Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ

Αρίζωτοι στη νέα κι απ' την παλιά τους
πατρίδα ολοσχερώς ξεριζωμένοι
χαμένοι, με χαμένη τη χαρά τους
περνούν οι μετανάστες εις την ξένη.

Και κάνουν συγκεντρώσεις οι καημένοι
και λεν: "η αγαπημένη μας πατρίδα…"-
όμως πολύ δεν είναι αγαπημένη
κι όλο λιγότερο είναι πατρίδα.
 

ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ


-Σύννεφο συννεφάκι μικρούλι, λευκωπό
πώς βρέθηκες μονάχο στον γαλανό ουρανό
και πας με τ' αγεράκι που πνέει απαλό
και μια φτερά αγγέλου θυμίζεις, μια σταυρό;
Γωνιά καμιά δεν έχεις-σκιά για να σταθείς
ο ήλιος θα σε κάψει-θα σβήσεις-θα χαθείς.

-Αφού εν' αδέρφι βρήκα στης γης την απλωσιά
χαρά δε θέλω άλλη-δε θέλω άλλη δροσιά.
Και τόπο αν κανένα δε θα 'βρω να σταθώ
κι αν σβύσω κι αν διαλύσω, ποτέ δε θα χαθώ:
η έγνοια στη φωνή σου κι η ζέστα στη ματιά
παντοτινή μου ασπίδα στου χρόνου τα σπαθιά.
 

ΝΑ ΤΑ ΦΥΛΑΤΕ


Όταν δείτε ένα κομμένο
άνθος κάτω πεταμένο
μη καλοί μου το πατήστε
ούτε κάτω να τ' αφήστε.

Και τα δυο τα χέρια απλώστε
στοργικά να το σηκώστε
και να το 'χετε μαζί σας
σαν χαρά και σα γιορτή σας.

Κι αν σας βρουν κακές ημέρες
κι αν η βάρκα βγει σε ξέρες
κι αν σας θλίβουν όλοι οι τόποι
κι αν σας διώχνουν οι ανθρώποι,

τότε βγάλτε και μυρίστε
το λουλούδι-θ' απορήστε
πώς λησμόνια και γαλήνη
εν' ανθάκι τόση δίνει.

Και οι πόνοι σας θα γιάνουν
και οι θλίψες θα μαράνουν
και θα γίνουν ευωχία
τ' άσημά σας τα ψιχία.

Σημασία λίγη δώστε
κι ό,τι λέω φίλοι νιώστε:
τ’ άνθη μη-μην τα πετάτε-
στην ψυχή να τα φυλάτε.
 

ΤΟ ΚΕΡΙ

Θα πήγαινε ν' ανάψει ένα κερί.
Το ύφος του θα διόρθωνε εις συντετριμμένον
με βήματα μικρά θα έμπαινε, διστακτικά
και με σκυφτό κεφάλι.
Θα έκανε μια κίνησιν φιλήματος
προς την εικόνα-
όμως χωρίς να ακουμπήσει στο γυαλί-
μετά δυο τρία βήματα οπίσω
κάνοντας ταυτοχρόνως το σημείον του σταυρού.

Ύστερα ήταν το κερί' για να τ' ανάψει
σήκωμα του κεφαλιού (να μην καούμε κιόλας),
στερέωσις του κεριού στο μανουάλι
κι υπόκλισις μετρία προς το ιερόν.
Σ' αυτή τη στάση πέντε ως δέκα δευτερόλεπτα
με το σιαγόνι ν' ακουμπά στο στέρνον
κι ύστερα έξοδος ως είχε μπει-
αθορύβως.

Μα το κυριότερο είναι το πρόσωπο να κρύβονταν.
Α! Να! Θα πήγαινε την ώρα
που το σκοτάδι πέφτει λίγο λίγο
ενώ τα φώτα δεν ανάβουνε ακόμα'
στο μισοσκόταδο
το πρόσωπο
σχεδόν καθόλου δε θα φαίνονταν.

ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439

"Πόσο μας παίδεψαν κι αυτοί οι Λατίνοι..
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!

Τίποτα αυτοί. Ανυποχώρητοι.

Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με το Μουράτ απέξω από την Πόλη;

Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν...και συσκεφτόμασταν…
(κουράστηκα στο τέλος).

Και φύγαμε ατιμασμένοι απ' τη Φερράρα-
υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν..

Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε,
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ΄τους παλιο-Λατίνους".
 

ΟΙ ΦΙΛΟΙ

"Τους φίλους τους μικρούς θα παραιτήσω
και συντροφιές μεγάλες θα 'βρω-
στο νουν και στην ευγένειαν και στα ήθη-
κι εις το εξής μ' ομοίους μου και μόνο θα μιλώ"-
έτσι σκεπτόταν, έτσι επάσκιζε
έτσι του 'πρεπε πραγματικά.

Μα όταν έφθανε της μοναξιάς το χάος
εις φίλους έτρεχε μικρούς να το πληρώσουν.
Και τα κοινότατα άρχιζαν-
οι γυναίκες
τα χαρτιά.

Αυτούς τους φίλους τότε τους ευγνωμονούσε.
Καλά που βρίσκονταν κι αυτοί-
στις τέτοιες του στιγμές
ποιος θα τον δέχονταν
μεγάλος…
 

ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ


Και πια δεν ξέρουν τι να κάνουν
και τι τεχνάσματα να επινοήσουν
και κάνουνε τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα
λιγάκι μόνο αλλάζοντας κάθε φορά
τις λέξεις, τις κινήσεις, τις εκφράσεις.

Οι άλλοι πάλι χειροκροτούν
σαν να 'τανε το θέαμα κάτι νέο
και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν
και γράφουν κριτικές επωφελείς
και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν
κι εκφράζουν "ανυπόκριτον χαράν"
και λεν: "αυτή
ήτο μια νέα ερμηνεία τω όντι"
και το επαινούν και το αινούν και το θαυμάζουν
γιατί τι άλλο να 'καναν
και πώς να πούνε
πως όλ' αυτά είναι μια άρνηση κι ένα κενό
που τότε το κενό θα ’παιρνε εκδίκηση
αποκαλύπτοντας αυτοστιγμεί
πως ούτε η Τέχνη είναι καταφύγιο.
 

ΤΟ ΑΤΥΧΟ

Είχε ανοίξει ένα μαγαζί
κι αυτό πήρε φωτιά. Μαζί
κάηκαν όλα τα λεφτά του
που είχε πάντοτε κοντά του.

Αυτό στα εικοσιδύο του.
Μετά πήρε απ΄ το θείο του
δάνειο χιλιάδες εκατό
κι άνοιξε άλλο. Μα κι αυτό

έπεσε έξω-διόλου δουλειά.
Και το 'κλεισε. Ύστερα πουλιά
με κάποιον άλλον επουλούσε,
όμως ο άλλος τον γελούσε.

Κάτι ψευτοεπαγγέλματα
κάτι ύποπτα μπερδέματα
εκαταπιάστηκε μετά
όμως δεν έβγαζε αρκετά.

Τώρα, σαράντα ετών, φυτοζωεί-
πώς να την πεις αυτή ζωή…
και μια κυρά που 'χε γνωρίσει
τώρα κι αυτή τον έχει αφήσει.

Ο κύκλος φαίνεται έκλεισε.
Λίγο νωρίς αλλά έκλεισε.
Άνοδο πλέον δεν καρτερεί
αυτό το άτυχο παιδί.

ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά.
Μέσα κανείς δε θα ’δει.
Ο σκύλος έξω ας αλυχτά
μέσα τ' αηδόνι ας άδει.

Έξω σκοτάδια είναι πηχτά
κι εδώ το φως πλαντάζει'
μ’ ας’ τα παράθυρ’ ανοιχτά
κανείς δε μας κοιτάζει.

Οι άνθρωπ’ είναι βιαστικοί
και δεν τους μένει ώρα
ν’ αργοπορούν εδώ κι εκεί
με φώτα χρονοβόρα.

Άνοιξε διάπλατα λοιπόν.
Το σαρκοβόρο σμάρι
έξω ας βοά μαύρων γυπών'
ας λάμνουν μέσα γλάροι'

έργα έχουν άλλα, σοβαρά
οι άνθρωποι να πράξουν-
’σύχασε' ούτε μια φορά
εδώ δε θα κοιτάξουν.

Στο τέλος κάποιος κι αν δειλά
το βλέμμα εδώ γυρίσει
κι ό,τι να δει, ξέρεις καλά
πως δεν θα εννοήσει.
 

  Τζίτζικας και πεταλούδα

-Τζι τζι τζι και τζι τζι τζι
πεταλούδα πλουμιστή
έλα δίπλα μου και στάσου-
σε ποθώ,σε θέλω,βιάσου!

-Φρου φρου φρου και φρου φρου φρου
τζίτζικα βρωμιάρη φτου!
πώς μπορεί μια πεταλούδα
να φιλεί σου τη μουσούδα;

-Και τι έχω το στραβό
όπου τόσο σ΄απωθω;
-Είσαι γκρίζος. Εγώ λάμπω
και στολίδι είμαι στον κάμπο!

-Κι εγώ όλο τραγουδώ.
το βιολί μου έχω εδώ
και τον κόσμο ξετρελλαίνω
στα μεράκια όταν μπαίνω.

-Όλο τρέχω και πετώ
και δε στέκω ούτε λεφτό.
Συ συνέχεια τεμπελιάζεις-
δε σου μοιάζω,δε μου μοιάζεις.

-Ειμ΄εγώ τραγουδιστής,
εισαι συ ο χορευτής.
Τι ταιριάζει πιο ωραία
από των δυο μας την παρέα;

-Ω! Αταίριαστοι πολύ
είμαστε-εγώ έχω βγει
από ΄να μικρό κουκούλι΄
συ θα το ΄χεις για κιβούρι.

-Ίδια ειν΄τα δυο αυτά.
Η ζωή όταν τελευτά
ή δεν έχει ακόμα αρχίσει
πράγμα ίδιο για τη Φύση.

-Μία φλόγα εγώ ζητώ
για να πέσω να καώ.
Τζιτζικάκι μου καϋμένο
μόνο αυτό σε κάνει ξένο.

-Μια φορά εσύ αν καείς
η φωτιά μου συνεχής:
αχ! Με καίοει κάθε ματιά σου
πιο πολύ από τη φωτιά σου΄

Τζι τζι τζι και τζι τζι τζι
πεταλούδαμου ακριβή
έλα σβύσε το καμίνι
που από σε μονάχα σβύνει!

-Φρου φρου φρου και φρου φρου φρου
τζίτζικά μου έρχομ΄εφτού-
αχ! με σένα είμαι ίδια
σα μου βγάλεις τα στολίδια.
 

             Άρρωστη

Έχετε δει αηδονάκι βραχνιασμένο;
Άγγελο ίσως με πυρετό;
Φεγγάρι σε κουβέρτες διπλωμένο;
Ήλιο με τάση για εμετό;

Έχετε δει δυο μάτια μαύρα καρβουνάκια
ενώ γελάνε μαζί να κλαιν;
Δυο του γιαλού ροζ κοχυλάκια
κόκκινα να ΄ναι και να καιν;

Α! Η αγάπη μου είναι κρυωμένη!
Ό,τι μου έδινε ρίγος ριγεί.
Και θα υποφέρει για πολύ η καϋμένη
γιατ΄η ανάρρωση θα ΄ναι αργή:

ένα μικρόβιο μέσα της εμπήκε
με το γνωστό του σφρίγος κι ορμή΄
και πώς θα φύγει τώρα που εβρήκε
τέτια αγκαλίτσα-τέτιο κορμί...
 

«Αγάπη»

«Τ΄ειν΄η ζωή;»,ερώτησα το βιαστικό αγέρι.
«Εγώ όλο τρέχω,εγώ φυσώ,εγώ περνάω μόνο,
ρημάζω,καίω,καίγομαι,γκρεμίζω,ξερριζώνω,
και τα πετούμενα κρατώ μες στ΄απαλό μου χέρι.»

Ερώτησα τη θάλασσα τ΄είν΄ η ζωή να μάθω.
«Εγώ τα γοργοτάξιδα καράβια σου βυθίζω,
εγώ ανταριάζω και χτυπώ,θυμώνω και αφρίζω,
και το νερό ζυμώνοντας ψάρια και φύκια φτιάχνω.»

Στο χώμα που στη ράχη του όλα γερά κρατάει
εστράφηκα κι απόκριση ζητώ στο ρώτημά μου.
« Η  απάντηση δε βρίσκεται στα χείλη τα δικά μου
μα ρώτησε τον πλάστη μας που όλα τ΄απαντάει.»

Και στράφηκα τριγύρω μου: «Όπου κι αν είχαι πες μου,
Πλάστη,τι είναι η ζωή που μ΄όρισες να ζήσω-
δώσε μου την απάντηση που μόνος μου δε βρίσκω
και που κρατάει μέσα της τις χάρες τις κρυφές μου.»

Αμέσως,κάθε θόρυβος,κάθε φωνή,εστάθη.
Και στη σιωπή που άφησε το τέλος της μιλιάς μου,
μού αποκριθήκαν απαλά οι χτύποι της καρδιάς μου:
«Αγάπη είναι η ζωή΄Αγάπη...Αγάπη...Αγάπη...»
 

 Προσευχή μικρού παιδιού

Όταν ήσουνα Χριστούλη
σαν και με παιδί μικρό
ζήταγες απ΄τον μπαμπά σου
να σου πάρει παγωτό;

Ζήταγες απ΄ τη μαμά σου
να σου πάρει καραμέλες;
Σ΄ άρεσε και σε να παίζεις;
Σαν κι εμένα έκανες τρέλες;

Από κει ψηλά που είσαι
«ναι» σ΄ακούω να μου λες
γιατί αφού θεούλης ήσουν
δεν γινότανε να κλαις.

Μα εμένα-δες Χριστέ μου-
Τα ματάκια μου όλο κλαίνε
γιατί σ΄ό,τι τους ζητήσω
«ναι» ποτέ τους δε μου λένε.

Αχ! Χριστούλη,μίλησέ τους!
«Τα παιδάκια»,να τους πεις,
«άλλες έχουν προτιμήσεις
απ΄αυτές που ΄χετε σεις.

Μη λοιπόν τα τυραννάτε:
όταν κάτι σας ζητούν
κάνετέ το-έτσι αθώα
δεν λυπάστε να πονούν»;

Κι από τότε οι γονείς μας
σαν και σε να σκέφτονται ίδια
κι η ζωή μας να κυλάει
με γλυκά και με παιχνίδια.

          Ελληνισμός και έλληνας

-Δεντρί με κούρβουλο κάθε κλωνί σου,
γλυκέ, μαυρόντυτε, πικρέ πατέρα,
ακόμα ποιο ακριβό θρηνείς παιδί σου;
-Τη Σμύρνη-την τρανή μου θυγατέρα!

