Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

γ. τσιγγάνα
(Ας ξαναδώ αυτό το ποίημα πριν το δώσω.
Την καρέκλα του Άλλου βάζω απέναντί μου
και στη δικιά μου κάθομαι εγώ.
-Κοιτάξτε, λέω, το τρίτο ποίημά μου εδώ.
Τι λέτε για τον πρώτο στίχο; Είναι ποίηση αυτή
τα στήθη έτσι ανοιχτά στήθη να λέγονται-
να δείχνονται πες-
και να ρωτιέται η τσιγγάνα ποιος της το χαϊδεύει;
Στην άλλη κάθομαι καρέκλα,
ύφος παίρνω κριτικού εμβριθούς
και
-Ισως, λέω,
πράγματι θα 'τανε καλλίτερα
εκείνο το «χαιδεύει» να 'φευγε.
Ας πούμε να το λέγατε "ορίζει"-ποια η γνώμη σας;
Όχι πως κι έτσι είστε εν απολύτω τάξει ποιητική,
μα ορισμένως κάπως έτσι ο στίχος στέκει.
Πάω στην καρέκλα μου.
-Σα δίκιο να 'χετε.
Λοιπόν ας το αλλάξω». Άλλο τι
σ' αυτό το ποίημα θα διορθώνατε;
Αλλάζω θέση.
-Να σας πω...
To άνοιγμα των ποδιών των γυναικείων
κάπως χυδαίο δε σας μοιάζει και φτηνό;
Αφήστε
που λέγεται σε κάθε άπρεπο ανέκδοτο,
κάτι που έξω από χυδαίο
και κοινό πολύ το κάνει.
Ίσως το άνοιγμα, να πούμε, των γονάτων...
Πάλι δεν ξέρω...σεις τι λέτε; Μήπως
για κάποιο λόγο που πιο κάτω θα χρειαζόσασταν
τόσο να δείχνατε θα θέλατε ωμός;
Σεις ξέρετε…
Παίρνω τη θέση μου απέναντι.
-Κι εγώ το έβλεπα, μα ήθελα
και όπως τη δική σας μία γνώμη. Για τα υπόλοιπα τι λέτε;
Στην άλλη την καρέκλα βρίσκομαι.
-Καλά μου φαίνονται αλήθεια.
Η άνοιξη ειναι αλαφριά-μια ίδέα-δε βαραίνει,
όπως θα νόμιζε κανείς σε πρώτη ανάγνωση,
τα φύλλα που καθένα κι από μία δέχονται.
Κι ούτε κανείς κουτός δε θα φανεί
νο σας ρωτήσει τόσες άνοιξες πού βρήκατε
(κι αν θα βρεθεί, βεβαίως τον αγνοείτε).
Δεν έχει φαίνεται η τσιγγάνα σας αγόρι.
Μα δεν της χρειάζεται αφού έχει φτάσει
στην τέτοια ταύτισή της με τη φύση. Πάλι
μπορεί σα σύμβολο κανείς να την δεχθεί
της παραδοσιακής τσιγγάνικης ελευθερίας
που κάπως ξένη είναι για μας.
Αν πάλι δεν είν' έτσι,
και η τσιγγάνα σας
δε βρήκε ακόμα ταίρι
κι ας το θέλει,
την περηφάνια έτσι δεν δείχνει πάλι την τσιγγάνικη
και το αγέρωχο της λυγερής φυλής της;
«Και τι σε νοιάζει εσένα και ρωτάς;»
θα ήτανε υποθέτω η απόκρισή της
σε μιαν ακόμα σας ερώτηση…
Και θα 'χε δίκιο. Όμως και σεις
δίκιο έχετε και σταματάτε να ρωτάτε.
Ύστερα, νιώθοντας μονάξα ένα πλάσμα μέσα σ' ένα ποίημα
τη μοναξά μετριάζει του ποιητή του.
Όχι, εντάξει όλ’ αυτά νομίζω είναι.
Στην άλλη την καρέκλα μου πηγαίνω.
-Αυτή τη γνώμη έχω κι εγώ.
Σε κάθε όμως περίπτωση ευχαριστώ
για τις καλές σας συμβουλές.
Σας έχω χάρη.

Και δίχως πια να μετακινηθώ:

-Παρακαλώ. Καθόλου. Νιώθω τόσο
ένα μαζί σας, που έτσι πάρτε το,
σα γα μιλούσατε με τον εαυτό σας.
Nα συμπληρώσω θα 'θελα όμως
ότι αυτή η στάση της τσιγγάνας
είναι κι η στάση η προαιώνια
του θηλυκού προς το αρσενικό-
στάση εχθρική και μίσους,
στάση-αντίδραση σε κάτι απ' έξω,
που με τη βiα επιβλημένο είναι,
κάτι που επιβεβαιώνει
σαν λεκτική τουλάχιστον απέχθεια
το αναμφισβήτητο το γεγονός).


-Τσιγγάνα μου τα στήθη σου αυτά ποιος τα
ορίζει;
-Ο αγέρας που απ' ολούθεν έρχεται κι
ολούθε πάει.
-Τσιγγάνα μου τα γόνα σου τα σφαλιxτά
ποιος σου τ' ανοίγει;
-To νερό του ποταμiού που πάει απ' το βουνό
στον κάμπο.
-Και ποιος είν' ο καλός σου εσύ τσιγγάνα μου
μικρή;
-To ρόδο με μιαν άνοιξη σε κάθε πέταλό του.