σε ποιανού νέου όρνιου τάχα νύχια;







ιδ. ΠΕΡΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ


Το σύνταγμα εφαρμόζοντας
μας γέμισαν ατομικές ελευθερίες
και δικαιώματα (γιατί όχι:
από την τσέπη τους τα βγάζουν;)

Αυτό το παλιο-Σύνταγμα...
να μη λέει τίποτα και για λεφτά...





ιε. Ο ΚΑΛΟΣ ΛΑΟΣ


"Τι καλό παιδί που είναι αυτό!..
Δώσε μου το τόπι σου μωρό μου.."
Και το καλό παιδί το τόπι του δίνει.

Και οι "κινηματίες" έτσι:
"Τι καλός λαός που είναι αυτός!
Δώσε μου λαέ μου τα λεφτά σου..."
Και ο μωρός λαός το χρήμα του δίνει.

Ούτε κλάματα, ούτε γκρίνιες ούτε νάζια'
το χεράκι του απλώνει
κι έτσι απλά
όλα τα δίνει
στους αφέντες του.





ιστ. ΜΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟΥΣ

Οι τούρκοι ήσαν ειλικρινείς τουλάχιστον. Μας λέγαν:
"το ένα από τα δέκα είναι δικό μας"

Τώρα έχουν άλλοι δέκα κι άλλοι τίποτα.
Γιατί παλέψαμε λοιπόν το εικοσιένα;
(Μα τι ερώτηση! Κι οι αγωνιστές μας
για τον εαυτό τους δεν εφρόντιζε καθένας;
Άλλο τι λέγανε-κι οι τωρινοί δε λένε ίδια;)

Αμέ οι Γερμανοί;
Μας λέγανε: "καθίστε ήσυχα
και δε θα σας πειράξουμε".
Και δε μας πείραζαν.

Ετούτοι
όχι καθόμαστε ήσυχα
όχι προσέχουμε κάθε μας λέξη
μπαίνουνε μες στα σπίτια μας και μας ρημάζουν.

Έχουμε λέει Βουλή.
Και Σύνταγμα.
Και νόμους.
Ε και λοιπόν;
Μας κλέβουνε και μας σκοτώνουν με Βουλή
με Σύνταγμα και νόμους.







ιζ. ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΣΣΑΡΗ
(μετά από μιαν εμφάνισή της στην τηλεόραση)


Σ' είδα στο γυάλινο πανί να κλαις
κι ένα παράπονο να ’ναι η μορφή σου όλη.
Πάψε τον θρήνο-δεν ανθούν πολλές
σαν του παιδιού σου τις ψυχές στης γης το περιβόλι.

Λεύτερος σαν πουλί και σαν το φως
στη χώρα μέσα της σκλαβιάς ο γιος σου τριγυρίζει
κι ανθίζει κάθε πόθος του κρυφός
και του θεού τη λεφτεριά η λεφτεριά του αγγίζει.

Αηδιασμένος απ' του κόσμου τη βρωμιά
έδωσε μια και γκρέμισε της αδικιάς τη βία
και τώρα τη ζωή του πια καμιά
δεν την μολύνει κρατική ληστεία κι ατιμία.

Λεύτερος όπως έχει γεννηθεί
έτσι και μες στη ζήση του λεύτερος πάντα μένει'
κι όταν θα λείψει, αυτός δε θα χαθεί
αφού άνθρωπος ελεύτερος ποτέ του δεν πεθαίνει.

Κι αν, μάνα, λες, σου λείπουν τα παλιά-
ο άντρας σου και το παιδί κι ένα μικρό σπιτάκι-
γιατί ζητάς μια πρόσκαιρη σταλιά
όταν, πηγή συ, γέννησες αθάνατο ένα ρυάκι;







       ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Διανοητικά ανάπηρε λαέ, ελληνικέ,
είθε σε κάποια φωτεινή αναλαμπή σου-αν θα 'χεις-
να δεις κι ο ίδιος καθαρά πόσο αστείο φαντάζει
να θες να φαίνεσαι έξυπνος ενώ είσαι χαζός.