-Φτάνει πατέρα. Σκούπισε το δάκρυ.
Θεός τα παίρνει όλα και τα δίνει.
Κι αν ίσως έχασες της γης μιαν άκρη
μα της ζωής δε στέρεψεν η κρήνη.

-Δεν ήταν γης μα ολάργυρο φεγγάρι.
Χρυσάμαξα που αγγέλοι τηνε σύραν.
Κι ήταν διαμάντι και μαργαριτάρι.
Και δε την πήρε ο θεός: Τουρκοί την πήραν!
 

Λέσλυ

Γερή από έϊτζ να ‘ναι σα μαθαίνω
Ο ανήσυχός μου ησυχάζει ο νους.
Όχι απ’ αγάπη πως γιι αυτήν πεθαίνω,
\μα πρόπερσυ ανταλλάξαμε ιούς.
 

Καλλίτερη

Σα λείψει ο λύχνος τότε τον θυμούνται
Αυτοί που τώρα ζούνε στο σκοτάδι.
Με νόστο τη ζωή τη συλλογιούνται
Αγύριστα όσοι βρίσκονται στον Άδη

Το δέντρο σαν κοπεί κι ο ίσκιος πάψει
Του ήλιου να μετριάζει το λιοπύρι
Τότε η νοσταλγία θε ν’ ανάψει
Για το άμοιρο το δέντρο που ‘χει γείρει.

Και λέω κι εγώ, αφού όταν πεθάνουν
Τα βρίσκει ολα ο έπαινος κι ο αίνος,
Οι στίχοι μου εντύπωση θα κάνουν
Καλλίτερη σα θα ‘μαι πεθαμένος.

                      Βαρύ

Μια λήκυθος με άρωμα γεμάτη εκλεκτό
είμαι΄και είναι τ’ άρωμα σπάνιο και λεπτό.
Κι η Νύμφη που θα έρραινα το σώμα της με κείνο
δεν ήρθε-κι είμαι μόνος μου-και ίσως μόνος μείνω.

Και πλέον να! τη λήκυθο απίστομα γυρνώ
και έτσι, ασυλλόγιστα, το μύρο της κερνώ
σε όντα που λαφιάζονται όταν αυτό τ’ αγγίσει
σαν να τα είχε αόρατο χέρι βαρύ ραπίσει.
 

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ ΕΦΗΒΗ

Μ’ αγαπάει-και το ξέρω-ο καλός μου.
Το διαβάζω στη ματιά του τη θολή
Όταν όμορφος σα ζώο στέκει εμπρός μου
Λίγο πριν μου ξεριζώσει το φιλί.

Μ’ αγαπάει ο καλός μου-και το ξέρω-
Το διαβάζω στου κορμιού του τη φωτιά
Σα με κόβει όπως το στάχυ μες στο θέρο,
Σα με καίει όπως κλαδάκι η πυρκαγιά.

Μ’ αγαπάει ο καλός μου δίχως άλλο.
Αν σηκώσω τη φουστίτσα μου ψηλά
Κάτι ανάμεσα στα πόδια του μεγάλο
Με ορμή το παντελόνι του ζουλά.

Κι αν τον μπούστο μου λιγάκι ξεκουμπώσω
Πρέπει πρώτα δυο φορές να το σκεφτώ
Αν δε θέλω πριν την κίνηση τελειώσω
Από κάτω απ’ τον καλό μου να βρεθώ.

Σας το είπα-ο καλός μου μ’ αγαπάει.
Μα και μένα, και ας είμαι εγώ μικρό,
Ω! κι εμένα ίδιο νέκταρ με μεθάει
Ω! κι εγώ ίδια πολύ τον αγαπώ...
 

 ΑΥΡΙΟ ΤΙ ΧΑΡΑ!

Αύριο-τι χαρά!-θα τεμπελιάσω
Σακούλα δε θα πιάσω στα χέρια μου ούτε μία.
Μες στου σπιτιού μου θα χωθώ την ησυχία
Ποιήματα παλιά μου να διαβάσω.

Θ’ ακούω κάποτε στην πόρτα χτύπους
(Αλλοι σιγά, με λύσσα άλλοι θα τη δονούνε)
Ονείρων βρυκολάκων που θέλουνε να μπούνε
Σους κουρσεμένους μου τους κήπους.

Ας σκούζουν. Δε θ' ανοίξω. Ας χτυπάνε.
Με βρυκολάκους άλλους η μέρα θα κυλήσει-
Με πανικούς και με  χαλάσματα και μίση
Που τα ποιήματά μου θα ξερνάνε.

L. A. 7-3-’92

                  ΤΑΥΤΙΣΗ

Ό,τι Μεγάλο υψηλό κι ωραίο,
Που έχει με πόνο και με πίκρα δέσει,
Ρέει μες απ’ τα λούκια της ψυχής κάτω
Και ρέοντας μεταμορφώνεται.  

Το ακολουθεί με αγωνία
Να σταματήσει  προσπαθώντας
Την ψυχοφθόρα πτωτική ροή
Ή έστω πιο αργή ή να τήνε κάνει.

Μάταια όλα. Αυτό
Ταχύ κάτω φτάνει. Και φτάνοντας εκεί
Σε μέλη γυναικεία έχει αλλάξει:
Στήθη, αιδοία, γλουτούς και ό,τι άλλο
Μπορεί εργαλείο ηδονής να γίνει.

Να φιλιωθεί δεν το μπορεί μ’ αυτή την αλλαγή του.
Και θλίβεται γι αυτήνε και βαρυθυμεί.  

Μα είναι φορές που λέει
Ίσως αυτό να είναι όλο κι όλο
Ζωή ό,τι λέμε. Ίσως αυτή η μεταστροφή
Να είναι ο προορισμός, το μεγαλείο,
Ή έστω η μοίρα του ανθρώπου-
Το Πνεύμα κι η Ηδονή
Ν’ αλλάζουν μεταξύ τους πρόσωπα
Καθώς την ώρα του χαμού τους οι ερωτευμένοι.
 

ΓΙΑ ΔΕΣ…

Χτες μεσημέρι
Αφού έγεψα το νόστιμο καρπούζι
Πήρα τη φλούδα του και αργά αργά
Την έκοψα μικρά λεπτά τετραγωνάκια.

Όλη.  

Έτσι ύστερα κομμένη
Την έβαλα στο πιάτο από τα χόρτα
Σηκώθηκα
Και τράβηξα κατά την πόρτα
Να πετάξω στην αυλή αυτά που έκοψα
Για να τα φαν οι κότες.  

Όμως σταμάτησα στην πόρτα εμπρός.
Πού πάω;
Ούτε κότες έχω ούτε κοτέτσι  
Ούτε αυλή πρασινωπή
μέσα της που σγαρλίζουνε οι κότες.
Και ούτε δέκα είμαι χρονών
Να πάω ύστερα να παίξω μπίλιες.

Έριξα τα κομμένα φλούδια στα σκουπίδια.
 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΜΑΤΙΟΥ

Τι θαύμα το ανθρώπινο το μάτι!
Μ’ αυτό οδηγο και βοηθό του
Όλα ο άνθρωπος μπορεί.  

Αυτό του δείχνει από πού να πιάσει το μαχαίρι
Για να σκοτώσει τον συνάνθρωπό του,
αυτό τον οδηγεί
στην πόρτα του σπιτιού που πάει να κλέψει,
στο πώς τον άσο του να βγάλει απ’ το μανίκι.

Και όλα τα θαυμάσια κάνοντας αυτά
Βλέπει και πού και πού κανένα δέντρο
Κάνα πουλί
Κι αν είναι τυχερός και κάνα αστέρι.
 

ΑΛΛΙΩΣ
 
Πρωί στη δουλεία με ταχύτητα τριάντα.
Της Owensmouth πράσινη κάθε της πάντα
Στου πάρκου της Lanark την άδεια απλωσιά
Σκιουράκια στης χλόης βουτούν τη δροσιά.

Oi κήποί ανθισμένοι. Η Φύση καινούργια.
Τα "STOP" της οδύνης να κόβουν τη φούρια
Και πάνε τ’  αμάξια δυό-δυό στη σειρά
Και λάμπουν στου Ήλιου το φως καθαρά.

Πρωί στη δουλειά τη δική του έχει χάρη.
Το στήθος της δείχνει η Ζιζή με καμάρι.
Η Λώρα γελάει χωρίς τελειωμό
Θυσία πρωινή στης χαράς το βωμό.

Ο Γκέοργκ γερτός στο παγκάκι του μάρκετ
Σφιχτά τυλιγμένος στο σκούρο του τζάκετ
Βαριά με φτηνό μεθυσμένος ποτό
Ξεσπάει σε χίλιες βρισιές το λεπτό.

Και φως μες στο φως, νυσταγμένη ακόμη,
Πρωί του πρωιού, με λυμένη την κώμη
-Εικόνα λαμπρή στην καρδιά πως σε κλειώ-
Εκείνη βαδίζει να πάει  στο σχολειό.

Πρωί  στη δουλειά πως θα ’σουνα πόνος
Αν μέσα σου ήμουνα έρημος-μόνος.
Μα αλλιώς έχει η μοίρα του Κόσμου γραφτεί:
Υπάρχει-θεέ μου-υπάρχει κι αυτή.

Λος Άντζελες Μάης 1991
 

ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΙ

Ο παππούς:

Η φωτιά στο παραγώνι
Και στα γόνατα τ’ αγγόνι.
Στο τσουκάλι ο τραχανάς
Κι ο Θεός έχει για μας.

Ο γιος:

Τα χωράφια γίναν ξέρες-
Αν δε βρέξει αυτές τις μέρες
Τί θα φάει το παιδί...
Ο Θεός ας μας ιδεί.

Η γυναίκα του:

Έχω άντρα που δουλεύει
Μ’ αγαπά και με ζηλεύει.
Ας μου έπαιρνε όμως Θε
Και φουστάνι εμπριμέ!

Ο Θεός:

Γαβριήλ! Την ασπιρίνη!
Κι η φωτιά-δε βλέπεις; σβήνει.
Κάνε  μου ένα ζεστό
Κι  ησυχία-θα κοιμηθώ.
 

ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Ο άνθρωπος ζητά να ζήσει αιώνια.
Για πάντα να υπάρχει. Να είναι αθάνατος.
Ας έρχονται κι ας φεύγουν όσα χρόνια.
Να μην υπάρχει όμως γι αυτόνε θάνατος.

Και ψάχνει ολοζωής να έβρει τρόπους
Πώς να χτυπάει για πάντα στα στήθη του η καρδιά
Γι αυτό και χαλαλίζει όποιους κόπους
Κι όποια γι αυτό να κάνει χρειάζεται δουλειά.

Μα όσο κι αν πασκίζει δε φελάει.
Χαράμι πάνε όσα με ζήλο προσπαθεί.
Κι Φύση τόνε βλέπει και μέσα της γελάει:
Αθάνατοι είναι όσοι δεν έχουν γεννηθεί!
 

POUR UNE SEULE

LE SURINTENDANT :
En fait, chaque théâtre n' est bâti que pour une seule pièce, et le seul secret de sa direction est de découvrir laquelle.
 
(JEAN GIRAUDOUX, ONDINE, ACTE 2, SCÈNE 1)

Κάθε δεντρί για ένα ειν' άνθος.
Κάθε κορμί για μια φωτιά.
Κάθε ψυχή για ένα πάθος.
Για έναν μόνον η πρωτιά.

Για ένα στόλισμα η γιρλάντα
για ένα αγρίμι η μονιά
για έναν Δόγη η Ινφάντα
για ένα λεφτό η νια χρονιά.

Γι ένα σύννεφο το δείλι
για ένα δάκρυο η αυγή
για ένα φίλημα τα χείλη
για ένα αντίο το πρωί.
 

Η ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑ

Ο φόβος μην πεθάνει η μητέρα.
Ο φόβος μην οι χίτες, οι ταγματασφαλίτες, οι δεξιοί, οι τραμπούκοι, φυλακίσουν η σκοτώσουν τον πατέρα.
Ο φόβος του θανάτου μου.
Ο φόβος των φαντασμάτων.
Το να μην μπορώ να παίξω όπως τα άλλα παιδιά, γιατί, τα παιδιά που βγαίνουν και παίζουν έξω από το σπίτι «είναι κακά παιδιά».
Ο φόβος να μη μαθευτεί ότι ο πατέρας μου είναι κουμουνιστής.
Ο φόβος μην ακουστεί από κανένα γείτονα το ραδιόφωνό μας όταν εγώ και ο πατέρας ακούγαμε, σκυφτοί πάνω από το ραδιόφωνο, Σόφια ή Τίρανα.
Ο φόβος  του Σωτήρη, ενός μεγαλύτερου παιδιού, που είχε χάσει χρονιές λόγω πολέμου, παιδιού αλάνικου, άγριου, νταή, ανυπάκουου, κάκιστου μαθητή, ταραξία, που χωρίς λόγο με είχε βάλει στο μάτι και ήτανε ο φόβος και ο τρόμος μου στις τάξεις του Δημοτικού, μαυρίζοντας όλη μου τη ζωή.
Το χάσιμο του εδάφους κάτω από τα πόδια μου, η διαρκής θλίψη, η απαισιοδοξία, η απομόνωση, η δυστυχία, ήταν το αποτέλεσμα όλων αυτών των καταστάσεων της παιδικής μου ηλικίας της ευτυχέστερης και της πιο αμέριμνης από τις ηλικίες του ανθρώπου.
 

ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ
(Σοφοκλέους 3, Τρίπολη)

Η πολυκατοικία μας θα βάλει ασανσέρ!
Ας πούμε σαν να γίνονταν, άγγλος κανένας, σερ.
Αλήθεια είναι εξέλιξη αυτό για μας μεγάλη
κι εκτός απ’ όσα έχει καλά, και σε μπελά ας μας βάλει.

Μα ας δούμε πρώτα τα καλά κι ύστερα τους μπελάδες
Πρώτο καλό-θα νιώθουμε εφεξής σαν δερβισάδες
γιατί ενώ πριν βογκάγαμε τις σκάλες ανεβαίνοντας
πια τώρα θ’ ανεβαίνουμε μες στο ασανσέρ, χορεύοντας.
Ύστερα αν ν’ ανεβάσουμε κάτι βαρύ χρειάζεται
κανείς μας για το πράγμα αυτό σαν πρώτα δε θα νοιάζεται:
ένα κουμπάκι κυκλικό μονάχα θα πατάμε
κι άκοπα όσο θέλουμε βάρος θα κουβαλάμε,  
χωρίς η γλώσσα πήχες τρεις να βγαίνει από το στόμα μας
ή κίτρινο να νιώθουμε πως έγινε το χρώμα μας.
Και χάρις στο μικρό αυτό και μαγικό κουμπί
στων φρούτων μας τον μακριό κατάλογο θα μπει
κι ένα που όσο κι αν πολύ η τιμή που έχει τσούζει,
αλλά στη ζέστα την πολλή δροσίζει-το καρπούζι.
Ύστερα λίγο υπέρβαρον αν έχουμε ένα φίλο
και με μεγάλον να μας δει καμιά φορά έρθει ζήλο,
ο ζήλος δε θα του κοπεί σα δει τις τόσες σκάλες
γιατί για να τις ανεβεί μεθόδους θα ’χει άλλες.
Μία γυναίκα που έρχεται σ’ έναν ψηλά που μένει
δε θα φοβάται μη τη δουν στις σκάλες ν’ ανεβαίνει.
Κι όταν γυρνώντας σπίτι μας σακούλες κουβαλώντας
ιδούμε πως ξεχάσαμε κάτι, κουτρουβαλώντας,
δε θα ’χουμε να κάνουμε την ίδια την πορεία
βρίζοντας πλην απ’ τ’ άθεα μαζί ίσως και τα θεία...

