Μέρος της χίμαιρας της διήγησης της ιστορίας της ζωής ενός πλανήτη,
είναι η παρουσίαση αποδεικτικών της αλήθειας του στοιχείων.
Α'
ΑΠΟΛΙΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΖΩΙΚΟΥ ΑΙΩΝΑ
1.
Με τέτοια μπόρα, μ' αστραπές και με βροντές
ίσως δε βγαίνεις και λατρεύεις άλλα είδωλα.
Κι ίσως χαθούμε γιατί οι μέρες βροχερές.
Μα πες στη φίλη –δεν σου γράφω γι’ άλλο τίποτα-
που 'χες μαζί σου, πως οι γάμπες της κοντές
και, η καημένη, θα γεννήσει δύσκολα.
2.
Μέρα ηλιόλουστη, μέρα ηλιόχαρη, μέρα ωραία.
Κι είσαι κοντά μου-και είσαι όμορφη-και είσαι
νέα:
εγώ στο είκοσι, μικρό δωμάτιο αλλά με θέα,
κι εσύ μοιράζοντας με τη μαμά σου το δεκαεννέα.
3.
Αυτά τα «ω! μακριά σου οι ώρες δεν περνάνε!»
αυτά τα «ω! δεν ξέρεις πόσο μου 'λειψες!»
αυτοί οι αβροί περίπατοι σε αλέες ανθισμένες,
αυτοί οι γονυκλινείς ερωτικοί μονόλογοι,
πώς σβήνουν κι αφανίζονται-πώς λιώνουν
στο πρώτο χτύπημα της φτώχειας στην εξώπορτα…
Αυτά τα «σ' αγαπώ»
αυτές οι ανταλλαγές ανθέων και δώρων
πώς μια αρρώστια τα διαλύει-
πώς μία πτώχευση τα καταλεί...
αυτά τα ψέματα πώς σταματάνε τότε
κι οι άνθρωποι αυτοί
πηγαίνουνε καθένας στη δουλειά του...
4.
Ποιος είναι ο πρώτος; Ποιος μπορεί να πει
ποιος είναι ο πρώτος που έφτιαξε
τα θαυμαστά μεγάλα έργα;
Ποιος είναι ο πρώτος που επέταξε;
Που φώτισε με το ήλεκτρο τα πλήθη,
που εζωγράφισε, που έχτισε, που είπε,
πρώτος στην ιστορία της γης;
Αν τιμούμε ήρωες, σοφούς και πρωτοπόρους,
τιμούμε την ατίμητη μικρότητα μας μόνο
και τη ματαιοδοξία μας τιμούμε.
Γιατί κανείς δεν είναι πρώτος-όλα αυτά
έχουνε γίνει κι έχουν ξαναγίνει
σ' άλλους καιρούς,
προτού οι άνθρωποι πλάσουν το χρόνο,
σ' άλλους τόπους, σ' άλλες σφαίρες,
και τούτο εδώ το ποίημα
έχει γραφτεί ποιος ξέρει πόσες πριν φορές
πριν τυπωθεί σε τούτο το χαρτί...
όλα προϋπήρχαν΄-άνθρωποι
δημιουργοί και πλάστες δεν υπάρχουν.
5.
Στους χρόνους της ειρήνης
οι κρότοι ήταν του κάρου
που έρχονταν πολύχρωμο πάνω στο καλντερίμι
με τραγουδώντας τους αρμούς του.
Στα χρόνια της ειρήνης οι καπνοί
ήταν απ' τις φωτιές του Αη-Γιαννιού
στ' αλώνια.
Στα χρόνια της ειρήνης το αίμα
μας το θυμίζανε οι κόκκινες σημαίες.
Στα χρόνια της ειρήνης
οι πληγές ήταν αγάπης μόνο.
Μα ήταν οι πληγές βαθιές
και τόσο επονούσαν και δαγκώναν
που λέω καλώς τόνε τον πόλεμο
που καιρό για τέτοια δεν αφήνει.
6.
Η καρδιά μου έσκυψε
και σήκωσε το μαντήλι σου.
7.
Ω! Φωτεινή γραμμή που μες στο σκότιο δώμα
το ίχνος σου αφήνεις
σαν μία νότα απ' τη μεγάλη συναυλία
σαν μια πετρούλα απ’ την απέραντη οροσειρά,
σαν ένα φύλλο απ' το ατέλειωτο το δάσος!
Ω! Φωτεινή γραμμή!
Δε θέλω εγώ
δάσος κι οροσειρά και συναυλία
Αρκείς εσύ γραμμούλα φωτεινή
που μες στο σκότιο δώμα μου το ίχνος σου αφήνεις-
αρκείς εσύ γραμμούλα φωτεινή
για να φλογίσεις τη μικρή ζωή μου.
8.
Ύπνε γλυκέ βασιλιά
στα παλάτια σου τ' άφωτα πάρε με πάλι απόψε.
Στα παλάτια σου τα χιλιοφωτισμένα
οδήγησε με πάλι απόψε.
Και φέρε στο θέατρό σου
τα πιο μαγευτικά σου σκηνικά,
τους πιο αστείους κλόουν και θεατρίνους σου
και τ' ομορφότερο κορίτσι του θιάσου.
Η μέρα ήτανε σκληρή. Μόνον εσύ
τη μνήμη της μπορείς να απαλύνεις.
9.
Ο γεωργός στη δεντρόφυτη κοιλάδα
στέκεται και λογαριάζει:
αν τούτη την κοιλάδα είχα σπαρμένη
χίλια κιλά σιτάρι
και κάθε του κιλό μου ‘δινε άλλα χίλια
θ' αγόραζα μ' αυτά τα δυο της χείλια.
10.
Ένα σκότος ο κόσμος
η ζωή ένα μάτι
γοργά ανοιγοκλείνει
και σφραγίζεται πάλι.