(από το ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ 2006)
ΌΝΕΙΡΟ
(Ο Τάκης είναι ο παλιός φίλος, στρατιωτικός γιατρός, που έχει φύγει πριν από χρόνια).
Μου ήρθε λεπτός και διάφανος και ήρεμος ο Τάκης.
Κι έλαμνε όλος μέσα σ' ένα φως
όπου δεν ήταν ούτε του ήλιου κι ούτε της μέρας.
Δίπλα του η συνοδός του
ίδια κι αυτή λαμπρή και διάφανη
το φόρεμα φορώντας το πολύχρωμο που η άνοιξη όταν έρχεται φορεί.
Οι δυο τους έφεγγαν σαν δυο ψηλοί πύργοι κρυστάλλινοι
πρωτόειδωτοι στον κόσμο μας.
Τους άφησα για λίγο
να φτιάξω μία πρόχειρη ταυτότητα
να λέει ποιος ήμουν
παλεύοντας
μ’ ένα δύστροπο γραφειοκράτη υπάλληλο.
Γυρίζοντας
ο Τάκης ήταν μέχρι πάνω απ' τους αστράγαλους
μες σε νερό πατώντας βουτηγμένος.
Κρύσταλλο νερό
από πηγή που εγίνηκε στο μεταξύ.
Ο τόπος ήταν η πλατεία του Άρεος.
Ο χρόνος ήταν ένα αιώνιο πρωινό.
Και μες στου χρόνου την ομίχλη του πρωιού αυτού
σιγά σιγά καθώς πηγαίναμε απ' το 'να της πλατείας τ' άκρο στο άλλο
έσβησε τ’ όνειρο.
Ο Τάκης
μας έχει λίγα χρόνια πριν αφήσει.
Έπεσε στο καθήκον,
το προορισμένο για τους ταπεινούς
που τους το ορίζουν οι ισχυροί για να πλουτίζουνε.
Σ' όλο το διάστημα
δεν είπε λέξη ούτε μια ο Τάκης.
Μόνο ηρεμώντας
αφηνόνταν να πηγαίνει.
Αποβραδίς είχα διαβάσει Όσκαρ Ουάϊλντ- τον Ευτυχισμένο Πρίγκηπα.
Με ξύπνησε ώρα τεσεράμισυ μια καταιγίδα του τρελονοτιά
από κείνες τις αλλόκοτες
που αστράφτουν δίχως αποτέλεσμα,
που ανώμαλα τα σύννεφα στον ουρανό ταιριάζουν,
και που φυσούν δαιμονικά
χτυπώντας τα παράθυρα,
μα δίχως να σε κρυώνουν.
Κι ως τώρα που το γράψιμο τελειώνω, πέντε φορές έσβησε τον κομπιούτερ μου η καταιγίδα αυτή.