Πολιτισμός! Με μηχανές ήρθε και η σειρά μας
ν’ ανεβοκατεβάζουμε πλέον τα όνειρα μας
και να τα πνίγουν του σπιτιού όχι μονάχα οι χώροι,
αλλά και οι μεταλλικοί που ’χει το αναβατόρι!

(Και μα τον άγιο Πρόδρομο που εκαρατομήθηκε,
τώρα που η βαρύτητα απ’ την τεχνική νικήθηκε,
διόλου δεν είναι απίθανο να πάρω και ψυγείο
έτσι που εκτός από άφθονο, νερό να ’χω και κρύο,

μιας και δεν θα ’χω πρόβλημα πώς θα το ανεβάσω.
Μπορεί και τηλεόραση ακόμα ν’ αγοράσω!)
Αλλά η λίστα των καλών το ασανσέρ που έχει
δεν έχει τέλος για ένανε που η φαντασιά του τρέχει.

Γι αυτό ας δούμε αν κάτι τι στραβό έχει η υπόθεση
όπως ας πούμε αι κλειναί Αθήναι έχουν το Λιόπεσι.
Να ένα που ’χει άσχημο για όσους ψηλά καθόμαστε:
θα πάψουμε ανεβαίνοντας σκάλες, να γυμναζόμαστε.

Άλλο: θα λείψει η χαρά, μετά από τόση κούραση
κάτι να νιώσουμε καλό-την άγια την ξεκούραση.
Αλλά κι οι ανεπιθύμητοι δε θα ’χουν να σκεφτόνται
τις σκάλες τις κουραστικές, και τσουπ! θα μας ερχόνται.

Και τέλος να! Αιτία μια από τις πολλές που έχουμε
να λέμε τέτοια που είναι πως τη ζωή δεν την αντέχουμε,
θα πάψει να υφίσταται, και πια δε θα κλαιγόμαστε,
και ούτε πια τους δύστυχους πάλι θα καμωνόμαστε.

Μα κείνο που το ασανσέρ θα μας στερήσει σίγουρα
είν’ τα συναπαντήματα στις σκάλες τα παρήγορα,
που δείχνανε πως μόνος μας καθένας μας δε ζούσε,
αφού είτε θέλοντας ή μη, κάποιος θα μας μιλούσε.

Όμως ας πάψουμε τα υπέρ και τα κατά-ο κόσμος
πάει μπροστά κι αγρίως ας, ποδοπατιέται ο δυόσμος.
Έτσι τα πράγματα έχουνε, ή θέλουμε ή δε θέ ’με
Κι ένα μεγάλο ευχαριστώ αλήθεια όλοι λέμε

στον κύριο Παναγιώτη μας, που όμορφα φερόμενος,
και τη δική του μα και ημών την κούραση σκεπτόμενος,
στην πολυκατοικία του θα βάλει ασανσέρ.
Και όπως λέει κι ο επίτιμος, θα ήτανε ανφέρ

μπράβο να μη του λέγαμε για την απόφαση του
που εξυπηρετεί κι αυτόν, αλλά και μας μαζί του.

ΜΙΣΗΤΑ

Δωμάτια μισητά των κοριτσιών
που όταν μέσα τους εκείνα μπουν
κι όταν την πόρτα πίσω τους θα κλείσουν
αφήνουν ορφανή την οικουμένη...

Μέσα εκεί το Μέγα Μυστικό κλειέται μαζί τους.

Μέσα εκεί
μωράκια ακόμα
Ηδονικά βομβίζουν τα φιλιά του μέλλοντός τους..

Μέσα εκεί-
στων συρταριών τ' ανάκατα τα ρούχα-
φωλιάζει ό,τι ζωή κι απαντοχή μας είναι:
το ανυπόμονο του πόθου
και του γλυκού χαδιού η προσμονή.

Έξω από τα δωμάτια έχουν μείνει μόνο
η παγωνιά η νύχτα και ο θάνατος.

Κι όταν την πόρτα ανοίξουνε
και πάλι βγουν
τότε δειλά το φως ξαναπροβάλλει
φέγγοντας πλέρια μόνο σα θα γίνει φανερό
πως τα κορίτσια μέσα εκεί
θ' αργήσουν να ξανάμπουν.

SUNFLOWERS
(MUNICH, NOUE PINAKOTEK)
(Van Gogh)

Ποιος μας ζωγράφισε πικρός ζωγράφος
κι είναι τα φύλλα μας κιτρινισμένα
κι έτσι κειτόμαστε σαν πεθαμένα
κι είναι το βάζο μας πικρό σαν τάφος;

Εμάς που στρέφαμε τα πρόσωπά μας
στο μέγα του ήλιου πυρρό στεφάνι
τώρα ένα μαύρο πικρό μελάνι
κλέβει το γέλιο και τη χαρά μας.

Μα ο μεγάλος μας καημός και θλίψη
είναι για σένα ζωγράφε-πλάστη:
σ’ αυτόν που έτσι μας εφαντάστη
θα έχουν κι έρωτας κι αγάπη λείψει.
 

ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΠΡΩΗΝ ΕΡΑΣΤΡΙΩΝ

Εμείς που επεράσαμε
κι αφήσαμε στα χείλη τους επάνω την αγάπη
δε λένε ούτε τ’ όνομά μας οι ποιητές.

Τέλος και μέση και αρχή εμείς των τραγουδιών τους.
Εμείς τις λέξεις τους φυτέψαμε στο στόμα
και στην ψυχή τους το ιερό το μάντεμα.
Κι όμως εμείς μες στα τραγούδια τους
εγίναμε η γυναίκα
κι όχι η Ηρώ η Θωμαϊς και η Ελπίδα.

Μέσα απ’ τα χείλια τους-
μέσα από της πέννας τους την άκρη
η φλόγα βγαίνει του ερωτά μας.
Σε κάθε στίχο μέσα των ποιημάτων τους
κραυγές που εμείς αφήσαμε πλαντούνε.
Και τα τριξίματα των κρεβατιών
τα επίσημα τους ντύνονται τα ρούχα
και μελωδικά τώρα ηχούν.

Ό, τι κι αν γράφουν οι ποιητές
είναι η αγάπη που τους δώσαμε
και που με κάθε νέο τους ποίημα,
στην ερωμένη την επόμενη περνά.
 

ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ

Όπως η γη στον λαμπροήλιο γύρω
γυρίζει προσδοκώντας ζεστασιά,
κι ως τ' άνθος μόνη ελπίδα του για μύρο
έχει στης άνοιξης την αγκαλιά,

έτσι κι εγώ από σένανε προσμένω
της ύπαρξης μου να ’βρω το σκοπό
και βίο να παραδώσω δικιωμένο
απ' τ' άλυπο δρεπάνι σαν κοπώ.

Γι αυτό καχύποπτα μη με κοιτάζεις-
είναι η αίσθησή μου αληθινή
και μη το νου σου μ' απορίες κουράζεις:
μια λήκυθο μπροστά σου έχεις κενή.

Έλα και ή με κάτι πλήρωσε την-
 αγάπη, μίσος η κατακραυγή-
ή αλλιώς στο χώμα κάτω πέταξε την
την ώρα τη φριχτή ευθύς να βρει. 

ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙ

Πώς ο πατέρας προσέχει το παιδί του!
Πάντα κοντά του βρίσκεται,
μη κάποιος το πειράξει.

Το χαϊδεύει, το προσέχει,
αν κλάψει η ψυχή του κλαίει μαζί.  
Αν καμιά νότα θλίψης δει  
στη συμφωνία μέσα των ματιών του
θλίβεται αυτός περσότερο απ' τη θλίψη.

Και σ' όλα του πατέρα τα φερσίματα
μιαν αγωνία βλέπεις κι άγχος ένα
την ενοχή  που θέλουν να σκεπάσουν-
την ενοχή για το αμάρτημα
που είναι της ζήσης του το πιο μεγάλο-
που το παιδί έχει αυτό γεννήσει.
 

ΤΙ ΗΣΥΧΟ!

Το αυτοκίνητο! Τι ήσυχο!
Πώς όμορφα όμορφα κι αμίλητα
τις αναθυμιάσεις της βενζίνης
του αναπνέει!

Στο άχαρο πεζοδρόμιο
η γραμμή του καλαισθησία χαρίζει.
Το χρώμα του με τις χρυσές ανταύγειες
της διπλανής βιτρίνας
ωραία δένει.
 
Ακίνδυνο, φιλικό, ένα δαχτυλίδι
στης γειτονιάς το ανήσυχο το χέρι είναι.

Μα να! Ένας άνθρωπος
Την πόρτα του ανοίγει και μπαίνει.

Και το αυτοκίνητο μουγκρίζει,
και τρέχει, και ξεφυσά, και ιδρώνει.
Κι εχθρός και θάνατος γίνεται.
 

ΤΙ ΚΑΛΟΙ…

Οι πεθαμένοι τι καλοί που είναι!
Κανέναν δεν πειράζουνε.

Κάθονται αναπαυμένοι στην ανυπαρξία τους
με λίγα ακόμα που και που
κόκκαλα απ' αυτούς να μένουν.

Οι πεθαμένοι τι καλοί που είναι!
Όσο οξυγόνο παίρναν
μαζεμένο τώρα το χάρισαν σε μας.
Κι ούτε απειλούν,
ούτε φθονούν, ούτε έρωτα γυρεύουν.
Και σε τίποτα όχι δεν μας λένε.

Οι πεθαμένοι-τι καλοί που είναι!
 

Ο ΜΕΓΑΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ

Γυναίκες κι άντρες όλο ζωή και σφρίγος,
για χρόνια στα στενά των ταινιών μέσα γυρνάνε
και τάχα ξάφνω,
στέκουν ακίνητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλονε στα μάτια.
Και πια, πάει, αγαπηθήκανε.

Τι άγνωστο πράγμα ο  στους σκηνοθέτες!
Και με τι ψέματα φορτώνουν τη ζωή
και την ντροπιάζουν!
Ενώ Αυτή,
η Ζωή,
ο Μέγας Σκηνοθέτης,
Αυτή,
που άντρα και γυναίκα έχει γεννήσει,
ξέρει πως άλλη εκείνοι σκέψη  
δεν έχουνε κάθε στιγμή,
από την πρώτη τη φορά που θα ιδωθούνε,
παρά πώς,
ένας μες στον άλλο θα βρεθούν, και πώς,
πάνω στο καταπράσινο της γης το λάγνο στρώμα,
θα χτυπηθούν, θα ρικνωθούν και θα πεθάνουν, ώσπου,
όσο πιο γρήγορα μπορούν, ν' αναστηθούν,
για να ξαναπεθάνουν.
 

ΟΙ ΜΗΧΑΝΕΣ

Μηχανές παλεύουμε με ζήλο να φτιάξουμε
-και φτιάχνουμε-που μ' αυτές από μακριά
ένας τον άλλονε ακούμε.
Κι όποιος
μας βλέπει έτσι αεικίνητους, ζωντανούς απ' αυτό πολύ μας λέει.
Και ακούραστα δουλεύουμε και φτιάχνουμε οθόνες
για να βλεπόμαστε από μακριά άνθρωπος
μ' άνθρωπο.

Κι ενώ για τη ζωντάνια μας
χαιρόμαστε και τραγουδάκια ταιριαστά
με τη δουλειά μας λέμε, την ίδια ώρα,
κάποια ορχήστρα μέσα μας, νεκρώσιμα εμβατήρια όλο εκτελεί,
για μας,
που παρολαυτά
νεκροί είμαστε και βρυκολακιασμένοι,
και μες στον τάφο μας περπατάμε. 

Ο ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΣ

Ξέρει πως έπιασε φωτιά το δάσος,
ξέρει πως φτώχεψε η εταιρεία ΑΡΤΕΞ,
ξέρει τι είπε ο πρωθυπουργός της Κίνας
στο Ρώσσο που τον επισκέφτηκε.

Ξέρει κάθε τι που ακούγεται και φαίνεται και γίνεται.

Μόνο σιωπά ο καημένος
αν τόνε ρωτήσουν πόσα φτερά
στην ουρά του, της μοναξιάς
το φλογοπούλι έχει,
ή, αν, το χέρι που υψώνεται
θα χτυπήσει ή θα χαϊδέψει.

Βουτηγμένος
στην ανθρωπινότητά του, μετράει το μετρητό,
και κανένα όργανο για τη μέτρηση των άμετρων δεν έχει-
του βάθους και του ύψους τους. 

ΠΟΙΗΣΗ

Μία σελίδα άγραφη.

Ο ηθμός του νου επάνωθέ της
διάτρητος φύλακας της παρθενίας της.

Από την προϊστορία του αίματος  
ως τρομαγμένα φαντάσματα της νύχτας
ή ως εφήμερα έντομα του χρόνου
ιδέες ξεπηδούν
και ίπτανται στου δωματίου τον χώρο,
σε πράγματα πάνω σκουντουφλώντας-
παλαιά πορτραίτα,
σκελετούς ιδανικών εραστριών, χάρτινα τριαντάφυλλα…

Απ’ όλες κάποια τους περνάει τον ηθμό
κι αφήνει το ίχνος της στο άσπιλο λευκό.

 

ΟΙ ΑΓΕΝΝΗΤΟΙ ΦΙΛΟΙ

Φίλοι από ανθρώπους που είναι αγέννητοι   
μες στης πικρής καρδιάς μου ζουν τα φύλλα.

Από ανθρώπους λέω που δεν γεννήθηκαν.
Που μες στην ιστορία της γης μας της πολύδωρης
το φως δεν είδανε της μέρας.

Μες απ’ τα πλήθη τους προβαίνουν μύστες
προβάλουν γίγαντες αδερφοσύνης-
της ανθρωπιάς ορόσημα και της αγάπης.

Μες απ’ τα πλήθη τους προβαίνουν
Άνθρωποι που τη γη δεν την ντροπιάζουν.
Που δεν κυλάνε τους λαούς στο αίμα
αλλά που ένα λαό απ’ όλους πλάθουνε.
Λαό που δεν διψά για δόξα ή πλούτη.
Ένα λαό ανθρώπινο μονάχα
που πλούτος του το ασήμι της ομόνοιας
και βασιλεία η δόξα του της γνώσης.

