ΟΤΑΝ ΕΛΘΩ
Δεν έχω σάρκα να δέσω τα κόκαλά μου,
ρούχα τηβεννικά να ενδυθώ,
μουσικές τα λόγια μου να στολίσω,
περικοκλάδες ιντερνετικές.
Φύλλα ωραιόχρωμα και άνθη ελκυστικά
από μένα λείπουν.
Η σκέψη μου
γλώσσες που γλύφουν γρατζουνάει.
Όμως καρποί μου
σε προϊστορικούς τάφους ακόμα ελπιδοφορούνε.
Και τα οστά μου
άγγιχτα από τις λόγχες του Καιρού.
Και βεγγαλικά δεν έπλεξα
που ανάβουν, λαμπαδιάζουνε και σβηούν.
Τον λύχνο εγώ έχω ανάψει του αεί
που λάδι του το δάκρυ-ζωής συντρόφι-
και φτίλι του η ανάσα της ψυχής.
Κι όποιον από το φως μου ζεσταθεί
κι όποιον κάτω απ’ το λύχνο μου διαβάσει-
αυτόνε θα τον θυμηθώ
όταν έλθω εν τη βασιλεία μου.