Υμνολογείς τους άτιμους αλήτες του ΠΑΣΟΚ
και δουλικά υπηρετείς το κάθε τους καπρίτσιο
κι όσες σου δίνουνε κλωτσιές εσύ τις κάνεις χάδια
τα σιχαμένα τους μ' αυτά σκεπάζοντας κορμιά.

Δημοκρατία και λεφτεριά ότι σου δώσαν λεν
και στην αναπηρία σου όλος εσύ χωμένος
νομίζεις πως ελεύθερος και δημοκράτης είσαι
ενώ αυτοί το δούλο σου το αίμα σου ρουφάν.

Φιέστες σου ρίχνουν και γιορτές και τις αρπάζεις συ
και με το λίγο σου μυαλό πας και γλεντάς με κείνες'
μα η γιορτή η πραγματική στην τσέπη εκείνων είναι-
και χρήμα λέγεται-και συ την έχεις βάλει εκεί.

Διανοητικά ανάπηρε λαέ, ελληνικέ,
μοναδική σαχλή φυλή στης γης τη φλούδα πάνω
μείνε στην αυταπάτη σου και στην μικρόνοιά σου'
χρειάζεσαι-είσαι ο φαιδρός παλιάτσος των λαών.

...Μα να σ' αφήσω-πήγαινε-ο σοβαροφανής
ο Ρέππας απ' την τσέπη του μία δεκάρα βγάζει
και στην πετάει. Σήκωσ' την, το χέρι φίλησέ του
και την αναπηρία σου συντήρησε μ' αυτήν.




ιθ. Ο ΦΤΩΧΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ


Την ύπαρξή του μια ελαστικότητα ποτίζει
που τον κάνει παντού να ταιριάζει και σε όλα
να προσαρμόζεται. Κάποια δύναμη
τονώνει την ανεπάρκειά του δίνοντάς του

την αντοχή να κοιτάζει ακόμα γύρω,
τα χρυσά θαυμάζοντας παιχνίδια
και τους ασημένιους κύκλους
των ασεβών συναναστροφών.

Τα δίχως κουρτίνες παράθυρά του
ατενίζοντας, σαν μέσα σ' ένα κλουβί
στο άπειρο πεταμένο, νιώθει.

Κι είναι ως, παίζοντας, κάποιοι,
να παρασπονδούν και, απέξω περνώντας,
ένα ξεροκόμματο κάποτε να του πετάνε.





κ. ΕΛΛΗΝΕΣ


Από φωνή άλλο τίποτα: Φωνακλάδες.
Και λεν και λεν και λεν. Ώσπου νυστάζουν.
Και πάνε και κοιμούνται. Άπρακτοι.
Γιατί δεν ξέρουν άλλο από λόγια.

Όταν ξυπνήσουν, βλέπουνε τριγύρω
υπουργούς που τους εξοντώνουνε,
κλέφτες κυβερνήτες που ό,τι έχουνε τους παίρνουν
και υπαλλήλους που τους λοιδωρούν.

Και πάλι λένε…λένε... και ξανακοιμούνται.
Ξυπνάν, τα χέρια τους δεμένα βλέπουν,
στη φυλακή βαλμένοι μέσα να 'ναι,

και να τους τρων ποντίκια το κορμί.
Το λαιμό τους καθαρίζουν μ' ένα αυγό
και πάλι λεν …και λεν… και μόνο λεν.





κα. ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΜΑΣ


Να εκπλήττονται, ψευδώς, για ό,τι έγινε
σαν να μη το 'χαν οι ίδιοι προκαλέσει
να η μπόρεσή τους όλη. Χρηστοί
κι ενάρετοι θεράποντες της αισχρότητας
που με πάθος συντηρούνε κι εκκολάπτουν.

Κι όπως η γάτα αδιαφορεί για το πουλί
που έπιασε και τρώει,
και τ' άστρο που έμεινε γι αυτό που πέφτει,
έτσι αδιάφοροι κι αυτοί μπροστά στα πτώματα
των παιδιών
που οι ίδιοι σκότωσαν
μένουν.





κβ. ΨΕΥΔΟΠΑΡΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΚΕΡΔΟΦΟΡΕΣ

Λένε: "οι αρχαίοι πρόγονοί μας.."
και τους έλληνες εννοούνε. Όμως
εκτός απ' την απάνθρωπη διανόησή τους
δεν έμεινε ούτε σπόρος από δαύτους.