Γεννιούνται άνθρωποι όπου ακλουθάνε
όχι αρχηγούς κρατών ματοβαμμένους  
αλλά παγκόσμιας ευτυχίας ταγούς.
Γεννιούνται άνθρωποι διάφοροι απ’ όσους
μέχρις τα τώρα φάνηκαν στο φως.
Με το μυαλό τους με ιδέες πλεγμένο
και την καρδιά τους από γης πηλό.
Που για όλους τους
τα δίνει όλα η γη τους
και με σοφία τα δέχονται αυτοί

Οι φίλοι αυτοί τον νου μου διαφεντεύουν.
Αυτών η απουσία τον τυραννά.
Τέτοιοι άνθρωποι τη σκέψη μου έχουν κάστρο
και λάβαρο τον πόθο μου κρατούν.

Φίλους από ανθρώπους που είν’ αγέννητοι
μες στης καρδιάς μου θάλπω εγώ τα φύλλα.
 

ΚΙ ΟΤΑΝ…

Κι όταν η ύστατη για μας ακτίνα σβήσει
και πια δεν θα μπορούμε να μιλήσουμε
τι  τότε θ’ απογίνουμε;
Θα ζούμε μόνο σε φωτογραφίες και σε φιλμ;
Και η φωνή μας σε κασέτες και σι-ντι θ’ ακούγεται μονάχα;
Το πέρασμά μας απ’ τη γη θα το δηλώνουν
μονάχα κάτι πέτρες άσπρες
που, ζωντανούς,  μας κράταγαν ορθούς ;
Όταν τα χέρια μας τότε θ’ απλώνουμε
θα είναι μόνο για χαιρετισμό;
Κι αν ναι σε ποιον; ποιος τότε
θα έχει ανάγκη απ’ τα δικά μας  χαιρετίσματα;

Και τα σύμπαντα, οι κόσμοι, τάχα υπάρχουν
ώστε να ζήσουμε μόνο αυτόν τον εμπαιγμό
κι ύπαρξης λόγο άλλο τίποτα δεν έχει;
Κι αν φυλαγμένοι  έτσι ζούμε
μέσα σε χαρτιά λοιπόν
και σ’ εγγραφές φωνητικές
τι θ’ απογίνουμε όταν η γη
απ’ τη φωτιά θα γίνει στάχτη;

Μη, όπως η κυρα-Κώσταινα  ήξερε    
πως μέσα εβρισκόμασταν στο σπίτι
κι ας μην εμείς θόρυβο κάναμε κανέναν
και φως κανένα ας μην ανοίγαμε,
έτσι θα ξέρει κάποιος πως υπάρχουμε;
Από τη στάχτη μη της γης θα ξαναγεννηθούμε;
Κι αν ναι, ποιο νόημα έχει να χανόμαστε
και να φαινόμαστε και  πάλι;
Για ποιον οι αλλαγές αυτές και οι μεταμορφώσεις;

Ή κι όταν ζούμε είμαστε τάχα πεθαμένοι
και η ζωή αρχίζει από την ώρα που για πάντοτε τα μάτια κλείνουν;
Μη τάχα ένα όνειρο είν’ η ζωή
που κάποιος που κοιμάται βλέπει
και όταν το μυαλό του ύπνο χορτάσει
πάει καθείς μας στο χαμό
καθώς  αυτός ξυπνάει;
Και μήπως διηγάται αυτός που ξύπνησε
σε κάποιους όμοιους του
«έβλεπα ένα όνειρο  
κι ήτανε τάχα λέει μια γη…»
Και σε ποιους τάχα αυτό να το διηγάται;
Μήπως  κι ονειρευτές και όνειρο είμαστ’ εμείς;
Και ή «ναι» ή «όχι» σ’ ολ’ αυτά είναι η απάντηση
κι έτσι κι αλλιώς
και όπως να το κάνουμε
πάντα η  ερώτηση «γιατί»
αναπάντητη θα ’ναι;
 

ΣΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ


Στο κορίτσι του περίπτερου της Σπάρτης
νου που έχει Αθηνάς και μάτια Αστάρτης
και που ως ούτε τ'  όνομα του εγώ δεν ξέρω
δροσερό το λέω αγέρι μες στο θέρο.

Γλυκό, μικρό, αερένιο κοριτσάκι
πλησίασα ως το περίπτερο σου
και ρώτησα για κείνες κει τις κάρτες
της στάθμευσης, που 'βγαλε ο δήμαρχός σου.

Μου τα εξήγησες με προθυμία
κινώντας τ' όμορφο σου κεφαλάκι
και μέλι στάζοντας και όχι λέξεις
από το χάρη που έπνεε στοματάκι.

Τα βάσανα λογιάζω που τραβάνε
κυρίες κάποιες ή και δεσποινίδες,
για να 'χουν απ' του ηλιού που σε φωτίζει
μία ή δυο χρυσές μονάχα αχτίδες...

Μα ούτε που πετυχαίνουν τέτοια μάτια
κι ούτε ποτέ πού φκιάχνουν τέτοια φρύδια-
της ομορφιάς το δώμα δεν τ' ανοίγουν
μ' όσα κι αν αγοράσουν αντικλείδια.

Κι αν εμπορούσανε να ζωγραφίσουν
υποφερτό ένα στόμα ή κάτι άλλο,
ποτέ τους ίδια αυτές δε θα το φκιάσουν
καθώς σ' αυτό το ποίημα εγώ το ψάλλω.

Και πιότερο, αυτό, που μ' έξοδα όσα,
αλλού πάρεξ σε σε δεν ζωγραφιέται.
Για το ζεστό μιλώ χαμόγελο σου
που απ' της ψυχής σου τον ανθό γεννιέται.

Τη χρήση των καρτών μού εξηγούσες.
Ακούραστα, σεμνά, καλωσυνάτα.
Κι εγώ κι άλλα να μάθω σου ρωτούσα...
Και συ μου 'λεγες όλο μαυρομάτα...

Τέτοια λεπτή κι απλή και ραφτνάτη
που την εβρήκες φως μου ομιλία;
Τέτοιο ένα φέγγος στ' άϋλο πρόσωπο σου
ποιος σου το δώρησε, οπτασία θεία;

Ποιος θεός με κύκνο ποιον σ' έχει γεννήσει;
Από Πετράρχη ποιου εβγήκες πέννα;
Ποιος Γκαίτε μία νέα Μαργαρίτα
έπλασε κι έφερέ σε μπρος σε μένα;

Κάκια εσύ δεν έχεις άγγελε μου
καθόλου μέσα σου κάπου βαλμένη,
γι αυτό η γλύκα και η καλοσύνη
απάνω σου βαθαίνει και βαθαίνει;

Έκφραση ενοχλημένη ούτε μία
στο προσωπάκι σου ποτέ δε δίνεις;
Και την περιέργεια όλων-όχι Θε μου!-
με πανδαισία τέτοιαν πάντα σβήνεις;

Ω! Που χρονών τόσων πολλών η πείρα
τέτοια ομορφιά δε μου 'δειξε ποτέ μου!
Ω! Σκοταδόματη Αμαδρυάδα!
Ω! Άγγελε! Άγγελε! Άγγελε! Άγγελε μου!..

Ω! Και να πέθαινα μες στο βελούδο
των ροδοπέταλων όπου το χρώμα
έχουνε των χειλιών σου και που ορίζουν
τ' άνθος που στις θνητές λέγεται στόμα!

Ω! Και να έσβηνα μέσα στη γλύκα
του ιμερογέννητού σου χαμογέλιου!
Ω! Να πλανιόμουνα σαν μια σκονίτσα
στου βλέμματος σου την τροχιά του τέλειου!

Ω! Και να γίνομουν ένας καθρέφτης
 να λούζεις μέσα μου την ομορφιά σου!
Ω! Και να καίγομουν όλος μια μέρα
σαν αχεράκι μες στην πυρκαγιά σου!

Σπάρτη 2003

ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Στο μαρτύριο της ζωής καταδικασμένοι
είναι όσοι, από παιδιά μικρά ακόμα,
τη φωνή παρακούσουν που στο θάνατο τους καλεί.
Αλίμονο στους ζωντανούς.

Τους καρτερούν χαμέρπειες, ατιμίες,
υποκρισία-
και όλοι τους-
νεκρές ψυχές-
παλεύοντας πνίγονται
μέσα στα πηχτά του βούρκου της ζωής.

Αλλίμονο σ' όσους του θάνατου αγνοούν τα λόγια: "Ακολουθήστε με!  
Μια φτηνή χαρά εδώ σας έφερε.
Να διορθώσω ήρθα!
Σε μια κοιλάδα μακρινή,  
σ' ευτυχισμένο έναν κόσμο θα σας πάω.
Ακολουθήστε με!» 

Η ΜΟΝΗ ΑΠΑΝΤΟΧΗ

Αν η καρδιά μας ενώνονταν με το Σύμπαν-
με τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα-
και τα δυο ένα γινόνταν, τότε τη ζωή
θα τολμούσε κανείς να τηνε ζήσει.

Μα τώρα η ζωή δεν μας χωρά. Τώρα ο θάνατος
είναι η μόνη απαντοχή μας.
 

ΕΦΗΜΕΡΗ ΣΤΙΓΜΗ

Τα πάντα στην τέχνη πρέπει ο ποιητής να θυσιάσει
αν θέλει να 'ναι ποιητής.
Σκλάβος της ποίησης να γίνει πρέπει,
και να υποφέρει,
και κατω απ;o το άρμα της να λειώσει   
με την ελπίδα απ' ό,τι γράψει να σωθούν πεντ' έξη στίχοι,
που με τη σειρά τους
την ψυχή θα σώσουν του ποιητή.

Γιατί δεν είναι ο ποιητής κέντρο του σύμπαντος.
Μία εφήμερη στιγμή είναι, που από μέσα της
το πνεύμα των προυπαρξάντων ποιητών περνά,
τρέχοντας προς το μέλλον
στον ποιητή που θα την συνεχίσει.
 

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Τις μέσα του φωνές που του αντιτίθενταν,
όσο είχε δύναμη τις έπνιγε,
και ζούσε μέσ’ στον κόσμο,
κι έλεγε κι έκανε…

Μα τώρα γέρασε.
Το σώμα του κοιτάζει στον καθρέφτη,
μαζί με την ψυχή του να φυλλορροεί.  

Τώρα η ζωή
Το πρόσωπό της το άλλο,
Το χωρίς καταστολών ανάγκη
δείχνει.

Και ναι!
Ολες οι πράξεις,
οι διανοητικές έγνοιες,
οι τέχνες,
οι επιστήμες, όλα τούτα
συβαριτικά παιχνίδια δίχως νόημα.

Και πια
Χωρίς καθόλου δισταγμούς ή σκέψεις
Παίζει καθώς και οι άλλοι το παιχνίδι.
 

ΗΘΟΠΟΙΟΙ

Από τη μέσα τους θάλασσα
μια παλίρροια απλώνεται
που τα γύρω υπερκαλύπτει.
Άλλες φωνές, άλλες αγάπες,
άλλα ψυχής σκιρτήματα κάθε φορά.  

Χωρίς τα κοστούμια βέβαια  
χωρίς τα σκηνικά και τα φώτα,
και με το ένα μέτρο πιο ψηλά
που η σκηνή τους ανεβάζει,
δεν θα μπορούσαν κανέναν να πείσουν
για την αλλαγή.
Ούτε να δημιουργούν στην ψυχή των θεατών
τις ψεύτικες έστω θύελλες,
το πικρό γέλιο,
τις οδυνηρές συνταυτίσεις.

Και ποτέ δεν θα ξυπνούσαν
τους άλλους, πολλούς μας εαυτούς,
που αλλιώς καιρό λίγον έχουν
για να φανερωθούν.

ΚΡΥΟ

Χωρίς χιόνι να 'χει ρίξει,
όλα παγωμένα τα βρήκα γυρίζοντας
και στην ίδια στάση,
όπως όταν φεύγοντας τ' άφησα:
τους δρόμους, .
τους ανθρώπους,
τα κτίρια.

Ο μανάβης της γωνίας να μετράει
τις χαμένες εισπράξεις του  
μ' ένα πεπόνι για κεφάλι
και με χέρια δυο μακριά σέλινα  
και ο άντρας του ισογείου
γερμένος στο παράθυρο του
μετρώντας τον Χρόνο
τον σταματημένο δίπλα
στο σκουριασμένο του αμάξι.

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2023

ΗΛΙΟΣ

Μια χρυσή εμφάνιση που ξάφνω
μέσα σε μια κόκκινη θάλασσα
βυθίζεται.
Και η θάλασσα είναι
στον ουρανό.

Ενα μαλακό μολυβί ύστερα,
μια αόριστη ανταύγεια φέγγους κατόπι.

Πόσες φορές
καταφρονετικά δεν μας έχει
μοναχούς ο ήλιος αφήσει

έρμαια στο σκοτάδι της νύχτας,
που λες από τα πλευρά του-από το βέλος
του βραδιού τρυπημένα-ξεπηδάει.  

Και ο ήλιος αυτός,
κάθε βράδυ ένας κουρασμένος
πάνθηρας,
που τα θύματά του πίσω του σέρνοντας
στη φωλιά του τα πάει.
 

ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ

Τα ρόδα και τα κρίνα φάνηκαν. Σε λίγο
το μάτι από λουλούδια τίποτ' άλλο δεν θα βλέπει.

Κακόμοιροι εμείς! Για του ήλιου τα καπρίτσια
υποχρεωμένοι να ’μαστε να χαιρόμαστε-
για  να ’χουμε να κάνουμε κάτι εδώ πάνω
που η γη
υγρασία γεμάτη μας εκκόλαψε
καθώς βρύα τα κεραμίδια... 

ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ

Η ζωή υφαίνει το στεφάνι της
κόβοντας καρδιές αντίς λουλούδια
και στην πόρτα της απόξω
φρέσκο το κρεμάει κάθε πρωί.

Τις καρδιές τις ευαίσθητες διαλέγει
και τις τρυφερές,
όπως τρυφερά χορτάρια στο λειβάδι
τα ζωάκια για να φαν διαλέγουν.

Και όποιος ξέρει για του χορταριού τον πόνο
που στων χορτοφάγων λιώμα γίνεται τα δόντια,
αυτός
και τον πόνο που οι καρδιές πονούν
μπορεί να νιώσει.
 

ΟΥΤΕ ΑΓΚΑΛΙΑ

Αγάπες και φιλιά και αγκαλιές
Χαμένα μέσα στ' όνειρο του χτες
και στεναγμοί και λόγια λιγωμένα
μες στ' όνειρο του αύριο χαμένα.

Κι ακόμα ενώ τρυγούν φιλιά και χάδια
Κοιτάν την αγκαλιά τους κι είναι άδεια.
Κι ακόμα ενώ η γλυκιά τους ντύνει πάχνη
Βλέπουν ξανά, κι ούτε αγκαλιά υπάρχει.

Και μόνο μένουνε απ' όλα τούτα
Παιδιά, που ως ωριμάζουνε τα φρούτα
έτσι κι αυτά γεννιούνται, αντριεύουν
και χάδια και φιλιά κι αυτά γυρεύουν.
 

ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ

Στου νεκροταφείου το πλατύ αλώνι
η μελαγχολία την ψυχή αλώνει
κάθε τάφος πλάκα και σβηστό καντήλι
κι έναν τρόμο γύρω  η νυχτιά έχει στείλει.

Στο σκοτάδι κάτι φωτοσκιές κινούνται-
άραγε αξύπνητα οι νεκροί κοιμούνται
ή ασώματοι κι αγνοί όπως θέλαν να  ’ναι
βγαίνουν απ’ τους τάφους τους κι άσκοπα γυρνάνε;
 

ΟΤΑΝ ΕΛΘΩ

Δεν έχω σάρκα να δέσω τα κόκαλά μου,
ρούχα τηβεννικά να ενδυθώ,
μουσικές τα λόγια μου να στολίσω,
περικοκλάδες ιντερνετικές.

Φύλλα ωραιόχρωμα και άνθη ελκυστικά  
από μένα λείπουν.
Η σκέψη μου
γλώσσες που γλύφουν γρατζουνάει.

Όμως καρποί μου
σε προϊστορικούς τάφους ακόμα  ελπιδοφορούνε.
Και τα οστά μου  
άγγιχτα από τις λόγχες του Καιρού.

Και βεγγαλικά δεν έπλεξα
που ανάβουν, λαμπαδιάζουνε και σβηούν.
Τον λύχνο  εγώ έχω ανάψει του αεί
που λάδι του το δάκρυ-ζωής συντρόφι-
και φτίλι του η ανάσα της ψυχής.

Κι όποιον από το φως μου ζεσταθεί
κι όποιον κάτω απ’ το λύχνο μου διαβάσει-
αυτόνε θα τον θυμηθώ
όταν έλθω εν τη βασιλεία μου.
 

                        ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Πίσω να πάω ήθελα πάντοτε στο χωριό μου
Και να! η ώρα έφτασε. Ταξίδι ξεκινώ.
Άλλα σημάδια ήξερα όμως εγώ του δρόμου
Και το ταξίδι μου ήτανε, μου εφάνη, μακρινό.

Πλησιάζοντας τ’ αρώματα περίμενα να νοιώσω
Που του χωριού μου οι πλαγιές την Άνοιξη σκορπάν,
Μα λιβανιού τη μυρωδιά μυρίζω τώρα-α! πόσο
Αλλιώς ειν’ όλα!  Κι άνθρωποι στον ώμο τους με παν.

Αρνιών τα κουδουνίσματα περίμενα στη στάνη.
Μα θυμιατήρια αντίς γι αυτά στ’ αυτιά μου αντηχούν.
Μιλήματα παλιόφιλων σε ξερικό μποστάνι.
Τώρα τροπάρια ακώ να ηχούν-παπάδες να μιλούν.

Βγάλτε με! Βγάλτε με από δω! Εγώ δε θέλω χάρο
Εμέ δεν πρέπει χώσιμο βαθιά στην κρύα γη
Απ’ τη ζωή ακόμα εγώ έχω πολλά να πάρω
Τις νύχτες πήρα όλες της-δεν πήρα μιαν αυγή.

Αν με το μέτρο της χαράς τη ζήση εσείς μετράτε
Ιδέτε το δισάκι μου κενό από χαρές.
Δεν έζησα. Να θάψετε πέστε λοιπόν ποιον πάτε
Φτιάχνοντας πίσω του μακριές αργόσυρτες σειρές;

Αν πάλι οπωσδήποτε σεις πρέπει να με θάψτε
Βλέπετε κείνα τα μωρά που κλαίνε για βυζί;
Ειν’ οι χαρές μου οι ορφανές. Τρίδιπλο τώρα σκάψτε
Λάκκο βαθύ και βάλτε μας κι αυτές και με μαζί.

Και κει, στου τάφου την ερμιά, στο τρίσβαθο σκοτάδι
Ίσως εκεί ένα άλλο φως να έβρω μυστικό
Και την αυγή που έψαχνα να τήνε βρω στον Άδη
Και οι χαρές μου πιόμα εκεί να βρουν μεθυστικό.
 

ΑΔΗΜΟΝΙΑΣ

Οταν μια Γιαπωνέζα μιλάει αμερικάνικα
είναι σαν ένα αηδονάκι
να εκβάλει φωνή κόρακα.

Το στόμα σφίγγεται,
πιέζεται για ν' αποδώσει τον βάρβαρο ήχο.
Και η έκφραση είναι αδημονίας.
 

ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ

Μετά απο ένταση, διαξιφισμους,
και αγωνίες είκοσι μηνών
εδώσανε το πρώτο φίλημα τους.

Και τότε όλα γαληνέψανε  
σαν πρωινό μετά από νύχτα καταιγίδας.

Κάθισαν ήσυχοι-σίγουροι πια.  
Και συζητήσανε για πράγματα κοινά.
Εκείνη μάλιστα έβγαλε και, σαν οικεία,
Κρέμασε την ζακέτα της μες στη ντουλάπα.

Και ήταν προς το βράδυ όταν-
Οχι γι ανάγκη έρωτα αλλά από νύστα-
Πεφτοντας σε κοινό τώρα κρεββάτι
Βυθίσαν μες στης περασμένης της χρονιάς τα χιόνια,
δίνοντας έτσι κάποια απάντηση
Στου Φρανσουά Βιγιόν τη λυρική απορία.  
 

ΑΝΤΑΡΣΙΑ

Ε! Σεις παντούφλες μου!
Χωρίς τα πόδια μου οδηγό πως περπατάτε;..
Ε! Πανωφόρι μου! Εντός σου αφού δεν είμαι
Πως στο δρόμο
ανεμίζεις τα μανίκια σου σφυρίζοντας;
Και συ πως παντελόνι μου χορεύοντας στο δρόμο πας;
Ε! Σεις! Γυρίστε πίσω-με ξεχάσατε…  
 

ΣΕ ΖΗΤΩ

Πρώτη Αιτία! Αρχή Κινούσα! Το Όντως Ον!
Μέσα στο πνεύμα μου κάθε λιγάκι δίνεις παρόν!
Με συναρπάζεις με κουρελιάζεις με βασανίζεις,
Σε βάθη ανείπωτα με ανυψώνεις και με βυθίζεις.

Με σε αφέντη με σε μαστίγιο με σε οδηγό μου
Τα μήκη τ' άμετρα διασχίζω του Αδικου και του Τρόμου.
Μέσα μου σ' έχω μέσα σου μ' έχεις μαζί σου ζω
Και δε σε ξέρω-δεν σε γνωρίζω-και σε ζητώ.

Η ΕΝΩΣΗ

Πιο χωρισμένοι οι άνθρωποι
Δεν ειν’ παρα στη ζήση.
Τι τσακωμοί αδιάκοποι!
Τι αβυσσαλέα μίση!

Και βλέπεις όλους να ’χουνε
Τη μοναξιά στη σκέψη
Και πάντοτε να ψάχνουνε
Καθείς τους να μισέψει   

Και πια να ζει μονάχος του
Μακριά από δήθεν φίλους
Μακριά κι από τα πάθη του
Κι από έρωτες βεβήλους.

Και έρχεται η χάρη Σου
Κρατώντας μία κάσσα  
Και το κυρτό δρεπάνι σου
Τους κόβει την ανάσα.

Κι έρχεσαι συ, ω! Θάνατε,
Το χέρι σου απλώνεις
Και όλους κι όλα, Αθάνατε ,
Αχώριστα ενώνεις.
 

ΚΑΙ ΘΑ ΕΡΘΟΥΝΕ

Και θα έρθουνε χρόνια και θα φύγουν.
Και θα 'ρθούνε καιροί και θα περάσουν.
Και τα γέλια κι οι κλάψες των ανθρώπων
αναρχίνιστα πάλι, θα σωπάσουν.

Πού οι πράξεις τους τότε οι δοξασμένες;
Πού οι γιορτές τους;  λόγια που ψέλλιζαν;
Πού η φωνή τους; Το βλέμμα τους πού είναι;
Πού οι ιδέες στο νου τους που βομβίζαν;

Πού οι ώρες οι ατέλειωτες του πόνου;
Πού οι πόθοι-το φως της ύπαρξης τους;
Πού οι μάχες; Τα μίση τ' αντροφόνα;
Πού ο έρωτας που άνθιζε μαζί τους;

Πού τα σπίτια τους; Πού τα καταφύγια;
Πού τ' αστέρια; Η γη και το φεγγάρι;
Πού οι όμορφες; Πού-πού τα κορίτσια;
Πού η δροσιά; Πού η φρεσκάδα; Πού η χάρη;
 
Πάνε!Πάνε!χαθήκαν όλαίΠάνε!
Πάνε ΙΠάνε! Αγύριστα όλα πάνε!
Όλα πάνε! Απ' το Τίποτα όλα ήρθαν
και στο χάος τραβούν του Πουθενά!
 

 ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ…

Και θα πεθάνουμε.
Κι η μνήμη μας θα ζει.
Και θα γυρνάει πάνω από τη γη
Οπως η ανάσα του μωρού πάνω απ’ τό στήθος της μητέρας.

Και θα γυρνάει στα μέρη που αφήσαμε
Και θα γυρνάει στα μέρη που εκλάψαμε
Και θα γυρνάει στα μέρη που μισήσαμε-
Στ’ αγαπημένα μέρη.

Και θα γυρνάει στα τροφαντά της γης τα μέρη,
Τα στέρια και χειροπιαστά κι ακέρια
Και θα γυρνάει στης γης τις ομορφιές-
Στης γης τους τόπους
Με ανέλπιδα τα κοφτερά της δόντια πια  
και ξεραμένα αίματα στα νύχια.  

Σαν το ζητιάνο δίχως το δισάκι του
θα τριγυρνάει στα αισθητά τα μέρη.

Και κάποτε
Όταν με των καιρών το γύρισμα
Θ’ αφανιστεί κι η γη κατω απ’ το χνώτο της,
Γυρεύοντας το στόμα να ευφράνει-
Και σπαργώντας μέσα του-
Του παντοκράτορα Μεγάλου Εραστή,
Τότε σαν άδειο τραίνο μες σε μια νεκρούπολη
Η μνήμη μας θα μοιάζει.

Και ούτε η νεκρούπολη θα υπάρχει.  

 ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΩΣ
(l. A. CAL)

Κείνο που οπωσδήποτε του αρέσει
Σ' αυτή τη ζωγραφιά
Δεν είναι τ’ απαστράπτοντα πετράδια
Που τον σταυρό κοσμούν
Στου αρχιπειρατή που κρέμεται το στήθος,
Ούτε οι γωνίες του οι τόσο προσεγμένες
Με χάριν σκαλιγμένες,
Ή ο Εσταυρωμένος που θλιμμένα γέρνει
Το άσαρκο κεφάλι του στο ξύλο επάνω-
Στη μέση του Σταυρού
Μ' αντίς γι αγκάθια στο στεφάνι του
Μικρές χρυσές αχτίδες.

Κείνο που οπωσδήποτε του αρέσει  σ’ αυτή τη ζωγραφιά
Είναι η ιδέα του καλλιτέχνη για το τι
Απαραιτήτως πρέπει ένας αρχιπειρατής
Στο στήθος του να φέρει.
 

ΠΑΕΙ  Ο ΚΑΙΡΟΣ

Πάει ο καιρός που πίστευες ότι θ'  αγαπηθείς
Πως-δεν μπορεί-αμίαντος κάπου σε περιμένει
Ο ωκεανός του Ερωτα-απέραντος, βαθύς
Με μέσα του για σένανε μια αγάπη φυλαγμένη.

Πάει ο καιρός που πίστευες πως κάπου καρτερεί
τους δρόμους αγναντεύοντας, για σένα μια νεράιδα.
Πάει ο καιρός που πίστευες πως θάρχονταν καιροί
Που της ψυχής θα φείδονταν της θλίψης τα σκοτάδια.

Πάει ο καιρός. Έχλώμιασε της πίστης η θωριά
Κι η που την έτρεφε ζεστή έσβησε πια ελπίδα
Πουλιά που λησμονήθηκαν στης ζήσης το βοριά
Φωλίτσες που τις σάρωσε του Χρόνου η καταιγίδα.

Πάει  ο καιρός. Αλάργεψαν οι ώρες της χαράς
Και  τόσο επέρσεψε πολύ το μίσος στην ψυχή  σου
Που όσο κι  αν  τώρα προσπαθείς βλέπεις πως  δεν χωράς
Από την πύλη  τη  στενή να έβγεις της αβύσσου.
 

THE WALKING MAN

Κήπος του UCLΑ.
Ένα συνηθισμένο απόγεμα-θανατερό.

Γύρω μου άνθρωποι.
Ας τους δω.

Χείλια δηλητήριο.
Μάτια πετώντας σπίθες μίσους.
Πρόσωπα σαρκοφάγα.
Σκέψεις φουρτουνιασμένες από σχέδια εγκλημάτων.
Τα χέρια τους τελειώνουν σε μαχαίρια.
Χτυπούν, ξεσχίζουν.
Το χώμα βαμμένο αίμα.
Ολα πεσμένα.
Μες στο βαρύ, άπελπο βράδυ
Κούφια παρηγοριά οι Καυκάσιες οιμωγές.

Αλλά καθώς κατά το Θέατρο τραβώ
Ολο πιό δυνατά φτάνει στ' αυτιά μου
Μια βουερή περπατησιά δίποδου αλόγου.

Ακολουθώ τον ήχο.
Και μπροστά μου
THE WALKING MAN.

Μάτια και νου μου μαγνητίζει.
Αψύς, τραχύς, άγγιχτος απ' τα γύρω,
Τραβά το δρόμο το μοναδικό τ' ανθρώπου.
Μαρμαρικά τα μούσκουλα.
Το ανάστημα γιγάντιο.
Κορμί αχάλαστο βουνό.
Με δίχως χέρια που σκοτώνουν.
Δίχως κεφάλι να κρατεί
αιματηρά και δακρυσμένα ηνία.
Αθώος απ' όλα.
Με δίχως στόμα τη φωνή μιλεί της Φύσης.
Με δίχως μάτια κι όλα γύρω του τα βλέπει.
Με δίχως χέρια κι όλα τα κρατεί.

Στέκω μπροστά του και τόνε θωρώ
Με νοσταλγία γυμνή και ζήλεια ξαναμμένη.

Γαληνεμένη τώρα η βραδιά
Γΰρω από το άχερο κι ακέφαλο κορμί.
Και όλα δένουν σ' ένα ταίριασμα ειρηνικό και πράο
Με το ιδανικό κορμί
Που όλο πάει, που όλο προχωρεί.

Τριγύρω σάρκινες φιγούρες περπατούν.
Κάποια απ’ αυτές ανάβει ένα σπίρτο.
Στη φλόγα μέσα φάνηκε ολοκάθαρα
η ευτυχία
απανθρακωμένη.
 

ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΙ

Στοχαστικοί κι αγέρωχοι στέκουμε εμείς και πράοι
Όταν το παν βυθίζεται τριγύρω μας και πλάι.
Ο ήλιος τ’ άρμα του απ’ τη γη απόμακρα οδηγεί.
Αγύριστα εστέρεψε κάθε νεροπηγή.

Η θαλασα ξεράθηκε. Το αλάτι της τυλίγει
Σαν άσπρο σάβανο τη γη-μια νεκροφόρα κλίνη
Που κουβαλεί στη φλούδα της επάνω τη ρικνή
Κουφάρια άζωα καθώς νωθρή γυρνά κι οκνή.

Α! Και η σάρκα η ρόδινη κι η ποθοσμιλεμένη
Τώρα μπροστά μας κείτεται νεκρή και σαπισμένη
Κι ως πάνω της η μνήμη μας με πάθος ασελγεί
Μηχανικά συσπάται αυτή, λες νιώθει και αλγεί.

Τ’ άστρα τα λάμποντα μ’ ορμή πέφτουν απά στη γη μας
Και περγελά η όψη τους σκληρά την ποίησή μας
Γιατί όταν πλησιάζουνε μοιάζουνε σκοτεινά
Στόματα που καθένα τους λάμψη και φως πεινά.

Σ’ αυτόν το μέγα το σεισμό μον’ ο σεισμός μένει όρθιος.
Ετούτο τ’ απολείτουργο δε θ’ ακλουθήσει όρθρος.
Δε θ’ ακλουθήσει ανάσταση ετούτη τη θανή.
Στη στάχτη μέσα σπίθα μια δε θα ξαναφανεί.

Σ’ έρμη μια μέσα παγωνιά το άρωμα του σκίνου
Με το γλυκό μπερδεύεται κελάδημα του σπίνου
Ερωτοζευγαρώνονται και το μηδέν γεννούν
Και χάνονται και στ’ άοσμο και στ’ άλαλο γυρνούν.

Στοχαστικοί κι αγέρωχοι στέκουμε εμείς και πράοι
Όταν το παν βυθίζεται τριγύρω μας και πλάι,
Ακίνητοι ατενιζοντας τη λάβα που κυλά
Και, ερωμένη ακόρεστη, σκοτώνει ό,τι φιλά.
 

WEST L.A. 22810

Κάθε πρωί βλέπεις νεαρά κορίτσια να κυκλοφορούν κρατώντας στη μασχάλη τους ένα κομένο γυναικείο κεφάλι.
Μερικά κορίτσια το κρατούν σφιγμένο ανάμεσα πλευρών και βραχίονος, με το πρόσωπο στραμμένο στα πλευρά τους. Η μύτη και το στόμα έτσι πιέζονται.
Άλλα το βάζουν στην ίδια θέση αλλά με τον κομμένο λαιμό ν’ ακουμπάει στον βραχίονα και η κορυφή του κρανίου στα πλευρά τους.  Τότε το πρόσωπο είναι ελεύθερο και απαραβίαστο.
Άλλα το κρατούν από τα μαλλιά ή από κάποιο αυτί.
Συνηθισμένη εικόνα στο WEST L.A. ,  Vine Street, όπου στο είκοσι δύο οχτακόσα δέκα λειτουργεί μία Σχολή Κομμωτριών, και όπου κάθε πρωί οι κοπέλες πηγαίνουν για το μάθημά τους.
 

ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥΑΡΕΓΚ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΣΤΟ    
ΡΥΘΜΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΣΕ ΩΡΑ ΧΙΝΟΘΥΕΛΑΑΣ  
    
Mάτια πέταλα ηλιαχτίδων
Στο πορφυρό πρόσωπο της ελπίδας.
Μάτια με μαύρα πέπλα σφραγισμένα.
Μάτια θηλές μελαψές στήθους λευκού.
Μάτια πέτρες πολύτιμες ερημικές.
Μάτια κυματίζουσες θάλασσες.
Μάτια αιχμές διατρυπώσες.
Μάτια εκηβόλα.

Στόμα ημίκλειστος αστερισμός.
Στόμα από γάλα και μέλι
Στόμα άβυσσος καταπίνουσα.
Στόμα τράχηλος τικτούσης μήτρας.
Στόμα ανεπαίσθητη έκλαμψη εαρινών αποχρώσεων.
Στόμα φτερωτό διάδημα κεφαλής συγκλινούσης.
Στόμα αρνητικό.
Στόμα περιέχον.
Στόμα ζυγός αμφιρρέπων επισφαλής.
Στόμα συναισθήματα αδιάψευστα και ηχηρά.
Στόμα ιτέα κλαίουσα.
Στόμα σφαδάζοντος εριφίου κραυγή.
Στόμα αλάθητος επίκλησις πνευμάτων τυραννικών.
Στόμα σαρκί και ύδατι περιγραφόμενον.
Στόμα εκχύνον τερμίτας εκκωφαντικούς.
Στόμα απόληξις αυλακών ευωδιαζόντων μύρα.

Στους ώμους παιχνιδίζοντα κύματα μαλλιών.
εκστατικά από το άγγιγμα του φωτός.
Κύματα μαλλιών γέφυρες
Ανάμεσα φωτιάς και απωλείας.

Μήλα παρειών-προπέτειες ισχυρές,  
Αποκλίνουσες, γεννώσες.
Ηλεκτρίζούσες.
Εξαρτήματα λειτουργικά-
Ρυτίδες δροσερών δακρύων.

Πέτα αγέρι  
Πέτα θάνατε βροντερέ
Πάρε από τη μορφή αυτή τη μνήμη του Χρόνου
Και φυλάκισε την στο αιώνιο μουσείο σου.

Κύλα νερό καθρεφτίζον
Κύλα νάμα εαρινής βροχής
Και από τις άκρες των δακτύλων
Έλξε την άνωθεν ιλαρότητα.

Αμμος καίουσα τρέχε και άγγιζε
Μέλη ανεύθυνων υποστάσεων.
 

Προτού ακόμα η γη να έχει υπάρξει
Προτού το Τίποτα όλα να γεννήσει
Ένα υπήρχεν μοναχά: η Τάξη,
Που είχε τον μικρό σπόρο ποτίσει
Του κάθε Τι΄ κι ήταν η Αμφιβολία
Άγνωστη-τότε που όλα ήταν Ένα.

 Κι ήξερε Κάθε Τι ποιάν έχει αιτία
Κι όλα ήξεραν γιατί 'τανε σπαρμένα.
Γι αυτό και ο Αμφίονας ακουμπώντας
Μονάχα τη γλυκόηχή του λύρα
Οι πέτρες έρχονταν κάτω κυλώντας
Και χτίζανε τα τείχη της στη Θήβα.

Θα τόκανες και συ τότε αν ζούσες.
Αρκεί δικές σου νάτανε οι Μούσες.
 

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

Χωρίς μελάνι γράφεται ένα ποίημα
Μα όχι δίχως αίμα.
Ποτάμι λέγεται χωρίς νερό
Μα όχι δίχως ρέμα.

Αλαφροίσκιωτες κυρές
Και νέοι μαρμαρωμένοι
Για παραμύθια είναι καλοί
Μα για την ποίηση ξένοι.

Η γελασμένη κοπελιά
Του ήλιου η ώρια δύση
Τ' ανθένιο μοσκοβόλημα
Η μαγεμένη φύση,

Είναι καλά για χαρωπά
Κι ανεύθυνα παιχνίδια
Μα για της ποίησης τη γιορτή
Τα μέτρα δεν είναι ίδια.

Η ποίηση είναι άστραμμα
Σε φονικό λεπίδι.
Η ποίηση είναι μισεμός
Γι αγύριστο ταξείδι.
 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Τα παιδιά πιο κοντά στην ενθύμηση είναι
της γαλήνης
που, ανύπαρκτα, είχαν.
Nα συνηθίσουν δεν μπορούν τ’ αδιάφορα,
ή τα εχθρικά έμψυχα,
που κορυβαντιούν.

Γι αυτό δυνατότερα το θάνατο ποθούν
που ριζικά
από την αρρώστια της ζωής
θεραπεύει-που απ' όλες λυτρώνει
τις παγίδες της ζωής που τα κυκλώνουν
και το λάθος διορθώνουν.

Στενοχωριούνται, κλαίνε, γκρινιάζουν.
Πολλά δεν αντέχουν
και γκρεμίζονται από τα παράθυρα,
ή, τη νύχτα,
τρέχουνε στο φεγγάρι,
ή παν και πνίγονται.

ΚΑΙ ΚΑΠΟΤΕ

Και κάποτε τη λαμπερή μου όψη
στους καιρούς θα φανερώσω
διώχνοντας κάθε σκοτάδι και κάθε
σκιά που ως τότε με κρατούσε.

Και όσοι μ’ αγαπούσαν σκοτεινόν
θα πεισμώσουν με την αλλαγή μου.
Και εκείνοι που με ήθελαν φωτισμένον
θα χαρούν στην καρδιά τους μέσα.

Στα όνειρα ό,τι ζούσα
το έχανα ξυπνώντας.
Έτσι και το σκοτάδι μου θα χάσω.
Και μες σε μια βαριά
θα νήχομαι γαλήνη μοναχός.
 

ΚΟΛΥΜΠΙ

Πόσο καλά οι άλλοι κολυμπάνε!
Μες στο νερό παιζογελούν,
στροφές κάνουν,
βουτούν,
χαριεντίζονται.

Εκείνος δύσκολο πολύ το βρίσκει όλα αυτά να κάνει.
Μία αντίσταση κάθε του κίνηση περιορίζει.
Και ούτε την ευελιξία
ούτε την αλαφρότητα
εκείνων έχει.

Πολύ αυτό τον θλίβει. Και τα χρυσόψαρα
γύρω από κείνους μόνο τριγυρνούν.

Μα θλίβεται αδίκως. Αυτός
στα ρηχά όχι, μα στα βαθιά κολυμπάει.
Και κει οι κινήσεις του δεν δυσκολεύονται.
Και αν ούτε χρυσόψαρα εκεί πηγαίνουν,  
μα ανάγκη-
τέτοιο όποιος γνωρίσει βάθος-
δεν έχει από χρυσόψαρα κι ευελιξίες. 

ΊΔΙΑ

Το χτες το σήμερα και το αύριο πόσο είναι ίδια!
Πριν χρόνια κάμποσα η άγνοια τα ξεχώριζε.  
Πιο ύστερα τα ξεχωρίζαν οι ανάγκες.

Όμως τώρα  το χτες το σήμερα και το αύριο πόσο ίδια είναι!
Σαν να 'ναι είδωλο το ένα του άλλου,
που μέσα σ' έναν πολύεδρο καθρέφτη ανακλάται.

Ίδιο το κελάδημα του πουλιού,
ίδιο το πουλί που κελαδεί,
ίδιο το πρωί,
ίδιο το χορτάρι που δροσιά φορτωμένο,
πάντοτε και τώρα,
το φως του ίδιου ήλιου επιστρέφει.

Ίδια όλα. Κι αν κάτι θα φανεί
σαν άλλο να 'ναι, είναι απ’ τα μάτια  
που για νέο κάτι διψάνε.
 

Δ εν είχα κλείσει χρόνο στην Αμερική, και στην κινηματογραφική λέσχη του UCLA παίζονται για μια βδομάδα ελληνικές ταινίες.
Πάνω που είχα αρχίσει να ξεχνάω…

ΣΙΝΕΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Τάχατες τι κερδίσαμε
Στον κινηματογράφο
Που βλέπαμε τόσον καιρδ
Τραβώντας πάνω κάτω;

Ευχάριστα περάσαμε
Απλά κάποιες βραδιές μας;
Εκάναμ' ένα διάλειμμα
Από τις βαριές δουλειές μας;

Μια ευκαιρία ήταν αυτή
Ωραία να ντυθούμε
Και σ’ όσους πήγαιναν εκεί
Να πα’ να επιδειχτούμε;

Εγίνανε σοφότερα
Τα άδεια μας κεφάλια;
Εγίνανε κουτότερα;
Μείναν στα ίδια χάλια;

Η για να δούμε δυο γνωστούς
Επήγαμε κει πέρα
Για να μιλήσουμε μαζί
Κουβέντες του αέρα;

Μα ή για όλα πήγαμε
Αυτά, η για ένα μόνο
Άδικα τότε κι άσκοπα
Χάσαμε τόσο χρόνο.

Είδαμε στο "Ρεμπέτικο"
Τις ρίζες που η φυλή μας
Είχε στη Μικρασιατική
Βαθιά απλώσει γη μας;

Είδαμε το ξεσπέρμεμα
Του Γένους από κάπου
Που για αιώνες ήτανε
Δικό πάππου-προσπάππου;

Απ’ της "Αγάπης την Τιμή"
πήραμε μια ιδέα
πόσο κοστίζει ο Ερωτας
Στην Ελληνίδα νέα;

Στα "Κύθηρα" πηγαίνοντας
Μαζί με τον Κατράκη
Μας εκατάφαγε κι εμάς
Του μίσους το σαράκι;

Το "Προξενιό" μας θύμισε
Πως έχει η Κοινωνία
Κι άλλες μεθόδους παντρειάς
Εκτός απ’ την πορνεία;

Η "Λίρα η Κάλπικη" μας εί-
πε πώς η κωμωδία
Ευφραίνει μόνο την ψυχή
Χωρίς να φέρνει αηδία;

Μες στου "Ποτέ την Κυριακή"
Το μύθο και το θάμα
Εβαφτιστήκαμε ζανά
Στου Ελληνισμού το νάμα;
 
Στης "Ιφιγένειας" τη φριχτή
Απάνθρωπη θυσία
Την τρισχιλιόχρονη είδαμε
Ελληνική Ιστορία;

"Ηλέκτρα" και "Θεόφιλος"
Ζήσαν με την (σβησμένο)
Στο πάθος της, στα χέρια του,
Είδαμε την ψυχή μας;

Εγίναμε πιο Έλληνες
Απ’ τις ταινίες εκείνες;
Χορτάσαμε τις Εθνικές
Που μας θερίζουν πείνες;

Σε όση Ελλάδα χάσαμε
Φεύγοντας μακριά της
Και πάλι με τα έργα αυτά
Βρεθήκαμε κοντά της;

Και για Ελλάδα όταν μιλώ
Δε λέω πέτρες και χώμα
Δε λέω για τα δέντρα της
Ούτε για τους ανθρώπους,
Μα για το φως που φώτισε
Ολης της γης τους τόπους.

Το κλειούμε Εκείνο μέσα μας;
Κι αν πήγαινε να σβήσει
Κάναν τα έργα που είδαμε
Να μας ξαναφωτίσει;

Αν ναι καλά. Αν όμως ό-
Χι, τότε αυτές οι μέρες
Στις ίδιες πάλι τις φρικτές
Μας άφησαν τις ξέρες,

Και πάλι αξιολύπητοι
θάμαστε όπως πρώτα
Καθώς μακριά από της Ελλά-
δας ήμασταν τα Φώτα.

