Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Τον έχεις δει πρόπερσι που ήρθες εκείνο τον Βρουτοειδή τύπο του εστιατορίου που είχαμε φάει μαζί. Χοντρός, μονοκόμματος, βλάκας, πάντοτε αξύριστος και αγροίκος, άτσαλος, αγενής, χοντροειδής, άγαρμπος, ακαλαίσθητος.
Και αυτός ο τύπος είναι αυτός που κάνει κουμάντο στο  εμπορικότερο εστιατόριο της πόλης.
Πώς και συμβιβάζονται τα δύο;
Εν πάσει περιπτώσει σήμερα ήταν μια όμορφη και ζεστή μέρα.
Είχα κοιμηθεί καλά, πόδια μέση δεν με πονούσαν, αποφάσισα να κάνω τις δουλειές που δεν περίμεναν ή που έπρεπε κάποτε να γίνουν. Το πρώτο ήταν να βάλω λεφτά στα δύο καρτοκινητά μου, γιατί και των δύο είχαν τελειώσει. Ύστερα έπρεπε να πάρω λεφτά από την Τράπεζα γιατί… κι αυτά είχαν τελειώσει. Και τελευταίο να ταχυδρομήσω πέντε φακέλους.
Τους οποίους και αφού ντύθηκα, πήρα υπό μάλης και ξεκίνησα.
Έκανα το λάθος και φόρεσα μπουφάν. Άρχισα λοιπόν να ζεσταίνομαι πριν φτάσω στο τηλεφωνάδικο για να «γεμίσω». Ε, λέω, θα τελειώσω γρήγορα γρήγορα και θα γυρίσω σπίτι.
Και πράγματι, στο τηλεφωνάδικο ήμουν τυχερός. Τελείωσα αμέσως.
Παίρνω τον ανήφορο για το Ταχυδρομείο. Και τι; Ουρά δέκα πέντε ατόμων για δύο βραδυπορούντα, λόγω της φύσης της δουλειάς, ταμεία.
Καρέκλες τρεις πιασμένες ήδη, τα πόδια να έχουν αρχίσει να διαμαρτύρονται.
Φεύγω με το βάρος των φακέλων να γίνεται όλο και πιο αισθητό.
Από Ταχυδρομείο για Τράπεζα φορτωμένος. Φτάνω ύστερα από στάσεις για αιώρηση των ποδιών στα παγκάκια.
Στην Τράπεζα ουρά μακροαργόσυρτη.  Τότε σκέφτηκα γιατί. Και έπρεπε μάλιστα να το είχα προβλέψει και να άφηνα τους φακέλους για άλλη μέρα-τέλος και αρχή μηνός, και τα δύο αυτά είναι υπερφορτωμένα από ανθρώπους που παίρνουν το μηνιάτικό τους.
Απελπισία. Το σπίτι είναι μακριά. Η ώρα να είναι δυόμισι πια, και εγώ να περπατοκάθομαι για δύο ώρες.
Ας ξεκουραστώ στο γνωστό σου υπαίθριο εστιατόριο, και με την ευκαιρία ας δροσιστώ στη σκιά του. Και ας πάρω κάτι για φαγητό, ώστε να μην έχω και να μαγειρέψω τηγανιτές πατάτες όταν πάω στο σπίτι, που βλάπτουν κιόλας, έστω και αν τρώγονται κατά αραιά διαστήματα.
Πηγαίνω, κάθομαι, παραγγέλνω.
Λέω: καλά είμαι πια. Οι δουλειές δεν έγιναν, θα γίνουν αύριο μεθαύριο, ας απολαύσω το κουνουπίδι καπαμά που  είχα ΧΡΟΝΙΑ να φάω.
Παρήγγειλα και μια κόκα κόλα και απολάμβανα το φαγητό προσβλέποντας και στο επιπλέον δρόσισμα της κόκα κόλας μετά το φαγητό.
Και κει επάνω νοιώθω ένα χέρι να ακουμπάει  στον ώμο μου. Γυρίζω, και, ο Βρούτος! Και αρχίζει, με μένα γυρισμένον μόνιμα λοξά προς τα πίσω για να τον βλέπω ευγενικά φερόμενος…. «Γεια σου! Καλό; Εγώ τρελαίνομαι για κουνουπίδι… τέτοιο έφαγα κι εγώ σήμερα. Οι άλλοι δεν το κάνουνε, δεν το ξέρουν καθόλου… ξέρεις πώς λέγεται; Καπαμάς! Καπαμάς κουνουπίδι…»
Με τη μπουκιά στο στόμα τον άκουγα κοντεύοντας να στραβολαιμιάσω. Τα σάλια του πέφτανε στον αυχένα μου και στο δεξί μου μάγουλο μιας και λόγω φαγητού είχα βγάλει τη μάσκα.
Και συνέχισε δυναμώνοντας τη φωνή του: «…Καπαμάς κουνουπίδι, όχι καπαμάς αρχίδια! Ε;...» Ένα δεύτερο χτύπημα στον ώμο μου, αποχαιρετιστήριο αυτή τη φορά, και, σκασμένος στα γέλια με το αστείο του απομακρύνθηκε.
Σαν μια τσουκνίδα μέσα σε άνθη, σαν λύκος μέσα σε κοτέτσι ήρθε αυτό το «αρχίδια» να καταστρέψει την ατμόσφαιρα που μέσα μου είχα δημιουργήσει για να φάω ήσυχα ήσυχα-την ατμόσφαιρα της ησυχίας και  της ξεκούρασης από την ταλαιπωρία της ημέρας. Έτσι, κάθε κομμάτι κουνουπίδι που έπιανα στο πιρούνι, φάνταζε σαν να έβαζα στο στόμα μου έναν όρχι,  αντί για σάλτσα μου έμοιαζε ότι στάζει αίμα, και κάτι στενόμακρα λαχανικά παρίσταναν τις σπερματοδόχες κύστεις του.
Πλήρωσα και έφυγα άρον άρον.