Και λένε: "αυτό το χώμα είναι δικό μας"
όχι γιατί βρεθήκανε απλά εκεί
αλλά γιατί παλιά στους έλληνες ανήκε.

Και περιφέρουν τις αγροίκες φάτσες τους
και βγάζουν λόγους εθνικούς
κορδωμένοι.

Τουλάχιστον αυγά μονάχα αφήνει ο κούκος-
δεν κάνει κατοχή και στη φωλιά.
Και τους χτίστες της
προγόνους του δε λέει.






κγ. ΒΟΔΙΩΝ ΚΟΠΑΔΙ


Ελληνικέ λαέ, βοδιών κοπάδι
που πας καθώς τυφλοί πάνε στον Άδη
ελληνικέ λαέ βουρκοθρεμμένε
λαέ στην ίδια σου τη χώρα ξένε!

Κοπάδι δουλικά υποταγμένο
που μες στη φτώχεια σ' έχουν βουτηγμένο
πότε τα δυο σου μάτια θα σηκώσεις
να δεις, να καταλάβεις και να νιώσεις;

Σα σε κεντρίζουνε με τη βουκέντρα
δακρύζουν λούλουδα, πουλιά και δέντρα.
όμως ηδονικά συ μουγκανίζεις
και τον αυχένα πιότερο λυγίζεις.

Τις γραβάτες τους βλέπεις; αν τις σφίξεις
με τη δύναμη που 'χεις θα τους πνίξεις.
Τις ζωστήρες τους βλέπεις: αν θελήσεις
δυο κομμάτια μπορείς να τους χωρίσεις.

Μ' αντίς δάχτυλα οπλές έχεις στο πόδι-
δεν είσ' άνθρωπος έλληνα, είσαι βόδι
κι αν την έγκυα κοιλιά σου τήνε σκίσουν
Σαν και σένα βοδάκια θ’ αντικρίσουν.








κδ. ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ
ΤΟΥ 2004

Με τον Μπους στον Οίκο τον Λευκό
ούτως ή άλλως πια δε στέκεστε ψοφίμια
όσες κι αν θα πείτε προσευχές
ή κάνετε τσαλίμια.

Κ ι ο Λεπέν που ήρθε τιμωρός
κι έπιασε τον άπρακτο Ζοσπέν στη φάκα
θα 'ναι, σαν θα κείτεστε νεκροί
του τάφου σας η πλάκα.

Έφτασε η ώρα σας μιαροί.
Φάτε όσο το ψητό κρατάτε ακόμα
και προτού σας κλείσει η Δεξιά
για πάντοτε το στόμα.

Τι κι αν βγείτε πάλι παγανιά
μ' ένα πλοίο που ακυβέρνητο βυθίζει-
ο φτωχός. που ακούει σιωπηλός
τα νύχια του ακονίζει.

…Τάχα, εχθροί εσείς κάθε καλού,
οι Καιροί σας έχουν δώσει αυτή τη θέση
ή στου Μηδενός τον βούρκο εσείς
μονάχοι έχετε πέσει;





κε. ΑΛΛΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ


Όταν ήρθε η χούντα βγήκαν έξω
κι αρχίσανε τη ζητιανιά: δώστε...

Κι οι ξένοι δώσαν
κι αγοράσαν τους ζητιάνους.

Μετά τους έστειλαν εδώ
πράκτορες των συμφερόντων τους.

Κι ήρθανε
πιάσανε τα πόστα
πέσαν πάνω μας
μας βάλαν στη γωνιά
μας λιάνισαν, μας έστιψαν,
και,
νέοι φαναριώτες
μας κυβερνάνε.





κστ. Ο,ΤΙ ΚΑΛΟ


Ό,τι καλό από την Αμερική αρχίζει.
Αμέσως ύστερα ο Χρόνος
το φορτώνεται στην πλάτη του
και πάνω απ' τον Ατλαντικό πετώντας
το κουβαλάει στην Ευρώπη.

Κουρασμένος ύστερα κοιμάται.