Και πάλι στην Αμερική
Θα ζούμε σαν ζητιάνοι
Εμείς που όλα έχουμε
Τα πλούτη της υφάνει.

Και πάλι θα κυλιόμαστε
Μέσα στου νου το τέλμα
Και κάτω απ’ του δολάριου
Θα λιώνουμε το πέλμα,

Ενώ θα πρέπει όχι εμείς
Μόνο από κει να βγούμε
Αλλά και όσους χάθηκαν
Σωστά να οδηγούμε-

Γιατί εμείς το λαμπροφώς
Κρατούμε που όλα δείχνει
Κι ό,τι Κακό ή Ασχημο
Συντρίμμια κάτω ρίχνει.
 
Αλλά πολύ εμίλησα.
Το φύλλο που κρατείτε
Σάς έδωσε ό,τι κράταγε.
Σκίστε το. Και ΣΚΕΦΤΕΙΤΕ…
 

ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ

Ψηλά,στην πρόσοψη,      
" ΑΜΕΡΙΚΗ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ
διαβάζεις.

Έξω, στην είσοδο μπροστά, ουρά ο κόσμος
Την ευτυχία τους κρατώντας όλοι παραμάσκαλα.
Μπαίνουν με τη σειρά στο κτίριο το λαμπρό
Και βγαίνουνε σε λόγο από την έξοδο με άδεια χέρια
Καθισμένοι σ’ ένα μέσα ηλεκτροκίνητο
Οχημα κομψοφανές.
Πάνω στ’ όχημα διακρίνεις       
Μια τηλεόραση, ένα ψυγείο, ένα πλυντήριο πιάτων
Κι από κάτω τους κι άλλα πράγματα
Κρυφογελώντας.

"ΑΜΕΡΙΚΗ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ"
Πανίσχυρη  επιχείρηση.
Και  υποκαταστήματα παντού.
 

ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΑΚΟΥΣΑ

Η τελετή έφτασε στο τέλος της.
Οι ιερείς θυσίασαν τα σφάγια.
Η μάγισσα μας έδειξε μες απ' το βέλο της
Όλα όσα γνώριζε τα μάγια.

Οι χορευτές χορέψανε του έρωτα
Τον άφταστο χορό το λιγωμένο
Και με κρασί εμέθυσε ανέρωτο
Το πλήθος που ήταν γύρω μαζεμένο.

Τώρα τα κόκκαλα ακόμα καίγονται
Στη στάχτη της φωτιάς την πυρωμένη
Κι όλοι-μαζί κι οι ιερείς-
ορέγονται
Τη σάρκα σου να δουν την ξαναμμένη.

Έλα λοιπόν θεά που παραμόνευες
Την ώρα η τελετή να τελειώσει
Τη γύμνια σου που μόνη-έλα-εθώπευες
Αστηνε να μας δει-να μας θαμπώσει.

Έλα στο ηδονικό σου το φανέρωμα
Να ορθώσουν τα μονάχα μας τα φύλα.
Ελα να σιδερέψει το ήπιο κέρωμα
Έλα τα δόντια σου να σκίσουνε τα μήλα.

Ολα τον ερχομό σου ετοιμάζανε
Τη θεία σου ποθούσαν παρουσία
Οι ιερείς τα ζώα που εσφάζανε
Σε σένα τα προσφέρουνε θυσία.

Ελα θεά που μόνη μας απόμεινες
Ελπίδα κι ασχολία μας μονάχη
Θεά που τόσα χρόνια μας επρόδινες
Και μας εχώριζε η αμάχη.  

Έλα και λάμψε στα σκοτάδια μας
Το αχνό σου φως για μας σαν ήλιος
Γίνε στην ύπαρζη την άδεια μας
Για τον κισσό ο,τι ειν' ο στύλος.

Θεά γλυκιά θα σε λατρέψουμε
θα ξεφαντώσουμε μαζί σου   
Και με κανένα δε θα στέψουμε
"Οχι" την όποια απαίτησή σου.

Σβήνει η φωτιά. Τα πέπλα μέριασε
Που σε κρατούν και φανερώσου.
Σβήνει η φωτιά. Έλα και ταίριασε
Με τα φτερά μας το φτερό σου.

Οι τελετάρχες ξεκρεμάσανε
Τα λαμπερά τους τα στολίδια.
Ο,τι ωραίο ετοιμασάνε
Χωρίς εσέ πάει στα σκουπίδια.

Έλα κυρά και διπλατσάλωσε
Τη βαρετή την προσμονή μας
Έλα κυρά μου και δυνάμωσε
Την που αργοσβεί πνιχτή φωνή μας.

Στ' αργοταξίδευτο καράβι μας
Ελα, και σβήσανε τα φώτα
Ελα και άδραξε τα πάθη μας
Και μέρεψέ τα όπως πρώτα.

Κι όπως το ρυάκι μες στο χείμαρρο
Πέφτει και χάνεται κι εκείνο
Έτσι κι εγώ θυσία στον ίμερο
Τον άδραστό σου θε να γίνω.

Η ώρα φεύγει. «Πάει-επέρασε-
Δε θάρθει» όλοι λεν και φεύγουν.  
"Δε θάρθει", λένε, "πια εγέρασε"
Και τα εργαλεία τους μαζεύουν.

Μα τη χαρά την τελευταία μου
Εγώ μονάχη δε θ' αφήσω.
Κάθε φορά και πάντα νέα μου    
Είναι όταν θα σε συναντήσω.

Θα κάτσω εδώ, μόνος, στις λάμπουσες
Τις στάχτες πάνω, μες στο σκότος
Γιατί το ξέρω πως μας άκουσες
Και θαμ' εγώ λάτρης σου πρώτος.

Κι όταν θαρθείς συ μόνη υπάρχουσα
Μέσα στον κόσμο μου οπτασία
Θάναι ποτέ σαν να μην άκουσα
Πριν τη γλυκιά σου μελωδία.  

                    -------
 

Τρίτη 29 Αυγούστου 2023

 Νύχτα 22-6-95

οι πληγές ανοιχτές και ακατάσχετα αιμάσσουσες.
Η μοναζιά τρισδιάστατη.
Τα φαντάσματα δλα παρόντα.
Οι ακίδες σπαθιά εν ενεργεία.
Η ώρα σπασμένη σε τέταρτα τουλάχιστον.
Ίο πλήθος με πέτρες στα χέρια.
Η υπομονή απούσα.

ΞΑΠΛΩΜΕΝΟΣ

Στρίβω δεξά και γερνούνε τα δέντρα.
Στρίβω ζερβά-τραβάν από την άλλη.
 Ξαπλώνω κι από πάνω μου τα βλέπω.
Κρεμιέμαι από τα πόδια και τουμπάρω,
Το ίδιο και τα σπίτια κι οι ανθρ.ωποι.
Σ'τρέφω τα μάτια κι έσβησεν ο ήλιος.
Τα κλείνω κι όλα γύρω αφανιζονται.
Κοιμάμαι και για λίγο δεν υπάρχω.
Κι αφού και ζωντανός όντας ακόμα
Ολο τον κόσμο χάνω και αλλάζω,
Οταν αποφασίσω να πεθάνω
Ολα στο τίποτα θα τα γυρίσω.
 

ΟΛΗ

Τελείωσε το γράμμα.
Με ήρεμες, αργές κινήσεις
Σοβαρός
Εβαλε το μολύβι του στη θήκη.
Πήγε στη βρύση, την άνοιξε. Το νερό
Χύμηξε μες στο κύπελλο και κείνο τούφυγε απ’ τα χέρια.
Πήρε άλλο. Γέμισε. Ηπιε.
Στο μπάνιο πιέζοντας το σωληνάριο
Αφησε πάνω στο βουρτσάκι λίγην οδοντόκρεμα.
Ανοιξε το στόμα
Και άρχιαε τα δόντια του να πλένει μ’ επιμέλεια.
Κι ήταν προτού το πλύσιμο τελειώσει ακόμα
Που ξαφνικά κατάλαβε πόσο ποθώντας τις γυναίκες
Είχε η ζωή του όλη πάει στα χαμένα.
 

ΤΟ ΑΦΩΝΟ

Ετούτο το χαρτί που πάνω του σκαλίζω ορύγματα
Αναχώματα της πέννας
Που πάνω του σήματα ακατάληπτα ζωγραφώ
Ετούτο το χαρτί που πάνω του ασελγώ
Ετούτο το χαρτί που πιέζω, τσαλακώνω και τσακίζω
Ετούτο το άφωνο, το αδιαμαρτύρητο χαρτί, το πονεμένο
Ετούτο το χαρτί που τη λευκότη του μαυρίζω
Ετούτο το χαρτί που –απτόητα- πάνω του γράφω
Ετούτο το χαρτί που πάνω του ασελγώ
Ένα αναμμένο σπίρτο μόνο θα το σώσει.
Ετούτο το κορμί που εντός του ζω
Μόνον ο θάνατος μπορεί να το λυτρώσει.
 

ΔΙΑΠΕΡΑΙΩΣΙΣ

Ασφαλώς δια μέσου
Και αυτής της εβδομάδος διήλθα,.
Ο ι πέτρες δε με πέτυχαν της αφροσύνης.
Τα βέλη αστόχησαν του παραλογισμού.
Κι όταν επρόβλεπα πως φτάνει καταιγίδα
Καλά εσφάλιζα κάθε ανοιχτό.
Λίγο η προφύλαξις
Λίγο η τύχη
Ασφαλώς
Δια μέσου και αυτής της εβδομάδος
διήλθα.

Ντ’ Εντίτζιο, οδοντίατρος στο Λος Άντζελες-Κανόγκα Παρκ. Το ’89.
Είχαν ένα ιατρείο αυτός μαζί  με τον Γούλφσον, Γερμανό. Τα ιατρεία τους στο ίδιο ιατρείο, σε διπλανά δωμάτια.
Είχα πιάσει δουλειά σε σούπερ μάρκετ ένα μήνα πριν. Θα ήμουν ασφαλισμένος μετά δύο μήνες σύμφωνα με το νόμο.
Στο μήνα επάνω όμως με πιάνει πόνος στο δόντι που δεν περνούσε με τίποτα. Πάω στον Ντ’ Ετζίντιο. Με βλέπει, μου λέει θέλει σφράγισμα. Πόσο; Τρακόσα δολάρια μου λέει. Δεν έχω τώρα, όμως σε δυο μήνες θα έχω την ασφάλεια και θα πληρωθείς τότε. Όχι, ή τώρα ή φύγε, μου λέει, το σφράγισμα έχει τρακόσα δολάρια. Πόσα θέλεις για να το βγάλεις; Είκοσι δολάρια μου λέει. Βγάλτο. Όχι μου λέει, σφράγισμα θέλει. Βγάλτο δεν το βγάζω, βγάλτο δεν το βγάζω, ακούει τη φασαρία ο Γούλφσον από δίπλα.. Μαθαίνει τι συμβαίνει, έλα μαζί μου, λέει.
Πάμε δίπλα, του εξηγώ την κατάσταση, ουδέν πρόβλημα μου λέει. Και μου σφραγίζει το δόντι δωρεάν για δυο μήνες. Άλλος τύπος αυτός. Φιλικότατος, χωρίς όρους. Γίναμε φίλοι. Και για όποιο πρόβλημα έχεις στα δόντια σου, να έρχεσαι εδώ μου λέει.
Έτσι κι  έγινε.
¨Ένα χρόνο περίπου αργότερα, και ενώ είχα πιάσει δουλειά στο σούπερ μάρκετ,  έπρεπε να βάλω τέσσερις γέφυρες!
Πάω στον Γούλφσον.
Με βλέπει κι αυτός, πρέπει να βάλεις πράγματι τέσσερες γέφυρες, αλλιώς θα χάσεις τα δόντια σου εκείνα.
Κάνει την προεργασία, γράφει στο ασφαλιστικό μου έγγραφο τι δουλειά απαιτείται, και το στέλνει την ίδια εκείνη μέρα στα κεντρικά για έγκριση και μου κλείνει το επόμενο ραντεβού.
Πάω, μου λέει στενοχωρημένος, οι τύποι δεν εγκρίνανε την εργασία. Τι να γίνει, του λέω, δεν πειράζει, και κάνω να φύγω. Πριν βγω με φωνάζει.
Έλα κάτσε. Θα τους πάρω τηλέφωνο να τους εξηγήσω.
Κάθομαι. Και τους παίρνει εκείνη τη στιγμή μπροστά μου. Αντάλλαξαν μερικές προτάσεις αυτός
εξηγώντας το απαραίτητο της επέμβασης, εκείνοι αρνούμενοι να συναινέσουν.  Και τέλος τον ακούω να τους λέει φωνάζοντάς τους: «Δεν ξέρω τι μου λέτε εσείς, εγώ έχω εδώ μπροστά μου έναν ασφαλισμένο του Ταμείου σας που υποφέρει από τους πόνους. Θα τον αφήσετε να υποφέρει; Μήπως δεν είναι εντάξει στις υποχρεώσεις του απέναντί σας, Είναι εντάξει. Πού λοιπόν θα έβρει το δίκο του ο άρρωστος αυτός του δικού σας Ταμείου;»
Άκουσε για λίγο τι του είπαν, και έκλεισε ευχαριστημένος το τηλέφωνο. Εντάξει, μου λέει, το δέχτηκαν.
Και έγινε ό,τι χρειαζόταν να γίνει.
Δεν ξέρω αν κάτι γεγονότα σαν αυτά με έκαναν και όταν ακούω μετανάστη σε ανάγκη τον βοηθάω όσο μπορώ.

Τελειώνοντας όλη η ιστορία, έγραψα κάτι στίχους μου για τον Ντ΄Ετζίντιο και για τον Γούλφσον.
Ο Ντ’ Ετζίντιο δεν με βοήθησε, όμως δεν του κράτησα κακία. Δεν ήταν κακός. Ήταν ιταλιάνος «μαφιόζος»
«Μαφιόζος» με την έννοια ότι προσπαθούσε να βγάλει φράγκα από οπουδήποτε. Δεν έφταιγε αυτός μα η ράτσα του που στο κάτω κάτω είναι παρόμοια με τη δική μας.
o    Έτσι, στους στίχους που έγραψα γι αυτόν, υπερίσχυσε η αναφορά στα προ χιλιετηρίδων «δικά μας» μόνον:



ΤΟ ΦΩΣ

(Λος Άντελες 1989. Στον D’ Edigio, ιταλό οδοντίατρό μου στο Κανόγκα Παρκ)
D’ Edigio κάπου φαίνεται πως σκάλωσε το πράμα
Kαι δεν υπάρχει πια το φως που έμοιαζε με θάμα.
Θυμάμαι, και προσπάθησε να θυμηθείς μ’ εμένα
Με συντομία τα μακρινά εκείνα περασμένα.

Στης μαγικής Ανατολής πρωτάναψε τα μέρη
Το φως που σ’ ύψη ουράνια τον άνθρωπο είχε φέρει.
Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι, Ινδοί, Ασσύριοι, Πέρσες,
Πρώτοι του νου τις απλωσιές καλλιέργησαν τις χέρσες.

