Κυριακή 8 Μαΐου 2022

ΟΙ ΚΟΥΚΛΟΙ

Δυο κορίτσια περπατούν.
Ένας κούκλος στη βιτρίνα.
Τόνε θέλει κι η Μηλίτσα
τόνε θέλει κι η Ματίνα.

«Ας τόνε μοιράσωμε.
Παίρνω εγώ το πάνω
και Μηλίτσα εσύ
κράτησε το κάτω».

Μα το μοίρασμα δεν στέργει.
«Τα ποδάκια του μυρίζουν»
λέει με δάκρυα η Μηλίτσα,
«και τη μύτη μου βρωμίζουν!..»

«Πάρε τότε το δικό μου
το μισό», η Ματίνα λέει,
«που δεν έχει ποδαράκια».
Κι η Μηλίτσα πια δεν κλαίει.

Αλλά όμως-τι κακό!
«Αυτουνού του τρέχει η μύτη»,
στη Ματίνα λέει η Μηλίτσα,
«και δε σταματάει μπήτη».

«Μα τι τότε να σου κάνω;»
στη Μηλίτσα λέει η Ματίνα.
Τα κουκλάκια κάνουν πάντα
Ό,τι ορίστηκε για κείνα.»

«Εγώ κούκλο έναν θέλω
που να τρέχουν του τα πόδια
και η μύτη να μυρίζει,
όπως γίνεται στ’ αγόρια!»

Μα τ’ αγόρια δεν ειν’ κούκλοι.
Αν γυρεύεις ομορφιά
Κούκλο πρέπει άψυχο να ’χεις
Κι όχι αγόρια ζωντανά.»

«Αν ειν’ έτσι», λέει η Μηλίτσα,
«να! διαλέγω εμορφιά!
Κάλλιο κούκλοι κι ας βρωμάνε,
άσχημα παρά παιδιά.»