(από ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΥΟΘ 2006)
Ο Α ντρέας,ένα φίλος που δεν ξέρει πώς ένα ποίημα εννοεί ό, τι εννοεί, που όμως του αρέσει η ποίηση, μου ζήτησε να του πω δυο λόγια για το ποίημα "Πώς;..", του "Τελευταίου βιβλίου του 2005".
Του δίνω μιαν από τις ερμηνείες που θα μπορούσε να έχει.
ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΝΤΡΕΑ
Το άρχισα σαν μια απλή ερώτηση που μου σφηνώθηκε στο μυαλό σαν είδα την τελευταία πανσέληνο: "πώς να πας να κοιμηθείς-και ν' αφήσεις το φεγγάρι...".
Και ήθελα να δώσω στο τέλος του ποιήματος τη γενίκευση "πώς θ’ αφήσεις τη ζωή για να πας στο θάνατο".
Ίσως το "πώς να πας να κοιμηθείς-και ν'αφήσεις το φεγγάρι" έπρεπε να κλείνει και όχι να ανοίγει το ποίημα για να καταφέρω αυτό που ήθελα. Άπαξ όμως και μου σφηνώθηκε για πρώτος στίχος στο μυαλό, δεν άλλαζε πια με τίποτα.
Μα και έτσι μου αρέσει το ποίημα αυτό και γι αυτό άλλωστε σου το στέλνω.
Η δεύτερη στροφή του είναι μια καλή εικόνα και ικανή μόνη αυτή να δώσει τη μαγεία του φεγγαρόφωτος.
Το "εσύ" στην πρώτη και στην τελευταία στροφή δίνουν με ένταση και χωρίς αμφισβήτηση τη μόνιμη, προϋπάρχουσα οπωσδήποτε του ποιήματος, κατάσταση, αλληλεπίδρασης τουλάχιστον, του ποιητή με το φεγγάρι.
Το πρόσωπο αυτό λατρεύει το φεγγάρι για τη θλίψη και για τη χάρη του (β1 στροφή), που αυτό τον καλεί (γλυκά) να τα απολαύσει (δ' στροφή).
Το "απ' τα ουράνια τέτοιο σώμα" της δ' στροφής, εκτός από το φεγγάρι σαν ουράνιο σώμα, παραπέμπει και σε σώμα γυναικείο, αφήνοντας ορθάνοιχτο το δρόμο και για τέτοια, ερωτική δηλαδή προσέγγιση και ερμηνεία.
Το "απαρνηθείς", σημαίνει βέβαια πως αποποιείσαι κάτι που σου προσφέρεται. Ώστε δεν θα είχε πρόβλημα το πρόσωπο του ποιήματος, αν προτιμούσε το φεγγάρι από τη γη, να του αρνηθεί αυτό ό, τι εκείνος θα του ζητούσε. Αυτό το γεγονός οξύνει και μεγεθύνει την αιτία που έκανε το πρόσωπο να σκεφτεί την αυτοκτονία (κρατάει μαχαίρι, θέλει ν’ αφήσει το φεγγάρι, το μόνο φως, θέλει να κοιμηθεί-ας σκεφτούμε εδώ ότι μερικοί άνθρωποι, όπως οι άγιοι, δεν πεθαίνουνε, κοιμούνται), επειδή πρέπει η αιτία αυτή να είναι ισχυρότερη από την απόλαυση του φεγγαριού από έναν λάτρη του.)
Η γη πάλι, αν και ντυμένη σαν νύφη (και όχι νυφούλα, που θα προδιάθετε και το πρόσωπο του ποιήματος αλλά και τον αναγνώστη πολύ πιο ευνοϊκά γι αυτήν), και αν και είναι λαμπρή απόψε, δεν παύει να είναι μαύρη ("μαυρίλα", γ' στροφή), ούτε να έχει για στρώμα χώμα και το φιλί της να είναι αιώνιος ύπνος.
Μεγάλη και η διαφορά αυτή αλήθεια της γης από το φεγγάρι. Η μία κάτω, το άλλο επάνω, στα ουράνια, με ό,τι συνειρμούς γεννάει αυτό.
Ποιος ξέρει τι έκανε το πρόσωπο του ποιήματος να θελήσει να πεθάνει, χάνοντας όλα τα πλεονεκτήματα που του εξασφάλιζε άνετα η αγάπη του προς το φεγγάρι...
Η αλλαγή της αναφοράς του φεγγαριού σαν σελήνης (προτελευταίος στίχος), κάνει τη γη να χάνει ακόμα ένα, το βασικότερο ίσως πλεονέκτημα που είχε μέχρι τώρα μέσα στο ποίημα, δηλαδή το ότι αυτή είναι θηλυκό, ενώ το φεγγάρι ουδέτερο, και το πρόσωπο που μιλάει στο ποίημα είναι σαφώς άρσενικό, άραγε έλκεται από τα θηλυκά. Τώρα και το φεγγάρι γίνεται θηλυκό, ώστε παύει πια η γη να έχει πιθανότητες να κερδίσει με τη βοήθεια και του φύλου της, το μέχρι πιο πριν αμφιταλαντευόμενο πρόσωπο.
Τέλος το πρόσωπο ρίχνει κάτω το μαχαίρι και δε θ' αγκαλιάσει-δε θα "κοιμηθεί" τη γη. (Ας θυμηθούμε εδώ εκτός από τον ύπνο-θάνατο και τον ύπνο-έρωτα του Μακρυγιάννη).
Μπαίνουμε τώρα σε μιαν δισημία, με την όχι έντονη εδώ επισήμανση της οποίας, μπορεί να τελειώνει αυτό το ποίημα, όμως αρχίζει μια ολόκληρη συζήτηση για τις σχέσεις έρωτα-θάνατου, που όμως δεν θα μπω σ'αυτήν.
Μία απόπειρα λοιπόν αυτοκτονίας ακόμα (δεν μας λέει το ποίημα αν και πόσες έχει κάνει ακόμα το πρόσωπό του), που έμεινε απόπειρα.
Και το πρόσωπο δεν πεθαίνει, όχι γιατί βρήκε κάτι πάνω στη γη για το οποίο να αξίζει να ζήσει, αλλά γιατί εξακολουθεί να έλκεται από την ομορφιά του φεγγαριού, να είναι ένας ονειρευτής ακόμα, αν και άπελπος, ακόμα και σαν ονειρευτής.
Ισως την επόμενη φορά που το πρόσωπο θα επιχειρήσει να αυτοαναιρεθεί σαν "αντικείμενο", να μην υπάρχει φεγγάρι, και να μην βρεθεί κανείς μέσα ή έξω του που να τον πείσει, με τα λόγια (με το Λόγο) να πετάξει το μαχαίρι, αλλά να το χρησιμοποιήσει και να “κοιμηθεί" τη Γη.
Αλήθεια πόσο πολύ απελπισμένος είναι ο φίλος μας που ούτε στα όνειρά του να μην έχει πια ελπίδες...
Πόσα πολλά μπορεί κανείς να πει πάνω σε ένα ποιηματάκι πέντε στροφών...
Δε θα εκμεταλλευτώ όμως την επιθυμία που έχεις να με διαβάζεις ώστε να συνεχίσω πάνω στο θέμα.
Απλά σου στέλνω το ποίημα.
Γιατί σε ποιον να το 'στελνα; Ξέρω, θα πεις: στους ενοίκους της πολυκατοικίας μου. Μα έπαψα να τους δίνω γραφτά μου. Τώρα, για πόσον καιρό ακόμα δεν ξέρω, εσύ θα είσαι το "κοινό" μου.