Όταν ξυπνάει
παίρνει πάλι το σακούλι του
και πάει για την Ελλάδα. Εκείνη,
με τη δύναμη που έχει ν' απωθεί κάθε καλό
χίλια στο δρόμο του βάζει εμπόδια,
ενώ αυτός από την άλλη
τριγυρνώντας δω κι εκεί
τρώει από το τσουβάλι μέσα για να ζήσει.

Έτσι, απ' το καλό που εξεκίνησε
φτάνει το κατακάθι του ως την Ελλάδα
κι η βρωμιά του μόνο.

Αυτά λοιπόν
τα παίρνουν οι αλήτες κυβερνώντες μας
και τα κρεμάν στην αγορά
τα δείχνουν στο λαό και λένε:
γίναμε Ευρώπη..γίναμε Αμερική..

Κι έτσι τραβάει το δρόμο της
η βρωμερή και άθλια Ελλάδα
ράκη ανεμίζοντας του κόσμου τα καλά.








κζ. ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ΕΛΛΗΝΑ ΜΠΑΤΣΟΥ


Ολόκληρον ο θεός μ' έχει αντίθετον
πλάσει, απ' όπως οι άνθρωποι με θέλουν.
Το αίμα μου, στρεβλό, σε πράξεις
που τη δυστυχία φέρνουν, με οδηγεί.

Συλλήψεις παρανόμων...περιφρούρηση της τάξεως...
και στο θολό μυαλό μου ούτε στιγμή
δίνεται η φρόνηση να ρωτηθώ:
ποιον νόμο
τάξη ποιαν
οπλισμένος εγώ
περιφρουρώ;

Κάποιος παραμορφωτικός καθρέφτης
άνθρωπο με δείχνει
όμως ξέρω:
το μυαλό μου
αντίθετα δουλεύει απ' όλων κείνων
που με τ' όπλο κάθε μέρα σημαδεύω.

Καθώς βάρκα
στου ποταμού το ρεύμα αντίθετα πηγαίνει
έτσι πηγαίνω.






κη. ΡΕΜΑΛΙΑ


Οι τηλεπαρουσιαστές
των μεγάλων εκπομπών
σ' όλα τα κανάλια
ειν' αυτοί που αν ζούσαν χτες
κύκλων παρακρατικών
θα 'τανε ρεμάλια.

Φασιστοειδή οικτρά
που μια θέση έχουν βρει
και καλοπερνάνε,
θέματα βρίσκουν αισχρά
κι ό,τι ο Αρχηγός τους πει
πάντα αναμασάνε.

Ω! δικτατορίσκοι εσείς!
Ω! Ληστών ανδράποδα
που τα ωραία κι ίσα
σαν να πίνετε χασίς
σεις τα λέτε ανάποδα
και κακά περίσσια,

και το λαό κοιμίζετε
με αφιόνια της χαράς
αντί να 'στ' εκείνοι
που θα εφροντίζατε
να παλέψει ο φουκαράς
ευτυχής να γίνει..

Φάτε σκύλοι απ' το λαρδί
που σας ρίξαν-που το λεν
δεκαεφτά Νοέμβρη'
κι η νόησή σας η φτωχή
ας θαρρέψει ότι φταιν
όσοι ο Σύρος έβρει.

Μα η ώρα θα 'ρθει εσείς
έλεος να γυρεύετε
με βαριά τα στήθια΄
και θα είναι δικαστής
για όσα μαγειρεύετε
μια Κική, μι Αλίθια...
 

Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

Θα 'ρθει καιρός...

Θα 'ρθει καιρός...

Θα 'ρθει καιρός που η ιδιοκτησία θα είναι μια φριχτή ανάμνηση.

Θα 'ρθει καιρός που το χώρισμα της γης σε πατρίδες θα είναι μια ντροπερή θύμηση.

Θα 'ρθει καιρός που η θρησκεία θα έχει λυώσει μέσα στη γνώση σαν χιόνι στη φωτιά.

Θα 'ρθει καιρός που η οικογένεια θα είναι μια περασμένη ανεπίστροφα κατάρα.

Θα 'ρθει καιρός.

Θάθελα να ζω τότε.

Σε μια κοινωνία χωρίς την μάστιγα της ηθικής

Χωρίς την δυστυχία της ανθρώπινης δικαιοσύνης

Χωρίς το ανάθεμα της Αισθητικής, της Πολιτικής, της Μεταφυσικής