Από αυτούς το πήραμε το φως εμείς εκείνο.
Εμείς το αγριοβότανο σεπτόν κάναμε κρίνο.
Εμείς εβάλαμε το φως μες σ' αργυρό καντήλι
Κι ύμνους γλυκούς του ψάλαμε με της ψυχής τα χείλη.

Σωστά ως εδώ; Και ύστερα κάτω από το δικό σας
Το πέλμα εμείς βρεθήκαμε-είχε έρθει ο καιρός σας.
Και πήρατε από μας το φως κι άξιοι λαμπαδηφόροι
Μαζί του προχωρήσατε στου Λόγου τ’ ανηφόρι.

Και δεν τ' αφήσατε ούτε εσείς το θείο φως να σβήσει.
Κι έτσι ωσότου έφτασε και η δική σας δύση.
Τότε, με ρεύμα αντίθετο και άνεμο ενάντιο
Εδώσατε για φύλαξη τη φλόγα στο Βυζάντιο.

Σε βιβλιοθήκες άφωτες μέσα οι Βυζαντίνοι
Το φύλαξαν. Και το ’δωσαν με τη σειρά κι εκείνοι
Στην που από λήθαργο βαθύ ξύπναγε τότε Ευρώπη.
Κι η αλυσίδα η σεπτή εκεί για μένα εκόπη.

Κι αυτή ειν' η απορία μου: τι κάναν οι Ευρωπαίοι
Το φως που κάθε βρώμικο και κάθε σάπιο καίει;
Γιατί ούτε αυτοί το έχουνε ούτε άλλοι το κρατάνε:
Έθνος οι αχτίδες του-Λαό, κανέναν δε φωτάνε.

Ακούω διαδόσεις διάφορες. Λένε πως σε καράβι
Για δω να ’ρθει  το βάλανε κι η θάλασσα το θάβει.
Η ότι έφτασε ως εδώ κι είπαν οι Αμερικάνοι:
«Έχουμε φως ηλεκτρικό. Αυτό τι να μας κάνει;»

Και το εσβήσανε. Άλλοι λεν, πως στην Ευρώπη όντας
Από μακριά τ’ αντίκρισε ο Αμερικάνος λιόντας,
Για θρυαλλίδα το πέρασε σε τρομοκράτη χέρια,
Και πάει το φως που έλαμπε γλυκύτερο απ' τ’ αστέρια.

Μα ό,τι λεν κι ό,τι θα πουν, πίσω το φως δε φέρνει.
Όμως μια ιδέα στο μικρό μυαλό μου παραδέρνει:
Ότι το άγιο εκείνο φως μπορεί να ξαναζήσει
Μόνο από μας που κάποτε το είχαμε γνωρίσει.

Πως ίσως κάπου μέσα μας μια σπίθα έχει μείνει
Απ’ τη φωτιά που κάποτε μας ζέσταινε εκείνη.
Αυτές λοιπόν οι σπίθες μας αν ενωθούνε όλες
Μπορούν να γίνουν η μαγιά για λάμψεις φεγγοβόλες.

Λέω λοιπόν ν' αρχίσουμε να στέλνουμε τριγύρω
Ό,τι φυλάξαμε καλό απ’ τον παλιό τον κλήρο,
Που όλοι να μάθουν τι ήτανε τότε ο σκοπός του βίου,
Κι όλοι τη λάμψη να ιδούν στ’ ανθρώπινα, του Θείου.

Και, που το ξέρεις-με καιρούς ίσως φυτρώσει πάλι
Ο σπόρος που διαφύλαξε η δική μας η σκυτάλη.    
Κι ίσως-ποιός ξέρει-μια Αθηνά γεννήσει ο κόσμος νέα
και πάλι δώσει Οβίδιους και χτίσει Κολοσσαία.

 

Και οι στίχοι μου για τον Γούλφσον.

(Όλα εδώ πληρώνονται πράγματι)

 

WOLFSON
(ο οδοντογιατρός μου στο Κανόγκα Παρκ)


Η Αμερική πανίσχυρη τη γη εξουσιάζει.
Τα χέρια της συντρίβουνε και η ματιά της σφάζει
(κατ' απ' τα πόδια της, αργά, με το μικρό του στόμα
το χρονοσκούληκο μασά, κουφώνει, τρώει το χώμα).

Η Αμερική τη μοίρα μας στα χέρια της υφαίνει.
Έθνη καρφώνει στο σταυρό και άλλα τ' ανασταίνει
(γύρω τριγύρω της λαοί, με σταθερό ένα χέρι
ανήσυχο ακονίζουνε, διπλόκοπο μαχαίρι).

Καλότυχοι όσοι στων καιρών τη μανιασμένη δίνη
έξω μετράνε απ' αυτούς και πάνω από 'κείνη-
όσοι στο μάτι ανθρωπιά , φως στην ψυχή κρατάνε
και, άλλοι Σίμωνες, σταυρό σα δουν, πάντα βοηθάνε.

Καλότυχη μαζί μ' αυτούς κι η γη μας, που γεννάει
ανθρώπους τέτοιους. Άσκοπα στα χάη δε γυρνάει:
κάποιοι ίσως κόσμοι άφωτοι στου σύμπαντος την άκρη
λίγη αγάπη καρτερούν κι ένα συμπόνιας δάκρυ.


 


ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ

Όπως η γη στον λαμπροήλιο γύρω
γυρίζει προσδοκώντας ζεστασιά,
κι ως τ' άνθος μόνη ελπίδα του για μύρο
έχει στης άνοιξης την αγκαλιά,

έτσι κι εγώ από σένανε προσμένω
(από σε (κάτι…) προσμένω;;;;;;;;;;
της ύπαρξης μου να ’βρω το σκοπό
και βίο να παραδώσω δικιωμένο
απ' τ' άλυπο δρεπάνι σαν κοπώ.

Γι αυτό καχύποπτα μη με κοιτάζεις-
είναι η αίσθησή μου αληθινή
και μη το νου σου μ' απορίες κουράζεις:
μια λήκυθο μπροστά σου έχεις κενή.

Έλα και ή με κάτι πλήρωσε την-
 μ' αγάπη, μίσος η κατακραυγή-
ή αλλιώς στο χώμα κάτω πέταξε την
την ώρα τη φριχτή ευθύς να βρει.

Ταμπέλα έξω από κινηματογράφο
της Τρίπολης, τον Ιούλιο του 1955
"ΈΝΑΡΞΙΣ ΤΟΝ ΟΚΤΩΜΒΡΙΟΝ"

Έναρξις τον Οκτώβρη…  
Μα μερικοί θα 'χουν πεθάνει.
Το έργο -το ίδιο κάνει-
Άλλος καλό θα το 'βρει

κι άλλος θα κάνει σχόλια.
Οκτώβριο θ' ανοίξει '
μα πόσοι θα 'χουν λείψει...
πόσους τα μαύρα βόλια

ταυ μαύρου τον θανάτου
θα έβρουνε, και πόσοι
στη ζάλη τους την τόση
θα πάν κοντά του.

Μα νέα βλαστάρια
το φως θα γεμίσουν
στους κάμπους θ' ανθίσουν
νέα χορτάρια.

Στους αγρούς που μένουν
άγονοι και νεκροί
τώρα χρυσοί καρποί
τον τρύγο περιμένουν.

Καινούργιο σινεμά
και θεοί καινούργιοι.
Αθώοι και κακούργοι,
σερίφης που κρεμά.

Ωραίες και μαγκάκια
θα βλέπουν στο πανί
καινούργιοι νεαροί
με γυριστά μουστάκια.

Τρίπολη, Ιούλης 1958
 

Η ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ

Διάβαζα ένα Ποιήσεως βιβλίο.
Χτύποι, στην πόρτα μου τη φτωχική.
Κάποιος θα υποφέρει μες στο κρύο.
Ας πάω να δω ποιός ειν' εκεί.

Ανοίγω. Η Αθλιότητα μπροστά μου
Μέσα να μπει ζητάει φορτικά.
Να μπει και να μου πάρει  τα κλειδιά μου
Και τα γυαλιά μου τα πρεσβυωπικά.

Καλή μου καλώς ήρθες. Πέρνα μέσα.
Πάνταμου ήθελα μια συντροφιά
Πάντοτε αναζητούσα μια μαιτρέσσα
Στη λύπη  σύντροφο-στην ακεφιά.

ΤΟ ΠΥΡ   
ή
ΟΤΑΝ Ο ΤΣΑΟΥΣΕΣΚΟΥ ΕΠΕΣΕ
(1989)
    
Σηκώθηκε ο λαός στη Ρουμανία,
Στους δρόμους εζεχύθηκε και να!
Ξεσπά στον Τσαουσέσκου με μανία
Για όσα τον παιδεύουνε δεινά.


Ποτάμι ρέει το αίμα. Η κατάρα
Χτυπάει τ’ ατσαλένια της φτερά.
Απάνω στο Σταυρό η Τιμισοάρα
Του Εθνους ανεμίζει τα ιερά.

θα διώξουνε τον τύραννο οι Ρουμάνοι.
Μα εκκολάπτονται πλήθος ευθύς:
Βιομήχανοι,εμπόροι, πολισμάνοι,
Καινούργιος Τσαουσέσκου ο καθείς.

Κι ενώ το αίμα ακόμα εκεί αχνίζει
Κι ενώ ακόμα μαίνεται το πυρ
Κασέτες του στις ΗΠΑ διαφημίζει
Και δίσκους ο εξόριστος Ζαμφίρ.

Φωτιά στο Βουκουρέστι και μαχαίρι.
Γεμάτπο οι δρόμοι άψυχα κορμιά.
Καλή ειν’ η λευτεριά κι ας έχει φέρει
Μαζί της του θανάτου την ερμιά.

Αλλά ένας Ζαμφίρ την εξαισία
κραδαίνοντας φλογέρα του Πανός
Το πόσο είναι μάταια η θυσία
Μας δείχνει-ο άγων πόσο
 κενός.
 

THE COLOUR OF MAN
or
THE ONLY AND WHOLE DIFFERENCE
or  
EIMY

(Στην Έιμυ του Λος Άντζελες του 1990)

Ω! Ντροπαλό ερύθημα παρειών μικρής παρθένας
στη σκέψη μόνο των λευκών του Ερωτα φτερών!
Ω! Καλοθύμητη μορφή παληάς λαιμοκαδένας!
 Ω! Βροντοφώναχτη σιωπή απόκρυφων Ιερών!

Ω! Πελαγίσιο φύσημα στου κάμπου το λιοπύρι!  
Ω! Ανέλπιστη ελευτεριά μετά βαριά ειρκτή!
Ω! Ζύμη χειροκάμωτη σε ριγωτό πεσκίρι!
Ω! Παραδείσου φωτεινού θύρα ορθάνοιχτή!

Ω! Που το χρώμα της φωτιάς, της βίας και του μίσους
το αραιώνεις μ' άκρατη ουράνια δροσιά
και χρωματίζοντας μ’ αυτό τους γήινους ναρκίσσους
δίνεις ουσία θεϊκή στης γης την απλωσιά!

Ω! Ηλιου ζεστοκόπημα σε κόσμο παγωμένο!
Ω! Κιβωτός πολύτιμη που μέσα σου κρατείς
φύλαγμα ένα ατίμητο-φύλαγμα τιμημένο
τον σπόρο της τρισεύγενης, της άγιας της ντροπής!

Ω! Εΐμυ που όταν στ’ άκουσμα μίας λεξούλας μόνης
τα μαγουλά σου ρόδισμα κυριεύει βιαστικό…  
ψηλά-ψηλά-πολύ ψηλά τότε μας ανυψώνεις
Εϊμυ γλυκειά-φωτόπλεχτο κορίτσι ονειρικό.

Κρίνα που ειν' άγνωστα εδώ φέρνεις μαζί σου Εϊμυ
που μόνο σε απάτητες βουνών κορφές ανθούν.   
Εδώ η γη ανεόρταστη κι από αξίες έρμη.
Κτήνη εδώ τα ξερικά τα χώματα πατούν.

Μα συ λατρείας πανάρχαιας τη μυστική την πίστη
μες στου αίματός σου κουβαλείς την απαλή βοή,
κι ήρθες με κείνην τη φωτιά ν’ ανάψεις που εσβήστη
μες στης καινούργιας μας της γης το παγερό πρωί.

(Με μια μητέρα αλύγιστη στην αυστηρότητα της
αλλά που πεντατρύφερη εντός της κλει' ψυχή
μαζί περνάτε-μιά μικρή σταγόνα εσύ κοντά της
και κείνη μια κρυστάλλινη λίμνη μοναχική).

Στη βασιλεία των μηχανών, στων γραναζιών το χώρο
στον άνομο, στον άψυχο κόσμο της τεχνικής
πού χώμα ήβρες και φύτρωσες Ιδέας θείο δώρο;  
Νεράκι πού κι εθέριεψες, και φούντωσες κι ανθείς;
 
Ω! Της χρυσής Ανατολής ευήθεια σφύζον κρίνο!  
Ω! Της Ευρώπης των παλιών καλών καιρών καρπός!
Μ’ αιμόμικτα αισθήματα μπρος σου το γόνυ κλίνω-
Μάννα ίδια γη μας γέννησε και ίδιος ουρανός.

Μακριά κορίτσι ευάρεστο! Μακριά απ’ τα σίδερά τους΄
μακριά 'π' την ατσαλένια τους-αν έχουνε-καρδιά΄
μακριά συ απ’ τα ένστικτα τα πλήθια κι άγριά τους΄
μακριά 'π' των έγχρωμων χαρτιών
την κρύα μυρωδιά,  

μη της ντροπής το ρόδισμα που δεν μπορούν να νιώσουν
το πάρουν στη βιασύνη τους για πάθος ή οργή
και μη τ’ αβρό το ρόδισμα και σε την ίδια λυώσουν
με του ατσαλένιου τους ποδιού μια κίνηση γοργή.  

Σε θέλουμε να βλέπουμε μες στης ντροπής το χρώμα
που σου στολίζει πάναγνο την τρυφερή παρειά,
γυμνό της Απαγχόμενης το κρεμασμένο σώμα
να το χαϊδεύουν τ’ άγονα των δέντρων τα κλωνιά.

Να βλέπουμε-και τ’ όραμα αυτό να μας ’μερεύει
πώς μες στης Πάνδημης θεάς τη σκοτεινή σπηλιά
η Ουρανία στο στόμα σου τ’ ομορφο αποθηκεύει
όσα μια μέρα μες στο φως θε να δοθούν φιλιά.

Σε θέλουμε να σ’ έχουμε βοηθό στην άγρια πάλη
που με τ' Αδιάντροπο θεριό στήσαμε ολοζωής,  
και να κρατήσουμε ψηλά κι άλυγο το κεφάλι
ωσότου η πνοή της ύστατης να μας εβγεί πνοής.